Εγκωμιαστικός λόγος Αγίου Ανδρέου Κρήτης
Είς τόν Αγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον Τροπαιοφόρον
«Θεοί, οί τόν ούρανόν καί τήν γην ούκ έποίησαν άπωλέσθωσαν» ·
Εστέκετο λοιπόν ο γενναίος του Χριστού αθλητής Γεώργιος, τον μεν Χριστόν ομολογών Θεόν, με λαμπράν και δυνατήν φωνήν, τους δε υπ΄αυτών προσκυνουμένους θεούς, ονομάζων δαίμονας, και τους αυτούς προσκυνούντας, καλών πλανομένους και μεθυσμένους, και αισχρολογούντας περισσότερον, παρά ομολογούντας Θεόν. Εστέκετο επιστομίζων τους βλασφημούντας, και πάντας παρακινών, εις μετάνοιαν, και εις την του μόνου αληθινού Θεού επίγνωσιν, και τέλος πάντων, ο Γεώργιος εστέκετο φωνάζων εκείνο το προφητικόν λόγιον του Ιερεμίου «Θεοί, οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν απωλέσθωσαν» ˙ ταύτα ακούσαντες οι των ειδώλων προσκυνηταί, κάθε είδος δολιότητος εμηχανεύθησαν, τον του Χριστού αθλητήν δοκιμάζοντες, και τι δεν έλεγον οι μιαροί; ή τι δεν εμεταχειρίζοντο; Ποτέ μεν, με κολακείας, ωσάν με λάδι, τους λόγους αυτών απαλύνοντες ˙ ποτέ δε, με γυμνάς τας σαΐτας τον φοβερισμόν τους, τον Γεώργιο ετόξευον ˙ και άλλοτε μεν, καθ΄υπόκρισιν επαίνουν την του Γεωργίου σύνεσιν και ευγένειαν, και την εις τους πολέμους ανδρίαν του ˙ άλλοτε δε, εσυμπόνουν την νεότητά του, και τον εσυμβούλευον να μη προκρίνη ανόητα, αντί της γλυκείας ταύτης ζωής, τον άωρον θάνατον.
Και πρώτον μεν επρότεινον, ότι έχουν να του δώσουν πλήθος άσπρων, και αξιωμάτων μεγάλων χαρίσματα, ύστερον δε και τα είδη των βασάνων και τιμωριών προτείνοντες, τον εφοβέριζον ότι με όλα αυτά έχει να λάβη μακρόν και οδυνηρότατον θάνατον, εάν δεν δείξη ευπείθειαν εις τους λόγους των. Ο δε στερρός και άφοβος του Χριστού στρατιώτης, ενθυμούμενος το λόγιον εκείνο των ιερών Αποστώλων το λέγον, «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον, ή ανθρώποις» 19 , και πληροφορημένος ώντας, ότι άλλο πράγμα δεν είναι δυνατώτερον από την προς Θεόν υπακοήν και ευπείθειαν, δεν εμετασάλευσε τελείων τον λογισμόν του, ούτε εφοβήθη τας απειλάς των απίστων. Αλλά τας μεν υποκριτικάς κολακείας των, με αυστηράς ύβρεις ήλεγχε και απεστρέφετο, τας δε δολεράς των υποσχέσεις κατεφρόνει και έπτυε ˙ τας ασεβείς συμβουλάς των, ως φαρμάκι θανατηφόρου εμίσει, και τους φοβερισμούς των εγέλα και επερίπαιζε, με το να ήτον προετοιμασμένος να πάθη δια τον Χριστόν κάθε βάσανον ˙ και όχι μόνον τούτο, αλλά και τους επαρακίνει να τον δοκιμάσουν, και δια της δοκιμής να πληροφορηθούν τους λόγους του. Και τώρα μεν εφώναζε τον ενθουσιαστικόν εκείνο λόγον του Θεοφόρου Ιγνατίου, «ο εμός έρως εσταύρωται», ήτοι η αγάπη μου εσταυρώθη, ήτις είναι ο Ιησούς Χριστός ˙ τώρα δε έλεγε τα ερωτικά εκείνα του Αποστόλου Παύλου λόγια, «τις με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις; στενοχωρία; ή διωγμός; ή λιμός; ή γυμνότης; ή κίνδυνος; ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε εξουσίαι, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε τις κτίσις ετέρα, δυνήσεταί με χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού. Εμοί γαρ το ζην Χριστός, και το αποθανείν κέρδος» 20 . Ου μόνον δε με λόγους φιλούς εμάχετο τους απίστους ο άγιος, αλλά και με αυτά τα έργα σοφώς και ανδρείως τους επολέμει, ωσάν ένας αγωνιστής δυνατός και ανίκητος ˙ επειδή τας πληγάς και τα βάσανα με τα οποία εκείνοι τον εβασάνιζον, αυτός υπομένοντας γενναίως, έπασχε μεν κατά το σώμα, κατά δε την ψυχήν τους βασανίζοντας και αυτός εβασάνιζε. Διατί; Καθώς εκείνοι επλήγωναν τον Γεώργιον, έτζι και ο Γεώργιος με την υπομονήν του και καρτερίαν ενίκα τους τούτον πληγώνοντας, εις τρόπον οπού εκείνοι εβασανίζοντο περισσότερον, επειδή δεν εδύνοντο να νικήσουν την γνώμην του, παρά οπού ο μάρτυς εβασανίζετο. Όθεν προστάζουν να κτυπηθή με σιδηρούν κοντάρι ο άγιος, αλλά ο σίδηρος του κονταρίου, ωσάν να ήτον μολύβι, εγύρισεν οπίσω ελέγχων την αγνωσίαν τους. Αποτυχόντες δε τούτου, ευρίσκουν άλλην τιμωρίαν δια να τιμωρήσουν τον μάρτυρα, και βάλλουσιν επάνω της κοιλίας του μίαν πέτραν μεγαλυτάτην, και εις το ξύλον τους πόδας του ασφαλίζουσιν. Αφ΄ου δε με άλλας πολλάς και δεινάς τιμωρίας επαίδευσον τον άγιον, τέλος πάντων, όταν ήτον σχεδόν αποκαμωμένος τον τιμωρούν με την σκληροτέραν βάσανον, διατί βάλλοντες τον μάρτυρα επάνω εις τροχόν, οπού είχε πηγμένα πανταχόθεν μαχαίρια, ενόμιζον με την τιμωρία ταύτην να νικήσουν του γενναίου την ένστασιν. Εις τούτο λοιπόν τον τροχόν, εσφίγγετο μεν η μέση του αγίου, και σχεδόν ωσάν του σκορπίου εγίνετο, με την εναντίον δε κίνησιν του τροχού, εστεναχωρείτο η αναπνοή του, και τα μεν άρθρα και μέλη του σώματός του εύγεναν από τον τόπουν τους, αι σάρκες του δε, κατεκόπτοντο από τα τριγύρω όντα μαχαίρια, ακολούθως δε και τα αίματα έτρεχον ποταμηδόν, και το έδαφος εκοκκίνιζεν, εις τρόπον οπού νομίσαντες οι ασεβείς ότι ενεκρώθη τελείως, τον αφήκαν ούτως επάνω του τροχού, και με φωνάς ευχαρίστουν τους θεούς των και δαίμονας. Αλλά περισσότερον εντράπησαν, αφ΄ου είδον μετά ολίγην ώραν σώον και υγιή, τον υπ΄αυτών ως νεκρόν λογιζόμενον. Ο γαρ Χριστός, ο αληθινός Θεός και Σωτήρ, η ζωή των λογιζόμενον. Ο γαρ Χριστός, ο αληθινός Θεός και Σωτήρ, η ζωή των απάντων, ελύτρωσεν από τον τροχόν τον γενναίον του αθλητήν, ιάτρευσε τας πληγάς του, και τους φυλάττοντας αυτόν στρατιώτας, εφόβισε και εδίωξεν. Όθεν ο Γεώργιος αγαπώντας να πάθη περισσότερα βάσανα, δρομαίος πάλιν εις τους ασεβείς επαρρησιάζετο, με λόγια και με έργα κηρύττων του Χριστού την ανίκητον δύναμιν, επειδή τη αληθεία ήτον να ιδή τινάς θέαμα φοβερόν ομού και παράδοξον, το οποίον και τους πιστούς εστήριζεν εις την πίστιν του Χριστού περισσότερον, και των απίστων τα στόματα έφραξε.
Βλέποντες λοιπόν οι πεπλανημένοι τον άγιον υγιή, εξεπλάγησαν μεν εις το ανέλπιστον αυτό θέαμα, και επληροφορούντο, ότι άλλος δεν είναι ει μη ο πρώην νεκρός λογιζόμενος. Αντί όμως να μετανοήσουν την πλάνην τους, αυτοί με χειρότερα βάσανα τον αθλητήν της αληθείας επαίδευον, καταχώσαντες αυτόν ως μαργαρίτην πολύτιμον, μέσα εις εξάπτουσαν άσβεστον. Και εδώ κατά αλήθειαν, άπιστον φαίνεται εις τους πολλούς δια την υπερβολήν, το θαυμάσιον οπού ηκολούθησε ˙ πως γαρ το φυσικώς ον ευκολόφθαρον σώμα μέσα εις τοιούτον λαύρον και καυστικόν της ασβέστου βρασμόν, καν εις ολίγον διέμεινε; πως δε και αυταίς αι λεπτόταταις τρίχες του σώματος, έμειναν παντελώς απυρίκαυσταις; ή πως το ζώον οπού με την αναπνοήν του λεπτού αέρος έχει την φυσικήν του ζωήν, εκρύβη μεν μέσα εις την παχείαν και κολλητικήν ύλην της ασβέστου, και εστερήθη από την αναπνοήν, δεν εστερήθη δε και από την ζωήν; Εάν όμως εις τούτο τινάς απορή και διστάζη, ας ενθυμηθή, πως ο προφήτης Ιωνάς διαμείνας μέσα εις την θερμοτάτην κοιλίαν του κήτους τρείς ολοκλήρους ημέρας και νύκτας, εξεράσθη ολόκληρος; Πώς ο Ιερεμίας εις τον λάκκον του βορβόρου καταχωθείς, αβλαβής εφυλάχθη; Πώς δε και οι τρείς Παίδες εις το μέσον της καιομένης καμίνου λεπτόν αναπνέοντες αέρα, αβλαβείς εφυλάχθησαν; Και τα μεν δεσμά κατεκάησαν, αι δε τρίχες τούτων άκαυσταις έμειναν; Ταύτα και άλλα παρόμοια θαύματα, όσα ο μεγαλόδοξος ειργάσατο Κύριος εις κάθε Γενεάν δια των δούλων και φίλων του, όποιος συλλογισθή, θέλει ομολογήσει και το εις τον Γεώργιον τούτο θαύμα ως αναμφίβολον, και πιστεύσας θέλει ειπή εκείνο το του Δαυΐδ, «όντως θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» 21 , και «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» 22 . Η του Θεού γαρ θέλησις, φύσις εις τα κτίσματα γίνεται.
Αλλά ο χρόνος δεν θέλει με φθάση, ή μάλλον ειπείν, ο λόγος μου δεν θέλει αρκέσει δια την αμάθειάν μου, χωριστά εάν θελήσω να απαριθμώ, και το είδος, και το σχήμα, και τον οδηνηρότατον και ανυπόφορον πόνον της κάθε βασάνου, με την οποίαν οι αιμοβόροι εκείνοι κύνες τον άγιον ετιμώρησαν, τόσον παρρησία και φανερά εις το θέατρον όσον και κρυφά, μέσα εις τας φυλακάς και τα δεσμωτήρια, αλλ΄ούτε ημπορώ δια λόγου να παραστήσω τόσον την απάνθρωπον σκληρότητα και θηριωδίαν των τυραννούντων τον αθλητήν, όσον και του αθλητού το καρτερικόν εν ταις βασάνοις ταύταις και μεγαλόψυχον. Και πως εις κάθε βάσανον οπού ελάμβανεν, επληρούτο αληθώς εις αυτόν εκείνο το Αποστολικόν λόγιον, ως αποθνήσκοντες, και ιδού ζώμεν ˙ αλλ΄ούτε δύναμαι να φανερώσω καθώς πρέπει τας νυκτερινάς και ημερινάς του μάρτυρος προσευχάς, με τας οποίας ικέτευε μεν και παρεκάλει τον Θεόν, δια να του βοηθήση εις τα μέλλοντα βάσανα, ευχαρίστει δε αυτόν δια την εις τα απεράσμενα δύναμιν αυτού και βοήθειαν. Ποίος δε κάλαμος να περιγράψη την των ειδώλων αθρόαν συντριβήν, και αυτών των δαιμόνων την θρηνώδη φωνήν; Με την οποίαν φανερώς εκήρυττον, ότι αυτοί δεν είναι θεοί, εις αισχύνην των αυτούς προσκυνούντων και όνειδος. Τις να διηγηθή λεπτομερώς τας διαλέξεις και ερωταποκρίσεις οπού έγιναν τόσον από το μέρος των τυρράνων, όσον και από το μέρος του μάρτυρος, και το ήθος τούτων και σχήμα, και έννοιαν; Και προς τούτοις τις να απαριθμή τας εν νυκτί και ημέρα γενομένας εις τον μάρτυρα θεϊκάς εμφανείας και επισκέψεις, ή μάλλον ειπείν κατά τον Δαυΐδ, τας βοηθείας και παρακλήσεις και ιατρείας, αι οποίαι έγιναν παρά του Χριστού εις αυτόν, εις πληρωμήν της υπομονής του; Δια μέσου των οποίων, αλησμόνα μεν τας απερασμένας παιδείας, εδυναμόνετο δε εις το να υποφέρη τα μέλλοντα παιδευτήρια, ωσάν να είχε σώμα όχι πήλινον αλλά αδαμάντινον. Δια τούτο, όποιος αγαπά να μάθη ταύτα μετά ακριβείας, ας αναγνώση το μαρτύριον του αγίου, και θέλει απολαύσει το ποθούμενον ˙ από εκεί γαρ έχει να μάθη και να θαυμάση των μαρτυρικών αγώνων το υπέρογκον, του μάρτυρος το μεγαλόψυχον, της νίκης το δικαιότατον, και των θείων αμοιβών και χαρίτων το αξιόχρεον ˙ από εκεί να μάθη σαφώς και να θαυμάση, πως, οι μεν εσκοτισμένοι από το σκότος της ασεβείας, έσμιγον το γλυκύ με το πικρόν εις τα λόγια, ο δε μάρτυς του Χριστού εκ του εναντίον, πώς με τον απλούν λόγον της αληθείας, τας δολεράς τούτων τεχνολογίας ευκόλως ανέτρεπε και διέλυε, και πως τα κρυφάς παγίδας οπού κατ΄αυτού οι άπιστοι έστηναν, αυτός τας υπερεπήδα με τα πτερά της υψηλής διανοίας του, και πως τα σιδηρά υποδήματα, και καρφία, και τα λοιπά κολαστήρια υπερενίκα με της υπομονής του την δύναμιν ˙ από εκεί θέλει μάθη πως, αφ΄ου ετελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου, και ξίφει την κεφαλήν απετμήθη ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής, και με τον σωματικόν θάνατον, τον ψυχικόν ενέκρωσε θάνατον, και νικηφόρος ανεδείχθη δι΄αίματος, τον της νίκης φορέσας στέφανον, τότε με το έργον τον επινίκιον ύμνον εις τον νικοποιόν θεόν χαροποιώς ανεβόησεν,
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου