4ος ΑΙΩΝΑΣ
Μέγας Αθανάσιος
Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι , καὶ ἐν πίστει Θεοῦ ἱδρυμένοις, ἀγαπητοῖς καὶ ποθεινοτάτοις ἀδελφοῖς ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Εὐχαριστῶ μὲν τῷ Κυρίῳ, τῷ δόντι ὑμῖν εἰς αὐτὸν πιστεῦσαι, ἵνα μετὰ τῶν ἁγίων καὶ ὑμεῖς ἔχητε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον · ἐπειδὴ δέ εἰσί τινες οἱ τὰ Ἀρείου φρονοῦντες, περιερχόμενοι τὰ μοναστήρια, δι' οὐδὲν ἄλλο εἰ μὴ ἵνα, ὡς πρὸς ὑμᾶς ἐλθόντες καὶ ἀφ' ἡμῶν ὑποστρέφοντες, τοὺς ἀκεραίους ἐξαπατῶσι · τινὲς δέ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δὲ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό · ἀναγκαίως, παρακελευόντων τινῶν εἰλικρινεστάτων ἀδελφῶν, πρὸς ὑμᾶς γράφειν ἐσπούδασα, ἵνα τὴν εὐσεβῆ πίστιν, ἣν ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἐν ὑμῖν ἐργάζεται, ἀκεραίως καὶ ἀδόλως φυλάττοντες, οὐ μὴ πρόφασιν δῶτε σκανδάλου τοῖς ἀδελφοῖς. Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον . Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε, ἀγαπητοὶ , τοὺς μὲν φανερῶς φρον οῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν,κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι · καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν. Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστ ιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας · καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν · ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστι διατηρήσετε· κἀκεῖνοι βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων φρονοῦντες νομισθῶσιν .
(TLG, Athanasius Theol., Epistula ad monachos (2035: 055); MPG 26.Volume 26, page 1185, line 41 – page 1188, line 30)
Αφού ο Αρτέμιος ερεύνησε και δεν βρήκε τον Άγιο, είπε στη σύναξη των αδελφών:᾿᾿Ελάτε να προσευχηθείτε για μένα᾿᾿. Εκείνοι τότε του είπαν:᾿᾿Δεν μπορούμε, επειδή έχουμε εντολή από τον πατέρα μας να μη προσευχόμαστε με κανένα που είναι μαζί με τους Αρειανούς᾿᾿– διότι έβλεπαν ένα αρειανό επίσκοπο μαζί του.
(Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 40,σελ. 185)
Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ και ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητὸν ἀλλὰ τὸν νοητὸν. Οῖον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οῖκον, ἤ µετ΄ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.(P.G. 35, 33)
Ἐρώτ. ϟθʹ. Τί λέγει· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;» Ἀπόκ. Τοῦτο λέγει διὰ τοὺς πονηροὺς καὶ σκολιοὺς ἀνθρώπους. Ὅτι, ὥσπερ ἡ παλαιὰ ζύμη μικρὰ μὲν ἔστι, πολὺ δὲ ἄλευρον ποιεῖ ζυμωθῆναι· οὕτω καὶ ὁ κακοποιὸς ἄνθρωπος, τρέφων ἐν ἑαυτῷ τὴν κακίαν, μεταδίδωσι καὶ τοῖς ἄλλοις, καὶ γίνεται σκάνδαλον, καὶ καταβλάπτει πολλούς. Διὰ τοῦτο πάλιν λέγει · «Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέοι ·» τουτέστιν · Ἐκδιώξατε τὸν πονηρὸν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἢ φύγετε ἀπ' αὐτοῦ · ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Δαβὶδ, φεύγων τοὺς πονηροὺς, ἔλεγεν · «Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων.» Διὰ τί δὲ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχο ῦ· «Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς .» Καὶ γὰρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε .
(TLG, Athanasius Theol., Quaestiones in scripturam sacram [Sp.] (2035: 080); MPG 28. Volume 28, page 757, line 5-24)
Εἶπεν ὁ Κύριος: «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες . ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἐάν οὖν τινα ἴδης, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἤ ἐπισκόπου, ἤ διακόνου, ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός . Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ἅδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν · οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός,ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δε οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν , ποῖά ἐστι τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ πιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τους Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας , ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα , τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι , ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς, καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδης συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν, καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ ποῦς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα. Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, ἤ σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσιν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν , ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας.
(Μ. Αθανασίου, Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ 33, 197)
(σ.σ. Ο σχολιασμός της πηγής ανήκει στον π. Θεόδωρο Ζήση.)
Εἶχαν ξεσηκωθῆ οἱ μοναχοί τῆς Καππαδοκίας ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ Μ. Βασιλείου ἀντιδρῶντες , διότι πρός καιρόν καί γιά λόγους οἰκονομίας ἀπέφευγε νά ὀνομάσει τό Ἅγιον Πνεῦμα «ὁμοούσιον», προκειμένου νά προσελκύσει τούς μετριοπαθεῖς Πνευματομάχους. Ὁ Καππαδόκης πρεσβύτερος Παλλάδιος ἐνημέρωσε σχετικῶς τόν Μ. Ἀθανάσιο, ὥστε νά τούς συμβουλεύσει νά ὁμονοήσουν καί νά ὑπακούσουν στόν ἐπίσκοπο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως Μεγάλου ἀγωνιστοῦ καί προμάχου τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τίς ἀπαντήσεις πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων τῆς σήμερον προς μοναχούς, ὅταν διαμαρτύρονται γιά παρεκκλίσεις ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δεν τούς ἐπιπλήττει, γιατί ἐνδιαφέρονται γιά θέματα πίστεως, συνιστώντας τους νά περιορισθοῦν στά μοναστικά τους καθήκοντα, σάν νά ὑπάρχει ὑπέρτατο καθῆκον ἀπό τήν τήρηση τῆς πίστεως καί τήν ὑπεράσπισή της. Τούς συνιστᾶ νά ἐξακολουθήσουν νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη καί νά κάνουν ὑπακοή στόν Βασίλειο, γιατί δέν ὑπάρχει κάτι ὕποπτο στήν στάση του. Ἄν ὑπῆρχε ὄντως κάτι ὕποπτο, τότε καλά κάνουν καί ἀνθίστανται, εἶναι δικαιολογημένη ἡ ἀντίσταση καί ἡ ἀνυπακοή τους. Ὑπάρχει λοιπόν δικαιολογημένη ἀνυπακοή, ἁγία, θεία ἀνυπακοή, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Μακάρι νά μπορούσαμε νά διαπιστώσουμε καί σήμερα ὅτι ἁπλῶς οἰκονομοῦνται τά πράγματα μέ τούς αἰρετικούς… Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ἐπειδὴ δὲ καὶ περὶ τῶν μοναζόντων τῶν ἐν Καισαρείᾳ ἐδήλωσας· ἔμαθον δὲ παρὰ τοῦ ἀγαπητοῦ ἡμῶν Διανίου, ὡς λυπουμένων καὶ ἀνθισταμένων αὐτῶν τῷ ἀγαπητῷ ἡμῶν Βασιλείῳ τῷ ἐπισκόπῳ· σὲ μὲν ἀπεδεξάμην δηλώσαντα, αὐτοῖς δὲ τὰ πρέποντα δεδήλωκα· ἵν' ὡς τέκνα ὑπακούωσι πατρ ὶ, καὶ μὴ ἀντιλέγωσιν, οἷς αὐτὸς δοκιμάζει. Εἰ μὲν γὰρ ὕποπτος ἦν περὶ τὴν ἀλήθειαν, καλῶς ἐμάχοντο· εἰ δὲ τεθαῤῥήκασι, τεθαῤῥήκαμεν δὲ καὶ πάντες ἡμεῖς, ὡς καύχημα τῆς Ἐκκλησίας ἐστὶν, ἀγωνιζόμενος μᾶλλον ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκων τοὺς δεομένους · οὐ χρὴ πρὸς τὸν τοιοῦτον μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀποδέχεσθαι τὴν ἀγαθὴν αὐτοῦ συνείδησιν. Ἐξ ὧν γὰρ διηγήσατο ὁ ἀγαπητὸς Διάνιος, μάτην φαίνονται λυπούμενοι. Αὐτὸς μὲν γὰρ, ὡς τεθάῤῥηκα, τοῖς ἀσθενοῦσιν ἀσθενὴς γίνεται, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσ ῃ· οἱ δὲ ἀγα πητοὶ ἡμῶν, ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ, καὶ τὴν οἰκονομίαν, δοξαζέτωσαν τὸν Κύριον, τὸν δεδωκότα τῇ Καππαδοκίᾳ τοιοῦτον ἐπίσκοπον, οἷον καὶ ἑκάστη χώρα ἔχειν εὔχεται. Καὶ σὺ οὖν, ἀγαπητὲ, θέλησον αὐτοῖς δηλῶσαι, ἵνα, ὡς ἔγραψα, πεισθῶσι . Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτοὺς συνίστησιν εὐγνώμονας πρὸς πατέρα · τοῦτο καὶ τὴν εἰρήνην ταῖς Ἐκκλησίαις διαφυλάξει. Ἐῤῥῶσθαί σε ἐν Κυρίῳ εὔχομαι, ἀγαπητὲ υἱέ». Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ἐπίσης στό κείμενο αὐτό τοῦ μεγάλου προμάχου καί ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι δέν συνιστᾶ στούς μοναχούς νά ἀκολουθήσουν καί αὐτοί τήν στάση καί τήν γραμμή τοῦ Μ. Βασιλείου ἐγκαταλείποντες τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά νά δεχθοῦν τά ἀγαθά κίνητρά του, «τήν ἀγαθήν αὐτοῦ συνείδησιν».
(Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 27-29)
Μέγας Αντώνιος
Προσέξτε μόνο να μη μολύνετε τους εαυτούς σας με την εκκλησιαστική κοινωνία των Αρειανών. Διότι η διδασκαλία τους δεν είναι των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός τους διαβόλου. Ως τέτοια δε, είναι ακαρποφόρητη και παράλογη και προϊόν ανόητης διανοίας, όπως ακριβώς είναι η αλογία των ημιόνων. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας. β΄ έκδοση-Ι.Μ. Αγίας Αναστασίας Ρωμαίας, Ρέθυμνο 2008. Σελ. 36)
Να μιμήσθε τους Αγίους και να μη πλησιάζετε τους σχισματικούς Μελιτιανούς, επειδή γνωρίσατε την πονηρή και ανόσια προαίρεσή τους. Ούτε με τους Αρειανούς να έχετε καμία εκκλησιαστική κοινωνία, επειδή και η δική τους ασέβεια είναι φανερή σε όλους. Να μη ταράσσεσθε και αν ακόμη ιδήτε τους δικαστές να τους υπερασπίζονται, διότι η δύναμίς τους είναι δύναμις θνητών ανθρώπων και πρόσκαιρη, και σύντομα θα παύση να υπάρχη. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36)
Να μην έχετε καμμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς ούτε καθόλου με τους αιρετικούς Αρειανούς. Άλλωστε, γνωρίζετε ότι και εγώ τους απέφευγα εξ’ αιτίας της χριστομάχου και κακοδόξου αιρέσεώς τους.
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36)
Στη βιογραφία του Μεγάλου Αντωνίου( που γράφτηκε από τον Μεγάλο Αθανάσιο) διαβάζουμε: Και κατά την πίστην δε, ήταν λίαν θαυμαστός και ευσεβής. Διότι, ούτε προς τους σχισματικούς Μελετιανούς εκοινώνησεν ποτέ - γνωρίζων αυτών την απαρχής πονηρίαν και αποστασίαν των- ούτε προς τους Μανιχαίους, η άλλους αιρετικούς ωμίλησε φιλικά … θεωρών και διδάσκων την φιλίαν και ομιλίαν με αυτούς ως βλάβη και απώλεια ψυχής. Έτσι ακριβώς εσυχαίνετο και την αίρεσιν των Αρειανών, και προέτρεπε πάντας να μην προσεγγίζουν αυτούς,ούτε να μετέχουν της κακοδοξίας των.
(Θεοδώρητου Ιερομοναχού, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα 1977, σελ. 26-27)
Μέγας Βασίλειος
Να απέχετε από την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς, αφού γνωρίζετε ότι η αδιαφορία σε αυτά τα ζητήματα μας στερεί την παρρησία ενώπιον του Χριστού...(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, όπ., σ. 48) Oἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους , εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, άλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν. (Αρχιμανδίτου Χρυσοστόμου Σπύρου, Η Αποτείχισις μου, Σπέτσες 2008, σελ. 16)
Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι (σ.σ. οι ιατροί), ὅπερ ἂν εὕρωσι τῶν μελῶν ἀνιάτῳ πάθει προειλημμένον, ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν, τομαῖς καὶ καύσεσιν ἐξαιρεῖν εἰώθασιν . Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐν τολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος · Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεὶ, ᾗπερ ἐπὶ τ ῶν υἱῶν παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ, καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης , μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου ·Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπε νθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων ·Ἵνα καὶ οἱ λοιπ οὶ φόβον ἔχωσιν.
(TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae), Volume 31, page 988, line 46)
Οἳ οὐδ' ἂν πρὸς ὥραν (σ.σ. ούτε καν μία ώρα) αὐτῶ ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν. (P.G. 32, 992-994) ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΙΔʹ.
Τοῦ Κυρίου προστάσσοντος, «Ἐάν τίς σε ἀγγαρεύσῃ μίλιον ἓν, ὕπαγε μετ' αὐτοῦ δύο ·» καὶ τοῦ Ἀποστόλου διδάσκοντος, ὑποτάσσεσθαι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ, εἰ δεῖ παντὶ καὶ ὅ τι δήποτε ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.
Γῶν μὲν ἐπιτασσόντων ἡ διαφορὰ οὐδὲν ὀφείλει παραβλάπτειν τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐπιτασσομένων · οὔτε γὰρ Μωσῆς παρήκουσε τοῦ Ἰοθὸρ ἀγαθὰ συμβουλεύσαντος · τῶν δὲ ἐπιτεταγμένων διαφορᾶς οὐκ ὀλίγης οὔσης (τὰ μὲν γὰρ ἐναντίως ἔχει πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἤτοι πα ραφθείροντα αὐτὴν, ἢ μολύνοντα πολλαχῶς ἐπιμιξίᾳ τοῦ κεκωλυμένου · τὰ δὲ συνεμπίπτει τῇ ἐντολ ῇ· τὰ δὲ, κἂν μὴ συνεμπίπτῃ κατὰ τὸ προφανὲς, ἀλλὰ συμβάλλεται, καὶ οἱονεὶ βοήθειά τίς ἐστι τῆς ἐντολῆς), ἀναγκαῖον μεμνῆσθαι τοῦ Ἀποστόλου εἰπόντος · Προφητείας μὴ ἐξουθενεῖτε · πάντα δὲ δοκιμάζον τες, τὸ καλὸν κατέχετε · ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε · καὶ πάλιν· Λογισμοὺς καθαιροῦντες, καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε ἂν μέν τι συνεμπῖπτον τῇ ἐν τολῇ τοῦ Κυρίου, ἢ συμβαλλόμενον ἐπιταχθῶμεν, ὡς τοῦ Θεοῦ θέλημα σπουδαιότερον καὶ ἐπιμελέστερον καταδέχεσθαι χρὴ, πληροῦντας τὸ εἰρημένον · Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ Χριστο ῦ· ὅταν δέ τι ἐναντίον τῇ τοῦ Κυρίου ἐντολῇ, παραφθεῖρον ἢ μολῦνον αὐτὴν ἐπιταχθῶμεν παρά τινος, καιρὸς εἰπεῖν τότε · Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις · μνημονεύοντας τοῦ Κυρίου λέγοντος · Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν · καὶ τοῦ Ἀποστόλου τολμήσαντος ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας ἀσφαλείας καὶ αὐτῶν καθάψασθαι τῶν ἀγγέλων δι' ὧν φησι· Κἂν ἡμεῖς αὐτοὶ, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν, παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω . Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι, κἂν πολὺ γνή σιός τις ᾖ, κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἢ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ' αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ καὶ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον.
(TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae brevius tractatae), Volume 31, page 1160, line 1)
Εἴτε οὖν βαρὺς ὁ πειρασμός, ἀδελφοί, ὑπομείνωμεν τὰ ἐπίπονα. Οὐδεὶς γὰρ μὴ πληγεὶς ἐν ἀγῶσι μηδὲ κονισάμενος στεφανοῦται . Εἴτε κοῦφα ταῦτα τοῦ διαβόλου τὰ παίγνια καὶ οἱ ἐπιπεμφθέντες ἡμῖν ὀχληροὶ μέν, διότι τοιούτου εἰσὶν ὑπηρέται, εὐκαταφρόνητοι δέ, ὅτι τῇ πονηρίᾳ αὐτῶν ὁ Θεὸς ἀδυναμίαν συνῆψε , φυλαξώμεθα τὴν κατάγνωσιν ὡς ἐπὶ μικροῖς παθήμασι μεγάλα ὀδυρόμενοι. Ἓν γάρ ἐστιν ὀδύνης ἄξιον , ἡ αὐτοῦ ἐκείνου ἀπώλεια τοῦ, τῆς προσκαίρου ἕνεκεν δόξης (εἴπερ οὖν δόξαν χρὴ λέγειν τὸ δημοσίᾳ ἀσχημονεῖν), τῆς αἰωνίας τῶν δικαίων τιμῆς ἑαυτὸν ἀποστερήσαντος. Τέκνα ὁμολογητῶν καὶ τέκνα μαρτύρων ἐστὲ τῶν μέχρις αἵματος ἀντικαταστάντων πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Τοῖς οἰκείοις ἕκαστος χρησάσθω ὑποδείγμασι πρὸς τὴν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἔνστασιν. Οὐδεὶς ὑμῶν πληγαῖς κατεξάνθη, οὐδενὸς οἶκος ἐδημεύθη· οὐ τὴν ὑπερορίαν ᾠκήσαμεν, οὐ δεσμωτήριον ἐγνωρίσαμεν . Τί πεπόνθαμεν δεινόν; Εἰ μὴ τάχα τοῦτο λυπηρὸν ὅτι μηδὲν πεπόνθαμεν μηδὲ ἐνομίσθημεν ἄξιοι τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθημάτων. Εἰ δὲ ὅτι ὁ δεῖνα τὸν οἶκον κατέχει τῆς προσευχῆς, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ προσκυνεῖτε τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Δεσπότην, τοῦτο ὑμᾶς ἀνιᾷ, ἐνθυμήθητε ὅτι οἱ μὲν ἕνδεκα μαθηταὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ ἦσαν ἀποκεκλεισμένοι, οἱ δὲ σταυρώσαντες τὸν Κύριον ἐν τῷ περιβοήτῳ ναῷ τὴν Ἰουδαϊκὴν λατρείαν ἐπλήρουν . Ἰούδας γὰρ τὸν δι' ἀγχόνης θάνατον τοῦ μετ' αἰσχύνης ζῆν προτιμήσας ἔδειξε τάχα τῶν νῦν ἀπερυθριασάντων πρὸς πᾶσαν ἀνθρώπων κατάγνωσιν καὶ διὰ τοῦτο ἀναιδῶς πρὸς τὰ αἰσχρὰ διακειμένων ἑαυτὸν αἱρετώτερον. Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ χριστιανοί, τὸ ἀεὶ αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ' ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. Ὅτε ἐνόμισαν κτᾶσθαι τὴν κενὴν ταύτην ἀρχήν, προσέθεντο τοῖς ἐχθροῖς τοῦ Χριστοῦ· ὅτε εἶδον τοὺς λαοὺς ἀγριαίνοντας, σχηματίζονται πάλιν τὴν ὀρθότητα. Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον.
Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐμὴ κρίσις. Ὑμεῖς δὲ εἴ τινα ἔχετε μεθ' ἡμῶν μερίδα, ταὐτὰ ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι· εἰ δὲ ἐφ' ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου. Ταῦτα δὲ ἔγραψα οὐχ ὑμῖν ἀπιστῶν , ἀλλὰ τό τινων ἀμφίβολον στηρίζων ἐκ τοῦ γνωρίσαι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην, ὡς μὴ προσληφθῆναί τινας εἰς κοινωνίαν μηδὲ τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐπιβολὴν δεξαμένους, μετὰ ταῦτα εἰρήνης γενομένης, βιάζεσθαι ἑαυτοὺς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ πληρώματι. Πάντα τὸν κλῆρον τόν τε κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐπὶ τῆς παροικίας, μετὰ παντὸς τοῦ λαοῦ τοῦ φοβουμένου τὸν Κύριον, ἀσπαζόμεθα διὰ σοῦ.
(TLG, Basilius Theol., Epistulae, Epistle 240, section 2, line 1)
(σ.σ. Ο πρωτοπρεσβύτερος και καθηγητής θεολογίας Θεόδωρος Ζήσης σχολιάζει το ανωτέρω απόσπασμα ως εξής: Ο Μ. Βασίλειος, αγωνισθείς σθεναρώς εναντίον των Αρειανών και Πνευματομάχων, και μέλλων παρ’ ολίγον να εισπράξει την οργήν του αυτοκράτορος Ουάλεντος, του υποστηρίζοντος τους Αρειανούς και εξαναγκάσαντος εις υπακοήν όλους τους επισκόπους και τους πατριάρχας, εκφράζεται απαξιωτικά για τους επισκόπους που προδίδουν την πίστη τους, προκειμένου να ασκούν εξουσία και να έχουν άλλα πλεονεκτήματα. Δεν τους θεωρεί καν επισκόπους ως επισκόπους και συνιστά στους κληρικούς της Νικοπόλεως να μην έχουν καμμία κοινωνία με τον φιλαρειανό επίσκοπο Φρόντωνα· τους εξεγείρει ουσιαστικά σε ανυπακοή, στην αγία και θεία ανυπακοή. Τους εφιστά μάλιστα την προσοχή ότι δεν πρέπει να εξαπατηθούν από το ότι εμφανίζονται να έχουν ορθότητα πίστεως.
Βλέπε: Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 30)
Παναγιώτης Τσάλλος Ιστορικός
ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΝ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου