ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κων/λεως

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κων/λεως






13ος ΑΙΩΝΑΣ

Άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κων/λεως

Στην αρχή λοιπόν προσπαθεί (σ.σ. ο επίσκοπος του Γάνου όρους) με το καλό και τις κολακείες να τους καταπείσει και να τους αποσπάσει από την ευσέβεια και το ορθό δόγμα των Χριστιανών. Επειδή όμως οι  προσβολές του αποκρούσθηκαν από τους αλύγιστους και γενναίους υπερασπιστές  της  ευσεβείας  και  έχασε  κάθε  ελπίδα,  αποκαλύπτει τότε το σχέδιό του. Δοκιμάζει λοιπόν με τις απειλές να φοβερίσει τον λέοντα, απειλώντας τον με ψευδή φόβητρα.
Στην συνέχεια απαιτούσε από αυτούς να συμμετάσχουν μαζί τους τουλάχιστον στην προσευχή προ της τραπέζης και να φάγουν από το κοινό φαγητό. Όταν όμως ο μανιώδης εκείνος αρχιερεύς είδε, ότι ο Άγιος ήταν και σε αυτό ανένδοτος και παρουσίαζε στη συζήτηση τον (Ι’) αποστολικό κανόνα που λέγει ότι: «εάν κάποιος συμπροσευχηθεί με έναν ακοινώνητο έστω και μέσα σε σπίτι, να είναι και αυτός ακοινώνητος ». Τότε δεν μπόρεσε πλέον να αντέξει την απτόητη και θαρραλέα ευθύτητα του μεγάλου Πατρός.


(Ιωσήφ   Καλοθέτου,   Βίος   και   πολιτεία   του   εν   αγίοις   πατρός   ημών…Αθανασίου, σελ. 478-480)
(σ.σ.  στη παρούσα πηγή, μπορεί κανείς να θαυμάσει την ακρίβεια και την ευαισθησία στα θέματα της πίστεως που είχαν οι Άγιοι Πατέρες. Δεν  δεχόταν  ούτε  να  συνδειπνήσουν  με  αιρετικούς!  Τι  θα  έλεγαν στους σημερινούς “επισκόπους” που οργανώνουν πανάκριβες φιέστες και δεξιώσεις για να υποδεχθούν τον πάπα και κάθε είδους αιρετικό; Τι θα έλεγαν σε αυτούς που διατυμπανίζουν την οικονομία και τα άχρι καιρού(μέχρι το κοινό ποτήριον), διότι, δήθεν ακόμα δεν υπάρχει προδοσία της πίστεως; Νομίζουμε ότι η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι προφανής.)


Άγιος Γερμανός

 Να φεύγετε ολοταχώς μακριά από τους ιερείς που υπέκυψαν στη λατινική   υποταγή.   Να   μη   συγκεντρώνεστε   μαζί   τους   στην εκκλησία,   ούτε   να   δέχεστε   από   τα   χέρια   τους   οποιαδήποτε ευλογία. Διότι είναι καλύτερο να προσεύχεστε μόνοι σας στα σπίτια σας προς τον Θεό, παρά να συνάγεστε στην εκκλησία μαζί με τους υποταχθέντας  λατινόφρονας.  Ει  δ’  άλλως  θα  υποστήτε  την  ίδια κόλασι μ’ αυτούς. Εάν κάποιος από τους ιερείς που προαναφέραμε κοσμείται με σεμνό βίο και αποδέχεται την ευσέβεια, αλλά ημάρτησε µόνο σ΄αυτό το πράγµα -δηλαδή ενέδωσε λόγω βίας ή συναρπαγής στη λατινική τυραννία, που εισχώρησε στις εκκλησίες σας και ομολόγησε   ότι   έχει   τον   πάπα   ως   αρχιερέα-   σ΄αυτόν   ας   µη παραχωρηθεί να εκκλησιάζεται μαζί σας. Ούτε επίσης να εκτελεί τα της ιερωσύνης, εάν προηγουμένως δεν μετανοήσει και πει ενώπιον του αρχιεπισκόπου των Λατίνων και των επισκόπων του, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα…
… Όσοι κληρικοί αποδέχονται την Εκκλησία μας και επιθυμούν να κρατήσουν την πατροπαράδοτη πίστη, να μην υποκύψουν στους αρχιερείς τους που υποτάχθηκαν στους Λατίνους. Ούτε να υπακούσουν έστω και για λίγο σε αυτούς, επειδή οι επίσκοποι θα τους αφορίσουν με σκοπό να τους κάνουν να πεισθούν στη λατινική εκκλησία. Επειδή ένας τέτοιος αφορισμός είναι άκυρος και επιστρέφει μάλλον σε αυτούς που τον πράττουν. Και τούτο διότι έχουν γίνει πρόξενοι σκανδάλων στον λαό του Θεού, αφού καταπάτησαν την ακρίβεια των ιερών κανόνων και δέχθηκαν τους επιβήτορας και αλλοτριοεπισκόπους και τους έδωσαν τα χέρια, το οποίο είναι σημείο ευπειθείας και υποδουλώσεως…
…  Εσείς  δε  περιούσιε  λαέ  του  Χριστού,  στερεωθείτε  στην  πίστη, ανδρίζεσθε, γίνεσθε ισχυροί, σωφρονίζοντας τους ατάκτους και ελέγχοντας  όσους  παραποιούν  την  ευσέβεια.  Να  μην  προδίδετε κανένα από τα ορθά δόγματα τα οποία έχετε λάβει από παλαιά. Να θεωρείτε χαρά και κέρδος κάθε βιοτική θλίψη και κάθε ζημία, προκειμένου να διαφυλαχθεί μέσα σας απαραβίαστος ο θησαυρός της Ορθοδόξου πίστεως.
(Γερμανού  Κων/λεως,  επιστολή σταλείσα εν  τη  νήσω  Κύπρω…,  παρά Κ.Ν.Σάθα, σελ. 17-19)

 Οι Λατίνοι «καταπείσαντες τους ἐν τῆ Μονῆ τῶν Ἰβήρων Μοναχούς, Ἴβηρας το γένος, ἵνα ὑποταχθῶσιν εἰς την ἔδραν τῆς Ρώμης, δίδοντες ἁπλῆν διά χειραψίας ὑπόσχεσιν εἰς τον ἐν Θεσσαλονίκη Λατῖνον ἐπίσκοπον. Τούτου ἕνεκεν ἐνεφιλοχώρησε διάστασις μεταξύ τῶν ἐν τῆ Μονῆ συμμοναζόντων Ἰβήρων Μοναχῶν και τῶν Ἑλλήνων, διότι οἱ τελευταῖοι δεν ἀπεδέχοντο την ὑποταγήν αὐτῶν εἰς την ρωμαϊκήν Ἐκκλησίαν. Οὐδέν ῆττον οἱ Ἕλληνες Μοναχοί, ἵνα μη πράξωσι   τι το ἀντικανονικόν, ἀπέστειλαν προς τον ἀνωτέρω Χωματιανόν (μέγα χαρτοφύλακα των Πατριαρχείων και από το 1220 αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας), Μοναχόν τινά ὀνόματι Οἰκοδομόπουλον και συνεβουλεύθησαν αὐτόν ἄν ἐφεξῆς δύνανται να συγκοινωνῶσι προς τους αποσχισθέντας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἴβηρας. Τότε ὁ Χωματιανός προέτρεψε τους Ἕλληνας να παύσωσι πᾶσαν µετ΄ἐκείνων κοινωνίαν και  ἐν  ταὐτῶ  διεφώτισεν  αὐτούς  περί  τε  τῶν  δογμάτων  και  τῆς διαφορᾶς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν».
(Γερ. Σμυρνάκη, Το Άγιον Όρος, σελ. 71)



Γεωργίου Παχυμέρη

Ο υιός του Ανδρόνικος Β’ δεν τόλμησε να κηδεύσει τον πατέρα του (Μιχαήλ Παλαιολόγο) με βασιλικές τιμές και επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο τον ιερό Ιωσήφ. Η πρώτη ενέργεια του πατριάρχου ήταν να ορίσει επιτίμιο στους αρχιερείς, λοιπούς κληρικούς και λαϊκούς που αποδέχθησαν την ένωση. Καθαιρέθηκαν επίσης όσοι κληρικοί ήταν παρόντες κατά την τέλεση λατινικής λειτουργίας στη Ρώμη η την Λυών.
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 254)
(σ.σ. σε αυτό το θαυμάσιο απόσπασμα, αντλούμε την εξής σημαντική πληροφορία: κατά πολλούς, ο 15ος κανόνας της ΑΒ’ Συνόδου έχει δυνητικό χαρακτήρα. Δηλαδή δεν είναι κάποιος υποχρεωμένος να τον εφαρμόσει σε καιρό αιρέσεως. Όμως εδώ αποδεικνύεται περίτρανα ότι είναι υποχρεωτικός, διότι ο πατριάρχης επέβαλλε επιτίμια σε όσους αποδέχθηκαν την ψευδένωση με τους παπικούς. Τα επιτίμια αυτά, αφορούσαν και απλούς λαϊκούς.)



Άγιος Ησαΐας ο Ομολογητής

Ούτος ο Μακάριος έπαθε πολλά κακά από τον βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον τον λατινόφρονα, διά τί δεν ήθελε να συγκοινωνήσει με τον τότε Πατριάρχην Ιωάννην τον Βέκκον διά την καινοτομίαν του  Ορθοδόξου Δόγματος,  αλλά θείω  ζήλω κινούμενος  ηγωνίσθη πολλά υπέρ της Ορθοδοξίας, και με την ακούραστον διδασκαλίαν του, και παρομοίαν σπουδήν και προθυμίαν του, ήνωσεν όλους με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού πλέον τελεώτερον.
(Νέον Εκλόγιον, σελ. 337-338)


Ιώβ Ιασίτης  Ομολογητής

 Να μην τους συναναστρεφόμαστε λοιπόν προσαρμοζόμενοι στις συνήθειές τους. Ούτε επίσης να συνυπάρξουμε σε ένα περίβολο, για να μη παραδοθούμε και εμείς μαζί τους ως περιφρονημένοι στον διάβολο για να μας καταπατήσει.
Τι λοιπόν; Θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταραστούμε; Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους και να μη μετέχουμε στην ψώρα, ή την ολέθρια ασθένειά τους. Θα προφυλάξουμε επίσης τους εαυτούς μας με κάθε τρόπο και θα απέχουμε τελείως από την φατρία τους.
(Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του σχίσματος…, σελ. 61)
 Διότι ο μνημονεύων του πάπα ως αρχιερέως, η το δικαίωμα του εκκλήτου εις αυτόν παραχωρών, η θεωρών τούτον πρώτον μεταξύ των αρχιερέων του Θεού, καθίσταται υπεύθυνος και ένοχος απέναντί του να τηρήσει όλον τον λατινισμό. Παρακαλώ φυλαχτείτε εκ του μιάσματος τούτου των Ιταλών. Μην αφήσουμε να μας αγγίξει ο μολυσμός τους, και μας αποστραφεί ούτως ο Νυμφίος των ψυχών μας προς αιώνια καταισχύνη μας.
(Θεοδώρητου Ιερομονάχου, ό. π. ,  σελ. 101)


(σ.σ. Τι θα έλεγε ο άγιος ούτος Πατήρ δια τον σημερινόν πατριάρχην Βαρθολομαίο, όπου κατά την επίσκεψη του πάπα στην Κωνσταντινούπολη, το 2006, τον μνημόνευσαν ως κανονικό επίσκοπο, ψέλνοντάς  του  παραλλήλως  εμετικά  τροπάρια  του  τύπου: ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου…; Η απάντηση για κάθε αναγνώστη, είναι νομίζω προφανής.)


᾿Εκ τῆς ἀπολογίας τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν  ᾿Ιωσήφ πατριάρχου Κων/λεως,  συνταχθείσης  ὑπὸ  τοῦ  ἱερομονάχου  καὶ  ὁμολογητοῦ ᾿Ιώβ τοῦ ᾿Ιασίτου καὶ τὸν Τόμον ἀναιρούσης τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Παλαιολόγου τοῦ ἀζυμίτου, καθ’ ὃν (τόμον) πάντα τὰ τῶν Λατίνων «ἀκαταιτίατά» εἰσιν.


«...᾿Επεὶ γὰρ ἐρώτησις προέβη ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς εἰπεῖν, ἐν ποία τάξει ἔχομεν τοὺς ᾿Ιταλοὺς τῶν παρὰ τῶ μεγάλω Βασιλείω διαιρουμένων τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐν τῆ τῶν αἱρετικῶν, ἐν τῆ τῶν σχισματικῶν, ἢ ἐν τῶ τῶν παρασυναγωγάς ποιούντων· ταύτας γὰρ τὰς διαφορὰς ἐν τούτοις ὁ μέγας ἐκεῖνος εἶναι φησί, μηδὲν  δὲ ἀπὸ κοιλίας φωνεῖν  προετράπημεν, ἀλλ’ ἐκ τῶν  θεοφόρων πατέρων καὶ τῶν θείων Κανόνων καὶ νόμων, τοῦτο δὴ καὶ ποιησόμεθα πάντως· καὶ ὅσα οἱ νόμοι καὶ οἱ Κανόνες καὶ οἱ θεῖοι πατέρες εἰς τὸ προκείμενον συμβαλλόμενα ἐξεφώνησαν, ταῦτα δὴ καὶ προθήσομεν καὶ δειχθήσεται.  Οἴδαμεν   γὰρ  τοῦτο   καὶ  προδιαγγέλομεν,  ὅτι  ἐν  τῆ πρώτη τάξει τῶν ἄνωθεν ἀπηριθμημένων, τῶν ἀποβάλλεσθαι δὴ παντάπασιν ἀξίων καὶ οἱ ᾿Ιταλοὶ τάττεσθαι καθεστήκασιν ἄξιοι» (φ. 3β).

«῾Η  δὲ  περὶ  τοῦ  ὀνόματος  τοῦ  πάπα  ἀναφορά ,  εἴρηται  μὲν  ἡμῖν ἀνωτέρω πολλάκις, καὶ ἀποφευκτέα καὶ ἀποτρόπαιος ἀποδέδεικται... Πλὴν  τί κοινὸν  τῶ  ὑπερεύχεσθαί  τινος καὶ  τῶ  συντάττειν τοῦτον ἐθέλειν τοῖς ἀρχιερεῦσι Θεοῦ; πάντων γὰρ ὑπερεύχεσθαι καὶ τῶν ἀπίστων   ὁμολογῶ ,   οὐ   μὴν   πάντας   ἀδιαφόρως   τοῖς   ἱερουργοῖς συντάττειν Θεοῦ, καὶ μὴ διακρίνειν ἀναμέσον βεβήλου καὶ καθαροῦ· τοῦτο γὰρ οὐχ ὅπως ἐπὶ τῶν ἀπίστων, ἀλλ’ οὐδὲ  ἐπὶ τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων  ἀπαρατηρήτως δοθήσεται. Οὐ  τοίνυν παραιτούμεθα τὴν ὑπὲρ  τῶν ἀσεβούντων εὐχήν , μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὸ συνάπτειν τούτοις τοῖς    εὐσεβέσιν ,    μὴ    εὐσεβοῦντας ,    καὶ    διὰ    τῆς    αὐτῶν     ζύμης καταχραίνειν τὴν ἐκκλησίαν, ἣν μηδὲν ἐπιφέρεσθαι αἰγυπτιακοῦ καὶ ἀθέου φυράματος προτρέπει· ἡ ἐντολή , ὡς ἀνοίκειόν τε καὶ καταδίκης πρόξενον ἀποφεύγομεν· οὐκ ἀφ’ ἑαυτῶν καὶ τοῦτο ποιοῦντες ἀλλ’ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς τῶν ἁγίων διδασκαλίας λαμβάνοντες· ἐὰν γάρ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς  σκανδαλίζη σε, ἔξελε αὐτὸν  καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καὶ ἐὰν ἡ χείρ σου ἡ δεξιά, ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζουσί σε, ὁμοίως καὶ τούτων ποιοῦ τὴν ἀποβολήν· κρεῖττον γὰρ  ἐστερημένους τούτων τῆς βασιλείας ἀπολαβεῖν ἢ μετὰ τούτων τὴν γέενναν. ῾Ορᾶς πῶς ἡμᾶς εἰς γέενναν ἰέναι ἡ ἀψευδὴς φωνὴ μαρτυρεῖ συναπτοίμεθα τοῖς σκανδαλίζουσιν ἡμᾶς ὁμοπίστοις καὶ ἀδελφοῖς ; τούτους γὰρ μέλη φησὶν ὁ Χρυσόστομος τὸ τοιοῦτον ἐξηγούμενον ρητόν, κατὰ τὸ «ὑμεῖς  ἐστὲ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Τοὺς οὖν τοιούτους περὶ τὴν ὁμολογίαν σφαλέντας φησί, καὶ τοὺς λοιποὺς σκανδαλίζοντας, χρεὼν ἀποκόπτειν καὶ ἀπορρίπτειν μακράν, μηδὲν αὐτοῖς κοινωνοῦντας , ἵνα μὴ σὺν αὐτοῖς ἐν γεέννη κατακριθῶμεν καὶ ἐκπέσωμεν τῆς βασιλείας, ἣν ἄνευ τούτων ἐκληρονομήσαμεν ἄν, ὡς μαρτυρεῖ ἡ αὐτοαλήθεια .
Μνημονεύειν δὲ χρὴ καὶ τῶν ἀνωτέρω ρηθεισῶν τοῦ μεγάλου τούτου Χρυσοστόμου παρεγγυήσεων· τὸ μὴ ὑποκύπτειν  αὐτοῖς  ἐν  βρώσει ἢ πόσει, ἢ ἀγάπη, ἢ εἰρήνη, ἢ σχέσει τῆ οἱαδήτινι , μηδὲ χαίρειν λέγειν· ὁ γὰρ  λέγων  χαίρειν,  κοινωνεῖ  τοῖς  ἔργοις  αὐτῶν   τοῖς  πονηροῖς  καὶ ἐχθρὸς  τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλλότριος τῆς ἁγίας ἐκκλησίας καθίσταται. Τί γοῦν ἐναντιοῦται ἑαυτῶ ὁ Χρυσόστομος; μὴ γένοιτο· ἀλλ’ ἢ ὡς ἄνωθεν ἐδηλώθη,  τῶ  ἁγίω  ὁ  σκοπὸς  καὶ  ἡ  ἔννοια·  ποῖον  γὰρ   δώσει  τις συμφωνεῖ τὸν Χρυσόστομον ἑαυτῶ , ἢ μάχεσθαι; πάντως συμφωνεῖν· τὸ γὰρ ἀπόφημον φευκτέον ὡς μηδ’ ἐν ὑποθέσει κατὰ τῶν ἁγίων τίθεσθαι ἄξιον . ᾿Αλλὰ καὶ πάλιν ὁ μέγας Παῦλος καὶ τὸ «ὑποτάγητε πάση ἀνθρωπίνη ἐξουσία διὰ τὸν Κύριον»· ὑποτάγητε οὖν  εἶπεν, οὐ συγκοινωνήσατε· ὑποτάγητε, οὐκ εἰς ἱερωμένους τοὺς ταὺτας ἐγκεχειρισμένους λογίσασθε· σωματικῶς ὑποτάγητε μὴ κατὰ πνεῦμα· μὴ τῆ τούτων προστίθεσθε πίστει· μὴ κρίσιν ἱερῶν προσώπων αὐτοῖς ἐπιτρέψητε· τολμᾶ γάρ τις κρίνεσθαί φησιν ἀλλαχοῦ ἐπὶ τῶν ἀδίκων καὶ οὐκ ἐπὶ τῶν ἁγίων· ὑποτάγητε διὰ τὸν Κύριον εἶπεν, οὐκ ἐν οἷς ἡ ὑποταγὴ τοῦ Κυρίου μου ἀποκόπτει με· οὕτω μοι ἐκλαβέσθω τις καὶ τό· «πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποταττέσθω» ἐκ τῆς ψυχῆς συνεκδοχικῶς τὸν ὅλον ἄνθρωπον τοῦ λόγου δηλοῦντος κατὰ τὸν θεολόγον  Γρηγόριον·  τοῖς   δὲ  ψευδαδέλφοις,  οὔμενουν   οὐδὲ   πρὸς βραχύ ὑπόκυψαι ὁ Παῦλος ἑαυτὸν διατείνεται· οὐδὲ γὰρ πρὸς μικρὸν φησιν ὑπετάγημεν τῆ τῶν ψευδαδέλφων ὑποταγῆ, ψευδαδέλφους ἀποκαλῶν τοὺς  μὴ κατὰ  Θεὸν  ἀδελφότατα πλουτοῦντας  καὶ τὸ τῆς αὐτῆς ὁμολογίας ὁμονοητικὸν καὶ ὁμόγνωμον. ῎Αρ’ οὐδ’ αὐτὸς ὑποκοκείψω τῶ πάπα τὸν ἐμὸν  μιμεῖσθαι ὀφείλων διδάσκαλον, οὐδὲ συντάττεσθαι αὐτὸν  ἐμοί τε καὶ τοῖς λοιποῖς ἁγιωτάτοις πατριάρχαις κατὰ  τὸ μνημόσυνον καταδέξομαι, οὐχ  ὅτι ἀκατάδεκτος , ἵνα τι καὶ δημοτικώτερον εἴπω, ἀλλ’ ὅτι ἐκεῖνος ἀθετητὴς καὶ ψευδάδελφος. Οὐ πρῶτον ἱερέων εἴπω , Θεοῦ, οὐχ  ἡγεμόνα ψυχῶν, θεῶ νυμφευθεισῶν διὰ πίστεως· τὸ γὰρ κατάρχειν ἱερέων, πνευματικόν, οὐ σωματικόν· τὸ δὲ συντετάχθαι τοῖς ἀρχιερεῦσιν, ἱεραρχικὸν  ἀλλ ’ οὐ κοσμικόν· τὸ δὲ καθαιρεῖν ἢ καὶ ἀνορθοῦν ἱερέας, τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας, οὐκ ἐξωτερικῆς ἀρχῆς γνώρισμα. Πῶς  δὲ  κατειρωνεύεσθαι  δοίη  τὶς  εὐσεβῶν ,  τὰς  πρὸς  Θεὸν  ἐν  τῆ φρικτῆ  ἀγιστεία  ἀναφερομένας  φωνάς, ἐναντίας  τοῖς  οἷς  πράγμασι προσαρμόζονται; πρῶτον γὰρ ἐκφωνοῦντος τοῦ τὴν θυσίαν τελεταρχοῦντος   τὸ  τοῦ  οἰκείου  ἀρχιερέως  ὄνομα,  καὶ  χαρισθῆναι τοῦτον   τῆ   ἐκκλησία,   σῶον,   ἔντιμον,       ὑγιῆ ,   μακροημερεύοντα, ὀρθοτομοῦντα  τὸν  λόγον τῆς ἀληθείας, οὕτος ὁ διάκονος τὴν τῶν ἁγίων   πατριαρχῶν   ἀπαρίθμησιν   ἐκφωνεῖ ,  ὡς   ὀρθοτομούντων δηλαδὴ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ ταυτογνωμονούντων τῶ τὴν θυσίαν προσφέροντι. ῍Η τοίνυν δεῖξον τὸν πάπαν ὀρθοτομοῦντα τὸν ὑγιαίνοντα  λόγον, καὶ  τοῖς  ὁμοίοις  συναρίθμει καὶ σύνταττε, ἢ δὸς ἀκατάκριτον τὸ μὴ τὴν ἀληθινὴν λατρείαν θεῶ προσφέρειν, ἀλλὰ κατειρωνεύεσθαι  ταῖς  εὐχαῖς ,  καὶ  λήψη  δήπουθεν  τὸ  ζητούμενον.

᾿Αλλ’ οὔτε τὸ πρῶτον δοίη τις ἂν, οἷς ὅτι ἀντιτάσσεται ὁ κἀκτοῦ Υἱοῦ ἀνακεκραγὼς   τὸ   Πνεῦμα   τὸ   ἅγιον   ἐκπορεύεσθαι,  οὔτε   πρὸς   τὸ δεύτερον,   εὖ   οἶδα ,   συγκατανεύσοι   τὸ   βλάσφημον   εὐλαβούμενος . Οἴχεται τοίνυν τῶ πάπα τὸ μνημονεύεσθαι καὶ μετ’ ἤχου ἐκκλησιαστικοῦ δηλαδὴ καὶ παμβοήτου κηρύγματος. Τοῦ γε μὴν Οὐάλεντος  πέρι  καὶ  τῶν  ἄλλων  κακοπίστων  αὐτοκρατόρων ,  ὧν  οἱ τηνικαῦτα ὄντες ἀρχιερεῖς ὑπερηύχοντο, ἄνωθεν ἀπελογήσατο ὁ Χρυσόστομος, εἰς  ἀντίδοσιν τὴν  ὑπέρ  αὐτῶν  εὐχήν  γίνεσθαι λέγων, τοῖς ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν πρὸς τοὺς πολεμίους προκειμένων ἐκείνοις ἀγώνων καὶ τῆς φυλακῆς τούτων καὶ πρὸς εἰρηνικὴν κατάστασιν συντηρήσεως· ἄλλως τε καὶ ἐδείχθη  ὡς οὐ ταὐτὸν  τὸ ὑπόδειγμα τῶ ζητήματι· ζητεῖται γὰρ οὐχ ἵνα εὐχόμεθα , ἀλλ’ ἵνα τὸν πάπα διὰ τοῦ μνημοσύνου  τοῖς  εὐσεβέσι  συντάττωμεν  ἀρχιποίμεσιν· ὃ πῶς  ἔσται οὐκ οἷδα , ἐναντίον παντάπασιν ὂν καὶ αὐτῆ τῆ φύσει μαχόμενον· οὐ δὲ
γὰρ πέφυκε πηγὴ μία, ἵν’ εἴπω κατὰ τὸν  ᾿Ιάκωβον τὸν  σοφόν, ὕδωρ βλυστάνειν ἁλικόν τε καὶ πότιμον· οὔκουν οὐδὲ μία ᾿Εκκλησία, εὗ τε καὶ ὡς ἑτέρως ἔχοντα, ἐκβλύσειε δόγματα. ῾Ο δὲ Παῦλος  γινόμενος τοῖς πᾶσιν τὰ πάντα –λῦσαι γὰρ καὶ τοῦτο χρεὼν– οὐχ ἵνα ἀπολέση, ἀλλ’   ἵνα   σώση   πάντας,   τοῖς   πᾶσι   τὰ   πάντα   ἐγένετο·   οὐδ’   ἐπὶ παραβάσει θείων θεσμῶν, ἀλλ’ εἰς οἰκοδομὴν καὶ ὠφέλειαν· ἅπαξ γάρ τῶν   τοιούτων   τι  οἰκονομήσας ,   τοῦ   λοιποῦ   ἐπαύθη·   μηδὲ   νόμον παραβαίνων καὶ τότε· μηδὲ ἀναθέματι ὑπεύθυνον ἑαυτὸν  καθιστῶν , ὅπερ  τίς  τῶν  ἁγίων  τῶν  πρὸ  αὐτοῦ   ἐκπεφώνηκεν·  ἡμεῖς   δὲ  ἀεὶ ἐμπεδῶσαι  τὰ ζητούμενα παρὰ τοῖς  ᾿Ιταλοῖς  ἀπαιτούμεθα  ὥστε καὶ ἀεὶ λατινίζειν διὰ τῆς οἰκονομίας αὐτῶν , οὐ καθὼς ὁ Παῦλος παῦσαι τὸν  λατινισμὸν  καὶ  τὴν  αἵρεσιν· ἐπεὶ  καὶ  περιέτεμεν  ὁ Παῦλος  καὶ ἐξυρίσατο καὶ ἡγνήσατο καὶ τῶ γενομένω, οὐ προσέχομεν, ὥς φησιν ὁ Χρυσόστομος,  ἀλλὰ  τῆ  γνώμη  καὶ  τῆ  αἰτία  τοῦ  γινομένου·  καὶ  διὰ τοῦτο μᾶλλον αὐτὸν θαυμάζομεν· ἡ δὲ αἰτία , οὐχ ἵνα συστήση πάντως, ἀλλ’ ἵνα παύση ταῦτα ἦν· καθὰ δὴ καὶ ἔπαυσε· καὶ τοσοῦτον, ὥστε καὶ μετὰ παρρησίας βοᾶν· «ἐὰν περιτέμνησθε Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήση»· ἐξ οὗ δῆτα καὶ δανεισαμένη τοῦτο ἡ μετριότης ἡμῶν , ἰδοὺ βοᾶ   λαμπρῶ   τῶ   κηρύγματι   μικρὸν   παραλλάξασα·   ὅτι   ἐὰν   τὰ ζητούμενα παραχωρήσητε τοἰς ᾿Ιταλοῖς Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει· ἐπισυνάψει  δὲ ἄρα καὶ τὸ ἑξῆς  παρωδήσασα, ὅτι ὁ μνημονεύων ὡς ἀρχιερέως τοῦ πάπα, ἢ ἔκκλητον τούτω διδούς, ἢ πρῶτον ἐν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἡγούμενος, ἔνοχός ἐστιν ὅλον  τὸν  λατινισμὸν  ἐκτελεῖν · ἑορτάζειν  τε ᾿Ιουδαϊκῶς  καὶ τὰ  ἄζυμα  δέχεσθαι καὶ μεταλαμβάνειν τούτων καὶ σαββατίζειν καὶ τὴν νηστείαν ἐξουδενεῖν · ἵνα δὲ καὶ τὸν κολοφῶνα τῶν κακῶν εἴπω καὶ βλασφημεῖν ἀθέως εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον! ῎Ιδε ἐγὼ μετὰ Παύλου λέγω ὅτι ἐὰν συγκαταβῆτε Λατίνοις, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει! Καὶ ὡς ἐκεῖνος παντὶ ἀνθρώπω περιτεμνομένω μαρτύρεται, ὅτι ὀφειλέτης ἐστιν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι, καὶ ὅτι κατήργηται ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, οὕτω κἀγώ· τῶ συγκαταβαίνοντι κατὰ τι τῶν ζητουμένων τῶ πάπα, μαρτύρομαι ὅτι ὀφειλέτης   ἐστὶ   πάντα   τὰ   ἔθη   καὶ   πᾶσαν   παράβασιν   λατινικὴν διαπράττεσθαι·  καὶ   ὅτι   κατήργηται  ἀπὸ   Χριστοῦ   ὁ  τοιοῦτος   καὶ ἐκπίπτει τῆς χάριτος… …» ῏Αρ ’ οὖν οὐκ ἤκουσαν οὐδὲ ἐδιδάχθησαν ᾿Ιταλοί, οὐδ’ ὑπόμνησιν  τῶν  πεπλημελλημένων  εἰλήφασιν ;  Μενοῦν  γε  εἰς  πᾶσαν  τὴν  γῆν ἐξῆλθεν   ὁ  φθόγγος   τῶν   νουθετούντων   αὐτοὺς   δι’   ὁμιλιῶν ,   διὰ γραμμάτων, διὰ τόμων ἐκκλησιαστικῶν καὶ συνοδικῶν, διὰ συνταγμάτων πολλῶν τε καὶ διαφόρων, ἃ καὶ συνοδικαῖς ἐπεκυρώθησαν    διαγνώσεσι    πατριαρχῶν,    ἀρχιερέων ,    μοναστῶν , βασιλέων, τῶν ὧν ἡ σπουδὴ πάντων πρὸς οὐδὲν  ἕτερον ἀποβλέπουσα ἧν, ἀλλ’ ἢ πρὸς τὸ διορθωθῆναι τοῦτους καὶ παλινδρομῆσαι πρὸς τὴν εὐσέβειαν ·  ἀλλ ’  οὐκ  ἐδέξαντο·  οὐκ  ἤκουσαν ·  οὐκ    ἐπείσθησαν·  οὐκ ἔγνωσαν  οὐδὲ  συνῆκαν ·  ἐν  γὰρ  σκότει  διαπορεύονται!  ᾿Εγὼ  δὲ  ἔτι τοῦτο σύντομον ἐρῶ καὶ ἁπλοῦν · εἰ μὴ πεπληροφορήμεθα ἐς τὰς τῶν πατέρων διδασκαλίας, εἰ τὰ τῆς πίστεως κατέγνωμεν, εἰ μάταιον ἡγούμεθα τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα· εἰ τὰ μυστήρια τῆς ἡμῶν ἐκκλησιαστικῆς πολιτείας, λόγος ἄλλως ἐστὶ τῆς ἀληθείας ὡς ἐπίπαν ἀποπλαζόμενος, δεξώμεθα τοὺς ᾿Ιταλοὺς καὶ τὰ σφίσι φίλα διαπραξώμεθα· εἰ δὲ πρὸς τὰ ὑποτεθέντα καὶ μέχρις ἀκοῆς δυσχεραίνομεν,  ἀποπηδήσωμεν  ὡς  ἀπὸ  ὄφεων  καὶ  αὐτῶν ,  ἵνα  μὴ καπνὸν φεύγοντες λάθοιμεν εἰς φλόγα πεσόντες πυρὸς ψυχὰς δαπανῶσαν , οὐ σώματα… Διὰ ταῦτα καὶ τὴν φωνὴν ἄρας καὶ εὐ μᾶλλα ὡς οἷόν τε διανυψώσας,ὡς καὶ περιηχῆσαι τὰ σύμπαντα, ἀναγγέλω ὑμῖν πάσι τε καὶ ἅμα καὶ πάσαις, ἄρχουσι καὶ λαοῖς νέοις· πρεσβύταις· πολιτευομένω τε καὶ ὁπωσδήποτε καὶ στρατευομένω· μονασταῖς, μιγάσι, τοῖς τοῦ ἱερατικοῦ καταλόγου καὶ τοῖς τῶ ποιμεναρχικῶ σεμνώματι διαπρέπουσι· σκοπὸν γὰρ ἡμᾶς ἐν ᾿Ισραὴλ κατὰ τὸν ᾿Ιεζεκιὴλ κρίμασιν οἷς οἷδε τέθεικεν ὁ Θεὸς ,  φυλάξασθε  ἀπὸ  τῆς  ἐρχομένης  ρομφαίας,  οὐκ  εἰς  σωμάτων, ἀλλ’   εἰς   ψυχῶν   ὄλεθρον   καὶ   ἀπώλειαν…   φυλάξασθε   ἀπὸ   τοῦ μιάσματος  τούτου  παρακαλῶ ,  τοῦ  τῶν   ᾿Ιταλῶν ·  μὴ  προσάψωμεν ἑαυτοῖς  τὸν ἐκ τούτων μιασμόν, καὶ ἀποστραφῆ  ὑμᾶς  ὁ τῶν  ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνόμεθα· μὴ δῶμεν τόπον τῶ διαβόλω· καλὸν ἡ εἰρήνη καὶ οὐδεὶς  ὁ ἀμφισβητῶν , ἀλλ’ ὡς ἐρρέθη ·   ἀλλ’ ὡς δεδήλωται·   ὡς καὶ ὁ μέγας Κύριλλος διαρρήδην βοᾶ·   τότε φάσκων κρατύνεσθαι  τὸ  τῆς  εἰρήνης  ὄνομα  καὶ  πρᾶγμα ,  ὅταν  μὴ  ταῖς  τῶν ἁγίων γνώμαις ἀντιταττώμεθα, μηδὲ τοῖς ἐκείνων ἀντιπράττωμεν ὅροις·   ἡμῖν   δὲ   οἱ   ἅγιοι   τὴν   ἄχρις   αἵματος   παραγγέλλουσιν ἔνστασιν, ἐπὶ τῶ μὴ χραίνεσθαι διὰ τῆς τῶν βλασφήμων κοινωνίας…
Τί γοῦν βδελυξώμεθα τούτους, ἢ αὐτῶν  κατευξόμεθα; οὐδαμῶς ·ἀλλὰ  τὸ μὴ χρανθῆναι  μὲν  τῆ  κοινωνία τούτων καὶ  τῆς  ψώρας αὐτῶν , ἢ τῆς λοιμικῆς νόσου μετασχεῖν περὶ πολλοῦ ποιησόμεθα καὶ  φυλάξωμεν  ἑαυτοῦς   κατὰ  πάντα  τρόπον  καὶ  τῆς  μερίδος αὐτῶν παντάπασιν ἀποσχώμεθα…».
(Θεοδώρητου Ιερομονάχου, ό. π. ,  σελ. 198-204)



Κωνσταντίνος Σάθας

Ου  μόνον  δε  τούτο,  αλλά  και  τον  λοιπόν  λαόν,  τους  τε  ιερείς  και μονάζοντας τυραννικώς εξεβίαζον (σ.σ. οι Λατίνοι) εις το ομοφρονείν και συγκοινωνείν αυτοίς και μνημονεύειν. Και όσοι μεν επείθοντο τοις δόγμασιν  αυτών,  τούτοις  φιλονίκως  διετίθεντο,  όσοι  δε  έλεγχαν αυτούς ως αιρετικούς και την κοινωνία αυτών πάντη απεστρέφοντο, εκόλαζον φανερώς…
(Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τοµ. Β΄, σελ. πγ΄)


Άγιος Μελέτιος Γαλασιώτης

Μη πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοῖς πρεσβυτέροις ἐφ οἱς ἀνόμως λέγουσι,  κακίστως  εισηγοῦνται.  Καὶ  τι  φημί μονάζουσι,  καὶ  τι τοῖς πρεσβυτέροις; Μηδέ ἐπισκόποις εἴκετε τὰ μὴ λυσιτελοῦντα πράττειν και λέγειν    καὶ φρονεῖν δολίως παραινοῦσιν. Ὅτινες περικείμενοι μόρφωσιν εὐσεβείας πᾶσαν την δύναμιν αὐτῆς εἰσὶν ἀπηρνημένοι… Οῖς οὐ προσῆκον πείθεσθαι, κἄν καὶ ποιμένες εῖεν, ἀλλά οὐδὲ ἐνδέχεται καλεῖν τούτους ποιμένας ὅλως, τοὺς λυμεῶνας και φθορεῖς τῆς χριστωνύμου ποίμνης καὶ μὴ τοὺς ὅρους σώζωντας τῆς ἀρχιερωσύνης.
(Αρχιμανδίτου Χρυσοστόμου Σπύρου, ό.π., εσώφυλλο)
Ὅτι   αἱρετικοί   εἰσιν   οἱ   λατίνοι   καὶ   οἱ   συγκοινωνοῦντες   αὐτοῖς ἀπόλλυνται…(Θεοδώρητου Ιερομονάχου, ό. π. , σελ. 108)

Όσιος Νικηφόρος

Όταν παντού άναψε για τα καλά η φλόγα της ασεβείας, τότε έφθασε ο καπνός μέχρι και το Άγιον Όρος, επειδή ο βασιλεύς άκουσε ότι οι Πατέρες έπαυσαν τελείως το μνημόσυνό του(σ.σ. και του πατριάρχου Βέκκου)… στο τέλος όμως, όταν αντιλήφθηκε ότι αυτό είναι αδύνατο, άναψε,  όπως  μπορούσε,  εναντίον  μας  για  τα  καλά  το  πυρ  των βασάνων απαιτώντας ή να κοινωνήσουµε µαζί του και δι΄αυτού με την λατινική Εκκλησία ή να μας αφαιρέσει την ζωή με βίαιο τρόπο.
(V. Laurent- J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ union de Lyon, σελ. 487-493)


Ομολογία Αγιορειτών Πατέρων επί Βέκκου

Αυτοί άγιε Δέσποτα, δεν άφησαν άθικτο και απαραχάρακτο κανένα από τα κυριότερα σηµεία της πίστεως. Γι΄αυτό, όχι µόνο αποκόπτονται από το πανταχού ίσο, καλό και ωραίο Σώμα του Χριστού, αλλά παραδίδονται και στον σατανά. Ο δε Απόστολος επισφραγίζοντας όλη την ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία λέγει προς τους Γαλάτας, που εισήγαγαν τότε διαφορετική διδασκαλία σε ένα μόνο θέμα ότι: «Εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμᾶς παρ΄ὅ παρελάβετε, κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω». Τα λόγια αυτά βέβαια τα απευθύνει πολύ περισσότερο  και  προς  τους  Ιταλούς,  οι  οποίοι  τον  τελευταίο  καιρό έχουν  εισαγάγει  μύριες  όσες  διαφορετικές  διδασκαλίες  και ανατρέπουν ολόκληρη σχεδόν την ευαγγελική, αποστολική, κανονική και πατερική Παράδοση…
… Πως είναι λοιπόν νόμιμο και θεάρεστο να ενωθούμε με εκείνους, από τους οποίους αποκοπήκαμε δίκαια και κανονικά, εφόσον παραμένουν αμετάβλητοι στις αιρέσεις τους; Εάν το δεχθούμε αυτό, ανατρέπουμε μονομιάς τα πάντα και καταργούμε την Ορθοδοξία και µάλιστα σ΄εκείνα τα σηµεία που την ανατρέπουν και αυτοί που γίνονται δεκτοί τώρα αναξίως. Διότι οι θείοι και ιεροί κανόνες λέγουν:«Όποιος συμπροσευχηθεί με ακοινώνητο ακόμη και μέσα σε σπίτι, να αφορίζεται(ι’ αποστ.)». Και σε άλλο μέρος:«Όποιος κοινωνεί με ακοινωνήτους, να είναι ακοινώνητος, επειδή επιφέρει σύγχυση στην κανονική τάξη της Εκκλησίας»(β’ Ἀντιοχ.). Και πάλι:«Όποιος δέχεται τον αιρετικό, υπόκειται στις ίδιες κατηγορίες   µ΄ εκείνον»(ερμην. με’ αποστ.). Αν λοιπόν δεχθούμε την ένωση, θα γίνουμε και εμείς υπόδικοι απέναντι στους θείους κανόνες που αποφαίνονται εν αγίω Πνεύματι, για όλα όσα και αυτοί κατηγορούνται και είναι υπεύθυνοι. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σωστό και δίκαιο.

Αλλά   ούτε   θα   τους   μνημονεύσουμε.   Διότι   και   αυτό   είναι   ένα τέχνασμα του πονηρού που υποκρίνεται το φώς, ενώ είναι σκότος. Έτσι και τώρα µε το να προβάλλει την ένωση µ΄αυτούς, θα επιφέρει με δόλιο τρόπο την απώλεια ολοκλήρου του σώματος της Εκκλησίας. Επειδή όμως δεν μπορεί να πείσει με φανερά επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρεί εκ του αφανούς να βρει ένα παράθυρο και να περάσει μέσα το κακό στα κρυφά. Εάν λοιπόν επιθυμούν πράγματι να ενωθούν μαζί μας, τότε ας αλλάξουν  πρώτα  και  μετά  να  ενωθούν.  Εάν  όμως  θέλουν  να  το κάνουν αυτό, ενώ συγχρόνως διατηρούν και τα σφάλματά τους, δεν θα  τα  καταφέρουν.  Καταλήγουν  μάλιστα  να  ζητούν  έστω  και  την απλή μνημόνευση των ονομάτων τους. Δεν υπάρχει όμως κάποια σχέση μεταξύ μυστηριακής κοινωνίας και μνημονεύσεως ονόματος; Υπάρχει βεβαιότατα, όπως θα αποδείξουμε. Ώ πόσο δυστυχώς είναι το κέρδος που θα επιτύχουν τώρα! Διότι τώρα θα είναι και η διόρθωσή τους αδύνατη, εφ΄όσον θα έχουν πάρει εκείνο που θέλουν! Άλλωστε, οι αντιπαραθέσεις και οι διάλογοι δεν φαίνεται να έχουν γι΄αυτούς σαν σκοπό την ευσέβεια…


… Ο μέγας Απόστολος του Κυρίου και Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει:«Εἴτις  ἔρχεται  πρὸς  ὑμᾶς  καὶ  ταύτην  τῆ  διδαχήν  οὐ  φέρει µεθ΄ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῶ μη λέγετε και εἰς οἰκίαν μη λαμβάνετε. Ὁ γάρ λέγων αυτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»(Β’ Ιω. 10-
11). Αν λοιπόν εμποδιζόμαστε να τον χαιρετίσουμε απλά στον δρόμο και αν δεν µας επιτρέπεται να τον βάλουµε σ΄ ένα συνηθισµένο σπίτι, πως δεν είναι ανεπίτρεπτο να τον εισαγάγουμε, όχι σε σπίτι, αλλά στον ναό του Θεού και µάλιστα σ΄αυτά τα ίδια τα άδυτά του;…
… Ποιος “άδης” θα αναφωνήσει το μνημόσυνο του πάπα – ο οποίος αποκόπηκε δίκαια από το Άγιο Πνεύμα εξαιτίας της αυθάδειάς του εναντίον του Θεού και των θείων Μυστηρίων- και θα γίνει με αυτό τον τρόπο εχθρός του Θεού; Διότι αν ακόμη και ο απλός χαιρετισμός μας καθιστά κοινωνούς των πονηρών έργων αυτού που χαιρετάμε, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα την στιγμή που αντικρίζουμε με φρίκη τα θεία Μυστήρια; Αν αυτός ο ίδιος που βρίσκεται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια, πως είναι δυνατόν να ανεχθεί ένα τόσο μεγάλο ψεύδος, το να συγκατατάσσεται δηλαδή ο πάπας μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων πατριαρχών; Και πώς θα τα ανεχθεί  αυτά  η  ψυχή  του  Ορθοδόξου  και  δεν  θα  απομακρυνθεί  αμέσως  από  την  εκκλησιαστική  κοινωνία  αυτών  που  τον μνημόνευσαν και δεν θα τους θεωρήσει ιεροκαπήλους; Άλλωστε, η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού δεχόταν από παλιά την  αναφορά του  ονόματος  του  αρχιερέως  ενώπιον  των  αγίων Μυστηρίων ως τελεία συγκοινωνία. Διότι έχει γραφεί στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας, ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του αρχιερέως για να δείξει ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του, ότι είναι κοινωνός του και ότι έχει δεχθεί δι΄αυτού την πίστη και την χάρη της ιερουργίας των θείων Μυστηρίων…

… Ο Θεός έχει επίσης στηλιτεύσει κατά το παρελθόν κάτι ανάλογο με τους εξής λόγους:«Ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου»(Ἰεζ. Κβ’ . 26). Με ποιό τρόπο το έκαναν αυτό; Με το να μη κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων και οσίων ανθρώπων, αλλά να έχουν τα πάντα κοινά με όλους. Και ποιό  άλλο πλέον εναργές και αληθινό παράδειγμα από αυτό χρειαζόμαστε; Ή μήπως να κάνουμε την ένωση σαν ένα είδος Οικονομίας; Και πώς να γίνει δεκτή μία Οικονομία, η οποία βεβηλώνει τα θεία Μυστήρια, κατά τον θείο λόγο που προαναφέραµε και απωθεί απ΄αυτά το Πνεύµα του Θεού και στερεί από  τους  πιστούς  την  άφεση  των  αμαρτιών  και  την  Χάρη  της υιοθεσίας που πηγάζει απ΄αυτά τα Μυστήρια; Και τι πιο επιβλαβές από μία τέτοια Οικονομία;…
… Αλλά μήπως είναι σωστό να δωθεί στον αιρετικό πάπα το πρωτείο ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού; Αυτό είναι πλήρης παραδοχή και όχι Οικονομία. Εκείνος δεν είναι άξιος τώρα ούτε για την τελευταία θέση. Λέγει δε σχετικά ο μέγας Πατήρ ημών Γρηγόριος ο   Θεολόγος,   χρησιμοποιώντας   τον   λόγο   του   Θεού   για   όσους μετανοούν: «Αν βέβαια δεν μετανόησαν, ούτε εγώ τους δέχομαι. Θα τους δεχθώ μόνο αν σκύψουν, αν προσέλθουν αξίως, αν διορθώσουν το κακό που έκαναν. Και όταν τους δεχθώ, τότε θα τους απονείμω την θέση που τους ταιριάζει.». Πού είναι όμως σε εκείνον και τους δικούς του η διόρθωσις; Πού η μετάνοια προς το καλό; Άρα λοιπόν δεν είναι άξιοι ούτε για την τελευταία θέση, πόσο μάλλον για την πρώτη!...
… Αλλά και ο μέγας Παύλος κινούμενος από τον ίδιο τον Κύριο που ομιλεί μέσα του μας βεβαιώνει: «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος»( Τίτ. γ’. 10). Και πάλι: «Στέλλεσθε άπό παντός ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρελάβατε παρ΄ἡμῶν»(Β’ Θεσ. γ’ , 6). Και σε άλλο μέρος μας παραγγέλλει με κάτι τέτοιους ούτε να συντρώγουμε (Α’ Κορ. ε’, 11). Τα όμοια μας επιτάσσει και ο Θεοφόρος και Μέγας Πατήρ ημών Ιγνάτιος, για   να   μας   προφυλάξει   από   τα   ανθρωπόμορφα   θηρία,   τους αιρετικούς, τους οποίους δεν πρέπει όχι μόνο να δεχόμαστε, αλλά αν είναι δυνατόν, ούτε να τους συναντάμε. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να δώσουµε σ΄αυτούς το δικαίωµα να είναι πρώτοι και κριτές των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να διασαλπίσουμε το μνημόσυνό τους ως Ορθόδοξο κατά τον καιρό της κοινής λατρείας μέσα στην Εκκλησία και ενώπιον αυτής της ίδιας της μυστικής τραπέζης; Και μάλιστα ενώ καλούμαστε να μη τρώγουμε μαζί τους, ούτε να τους χαιρετάμε  –για να μην υπάρχει κανενός είδους συναναστροφή μαζί τους– και των οποίων την συνάντηση μας ζητείται αν είναι δυνατόν να την αποφεύγουμε.
(Καλλίστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος…, σελ. 105-111)


14ος ΑΙΩΝΑΣ


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας  ὄντες  οὐδὲ  τῆς  τοῦ  Χριστοῦ  ἐκκλησίας  εἰσί,  καὶ  τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθεία καὶ ἀκριβεία πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα.
(Γρηγορίου Παλαμᾶ, ᾿Αναίρεσις γράμματος ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας, ΕΠΕ 3, 608)
(σ.σ.  ΄Εξοχα  ερμηνεύει  την  ανωτέρω  πηγή  ο  π.  Θεόδωρος  Ζήσης:
.γράφει αυστηρότερα (από τον Άγιο Μάξιμο) ότι στην Εκκλησία ανήκουν όσοι δέχονται την αλήθεια της Εκκλησίας· όσοι δεν υπακούουν στην αλήθεια της Εκκλησίας δεν ανήκουν σ’ αυτήν· έστω και αν ονομάζουν τους εαυτούς τους ποιμένες και αρχιποιμένες. Ο Χριστιανισμός, ο γνήσιος και αληθινός, δεν χαρακτηρίζεται από τα πρόσωπα, αλλά από την αλήθεια και την ακρίβεια της πίστεως. Θεόδωρος Ζήσης, ό.π., σ. 41 )
Αυτός (ο   Ιωάννης Καλέκας, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) που έπειτα γράφει τόσα πολλά εναντίον των μοναχών και επέτρεψε σε οποιονδήποτε επιθυμεί να ανακινεί όλη την παρ΄εκείνου κατηγορία, δεν υποβάλλει πολλαπλασίως τον εαυτό του σε αυτές τις αποκηρύξεις,  αποχωρίζοντας  τον  εαυτό  του  από  την  Εκκλησία του Χριστού και  ολόκληρο  το  σύστημα  των  Ορθοδόξων; (Αναίρεσις εξηγήσεως τόμου Καλέκα,13, Ε.Π.Ε. τόμος 3,σελ.670)
σ.σ. ο Άγιος Γρηγόριος σε αυτό το απόσπασμα, μας εξηγεί ότι ο πατριάρχης Καλέκας, παρόλο που δεν είχε καταδικασθεί επίσημα από Σύνοδο, ήταν ήδη χωρισμένος από την Εκκλησία του Χριστού. Στην επόμενη πηγή που θα παραθέσουμε, ο Άγιος θα ορίσει ποιος τελικά ανήκει στην Εκκλησία του Χριστού και ποιος όχι κατά την περίοδο της αιρέσεως. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Άγιος δεν αναφέρει καν το αξίωμα του Καλέκα, θέλοντας μάλλον με αυτό τον τρόπο να δείξει ότι ο τελευταίος, είχε δυνάμει εκπέσει του αξιώματός του επειδή απώλεσε την ορθή πίστη. )
 Εφόσον   ο   Καλέκας   είναι   με   αυτό   τον   τρόπο   και   τόσες   φορές αποκομμένος από ολόκληρο το πλήρωμα των Ορθοδόξων, είναι κατά συνέπεια αδύνατο να ανήκει στους ευσεβείς, όποιος δεν έχει αποχωρισθεί από αυτόν. Αντιθέτως, όποιος για τους λόγους αυτούς είναι αποχωρισμένος από τον Καλέκα, τότε ανήκει πράγματι στον κατάλογο των Χριστιανών και είναι ενωμένος με τον Θεό κατά την ευσεβή πίστη.
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 268)



Ιωσήφ ο Καλόθετος

Αντιθέτως,     δεν     γνωρίζω     πως     θα     καταφέρει     να     μη συγκαταλεχθεί  μετά  των υποκριτών  (Ματ. Κδ’, 51) και απίστων, αυτός που δεν απέχει από την κοινωνία με τον αμετανόητο (Ακίνδυνο), η μάλλον αυτός που δεν εναντιώνεται διαρκώς και δεν προετοιμάζεται   πάντοτε για να πολεμήσει κατά του αμετανοήτου, έως ότου διάκειται έτσι εχθρικά προς τον Θεό και τις αΐδιες ενέργειές Του.
(Ιωσήφ Καλοθέτου συγγράμματα, παρά Δ. Τσάμη, Λόγος 2,κεφ. 36-37, σ. 138)
 Όταν δε ο πατριάρχης Καλέκας ‘‘απέκοψε’’ τον θείο Γρηγόριο και τους ομόφρονές του από την Εκκλησία(1344), ο ιερός Ιωσήφ έγραφε: Ποια είναι η Εκκλησία, η οποία ισχυρίζεται (ο Καλέκας) ότι μας έχει αποδιώξει; Η των Αποστόλων; (σ.σ. Ασφαλώς όχι, αφού) Εμείς όμως είμαστε υποστηρικτές της και συμφωνούμε σε όλα μαζί της. Επιθυμήσαμε μάλιστα να πάθουμε τα πάντα για χάρη της κατά την παρούσα  περίσταση  και  έχουμε  σκοπό  να  υποφέρουμε  με γενναιότητα κάθε πόνο και κόπο με την βοήθεια του Θεού. Εξαιτίας  δε αυτής υφίσταται ο διαρκής πόλεμος με τον Θρασύμαχο (Βαρλαάμ) και τον Γλαυκοφάνη (Ακίνδυνο). Επομένως δεν λέγει ότι μας έχει αποβάλει η Αποστολική Εκκλησία -διότι πως ήταν δυνατό να γίνει αυτό;- αλλά   η καινοφανής Εκκλησία και τα παράδοξα δόγματαπου αυτός συνέστησε με τα περί τον Θρασύμαχο και Γλαυκοφάνη νεαρά άτομα.      Οι  «φάγοντες  τράπεζαν  Ιεζάβελ»  (Γ’  Βασ.  ιη’,  19) περιφρόνησαν λόγους, νόμους, Προφήτες, Αποστόλους και τόσους άλλους. Πώς και είσαι εσύ Εκκλησία ευσεβών; Από τον τρόπο; Από τις πράξεις; Από τα υγιή δόγματα; Αφού λοιπόν έγινες εργαστήριο κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, οποιουδήποτε φαύλου πράγματος, κάθε επαναστατικού φρονήματος, κάθε αδικίας, πλεονεξίας, ιεροσυλίας, αρπαγής και καπηλείας, έπειτα ‘‘χειροτονείς’’ –ώ του θράσους!- και τον εαυτό σου Εκκλησία. Δεν γνωρίζεις φαίνεται, ότι και οι Νεστόριος και Μακεδόνιος πιθανώς να ισχυρίστηκαν αυτό που και εσύ τώρα ισχυρίζεσαι, διότι και αυτοί είχαν τον ίδιο θρόνο με σένα.
Γιατί είσαι Εκκλησία; Από το ότι δωροδοκείς; Από το ότι εξαγοράζεις τις δίκες; Από το ότι δεν κάνεις διάκριση μεταξύ των ανιέρων και των αγίων; Από το ότι επιτρέπεις την είσοδο του ιερού σε όλους τους μολυσμένους και βεβήλους; Από το ότι καταπείθεις τους ανθρώπους να χορταίνουν από συγγενικό αίμα; Από το ότι πωλείς την Χάρι του Αγίου  Πνεύματος;  Από  το  ότι  γέμισες  την  Εκκλησία  με  όλες  τις αιρέσεις –προχωρώ δε και σ΄αυτή την κορωνίδα των κακών- ή από το ότι πωλείς (διά της Σιμωνίας) την ευσέβεια την δική σου και των επισκόπων σου και όσων σε ακολουθούν, για τους οποίους και καυχάσαι ότι αποτελούν και Εκκλησία;
Τέτοιου είδους μεν είναι η κατά την γνώμη σου Εκκλησία, την οποία συνέστησες πριν από λίγο καιρό, αφού αποστάτησες από την δική μας. Η δική μας όμως Εκκλησία είναι από παλαιά αγνή, καθαρή, ειρηνική, αποχωρισμένη από οποιοδήποτε φαύλο και πονηρό πράγμα, ελεύθερη από οποιαδήποτε κακία, καθαρή από κάθε ακαθαρσία και κηλίδα. Σέβεται επίσης τα υγιή, καθαρά και αποδεδειγμένως ειλικρινή δόγματα  των  θεοφόρων  ανδρών.  Κεφαλή της  Εκκλησίας  είναι  ο
Κύριός μας, μέλη δε και μέρη αυτής της Εκκλησίας το σύνολο και σύνταγμα των ευσεβών.(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 274-275)

Αλλοτε πάλι χαρακτηρίζει την ψευδεκκλησία του Καλέκα «ὡς σφαλεράν καί πόρρω Θεοῦ βάλλουσαν ». Κατά συνέπεια ο πατριάρχης (σ.σ. άκριτος ακόμα από   Ορθόδοξη Σύνοδο) «δεῖ ὑποταγῆναι τῆ ἡμετέρα ἐκκλησία, ῆς πρό ὀλίγου ἀφηνίασεν ἀποσκιρτήσας». Για όλα αυτά ο ιερός Ιωσήφ συνιστούσε: «ἀποκοπτέον ἡμᾶς τῆς ἐκείνου κοινωνίας ». Προσέθετε δε, ότι χρειάζονται πηγές δακρύων για να κλαύση κανείς το «σύντριμμα» της Εκκλησίας. Τις σφαγές -όχι των σωμάτων- αλλά των ψυχών και την καινοτομία της πίστεως. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 275)
Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης

Ἐλθόντες ποτὲ πρὸς τὸν ὅσιον, ὡς συχνῶς εἴθισται, μοναχοὶ ἐκ τῆς Λαύρας, εἶχον μεθ᾿ ἑαυτῶν κοσμικὸν ἐν μυχῶ τὰ Ἀκινδύνου νοσοῦντα παρὰ μηδενὸς γιγνωσκόμενον, ὅν ὁ μέγας μακρόθεν εἰδώς: «τὸν σὺν ὑμῖν Ἀκινδυνᾶτον καὶ ἄπιστον ἐκδιώξατε, ἐξεβόησε, πρότερον, καὶ τότε πρὸς ἐμὲ ἀφίχθητε· λίαν γὰρ τὸν ληρώδη Ἀκίνδυνον ὡς ὑπουργὸν τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ψυχωλέθρου αἱρέσεως ὁ ὅσιος ἐβδελύττετο προφανῶς καὶ τοὺς θιασώτας αὐτοῦ καὶ κοινοὺς πάσης αἰρέσεως, οὐδ᾿ ὀφθαλμοῖς ὅλως προσβλέπειν ἠνείχετο, ἀλλ᾿ ἐλέγχων παρρησία τῶ ἀπὸ Θεοῦ ἀναθέματι καθυπέβαλλεν».
(Ευλ. Κουρίλα, Μνημ. Έργον, σ. 126)

Παναγιώτης Τσάλλος Ιστορικός

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΝ

Ποιά η κοινωνία μεταξύ φωτός και σκότους; (β΄ κορινθ. 6.14)


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |