Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας
«Οἱ μυστικῶς τὰ Χερουβεὶμ εἰκονίζοντες»
Μὲ ἕν στόμα ὅλοι, ὅπως οἱ ἐν οὐρανοῖς Ἄγγελοι. Μὲ μίαν καρδίαν συντετριμμένην ὅλοι κατὰ μίμησιν τῆς βαθείας συστολῆς καὶ τῆς ἐμφόβου αἰδημοσύνης, μὲ τὴν ὁποίαν τὰ Σεραφεὶμ ὑμνοῦν ἀπαύστως τὸν Θεόν. Οὕτω πως καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν νὰ λατρεύωμεν τὸν Κύριον. Δὲν ἀκούεις τί ἄλλο εἰς τὸν χερουβικὸν ὕμνον ψάλλει ἡ Ἐκκλησία; Σεῖς οἱ πιστοί, ὅσοι συμμετέχετε εἰς τὴν ἐν τῷ ναῷ λατρείαν, κατὰ τρόπον μυστικὸν ποὺ γίνεται ἀντιληπτὸς ὄχι μὲ τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἀλλὰ μόνον μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, εἰκονίζετε καὶ λαμβάνετε ἐδῶ εἰς τὴν γῆν τὴν θέσιν ποὺ ἔχουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς τὰ Χερουβείμ.
«Οἱ τὰ χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες». Δηλαδὴ ὅ,τι γίνεται εἰς τὴν λατρείαν μας ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, εἶναι μία εἰκὼν καὶ μία ἐπανάληψις ἀσθενής, σύμφωνα μὲ τὴν δύναμιν τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων, αὐτῶν ποὺ γίνονται εἰς τοὺς οὐρανούς. Δὲν εἶναι βέβαια ἄσαρκοι καὶ ἀσώματοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως εἶναι οἱ Ἄγγελοι. Δὲν εἶναι ἀκούραστα καὶ ἀνύστακτα πνεύματα, ὅπως εἶναι τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι φυσικῶς ἀδύνατον εἰς τούτους νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὸν Κύριον νύκτα καὶ ἡμέραν μὲ ἀκατάπαυστα στόματα καὶ μὲ ἀσιγήτους δοξολογίας. Πρέπει ὅμως νὰ ἀποκτήσουν βαθμηδὸν πόθον θεῖον ἀνάλογον πρὸς ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖον φλέγονται τὰ ἅγια ἐκεῖνα πνεύματα. Ὀφείλουν καὶ οἱ ἄνθρωποι τὴν αὐτὴν νὰ ἔχουν διάθεσιν, ἀπὸ τὸν αὐτὸν νὰ συνέχωνται φόβον, πρὸς ἐκεῖνο τῶν Ἀγγέλων νὰ συμμορφοῦνται τὸ ὑπόδειγμα, τὴν αὐτὴν νὰ ἔχουν προσοχὴν καὶ ἀφοσίωσιν καὶ προσήλωσιν πρὸς τὸν Θεόν, τουλάχιστον κατὰ τὴν ὥραν τῆς λατρείας.
Ναί. Φέρουν σάρκα οἱ ἄνθρωποι. Δὲν εἶναι ἄφθαρτοι ὅπως οἱ Ἄγγελοι. Ὑπόκεινται διὰ τοῦτο εἰς κόπον καὶ εἰς σωματικὴν ἐξάντλησιν. Αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην τῆς ἀναπαύσεως καὶ τοῦ ὕπνου. Ἀπὸ ὅλα δὲ αὐτὰ εἶναι ἀπηλλαγμένοι οἱ ἀσώματοι Ἄγγελοι. Ἀλλ’ εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς τὰ μόνα λογικὰ τοῦ Θεοῦ πλάσματα, τὰ τελειότερα ἀπὸ τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ δημιουργήματά του. Καὶ ἀποτελοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν κρίκον, ποὺ συνδέει τὸν ὁρατὸν μὲ τὸν ἀόρατον κόσμον. Δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχήν του μὲν ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον καὶ καλεῖται νὰ ἀνυψώνεται εἰς αὐτὸν καὶ νὰ συνενώνεται συνεχῶς μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Μὲ τὸ σῶμα του δέ, τὸ ὁποῖον εἶναι ὑλικόν, ἀνήκει εἰς τὸν αἰσθητὸν καὶ ὑλικὸν κόσμον. Καὶ οὕτω πως ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς γῆς μετὰ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὅ,τι γίνεται εἰς τὸν οὐρανόν, ἀναθέτει ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃ καὶ εἰς τὴν γῆν. Τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν μολύνουν αἱ αἱματοχυσίαι καὶ οἱ φόνοι καὶ αἱ ποικίλαι βδελυρότητες τῶν μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων, καλοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ τὴν ἐξαγνίζουν καὶ νὰ τὴν ἁγιάζουν, μιμούμενοι κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἐπαναλαμβάνοντες ὅ,τι πράττουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἄγγελοι.
Ἔχομεν λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν αὐτὴν ὑπέροχον καὶ διακεκριμένην θέσιν, τὴν ὁποίαν καὶ οἱ Ἄγγελοι ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ἡ λατρεία εἰς τὴν ὁποίαν καλούμεθα νὰ λαμβάνωμεν μέρος καὶ ἡμεῖς εἰς τοὺς ναούς μας, εἶναι μία ἀπομίμησις τῆς λατρείας, τὴν ὁποίαν προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν ἐν οὐρανοῖς οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Ὅ,τι πράττουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, πράττουν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς. Καθ’ ὅσον, ἐννοεῖται, εἶναι τοῦτο δυνατὸν εἰς τὴν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον ἀνθρωπίνην φύσιν, ἡ ὁποία, καθὼς βεβαιοῖ ἡ Γραφή, εἶναι «ἠλαττωμένη παρ’ ἀγγέλους». Ἀλλ’ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεοῦται νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ ὑπερνικᾷ τὰ ἐμπόδια, ποὺ τοῦ παρεμβάλλει τὸ σῶμα, καὶ παρὰ τὰς δυσκολίας, ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ἡ ἀσθένεια τῆς σαρκός, νὰ πετᾷ εἰς τοὺς οὐρανούς, δι’ αὐτὸ καὶ ἡ λατρεία του, ὅσον καὶ ἂν ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν λατρείαν τῶν Ἀγγέλων, εἶναι εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Θεόν.
Μὴ ἐκπλήττεσαι λοιπόν, Χριστιανέ, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ ὕμνου της σὲ βεβαιοῖ, ὅτι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ λατρείᾳ, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς γῆς ἀναπέμπεται εἰς τὸν Θεόν, εἰκονίζεις σὺ ὁ ἀσθενὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τὰ ἀσώματα καὶ πάναγνα Χερουβείμ. Εἰξεύρεις πόσον φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποίαν συγκατάβασιν ἔδειξεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν κατεδέχθη νὰ λάβῃ δούλου μορφὴν καὶ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος καὶ Αὐτός; Ἐὰν λοιπὸν σὲ ἔκαμεν ἀδελφόν Του καὶ μέλος τοῦ σώματός Του, ποὺ λέγεται Ἐκκλησία, δὲν πρέπει νὰ παραξενεύεσαι, ὅταν σὲ πληροφοροῦν, ὅτι εἰς τὴν λατρείαν, ποὺ γίνεται εἰς τοὺς ναούς μας, εἰκονίζεις καὶ σὺ καὶ ὁ καθένας μας τὰ Χερουβείμ.
Ναί· εἰκονίζομεν τὰ Χερουβείμ. Ὅλοι μαζῆ εἰς τοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἄγγελοι λατρεύουν τὸν Θεόν. Ὅλοι μαζῆ καὶ εἰς τὴν γῆν οἱ ἄνθρωποι ἀναφέρουν πρὸς τὸν αὐτὸν Κύριον προσηρμοσμένην πρὸς τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεώς των τὴν αὐτὴν ἀγγελικὴν λατρείαν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο. Συνενοῦνται κατὰ τὴν ὥραν τῆς λατρείας Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Ἀοράτως οἱ Ἄγγελοι συνοδεύουν καὶ δορυφοροῦν τὸν βασιλέα τῆς δόξης. Αἰσθητῶς καὶ ὁρατῶς οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦν καὶ λατρεύουν τὸν αὐτὸν Κύριον. Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι συγχορεύουν εὐλαβῶς καὶ συνανυμνοῦν τὸν Δεσπότην καὶ βασιλέα τοῦ παντός. Ἂν εἴχομεν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, ὅπως ἄλλοτε οἱ Προφῆται, τί θὰ ἐβλέπαμεν; Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ νὰ συναναμιγνύωνται μὲ ἀνθρώπους.
Ἀδελφέ μου! Εἰκονίζομεν τὰ Χερουβείμ. Συναισθανόμεθα, τί σημαίνει αὐτό; Καὶ προκαλεῖται μέσα μας ὁ ἱερὸς αὐτὸς τῆς εὐλαβείας φόβος, τὸν ὁποῖον ἐδοκίμασεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐν ἐκστάσει εὑρέθη κάποτε πρὸ τοῦ ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου; Ἢ ἀδιαφοροῦμεν καὶ δερόμεθα καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν τῆς λατρείας ἀπὸ μερίμνας βιοτικὰς καὶ ἀπὸ φροντίδας ματαιότητος; Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου· στῶμεν εὐλαβῶς και ἐν ἀφοσιώσει πρὸς τὸν Κύριον.
Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου