Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας
«Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον»
Νὰ τοῦ δώσωμεν ὁλόκληρον τὴν καρδίαν μας. Νὰ τὸν ποθήσωμεν καὶ νὰ αἰσθανῶμεν δι’ αὐτὸν δίψαν ἀχόρταστον. Νὰ τὸν ἐνθυμούμεθα διαρκῶς καὶ νὰ μὴ ξεκολλᾷ ὁ νοῦς μας καὶ ἡ σκέψις μας ἀπὸ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη, οὐσιῶδες δὲ καὶ ἀπαραίτητον καὶ αὐτό. Νὰ προσπίπτωμεν συντετριμμένοι καὶ τεταπεινωμένοι ἐνώπιον αὐτοῦ.
Τί εἴμεθα ἡμεῖς καὶ τί εἶναι Ἐκείνος; Πολύ, πάρα πολὺ μικροὶ ἡμεῖς. Μεγάλος εἰς βαθμὸν ἄπειρον καὶ ἀνυπολόγιστον Ἐκεῖνος. Πλάστης καὶ δημιουργὸς Αὐτός. Πτωχὰ καὶ ἀδύνατα πλάσματά του ἡμεῖς. Ὄχι μόνον μᾶς ἕδωκεν Αὐτὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν ὕπαρξιν, ἀλλὰ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς συντηρῇ εἰς αὐτήν. «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», λέγει ὁ θεῖος Παῦλος. Μπορεῖ ἕνα ψάρι νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσαν; Εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήσῃ χωρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἀναπνοήν; Ἄλλο τόσον εἰμπορεῖ νὰ παραταθῇ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ὕπαρξίς μας, ἂν σταματήσῃ ἔστω καὶ διὰ μίαν στιγμὴν ὁ Θεὸς νὰ φροντίζῃ καὶ νὰ προνοῇ δι’ ἡμᾶς. Ἡ Πρόνοιά του εἶναι ἡ ζωογόνος ἀτμόσφαιρα, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν καὶ χάρις εἰς τὴν ὁποίαν «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν». Δὲν εἴμεθα, λοιπόν, ἁπλῶς καὶ μόνον μικροὶ ἀπέναντί του. Εἴμεθα καὶ δοῦλοι του· δοῦλοι δέ, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ Αὐτόν.
Ναί· δέχεται ὁ Θεὸς τὴν λατρείαν μας καὶ τὰς δοξολογίας μας. Καταδέχεται τὰς προσφοράς μας. Μὴ ξεχάνωμεν ὅμως, ὅτι ἀπὸ ἀγαθότητα καὶ συγκατάβασιν ἀπερίγραπτον ἀκούει τοὺς αἴνους μας καὶ εὐχαριστεῖται εἰς τὰς θυσίας μας. Ἡ ἐπικοινωνία μας αὐτὴ δὲν εἶναι ἐπικοινωνία μεταξὺ ἴσων καὶ ὁμοίων. Ἐμφανιζόμεθα εἰς ἕνα ἐπίγειον βασιλέα καὶ μολονότι εἶναι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἡμᾶς, αἰσθανόμεθα ὡς ἐπιβεβλημένην ὑποχρέωσιν νὰ τηρῶμεν ἀρκετὴν ἀπόστασιν ἀπέναντί του. Πόσῳ μᾶλλον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;
Εἰξεύρεις, πῶς αἱ νοεραὶ καὶ ἀγγελικαὶ δυνάμεις προσφέρουν τὴν λατρείαν καὶ τὰς ἀσιγήτους δοξολογίας των εἰς τὸν Θεόν; Τὰ Σεραφεὶμ παρουσιάζονται εἰς τὴν Γραφὴν σὰν νὰ ἔχουν ἕξ πτέρυγας. Καὶ μὲ τὰς δύο ἐξ αὐτῶν καλύπτουν τὰ πρόσωπά των. Μὲ τὰς ἄλλας δύο σκεπάζουν τοὺς πόδας των. Καὶ μὲ τὸ ὑπολειπόμενον τρίτον ζεῦγος πετοῦν κράζοντα καὶ βοῶντα μεταξύ των τὸν ἐπινίκιον ὕμνον. Πρόκειται περὶ συμβολικῆς εἰκόνος, ἀδελφέ μου. Καὶ ξεύρεις τί μᾶς λέγει καὶ τί σημαίνει ἡ συμβολικὴ αὐτὴ παράστασις; Μᾶς περιγράφει τὴν εὐλάβειαν, τὴν ταπείνωσιν, τὴν συστολήν, τὴν ἱερὰν αἰδημοσύνην καὶ ἔμφοβον ἐντροπήν, μὲ τὰς ὁποίας αἱ πλησίον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ ἀγγελικαὶ δυνάμεις λατρεύουν καὶ ἀνυμνοῦν τὸν ἐπ’ αὐτοῦ καθήμενον.
Αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις. Δηλαδὴ τὰ ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν πνεύματα. Τὰ ἐλεύθερα ἀπὸ πᾶσαν βρωμερὰν τῆς σαρκὸς ἀναθυμίασιν. Τὰ γεμᾶτα χάριν καὶ ἁγιασμόν. Μὲ τόσην ταπείνωσιν καὶ συντριβὴν καὶ συστολὴν τὰ κρίνα αὐτὰ τῆς ἁγνότητος καὶ ἀρετῆς λατρεύουν τὸν Θεόν. Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἡμεῖς; «Ὢ τάλας ἐγώ», φωνάζει ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἀντίκρυσε τὴν εἰκόνα αὐτήν. Εἶμαι ἄνθρωπος, προσθέτει, ποὺ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ ποὺ ζῶ ἐν μέσῳ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει, ὅπως ἐγὼ οὕτω καὶ ἐκεῖνος, ἀκάθαρτα τὰ χείλη του.
Ἀδελφέ μου· ἐκατάλαβες τώρα, πῶς εἰς τὴν λατρείαν μας ἀπαιτεῖται νὰ πλησιάζωμεν τὸν Θεὸν μὲ τὴν καρδίαν μας ὄχι μόνον ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένην καὶ προσκολλημένην εἰς αὐτόν, ἀλλὰ καὶ βαθύτατα συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην; Εἶναι ἐκεῖνος ὄχι ἁπλῶς ἅγιος, ἀλλ’ ὁ πανάγιος, ὁ ἀπείρως καὶ ἀπολύτως ἅγιος. Ὁ ἅγιος ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἁγιότητα. Καὶ τὸν πλησιάζομεν ἡμεῖς, ποὺ εἴμεθα ἀκάθαρτοι καὶ ρυπαροί, βουτηγμένοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς τὴν ἐνοχήν. Μὲ ποῖα χείλη θὰ τὸν ὑμνήσωμεν; Ἀπὸ ποίαν καρδίαν θὰ ἀναβῇ εἰς τὸ στόμα μας ὁ ὕμνος καὶ ἡ δοξολογία πρὸς τὸ πανάγιον καὶ πανάμωμον ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Ὢ! τάλας ἐγώ, ὅτι ἀκάθαρτα χείλη καὶ ρυπαρὰν καρδίαν ἔχω!
Τὸ εἶπε μὲ βαθεῖαν καὶ εἰλικρινῆ συναίσθησιν ὁ Ἡσαΐας. Καὶ τί ἐπηκολούθησε τότε; Ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ ἐστάλη είς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ μὲ ἕνα κάρβουνον ἀναμμένον, ποὺ τὸ ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ ὑπερουράνιον θυσιαστήριον, ἤγγισε τὰ χείλη του καὶ τοῦ εἶπε: Αὐτὸ, ποὺ συμβολίζει τὴν θείαν καὶ ἐξαγιαστικὴν χάριν, ἰδού· «ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ». Καὶ ἡ κάθαρσις αὐτὴ ἐπέρχεται ὡς συνέπεια τῆς συναισθήσεώς σου. Εἶναι καρπὸς τῆς συντετριμμένης καὶ τεταπεινωμένης καρδίας σου.
Κύριέ μου· πῶς νὰ σὲ λατρεύσω καὶ τί νὰ σοῦ προσφέρω ὁ ἀκάθαρτος ἐγώ; Πῶς νὰ πλησιάσω εἰς τὸν θρόνον σου ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς ἐγώ; Λέγε το καὶ σύ, Χριστιανέ μου, διαρκῶς. Συνόδευε τὴν συντριβήν σου καὶ μὲ πόθον καὶ μὲ ἀφοσίωσιν καὶ μὲ εὐλάβειαν. Καὶ ἔσο βέβαιος, ὅτι ἀοράτως θὰ ἐπαναληφθῇ καὶ εἰς σὲ ὅ,τι ἄλλοτε ἔγινεν εἰς τὸν Ἡσαΐαν.
«Ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον…»
Πρόκειται περὶ τῶν Σεραφεὶμ καὶ περὶ τῶν ἀσιγήτων δοξολογιῶν των. Ὄχι μεμονωμένα, ἀλλ’ ὅλα μαζῆ τὰ ἑξαπτέρυγα αὐτὰ καὶ ὑπερουράνια πνεύματα ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ Κύριον. Ἕν ἕκαστον χωριστά, ἀλλὰ καὶ ὅλα μαζῆ. Φωνάζουν. Κράζουν δυνατά. « Ἐκέκραγε», λέγει ἡ Γραφή. Καὶ ἡ κραυγὴ αὐτὴ σημαίνει, ὅτι ὁ ὕμνος καὶ ἡ λατρεία των πρὸς τὸν Ὕψιστον βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ των γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸν καὶ ἔξαρσιν.
«Ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον». Δὲν φωνάζει μόνον ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφείμ, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνει ἕνα ἕκαστον τὸν αὐτὸν ὕμνον, ὥστε νὰ ἀκούεται οὗτος ἀπὸ ὅλα καὶ νὰ ἀπευθύνεται εὶς τὸν Ὕψιστον ὡς ἁρμονικὴ συμφωνία ἀπὸ ὅλων μαζῆ τὰ ἁγνὰ καὶ ἅγια στόματα. Εἶναι ὡς νὰ λέγῃ τὸ ἕν Σεραφεὶμ πρὸς τὸ ἄλλο: Ἐμπρός, ὅλοι μαζῆ ἂς ὑμνήσωμεν τὸν Κύριον. Ἂς ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ στόμα ὅλων μας ἡ αὐτὴ δοξολογία. Μὲ τὸν αὐτὸν ἐνθουσιασμὸν ὅλοι. «Ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» πάντες. Ὄχι ἄλλα τὸ ἕν Σεραφεὶμ καὶ ἄλλα τὸ ἕτερον. Ὄχι εἰς ἄλλον τόνον τοῦ ἑνὸς ὁ ὕμνος καὶ εἰς ἄλλον τόνον τοῦ ἑτέρου. Μὲ ὅλην μας τὴν δύναμιν, μὲ τὴν αὐτὴν πάντες συστολήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιον ἐνθουσιασμόν. Ὄλοι μαζῆ ὡς ἕνα σῶμα, ὡς ἕνα στόμα, ὡς ἕνα πνεῦμα, τὸν αὐτὸν ὕμνον καὶ τὴν αὐτὴν λατρείαν.
Καὶ ἐπαναλαμβάνεται πράγματι ὁ αὐτὸς ἀπὸ ὅλα τὰ στόματα ὕμνος, ὁ ἐπινίκιος καὶ ὁ τρισάγιος ὕμνος. Συνεχῶς ὁ ἴδιος, ἀπαράλλακτα ἀπὸ ὅλους. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει, ὅτι καθένα ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του καὶ μὲ ἀπαραμείωτον τὴν ἀφοσίωσίν του ἀναπέμπει τὸν ὕμνον καὶ τὴν λατρείαν του εἰς τὸν Ὕψιστον. Δὲν τοῦ μένει νὰ προσθέσῃ τίποτε ἄλλο εἰς αὐτόν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ κανὲν ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ ὑπολείπεται ἢ ὑστερεῖ κατά τι ἀπὸ τὰ ἄλλα. Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὕμνος ὅλων εἶναι ὁ αὐτὸς καὶ ἀπαράλλακτος. Οὕτω δὲ σχηματίζεται θαυμαστὴ καὶ ἁρμονικὴ συμφωνία, τὴν ὁποίαν συνεισφέρουν ἐξ ἴσου καὶ εἰς τὸν αὐτὸν βαθμὸν ὅλα τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα ἀγγελικὰ πνεύματα, ποὺ πετοῦν τριγύρω ἀπὸ τὸν ὑπερουράνιον τοῦ Ὑψίστου θρόνον.
Κάτι παρόμοιον, ἀδελφέ μου, ζητεῖ καὶ εἰς τὴν γῆν ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Ὕψιστος Θεός. «Ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν», διακηρύττει ὁ προφήτης Δαβίδ. Τὸ αὐτὸ δὲ ψάλλει καθ’ ὡρισμένην περίοδον καὶ ἡ μήτηρ μας Ἐκκλησία. «Ἐν ἐκκλησίαις». Δηλαδὴ εἰς συνάξεις καὶ εἰς συναθροίσεις ὅλοι μαζῆ μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μίαν καρδίαν δοξολογεῖτε τὸν Θεόν. Βέβαια καὶ ἰδιαιτέρως ἂς δοξολογῇ τὸν Θεὸν ἕνας ἕκαστος, ἀφοῦ αἱ συνθῆκαι, ὑπὸ τὰς ὁποίας ζοῦν ἐπὶ γῆς οἱ ἄνθρωποι, δὲν τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ εἶναι πάντοτε ὅλοι μαζῆ, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς Ἀγγέλους. Δὲν φθάνει ὅμως τὸ ἰδιαιτέρως αὐτό. Πρέπει, εἶναι ἀξίωσις καὶ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατ’ ἰδίαν πρὸς αὐτὸν λατρεία μας νὰ συμπληρώνεται καὶ νὰ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν κοινὴν καὶ ὁμαδικὴν δοξολογίαν καὶ προσκύνησίν μας, τὴν ὁποίαν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότεροι πιστοὶ ἀπὸ συμφώνου ὅλοι μαζῆ θὰ τοῦ προσφέρωμεν ὡς κοινὴν λατρείαν.
Θέλεις νὰ μάθῃς τὸ διατί; Πρῶτα-πρῶτα αὐτὸ τὸ «ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον» μᾶς λέγει πολλά. Δηλαδὴ ἡ προθυμία καὶ ὁ ζῆλος τοῦ ἑνὸς πιστοῦ φυσικὸν εἶναι νὰ διεγείρῃ καὶ τὸν ζῆλον τοῦ ἄλλου. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀφοσίωσις τοῦ πλησίον μας, ὅταν εἶναι εἰλικρινὴς καὶ θερμή, γίνεται παράδειγμα διδακτικὸν καὶ εἰς ἡμᾶς, ἐὰν συμβαίνῃ νὰ εἴμεθα ψυχρότεροι ἀπὸ αὐτόν. Ἐὰν δὲ πάλιν ἡμεῖς εἴμεθα θερμοὶ καὶ ζηλωταὶ ὡς ἐκεῖνος, ἑπόμενον εἶναι καὶ ἡμεῖς καὶ ἐκεῖνος νὰ γίνωμεν θερμότεροι καὶ προθυμότεροι. Ἔτσι γίνεται καὶ εἰς τὸν φυσικὸν κόσμον. Δὲν βλέπεις τὰ ἀναμμένα κάρβουνα, πῶς διατηροῦν καὶ ἐπαυξάνουν τὴν φλόγα τους, ὅταν εἶναι συνενωμένα μαζῆ καὶ δὲν χωρίζεται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο;
Ἔπειτα, ἀδελφέ μου, ὁ Κύριος διὰ τοὺς περισσοτέρους ἕδωκε καὶ περισσοτέρας ὑποσχέσεις. Ἀναμφιβόλως καὶ τοῦ ἑνὸς ἀφωσιωμένου δούλου του ἀκούει τὴν φωνὴν καὶ ἀποδέχεται τὴν λατρείαν. Πλὴν ὅμως ἐβεβαίωσεν, ὅτι ὅπου «εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Καὶ διὰ τοὺς «δύο» ὑπεσχέθη, ὅτι ἐὰν «συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος», τὸ ὁποῖον θὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον Πατέρα, «γενήσεται αὐτοῖς» (Ματθ. ιη’ 19-20). Αὐτὸ δέ, ποὺ ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος διὰ τοὺς δύο, ἰσχύει πολὺ περισσότερον διὰ τοὺς πολυαριθμοτέρους. Καὶ ἐὰν οἱ τρεῖς συνερχόμενοι διὰ νὰ ὑμνήσουν καὶ λατρεύσουν τὸν Κύριον ἔχουν μαζῆ των καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, πολὺ περισσότερον ὁ Κύριος θὰ εἶναι ἐν μέσῳ τῶν εἴκοσι καὶ τῶν ἑκατὸν καὶ τῶν πεντακοσίων καὶ τῶν χιλίων, οἱ ὁποῖοι κατὰ μίμησιν τῶν ἁγίων Ἀγγέλων συνάζονται, διὰ νὰ ἀναπέμψουν ὅλοι μαζῆ καὶ ἀπὸ συμφώνου τοὺς ὕμνους καὶ τὴν λατρείαν τους εἰς τὸν Δημιουργὸν καὶ πανάγαθον Κύριον τοῦ παντός.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου