Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής
Αφηγηματική βιογραφία
Ιερά κοίμησις και μετάστασις Θεοτόκου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
ΕΠΕΙΤΑ άπό τήν ίερή κοίμηση καί μετάσταση
τής ύπεραγίας Θεοτόκου, ή όποια καί άποκαλύφθηκε άπό τήν άπουσία τοΰ Θωμά
(Σημείωσις Ή ιερά Παράδοση μάς λέει ότι ή μετάσταση άποκαλύφθηκε όταν ό
’Απόστολος Θωμάς ό όποιος απούσιαζε τήν ημέρα της κηδείας γύρισε σέ λίγες
ημέρες καί ζήτησε νά προσκυνήσει τήν Θεομήτορα στόν τάφο. Άλλά δέν ύπηρχε
σώμα.) στήν κηδεία, ό Ιωάννης είχε δύσκολο, τραχύ καί άνηφορικό δρόμο νά
διανύσει. Άνοιγε ή πόρτα τοΰ σταδίου. Γιά εξετάσεις, άθληση. Στίς άποστερνές
γραμμές τού ίεροΰ του Εύαγγελίου μάς άφηγεΐται τήν άποκατάσταση τού Πέτρου σάν
κορυφαίου στό άποστολικό άξίωμα καί μάς άποκαλύπτει έκεΐ τόν διάλογο μεταξύ
Θεού καί άνθρώπου.
Ό Πέτρος στά τρία έρωτήματα τού «έκ
νεκρών» Άναστημένου, έπανόρθωσε τό άμάρτημα τής τριπλής άρνήσεως καί τότε ό
θεάνθρωπος τόν πληροφορεί ότι δέν θά έπανελάμβανε ποτέ παρόμοιο λάθος.
Ακολουθεί ό διάλογος:
—
Αλήθεια, σοΰ λέγω, όταν ήσουν νεώτερος, έζωνες μονάχος τόν εαυτό σου καί
βάδιζες όπου ήθελες. "Οταν όμως άργότερα θά γεράσεις, θά σέ συλλάβουν, θά
σέ άναγκάσουν ν’ άπλώσεις τά χέρια. Καί άλλος θα σέ ζώσει. Θά σέ οδηγήσει σέ
τόπο άνεπιθύμητο. Κοντολογής, θά σέ σπρώξει στό μαρτύριο, γιά τό όποιο θά
στέργεις βέβαια νά ύποστεϊς, όμως σάν άνθρωπος θά τό άποστρέφεσαι.
Τελειώνοντας τήν προφητική διαβεβαίωση,
συνέχισε:
—
Άκολούθησέ με.
Έτσι καθώς σιγοβάδιζαν, ξάφνου ό Πέτρος
έστρεψε τό βλέμμα πρός τά πίσω καί βλέπει τόν Μαθητή όπου άγαπούσε ό ’Ιησούς νά
σιγοπερπατάει, σέ μικρή άπόσταση. Περιέργεια κέντησε τήν καρδιά του.
—
Κύριε, ρώτησε, σ’ αύτόν τί έπιφυλάσσεται;
Κι έδώ σ’ αύτό τό σημείο θαυμάζουμε τήν
θεϊκή οικονομία. Σέ ύψος καί βάθος.
—
Ύπόθεσε, άποκρίνεται ό ’Αναστημένος, ύπόθεσε ότι θέλω αύτός νά μείνει
στήν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Ώσαμε νά έλθω κατά τήν δεύτερή μου παρουσία. Τί σ’
ένδιαφέρει; Τί θά κερδίσεις άν πληροφορηθεϊς καί μάθεις τί θ’ άπογίνει τούτος;
Σύ άκολούθα με στό πικρό χρέος καί φρόντιζε γιά τήν σωτηρία σου.
Καί προσθέτει ό ιερός Εύαγγελιστής τήν
περίφημη περικοπή: «Έξήλθεν ούν ό λόγος ούτος εις τούς άδελφούς ότι ό μαθητής
έκεϊνος ούκ άποθνήσκει. Καί ούκ εϊπεν αύτώ ό ’Ιησούς ότι ούκ άποθνήσκει, άλλ’
έάν αύτόν θέλω μένειν έως έρχομαι τί πρός σέ;» Υποθετικά δηλαδή ρώτησε ό
Κύριος: «Άν θέλω νά μείνει τούτος ώσαμε νά ξανάλθω, σέ νοιάζει;»
Υπάρχει κάποια παραδοσιακή πληροφορία,
κατά διαβεβαίωση τού Τερτυλλιανοϋ, ότι άκολουθώντας ό νεώτερος Μαθητής τό
άποστολικό χρέος, μετά τήν κοίμηση καί μετάσταση της Παρθένου, ταξίδεψε
κατευθείαν στήν Ρώμη. Καί κεΐ οί άδίστακτοι τής Ρωμαϊκής έξουσίας τόν
κυνήγησαν, τόν έπιασαν, τόν έρριξαν σέ βραστό λάδι γιά νά τόν θανατώσουν. Άλλά
τελικά καί κατά θαυματουργικό τρόπο, τόν διαφύλαξε ό Αγαπημένος του. Ξέφυγε,
γλύτωσε, ξαναγύρισε στήν Έφεσο. Βέβαια δέν μπορούμε καί πάλι νά ψηλαφίσουμε τίς
λεπτομέρειες σ’ αύτή τήν περιπέτεια. Μόνον άποσπάσματα διασώθηκαν άπό άπόκρυφες
πράξεις, οί όποιες γράφτηκαν άπό κάποιον συγγραφέα «Γνωστικίζοντα» κατά τά τέλη
τού δεύτερου αίώνα. "Οσα άργότερα κατά τίς άρχές τού πέμπτου αίώνα,
παρουσίαστηκαν άπό κάποιον άλλο, ό όποιος καί προβάλλει σάν συγγραφέα τόν
Πρόχορο (έναν άπό τούς έπτά διακόνους) καί κατάφερε τό κείμενό του νά διαδοθεί
σ’ Ανατολή καί Δύση καί νά μεταφρασθεΐ σέ διάφορες γλώσσες, δέν κατέχει
σφραγίδα «αύθεντικότητος». Οί νεώτεροι μελετητές καί θεολόγοι τό χαρακτηρίζουν
«Ψευδοπροχόρειο άφήγηση». Γι αύτό όποιος άσχολεϊται μέ βιογραφικά κείμενα,
χρειάζεται στίς λεπτομέρειες νά προσέχει πολύ καί νά μήν έπιτρέπει ποτέ στήν
φαντασία του νά προσθέτει φανταστικά ή άνεξέλεγκτα συμβάντα. 'Ωστόσο καί πάλι
φαίνεται ότι ό πυρήνας τής «ψευδοπροχορείου» τούτης άφηγήσεως δέν «άφίσταται»,
δέν άπομακρύνεται κατά πολύ τών «όντως πεπραγμένων». Ό μελετητής τό διαπιστώνει
μόλις έπισκεφθεΐ σήμερα τήν Πάτμο. Ό λαός, πάντα εύφάνταστος, μπορεί νά
παρασύρεται, όμως κατά βάθος ό,τι διατηρεί σάν άληθινό έχει τό θεμέλιό του, τήν
βάση του. Τά ιστορικά του ντοκουμέντα. Έπειτα οί χριστιανοί, ξέρουμε καλά ότι
μετά τήν Πεντηκοστή, καθοδηγεί καί διαφωτίζει τήν Εκκλησία ό Παράκλητος.
Γίνονται βέβαια καί διαδίδονται «πλεϊστα όσα» δίχως τήν εύλογία του καί τήν
θέλησή Του. Άκόμη καί παρεμβολές τοΰ άνπχρίστου. Αύτά όμως σβήνουν σάν
έντυπωσιακές σαπουνόφουσκες. Ό χρόνος τά ξεσκεπάζει σάν παλιανθρωπιές, σάν
σκουπίδια. Τά λαμπερά, παραμένουν άστέρια. "Ωσαμε τήν συντέλεια. Ό χρόνος
τά σέβεται, μήτε κάν μπορεί νά τά ξεθωριάσει. Γιά νά έπιτρέψει λοιπόν ό
Παράκλητος νά ριζωθούν μέ σημεία στίς ψυχές τών μεταγενεστέρων άρκετές
χαρακτηριστικές πράξεις τοϋ «Ήγαπημένου», δέν μπορεί παρά νά έχουν καί άρκετή
δόση πραγματικότητας. Γι αύτό μαζί μέ τό σύνολο σχεδόν τών πιστών τής
’Ορθοδοξίας, στό άφηγηματικό μας εδώ κείμενο, θά παραδεχθούμε εύλαβικά τά πιό
χαρακτηριστικά άπ’ αύτά τά γεγονότα. Τό φωνάζουν άλλωστε τά σωζόμενα μνημεία,
τό διαλαλοΰν οί Πάτμιες άκροτοπιές.
Φαίνεται μετά τήν επίσκεψη στήν Ρώμη, ό
έπιστήθιος τού Χριστού άρχισε τήν ιεραποστολική του δράση στήν Έφεσο. Σήμερα,
ύστερα άπό τήν κατάληψη τών Τούρκων τής Μικρασίας, δύσκολα κατορθώνουμε νά
άναπαραστήσουμε ή καί νά φαντασθοΰμε τήν Ελληνιστική άκμή κατά τήν έποχή τού
Χριστού καί τών Αποστόλων. Οί άξεστοι πλιατσικολόγοι Τουρκαλάδες, άρπαγες,
τεμπέληδες, νωθροί καί άγράμματοι, ρήμαξαν όλα τά ώραϊα. Τίς γραφικές
Μικρασιατικές άκτές μαζί μέ τήν «Μυρόεσσαν Ιωνίαν», τίς έχουν πιά μεταβάλει σέ
μικροπολιτεϊες καί χωριουδάκια, δίχως ιδιαίτερο χρώμα.
Άν φαντασθοΰμε τήν Αθηναϊκή Ακρόπολη, τό
Έρεχθεΐο, τόν Παρθενώνα στήν άκμή τους καί προσθέσουμε άρκετά καλλιμάρμαρα
κτίρια Ίωνικοϋ ρυθμοΰ, τό δικαστήριο, τόν Δήμο, τήν άγορά, άλλά καί άλλα
κτίρια, διαμονές άρχόντων, καταμπροστά μας, έχουμε τήν ώραία έκείνη Έφεσο.
’Αντί γιά τόν Παρθενώνα, ό περίφημος ναός τής θεάς Άρτέμιδος. Μεγαλοπρεπέστατος
σέ έκταση, ύψος καί τέχνη. Όσο κι άν ή ψυχή κυλιέται στά ψυχοφθόρα πάθη, ποτέ
δέν παύει νά άναζητάει τόν Δημιουργό της. ’Αόρατη, άοράτως. 'Η άρτεμις τών
Έφεσίων, καταστάλαγμα τής άνθρώπινης άνατάσεως καί τεχνικής δημιουργίας, τής
«κατ’ εικόνα καί όμοίωσιν Θεού ζώντος» ψυχής, ήταν ένα άριστούργημα
άρχιτεκτονικής, ένα λατρευτικό καλλιμάρμαρο μέγαρο, ένα επιβλητικό δημόσιο
κατασκεύασμα.
Ό ’Ιωάννης άπό κεϊ άρχίζει τήν
ιεραποστολική του πορεία. «Άνδρες Έφέσιοι, δέν είναι ή θεά πού προσκυνάτε
ζωντανή ύπαρξη. Φέρνει, όπως όλοι γνωρίζετε, άπαρχή, χρονικά όρια, όπου
σημαίνουν καί τέλος. Δυό δυνάμεις υπάρχουν αιώνες καί αιώνες σέ αύτόν τόν
κόσμο. Δυό θά παραμείνουν ώσαμε τό τέλος. 'Ώσαμε τήν καταστροφή του. Ό άληθινός
Θεός, ό ’Εσταυρωμένος ’Ιησούς Χριστός καί ό άντίμαχός του, ό ξεγελαστής, ό
όποιος καί σάς παραπλανά. Όσο κι άν φωνάζετε «μεγάλη ή Άρτεμις», ματαιοπονείτε.
Είναι οί άόρατοι δαίμονες, οί όποιοι μέ ζοφερά φαινόμενα, μέ μυθοπλαστικές
παραστάσεις, σάς παραπλανούν. Τήν ’Αρτέμιδα ποιός τήν είδε σάν ζωηφόρο δύναμη;
Ποιός τής έφτιαξε τό είδωλό της: Ή φαντασία τών προγόνων σας. Καταμεσής σέ
άγνοια, άναζήτηση, πνευματικό χάος».
Πώς ό έβραϊος αύτός τό παρατολμοΰσε νά
σπείρει στά καλά καθούμενα τέτοιες καινοτομίες; Πώς δέν λογάριαζε τήν άσφάλεια
καί τήν ζωή του; ’Από τήν κοσμοξακουσμένη τούτη Άρτέμιδα αποζούσαν Ιερείς,
τεχνίτες, άργυραμοιβοί, χαράκτες, χρυσοχόοι. Έστεκε ό προσπορισμός άλλά καί τό
καμάρι της περιοχής τους. «Άνδρες Έφέσιοι, τί γίνεται μέ τήν ψυχή σας, όταν τό
σώμα πεθάνει; Τό έξετάσατε ποτέ;»
Καινούργια, άλλόκοτη, άλλά συγκλονιστική
διδαχή, τό κήρυγμα τούτο έπεφτε κόμπος δροσιάς, βροχούλα, σέ βράχια. Σέ άνυδρη
καί χιλιοδιψασμένη γή. «Άνδρες Έφέσιοι, δίχως τήν άγάπη δέν τό μπορείτε νά
εύτυχήσετε, μήτε νά ξεψυχήστε μέ άγκυρα τήν έλπίδα».
Ημέρα μέ τήν ήμέρα, καταμεσής, στήν πόλη ή
χριστιανική μειοψηφία κέρδιζε έδαφος, άποκτούσε οπαδούς. Ή χριστιανική
κοινότητα λαμποκοπούσε. «Καί τό Φώς έν τή σκοτία φαίνει». Ή άλήθεια δέν έχει
άνάγκη άπό κράχτες, άπό συνηγόρους. Μήτε άπό ειδικευμένους προπαγανδιστές. Πέφτει
στίς καρδιές σάν τόν σπόρο στό χωράφι. Ποιό τό έργο τοΰ σποριά; Εύκολώτατο. Νά
βγει, νά χαρεϊ τόν ήλιο, νά σκορπίσει ολόγυρα τόν σπόρο. Άπό κεϊ καί πέρα
υπάρχει καί ενεργεί ή άόρατη δύναμη. Ή κατεστημένη θεϊκή δεξιοτεχνία. Ή άγνωστη
στόν κόσμο τής ύλης καί τού σύμπαντος δύναμη, όπου άργοχάραξε ό «Παντεχνήμων
Λόγος». Οί οπαδοί τού ’Ιωάννη άρχισαν νά κεντρίζουν, νά τσιμπούν, νά ένοχλοΰν
τά συμφέροντα τών είδωλολατρών, νά δυσαρεστοΰν τούς Έφεσίους.
Ή Ρωμαϊκή έξουσία συνεπαρμένη άπό τό
Ελληνιστικό άρχαΐο πνεύμα, καί τήν ’Ολυμπιακή μυθολογία του, ύποταγμένη σχεδόν
σ’ αύτό, πέρα άπό τόν Μωσαϊκό νόμο, δέν πολυεπέτρεπε καινούργιες διδασκαλίες. Ή
άνέκαθεν βασανισμένη άνθρωπότητα όλο καί ξεφούρνιζε άρετολογίες, θρησκευτικές
καινοτομίες, προσπάθειες ίδρύσεως αιρετικών διδασκαλιών. Όμως προτού χρειασθεΐ
νά τίς καταδιώξουν η ν’ άσχοληθοΰν μαζί τους, μία μία έσβηναν, ξέφτιζαν, χάνονταν σάν
πυροτέχνημα. Σάν τίς μικροφωτιές τού δικού μας Κλάδωνα. Ωστόσο μέ τούς
χριστιανούς τώρα τό πράγμα ήταν σέ διαφορεηκή φόρμα, δέν σήκωνε άδιαφορία. Ή
διδασκαλία τούτη άπό στιγμή σέ στιγμή, φύτρωνε άξεπέραστα στίς καρδιές. Τά
λόγια δέν έμεναν όπως στίς άρετολογίες, λόγια. ’Ακολουθούσαν πρωτόφαντα σημεία.
'Ολοζώντανα, καταπληκτικά. ’Ακόμη καί νεκροί άνασταίνονταν! «Τί θαυμαστότερον
τούτου;»
Ποιός πήγε καί κατέδωσε στήν Ρωμαϊκή
έξουσία τόν ’Ιωάννη; Έφέσιος, έβραϊος ή ειδωλολάτρης; Άγνωστο πιά γιά μάς. Ό
Καρδιογνώστης, τό ξέρει.
Τό βέβαιο είναι ότι ό αύτοκράτορας
Δομετιανός (8196 μ. X.), φανατικός Ελληνιστής καί λάτρης τών άψύχων τής τέχνης,
τών κατασκευασμάτων τής τεχνικής λεξιθηρίας, τών σχημάτων τής καμπύλης, μέ τήν
καταπληκτική τούτη αύξηση, σέ όλη σχεδόν τήν έπικράτεια, τών οπαδών τού
’Εσταυρωμένου, μούγγριζε σά λέοντας. Υπέγραψε άνάλγητο διωγμό, κυνηγητό,
έλεγχο, καταστροφή. Οί συμφεροντολόγοι τής Άρτέμιδος έτριβαν τ’ άκροδάκτυλά
τους. Γλύτωναν μιά γιά πάντα άπό τόν άντίστροφο άνεμο. Άπό ώρα σέ ώρα περίμεναν
τήν σύλληψη καί τήν εκτέλεση τού Αποστόλου.
Όμως άπό όσα ξεστόμισε ό Ναζωραίος,
τίποτα, τό παραμικρό, μήτε μισό γιώτα δέν θ’ άλλαζε. Μήτε κάν μέγεθος τελείας ή
στιγμής δέν θά ξέφτιζε, δέν θά χανόταν. Αφού τόνισε λοιπόν, στόν Πέτρο ότι ό
στηθοσκόπος Μαθητής δέν πρόκειται νά ύποστεΐ μαρτυρικό θάνατο, πώς μπορούσε
άλλοιώς νά γινόταν; Τού κάκου, oi έχθροί τοΰ Ευαγγελίου περίμεναν τήν
ολοκληρωτική έξόντωση. Ή άπόφαοη όμως έπειτα άπό τήν καταγγελία γιά τούς
χριστιανούς στήν ’Έφεσο, φάνηκε τραγική. Ό ’Απόστολος συνελήφθει. Τόν έδεσαν μέ
άλυσίδες, καί τόν έρριξαν στά μπουντρούμια. Τί άραγε θά τόν έκαναν; Θά τόν
άποκεφάλιζαν ή θά τόν έσταύρωναν; Αύπη κατακυρίευσε τίς καρδιές. Τό γλυκολάλητο
έκεϊνο στόμα θά έπαυε πιά ν’ άκούγεται. Μήτε στή συναγωγή, μήτε στήν άγορά μήτε
κάν στά σταυροδρόμια. Θεέ μου, πόση όρφάνεια, πόση έλλειψη, πόση λυγμική
τάση...
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ5
ΚΑΙ οι κλεψύδρες σημάδευαν συνέχεια τόν
χρόνο
Στά παράλια της Μικρασίας. Μεσάνυχτα,
σκοτάδι βαθύ. Στήν θάλασσα περισσότερο. Κάπου έκεϊ, στό έπίνειο τής Εφέσου, στό
πλακόστρωτο, στό μουράγιο, σέρνουν κάποιον δεμένο. Κατάδικο γιά έξορία. Κάποιο
καράβι, χαμηλά έκεϊ, τόν περίμενε. Μέ τά πανιά έτοιμα ν’ άνοίξουν. Ό
καπετάνιος, ό βοηθός, μερικοί άπό τό τσούρμο, άνθρωποι ψημένοι άρμύρα,
φουρτούνα καί θάλασσα, καθώς χαχάνιζαν μέ τόν εύνοϊκό άγέρα καί
θαλασσοκουβέντιαζαν, σάν άντίκρυσαν τό πρόσωπό του, πλάι σέ κάποιον πού τού
παράστεκε, ξαφνιάστηκαν.
Μέτριος στό άνάστημα, ψηλομέτωπος,
ντροπαλός, καλόβολος, σά νιογέννητο άρνί, άγαθός, μέ δυό γλυκύτατα μάτια. Τό
καταλάβαινες. Τόξευαν άγάπη. Καί ύπομονή. Δυό μάτια όπου μόλις καρφώνονταν στά
δικά σου, σέ μαγνήτιζαν. Καί σ’ έφερναν σέ σκέψη.
— Ό καιρός θαυμάσιος καπετάνιε, άκούστηκε
κάποιος νά λέει.
—
Άν πέρα στό μπουγάζι στήν Σάμο δέν πάρει στροφή αύριο μεσάνυχτα, θά
ξαναπατήσουμε στεριά, άποκρίθηκε λαλιά γέροντα άπό τό τσούρμο.
Ήταν ή έποχή δπου ή ναυτική τέχνη
άπαιτοϋσε πρακτική έξάσκηση. Μακροχρόνια. ΠαΜηκαριά, θάρρος, έμπειρία. Δέν
γινόσουν εύκολα καί μέ σπουδές σέ μαυροπίνακες, τότε ναυτικός. Χρειαζόταν ν’
άντιμετωπίζεις άπό στιγμή σέ στιγμή άνέμους, τσαλιμάκια τών κυμάτων, νά μελετάς
τ’ άστέρια, τήν κόψη καί τήν πορεία τοϋ φεγγαριοϋ, κάθε κίνηση στό σκάφος.
Κοντολογής νά ρογιαστεϊς άπό παλληκαρόπουλο μοϋτσος καί νά μαθητέψεις σέ
θαλασσόλυκους.
Καταγεμάτο πραμάτειες τώρα τό σκάφος,
σήκωσε άγκυρα, κι άνοίγοντας πόντο μέ πόντο τά πανιά, άργοκυλοΰσε. Μέ τό
βραδινό άγέρι. Πάπια τοΰ γιαλοΰ, στά γαλανά νερά τοΰ Αιγαίου. Άφοΰ τοποθέτησαν
τέσσερις Ρωμαίοι στρατιώτες τόν άλυσοδεμένο στ’ άμπάρι, έπιασαν νά τραγουδούν
τό: «Ρώμη κραταιά καί κοσμοξακουσμένη». Τό φεγγάρι δίσκος άργοκίνητος μέ τήν
θαμπογραμμή του, τρεμόπαιζε, χαϊδεύοντας τό κΰμα.
—
Ποιά άκριβώς, είναι, τίμιε ’Απόστολε, ή τελεσίδικη άπόφαση τοΰ Καίσαρα;
ρωτάει νοιώθοντας ριγηλή ανατριχίλα τόν άλυσοδεμένο, ό νεώτερος όπου δέχθηκε νά
τόν άκολουθήσει. Στήν ζωή καί στόν θάνατο. Ό άφοσιωμένος.Νά τόν ονομάσουμε καί
μείς Πρόχορο; Γιατί όχι; Μιά καί τετρακόσια χρόνια άργότερα ή παράδοση τόν
παραδέχτηκε μ’ αύτό τό όνομα, γιατί νά σταθούμε σέ μάταιες μικρολεπτομέρειες;
Κι άν άκόμη δέν ήταν ό διάκονος, ό ένας άπό τούς επτά, ό συνάδελφος τοΰ
πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μποροΰσε νά ήταν μιά διαλεγμένη ψυχή πού έφερνε τό
διαδεδομένο τότε στούς χριστιανούς, τούτο κάλεσμα.
—
'Όπως μάς τό άνάγγειλαν στήν ’Έφεσο.
—
Δηλαδή;
—
Προσώρας, έξορία.
—
Στή νήσο Πάτμο;
—
Φυσικά.
—
Διά ιόν λόγον τοϋ Θεοΰ καί τήν μαρτυρία Ίησοϋ Χριστοϋ ιοϋ ’Εσταυρωμένου.
Καί άναστάντος νικηιοϋ.
—
Μάλιστα.
—
Εϊη τό όνομα τοΰ Κυρίου εύλογημένον.
—
’Αμήν.
Καί οί κλεψύδρες σημάδευαν, τόν χρόνο.
Καθώς ό γεροχρόνος προχωρεί καί τό
νυχτερινό αγέρι άνεμοδέρνει τά πρόσωπα, οί ναύτες, οί «έντεταλμένοι», μαζί μέ
τήν φρουρά νά παραδώσουν τόν καταδικασμένο γιά έξορία στόν έντόπιο ήγεμόνα τού
νησιού, χασμουριούνται. Καί σέ λίγο γέρνουν όπου βροΰν κι αρχίζουν νά
ροχαλίζουν. Ό Πρόχορος όσο κι άν χτυπάει χάμου τά σανδάλια του γιά νά κρατηθεί,
τού κάκου. Οί ταλαιπωρίες τής προτεραίας τόν έχουν τσακίσει. Τόν έφτασαν νά
γίνει ράκος. Κρατώντας τό άλυσοδεμένο χέρι άνάλαφρα, γέρνει μέ τήν σειρά του
πλάι στόν κατάδικο. Καί παραδίδεται στό πρόσκαιρο, στό λυτρωτικό τής λησμονιάς
ξετύλιγμα. Σιγανό τώρα τραγούδι άντηχεΐ ψηλά άπό τή μεριά τής λαγουδέρας.
Κάποιος ναύτης τώρα σιγοτραγουδά νοσταλγικά.
Ό ’Ιωάννης συλλογιέται. Τόν παρατσάκισαν
κι αύτόν οί ταλαιπωρίες. Τόν έκαναν ράκος. Όμως άντέχει, δέν πολυνυστάζει. Καί
συλλογιέται. Κάθε συλλογισμός “εναλλάσσεται» παίζει τραμπάλα μέ άλλον. Καί γιά
νά τούς ξεχωρίζει κάθε τόσο άναφωνεϊ: «Μεθ’ ήμών ό Κύριος. Εύλογητός εις τούς
αιώνας». Ώ, ναί, ό Χριστός, τό χρυσαστέρι τών αιώνων, κέντρο παρηγοριάς,
μυστικής άνεκλάλητης χαράς, κάθε διωγμένου «ένεκεν τού Εύαγγελίου». Τί νά
πρωτοθυμηθεϊ άπό τόσα παράδοξα, άπό τόσα άποκαλυπτικά; Τήν ύπερφυσική Γέννηση;
Τό πλήθος τής «στρατιάς τών αίνούντων καί λεγόντων τό Δόξα έν ύψίστοις καί επί
γής ειρήνη;» Τόν ιερό Πρόδρομο; Τήν τόλμη του καί άπό τά γύναια τής αισχύνης
άδικοσφαγή του; Τήν πρώτη στήν άκρογιαλιά τής Γαλιλαίος πρόσκληση; Τά μύρια
τόσα θαύματα, ή τό βάδισμά Του καταμεσής στό άπειλητικό κύμα καί τόν Πέτρο; Ώ,
ναί, ένώ τήν προτεραία τό θαύμα τών πέντε άρτων είχε καταπλήξει τούς όχλους καί
καθώς στούς δρόμους συζητούσαν ότι ό Μεσσίας θά έτρεφε τό Ισραήλ, δίχως οί
κάτοικοί του νά τσακίζονται στόν άγώνα τοΰ έπιουσίου, ίδού μόλις τήν επομένη
φουρτούνιασε ή θάλασσα ώωπ, οί πρωτεργάτες, οί πιστοί άκόλουθοι, οί μαθητές,
ξαναβρεθήκανε σέ ταραχή. Σέ φόβο, σέ πτώση... Ώ, ναί, κάθε συλλογισμός
μπερδεύεται μέ άλλον. Καί τόν άναγκάζουν νά άναφωνεΐ: «Καί Θεός ήν ό Λόγος».
Οί σκιές έναλλάσσονται. Τό φεγγάρι μιά
κονταίνει, μιά μακραίνει. Συλλογιέται καί τήν Μεταμόρφωση, τό Θαβώρειο Φώς, τήν
προτίμηση τοΰ κορυφαίου «Καλόν έστιν ημάς ώδε είναι». Συντραβιέται στόν φρικτό
Γολγοθά. Στό αίμα, στίς πληγές. Ξαναπερνά άπό τήν μνήμη τήν μεγαλύτερη μάχη τών
ύπάρξεων μέσα στήν όποία Εκείνος «έν σαρκίω κρυπτόμενος» ψηλά στόν άτιμωτικό
σταυρό ένίκησε κατά κράτος τόν κόσμο. Τήν άπατηλή λάμψη του, τίς άόρατες
δυνάμεις. Τοΰ φόβου καί τοΰ σκοταδιού. Ένα σμάρι δηλαδή κεφάλια λερναίας ύδρας.
Γιά νά στήσει στά σύμπαντα άθάνατης δόξας τρόπαιο. Πόσο άλήθεια άσύλληπτο, πόσο
μεγαλειώδες τό σχέδιο τοΰ Ύψίστου! Άβυσσος άγάπης. Μέ τήν σφαγή τοΰ Άρνίου,
νικώντας τόν κόσμο τής άπάτης, τοΰ παράνομου χλευασμού, τής μαύρης δυναστείας,
τοΰ πάθους, τόν πλάνο παλιάτσο τής προσωρινότητας, άνοιξε ό δρόμος. Άπό τό χώμα
καί τήν λάσπη, ώσαμε τόν άόρατο Θρόνο. Ό δρόμος όμως δέν άγκαλιάζει. Απαιτεί
άπόφαση, ξεκίνημα, υπομονή. Τής ζωής. 'Ολάκερης τής ζωής. Άχ πότε οί λίγοι θά
γίνουν πλήθος; Πότε θά ολοκληρωθεί ή νίκη γιά τό γένος, πότε, ώ πότε ή
βασανισμένη άνθρωπότητα θά έγκολπωθεΤ τήν Αλήθεια, τήν πραγματική, τήν μία καί
μοναδική, πότε θά ξυπνήσει άπό τή νάρκη τής λεωφόρου γιά νά καταλάβει κατά πού
πέφτει τό μαγικό μονοπάτι, τό γιδόστρατο τής εύτυχίας;
Ξάφνου φυσάει άπότομα. Παρατηριέται
φουσκονεριά. Μουλωχτή. Σέ λίγο περισσότερο, άκόμη περισσότερο. Άπό τήν άμέριμνη
πλεύση, τήν καταγεμάτη προσδοκίες, συλλογισμούς, πικρόγλυκες άναμνήσεις,
θαλασσοταραχή, φουρτούνα. Απροσδόκητη. Έτσι ξαφνικά, στά καλά καθούμενα. Καί
βρίσκονται μακρυά άπό στεριά. Δέν είχε άδικο ό καπετάνιος. Στά νερά τής Σάμου ό
καιρός άλλαξε. Πήρε κιόλας στροφή. Τό μπουγάζι πάντα κάνει τσαλιμάκια.
—
Θάλασσα μπαμπέσα, ξεγελάστρα, φαρμακερή, στενάζει κάποιος άπό τούς
ναΰτες.
Ή θάλασσα άμα θυμώσει δέν άστειεύεται.
Καθώς τό καράβι κλυδωνίζεται, λαφιασμένα κύματα τού χτυιιοΰν τήν πλώρη καί τό
φέρνουν κάτω, χαμηλά, σέ βάθος άφανισμοΰ.
—
Χόποτα χόπ, χανόμαστε καπετάνιε! κλαψουρίζει ένας
κοκκινογένης στήν κουβέρτα.
—
Όρτσα μάινα τά πανιά, προσοχή στό πλωριό κατάρτι, θά μάς σπάσει,
βροντοφωνάζει έκεΐνος.
Άπό άμέριμνο τό ταξίδι, γίνεται δραματικό.
Ή ορμή στό Αρχιπέλαγος δέν παίζει. Μικροί
μεγάλοι ρίχνονται νά συμμαζεύουν, νά ξεσαβουρώνουν, νά πετοΰν στά
κύματα, ό,τι έπικίνδυνα βαραίνει. Πιάνουν μέ κουβάδες νά ξενεριάζουν τούς
σωρούς τά κύματα όπου σβέλτοι κουρσάροι μέ ρεσάλτο άναπηδούν καταβρέχοντας τήν
κουβέρτα. Ξάφνου, άντηχεΐ γδούπος, παφλασμός, φωνή άλαλαγμού. Ένας άπό τούς
Ρωμαίους στρατιώτες βρίσκεται καταμεσής στό χάος.
—
Θείε Απόλλωνα! Γιέ μου, παλληκάρι μου, άνακράζει κάποιος ασπρομάλλης, μέ
σκουλαρίκι ναυτικού.
—
Καμάρι μου, παρηγοριά μου!...
Μοναστραπίς άπλώνει τά χέρια του,
γραντζουνά μέ τά νύχια του νά σκίσει τά μάγουλά του.
—
Μήν κάνεις έτσι, τόν παρηγορά τό πλήρωμα.
—
Γιά στάσου, νά δούμε...
—
Μαχαίρι, μαχαίρι, άποκρίνεται. Κι άναζητάει τρόπο νά πεθάνει, νά
σκοτωθεί.
— Συμφορά πού μάς βρήκε ...άντηχούνε άπό
κοντά ομαδικές φωνές, άπελπιστικές νότες.
Μή βρίσκοντας ό άσπρομάλλης πουθενά φονικό
σύνεργο, έρχεται τρία βήματα πίσω, γιά νά πάρει φόρα, νά πηδήξει, νά
κουκουλωθεί σέ πελώριο κύμα. Τίποτα, ώ ναί, τίποτα πιά δέν τόν συγκροτεί.
—
Έχασα τό παλληκάρι μου...Έχασα τόν κόσμο όλο, σπαράζει. Κι άφρίζει.
Στιβαρά ώστόσο δάκτυλα, παλάμες σωστές
τανάλιες άπό τούς άνδρες τοΰ τσούρμου καί τούς ύπόλοιπους στρατιώτες, τόν
άνακρατούν.
—
Όχι, τού φωνάζουν. OS θεοί θά όργισθοΰν. Δέν έπιθυμοΰν νά τόν
άκολουθήσεις. Θά σέ παρηγορήσουν. Υπομονή. Μήν τούς προκαλεΤς.
Ξάφνου, σέ κλάσμα δευτερολέπτου, θυμούνται
τόν κρατούμενο. Γυρίζουν, περπατούν, έρχονται κοντά του καί τόν προσβλέπουν μέ
άπορία. Χαμογελά σά βρέφος. Τί είδους άνθρωπος είναι;
—
Τί σκέπτεσαι; τόν ρωτούν.
—
Τόν Έναν καί μοναδικό.
—
Ποϊον;
—
Τόν Χριστό, τόν Υίόν τού Θεού τοΰ ζώντος.
’Αστειευόταν, ή ήταν άναίσθητος;
—
Δέν φοβάσαι πού πνιγόμαστε;
—
Καθόλου. Σάν άπόστολός Του, είδα μέ τά μάτια μου τόν θάνατό Του, τήν
θριαμβική Του ’Ανάσταση. Τόν άκουσα μιά δυό, τρεις καί περισσότερες φορές νά
μάς στέλνει ’Αναστημένος πιά στόν κόσμο νά περισώσουμε ψυχές. Άν τώρα τό
πνίξιμο είναι θέλημά του, ή ψυχή μου εύθύς θά τρέξει στόν θρόνο του, θά πετάξει
νά τού βρέξει μέ δάκρυα εύγνωμοσύνης τά άχραντά του πόδια.
—
Δέν έχεις άνθρωπε, καρδιά, δέν στενοχωρέθηκες όπου στά καλά καθούμενα ή
θάλασσα μάς ρούφηξε τό παλληκάρι; Πώς μπορείς καί μιλάς έτσι, πώς τό μπορεΤς
καί χαμογελάς;
—
Τό χαμόγελο έγινε δάκρυ χαράς, άπό τότε... Άπό ένα σουδάριο, άπό κάη
σάβανα. Άλλά τί μπορώ νά κάνω;
—
Νά μάς συντρέξεις στήν συμφορά μας. Κοινή ή τύχη δυστυχισμένε. Πώς
ξεκινήσαμε καί πώς τώρα ναυαγούμε. Μπορείς ή όχι;
—
Καί οί θεοί σας; Ποιά ή δύναμή τους; Δέν σάς συμπονούν, δέν σάς δίνουν
μισό χέρι βοήθειας;
—
Τρεις ώρες τώρα τάζουμε θυσίες, τάζουμε τά ύπάρχοντά μας. Τού κάκου.
Ποιός ξέρει; Σπάνια οί θεοί έκφράζουν τήν άπόφασή τους.
Ό ’Ιωάννης καρφώνει τό βλέμμα στ’ άστέρια.
Κι άναστενάζει.
—
Ό Θεός μου, ψυθυρίζει, είναι τώρα κοντά μας. Καί είναι παντοδύναμος. Τό
βλέπω, βρισκόμαστε σέ άδιέξοδο. Σέ στιγμές θανάτου. Ωστόσο, έχω τήν πεποίθηση
ότι θά μάς ξεμπερδέψει. Καί σύντομα θά μάς άνακουφίσει.
’Ακολουθεί σιγή. Ή θάλασσα μανιασμένη
μουγγρίζει. Ή θανατερή τραμπάλα συνεχίζεται. Στή κουβέρτα σχηματίζεται λίμνη.
Τά χείλη του κάτι σιγοψιθυρίζουν.
Προσεύχεται. Τί άραγε νά λέει; ’Άραγε νά ξαναφέρνει στήν σκέψη τήν γλυκολάλητη
έκείνη άναγγελία τής προδοσίας;
Παρευθύς καινούργιο πελώριο κύμα
άναξερνάει στήν κουβέρτα ολοζώντανο τόν στρατιώτη, όπου στά σκοτεινά θεωρούσαν
πιά νεκρό, τουμπανιασμένο στά άμετρα γύρω βάθη. Μοιάζει βρεγμένος άγριόγατος.
Τά ρούχα του στάζουν νερά στά νερά τής κουβέρτας. Ό πατέρας μένει «έμβρόντητος».
—
Παιδί μου, άνακράζει. Έτοιμος νά λιποθυμήσει.
Τί κάνει τώρα ό άλυσοδεμένος; Σταυρώνει
τρεις φορές τό πέλαγος καί κουδουνοΰν άνάλαφρα οί άλυσίδες. Γιά δές, ρόχτος καί
μουγκρητά λουφάζουν. Τόν προσβλέπουν καί πνίγουν τίς άνασαιμιές τους. Λουφάζουν
περισσότερο. Άκούγονται, δέν άκούγονται; Όχι, δέν άκούγονται. Σταματούν. Ένώ ό
άνεμος λυσσομανά, ή άδελφή του ή θάλασσα, πιάνει χαμηλά νά στρώνει. Γιά δές,
καλμάρει!
Άνακυττάζει ό ένας τόν άλλο. Δέν ξέρουν
πιά τί νά υποθέσουν. Χάσκουν σά τά μαθητούδια. Τέλος κάποιος παίρνει άνάμεσά
τους τόν λόγο καί λέει:
—
Πώς νά φερθούμε τάχα σ’ αύτόν τόν καταδικασμένο; Τά όσα είδαμε νά
καταφέρνει, είναι άνεξήγητα. Άς τόν ανακουφίσουμε τουλάχιστον άπό τά σίδερα
του. Άς τόν άπαλλάξουμε άπό τό βάρος τους γιά νά νοιώθει λίγη άνεση. Άλλοιώς...
—
Άλλοιώς;
—
Πού ξέρετε; Μπορεί νά πέσουν άστραπές νά μάς κατακάψουν.
Κινήθηκαν, περπάτησαν, ήρθαν κοντά του.
Καί τού είπαν:
—
Άνθρωπε τού Θεού, μήν σοΰ κακοφαίνεται πού σέ προσέχουμε σάν κατάδικο,
γιά νά σέ παραδώσουμε στόν ηγεμόνα. Βασιλική διαταγή. Αλλοίμονο μας άν τήν
παραβοΰμε. 'Ωστόσο, γιά δές, τώρα μέ κίνδυνο τής ζωής μας, παίρνουμε
πρωτοβουλία νά σέ ξελευτερώσουμε άπό τίς άλυσίδες. Πού σέ δυσκολεύουν καί σέ
περιορίζουν. Άλλά ό,τι κι άν μάς πεις, δίχως άντίρρηση θά τό πράξουμε.
Καί δίχως νά χάνουν καιρό, τόν άπάλλαξαν
άπό ένα σμάρι ένοχλητικούς χαλκάδες.
Τότε ό ’Ιωάννης μέ τό γλυκό παιδικό
άκρόγελο, μίλησε καί είπε:
—
Σάς εύχαριστώ. Όμως έπρεπε νά ξέρετε ότι αύτές οί άλυσίδες όπου νομίζετε
ότι μέ άπαλλάξατε, δεν μοϋ προξενοϋν μήτε πόνο, μήτε βάρος. ’Απεναντίας. Μοΰ
προξενοϋν ακατάλυτη χαρά. Είναι σίδερα συμμέτοχης στό άποστολικό μου χρέος.
Τρόπος γιά νά αισθάνομαι τήν ψυχή μου πιό κοντά στήν Θυσία τής παγκόσμιας
σωτηρίας.
Πατέρας καί γιός, σκύβουν, γονατίζουν καί
καταβρέχουν τά σανδάλια του μέ τά δάκρυά τους.
—
Μάς καταπλήττεις... άκούγεται νά λέει ό καπετάνιος.
’Αδέλφια μου, συνεχίζει ό ’Ιωάννης. Μήν
άκοϋτε τίς φλυαρίες τών είδωλολατρών. Θεοποιούν άψυχες πέτρες, άγάλματα άπό
ψυχρό, άμετακίνητο μάρμαρο. Μήν σάς έξαπατοΰν. Τίποτε άπό αύτά δέν σώζει. Ένας
είναι ό Θεός. "Ενας καί μοναδικός. Αύτός έπλασε τόν ούρανό καί τήν γή καί
τόν άνθρωπο όπου βασιλεύει στήν φλούδα της. Αύτός καί ό Υιός Του καί τό Πνεύμα
Του τό άγιο, είναι άπό μία ούσία. Είναι πνεύμα. Καί ύπάρχει παντού. Αύτός μόνο
άκούει τούς στεναγμούς μας, αύτός μάς θεραπεύει, αύτός θέλει τήν εύτυχία μας.
Άπό λέξη σέ λέξη, φθάνει σέ όσα
καταπληκτικά έζησε, ψηλάφισε, άπόλαυσε στήν ζωή του. Στήν άπροσδόκητη έκείνη μαθητεία
του. Ώ, ή μαθητεία! Πόσο μεγαλείο κρύβει στήν άπλότητά της.,.Τί περισσότερο
βάθος έχει ή ζωή άπό μία άδιάκοπη μαθητεία; Άρχισε νά έξηγεϊ πώς άπό άσήμαντος
ψαράς στήν Γαλιλαίο, έφθασε στό Άποστολοκό άξίωμα. Έξηγεϊ τόν σταυρό, τήν
Αποκαθήλωση, τόν τάφο, τίς Μυροφόρες, τήν Ανάσταση.
Τό καράβι άπό στιγμή σέ σπγμή άλλάζει όψη.
Γίνεται ναός Θεού ζώντος. Γαλάζια χάντρα στό πέλαγος. Μικρή γαλάζια χάντρα τής
Εκκλησίας. Άπό στιγμή σε σηγμή όλοι τους σκύβουν έναςένας ευλαβικά τό μέτωπο.
Κι άναζητοΰν έκεΤ, καταμεσής στό πέλαγος νά βαπτιστοΰν. Έτσι ό Μαθητής τής
άγάπης, όπου «άγάπαγε καί χρέος είχε» πάνω στήν θάλασσα, στήν πλεύση, κερδίζει
τό τσούρμο. Βαπτίζονται όλοι. Κι άναζητοΰν μέ λαχτάρα οδηγίες.
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική
δημοσίευση από το Βιβλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και
αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό
νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©ΠΗΔΑΛΙΟΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου