ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ρωμαικό Δίκαιο

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Ρωμαικό Δίκαιο


theologos
Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής 
Αφηγηματική βιογραφία
Ρωμαικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

ΕΠΕΙΤΑ άπό τρία ήμερόνυχτα οί στρατιώτες ήλθαν έπιτέλους, τούς τράβηξαν άπό τό μπουντρούμι. Καί σύμφωνα μέ τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, τούς οδήγησαν στό κριτήριο. Στόν ήγεμόνα.

        Γιά έλα δώ, γιά άπολογήσου σύ έξόριστε, άρχισε θυμωμένος ό ήγεμόνας. Ξέρεις ότι ένώ ήσουν άξιος καταδίκης γιά τά κηρύγματά σου καί γιά τήν προσβολή όπου τοξεύεις μέ τήν διδαχή σου έναντίον στούς θεούς μας, ό εύγενέστατος καί ένδοξότατος βασιλιάς μας σέ λυπήθηκε καί σ’ έστειλε δώ σέ έξορία μέ τήν έλπίδα νά σωφρονισθεϊς καί ν’ άλλάξεις τρόπους καί συνήθειες; ’Αντίθετα όπως άποδεικνύεται, τοΰ λόγου σου κι όπως άλλωστε όλοι έδώ βλέπουν, άκοΰνε κι αισθάνονται, προχώρησες περισσότερο στό κακό. Ώστε άκόμη καί τούς εύεργέτες σου νά θέλεις νά ξεθεμελιώσεις. Ποιά τέχνη μεταχειρίζεσαι κι έκανες νά πάρει τά βουνά ό γυναικάδελφός μου; Πέστα, ξεστόμισέ τα τώρα όλα μέ ειλικρίνεια. Προτού σέ βασανίσω. Πές μας, τί άκριβώς περιλαμβάνει καί ή παράδοξη θρησκεία σου. Ή τόσο στίς ήμέρες μας ένοχλητική...

Ό κατηγορούμενος σηκώθηκε. Ήχος άπό άλυσίδες άντήχησε όλοτρόγυρα. Καταγεμάτος άκρόγελο, συγκατάβαση, άκτϊνες άγάπης, είπε:

        Κατάγομαι άπό τά 'Ιεροσόλυμα καί είμαι υπηρέτης τοϋ Ίησοϋ Χριστοϋ, τοϋ Υίοΰ τοϋ μόνου ζωντανού καί άληθινού Θεοϋ. Τοϋ Χριστοϋ τοϋ σταυρωθέντος, γιά τίς άμαρτίες των άνθρώπων, όπου τόν σαβάνωσαν, τόν έρριξαν σέ τάφο καί τήν τρίτη ημέρα άναστήθηκε καί νίκησε τόν θάνατο. Κατά κράτος. Αύτός καί τώρα όπου συζητούμε έσύ μέ έξουσία ήγεμών καί γώ μέ δεσμά, μ’ έστειλε δώ γιά νά βροντοφωνάξω τήν χαρμόσυνη άγγελία τής σωτηρίας. Γιά νά φανερώσω τό ανέσπερο Φως, όπου σά νικητής κρατεί στά τρυπημένα μέ καρφιά, άχραντά του χέρια.

        Χμ, γιά τέτοιες άνόητες λαλιές, γιά τέτοια έπιγράμματα σέ στείλανε δυστυχισμένε κατά τόν τόπο μας, έξορία. Μάθε νά τιμάς τούς άθάνατους θεούς καί μήν θεοποιείς έναν καταδικασμένο γιά πολλές άταξίες. Καί γιά στάσου, άκουσέ με καλά. Μήν πολυλογεΐς. Κάνε ότι ξέρεις καί κάνεις δίχως κρυφοπαιχνιδίσματα, νά έπαναφέρεις άμέσως τόν συγγενή μου στό σπιτικό του.

        Ματαιοπονείς, ήγεμών, άν νομίζεις ότι θέλω ποτέ άπαρνηθεϊ τήν διδαχή πού μοϋ έδίδαξε τόν ρεαλισμό, τήν πραγματικότητα. Μέ όλο της τό μεγαλείο. Πειάει ποτέ κανείς μιά σίγουρη ελπίδα σωτηρίας στούς ανέμους; Άδικα μέ κατηγορείς ότι έμάγεψα τόν ρήτορα ουγγενή σου Άπολλωνίδη. Ή συνείδησή μου είναι ήσυχη. Απόλυτα. Ποτέ δέν έπεδίωξα τό κακό του. Άν όμως δέν μέ πιστεύεις, προτού μέ καταδικάσεις, έπέτρεψε νά στείλω τόν άκόλουθό μου νά στόν παρουσιάσει εδώ, καταμπροστά σου. Φέρε μας σέ άντιπαράσταση γιά νά έξακριβώσεις τί περίπου αισθάνεται ό ίδιος έναντίον μου.

Ό ηγεμόνας κοντοστάθηκε σκεφτικός. Άμφιρρέποντας.

        Δέστε τόν καλά μέ τίς άλυσίδες, βροντοφώναξε. Κλείστε τον πάλι στήν φυλακή.

        Καλά, ήγεμών, σιγοψιθύρισε ό ’Ιωάννης. Μόνο σέ παρακαλώ, έπέτρεψέ μου νά τοΰ γράψω. Τώρα, έδώ, καταμπροστά σου, δυό λόγια. Μικρή έπιστολή. Δυό τρεις περίπου γραμμές θά σύρω στόν πάπυρο. 'Ύστερα διατάζεις νά μέ δέσουν.

Ό ηγεμόνας κοντοστάθηκε πάλι σκεφτικός. «’Ίσως διαμέσου τής έπιστολής άπαλλάξει τόν ’Απολλωνίδη άπό τήν μαγεία», συλλογίστηκε. «’Ίσως τά καταφέρει καί ό συγγενής ξαναγυρίσει όπως πρώτα στό σπιτικό του».

        Έστω, γράψε τήν έπιστολή σου, άποκρίθηκε. Γρήγορα, δίχως χρονοτριβή.

Ή παράδοση, τήν όποία είπαμε ότι θά παραδεχθούμε στήν σπονδυλική της στήλη καί θ’ άκολουθήσουμε, άφοΰ ό πυρήνας της ώσαμε τίς ημέρες μας μαρτυρεί σημεία, άναφέρει ότι ό ’Ιωάννης έρριξε ένα βλέμμα ψηλά κι έγραψε:

«’Ιωάννης ό ’Απόστολος τού Χριστού πρός τό πνεύμα τοΰ πύθωνος τό όποίο κατοικεί στόν ’Απολλωνίδη τόν ρήτορα. Σοΰ παραγγέλλω στό όνομα τού Ίησοΰ Χριστού νά βγεις άπό τό πλάσμα τοΰ θεανθρώπου καί Θεοΰ καί νά μήν ξαναμπεϊς ποτέ πιά σ’ αύτόν. ’Αλλά ούτε καί σ’ άλλον άνθρωπο στήν γή. Νά εγκαταλείψεις άμέσως τοΰτο το νησί καί νά πλανιέσαι γιά πάντα στήν έρημιά, σέ τόπους άκατοίκητους καί άγονους».

Τά γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Ό άκόλουθος μέ τήν έπιστολή προσβγήκε, περπάτησε έξι περίπου χιλιόμετρα καί κάτω άπό έναν πλάτανο συναπάντησε τον Άπολλωνίδη. Άλλά πώς ιόν βρήκε; Άλλοιώτικο. Ήρεμο, γιατρεμένο καί «σωφρονοϋντα». Τό δαιμόνιο είχε φύγει. Άποτραβήχτηκε στήν καταδίκη του. Τήν αιώνια. Ώσαμε τήν έποχή τοΰ Αντίχριστου. Ή ψυχή τού παλληκαριού τώρα λαμποκοπούσε. Τά νιάτα τοϋ έδιδαν φρεσκάδα, κίνηση, όρεξη γιά δράση, χαρά.

Προτοΰ ό ’Ιωάννης προχωρήσει στίς γραμμές τής έπιστολής, πανικόβλητο, άποτραβήχτηκε άπό τήν ταλαιπωρημένη του ύπαρξη. Ώ, Κύριε τών ούρανών, τών άπλανών, τών πλανητών τής άνερεύνητης σέ πρόνοια γής. Εύθύς μόλις ένανθρώπησες, έδωσες στούς άπλοϊκούς καί γιά τόν κόσμο άσήμαντους μαθητές σου, τήν δύναμη νά βγάζουν δαιμόνια! Σάν πλάστης ένοιωθες τί ταλανίζει, τί μπερδεύει, τί πλανά, τί άναποδογυρίζει τά άτομα στόν κόσμο...

’Εκεί σιμά στόν πλάτανο, στόν Άπολλωνίδη, μοναστραπίς βρεθήκανε ζώα. Άλογο καί μουλάρι. Τ’ άρπαξαν, καβαλλίκεψαν, καλπάζοντας σάν σίφουνας, οί δυό καβαλλάρηδες, μπήκανε στήν πύλη.

        Πού βρίσκεται ό ’Ιωάννης; ρώτησε άσθμαίνοντας τό παλληκάρι.

        Τόν έχουν ριγμένο στήν φυλακή τοϋ διοικητή, τοΰ γαμπρού σου, σιδεροδεμένο γιά χάρη σου, έπειδή έγκατέλειψες τούς γονείς σου.

Σωστός κυρίαρχος καί παραφέντης κινήθηκε, έφθασε στό μπουντρούμι, στήν φυλακή. Ό άκόλουθος άπό πίσω. (Όπως είπαμε, θά παραδεχθούμε τ’ όνομά του νάναι Πρόχορος).

        Άνοιξε, διέταξε ορμητικά τόν δεσμοφύλακα. Ανέκαθεν οί δεσμοφύλακες υπολογίζουν τούς άνθρωπους τής ημέρας. Τούς ισχυρούς.

Μέ γοργό βήμα έφθασαν καί οί τρείς στό κελλί της μούχλας. Ό Εύαγγελιστής, όπου ύστερα άπό λίγα χρόνια θά γινόταν διδάχος καί φανός τών γενεών, χριστακούμπητη κεφαλή στό θεϊκό στήθος, ό ’Απόστολος όπου θά ξάφνιαζε τούς χρισπανομάχους καί μέ τό : «έν άρχή ήν ό Αόγος καί ό Λόγος ήν πρός τόν Θεόν καί Θεός ήν ό Λόγος», θά συνετάραζε τά πανεπιστήμια τών μορφωμένων καί τών καλαμαράδων, κειτόταν σιδεροδεμένος χάμου. Στό χώμα. Βασανισμένος, νηστικός, διψασμένος. Κρατώντας στήν καρδιά ένα παράδειγμα. Τόν φρικτό Γολγοθά.

Σεισμός έγινε στήν ψυχή τ’ άρχοντογιοΰ. Αύθόρμητα ύποκλίθηκε, έπεσε κατά γής. Σύρθηκε στήν ύγρασία καί τόν προσκύνησε. Κι αύτοσπγμεί διέταξε πάλι τόν δεσμοφύλακα καί τόν έλυσε.

        ’Άν σέ ρωτήσουν, τοϋ είπε, νά μαρτυρήσεις όπ ύπ’ εύθύνη μου, έγώ ό Άπολλωνίδης, τόν άπέλυσα. Τα’ άκουσες;

Βήμα μέ βήμα, φθάσανε πάλι στ’ άρχοντόσπιτο. Στό σιωπηλό βάδισμά τους κυριαρχούσαν σκέψη, εύγνωμοσύνη, χαρά. Τό τί έγινε κεϊ, δέν περιγράφεται. Πατέρας, μάνα, άδέλφια, άδελφή, ύποτακτικοί καί ύποτακτικές, μέ τήν άνθρώπινη ψυχολογία τοΰ «τώρα», τής ξαφνικής, τής στιγμιαίας συμφοράς, τής δήθεν άνεπανόρθωτης, θρηνολογούσαν. Τούς βρήκανε νά κλαΐνε τόν χαμό τοϋ πρωτογιοΰ. Σέ άπόγνωση.

Μόλις είδαν τό παλληκάρι κοντά στόν έξόριστο καί τόν άκόλουθό του, ολοζώντανο νά χαμογελά μέ όρεξη, άλκή, τρυφερή καλοσύνη, τάχασαν. Κινήθηκαν, περπάτησαν μέ χέρια βεντάγιες. Αύθόρμητα τόν πρωτοαγκάλιασε ή μάνα.

        Παιδί μου, Λαχτάρα μου, χαμένε μου θησαυρέ. Ποΰ ήσουν, ποΰ μπερδεύτηκες, πού κακοπάθησες, πώς ξαναγύρισες κοντά μας;

Καί τότε ό Άπολλωνίδης τούς έξήγησε μέ λεπτομέρειες τά συμβάντα.

        Πατέρα μου καί μάνα μου κι άγαπημένα μου άδέλφια, πώς τόσα χρόνια δέν βΛέπατε ότι οί προχειρομαντεΐες πού έΛεγα καί χάζευαν οί περίεργοι, προέρχονταν άπό βασανιστή δαίμονα, όπου μέ κρατούσε στήν δυναστική του έξουσία; Ό άνθρωπος αύτός έδώ, είναι θεοφώτιστος. Νά γείρετε χάμου, μικροί μεγάΛοι, νά τόν προσκυνήσετε. Γιατί άπάνω του κατέχει δύναμη όπου τήν τρέμουν τά δαιμόνια. Δαίμονας ηγεμονικός, μ’ έδιωξε άπό κοντά σας. Συνέχεια μοϋΛεγε ότι ό έπισκέπτης είναι μάγος. Ότι ζητεί τόν άφανισμό μου. Μ’ έκανε νά τραβήξω μακρυά, στό δάσος, νά συναπαντήσω τόν φοβερό Κύνωπα. Κι αύτός μέ συμβούΛεψε νά τόν συκοφαντήσουμε καί νά τόν σκοτώσουμε. Νά τόν ρίξουμε νά τόν φάνε τά Λιοντάρια. Δαίμονας καί Κύνωπας, όπου γιά μένα είναι καί οί δύο καταχθόνιοι καί συνεργάτες δέν μ’ άφηναν ν’ άπΛώσω βήμα. Μοΰ έμπόδιζαν τήν έπιστροφή. Προτού όμως άντικρύσω τόν άκόΛουθο άπό δώ τού έξόριστου δασκάΛου, τού Θεοδίδακτου τούτου άνθρώπου, ένοιωσα κάτι νά ξεγΛιστράει άπό μέσα μου, άπό τήν καρδιά μου. Ένα βάρος. Γύθύς ξαΛάφρωσε ό Λογισμός μου. ΞεΛαμπικάρισε. Καί κατάλαβα. Κατάλαβα τί άκριβώς βασάνιζε τόσα χρόνια ιά έγκατα τοϋ έαυτοΰ μου. Ξεχώρισα τό ψέμα άπό την αλήθεια. Πατέρα μου, γλυκιέ μου πατέρα, έδώ καί χρόνια κάτι μέ είχε γραπώσει σάν τανάΛια. Άπό τόν Λαιμό. Σάν τόν σφάλαγκα τήν πεταλούδα. Άλλα τώρα έφυγε, ξεκουμπίστηκε καί μ’ άφησε νά χαρώ Λίγο ιό φώς, τήν πανώρια γύρω φύση.

Τότε πήρε τόν Λόγο ό ξένος. Καί είπε:

        Θέλεις παιδί μου, νά πάρεις μιά ιδέα άπό τήν δύναμη τού Εσταυρωμένου;

        Μετά χαράς, εύλογημένε.

        Μάθε λοιπόν, ότι οί άφοσιωμένοι καί μέ καθαρή συνείδηση χριστιανοί, δεχόμενοι τήν πανάγια εύλογία του, όχι μόνον κατά πρόσωπο έΛέγχουμε τούς δαίμονες καί γενικά τά άκάθαρτα πνεύματα, άΛΛά άκόμη καί μέ έπιστοΛές τούς καταδικάζουμε. Τούς διατάζουμε νά πλανιώνται στίς έρημιές. ’Ιδού. Πάρε άπό τήν τσέπη τού συντρόφου μου τήν έπιστοΛή όπου Λίγες στιγμές προτού μέ άΛυσοδέσουν, έγραψα.

Ό Άπολλωνίδης άπόμεινε άναυδος. Ό ’Ιωάννης τράβηξε άπό τού Πρόχορου τήν τσέπη τήν έπιστολή καί τού τήν έδωσε νά τήν διαβάσει.

Τό παλληκάρι έπιασε νά βουρκώνει. Νά βουρκώνει περισσότερο.

        Μού τήν χαρίζεις; παρακάΛεσε.

        Πάρτην. Κράτησέ τήν νά μέ θυμάσαι.

        Γρήγορα, μικροί μεγάΛοι, στόν γαμπρό μας, τόν ήγεμόνα, άνάκραξε. Μήν χάνουμε χρόνο.

Καί στό άψεσβήσε τούς ξεσήκωσε. Γιά έξοδο, γιά πορεία, γιά μιά θριαμβική κατά τό διοικητήριο έπίσκεψη.

Ό ηγεμόνας αίφνιδιάστηκε. Δέν τό περίμενε. Ποτέ δέν τόν έπισκέφθηκε τό συγγενοΛόι έτσι μαζεμένο. ΜόΛις πληροφορήθηκε άπό τόν Άπολλωνίδη τόν όποιο ιδιαίτερα έκτιμοΰσε τά καθέκαστα, τό πώς δηλαδή έλευθερώθηκε άπό τό άκάθαρτο καί βασανιστικό δαιμόνιο, γιόμισε κατάπληξη:

        Συμπάθησε με, άνθρωπε γιά όσα δεινά σοϋ προσξένησα, πρόφεραν τά χείλη του.

        Δέν τό φανταζόμουν ποτέ, ότι ό γυναικάδελφός μου βασανιζόταν άπό δαίμονα δυνάστη, ό όποιος καί τόσο περίτεχνα μάς έμπέρδεψε καί μάς άναστάτωσε. Μάς οδήγησε σέ άβυσσο. Ζήσε στήν χώρα μας όπως νομίζεις. Κανένας πιά δέν θά σέ πειράξει. Τουλάχιστον όσο είμαι έγώ ήγεμόνας, κανένας.

Καταγεμάτοι άνακούφιση, έγκατέλειψαν «έν άγαλλιάσει» τό μέγαρο τοϋ ήγεμόνα.

        Τό σπιτικό μου, ζωντάνεψε, μάς περιμένει, έπιασε νά λέει χαρούμενος στόν δρόμο ό Μύρων, ό πατέρας. Έκεΐ πιά θά μένεις μέ τόν σύντροφό σου τόν Πρόχορο, άγαπητέ μας ξένε. Ό,τι καί νά σοΰ προσφέρουμε, θάναι μηδαμινό, τιποτένιο μπροστά στίς άλλεπάλληλες καί καταγεμάτες άγάπη ένέργειές σου.

"Οταν πιά νίφτηκαν μέ δροσερό άφθονο νεράκι καί άνακουφίστηκαν κι έπιασαν φρεσκαρισμένοι νά ξαπλώνονται στά τραπέζια, ό δεύτερος γιός κάποια άπορία του έξέφρασε, κάτι ρώτησε τόν ξένο καί προτού άναλάβουν οί γυναίκες τόν ρόλο τής έτοιμασίας τοϋ γεύματος, άνοιξε αύτός τό στόμα του κι άρχισε νά λέει:

        Έκεϊνο, άγαπημένοι μου φίλοι, όπου ύπήρχε σάν άρχισε νά σχηματίζεται ή δημιουργία μέ τόν ούρανό καί τίς μυριάδες τ’ άστέρια, τό όποιο έμεΐς οί ’Απόστολοι άξιωθήκαμε νά τό άκούσουμε μέ τ’ αύτιά μας, καί νά τό ίδούμε μέ τά μάτια μας, νά τό καμαρώσουμε δηλαδή καταμπροστά μας, ώστε τά χέρια μας, τά πήλινα χέρια μας τό άγγίσανε σάν σχήμα — θέαμα άπλό και μεγαλειώδες καί μέ τήν άφή τό ψηλαφίσανε, δέν είναι παρά ό ένυπόστατος Θεός Λόγος. Ό όποιος έχει έντός ίου ζωή καί καταγεμάτος άγαθότηια τήν μεταδίδει καί στους άλλους. Δέν τήν κατακρατά σάν θησαυρό, ιδιοκτησία. Ό ένυπόστατος λοιπόν φίλοι μου Λόγος, ένανθρώπησε καί φανερώθηκε στήν γή. Μέ σάρκα, οστά, πνοή, γλώσσα καί λαλιά σάν άνθρωπος. Καί άφοϋ όπως τόνισα, τήν είδαμε πέρα γιά πέρα αύτή τήν ζωή μέ τά μάτια μας, σήμερα, γυρίζουμε είτε έλεύθεροι, είτε καταδικασμένοι, άπό τόπο σέ τόπο. Καί στούς άνυποψίαστους δίνουμε μαρτυρία γι αύτήν. Καί σάς άναγγέλλουμε τήν αιώνια ζωή, ή οποία ποτέ δέν έλειψε κοντά στόν Πατέρα. ’Αδιάκοπα ύπήρχε καί βρισκόταν ενωμένη μαζί Του. Αύτή ή ζωή έφανερώθηκε πρώτα σέ μάς τούς ’Αποστόλους. Καί όπως σάς έξήγησα, τήν είδαμε μέ τά μάτια μας, τήν άκούσαμε, τήν άπολαύσαμε στήν μεγάλη της άγάπη. Τήν χαρήκαμε. Όπως ένα πουλάκι χαίρεται σάν βλέπει τήν μάνα νά φέρνει τροφή.

’Ακολούθησε μακριά σιγή. Κι άπόκοντα στεναγμός.

        Συνέχισε, εύλογημένε τού Θεού, γιατί σταμάτησες; άνάκραξε συγκινημένος ό Μύρων. Πρωτάκουστοι παλμοί χτυπούσαν στήν καρδιά του. Μέ ξένη μουσική, μέ ξένη άρμονία. Νότες σέ μαγεμένους αύλούς.

Ναί, ό ’Ιωάννης συνέχισε νά λέει. Κάθε του λόγος καί χρυσαστέρι στήν καρδιά. Κάθε του συλλαβή, παράδεισος. Άχ άς σταματούσε πιά ό χρόνος, άς μήν έδειχνε τρόγυρα κανένα σημάδι, κανένα όργανο τό πέρασμά του.... Ελάφια έγιναν. Μικροίμεγάλοι. Ελάφια στήν έρημο. ’Ανάλαφρα λαφάκια όπου ταλαιπωρήθηκαν καί διψούσαν.

        Πώς θά τά καταφέρουμε νά γίνουμε χριστιανοί; γιά μιά στιγμή τόν παρακάλεσαν.

        Μέγας καί γλυκύτατος ό Εσταυρωμένος. Ή άγάπη του όπου καί μάς φανερώνεις, άνώτερη κι άπ’ τή ζωή.

        Έτοιμασθεϊτε όσοι θέλετε νά βαπτισθεϊτε. Στό όνομα τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοΰ καί τού άγίου Πνεύματος, τού ένός Θεού.

Σάν μιά μάζα κινήθηκαν. Σάν μιά μάζα έτοιμάσθηκαν. Χαρά καί άγαλλίαση γέμισε τό σπιτικό. Νερό, μυστήριο, εύλογία. Μετά τήν διαδικασία τού βαπτίσματος, συνεχίσθηκε ή διδασκαλία. Κανείς δέν έστεργε νά ξεμακρύνει άπό τό μελίρρητο έκεϊνο στόμα. Μήτε ένός ύπηρέτη τό νήπιο. Τί βάθος, τί δακρυράντιστη προσδοκία! Βάθος, σοφία, δύναμη. Ή μυρωδιά τών λουλουδιών τής μέλισσας, γινόταν άσήμαντη καταμπροστά στόν ήχο, στήν έννοια, στήν χαρμονή.

... Ώ, ναί, μετά τό πικρό, γλυκύ. Μετά τόν Γολγοθά ή ’Ανάσταση. Τά πάντα γέμισαν φώς. ’Ιδού ή χριστιανική ’Εκκλησία ή πρώτη στήν Πάτμο, είχε Ιδρυθεί. Από τόν πολυαγαπημένο τού Κυρίου. ’Από τόν έξόρισιο γιά τήν άγάπη τού Κυρίου. Δέν είχε πλήθος, δέν είχε ποσότητα. Είχε ποιότητα. Τέτοια πού θά τήν ζήλευε καί τό Βυζάντιο στήν άκμή του. Ό ποιητής σέ στίχο ιου λέει: «Ποιός θά μπορούσε νά μάς πει, πώς τόσο γρήγορα οί καρποί θά πρόβαιναν στούς κλώνους».

Ή οικογένεια τοϋ Μύρωνα στίς περιπέτειες πού ακολούθησαν, στίς τρομερές δοκιμασίες, στήν μάχη μέ ιόν φθονερό άντίμαχο, παραστάθηκε βράχος. Γρανίτης εύλογίας.





Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από το Βιβλίο :

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/




ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |