Ο ιερέας ως λειτουργός
Είναι γνωστό ότι το κύριο έργο του ιερέα είναι το λειτουργικό και το κηρυκτικό. Αυτό εξάγεται αβίαστα μέσα από τις ευχές, κατά την χειροτονία εις πρεσβύτερον και κυρίως από την β΄ ευχή, που αναφέρει, ότι ορίζει τον ιερέα «κηρύσσειν το ευαγγέλιον της βασιλείας» του Θεού και «προσφέρειν δώρα και την ζωφοδεστάτην παράταξιν και την μανιώδη συμβολήν τούτοις τοις οφθαλμοίς ιδείν ηδυνήθεις ποτέ» , Ιωάννου Χρυσοστόμου, ό. π., Λόγος ΣΤ΄, ΄27-32, σσ300 89 Ιωάννου Χρυσοστόμου, ό. π., Λόγος Δ΄, 19-21, σσ216 θυσίας πνευματικάς»90. Ακόμα και όταν, μετά τη χειροτονία, ο τελών την χειροτονία αρχιερέας τοποθετεί μέσα στις παλάμες του νεοχειροτονηθέντος τον καθαγιασμένο Άγιο Αμνό, το Άγιο Σώμα του Χριστού, ή την
«παρακαταθήκην», την οποία του εμπιστεύεται και τον προτρέπει να τη φυλάξει «εως της παρουσίας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού»91, του δίνει και του δείχνει το κατ’ εξοχήν έργο του, την κατ’ εξοχήν ιερουργία του. Και αυτή είναι η τέλεση της Θείας Λειτουργίας, με την οποία τρέφεται και ποτίζεται πνευματικά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Λέει για το θέμα ο Συμεών Θεσσαλονίκης: «τούτο δε φρίκης απάσης μεστόν ουκ άλλον, αλλά τον Ιησούν, τον ζώντα άρτον λαμβάνειν ιερουργείν και την ιερωσύνην αυτού και αυτόν ως παρακαταθήκην πιστεύεται» 92.
Μέσα από αυτό το κυρίως έργο του ιερέα εξάγονται και όλα τα μυστήρια που τελεί για αγιασμό και καταρτισμό των μελών του σώματος της Εκκλησίας. Και πρώτα, ως λειτουργός ο ιερέας, αναφέρει ο ιερός πατέρας που εξετάζουμε, τελεί έργο θεοπρεπές. Αντιδιαστέλλοντάς το με την πνευματικότητα της κατά τάξιν Μεχλισεδέκ ιεροσύνης του Ιησού Χριστού, προς την ααρωνική ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, προβάλλει το λειτουργικό έργο του Χριστιανού ιερέως προς τη θυσία του προφήτη Ηλιού. «Αρα σοι του καταφρονείσθε ταύτα ... ει μη της του Θεού χάριτος ην η βοήθεια»93. «Πώς σου φαίνονται λοιπόν αυτά τα πράγματα; Είναι άξια περιφρονήσεως ή είναι τόσον υψηλά ώστε να .... ήρχετο άφθονος η χάρη του Θεού;».
Και όλα αυτά τα γράφει, αφού προηγουμένως είπε ότι το έργο του λειτουργού είναι τόσο υψηλό, που τελείται μεν επί της γης, αλλά ανήκει στα έργα των ουρανίων δυνάμεων. Και ο ιερέας τελεί έργο που το ίδρυσε ο ίδιος ο Παράκλητος. «Διό χρη τον ιερωμένον, ώσπερ εν αυτοίς εστώτα τοις ουρανοίς μεταξύ των δυνάμεων εκείνων, ούτως είναι καθαρός»94. Δια τούτο ο ιερωμένος
πρέπει να είναι τόσο καθαρός, σαν να στέκεται στους ουρανούς μαζί με τις αγγελικές δυνάμεις. Ο ιερέας, όταν τελεί τη θυσία, βλέπει τον Κύριο θυσιασμένο πάνω στην αγία τράπεζα. Σκυμμένος πάνω στο θύμα, δεν βρίσκεται πάνω στη γη, αλλά μεταφέρεται στους ουρανούς. Γι’ αυτό ο ιερέας πρέπει να είναι απαλλαγμένος από το σαρκικό φρόνημα της ψυχής. Γιατί, ενώ κατοικεί στη γη, ανέλαβε την διεύθυνση ουρανίων υποθέσεων και μάλιστα με εξουσία που ο Θεός δεν έδωσε, ούτε στους αγγέλους του, ούτε στους αρχαγγέλους του. Ο ιερέας ως λειτουργός έχει εξουσία, που καμιά άλλη εξουσία δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλότερη από αυτήν. «Τις αν γένοιτο ταύτης της εξουσία μείζων; Πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ, ορώ δε πάσαν αυτήν τούτους εγχειρισθέντας υπό του Υιού»95. Ο Πάτερας έδωκε στον Υιό ολόκληρη την εξουσία, βλέπω δε ότι ο Υιός την παραχώρησε όλη στους ιερείς.
«Τις ούτω επόθησεν τον Χριστόν;» 96. Ποιος λοιπόν άλλος μπορεί να ποθήσει τόσο πολύ τον Χριστόν παρά μόνο ο ιερέας, ο οποίος έχει δικαίωμα να λέγει «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»97; Γιατί είναι αυτός που παρακαλεί το Άγιο Πνεύμα, κατά τη «φρικωδεστάτην θυσίαν» και έρχεται σε συχνή κοινωνία με τον Δεσπότη των όλων∙ «.... και το Πνεύμα το Άγιον καλεί και την φρικωδεστάτην τελεί θυσίαν και του κοινού πάντων συνεχώς εφάπτεται δεσπότου»98. Αυτός λοιπόν ο ιερέας, ως λειτουργός, έχει αγγέλους και αρχαγγέλους οι οποίοι βοούν, φωνάζουν και του παραστέκονται, κατά τη Θεία Λειτουργία, και βρίσκονται «περί το θυσιαστήριον και πληρούται ο τόπος εις τιμήν του κειμένου»99.
Διηγείται ο Χρυσόστομος100 και αποκαλύψεις για τη Θεία Λειτουργία, αναφέροντας, ότι τάχα (αναφέρουμε το τάχα, διότι πιστεύουμε ότι ήταν δικές του εμπειρίες) ένας γέροντας είδε πλήθος αγίων αγγέλων να παρίστανται με
λαμπρές στολές και να περικυκλώνουν το άγιο θυσιαστήριο και να στρέφουν τα πρόσωπα τους προς τα κάτω. Αλλά και για κάποιον άλλο λέει, ότι για τους μέλλοντες να αποδημήσουν από τον κόσμο τούτο, αν μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων, όταν πρόκειται να εκπνεύσουν με καθαρή συνείδηση, συνοδεύονται και μεταφέρονται από αγγέλους, χάριν της Θείας αυτής Κοινωνίας.
Αλλά και για τους πιστούς που κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, αυτός ο ιερέας, τους εισάγει στην ένωσή τους με τον Χριστό. Είναι αυτός που, κατά την ευχή της ύψωσης και του μελισμού στη Θεία Λειτουργία, καταξιώνεται να κοινωνεί του αχράντου Σώματος και Αίματος του Χριστού από τα χέρια του Θεού, αλλά και να μεταδίδει αυτά με τα δικά του χέρια σ’ όλο το λαό: «και καταξίωσον τη κραταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σου σώματος και του τιμίου αίματος και δι’ ημών παντί τω λαώ»101.
Ως λειτουργός και διαχειριστής των μυστηρίων του Θεού είναι αυτός, που θα εισάξει τον άνθρωπο, που θα επιθυμήσει την βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, με το Άγιο Βάπτισμα. Γιατί είναι προϋπόθεση το Βάπτισμα για την ουράνια βασιλεία, αφού δεν μπορεί να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων αυτός, που δεν είναι ενωμένος με την Εκκλησία δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ποιος τελεί το Βάπτισμα; Ο ιερέας. Και λέει ο Ιωάννης: «Ει γαρ ου δύναταί τις εισελθείν εις τη βασιλείαν των ουρανών, εαν μη δι’ ύδατος και Πνεύματος αναγεννηθή, και ο μη τρώγων την σάρκα του Κυρίου και το αίμα αυτού πίνων εκβέβληται της ουρανίου ζωής. Πάντα δε ταύτα δι΄ ετέρου μεν ουδενός, μόνον δε δια των αγίων εκείνων επιτελείται χειρών, των του ιερέως, λέγω» 102.
Ο ιερέας είναι εκείνος που επιφορτίστηκε με την πνευματική φροντίδα για την αναγέννησή μας κατά το Βάπτισμα. Είναι αυτός που συντελεί στη γέννηση εκ Θεού και συντελεί στην υιοθεσία του χριστιανού δια της Θείας Χάριτος. Αλλά ο ιερέας, ως λειτουργός, είναι αυτός που θα δώσει και την άφεση των
αμαρτιών, αφού είναι σ’ αυτόν που είπε ο Χριστός; «Αμήν λέγω υμίν, όσα εαν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν ουρανώ, και όσα εαν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ»103. ΄Οσα επιτελούν, λέει ο Χρυσόστομος, στη γη οι ιερείς, τα επικυρώνει στους ουρανούς ο Θεός. Τέτοιαν εξουσία έχει ο ιερέας. Και μάλιστα ολόκληρη την ουράνια εξουσία, αφού τους είπε «Ων γαρ αν, φησίν, αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται, και ως αν κρατήτε κεκράτηνται»104. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Χρυσόστομος είχε υπόψη του την μυστηριακή εξομολόγηση. Γιατί αναφέρει ότι οι ιερείς έχουν την εξουσία να μας συγχωρούν τις αμαρτίες, όχι μόνο όταν μας αναγεννούν, αλλά και με τη μετάνοια.
Και για το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου, όταν ασθενεί ο πιστός, καλεί τον ιερέα, κατά την παραγγελία του Κυρίου: «είναι κανείς ασθενής από σας; Ας προσκαλέσει τους ιερείς της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν και να τον αλείψουν με έλαιο «και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα και εγερεί αυτόν ο Κύριος. Καν αμαρτίας η πεποιηκώς, αφεθήσονται αυτώ»105. Είναι, λέγει ο Άγιος, ο ιερέας αυτός στον οποίο ο Θεός έδωσε μεγαλύτερη δύναμη ακόμα και από τους φυσικούς γονείς. Γιατί οι φυσικοί γονείς γεννούν ένα παιδί, έναν άνθρωπο, αλλά οι ιερείς αναγεννούν και ευεργετούν τον άνθρωπο. Και η διαφορά ανάμεσα στους γονείς και στον ιερέα είναι όση υπάρχει ανάμεσα στην παρούσα ζωή και τη μέλλουσα. Οι γονείς πολλές φορές, κατά τον Χρυσορρήμονα, δεν μπορούν να προστατεύσουν ούτε από ασθένεια ούτε από αυτό τον θάνατο, ενώ ο ιερέας σώζει ψυχές: «Οι μεν γαρ εις ταύτην, οι δε εις εκείνην γεννώσι. Κακείνοι μεν ουδέ το σωματικόν αυτοίς δύναιντ’ αν αμύνασθαι θάνατον, ου νόσον επενεχθείσαν αποκρούσασθαι. Ούτοι δε και κάμνουσαν και απόλλυσθαι μέλλουσαν την ψυχήν πολλάκις έσωσαν, τοις μεν πραοτέραν την κόλασιν εργασάμενοι, τους δε ουδέ παρά την αρχήν αφέντες εμπεσείν, ου τω διδάσκειν μόνον και νουθετείν αλλα και το δι ευχών βοηθείν» 106.
Όλη η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και του ιερέα αποσκοπεί στον πρώτιστο σκοπό της ζωής του ανθρώπου, στην κατά χάριν θέωση και στον αγιασμό του. Γιατί όλα τα μυστήρια, οι ακολουθίες, οι παρακλήσεις ελκύουν την χάρη του Θεού προς τους πιστούς. Με αυτή την έννοια, ο ιερέας και η χριστιανική μυστηριακή ιεροσύνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατά χάριν μετοχή του ανθρώπου στη μία, μοναδική και ανεπανάληπτη ιεροσύνη του μεγάλου αρχιερέως Χριστού, όπως αναφέραμε και στο πρώτο κεφάλαιο. Ο Κύριος ο οποίος «πάντα έχων εν εαυτώ και δι’ ημάς πάντα γενόμενος»107, προσέφερε τον εαυτό του μοναδική θυσία ιλαστική για την γεφύρωση του χάσματος που δημιούργησε μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου η αμαρτία.
Στο πρώτο κεφάλαιο είχαμε δώσει την πρώτη αναφορά στο ότι, με το προφητικό του κήρυγμα και μέσω της αγίας ζωής και διδασκαλίας του, ο Κύριος φώτισε την ανθρωπότητα, αλλά και ότι ο ιερέας, μετέχοντας στην ιεροσύνη του Χριστού, μετέχει και αυτού του προφητικού κηρυκτικού έργου Του. Γι’ αυτό, όπως και στη δεύτερη ευχή της χειροτονίας, γίνεται λόγος και για το δεύτερο καθήκον του ιερέα που είναι να διδάσκει το λαό του Θεού. Θέμα το οποίο γνωρίζει άριστα ο ιερός σγγραφέας μας. Ο ίδιος, ως κήρυκας του λόγου του Θεού, είχε ξεχωρίσει ανάμεσα σε όλους τους αγίους πατέρες για τη ρητορική του, την άριστη μέθοδό του, την ευθύτητά του, τις οποίες ουσιαστικά μας διδάσκει στους λόγους του. Τέτοιος ήταν ο λόγος του, που του έχει δοθεί το προσωνύμιο Χρυσόστομος. Αυτός λοιπόν είναι και ο καταλληλότερος να μας μιλήσει γι’ αυτή την τέχνη του κηρύγματος.
Η διδασκαλία δια του λόγου, αναφέρει ο Χρυσόστομος, είναι ένας τρόπος θεραπείας για την ασθενούσα ψυχή. «Ενταύθα δε ουδέν τούτων επινοήσαί εστιν. Αλλά μία τις μετά τα έργα δέδοται μηχανή και θεραπεία οδός, η δια του λόγου διδασκαλία»108. ΄Οταν ασθενεί και πέφτει η ψυχή, με τη διδασκαλία του λόγου του Θεού, μπορούμε να τη σηκώσουμε. Να μπορέσει ξανά να βρει τις χαμένες της ελπίδες και τη χαμένη προοπτική της. Και είναι απαραίτητο πρώτα να
τονίσουμε, ότι αυτός ο λόγος που θα προφέρει ο ιερέας θα είναι ξεχείλισμα από τη δική του καρδιά και εμπειρία. «Διο πολλήν χρη ποιείσθαι την σπουδήν, ώστε τον λόγον του Χριστού εν ημιν ενοικείν πλουσίως»109. Διδάσκει πρώτα με το δικό του παράδειγμα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Το δικό του παράδειγμα μπορεί να κάνει και θαύματα, όπως ακριβώς και ο Απόστολος Παύλος, αλλά παρ’ όλα ταύτα, και ο Παύλος δεν αρκέστηκε σ’ αυτά, αλλά, διέπρεψε και στο κήρυγμα του Χριστού, στη διάδοσή του, στον έλεγχο των πιστών, στη στήριξη, στην παρηγοριά τους. Ακόμα και στον έλεγχο των εξωτερικών εχθρών.
«Τούτω και κειμένην εγείρομεν και φλεγμαίνουσαν καταστέλλομεν την ψυχήν και τα περιττά περικόπτομεν και τα λείποντα πληρούμεν και τα άλλα άπαντα εργαζόμεθα, όσα εις την της ψυχής υγείαν ημίν συντελείν»110. ΄Οταν υπάρχει ασθένεια, και ως προς τα δόγματα εκεί χρειάζεται ακόμα περισσότερο η διδασκαλία του λόγου. «Όταν δε περί δόγματα νοσεί η ψυχή τα νόθα, πολλή του λόγου ενταύθα η χρεία, ου προς των οικείων ασφάλεια μόνον αλλά και προς τους έξωθεν πολέμους»111. Η μάχη με τη διδασκαλία του λόγου δεν στερεώνει μόνο τους πιστούς που έχουν πάντα ανάγκη αυτή τη διδασκαλία, αλλά αναιρεί τον κίνδυνο οι πιστοί να χάσουν την αληθινή οδό της σωτηρίας. Γνωρίζουμε ότι, κατά τους Αγίους Πατέρες, το δόγμα είναι το ασφαλές όριο ανάμεσα στην υγεία και στην ασθένεια, τη ζωή και το θάνατο. Το δόγμα, ως φάρμακο, είναι απαραίτητο να το χαρακτηρίζει η ακρίβεια, χωρίς αλλοίωση, γιατί διαφορετικά καθίσταται μη αποτελεσματικό και οδηγεί στην άγνοια του Θεού. Και γι’ αυτό προτρέπει τους ιερείς ο Χρυσόστομος, ως άλλος Πέτρος: «έτοιμοι γίνεσθε προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος»112.Αυτή όμως η διδασκαλία του λόγου είναι μια ολόκληρη τέχνη. Είναι μια τέχνη, την οποία πρέπει να κατέχει ο ιερέας και ως προς την καλλιέργεια των πιστών και ως προς τον έλεγχό τους και ως προς τον έλεγχο και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Μια τέχνη, που πρέπει πάντα να έχει ως σκοπό την πνευματική
ωφέλεια και καταρτισμό του πληρώματος της Εκκλησίας. Και να γνωρίζει τα πάντα, να είναι ενημερωμένος, για ό,τι πιθανόν μπορεί να αντιμετωπίσει. «Αλλά, αν μη πάσας επιστάμενος η της τέχνης τας ιδέας ο μέλλων νικάν, οίδεν ο διάβολος και δι’ ενός μέρους, όταν ημελημένον τύχη, τους πειρατάς εσαγαγών τους αυτού διαρπάσαι τα πρόβατα. Αλλ’ ουχ όταν δια πάσης ήκοντα της επιστήμης τον ποιμένα αίσθηται και τας επιβουλάς αυτού καλώς επιστάμενον απάσας. Διο χρή καλώς εξ όλων φράττεσθαι των μερών»113.
Τι κατάρτιση λοιπόν πρέπει να έχει αυτός που ασκεί την διακονία του λόγου; Μπορεί, κατά τον Χρυσόστομο, να είναι ιδιώτης; Δηλαδή να λέει ό,τι θέλει; Φυσικά, όχι. Μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που του αρμόζει, τη διαλεκτική εκείνη που γνωρίζει καλύτερα στη διδασκαλία του, αλλά δεν αυτοσχεδιάζει και σε αυτά που λέει, γιατί δεν είναι δικά του. Είναι η διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως «...τω λόγω ιδιώτης είναι άλλ’ ου τη γνώση»114. Την εποχή του ο Παύλος νικούσε μόνο με το λόγο, αναφέρει ο Χρυσόστομος και αυτή την εντολή για τη χρήση του λόγου άφησε και στον Τιμόθεο, όταν τον καλεί να προσέχει στην ανάγνωση, στην παράκληση και στη διδασκαλία115. Αλλά και προς τον Τίτο, όταν του γράφει για τα καθήκοντα των επισκόπων τον προτρέπει «δει γαρ φησίν είναι τον επίσκοπον αντεχόμενον του κατά διδαχείν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή και τους αντιλέγοντας ελέγχειν»116.
Ως προς τη διδασκαλία, είναι σαφής, ότι ο ποιμένας πρέπει να ξέρει πώς να μιλά στην κάθε περίπτωση που έχει ενώπιόν του. Κάθε άνθρωπος είναι μια διαφορετική προσωπικότητα και θέλει τη δική της προσέγγιση. Πρώτα ο λόγος μας πρέπει να είναι «πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πως δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι»117. Δεν απαιτεί μόνο γνώση για το αντικείμενο της συζήτησης αλλά, και τον τρόπο που θα προσεγγιστεί η κάθε ψυχή. Και αυτή η προσέγγιση θέλει την αρετή της διακρίσεως, όχι ως προς την αλήθεια, αλλά ως προς τη διατύπωσή της. Γιατί, ποιος είναι ο τελικός σκοπός της διδασκαλίας και
του λόγου; Και ποιος είναι ο κυριότερος όρος της επιτυχίας της διδασκαλίας; Είναι, κατά τον Άγιο, «όταν δι’ ων πράττουσι και δι’ ων λέγουσι τους μαθητευομένους ενάγωσι προς τον μακάριον βίον, ον ο Χριστός διετάξατο»118. Είναι παραγωγικός δηλαδή, όταν και με τα έργα και με τους λόγους οδηγούν τους μαθητές στο μακάριο βίο που έχει ετοιμάσει ο Χριστός.
Μια τέτοια διάκριση δείχνει ο ΄Αγιος, όταν καλεί τον ποιμένα- διδάσκαλο, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, γιατί ακόμα και για τον τόνο της φωνής και για τη διάθεση της όψεως και για τα βλέμματα ζητούνται ευθύνες. «Και αν, πολλών συγκαθημένων, μη πανταχού περιφέρη τους οφθαλμούς διαλεγόμενος, ύβριν το πράγμα φασιν οι πολλοί»119. Και αν μιλά σε μια μεγάλη συγκέντρωση θα πρέπει να περιφέρει παντού τα μάτια του, γιατί διαφορετικά μπορεί να θεωρηθεί από τον πολύ κόσμο ως προσβλητικό.
Τέτοια λοιπόν πρέπει να είναι η δύναμη της ψυχής και η κατάρτιση του ιερέως ως λειτουργού, τελεσιουργού των μυστηρίων και διδασκάλου. Γιατί και τα δύο αυτά απορρέουν μέσα από την χειροτονία του, ως προϋποθέσεις για την καλή απολογία που θα κληθεί να δώσει στον Χριστό για τα πρόβατα που του εμπιστεύτηκε.
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΞΙ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Διπλωματική Μελέτη
Υποβληθείσα στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Θεολογικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο «Νεάπολις»
ΠΑΦΟΣ 2015
Επιβλέπων Καθηγητής: Νικόλαος Νικολαίδης
Εξεταστική Επιτροπή:
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου