Κυριακή 10 Ιουλίου 2016
27 ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
27 ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
1,1 Αυτό
το βιβλίο περιέχει την αποκάλυψη που έδωσε ο Θεός στον Ιησού Χριστό, για να
φανερώσει στους δούλους του αυτά που είναι καθορισμένα να γίνουν πολύ σύντομα.
Ο Ιησούς έστειλε τον άγγελό του και τα αποκάλυψε στο δούλο του τον Ιωάννη.
1,2 Ο
Ιωάννης έδωσε μαρτυρία για το λόγο του Θεού και για τον Ιησού Χριστό· γράφει
όσα είδε.
1,3 Μακάριος
ο αναγνώστης κι όσοι ακούνε τα λόγια τούτης της προφητείας και τηρούν όσα λέει
αυτό το βιβλίο· γιατί πλησιάζει ο καιρός.
1,4 Ο
Ιωάννης προς τις εφτά εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία. Εύχομαι να σας δίνουν
χάρη και ειρήνη ο Θεός, αυτός που αληθινά υπάρχει, υπήρχε και θα ’ρθεί, και τα
εφτά πνεύματα που είναι μπροστά στο θρόνο του,
1,5 καθώς
κι ο Ιησούς Χριστός, ο αξιόπιστος μάρτυρας. Αυτός αναστήθηκε πρώτος από τους
νεκρούς κι εξουσιάζει τους άρχοντες της γης. Αυτός μας αγαπάει κι έχει χύσει το
αίμα του για να μας καθαρίσει από τις αμαρτίες μας·
1,6 μας
έκανε έτσι μετόχους στην εξουσία του και κοινωνούς στην προσφορά λατρείας στον
Πατέρα του Θεό. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη για πάντα· αμήν.
1,7 Νάτος,
έρχεται μέσα στα σύννεφα και θα τον δούνε όλοι, ακόμα κι όσοι τον κεντήσαν με
τη λόγχη, και θα θρηνήσουν εξαιτίας του όλοι οι λαοί της γης. Ναι, σίγουρα θα
γίνει αυτό!
1,8 «Εγώ
είμαι το Άλφα και το Ωμέγα», λέει ο Θεός, ο Παντοκράτορας Κύριος, αυτός που
αληθινά υπάρχει και υπήρχε και θα ’ρθεί.
1,9 Εγώ
ο Ιωάννης, ο αδερφός σας, που με τη δύναμη του Ιησού Χριστού συμμερίζομαι μαζί
σας τους κατατρεγμούς κι υπομονετικά προσμένω τον ερχομό της βασιλείας του
Θεού, βρέθηκα εξόριστος στο νησί της Πάτμου, γιατί κήρυξα το λόγο του Θεού και
ομολόγησα τον Ιησού Χριστό.
1,10 Μέρα
Κυριακή με συνάρπασε το Πνεύμα. Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή βροντερή σαν
σάλπιγγα,
1,11 που
έλεγε: «Γράψε αυτό που βλέπεις σε βιβλίο και στείλε το στις εξής εφτά
εκκλησίες: Στην Έφεσο, στη Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις,
στη Φιλαδέλφεια και στη Λαοδίκεια».
1,12 Γύρισα
προς τα ’κει να δω ποιος μου μιλούσε. Και καθώς γύρισα, είδα εφτά λυχνοστάτες
χρυσούς.
1,13 Ανάμεσα
στους εφτά λυχνοστάτες είδα κάποιον που έμοιαζε με άνθρωπο, ντυμένον με χιτώνα
που έφτανε ως τα πόδια του, μ’ ένα χρυσό ζωνάρι που του έζωνε το στήθος.
1,14 Στο
κεφάλι του οι τρίχες ήταν κάτασπρες σαν ολόλευκο μαλλί ή σαν χιόνι και τα μάτια
του ήταν σαν τη φλόγα της φωτιάς.
1,15 Τα
πόδια του έμοιαζαν με χρυσάφι πυρωμένο στο καμίνι. Η φωνή του ηχούσε σαν τη
βουή του καταρράκτη.
1,16 Στο
δεξί του χέρι κρατούσε εφτά αστέρια, κι από το στόμα του έβγαινε ένα αιχμηρό
δίκοπο σπαθί. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο σ’ όλη του τη λαμπρότητα.
1,17 Όταν
τον είδα, έπεσα μπροστά στα πόδια του σαν νεκρός. Εκείνος τότε ακούμπησε πάνω
μου το δεξί του χέρι και μου είπε: «Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι ο πρώτος και ο
έσχατος.
1,18 Εγώ
είμαι ο ζωντανός· με θανάτωσαν, μα να που τώρα ζω για πάντα κι εξουσιάζω το
θάνατο και το βασίλειό του.
1,19 Γράψε,
λοιπόν, αυτά που βλέπεις: όσα ανήκουν στο παρόν και όσα μέλλεται να γίνουν
ύστερα απ’ αυτά.
1,20 Άκουσε
τώρα τι σημαίνουν τα εφτά αστέρια που είδες στο δεξί μου χέρι και οι εφτά
χρυσοί λυχνοστάτες: Τα εφτά αστέρια είναι οι άγγελοι των εφτά εκκλησιών και οι
εφτά λυχνοστάτες είναι οι εφτά εκκλησίες».
2,1 «Στον
άγγελο της εκκλησίας της Εφέσου γράψε: Να τι λέει αυτός που κρατάει τα εφτά
αστέρια στο δεξί του χέρι και περπατάει ανάμεσα στους εφτά χρυσούς λυχνοστάτες:
2,2 Ξέρω
καλά τα έργα σου, πόσο κοπιάζεις και πόση υπομονή δείχνεις. Ξέρω πως δεν
μπορείς να ανεχτείς τους κακούς· αυτούς που λένε πως είναι τάχα απόστολοι χωρίς
να είναι· τους δοκίμασες και τους βρήκες κίβδηλους.
2,3 Έχεις
υπομονή· για χάρη μου υπέμεινες δεινά και δεν απόκαμες.
2,4 Έχω
όμως κάτι εναντίον σου: Η αγάπη σου δεν είναι όπως στην αρχή.
2,5 Θυμήσου
λοιπόν από πού ξέπεσες· μετανόησε και γύρνα ξανά στην αρχική διαγωγή σου.
Αλλιώς, θα καταφτάσω γρήγορα για να μετακινήσω το λυχνοστάτη σου από τον τόπο
του, αν δεν δείξεις μετάνοια.
2,6 Έχεις
όμως κι ένα καλό: Μισείς όσα κάνουν οι Νικολαΐτες, που τα μισώ κι εγώ.
2,7 Όποιος
έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Σ’ όποιον νικήσει θα
του δώσω να φάει τον καρπό από το δέντρο της ζωής, που βρίσκεται στον παράδεισο
του Θεού μου».
2,8 «Στον
άγγελο της εκκλησίας της Σμύρνης γράψε: Να τι λέει ο πρώτος και ο έσχατος, που
τον θανάτωσαν και όμως ζει:
2,9 Ξέρω
καλά τα έργα σου και πως σε κατατρέχουν και πως είσαι φτωχός –κι όμως είσαι
πλούσιος. Ξέρω πως σε διαβάλλουν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι ανήκουν τάχα στο
λαό του Θεού· αυτοί όμως δεν είναι δικοί του, γιατί ανήκουν στη σύναξη του
σατανά.
2,10 Μη
φοβάσαι καθόλου για όσα σου μέλλεται να πάθεις. Ο διάβολος θα ρίξει μερικούς
από σας στη φυλακή για να δοκιμαστείτε. Ο διωγμός θα κρατήσει δέκα μέρες. Κράτα
την πίστη σου, ακόμη κι αν σου στοιχίσει τη ζωή, κι εγώ θα σου δώσω για στεφάνι
της νίκης, την αιώνια ζωή.
2,11 Όποιος
έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Το νικητή δεν θα
μπορέσει να τον πειράξει ο δεύτερος θάνατος».
2,12 «Στον
άγγελο της εκκλησίας της Περγάμου γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, αυτός που έχει το
αιχμηρό, δίκοπο σπαθί:
2,13 Ξέρω
καλά τα έργα σου και πού κατοικείς: εκεί που έχει στήσει το θρόνο του ο
σατανάς. Παρέμεινες όμως πιστός στο όνομά μου και δεν απαρνήθηκες την πίστη σου
σ’ εμένα, ακόμα κι όταν στον τόπο σας όπου κατοικεί ο σατανάς, σκότωσαν την
εποχή του διωγμού τον Αντίπα, που μαρτύρησε για να μου μείνει πιστός.
2,14 Έχω
όμως και μερικά εναντίον σου· ανέχεσαι να υπάρχουν εκεί οπαδοί της διδασκαλίας
του Βαλαάμ. Αυτός είχε δασκαλέψει το Βαλάκ να παρασύρει στην αμαρτία τούς
Ισραηλίτες και να φάνε ειδωλόθυτα και ν’ αποστατήσουν από το Θεό.
2,15 Έτσι
κι εσύ ανέχεσαι να υπάρχουν οπαδοί της διδασκαλίας των Νικολαϊτών.
2,16 Μετανόησε,
λοιπόν· αλλιώς, θα καταφτάσω σύντομα κοντά σου και θα πολεμήσω εναντίον τους με
το σπαθί που βγαίνει από το στόμα μου.
2,17 Όποιος
έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Όποιος νικήσει, θα του
δώσω από το κρυμμένο μάννα. Θα του δώσω και μια άσπρη ψηφίδα, μ’ ένα καινούριο
όνομα γραμμένο πάνω της, που δε θα το ξέρει κανένας άλλος, εκτός απ’ αυτόν που
θα την πάρει».
2,18 «Στον
άγγελο της εκκλησίας των Θυατείρων γράψε: Να τι λέει ο Υιός του Θεού, που τα
μάτια του είναι σαν τη φλόγα της φωτιάς και τα πόδια του μοιάζουν με χρυσάφι:
2,19 Ξέρω
καλά τα έργα σου: την αγάπη, την πίστη, τις υπηρεσίες σου στους αδερφούς, την
καρτερικότητά σου. Ξέρω ακόμα πως τα τελευταία σου έργα είναι περισσότερα από
τα πρώτα.
2,20 Έχω
όμως μερικά εναντίον σου: Τη γυναίκα σου, την Ιεζάβελ, που λέει πως είναι τάχα
προφήτισσα, την αφήνεις να παρασύρει με τη διδασκαλία της τους δούλους μου ν’
αποστατήσουν από το Θεό και να φάνε ειδωλόθυτα.
2,21 Της
έδωσα προθεσμία να μετανοήσει, αυτή όμως δε θέλει να μετανοήσει και επιμένει
στην αποστασία της.
2,22 Γι’
αυτό θα τη ρίξω άρρωστη στο κρεβάτι, κι όσοι συμπράττουν μαζί της θα πέσουν σε
μεγάλη δοκιμασία –εκτός κι αν αλλάξουν ζωή και πάψουν ν’ ακολουθούν τη
συμπεριφορά της–
2,23 και
θα χτυπήσω με θανατικό τα παιδιά της. Θα μάθουν έτσι όλες οι εκκλησίες πως εγώ
ξέρω τι κρύβει ο νους και η καρδιά του ανθρώπου· θα κρίνω τον καθένα σας
ανάλογα με τα έργα σας.
2,24 Σ’
εσάς όμως τους άλλους πιστούς των Θυατείρων, που δεν παρασυρθήκατε από τη
διδαχή της Ιεζάβελ και δε λέτε πως μάθατε τα απόκρυφα μυστικά του σατανά, όπως
ισχυρίζονται οι οπαδοί της, σ’ εσάς λέω πως δεν θα σας επιβαρύνω με άλλες
δοκιμασίες.
2,25 Κρατήστε
όμως σταθερά αυτό που έχετε ωσότου έρθω.
2,26 Όποιος
μένει πιστός ως το τέλος στη διαγωγή που εγώ του ζητώ και φτάσει έτσι στη νίκη,
θα του δώσω εξουσία πάνω στα έθνη.
2,27 Θα
τα κυβερνήσει με σιδερένια πυγμή και θα τα συντρίψει σαν πήλινα σκεύη.
2,28 Θα
του δώσω την εξουσία που κι εγώ πήρα από τον Πατέρα μου, κι ακόμα θα του δώσω
το άστρο το πρωινό.
2,29 Όποιος
έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες».
3,1 «Στον
άγγελο της εκκλησίας των Σάρδεων γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, που έχει τα εφτά
πνεύματα του Θεού και τα εφτά αστέρια: Ξέρω καλά τα έργα σου: τ’ όνομά σου λέει
πως είσαι ζωντανός, μα στην πραγματικότητα είσαι νεκρός.
3,2 Ξύπνα
και στήριξε τους άλλους, γιατί κινδυνεύουν να πεθάνουν. Σε δοκίμασα και βρήκα
πως τα ως τώρα έργα σου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στο Θεό μου.
3,3 Για
θυμήσου πώς δέχτηκες το μήνυμα της σωτηρίας και με πόσο ζήλο το άκουσες! Μείνε
πιστός σ’ αυτό και μετανόησε. Γιατί, αν δεν ξυπνήσεις, θα σου έρθω ξαφνικά όπως
ο κλέφτης, χωρίς να ξέρεις ποια ώρα θα ’ρθώ να σε κρίνω.
3,4 Έχεις
όμως και μερικούς πιστούς στις Σάρδεις, που δε μόλυναν τα ρούχα τους με την
απιστία. Αυτοί θα βαδίσουν μαζί μου ντυμένοι στα λευκά, γιατί το αξίζουν.
3,5 Το
νικητή θα τον ντύσει ο Θεός με τα λευκά ρούχα της νίκης· δε θα διαγράψω το
όνομά του από το βιβλίο της ζωής και θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στο
Θεό και στους αγγέλους του.
3,6 Όποιος
έχει αυτιά ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες».
3,7 «Στον
άγγελο της εκκλησίας της Φιλαδέλφειας γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, που είναι
άγιος και τηρεί τις υποσχέσεις του, που έχει τα κλειδιά του Δαβίδ, κι όταν
ανοίγει, κανείς δεν μπορεί να κλείσει· και όταν κλείνει, κανείς δεν μπορεί ν’
ανοίξει.
3,8 Ξέρω
καλά τα έργα σου· μικρές είναι οι δυνάμεις σου, κι όμως έμεινες πιστός στο λόγο
μου και δε με απαρνήθηκες. Γι’ αυτό έχω ανοίξει μπροστά σου μια πόρτα που
κανένας δε θα μπορέσει να την κλείσει.
3,9 Υπάρχουν
μερικοί που ισχυρίζονται πως ανήκουν στο λαό του Θεού· αλλά δεν ανήκουν, λένε
ψέματα· στην πραγματικότητα ανήκουν στη σύναξη του σατανά. Αυτούς θα τους κάνω
να ’ρθούν και να γονατίσουν ταπεινωμένοι μπροστά σου, για να μάθουν πως εγώ
εσένα αγάπησα.
3,10 Επειδή
τήρησες το λόγο μου κι έδειξες υπομονή, γι’ αυτό κι εγώ θα σε διαφυλάξω όταν θα
έρθει η ώρα του τελικού πειρασμού, που θ’ αποτελέσει τη μεγάλη δοκιμασία για
τον κόσμο, για όλους τους κατοίκους της γης.
3,11 Όπου
να ’ναι έρχομαι. Κράτα σταθερά αυτό που έχεις, για να μη σου αφαιρέσει κανείς
το στεφάνι της νίκης σου.
3,12 Το
νικητή θα τον κάνω στύλο αμετακίνητο στο ναό του Θεού μου· θα γράψω πάνω του το
όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλης του Θεού μου, της νέας Ιερουσαλήμ,
που κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό μου· κι επίσης θα γράψω πάνω του το
καινούριο όνομά μου.
3,13 Όποιος
έχει αυτιά ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες».
3,14 «Στον
άγγελο της εκκλησίας της Λαοδίκειας γράψε: Να τι λέει ο Αμήν, ο αξιόπιστος κι
αληθινός μάρτυρας, αυτός που είναι η αιτία όλων των δημιουργημάτων του Θεού:
3,15 Ξέρω
καλά τα έργα σου: δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός. Μακάρι να ήσουν κρύος ή
ζεστός!
3,16 Επειδή
όμως δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός αλλά χλιαρός, γι’ αυτό θα σε ξεράσω από
το στόμα μου.
3,17 Καυχιέσαι
πως είσαι πλούσιος, πως απόχτησες μεγάλη περιουσία, πως δεν έχεις ανάγκη από
τίποτε. Ξεχνάς, φαίνεται, πως στην πραγματικότητα είσαι ταλαίπωρος κι
αξιοθρήνητος, φτωχός, τυφλός και γυμνός.
3,18 Γι’
αυτό σε συμβουλεύω ν’ αγοράσεις από μένα χρυσάφι καθαρισμένο στη φωτιά, για ν’
αποκτήσεις πλούτη· ρούχα λευκά για να ντυθείς και να μην ντρέπεσαι που φαίνεται
η γύμνια σου· κολλύριο για ν’ αλείψεις τα μάτια σου και ν’ αποκτήσεις το φως
σου.
3,19 Εγώ
όσους αγαπώ τους διαπαιδαγωγώ με αυστηρότητα. Γι’ αυτό δείξε ζήλο και
μετανόησε.
3,20 Δες
με, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και χτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και
μ’ ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός
μαζί μου.
3,21 Το
νικητή θα τον βάλω να καθίσει μαζί μου στο θρόνο μου, όπως κάθισα κι εγώ νικητής
μαζί με τον Πατέρα μου στο θρόνο του.
3,22 Όποιος
έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες».
4,1 Ύστερα
απ’ αυτά, είδα μια πύλη ανοιχτή στον ουρανό. Και η φωνή που άκουσα προηγουμένως
ν’ αντηχεί σαν σάλπιγγα απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Ανέβα εδώ πάνω για
να σου δείξω τι θα συμβεί ύστερα απ’ αυτά».
4,2 Αμέσως
τότε με συνήρπασε το Πνεύμα και είδα ένα θρόνο στον ουρανό και κάποιον να
κάθεται στο θρόνο.
4,3 Είχε
θωριά που άστραφτε όπως ο ίασπις και το σάρδιο, τα πολύτιμα πετράδια. Ένα
φωτεινό τόξο περικύκλωνε το θρόνο, που λαμπύριζε σαν το σμαράγδι.
4,4 Είκοσι
τέσσερις άλλοι θρόνοι σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το θρόνο· σ’ αυτούς τους
θρόνους κάθονταν οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι ντυμένοι με λευκά ρούχα, και
με χρυσά στεφάνια στο κεφάλι τους.
4,5 Από
το θρόνο έβγαιναν αστραπές, φωνές και βροντές, και μπροστά του έκαιγαν εφτά
πύρινες λαμπάδες, δηλαδή τα εφτά πύρινα πνεύματα του Θεού.
4,6 Μπροστά
από το θρόνο απλωνόταν κάτι σαν θάλασσα από γυαλί, όμοια με κρύσταλλο. Στο κέντρο,
γύρω από το θρόνο, βρίσκονταν τέσσερα όντα γεμάτα μάτια, μπροστά και πίσω.
4,7 Το
πρώτο ον έμοιαζε με λιοντάρι, το δεύτερο με μοσχάρι, το τρίτο είχε όψη
ανθρώπινη και το τέταρτο έμοιαζε με αετό που πετάει.
4,8 Καθένα
από τα τέσσερα όντα είχε έξι φτερούγες, και όλα τους είχαν παντού μάτια γύρω
γύρω κι από μέσα. Τα τέσσερα όντα έλεγαν ακατάπαυστα, μέρα νύχτα: «Άγιος,
άγιος, άγιος είναι ο Κύριος, ο Θεός ο Παντοκράτορας! Αυτός που αληθινά υπήρχε,
υπάρχει και θα ’ρθεί».
4,9 Όταν
τα τέσσερα όντα δοξολογούν, αινούν και αναπέμπουν ευχαριστία σ’ αυτόν που
κάθεται στο θρόνο και ζει παντοτινά,
4,10 οι
είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι πέφτουν μπροστά σ’ αυτόν που κάθεται στο θρόνο,
προσκυνούν αυτόν που ζει παντοτινά, αποθέτουν τα στεφάνια τους μπροστά στο
θρόνο και λένε:
4,11 «Σ’
εσένα ανήκει, Κύριε και Θεέ μας, η δοξολογία, ο αίνος και η δύναμη, γιατί εσύ
δημιούργησες τα πάντα· το θέλημά σου τους έδωσε τη δύναμη και τη ζωή».
5,1 Είδα
πως αυτός που καθόταν στο θρόνο κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα βιβλίο σε σχήμα
κυλίνδρου. Το βιβλίο ήταν γραμμένο και από τη μέσα και από την έξω πλευρά, κι
εκεί που έκλεινε ήταν σφραγισμένο με εφτά σφραγίδες από βουλοκέρι.
5,2 Είδα
ακόμα έναν άγγελο δυνατό που διαλαλούσε μεγαλόφωνα: «Ποιος είναι άξιος να
σπάσει τις σφραγίδες του βιβλίου και να το ανοίξει;»
5,3 Και
δε βρέθηκε κανένας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε κάτω από τη γη, που να
μπορεί ν’ ανοίξει ή έστω και ν’ αντικρύσει το βιβλίο.
5,4 Άρχισα
τότε να κλαίω πολύ που δε βρέθηκε κανένας ν’ ανοίξει το βιβλίο ή έστω να το
αντικρύσει.
5,5 Ένας
από τους πρεσβυτυτέρους μού λέει τότε: «Μην κλαις, γιατί το λιοντάρι από τη
φυλή του Ιούδα, ο απόγονος του Δαβίδ, νίκησε στη μάχη που έδωσε, και μπορεί να
σπάσει τις εφτά σφραγίδες και ν’ ανοίξει το βιβλίο».
5,6 Είδα
τότε μπροστά στο θρόνο και στο μέσο των τεσσάρων όντων και στο μέσο των
πρεσβυτέρων, να στέκεται ένα Αρνίο. Έμοιαζε να το έχουν θυσιάσει. Είχε εφτά
κέρατα κι εφτά μάτια –αυτά είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού που αποστέλλονται σ’
όλη τη γη.
5,7 Το
Αρνίο πήγε και πήρε το κυλινδρικό βιβλίο από το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται
στο θρόνο.
5,8 Όταν
πήρε το βιβλίο, τα τέσσερα όντα και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν
μπροστά στο Αρνίο. Καθένας τους κρατούσε μια κιθάρα και χρυσά θυμιατήρια γεμάτα
θυμίαμα– αυτά είναι οι προσευχές των πιστών–
5,9 κι
έψελναν έναν καινούριο ύμνο: «Είσαι άξιος να πάρεις το βιβλίο και ν’ ανοίξεις
τις σφραγίδες του. Γιατί θυσιάστηκες και με το αίμα σου μας εξαγόρασες για το
Θεό, από κάθε φυλή, γλώσσα, λαό και έθνος.
5,10 Βασιλιάδες
τούς έκανες αυτούς και ιερείς για να λατρεύουν το Θεό μας· θα γίνουν κυρίαρχοι
πάνω στη γη».
5,11 Ύστερα
είδα κι άκουσα μια χορωδία γύρω από το θρόνο, τα τέσσερα όντα και τους πρεσβυτέρους·
την αποτελούσαν ένα αναρίθμητο πλήθος αγγέλων,
5,12 που
έλεγαν με δυνατή φωνή: «Το Αρνίο που θυσιάστηκε είναι άξιο να λάβει δύναμη,
πλούτο και σοφία, ισχύ, τιμή, δόξα κι ευλογία».
5,13 Κι
ύστερα άκουσα όλα τα πλάσματα του σύμπαντος στον ουρανό, στη γη, κάτω από τη γη
και μέσα στη θάλασσα, όλα αυτά τ’ άκουσα να υμνολογούν: «Αυτός που κάθεται στο
θρόνο και το Αρνίο να ’ναι για πάντα ευλογημένοι, τιμημένοι, δοξασμένοι και
ισχυροί».
5,14 Τα
τέσσερα όντα αποκρίνονταν: «Αμήν». Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσκύνησαν.
6,1 Είδα
τότε το Αρνίο ν’ ανοίγει την πρώτη απ’ τις εφτά σφραγίδες, κι άκουσα ένα από τα
τέσσερα όντα να λέει με φωνή που έμοιαζε με βροντή: «Έλα».
6,2 Κοίταξα,
και είδα ένα άσπρο άλογο, που ο καβαλάρης του κρατούσε ένα τόξο· του δόθηκε ένα
στεφάνι νίκης, και νικητής έφυγε για νέες νίκες.
6,3 Όταν
το Αρνίο άνοιξε τη δεύτερη σφραγίδα, άκουσα το δεύτερο ον να λέει: «Έλα».
6,4 Βγήκε
τότε ένα άλλο άλογο, κόκκινο σαν τη φωτιά· στον καβαλάρη του δόθηκε ένα μεγάλο
σπαθί με την εντολή να αφαιρέσει την ειρήνη από τη γη, και οι άνθρωποι να
σφάξουν ο ένας τον άλλο.
6,5 Όταν
το Αρνίο άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, άκουσα το τρίτο ον να λέει: «Έλα». Κοίταξα,
και είδα ένα μαύρο άλογο, που ο καβαλάρης του κρατούσε στο χέρι του μια
ζυγαριά.
6,6 Τότε
άκουσα κάτι σαν φωνή να βγαίνει ανάμεσα από τα τέσσερα όντα και να λέει: «Ένα
κιλό σιτάρι ή τρία κιλά κριθάρι θα φτάσουν ένα μεροκάματο· μην πειράξεις όμως
το λάδι και το κρασί».
6,7 Όταν
το Αρνίο άνοιξε την τέταρτη σφραγίδα, άκουσα τη φωνή του τέταρτου όντος να
λέει: «Έλα».
6,8 Κοίταξα,
και είδα ένα πρασινοκίτρινο άλογο· ο καβαλάρης του λεγόταν Θάνατος, κι από πίσω
του ακολουθούσε ο Άδης. Τους δόθηκε η εξουσία να σκοτώσουν το ένα τέταρτο της
οικουμένης με πόλεμο, με πείνα, με θανατικό και με τα θηρία της γης.
6,9 Όταν
το Αρνίο άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές
εκείνων που σφαγιάστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που έδωσαν
για το Αρνίο.
6,10 Αυτοί
κραύγασαν με δυνατή φωνή: «Ως πότε, επιτέλους, Δέσποτα άγιε και αληθινέ; Πότε
θα έρθει η κρίση σου; Πότε θα πάρεις πίσω το αίμα μας απ’ τους κατοίκους της
γης;»
6,11 Τότε
δόθηκε στον καθένα μια λευκή στολή, και τους είπαν ν’ αναπαυτούν για λίγο
ακόμα, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των συνδούλων κι αδερφών τους που τους
μέλλεται να θανατωθούν όπως κι εκείνοι.
6,12 Μετά
είδα το Αρνίο ν’ ανοίγει την έκτη σφραγίδα. Τότε έγινε σεισμός μεγάλος, ο ήλιος
έγινε μαύρος σαν πένθιμο ρούχο, το φεγγάρι έγινε όλο κόκκινο σαν αίμα,
6,13 και
τ’ αστέρια του ουρανού έπεσαν στη γη, όπως πέφτουν τα άγουρα σύκα, που τα
ρίχνει η συκιά όταν τη φυσάει δυνατός άνεμος.
6,14 Ο
ουρανός εξαφανίστηκε όπως τυλίγεται με μιας ένα κυλινδρικό χειρόγραφο, κι όλα
τα βουνά και τα νησιά μετακινήθηκαν από τη θέση τους.
6,15 Τότε
οι βασιλιάδες της γης και οι κυβερνήτες, οι στρατηγοί, οι πλούσιοι, οι δυνατοί
και όλοι, δούλοι κι ελεύθεροι, κρύφτηκαν στις σπηλιές και στα βράχια των βουνών
6,16 κι
έλεγαν στα βουνά και στα βράχια: «Πέστε πάνω μας και κρύψτε μας απ’ αυτόν που
κάθεται στο θρόνο κι από την οργή του Αρνίου.
6,17 Έφτασε
η μεγάλη ημέρα της οργής του· ποιος μπορεί να την αντέξει;»
7,1 Ύστερα
απ’ αυτό είδα τέσσερις αγγέλους να στέκονται στις τέσσερις γωνιές της γης και
να κρατούν τους τέσσερις ανέμους της γης για να μη φυσάει στη γη, μήτε στη
θάλασσα, μήτε σε κανένα δέντρο.
7,2 Και
είδα έναν άλλο άγγελο να βγαίνει από ’κει που ανατέλλει ο ήλιος, κρατώντας τη
σφραγίδα του ζωντανού Θεού. Αυτός έκραξε με δυνατή φωνή στους τέσσερις αγγέλους
που είχαν εντολή να καταστρέψουν τη γη και τη θάλασσα:
7,3 «Μην
καταστρέψετε τη γη μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα, ώσπου να σφραγίσουμε αυτούς
που ανήκουν στο Θεό μας, βάζοντας σημάδι στο μέτωπό τους».
7,4 Κι
άκουσα πόσοι ήταν αυτοί που σφραγίστηκαν: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες απ’
όλες τις φυλές του Ισραήλ.
7,5 Από
τη φυλή Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες,
από τη φυλή Γαδ δώδεκα χιλιάδες,
7,6 από
τη φυλή Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από τη
φυλή Μανασσή δώδεκα χιλιάδες,
7,7 από
τη φυλή Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Λευί δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή
Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
7,8 από
τη φυλή Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, από τη
φυλή Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι.
7,9 Ύστερα
απ’ αυτά, είδα ένα αμέτρητο πλήθος –που κανείς δεν ήταν σε θέση να το μετρήσει–
από κάθε έθνος, φυλή, λαό και γλώσσα, να στέκεται μπροστά στο θρόνο και στο
Αρνίο· φορούσαν λευκές στολές, κρατούσαν φοινικόκλαδα στα χέρια τους
7,10 και
έκραζαν με δυνατή φωνή: «Η σωτηρία είναι στα χέρια του Θεού μας, που κάθεται
στο θρόνο, και του Αρνίου!»
7,11 Όλοι
οι άγγελοι που στέκονταν γύρω από το θρόνο, από τους πρεσβυτυτέρους κι από τα
τέσσερα όντα, έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα πρόσωπα καταγής και προσκύνησαν το
Θεό,
7,12 λέγοντας:
«Αληθινά, ευλογία και δόξα και σοφία, ευχαριστία και τιμή και δύναμη και ισχύς
ανήκουν για πάντα στο Θεό μας. Αμήν».
7,13 Τότε
ένας από τους πρεσβυτέρους μού είπε: «Ποιοι είναι αυτοί που φορούν λευκή στολή
κι από πού ήρθαν;»
7,14 Εγώ
του απάντησα: «Κύριέ μου, εσύ ξέρεις». Τότε αυτός μου είπε: «Αυτοί είναι
εκείνοι που πέρασαν το μεγάλο διωγμό· έπλυναν τη στολή τους και τη λεύκαναν με
το αίμα του Αρνίου.
7,15 Γι’
αυτό στέκονται μπρος στο θρόνο του Θεού και τον λατρεύουν μέρα και νύχτα στο
ναό του, κι αυτός που κάθεται στο θρόνο θα ’ναι πάντα μαζί τους.
7,16 Δε
θα πεινάσουν πια, ούτε ποτέ θα διψάσουν· δε θα υποφέρουν από τον ήλιο ούτε από
άλλον καύσωνα.
7,17 Το
Αρνίο που είναι στη μέση του θρόνου σαν καλός βοσκός θα τους κατευθύνει, και θα
τους οδηγήσει στις νεροπηγές της ζωής. Ο Θεός θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ απ’ τα
μάτια τους».
8,1 Όταν
το Αρνίο άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, έγινε σιγή στον ουρανό για μισή περίπου
ώρα.
8,2 Είδα
τότε να δίνονται στους εφτά αγγέλους, που στέκονταν μπροστά στο Θεό, εφτά σάλπιγγες.
8,3 Ένας
άλλος άγγελος ήρθε και στάθηκε στο θυσιαστήριο κρατώντας χρυσό θυμιατήρι. Και
του δόθηκε πολύ θυμίαμα για να το προσφέρει, μαζί με τις προσευχές όλων όσοι
ανήκουν στο λαό του Θεού, πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο που βρισκόταν μπροστά στο
θρόνο του Θεού.
8,4 Απ’
τα χέρια του αγγέλου ο καπνός ανέβαινε με τις προσευχές των πιστών μπροστά στο
Θεό.
8,5 Πήρε
μετά ο άγγελος το θυμιατήρι, το γέμισε από τ’ αναμμένα κάρβουνα του
θυσιαστηρίου και το ’ριξε στη γη. Έγιναν τότε βροντές, φωνές, αστραπές και
σεισμός.
8,6 Οι
εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά σάλπιγγες ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν.
8,7 Σάλπισε
ο πρώτος· ήρθε τότε χαλάζι και φωτιά ανακατωμένα με αίμα και ρίχτηκαν πάνω στη
γη. Και κατακάηκε το ένα τρίτο της γης και το ένα τρίτο των δέντρων και κάθε
χλωρό χορτάρι.
8,8 Σάλπισε
κι ο δεύτερος άγγελος· και κάτι σαν μεγάλο βουνό που καιγόταν ρίχτηκε στη
θάλασσα. Το ένα τρίτο της θάλασσας έγινε αίμα,
8,9 πέθανε
το ένα τρίτο των ζωντανών πλασμάτων, που είναι στη θάλασσα και καταστράφηκε το
ένα τρίτο των πλοίων.
8,10 Σάλπισε
κι ο τρίτος άγγελος· κι έπεσε απ’ τον ουρανό ένα μεγάλο αστέρι που καιγόταν σαν
λαμπάδα. Έπεσε στο ένα τρίτο των ποταμών και των πηγών.
8,11 Το
όνομα του αστεριού ήταν Αψιθιά, και πίκρισε το ένα τρίτο των υδάτων, και πολλοί
άνθρωποι πέθαναν, γιατί το νερό έγινε φαρμάκι.
8,12 Σάλπισε
κι ο τέταρτος άγγελος· και χτυπήθηκε το ένα τρίτο του ήλιου, το ένα τρίτο της
σελήνης και το ένα τρίτο των άστρων, ώστε να σκοτεινιάσουν κατά το ένα τρίτο
τους. Έτσι, η μέρα έχασε το φως της κατά το ένα τρίτο, το ίδιο και η νύχτα.
8,13 Τότε
είδα έναν μεγάλο αετό να πετάει μεσουρανίς κι άκουσα να λέει με δυνατή φωνή:
«Αλίμονο, αλίμονο! Αλίμονο σ’ αυτούς που κατοικούν στη γη, όταν θ’ ακουστεί ο
ήχος της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που μένουν ακόμη να σαλπίσουν».
9,1 Σάλπισε
κι ο πέμπτος άγγελος· κι είδα ένα αστέρι να πέφτει απ’ τον ουρανό στη γη, και
του δόθηκε το κλειδί του πηγαδιού που οδηγεί στην άβυσσο.
9,2 Το
αστέρι άνοιξε το πηγάδι της αβύσσου απ’ όπου βγήκε καπνός, σαν τον καπνό που
βγάζει ένα αναμμένο καμίνι· ο ήλιος κι η ατμόσφαιρα σκοτείνιασαν απ’ τον καπνό
του πηγαδιού.
9,3 Από
τον καπνό βγήκαν ακρίδες πάνω στη γη, στις οποίες δόθηκε εξουσία σαν την
εξουσία που έχουν οι σκορπιοί της γης.
9,4 Τους
δόθηκε εντολή να μη βλάψουν το χορτάρι της γης, ούτε κανένα χλωρό φυτό ούτε
κανένα δέντρο, παρά μόνο τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν τη σφραγίδα του
Θεού στα μέτωπά τους.
9,5 Αυτούς
πήραν την εντολή να μην τους σκοτώσουν, αλλά μόνο να τους αφήσουν να
βασανιστούν πέντε μήνες. Το βάσανό τους θα είναι σαν τον πόνο που προκαλεί ο
σκορπιός όταν τσιμπήσει τον άνθρωπο.
9,6 Εκείνες
τις μέρες θ’ αποζητούν οι άνθρωποι το θάνατο, κι ο θάνατος δεν θα έρχεται. Θα
παρακαλούν να πεθάνουν, κι ο θάνατος θ’ απομακρύνεται απ’ αυτούς.
9,7 Στην
εμφάνιση οι ακρίδες έμοιαζαν με άλογα έτοιμα για πόλεμο. Πάνω στα κεφάλια τους
είχαν κάτι σαν στεφάνια που έμοιαζαν χρυσά, και τα πρόσωπά τους ήταν σαν
πρόσωπα ανθρώπων.
9,8 Είχαν
μαλλιά σαν τα μαλλιά των γυναικών, και δόντια σαν των λιονταριών.
9,9 Είχαν
θώρακες που έμοιαζαν με σιδερένιους, και το πλατάγισμα των φτερών τους έμοιαζε
με το θόρυβο αρμάτων που τρέχουν για πόλεμο δεμένα σε πολλά άλογα.
9,10 Είχαν
ουρές σαν των σκορπιών και κεντριά· στις ουρές τους βρισκόταν η δύναμή τους να
βασανίσουν τους ανθρώπους για πέντε μήνες.
9,11 Βασιλιά
τους έχουν τον άγγελο της αβύσσου· το όνομά του είναι στα εβραϊκά Αβαδδών και
στα ελληνικά Απολύων, δηλαδή Καταστροφέας.
9,12 Το
ένα το αλίμονο πέρασε· ύστερα απ’ αυτό ακολουθούν άλλα δύο αλίμονο.
9,13 Σάλπισε
κι ο έκτος άγγελος· κι από τις τέσσερις γωνίες του χρυσού θυσιαστηρίου, που
βρισκόταν μπροστά στο Θεό, άκουσα μια φωνή
9,14 να
λέει στον έκτο άγγελο, που κρατούσε τη σάλπιγγα: «Λύσε τους τέσσερις αγγέλους
που είναι δεμένοι στο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη».
9,15 Λύθηκαν
τότε οι τέσσερις άγγελοι που είχαν προετοιμαστεί για τη συγκεκριμένη αυτή ώρα
και μέρα και μήνα και έτος, να σκοτώσουν το ένα τρίτο των ανθρώπων.
9,16 Άκουσα
πως το ιππικό του στρατού αυτού ήταν διακόσια εκατομμύρια.
9,17 Τα
άλογα και οι καβαλάρηδες που είδα στο όραμά μου, φορούσαν θώρακες κόκκινους σαν
φωτιά, γαλαζωπούς σαν τον υάκινθο και κίτρινους σαν το θειάφι. Τα κεφάλια των
αλόγων ήταν σαν του λιονταριού κι από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά, καπνός και
θειάφι.
9,18 Από
τις τρεις τούτες συμφορές, τη φωτιά, τον καπνό και το θειάφι που έβγαινε από τα
στόματά τους, εξολοθρεύτηκε το ένα τρίτο από τους ανθρώπους.
9,19 Η
δύναμη των αλόγων βρισκόταν στο στόμα τους και στις ουρές τους, γιατί οι ουρές
τους έμοιαζαν με φίδια και είχαν κεφάλια που σκόρπιζαν το θάνατο.
9,20 Ωστόσο,
οι υπόλοιποι άνθρωποι, όσοι δεν εξολοθρεύτηκαν απ’ αυτές τις συμφορές, δε
μετανόησαν που λάτρευαν τα είδωλα. Δεν έπαψαν να προσκυνούν τα δαιμόνια και τα
χρυσά, τα ασημένια, τα χάλκινα, τα πέτρινα και τα ξύλινα είδωλα, που μήτε να
βλέπουν μήτε ν’ ακούν μήτε να περπατούν μπορούν.
9,21 Ούτε
μετανόησαν για τα φονικά τους ούτε για τις μαγγανείες τους ούτε για την πορνεία
τους ούτε για τις κλεψιές τους.
10,1 Μετά
είδα έναν άλλο άγγελο, δυνατό, που τον περιέβαλλε ένα σύννεφο, να κατεβαίνει
από τον ουρανό. Γύρω απ’ το κεφάλι του ήταν το ουράνιο τόξο· το πρόσωπό του
ήταν σαν τον ήλιο, τα πόδια του σαν πύρινες κολόνες,
10,2 και
στο χέρι του κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο. Έβαλε το δεξί πόδι του στη θάλασσα
και το αριστερό του πάνω στη στεριά
10,3 κι
έκραξε με δυνατή φωνή σαν λιοντάρι που βρυχάται. Όταν έκραξε, λάλησαν οι εφτά
βροντές με τις δικές τους τις φωνές.
10,4 Μόλις
λάλησαν οι εφτά βροντές, εγώ ετοιμαζόμουν να γράψω τι είπαν. Άκουσα όμως μια
φωνή από τον ουρανό να λέει: «Κράτησέ τα κρυφά αυτά που λάλησαν οι εφτά βροντές
και μην τα γράψεις».
10,5 Τότε
ο άγγελος που είδα να στέκεται στη θάλασσα και στη στεριά, σήκωσε το χέρι του
το δεξί στον ουρανό
10,6 κι
ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει αιώνια, σ’ αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη,
τη θάλασσα κι όσα υπάρχουν σ’ αυτά: «Άλλη καθυστέρηση δεν θα υπάρξει πια.
10,7 Αλλά
στις μέρες που θα σαλπίσει ο έβδομος άγγελος, θα ολοκληρωθεί το μυστικό σχέδιο
του Θεού, σύμφωνα με το χαρμόσυνο άγγελμα που έδωσε στους δούλους του, τους
προφήτες».
10,8 Έπειτα
η φωνή που άκουσα από τον ουρανό, λάλησε πάλι και μου είπε: «Πήγαινε πάρε το
ανοιχτό βιβλίο που κρατάει ο άγγελος που στέκεται πάνω στη θάλασσα και πάνω στη
στεριά».
10,9 Πήγα
προς τον άγγελο και του είπα να μου δώσει το βιβλίο. Κι αυτός μου λέει: «Πάρ’
το και φάτο· θα σου γεμίσει πίκρα τα σωθικά, μα στο στόμα σου θα είναι γλυκό
σαν μέλι».
10,10 Πήρα
το βιβλίο από το χέρι του αγγέλου και το ’φαγα· στο στόμα μου ήταν γλυκό σαν
μέλι, μα όταν το κατάπια πίκρισαν τα σωθικά μου.
10,11 Τότε
μου είπαν: «Πρέπει πάλι να προφητέψεις σε λαούς και σε έθνη, σε γλώσσες και σε
βασιλιάδες πολλούς».
11,1 Ύστερα
μου έδωσαν ένα καλαμένιο ραβδί για μέτρο, λέγοντάς μου: «Σήκω και μέτρησε το
ναό του Θεού και το θυσιαστήριο και τους προσκυνητές του·
11,2 την
εξωτερική όμως αυλή άφησέ την. Μην τη μετρήσεις, γιατί δόθηκε στους εθνικούς,
οι οποίοι θα καταπατήσουν την άγια πόλη σαράντα δύο μήνες.
11,3 «Θα
δώσω όμως εντολή στους δύο μάρτυρές μου να προφητεύουν αυτές τις χίλιες
διακόσιες εξήντα μέρες φορώντας ρούχα πένθιμα».
11,4 Αυτοί
είναι τα δύο λιόδεντρα και τα δύο λυχνάρια, που στέκονται μπροστά στον Κύριο
της οικουμένης.
11,5 Κι
αν κανείς προσπαθήσει να τους βλάψει, φωτιά θα βγει από το στόμα τους και θα
καταφάει τους εχθρούς τους· έτσι πρόκειται να θανατωθεί όποιος προσπαθήσει να
τους βλάψει.
11,6 Αυτοί
έχουν εξουσία να κλείσουν τον ουρανό, ώστε να μη ρίξει βροχή τις μέρες που θα
προφητεύουν. Έχουν επίσης εξουσία, όποτε το θελήσουν, να μετατρέψουν τα νερά σε
αίμα και να χτυπήσουν τη γη με κάθε λογής συμφορές.
11,7 Όταν
τελειώσουν την αποστολή τους, το θηρίο που ανεβαίνει από την άβυσσο θα κάνει
πόλεμο εναντίον τους, θα τους νικήσει και θα τους σκοτώσει.
11,8 Τα
πτώματά τους θα αφεθούν στον κεντρικό δρόμο της μεγάλης πόλης όπου σταυρώθηκε ο
Κύριός τους. Αυτή συμβολικά λέγεται Σόδομα και Αίγυπτος.
11,9 Τα
πτώματά τους θα τα βλέπουν τρεισήμισι μέρες άνθρωποι απ’ όλους τους λαούς, τις
φυλές, τις γλώσσες και τα έθνη, και δε θα επιτρέψουν την ταφή τους.
11,10 Κι
οι κάτοικοι της γης θα χαίρονται για όλα αυτά και θα ευφραίνονται, και δώρα θ’
ανταλλάζουν, γιατί αυτοί οι δυο προφήτες είχαν βασανίσει τους κατοίκους της
γης.
11,11 Ύστερα
όμως από τις τρεισήμισι μέρες, ζωογόνα πνοή από το Θεό μπήκε μέσα τους,
ξαναστάθηκαν στα πόδια τους, και πανικός μεγάλος έπεσε πάνω σ’ όσους τους
έβλεπαν.
11,12 Κι
άκουσαν μια δυνατή φωνή από τον ουρανό να τους λέει: «Ανεβείτε εδώ πάνω». Κι
ανέβηκαν εκείνοι στον ουρανό μέσα σ’ ένα σύννεφο, ενώ οι εχθροί τους τους
έβλεπαν.
11,13 Εκείνη
την ημέρα έγινε μεγάλος σεισμός· το ένα δέκατο της πόλης γκρεμίστηκε και
σκοτώθηκαν απ’ το σεισμό εφτά χιλιάδες άνθρωποι· οι υπόλοιποι τρομαγμένοι προσκύνησαν
τον επουράνιο Θεό.
11,14 Το
δεύτερο το αλίμονο πέρασε· γρήγορα όμως ακολουθεί το τρίτο.
11,15 Σάλπισε
κι ο έβδομος άγγελος· κι ακούστηκαν δυνατές φωνές από τον ουρανό να λένε: «Η
κυριαρχία του κόσμου ανήκει πια στον Κύριό μας και στο Μεσσία του, και θα
διαρκέσει για πάντα».
11,16 Τότε
οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι, που ήταν μπροστά στο θρόνο του Θεού
καθισμένοι στους θρόνους τους, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησαν το
Θεό
11,17 λέγοντας:
«Κύριε, παντοκράτορα Θεέ, που υπάρχεις και υπήρχες και θα ’ρθείς. Σ’
ευχαριστούμε που ανέλαβες τη δύναμή σου τη μεγάλη κι έτσι η βασιλεία σου
άρχισε.
11,18 Κι
όταν τα έθνη ξεσηκώθηκαν εναντίον σου, ξέσπασε η οργή σου, κι ήρθε ο καιρός να
κρίνεις τα έθνη, ν’ ανταμείψεις τους δούλους σου τους προφήτες, τους αγίους, κι
αυτούς που σέβονται το όνομά σου, μικρούς και μεγάλους, και να καταστρέψεις
αυτούς που καταστρέφουν την οικουμένη».
11,19 Τότε
άνοιξε ο ναός του Θεού στον ουρανό, και φάνηκε μέσα στο ναό η κιβωτός της
διαθήκης του Κυρίου. Κι έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός κι
έπεσε χοντρό χαλάζι.
12,1 Ύστερα
φάνηκε ένα μεγάλο θαυμαστό σημάδι στον ουρανό: Μια γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, με
το φεγγάρι κάτω απ’ τα πόδια της, και στο κεφάλι της στεφάνι με δώδεκα αστέρια.
12,2 Ήταν
έγκυος και φώναζε από τους πόνους και τις ωδίνες της γέννας.
12,3 Κι
άλλο σημάδι φάνηκε στον ουρανό: Ένας μεγάλος δράκοντας κόκκινος σαν φωτιά, με
εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα, και στα κεφάλια του εφτά στέμματα.
12,4 Η
ουρά του έσυρε το ένα τρίτο των άστρων του ουρανού και τα έριξε στη γη. Ο
δράκοντας στάθηκε μπροστά στη γυναίκα την ετοιμόγεννη, για να καταβροχθίσει το
παιδί της, μόλις αυτή το γεννήσει.
12,5 Η
γυναίκα γέννησε παιδί αρσενικό, που θα κυβερνήσει όλα τα έθνη με σιδερένια
ράβδο. Άρπαξαν όμως το παιδί της και το έφεραν στο Θεό και στο θρόνο του.
12,6 Η
γυναίκα έφυγε τότε στην έρημο, στον τόπο που της ετοίμασε ο Θεός· εκεί θα την
τρέφουν χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες.
12,7 Έγινε
τότε πόλεμος στον ουρανό· από τη μια ο Μιχαήλ με τους αγγέλους του κι από την
άλλη ο δράκοντας. Ο δράκοντας με τους αγγέλους του πολέμησε
12,8 αλλά
δεν επικράτησε, κι έτσι δεν του επιτράπηκε να μείνει άλλο στον ουρανό.
12,9 Έτσι,
ρίχτηκε ο δράκος ο μεγάλος, ο όφις ο αρχαίος, που λέγεται διάβολος και σατανάς
και παραπλανάει ολόκληρη την οικουμένη, ρίχτηκε κάτω στη γη, και μαζί του
έριξαν και τους αγγέλους του.
12,10 Άκουσα
τότε μια δυνατή φωνή στον ουρανό να λέει: «Έφτασε τώρα η σωτηρία και η δύναμη
κι η βασιλεία του Θεού μας κι η εξουσία του Μεσσία του. Διώχτηκε από τον ουρανό
ο κατήγορος των αδερφών μας, που τους κατηγορούσε μέρα νύχτα μπροστά στο Θεό
μας.
12,11 Αυτόν
όμως τον νίκησαν οι αδερφοί μας με το αίμα του Αρνίου και με τη μαρτυρία, που
έδωσαν για τον Ιησού, αδιαφορώντας για τη ζωή τους, φτάνοντας ως και στο
θάνατο.
12,12 Γι’
αυτό χαρείτε, ουρανοί κι όσοι τους κατοικείτε! Αλίμονό σας, γη και θάλασσα,
γιατί σ’ εσάς ο διάβολος κατέβη έχοντας θυμό μεγάλο, ξέροντας πως λίγος καιρός
του απομένει».
12,13 Όταν
είδε ο δράκοντας πως ρίχτηκε στη γη, άρχισε να καταδιώκει τη γυναίκα που
γέννησε το αγόρι.
12,14 Στη
γυναίκα όμως δόθηκαν οι δυο φτερούγες του μεγάλου αετού, για να πετάξει στην
έρημο, στον τόπο της, και να ζήσει μακριά από την απειλή του όφεως τριάμισι
χρόνια.
12,15 Έβγαλε
τότε ο όφις από το στόμα του νερό ποτάμι πίσω από τη γυναίκα για να την
παρασύρει το νερό.
12,16 Η
γη όμως βοήθησε τη γυναίκα, άνοιξε η γη το στόμα της και κατάπιε το ποτάμι που
έβγαλε ο δράκοντας απ’ το στόμα του.
12,17 Θύμωσε
τότε ο δράκοντας με τη γυναίκα, κι έφυγε για να πολεμήσει με τους υπόλοιπους
απογόνους της, μ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές του Θεού και μαρτυρούν την
πίστη τους στον Ιησού.
13,1 Στάθηκα
τότε στην ακροθαλασσιά. Κι είδα να ανεβαίνει από τη θάλασσα ένα θηρίο με δέκα
κέρατα κι εφτά κεφάλια. Στα κέρατά του είχε δέκα στέμματα και στα κεφάλια του
τίτλους προσβλητικούς για το Θεό.
13,2 Το
θηρίο που είδα έμοιαζε με λεοπάρδαλη, τα πόδια του ήταν σαν της αρκούδας και το
στόμα του σαν στόμα λιονταριού. Κι ο δράκοντας του έδωσε τη δύναμή του, το
θρόνο του και μεγάλη εξουσία.
13,3 Ένα
από τα κεφάλια του έμοιαζε να ’χει πληγωθεί θανάσιμα· η θανατηφόρα του όμως
πληγή θεραπεύτηκε. Κι όλη η οικουμένη θαύμασε και ακολούθησε το θηρίο.
13,4 Προσκύνησαν
το δράκοντα, γιατί έδωσε εξουσία στο θηρίο· και προσκύνησαν και το θηρίο κι
έλεγαν: «Ποιος μπορεί να παραβγεί με το θηρίο και ποιος μπορεί να πολεμήσει
εναντίον του;»
13,5 Στο
θηρίο δόθηκε στόμα να λέει λόγια υπεροπτικά και βλάσφημα, προσβλητικά για το
Θεό, και του δόθηκε εξουσία να δράσει σαράντα δύο μήνες.
13,6 Άνοιξε
το στόμα του κι άρχισε να προσβάλλει το Θεό, βλασφημώντας το όνομά του, την
κατοικία του κι όσους κατοικούν στον ουρανό.
13,7 Του
δόθηκε ακόμη η άδεια να πολεμήσει εναντίον του λαού του Θεού και να τον
νικήσει. Του δόθηκε κι η εξουσία πάνω σε κάθε φυλή, λαό, γλώσσα και έθνος.
13,8 Θα
το προσκυνήσουν όλοι οι κάτοικοι της γης, που το όνομά τους δε γράφτηκε στο
βιβλίο της ζωής του σφαγμένου Αρνίου από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος.
13,9 Όποιος
έχει αυτιά ας ακούσει.
13,10 Όποιος
αιχμαλωτίζει, θα αιχμαλωτιστεί· όποιος σκοτώνει με μαχαίρι, θα πεθάνει από
μαχαίρι. Εδώ θα φανεί η υπομονή και η πίστη όσων ανήκουν στο λαό του Θεού.
13,11 Ύστερα
είδα ένα άλλο θηρίο να βγαίνει από τη στεριά. Είχε δύο κέρατα που μοιάζαν με
αρνιού, και η φωνή του έμοιαζε με φωνή δράκοντα.
13,12 Με
εντολή του πρώτου θηρίου ασκούσε όλη την εξουσία κι έκανε όλη τη γη και τους
κατοίκους της να προσκυνήσουν το πρώτο θηρίο, που η θανατηφόρα πληγή του είχε
θεραπευτεί.
13,13 Έκανε
μεγάλες τερατουργίες, ως και φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό, μπροστά στα
μάτια των ανθρώπων.
13,14 Παραπλανούσε
τους κατοίκους της γης με τις τερατουργίες που του επιτράπηκε να κάνει με
εντολή του θηρίου, προτρέποντάς τους να κατασκευάσουν ένα άγαλμα του θηρίου,
που είχε δεχτεί την πληγή της μάχαιρας κι ωστόσο ζούσε.
13,15 Επίσης
του επιτράπηκε να ζωντανέψει το άγαλμα του πρώτου θηρίου, ώστε να μιλήσει το
άγαλμα και να κάνει να θανατωθούν όσοι δεν το προσκυνήσουν.
13,16 Το
θηρίο υποχρεώνει όλους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους
και δούλους, να χαράξουν σημάδι πάνω στο δεξί τους χέρι ή στο μέτωπό τους.
13,17 Κανείς
δε θα μπορεί να αγοράσει ή να πουλήσει, παρά μόνον αυτός που έχει χαραγμένο το
όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του.
13,18 Εδώ
χρειάζεται η σοφία. Όποιος έχει μυαλό ας λογαριάσει τον αριθμό του θηρίου, που
είναι αριθμός ανθρώπου· ο αριθμός του είναι χξς’ (εξακόσια εξήντα έξι).
14,1 Ύστερα
κοίταξα και να! Το Αρνίο στεκόταν πάνω στο όρος Σιών και μαζί του εκατόν
σαράντα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, που είχαν γραμμένο πάνω στα μέτωπά τους το
όνομά του και το όνομα του Πατέρα του.
14,2 Κι
άκουσα φωνή από τον ουρανό σαν τη βοή του καταρράχτη, σαν τον ήχο μεγάλης
βροντής· η φωνή που άκουσα έμοιαζε ακόμη με μουσική που κάνουν οι κιθαριστές με
τις κιθάρες τους.
14,3 Οι
εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες τραγουδούσαν μπρος στο θρόνο και μπρος στα
τέσσερα όντα και στους πρεσβυτυτέρους ένα καινούριο άσμα, που κανείς άλλος πάνω
στη γη δεν μπορούσε να μάθει, εκτός από τους ίδιους που είχαν λυτρωθεί.
14,4 Είναι
εκείνοι που δε μολύνθηκαν με γυναίκες, δηλαδή οι παρθένοι. Είναι εκείνοι που
ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν πάει. Απ’ όλη την ανθρωπότητα αυτοί έχουν
λυτρωθεί ως πρώτη προσφορά στο Θεό και στο Αρνίο.
14,5 Δεν
ακούστηκε από το στόμα τους κανένα ψέμα. Είναι αψεγάδιαστοι.
14,6 Είδα
κι έναν άλλο άγγελο να πετάει μεσουρανίς. Είχε ένα αιώνιο, χαρμόσυνο άγγελμα να
διαλαλήσει στους κατοίκους της γης, σε κάθε έθνος και φυλή, γλώσσα και λαό.
14,7 Έλεγε
με δυνατή φωνή: «Φοβηθείτε τον Κύριο και δοξάστε τον, γιατί ήρθε η ώρα που θα
κρίνει τον κόσμο. Προσκυνήστε αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη
θάλασσα και τις νεροπηγές!»
14,8 Ύστερα
ακολούθησε ένας άλλος, δεύτερος άγγελος, που έλεγε: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η
μεγάλη· αυτή που πότισε όλα τα έθνη με το μεθυστικό κρασί της πορνείας της!»
14,9 Μετά
τους ακολούθησε ένας άλλος, τρίτος άγγελος, που έλεγε με δυνατή φωνή: «Όποιος
προσκυνάει το θηρίο και το άγαλμά του και σημαδεύεται με το χάραγμα στο μέτωπό
του ή στο χέρι του,
14,10 θα
πιει κι αυτός απ’ το κρασί του θυμού του Θεού, που το ’χουν βάλει ανόθευτο στο
ποτήρι της οργής του. Και θα βασανιστεί με φωτιά και θειάφι μπροστά στους
άγιους αγγέλους και στο Αρνίο.
14,11 Ο
καπνός απ’ τα βασανιστήριά τους θ’ ανεβαίνει αιώνια, και δε θα βρίσκουν
ανάπαυση μέρα και νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και το άγαλμά του κι όποιος
έχει πάνω του χαραγμένο το όνομα του θηρίου.
14,12 Εδώ
θα φανεί η υπομονή όσων ανήκουν στο λαό του Θεού, αυτών που τηρούν τις εντολές
του Θεού και πιστεύουν στον Ιησού».
14,13 Κι
άκουσα μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε «Γράψε: Μακάριοι οι νεκροί, όσοι στο
εξής πεθαίνουν για χάρη του Κυρίου· όπως διαβεβαιώνει το Άγιο Πνεύμα, θ’
αναπαυθούν από τους κόπους τους, και τα έργα τους θα τους ακολουθούν ως
συνήγοροί τους».
14,14 Κοίταξα
τότε και είδα ένα άσπρο σύννεφο και πάνω στο σύννεφο καθόταν κάποιος που
έμοιαζε με άνθρωπο. Είχε στο κεφάλι του χρυσό στεφάνι και στο χέρι του ένα
δρεπάνι κοφτερό.
14,15 Βγήκε
τότε από το ναό ένας άλλος άγγελος κράζοντας με δυνατή φωνή σ’ εκείνον που
καθόταν στο σύννεφο: «Ρίξε το δρεπάνι σου και θέρισε, γιατί τα σπαρτά ξεράθηκαν
κι ήρθε η ώρα του θερισμού».
14,16 Εκείνος
που καθόταν στο σύννεφο έριξε το δρεπάνι του στη γη, και η γη θερίστηκε.
14,17 Τότε
βγήκε από τον ουράνιο ναό κι άλλος άγγελος κρατώντας κι αυτός κοφτερό δρεπάνι.
14,18 Κι
ένας άλλος άγγελος βγήκε από το θυσιαστήριο, αυτός που εξουσίαζε τη φωτιά, και
φώναξε με δυνατή φωνή σ’ αυτόν που κρατούσε το κοφτερό δρεπάνι: «Ρίξε το
δρεπάνι σου, το κοφτερό και τρύγησε τα τσαμπιά από το αμπέλι της γης, γιατί τα
σταφύλια του ωρίμασαν».
14,19 Κι
έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του στη γη και τρύγησε το αμπέλι της γης, κι έβαλε
τα σταφύλια στο μεγάλο πατητήρι του θυμού του Θεού.
14,20 Το
πατητήρι πατήθηκε έξω από την πόλη κι έτρεξε απ’ αυτό αίμα κι έφτασε ως τα
χαλινάρια των αλόγων, σε χίλια εξακόσια στάδια μάκρος.
15,1 Τότε
είδα ένα άλλο σημάδι στον ουρανό, μεγάλο και θαυμαστό: Εφτά αγγέλους που είχαν
τις τελευταίες εφτά πληγές, γιατί μ’ αυτές φτάνει στο τέλος του ο θυμός του
Θεού.
15,2 Είδα
κάτι σαν γυάλινη θάλασσα ανακατεμένη με φωτιά· είδα κι εκείνους που νίκησαν το
θηρίο, το άγαλμά του και τον αριθμό του ονόματός του, να στέκονται πάνω στη
γυάλινη θάλασσα. Κρατούσαν κιθάρες θεϊκές
15,3 και
τραγουδούσαν το άσμα του Μωυσή, του δούλου του Θεού, και το άσμα του Αρνίου,
λέγοντας: «Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, παντοκράτορα Θεέ! Δίκαιες κι
αληθινές οι ενέργειές σου, βασιλιά των εθνών!
15,4 Ποιος
δε θα φοβηθεί, Κύριε, και ποιος δεν θα δοξάσει το όνομά σου; Εσύ μονάχα είσαι
άγιος κι όλα τα έθνη θα έρθουν και θα σε προσκυνήσουν, γιατί φανερώθηκαν οι
βουλές σου».
15,5 Ύστερα
απ’ αυτά είδα ν’ ανοίγει ο ουράνιος ναός της σκηνής του Μαρτυρίου
15,6 και
να βγαίνουν από τον ουρανό οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά πληγές,
ντυμένοι καθάρια, λαμπερά λινά φορέματα, και ζωσμένοι χρυσά ζωνάρια γύρω από τα
στήθη τους.
15,7 Τότε
ένα από τα τέσσερα όντα έδωσε στους εφτά αγγέλους εφτά χρυσές φιάλες γεμάτες με
το θυμό του Θεού που ζει αιώνια.
15,8 Ο
ναός γέμισε καπνό από το μεγαλείο και τη δύναμη του Θεού·
15,9 και
κανένας δεν μπορούσε να μπει στο ναό ώσπου να συμπληρωθούν και οι εφτά πληγές
των εφτά αγγέλων.
16,1 Μετά
άκουσα μια δυνατή φωνή από το ναό να λέει στους εφτά αγγέλους: «Πηγαίνετε κι
αδειάστε στη γη τις εφτά φιάλες της οργής του Θεού».
16,2 Έφυγε
ο πρώτος κι άδειασε τη φιάλη του στη γη. Και παρουσιάστηκε μια επώδυνη και
κακοήθης πληγή σ’ όσους ανθρώπους είχαν το σημάδι του θηρίου και προσκυνούσαν
το άγαλμά του.
16,3 Ο
δεύτερος άγγελος άδειασε τη φιάλη του στη θάλασσα. Το νερό έγινε σαν το αίμα
νεκρού, και κάθε ζωντανή ύπαρξη στη θάλασσα πέθανε.
16,4 Ο
τρίτος άδειασε τη φιάλη του στα ποτάμια και στις νεροπηγές, και το νερό έγινε
αίμα.
16,5 Κι
άκουσα τον άγγελο που εξουσιάζει τα νερά να λέει: «Δίκαιος είσαι, άγιε, εσύ που
αληθινά υπάρχεις και υπήρχες, κι αυτό το έδειξες μ’ αυτήν την κρίση σου.
16,6 Αίμα
αγίων και προφητών έχυσαν· κι αίμα τους έδωσες να πιουν· το άξιζαν».
16,7 Κι
από το θυσιαστήριο άκουσα μια φωνή να λέει: «Ναι, Κύριε, παντοκράτορα Θεέ· οι
αποφάσεις σου είναι σωστές και δίκαιες».
16,8 Ο
τέταρτος άγγελος άδειασε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο· δόθηκε τότε στον ήλιο η
άδεια να κατακάψει τους ανθρώπους.
16,9 Κι
οι άνθρωποι κατακάηκαν· αντί όμως να μετανοήσουν και να δοξάσουν το Θεό,
βλαστήμησαν το όνομα του Θεού, εκείνον που είχε εξουσία πάνω σ’ αυτές τις
πληγές.
16,10 Ο
πέμπτος άδειασε τη φιάλη του στο θρόνο του θηρίου. Σκοτάδι τότε απλώθηκε πάνω
στο βασίλειό του, κι οι άνθρωποι δάγκωναν τη γλώσσα τους από τον πόνο.
16,11 Οι
συμφορές, όμως, και οι πληγές τούς έκαναν να βλαστημήσουν το Θεό, που
εξουσιάζει τον ουρανό, αντί να μετανοήσουν για τα έργα τους.
16,12 Ο
έκτος άδειασε τη φιάλη του στον ποταμό το μεγάλο, τον Ευφράτη. Το ποτάμι
ξεράθηκε, κι έτσι ετοιμάστηκε ο δρόμος για την επίθεση των βασιλιάδων της
Ανατολής.
16,13 Είδα
τότε να βγαίνουν από το στόμα του δράκοντα κι από το στόμα του θηρίου κι από το
στόμα του ψευδοπροφήτη τρία πονηρά πνεύματα, που έμοιαζαν με βατράχια.
16,14 Είναι
τα δαιμονικά πνεύματα που κάνουν τερατουργίες και στέλνονται στους βασιλιάδες
όλης της οικουμένης να τους συνάξουν για τον πόλεμο, που θα γίνει τη μεγάλη
εκείνη ημέρα του παντοκράτορα Θεού.
16,15 «Ακούστε!
Έρχομαι ξαφνικά σαν κλέφτης· μακάριος είναι εκείνος που μένει ξάγρυπνος και
φυλάει τα ρούχα του, για να μη βρεθεί να περπατάει γυμνός, να τον βλέπουν οι
άλλοι και να ντρέπεται».
16,16 Τα
πνεύματα μάζεψαν τους βασιλιάδες σ’ έναν τόπο που λέγεται στα εβραϊκά
Αρμαγεδών.
16,17 Ο
έβδομος άγγελος άδειασε τη φιάλη του στον αέρα, κι από το θρόνο μέσα στο ναό
του ουρανού βγήκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: «Έγινε».
16,18 Ξέσπασαν
τότε αστραπές, φωνές και βροντές, κι έγινε μεγάλος σεισμός, τέτοιος που δεν
είχε γίνει από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη· τόσο μεγάλος ήταν
ο σεισμός.
16,19 Κι
έγινε η πόλη η μεγάλη τρία κομμάτια, και οι πόλεις όλων των εθνών
καταστράφηκαν. Ο Θεός θυμήθηκε τη μεγάλη Βαβυλώνα και της έδωσε να πιει κρασί
απ’ το ποτήρι του θυμού και της οργής του.
16,20 Όλα
τα νησιά εξαφανίστηκαν και τα βουνά χάθηκαν.
16,21 Πάνω
στους ανθρώπους έπεσε από τον ουρανό τεράστιο χαλάζι, βαρύ σαν κοτρόνα. Και
βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό για τη συμφορά που προκάλεσε το χαλάζι, γιατί η
συμφορά αυτή ήταν πάρα πολύ μεγάλη.
17,1 Ήρθε
τότε ένας από τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες και μου είπε:
«Έλα να σου δείξω πώς πρέπει να τιμωρηθεί η μεγάλη πόρνη, που κάθεται πλάι σε
πολλά νερά.
17,2 Οι
βασιλιάδες της γης αμάρτησαν μαζί της, κι οι κάτοικοι της γης μέθυσαν απ’ το
κρασί της πορνείας της».
17,3 Ο
άγγελος τότε με πήγε με τη δύναμη του Πνεύματος στην έρημο· εκεί είδα μια
γυναίκα να κάθεται πάνω σ’ ένα κόκκινο θηρίο· το θηρίο είχε εφτά κεφάλια και
δέκα κέρατα, και παντού ήταν γεμάτο αυτοκρατορικούς τίτλους, προσβλητικούς για
το Θεό.
17,4 Η
γυναίκα ήταν ντυμένη στην πορφύρα και στο κόκκινο, ολόχρυσο από το μάλαμα, και
στολισμένη πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια· στο χέρι της κρατούσε ένα χρυσό
ποτήρι γεμάτο με τα βδελύγματα και τις ακαθαρσίες της πορνείας της γης.
17,5 Πάνω
στο μέτωπό της ήταν γραμμένο ένα μυστηριώδες όνομα: «Βαβυλώνα η μεγάλη, η μάνα
των πορνών και των βδελυγμάτων της γης».
17,6 Και
είδα τη γυναίκα να μεθάει με το αίμα του λαού του Θεού, με το αίμα εκείνων που
μαρτύρησαν για τον Ιησού. Όταν την είδα, έμεινα κατάπληκτος.
17,7 Ο
άγγελος όμως μου είπε: «Γιατί απορείς; Εγώ θα σου εξηγήσω το μυστήριο της γυναίκας
και του θηρίου που τη βαστάζει και που έχει εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα.
17,8 Το
θηρίο που είδες υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει· θ’ ανεβεί από την άβυσσο και στον
εξολοθρεμό θα πάει. Και θ’ απορήσουν οι κάτοικοι της γης, αυτοί που τ’ όνομά
τους δε γράφτηκε στο βιβλίο της ζωής, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος·
γιατί θα βλέπουν το θηρίο που υπήρχε και τώρα δεν υπάρχει, μα που θα ξανάρθει.
17,9 Εδώ
χρειάζεται σοφό μυαλό. Τα εφτά κεφάλια συμβολίζουν τους εφτά λόφους που πάνω
τους κάθεται η γυναίκα, κι ακόμη, τους εφτά αυτοκράτορες.
17,10 Οι
πέντε έπεσαν, ο ένας υπάρχει, ο άλλος δεν ήρθε ακόμη· κι όταν έρθει, λίγον
καιρό θα παραμείνει.
17,11 Όσο
για το θηρίο που υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει, είναι ο όγδοος αυτοκράτορας· αλλά
είναι κι ένας από τους εφτά και πηγαίνει στον εξολοθρεμό.
17,12 Τα
δέκα κέρατα που είδες είναι δέκα βασιλιάδες που δεν πήραν ακόμη την εξουσία να
βασιλεύουν, μα θα την πάρουν για μία ώρα μαζί με το θηρίο.
17,13 Αυτοί
συμφωνούν σε ένα πράγμα: Να παραδώσουν τη δύναμη και την εξουσία τους στο
θηρίο.
17,14 Αυτοί
θα πολεμήσουν το Αρνίο, το Αρνίο όμως –μαζί μ’ αυτούς που διάλεξε, τους
εκλεκτούς και πιστούς– θα τους νικήσει, γιατί είναι Κύριος των κυρίων και
Βασιλιάς των βασιλιάδων».
17,15 Τότε
ο άγγελος μου λέει: «Τα νερά που είδες, πλάι στα οποία κάθεται η πόρνη,
συμβολίζουν τους λαούς και τους όχλους, τα έθνη και τις γλώσσες.
17,16 Τα
δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο θα μισήσουν την πόρνη. Θα την ερημώσουν και
θα τη γυμνώσουν· θα φάνε τις σάρκες της και θα την εξαφανίσουν με πυρκαγιά.
17,17 Γιατί
ο Θεός έβαλε μέσα τους την επιθυμία να εκπληρώσουν το σχέδιό του: Να παραδώσουν
ομόφωνα τα βασίλειά τους στο θηρίο, ώσπου να εκπληρωθούν τα λόγια του Θεού.
17,18 Τέλος,
η γυναίκα που είδες συμβολίζει την πόλη τη μεγάλη που κυριαρχεί πάνω σ’ όλους
τους βασιλιάδες της γης».
18,1 Ύστερα
απ’ αυτά, είδα έναν άλλο άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό· είχε μεγάλη
εξουσία, κι η γη φωτίστηκε από τη λαμπρότητά του.
18,2 Αυτός
έκραξε με δυνατή φωνή: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη! Έγινε κατοικία
δαιμονίων, καταφύγιο για κάθε πνεύμα ακάθαρτο, για κάθε όρνιο ακάθαρτο και για
κάθε θεριό ακάθαρτο και μισητό.
18,3 Από
το μεθυστικό κρασί της πορνείας της έχουν πιει όλα τα έθνη. Οι βασιλιάδες της
γης πόρνεψαν μαζί της, κι οι έμποροι όλου του κόσμου πλούτισαν απ’ τη χλιδή της
ακολασίας της».
18,4 Άκουσα
κι άλλη φωνή από τον ουρανό να λέει: «Λαέ μου, μακριά απ’ αυτήν! Μην παίρνετε
μέρος στις αμαρτίες της, για να μη συμμετάσχετε στις συμφορές της.
18,5 Οι
αμαρτίες της στοιβάχτηκαν ως τον ουρανό, κι ο Θεός δεν ξεχνάει τις ανομίες της.
18,6 Φερθείτε
της όπως κι αυτή σας φέρθηκε· ξεπληρώστε της στο διπλάσιο ό,τι έκανε. Με το
ποτήρι που κέρασε διπλοκεράστε την.
18,7 Όση
ήταν η λαμπρότητα και η ακολασία της, τόσα βάσανα και τόσο πένθος δώστε της.
Γιατί μέσα της κομπάζει: «εγώ κάθομαι εδώ θρονιασμένη σαν βασίλισσα· χήρα δεν
είμαι και πένθος δε θα με βρει».
18,8 Γι’
αυτό σε μία μέρα θα τη βρουν οι συμφορές της, ο θάνατος, το πένθος και η πείνα·
και πυρκαγιά θα την καταστρέψει. Γιατί είναι ισχυρός ο Κύριος ο Θεός που την
καταδίκασε».
18,9 Οι
βασιλιάδες της γης που πόρνεψαν κι ασέλγησαν μαζί της, όταν δουν τον καπνό από
τις πυρκαγιές της, θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’ αυτήν.
18,10 Φοβισμένοι
για τα βάσανά της θα στέκονται μακριά και θα λένε: «Αλί και τρισαλί, Βαβυλώνα,
πόλη μεγάλη και δυνατή! Σε μία ώρα μέσα ήρθε η τιμωρία σου».
18,11 Οι
έμποροι της γης θα κλάψουν και θα πενθήσουν γι’ αυτήν, γιατί κανένας πια δε θ’
αγοράζει το εμπόρευμά τους·
18,12 εμπόρευμα
χρυσάφι κι ασήμι, πολύτιμα λιθάρια και μαργαριτάρια· λινά ακριβά και πορφυρά,
μεταξωτά και κόκκινα· κάθε λογής αρώματα και κάθε είδος φιλντισένιο· κάθε λογής
ξύλο πολύτιμο και χάλκινο, σιδερικό και μάρμαρο·
18,13 κανέλα
κι αλοιφές, θυμιάματα, μύρο και λιβάνι, κρασί και λάδι, σιμιγδάλι και στάρι,
ζώα και πρόβατα, άλογα κι αμάξια, κορμιά για πούλημα, ακόμη και ανθρώπινες
ζωές.
18,14 Και
θα λένε: «Ο ώριμος καρπός που λαχτάρησε η ψυχή σου, έφυγε μακριά σου, κι όλα τα
πλούτη και οι λαμπρότητες χαθήκανε για σένα, κι ούτε που θα ξαναβρεθούνε πια».
18,15 Όσοι
εμπορεύτηκαν μ’ αυτά και πλούτισαν σ’ αυτή την πόλη, θα στέκονται μακριά από το
φόβο τους για τα βάσανά της, θα κλαίνε και θα πενθούν.
18,16 «Αλί
και τρισαλί στην πόλη τη μεγάλη», θα λένε. «Ήταν ντυμένη τ’ ακριβά λινά και την
πορφύρα και τα κόκκινα! Ήτανε στολισμένη με χρυσάφι και με πολύτιμα πετράδια
και μαργαριτάρια. Σε μία ώρα μέσα εξαφανίστηκε τόσος πλούτος!»
18,17 Κι
όλοι οι καπετάνιοι κι όσοι ταξίδευαν στη θάλασσα, οι ναύτες, όλοι όσοι
δουλεύανε στη θάλασσα στάθηκαν από μακριά,
18,18 και
φώναζαν βλέποντας τον καπνό της πυρκαγιάς της: «Υπήρξε ποτέ πόλη σαν αυτήν την
πόλη, τη μεγάλη;»
18,19 Κλαίγανε
και πενθούσαν ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι τους· κι έλεγαν: «Αλί και τρισαλί
στην πόλη τη μεγάλη! Από τον πλούτο της πλούτισαν όσοι είχαν καράβια στη
θάλασσα. Όλα χαθήκαν σε μία ώρα μέσα».
18,20 Χαρείτε
για το κατάντημά της, ουρανέ, λαέ του Θεού, απόστολοι και προφήτες! Ο Θεός
έκρινε το δίκιο σας και την τιμώρησε.
18,21 Τότε
ένας άγγελος δυνατός σήκωσε κι έριξε στη θάλασσα ένα λιθάρι μεγάλο σαν
μυλόπετρα και είπε: «Με τέτοια ορμή θα καταστραφείς, Βαβυλώνα, η πόλη η μεγάλη,
και θα χαθείς για πάντα.
18,22 Δε
θα ξανακούσεις πια τον ήχο των κιθαριστών και των μουσικών, αυτών που παίζουν
αυλό και σάλπιγγα. Δε θα ξαναβρείς πια τους διάφορους τεχνίτες και δε θα
ξανακούσεις τον ήχο της μυλόπετρας.
18,23 Δε
θα ξαναδείς πια το φως του λυχναριού, και τη φωνή του γαμπρού και της νύφης δε
θα την ξανακούσεις. Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι δυνάστες της γης· γιατί με τα
μάγια σου πλάνεψες όλα τα έθνη.
18,24 Γιατί
σ’ εσένα βρέθηκε χυμένο το αίμα των προφητών και του λαού του Θεού, κι όλων
όσοι σφαγιάστηκαν πάνω στη γη».
19,1 Ύστερα
απ’ αυτά άκουσα στον ουρανό κάτι σαν δυνατή φωνή, που έβγαινε από το μεγάλο
πλήθος κι έλεγε: «Αλληλούια! Η σωτηρία και η δόξα και η δύναμη ανήκουν στο Θεό
μας.
19,2 Αληθινές
και δίκαιες είναι οι κρίσεις του, γιατί τιμώρησε την πόρνη τη μεγάλη, που
διέφθειρε τη γη με την πορνεία της. Και την τιμώρησε ο Θεός, επειδή σκότωσε
τους δούλους του».
19,3 Και
για δεύτερη φορά είπαν: «Αλληλούια! Ο καπνός από την πυρκαγιά της θα βγαίνει
αιώνια».
19,4 Τότε
οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι και τα τέσσερα όντα έπεσαν και προσκύνησαν το
Θεό που κάθεται στο θρόνο και έλεγαν: «Αμήν, αλληλούια!»
19,5 Τότε
ακούστηκε μια φωνή από το θρόνο, που έλεγε: «Υμνήστε το Θεό μας όλοι οι δούλοι
του κι όσοι τον σέβεστε, μικροί κι μεγάλοι».
19,6 Κι
άκουσα κάτι σαν φωνή από μεγάλο πλήθος, σαν βοή καταρράχτη, σαν κρότο από
δυνατές βροντές να λέει: «Αλληλούια! Ο Κύριός μας, ο παντοκράτορας Θεός είναι
πια κυρίαρχος του κόσμου!
19,7 Ας
χαρούμε, ας αναγαλλιάσουμε κι ας τον δοξάσουμε, γιατί έφτασε η ώρα για το γάμο
του Αρνίου, κι η νύφη στολίστηκε·
19,8 της
δόθηκε για να ντυθεί λινό καθάριο και λαμπερό». Το λινό θέλει να δείξει τις
δίκαιες πράξεις του λαού του Θεού.
19,9 Ο
άγγελος μου λέει: «Γράψε: Μακάριοι όσοι είναι καλεσμένοι στο γαμήλιο τραπέζι
του Αρνίου». Και πρόσθεσε: «Τούτα τα λόγια είναι από το Θεό και είν’ αληθινά».
19,10 Εγώ
τότε έπεσα μπροστά στα πόδια του για να τον προσκυνήσω, εκείνος όμως μου είπε:
«Μην το κάνεις αυτό· κι εγώ είμαι δούλος σαν εσένα και τους αδερφούς σου, που
μαρτυρούν την πίστη τους στον Ιησού. Το Θεό να προσκυνήσεις». Γιατί αυτό που
δίνει έμπνευση στους προφήτες είναι ότι μαρτυρούν την πίστη τους στον Ιησού.
19,11 Τότε
είδα τον ουρανό ανοιχτό, κι ένα άσπρο άλογο εκεί· ο καβαλάρης του έχει το όνομα
«Πιστός και Αληθινός», και κρίνει και πολεμάει με δικαιοσύνη.
19,12 Τα
μάτια του ήταν σαν πύρινη φλόγα και στο κεφάλι του είχε στέμματα πολλά κι
ονόματα γραμμένα, κι ένα όνομα γραμμένο, που κανένας δεν το ξέρει παρά μονάχα
αυτός.
19,13 Ήταν
ντυμένος στολή βαμμένη στο αίμα και τ’ όνομά του είναι «Ο Λόγος του Θεού».
19,14 Τον
ακολουθούσαν τα ουράνια στρατεύματα καβάλα σ’ άσπρα άλογα, και ντυμένοι καθάριο
άσπρο λινό.
19,15 Ένα
δίκοπο κοφτερό σπαθί έβγαινε απ’ το στόμα του, για να πατάξει μ’ αυτό τα έθνη.
Αυτός θα τους κυβερνήσει με σιδερένιο ραβδί. Κι αυτός θα πατήσει το πατητήρι
θυμωμένος, για να τρέξει σαν κρασί η οργή του Θεού του παντοκράτορα.
19,16 Πάνω
στη στολή και στο μηρό του ήταν γραμμένο το όνομα: «Βασιλιάς των βασιλιάδων και
Κύριος των κυρίων».
19,17 Κι
είδα να στέκεται στον ήλιο ένας άγγελος, που έκραξε με δυνατή φωνή σ’ όλα τα
όρνια τα πετούμενα μεσουρανίς: «Εμπρός, μαζευτείτε στο μεγάλο δείπνο του Θεού,
19,18 για
να φάτε σάρκες βασιλιάδων και σάρκες στρατηγών, σάρκες δυναστών και σάρκες
αλόγων με τους καβαλάρηδές τους, τις σάρκες όλων, ελευθέρων και δούλων, μικρών
και μεγάλων».
19,19 Είδα
τότε το θηρίο και τους βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματά τους να έχουν
μαζευτεί για πόλεμο ενάντια στον καβαλάρη του αλόγου και στο στράτευμά του.
19,20 Και
πιάστηκε το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης, που ήταν μαζί του και που με εντολή του
έκανε τις τερατουργίες –μ’ αυτές είχε πλανέψει εκείνους που δέχτηκαν το χάραγμα
του θηρίου κι εκείνους που προσκύνησαν το άγαλμά του. Και τους δυο τούς έριξαν
ζωντανούς στη λίμνη της φωτιάς, που έκαιγε με θειάφι.
19,21 Οι
υπόλοιποι θανατώθηκαν με το σπαθί που έβγαινε απ’ το στόμα του καβαλάρη του
αλόγου. Κι όλα τα όρνια χόρτασαν από τις σάρκες τους.
20,1 Είδα
τότε έναν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό κρατώντας στο χέρι του το κλειδί
της αβύσσου και μια μεγάλη αλυσίδα.
20,2 Κι
αιχμαλώτισε το δράκοντα, τον όφι τον αρχαίο που είναι ο διάβολος κι ο σατανάς,
που παραπλανάει την οικουμένη, και τον έδεσε για χίλια χρόνια.
20,3 Τον
έριξε στην άβυσσο, την οποία έκλεισε και τη σφράγισε από πάνω του, για να μην
μπορέσει άλλο να πλανέψει τα έθνη, ώσπου να συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια.
Ύστερα απ’ αυτά πρέπει να λυθεί πάλι για λίγον καιρό.
20,4 Ύστερα
είδα να κάθονται σε θρόνους αυτοί στους οποίους δόθηκε η εξουσία να κρίνουν:
ήταν οι ψυχές αυτών που αποκεφαλίστηκαν για τη μαρτυρία που έδωσαν για τον
Ιησού και για το λόγο του Θεού· αυτοί δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε το άγαλμά
του, κι ούτε δέχτηκαν το χάραγμά του στο μέτωπο και στο χέρι τους. Ξαναγύρισαν
στη ζωή και βασίλεψαν μαζί με το Χριστό χίλια χρόνια.
20,5 Οι
υπόλοιποι από τους νεκρούς δεν ξαναγύρισαν στη ζωή, ώσπου να συμπληρωθούν τα
χίλια χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη ανάσταση.
20,6 Μακάριοι
και άγιοι αυτοί που θα πάρουν μέρος στην πρώτη ανάσταση· σ’ αυτούς ο δεύτερος
θάνατος δεν έχει καμιά εξουσία. Αυτοί θ’ αποτελέσουν το ιερατείο του Θεού και
του Χριστού και θα βασιλέψουν μαζί του χίλια χρόνια.
20,7 Όταν
τελειώσουν τα χίλια χρόνια, θα λυθεί ο σατανάς από τη φυλακή του
20,8 και
θα βγει έξω να πλανέψει τον Γωγ και τον Μαγώγ, τα έθνη που είναι διασκορπισμένα
στις τέσσερις γωνιές της γης. Θα τους συνάξει όλους για πόλεμο και θα ’ναι
αμέτρητοι σαν την άμμο της θάλασσας.
20,9 Τους
είδα να σκορπίζονται σ’ όλο το πλάτος της γης και να περικυκλώνουν το
στρατόπεδο του Θεού και την πόλη την αγαπημένη. Κατέβηκε όμως φωτιά από τον
ουρανό και τους έκανε στάχτη.
20,10 Κι
ο διάβολος που τους παραπλανούσε ρίχτηκε στη λίμνη που ήταν από φωτιά και
θειάφι, κι όπου βρισκόταν το θηρίο κι ο ψευδοπροφήτης. Εκεί θα βασανίζονται
μέρα και νύχτα για πάντα.
20,11 Κι
είδα ένα λευκό θρόνο κι εκείνον που καθόταν σ’ αυτόν. Η γη κι ο ουρανός έφυγαν
από μπροστά του κι εξαφανίστηκαν.
20,12 Και
είδα τους νεκρούς, μεγάλους και μικρούς, να στέκονται μπροστά στο θρόνο.
Ανοίχτηκαν βιβλία, κι ύστερα ανοίχτηκε ένα άλλο βιβλίο, το βιβλίο της ζωής. Και
κρίθηκαν οι νεκροί ανάλογα με τα έργα τους, που ήταν γραμμένα στα βιβλία.
20,13 Η
θάλασσα παρέδωσε τους νεκρούς της, και ο θάνατος και ο Άδης παρέδωσαν τους
νεκρούς που φύλαγαν. Κι ο καθένας κρίθηκε κατά τα έργα του.
20,14 Τότε
ο θάνατος και ο Άδης ρίχτηκαν στη λίμνη της φωτιάς. Αυτός είναι ο δεύτερος
θάνατος, η λίμνη της φωτιάς·
20,15 κι
όποιος δε βρέθηκε γραμμένος στο βιβλίο της ζωής ρίχτηκε κι αυτός στη λίμνη της
φωτιάς.
21,1 Τότε
είδα έναν καινούριο ουρανό και μια καινούρια γη. Ο πρώτος ουρανός κι η πρώτη γη
είχαν εξαφανιστεί κι η θάλασσα δεν υπήρχε πια.
21,2 Κι
είδα την άγια πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το
Θεό, έτοιμη σαν τη νύφη που στολισμένη περιμένει τον άντρα της.
21,3 Άκουσα
και μια δυνατή φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: «Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι
μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους, κι αυτοί θ’ αποτελούν το λαό
του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους.
21,4 Θα
διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δε θα υπάρχει πια· ούτε πένθος
ούτε κλάμα ούτε πόνος θα υπάρχει πια, γιατί τα παλιά πέρασαν».
21,5 Και
αυτός που καθόταν στο θρόνο είπε: «Να, όλα τα κάνω καινούρια». Και μου λέει:
«Γράψε, γιατί τα λόγια μου είναι αληθινά κι αξίζει κανείς να τα εμπιστευθεί».
21,6 Και
πρόσθεσε: «Εκπληρώθηκαν όλα· εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το
τέλος· εγώ σ’ όποιον διψάει θα δώσω δωρεάν να πιει από το νερό που δίνει ζωή.
21,7 Αυτά
θα τα κληρονομήσει ο νικητής· κι εγώ θα είμαι Θεός του, κι αυτός παιδί μου.
21,8 Οι
δειλοί όμως, οι άπιστοι, οι βδελυροί, οι φονιάδες, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι
ειδωλολάτρες κι όσοι αντιστρατεύονται την αλήθεια, θα ’χουν το μερίδιό τους στη
λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος».
21,9 Τότε
ήρθε ένας απ’ τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες, που ήταν
γεμάτες με τις εφτά πληγές τις τελευταίες, και μου είπε: «Έλα να σου δείξω τη
νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου».
21,10 Και
μ’ έφερε, καθώς ήμουν σε έκσταση, σ’ ένα μεγάλο και ψηλό βουνό και μου έδειξε
την άγια πόλη, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό.
21,11 Είχε
τη λαμπρότητα του Θεού, κι η λάμψη της ήταν όμοια με πολύτιμο πετράδι, σαν τον
ίασπι που κρυσταλλολάμπει.
21,12 Είχε
μεγάλο και ψηλό τείχος με δώδεκα πύλες, και στις πύλες της δώδεκα αγγέλους·
πάνω στις πύλες ήταν γραμμένα ονόματα, τα ονόματα των δώδεκα φυλών του Ισραήλ:
21,13 Τρεις
πύλες στην ανατολή, τρεις στο βορρά, τρεις στο νότο και τρεις στη δύση.
21,14 Και
το τείχος της πολιτείας είχε δώδεκα θεμέλια και πάνω τους δώδεκα ονόματα, των
δώδεκα αποστόλων του Αρνίου.
21,15 Αυτός
που μου μιλούσε είχε για μέτρο ένα χρυσό καλάμι, για να μετρήσει την πολιτεία,
τις πύλες της και το τείχος της.
21,16 Όταν
μέτρησε την πολιτεία με το καλάμι, αυτή ήταν δώδεκα χιλιάδες στάδια. Ήταν
τετράγωνη· το μήκος της ήταν όσο και το πλάτος της. Το μήκος, το πλάτος και το
ύψος της ήταν τελείως ίσα.
21,17 Μέτρησε
επίσης το τείχος της, εκατόν σαράντα τέσσερις πήχες, σύμφωνα με τα ανθρώπινα
μέτρα που χρησιμοποιούσε ο άγγελος.
21,18 Το
τείχος ήταν κατασκευασμένο από ίασπι, κι η μαλαματένια πολιτεία έλαμπε σαν
καθαρό γυαλί.
21,19 Τα
θεμέλια του τείχους της πολιτείας ήταν στολισμένα με κάθε λογής πολύτιμο
πετράδι. Ο πρώτος θεμέλιος λίθος ίασπις, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος
χαλκηδόνιο, ο τέταρτος σμαράγδι,
21,20 ο
πέμπτος όνυχας, ο έκτος σάρδιο, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο
ένατος τοπάζι, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος
αμέθυστος.
21,21 Οι
δώδεκα πύλες ήταν δώδεκα μαργαριτάρια, κάθε πύλη καμωμένη από ένα μαργαριτάρι. Και
η πλατεία της πολιτείας ατόφιο χρυσάφι σαν καθαρό γυαλί.
21,22 Ναό
δεν είδα σ’ αυτή την πολιτεία, γιατί ναός της είναι ο Κύριος, ο παντοκράτορας
Θεός, και το Αρνίο.
21,23 Η
πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να τη φωτίζουν, γιατί τη
φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο.
21,24 Τα
έθνη θα περπατούν με το φως της, κι οι βασιλιάδες της γης θα της φέρνουν τα
μεγαλεία και τον πλούτο τους.
21,25 Οι
πύλες της ποτέ δεν θα κλείνουν την ημέρα, αφού εκεί δεν θα υπάρχει νύχτα.
21,26 Θα
της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο των εθνών.
21,27 Δε
θα μπει όμως σ’ αυτήν τίποτα μολυσμένο, μήτε όσοι κάνουν βδελυρά και ψεύτικα
πράγματα, παρά μονάχα όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου.
22,1 Ύστερα
ο άγγελος μου έδειξε το ποτάμι με το ζωογόνο νερό, λαμπερό σαν κρύσταλλο, να
αναβλύζει από το θρόνο του Θεού και του Αρνίου.
22,2 Στη
μέση της πλατείας, από ’δω κι από ’κει από το ποτάμι, ήταν το δέντρο της ζωής,
που καρποφορεί δώδεκα φορές, μία κάθε μήνα, και που τα φύλλα του χρησιμεύουν
για τη θεραπεία των εθνών.
22,3 Καμιά
αφορμή για κατάρα δε θα υπάρχει πια εκεί. Ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα
βρίσκονται σ’ αυτήν, κι οι δούλοι του θα τον λατρεύουν.
22,4 Θα
τον βλέπουν κατά πρόσωπο και θα ’χουν το όνομά του στα μέτωπά τους.
22,5 Νύχτα
δε θα υπάρχει πια, και δε θα χρειάζεται το φως του λυχναριού ή του ήλιου, γιατί
ο Κύριος ο Θεός θα φέγγει πάνω τους, και θα βασιλεύουν αιώνια.
22,6 Ύστερα
μου λέει ο άγγελος: «Τα λόγια αυτά είναι αληθινά κι άξια εμπιστοσύνης. Ο Κύριος
ο Θεός, που με το Πνεύμα του μίλησαν οι προφήτες, έστειλε τον άγγελό του να
δείξει στους δούλους του όσα είναι να γίνουν πολύ σύντομα».
22,7 «Ακούστε!
Έρχομαι σύντομα», λέει ο Ιησούς. «Μακάριος είναι όποιος τηρεί τα προφητικά
λόγια αυτού του βιβλίου».
22,8 Εγώ
ο Ιωάννης τα άκουσα και τα είδα αυτά. Κι όταν τ’ άκουσα και τα είδα, έπεσα να
προσκυνήσω μπροστά στα πόδια του αγγέλου που μου τα φανέρωσε.
22,9 Εκείνος
όμως μου είπε: «Μην το κάνεις αυτό! Δούλος είμαι κι εγώ σαν εσένα και τους
αδερφούς σου τους προφήτες, κι εκείνους που τηρούν τα λόγια αυτού του βιβλίου.
Το Θεό να προσκυνήσεις».
22,10 Και
συνέχισε: «Μην κρατήσεις τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου μυστικά, γιατί ο
καιρός που θα εκπληρωθούν είναι κοντά.
22,11 Ο
άδικος ας συνεχίσει να αδικεί· ο ακάθαρτος ας συνεχίσει τα βδελυρά έργα του. Ας
συνεχίσει κι ο δίκαιος να κάνει το δίκαιο, κι ο άγιος την αγιοσύνη του.
22,12 «Να,
έρχομαι σύντομα», λέει ο Ιησούς, «και φέρνω μαζί μου την ανταμοιβή μου, για ν’
ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τα έργα του.
22,13 Εγώ
είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος».
22,14 Μακάριοι
όσοι τηρούν τις εντολές του, για να έχουν δικαίωμα να φάνε από το δέντρο της
ζωής και να περάσουν τις πύλες για να μπουν στην πολιτεία.
22,15 Έξω
θα μείνουν όσοι είναι αδιάντροποι σαν τα σκυλιά, οι μάγοι, οι πόρνοι, οι
φονιάδες, οι ειδωλολάτρες κι εκείνοι που τους αρέσει ν’ αντιστρατεύονται την
αλήθεια.
22,16 «Εγώ,
ο Ιησούς, έστειλα τον άγγελό μου να σας τα αναγγείλει αυτά στις εκκλησίες. Εγώ
είμαι από τη ρίζα και τη γενιά του Δαβίδ, το άστρο το λαμπερό, το πρωινό».
22,17 Το
Πνεύμα και η νύφη λένε: «Έλα». Κι όποιος ακούει ας πει: «Έλα». Όποιος διψάει ας
έρθει, όποιος θέλει ας πάρει δωρεάν το νερό της ζωής.
22,18 Εγώ,
ο Ιωάννης, βεβαιώνω όλους όσοι ακούνε τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου, πως
αν κανείς προσθέσει κάτι σ’ όσα είναι γραμμένα εδώ, θα του προσθέσει κι ο Θεός
τις συμφορές που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο.
22,19 Κι
αν κανείς αφαιρέσει κάτι απ’ τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου, θ’ αφαιρέσει
κι ο Θεός το μερίδιό του από το δέντρο της ζωής κι από την άγια πόλη.
22,20 Αυτός
που τα επιβεβαιώνει όλα αυτά λέει: «Ναι, έρχομαι σύντομα». «Αμήν· ναι, έλα,
Κύριε Ιησού».
22,21 Η
χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι με όλους τους πιστούς. Αμήν.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου