Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Εξομολόγησις
ΜΕ ΤΙΠΟΤΕ άλλο δέ χαίρεται τόσο ό διάβολος, όσο μέ τό μοναχό πού κρύβει στήν έξομολόγησι τούς λογισμούς του, έλεγε κάποιος Γέροντας.
ΑΝ ΕΝΟΧΛΗΣΑ άπό πονηρούς λογισμούς, συμβουλεύει άλλος Πατήρ, φανέρωσέ τους στήν έξομολόγησι, γιά ν' άπαλλαγής γρήγορα άπ' αυτούς. Όπως τό φίδι έξαφανίζεται, μόλις βγή άπό τή φωλιά του, έτσι χάνεται Κι΄ ό κακός λογισμός μόλις έξαγορευθή.
"Ενας άδελφός πειραζόταν άπό σαρκική έπιΟυμία. Πολλά χρόνια κόπιαζε μόνος του. άλλά δέν έβλεπε ωφέλεια στόν έαυτό του. Γιά νά νικήση τέλος τό πάθος του. στάθηκε μιά Κυριακή στή μέση τής έκκλησίας, ύστερα άπό τή Λειτουργία, καί είπε δυνατά, γιά ν’ άκουστή άπό όλους τούς μοναχούς:
Προσευχηθήτε γιά μένα, αδελφοί, vti μ' έλεήση ό θεός, γιατί δεκατέσσερα όλόκληρα χρόνια έχω πόλεμο στη σάρκα.
Λέγοντας αύτά, αΐσθάνθηκε άμέσως νά έλευΟερώνεται άπό τό πάθος. "Ο.τι δέν έκανε χρόνων κόπος καί άσκησις. τό κατώρθωσε σέ μιά στιγμή ή έξομολόγησις.
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ νέος, διηγείτο μιά μέρα ατούς μαθητάς του ένας άπό τούς μεγάλους Πατέρας τής έρήμου. πολεμήθηκα άπό κάποιο πάθος ψυχικό. Άκουγα συχνά τούς άδελφούς νά λένε, πώς ό Άββάς Ζήνων ήταν καλός Πνευματικός καί ωφελούσε πολύ μέ τίς συμβουλές του όσους έξωμολογοϋντο σ' αύτόν. Σκέφτηκα πολλές φορές νά πάω Κι΄ έγώ νά έξομολογηθώ τό πάθος μου, άλλά μέ έμπόδιζε ή ντροπή.
Ξέρεις τί πρέπει νά κάνης, μοΰ έλεγε ό λογισμός μου. Γιατί λοιπόν νά φανερώνης καί σέ άλλους τά κρυφά σου;
Άλλοτε πάλι, πού ξεκινούσα μέ τήν άπόφασι νά έξομοληγθώ, ένοιωθα άνακούφισι άπό τόν πόλεμο, τέχνασμα Κι΄ αυτό τού διαβόλου γιά νά μ' έμποδίση άπό τή μοναδική γιατρειά. Είχα πάει πολλές φορές ώς τό κελλί τού Γέροντα, μά πάντα γύριζα πίσω δπρακτος. ’Εκείνος μέ καταλάβαινε, άλλά περίμενε νά ταπεινωθώ καί νά όμολογήσω μόνος τό πάθος μου. Ίσως νά μοΰ έκανε καί πολλή προσευχή, γιατί μιά μέρα, πού πολεμήθηκα πολύ, είπα στόν έαυτό μου:
"Εχεις, ταλαίπωρε, κοντά σου τό γιατρό καί μένεις ακόμη άγιάτρευτος. ένώ τόσοι καί τόσοι έρχονται άπό μακριά καί ωφελούνται.
‘Ετσι λύγισε ή καρδιά μου καί ξεκίνησα μέ τήν άπόφασι νά έξομολογηθώ χωρίς άναβολή. Από τό δρόμο όμως άρχισαν πάλι οί δισταγμοί.
Άν βρώ μόνο του τόν Γέροντα, θά είπώ πώς είναι θέλημα Θεού νά έξομολογηθώ καί θά τά φανερώσω 6λα. “Αν όμως έχη έπισκέπτας. θά γυρίσω πίσω καί δέ θά έξομολογηθώ ποτέ.
Βρήκα μόνο του τόν Γέροντα. Μέ υποδέχτηκε όπως πάντα μέ μεγάλη καλωσύνη. Μ' έβαλε νά καθίσω κοντά του και μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Έγώ στό μεταξύ κυριεύτηκα πάλι άπό τήν καταραμένη ντροπή. Έκλεισα τό στόμα μου καί δέν έβγαζα λέξι. Όταν έπαψε Κι΄ έκεϊνος νά μιλά, σηκώθηκα νά φύγω. Σηκώθηκε Κι΄ έκεΐνος νά μέ συνοδέψη ώς τήν πόρτα καί πήγαινε μπροστά. Τόν άκολουθοΰσα μέ άργό βήμα, ήμουν άξιοθρήνητος άπό τήν πάλη πού γινόταν μέσα μου. Γύρισε μιά στιγμή τό κεφάλι του ό Γέροντας καί. βλέκοντάς με νά βασανίζωμε έτσι, μ' έλυπήθηκε. Ήρθε κοντά μου Κι΄ άκουμπώντας τό ευλογημένο χέρι του στό στήθος μου, μοϋ είπε μέ συμπάθεια:
Τί έχεις, παιδί μου. καί βασανίζεσαι; Φανέρωσε τόν πόνο σου. Άνθρωπος όμοιοπαθής είμαι Κι΄ έγώ.
Νόμιζα τή στιγμή έκείνη πώς χώρισε στά δύο ή καρδιά μου. Έπεσα στά πόδια του καί τά έβρεξα μέ τά δάκρυα μου.
Έλέησέ με. Άββά. τού έλεγα ανάμεσα στά άναφιλητάμου.
Πές μου, τί έχεις;
Δέν καταλαβαίνεις τάχα. Άββά, γιατί βασανίζομαι;
Έσύ ό ίδιος πρέπει νά τό φανερώσης. γιά νά βρής άνακούφισι.
Μέ πολλή συστολή έξωμολογήθηκα τό πάθος μου.
Γιατί τόσο καιρό δέ μοΰ τό φανέρωσες; μοϋ είπε μέ συμπόνια. Δέν είναι τρία τώρα χρόνια πού έρχεσαι δώ μ' αυτούς τούς λογισμούς καί διστάζεις νά τούς έξομολογηθής;
Ναι. Άββά, τού είπα. Αλλά βοήθησέ με. γιά τήν αγάπη τού Κυρίου.
Μέ σήκωσε έπάνω μέ καλωσύνη.
Δέν είναι τίποτε, μού είπε. Οά πέραση. Μή παραμελής τήν προσευχή σου καί μήν άφήσης τό λογισμό σου νά κατακρίνη άλλον άνθρωπο.
Γύρισα στό κελλί μου μ' έλαφρωμένη καρδιά. Είχα άπαλλαχθή άπό τό πάθος.
ΕΝΑΣ νέος μοναχός πολεμήθηκε άπό σαρκική έπιθυμία καί πήγε νά έξομολογηθή σέ κάποιο γέροντα ’Ερημίτη. Εκείνος όμως, άσυνήθιστος νά δέχεται άπό άλλους λογισμούς, μόλις άκουσε τήν έξομολόγησι τοΰ νέου, ταράχτηκε, άγανάκτησε καί τόν έλεγε ανάξιο τοϋ μοναχικού βίου. Ό μοναχός έχασε τελείως τό θάρρος του, άκούοντας τόν Ερημίτη νά έκφράζεται έτσι, έπεσε σέ άπόγνωσι Κι΄ άποφάσισε νά γυρίση πίσω στόν κόσμο. Στό δρόμο συνάντησε τόν Άββά Άπολλώ, πού είχε φήμη έμπειρου Πνευματικού. Μέ μιά ματιά πού τού έρριξε, ό Γέροντας, κατάλαβε τήν ταραχή τής ψυχής του.
Γιατί είσαι θλιμμένο, τέκνον μου; τόν ρώτησε μέ καλωσύνη.
Ό άδελφός δέν έδωσε άπόκρισι. Ό Άββάς Άπολλώς όμως έπέμενε νά τόν έρωτά μέ τόσο ένδιαφέρον, πού στό τέλος λύγισε καί τού έξωμολογήΟηκε τόν πόλεμό του καί τήν Απελπισία πού τού είχαν φέρει τά λόγια τού ’Ερημίτη.
— Γιατί Απελπίζεσαι, παιδί μου; τού είπε τότε ό Γέροντας. Έγώ σ' αύτή τήν ήλικία Ακόμη πειράζομαι Από τέτοιες έπιθυμίες. Γύρισε πίσω στό κελλί σου καί συνέχισε μέ θάρρος τόν Αγώνα σου. Ή φιλανθρωπία τού Θεού δέ Οά σ' Αφήση Αβοήθητο.
Τά παρηγορητικά λόγια τοϋ καλού Πνευματικού ίατροΰ άναπτέρωσαν τίς έλπίδες τού Απελπισμένου. Γύρισε στό κελλί του. Αποφασισμένος νά συνέχιση τόν Αγώνα του, ώσπου νά τόν έπισκεφθή ή Χάρις, γιά νά τόν Απαλλάξη Από τόν πόλεμό του.
'Αφού πρόλαβε τήν καταστροφή τού νέου, θέλησε ό Άββάς Άπολλώς νά διορθώση καί τού ’Ερημίτη τήν Απειρία. Πήγε έξω Από τό κελλί του καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά παραχωρήση νά έλθη καί σ’ αυτόν ό Ιδιος πόλεμος.
Δέν πρόλαβε νά τελείωση τήν προσευχή του Κι΄ είδε μπροστά του έναν πανύψηλο Αράπη νά ρίχνη βέλη πύρινα έναντίον τού γέρου ’Ερημίτη. ’Εκείνος παρευθύς άρχισε νά στριφογυρίζη. σάν μεθυσμένος, άπό τήν άλογη έπιθυμία. Άπειρος καθώςήταν σέ παρόμοιο άγώνα, συγχύστηκε και, μή μπορώντας πολύ ν' άντέξη. πήρε τόν Ιδιο δρόμο γιά τήν πολιτεία, πού πριν άπό λίγο είχε τραβήξει ό νέος. Ό Άββάς Άπολλώς όμως τόν πρόφΟασε.
Πού πηγαίνεις τόσο συγχυσμένος, άδελφέ; τόν ρώτησε.
’Εκείνος άπό τή ντροπή του δέ σήκωσε κεφάλι ν' άπαντήση.
Γύρισε στό κελλί σου, τού είπε τότε έπιτιμητικά ό Γέροντας, Κι΄ έχε τόν έαυτό σου άγνοημένο άπό τό διάβολο. Δέ σού δόθηκε ευκαιρία νά παλαίψης μαζί του. γΓ αυτό ούτε μιας ήμέρας πειρασμό δέν κατώρθωσες νά ύπομείνης. Καί άλλη φορά μήν έπιχειρήσης νά συμβουλέψης άλλον, άφού ό ίδιος είσαι άπειρος καί άδίδαχτος.
Άφού τόν συμβούλεψε δσο έπρεπε, έκανε προσευχή στόν Κύριο, ό Γέροντας, Κι΄ εύθύς άπαλλάχτηκε άπό τόν πόλεμο ο Ερημίτης.
Πήγαινε τώρα στό κελλί σου, τού είπε, καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σού χαρίζη σύνεσι.
ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟ πού ή συνείδησί σου δέν σέ πληροφορεί, συμβουλεύει ό Άββάς Ποιμήν. μήν έμπιστεύεσαι τήν έξομολόγησί σου.
ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΙ
ΜΙΑ χειμωνιάτικη νύχτα άναγκάστηκαν ν' άγρυπνήσουν οί άδελφοί ένός Μοναστηριού γιά νά τελειώσουν μιά βιαστική δουλειά. "Ενας άπ' αυτούς, πολύ άσθενικός στό σώμα, τόσο ύπόφερε άπό τό κρύο πού τόν έπιασαν δυνατά ρίγη. Άφησε τότε τή δουλειά καί γύρισε στό κελλί του. Κάποιος άλλος όμως άγανάκτησε γι' αύτό. άρχισε νά γογγύζη. ώσπου έξανάγκασε τούς υπόλοιπους νά στειλουν νά φωνάξουν πίσω τόν άρρωστο.
Ό άδελφός. πού πήγε γι' αυτή τή δουλειά, τόν βρήκε σε κακή κατάστασι καί τόν λυπήθηκε.
Μ έστειλαν οΐ αδελφοί νά ίδώ πώς είσαι, τού είπε μέ καλωσύνη. Όσο γιά τή δουλειά μή στενοχωρεϊσαι, έμεΐς θά τήν τελειώσωμε.
Ό Θεός ν' άνταμείψη τούς κόπους σας, είπε έκεΐνος μ' ευγνωμοσύνη. Επιθυμούσα πολύ νά κοπιάσω μαζί σας. άλλά μ' έμποδίζει ή άρρώστια μου.
Γύρισε ό άδελφός καί είπε στους άλλους τά λόγια τού άρρωστου, βεβαιώνοντάς τους πώς πραγματικά ύπέφερε.
"Ετσι μέ τή μεσολάβησι τού διακριτικού άδελφοΰ δέν έχασαν τήν ειρήνη τής ψυχής των.
ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σέ ψυχρότητα μεταξύ τους άπό κάποια παρεξήγησι. Κάποτε άρρώστησε ό ένας καί πήγε κάποιος άπό τούς άδελφούς νά τόν έπισκεφθή. Τού έμπιστεύτηκε τότε ό άρρωστος, πώς ήταν ψυχραμένος μέ τόν συνασκητή του καί τόν παρακάλεσε νά μεσολαβήση νά συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μή τόν βρή έτσι ό θάνατος.
Γυρίζοντας πίσω στό κελλί του ό άδελφός. παρακαλοΰσε τόν Θεό νά τόν φωτίση νά χειριστή σωστά τήν ύπόθεσι. γιά νά μή προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ώφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ό Θεός νά τού πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τά ωραιότερα καί, χωρίς νά χάση καιρό, σηκώθηκε καί τά πήγε στόν συνασκητή τού άρρωστου.
— Άββά. τού είπε, αύτά σοΰ τά στέλνει ό δεϊνα Γέροντας.
Ό Άββάς άπόρησε.
Σέ μένα τά έστειλε;
Ναί, είπε ό άδελφός.
'Εκείνος τά δέχτηκε συγκινημένος Κι΄ εύχαρίστησε τόν άδελφό. Ευχαριστημένος ό είρηνοποιός άπό τήν πρώτη έπιτυχία, έπήγε τά υπόλοιπα σύκα στόν άρρωστο.
— Σοΰ τά στέλνει ό συνασκητής σου, τού είπε.
Τί λές, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε μέ χαρά ό άσκησής
Ναι. Άββδ, μέ τήν ευχή σου, άποκρίθηκε ό άδελφός.
Δόξα τω Θεώ, έκανε ένθουσιασμένος έκεϊνος.
"Ετσι μέ λίγα σύκα συμφιλκδθηκαν οΐ συνασκηταί άπό τή σύνεσι τού άδελφοΰ.
ΙΕΡΟΣΥΝΗ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ κάποτε οί Γέροντες στή σκήτη νά κάνουν Πρεσβύτερο τόν Άββά Ισαάκ. Μόλις τό έμαθε έκεϊνος, έφυγε κρυφά καί κρύφτηκε σ' ένα χωράφι κοντά στό δρόμο πού ώδηγοΰσε στήν πόλι. Οί Γέροντες τόν κυνήγησαν Κι΄ όταν έφτασαν σ' έκεϊνο τό χωράφι, στάθηκαν νά ξεκουραστούν Κι΄ άφησαν τό ζώο πού είχαν μαζί τους νά βοσκήση. Έκεϊνο τότε, (οδηγημένο άπό τή θεία Πρόνοια, πήγε καί στάθηκε κοντά στό θάμνο πού ήταν κρυμμένος ό Άββάς. "Οταν πήγαν οί Γέροντες νά τό πάρουν, είδαν τόν Ισαάκ. ’Αποφάσισαν τότε νά τόν δέσουν καί νά τόν όδηγήσουν διά τής βίας πίσω στή σκήτη. Έκεϊνος όμως δέν τούς άφησε.
— "Αν καί είμαι άνάξιος γι αυτό τό υψηλό άξίωμα. τούς είπε, δέ φεύγω πιά, γιατί βλέπω πώς είναι θέλημα θεού νά τό δεχτώ. "Οπου Κι΄ άν πάω δέν θά τό άποφύγω.
ΕΝΑΣ Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τά χωριά τής έπαρχίας του, έφτασε σ' ένα πολύ μακρινό μικρό χωριουδάκι. Ζήτησε νά ίδή τόν Ιερέα. Ύστερα άπό αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας άπλοϊκός χωρικός, πού μόλις είχε γυρίσει άπό τό χωράφι καί φορούσε τά ρούχα τής δουλειάς. Ήταν ό Ίερεύς τού χωριού. Ό Επίσκοπος δέν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιό εύπαρουσίαστο τόν Λειτουργό τού Ύψίστου.
Ή Αλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ό Ίερεύς έτοιμάστηκε νά λειτουργήση Κι΄ ό Επίσκοπος δέν τόν άφηνε άπό τά μάτια του. "Ηθελε νά τά παρακολούθηση όλα. Θά έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στόν άγροΐκο έκεΐνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Άπό τή στιγμή, που άρχισε ή θεία Λειτουργία, ό Ίερεύς κυκλώθηκε άπό ένα ουράνιο φώς πού τόν θέρμαινε καί τόν λάμπρυνε χωρίς νά τόν καίη. ΚΙ΄ αυτό κράτησε ώς τό τέλος τής Λειτουργίας.
Άφοΰ μοίρασε ό Ίερεύς τό άντίδωρον στούς χωρικούς, τόν φώναξε στό Άγιο Βήμα ό Επίσκοπος καί πέφτοντας στά γόνατα, τοΰ ζήτησε νά τόν εύλογήση. Ό άπλοϊκός Ίερεύς σάστισε.
— Πώς είναι δυνατόν ό άνώτερος νά εύλογηθή άπό τόν κατώτερό του; Εσύ εύλόγησέ με, άγιε Δέσποτα.
— Αδύνατον νά ευλογήσω έκεΐνον πού στέκεται μέσα σέ θεϊκή φλόγα καί προσφέρει την άναίμακτη θυσία. «Τό έλαττον ύπό τοΰ κρείττονος εύλογεϊται».
— Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, 'Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος καί Διάκονος άκόμη. πού νά πλησιάζη τό άγιο θυσιαστήριο καί νά μή περικυκλώνεται άπό ούράνιο φώς; είπε μέ απορία ό άπλοϊκός Ίερεύς.
Τί νά άπαντήση ό 'Επίσκοπος σ' έκεϊνον πού έβλεπε τό υπερφυσικό σάν τό φυσικώτερο πράγμα τοΰ κόσμου; θαύμασε τήν καθαρότητα τής καρδιάς του Κι΄ έφυγε άπό τό μικρό χωριό ώφελημένος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ
ΕΝΑΣ μοναχός έξωμολογήθηκε σέ κάποιο Γέροντα, πώς πειραζόταν άπό λογισμούς ύπερηφανείας.
Νά σοΰ εΐπώ. παιδί μου, δέν έχεις Κι΄ άδικο νά ύπερηφανεύεσαι, τού άποκρίθηκε έκεΐνος. Έσύ δέ δημιούργησες τόν Ούρανό καί τή γή;
Ντροπιασμένος ό άδελφός άπό τά λόγια τού Γέροντος. έβαλε μετάνοια καί είπε:
Συγχώρεσέ με, Άββά, δέ σκέφτηκα ποτέ πώς έκανα τίποτε τέτοιο.
Αν ό Δημιουργός τού Ουρανού καί τής γής έζησε ταπεινά σ' αυτόν τόν κόσμο, σύ ό πηλός τολμάς νά ύπερηφανευτής; Ποιό είναι τό έργο σου, ταλαίπωρε; τού είπε τότε αύστηρώό σοφός Γέροντας.
Ο ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ, γράφει ό Άντίοχος, μοιάζει μ' άκαρπο δέντρο κι άρριζο πού δέν μπορεί ν' αντίστασή στό παραμικρό φύσημα τού ανέμου. Όσο ή προσευχή τού ταπεινού ευχαριστεί τόν Θεό, τόσο τόν παροργίζει ή δέησι τού ύπερηφάνου. ···
ΚΑΠΟΙΟΣ άρχάριος μοναχός άπό τή Θηβαίδα, χωρίς νά συμβουλευτή κανένα, έκανε ύπερβολικές άσκήσεις. Γρήγοραόμως , κυριεύτηκε άπό λογισμούς υπερηφάνειας.
Έφτασες σέ μεγάλα μέτρα, τού ψιθύρισε ό διάβολος, πού άλλος κανένας δέν μπορεί νά φτάση σέ τόσο λίγο χρόνο. Σού άξίζει νά πάρης τό χάρισμα τών θαυμάτων, γιά νά δοξάζεται έξ αίτιας σου ό Ουράνιος Πατήρ.
Παρακαλούσε λοιπόν στην προσευχή του τόν Θεό νά τού δώση αυτό τό χάρισμα. Μιά μέρα σκέφτηκε νά συμβουλευτή τό γείτονά του Άναχωρητή, ένα πολύ διακριτικό καί άγιο Γέροντα. Ήταν οίκονομία θεού, γιά νά μή χάση τούς κόπους του. Τού φανέρωσε τίς σκέψεις του καί τήν προσευχή πού έκανε, γιά νά τόν άξιώση ό Θεός νά κάνη θαύματα. "Υστερα τόν παρακάλεσε νά τόν συμβουλέψη. 0 Γέροντας τόν άκουγε συλλογισμένος. Κατάλαβε εύθύς τήν άρρώστια. άπό τήν όποια έπασχε ή ψυχή τού άδελφοϋ, άλλά σώπαινε. Εκείνος πάλι έξακολουθοΰσε νά τόν παρακαλή νά τού είπή τή γνώμη του καί νά τού δώση μιά καλή συμβουλή. 'Αφού έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός ό Γέροντας, τέλος άποφάσισε νά μιλήση:
Διστάζω, τέκνον, νά σέ συμβουλέψω, τού είπε, γιατί είμαι βέβαιος πώς δέ θά θελήσης νά μ άκούσης.
Ό άδελφός τότε έδωσε ύπόσχεσι. πώς θά έκανε δ.τι τού έλεγε ό Γέροντας, σάν νά τού τό έλεγε ό Ιδιος ό θεός.
Πάρε αυτά τά νομίσματα, τού είπε τότε έκεΐνος καί τού έδωσε λίγα χρήματα πού είχε άπό τό έργόχειρό του. Κατέβα στήν πόλι Κι΄ άγόρασε δέκα λίτρες κρέας, δέκα ψωμιά καί δέκα λίτρες κρασί.
Ό άδελφός άπόρησε. Τί τά ήθελε όλα αυτά ό Αναχώρησής; Μά δέ μπορούσε νά άρνηθή, γιατί είχε δώσει ύπόσχεσι νά τόν ύπακούση. "Εφυγε στενοχωρημένος. Πώς νά πήγαινε, μοναχός αύτός. ν' άγοράση κρασί καί κρέας; Τί θά λέγανε είς βάρος του οί άνθρωποι;
Μέ πολλή ντροπή έκανε τά παράδοξα ψώνια καί τά πήγε στόν Άναχωρητή.
Μού έδωσες ύπόσχεσι. τού θύμισε έκεΐνος. πώς θα κάνης ό.τι σοϋ είπώ.
Ό νέος είχε ήδη μετανοήσει γιά τήν ύπόσχεσι, μά τώρα πιά δέ μπορούσε νά κάνη άλλοιώς.
Πάρε αυτά τά τρόφιμα στό κελλί σου, τόν πρόσταζε ό Γέροντας, καί τρώγε κάθε μέρα ένα ψωμί, μιά λίτρα κρέας καί πίνε άλλη μιά κρασί. "Οταν τελειώσουν, έλα πάλι νά μέ ΐδής.
Απαρηγόρητος ό άδελφός, γύρισε στό κελλί του. "Υστερα άπό τόση νηστεία νά καταντήση νά τρώη κρέας καί νά πίνη κρασί: Γιατί μού τό κάνει αύτό ό Γέροντας; συλλογιζόταν. Τού έρχόταν ή έπιθυμία νά παρακούση. άλλά τόν συγκροτούσε ή ύπόσχεσι πού είχε δώσει, χωρίς νά τόν βιάση κανείς. "Οταν έφτανε ή ώρα νά φάγη. έβρεχε τό ψωμί του μέ τά δάκρυα του. "Ελεγε τόν έαυτό του άθλιο καί άμαρτωλό καί θεωρούσε όλα αυτά έγκατάλειψι Θεού. Βλέποντας ό Θεός τήν ταπεινοσύνη του. τόν φώτισε νά καταλάβη άπό πού τού ήρθε ή τιμωρία. "Υστερα άπό δέκα μέρες πήγε πολύ συντριμμένος στόν Άγιο Γέροντα. 'Απόρησε έκεϊνος. όταν τόν είδε χλωμό Κι΄ άδύνατο. παρ’ όλη τήν καλοφαγία.
Παιδί μου, τού είπε μέ πολύ καλωσύνη. ευχαρίστησε τόν Φιλάνθρωπο θεό, πού δέν άφησε τό πνεύμα τής υπερηφάνειας νά σέ κυριέψη καί νά σέ όδηγήση στην καταστροφή. Ό διάβολος έχει αύτό τό τέχνασμα πρόχειρο. "Οταν δέν κατωρΟώση νά ρίξη τόν άγωνιστή σέ άμέλεια καί όκνηρία, τόν ρίχνει σέ ύπερβολές γιά νά τόν παραδώση ύστερα αιχμάλωτο στην ύπερηφάνεια. Καί τώρα θά σοΰ φανερώσω τί είδα, όταν πρωτοήρθες έδώ. Δυό δαίμονες μέ μορφή πιθήκων σέ όκολουΟούσαν καί καθένας προσπαθούσε νά σέ τραβήξη μέ τό μέρος του. Ήσαν τά πνεύματα τής κενοδοξίας καί τής ύπερηφανειας. Τώρα έχουν έξαφανιστή. Αντί λοιπόν νά ζητάς άπό τόν Θεό νά κάνης θαύματα, πού δέν είναι τόσο σημαντικό, νά τόν εύχαριστής πού σέ όπάλλαξε άπό τις παγίδες τού διαβόλου. Αύτό είναι τό μεγαλύτερο καί ώφελιμώτερο θαύμα.
Ό άδελφός εύχαρίστησε τόν Γέροντα γιά τίς καλές του συμβουλές καί γύρισε στό κελλί του διορθωμένος.
2. ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
ΤΟ ΠΑΘΟΣ τής κενοδοξίας, γράφει ό Όσιος Κασσιανός, είναι λεπτότατο καί ποικιλόμορφο, γΓ αύτό δυσκολεύεται ό άνθρωπος νά τό καταλάβη. Τών άλλων παθών oi προσβολές είναι πιό φανερές καί διορθώνονται εύκολώτερα μέ τήν προσοχή καί τήν προσευχή. Ένώ ή κενοδοξία δύσκολα έξαλείφεται. Δίνει τό παρόν σ' όλες τίς έργασίες. Εκδηλώνεται μέ διάφορα σχήματα καί έπιτηδεύματα στή φωνή, στά λόγια, στις πράξεις. Νοθεύει τήν άγρυπνία, τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν άνάγνωσι. τήν ησυχία, τήν μακροθυμία Κι΄ όλες τίς άλλες άρετές. Όποιον δέν κατορθώση ό διάβολος νά παρασύρη στήν κενοδοξία μέ τά πλούσια καί πολυτελεή ένδύματα, τόν έξαπατά μέ τά φτωχά καί τιποτένια. ’Εκείνον πού δέ μπορεί νά πολεμήση μέ τίς τιμές καί τούς έπαίνους, τόν πείθει νά νομίζη πώς έγινε σπουδαίος γιατί υπομένει άτιμίες. Όποιον δέν κατορθώνει νά τόν κάνη νά κενοδοξή μέ τά σοφά του λόγια, τόν ρίχνει μέ τή σιωπή καί ήσυχία. "Αλλον μέ τή νηστεία, μέ τήν άσκησι καί μέ όποιαδήποτε άλλη αρετή. Κάθε έργασία πνευματική δίνει άφορμή στόν πονηρό αυτό δαίμονα νά πειράξη τόν άνθρωπο.''
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας πήγε μιά μέρα νά έπισκεφθή ένα νέο μοναχό, πού πριν λίγο καιρό είχε έγκατασταθή σ' ένα γειτονικό κελλί. Όταν πλησίασε, τόν άκουσε νά μιλάη δυνατά. Νόμιζε πώς διάβαζε καί στάθηκε ν’ άκούση.
Ό δυστυχισμένος νέος όμως, τόσο πολύ είχε έξαπατηθή άπό τόν δαίμονα τής κενοδοξίας, πού αύτοχειροτονεΐτο Διάκονος καί τή στιγμή έκείνη έδινε τήν άπόλυσι στούς κατηχουμένους. πού έβλεπε μπροστά του μέ τή φαντασία του.
’Ακούοντας αύτά ό Γέροντας, έσπρωξε τήν πόρτα καί μπήκε μέσα στό κελλί τού μοναχού, χωρίς νά χτυπήση. Σαστισμένος έκείνος σηκώθηκε νά τόν ύποδεχτή καί τόν έρώτησε.άνήσυχος, άν περίμενε πολλή ώρα έξω.
Μόλις πρόλαβα τήν άπόλυσι, τοΟ άποκρίθηκε·όδιάφορα τάχα ό Γέροντας.
Καταντροπιασμένος ό κενόδοξος μοναχός, έπεσε στά πόδια τού Γέροντος Κι΄ άφού έξωμολογήθηκε, τόν παρακάλεσε νά προσευχηθή γι' αύτόν ν’ άπαλλαγή άπό τό καταραμένο πάθος τής κενοδοξίας, πού τόσο τόν βασάνιζε καί στήν έρημο άκόμη, μακριά άπό τίς άφορμές τού κόσμου.
···
ΕΛΕΓΑΝ οί Γέροντες πώς άπ' όλους τούς Πατέρας τής έρήμου ό Όσιος ’Αρσένιος καί ό Άββάς Θεόδωρος τής Φέρμης άποστρέφονταν τήν δόξα τών άνθρώπων. Καί ό μέν ’Αρσένιος σπανιώτατα καί μέ δυσκολία συζητούσε μέ άνθρωπο, ό δέ Θεόδωρος συζητούσε μέν. άλλά τά λόγια του έβγαιναν κοφτά σάν μαχαίρι.
···
ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε κάποιος Γέροντας, όταν γινόταν γνωστή στούς άλλους ή πνευματική των έργασία. δέν τήν έβλεπαν σάν άρετή. άλλά σάν άμαρτία.
···
Η ΑΝΘΡΩΠΑΡΕΣΚΕΙΑ καί ή κενοδοξία, λέγει σοφός Πατήρ, καταστρέφουν τήν καλή διάθεσι καί τήν συνήθεια τής άρετής. Όποιος δημοσιεύει τά καλά του έργα, μοιάζει μέ τό γεωργό πού σπέρνει στήν έπιφάνεια τής γής καί τά πουλιά τού τρώνε τό σπόρο. Έκεϊνος όμως πού φροντίζει νά κρύβη τήν πνευματική του έργασία άπό τά μάτια τών άνθρώπων, σπέρνει σέ βαθύ αύλάκι. Αυτός θά θερίση πλούσιους καρπούς.
3. ΠΑΡΡΗΣΙΑ
ΑΠΟΦΕΥΓΕ τίς Ιδιαίτερες σχέσεις μέ τόν Ηγούμενο.συμβουλεύει τούς μοναχούς καί μάλιστα τούς Κοινοβιάτες, κάποιος σοφός Γέροντας, καί μή πηγαίνης συχνά στό κελλί του, γιά νά μήν άποκτήσης παρρησία Κι΄ έπιΟυμία νά ήγουμενεύης Κι΄ έσύ.
ΕΝΑΣ νέος, πού άπεφάσισε νά γίνη μοναχός σ' ένα Κοινόβιο. πήγε νά συμβουλευτή προηγουμένως τόν Άββά Αγάθωνα.
Πώς πρέπει. Πάτερ, νά συμπεριφέρωμαι; τόν έρώτησε.
‘Οπως τήν πρώτη μέρα, τού άποκρίθηκε ό διακριτικός Γέροντας. Άν διατηρήσης αύτή τή συμβουλή, Οά είσαι πάντοτε αναπαυμένος. Άπόφευγε τήν παρρησία, πού είναι τό χειρότερο άπό όλα τά έλαττώματα καί γεννά πολλά άλλα κακά.
Ο ΟΣΙΟΣ Παμβώ ήταν τόσο μετρημένος Kt’ αυστηρός στόν έαυτό του, πού λέγουν οΐ Γέροντες πώς άφ' ότου έγινε μοναχός δέν γέλασε ούτε μιά φορά. Κάποτε οΐ δαίμονες έβαλαν πείσμα νά τόν κάνουν νά γελάση. Παρουσιάστηκαν μπροστά του ένα πλήθος άπ' αυτούς κι έκαναν πώς δέν μπορούσαν νά σηκώσουν όλοι μαζί ένα φτερό. Βλέποντας τήν πονηριά τους ό "Οσιος, μειδίασε. Ενθουσιασμένοι άπό τήν έπιτυχία τους οί δαίμονες, ξέσπασαν σέ δυνατό άλαλαγμό:
— Ό Παμβώ έγέλασε. ό Παμβώ έγέλασε, φώναζαν όλοι μαζί.
Δέν γέλασα, τούς είπε τότε περιφρονητικά ό "Οσιος. Περιγελώ τήν άδυναμία σας. πού χρειάζεται όλόκληρο πλήθος άπό σάς γιά νά σηκωθή ένα πούπουλο.
Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ καταστρέφει τήν αρετή, όπως ή φωτιά τό καλάμι, έλεγαν οί Πατέρες.
ΑΣ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ, τέκνα, εύλάβεια, σεμνότητα, εύγενικούς τρόπους καί καλή συμπεριφορά πρός όλους τούς ανθρώπους, χωρίς έξαίρεσι. γιά νά διώξωμε έτσι τήν παρρησία, τήν μητέρα τών κακών, συμβούλευε ό Άββάς Μωϋσής τούς μαθητάς του.
ΕΝΑΣ άπό τούς Γέροντας είδε κάποιο νέο μοναχό νά γελά μέ άναίδεια.
Μέ τέτοιο γέλιο, παιδί μου, τού είπε, πώς είναι δυνατόν νά διατηρήσης στήν ψυχή σου τόν φόβο τού Θεού;
4 ΘΥΜΟΣ
ΘΥΜΩΔΗΣ άνθρωπος καί νεκρό άκόμη άν άξιωθή ν' άναστήση, έλεγε ό ‘Αββάς Άγάθων, δέ θά γίνη δεκτός στή Βασιλεία τών Ούρανών.
ΜΟΝΑΧΟΣ μεμψίμοιρος, θυμώδης Κι΄ έκδικητικός δέν είναι δυνατόν νά ύπάρχη. έλεγε ό Άββάς Ποιμήν. Όσοι δηλαδή έχουν αυτά τά έλαττώματα. δέν είναι στήν πραγματικότητα μοναχοί, έστω Κι΄ άν φορούν τό σχήμα.
ΣΑΝ ΗΜΟΥΝ νέος, διηγείται ό Άββάς Ισίδωρος, κατέβηκα κάποτε στήν πόλι νά πουλήσω τά καλάθια μου καί νοιώθοντας τόν θυμό νά μέ κυριεύη, παράτησα στήν άγορά τά καλάθια καί γύρισα τρέχοντας στό κελλί μου.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ 'Ερημίτης κάποτε έγινε διά τής βίας Επίσκοπος. Άπό τή μεγάλη του ταπείνωσι καί πραότητα δέν έπιτιμούσε ποτέ κανένα. Μερικοί κληρικοί μιά φορά κατηγόρησαν τόν Οίκονόμο, πώς δέν διαχειριζόταν καλά τά χρήματα τής Εκκλησίας. Άλλ’ ό ’Επίσκοπος άνέβαλλε διαρκώς τήν έπιτίμησι.
Μιά μέρα, βλέποντας τούς κατηγόρους τού Οικονόμου νά έρχωνται σ’ αυτόν γεμάτοι θυμό καί άγανάκτησι. πρόλαβε καί κρύφτηκε μέσα σ' ένα ντουλάπι. ’Εκείνοι όμως έψαξαν παντού καί στό τέλος άνακάλυψαν τήν κρυψώνα τού ’Επισκόπου.
— Γιατί κρύβεσαι άπό μάς. άγιε Δέσποτα; τόν ρώτησαν.
— Πιστέψτε παιδιά μου, τούς άποκρίθηκε ό άνθρωπος τού Θεού, πώς φοβούμαι έσάς περισσότερο άπό τόν Οίκονόμο, γιατί βαλΟήκατε, σ’ αύτό τό μικρό διάστημα, νά μού άφαιρέσετε δ,τι κατώρΟωσα ν' άποκτήσω. παρακαλώντας μέρανύχτα τόν Θεό έξήντα όλόκληρα χρόνια στήν έρημο.
ΟΠΟΙΟΣ δέν κατορθώνει νά συγκρατή τή γλώσσα του, όταν Θυμώνη, έλεγε ό Άββάς Ύπερέχιος, είναι ανίκανος νά συγκρατήση καί όλα τά άλλα πάθη.
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ όλόκληρα χρόνια άγωνίστηκα σκληρά καί προσευχόμουν μέρανύχτα στόν θεό, νά μέ βοηΟήση νά νικήσω τό πάθος τού θυμού, έλεγε ό Άββάς Άμμωνάς.
5. ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ
ΚΑΠΟΙΟΣ σοφός Πατήρ θεωρεί τήν μνησικακία σάν τό χειρότερο καί τό πιό βασανιστικό πάθος, πού μπορεί vq φωλιάζη στήν ψυχή τού άνθρώπου.
Ό κλέφτης, μάς λέγει, ό ψεύτης ή όποιοσδήποτε άλλος άμαρτωλός, αφού διαπράξη τήν άμαρτία, εύκολα μετανοεί, μέμφεται τόν έαυτό του. στενάζει καί κλαίει καί διορθώνεται. Ό μνησίκακος όμως, είτε τρώγει, είτε κοιμάται, είτε περπατεί.κατατρώγεται άπό τήν μνησικακία, σάν νά έχη μέσα του δηλητήριο. Ούτε όταν προσεύχεται τόν άφήνει ήσυχο. Αύτή μεταβάλλει τήν εύχή του σέ κατάρα. Όλοι οΙ κόποι τού μνησίκακου είναι άσκοποι. Κι΄ άν άκόμα χύση τό αίμα του για τόν Χριστό, ό Βασιλεύς τής άγάπης δέν τόν δέχεται στά ουράνια σκηνώματα Του.
··
ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ πάθος τής μνησικακίας άπογυμνώνει τήν ψυχή άπό τή θεία Χάρι Κι΄ άφήνει πτώμα οίκτρό καί τόν πιό ένάρετο άνθρωπο. Νά τί διαβάζομε στά παλαιά μαρτυρολόγια τής Εκκλησίας μας:
"Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ό Νικηφόρος, ζούσε σέ κάποια πόλι τής 'Ανατολής στά χρόνια τού Αύτοκράτορος Ούαλεριανοϋ. Στήν Ιδια πόλι έμενε καί κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ίερεύς, ό Σαπρίκιος. ΟΙ δυό τους είχαν συνδεθή μέ στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ό Νικηφόρος, σάν νεώτερος. έσέβετο καί ύπήκουε τόν Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι άγαπούσε καί συμβούλευε τό νέο. Άλλ' ό διάβολος, πού φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια άνάμεσά τους καί διέλυσε τήν ώραία φιλία τους. Ό Σαπρίκιος. ξεχνώντας πώς ήταν υπηρέτης τού πράου καί άνεξίκακου Ιησού, τόσο πολύ έμίσησε τόν Νικηφόρο, πού δέν ήθελε νά τόν ίδή στά μάτια του. Πολλές φορές ό άγαθός νέος προσπάθησε νά πλησιάση τόν παλιό του φίλο γιά νά τού ζητήση συγγνώμη. "Εβαλε Κι΄ άλλους μεσίτες γιά νά συνδιαλλαγοβν. Μά όλα πήγαιναν χαμένα μπροστά στήν πείσμονα άρνησι τού Ίερέως.
Ακριβώς τότε ξέσπασε διωγμός μεγάλος έναντίον τών χριστιανών σ' όλη τήν 'Ανατολή. Μεταξύ τών πρώτων, στήν πατρίδα τού Νικηφόρου καί τού Σαπρικίου. έπιασαν τόν ’Ιερέα Σαπρίκιο καί τόν βασάνισαν γιά ν’ άρνηθή τήν πίστι του καί νά θυσιάση στά είδωλα. Στήν άρχή έκεΐνος ύπέμεινε μέ γενναιότητα τά μαρτύρια, ώμολόγησε μέ θάρρος τήν άφοσίωσί του στό Χριστό καί τέλος κλείσθηκε στή φυλακή ώσπου ν' άποφασίση ό "Επαρχος τής πόλεώς του μέ πιό τρόπο Οά τόν έθανάτωνε.
Ό Νικηφόρος παρακολουθούσε μέ άγωνία τις δοκιμασίες τού φίλου του Κι΄ όταν τόν κλείσανε στή φυλακή, έδωσε πολλά χρήματα στό δεσμοφύλακα, γιά να τόν άφήση νά Ιδή τόν χριστιανό Ιερέα. Σάν βρέθηκε κοντά του, έπεσε στά πόδια του καί μέ θερμά δάκρυα τόν παρακαλούσε νά συμφιλιωθούν, γιά νά μή χωριστούν γιά πάντα, έχοντας έχθρα μεταξύ τους.
Συγχώρησέ με, τού έλεγε, έγώ φταίω γιά όλα.
Μά ό Σαπρίκιος, πράγμα πού δέν περίμενε κανείς σέ τέτοιες έξαιρετικές στιγμές, έμεινε ψυχρός σάν μάρμαρο κι άσυγκίνητος σάν πέτρα στά παρακάλια τού φίλου του Κι΄ ούτε βλέμμα καταδέχτηκε νά τού ρίξη. Ό Νικηφόρος έφυγε συντριμμένος άπό τήν άκατανόητη στάσι τού Ίερέως.
Τέλος, άποφασίστηκε ν’ άποκεφαλιστή ό Σαπρίκιος μέ ξίφος. ΟΙ δήμιοι τόν ώδηγοΰσαν στόν τόπο τής έκτελέσεως Κι΄ ό Νικηφόρος άκολουθοΰσε άπό πίσω. Ικετεύοντας γιά συνδιαλλαγή. "Ετρεμε στή σκέψι πώς σέ λίγο ό φίλος του θά περνούσε στήν αιωνιότητα, ένώ θά τούς έχώριζε ένα αγεφύρωτο χάσμα μίσους. Ό Σαπρίκιος όμως έξακολουθοΰσε νά μένη σκληρός, σάν γρανίτης.
Όταν έφτασε ή μεγάλη τιμή, πού ό όμολογητής θά κέρδιζε πιά τό στεφάνι τής νίκης καί τ’ όνομά του Οά γραφόταν άνάμεσα στά όνόματα τών ένδοξων μαρτύρων, ή θεία Χάρις τόν έγκατέλειψε. Καθώς ό δήμιος σήκωνε τό ξίφος γιά νά τού κόψη τό κεφάλι, ό Σαπρίκιος ξαφνιάστηκε σάν νά ξύπνησε άπό βαθύ λήθαργο. Τρομαγμένος, ρώτησε γιά ποιό λόγο τόν είχαν δεμένο.
Είσαι καταδικασμένος σέ θάνατο, τού είπε παραξενεμένος ό δήμιος, πού γιά πρώτη φορά έτυχε στά χέρια του χριστιανός νά δειλιάζη μπροστά στό ξίφος, γιατί άρνήθηκες νά Ουσιάσης στούς θεούς τής πολιτείας.
Θυσιάζω! τόλμησε νά ξεστομίση ό αρνητής. Ό Νικηφόρος, πού μέ ψυχική άγωνία είχε παρακολουθήσει όλη έκείνη τήν άπίστευτη σκηνή πού τόσο γρήγορα ξετυλισσόταν μπροστά του κι έβλεπε θείο "Αγγελο νά περιμένη γιά νά στεφάνωση τόν μάρτυρα, μπήκε στή μέση και φώναξε στό δήμιο:
Ό Ιησούς θέλει σήμερα ένα μάρτυρα κοντά Του. Είμαι χριστιανός. Άποκεφάλισέ με.
Τή θέσι τού Σαπρικίου στό μαρτύριο, τήν πήρε ό "Αγιος Νικηφόρος, ένώ σ' έκεΐνον τόν μνησίκακο προστέθηκε καί τής άρνήσεως τό στίγμα.
6.ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, πού έρωτήθηκε άπό τούς άδελφούς τί είναι καταλαλιά καί τί κατάκρισις, έδωσε τήν άκόλουθη έξήγησι:
Μέ τήν καταλαλιά φανερώνει κανείς τά κρυφά έλαττώματα τού άδελφού του. Μέ τήν κατάκρισι καταδικάζει τά φανερά. "Αν είπή κανείς λόγου χάρι. πώς ό τάδε άδελφός είναι μέν καλοπροαίρετος καί άγαθός. άλλά τού λείπει ή διάκρισι, αύτό είναι καταλαλιά. "Αν όμως είπή ότι ό δείνα είναι πλεονέκτης καί φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκρισις. γιατί μέ τό λόγο αύτό καταδικάζει τίς πράξεις τού πλησίον του. Ή κατάκρισις είναι χειρότερη άπό τήν καταλαλιά.
ΠΗΓΑΝ κάποτε αίρετικοί στόν Όσιο Ποιμένα κι άρχισαν νά λέγουν κατηγορίες έναντίον τού Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειάς. Ό Όσιος τότε σηκώθηκε έπάνω. έδωσε έντολή στόν υποτακτικό του νά τούς έτοιμάση φαγητό καί βγήκε έξω άπό τό κελλί, γιά νά μή μολύνη τ' αύτιά του.
ΕΝΑΣ Γέροντας πνευματικός συμβουλεύει:
"Αν συμβή ποτέ νά κατακρίνης τόν άδελφό σου καί σέ τύψη γΓ αύτό ή συνείδησί σου, πήγαινε ευθύς νά τόν βρής, έξομολογήσου ότι τόν κατέκρινες καί ζήτησέ του συγγνώμη. Πρόσεχε στό έξής νά μη σέ παρασύρη ό διάβολος σ' αύτό τό άμάρτημα. γιατί ή καταλαλιά είναι θάνατος τής ψυχής.
Άν έλθη κάποιος άλλος σέ σένα Κι΄ άρχίση νά κατηγορή καί νά κατακρίνη Ενα τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθής καί τού είπής: «δίκαιο έχεις, έτσι είναι». Καλλίτερα νά σωπάσης ή νά τού είπής: « Εγώ. άδελφέ μου. είμαι καταδικασμένος γιά τίς άμαρτίες μου δέν έχω δικαίωμα νά καταδικάζω άλλον». Μ' αυτόν τόν τρόπο καί τόν έαυτό σου σώζεις καί τόν άδελφόν σου.
·Ο ΑΒΒΑΣ Ύπερέχιος δίνει τήν άκόλουθη συμβουλή στούς έγκρατεΐς καί νηστευτάς:
Φάγε κρέας καί πιές κρασί καί μή κατατρώγης μέ τήν καταλαλιά τίς σάρκες τού άδελφοΰ σου.
Καί πάλι:
Καταλαλώντας ό δφις τόν Θεό. έπέτυχε νά βγάλη τούς πρωτοπλάστους άπό τόν Παράδεισο. Τό ίδιο κάνει Κι΄ έκεϊνος πού καταλαλεί τόν πλησίον του" βαραίνει τήν ψυχή του καί παρασύρει στό κακό έκεΐνον πού τόν άκούει.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μιά μέρα μέ τά μάτια του κάποιον άδελφό νά πέφτη σέ βαρύ άμάρτημα, Κι΄ όχι μόνο δέν τόν κατέκρινε, άλλα έκλαψε καί είπε: «Αύτός έπεσε σήμερα Κι΄ έγώ έξάπαντος αύριο. ΚΙ΄ αύτός μέν χωρίς άλλο θά μετανοήση, ένώ έγώ δέν είμαι βέβαιος γι΄ αύτό».
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, άλήθεια. ν' άπορή καί νά έξίσταται ό άνθρωπος καί νά χάνη κυριολεκτικά τό νού του γράφει ό ‘Αγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής όταν σκέπτεται πώς ό μέν θεός και Πατήρ δέν κρίνει κανένα, όλη δέ τήν κρίσι έχει παραδώσει στόν ΥΙόν Του, ό δέ Υίός διδάσκει «μή κρίνετε, ΐνα μή κριθήτε» καί ό 'Απόστολος Παύλος έπίσης, «μή πρό καιρού κρίνετε, έως άν έλΟη ό Κύριος»’ καί «έν ώ γάρ κρίνεις τόν έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις», ot δέ άνθρωποι, άφήνοντας κατά μέρος τίς δικές τους άμαρτίες, άφαιροϋν τό δικαίωμα τού Υίοΰ νά κρίνη καί, σάν άναμάρτητοι, κρίνουν οΐ Ιδιοι καί καταδικάζουν ό ένας τόν άλλον; Ό Ουρανός έξίσταται γΓ αυτό Κι΄ ή γή φρίττει, ένώ αυτοί, σάν άναίσθητοι. δέ νοιώθουν καμμιά ντροπή.
ΕΝΑΣ μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, άμελής στά πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος Κι΄ ήλθε ή ώρα του νά πεθάνη. Ό Ηγούμενος Κι΄ όλοι οί άδελφοί τόν περικυκλωσανε γιά νά τού δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πώς ό άδελφός άντίκρυζε τόν θάναιο μέ μεγάλη αταραξία καί ψυχική γαλήνη.
Παιδί μου. τού είπε τότε ό Ηγούμενος, όλοι ξ£ώ ξεύρομε πώς δέν ήσουν καί τόσο έπιμελής στά καθήκοντα σου. Πώς πηγαίνεις μέ τόσο θάρρος στήν άλλη ζωή;
Είναι αλήθεια, Άββά, ψιθύρισε ό έτοιμοθάνατος, πώς δέν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως έτήρησα μέ ακρίβεια στή ζωή μου: Δέν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό σκοπεύω νά είπώ στό Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ένώπιόν Του: «Σύ. Κύριε, είπες, μή κρίνετε, ϊνα μή κριθήτε», Κι΄ έλπίζω ότι δέ Οά μέ κρίνη αυστηρά.
Πήγαινε είρηνικά στό αίώνιο ταξίδι σου. παιδί μου. Του είπε με θαυμασμό ό Ηγούμενος. ’Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο νά σωθής.
ΕΝΑΣ μοναχός έπεσε κάποτε σέ μεγάλο σφάλμα Κι΄ ό Προϊστάμενος τής σκήτης τόν έδιωξε. "Οταν τό έμαθε ό Άββας Βενιαμίν, πήρε τά λίγα πράγματά του καί σηκώθηκε νά φύγη ξωπίσω του.
— ΚΙ΄ έγώ άμαρτωλός είμαι, έλεγε στους άδελφούς πού τόν έμπόδιζαν.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας όδελφός άπό τή σκήτη σέ κάποιο Γέροντα άναχωρητή καί τού είπε γιά κάποιον άλλον άδελφό πώς είχε πέσει σέ μεγάλο σφάλμα.
— "Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ό Γέροντας.
Ύστερα άπό λίγες ήμέρες συνέβη νά πεΟάνη ό μοναχός πού έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στόν άναχωρητή, κρατώντας τήν ψυχή του.
Αυτός πού κατέκρινες, τού είπε, πέθανε. Που όρίζεις νά τόν κατατάξω:
Ήμαρτον, έφώναξε μέ δάκρυα ό Γέροντας. ΚΙ΄ άπό τότε παρακμλούσε κάθε μέρα τόν θεό νά τού συγχώρηση έκείνη τήν άμαρτία καί δέν τόλμησε μέχρι τέλους τής ζωής του νά κατακρίνη άνθρωπο.
7.ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ πού ό Άββας Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης ήταν Πρεσβύτερος στή σκήτη, μεταξύ τών άδελφών ήταν καί κάποιος Διάκονος, πολύ ένάρετος καί ευλαβής. Ό Άββάς Ισίδωρος σκόπευε νά τόν κάνη Πρεσβύτερο καί νά τόν άφήση διάδοχό του. 'Εκείνος όμως , άπό μεγάλη ταπεινοσύνη, δέ δεχόταν χειροτονία. λέγοντας πώς ήταν άνάξιος νά γίνη Ίερεύς. Αυτόν τόν ένάρετο άδελφό τόν έμίσησε τόσο πολύ κάποιος άλλος μοναχός στή σκήτη, νικημένος άπό τό πάθος τού φθόνου, καί γύρευε μέ κάθε τρόπο νά τόν βλάψη καί νά τόν δυσφημήση.
Νά λοιπόν τί τόν έβαλε ό διάβολος νά κάνη: Πήρε μιά μέρα ένα άπό τά βιβλία του καί τό έβαλε κρυφά στό κελλί τού Διακόνου, χωρίς έκείνος νά πάρη είδησι. “Υστερα πήγε στόν Άββά Ισίδωρο καί τού παραπονέθηκε πώς έχασε τό βιβλίο του καί πώς κάποιος άπό τούς άδελφούς έπρεπε νά τό είχε κλέψει. 'Απαιτούσε λοιπόν νά γίνη έρευνα σ' όλα τά κελλιά.
Τέτοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ό Γέροντας, δέν έχει ξαναγίνει στή σκήτη. Αλλά, γιά νά βεβαιωθής. πάρε δυό άδελφούς καί ψάξε τά κελλιά.
“Ετσι Κι΄ έγινε. Αφού έψαξαν μερικά άλλα κελλιά, έπήγαν καί στοΰ Διακόνου καί φυσικά έκεί βρήκαν τό βιβλίο. Τό πήραν λοιπόν καί τό έφεραν στήν Εκκλησία τήν ώρα τού Εσπερινού, πού ήσαν συγκεντρωμένοι oi άδελφοί. καί είπαν μεγαλοφώνως στόν Άββα Ισίδωρο, γιά ν’ άκουστή άπ' όλους, πού είχε βρεθή τό βιβλίο.
Ό άθώος Διάκονος δέν διαμαρτυρήθηκε γιά τήν συκοφαντία. "Επεσε μέ ταπείνωσι στά γόνατα καί ζήτησε άπ' όλους συγχώρησι, λέγοντας πώς έσφαλε.
Συγχωρήσατέ με. άδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης.
Σάν πέρασαν οί τρεις έβδομάδες καί ό Διάκονος τελείωσε τό έπιτίμιόν του καί έγινε δεκτός στό ‘Αγιον Βήμα, ό συκοφάντης δαιμονίστηκε καί μέ γοερές κραυγές ώμολόγησε τήν άμαρτία του.
'Αδίκως κατηγόρησα τόν δούλο τού Θεού, φώναζε γιά νά ξαλαφρώση τήν συνείδησί του.
Oi άδελφοί στήν σκήτη έκαναν όλονύκτιο προσευχή γι' αύτόν, χωρίς άποτέλεσμα όμως . 'Εκείνος ό δυστυχής βασανίζόταν σκληρά άπό ιό πονηρό πνεύμα. Τότε ό Όσιος Ισίδωρος είπε στό Διάκονο:
Προσευχήσου γι αύτόν. άδελφέ, γιατί μόνο σύ. πού συκοφαντήθηκες. άν τό ζητήσης, θά τόν έλεήση ό Κύριος.
Καί πράγματι, όταν προσευχήθηκε ό συκοφαντηθείς, έλευθερώθηκε άπό τήν τυραννία τού δαίμονος ό συκοφάντης.
·ΑΝ ΠΟΤΕ συκοφαντηθής, γράφει ό Όσιος Έφραίμ ό Σύρος, καί άποκαλυφθή ή άθωότητά σου, μήν ύψηλοφρονήσης. Δούλευε τόν Κύριόν σου μέ ταπεινοσύνη καί εύχαρίστησέ τον, πού σέ λύτρωσε άπό τίς συκοφαντίες τών άνθρώπων, γιά νά τηρής πιστά τίς έντολές του.
8. ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ
ΚΟΝΤΑ σ' ένα Κοινόβιο είχε τήν καλύβα του κάποιος Ερημίτης, πού φαινόταν πολύ φτωχός, γιατί γύριζε ξυπόλυτος καί κουρελιασμένος. Ό Ηγούμενος τού Κοινοβίου, πού ήταν πολύ έλεήμων, συχνά τού έστελνε ρούχα καί τρόφιμα Κι΄ δ.τι άλλο είχε άνάγκη. Κάποτε ό Ερημίτης άρρώστησε βαρεία Κι΄ οι άδελφοί τού Κοινοβίου, πού τόν νόμιζαν πολύ φτωχό καί υστερημένο τόν περιποιήθηκαν μέ μεγάλη καλωσύνη καί προθυμία. Όταν όμως έκεϊνος πέθανε, βρήκαν κάτω άπό τό στρώμα του ένα πουγγί γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Μόλις τό είδε ό Ηγούμενος, έβγαλε βαθύ στεναγμό καί, κουνώντας λυπημένος τό κεφάλι του είπε στούς άδελφούς:
Επειδή, ούτε όσο ζοΰσε. ούτε καί στίς τελευταίες του στιγμές φανέρωσε πώς είχε κρυμμένα χρήματα, άλλα στήριζε σ’ αυτά τίς έλπίδες του καί όχι στόν Θεό. έγώ ούτε νά τά ίδώ δέν θέλω. Πάρτε τα καί θάψτε τα μαζί του.
Μόλις λοιπόν έβαλαν στόν φρεσκοσκαμμένο τάφο τον φιλάργυρο μοναχό, μαζί μέ τόν θησαυρό του, κατέβηκε παρευθύς φωτιά άπό τόν Ουρανό Κι΄ έκαψε όλόκληρο τόν τόπο έκείνο μαζί μέ τις πέτρες καί τό χώμα Κι΄ έμεινε σημάδι φοβερό σ’ έκείνους πού τό έβλεπαν.
ΠΗΓΕ κάποτε ό Αββας Πίωρ καί θέρισε στό χωράφι ένός πλουσίου γιά νά πάρη έλάχιστο μισθό. ’Εκείνος όμως, σάν φιλάργυρος πού ήταν, όλο άνέβαλλε τήν πληρωμή, ώσπου έφτασε πάλι ή έποχή τού θέρους. Ό Αββας ξαναθέρισε τό χωράφι τού Ιδιου γεωργού, άλλ' έκεΐνος τού καθυστέρησε πάλι τόν μισθό του. Αύτό έπανελήφθη καί γιά τρίτη φορά. Ό δίκαιος θεός όμως έστειλε τόσες συμφορές σ' έκεϊνον τόν φιλάργυρο, ώσπου κατάλαβε τήν άδικία πού είχε κάνει. Γύρισε λοιπόν όλα τά μοναστήρια καί τίς σκήτες καί βρήκε έπί τέλους τόν Γέροντα. Έπεσε στά πόδια του καί ζήτησε συγχώρησι, δίνοντάς του καί τούς μισθούς τών τριών χρόνων, πού τού είχε καθυστερήσει.
— Ό θεός μέ πλήρωσε γιά τήν άδικία πού σοΰ έκανα, τού έλεγε μέ συντριβή.
Ό Γέροντας, όμως, πού είχε κιόλας ξεχάσει πώς τού χρεωστοΰσε τούς μισθούς του, τόν συμβούλεψε νά δώση τά χρήματα στήν ’Εκκλησία γιά τίς άνάγκες τών πτωχών καί γιά τόν έαυτό του δέν κράτησε τίποτε.
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε ένα Γέροντα, τι είναι φιλαργυρία.
Φιλαργυρία, άποκρίθηκε έκεΐνος, είναι νά μή πιστεύης πώς ό Θεός φροντίζει γιά σένα, νά μήν έχης έμπιστοσύνη στίς υποσχέσεις Του καί ν’ αγαπάς τίς ήδονές.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου