Κυριακή 10 Ιουλίου 2016
5 ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
5
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
1,1 Στο
πρώτο μου βιβλίο, Θεόφιλε, διηγήθηκα όλα όσα ο Ιησούς έκανε και δίδαξε, από την
αρχή
1,2 ως
την ημέρα που αναλήφθηκε, αφού πρώτα έδωσε εντολές, με τη δύναμη του Αγίου
Πνεύματος, στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο ίδιος.
1,3 Μετά
το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για
σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του
Θεού.
1,4 Ενόσω
ήταν μαζί τους κι έτρωγε, τους παρήγγειλε: «Μην απομακρυνθείτε από τα
Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για
την οποία σας μίλησα·
1,5 ότι,
δηλαδή, ενώ ο Ιωάννης βάφτιζε με νερό, εσείς θα βαφτιστείτε σε λίγες μέρες με
το Άγιο Πνεύμα».
1,6 Οι
μαθητές, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν μια μέρα και τον ρωτούσαν: «Κύριε, έφτασε άραγε
η ώρα να αποκαταστήσεις τη βασιλεία στον Ισραήλ;»
1,7 Κι
αυτός τους απάντησε: «Εσείς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τον ακριβή χρόνο· αυτόν
τον κρατάει ο Πατέρας στην αποκλειστική του εξουσία.
1,8 Θα
λάβετε όμως δύναμη όταν θα ’ρθει το Άγιο Πνεύμα σ’ εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες
δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα
πέρατα της γης».
1,9 Μόλις
τα είπε αυτά, κι ενώ εκείνοι τον κοίταζαν, ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και μια
νεφέλη τον έκρυψε από τα μάτια τους.
1,10 Και
καθώς κοίταζαν που ανέβαινε προς τον ουρανό, ξαφνικά δυο άντρες εμφανίστηκαν
μπροστά τους με άσπρα ενδύματα,
1,11 και
τους είπαν: «Γαλιλαίοι, τι σταθήκατε και κοιτάτε στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς,
που αναλήφθηκε από ανάμεσά σας στον ουρανό, έτσι θα ’ρθει πάλι, με τον ίδιο
τρόπο που τον είδατε να πηγαίνει εκεί».
1,12 Τότε
αυτοί γύρισαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος των Ελαιών, που ήταν κοντά στην
Ιερουσαλήμ και απείχε περίπου ένα χιλιόμετρο.
1,13 Όταν
μπήκαν στην πόλη, ανέβηκαν στο ανώγι όπου έμεναν: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος ο Ιωάννης
και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος
του Αλφαίου, ο Σίμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας του Ιακώβου.
1,14 Όλοι
αυτοί, με μια ψυχή ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη δέηση προς το Θεό.
Μαζί τους ήταν και γυναίκες, καθώς και η Μαρία, μητέρα του Ιησού, και τα
αδέρφια του.
1,15 Μια
από κείνες τις μέρες, σηκώθηκε ο Πέτρος, στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές –είχαν
συγκεντρωθεί περίπου εκατόν είκοσι πρόσωπα– και είπε:
1,16 «Αδερφοί
μου, δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθούν αυτά τα λόγια της Γραφής. Τα είχε
πει από παλιά το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Δαβίδ σχετικά με τον Ιούδα, που
έγινε οδηγός εκείνων που συνέλαβαν τον Ιησού.
1,17 Ήταν
κι αυτός ένας από μας και είχε αξιωθεί να λάβει το ίδιο λειτούργημα με το δικό
μας.
1,18 Ο
άνθρωπος αυτός, λοιπόν, με τα λεφτά που πήρε ως αμοιβή για το έγκλημά του,
αγόρασε ένα χωράφι. Έπεσε όμως με το πρόσωπο στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και
χύθηκαν έξω όλα του τα σπλάχνα.
1,19 Αυτό
μαθεύτηκε σ’ όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και γι’ αυτό εκείνο το χωράφι
ονομάστηκε στη δική τους γλώσσα Ακελδαμά, δηλαδή “Χωράφι Αίματος”.
1,20 Σχετικά
έχει γραφτεί στο βιβλίο των Ψαλμών: Το σπίτι του να ερημωθεί, και να μην
κατοικήσει κανείς σ’ αυτό, και: Την αποστολή του να την πάρει άλλος.
1,21-22 »Πρέπει,
λοιπόν, ένας από τους άντρες που ήταν μαζί μας όλον τον καιρό που ο Κύριος, ο
Ιησούς, συναναστράφηκε μ’ εμάς, αρχίζοντας από τότε που βαφτίστηκε από τον
Ιωάννη, ως την ημέρα που αναλήφθηκε από ανάμεσά μας, να γίνει μάρτυρας μαζί μ’
εμάς ότι ο Ιησούς αναστήθηκε».
1,23 Πρότειναν,
λοιπόν, δύο: τον Ιωσήφ, που τον έλεγαν Βαρσαββά και που πήρε και το όνομα
Ιούστος, και το Ματθία.
1,24 Ύστερα
προσευχήθηκαν και είπαν: »Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας
ποιον από τους δύο αυτούς διάλεξες
1,25 να
αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και στην αποστολή που εγκατέλειψε ο
Ιούδας και πήγε στη θέση που του άξιζε».
1,26 Ύστερα
έβαλαν κλήρους με τα ονόματά τους, κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία, ο οποίος και
προστέθηκε στους έντεκα αποστόλους.
2,1 Όταν
έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο
ίδιο μέρος.
2,2 Ξαφνικά
ήρθε από τον ουρανό μια βουή σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος, και γέμισε όλο το
σπίτι όπου έμεναν.
2,3 Επίσης
τους παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από
μία στον καθένα απ’ αυτούς.
2,4 Όλοι
τότε πλημμύρισαν από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες,
ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Πνεύμα.
2,5 Στην
Ιερουσαλήμ βρίσκονταν τότε ευσεβείς Ιουδαίοι από όλα τα μέρη του κόσμου.
2,6 Όταν
ακούστηκε αυτή η βουή, συγκεντρώθηκε πλήθος απ’ αυτούς και ήταν κατάπληκτοι,
γιατί ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα.
2,7 Είχαν
μείνει όλοι εκστατικοί και με απορία έλεγαν μεταξύ τους: «Μα αυτοί όλοι που
μιλάνε δεν είναι Γαλιλαίοι;
2,8 Πώς,
λοιπόν, εμείς τους ακούμε να μιλάνε στη δική μας μητρική γλώσσα;
2,9 Πάρθοι,
Μήδοι και Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της
Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας,
2,10 της
Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, και από τα μέρη της λιβυκής Κυρήνης,
Ρωμαίοι που είναι εγκατεστημένοι εδώ,
2,11 Κρητικοί
και Άραβες, όλοι εμείς, είτε ιουδαϊκής καταγωγής είτε προσήλυτοι, τους ακούμε
να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού».
2,12 Όλοι,
λοιπόν, εκστατικοί κι απορημένοι έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι να σημαίνει άραγε
αυτό;»
2,13 Άλλοι
πάλι χλεύαζαν και έλεγαν: «Ετούτοι πρέπει να ’ναι πολύ μεθυσμένοι».
2,14 Τότε
σηκώθηκε ο Πέτρος μαζί με τους άλλους έντεκα αποστόλους και με δυνατή φωνή τούς
είπε: «Ιουδαίοι κι όλοι εσείς που βρίσκεστε στην Ιερουσαλήμ! Θα σας εξηγήσω τι
συμβαίνει, κι ακούστε καλά τα λόγια μου:
2,15 Αυτοί
δεν είναι μεθυσμένοι, όπως εσείς νομίζετε· αφού η ώρα είναι ακόμη εννιά το
πρωί.
2,16 Αυτό
που βλέπετε είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ:
2,17 Αυτό
θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα
μου σε κάθε άνθρωπο· έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την
αλήθεια· οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα
θεϊκά.
2,18 Και
σ’ αυτούς που μου ανήκουν, άντρες και γυναίκες, θα χαρίσω, τις ημέρες εκείνες,
πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου, κι αυτοί θα κηρύξουν την αλήθεια του Θεού.
2,19 Θα
δείξω θαυμαστά σημάδια πάνω, στον ουρανό και κάτω, στη γη: αίμα και φωτιά και
σύννεφο καπνού.
2,20 Ο
ήλιος θα μεταβληθεί σε σκοτάδι και το φεγγάρι θα γίνει κόκκινο σαν αίμα πριν
έρθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και λαμπρή.
2,21 Όποιος
τότε επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου, θα σωθεί.
2,22 Ισραηλίτες,
ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο
Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας.
Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά.
2,23 Κι
όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο
του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό. Βέβαια, σας παραδόθηκε, γιατί έτσι είχε
ορίσει ο Θεός, που το θέλησε και το γνώριζε.
2,24 Ο
Θεός όμως τον ανέστησε, ελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ήταν
αδύνατο να τον κρατήσει πια ο θάνατος.
2,25 Πραγματικά,
ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου· είναι στα δεξιά μου
για να με προστατέψει.
2,26 Γι’
αυτό χαίρεται η καρδιά μου και τραγουδάει η γλώσσα μου· κι όταν το σώμα μου
πάει στον τάφο, θα έχει την ελπίδα συντροφιά.
2,27 Δε
θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θ’ αφήσεις τον άγιό σου να
γνωρίσει τη φθορά.
2,28 Μου
’δειξες το δρόμο προς τη ζωή. Θα με γεμίσεις ευφροσύνη, όταν θα είμαι κοντά
σου.
2,29 Αδερφοί,
μπορώ να σας πω ελεύθερα για τον προπάτορα, το βασιλιά Δαβίδ, ότι και πέθανε
και θάφτηκε και το μνήμα του υπάρχει εδώ μέχρι σήμερα.
2,30 Επειδή
όμως ήταν προφήτης και γνώριζε ότι ο Θεός τού υποσχέθηκε με όρκο πως από έναν
απόγονό του θα αναδείξει το Χριστό ως άνθρωπο για να καθίσει στο θρόνο του,
2,31 μίλησε
προφητικά για την ανάσταση του Χριστού, ο οποίος, ούτε εγκαταλείφθηκε στον άδη,
ούτε στο σώμα του γνώρισε φθορά.
2,32 »Αυτόν
τον Ιησού τον ανέστησε ο Θεός, και για το γεγονός αυτό όλοι εμείς είμαστε
μάρτυρες.
2,33 Αφού,
λοιπόν, ανέβηκε με τη δύναμη του Θεού στον ουρανό και έλαβε από τον Πατέρα το
Άγιο Πνεύμα που του το είχε υποσχεθεί, το μοίρασε πλούσια σ’ εμάς, αυτό που τις
ενέργειές του εσείς τώρα βλέπετε και ακούτε.
2,34 Ο
Δαβίδ, βέβαια, δεν ανέβηκε στον ουρανό, κι όμως λέει ο ίδιος: Είπε ο Κύριος
στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου,
2,35 ώσπου
να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου.
2,36 Ας
γνωρίζει, λοιπόν, με βεβαιότητα ο κάθε Ισραηλίτης ότι αυτόν τον Ιησού, που
εσείς τον σταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κύριο και Μεσσία!»
2,37 Όταν
τ’ άκουσαν αυτά, ένιωσαν, βαθιά συντριβή και είπαν στον Πέτρο και στους άλλους
αποστόλους: «Τι να κάνουμε, αδερφοί;»
2,38 Κι
ο Πέτρος τους απάντησε: «Να μετανοήσετε, και να βαφτιστεί ο καθένας σας στο
όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, κι έτσι θα λάβετε
τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
2,39 Αυτά
που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και για τα παιδιά σας και για όλους που
βρίσκονται μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Κύριος, ο Θεός μας».
2,40 Και
με πολλά άλλα λόγια ακόμα ο Πέτρος τους θερμοπαρακαλούσε και τους παρότρυνε
λέγοντας: «Σωθείτε από την καταστροφή, που έρχεται πάνω στη διεστραμμένη αυτή
γενιά!»
2,41 Τότε
όσοι δέχτηκαν με χαρά το λόγο του βαφτίστηκαν, και προστέθηκαν στην εκκλησία
την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι.
2,42 Όλοι
αυτοί ήταν αφοσιωμένοι στη διδασκαλία των αποστόλων και στη μεταξύ τους
κοινωνία, στην τέλεση της θείας Ευχαριστίας και στις προσευχές.
2,43 Ένα
δέος τούς κατείχε όλους όσοι έβλεπαν πολλά εκπληκτικά θαύματα να γίνονται μέσω
των αποστόλων.
2,44 Όλοι
οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά·
2,45 πουλούσαν
ακόμα και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους,
ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
2,46 Κάθε
μέρα συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στο ναό, τελούσαν τη θεία Ευχαριστία σε
σπίτια, τρώγοντας την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά.
2,47 Δοξολογούσαν
το Θεό, κι όλος ο λαός τούς εκτιμούσε. Και ο Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στην
εκκλησία αυτούς που σώζονταν.
3,1 Κάποια
μέρα, ανέβαιναν μαζί ο Πέτρος κι ο Ιωάννης στο ναό, στις τρεις το απόγευμα, την
ώρα της προσευχής.
3,2 Μπροστά
στην πύλη του ναού, που λέγεται Ωραία, έφερναν έναν άνθρωπο χωλό εκ γενετής και
τον έβαζαν κάθε μέρα εκεί για να ζητάει ελεημοσύνη απ’ αυτούς που έμπαιναν στο
ναό.
3,3 Μόλις
αυτός είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη που ήταν έτοιμοι να μπουν στο ναό, τούς
παρακάλεσε να του δώσουν ελεημοσύνη.
3,4 Ο
Πέτρος έστρεψε το βλέμμα του σ’ αυτόν, όπως κι ο Ιωάννης και του είπε: «Κοίταξέ
μας».
3,5 Αυτός
τους κοίταξε με προσοχή περιμένοντας κάτι να πάρει απ’ αυτούς.
3,6 Αλλά
ο Πέτρος είπε: «Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω· αυτό όμως που έχω, αυτό σου
δίνω: στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω πάνω και περπάτα!»
3,7 Και
πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι τον σήκωσε. Αμέσως στερεώθηκαν τα πόδια του και
οι αστράγαλοί του,
3,8 και
μ’ ένα πήδημα στάθηκε όρθιος κι άρχισε να περπατάει. Ύστερα μπήκε μαζί τους στο
ναό περπατώντας και πηδώντας και δοξολογώντας το Θεό.
3,9 Και
τον είδαν όλοι να περπατάει και να δοξάζει το Θεό.
3,10 Τον
αναγνώρισαν λοιπόν, ότι αυτός ήταν που καθόταν και ζητιάνευε στην Ωραία πύλη
του ναού. Γέμισαν τότε με θαυμασμό και κατάπληξη γι’ αυτό που του συνέβη.
3,11 Ενώ
ο χωλός που θεραπεύτηκε ακολουθούσε από κοντά τον Πέτρο και τον Ιωάννη,
μαζεύτηκαν γύρω τους κατάπληκτοι όλοι οι άνθρωποι στη στοά που λεγόταν «του
Σολομώντα».
3,12 Όταν
τους είδε ο Πέτρος είπε στον κόσμο: «Ισραηλίτες, γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό, και
τι μας κοιτάτε έτσι, σαν να ήταν με δική μας δύναμη ή με δική μας ευσέβεια που
τον κάναμε αυτόν εδώ να περπατάει;
3,13 Ο
Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των προπατόρων μας, έδειξε τη
δόξα του Ιησού του δούλου του, που εσείς τον παραδώσατε να σταυρωθεί και τον
αρνηθήκατε μπροστά στον Πιλάτο, όταν εκείνος είχε αποφασίσει να τον αφήσει
ελεύθερο.
3,14 Εσείς
αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο, και ζητήσατε να ελευθερωθεί για χάρη σας ένας
φονιάς.
3,15 Και
σκοτώσατε αυτόν που έφερε τη ζωή. Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς και
αυτού του γεγονότος εμείς είμαστε μάρτυρες.
3,16 Και
τούτον εδώ, που τον βλέπετε και τον γνωρίζετε, τον στερέωσε στα πόδια του το
όνομα του Ιησού και η πίστη σ’ αυτόν. Η πίστη που δίνει ο Ιησούς τον έκανε
σωματικά ακέραιο, όπως όλοι το βλέπετε μπροστά σας.
3,17 »Και
τώρα, αδέρφια, ξέρω πως ό,τι κάνατε το κάνατε από άγνοια, όπως και οι άρχοντές
σας.
3,18 Έτσι
πραγματοποίησε ο Θεός αυτά που είχε προαναγγείλει με το στόμα όλων των προφητών
ότι θα πάθει ο Μεσσίας του.
3,19 Μετανοήστε,
λοιπόν και επιστρέψτε στο Θεό, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας,
3,20 ώστε
να ’ρθεί ο καιρός που ο Κύριος θα σας ανακουφίσει από τα δεινά, στέλνοντας τον
Ιησού, που τον έχει χρίσει για σας Μεσσία.
3,21 Αυτός
είναι καθορισμένος να μείνει στον ουρανό ώσπου να πραγματοποιηθούν όλα όσα είπε
ο Θεός με το στόμα όλων των άγιων προφητών του από πολύ παλιά.
3,22 Ο
Μωυσής είπε στους προγόνους μας: Έναν προφήτη σαν κι εμένα θα σας στείλει ο
Κύριος ο Θεός σας μέσα από το λαό σας. Αυτόν να ακούτε σε όλα όσα θα σας πει.
3,23 Κι
όποιος δεν ακούσει τον προφήτη αυτόν, θα αποκοπεί από το λαό και θα
εξολοθρευτεί.
3,24 Τα
ίδια είπαν και όλοι οι προφήτες από το Σαμουήλ και έπειτα, όσοι κήρυξαν και
προανάγγειλαν τις μέρες αυτές.
3,25 Εσείς
είστε τα παιδιά των προφητών και οι κληρονόμοι της διαθήκης που έδωσε ο Θεός
στους προγόνους μας, όταν έλεγε στον Αβραάμ: Ο απόγονός σου θα φέρει ευλογία σ’
όλους τους λαούς της γης.
3,26 Έτσι
ο Θεός φανέρωσε το δούλο του, τον Ιησού, και τον έστειλε πρώτα σ’ εσάς για να
σας ευλογήσει, απομακρύνοντας τον καθένα σας από το στραβό σας δρόμο».
4,1 Ενώ
αυτοί μιλούσαν στο λαό, τους πλησίασαν οι ιερείς και ο διοικητής της φρουράς
του ναού και οι Σαδδουκαίοι,
4,2 αγανακτισμένοι,
γιατί δίδασκαν το λαό και κήρυτταν ότι η ανάσταση του Ιησού αποδεικνύει την
ανάσταση των νεκρών.
4,3 Τους
συνέλαβαν, λοιπόν, και τους έβαλαν στη φυλακή ως την επόμενη μέρα, γιατί ήταν
κιόλας βράδυ.
4,4 Πολλοί
όμως απ’ αυτούς που άκουσαν το λόγο του Πέτρου πίστεψαν, κι ο αριθμός των
αντρών στην εκκλησία έφτασε τις πέντε χιλιάδες.
4,5 Την
άλλη μέρα μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα οι άρχοντες των Ιουδαίων, οι πρεσβύτεροι
και οι γραμματείς,
4,6 καθώς
και ο Άννας ο αρχιερέας, ο Καϊάφας, ο Ιωάννης, ο Αλέξανδρος και όσοι άλλοι
κατάγονταν από οικογένεια αρχιερατική.
4,7 Τους
έβαλαν να σταθούν στη μέση και τους ρώτησαν: «Με ποια δύναμη ή στο όνομα τίνος
το κάνατε αυτό εσείς;»
4,8 Τότε
ο Πέτρος, γεμάτος από το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τους είπε: «Άρχοντες του
λαού και πρεσβύτεροι,
4,9 σήμερα
μας δικάζετε γιατί ευεργετήσαμε έναν άρρωστο άνθρωπο και μας ρωτάτε πώς σώθηκε.
4,10 Μάθετέ
το, λοιπόν, όλοι σας και όλος ο λαός του Ισραήλ: Με τη δύναμη του ονόματος του
Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, που εσείς σταυρώσατε, κι ο Θεός τον ανέστησε από
τον τάφο, μ’ αυτή τη δύναμη στέκεται αυτός μπροστά σας υγιής.
4,11 Αυτός
είναι ο λίθος που περιφρονήθηκε από σας τους οικοδόμους και που έγινε το πιο
βασικό αγκωνάρι.
4,12 Από
κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο κάτω
από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε».
4,13 Όταν
είδαν το θάρρος του Πέτρου και του Ιωάννη και ξέροντας ότι είναι άνθρωποι
αγράμματοι κι απλοϊκοί, έμειναν κατάπληκτοι. Τους ήξεραν ότι αυτοί ήταν μαζί με
τον Ιησού.
4,14 Βλέποντας
όμως και τον άνθρωπο που θεραπεύτηκε να είναι μαζί τους, δεν μπορούσαν να
φέρουν καμιά αντίρρηση.
4,15 Τους
διέταξαν, λοιπόν, να βγουν έξω από την αίθουσα του συνεδρίου και έκαναν
συμβούλιο:
4,16 «Τι
να κάνουμε με τους ανθρώπους αυτούς;» έλεγαν. «Σ’ όλους τους κατοίκους της
Ιερουσαλήμ είναι φανερό πως μέσω αυτών έγινε ένα σπουδαίο θαύμα, και δεν
μπορούμε να το αρνηθούμε.
4,17 Αλλά
για να μη διαδοθεί περισσότερο στο λαό, να τους απειλήσουμε να μην ξαναμιλήσουν
πια για το πρόσωπο αυτό σε κανέναν».
4,18 Τους
κάλεσαν, λοιπόν, και τους έδωσαν εντολή να μη μιλούν καθόλου ούτε να διδάσκουν
για τον Ιησού.
4,19 Τότε
ο Πέτρος και ο Ιωάννης τους αποκρίθηκαν: «Αποφασίστε μόνοι σας αν είναι σωστό
ενώπιον του Θεού, ν’ ακούμε περισσότερο εσάς παρά το Θεό.
4,20 Εμείς
πάντως δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε».
4,21 Τότε
εκείνοι τους απείλησαν πάλι και ύστερα τους άφησαν ελεύθερους, επειδή δεν
εύρισκαν δικαιολογία να τους τιμωρήσουν. Φοβούνταν το λαό, γιατί όλοι δόξαζαν
το Θεό γι’ αυτό που είχε γίνει,
4,22 αφού
ο άνθρωπος, στον οποίον έγινε το θαύμα αυτό της θεραπείας, ήταν πάνω από
σαράντα ετών.
4,23 Όταν
οι δύο απόστολοι απολύθηκαν, πήγαν στους αδερφούς και τους ανακοίνωσαν όσα τους
είπαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι.
4,24 Αυτοί,
όταν τ’ άκουσαν, προσευχήθηκαν όλοι μαζί στο Θεό και είπαν: «Κύριε, εσύ δημιούργησες
τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτά.
4,25 Εσύ
είπες με το στόμα του Δαβίδ, του δούλου σου: Γιατί φρύαξαν τα έθνη; Γιατί οι
λαοί μηχανεύτηκαν ανώφελα σχέδια;
4,26 Παρατάχθηκαν
για πόλεμο οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν σ’ έναν τόπο,
εναντίον του Κυρίου και του Μεσσία του.
4,27 »Πραγματικά,
εναντίον του άγιου δούλου σου, του Ιησού, που εσύ τον έχρισες Μεσσία,
συγκεντρώθηκαν ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με πλήθος εθνικών και
Ιουδαίων,
4,28 για
να κάνουν όσα είχε ορίσει προηγουμένως η δύναμή σου και η σοφία σου να γίνουν.
4,29 Και
τώρα, Κύριε, κοίταξε τις απειλές τους! Δώσε δύναμη στους δούλους σου να
κηρύττουν το λόγο σου με θάρρος.
4,30 Άπλωσε
το χέρι σου, για να γίνονται θεραπείες και θαυματουργικές αποδείξεις της
δύναμής σου, στο όνομα του άγιου δούλου σου, του Ιησού».
4,31 Όταν
τελείωσαν την προσευχή, σείστηκε ο τόπος όπου ήταν συγκεντρωμένοι· όλοι
πλημμύρισαν από το Άγιο Πνεύμα και κήρυτταν το λόγο του Θεού με θάρρος.
4,32 Όλοι
όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από
τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά.
4,33 Οι
απόστολοι κήρυτταν και βεβαίωναν με μεγάλη πειστικότητα ότι ο Κύριος Ιησούς
αναστήθηκε. Κι ο Θεός έδινε σε όλους πλούσια τη χάρη του.
4,34 Δεν
υπήρχε κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα. Γιατί όσοι είχαν
χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν,
4,35 και
το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Απ’ αυτό δινόταν στον καθένα ανάλογα με
τις ανάγκες του.
4,36 Έτσι
έκανε κι ο Ιωσής, ένας λευίτης από την Κύπρο, που οι απόστολοι τον ονόμασαν
Βαρνάβα, όνομα που μεταφράζεται «ο άνθρωπος της παρηγοριάς».
4,37 Αυτός
είχε ένα χωράφι, το πούλησε κι έφερε τα χρήματα και τα έθεσε στη διάθεση των
αποστόλων.
5,1 Το
αντίθετο έγινε με κάποιον που τον έλεγαν Ανανία. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα του
τη Σαπφείρα, πούλησε ένα κτήμα,
5,2 και
με τη συγκατάθεση της γυναίκας του κράτησε ένα μέρος από το αντίτιμο για τον
εαυτό του· το υπόλοιπο το έφερε και το έθεσε στη διάθεση των αποστόλων.
5,3 Τότε
ο Πέτρος του είπε: «Ανανία, γιατί άφησες το σατανά να κυριέψει την καρδιά σου;
Γιατί είπες ψέματα στο Άγιο Πνεύμα και κράτησες για τον εαυτό σου ένα μέρος από
το αντίτιμο του κτήματος;
5,4 Όσο
ήταν απούλητο δεν ήταν δικό σου; Κι όταν πουλήθηκε, πάλι στο χέρι σου δεν ήταν
να κρατήσεις το αντίτιμο; Γιατί σκέφτηκες να κάνεις αυτό το πράγμα; Δεν είπες
ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό».
5,5 Ακούγοντας
ο Ανανίας τα λόγια αυτά έπεσε κάτω και ξεψύχησε· κι όλοι όσοι τα έμαθαν αυτά,
φοβήθηκαν πολύ.
5,6 Μερικοί
νέοι πήγαν και τον ετοίμασαν για την ταφή, τον έβγαλαν έξω και τον έθαψαν.
5,7 Είχαν
περάσει περίπου τρεις ώρες, όταν μπήκε μέσα η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας τι
είχε συμβεί.
5,8 Ο
Πέτρος τη ρώτησε: «Πες μου, τόσο πουλήσατε το κτήμα;» Κι αυτή είπε: «Ναι,
τόσο».
5,9 Ο
Πέτρος τότε της λέει: «Γιατί συμφωνήσατε να προκαλέσετε το Πνεύμα του Κυρίου;
Κοίτα, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην πόρτα εκείνοι που έθαψαν τον άντρα σου·
αυτοί θα βγάλουν κι εσένα».
5,10 Την
ίδια στιγμή, αυτή έπεσε μπρος στα πόδια του και ξεψύχησε. Μπήκαν μέσα οι νέοι
και τη βρήκαν νεκρή· την έβγαλαν κι αυτήν και την έθαψαν δίπλα στον άντρα της.
5,11 Όλη
η εκκλησία και όλοι όσοι τ’ άκουσαν αυτά, φοβήθηκαν πολύ.
5,12 Μέσω
των αποστόλων γίνονταν πολλά εκπληκτικά θαύματα στο λαό. Οι πιστοί συνήθιζαν να
συγκεντρώνονται όλοι μαζί στη Στοά του Σολομώντα.
5,13 Από
τους άλλους που ήταν στο ναό κανείς δεν τολμούσε να προσκολληθεί σ’ αυτούς,
όμως ο λαός τούς είχε σε μεγάλη υπόληψη.
5,14 Όλο
και περισσότερα πλήθη από άντρες και γυναίκες πίστευαν στον Κύριο και γίνονταν
μέλη της εκκλησίας.
5,15 Ακόμη
και στις πλατείες έφερναν τους ασθενείς και τους ξάπλωναν σε κρεβάτια και σε
φορεία, για να πέσει πάνω σε κάποιον απ’ αυτούς έστω και η σκιά του Πέτρου όταν
αυτός ερχόταν.
5,16 Κι
από τις πόλεις που ήταν γύρω στην Ιερουσαλήμ συνέρρεε το πλήθος, φέρνοντας
αρρώστους κι άλλους που τους βασάνιζαν πνεύματα πονηρά· κι όλοι αυτοί
γιατρεύονταν.
5,17 Τότε
ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, δηλαδή αυτοί που ανήκαν στο κόμμα των
Σαδδουκαίων, γεμάτοι φθόνο
5,18 έπιασαν
τους αποστόλους και τους έβαλαν στη φυλακή.
5,19 Αλλά,
τη νύχτα, ένας άγγελος Κυρίου άνοιξε τις πόρτες της φυλακής, τους έβγαλε έξω
και τους είπε.
5,20 «Πηγαίνετε
στο ναό και κηρύξτε στο λαό το μήνυμα γι’ αυτή την καινούρια ζωή».
5,21 Αυτοί
υπάκουσαν· πήγαν πολύ πρωί στο ναό και δίδασκαν. Στο μεταξύ, έφτασε ο αρχιερέας
και οι δικοί του, συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη τη γερουσία των Ισραηλιτών,
και έστειλαν στη φυλακή να φέρουν τους αποστόλους.
5,22 Όταν
όμως πήγαν οι φύλακες, δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Γύρισαν λοιπόν και ανάφεραν:
5,23 «Τη
φυλακή τη βρήκαμε κλεισμένη και καλά ασφαλισμένη· οι φύλακες στέκονταν μπροστά
στις πόρτες· όταν όμως ανοίξαμε, δε βρήκαμε κανέναν μέσα».
5,24 Μόλις
άκουσαν τα λόγια αυτά, ο ιερέας και ο διοικητής της φρουράς του ναού και οι
αρχιερείς απορούσαν κι έλεγαν τι να συνέβη με τους αποστόλους.
5,25 Τότε
έφτασε κάποιος και τους ανάγγειλε: «Οι άνθρωποι που βάλατε στη φυλακή,
βρίσκονται στο ναό και διδάσκουν το λαό».
5,26 Τότε
ο διοικητής πήγε μαζί με τη φρουρά και τους έφερε, όχι με τη βία, γιατί
φοβούνταν μη λιθοβοληθούν από το λαό.
5,27 Τους
έφεραν λοιπόν και τους έβαλαν να σταθούν μπροστά στο συνέδριο. Ο αρχιερέας τούς
ρώτησε:
5,28 «Δε
σας διατάξαμε να μη διδάσκετε για τον άνθρωπο αυτόν; Εσείς γεμίσατε την
Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας, και θέλετε να ρίξετε πάνω μας το κρίμα για το
θάνατο αυτού του ανθρώπου!»
5,29 Ο
Πέτρος όμως και οι άλλοι απόστολοι είπαν: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στο Θεό
παρά στους ανθρώπους.
5,30 Ο
Θεός των προγόνων μας ανέστησε τον Ιησού, που εσείς τον σκοτώσατε κρεμώντας τον
στο ξύλο του σταυρού.
5,31 Αυτόν
ο Θεός τον ανύψωσε με την κραταιά δύναμή του στη θέση του αρχηγού και του
σωτήρα, για να δώσει στους Ισραηλίτες την ευκαιρία να μετανοήσουν και να λάβουν
συγχώρηση για τις αμαρτίες τους.
5,32 Μάρτυρες
ότι είναι αλήθεια αυτά που λέμε είμαστε εμείς και το Άγιο Πνεύμα, που ο Θεός το
έδωσε σ’ όσους του είναι υπάκουοι».
5,33 Τα
μέλη του συνεδρίου, όταν τ’ άκουσαν αυτά, έγιναν έξαλλοι και σκέφτονταν να τους
σκοτώσουν.
5,34 Τότε
πήρε το λόγο ένας Φαρισαίος που ήταν μέλος του συνεδρίου και τον έλεγαν
Γαμαλιήλ. Αυτός ήταν δάσκαλος του νόμου, και τον εκτιμούσε όλος ο λαός. Διέταξε
να βγάλουν για λίγο έξω τους αποστόλους
5,35 και
είπε στο συνέδριο: «Ισραηλίτες, σκεφτείτε καλά τι θα κάνετε με τους ανθρώπους
αυτούς.
5,36 Γιατί
πριν από λίγον καιρό ξεσηκώθηκε ο Θευδάς κι έκανε τον σπουδαίο, και πήγαν μαζί
του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Ο ίδιος σκοτώθηκε, όμως, διαλύθηκαν όλοι οι
οπαδοί του και το κίνημα έσβησε.
5,37 Ύστερα
απ’ αυτόν ξεσηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, τον καιρό της απογραφής, και
παρέσυρε στην επανάστασή του πολύ κόσμο. Το ίδιο κι εκείνος σκοτώθηκε, και όλοι
οι οπαδοί του διασκορπίστηκαν.
5,38 Γι’
αυτό και στην περίπτωση αυτή σας λέω: μην ασχολείστε μ’ αυτούς τους ανθρώπους
και ελευθερώστε τους. Γιατί, αν αυτό που σκέφτονται ή αυτό που κάνουν
προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του.
5,39 Αν
όμως προέρχεται από το Θεό, δε θα μπορέσετε να το διαλύσετε –για να μη σας πω
ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι». Τα μέλη του συνεδρίου πείστηκαν
από τα λόγια του,
5,40 προσκάλεσαν
τους αποστόλους και αφού τους έδειραν, τους διέταξαν να μην κηρύττουν για τον
Ιησού· ύστερα τους απέλυσαν.
5,41 Οι
απόστολοι έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί ο Θεός τούς είχε αξιώσει να
κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού.
5,42 Και
κάθε μέρα στο ναό και στα σπίτια δε σταματούσαν να διδάσκουν και να φέρνουν το
χαρούμενο μήνυμα ότι ήρθε ο Μεσσίας, κι αυτός είναι ο Ιησούς.
6,1 Εκείνες
τις μέρες, καθώς μεγάλωνε ο αριθμός των μαθητών, άρχισαν να παραπονιούνται οι
ελληνόφωνοι πιστοί εναντίον των εβραιοφώνων, ότι στην καθημερινή διανομή των
τροφίμων δεν φρόντιζαν τις ελληνόφωνες χήρες όσο έπρεπε.
6,2 Τότε
οι δώδεκα απόστολοι σύναξαν όλους τους μαθητές και τους είπαν: «Δεν είναι σωστό
εμείς ν’ αφήσουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχολούμαστε με διανομές
τροφίμων.
6,3 Φροντίστε,
λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξετε απ’ ανάμεσά σας εφτά άντρες με καλή φήμη, γεμάτους
από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος. Θα ορίσουμε αυτούς να κάνουν αυτό το έργο,
6,4 κι
εμείς θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στο έργο του κηρύγματος».
6,5 Μ’
αυτά τα λόγια συμφώνησε όλη η κοινότητα. Έτσι διάλεξαν το Στέφανο, άνθρωπο
γεμάτον πίστη και Άγιο Πνεύμα· επίσης το Φίλιππο, τον Πρόχορο, το Νικάνορα, τον
Τίμωνα, τον Παρμενά και το Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος προηγουμένως
είχε προσχωρήσει στον Ιουδαϊσμό.
6,6 Η
κοινότητα τους έφερε μπροστά στους αποστόλους, οι οποίοι προσευχήθηκαν κι
έβαλαν τα χέρια πάνω στα κεφάλια αυτών των εφτά.
6,7 Στο
μεταξύ ο λόγος του Θεού είχε μεγάλη διάδοση. Ο αριθμός των μαθητών στην
Ιερουσαλήμ μεγάλωνε πολύ. Ακόμη και πάρα πολλοί Ιουδαίοι αποδέχονταν την πίστη.
6,8 Ο
Στέφανος, εξάλλου, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά
θαύματα ανάμεσα στο λαό.
6,9 Μερικοί
από τη συναγωγή που λεγόταν «των Λιβερτίνων», καθώς και μερικοί Κυρηναίοι και
Αλεξανδρινοί, κι άλλοι από την Κιλικία κι από την επαρχία της Ασίας, άρχισαν να
λογομαχούν με το Στέφανο.
6,10 Δεν
μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε
όταν αυτός μιλούσε.
6,11 Τότε
έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λέει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή
και για το Θεό.
6,12 Έτσι
ξεσήκωσαν το λαό, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς. Πήγαν, λοιπόν, και τον
συνέλαβαν και τον έσυραν στο συνέδριο.
6,13 Εκεί
παρουσίασαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λέει βλάσφημα
λόγια εναντίον του αγίου ναού και εναντίον του νόμου.
6,14 Τον
έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το ναό και
θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής».
6,15 Όλα
τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε
σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου.
7,1 Τότε
ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι έχουν τα πράγματα;»
7,2 Ο
Στέφανος αποκρίθηκε: «Αδερφοί και πατέρες, ακούστε: Ο δοξασμένος Θεός
φανερώθηκε στον προπάτορά μας τον Αβραάμ όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν έρθει
να κατοικήσει στη Χαρράν,
7,3 και
του είπε: Φύγε από την πατρίδα σου κι από τους συγγενείς σου, και πήγαινε στη
χώρα που θα σου δείξω.
7,4 Εκείνος
τότε έφυγε από τη χώρα των Χαλδαίων και πήγε να κατοικήσει στη Χαρράν. Από
’κει, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήσει σ’ ετούτη τη
χώρα, που κι εσείς τώρα κατοικείτε.
7,5 Όμως
δεν του έδωσε τότε ιδιοκτησία ούτε ένα μέτρο γης, αλλά του υποσχέθηκε να τη
δώσει σ’ αυτόν, και μετά το θάνατό του στους απογόνους του, αν και ο Αβραάμ δεν
είχε ακόμη παιδί.
7,6 Ο
Θεός δηλαδή του είπε: Οι απόγονοί σου θα ζήσουν σαν ξένοι σε ξένη χώρα·
τετρακόσια χρόνια θα είναι υπόδουλοι και θα τους κακομεταχειριστούν.
7,7 Το
έθνος που θα τους υποδουλώσει θα το τιμωρήσω εγώ, είπε ο Θεός· ύστερα θα φύγουν
από ’κει και θα με λατρέψουν σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
7,8 Τότε
ο Θεός έκανε μαζί του διαθήκη, που σημάδι της είναι η περιτομή. Έτσι όταν
απέκτησε ύστερα ο Αβραάμ το γιο του τον Ισαάκ, του έκανε την όγδοη μέρα
περιτομή· το ίδιο έκανε κι ο Ισαάκ στον Ιακώβ και ο Ιακώβ στους δώδεκα γιους
του, τους προπάτορες των φυλών μας.
7,9 »Οι
γιοι του Ιακώβ ζήλεψαν τον Ιωσήφ και τον πούλησαν στην Αίγυπτο.
7,10 Ο
Θεός όμως ήταν μαζί του και τον γλίτωσε απ’ όλα του τα δεινά. Του έδωσε χάρη
και σοφία τόση που ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, τον διόρισε διοικητή της
χώρας και διαχειριστή όλης της βασιλικής περιουσίας.
7,11 Κατόπιν
έπεσε φοβερή πείνα σ’ όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν, και οι προπάτορές μας δεν
έβρισκαν τίποτε να φάνε.
7,12 Όταν
ο Ιακώβ άκουσε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, έστειλε τους προπάτορές μας
εκεί. Πήγαν την πρώτη φορά,
7,13 και
τη δεύτερη φανερώθηκε ο Ιωσήφ στους αδερφούς του· έτσι έμαθε ο Φαραώ την
καταγωγή του Ιωσήφ.
7,14 Έστειλε
τότε ο Ιωσήφ και κάλεσε κοντά του τον πατέρα του τον Ιακώβ και όλους τους
συγγενείς του, εβδομήντα πέντε άτομα.
7,15 Έτσι
ο Ιακώβ κατέβηκε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε αυτός και οι προπάτορές μας.
7,16 Αργότερα
τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ, όπου και θάφτηκαν στο μνήμα που είχε
αγοράσει ο Αβραάμ από τα παιδιά τού Εμμόρ του Συχεμίτη, πληρώνοντας το αντίτιμο
σε ασήμι.
7,17 »Καθώς
πλησίαζε ο καιρός να εκπληρωθεί η υπόσχεση που είχε δώσει με όρκο ο Θεός στον
Αβραάμ, ο λαός Ισραήλ πλήθαινε στην Αίγυπτο και γίνονταν όλο και πιο
πολυάριθμοι.
7,18 Τότε
ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο ένας άλλος βασιλιάς, που δε γνώριζε τον Ιωσήφ.
7,19 Αυτός
έβαλε κακό σχέδιο στο νου του και προσπάθησε να εξολοθρέψει το γένος μας,
υποχρεώνοντας τους προπάτορές μας ν’ αφήνουν έκθετα τα βρέφη τους, ώστε να μη
ζουν.
7,20 Εκείνο
τον καιρό γεννήθηκε ο Μωυσής και ήταν αρεστός στο Θεό· ανατράφηκε τρεις μήνες
στο σπίτι του πατέρα του
7,21 και
όταν τον άφησαν έκθετο, τον πήρε η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανέθρεψε σαν δικό
της γιο.
7,22 Ο
Μωυσής μορφώθηκε με όλη τη σοφία των Αιγυπτίων και ήταν δυνατός στα λόγια και
στα έργα.
7,23 »Όταν
έγινε σαράντα ετών, του γεννήθηκε η επιθυμία να γνωρίσει τα αδέρφια του, τους
Ισραηλίτες.
7,24 Τότε
είδε κάποιον που τον κακοποιούσε αναίτια ένας Αιγύπτιος· πήρε το μέρος του και
υπερασπίστηκε τον καταπιεζόμενο, σκοτώνοντας τον Αιγύπτιο.
7,25 Νόμιζε
ότι οι συμπατριώτες του θα καταλάβαιναν πως ο Θεός ήθελε να τους δώσει την
ελευθερία τους μέσω αυτού, εκείνοι όμως δεν το κατάλαβαν.
7,26 Την
άλλη μέρα είδε δυο Ισραηλίτες να φιλονικούν και προσπαθούσε να τους
συμφιλιώσει: Για ακούστε εδώ: τους έλεγε, εσείς είστε αδέρφια· γιατί μαλώνετε;”
7,27 Αυτός
όμως που είχε το άδικο τον έσπρωξε και του είπε: Ποιος σε διόρισε άρχοντα και
δικαστή μας;
7,28 Μήπως
θέλεις να με σκοτώσεις, όπως σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο;
7,29 Όταν
άκουσε ο Μωυσής τα λόγια αυτά, έφυγε και εγκαταστάθηκε στη χώρα Μαδιάμ. Εκεί
απέκτησε δύο παιδιά.
7,30 »Όταν
συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τότε, του φανερώθηκε στην έρημο του όρους Σινά
ένας άγγελος μέσα στην πύρινη φλόγα που έβγαινε από μια βάτο.
7,31 Όταν
είδε το φαινόμενο αυτό ο Μωυσής, ξαφνιάστηκε. Κι ενώ πλησίαζε να δει τι
συμβαίνει, ακούστηκε η φωνή του Κυρίου να του λέει:
7,32 Εγώ
είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο
Μωυσής τρόμαξε και δεν τολμούσε να κοιτάξει προς τα ’κει.
7,33 Τότε
ο Κύριος του είπε: Βγάλε τα υποδήματα από τα πόδια σου· γιατί ο τόπος όπου
στέκεσαι είναι άγιος.
7,34 Ξέρω
καλά τα βάσανα του λαού μου στην Αίγυπτο και άκουσα το στεναγμό τους, γι’ αυτό
κατέβηκα να τους γλιτώσω. Έλα λοιπόν τώρα, να σε στείλω στην Αίγυπτο.
7,35 »Αυτόν,
λοιπόν, το Μωυσή που τον είχαν απαρνηθεί όταν του είπαν ποιος σε διόρισε
άρχοντα και δικαστή, αυτόν ο Θεός τον έστειλε άρχοντα και ελευθερωτή μέσω του
αγγέλου που του φανερώθηκε στη βάτο.
7,36 Αυτός
τους οδήγησε στην ελευθερία, αφού έκανε καταπληκτικά θαύματα στην Αίγυπτο και
στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και στην έρημο σαράντα χρόνια.
7,37 Αυτός
είναι ο Μωυσής που είπε στους Ισραηλίτες: Έναν προφήτη σαν κι εμένα θα
αναδείξει για σας ο Θεός από σας τους ίδιους· αυτόν να ακούτε.
7,38 Αυτός,
όταν συγκεντρώθηκε ο λαός στην έρημο, μεσολάβησε ανάμεσα στον άγγελο που του
μιλούσε στο όρος Σινάκαι στους προγόνους μας, κι αυτός παρέλαβε λόγια που
οδηγούν στη ζωή, για να μας τα μεταδώσει.
7,39 »Οι
πρόγονοί μας τότε δε θέλησαν να υπακούσουν σ’ αυτόν, αλλά τον παραμέρισαν και
νοστάλγησαν την Αίγυπτο.
7,40 Γι’
αυτό είπαν στον Ααρών: Φτιάξε μας θεούς για να πηγαίνουν μπροστά να μας
δείχνουν το δρόμο· γιατί αυτός ο Μωυσής που μας έβγαλε από την Αίγυπτο δεν
ξέρουμε τι απέγινε.
7,41 Τότε
επίσης ήταν που κατασκεύασαν ένα μοσχάρι και πρόσφεραν θυσία σ’ εκείνο το
είδωλο· και γιόρταζαν για να τιμήσουν αυτό που είχαν φτιάξει με τα χέρια τους.
7,42 Έτσι
κι ο Θεός τούς αποστράφηκε και τους άφησε να λατρεύουν τα αστέρια τ’ ουρανού,
όπως γράφει στο βιβλίο των προφητών: μήπως μου προσφέρατε σφαχτά και θυσίες
σαράντα χρόνια στην έρημο, Ισραηλίτες;
7,43 Όχι·
αλλά περιφέρατε τη σκηνή του Μολόχ και το αστέρι του θεού σας Ρεμφάν, τα είδωλα
που φτιάξατε για να τα προσκυνάτε. Γι’ αυτό κι εγώ θα σας εξορίσω πέρα από τη
Βαβυλώνα.
7,44 »Στην
έρημο οι πρόγονοί μας είχαν τη σκηνή του Μαρτυρίου, που ο Θεός είχε διατάξει το
Μωυσή να την κατασκευάσει σύμφωνα με το υπόδειγμα που του είχε φανερωθεί.
7,45 Τη
σκηνή εκείνη την παρέλαβαν οι πρόγονοί μας της επόμενης γενιάς και την έφεραν
μαζί τους στη χώρα που κατέλαβαν με τον Ιησού του Ναυή, καθώς ο Θεός έδιωχνε
από μπροστά τους όλα τα έθνη που κατοικούσαν εκεί. Και τη διατήρησαν ως την
εποχή του Δαβίδ.
7,46 Αυτός
απέκτησε την εύνοια του Θεού και ζήτησε την άδεια να χτίσει κατοικία για το Θεό
τού Ιακώβ.
7,47 Την
κατοικία αυτή την έχτισε για το Θεό ο Σολομών.
7,48 Ο
Ύψιστος όμως δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Όπως λέει ο προφήτης:
7,49 Ο
ουρανός είναι ο θρόνος μου, κι η γη είναι το στήριγμα για ν’ ακουμπούν τα πόδια
μου. Τι σπίτι θα μου χτίσετε; λέει ο Κύριος, και ποιος μπορεί να είναι ο τόπος
της κατοικίας μου;
7,50 Εγώ
δεν τα ’φτιαξα όλα αυτά;
7,51 Σκληροτράχηλοι!
Η καρδιά σας είναι πορωμένη και τ’ αυτιά σας κλειστά. Πάντοτε αντιστέκεστε στο
Άγιο Πνεύμα· όπως οι πρόγονοί σας, το ίδιο κι εσείς.
7,52 »Ποιον
από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πρόγονοί σας; Θανάτωσαν αυτούς που
προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και
φονιάδες του,
7,53 εσείς
οι ίδιοι που λάβατε το νόμο του Θεού μέσω αγγέλων αλλά δεν τον τηρήσατε!»
7,54 Καθώς
τ’ άκουγαν αυτά οι αρχιερείς, εξαγριώνονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον
του Στεφάνου.
7,55 Αυτός
όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού
και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού·
7,56 και
είπε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα
δεξιά του Θεού».
7,57 Τότε
αυτοί έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους· όρμησαν όλοι μαζί
καταπάνω του,
7,58 τον
έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που θα
’ριχναν πρώτοι τις πέτρες, απέθεταν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νεαρού που
λεγόταν Σαύλος.
7,59 Ενώ
αυτοί τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου
το πνεύμα μου».
7,60 Ύστερα
έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία
αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια, ξεψύχησε. Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του
Στεφάνου.
8,1 Εκείνη
την ημέρα έγινε μεγάλος διωγμός στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· κι όλοι
διασκορπίστηκαν στα χωριά της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους
αποστόλους.
8,2 Το
Στέφανο τον έθαψαν μερικοί άντρες ευλαβείς και τον θρήνησαν πολύ.
8,3 Στο
μεταξύ ο Σαύλος ρήμαζε την εκκλησία· έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω
άντρες και γυναίκες και τους έριχνε στη φυλακή.
8,4 Εκείνοι
που είχαν διασκορπιστεί διέσχισαν τη χώρα κηρύττοντας το ευαγγέλιο.
8,5 Έτσι
κι ο Φίλιππος, κατέβηκε σε μια πόλη της Σαμάρειας και τους κήρυττε ότι ο Ιησούς
είναι ο Μεσσίας.
8,6 Ο
κόσμος όλος με μια καρδιά πρόσεχε αυτά που έλεγε ο Φίλιππος, ακούγοντάς τον και
βλέποντας τα θαύματα που έκανε.
8,7 Από
πολλούς, που είχαν πνεύματα δαιμονικά, αυτά έβγαιναν φωνάζοντας με δυνατή φωνή,
και πολλοί παραλυτικοί και κουτσοί θεραπεύονταν.
8,8 Έτσι,
στην πόλη εκείνη έγινε μεγάλη χαρά.
8,9 Στην
ίδια πόλη υπήρχε από καιρό κάποιος που λεγότανε Σίμων. Αυτός, με διάφορες
μαγείες άφηνε κατάπληκτο το λαό της Σαμάρειας και παράσταινε τον μεγάλο.
8,10 Όλοι,
μικροί και μεγάλοι, τον ακολουθούσαν και έλεγαν: «Αυτός είναι η Μεγάλη Δύναμη
του Θεού».
8,11 Και
τον ακολουθούσαν, γιατί για αρκετόν καιρό τούς είχε καταπλήξει με τις μαγείες
του.
8,12 Όταν
όμως πίστεψαν στο Φίλιππο, που κήρυττε τη χαρμόσυνη είδηση για τη βασιλεία του
Θεού και για τη σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού, βαφτίζονταν άντρες και
γυναίκες.
8,13 Πίστεψε
και ο Σίμων, βαφτίστηκε και προσκολλήθηκε στο Φίλιππο· και βλέποντας να
γίνονται μεγάλα θαύματα έμενε κατάπληκτος.
8,14 Όταν
έμαθαν οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η Σαμάρεια δέχτηκε το λόγο του Θεού,
τούς έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη.
8,15 Αυτοί
πήγαν εκεί και προσευχήθηκαν για να λάβουν το Άγιο Πνεύμα όσοι είχαν βαφτιστεί.
8,16 Και
τούτο, γιατί το Άγιο Πνεύμα δεν είχε κατεβεί σε κανέναν απ’ αυτούς· απλώς ήταν
βαφτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
8,17 Τότε
οι απόστολοι έθεταν τα χέρια πάνω τους, κι εκείνοι λάβαιναν το Άγιο Πνεύμα.
8,18 Όταν
είδε ο Σίμων ότι με το να θέτουν τα χέρια τους οι απόστολοι πάνω σ’ αυτούς τους
ανθρώπους, δινόταν το Άγιο Πνεύμα, έφερε χρήματα σ’ αυτούς
8,19 και
τους είπε: «Δώστε και σ’ εμένα αυτήν την εξουσία, ώστε σ’ όποιον επιθέτω τα
χέρια μου, να λαβαίνει Άγιο Πνεύμα».
8,20 Ο
Πέτρος τότε του είπε: «Να χαθείς κι εσύ και τα λεφτά σου! Γιατί φαντάστηκες πως
η δωρεά του Θεού μπορεί ν’ αποκτηθεί με χρήματα.
8,21 Καμιά
σχέση δεν έχεις εσύ με το ευαγγέλιο που κηρύττουμε. Γιατί η καρδιά σου δεν
είναι ίσια μπροστά στο Θεό.
8,22 Μετανόησε
λοιπόν και παράτησε την κακή σου αυτή πρόθεση. Παρακάλεσε τον Κύριο, μήπως σε
συγχωρήσει γι’ αυτό που σκέφτηκες·
8,23 γιατί
σε βλέπω να είσαι γεμάτος κακία και κυριευμένος από την αδικία».
8,24 Ο
Σίμων αποκρίθηκε και είπε: «Παρακαλέστε εσείς για μένα τον Κύριο να μη μου
συμβεί τίποτε απ’ αυτά που είπατε».
8,25 Ύστερα
απ’ αυτά ο Πέτρος και ο Ιωάννης έδωσαν τη μαρτυρία τους και κήρυξαν το λόγο του
Κυρίου, και μετά γύρισαν στα Ιεροσόλυμα. Στο δρόμο κήρυξαν το ευαγγέλιο σε
πολλά χωριά των Σαμαρειτών.
8,26 Ένας
άγγελος Κυρίου είπε στο Φίλιππο: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στο δρόμο που
κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα». Ο δρόμος αυτός είναι ερημικός.
8,27 Ο
Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε. Συγχρόνως, ένας Αιθίοπας ευνούχος, αξιωματικός στην
υπηρεσία της Κανδάκης, δηλαδή της βασίλισσας των Αιθιόπων, και διαχειριστής των
οικονομικών της, που είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ,
8,28 γύριζε
τώρα στην πατρίδα του. Καθόταν στο αμάξι του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα.
8,29 Το
Άγιο Πνεύμα είπε στο Φίλιππο: «Πλησίασε και περπάτα κοντά στο αμάξι αυτό».
8,30 Ο
Φίλιππος έτρεξε κοντά και άκουσε τον Αιθίοπα να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα.
Τότε τον ρώτησε: «Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;»
8,31 Εκείνος
απάντησε: «Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αν δε με οδηγήσει κάποιος;» Παρακάλεσε,
λοιπόν, το Φίλιππο ν’ ανέβει και να καθίσει μαζί του.
8,32 Η
περικοπή της Γραφής, που διάβαζε, ήταν η εξής: Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή,
και σαν το αρνί που παραμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι
αυτός δεν ανοίγει το στόμα του.
8,33 Καταδικάστηκε
σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν τη δίκαιη κρίση. Εξάλειψαν τη ζωή του
από το πρόσωπο της γης· ποιος μπορεί να μετρήσει τους απογόνους του;
8,34 Ο
ευνούχος είπε στο Φίλιππο: «Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο
προφήτης: για τον εαυτό του ή για κανέναν άλλο;»
8,35 Τότε
ο Φίλιππος, παίρνοντας ευκαιρία από το κομμάτι αυτό της Γραφής, άρχισε να του
κηρύττει το χαρμόσυνο μήνυμα για τον Ιησού.
8,36 Καθώς
προχωρούσαν στο δρόμο, έφτασαν σ’ έναν τόπο που είχε νερό. Τότε ο ευνούχος
λέει: «Να νερό· τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;»
8,37 Ο
Φίλιππος του απάντησε: «Αν πιστεύεις μ’ όλη σου την καρδιά, μπορείς να
βαφτιστείς». Ο ευνούχος αποκρίθηκε: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός
του Θεού».
8,38 Κι
αμέσως διέταξε να σταματήσει το αμάξι· κατέβηκαν κι οι δυο στο νερό, ο Φίλιππος
και ο ευνούχος, κι ο Φίλιππος τον βάφτισε.
8,39 Όταν
βγήκαν έξω από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον
ξαναείδε πια ο ευνούχος, ο οποίος συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαρά.
8,40 Ο
Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο. Από ’κει, κι ώσπου να φτάσει στην Καισάρεια,
κήρυττε το ευαγγέλιο σ’ όλες τις πόλεις απ’ όπου περνούσε.
9,1 Στο
μεταξύ ο Σαύλος συνέχιζε να έχει απειλητικές και φονικές διαθέσεις για τους
μαθητές του Κυρίου· πήγε μάλιστα στον αρχιερέα
9,2 και
του ζήτησε συστατικές επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό. Ήθελε να φέρει
δεμένους στην Ιερουσαλήμ όποιους θα ’βρισκε εκεί να ακολουθούν την οδό του
Κυρίου, άντρες και γυναίκες.
9,3 Καθώς
πήγαινε και πλησίαζε στην Δαμασκό, ξαφνικά τον φώτισε μια αστραπή από τον
ουρανό.
9,4 Αυτός
έπεσε στη γη κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με
καταδιώκεις;»
9,5 «Ποιος
είσαι, Κύριε;» ρώτησε. Κι ο Κύριος του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ
τον καταδιώκεις.
9,6 Σήκω
όμως και μπες στην πόλη· εκεί θα σου πούνε τι πρέπει να κάνεις».
9,7 Οι
άντρες που συνόδευαν το Σαύλο έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα, γιατί άκουγαν τη
φωνή, δεν έβλεπαν όμως κανένα.
9,8 Αυτός
σηκώθηκε πάνω κι ενώ τα μάτια του ήταν ανοιχτά, δεν έβλεπε τίποτε. Οι συνοδοί
του τότε τον έπιασαν από το χέρι και τον οδήγησαν στη Δαμασκό.
9,9 Τρεις
μέρες ήταν τυφλός. Στο διάστημα αυτό ούτε έφαγε ούτε ήπιε.
9,10 Εκεί
στη Δαμασκό ζούσε ένας μαθητής που τον έλεγαν Ανανία. Σ’ αυτόν φανερώθηκε σε
όραμα ο Κύριος και του είπε: «Ανανία!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, Κύριε!»
9,11 «Σήκω»,
του λέει ο Κύριος, «και πήγαινε στην οδό που λέγεται Ευθεία. Εκεί, στο σπίτι
του Ιούδα, ζήτησε κάποιον από την Ταρσό που λέγεται Σαύλος. Αυτή τη στιγμή
προσεύχεται,
9,12 και
είδε σε όραμα κάποιον που λέγεται Ανανίας να μπαίνει και ν’ ακουμπάει πάνω του
το χέρι του για να ξαναβρεί το φως του».
9,13 Ο
Ανανίας απάντησε: «Κύριε, έχω ακούσει από πολλούς πόσα δεινά έχει προκαλέσει
αυτός ο άνθρωπος στους πιστούς σου στην Ιερουσαλήμ.
9,14 Κι
εδώ που ήρθε, έχει εξουσιοδότηση από τους αρχιερείς να συλλάβει όλους όσοι
ομολογούν το όνομά σου».
9,15 «Πήγαινε»,
του λέει ο Κύριος, «γιατί αυτόν εγώ τον διάλεξα για να τον χρησιμοποιήσω ως
όργανο που θα με κάνει γνωστό στα έθνη και στους άρχοντές τους, και στον
ισραηλιτικό λαό.
9,16 Κι
εγώ θα του δείξω πόσα θα πρέπει να πάθει για χάρη του ονόματός μου».
9,17 Τότε
ο Ανανίας έφυγε και πήγε σ’ εκείνο το σπίτι. Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο
Σαούλ και του είπε: «Σαούλ, αδερφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς, αυτός που σου
φανερώθηκε στο δρόμο καθώς ερχόσουν, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και
να γεμίσεις με Άγιο Πνεύμα».
9,18 Αμέσως
τότε έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια και ξαναβρήκε το φως του. Σηκώθηκε,
βαφτίστηκε,
9,19 και
κατόπιν έφαγε και συνήλθε. Ο Σαύλος έμεινε μερικές μέρες με τους μαθητές που
ήταν στη Δαμασκό.
9,20 Από
την πρώτη στιγμή κήρυττε στις συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού.
9,21 Όλοι
όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι και έλεγαν: «Μα αυτός δεν είναι εκείνος που
καταδίωξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που πιστεύουν στον Ιησού; Κι εδώ γι’ αυτό δεν
έχει έρθει, για να τους πάει δεμένους στους αρχιερείς;»
9,22 Ο
Σαύλος όμως ενισχυόταν όλο και περισσότερο και δημιουργούσε σύγχυση στους
Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδεικνύοντάς τους ότι ο Ιησούς είναι ο
Μεσσίας.
9,23 Ύστερα
από αρκετές μέρες, οι Ιουδαίοι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
9,24 Η
επιβουλή τους όμως έγινε γνωστή στο Σαύλο. Επιτηρούσαν τις πύλες μέρα και νύχτα
για να τον σκοτώσουν.
9,25 Αλλά
οι μαθητές του τον πήραν, τον έβαλαν μέσα σ’ ένα καλάθι και με σχοινί τον
κατέβασαν νύχτα από το τείχος.
9,26 Ο
Σαύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ και προσπαθούσε να συνδεθεί με τους μαθητές. Όλοι
όμως τον φοβούνταν και δεν πίστευαν ότι είναι μαθητής.
9,27 Τότε
ο Βαρνάβας τον πήρε και τον πήγε στους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς είδε
στο δρόμο τον Κύριο, πώς ο Κύριος του μίλησε, και πώς κήρυττε στη Δαμασκό με
τόλμη τον Ιησού.
9,28 Έτσι
ο Σαύλος συναναστρεφόταν μαζί τους στα Ιεροσόλυμα και κήρυττε με θάρρος τον
Κύριο Ιησού.
9,29 Ιδίως
μιλούσε και συζητούσε με τους ελληνόφωνους Εβραίους. Αυτοί όμως ήθελαν να τον
σκοτώσουν.
9,30 Όταν
το έμαθαν οι αδερφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια κι από ’κει τον έστειλαν στην
Ταρσό.
9,31 Έτσι,
λοιπόν, οι εκκλησίες σ’ όλη την Ιουδαία, τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχαν
ειρήνη, στερεώνονταν και πορεύονταν με αφοσίωση στον Κύριο, και με την ενίσχυση
του Αγίου Πνεύματος πλήθαιναν.
9,32 Περνώντας
ο Πέτρος απ’ όλες αυτές τις εκκλησίες, κατέβηκε και στους χριστιανούς που
κατοικούσαν στη Λύδδα.
9,33 Εκεί
βρήκε κάποιον άνθρωπο που λεγόταν Αινέας. Αυτός ήταν οχτώ χρόνια κατάκοιτος,
επειδή ήταν παράλυτος.
9,34 Ο
Πέτρος του είπε: «Αινέα σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε το
κρεβάτι σου». Κι αυτός αμέσως σηκώθηκε.
9,35 Όλοι
όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για
Κύριό τους.
9,36 Στην
Ιόππη ήταν μια μαθήτρια που την έλεγαν Ταβιθά –στα ελληνικά σημαίνει «Δορκάδα».
Αυτή είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες.
9,37 Εκείνες
τις μέρες συνέβη να αρρωστήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την
έβαλαν στο ανώγειο.
9,38 Η
Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, και, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος ήταν εκεί,
του έστειλαν δύο άντρες και τον παρακαλούσαν να πάει σ’ αυτούς όσο γίνεται πιο
γρήγορα.
9,39 Αυτός
ξεκίνησε και πήγε μαζί τους. Μόλις έφτασε, τον ανέβασαν στο ανώγειο. Αμέσως τον
περικύκλωσαν όλες οι χήρες κλαίγοντας και δείχνοντάς του τα ρούχα που είχε
φτιάξει γι’ αυτούς η Δορκάδα όσο ζούσε.
9,40 Ο
Πέτρος τότε τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε
στη νεκρή και της είπε: «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι όταν
είδε τον Πέτρο ανασηκώθηκε.
9,41 Ο
Πέτρος της έδωσε το χέρι του και τη σήκωσε. Ύστερα φώναξε τους πιστούς και τις
χήρες και τους την παρουσίασε ζωντανή.
9,42 Αυτό
έγινε γνωστό σ’ όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο.
9,43 Ο
Πέτρος έμεινε αρκετές μέρες στην Ιόππη, σε κάποιο Σίμωνα, που ήταν βυρσοδέψης.
10,1 Στην
Καισάρεια ζούσε ένας εκατόνταρχος, που λεγόταν Κορνήλιος και υπηρετούσε στη
στρατιωτική μονάδα, η οποία ονομαζόταν «Ιταλική».
10,2 Ήταν
ευσεβής και είχε προσχωρήσει στην ιουδαϊκή κοινότητα μαζί με όλη την οικογένειά
του. Έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν συνεχώς στο Θεό.
10,3 Μια
μέρα, γύρω στις τρεις το απόγευμα, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να
μπαίνει στο σπίτι του, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Κορνήλιε!»
10,4 Αυτός
τον κοίταξε τρομαγμένος και είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Ο άγγελος του είπε: «Οι
προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στο Θεό, κι ο Θεός δε σε
ξεχνάει.
10,5 Τώρα
λοιπόν στείλε στην Ιόππη ανθρώπους να καλέσουν εδώ κάποιον Σίμωνα, που λέγεται
και Πέτρος.
10,6 Αυτός
φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη
θάλασσα».
10,7 Όταν
έφυγε ο άγγελος που μιλούσε στον Κορνήλιο, αυτός φώναξε δύο από τους υπηρέτες
του και ένα στρατιώτη ευσεβή, απ’ αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του·
10,8 τους
τα διηγήθηκε όλα και τους έστειλε στην Ιόππη.
10,9 Την
άλλη μέρα, ενώ εκείνοι ακόμα οδοιπορούσαν και κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, ο
Πέτρος ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί.
10,10 Εκεί
πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν το φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα:
10,11 Είδε
πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις
άκρες, κατέβαινε στη γη.
10,12 Μέσα
σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία, τα ερπετά και τα πουλιά του
ουρανού.
10,13 Μια
φωνή τότε του είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε».
10,14 Ο
Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι
απαγορευμένο ή ακάθαρτο».
10,15 Η
φωνή τού μίλησε για δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς
ακάθαρτα».
10,16 Αυτό
έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό.
10,17 Καθώς
ο Πέτρος σκεφτόταν και απορούσε τι να σήμαινε το όραμα που είδε, οι
απεσταλμένοι του Κορνήλιου είχαν ρωτήσει και είχαν βρει το σπίτι του Σίμωνα και
τώρα στέκονταν μπροστά στην εξώπορτα.
10,18 Φώναξαν
δυνατά και ζητούσαν να μάθουν αν φιλοξενούσαν εκεί το Σίμωνα που λεγόταν και
Πέτρος.
10,19 Κι
ενώ ο Πέτρος γύριζε ακόμη στο νου του το όραμα, του είπε το Άγιο Πνεύμα: «Τρεις
άντρες σε ζητούν.
10,20 Κατέβα
αμέσως και πήγαινε μαζί τους χωρίς κανένα δισταγμό, γιατί τους έχω στείλει
εγώ».
10,21 Ο
Πέτρος κατέβηκε, πλησίασε τους άντρες και τους είπε: «Εγώ είμαι αυτός που
ζητάτε. Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;»
10,22 Αυτοί
απάντησαν: «Ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, ένας άνθρωπος ευλαβής, που λατρεύει το
Θεό και εκτιμάται από όλον τον ιουδαϊκό λαό, πήρε εντολή από έναν άγγελο του
Θεού να στείλει να σε καλέσει στο σπίτι του και ν’ ακούσει από σένα αυτά που
έχεις να του πεις».
10,23 Ο
Πέτρος κάλεσε τους απεσταλμένους στο σπίτι και τους φιλοξένησε. Την άλλη μέρα
πήρε το δρόμο μαζί τους. Τον συνόδευαν και μερικοί από τους αδερφούς που έμεναν
στην Ιόππη.
10,24 Την
παραπάνω μέρα έφτασαν στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος στο μεταξύ τους περίμενε, κι
είχε μαζέψει στο σπίτι τούς συγγενείς του και τους πιο στενούς του φίλους.
10,25 Όπως
έμπαινε ο Πέτρος, έτρεξε ο Κορνήλιος να τον προϋπαντήσει· έπεσε στα πόδια του
και τον προσκύνησε.
10,26 Ο
Πέτρος τον σήκωσε λέγοντας: «Σήκω πάνω. Κι εγώ άνθρωπος είμαι».
10,27 Μιλώντας
μαζί του, μπήκε στο σπίτι, όπου βρήκε πολλούς μαζεμένους.
10,28 «Εσείς
ξέρετε», τους λέει, «ότι δεν επιτρέπεται από το νόμο σ’ έναν Ιουδαίο να
συναναστρέφεται έναν μη Ιουδαίο ή να μπαίνει στο σπίτι του. Εμένα όμως μου
έδειξε ο Θεός ότι κανέναν άνθρωπο δεν πρέπει να τον θεωρούμε μολυσμένο ή
ακάθαρτο.
10,29 Γι’
αυτό και ήρθα χωρίς αντιρρήσεις όταν στείλατε να με καλέσετε. Πέστε μου,
λοιπόν, για ποιο λόγο με καλέσατε εδώ;»
10,30 Τότε
ο Κορνήλιος του αποκρίθηκε: «Πριν από τρεις μέρες, νήστευα από το πρωί ως αυτή
την ώρα. Στις τρεις το απόγευμα προσευχόμουνα στο σπίτι μου, όταν είδα κάποιον
να στέκεται μπροστά μου με ρούχα που λάμπανε
10,31 και
να μου λέει: “Κορνήλιε, ο Θεός άκουσε την προσευχή σου και πρόσεξε τις
ελεημοσύνες σου.
10,32 Γι’
αυτό στείλε στην Ιόππη να φωνάξεις το Σίμωνα που λέγεται και Πέτρος. Αυτός
φιλοξενείται στο σπίτι του Σίμωνα του βυρσοδέψη, κοντά στη θάλασσα. Όταν θα
’ρθεί, θα σου πει τι πρέπει να κάνεις”.
10,33 Αμέσως
τότε εγώ έστειλα και σε κάλεσα, κι έκανες καλά που ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι
εμείς είμαστε συγκεντρωμένοι ενώπιον του Θεού, για ν’ ακούσουμε όλα όσα σ’ έχει
διατάξει ο Θεός να μας πεις».
10,34 Ο
Πέτρος τότε έλαβε το λόγο και είπε: «Αλήθεια, τώρα καταλαβαίνω ότι ο Θεός δεν
κάνει διακρίσεις,
10,35 αλλά
δέχεται τον καθένα, σ’ όποιον λαό κι αν ανήκει, αρκεί να τον σέβεται και να ζει
σύμφωνα με το θέλημά του.
10,36 Έστειλε
στον ισραηλιτικό λαό το λόγο του κι έφερε το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης μέσω
του Ιησού Χριστού, που είναι ο Κύριος των πάντων.
10,37 Εσείς
έχετε μάθει για το γεγονός που διαδόθηκε σ’ όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη
Γαλιλαία, μετά το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης.
10,38 Μάθατε
για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον έχρισε ο Θεός με Άγιο Πνεύμα και με
δύναμη. Παντού όπου πέρασε, ευεργετούσε και γιάτρευε όλους όσους κατατυραννούσε
ο διάβολος, γιατί ο Θεός ήταν μαζί του.
10,39 Εμείς
είμαστε μάρτυρες για όλα αυτά που έκανε, και στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και στην
Ιερουσαλήμ. Αυτόν τον θανάτωσαν καρφώνοντάς τον στο σταυρό.
10,40 Ο
Θεός όμως την τρίτη μέρα τον ανέστησε, κι έκανε να τον δουν αναστημένον
10,41 όχι
όλος ο λαός, αλλά οι μάρτυρες που ο Θεός τούς είχε διαλέξει από πριν, δηλαδή
εμείς, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς.
10,42 Αυτός
μας έδωσε εντολή να κηρύξουμε στο λαό και να μαρτυρήσουμε ότι αυτός είναι ο
ορισμένος από το Θεό κριτής των ζωντανών και των νεκρών.
10,43 Όλοι
οι προφήτες βεβαιώνουν γι’ αυτόν, ότι καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν θα λάβει
μέσω αυτού τη συγχώρηση των αμαρτιών του».
10,44 Ενώ
ακόμη ο Πέτρος έλεγε αυτά τα λόγια, κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα πάνω σε όλους όσοι
άκουγαν το κήρυγμα.
10,45 Οι
πιστοί που προέρχονταν από τους Ιουδαίους και είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο,
έμειναν κατάπληκτοι βλέποντας να δίνεται και στους εθνικούς πλούσια η δωρεά του
Αγίου Πνεύματος.
10,46 Γιατί
τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες και να δοξάζουν το Θεό.
10,47 Τότε
ο Πέτρος είπε: «Ποιος μπορεί να εμποδίσει να βαφτιστούν με νερό αυτοί, που
έλαβαν το Άγιο Πνεύμα όπως κι εμείς;»
10,48 Διέταξε,
λοιπόν, να βαφτιστούν στο όνομα του Κυρίου. Τότε τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί
τους μερικές μέρες.
11,1 Οι
απόστολοι και οι χριστιανοί που ήταν στην Ιουδαία άκουσαν ότι και οι εθνικοί
δέχτηκαν το λόγο του Θεού.
11,2 Όταν,
λοιπόν, ο Πέτρος ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ, τον κατηγορούσαν οι ιουδαϊκής
καταγωγής χριστιανοί
11,3 και
του έλεγαν: «Πήγες σε ανθρώπους εθνικούς και έφαγες μαζί τους».
11,4 Τότε
ο Πέτρος άρχισε να τους εκθέτει τα γεγονότα με τη σειρά:
11,5 «Όταν
βρισκόμουν στην Ιόππη», τους είπε, «είδα, ενώ προσευχόμουν, ένα όραμα: είδα να
κατεβαίνει από τον ουρανό κάτι σαν ένα μεγάλο σεντόνι πιασμένο από τις τέσσερις
άκρες του και να έρχεται ως εμένα.
11,6 Όταν
κοίταξα καλά τι είχε μέσα, είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά
και τα πουλιά του ουρανού.
11,7 Τότε
άκουσα μια φωνή που έλεγε: “Πέτρο, σήκω, σφάξε και φάγε”.
11,8 Εγώ
είπα: “ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έβαλα στο στόμα μου κάτι
απαγορευμένο ή ακάθαρτο”.
11,9 Η
φωνή από τον ουρανό μού μίλησε για δεύτερη φορά: “αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ
να μην τα θεωρείς ακάθαρτα”.
11,10 Αυτό
έγινε τρεις φορές, κι ύστερα όλα εξαφανίστηκαν στον ουρανό.
11,11 Την
ίδια στιγμή, στάθηκαν μπροστά στο σπίτι που έμενα τρεις άντρες, σταλμένοι από
την Καισάρεια για να με βρουν.
11,12 Το
Άγιο Πνεύμα μού είπε να πάω μαζί τους, χωρίς να διστάσω καθόλου. Μαζί μου ήρθαν
και αυτοί οι έξι αδερφοί, και πήγαμε στο σπίτι του Κορνήλιου.
11,13 Αυτός
μας διηγήθηκε πως είχε δει έναν άγγελο που ήρθε στο σπίτι του και του είπε:
“στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε το Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος.
11,14 Αυτός
θα σου πει πράγματα που, αν τ’ ακολουθήσεις, θα σωθείς κι εσύ και όλο σου το
σπίτι”.
11,15 Όταν
εγώ άρχισα να μιλάω κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα πάνω τους, όπως είχε έρθει και σ’
εμάς στην αρχή.
11,16 Τότε
θυμήθηκα αυτά που έλεγε ο Κύριος: “ο Ιωάννης βάφτιζε με νερό, εσείς όμως θα
βαφτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα”.
11,17 Εφόσον,
λοιπόν, ο Θεός το δώρο που έδωσε σ’ εμάς το έδωσε και σ’ αυτούς, μόλις δέχτηκαν
τον Ιησού Χριστό για Κύριό τους, ποιος ήμουν εγώ που θα μπορούσα να εμποδίσω το
Θεό;»
11,18 Όταν
τ’ άκουσαν αυτά ησύχασαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Άρα, λοιπόν, και στους
εθνικούς έδωσε ο Θεός τη δυνατότητα να μετανοήσουν και να κερδίσουν την αληθινή
ζωή».
11,19 Οι
χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό που
ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και
την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους.
11,20 Ανάμεσά
τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και
κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο
Κύριος.
11,21 Η
δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και
δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους.
11,22 Οι
ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· έτσι έστειλαν το
Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια.
11,23 Αυτός,
όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους
συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά.
11,24 Ο
Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς
κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου.
11,25 Ύστερα
ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε, τον
έφερε στην Αντιόχεια.
11,26 Εκεί
συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν
πολύν κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του
Ιησού «χριστιανοί».
11,27 Εκείνες
τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια.
11,28 Ένας
απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου
Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν
αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος.
11,29 Οι
χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδερφούς που
κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
11,30 Αυτό
κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους
πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
12,1 Εκείνη
την εποχή, ο βασιλιάς Ηρώδης άρχισε το διωγμό εναντίον μερικών μελών της
εκκλησίας.
12,2 Πρώτα
αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Ιωάννη.
12,3 Όταν
είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στη συνέχεια να συλλάβει και τον
Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα.
12,4 Τον
συνέλαβε, λοιπόν, και τον έριξε στη φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε διαδοχικά
τέσσερις ομάδες από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μια, σκοπεύοντας να τον φέρει
σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα.
12,5 Ενώ
ο Πέτρος ήταν στη φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν.
12,6 Τη
νύχτα που ο Ηρώδης επρόκειτο να φέρει τον Πέτρο, εκείνος κοιμόταν ανάμεσα σε
δυο στρατιώτες, δεμένος με δυο αλυσίδες, και δυο φύλακες μπροστά στην πόρτα
φύλαγαν σκοπιά.
12,7 Ξαφνικά
φανερώθηκε ένας άγγελος Κυρίου κι ένα φως έλαμψε στο κελί. Ο άγγελος ξύπνησε
τον Πέτρο σκουντώντας τον στο πλευρό και του είπε: «Σήκω γρήγορα». Αμέσως
έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.
12,8 Ο
άγγελος συνέχισε: «Βάλε τη ζώνη σου και τα σανδάλια σου». Ο Πέτρος το έκανε.
Ύστερα του λέει ο άγγελος: «Βάλε το ιμάτιό σου κι ακολούθησέ με».
12,9 Ο
Πέτρος τον ακολούθησε και βγήκε έξω. Δεν καταλάβαινε ότι συνέβαιναν πραγματικά
αυτά που γίνονταν μέσω του αγγέλου, αλλά νόμισε ότι έβλεπε όραμα.
12,10 Πέρασαν
την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη κι έφτασαν στη σιδερένια πύλη που βγάζει στην
πόλη. Η πύλη άνοιξε από μόνη της, και βγήκαν έξω. Πέρασαν ένα στενό, κι αμέσως
ο άγγελος εξαφανίστηκε.
12,11 Τότε
ο Πέτρος συνήλθε και είπε: «Τώρα κατάλαβα πραγματικά ότι ο Κύριος έστειλε τον
άγγελό του και με γλίτωσε από τα χέρια του Ηρώδη και απ’ αυτό που οι Ιουδαίοι
περίμεναν να πάθω!»
12,12 Όταν
κατάλαβε πού ήταν, πήγε στο σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Ιωάννη, που τον
έλεγαν και Μάρκο. Εκεί ήταν μαζεμένοι αρκετοί και προσεύχονταν.
12,13 Χτύπησε
την εξώπορτα και βγήκε μια υπηρέτρια, η Ρόδη, να δει ποιος είναι.
12,14 Όταν
αναγνώρισε τη φωνή του Πέτρου, από τη χαρά της δεν άνοιξε την πόρτα, αλλά
έτρεξε μέσα αναγγέλλοντας ότι ο Πέτρος στέκεται μπροστά στην εξώπορτα.
12,15 Αυτοί
της είπαν: «Είσαι τρελή!» Εκείνη όμως επέμενε ότι ήταν αλήθεια. Αυτοί έλεγαν:
«Είναι ο άγγελός του».
12,16 Ο
Πέτρος στο μεταξύ χτυπούσε επίμονα. Επιτέλους του άνοιξαν κι όταν τον είδαν
έμειναν κατάπληκτοι.
12,17 Αυτός
τους έκανε νόημα με το χέρι να σωπάσουν και τους διηγήθηκε πώς ο Κύριος τον
έβγαλε από τη φυλακή. «Διηγηθείτε τα αυτά στον Ιάκωβο και στους αδερφούς»,
συμπλήρωσε. Ύστερα έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε σε άλλον τόπο.
12,18 Όταν
ξημέρωσε, έγινε μεγάλη αναστάτωση στους στρατιώτες, για το τι άραγε να έγινε ο
Πέτρος.
12,19 Ο
Ηρώδης διέταξε να ψάξουν να τον βρουν και, επειδή δεν τον βρήκε, ανέκρινε τους
φύλακες και διέταξε να τους εκτελέσουν. Ύστερα κατέβηκε από την Ιουδαία και
έμενε στην Καισάρεια.
12,20 Ο
Ηρώδης ήταν σε διαμάχη με τους κατοίκους της Τύρου και της Σιδώνας. Εκείνοι
αποφάσισαν από κοινού και έστειλαν αντιπροσώπους σ’ αυτόν. Κατόρθωσαν να πάρουν
με το μέρος τους και το Βλάστο, που ήταν ανώτερος αυλικός του βασιλιά, και μέσω
αυτού ζητούσαν να συνδιαλλαγούν, γιατί οι προμήθειές τους σε τρόφιμα έρχονταν
από τη χώρα του βασιλιά.
12,21 Τη
μέρα που όρισε για να εξετάσει το ζήτημα, ο Ηρώδης ντύθηκε τη βασιλική του
στολή, κάθισε στο θρόνο και άρχισε να αγορεύει σ’ αυτούς.
12,22 Ο
λαός επευφημούσε: «Θεός μιλάει και όχι άνθρωπος!»
12,23 Αμέσως
τότε, επειδή δέχτηκε να δοξαστεί σαν θεός και δεν έδωσε την τιμή στο Θεό, τον
χτύπησε ένας άγγελος του Κυρίου με μια ξαφνική αρρώστια: γέμισε σκουλήκια και
πέθανε.
12,24 Ενώ
γίνονταν αυτά, η διάδοση του λόγου του Θεού προόδευε και οι οπαδοί του
πλήθαιναν.
12,25 Στο
μεταξύ ο Βαρνάβας και ο Σαύλος, αφού τελείωσαν στην Ιερουσαλήμ την υπηρεσία που
τους είχε ανατεθεί, γύρισαν στην Αντιόχεια, παίρνοντας μαζί τους και τον
Ιωάννη, που είχε πάρει το όνομα Μάρκος.
13,1 Στην
εκκλησία της Αντιόχειας υπήρχαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας, ο
Συμεών που λεγόταν και Νίγερ, ο Λούκιος ο Κυρηναίος, ο Μαναήν, που είχε
μεγαλώσει μαζί με τον Ηρώδη τον τετράρχη, και ο Σαύλος.
13,2 Κάποτε,
ενώ αυτοί βρίσκονταν σε λειτουργική σύναξη λατρεύοντας τον Κύριο και
νηστεύοντας, είπε το Άγιο Πνεύμα: «Να μου ξεχωρίσετε το Βαρνάβα και το Σαύλο
για το έργο, για το οποίο τους έχω καλέσει».
13,3 Τότε,
αφού και πάλι νήστεψαν και προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια πάνω σ’ αυτούς και
τους απέστειλαν.
13,4 Έτσι,
λοιπόν αυτοί, σταλμένοι από το Άγιο Πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια κι από ’κει
με πλοίο πήγαν στην Κύπρο.
13,5 Όταν
έφτασαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου, κήρυτταν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των
Ιουδαίων. Βοηθό είχαν μαζί τους τον Ιωάννη.
13,6 Αφού
διέσχισαν το νησί, έφτασαν στην Πάφο. Εκεί βρήκαν κάποιον μάγο και ψευδοπροφήτη
Ιουδαίο, που λεγόταν Βαριησούς.
13,7 Αυτός
ήταν φίλος του ανθύπατου Σεργίου Παύλου, που ήταν άνθρωπος συνετός. Ο Σέργιος
Παύλος προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και ζήτησε ν’ ακούσει το λόγο του
Θεού.
13,8 Αλλά
ο Ελύμας ο μάγος –γιατί έτσι μεταφράζεται το όνομά του– τους αντιστεκόταν και
προσπαθούσε να εμποδίσει τον ανθύπατο να πιστέψει.
13,9 Τότε
ο Σαύλος, που λεγόταν και Παύλος, πλημμύρισε από το Άγιο Πνεύμα, τον κοίταξε
διαπεραστικά
13,10 και
του είπε: «Γιε του διαβόλου! Είσαι γεμάτος από κάθε είδους πονηριά και
ραδιουργία και πολεμάς καθετί το καλό. Δε θα πάψεις να διαστρεβλώνεις τους
ίσιους δρόμους του Θεού;
13,11 Τώρα
το χέρι του Κυρίου θα πέσει πάνω σου: θα τυφλωθείς και για ένα διάστημα δε θα
βλέπεις τον ήλιο». Την ίδια στιγμή έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι κι άρχισε
να περιφέρεται εδώ κι εκεί ζητώντας να τον χειραγωγήσουν.
13,12 Τότε
ο ανθύπατος, όταν είδε αυτό που έγινε, πίστεψε, γιατί ήταν βαθιά
εντυπωσιασμένος από τη δύναμη που είχε η διδασκαλία του Κυρίου.
13,13 Ο
Παύλος και η συνοδεία του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της
Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε πίσω στα Ιεροσόλυμα.
13,14 Αυτοί
διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το
Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν.
13,15 Μετά
την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι
έστειλαν και τους είπαν: «Αδερφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο
ενισχυτικό, μιλήστε».
13,16 Τότε
ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε:
«Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με·
13,17 ο
Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα
μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυπτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους
έβγαλε από ’κει
13,18 και
υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο.
13,19 Εξολόθρεψε
εφτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους.
13,20 Ύστερα
από τετρακόσια πενήντα χρόνια τούς έδωσε Κριτές, μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ.
13,21 Από
’κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τούς έδωσε το Σαούλ, γιο του Κις, από
τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια.
13,22 Ύστερα
τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’
αυτόν λέγοντας: “βρήκα το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου·
αυτός θα πραγματοποιήσει όλα όσα εγώ θέλω”.
13,23 Κι
όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του
Δαβίδ, τον Ιησού.
13,24 Προηγουμένως,
πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το
λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτιστούν.
13,25 Κι
όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, έλεγε: “ποιος νομίζετε πως
είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε· αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι
εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του”.
13,26 »Αδέρφια,
απόγονοι του Αβραάμ και οι άλλοι εδώ που σέβεστε τον ένα Θεό: σ’ εσάς στάλθηκε
το μήνυμα της σωτηρίας αυτής, για την οποία σας μιλάω.
13,27 Οι
κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν κατάλαβαν ούτε ποιος είναι ο
Ιησούς ούτε τα λόγια των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, αλλά, χωρίς να
το ξέρουν, τα εκπλήρωσαν καταδικάζοντας τον Ιησού.
13,28 Αν
και δε βρήκαν καμιά αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ζήτησαν από τον
Πιλάτο να θανατωθεί.
13,29 Κι
όταν εκτέλεσαν όλα όσα είχαν προφητέψει οι Γραφές γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από
το σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα.
13,30 Ο
Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς.
13,31 Τότε
αυτός για πολλές μέρες συνέχεια φανερωνόταν σ’ εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί
του από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί είναι μάρτυρες της ανάστασής του
μπροστά στο λαό.
13,32 »Έτσι
κι εμείς σας φέρνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός
στους προγόνους μας, την εκπλήρωσε στα παιδιά τους –σ’ εμάς: ανέστησε τον
Ιησού,
13,33 όπως
είναι γραμμένο στο δεύτερο Ψαλμό: Υιός μου είσ’ εσύ, εγώ σήμερα σε γέννησα.
13,34 Το
ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς και δεν πρόκειται ποτέ πια να επιστρέψει στη
φθορά του θανάτου, το έχει πει με τα παρακάτω λόγια: Θα σας δώσω τα άγια δώρα
που υποσχέθηκα στο Δαβίδ, δώρα που δε χάνονται ποτέ.
13,35 Γι’
αυτό λέει κι αλλού ο Δαβίδ: Δε θ’ αφήσεις να δει φθορά ο αφιερωμένος σ’ εσένα
δούλος σου.
13,36 Κι
όσο για το Δαβίδ, αυτός υπηρέτησε το θέλημα του Θεού στη γενιά του κι ύστερα
πέθανε, θάφτηκε δίπλα στους προγόνους του και γνώρισε τη φθορά του θανάτου.
13,37 Αυτός
όμως που ο Θεός τον ανέστησε, δε γνώρισε τη φθορά του θανάτου.
13,38 Μάθετε,
λοιπόν, αδέρφια, ότι μέσω αυτού σας προσφέρεται συγχώρηση των αμαρτιών.
13,39 Και
λυτρώνεται καθένας που τον εμπιστεύεται απ’ όλα εκείνα απ’ όσα δεν μπορέσατε να
λυτρωθείτε με το νόμο του Μωυσή.
13,40 Προσέξτε,
λοιπόν, μην έρθει πάνω σας αυτό που είπαν οι προφήτες:
13,41 Κοιτάξτε
εσείς, οι καταφρονητές, θαυμάστε κι αφανιστείτε! Γιατί εγώ ετοιμάζω κάτι μεγάλο
στις μέρες σας, κάτι που θα σας το διηγούνται και δεν θα το πιστεύετε».
13,42 Καθώς
ο Παύλος και ο Βαρνάβας έφευγαν από τη συναγωγή των Ιουδαίων, οι εθνικοί τους
παρακαλούσαν να τους εξηγηθούν τα λόγια αυτά το επόμενο Σάββατο.
13,43 Κι
όταν διαλύθηκε η σύναξη, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους στον
Ιουδαϊσμό ακολούθησαν τον Παύλο και το Βαρνάβα. Αυτοί τους ανέπτυσσαν τα
προηγούμενα και τους έπειθαν να μένουν σταθεροί στη χάρη που τους πρόσφερε ο Θεός.
13,44 Το
επόμενο Σάββατο, ολόκληρη σχεδόν η πόλη μαζεύτηκε για ν’ ακούσουν το λόγο του
Κυρίου.
13,45 Όταν
είδαν οι Ιουδαίοι το πλήθος, κυριεύτηκαν από φθόνο· αντιμιλούσαν σ’ αυτά που
έλεγε ο Παύλος και βλασφημούσαν.
13,46 Τότε
ο Παύλος και ο Βαρνάβας τους μίλησαν με παρρησία και τους είπαν: «Έπρεπε να
κηρύξουμε το λόγο του Θεού πρώτα σ’ εσάς. Επειδή όμως τον αντικρούετε και
καταδικάζετε τον εαυτό σας να μην αξιωθεί την αιώνια ζωή, γι’ αυτό κι εμείς
στρεφόμαστε στους εθνικούς.
13,47 Αυτή
την εντολή άλλωστε μας έδωσε ο Κύριος: Εσένα έχω ορίσει φως για τα έθνη, για να
φέρεις τη σωτηρία ως τα πέρατα της γης».
13,48 Καθώς
τ’ άκουγαν αυτά οι εθνικοί, χαίρονταν και δέχονταν το λόγο του Κυρίου· και
πίστεψαν όσοι ήταν ταγμένοι για την αιώνια ζωή.
13,49 Ο
λόγος του Κυρίου διαδιδόταν σ’ όλη τη χώρα.
13,50 Οι
Ιουδαίοι όμως παρότρυναν τις προσήλυτες γυναίκες της ανώτερης τάξης και τους
προκρίτους της πόλης, ξεσήκωσαν διωγμό εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και
τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους.
13,51 Αυτοί
τότε τίναξαν τη σκόνη από τα πόδια τους ενάντιά τους και ήρθαν στο Ικόνιο.
13,52 Και
οι χριστιανοί στην Αντιόχεια ήταν γεμάτοι χαρά και Άγιο Πνεύμα.
14,1 Στο
Ικόνιο ξαναπήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων και μίλησαν τόσο πειστικά, ώστε
πίστεψαν πλήθος πολύ Ιουδαίων και εθνικών.
14,2 Οι
Ιουδαίοι όμως που δεν πίστευαν ξεσήκωσαν και γέμισαν με κακή διάθεση τις ψυχές
των εθνικών εναντίον των χριστιανών.
14,3 Παρ’
όλα αυτά, ο Παύλος και ο Βαρνάβας έμειναν αρκετόν καιρό στην πόλη. Κήρυτταν με
παρρησία έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο, ο οποίος βεβαίωνε το μήνυμα της
σωτήριας χάρης του, με τα εκπληκτικά θαύματα που τους έδινε τη δύναμη να
κάνουν.
14,4 Ο
πληθυσμός της πόλης είχε διχαστεί: άλλοι ήταν με τους Ιουδαίους, άλλοι με τους
αποστόλους.
14,5 Κι
όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι εθνικοί με τους Ιουδαίους και
τους άρχοντές τους ετοιμάζονταν να τους κακοποιήσουν και να τους λιθοβολήσουν,
14,6 αυτοί
το κατάλαβαν και κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας, Λύστρα και Δέρβη, και στη
γύρω περιοχή τους.
14,7 Εκεί
κήρυτταν το ευαγγέλιο.
14,8 Στα
Λύστρα ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτα πόδια, κουτσός εκ γενετής· ποτέ στη ζωή
του δεν είχε περπατήσει.
14,9 Αυτός
καθόταν κι άκουγε τον Παύλο που μιλούσε. Ο Παύλος τον κοίταξε καλά και είδε ότι
έχει την πίστη πως θα γιατρευτεί.
14,10 Του
είπε λοιπόν με δυνατή φωνή: «Σήκω όρθιος στα πόδια σου!» Ο άνθρωπος πήδηξε πάνω
κι άρχισε να περπατάει.
14,11 Τα
πλήθη, βλέποντας αυτό που έκανε ο Παύλος, φώναζαν δυνατά στη λυκαονική τους
γλώσσα κι έλεγαν: «Οι θεοί πήραν τη μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ’ εμάς!»
14,12 Και
ονόμαζαν το Βαρνάβα Δία και τον Παύλο Ερμή, γιατί αυτός κυρίως μιλούσε.
14,13 Ο
ιερέας στο ναό του Δία που ήταν μπροστά στη πόλη τους, έφερε στην πύλη της
πόλης ταύρους και στεφάνια και ήθελε μαζί με το πλήθος να τους προσφέρει θυσία.
14,14 Όταν
οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος κατάλαβαν τι ήθελαν να κάνουν, διέρρηξαν τα
ιμάτιά τους με αποτροπιασμό και πήδηξαν μέσα στο πλήθος
14,15 φωνάζοντας:
«Άνθρωποι, τι είναι αυτά που κάνετε; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, θνητοί σαν κι
εσάς. Θέλουμε να σας φέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, να εγκαταλείψετε αυτούς τους
ανύπαρκτους θεούς και να στραφείτε στο ζωντανό Θεό, αυτόν που δημιούργησε τον
ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά.
14,16 Στις
περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη να πορεύονται το δρόμο τους.
14,17 Αλλά
δεν άφησε αφανέρωτο τον εαυτό του· γιατί και τότε εκδηλωνόταν ευεργετώντας,
στέλνοντάς σας από τον ουρανό βροχές και εποχές καρποφορίας, γεμίζοντας με
τροφή και χαρά τις καρδιές σας».
14,18 Λέγοντας
αυτά, μόλις και μετά βίας κατόρθωσαν να σταματήσουν τα πλήθη από του να τους
προσφέρουν θυσία.
14,19 Κατόπιν
όμως ήρθαν μερικοί Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο. Αυτοί πήραν με το
μέρος τους τα πλήθη και λιθοβόλησαν τον Παύλο. Έπειτα τον έσυραν έξω από την
πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε.
14,20 Όταν
όμως τον περικύκλωσαν οι χριστιανοί, συνήλθε και μπήκε στην πόλη. Την άλλη μέρα
ξεκίνησε μαζί με το Βαρνάβα για τη Δέρβη.
14,21 Αφού
κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν πολλούς χριστιανούς, γύρισαν
στη Λύστρα, στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια της Πισιδίας.
14,22 Εκεί
στήριζαν το ηθικό των χριστιανών και τους συμβούλευαν να μένουν ακλόνητοι στην
πίστη. «Για να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών», τους έλεγαν, «πρέπει να
περάσουμε από πολλούς διωγμούς».
14,23 Επίσης
χειροτόνησαν πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία τους, νήστεψαν και προσευχήθηκαν και
τους εμπιστεύτηκαν στον Κύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει.
14,24 Ύστερα
διέσχισαν την Πισιδία και ήρθαν στην Παμφυλία.
14,25 Κήρυξαν
το μήνυμά τους στην Πέργη και στη συνέχεια κατέβηκαν στην Αττάλεια.
14,26 Από
’κει πήγαν με πλοίο στην Αντιόχεια της Συρίας, στην πόλη απ’ όπου είχαν
ξεκινήσει παραδομένοι στη χάρη του Θεού για το έργο που τώρα είχαν τελειώσει.
14,27 Όταν
έφτασαν, συγκέντρωσαν την εκκλησία και τους διηγήθηκαν όσα είχε κάνει ο Θεός μ’
αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως.
14,28 Ο
Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εκεί αρκετόν καιρό με τους πιστούς.
15,1 Μερικοί
χριστιανοί που ήρθαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδερφούς: «Αν δεν
περιτέμνεσθε, όπως προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε».
15,2 Επειδή
έγινε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στον Παύλο και τον Βαρνάβα από τη
μια, και σ’ αυτούς από την άλλη, αποφασίστηκε ν’ ανέβουν ο Παύλος και ο
Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα,
για να λύσουν εκεί το ζήτημα αυτό με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους.
15,3 Η
εκκλησία τούς κατευόδωσε, κι αυτοί διέσχισαν τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια,
μιλώντας παντού για την επιστροφή των εθνικών στο Χριστό. Έδιναν έτσι μεγάλη
χαρά σ’ όλους τους αδερφούς.
15,4 Όταν
έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, τους έγινε υποδοχή από τα μέλη της εκκλησίας, από τους
αποστόλους και από τους πρεσβυτέρους. Αυτοί τους διηγήθηκαν όσα ο Θεός είχε
κάνει μ’ αυτούς, και ότι έδωσε και στους εθνικούς τη δυνατότητα να πιστέψουν.
15,5 Σηκώθηκαν
όμως μερικοί από την παράταξη των Φαρισαίων που είχαν πιστέψει, κι έλεγαν ότι
πρέπει τους εθνικούς να τους περιτέμνουν και να απαιτούν να τηρούν το νόμο του
Μωυσή.
15,6 Συγκεντρώθηκαν,
λοιπόν, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να εξετάσουν το θέμα.
15,7 Αφού
έγινε πολλή συζήτηση, έλαβε το λόγο ο Πέτρος και τους είπε: «Αδερφοί, εσείς
ξέρετε καλά ότι ο Θεός από παλιά με διάλεξε από όλους μας εμένα, για ν’
ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν.
15,8 Και
ο Θεός, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, έδωσε σημάδι ότι κι αυτοί
μπορούν να σωθούν, χορηγώντας τους το Άγιο Πνεύμα όπως και σ’ εμάς.
15,9 Δεν
έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, αλλά καθάρισε με την πίστη
τις καρδιές τους.
15,10 Τώρα,
λοιπόν, γιατί προκαλείτε το Θεό, θέλοντας να φορτώσετε στον τράχηλο των
χριστιανών ένα βάρος, που ούτε οι πρόγονοί μας ούτε εμείς μπορέσαμε να
σηκώσουμε;
15,11 Αντίθετα,
πιστεύουμε ότι θα μας σώσει η χάρη του Κυρίου Ιησού, με τον ίδιο τρόπο που θα
σώσει κι εκείνους».
15,12 Όλο
το πλήθος σώπασε, και όλοι άκουγαν το Βαρνάβα και τον Παύλο να διηγούνται τα
θαύματα που έκανε ο Θεός μέσω αυτών στους εθνικούς.
15,13 Όταν
τελείωσαν, μίλησε ο Ιάκωβος: «Ακούστε με, αγαπητοί αδερφοί.
15,14 Ο
Συμεών-Πέτρος διηγήθηκε πώς ο Θεός για πρώτη φορά φρόντισε να φτιάξει από τους
εθνικούς ένα λαό δικό του.
15,15 Μ’
αυτό συμφωνούν τα λόγια των προφητών, οι οποίοι έχουν γράψει:
15,16 Ύστερα
απ’ αυτά θα επιστρέψω και θ’ ανοικοδομήσω τον οίκο του Δαβίδ τον γκρεμισμένο,
και τα ερείπιά του θα τ’ ανοικοδομήσω και θα τα ανορθώσω,
15,17 για
να ζητήσουν τον Κύριο οι υπόλοιποι άνθρωποι και όλα τα έθνη που θα ’χουν γίνει
δικός μου λαός. Εγώ, ο Κύριος, τα λέω αυτά, κι εγώ θα τα πραγματοποιήσω όλα.
15,18 »Ο
Θεός αποφάσισε προαιωνίως όλα τα έργα του.
15,19 Γι’
αυτό εγώ έχω τη γνώμη να μην επιβαρύνουμε τους εθνικούς που επιστρέφουν στο
Θεό,
15,20 αλλά
να τους στείλουμε μια επιστολή και να τους καθορίσουμε να φυλάγονται από τους
μολυσμούς των ειδωλοθύτων, από την πορνεία, από τη βρώση πνιγμένου ζώου και από
τη πόση αίματος ζώου.
15,21 Αυτές
οι διατάξεις του Μωυσή είναι πασίγνωστες, γιατί από τα παλιά χρόνια διαβάζονται
σε κάθε πόλη στις συναγωγές κάθε Σάββατο».
15,22 Τότε
αποφάσισαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με όλη την εκκλησία να εκλέξουν
από ανάμεσά τους μερικούς που να τους στείλουν στην Αντιόχεια μαζί με τον Παύλο
και το Βαρνάβα. Έτσι, εξέλεξαν τον Ιούδα, που λεγόταν και Βαρσαββάς, και το
Σίλα, ανθρώπους με εξέχουσα θέση ανάμεσα στους χριστιανούς,
15,23 και
τους έδωσαν να μεταφέρουν την ακόλουθη επιστολή: «Οι απόστολοι, οι πρεσβύτεροι
και οι αδερφοί, χαιρετούν τους αδερφούς που προέρχονται από τους εθνικούς στην
Αντιόχεια, στη Συρία και στην Κιλικία.
15,24 Επειδή
ακούσαμε ότι μερικοί από μας ήρθαν και σας τάραξαν με τα λόγια τους και
κλόνισαν τις ψυχές σας, χωρίς να τους έχουμε δώσει εντολή εμείς,
15,25 αποφασίσαμε
ομόφωνα να εκλέξουμε μερικούς άντρες και να τους στείλουμε σ’ εσάς, μαζί με
τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο,
15,26 που
έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο έργο του Κυρίου μας, του Ιησού Χριστού.
15,27 Στείλαμε,
λοιπόν, τον Ιούδα και το Σίλα, οι οποίοι θα σας πουν και προφορικά τα ίδια
πράγματα.
15,28 Δηλαδή:
αποφασίστηκε ως σωστό από το Άγιο Πνεύμα και από μας να μη σας επιβάλουμε
κανένα πρόσθετο βάρος, εκτός από αυτά τα αναγκαία:
15,29 να
απέχετε από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το κρέας από πνιγμένα ζώα και την πορνεία.
Αν φυλάγεστε από αυτά, θα κάνετε το σωστό. Υγιαίνετε».
15,30 Οι
απεσταλμένοι έφυγαν και ήρθαν στην Αντιόχεια. Εκεί συγκέντρωσαν τους πιστούς
και τους παρέδωσαν την επιστολή.
15,31 Οι
πιστοί τη διάβασαν και χάρηκαν με την παρήγορη αυτή απόφαση.
15,32 Ο
Ιούδας και ο Σίλας, που ήταν κι αυτοί προφήτες, συμβούλεψαν με πολλούς λόγους
τους αδερφούς και τους ενίσχυσαν.
15,33 Έμειναν
ακόμη λίγο χρόνο εκεί, και ύστερα οι αδερφοί τούς κατευόδωσαν για να
επιστρέψουν στους αποστόλους.
15,34 Στο
Σίλα όμως φάνηκε καλό να παραμείνει ακόμη.
15,35 Ο
Παύλος και ο Βαρνάβας έμεναν στην Αντιόχεια, διδάσκοντας και κηρύττοντας μαζί
με πολλούς άλλους το λόγο του Κυρίου.
15,36 Ύστερα
από λίγες μέρες ο Παύλος είπε στο Βαρνάβα: «Ας επιστρέψουμε να επισκεφθούμε
τους αδερφούς μας σ’ όλες τις πόλεις όπου έχουμε κηρύξει το λόγο του Κυρίου, να
δούμε πώς είναι».
15,37 Ο
Βαρνάβας σκέφτηκε να πάρει μαζί και τον Ιωάννη, που λεγόταν και Μάρκος.
15,38 Ο
Παύλος όμως επέμενε να μην πάρουν μαζί τους αυτόν που τους είχε εγκαταλείψει
στην Παμφυλία και είχε διακόψει τη συνεργασία μαζί τους.
15,39 Προκλήθηκε
τότε ζωηρή διαφωνία, ως το σημείο να χωρίσουν ο ένας από τον άλλο. Ο Βαρνάβας
πήρε το Μάρκο και πήγε με πλοίο στην Κύπρο.
15,40 Ο
Παύλος διάλεξε το Σίλα για συνοδό του και ξεκίνησε, αφού πρώτα οι αδερφοί τον
εμπιστεύτηκαν στη χάρη του Θεού.
15,41 Περιόδευε,
λοιπόν, τη Συρία και την Κιλικία, στηρίζοντας τις εκκλησίες στις χώρες αυτές.
16,1 Ο
Παύλος έφτασε στη Δέρβη και ύστερα στη Λύστρα. Εκεί ζούσε ένας χριστιανός που
λεγόταν Τιμόθεος. Η μητέρα του ήταν χριστιανή ιουδαϊκής καταγωγής κι ο πατέρας
του Έλληνας.
16,2 Στους
χριστιανούς των Λύστρων και του Ικονίου είχε καλή φήμη.
16,3 Ο
Παύλος θέλησε να τον πάρει μαζί του για συνοδό. Για να διευκολύνει τη δράση του
μεταξύ των Ιουδαίων εκείνης της περιοχής, τού έκανε περιτομή, γιατί όλοι ήξεραν
πως ο πατέρας του ήταν Έλληνας.
16,4 Στις
πόλεις απ’ όπου περνούσαν, γνωστοποιούσαν στους πιστούς τις αποφάσεις που είχαν
λάβει οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι στην Ιερουσαλήμ, και τους πρότρεπαν να
τις τηρούν.
16,5 Έτσι,
οι εκκλησίες στερεώνονταν στην πίστη και μεγάλωναν κάθε μέρα και πιο πολύ.
16,6 Ύστερα
διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατία, επειδή το Άγιο Πνεύμα δεν τους άφησε να
κηρύξουν το ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας.
16,7 Όταν
ήρθαν στα σύνορα της Μυσίας, ήθελαν να συνεχίσουν το δρόμο για τη Βιθυνία, το
Άγιο Πνεύμα όμως δεν τους άφησε.
16,8 Έτσι
παρέκαμψαν τη Μυσία και κατέβηκαν στην Τρωάδα.
16,9 Εκεί
ο Παύλος είδε τη νύχτα ένα όραμα: ένας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του και τον
παρακαλούσε μ’ αυτά τα λόγια: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας».
16,10 Όταν
είδε το όραμα, αμέσως ψάξαμε για πλοίο να πάμε στη Μακεδονία, γιατί ήμασταν
βέβαιοι ότι μας είχε προσκαλέσει ο Κύριος να τους φέρουμε το μήνυμα του
ευαγγελίου.
16,11 Από
την Τρωάδα αποπλεύσαμε και πήγαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη και την επομένη στη
Νεάπολη.
16,12 Από
’κει πήγαμε στους Φιλίππους, που είναι η σπουδαιότερη πόλη εκείνης της περιοχής
της Μακεδονίας, αποικία των Ρωμαίων. Σ’ αυτή την πόλη παραμείναμε μερικές
μέρες·
16,13 και,
όταν ήρθε το Σάββατο, βγήκαμε έξω από την πόλη, στο ποτάμι, όπου σκεφτήκαμε ότι
θα ήταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί καθίσαμε και μιλούσαμε στις γυναίκες
που είχαν συγκεντρωθεί.
16,14 Μια
γυναίκα από τα Θυάτειρα που ονομαζόταν Λυδία, έμπορος πορφυρών υφασμάτων,
προσήλυτη, άκουγε, και ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της ώστε να δίνει προσοχή σ’
αυτά που έλεγε ο Παύλος.
16,15 Αφού
βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, μας παρακαλούσε: «Αν με κρίνετε πιστή
στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου»· και μας το ζητούσε με πολλή
επιμονή.
16,16 Μια
μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη
που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στους
κυρίους της.
16,17 Αυτή
ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι
του ύψιστου Θεού, που μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!»
16,18 Αυτό
το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε· γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα:
«Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις απ’ αυτήν». Την ίδια στιγμή
βγήκε το πνεύμα.
16,19 Όταν
είδαν τ’ αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που
είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην
αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές.
16,20 Τους
οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι
άνθρωποι είναι Ιουδαίοι
16,21 και
προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’
εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε».
16,22 Τότε
ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν
διαταγή να τους ραβδίσουν.
16,23 Τους
έδωσαν πολλά χτυπήματα και μετά τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο
δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά.
16,24 Αυτός,
εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους
ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη.
16,25 Γύρω
στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό·
και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι.
16,26 Ξαφνικά
έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως
άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν.
16,27 Ο
δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το
σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν
δραπετεύσει.
16,28 Τότε
ο Παύλος του φώναξε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου! Είμαστε όλοι εδώ».
16,29 Ο
δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος
έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα.
16,30 Ύστερα
τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»
16,31 Αυτοί
του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς κι εσύ και το σπίτι
σου».
16,32 Και
κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου.
16,33 Ο
δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια εκείνη ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές
τους· ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του.
16,34 Κατόπιν
τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν πανευτυχής που κι
αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό.
16,35 Όταν
ξημέρωσε, οι άρχοντες έστειλαν τους κλητήρες στο δεσμοφύλακα και του είπαν:
«Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους».
16,36 Ο
δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο: «Οι άρχοντες», του είπε,
«έστειλαν εντολή ν’ απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, βγείτε και πηγαίνετε στο καλό».
16,37 Ο
Παύλος όμως είπε στους κλητήρες: «Μας έδειραν δημοσίως χωρίς να μας δικάσουν,
αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έκλεισαν στη φυλακή, και τώρα μας διώχνουν
στα κρυφά; Όχι βέβαια! Να ’ρθούν να μας βγάλουν αυτοί οι ίδιοι».
16,38 Οι
κλητήρες μετέφεραν στους άρχοντες τα λόγια αυτά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι είναι
Ρωμαίοι, φοβήθηκαν.
16,39 Ήρθαν
και τους ζήτησαν συγνώμη, τους έβγαλαν έξω και τους παρακαλούσαν να φύγουν από
την πόλη.
16,40 Αυτοί
βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς,
τους ενθάρρυναν και έφυγαν.
17,1 Πέρασαν
από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε
συναγωγή των Ιουδαίων.
17,2 Ο
Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του πήγε στη συναγωγή, και τρία Σάββατα συνέχεια
συζητούσε μαζί τους
17,3 ερμηνεύοντας
τη Γραφή και δείχνοντας πως σύμφωνα μ’ αυτήν ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και ν’
αναστηθεί από τους νεκρούς. «Αυτός ο Μεσσίας είναι ο Ιησούς, αυτός που εγώ σας
κηρύττω», τους έλεγε.
17,4 Μερικοί
απ’ αυτούς πείστηκαν και έγιναν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Από τους
Έλληνες που ήταν προσήλυτοι πίστεψε πλήθος πολύ· επίσης πίστεψαν όχι και λίγες
από τις γυναίκες που είχαν επιρροή στην κοινωνία.
17,5 Τότε
οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν, προσέλαβαν μερικούς πονηρούς ανθρώπους, από
κείνους που τριγυρίζουν στην αγορά, ξεσήκωσαν τον όχλο και δημιούργησαν ταραχές
στην πόλη. Στάθηκαν μπροστά στο σπίτι του Ιάσονα και ήθελαν να φέρουν τον Παύλο
και το Σίλα στη λαϊκή συνέλευση.
17,6 Επειδή
όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς άλλους χριστιανούς μπροστά
στους άρχοντες της πόλης και κραύγαζαν: «Αυτοί που αναστάτωσαν την οικουμένη
ήρθαν κι εδώ!
17,7 Τους
φιλοξενεί ο Ιάσων. Όλοι τους παραβαίνουν τους νόμους του αυτοκράτορα και ισχυρίζονται
ότι ο πραγματικός βασιλιάς είναι άλλος, ο Ιησούς».
17,8 Μ’
αυτά τα λόγια αναστάτωσαν το λαό και τους άρχοντες της πόλης που τ’ άκουγαν.
17,9 Οι
άρχοντες, αφού πήραν χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους
άφησαν ελεύθερους.
17,10 Μόλις
νύχτωσε, οι χριστιανοί φυγάδευσαν τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια. Αυτοί όταν
έφτασαν εκεί, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων.
17,11 Οι
Ιουδαίοι στη Βέροια ήταν πιο καλοπροαίρετοι απ’ αυτούς στη Θεσσαλονίκη.
Δέχτηκαν το κήρυγμα με πολλή προθυμία και κάθε μέρα εξέταζαν τη Γραφή, για να
ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος.
17,12 Πολλοί,
λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις Ελληνίδες της ανώτερης τάξης, και από
τους άντρες όχι λίγοι.
17,13 Όταν
οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν ότι και στη Βέροια κήρυξε ο Παύλος το λόγο
του Θεού, ήρθαν κι εκεί αναστατώνοντας τον κόσμο.
17,14 Οι
χριστιανοί τότε έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα. Ο Σίλας και ο
Τιμόθεος όμως έμειναν εκεί.
17,15 Οι
συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να
πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο
γρήγορα.
17,16 Ενώ
ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, αναστατωνόταν μέσα του που έβλεπε την πόλη
να είναι γεμάτη είδωλα.
17,17 Συζητούσε,
λοιπόν, γι’ αυτό στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους, και στην
αγορά κάθε μέρα μ’ όσους συναντούσε.
17,18 Μερικοί
από τους επικούρειους και τους στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν μαζί του, και
κάποιοι έλεγαν: «Τι να θέλει άραγε να μας πει ετούτος ο παραμυθάς;» Άλλοι
έλεγαν: «Φαίνεται πως κηρύττει τίποτα ξένους θεούς». Αυτό το ’λεγαν, γιατί ο
Παύλος κήρυττε σ’ αυτούς τον Ιησού και την ανάσταση.
17,19 Τον
πήραν, λοιπόν, και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο. «Μπορούμε να μάθουμε», του
έλεγαν, «ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία που κηρύττεις;
17,20 Φέρνεις
στ’ αυτιά μας παράξενα πράγματα. Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε σαν τι μπορεί να
είναι αυτά».
17,21 Γιατί,
όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν στην Αθήνα για τίποτε άλλο δεν είχαν
καιρό, παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το καινούριο.
17,22 Στάθηκε,
λοιπόν, ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου και είπε: «Αθηναίοι! Σας βλέπω
ευλαβέστατους από κάθε άποψη.
17,23 Πράγματι,
ενώ περιδιάβαζα την πόλη σας και έβλεπα τους ιερούς σας τόπους, βρήκα ανάμεσα
σ’ αυτούς κι ένα βωμό, με την επιγραφή: “στον Άγνωστο Θεό”. Αυτόν, λοιπόν, που
εσείς λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ τώρα σας τον κάνω γνωστό.
17,24 Είναι
ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο κι όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν. Ως Κύριος του
ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς,
17,25 ούτε
υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα σαν να ’χε ανάγκη από κάτι, αφού αυτός είναι
που δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα.
17,26 Δημιούργησε
από έναν άνθρωπο όλα τα έθνη των ανθρώπων και τους εγκατέστησε πάνω σ’ όλη τη
γη, και όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποια σύνορα θα κατοικούν.
17,27 Θέλησε
να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν
και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας.
17,28 Γιατί
μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως λένε και μερικοί απ’
τους δικούς σας ποιητές: “Δική του είμαστε γενιά”.
17,29 Αφού,
λοιπόν, είμαστε γενιά του Θεού, δε θα πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι
κάτι όμοιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, δηλαδή με γλυπτό έργο της τέχνης ή της
φαντασίας του ανθρώπου.
17,30 Ο
Θεός παρέβλεψε τα χρόνια της άγνοιας· τώρα όμως απαιτεί απ’ όλους τους
ανθρώπους σε κάθε τόπο να μετανοήσουν,
17,31 γιατί
έχει καθορίσει μια μέρα που θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, μέσω ενός ανδρός
που τον έχει ορίσει γι’ αυτό το σκοπό. Κι έδωσε βέβαιη απόδειξη σε όλους, ότι
αυτός θα είναι ο κριτής, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς».
17,32 Όταν
εκείνοι άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι κορόιδευαν κι άλλοι έλεγαν: «Θα μας
τα ξαναπείς μιαν άλλη φορά».
17,33 Τότε
ο Παύλος έφυγε απ’ ανάμεσά τους.
17,34 Μερικοί
όμως άντρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος
ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς.
18,1 Έπειτα
απ’ αυτά ο Παύλος αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο.
18,2 Εκεί
βρήκε έναν Ιουδαίο από τον Πόντο, που τον έλεγαν Ακύλα. Αυτός είχε έρθει
πρόσφατα από την Ιταλία μαζί με τη γυναίκα του την Πρίσκιλλα, γιατί ο Κλαύδιος
είχε διατάξει να φύγουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη. Ο Παύλος ήρθε σ’ αυτούς,
18,3 κι
επειδή είχαν την ίδια τέχνη, έμεινε μαζί τους και εργαζόταν. Η τέχνη τους ήταν
να φτιάχνουν σκηνές.
18,4 Κάθε
Σάββατο ο Παύλος συζητούσε στη συναγωγή και προσπαθούσε να πείσει Ιουδαίους και
Έλληνες.
18,5 Όταν
κατέβηκαν από τη Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος συγκέντρωσε την
προσοχή του στην προσπάθεια να αποδείξει στους Ιουδαίους ότι ο Μεσσίας ήταν ο
Ιησούς.
18,6 Επειδή
όμως αυτοί αντέλεγαν και τον έβριζαν, αυτός τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του
και τους είπε: «Δική σας η ευθύνη για το χαμό σας. Εγώ είμαι αθώος. Από τη
στιγμή αυτή πηγαίνω στους εθνικούς».
18,7 Έφυγε
τότε από ’κει και πήγε στο σπίτι κάποιου που λεγόταν Ιούστος. Αυτός ήταν
προσήλυτος και το σπίτι του συνόρευε με τη συναγωγή.
18,8 Ο
αρχισυνάγωγος Κρίσπος πίστεψε στον Κύριο μαζί μ’ όλο το σπίτι του, και πολλοί
από τους Κορινθίους που άκουγαν το κήρυγμα πίστευαν και βαφτίζονταν.
18,9 Μια
νύχτα είπε ο Κύριος στον Παύλο μ’ ένα όραμα: «Μη φοβάσαι αλλά κήρυττε το ευαγγέλιο
και μη σωπαίνεις,
18,10 γιατί
εγώ είμαι μαζί σου· κανείς δεν θα σου επιτεθεί να σε κακοποιήσει, γιατί έχω
πολύ λαό σ’ αυτή την πόλη».
18,11 Έτσι
ο Παύλος κάθισε εκεί ένα χρόνο κι έξι μήνες, και τους δίδασκε το λόγο του Θεού.
18,12 Την
εποχή που ανθύπατος της Αχαΐας ήταν ο Γαλλίων, εξεγέρθηκαν όλοι μαζί οι
Ιουδαίοι εναντίον του Παύλου και τον έφεραν στο δικαστήριο,
18,13 με
την κατηγορία ότι αυτός προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους να λατρεύουν το Θεό
με τρόπο που είναι αντίθετος στο νόμο.
18,14 Εκεί
που πήγαινε ο Παύλος ν’ ανοίξει το στόμα του, ο Γαλλίων είπε στους Ιουδαίους:
«Αν ήταν για κανένα αδίκημα ή για ένα κακούργημα με δόλο, θα ήταν λογικό να σας
ακούσω, Ιουδαίοι.
18,15 Εφόσον
όμως πρόκειται για θέματα διδασκαλίας και ονομάτων και νόμου δικού σας,
τακτοποιήστε τα μόνοι σας. Δικαστής εγώ αυτών των ζητημάτων δεν θέλω να είμαι».
18,16 Και
τους έδιωξε από το δικαστήριο.
18,17 Τότε
όλοι οι Έλληνες έπιασαν το Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και τον χτυπούσαν μπροστά
στο δικαστήριο. Ο Γαλλίων όμως δε νοιαζόταν καθόλου γι’ αυτά.
18,18 Ο
Παύλος, αφού έμεινε αρκετές μέρες στην Κόρινθο, αποχαιρέτησε τους αδερφούς και
ξεκίνησε να πάει με πλοίο στη Συρία. Μαζί του αναχώρησαν η Πρίσκιλλα και ο
Ακύλας. Προηγουμένως στις Κεγχρεές κούρεψε το κεφάλι του, γιατί είχε κάνει
τάξιμο.
18,19 Όταν
έφτασε στην Έφεσο, άφησε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα εκεί, κι αυτός πήγε στη
συναγωγή και μιλούσε με τους Ιουδαίους.
18,20 Αυτοί
τον παρακάλεσαν να μείνει κοντά τους περισσότερο χρόνο, εκείνος όμως δε θέλησε·
18,21 τους
αποχαιρέτησε και τους είπε: «Πρέπει οπωσδήποτε τη γιορτή που έρχεται να την
κάνω στα Ιεροσόλυμα. Αν θέλει ο Θεός, θα ξαναγυρίσω πάλι σ’ εσάς». Και έφυγε με
πλοίο από την Έφεσο.
18,22 Αποβιβάστηκε
στην Καισάρεια κι από ’κει ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ για να χαιρετήσει την
κοινότητα των πιστών. Ύστερα κατέβηκε στην Αντιόχεια.
18,23 Εκεί
έμεινε λίγον καιρό κι ύστερα έφυγε. Περιόδευσε την περιοχή της Γαλατίας και της
Φρυγίας, στηρίζοντας στην πίστη όλους τους χριστιανούς.
18,24 Στο
μεταξύ έφτασε στην Έφεσο ένας Ιουδαίος, που λεγόταν Απολλώς. Αυτός καταγόταν
από την Αλεξάνδρεια· ήταν προικισμένος ρήτορας και ήξερε καλά τη Γραφή.
18,25 Είχε
κατηχηθεί στην οδό του Κυρίου και με μεγάλο ζήλο κήρυττε, και δίδασκε με
ακρίβεια για τον Ιησού, αν και γνώριζε μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη.
18,26 Άρχισε,
λοιπόν, να μιλάει με παρρησία στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν η Πρίσκιλλα και ο
Ακύλας, τον πήραν κοντά τους και του εξέθεσαν την οδό του Θεού με πιο μεγάλη
ακρίβεια.
18,27 Όταν
κατόπιν αυτός ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, οι αδερφοί έγραψαν στους πιστούς και
τους συνιστούσαν να τον δεχτούν με εμπιστοσύνη. Πραγματικά, όταν πήγε εκεί ο
Απολλώς, βοήθησε πολύ με τη χάρη του Θεού εκείνους που είχαν πιστέψει.
18,28 Γιατί
αποστόμωνε με δύναμη σε δημόσιες συζητήσεις τους Ιουδαίους και έφερνε
αποδείξεις μέσα από τις Γραφές ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.
19,1 Ενώ
ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, ο Παύλος περιόδευσε τα ψηλά οροπέδια της Μικράς
Ασίας κι ύστερα ήρθε στην Έφεσο. Εκεί βρήκε μερικούς χριστιανούς
19,2 και
τους ρώτησε: «Όταν πιστέψατε, λάβατε το Άγιο Πνεύμα;» Αυτοί απάντησαν: «Μα
εμείς ούτε καν έχουμε ακούσει ότι υπάρχει Άγιο Πνεύμα».
19,3 Ο
Παύλος τους ρώτησε: «Τι είδους βάπτισμα λοιπόν λάβατε;» Κι αυτοί απάντησαν: «Το
βάπτισμα του Ιωάννη».
19,4 Ο
Παύλος τότε τους εξήγησε: «Ο Ιωάννης βάφτισε εκείνους που ήθελαν να αρχίσουν
μια καινούρια ζωή. Έλεγε όμως στο λαό να πιστέψουν σ’ εκείνον που ερχόταν
ύστερα απ’ αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό».
19,5 Όταν
το άκουσαν αυτό, βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
19,6 Ο
Παύλος ακούμπησε τα χέρια του πάνω τους, και ήρθε το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτούς·
άρχισαν τότε να μιλούν γλώσσες και να προφητεύουν.
19,7 Αυτοί
ήταν συνολικά κάπου δώδεκα άντρες.
19,8 Τους
επόμενους τρεις μήνες ο Παύλος πήγαινε στη συναγωγή, όπου με παρρησία κήρυττε
και συζητούσε, φέρνοντας πειστικές αποδείξεις σχετικά με τη βασιλεία του Θεού.
19,9 Όταν
όμως μερικοί σκλήρυναν τη στάση τους και δεν ήθελαν να πιστέψουν, αλλά
διέβαλλαν τη διδασκαλία μπροστά στον κόσμο, ο Παύλος τους εγκατέλειψε και
απομάκρυνε τους χριστιανούς από τη συναγωγή. Από ’κει κι έπειτα μιλούσε κάθε
μέρα στη σχολή κάποιου που λεγόταν Τύραννος.
19,10 Αυτό
γινόταν δύο χρόνια συνέχεια. Έτσι, μπόρεσαν ν’ ακούσουν το λόγο του Κυρίου Ιησού
όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας, Ιουδαίοι και Έλληνες.
19,11 Ο
Θεός έκαμνε με τα χέρια του Παύλου θαύματα όχι συνηθισμένα.
19,12 Οι
άνθρωποι έπαιρναν ακόμη και τα μαντίλια της κεφαλής ή του λαιμού, που τα είχε
χρησιμοποιήσει ο Παύλος και τα έβαζαν πάνω στους ασθενείς. Αυτοί τότε
γιατρεύονταν από τις αρρώστιες τους, και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν απ’ αυτούς.
19,13 Μερικοί
από τους περιοδεύοντες Ιουδαίους εξορκιστές επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το
όνομα του Κυρίου Ιησού σ’ αυτούς που είχαν πνεύματα πονηρά, και έλεγαν: «Σας
εξορκίζουμε στο όνομα του Ιησού, που κηρύττει ο Παύλος».
19,14 Αυτό
το έκαναν και οι εφτά γιοι κάποιου Σκευά, Ιουδαίου αρχιερέα.
19,15 Το
πονηρό πνεύμα όμως τους είπε: «Τον Ιησού τον γνωρίζω και τον Παύλο τον ξέρω· εσείς
όμως ποιοι είστε;»
19,16 Και
ορμώντας πάνω τους ο άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα, τούς έριξε
κάτω και τους κακοποίησε τόσο, ώστε να φύγουν από το σπίτι εκείνο γυμνοί και
τραυματισμένοι.
19,17 Αυτό
έγινε γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Εφέσου, Ιουδαίους και Έλληνες, και
όλοι κυριεύτηκαν από φόβο· έτσι δοξαζόταν το όνομα του Κυρίου Ιησού.
19,18 Πολλοί
από τους χριστιανούς έρχονταν και ομολογούσαν δημοσίως την ανάμειξή τους σε
μαγείες.
19,19 Αρκετοί
από κείνους που είχαν ασχοληθεί με μαγείες έφερναν μαζί τους τα μαγικά βιβλία
και τα έκαιγαν μπροστά σε όλους. Υπολόγισαν την αξία τους και βρήκαν ότι
στοίχιζαν πενήντα χιλιάδες ασημένια νομίσματα.
19,20 Έτσι,
το μήνυμα του Κυρίου απλωνόταν και δυνάμωνε.
19,21 Έπειτα
απ’ αυτά, ο Παύλος αποφάσισε να περάσει από τη Μακεδονία και την Αχαΐα και να
πάει στα Ιεροσόλυμα. «Ύστερα από ’κει», είπε, «πρέπει να δω και τη Ρώμη».
19,22 Έτσι,
έστειλε στη Μακεδονία δύο από τους βοηθούς του, τον Τιμόθεο και τον Έραστο, ενώ
αυτός καθυστέρησε λίγο στην επαρχία της Ασίας.
19,23 Εκείνο
τον καιρό έγιναν πολλές ταραχές εξαιτίας της χριστιανικής διδασκαλίας.
19,24 Στην
Έφεσο υπήρχε κάποιος που λεγότανε Δημήτριος. Ήταν αργυροχόος και κατασκεύαζε
ασημένια ομοιώματα του ναού της Άρτεμης κι έτσι έδινε πολλή δουλειά στους
τεχνίτες.
19,25 Τους
μάζεψε λοιπόν και αυτούς και τους εργάτες που απασχολούσε, και τους είπε:
«Άντρες, ξέρετε καλά ότι η ευημερία μας εξαρτάται από αυτήν την εργασία.
19,26 Τώρα
βλέπετε και ακούτε ότι όχι μόνο στην Έφεσο αλλά σχεδόν σε όλη την επαρχία της
Ασίας αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέστρεψε πολύ πλήθος, λέγοντας ότι δεν είναι
θεοί αυτοί που κατασκευάζονται με τα χέρια.
19,27 Έτσι,
δεν κινδυνεύει μόνο το επάγγελμά μας να δυσφημιστεί, αλλά και ο ναός της
μεγάλης θεάς Άρτεμης να χάσει τη σημασία του. Κινδυνεύει μάλιστα να χάσει το
μεγαλείο της και η θεά, αυτή που τη σέβεται όλη η Ασία και η οικουμένη».
19,28 Όταν
τ’ άκουσαν αυτά, πλημμύρισαν από οργή κι άρχισαν να φωνάζουν: «Μεγάλη η Άρτεμη
των Εφεσίων!»
19,29 Η
ταραχή απλώθηκε σ’ όλη την πόλη. Το πλήθος άρπαξε το Γάιο και τον Αρίσταρχο,
που ήταν Μακεδόνες κι είχαν ακολουθήσει τον Παύλο, και όρμησαν όλοι μαζί στο
θέατρο.
19,30 Ο
Παύλος ήθελε να παρουσιαστεί στο πλήθος, δεν τον άφηναν όμως οι χριστιανοί.
19,31 Επίσης
μερικοί από τους ανώτατους άρχοντες της επαρχίας της Ασίας, που έτρεφαν φιλικά
αισθήματα γι’ αυτόν, έστειλαν αγγελιοφόρους και τους συνιστούσαν να μην
παρουσιαστεί στο θέατρο.
19,32 Άλλοι,
λοιπόν, φώναζαν το ένα και άλλοι το άλλο. Στη συγκέντρωση κυριαρχούσε μεγάλη
σύγχυση, και οι περισσότεροι δεν ήξεραν για ποιο λόγο είχαν συναχθεί.
19,33 Μερικοί
από τον όχλο έσπρωξαν μπροστά κάποιον Αλέξανδρο και οι Ιουδαίοι τον παρότρυναν
να μιλήσει. Τότε ο Αλέξανδρος έκανε σημείο με το χέρι να σωπάσουν και ήθελε να
υπερασπιστεί τους Ιουδαίους μπροστά στο πλήθος.
19,34 Αλλά
όταν αυτοί κατάλαβαν ότι ήταν Ιουδαίος, βγήκε μια φωνή από όλους, που φώναζαν
δυο ώρες συνέχεια. «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων!»
19,35 Όταν
τελικά κατόρθωσε ο γραμματέας της πόλης να ηρεμήσει τον όχλο, τούς είπε:
«Άντρες της Εφέσου! Υπάρχει άραγε άνθρωπος που να μην ξέρει ότι η πόλη της
Εφέσου κατέχει το ναό της μεγάλης θεάς Άρτεμης και το άγαλμά της, που το έριξε
ο Δίας από τον ουρανό;
19,36 Αφού,
λοιπόν, αυτά είναι αναντίρρητα, πρέπει να είστε ήρεμοι και να μην κάνετε
απερισκεψίες.
19,37 Σας
τα λέω αυτά, γιατί εσείς φέρατε εδώ τους ανθρώπους αυτούς, που ούτε το ναό
έκλεψαν ούτε τη θεά σας πρόσβαλαν.
19,38 Αν,
λοιπόν, ο Δημήτριος και οι τεχνίτες του έχουν καμιά κατηγορία για κάποιον,
συνεδριάζουν δικαστήρια και υπάρχουν αρχές. Εκεί μπορούν να κάνουν τις
καταγγελίες τους όσοι έχουν λόγους εναντίον κάποιου.
19,39 Αν
όμως έχετε άλλα ζητήματα, αυτά θα λυθούν στην τακτική συνέλευση του δήμου
σύμφωνα με το νόμο.
19,40 Διαφορετικά,
κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για στάση μ’ αυτά που έγιναν σήμερα, αφού δεν
υπάρχει αιτία την οποία θα μπορέσουμε να προβάλουμε ως δικαιολογία γι’ αυτήν
την αναταραχή».
19,41 Αφού
είπε αυτά τα λόγια, διέλυσε τη συγκέντρωση.
20,1 Όταν
τελείωσαν οι ταραχές, ο Παύλος προσκάλεσε τους χριστιανούς, τους αποχαιρέτησε
και αναχώρησε, για να πάει στη Μακεδονία.
20,2 Αφού
περιόδευσε τα μέρη εκείνα και τους ενίσχυσε με πολλούς λόγους, ήρθε στη νότια
Ελλάδα.
20,3 Εκεί
έκανε τρεις μήνες. Κατόπιν σκόπευε να πάει με πλοίο στη Συρία. Επειδή όμως οι
Ιουδαίοι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, αποφάσισε να επιστρέψει περνώντας από τη
Μακεδονία.
20,4 Στο
ταξίδι του τον συνόδευαν μέχρι την Ασία ο Σώπατρος, που καταγόταν από τη
Βέροια, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από τους Θεσσαλονικείς, ο Γάιος, που
καταγόταν από τη Δέρβη, και ο Τιμόθεος, ο Τυχικός και ο Τρόφιμος, που
κατάγονταν από την επαρχία της Ασίας.
20,5 Αυτοί
προπορεύτηκαν και μας περίμεναν στην Τρωάδα.
20,6 Εμείς
οι άλλοι αποπλεύσαμε μετά το Πάσχα από τους Φιλίππους και μετά από πέντε μέρες
τούς συναντήσαμε στην Τρωάδα. Εκεί μείναμε εφτά μέρες.
20,7 Την
Κυριακή είχαν συγκεντρωθεί οι μαθητές για τη θεία Ευχαριστία. Ο Παύλος μιλούσε
στους συγκεντρωμένους, γιατί θα έφευγε την άλλη μέρα, και παρέτεινε το λόγο ως
τα μεσάνυχτα.
20,8 Ήμασταν
μαζεμένοι στο τελευταίο πάτωμα του σπιτιού, κι εκεί υπήρχαν πολλές λαμπάδες.
20,9 Ένας
νεαρός, που τον έλεγαν Εύτυχο, καθόταν πάνω στο παράθυρο. Ενώ ο Παύλος συνέχιζε
να μιλάει, ο Εύτυχος έπεσε σε ύπνο βαθύ. Παραλυμένος από τον ύπνο, έπεσε από το
τρίτο πάτωμα κάτω και τον σήκωσαν νεκρό.
20,10 Ο
Παύλος όμως κατέβηκε κάτω, έπεσε πάνω του, τον πήρε στην αγκαλιά του και είπε:
«Μην ανησυχείτε, γιατί είναι ζωντανός».
20,11 Ύστερα
ανέβηκε πάνω, τέλεσε τη θεία Ευχαριστία και έφαγε. Κατόπιν συνέχισε να μιλάει
για πολύ ακόμη, ως το πρωί κι ύστερα αναχώρησε.
20,12 Το
νεαρό τον έφεραν ζωντανό και παρηγορήθηκαν πολύ.
20,13 Εμείς
οι άλλοι επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και αποπλεύσαμε για την Άσσο, απ’ όπου θα
παίρναμε τον Παύλο. Τα είχε κανονίσει ο ίδιος έτσι, γιατί αυτός θα ’ρχόταν με
τα πόδια από τη στεριά.
20,14 Όταν
μας συνάντησε στην Άσσο, τον πήραμε και πήγαμε στη Μυτιλήνη.
20,15 Από
’κει την άλλη μέρα αποπλεύσαμε και φτάσαμε απέναντι από τη Χίο. Την επομένη
σταματήσαμε στη Σάμο, μείναμε στο Τρωγύλλιο, και τη μεθεπομένη φτάσαμε στη
Μίλητο.
20,16 Κι
αυτό, γιατί ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει την Έφεσο, για να μη χρονοτριβήσει
στην επαρχία της Ασίας· βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, αν του ήταν δυνατό,
την ημέρα της Πεντηκοστής.
20,17 Από
τη Μίλητο ο Παύλος έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της
εκκλησίας.
20,18 Όταν
ήρθαν και τον συνάντησαν τους είπε: «Εσείς οι ίδιοι ξέρετε πώς συμπεριφέρθηκα
απέναντί σας όλον τον καιρό, από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην
επαρχία της Ασίας.
20,19 Εργάστηκα
για τον Κύριο με πολλή ταπείνωση, με πολλά δάκρυα και με δοκιμασίες που με
βρήκαν εξαιτίας των επιβουλών των Ιουδαίων.
20,20 Ξέρετε
πως κανένα απ’ αυτά που έπρεπε να μάθετε δε σας το ’κρυψα από φόβο αλλά σας το
είπα, και σας δίδαξα δημόσια και σε συνάξεις στα σπίτια.
20,21 Κήρυττα
και στους Ιουδαίους και στους Έλληνες και τους πρότρεπα να επιστρέψουν στο Θεό
και να πιστέψουν στον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό.
20,22 Τώρα,
αιχμαλωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τι
θα συναντήσω εκεί.
20,23 Το
μόνο που ξέρω είναι ότι, σ’ όποια πόλη πηγαίνω, το Άγιο Πνεύμα μού γνωστοποιεί
ότι με περιμένουν δεσμά και διωγμοί.
20,24 Εγώ
όμως τίποτε απ’ αυτά δε λογαριάζω, ούτε θεωρώ τη ζωή μου πολύτιμη. Το μόνο που
θέλω είναι να ολοκληρώσω την αποστολή μου με χαρά, και το έργο που μου ανέθεσε
ο Κύριος Ιησούς, δηλαδή να κηρύξω το χαρμόσυνο μήνυμα της δωρεάς του Θεού.
20,25 »Και
τώρα, εγώ ξέρω ότι δε θα με ξαναδείτε πια όλοι εσείς, που σας κήρυξα τον ερχομό
της βασιλείας του Θεού.
20,26 Γι’
αυτό σας δηλώνω επίσημα σήμερα ότι δεν έχω καμιά ευθύνη αν κάποιος από σας
χαθεί.
20,27 Γιατί
δεν παρέλειψα να σας κηρύξω όλο το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας.
20,28 Προσέχετε,
λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε
επισκόπους για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε
δική του με το αίμα του.
20,29 Εγώ
το ξέρω ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν σ’ εσάς λύκοι άγριοι, που δε θα
λυπηθούν το ποίμνιο.
20,30 Ακόμα
και από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν
τους πιστούς με το μέρος τους.
20,31 Γι’
αυτό να αγρυπνείτε, και να θυμάστε ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και
μέρα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας.
20,32 »Τώρα,
αδερφοί, σάς εμπιστεύομαι στο Θεό και στο κήρυγμα που σας αποκάλυψε η χάρη του.
Αυτός μπορεί να σας κάνει ώριμους στην πίστη και να σας δώσει την επουράνια ζωή
μαζί με όλους όσοι είναι δικοί του.
20,33 Ασήμι
ή χρυσάφι ή ιματισμό από κανένα δε ζήτησα.
20,34 Εσείς
οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν
αυτά εδώ τα χέρια.
20,35 Με
κάθε τρόπο σάς έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά, για να
μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη. Να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου μας
Ιησού, που είπε: “καλύτερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις”».
20,36 Αφού
είπε αυτά τα λόγια, γονάτισε αυτός κι όλοι εκείνοι και προσευχήθηκε.
20,37 Όλοι
τότε ξέσπασαν σ’ ένα μεγάλο κλάμα, έπεφταν στην αγκαλιά του και τον
καταφιλούσαν.
20,38 Αυτό
κυρίως που τους προξενούσε οδύνη ήταν ο λόγος που τους είχε πει ότι δε θα τον
ξαναδούν. Κατόπιν τον ξεπροβόδισαν ως το πλοίο.
21,1 Με
δυσκολία κατορθώσαμε ν’ αποσπαστούμε απ’ αυτούς, και το πλοίο ξεκίνησε. Πήγαμε
κατευθείαν στην Κω, την άλλη μέρα στη Ρόδο κι από ’κει στα Πάταρα.
21,2 Εκεί
βρήκαμε πλοίο που πήγαινε απέναντι στη Φοινίκη. Επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε.
21,3 Προχωρήσαμε
μέχρι που φάνηκε η Κύπρος, την αφήσαμε αριστερά μας και τραβήξαμε για τη Συρία.
Αράξαμε στην Τύρο, γιατί εκεί έπρεπε το πλοίο να ξεφορτώσει το εμπόρευμα.
21,4 Εκεί
ψάξαμε και βρήκαμε τους χριστιανούς και μείναμε μαζί τους εφτά μέρες. Κι αυτοί
με έμπνευση του Αγίου Πνεύματος έλεγαν στον Παύλο να μην ανεβεί στα Ιεροσόλυμα.
21,5 Όταν
πέρασαν οι μέρες, ξεκινήσαμε για το πλοίο, κι αυτοί μας ξεπροβόδιζαν όλοι με
τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ως έξω από την πόλη. Όταν φτάσαμε στο
γιαλό, γονατίσαμε, προσευχηθήκαμε.
21,6 Μετά
αποχαιρετιστήκαμε και επιβιβαστήκαμε στο πλοίο· εκείνοι γύρισαν στα σπίτια
τους.
21,7 Το
θαλάσσιο ταξίδι μας τελείωσε όταν από την Τύρο καταλήξαμε στην Πτολεμαΐδα. Εκεί
χαιρετήσαμε τους αδερφούς και μείναμε κοντά τους μία μέρα.
21,8 Την
επομένη συνεχίσαμε από τη στεριά και φτάσαμε στην Καισάρεια. Εκεί πήγαμε στο
σπίτι του ευαγγελιστή Φίλιππου, που ήταν ένας απ’ τους εφτά διακόνους, και
μείναμε μαζί του.
21,9 Αυτός
είχε τέσσερις θυγατέρες ανύπαντρες, που είχαν το χάρισμα της προφητείας.
21,10 Αφού
μείναμε εκεί αρκετές ημέρες, κατέβηκε από την Ιουδαία ένας προφήτης που λεγόταν
Άγαβος.
21,11 Αυτός
ήρθε να μας συναντήσει· πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε τα πόδια και τα χέρια
του και είπε: «Αυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: “τον άντρα στον οποίο ανήκει η ζώνη
αυτή, έτσι θα τον δέσουν στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν στα
χέρια των εθνικών”».
21,12 Όταν
τ’ ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε κι εμείς και οι ντόπιοι να μην ανεβεί στην
Ιερουσαλήμ.
21,13 Τότε
ο Παύλος αποκρίθηκε: «Γιατί κλαίτε και μου σκίζετε την καρδιά; Εγώ όχι μόνο να
δεθώ είμαι έτοιμος, αλλά και να πεθάνω στην Ιερουσαλήμ για το όνομα του Κυρίου,
του Ιησού».
21,14 Όταν
είδαμε ότι δεν πείθεται, σταματήσαμε και είπαμε: «Του Κυρίου το θέλημα ας
γίνει».
21,15 Ύστερα
από τις ημέρες αυτές ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε για τα
Ιεροσόλυμα.
21,16 Ήρθαν
μαζί μας και μερικοί χριστιανοί από την Καισάρεια και μας οδήγησαν σε κάποιον
Μνάσωνα Κύπριο, παλιό χριστιανό, που θα μας φιλοξενούσε.
21,17 Όταν
φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα, μας υποδέχτηκαν με χαρά οι αδερφοί.
21,18 Την
άλλη μέρα πήγε ο Παύλος μαζί μ’ εμάς στον Ιάκωβο. Είχαν έρθει και όλοι οι
πρεσβύτεροι.
21,19 Ο
Παύλος τους χαιρέτησε και τους διηγήθηκε λεπτομερώς όλα όσα είχε κάνει ο Θεός
ανάμεσα στους εθνικούς με τη δική του διακονία.
21,20 Όταν
αυτοί τα άκουσαν, δόξασαν τον Κύριο και είπαν στον Παύλο: «Βλέπεις, αδερφέ,
πόσες μυριάδες Ιουδαίοι υπάρχουν που έγιναν χριστιανοί, κι όλοι αυτοί
ακολουθούν με ζήλο το νόμο του Μωυσή.
21,21 Σ’
αυτούς σε κατηγόρησαν ότι διδάσκεις τους Ιουδαίους που ζουν ανάμεσα στους
εθνικούς την αποστασία από το Μωυσή, και ότι τους λες να μην περιτέμνουν τα
παιδιά τους ούτε να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες του Μωσαϊκού νόμου.
21,22 Τι
να κάνουμε λοιπόν; Το δίχως άλλο θα μαζευτούν τα πλήθη, γιατί θα μάθουν ότι
ήρθες.
21,23 Κάνε
λοιπόν αυτό που σου λέμε: έχουμε τέσσερις άντρες που έχουν κάνει τάξιμο.
21,24 Πάρε
τους και λάβε κι εσύ μέρος μαζί μ’ αυτούς στις τελετές του αγνισμού. Πλήρωσε
και τις δαπάνες για τις θυσίες, για να τελειώσει το τάξιμο και να ξυρίσουν το
κεφάλι τους. Έτσι θα μάθουν όλοι ότι οι κατηγορίες που έχουν διαδώσει εναντίον
σου δε στέκουν, αλλά ότι κι εσύ ζεις σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο και τον τηρείς.
21,25 Όσο
για τους εθνικούς που έγιναν χριστιανοί, εμείς τους στείλαμε επιστολή, ύστερα
από την απόφαση που πήραμε, να μην τηρούν τίποτε απ’ αυτά, παρά μόνο να
φυλάγονται από τα ειδωλόθυτα, από το αίμα, από το κρέας του πνιγμένου ζώου και
από την πορνεία».
21,26 Έτσι
ο Παύλος πήρε τους άντρες μαζί του. Την επόμενη μέρα έκανε τις τελετές του
αγνισμού μαζί τους και μπήκε στο ναό, για να δηλώσει πότε θα συμπληρώνονταν οι
μέρες του αγνισμού, οπότε θα προσφερόταν θυσία για τον καθένα απ’ αυτούς.
21,27 Όταν
κόντευαν να συμπληρωθούν οι εφτά μέρες, οι Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας,
βλέποντας τον Παύλο στο ναό, ξεσήκωσαν όλον το λαό και τον πιάσανε
21,28 φωνάζοντας:
«Ισραηλίτες, βοηθάτε! Αυτός είναι ο άνθρωπος που παντού διδάσκει τους πάντες
εναντίον του λαού και του Μωσαϊκού νόμου και του ναού αυτού. Επιπλέον έχει
εισαγάγει ακόμα και Έλληνες στο ναό και μόλυνε αυτόν τον άγιο τόπο».
21,29 Τα
έλεγαν αυτά, γιατί είχαν δει στην πόλη μαζί του τον Τρόφιμο από την Έφεσο και
νόμιζαν ότι τον πήρε μαζί του στο ναό.
21,30 Η
αναταραχή επεκτάθηκε σ’ όλη την πόλη. Συνέρρευσε ο λαός, πιάσανε τον Παύλο, τον
έσυραν έξω από τον ιερό τόπο, κι αμέσως έκλεισαν οι πόρτες του ναού.
21,31 Ο
όχλος ήθελε να τον σκοτώσει. Ειδοποιήθηκε όμως ο διοικητής του ρωμαϊκού
στρατοπέδου ότι ξέσπασαν ταραχές σ’ όλη την Ιερουσαλήμ.
21,32 Αυτός
αμέσως παίρνει στρατιώτες και αξιωματικούς και τρέχει καταπάνω τους. Εκείνοι,
μόλις είδαν το διοικητή και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο.
21,33 Ο
διοικητής πλησίασε και τον συνέλαβε και διέταξε να τον δέσουν με δύο αλυσίδες.
Κατόπιν ρώτησε ποιος είναι και τι είχε κάνει.
21,34 Μέσ’
απ’ τον όχλο φώναζαν άλλος το ένα κι άλλος το άλλο. Αυτός, επειδή με το θόρυβο
δεν μπορούσε να σχηματίσει μια σωστή εικόνα για το τι είχε συμβεί, διέταξε να
φέρουν τον Παύλο στο στρατόπεδο.
21,35 Στα
σκαλοπάτια του στρατώνα ήταν τόσο το στρίμωγμα του όχλου, ώστε οι στρατιώτες
αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια.
21,36 Γιατί
το πλήθος του λαού ακολουθούσε και κραύγαζε: «Θάνατος, θάνατος!»
21,37 Καθώς
πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο, λέει ο Παύλος στο διοικητή: «Μπορώ
να σου πω κάτι;» Κι αυτός του είπε: «Ξέρεις ελληνικά;
21,38 Δεν
είσαι εσύ, λοιπόν, ο Αιγύπτιος που πριν λίγον καιρό ξεσήκωσε και έβγαλε στην
έρημο τέσσερις χιλιάδες οπλισμένους ζηλωτές επαναστάτες;»
21,39 Ο
Παύλος απάντησε: «Εγώ είμαι Ιουδαίος από την Κιλικία, πολίτης της ξακουστής
πόλης Ταρσού. Σε παρακαλώ, άφησέ με να μιλήσω στο λαό».
21,40 Εκείνος
του επέτρεψε, κι ο Παύλος στάθηκε στα σκαλιά κι έκανε νόημα με το χέρι στο λαό
να σταματήσει ο θόρυβος. Όταν έγινε αρκετή ησυχία, τους μίλησε εβραϊκά και τους
είπε:
22,1 «Άντρες,
αδερφοί και πατέρες! Ακούστε με τι έχω να απολογηθώ ενώπιόν σας αυτή τη
στιγμή».
22,2 Όταν
άκουσαν ότι τους μιλούσε στην εβραϊκή γλώσσα, έκαναν ακόμα πιο πολλή ησυχία. Κι
ο Παύλος συνέχισε:
22,3 «Εγώ
είμαι Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας, μεγαλωμένος όμως εδώ στα
Ιεροσόλυμα. Είχα δάσκαλο το Γαμαλιήλ, που με δίδαξε με ακρίβεια το νόμο των
προγόνων μας. Αγωνίστηκα με ζήλο για το Θεό, όπως κάνετε όλοι εσείς σήμερα.
22,4 Την
πίστη των χριστιανών την καταδίωξα μέχρι θανάτου, συλλαμβάνοντας και κλείνοντας
στις φυλακές άντρες και γυναίκες,
22,5 όπως
μπορεί να μαρτυρήσει κι ο αρχιερέας και όλο το μέγα συνέδριο. Απ’ αυτούς πήρα
ακόμα και συστατικές επιστολές προς τους αδερφούς μας τους Ιουδαίους στη
Δαμασκό, και πήγαινα για να φέρω δεμένους στην Ιερουσαλήμ τους εκεί χριστιανούς
για να τιμωρηθούν.
22,6 »Καθώς
όμως πήγαινα και πλησίαζα στη Δαμασκό, ξαφνικά κατά το μεσημέρι άστραψε γύρω μου
ένα δυνατό φως από τον ουρανό.
22,7 Έπεσα
στη γη κι άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;”
22,8 Εγώ
απάντησα: “ποιος είσαι, Κύριε;” Η φωνή μού είπε: “εγώ είμαι ο Ιησούς ο
Ναζωραίος, που εσύ τον καταδιώκεις”.
22,9 Όσοι
ήταν μαζί μου είδαν το φως και φοβήθηκαν· δεν άκουσαν όμως τη φωνή εκείνου που
μιλούσε.
22,10 Τότε
εγώ είπα: “τι να κάνω, Κύριε;” Κι αυτός μου απάντησε: “σήκω και πήγαινε στη
Δαμασκό. Εκεί θα μάθεις όλα όσα σου έχει ορίσει ο Θεός να κάνεις”.
22,11 Καθώς
δεν έβλεπα από τη λαμπρότητα του φωτός εκείνου, μ’ έπιασαν από το χέρι αυτοί
που ήταν μαζί μου και με οδήγησαν στη Δαμασκό.
22,12 »Εκεί
ζούσε κάποιος Ανανίας, άνθρωπος που ακολουθούσε πιστά όσα λέει ο Μωσαϊκός
νόμος, και τον τιμούσαν όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν στη Δαμασκό.
22,13 Αυτός
ήρθε να με συναντήσει, στάθηκε μπροστά μου και μου είπε: “Σαούλ, αδερφέ μου,
απόκτησε πάλι το φως σου”. Κι εγώ την ίδια εκείνη στιγμή βρήκα το φως μου και
τον κοίταξα.
22,14 Ο
Ανανίας μου είπε: “ο Θεός των προγόνων μας σε διάλεξε να γνωρίσεις το θέλημά
του, να δεις εκείνον που το εκπλήρωσε και ν’ ακούσεις τη φωνή από το ίδιο του
το στόμα.
22,15 Γιατί
εσύ θα γίνεις μάρτυράς του, και θα μαρτυρήσεις σ’ όλους τους ανθρώπους αυτά που
είδες και άκουσες.
22,16 Και
τώρα, τι καθυστερείς; Σήκω και βαφτίσου και ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Κύριος,
για να καθαριστείς από τις αμαρτίες σου”.
22,17 »Όταν
γύρισα στην Ιερουσαλήμ, κι ενώ προσευχόμουν στο ναό, βρέθηκα σε έκσταση και
είδα τον Κύριο.
22,18 “Βιάσου”,
μου έλεγε, “και φύγε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, γιατί δε θα παραδεχτούν τη
μαρτυρία που θα δώσεις για μένα”.
22,19 Εγώ
τότε είπα: “Κύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα στις συναγωγές
αυτούς που πίστευαν σ’ εσένα.
22,20 Κι
όταν χυνόταν το αίμα του Στεφάνου, του μάρτυρά σου, εγώ ο ίδιος ήμουν εκεί,
επιδοκίμαζα το φόνο και φύλαγα τα ρούχα αυτών που τον σκότωναν”.
22,21 Εκείνος
τότε μου απάντησε: “πήγαινε, γιατί εγώ θα σε στείλω μακριά, στους εθνικούς”».
22,22 Ως
αυτό το σημείο τον άκουγαν. Τώρα όμως άρχισαν όλοι να φωνάζουν δυνατά: «Αυτό το
υποκείμενο εξαφάνισέ το από το πρόσωπο της γης! Δεν έπρεπε να ζει!»
22,23 Επειδή
κραύγαζαν και πετούσαν τα ρούχα τους ψηλά και έριχναν χώματα στον αέρα,
22,24 ο
διοικητής διέταξε να τον φέρουν στο στρατόπεδο να τον ανακρίνουν μαστιγώνοντάς
τον, για να μάθει την αιτία για την οποία φώναζαν έτσι οι Ιουδαίοι εναντίον
του.
22,25 Όταν
τον έδεναν με τους ιμάντες, ο Παύλος είπε στον αξιωματικό που στεκόταν εκεί:
«Σας επιτρέπεται λοιπόν να μαστιγώνετε έναν Ρωμαίο πολίτη, και μάλιστα χωρίς δίκη;»
22,26 Όταν
το άκουσε ο αξιωματικός, πήγε και το ανέφερε στο διοικητή: «Πρόσεξε τι πας να
κάνεις», του είπε. «Ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης!»
22,27 Τότε
ο διοικητής πήγε και ρώτησε τον Παύλο: «Πες μου, εσύ είσαι Ρωμαίος πολίτης;»
Αυτός απάντησε: «Ναι».
22,28 Ο
διοικητής τού είπε: «Εγώ έγινα Ρωμαίος πολίτης πληρώνοντας πολλά λεφτά». Κι ο
Παύλος τού απάντησε: «Εγώ όμως γεννήθηκα Ρωμαίος!»
22,29 Τότε
απομακρύνθηκαν αμέσως απ’ αυτόν εκείνοι που θα τον ανέκριναν. Αλλά και ο
διοικητής φοβήθηκε, όταν έμαθε ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης κι αυτός τον είχε
δέσει.
22,30 Την
άλλη μέρα, θέλοντας ο διοικητής να μάθει τι ακριβώς ήταν εκείνο για το οποίο
τον κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι, τον έλυσε από τα δεσμά και διέταξε να έρθουν οι
αρχιερείς και όλο το συνέδριό τους. Εκεί κατέβασε τον Παύλο και τον έστησε
μπροστά τους.
23,1 Ο
Παύλος ατένισε το συνέδριο και είπε: «Αδερφοί, εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου
ότι σ’ όλη μου τη ζωή μέχρι σήμερα υπηρέτησα το Θεό».
23,2 Ακούγοντας
αυτά ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε τους υπηρέτες που στέκονταν δίπλα του να τον
χτυπήσουν στο στόμα.
23,3 Τότε
ο Παύλος του είπε: «Εσένα θα σε χτυπήσει ο Θεός, που είσαι υποκριτής σαν τοίχος
ασβεστωμένος! Εσύ κάθεσαι εδώ για να με δικάσεις σύμφωνα με το νόμο και
παρανομώντας διατάζεις να με χτυπήσουν;»
23,4 Οι
υπηρέτες τού είπαν: «Τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;» Ο Παύλος απάντησε:
23,5 «Δεν
ήξερα, αδερφοί, ότι είναι αρχιερέας. Άλλωστε η Γραφή λέει να μην κακολογήσεις
άρχοντα του λαού σου».
23,6 Επειδή
κατάλαβε ο Παύλος ότι το ένα μέρος ήταν Σαδδουκαίοι και το άλλο Φαρισαίοι,
φώναξε δυνατά στο συνέδριο: «Αδερφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου.
Δικάζομαι γιατί ελπίζω στην ανάσταση των νεκρών».
23,7 Μόλις
το είπε αυτό, οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι άρχισαν να φιλονικούν, και το
συνέδριο χωρίστηκε στα δύο.
23,8 Γιατί
οι Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση ούτε άγγελοι ή άλλα πνεύματα, ενώ
οι Φαρισαίοι τα πιστεύουν και τα δυο.
23,9 Έγινε
μεγάλη ταραχή, και οι γραμματείς που ανήκαν στη μερίδα των Φαρισαίων σηκώθηκαν
και συζητούσαν θυμωμένα λέγοντας: «Τίποτε κακό δε βρίσκουμε να έκανε ο άνθρωπος
αυτός. Αν πραγματικά του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε».
23,10 Η
αναστάτωση τελικά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο διοικητής φοβήθηκε μήπως τον
κομματιάσουν τον Παύλο. Γι’ αυτό διέταξε τους στρατιώτες να κατέβουν και να τον
αρπάξουν απ’ ανάμεσά τους και να τον φέρουν στο στρατόπεδο.
23,11 Τη
νύχτα που ακολούθησε, φανερώθηκε σ’ αυτόν ο Κύριος και του είπε: «Θάρρος,
Παύλε! Όπως έδωσες τη μαρτυρία σου για μένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να τη
δώσεις και στη Ρώμη».
23,12 Όταν
ξημέρωσε, συνωμότησαν μερικοί Ιουδαίοι κι ορκίστηκαν να μη φάνε ούτε να πιουν,
ώσπου να σκοτώσουν τον Παύλο.
23,13 Αυτοί
που έκαναν τη συνωμοσία ήταν πάνω από σαράντα άτομα.
23,14 Πήγαν
στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και τους είπαν: «Εμείς δεσμευτήκαμε με
ιερό όρκο να μη φάμε τίποτε πριν σκοτώσουμε τον Παύλο.
23,15 Τώρα,
λοιπόν, εσείς και το συνέδριο ειδοποιήστε το διοικητή να σας τον φέρει αύριο
μπροστά σας, για να τον ανακρίνετε δήθεν καλύτερα. Κι εμείς, πριν πλησιάσει,
είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε».
23,16 Τις
συζητήσεις αυτές για την ενέδρα τις έμαθε ο γιος της αδερφής του Παύλου. Μπήκε,
λοιπόν, στο στρατόπεδο και ειδοποίησε τον Παύλο.
23,17 Τότε
αυτός φώναξε έναν αξιωματικό και του είπε: «Πήγαινε τον νεαρό στο διοικητή,
γιατί έχει κάτι να του πει».
23,18 Ο
αξιωματικός τον πήρε και τον έφερε στο διοικητή και του είπε: «Ο κρατούμενος
Παύλος με φώναξε και με παρακάλεσε να σου φέρω αυτόν το νεαρό, που έχει κάτι να
σου πει».
23,19 Ο
διοικητής τον έπιασε από το χέρι, τον πήρε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε: «Τι είν’
αυτό που έχεις να μου πεις;»
23,20 Αυτός
απάντησε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον
Παύλο στο συνέδριο, για να τον ανακρίνουν τάχα καλύτερα.
23,21 Εσύ
όμως να μην τους πιστέψεις. Γιατί πάνω από σαράντα άντρες θα του έχουν στήσει
ενέδρα. Έχουν ορκιστεί να μη φάνε ούτε να πιουν ώσπου να τον σκοτώσουν. Τώρα
είναι έτοιμοι και περιμένουν μόνο να τους υποσχεθείς ότι θα το κάνεις».
23,22 Ο
διοικητής άφησε το νεαρό να φύγει λέγοντάς του: «Να μην πεις σε κανέναν ότι τα
φανέρωσες αυτά σ’ εμένα».
23,23 Ύστερα
ο διοικητής φώναξε δύο αξιωματικούς και τους είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους
στρατιώτες, για να πάνε ως την Καισάρεια, με εβδομήντα ιππείς και διακόσιους
λογχοφόρους. Θα ξεκινήσουν στις εννιά το βράδυ.
23,24 Βρείτε
και μερικά ζώα, για να βάλετε πάνω τον Παύλο, και να τον πάτε σώο στον ηγεμόνα
Φήλικα».
23,25 Κατόπιν
έγραψε επιστολή με το εξής περιεχόμενο:
23,26 «Ο
Κλαύδιος Λυσίας στον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα. Χαίρε!
23,27 Τον
άνθρωπο αυτό τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι. Όταν έμαθα ότι είναι Ρωμαίος πολίτης κι
εκείνοι σκόπευαν να τον σκοτώσουν, κατέφθασα επί τόπου με ένα στρατιωτικό
απόσπασμα και τον γλίτωσα.
23,28 Θέλοντας
να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον παρέπεμψα στο συνέδριό
τους.
23,29 Διαπίστωσα
όμως ότι κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους και ότι δεν έχει κάνει κανένα
έγκλημα που να επισύρει την ποινή του θανάτου ή της φυλακίσεως.
23,30 Όταν
επιπλέον μου μηνύθηκε ότι σχεδιαζόταν να γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον του
από τους Ιουδαίους, αμέσως τον έστειλα σ’ εσένα και ειδοποίησα τους κατηγόρους
του να εκθέσουν ό,τι έχουν εναντίον του ενώπιόν σου. Υγίαινε».
23,31 Οι
στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν, πήραν τον Παύλο και τον
πήγαν νύχτα στην Αντιπατρίδα.
23,32 Την
άλλη μέρα άφησαν τους ιππείς να πάνε μαζί του, κι αυτοί γύρισαν στο στρατόπεδο.
23,33 Οι
ιππείς μπήκαν στην Καισάρεια, έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα και του
προσήγαγαν τον Παύλο.
23,34 Ο
ηγεμόνας διάβασε το γράμμα και τον ρώτησε από ποια επαρχία ήταν. Όταν άκουσε
ότι ήταν από την Κιλικία, είπε:
23,35 «Θα
σε ανακρίνω όταν έρθουν εδώ και οι κατήγοροί σου». Και διέταξε να τον
φυλακίσουν στο πραιτώριο του Ηρώδη.
24,1 Ύστερα
από πέντε μέρες κατέβηκε στην Καισάρεια ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με τους
πρεσβυτέρους και με κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο, και κατέθεσαν μήνυση εναντίον
του Παύλου.
24,2 Όταν
κλήθηκε ο Παύλος, άρχισε ο Τέρτυλλος να εκθέτει την κατηγορία λέγοντας:
24,3 «Εξοχότατε
Φήλιξ! Μακρά ειρήνη απολαμβάνουμε χάρη σ’ εσένα, και μεγάλα έργα γίνονται στο
έθνος τούτο, χάρη στη δική σου φροντίδα. Αυτά όλα, με κάθε τρόπο και παντού, τα
γνωρίζουμε με βαθιά ευγνωμοσύνη.
24,4 Για
να μη σε κουράζω όμως περισσότερο, σε παρακαλώ ν’ ακούσεις με ευμένεια όσα θα
σου πούμε με συντομία.
24,5 Έχουμε
διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος. Υποκινεί σε στάση τους
Ιουδαίους, που είναι διασκορπισμένοι σ’ όλη την οικουμένη, και είναι
πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων.
24,6 Προσπάθησε
να βεβηλώσει ακόμα και το ναό μας. Τότε εμείς τον συλλάβαμε και θελήσαμε να τον
δικάσουμε σύμφωνα με το νόμο μας.
24,7 Κατέφθασε
όμως ο Λυσίας, ο διοικητής, και τον άρπαξε από τα χέρια μας με πολλή βία,
24,8 και
διέταξε να έρθουν σ’ εσένα οι κατήγοροί του. Όταν διενεργήσεις εσύ ο ίδιος την
ανάκριση, θα μπορέσεις να μάθεις απ’ αυτόν όλα εκείνα για τα οποία τον
κατηγορούμε».
24,9 Οι
άλλοι Ιουδαίοι συμφώνησαν και βεβαίωσαν ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
24,10 Ο
ηγεμόνας έκανε νεύμα στον Παύλο να μιλήσει, κι εκείνος απάντησε στις
κατηγορίες: «Ξέρω ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής σ’ αυτή τη χώρα, γι’ αυτό
με περισσότερη εμπιστοσύνη απολογούμαι σ’ εσένα.
24,11 Εύκολα
μπορείς να μάθεις ότι δεν είναι πάνω από δώδεκα μέρες αφότου ανέβηκα στα
Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω.
24,12 Κανείς
δε με είδε να συζητώ με κάποιον ή να ξεσηκώνω το λαό σε στάση ούτε στο ναό ούτε
στις συναγωγές ούτε στην πόλη.
24,13 Ούτε
μπορούν να αποδείξουν αυτά για τα οποία τώρα με κατηγορούν.
24,14 Βέβαια,
ομολογώ μπροστά σου τούτο: ότι ακολουθώ τη διδασκαλία που αυτοί αποκαλούν
αίρεση· έτσι όμως λατρεύω μόνο το Θεό των προγόνων μας και πιστεύω σε όλα όσα
είναι γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στα βιβλία των προφητών.
24,15 Κι
έχω την ίδια ελπίδα στο Θεό μ’ αυτούς, ότι θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί,
δίκαιοι και άδικοι.
24,16 Γι’
αυτό κι εγώ προσπαθώ να έχω πάντοτε καθαρή συνείδηση απέναντι στο Θεό και στους
ανθρώπους.
24,17 »Ύστερα
από πολλά χρόνια απουσίας, επέστρεψα για να φέρω χρηματική βοήθεια στο έθνος
μου και να προσφέρω θυσία στο ναό.
24,18 Ούτε
οπαδούς είχα συγκεντρώσει ούτε καμιά αναταραχή γινότανε. Ακριβώς τη στιγμή που
πρόσφερα τη θυσία του αγνισμού, με βρήκαν μερικοί Ιουδαίοι από την επαρχία της
Ασίας στο ναό.
24,19 Αυτοί
έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να παρουσιάσουν τις κατηγορίες τους,
αν πραγματικά έχουν κάτι ενοχοποιητικό για μένα.
24,20 Εν
πάση περιπτώσει, ας πουν αυτοί εδώ ποιο αδίκημά μου μπόρεσαν να αποδείξουν,
όταν ανακρινόμουν στο συνέδριο.
24,21 Εκτός
αν εννοούν τη μία εκείνη φράση που φώναξα όταν στεκόμουν μπροστά τους: “εγώ
δικάζομαι σήμερα από σας, επειδή πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών”».
24,22 Όταν
τ’ άκουσε αυτά ο Φήλιξ, που ήξερε αρκετά για τη χριστιανική διδασκαλία, ανέβαλε
την υπόθεση και είπε: «Η απόφαση θα εκδοθεί όταν έρθει ο Λυσίας, ο διοικητής».
24,23 Συγχρόνως
διέταξε τον αξιωματικό να φρουρείται ο Παύλος, να έχει όμως διευκολύνσεις, και
να μην εμποδίζεται κανένας από τους δικούς του να τον περιποιείται ή να τον
επισκέπτεται.
24,24 Ύστερα
από λίγες μέρες πήγε στο πραιτώριο ο Φήλιξ με τη γυναίκα του τη Δρουσίλλα, που
ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο, από τον οποίο άκουσε για την
πίστη στο Χριστό.
24,25 Όταν
όμως αυτός άρχισε να μιλάει για μια ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, για
εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλιξ κυριεύτηκε από φόβο και του είπε:
«Προς το παρόν πήγαινε· όταν βρω καιρό θα σε ξανακαλέσω».
24,26 Αυτό
το είπε έχοντας και την ελπίδα ότι ο Παύλος θα του έδινε χρήματα για να τον
απολύσει. Γι’ αυτό και συχνά έστελνε και τον έφερναν και μιλούσε μαζί του.
24,27 Έτσι,
συμπληρώθηκαν δύο χρόνια, και το Φήλικα τον διαδέχτηκε ο Πόρκιος Φήστος. Ο
Φήλιξ, θέλοντας ν’ αφήσει καλές εντυπώσεις στους Ιουδαίους, φεύγοντας άφησε τον
Παύλο στη φυλακή.
25,1 Ο
Φήστος τρεις μέρες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ανέβηκε από την Καισάρεια
στα Ιεροσόλυμα.
25,2 Εκεί
ο αρχιερέας και οι πρόκριτοι των Ιουδαίων παρουσίασαν τις κατηγορίες τους
εναντίον του Παύλου και τον παρακαλούσαν
25,3 να
τους κάνει τη χάρη και να στείλει να τον φέρουν στα Ιεροσόλυμα, σκοπεύοντας να
στήσουν ενέδρα και να τον σκοτώσουν στο δρόμο.
25,4 Ο
Φήστος όμως αποκρίθηκε ότι ο Παύλος θα μείνει στην Καισάρεια και ότι κι ο ίδιος
επρόκειτο να επιστρέψει σύντομα εκεί.
25,5 «Οι
αρχηγοί σας», είπε, «μπορούν να έρθουν μαζί μου και να υποστηρίξουν την
κατηγορία εναντίον του, αν ο άνθρωπος αυτός έχει κάνει κάτι το παράνομο».
25,6 Ο
Φήστος έμεινε μαζί τους πάνω από δέκα μέρες, κι ύστερα κατέβηκε στην Καισάρεια.
Την άλλη κιόλας μέρα κάθισε στην έδρα και διέταξε να προσαχθεί ο Παύλος.
25,7 Μόλις
αυτός εμφανίστηκε, τον περικύκλωσαν οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από τα
Ιεροσόλυμα και παρουσίαζαν εναντίον του Παύλου πολλές και βαριές κατηγορίες,
που όμως δεν μπορούσαν να τις αποδείξουν.
25,8 Ο
Παύλος στην απολογία του έλεγε: «Ούτε το νόμο των Ιουδαίων ούτε το ναό ούτε τον
αυτοκράτορα πρόσβαλα ποτέ στο παραμικρό».
25,9 Ο
Φήστος, θέλοντας να γίνει αγαπητός στους Ιουδαίους, ρώτησε τον Παύλο: «Θέλεις
να πας στην Ιερουσαλήμ και να δικαστείς εκεί ενώπιόν μου γι’ αυτές τις
κατηγορίες;»
25,10 Ο
Παύλος απάντησε: «Παρίσταμαι στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, που είναι το μόνο
αρμόδιο να με κρίνει. Κανένα κακό δεν έκανα στους Ιουδαίους, όπως κι εσύ πολύ
καλά το ξέρεις.
25,11 Αν,
λοιπόν, έκανα κάτι κακό και διέπραξα κάτι που επισύρει την ποινή του θανάτου,
είμαι έτοιμος να πεθάνω. Αν όμως αυτά για τα οποία με κατηγορούν είναι
ανυπόστατα, κανείς δεν μπορεί να με παραδώσει σ’ αυτούς. Ζητώ να παραπέμψετε
την υπόθεσή μου στον αυτοκράτορα».
25,12 Τότε
ο Φήστος διασκέφθηκε μαζί με το συμβούλιό του και ανακοίνωσε την απόφαση: «Τον
αυτοκράτορα επικαλέστηκες, στον αυτοκράτορα θα πας».
25,13 Αφού
πέρασαν μερικές μέρες, έφτασαν στην Καισάρεια ο βασιλιάς Αγρίππας και η
Βερενίκη, για να χαιρετήσουν το Φήστο.
25,14 Ύστερα
από αρκετές μέρες που έμεναν εκεί, ο Φήστος εξέθεσε στο βασιλιά την υπόθεση του
Παύλου: «Ο Φήλιξ άφησε εδώ έναν φυλακισμένο», του είπε.
25,15 «Όταν
πήγα στα Ιεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων παρουσίασαν
κατηγορίες εναντίον του και ζητούσαν την καταδίκη του.
25,16 Εγώ
τους είπα ότι δε συνηθίζουν οι Ρωμαίοι να καταδικάζουν κάποιον, πριν ο
κατηγορούμενος έρθει σε αντιπαράσταση με τους κατηγόρους του και του δοθεί η
ευκαιρία να απολογηθεί για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται.
25,17 Αυτοί,
λοιπόν, ήρθαν μαζί μου εδώ, κι εγώ αμέσως χωρίς καμία αναβολή κάθισα στην έδρα
και διέταξα να προσαχθεί ο άνθρωπος αυτός.
25,18 Οι
κατήγοροι όμως, όταν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, δε διατύπωσαν εναντίον του
καμιά κατηγορία, για αδικήματα τέτοια που υποπτευόμουν εγώ.
25,19 Απεναντίας,
είχαν μαζί του κάτι διαφορές για ζητήματα της θρησκείας τους, και για κάποιον
Ιησού που έχει πεθάνει, αλλά ο Παύλος ισχυριζόταν ότι ζει.
25,20 Επειδή
εγώ δεν έχω τις γνώσεις για ν’ ανακατευτώ σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, του είπα, αν
ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί εκεί γι’ αυτά.
25,21 Ο
Παύλος όμως ζήτησε να μείνει φυλακισμένος και να παραπέμψουμε την υπόθεσή του
στην κρίση του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό κι εγώ διέταξα να συνεχιστεί η φυλάκισή
του ώσπου να τον στείλω στον αυτοκράτορα».
25,22 Ο
Αγρίππας είπε στο Φήστο: «Θα ήθελα να τον ακούσω κι εγώ ο ίδιος αυτόν τον
άνθρωπο». «Αύριο», του είπε ο Φήστος, «θα τον ακούσεις».
25,23 Την
άλλη μέρα ήρθε ο Αγρίππας και η Βερενίκη με φανταχτερή πομπή και εισήλθαν στην
αίθουσα του δικαστηρίου, μαζί με ανώτατους αξιωματικούς και με προύχοντες της
πόλης. Ο Φήστος διέταξε να προσαχθεί ο Παύλος,
25,24 και
είπε: «Βασιλιά Αγρίππα, και όλοι εσείς που είστε εδώ μαζί μας! Μπροστά σας
έχετε αυτόν, για τον οποίο όλοι οι Ιουδαίοι ήρθαν και μου μίλησαν, και στα
Ιεροσόλυμα και εδώ, και φώναζαν ότι δεν πρέπει πια να ζει.
25,25 Εγώ
όμως κατάλαβα ότι δεν έκανε τίποτε που να επισύρει την ποινή του θανάτου. Κι
όταν αυτός ζήτησε να δικαστεί από τον αυτοκράτορα, αποφάσισα να τον στείλω
εκεί.
25,26 Δεν
έχω όμως να γράψω κάτι το συγκεκριμένο γι’ αυτόν στον κύριό μου τον
αυτοκράτορα. Γι’ αυτό τον έφερα μπροστά σ’ εσάς και μάλιστα μπροστά σ’ εσένα,
βασιλιά Αγρίππα, για να γίνει η ανάκριση, και να έχω έτσι στοιχεία για το
γράμμα μου.
25,27 Γιατί
μου φαίνεται παράλογο να στέλνω έναν φυλακισμένο και να μην εκθέτω τις εναντίον
του κατηγορίες».
26,1 Ο
Αγρίππας τότε είπε στον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να απολογηθείς». Τότε ο Παύλος
σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του:
26,2 «Θεωρώ
ευτυχή τον εαυτό μου, βασιλιά Αγρίππα, γιατί σήμερα θα απολογηθώ ενώπιόν σου
για όλα όσα με κατηγορούν οι Ιουδαίοι.
26,3 Κι
αυτό, προπάντων γιατί εσύ είσαι γνώστης όλων των εθίμων και των θρησκευτικών
προβλημάτων που απασχολούν τους Ιουδαίους. Παρακαλώ, λοιπόν, να με ακούσεις με
υπομονή.
26,4 »Όλοι
οι Ιουδαίοι ξέρουν το βίο μου από τη νεαρή μου ηλικία, αφού από τα νιάτα μου
έζησα ανάμεσα στο λαό μου στα Ιεροσόλυμα.
26,5 Αυτοί
με γνωρίζουν από παλιά, και μπορούν να μαρτυρήσουν ότι έζησα σύμφωνα με τις
αρχές της πιο αυστηρής παράταξης της θρησκείας μας, των Φαρισαίων.
26,6 Και
τώρα στέκομαι εδώ και δικάζομαι, γι’ αυτή την ελπίδα μου πως ο Θεός θα
εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στους προγόνους μας.
26,7 Οι
δώδεκα φυλές μας συνεχώς, νύχτα και μέρα, λατρεύουν το Θεό, με την ελπίδα να
φτάσουν τελικά να δουν την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης. Γι’ αυτή την ελπίδα
κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα.
26,8 Γιατί
σας φαίνεται απίστευτο ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς;
26,9 Κι
εγώ ο ίδιος, βέβαια, είχα πιστέψει ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα εναντίον
του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου.
26,10 Αυτό
και έκανα στα Ιεροσόλυμα: πολλούς από τους χριστιανούς εγώ τους έκλεισα στις
φυλακές, έχοντας τη σχετική εξουσιοδότηση των αρχιερέων· κι όταν τους
καταδίκαζαν σε θάνατο έδινα κι εγώ καταδικαστική ψήφο.
26,11 Σε
όλες τις συναγωγές πολλές φορές προσπαθούσα, χρησιμοποιώντας βία, να τους
αναγκάσω να αρνηθούν την πίστη τους. Η μανία μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τους
καταδίωκα ακόμη και στις πόλεις που είναι έξω από τα όρια της χώρας.
26,12 »Πηγαίνοντας
γι’ αυτόν το σκοπό στη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια από τους αρχιερείς,
26,13 είδα
στο δρόμο, βασιλιά μου, μέρα μεσημέρι, ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό κι
από τον ήλιο, να με περιβάλλει με τη λάμψη του κι εμένα κι αυτούς που πήγαιναν
μαζί μου.
26,14 Όλοι
μας πέσαμε στη γη, κι εγώ άκουσα μια φωνή που μου έλεγε στην εβραϊκή γλώσσα:
“Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι οδυνηρό να κλοτσάς στα καρφιά”.
26,15 Εγώ
ρώτησα: “ποιος είσαι, Κύριε;” Κι εκείνος απάντησε: “εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ
τον καταδιώκεις.
26,16 Σήκω
όμως και στάσου στα πόδια σου. Γι’ αυτό σου φανερώθηκα: για να σε πάρω στην
υπηρεσία μου και να σε καταστήσω μάρτυρα γι’ αυτά που είδες και γι’ αυτά που θα
σου δείξω ακόμη.
26,17 Θα
σε προστατεύω από το λαό σου και από τους εθνικούς, στους οποίους εγώ σε
στέλνω,
26,18 για
ν’ ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως κι από
την εξουσία του σατανά στο Θεό. Γιατί, αν πιστέψουν σ’ εμένα θα λάβουν τη
συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που ανήκουν στο
Θεό”.
26,19 »Ύστερα
απ’ αυτά, βασιλιά Αγρίππα, δεν αρνήθηκα να υπακούσω στην ουράνια οπτασία,
26,20 αλλά
άρχισα να κηρύττω, πρώτα σ’ αυτούς που ήταν στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα κι
ύστερα σ’ όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς, να μετανοήσουν και να
επιστρέψουν στο Θεό και μετά να δείχνουν τη μετάνοιά τους πράττοντας ανάλογα
έργα.
26,21 Αυτοί
ήταν οι λόγοι για τους οποίους οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν στο ναό και προσπάθησαν
να με σκοτώσουν.
26,22 Ο
Θεός όμως με βοήθησε μέχρι σήμερα, και στέκομαι εδώ ζωντανός για να καταθέσω τη
μαρτυρία μου σε μικρούς και σε μεγάλους, και να μη λέω τίποτε άλλο εκτός από
’κείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν:
26,23 ότι
ο Χριστός θα υποστεί το πάθος και θ’ αναστηθεί πρώτος από τους νεκρούς, και θα
κηρύξει το φως της σωτηρίας στο λαό μας και στους εθνικούς».
26,24 Ενώ
ο Παύλος συνέχιζε έτσι την απολογία του, φώναξε ο Φήστος δυνατά: «Είσαι τρελός,
Παύλε! Τα πολλά σου γράμματα σ’ έφεραν στην τρέλα!»
26,25 «Δεν
είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε», λέει ο Παύλος, «αλλά λέω λόγια αληθινά και
λογικά.
26,26 Ο
βασιλιάς ξέρει για ποιο πράγμα μιλάω, γι’ αυτό και του μιλάω ανοιχτά. Γιατί
είμαι βέβαιος ότι τίποτε απ’ αυτά δεν του είναι άγνωστο, γιατί αυτά δεν έγιναν
σε καμιά απόμερη γωνιά.
26,27 Πιστεύεις,
βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις».
26,28 Τότε
ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Λίγο ακόμη και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός!»
26,29 Κι
ο Παύλος είπε: «Θα ευχόμουν στο Θεό, σε λίγο ή σε πολύ χρόνο, όχι μόνο εσύ αλλά
και όλοι όσοι με ακούνε σήμερα, να γίνουν όμοιοι μ’ εμένα, εκτός απ’ αυτά τα
δεσμά».
26,30 Όταν
τα είπε αυτά, σηκώθηκαν ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας, η Βερενίκη και όσοι κάθονταν
μαζί τους
26,31 και,
καθώς έφευγαν, έλεγαν μεταξύ τους: «Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε για το
οποίο να πρέπει να πεθάνει ή να φυλακιστεί».
26,32 Κι
ο Αγρίππας είπε στο Φήστο: «Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να απολυθεί, αν δεν
είχε ζητήσει να δικαστεί από τον αυτοκράτορα».
27,1 Μόλις
αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παρέδωσαν τον Παύλο και μερικούς
άλλους κρατουμένους σε κάποιον αξιωματικό που λεγόταν Ιούλιος, από τη
στρατιωτική μονάδα που είχε το όνομα «αυτοκρατορική».
27,2 Επιβιβαστήκαμε
από το Αδραμύττιο σ’ ένα πλοίο που θα πήγαινε στα μέρη της επαρχίας της Ασίας
και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήταν κι ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, από τη Θεσσαλονίκη.
27,3 Την
άλλη μέρα φτάσαμε στη Σιδώνα. Ο Ιούλιος φέρθηκε με καλοσύνη στον Παύλο και του
επέτρεψε να πάει στους φίλους του, για να τον περιποιηθούν.
27,4 Από
’κει ξεκινήσαμε και παραπλεύσαμε την Κύπρο, γιατί είχαμε αντίθετους ανέμους.
27,5 Ύστερα
διαπλεύσαμε το πέλαγος της Κιλικίας και της Παμφυλίας και φτάσαμε στα Μύρα της
Λυκίας.
27,6 Εκεί
ο αξιωματικός βρήκε ένα αλεξανδρινό πλοίο, που πήγαινε στην Ιταλία και μας
επιβίβασε σ’ αυτό.
27,7 Πλέαμε
για πολλές μέρες με μεγάλη βραδύτητα, και με κόπο φτάσαμε στην Κνίδο. Επειδή
δεν μας επέτρεπε ο άνεμος, πλεύσαμε από κάτω από την Κρήτη, αφού περάσαμε το
ακρωτήριο Σαλμώνη.
27,8 Με
πολλή δυσκολία, πλέοντας κοντά στις ακτές της, φτάσαμε σ’ έναν τόπο που λεγόταν
Καλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία.
27,9 Στο
μεταξύ χάθηκε αρκετός χρόνος, και το ταξίδι ήταν επικίνδυνο, αφού είχε κιόλας
περάσει η φθινοπωρινή νηστεία. Γι’ αυτό ο Παύλος τους συμβούλευε
27,10 και
τους έλεγε: «Άντρες, προβλέπω ότι το ταξίδι θα γίνει με ταλαιπωρία και με
μεγάλη ζημιά, όχι μόνο για το φορτίο και το πλοίο αλλά και για τις ζωές μας».
27,11 Ο
αξιωματικός όμως άκουγε περισσότερο τον κυβερνήτη και τον ιδιοκτήτη του πλοίου
παρά αυτά που έλεγε ο Παύλος.
27,12 Κι
επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι
ήταν της γνώμης να αποπλεύσουν από ’κει, μήπως μπορέσουν να φτάσουν και να
παραχειμάσουν στο Φοίνικα, λιμάνι της Κρήτης που είναι ανοιχτό νοτιοδυτικά και
βορειοδυτικά.
27,13 Όταν
άρχισε να πνέει ελαφρά νότιος άνεμος, νόμισαν ότι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν
την πρόθεσή τους. Έτσι, σήκωσαν τις άγκυρες και έπλεαν κοντά στις ακτές της
Κρήτης.
27,14 Ύστερα
από λίγο ξέσπασε στο νησί ένας θυελλώδης άνεμος, αυτός που λέγεται Ευροκλύδων.
27,15 Άρπαξε
το πλοίο, κι όπως αυτό δεν μπορούσε να πάει αντίθετα, τ’ αφήσαμε και το
πήγαιναν ο άνεμος και τα κύματα.
27,16 Περνώντας
κάτω από ένα νησάκι που το έλεγαν Κλαύδη, μόλις και μετά βίας καταφέραμε ν’
ανεβάσουμε πάνω τη σωσίβια λέμβο.
27,17 Όταν
την ανεβάσαμε, χρησιμοποίησαν σκοινιά, και μ’ αυτά έζωσαν το πλοίο για να μην
ανοίξει. Κι επειδή φοβούνταν να μην εξοκείλουν στη Μεγάλη Σύρτη, έριξαν την
άγκυρα να κρέμεται κι άφησαν το πλοίο να το πηγαίνουν τα κύματα.
27,18 Επειδή
πολύ μας ταλαιπωρούσε η τρικυμία, την άλλη μέρα ρίξανε το φορτίο στη θάλασσα,
27,19 και
τη μεθεπομένη ρίξαμε στη θάλασσα με τα χέρια μας όλον τον εξοπλισμό του πλοίου.
27,20 Για
πολλές μέρες δε φαίνονταν ούτε ο ήλιος ούτε τα άστρα· η κακοκαιρία συνεχιζόταν
κι έτσι χανόταν κάθε ελπίδα να σωθούμε.
27,21 Κανείς
δεν ήθελε πια να φάει τίποτε. Τότε ο Παύλος στάθηκε ανάμεσά τους και είπε:
«Έπρεπε, άντρες, να με είχατε ακούσει και να μην ξεκινούσαμε από την Κρήτη.
Έτσι, θα είχαμε γλιτώσει από την ταλαιπωρία αυτή κι απ’ τη ζημιά.
27,22 Τώρα
όμως σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας. Κανείς από σας δε θα χαθεί, μόνο
το πλοίο.
27,23 Την
περασμένη νύχτα μού φανερώθηκε ένας άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω και τον
οποίο υπηρετώ,
27,24 και
μου είπε: “μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει να εμφανιστείς στον αυτοκράτορα, κι έτσι ο
Θεός για χάρη σου θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”.
27,25 Γι’
αυτό να έχετε θάρρος, άντρες! Γιατί έχω εμπιστοσύνη στο Θεό ότι θα γίνει έτσι
όπως μου είπε ο άγγελος.
27,26 Πρέπει
να προσαράξουμε σε κάποιο νησί».
27,27 Όταν
έφτασε η δέκατη τέταρτη νύχτα που φερόμασταν ακυβέρνητοι στην Αδριατική
θάλασσα, τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε κάποια στεριά.
27,28 Βυθομέτρησαν
και βρήκαν είκοσι οργιές. Αφού προχώρησαν λίγο, βυθομέτρησαν πάλι και βρήκαν
δεκαπέντε οργιές.
27,29 Επειδή
φοβήθηκαν μήπως πέσουμε σε τίποτε βράχια, έριξαν τέσσερις άγκυρες από την
πρύμνη και παρακαλούσαν να ξημερώσει.
27,30 Οι
ναύτες στο μεταξύ επιχείρησαν να φύγουν από το πλοίο. Με την πρόφαση ότι θα
ρίξουν άγκυρες από την πρώρα μακριά από το πλοίο, κατέβασαν τη λέμβο στη
θάλασσα.
27,31 Ο
Παύλος όμως είπε στον αξιωματικό και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δεν μείνουν
στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε».
27,32 Τότε
οι στρατιώτες έκοψαν τα σκοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει στη θάλασσα.
27,33 Καθώς
περίμεναν να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακινούσε όλους να φάνε κάτι.
«Δεκατέσσερις μέρες ως σήμερα», τους έλεγε, «περιμένετε να κοπάσει η τρικυμία
και είστε νηστικοί· δεν έχετε φάει τίποτε.
27,34 Γι’
αυτό, σας παρακαλώ, φάτε κάτι. Αυτό είναι απαραίτητο, αν θέλετε να σωθείτε. Μη
φοβάστε, γιατί κανενός από σας δε θα πέσει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι σας».
27,35 Αφού
είπε αυτά, πήρε ψωμί, ευχαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους, το έκοψε κι άρχισε
να τρώει.
27,36 Τότε
πήρανε όλοι θάρρος κι έφαγαν κι αυτοί.
27,37 Στο
πλοίο ήμασταν συνολικά διακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές.
27,38 Αφού
χόρτασαν όλοι, πέταξαν το σιτάρι στη θάλασσα, για να αλαφρώσει το πλοίο.
27,39 Όταν
ξημέρωσε, είδαν μια στεριά που τους ήταν άγνωστη. Ανακάλυψαν όμως έναν κόλπο
που είχε αμμουδιά, στον οποίο αποφάσισαν να ρίξουν το πλοίο αν μπορούσαν.
27,40 Έλυσαν,
λοιπόν, τα σκοινιά που κρατούσαν τις άγκυρες, και τις άφησαν να πέσουν στη
θάλασσα. Συγχρόνως έλυσαν τα σκοινιά με τα οποία είχαν δέσει τα πηδάλια για να
τα αχρηστέψουν. Έπειτα σήκωσαν το μπροστινό πανί και με τον άνεμο προσπαθούσαν
να προσορμιστούν στο γιαλό.
27,41 Έπεσαν
όμως σ’ έναν ύφαλο από άμμο κι έριξαν εκεί το πλοίο. Η πλώρη μπήχτηκε στην άμμο
κι έμεινε ακίνητη, η πρύμνη όμως διαλυόταν από τη μανία των κυμάτων.
27,42 Οι
στρατιώτες τότε αποφάσισαν να σκοτώσουν τους κρατουμένους, για να μην μπορέσει
κανείς να δραπετεύσει κολυμπώντας.
27,43 Ο
αξιωματικός όμως, που ήθελε να σώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε να εκτελέσουν την
απόφασή τους και διέταξε, όσοι μπορούν να κολυμπήσουν, να πηδήξουν πρώτοι στη
θάλασσα και να βγουν στη στεριά,
27,44 κι
οι άλλοι να βγουν πάνω σε σανίδια ή σε άλλα μέρη του πλοίου. Έτσι, βγήκαν όλοι
στη στεριά και σώθηκαν.
28,1 Μετά
τη διάσωσή τους έμαθαν ότι το νησί ονομάζεται Μελίτη.
28,2 Οι
ιθαγενείς μάς δέχτηκαν πολύ φιλικά. Άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους,
γιατί είχε αρχίσει να βρέχει κι έκανε κρύο.
28,3 Ο
Παύλος έκανε ένα δέμα από πολλά φρύγανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά. Τότε μια
οχιά πετάχτηκε απ’ τη φωτιά εξαιτίας της θερμότητας και τον δάγκωσε στο χέρι.
28,4 Οι
ιθαγενείς, όταν είδαν το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ
τους: «Το δίχως άλλο φονιάς είναι αυτός ο άνθρωπος που, αν και σώθηκε από τη
θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει».
28,5 Ο
Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά κι ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε.
28,6 Αυτοί
περίμεναν ότι θα πρηζόταν ή ότι θα ’πεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Περίμεναν πολλή
ώρα και, βλέποντας ότι τίποτε κακό δεν του συνέβαινε, άλλαξαν στάση και έλεγαν
ότι είναι θεός.
28,7 Κοντά
σ’ εκείνον τον τόπο ήταν τα κτήματα του πρώτου τού νησιού, που λεγόταν Πόπλιος.
Αυτός μας δέχτηκε και μας φιλοξένησε με καλοσύνη τρεις μέρες.
28,8 Τότε
συνέβαινε να είναι στο κρεβάτι ο πατέρας του Πόπλιου, που υπέφερε από πυρετούς
και δυσεντερία. Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω
του τα χέρια και τον γιάτρεψε.
28,9 Ύστερα
απ’ αυτό έρχονταν όλοι οι άλλοι ασθενείς του νησιού και θεραπεύονταν.
28,10 Μας
τίμησαν με πολλές εκδηλώσεις σεβασμού κι όταν φεύγαμε, μας εφοδίασαν με ό,τι
χρειαζόμασταν για το ταξίδι.
28,11 Ύστερα
από τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο
νησί και είχε έμβλημά του τους Διόσκουρους.
28,12 Καταπλεύσαμε
στις Συρακούσες, όπου μείναμε τρεις μέρες.
28,13 Από
’κει περιπλεύσαμε τη Σικελία και φτάσαμε στο Ρήγιο, κι όταν ύστερα από μία μέρα
φύσηξε νοτιάς, ήρθαμε σε δύο μέρες στους Ποτιόλους.
28,14 Εκεί
βρήκαμε χριστιανούς, οι οποίοι μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά
μέρες. Κατόπιν ήρθαμε στη Ρώμη.
28,15 Οι
χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά
του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το
Θεό και αναθάρρησε.
28,16 Όταν
ήρθαμε στη Ρώμη, ο αξιωματικός παρέδωσε τους κρατουμένους στο στρατοπεδάρχη.
Στον Παύλο όμως δόθηκε η άδεια να μείνει σε ιδιωτικό κατάλυμα μαζί με το
στρατιώτη που τον φύλαγε.
28,17 Ύστερα
από τρεις μέρες ο Παύλος κάλεσε τους προκρίτους των Ιουδαίων. Όταν αυτοί
συγκεντρώθηκαν, τους έλεγε: «Αν και εγώ, αδερφοί μου, δεν έχω κάνει τίποτα
εναντίον του λαού μας ή των προγονικών μας παραδόσεων, με συνέλαβαν στα
Ιεροσόλυμα και με παρέδωσαν στα χέρια των Ρωμαίων.
28,18 Αυτοί
με ανέκριναν κι ήθελαν να με απολύσουν, γιατί δε μου βρήκαν κανένα έγκλημα για
να με καταδικάσουν σε θάνατο.
28,19 Επειδή
όμως διαμαρτυρήθηκαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να προσφύγω στον αυτοκράτορα, όχι
με σκοπό να κατηγορήσω για κάτι το έθνος μου.
28,20 Σας
παρακάλεσα να έρθετε να σας δω και να σας μιλήσω, για να σας εξηγήσω αυτά τα
πράγματα. Γιατί είμαι δεμένος με την αλυσίδα αυτή, επειδή κηρύττω εκείνον στον
οποίο ελπίζει ο λαός του Ισραήλ».
28,21 Αυτοί
του απάντησαν: «Εμείς ούτε γράμματα πήραμε για σένα από την Ιουδαία ούτε
κανένας αδερφός ήρθε να μας ανακοινώσει επίσημα ή ανεπίσημα κάτι κακό για σένα.
28,22 Θεωρούμε
όμως σωστό να ακούσουμε τις απόψεις σου. Γιατί μας είναι γνωστό ότι για την
αίρεση αυτή στην οποία ανήκεις παντού προβάλλονται αντιρρήσεις».
28,23 Του
όρισαν μία μέρα, και ήρθαν στο κατάλυμά του περισσότεροι αυτή τη φορά. Σ’
αυτούς, από το πρωί ως το βράδυ ο Παύλος εξηγούσε το κήρυγμά του
διαβεβαιώνοντάς τους για τη βασιλεία του Θεού· και προσπαθούσε να τους πείσει
για τον Ιησού με λόγια από το νόμο του Μωυσή και από τα βιβλία των προφητών.
28,24 Άλλοι
πίστευαν σ’ αυτά που έλεγε κι άλλοι δεν ήθελαν να τον πιστέψουν.
28,25 Έτσι,
επειδή διαφωνούσαν μεταξύ τους, έφευγαν. Κι ο Παύλος τους είπε ένα λόγο ακόμη:
«Καλά είπε το Άγιο Πνεύμα στους προγόνους μας μέσω του προφήτη Ησαΐα,
28,26 ότι:
Πήγαινε στο λαό αυτόν και πες του: θ’ ακούσετε με τ’ αυτιά σας, μα δε θα
καταλάβετε· και θα δείτε με τα μάτια σας, μα δε θ’ αντιληφθείτε.
28,27 Γιατί
έγινε αναίσθητη η καρδιά του λαού αυτού και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν, και
έκλεισαν τα βλέφαρά τους, μην τυχόν δούνε με τα μάτια και ακούσουν με τ’ αυτιά
και καταλάβουν με την καρδιά, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω.
28,28 Μάθετε,
λοιπόν, ότι ο Θεός έστειλε τη σωτηρία αυτή στους εθνικούς. Αυτοί θ’ ακούσουν
τώρα!»
28,29 Αφού
τα είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι, έχοντας αναμεταξύ τους μεγάλη διχογνωμία.
28,30 Ο
Παύλος έμεινε μια ολόκληρη διετία σε ιδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, όπου
δεχόταν όλους όσοι τον επισκέπτονταν.
28,31 Κήρυττε
τη βασιλεία του Θεού και δίδασκε για τον Κύριο Ιησού Χριστό με μεγάλη παρρησία
και χωρίς κανένα εμπόδιο.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου