ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Καρπός εκατανταπλάσιος

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Καρπός εκατανταπλάσιος



theologos

Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Υιός τής βροντής 
Αφηγηματική βιογραφία 
Καρπός εκατανταπλάσιος


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

Αν κάθε άχρηστο φυτό ή ζιζάνιο κάνει χρήση τής βροχής, τής υγρασίας, τής «ύπό τήν πέτραν» δροσιάς γιά ν’ άπλωθεϊ καί νά έπιδείξει τήν άσκήμια του, άλλο τόσο μέ μικρότερη ή καμιά φορά καί μέ περισσότερη άναλογία συμβαίνει καί μέ τόν σπόρο όπου πέφτει σέ άγαθή γή. Διαθέτει κι αύτός δική του δύναμη. Τόση γιά ν’ άπλωθεϊ καί ν’ άποδώσει «καρπόν έκατονταπλασίονα».

Μέ τό νά πιστέψει καί νά βαπτισθεϊ ή οικογένεια τού Μύρωνα, άκολούθησαν πολλά θαυμάσια. ’Ασφαλώς στήν εύλογημένη έκείνη στέγη γιά πρώτη φορά στήν Πάτμο θά έτελέσθει καί τό μυστήριο τών μυστηρίων. Ή θεία Εύχαριστία. ’Από στόμα σέ στόμα καί άπό θαύμα σέ θαύμα, όσοι ολόγυρα μαζί μέ τούς νοικοκυραίους καί πιό μακρυά έπίστεψαν καί ξαναγεννήθηκαν, «άπήλαυσαν» σώμα καί αίμα Χριστού, τοΰ ’Εσταυρωμένου καί ’Αναστημένου θεανθρώπου «είς άφεσιν άμαρτιών καί ζωήν αιώνιον»... Πόσο άλήθεια καλός είναι ό Χριστός μας, πόσο άπέραντα καλός!

’Αλλά ή θεϊκή έπιθυμία θέλει τό αιώνιο κέρδος νά τό άποκτήσουν γιά νά τό χαίρονται όλοι οί άνθρωποι. Γιά τόν πνευματικό κόσμο, τό άμέτρητο γύρω μας σύμπαν διαθέτει διαμονή γιά «χιλιάκις τρισεκατομμύρια» ψυχές. Καί ιοΰτο στό ένα δέκατο ίσως τοϋ ένός άπό τούς έπτά ούρανούς. Ποιός ποτέ μέτρησε τούς άγγέλους; Ποιός γνωρίζει πόσοι ξέπεσαν, πόσοι κρατήθηκαν, πόσοι άγωνίζονται καί σήμερα θριαμβεύουν ολόγυρα άπό τόν πανάγιο Θρόνο;


Ναί ή θεϊκή έπιθυμία, ή Πατρική εύαρέσκεια είναι τό αιώνιο κέρδος νά τό άποκτήσουν καί νά τό άπολαμβάνουν όλοι οί άνθρωποι. ’Αδέσμευτοι καί μέ άπόλυτη ελευθερία. ’Αλλά νά πάλι χρωματοθεσία στήν μνήμη, ή Πάτμος. Στόν πρώτο αίώνα.

Τό μέ φυσικές καλλονές χιλιοκόσμητο έδώ νησί, στήν έποχή τών γεγονότων όπου άναφέραμε, λατρεύεικαί προσκυνάει τήν θεά τής φαντασίας. Τήν άρχόνπσσα τοΰ ονείρου, ’Άρτεμη. Ή άνθρώπινη ψυχή άπό αιώνες ξεπεσμένη καί ύλοκρατούμενη, άδύνατο νά παίρνει ζωντάνια, άναπνοή δίχως ούράνιο τόξο. Δίχως άνάταση, δίχως χίμαιρα, δίχως ελπίδα. Πέφτει, σέρνεται, ιιαντοΰ σιγή. Σκοτάδι. Παλεύει, άγκομαχά, άλλά σέ κάθε άμφιλύκη τήν βραχυκυκλώνει ό σατανάς, ό άφένιης τοΰ έρέβους

. Πλάνος πάντα, καταστροφικός στούς ι ΰγενικούς πόθους, στό καθαρό συναίσθημα. Μέ όσα ικιραπλανητικά κόλπα διαθέτει έρριχνε συνέχεια στάχτη στά μάτια, μαγνήτη στό πάθος καί τόν στεναγμό του, ανάγκαζε τόν άπόγονο τοΰ Άδάμ νά γίνεται προληπτικής, μωρόπιστος, δυσειδαίμονας, φιλόνικος, φοβητσιάμης. Μέ τήν έλάχιστη δύναμη πού νέμεται καί χρήσιμοποιεί τόξευε πυροτεχνήματα. Κάθε ταλαίπωρος όπου σφιχταγκαλιάζει σάν τό σκυλί τοΰ Αισώπου τήν ύλη,απομένει στήλη άλατος καί χάσκει θαυμάζοντας . Όλες τίς έποχές.

Σχεδόν ολάκερη ή Πάτμος, κάθε πρόσκαιρη και ώσαμε  τόν θάνατο ελπίδα, τήν στήριζε στήν φανταστική τούτη θεά, στόν ’Απόλλωνα καί τά ύπόλοιπα γνωστά μας είδωλα, τά όποΤα δυστυχώς καί σήμερα, μέ τά έπιτεύγματα τής τεχνοκρατίας, κατά παράδοξο τρόπο, oi Νεοέλληνες έχουμε πάλι ξαναφέρει στήν δημοσιότητα. Ή μάλλον οί καλαμαράδες τών Νεοελλήνων, οί διανοούμενοι. Οί όποϊοι πιστεύουν στόν ύπερήφανο λογισμός τους καί στόν άνθρώπινο λογισμό. Στής λησμονιάς τήν άνεμώνα. Γιατί δέν σκέφθηκαν ποτέ τούς Κέλσους καί τούς Ίουλιανούς, δέν άναμέτρησαν πόσοι βασιλιάδες μέ πλήθος δορυφόρους ξημερώθηκαν όπως πάντα περίλαμπροι καί ξάφνου ή βραδιά τούς βρήκε άξιοθρήνητους δεσμώτες. Ή άρχαία έποχή καί ή τέχνη της λένε, καί τό στόμα τους καί τή πέννα τους γεμίζουν μέλι. Άς είναι.


Άπό στόμα λοιπόν σέ στόμα, διαδόθηκε ότι ό ’Ιουδαίος, ό έξόριστος τού μεγαλειοτάτου, ό φίλος τοΰ άρχοντα Μύρωνα κάτι παράδοξο, κάτι μοναδικό έχει καί λέει στήν χιλιοβασανισμένη άνθρώπινη ψυχή. Κάτι πού ξεσκαλίζει τά πάθη. Πού άνάβει φωτιές καί ταυτόχρονα ξεσκοτίζει, άναπαύει, λάμπει σάν όρθρος, σάν μαγική λαμπάδα. Καί τοξεύει παντού θάρρος. Τόσο, ώστε νά ξεπερνάει καί τόν θάνατο.

Άπό στόμα σέ στόμα, μαθεύτηκε ότι γιά πρώτη φορά θάβγαινε σήμερα νά μιλήσει στήν Άκρόπολή τους, ψηλά στήν άγορά, μέ τήν άδεια καί τήν άνοχή τοΰ ήγεμόνα. Άπό κουβέντα σέ κουβέντα διαδόθηκε τό νέο, αύτοντελαλήθηκε, ένα πλήθος τό συζητούσε. Καί τόν περίμεναν. Τό βήμα ήταν άδειο καί άνοιχτό" νά τό πατήσει. Νά τό μεταχειριστεί.

’Ώ, γιά δές, νάτος κινείται, περπατά, έρχεται. Τον άκολουθοΰν διάφοροι. Άκόμη καί γυναίκες. Μερικές μάλιστα λένε, ότι ήταν στείρες καί ότι τίς έσταύρωσε καί τώρα βρίσκονται σ’ έγκυμοσύνη.

Μέτριος στό ανάστημα, μέ δυό μεγάλα έκφραστικά μάτια καί πλατύ μέτωπο ολόγυρα σέ χαμόγελο βρέφους, ζυγώνει, άνεβαίνει σάν ταπεινός πεζοπόρος, στό βήμα.


        Αδέλφια μου, άντηχεΐ ολόγυρα ή φωνή του. Αδέλφια μου, Ένας είναι ό άληθινός Θεός. 'Ένας στήν ούσία. Αύτός όπου έδημιούργησε τά πάντα. Ένας μέ τρεις υποστάσεις. Τόν Πατέρα, τόν Υίό Λόγο καί τό Πανάγιο Πνεύμα. Τρίφωτος λύχνος, όπου καίει τόν ήλιο καί άλλάζει γραμμή στ’ άστέρια. Κι αύτός ό άληθινός Θεός δέν είναι άγαλμα τρία μέτρα μάρμαρο, δέν είναι χειροπιαστή ούσία, μέ κοσμική έφήμερη έξουσία. Είναι «πανταχοΰ παρών», μάς βλέπει καί μάς άκούει καί είναι πνεύμα. Γι αύτό δέν περιορίζεται σέ τόπους... Καί όσοι έμαθαν νά τόν λατρεύουν, πρέπει νά τόν προσκυνούν, όχι σκιώδικα, όχι τυπικά, άλλά μέ έσωτερική πνευματική δύναμη καί μέ ολόκληρης της καρδιάς, τήν άφοσίωση. Όπως άρμόζει σέ γενναιόδωρο δωρητή, σέ πανευεργέτη. Ήταν άνέκαθεν καί έξαρχής στόν κόσμο. Κυβερνήτης καί φροντιστής μέ άπροσμέτρητη πρόνοια. Όλα, τά πάντα, όρατά καί άόρατα κτίσματα, άπό τά όποΤα άποτελεΐται ό έπίγειος καί ό ούράνιος κόσμος έγιναν άπ’ Αύτόν. Άπό τό χέρι του. Ό άνθρωπος σάν βασιλιάς στή γή γιά κάτι άνώτερο προορίσθηκε. Όμως «φύσει έλεύθερος» καί άνεξάρτητος, προτίμησε τήν πτώση. Διάλεξε τό εφήμερο, τό εύκολο όπου εξαπατά. Τόν ζάλισε τό φώς καί σφιχταγκάλιασε τό σκοτάδι. Καί όμως όταν σάν Πλάστης λυπήθηκε τον κόσμο, τόν παραπλανεμένο στρατοκόπο, τόν κουρασμένο ταξιδιώτη, τό διαβατάρικο πουλί της νύχτας κι έσαρκώθει κι έγινε άνθρωπος νά συνομιλήσουν, νά συνεννοηθοΰν, ό διεφθαρμένος καί στά χώματα τής γής προσκολλημένος κόσμος τών άνθρώπων, δέν τόν άναγνώρισε σάν Δημιουργό του. Δέν πρόσεξε τήν καρδιοσπαρακπκή λαλιά του. Καί όχι μόνο ό κόσμος, άλλά καί οί δικοί του, ό περιούσιος λαός, οί Εβραίοι, τόν άπέρριψαν. Ήλθε άπό τόν ούρανό καί έζησε σάν άνθρωπος στήν χώρα ή όποια ήταν ξεχωρισμένη καί σημαδεμένη πρό πολλοΰ στήν 'Ιστορία. Σάν γνώριμη τού Θεού, σάν δική του. Οί άνθρωποι δηλαδή τού σπιτιού του, οί Εβραίοι μέ μία σειρά εύνοιες, δέν τόν παραδέχθηκαν, άλλά τόν άρνήθηκαν σάν ξένο, σάν έχθρό. 'Όσοι όμως τόν έδέχθηκαν, όσοι τόν κατενόησαν ποιός είναι, σ’ αύτούς έδωσε τό δικαίωμα καί τήν χάρη νά γίνουν παιδιά τού Πατέρα. Τού Θεού. Ναί, άδέλφια μου, παρεχώρησε αύτό τό άφάνταστα μεγάλο προνόμιο σέ όσους τόν πιστεύουν σάν «ένανθρωπήσαντα» Υίό τού Ύψίστου καί σάν σωτήρα τής χιλιοβασανισμένης ψυχής. Αύτοί δέν έγεννήθηκαν άπό γυναίκας α'ίματα, μήτε άπό σαρκική έπιθυμία, μήτε άπό θέληση άνδρός, άλλά έγεννήθηκαν μέ άγια χάρη. Άπό τόν ’ίδιο άλλωστε τόν Θεό, χορτάσαμε μιά χούφτα μαθητές τήν υπέρλαμπρη καί θεοπρεπή δόξα του. Αναμάρτητη, καθάρια, σάν τό κρύσταλλο ή ζωή του. Κάθε βήμα εύεργεσία καί θαύμα. Ή διδασκαλία του ράγιζε γρανίτη, μάλαζε τίς καρδιές. Απάνω του έσερνε μία δόξα τήν όποία δέν έλαβε άπό χάρη καί δωρεά, όπως τήν παίρνουν οί θνητοί, τά λογικά όντα. Άλλά τήν είχε φυσική άπό τόν Πατέρα σάν Υιός μονάκριβος, όμοούσιος, γεμάτος φως. Καί μεγαλείο. Μ’ αύτήν σέ κάθε του βήμα θαυματουργούσε. Μ’ αύτήν κατάληξε στόχος τής μανίας τών πολλών. Δεχόμενος πρό τού σταυρού ραπίσματα, διακονοϋσε τήν σωτηρία τών δημίων του. Ύπέκυπτε κάτω άπό τά βάρβαρα χτυπήματα τών δούλων, γιά νά πετύχει τήν έλευθερία τους. Δέχθηκε πληγές άπό τίς γροθιές τών άνθρώπων για νά έξασφαλίσει τήν θεραπεία άπό τίς πληγές τής χαμωσερνάμενης άμαρτίας. «Τώ μώλωπι αύτού ήμεΐς ίάθημεν». Άλλά καί τώρα πάλι μάς άναγεννά καταγεμάτος άλήθεια. Μάς φωτίζει, μάς δείχνει συνέχεια τήν όδό, τό μονοπάτι, τόν δρόμο όπου πρέπει ν’ άκολουθήσουμε γιά νά σωθούμε.


. Αδέλφια μου, Πάτμιοι όπως λοιπόν σάς έξήγησα, ό μόνος καί άληθινός Θεός είναι καί άγάπη. Απροσμέτρητη σάν τήν άβυσσο. Ώ, ή άγάπη! Υπάρχει συναίσθημα καλύτερο στόν κόσμο; Πιό άνώτερο, πιό εύγενικό; Όποιος σκαρφαλώνει στά κρινόλευκα πέπλα της καί άγαπάει φίλους κι έχθρούς, δίχως νά τό καταλαβαίνει, βρίσκεται στην άγκαλιά τού Θεού. Άλλά καί ό ϊδιος ό Ύψιστος σάν «πανταχοΰ παρών» εισχωρεί έντός του. Κατοικεί στήν καρδιά του. Καί παραμένει δρομοδείχτης καί πρόσχαρος του συμπαραστάτης. Απόδειξη ότι σ’ αύτές τίς έσχατες ήμέρες μάς προσέφερε τόν μονάκριβο Υιό. Μήν σάς φαίνεται δέ παράδοξο τό ότι γιά χάρη τής σωτηρίας σας δέχθηκε νά ύψωθεϊ βασανισμένος άπάνω στόν σταυρό ό Υιός τής Παρθένου καί Κυρίας Θεοτόκου, ό Υιός τού Θεού, τοϋ άνέκαθεν πανίσχυρου καί ζωντανού. Σώζει τούς άλλους καί ό ϊδιος πάσχει. Σάν κριτήριο τής άγάπης του σβήνει τόν έαυτό του καί τήν προσωπική του τύχη. Προσφέρει κι για τό συμφέρον τών άλλων. Σέ προσεχή μου διδασκαλία θά σάς εξηγήσω γία τήν άρχαία προφητεία. Καί γιά τήν ύπερφυσική γέννηση. Σήμερα σάς καταγγέλλω ότι τόσο πολύ άγάπησε ό Θεός τά πλήθη τών άνθρώπων, τόσο σπλαχνίστηκε τήν χιλιοβασανισμένη άνθρώπινη ψυχή, τήν μυριοβουτηγμένη στήν πλάνη, στό πάθος, στό άγχος, στήν άμαρτία, ώστε παρέδωκε σέ θάνατο τόν μονάκριβο Υίό του. Γιά νά μήν χάνεται όποιος πιστεύει σ’ Αύτόν μέ ειλικρίνεια, στόν αιώνιο θάνατο.

Τόν άκουγαν καί συγκροτούσαν τίς άνασαιμιές τους. Όλοι τους. Ό χρόνος περνούσε καί κανένας δέν κινιόταν άπό τή θέση του. ’Ανάμεσά τους, κάτι έλάχιστοι χαμογελούσαν. Σκλάβοι τής λάσπης.

Σάν ήρθε ή ώρα νά φανερώσει τόν φρικτό Γολγοθά, τίς σκηνές τής Σταυρώσεως, γιά τίς όποιες δέν μπορεί μήτε νοΰς, μήτε καρδιά άνθρώπου, ρήτορα ή συγγραφέα, νά άναπαραστήσει, τά μάτια βουρκώνουν, βρέχονται, ή φωνή γίνεται λυγμός.

        Κλαίει!.... άντήχησαν ψίθυροι άπό τό πυκνό άκροατήριο.

Ναί, ό έπιστήθιος έκλαιγε. Όμως μήτε στιγμή δέν έχασε τήν όρμή τής συναρπαστικής ομιλίας. Γιατί τόν φρικτό τόν Γολγοθά, τόν χρυσοπορφύριζε ή ’Ανάσταση. Ή ζωηφόρα. Ή Λαμπρηφόρα τριήμερος νίκη. Ό θρίαμβος τής Ιστορίας. Τόν άκολουθούσε ή άνοδος στούς ούρανούς. 'Η Πεντηκοστή καί ό μέγας Παράκλητος. Τό τρίτο πρόσωπο τού όμοουσίου καί άληθινού Θεού όπου οδήγησε πρός τά έδώ τά βήματά του, γιά νά τούς κατηχήσει καί νά τούς σώσει. «Δέστε» είχε άλλοτε τονίσει. «Πόσο μεγάλη άγάπη μάς έδωσε ό Πατέρας, ώστε όσοι δεχθήκαμε μέ καθαρή καρδιά τον Υιό, νά όνομασθοΰμε παιδιά τοΰ Θεοϋ. Γι αύιό ό κόσμος δέν μάς άναγνωρίζει. Γιατί δέν γνώρισε τόν Υίό. Τώρα είμαστε παιδιά τοϋ Θεοϋ, άλλά άκόμη δέν φανερώθηκε τί θά είμαστε. Γνωρίζουμε όμως ότι όταν φανερωθεί, θά εϊμασθε σάν άνθρωποι, χάρη στήν ένανθρώπηση, όμοιοι μ’ Αύτόν, γιατί τότε θά τόν δούμε όπως είναι».


        ’Αδέλφια μου, συνεχίζει ό ’Ιωάννης. Έδώ όμως άκόμη ζεΐτε στήν είδωλολατρεία. Ζείτε όπως όλα τό φανερώνουν σέ προσωρινή, τρεμάμενη καθημερινότητα. Καί ή ψυχή σας βωλοδέρνει στήν πλάνη. Κάθε τί πού δέν λογαριάζεται μέ τά κριτήρια τής αιωνιότητας ή δέν ζυγίζεται μέ τά μέτρα καί σταθμά όπου μάς ύπέδειξε τό βιβλίο τής ’Αλήθειας, ή Γραφή, γιά μάς τούς χριστιανούς είναι άξιο έμπαιγμοΰ. Καί ή μάταιη γνώση τών σοφών τοΰ κόσμου καί ή έξεζητημένη κοσμική ευπρέπεια καί ή έπιτηδευμένη τέχνη καί φιλολογία μέ τά ξόμπλια όπου χάνονται, καί ό μόχθος της πλεονεξίας, καί τό κυνήγημα τών ηδονών καί τών έπαίνων καί τά φανταχτερά άξιώματα καί ή άπάτη τής διπλωμαπάς. Στόν αίώνα μας όσο άξίζει ένας ταπεινός πού κλαίει, δέν άξίζουν χίλιοι σοφοί. Γιατί αύτός μετανοεί, δηλαδή άλλάζει νοοτροπία καί ζωή καί μπαίνει μέσα του ή ελπίδα. Μπροστά στά μάπα τοΰ Θεοΰ ό μικρός καί μετανοημένος, αύτόματα γίνεται σοφός. Καί μπορεί νά καταντροπιάσει χιλιάδες σοφούς. Σ’ αύτουνοΰ τήν καρδιά ρίχνει τίς άκτΐνες του ό Παράκλητος. Τό βάθος τοΰ άνθρώπου είναι μυστήριο. Πόρτα καί κλειδαριά. Ή ψυχή του είναι άβυσσος.

Ό χρόνος όμως όσο νά πεις, κύλησε, ή γλώσσα πιά δέν άντέχει. Τό σαρκίο γέρνει. Γέρνει περισσότερο.

Ώσαμε σήμερα σώζονται τά λείψανα τής σωστικής κολυμβήθρας όπου άναγεννήθηκε ή Πάτμος. Όποιος έπισκέπτης ένδιαφέρεται ή έρευνα, ικανοποιείται. Στό λιμάνι τής σκάλας, κοντά στό ναό τοϋ άγίου Θεολόγου. Καί μερικά στήν θέση Συχαμνιά. Δηλαδή τό άποτέλεσμα τοϋ πρώτου χριστιανικού κηρύγματος, έφερε ύπολογίσημη συγκομιδή. Τό παιδί τής Γαλιλαίας, ό παραστάτης τής Μεγάλης Μητέρας, ό νεαρός ψαράς, ό γιός τού Ζεβεδαίου, καθώς έρριξε τά σωστικά δίχτυα τής άγάπης τοϋ Θεοϋ, έπιασε μία ύπολογίσημη καλάδα. Δέν προλάβαινε ύστερα νά βαπτίζει. Δόξα καί πάλι δόξα.


Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από το Βιβλίο :

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ     ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |