Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας
Ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ
Τὸ νὰ ταπεινωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μάλιστα κατὰ τὰς ὥρας τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας, παρουσιάζεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἂν μὴ εὔκολον, τουλάχιστον ὅμως ὡς οὐχὶ καὶ πολὺ δύσκολον. Τί εἶμαι ἐγὼ ὁ σκώληξ ἐμπρὸς εἰς τὸν κυρίαρχον τοῦ παντὸς Θεόν; Τί εἰμπορεῖ νὰ προσφέρω ἐγώ, ὁ πτωχὸς καὶ ἐλεεινός, εἰς τὸν Κύριον ποὺ ἔχει τὰ πάντα ἰδικά του καὶ μὲ τὰ ἀνεξάντλητα πλούτη του πλουτίζει καὶ ἡμᾶς;
Δὲν φθάνει ἐν τούτοις τὸ φρόνημα αὐτὸ προκειμένου να διαπνέεται ἡ πρὸς τὸν Θεὸν λατρεία μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συντριβῆς, ἡ ὁποία καὶ μόνη τὴν καθιστᾷ εὐάρεστον εἰς τὸν Κύριον. Πρέπει νὰ συνοδεύεται αὕτη καὶ ἀπὸ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖον εἶναι δυσκολώτερον καὶ τὸ ὁποίον ἀποδεικνύει ἀληθινὴν καὶ εἰλικρινῆ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν συντριβήν μας. Δηλαδὴ ὁ ἐγωϊσμός μας πρέπει νὰ συντρίβεται ὄχι μόνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ὁμοίων μας. Καὶ μαζῆ μὲ ἐκείνους, τεταπεινωμένοι ἡμεῖς, τεταπεινωμένοι καὶ αὐτοί, νὰ συμπροσφέρωμεν ὅλοι ὡς συντετριμμένοι δοῦλοι τὴν ταπεινὴν λατρείαν μας εἰς τὸν Κύριον.
Δὲν ἐνθυμεῖσθε, πῶς συμπεριεφέρθῃ καὶ τί ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς; Σκοτισμένος ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν του ἐλησμόνησεν, ὅτι ἦτο καὶ αὐτὸς ἁμαρτωλός, καὶ ἐκατηγόρει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ διὰ τῆς προσευχῆς του ὅλους τοὺς ἄλλους, πολὺ δὲ περισσότερον τὸν προσευχόμενον ἐν συντριβῇ τελώνην. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη. Μὲ ἄλλο πνεῦμα καὶ μὲ ἄλλο στόμα καὶ μὲ ἄλλην καρδίαν ἐλάτρευσεν ἐκείνην τὴν ὥραν ὁ Φαρισαῖος τὸν Θεόν, καὶ μὲ ἄλλο στόμα καὶ μὲ ἄλλην καρδίαν τὸν ἐλάτρευσεν ὁ τελώνης. Ὁ ἕνας, ὁ Φαρισαῖος, προσφέρει λόγους γεμάτους καυχησιολογίαν διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ περιφρονήσεως διὰ τοὺς ἄλλους. «Οὐκ εἰμί, λέγει, ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων… ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Ὁ ἄλλος, ὁ τελώνης σκέπτεται μόνον τὰς ἰδικάς του ἁμαρτίας καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων. Τεταπεινωμένος καὶ συντετριμμένος ζητεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπον Κύριον. «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ἀλλ’ ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ τὸν λατρεύωμεν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μίαν καρδίαν, εἰς τρόπον ὥστε ἀπὸ ὅλους νὰ βγαίνῃ μία καὶ ἡ αὐτὴ φωνή, ὅσον πολυάριθμοι καὶ ἂν εἶναι αὐτοί, ποὺ συγχρόνως καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν τὸν λατρεύουν. Τί ἀκούομεν νὰ φωνάζῃ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν προσφέρωμεν ἐν αὐτῇ τὴν μόνην ἀληθινὴν θυσίαν τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ τὴν μόνην ἐν πνεύματι λατρείαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός; «Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καὶ ἀνυμνεῖν τὸν πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά Σου». Σὰν τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή. Μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μίαν ψυχὴν καὶ μὲ μίαν καρδίαν νὰ δοξάζωμεν καὶ νὰ ἀνυμνοῦμεν ὅλοι μας τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας.
Διὰ νὰ γίνεται ὅμως αὐτό, ἀδελφέ μου, πρέπει προηγουμένως νὰ γίνωμεν ὅλοι μας ἕνα. Μία ψυχὴ καὶ μία καρδία ὅλοι. Ἕνα φρόνημα, ἕνας νοῦς, μία γλῶσσα, ἕνα στόμα ὅλοι. Θαῦμα ἠθικὸν δηλαδή. Θαῦμα ποὺ τὸ συντελεῖ ἡ θεία χάρις εἰς ἐκείνους, ποὺ συντρίβουν τὸν ἐγωϊσμόν τους, ἀπαρνοῦνται τὰ θελήματά τους καὶ ἐγκολπώνονται ὅλοι ἕνα καὶ μόνον θέλημα, ἕνα καὶ μόνον ἐγώ, τὸ θέλημα καὶ τὸ ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ καθένας μας βέβαια ἔχει τὸ ἐγώ του. Καὶ καθεμία ἀπὸ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνθρώπων ἔχει τὰς ἰδικάς της σκέψεις καὶ ἐπιδιώξεις. Καὶ χαράσσει ὁ καθένας μας τὸν ίδικόν του δρόμον καὶ τὴν ἰδικήν του γραμμήν. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ γίνουν οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ἕνας, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀνδρόγυνα, ποὺ τὸ καθένα των ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μόνον, παρουσιάζονται συχνὰ τόσαι ἀσυμφωνίαι; Τότε μόνον θὰ γίνωμεν ἕνα, ὅταν ἑνωθῶμεν ὅλοι μὲ τὸν Χριστόν, ὥστε νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ εἰς ἡμᾶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγεν ὁ θεῖος Παῦλος διὰ τὸν ἑαυτόν του: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ὅταν δηλαδὴ ζῇ εἰς τὸν καθένα μας ὁ Χριστός, ἐπόμενον εἶναι ὁ ἕνας νὰ ὁμοιάζῃ τελείως πρὸς τὸν ἄλλον. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ εἴμεθα ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστόν, θὰ παρουσιασθῶμεν αὐτομάτως ἑνωμένοι καὶ μεταξύ μας.
Κράζουν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὸν αὐτὸν ὕμνον τῆς λατρείας πρὸς τὸν Ὕψιστον καὶ βγαίνει ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων ἡ αὐτὴ δοξολογία. Εἰξεύρεις διατί; Διότι ὁ καθένας τους ὡς θέλημά του καὶ ὡς σκέψιν του καὶ ὡς ἐπιδίωξίν του ἔχει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει ἄλλο θέλημα ὁ ἕνας καὶ ἄλλο θέλημα ὁ ἄλλος. Δὲν εἶναι ὁ ἕνας ταπεινωμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὀλιγώτερον ἢ περισσότερον ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅλοι ἐξ ἴσου ὑπήκοοι εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ὡμονοιασμένοι καὶ ἠγαπημένοι μεταξύ τους. Χωρὶς ἐγωϊσμοὺς καὶ μικροφιλοτιμίας, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Εἰς ὅλους ὁ ἴδιος καὶ εἰς τὸν αὐτὸν βαθμὸν ὁ πόθος τοῦ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ θέλει ὁ Θεός. Καὶ δι’ αὐτό, ἐνῶ εἶναι τόσον πολλοὶ εἰς ἀριθμόν, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦμεν ἡμεῖς οἱ ἀσθενεῖς νὰ τοὺς καταμετρήσωμεν, παρουσιάζονται ὅλοι ὡς ἕνα στόμα καὶ μία γλῶσσα καὶ ἕνα πνεῦμα.
Ἰδοὺ διατὶ ὁ Θεὸς ἀξιοῖ ὄχι μόνον ἰδιαιτέρως ὁ καθένας μας, ἀλλὰ καὶ ὅλοι μαζῇ συναγόμενοι εἰς τοὺς ναούς μας νὰ τὸν λατρεύωμεν καὶ νὰ τὸν δοξολογῶμεν ἐν συμφωνίᾳ καὶ μὲ ἕνα στόμα. Ποῖον ἀληθῶς καθῆκον καὶ ποίαν ὑψηλήν, ποίαν θείαν πραγματικότητα ἐκφράζει ἡ ἐπίκλησις τοῦ λειτουργοῦ: «Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καὶ ἀνυμνεῖν τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά Σου»!
Ποῦ ἔγκειται τὸ ὑπέροχον τῆς λατρείας
Ἀπὸ ὅσα εἴπομεν προηγουμένως ἠμπορεῖ ὁ καθένας μας μὲ ὀλίγην σκέψιν νὰ καταλάβῃ, διατί ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν λατρείαν μας, μολονότι εἰς αὐτὴν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος δὲν προσφέρει σχεδὸν τίποτε. Πρωτίστως, τὸ νὰ ξεκολλήσῃ ὁ οἱοσδήποτε ἀπὸ ἡμᾶς, ἔστω καὶ πρὸς στιγμήν, ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ νὰ παραμερίσῃ τὸ ἐγώ του, δὲν εἶναι μικρόν τι διὰ τὸν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον ἄνθρωπον.
Ὁ φυσικὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ὅπως ἔχει γίνει καὶ διεφθάρη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ρέπει πρὸς τὰ κάτω. Τὸν τραβᾷ ὁ ὑλικὸς κόσμος. Τὸν ἐλκύει ἡ ματαιότης. Τὸν αἰχμαλωτίζουν τὰ θέλγητρα τῆς αἰσθητῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς καὶ ὁ οὐράνιος κόσμος δὲν προσπίπτουν εἰς τὰς σωματικὰς του αἰσθήσεις. Δι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ξεχάνει εὔκολα. Πρέπει δὲ νὰ καταβάλῃ ἰδιαιτέραν προσπάθειαν, διὰ νὰ ἀνακαλύψῃ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸν καὶ διὰ νὰ τὸν διακρίνῃ εἰς τὰ δημιουργήματά του. Αὐτό, ποὺ εἶπε γεμᾶτος εὐλάβειαν ὁ Δαβίδ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας», χρειαζόμεθα ἰδιαιτέραν καλλιέργειαν ὁ καθένας μας, διὰ νὰ τὸ συναισθανθῇ καὶ τὸ ζήσῃ.
Δὲν βλέπεις; Ἐνῶ ἐγνωρίσαμεν ἀπὸ τὴν θείαν διδασκαλίαν τὸν Θεόν, ποία προσπάθεια ἀπαιτεῖται διὰ νὰ ἀνυψώσωμεν τὸν νοῦν μας, ἔστω καὶ δι’ ὀλίγην ὥραν, εἰς αὐτόν; Πόσον νωθραὶ καὶ δυσκίνητοι παρουσιάζονται διὰ τὴν προσευχὴν αἱ ψυχαί μας! Ἀρχίζομεν τὴν προσευχὴν καὶ εἶναι τόσον παχυλὸς καὶ κοιμισμένος ὁ νοῦς μας, ὥστε μᾶς ξεφεύγει ἀμέσως καὶ δυσκολευόμεθα πολὺ νὰ τὸν συμμαζεύσωμεν καὶ νὰ τὸν προσηλώσωμεν εἰς τὸν Θεόν.
Τὸν ὑλικὸν κόσμον μὲ τὰ ἀγαθά του δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν ἀναζητήσῃ κανείς, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ. Τὰ μάτια καὶ ὅλαι αἱ αἰσθήσεις τοῦ καθενός μας πίπτουν μόναι των καὶ χωρὶς ἀκόμη νὰ τὸ θέλωμεν εἰς αὐτόν. Διὰ νὰ εὕρῃς ὅμως τὸν Θεόν, πρέπει νὰ τὸν ζητήσῃς. Καὶ ἐνῶ ὁ αἰσθητὸς κόσμος σὲ τραβᾷ μόνος του, διὰ νὰ ἀνυψωθῇς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ προσκολληθῇς εἰς αὐτόν, ἀπαιτεῖται προσπάθεια καὶ ἐργασία μεγάλη.
Σωστὴ ἀνακάλυψις ἀποβαίνει τὸ νὰ εὕρῃς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν κάμῃς κτῆμα τῆς εὐλαβοῦς καὶ ταπεινῆς καρδίας σου. Γίνονται καὶ εἰς τὸν αἰσθητὸν κόσμον ἀνακαλύψεις. Ἀλλ’ εἰς αὐτὰς κινεῖται καὶ καταγίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ συμφέρον πολὺ αἰσθητὸν καὶ ψηλαφητόν. Κινεῖται δηλαδὴ διὰ νὰ θεραπεύσῃ τὰς σωματικάς του ἀνάγκας καὶ διὰ νὰ εὕρῃ νέα μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ κάμῃ ἀνετωτέραν καὶ περισσότερον ἀπολαυστικὴν τὴν ἐπίγειον ζωήν του. Διὰ νὰ εὕρῃ ὅμως τὸν Θεὸν ἀπὸ τί θὰ κινηθῇ καὶ ποῖον ἐλατήριον θὰ τὸν ὠθήσῃ;
Δὲν λέγω. Θὰ ζητήσῃ βέβαια ἀπὸ τὸν Θεὸν προστασίαν καὶ παρηγορίαν καὶ στηριγμόν. Ποῦ ἀλλοῦ τὸ ἀσθενὲς αὐτὸ ἄχυρον, τὸ ὁποῖον λέγεται ἄνθρωπος, ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ καταφύγιον ἀσφαλὲς παρὰ μόνον εἰς τὸν Θεόν; Σωστά. Συγχρόνως ὅμως κινεῖται καὶ διὰ νὰ ταπεινωθῇ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ περιορίσῃ τὸν ἑαυτόν του πρὸ τοῦ Μεγαλείου του· διὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ Κύριόν του καὶ Κριτήν του. Ξεύρεις δέ, τί σημαίνει ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις; Σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀναγκάζεται νὰ ἀπαρνηθῇ ὅλας τὰς παλαιὰς συνηθείας καὶ ὀρέξεις του. Σημαίνει νὰ κινηθῇ πολλάκις ὁ ἄνθρωπος ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ νὰ συμπνίξῃ τὰς φυσικὰς κλίσεις τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ μὲ ὀλίγας λέξεις σημαίνει αἱμάτωμα τῆς καρδίας, ἀγῶνα σκληρὸν καὶ συνεχῆ, προσοχὴν ἄγρυπνον, προσευχὴν πυκνὴν καὶ ἐπίμονον.
Νὰ λατρεύῃς τὸν Θεόν. Καὶ νὰ τὸν λατρεύῃς μαζῆ μὲ τοὺς ὁμοίους σου ὡς ἕνα στόμα καὶ μία καρδία μὲ αὐτούς! Ἀλλὰ διὰ νὰ πραγματοποιήσῃς αὐτό, ἀδελφέ μου, πρέπει νὰ παύσῃς νὰ λατρεύῃς τὸν ἑαυτόν σου. Ὤ! αὐτὸ τὸ ἐγώ. Εἶναι τὸ εἴδωλον, ποὺ λατρεύει ὁ καθένας μας. Τὸ ἐγώ του ἕνας ἕκαστος. Δὲν ἐνθυμεῖσαι, τί ἔγινε μέσα εἰς τὴν Ἐδέμ; Ποῦ ὁ ὄφις παρέσυρε τὴν Εὔαν; Εἰς τὴν θεοποίησιν τοῦ ἐγώ της. Ἄν φάγῃς, τῆς εἶπε, τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, θὰ γίνῃς θεός! Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἡ Εὔα ἤπλωσε τὴν χεῖρα της πρὸς τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον, ἀπὸ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἔφευγε μακρὰν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θεόν της, καὶ θεόν της εἰς τὸ ἑξῆς ἔκανε τὸν ἑαυτόν της. Αὐτὴ δὲ ἡ ὀλέθρια κληρονομία μετεβιβάσθη ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους εἰς ὅλους μας.
Ὅταν λοιπὸν κινούμεθα εἰς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦμεν ὁ καθένας μας νὰ συντρίψῃ τὸ εἴδωλον τοῦ ἐγώ του, τὸν θεοποιημένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἑαυτόν του καὶ νὰ γυρίσῃ ὀπίσω πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐμακρύνθη πολύ. Δὲν βλέπεις; Ὁ καθένας μας εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ τὸν ἔφερεν ἡ ἁμαρτία, κάμνει τὸν ἑαυτόν του κέντρον, τριγύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ἀξίωσιν νὰ κινοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι. Θεωρῶ τὸν ἑαυτόν μου ἀνώτερον ἀπὸ σέ. Ἀξιῶ νὰ μὲ ὑπηρετῇς. Θἐλω νὰ προτιμῶνται πάντοτε τὰ συμφέροντά μου. Ἐπιμένω νὰ ὑποχωροῦν ὅλοι εἰς ἐκεῖνο, ποὺ θέλω καὶ ποὺ μοῦ ἀρέσει. Αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται εἰς τὴν φυσικήν του κατάστασιν.
Εἰς τὴν λατρείαν ὅμως τοῦ Θεοῦ ἰσχύει καὶ ἐπιβάλλεται τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον. Ὅλα τὰ ἐγὼ θὰ συντριβοῦν. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοθεοὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ὅλοι δὲ μαζῆ μὲ συντετριμμένας τὰς καρδίας των, μὲ ταπεινωμένα τὰ πνεύματά των θὰ πίπτουν εὐλαβῶς, εὐγνωμόνως, ταπεινῶς ἐνώπιον τοῦ ἀπεριγράπτου Μεγαλείου τοῦ Ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ. Καὶ θὰ πίπτουν ὄχι κυρίως διὰ νὰ τοῦ ζητοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ τὸν ἀνυμνοῦν καὶ νὰ τὸν δοξολογοῦν καὶ νὰ τὸν λατρεύουν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου