ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η αγωνία τής Γεθσημανή

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Η αγωνία τής Γεθσημανή




θεολογος

Ιωάννης ο Θεολόγος
Ο Υιός τής βροντής

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 27


Η ΑΓΩΝΙΑ της Γεσθημανή καί ό Γολγοθάς, είναι η άγωνία τοϋ Θεοϋ γιά τό χαμένο άνθρωπο. Είναι τό μυστικό της Πατρικής άγάπης μέ τήν όποια  ό δημιουργός Νοϋς, γνωρίζεται στόν δυστυχή  καί παραπλανεμένο άμαρτωλό.

Ώ, ναί, πιστεύουμε ότι μέ τήν ολοκάθαρη καί παρθενική καρδιά, ό νεαρός καί ιερός Μαθητής, έστρεφε όλην τήν προσοχή του καί άκουγε τόν Μεσσία. Ότι τόν παρακολουθοϋσε. Διατηροΰσε μέσα του σάν τήν παναγία  Μητέρα του τά ρήματά του. «Τά ρήματα ζωής αιωνίου». Τά λυτρωτικά, τά δωρεάν σκορπιζόμενα σέ δίκαιους καί άδικους. Σέ πλεονέκτες καί σέ άγαθούς. Ό άγιος Θεός καί ό ξεπεσμένος άνθρωπος συναντήθηκαν οιον σταυρό. Στόν τόπο όπου βρήκαν τήν λυτρωτική  απόλαυση, στό ίδιο πρόσωπο καί στήν ίδια θυσία. Στήν έκφραση τής ειρηνικής προσφοράς. Ό δημιουργός Νοϋς, όπου έπλασε κατά τέτοιο θαυμαστό τρόπο κι έιιροίκησε μέ άνώτερα χαρίσματα τόν άνθρωπο, μπορούσε ποτέ νά τόν έγκαταλείψει μέσα στά σκοτάδια; "Ω, 'Ιωάννη!

Διηγούνται κάποιο έπεισόδιο λίγο άργότερα στήν ΅Εφεσο μ’ ένα ληστή.

Τόν άντάμωσε έφηβο, σχεδόν παιδί, στήν έποχή της άγουρης νιότης νά μαγνητίζεται, νά σιγοκαίγεται άπό λογής-λογής φλόγες. Σειρήνες της άμαριίας. Καί τόν έσωσε. Τόν πήρε άπόκοντα καί χέριχέρι τόν όδή γησε στό άνέσπερο Φώς, τοϋ έδειξε πώς νά κερδίσει την ευτυχία του.

        Έλα άνώριμο στήν σκέψη παιδί, έλα μαζί μου νά πληροφορηθεϊς, νά πάρεις μικρή γεύση άπό τά ώραϊα.

Άχ, τά άγουρα νιάτα! Δέν κυνηγούν τίτλους, άξιώματα θέσεις, μέ πονηριές. Πείθονται καί θυσιάζονται γιά τά δύσκολα. Πείθονται καί στά ώραία. 'Ωστόσο άπλώνουν εύκολώτερα τήν καρδιά στόν κατήφορο.

Κάπου, σέ γειτονική περιφέρεια, ολόγυρα στήν Έφεσο, άνταμώθηκαν. Καί ό νεαρός πώς νά ξεφύγει άπό μία τέτοια άκτινοβολία άγάπης; ’Ακολούθησε τήν παρουσία τής στοργής, πείστηκε βαπτίστηκε, φίλησι· ένα ρικνό χέρι καί παραδόθηκε στήν έπίβλεψη καί προστασία Επισκόπου.

Πέρασε άπό τότε άρκετός καιρός. ’Άχ πώς καί γιατί ό Επίσκοπος έπαναπαύτηκε στά καθημερινά καθήκον τά του; Πώς δέν πήρε τό κατόπιν σ’ ένα κίνδυνο; Ποιός ξέρει; Μόνο ό καρδιογνώστης. Γιά όσους παρατρα βιούνται άπό τήν ύλη, άπό τό «ΤΩΡΑ» τί είναι ή καθημερινότητα; Σκιά πού βαδίζει. Θεατρίνος πού γιά δυό ώρες πάνω στήν ράμπα, κάνει θόρυβο, χειρονομεί καί ύστερα, ΠΟΤΕ δέν ξανακούγεται. «Εί γάρ δοκεί τις  είναι τι, μηδέν ών, έαυτόν φρεναπατά». (Γαλάτας στ' 3).

Ό νεαρός άπολησμόνησε τόν χρυσό ήλιο τού Ίωάννη, ξεγλίστρησε στόν κατήφορο, στ’ άπόκρημνα φαράγγια. Άδειασε τό λαγήνι τής καρδιάς του άπό τό νέκταρ τού φωτός. Τόχυσε χάμου σέ λασπονέρια.

Οταν ό ’Απόστολος τό πληροφορήθηκε, δέν μπορούσε  μήτε νά κοιμηθεί. Τί σημασία άν τά ένενηνταεννέα   βρίσκονταν στό παχνί τους; Κάθε παλμός τοϋ θύμιζε καταστροφή. Μέ άμείλικτο τό έρώτημα: «Μιά σίγουρη γιά τήν αιωνιότητα ψυχή νά πήγαινε λοιπόν χαμένη  Τά λόγια στήν φλόγα τών πράξεων, δίνουνε  ασήμαντη, παγερή πνοή. Μποροΰσε ή άποστολική του ψυχή  νά σταθεί στά πέπλα τής ειρήνης; Δέν είχε ό Ιερός Λγος άναπτύξει τήν παραβολή γιά τό χαμένο πρόβατο; Δέν είχε τονίσει ότι ό βοσκός τής άγάπης, εγκαταλείπει τά ένενηνταεννέα γιά νά γλυτώσει άπό τόν όλθρο, τό ξεστρατισμένο;

Γέροντας, κουρασμένος, άδύναμος, ξεσηκώθηκε  για νά τόν άνταμώσει. Άχ κάθε βήμα καί σκέψη. Πώς και  γιατί παραστράτησε ένας άγαθός, ένας μετανοημένος  Μήπως άκολούθησε τόν κατήφορο που σπρώχνουν ή φιλοδοξία, ή γυναικεία διαφθορά; Ίσως.

Πληροφορήθηκε μέ λεπτομέρειες τήν τοπογραφία. Νοίκιασε άλογο μόνος, ολομόναχος, δίχως συνοδό. Και έπιασε νά σκαρφαλώνει στίς έρημιές. Ήταν στά λογικά του; Γιά όσους άποφεύγουν τήν περιπέτεια ποτέ. Εφθασε στίς φωλιές τών ληστών, στά λημέρια τών οι μογγολισμών.

Καί κεϊ παραδόθηκε στους βαρδιάνους. Στόν πρώτο, τόν άγριοπελεκημένο.

Αναζητώ τόν τάδε, άναφώναξε βραχνά.

Κύτταξε ό ένας τόν άλλο, κάτι πήγαν νά ποΰν, δέν το μπόρεσαν. Άπόμειναν βουβοί. Ήξερε τί έλεγε; Αναζητούσε τόν άρχηγό. Τόν άδίσταχτο, τόν παραφέντη.

Άλλά μόλις έτρεξαν καί άνάγγειλαν στόν άρχηγό  ότι τόν άναζητοϋσε κάποιος σκυφτός, γλυκοπρόσωπος, βασανισμένος γέροντας, ευθύς αμέσως κατάλαβε.

        Κρύψτε με, άνάκραξε. Δώστε του ότι θέλει γιά νά φύγει. Δέν μπορώ.

Στήν παρασυρμένη του άγαθότητα, τίμημα τό έξανέμισμα τής άνδρικής του άλυγισίας. Ή άγάπη λοιπόν, μέ τί άραγε νικιέται; Ή κατακτά ή πεθαίνει.

Όσο όμως κι άν προσπάθησε σάν άρχιληστής νά κρυφτεί, όπου κι άν πήγε, ό ’Ιωάννης τόν άνακάλυψε, τόν βρήκε. Μέ τίς λιγοστές δυνάμεις του τόν άκολουθοΰσε βήμαβήμα. Κι όταν έπιτέλους άνταμώθηκαν, όταν διασταυρώθηκαν οί ματιές τους, ό άρχιληστής έσπα σε, έγινε ράκος.

Σέ στιγμές άμίλητης σιγής, τίποτα δέν άκουγότανι έκτός άπό τόν άγέρα όπου άλαφροφύσαγε καί μουρμούριζε στά φύλλα, στούς θάμνους, στά δέντρα, στά κλαδιά, τίς αιώνιες μυστικές Ιστορίες του. ’Ώ, πόσα καί πόσα δέν είχε νά διηγηθεϊ, πόσα δέν είχε δει άνάμεσα στούς αιώνες!

        Πατέρα μου, λυπήσου με, φύγε...θαρρείς, μπορώ πιά νά σέ κυττάζω;

        Παιδί μου, τί σ’ έκανε νά παραστρατήσεις; Θυμάσαι ή δέν θυμάσαι τί λέγαμε κάποτε χαμηλά στό ρέμα; 'Ώσαμε τού γραφτού καιρού τήν τελευταία συλ λαβή, τό αύριο σέρνεται βραδυκίνητο. Σάν τήν νεροσυρμή. Δησμόνησε τό χθές. Ό Χριστός τάχα δέν τό ξέρεις; Είναι τόσο καλός, τόσο καλός! Σέ περιμένει μι· διάπλατη άγκαλιά. ’Έλα. ’Έλα νά ξεκινήσουμε, νά φύγουμε άπό δώ. Μήν ξαναβαδίσεις ποτέ στήν στάχτη τού τάφου. Μήν ξαναστήσεις αύτί ν’ άφουγκρασθεΐς τό παραμύθι πού άπαγγέλλουν μέ πάταγο καί μανία μιά σειρά τυφλοί καί φαντασμένοι. Πλανιώνται καί πλα νοΰν. Έλα.

Τόν πηρε άπό τό χέρι κι έπιασαν μέ τά σανδάλια τους, νά παρασέρνουν χαλίκια, νά βαδίζουν, ν’ άκολουθούν   τό μονοπάτι. Της σωτηρίας. Της έπιστροφης.

Καθώς μάς περιέσωσε ή παράδοση, τόσο τόν έκαι νά προκόψει στήν περιοχή της στενής πύλης μέ «τάς μελισταγείς  συμβουλάς καί ίεράς νουθεσίας», ώστε έγιvε παράδειγμα μετάνοιας στήν περιφέρειά τους. Ξανά  πρωτοπόρος στήν «τεθλιμμένη»! Ώ ’Ιωάννη!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 28

Αν ο φιλόδοξος στήν μαιαιόιηια, δέν κουβαλάει  έντός ίου κακία, τοϋ κάκουπλάθει όνειρα. Η γαλήνη έξαγοράζειαι   μέ  τήν άφάνεια. Τά πλοκάμια τοϋ κόσμου, της τρυποϋν τά σωθικά, Πώς έφυγε άπό τον μάταιο   τοϋτο κόσμο, πώς τελείωσε τό έργο της ιεραποστολής του ό τρισευλογημένος τοΰτος Μαθητής; Χύθηκε ολόγυρά μας τό κρασί  τής ζωής, γιά ν’ άπομείνει στόν ούρανό καύχημα. Άπό τό χυμένο ολόγυρα κρασί, άπόμεινε ή άγάπη.

Λένε ότι μετά τήν Πάτμο έμεινε περίπου εϊκοοι τόσα χρόνια στήν ’Έφεσο.

Έπειτα άπό τήν άνάληψη τού Κυρίου καί τήν επιφοίτηση τοΰ Παράκλητου, ό ’Ιωάννης μαζί μέ τόν άδελφό του τόν ’Ιάκωβο καί τόν Πέτρο, έγιναν οί τρείς  βασικοί στύλοι τής Εκκλησίας. Περισσότερο άπό τούς δώδεκα οί τρεις αύτοί έπωμίσθηκαν τήν εύθύνη. Τήν τεράστια εύθύνη. Μέ σκοπό τήν οργάνωση τής αίματοβαμμένης ιερής Κιβωτού. Τής «έν σκότει καί σκιά θανάτου διαπερνώσης τούς αιώνες». Κήρυγμα, άναγγελία, Εύαγγέλιο, αύτοθυσία.

Στήν άρχή τής άποστολής φυλακίστηκε κατά διαταγή τού συνεδρίου καί ύπέμεινε ξυλοδαρμό κοντά στούς άλλους ’Αποστόλους, πράγμα πού όχι μόνο δέν τον  πείραξε, άλλά τό άντίθετο γέμισε τήν ψυχή του χαρά. Μήπως έτσι δέν συνεχίστηκε καί με τήν άνεξάντλητη  φάλλαγγα τών άφοσιωμένων; Κάθε οδυνηρή ή έξευτελιστική πμωρία γιά τό όνομα τοϋ ’Αγαπημένου δέν γεμίζει τήν ψυχή πρωτόφαντη χαρά; Όποιος αμφιβάλλει άς  μελετήσει τήν 'Ιστορία.

Πώς έφυγε άπό τόν μάταιο τοϋτο κόσμο, πώς σφράγισε μέ τό σήμα τής «τελείας» τό έργο τής άποστολής  του; Όπως όλοι. Μέ τόν προσωρινό θάνατο. Μέ  την  εγκατάλειψη τοϋ μικρού πλανήτη καί τοΰ πολύχρωμου κόσμου. Τοΰ κόσμου τών στεναγμών καί τής ματαιότητας. Έφυγε μέ βαθιά χαραγμένη στήν ύπαρξή του  μιά προσδοκία. Τήν προσδοκία τής σάλπιγγας. ’Αλλά  σάν ιδιαίτερο, σάν ξεχωριστό «εύοσμον άνθος Κυρίου», έφυγε μέ βεβαιότητα καί γαλήνη. Κάθε άτομο αιπό μάς τούς ταλαίπωρους της ύλης, τούς κοσμικούς, τρέμει καί οδύρεται σάν έννοήσει τόν θάνατο. Κι άν δεν υψώσει βλέμμα νά στηριχθεΐ στό ιερό Πρόσωπο ιοϋ νικητή τοΰ θανάτου, άν δέν στήσει αύτί στά άθάνατα  «ρήματα τά έπί τού Όρους», φεύγει μέ άγχος παράπονο, θλίψη, πικρία. Τί τίς χρειάζεται ό άληθινός άνθρωπος τοΰ Θεοΰ τίς άπολαύσεις καί τίς άνέσεις τοΰ κόσμου; Όταν έχει κανείς τόν Χριστό μέσα του, είναι απόλυτα αύτάρκης. Ναί, έφυγε μέ βεβαιότητα καί γαλήνη. Έφυγε σέ βαθιά γερατειά. Περίπου 95 χρονών. Γιά τελευταία χρόνια τόν σήκωναν μέ φορείο γιά νά τόν περπατήσουν στήν άγορά, στήν πλατεία, στά στενοδρόμια τής Εφέσου, γιά νά τόν φέρνουν στίς συγκεντρώσεις τών πρώτων χριστιανών. Μόλις καί μεταβίας κινούσε τά χείλη του. Εύθύς άμέσως οί πιστοί σώπαιναν νά τόν άκούσουν. Τότε άκουγαν μιά βραχνή φωνή, σπασμένη: «Τεκνία άγαπάτε άλλήλους, παιδάκια μου ο ένας νά ζεί γιά τόν άλλο».

Κι όταν σέ κατάλληλες στιγμές τόν άναρωτοϋσαν, γιατί λέει συνέχεια, γιατί έπαναλαμβάνει τά ίδια λόγια, τήν ίδια συμβουλή, άποκρινόταν:

        Αμα στους άνθρώπους διατηρείται ή έντολή τής άγάπης, όλα πάνε πρίμα. Γιατί όποιος μέ ειλικρίνεια, θέρμη κι αυταπάρνηση άγκαλιάσει τήν άγάπη, άκουμπά καί παραμένει στά χέρια τοΰ Θεοϋ. ’Αλλά καί ό ϊδιος ό Θεός έρχεται καί παραμένει στήν καρδιά του.

Έφυγε σέ βαθιά γερατειά. Περίπου 95 χρονών. Σάν αίσθάνθηκε δηλαδή τήν ώρα τοΰ στερνοΰ «χαΐρε», ζήτησε άπό τούς μαθητές του καί όσους τόν περιτριγύρίζαν μέ σεβασμό καί άφοσίωση, νά τοΰ έτοιμάσουν τόν τάφο. Γιά νά ένταφιασθεΐ έκούσια καί σιγά, σιγά. Γιά ν’ άφήσει τό χώμα στό χώμα. Ώ, πώς τά κατάφερναν νά συγκρατοΰν τά δάκρυά τους; Κατασυγκινημένοι «λίαν» όταν τούς έζήτησαν τόν τόπο καί τήν θέση τοϋ τάφου λίγο άργότερα, οί μαθητές έτρεξαν πρός τά κεί  άλλά δέν βρήκαν παρά τά σανδάλια του. Δέν βρήκαν τό ίερό του λείψανο. Πουθενά.

«Έάν αύτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ φίλε Πέτρε;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 29


Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ στήν Πάτμο σήμερα, στά τελευταία χρόνια τοΰ αιώνα μας, τί βλέπει, τί αισθάνεται, τί συλλογιέται;

Άν λίγοι βώλοι γης είναι τιμιώτεροι άπό τό άσήμι καί τό χρυσάφι, άν τό χώμα τοΰ πλανήτη μας είναι ή πότνια, ή γεννήτρα μητέρα «έν ή παν δένδον κάρπιμον» προσφέρει ζωή, τί είναι ή σπηλιά όπου γράφτηκε ή μεγαλύτερη προφητεία άπό καταβολής κόσμου; Ή προφητεία τής 'Ιστορίας;

Μιά κολυμβήθρα όπου μέσα της άναβαπτίζεται κάθε  πιστός καί άναγεννιέται.

Γιατί τάχα; Άν στήν σπηλιά τής Βηθλέεμ άντήχησαν  οί πρώτες φωνοΰλες, τά πρώτα βρεφοκλάματα τοΰ Σωιήρα τοΰ κόσμου (ώς άτρέπτως ένανθρωπήσαντος), στήν σπηλιά τοΰ ώραίου τούτου νησιοΰ άκούστηκαν τά οιερνά του λόγια. Έκεΐ ό 'Ύψιστος καταδέχθηκε νά λάβει δούλου μορφή καί νάρθει στόν άλλοπρόσαλλο τοΰτον κόσμο σάν βρέφος, ταπεινός, φτωχός, άσήμανιος. Έδώ έμφανίζεται θριαμβευτής τοΰ σύμπαντος.

Μετά πάσης δυνάμεως καί δόξης». Έκεί  τόν έρχομό του τόν σημάδεψε ό άστέρας. Έδώ τήν παρουσία του, τήν έμφάνισή του, τήν μαρτυρά ή ρωγμή τού βράχου.

Ό άστέρας έφυγε άπόμεινε μόνο άνεξίτηλος σιίς μνι'ι μες. Καί στά ίερά κείμενα. Ή ρωγμή έδώ μένει καί βοά. «Κράζει μεγάλη τη φωνή».

Ρίγη ουγκινήοεως δονούν τού άνοιχτομάτη προο κυνητη ιήν ψυχή. Τού κάθε προσκυνητή. «Έρχου και  ϊδε».

Κι έδώ ή μιά καί μοναδική πραγματικότητα. Ή μία καί μοναδική άλήθεια. Ό Τρισυπόστατος Θεός. Ό Πατέρας, ό Υιός καί ό Παράκλητος. Τριάδα όμοούσιος, καί άχώρισιος. Τρία μέρη, τρεις ρωγμές, σ’ ένα βράχο Μέ τά ίδια συστατικά.

Στό όρος Σινά ό Μωϋσής κατάφερε καί πήρί τα  κλειδιά τής εύλογίας: Τίς δέκα εντολές. Στήν σπηλιά  τής Πάτμου ό κρινόλευκος ’Απόστολος, άξιώθηκε ν' άκούσει τήν τραγική πορεία, άλλά καί τόν θρίαμβο της  αιματοβαμμένης Κιβωτού. Τής Μητέρας, τής ψυχοσώστρας καί άκηλίδωτης. Τής καθαρής άπό κάθε βδέλυγμα, άπό κάθε φθοροποιό πάθος. Τής ’Εκκλησίας. Έκεί  ό νομοθέτης δέν φαινόταν. Πουθενά. Μόνον «άπεκρίνατο φωνή». Έδώ ό άπρόσιτος στήν ούσία όμοιος με γενναίο παλληκάρι, υίός άνθρώπου μέ άτσαλόφραχτη  πανοπλία, κουβεντιάζει καθαρά. Καί ή λαλιά του άκού γεται σάν φωνή «ύδάτων πολλών». Ένα πλήθος άραγε  ποτάμια ή καταρράκτες; «Τούτη είναι ή νίκη. Χίλιες φορές σημαντική καί άξια. Ή νίκη πού ξεπέρασε καί νίκησε τόν κόσμο». Τόν χιλιομολυσμένο. «Ή άτράνταχτη πίστη σας».

Ό ύμνος αύτός γίνεται δρομοδείχτης. Προπαντός γιά τό λιγόχρονο, τό «σκιώδες» πέρασμά μας άπό τόν πλανήτη. Δέν λέμε κάθε τόσο, δέν τό τραγουδούν συνέχεια στά τραγούδια τους οί ποιητές, ότι ό άνθρωπος περαστικός, διαβατάρικο πουλί, ότι ή ζωή του είναι ένα όνειρο, μιά χίμαιρα, μιά θλιβερή γεύση; Αύτός  ύμνος βροντοφωνάζει: «Άνθρωπε, πρόσεξε: Μιά σπηλιά είναι καί ή ψυχή σου. Βαθιά, άνεξερεύνητη. Aξίζει όμως νά άσχολεΐσαι καί νά έρευνας τόν έσωτερικό σου κόσμο. Γιατί καί πώς τάχα βρέθηκες στό πλανητικό τούτο σύστημα, γιατί σέ γέννησαν γονείς, γιατί ζείς ; Μήπως γιά νά μπλέξεις μέ ξεγελάστρες ηδονές της  στιγμής μήπως γιά νά μπερδευτείς μέ τήν φθορά καί τήν ματαιότητα τού κόσμου τής πονηριάς ή γιά νά  ιδρώσεις, νά μοχθήσεις νά μυριαναστενάξεις καί τελικά νή οβήσεις σάν τήν φλόγα ένός κεριού; Όχι, άνθρωπε.

Γεννήθηκες γιά νά γνωρίσεις. Κάποιον πού σέ άγάπησε από καταβολής κόσμου. Κάποιον πού θέλει νά σ’ άνεβάσει , νά σέ φέρει στά ώραΐα καί άσύλληπτα. Στά άκαταλαβίστικα  άπό τή δύναμή σου. Σέ όσα ποτέ αύτί όμοίου σου δέν άκουσε, ούτε ποτέ τά λάλησε γλώσσα.

Προπάθησε νά τόν άναζητήσεις, νά τόν άνταμώσεις.

Προσπάθησε νά σιγακουμπήσεις τήν μικρή καρδιά σου στήν άβυσσο τής άγάπης του. Καί τότε, ώ τότε, θα  αναγεννηθείς. Θά καταλάβεις τήν σημασία τού ρήματος ιιού πρόφεραν τά χείλη του σέ κείνη τήν νυκτερινή  επίσκεψη τού Νικόδημου. Τότε θά στρέψεις τόν άγώνα σου, τίς προσπάθειές σου στήν δική του πλευρά. Θά καταλάβεις γιατί έγινε άνθρωπος, γιατί χλευάστηκε, γιατί σταυρώθηκε, γιατί πέρασε σάν τούς βροτούς άπό τόν Αδη. Γιά σένα δυστυχισμένε. Γιά νά σέ σώσει. Γιά νά σε  φέρει σέ θέση νά νοιώσεις ότι τά ύψηλά, τά άξια, κι μεγαλειώδη, κατορθώνονται μέ τό μονοπάτι τής ύπομονής. Μέ τό στενοδρόμι τής στενής πύλης. Κοντά στους  ταπεινούς μέ τήν άδολη πίστη.

Ναί, αύτός ό ύμνος βροντοφωνάζει: «Άνθρωπε  πρόσεξε. Μιά σπηλιά είναι καί ή ψυχή σου».

Προχωρώντας καί κατεβαίνοντας ό προσκυνητής , τά τρία σκαλοπάτια καθώς «εισέρχεται» στήν ίερή τούτη  θέση, άνάλογα μέ τήν ψυχοσύνθεση του, νοιώθει στα  βάθη τοϋ είναι του μικρή ή μεγάλη δόνηση. Κάτω άπό τούς ιερούς θόλους τοϋ φοβερού αύτοΰ βράχου, όπου έπικρατεΐ σιγή, δέος, γαλήνη, νοιώθει τήν άπεραντοσύνη τών αιώνων. Καί τήν άσημαντότητά του, τόν ψυχοφθόρο του καί «έν άστροις γαλαξιών» γελοίο του ναρκισσισμό. Άν μέσα του έχει άπομείνει «κόκκος συνάπεως» πίστη, άναβαπτίζεται. Καί άναγεννιέται. Οί άγγελοι μέ τίς φιάλες στά δάχτυλα λές καί στέκονται καί περιμένουν τήν παραγγελία. Φόβος καί δέος. Άλλά καί οί σάλπιγγες άπό κάποιο βάθος σιγακούγονται. Ηχώ άπό δάσος. Οί σάλπιγγες τοϋ θριάμβου. Καί της νίκης.

Ή σπηλιά όπου άκούστηκε γιά νά γραφτεί σέ συνέχεια ή Άποκάλυψη, δέν συμβολίζει μόνον μιά κολυμβήθρα. Άλλά καί μιά φωνή. Τήν φωνή τού Έσταυρωμένου: «Άνθρωπε, πρόσεξε. Δέν είσαι ένας δίχως φτερά έρωδιός. Δέν ήλθες στό φώς τής ζωής γιά νά χαθείς στίς θολές γραμμές τών οριζόντων. Ή ζωή σου δέν είναι ένα όνειρο, μιά χίμαιρα, μιά πικρή μόνον γεύση. Σκύψε, άφουγκράσου τήν σιγή τών αιώνων, ερεύνησε λιγάκι στήν σπηλιά τοϋ έαυτοϋ σου. Γιά σένα καταδέχθηκα νά «έκκενώσω έαυτόν», νά γίνω βρέφος στήν άγκαλιά τής Παρθένου. Γιά σένα χλευάστηκα, μα σηγώθηκα καί σταυρώθηκα. Γιά σκέψου λιγάκι, γιά προσπάθησε νά συνειδητοποιήσεις πόσους δριμύτατους πόνους πέρασα άπάνω στόν σταυρό... Γιά σένα νίκησα τον θάνατο. Γιά σένα άναστήθηκα, έγινα πρωτότοκος τών νεκρών καί σοΰ έτοιμάζω στούς ύπεργαλαξίες, σέ  άγνωστές σου ομορφιές, τόπους. ’Αξίζει νά μέ άκολοθήσεις. ’Αξίζει νά σημαδέψεις τά χνάρια τού περάσμαιής μου. ’Αξίζει νά σιγοστενάξεις λίγο στό στενοδρόμι της  άγάπης καί της θυσίας».

Πολύ σωστά ονόμασαν τήν ίερή Σπηλιά στήν Πάιμο άπολιθωμένη Καινή Διαθήκη. «Έγώ εϊμί τό Α καί τό Ω».

Νοσταλγία ραντίζει τό συναίσθημα, πόθο νά βρεθεί  σέ καταλλαγή μέ τόν Δημιουργό του. Νά τοϋ ξαναγίνει θαυμαστής, συνεργάτης, σύντροφός του.

Άλλά συνυπάρχει καί ή άλλη δυστυχώς πλευρά. Η πλευρά κολοσσός πού κατακλύζει σήμερα τόν πλανήτη. Ή πλευρά τοϋ κόσμου. Ή άποψη τής προσωρινότητας καί τής ύλης. Καί κοντά της μιά μουσειακή στασιμότητα. Σ’ αύτήν δέν φαίνονται πουθενά μήτε όρια, μήτε συνοριακές έπάλξεις. Δέν ύπάρχουν ιεροί πόθοι, μήτε νοσταλγίες. Δέν ύπάρχει τίποτα. «Φάγωμεν, πίωμεν αϋριον γάρ άποθνήσκομεν». Είναι ή πλευρά ιής νίκης τοϋ κακοϋ. Ποϋ; Ποϋ άλλοΰ; Πάνω στό άγαπημένο δημιούργημα. Στόν άνθρωπο. Είναι ή έλεύθερη εκλογή κάθε άτόμου καί τών μαζών, τού ύπερενθουσιασμένου άπό τά χρώματα τής τεχνικής πλήθους, ή όποία προτιμάει τήν προσωρινότητα. Τήν φρεναπάτη τής ύλης. Βρίσκεται καί θέλει νά βρίσκεται στήν χώρα πού τρέφει καί έμπορεύεται χοίρους. Στήν χώρα τών Γεργεσηνών. Τρώει, κινείται, χορεύει σάν πίθηκος. Καί λέει στόν Δίκαιο «φύγε».

Όσο κι άν ό Δίκαιος έπιθυμεΐ τήν σωτηρία και  τοϋ πλέον χθαμαλού άμαριωλοϋ, όσο κι άν ή Πρόνοιά του κυκλοφέρνει τά άτομα μέ άμέτρητες εύκαιρίες μετάνοιας, δυστυχώς έλάχιστοι συνετίζονται. Ελάχιστοι άνοίγουν τά μάτια καί βλέπουν. Οί πολλοί, προτιμούν τήν προσωρινότητα, τήν ώρα, τήν στιγμή.

Ώ, τρισμέγιστε Θεολόγε ’Ιωάννη, διαλεκτέ Άπόστόλε τής παρατάξεως Κυρίου, σύ πού πάλαιψες μέ τόν Κύνωπα δίχως ύποχωρήσεις καί συμβιβασμούς καί μόνος, ολομόναχος όρθωσες τό άνάστημά σου καί τά έβαλες μέ άρχές καί έξουσίες καί τυράννους γιά τήν μυριάκριβή μας πίστη, λυπήσου άγαπημένε, τόν ορθόδοξο Ελληνικό λαό μας. Γιά δές, κομμουνιστές, μεταρρυθμιστές, μασόνοι, άδιάφοροι έγωπαθείς, έπήλυδες, κληρικοί καί υλιστές διευθύνουν τήν αίματόβρεκτη μέ τό αίμα τοΰ Γολγοθά, Μητέρα. Τήν βασανίζουν, τής άποστεροΰν τά παιδιά της, τήν ταλαιπωρούν σάν τόν Άννα καί τόν Καϊάφα. Πόσο θ’ άντέξει τό λεγόμενο μικρό ποίμνιο;

Ώ, τρισμέγιστε Θεολόγε ’Ιωάννη τής παρατάξεως τοΰ Κυρίου, σύ όπου στόν μυστικό Δείπνο, ήσουν δίπλα στόν «Κρυπτόμενο» καί άκούμπησες τό παρθενικό σου μέτωπο στό παντοκρατορικό στήθος καί πήρες θάρρος καί τόν ρώτησες ποιός θά τοΰ γίνει προδότης, λυπήσου τόν προδωμένο καί άπό τίς προπαγάνδες τών έχθρών χιλιοκομματισμένο λαό μας. Σύ, πού τήν άγρια έκείνη νύχτα τόν άκολούθησες στίς αύλές τών βασανιστών του καί δέν τόν έγκατέλειψες στιγμή γιά νά μάς βεβαιώσεις μέ άτράνταχτα επιχειρήματα τήν θριαμβική νίκη τοΰ θανάτου, λυπήσου τή νεολαία μας πού τήν ταλανίζει σάν τόν δαιμονισμένο τής χώρας τών Γεργεσηνών ό άντίμαχος καί τήν πυρπολεί μέ φλόγες ολέθρου.

Ώ τρισμέγιστε Θεολόγε Ιωάννη, της παρατάξεως Κυρίου, υιέ της βροντής καί της άγάπης, έχθρέ τών Αιρέσεων, υιέ της σταθερότητας, τής γαλήνης, της άνυποχώρητης έπιμονής στήν μία, καθολική καί Άποστολική   μας Εκκλησία, σύ πού ή άγάπη σου γιά τόν Σωτήρα νίκησε τόν τρόμο τόν όποίο  σκορπούσε ολόγυρά σου η τυραννία καί ή ’Ιουδαϊκή δολιότητα, σύ πού στάθηκες κάτω άπό τόν αίμοστάζοντα σταυρό δεύτερο παιδί τής Παρθένου, άκούγοντας τά θεϊκά χείλη νά σοΰ έμπιστεύονται τήν εύγενέστερη ψυχή τής οικουμένης, τό "Μητροπάρθενον κλέος», λυπήσου μαζί μέ τήν Πάτμο, καί τήν μικρή μας Πατρίδα. Καί παρακάλεσε τόν Λυιρωτή νά τήν προστατέψει, νά τήν φέρει νικήτρια μέ τό λάβαρο τοΰ σταυροΰ, ξανά κοντά Του. Νά ξεπεράσει τόν μολυσμό, τίς φλόγες, νά ξεπεράσει τήν άπειλή τής τιμωρίας, γιά νά ξανασταθεϊ όπως πάντοτε, όπως καί τότε στό βδέλυγμα τής έρημώσεως στήν Τουρκική βαρβαρότητα καί άπολυταρχία, Φάρος. ’Ορθοδόξου πίστεως, φωτός καί διδαχής. ’Αμήν.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από το Ββλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©ΠΗΔΑΛΙΟΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |