Τό Γεροντικόν
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016
Διάκρισις
Τό Γεροντικόν
Κεφάλαιον Α΄
Διάκρισις
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ό Μέγας Αντώνιος, πού έξαντλήσανε όλες τους τις σωματικές δυνάμεις σέ υπερβολική άσκησι κι έπειδή τούς έλειψε ή διάκρισι, δέν κατώρθωσαν νά πλησιάσουν τόν Θεό.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ άπό όλες τίς άρετές όνομάζουν οΐ Πατέρες την διάκρισι.
ΜΗ δοκιμάσης νά κάνης τίποτε, συμβουλεύει ένας σοφός Γέροντας, προτού έξετάσης τη συνείδησί σου. Εκείνη Οά σέ πληροφορήση άν αυτό πού έπιχειρής είναι κατά θεόν.
ΒΛΕΠΕΙΣ άνθρωπο νά κρατά άξίνα στό χέρι του καί ν άγωνίζεται νύχταμέρα νά κόψη ένα δέντρο καί νά μή τό κατορΟώνη Κι΄ άλλον πάλι έμπειρο σέ τέτοια νά τό ρίχνη κάτω μέ λίγα κτυπήματα; συνήθιζε νά λέγη ό Άββάς Αμμωνάς. "Εμπειρο έννοοΟσε έκεϊνον πού έχει διάκρισι.
ΤΟΝ σκόρπιο νοΰ. λέγει άλλος Πατήρ, συμμαζεύει ή μελέτη, ή άγρυπνία καί ή προσευχή. Τήν άλογη έπιθυμία μαραίνει ή νηστεία Κι΄ ό σωματικός κόπος. Τόν θυμό πάλι καταπραύνει ή ψαλμωδία, ή μακροθυμία καί ή όγάπη. "Ολα αύτά όμως πρέπει νά γίνωνται μέ διάκρισι καί στόν κατάλληλο καιρό. Ή άκαιρη καί άμετρη προσπάθεια είναι κατά κανόνα λιγόχρονη καί περισσότερο βλαβερή παρά ωφέλιμη.
Ο ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ πού χτυπά τή μάζα τοΰ σιδήρου, λέγει ό Μέγας ‘Αντώνιος, έχει προηγουμένως σκεφθή τί θέλει νά φτιάξη, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι Κι΄ άνάλογα έργάζεται. Κι΄ ό άνθρωπος τού Θεού άς συλλογίζεται άπό πριν ποιά άρετή επιθυμεί ν' άποκτήση. γιά νά μή κοπιάζη άσκοπα.
ΟΛΕΣ οί υπερβολές είναι γεννήματα τού διαβόλου, έλεγε άλλος Πατήρ.
·Ο ΑΒΒΑΣ Ποιμήν λέγει πώς δέν προοδεύομε στήν άρετή γιατί μάς λείπει ή προμελέτη.
ΠΟΤΕ δέν έκανα βήμα πρός τά έμπρός. λέγει άλλος σοφός Γέροντας, χωρίς νά έξετάσω καλά πού πρόκειται νά πατήσω τό πόδι μου. Προτιμούσα νά μή προχωρήσω, έως ότου μέ καθοδηγήση ό Θεός.
ΤΟΣΟ γιά τά μικρότερα, όσο καί γιά τά μεγαλύτερα έργα μου. έλεγε άλλοτε πάλι ό ϊδιος. σκέπτομαι προηγουμένως καί αποβλέπω στούς καρπούς των Κι΄ ύστερα τά έπιχειρώ.
··
ΟΠΩΣ ή φωτιά κατατρώει τά ξύλα, έτσι τά καλά έργα τού ανθρώπου πρέπει ν' αφανίζουν τά πάθη, έλεγαν οί Γέροντες. ··
ΕΝΑΣ νέος μοναχός συμβουλεύθηκε τόν Άββά Νισθερώ:
Ποια αρετή νά έξασκήσω περισσότερο. Πάτερ, γιά νά σωθώ:
Όποια σού ταιριάζει καλλίτερα. του άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας.
Ό άδελφός τόν κύτταξε μέ άπορία. Τότε ό Άββάς έξήγησε: Ή Αγία Γραφή, τέκνον μου. μάς πληροφορεί πώς ό 'Αβραάμ ήταν φιλόξενος Κι΄ ό Θεός τόν σκέπαζε. Ό Δαβίδ αγαπούσε τήν ταπεινοσύνη Κι΄ ό Θεός έδειξε σ' αύτόν τήν προτίμησί του. Διάλεξε λοιπόν Κι΄ έσύ τήν άρετή. που έπιθυμεΐ ή ψυχή σου καί πού νοιώθεις πώς είσαι κατάλληλος γΓ αυτήν. Ύστερα έργάσου την μέ όλη σου τήν προθυμία καί θά σωθής. ·
Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΤΑΤΟΣ Άββάς Σισώης πάλι συμβουλεύει:
Προτιμά, άδελφέ. έργασία έλαφρά καί διαρκή, παρά κοπιαστική καί πολύ σύντομα παρατημένη.
ΜΗ ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ καί μήν έπιχειρής πράξεις άσκοπες, πού δέ γίνονται κατά Θεόν. Όποιος βαδίζει άσκοπα, ματαιοπονεί. Οταν ό νούς λησμονή τόν κατά Θεόν σκοπό, τό έργον τής άρετής δέν ωφελεί τήν ψυχή, γράφει ό Άββάς Μάρκος.
2.ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
ΜΗΝ ΑΦΗΝΗΣ τή συνείδησί σου, χριστιανέ, νά σέ κατηγορή γιά όποιαδήποτε πράξι. συμβουλεύει ό Άββάς Άγάθων.
ΜΗ ΠΑΡΑΚΟΥΣΗΣ τή συνείδησί σου. άνθρωπε, γράφει Κι΄ ό Άγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής. Αυτή σέ συμβουλεύει πάντοτε τό καλλίτερο. Σού δίνει γνώμη θεία Κι΄ άγγελική
Αύτή σέ έλευθερώνει από τούς κρυφούς τής καρδιάς σου λογισμούς καί σέ κάνει άξιο νά παρουσιαστής μέ θάρρος μπροστά στό Δημιουργό σου, όταν θ' άφήσης τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣ1 τού ανθρώπου μοιάζει μέ πηγή, λέγουν οί Πατέρες, πού δσο βαθύτερα τήν σκάβεις, τόσο περισσότερο καθαρίζει. Άν όμως τήν σκεπάσης μέ χώματα, σέ λίγο καιρό θά χαθή.
3.ΠΡΟΣΟΧΗ
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ πρέπει να γΐνη σάν τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ,' όλο ς μάτια, έλεγε στις τελευταίες του στιγμές στούς μαθητάς του ό "Οσιος Βησσαρίων.
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός έξωμολογήθηκε σέ κάποιο Γέροντα τις άδυναμίες του:
Όταν βγαίνω άπό τό κελλί μου. Άββά. καί συναντήσω άλλον άδελφό νά γελά ή νά φλυαρή. γελώ Κι΄ έγώ καί φλυαρώ μαζί του. Μ' αύτά όμως σκορπίζεται ό νούς μου Κι΄ είναι άδύνατον νά τόν συμμαζέψω, σάν γυρίσω μέσα.
Φυσικό είναι, παιδί μου. νά μή μπορής νά συμμαζ^ψης τό νοΰ σου. ύστερα άπό γέλια καί άργολογίες. Καί μέσα Κι΄ έξω από τό κελλί σου φρόντισε νά είσαι προσεκτικός, τόν συμβούλεψε ό καλός Άββας.
··
ΔΥΟ Γέροντες στή σκήτη συζητούσαν:
Μου φαίνεται, είπε ό ένας, πώς. μέ τή Χάρι του Θεού, έχω νεκρωθή πιά γιά τόν κόσμο.
Μήν είσαι τόσο σίγουρος, αδελφέ, πριν ακόμη χωρισθή ή ψυχή σου άπό τό σώμα, τού άποκρίθηκε ό άλλος. Γιατί αν σύ νομίζης πώς νεκρώθηκες, ό διάβολος δέν έχει νεκρωθή καθόλου.
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, πού ψυχομαχούσε Ενας Άγιος 'Ερημίτης, παρουσιάστηκε μπροστά του ό διάβολος καί τού φώναξε:
Μέ άφάνισες. άθλιε.
— Δέν είμαι άκόμη βέβαιος γι’ αυτό, άποκρίθηκε ό Άγιος καί άμέσως έκοιμήθη.
···
ΟΤΑΝ έπρόκειτο νά κοιμηθή ό "Οσιος Άγάθων, έμεινε τρείς ήμέρες άκίνητος στό στρώμα μέ τά μάτια ανοικτά, γυρισμένα πρός τόν Ουρανό. Την τρίτη ήμέρα, σάν συνήλθε λίγο, τόν ρωτούσαν oi μαθηταί του. πού τόν είχαν περιτριγυρίσει, νά τούς είπή πού βρισκόταν τό πνεύμα του σ' όλο αύτό τό διάστημα.
Στό κριτήριον τού Θεού, ψιθύρισε έκεϊνος τρέμοντας.
— Κι΄ έσύ φοβάσαι. ΓΊάτερ: τόν ρώτησαν μέ άπορία οί άδελφοί.
— Προσπάθησα, όσο μπορούσα, νά φυλάξω τις έντολές τού θεού σέ όλο μου τό βίο. Μά είμαι άνθρωπος. Πώς νά ξέρω ότι έχω εύχαριστήσει τόν θεό; είπε πάλι μέ πολύ κόπο ό Όσιος.
Δέν είσαι βέβαιος πώς τά έργα σου ήταν κατά θεόν; είπαν έκπληκτοι έκεϊνοι.
— Όχι, προτού βρεθώ μπροστά στόν Δημιουργό μου, άποκρίθηκε ό Όσιος, γιατί μέ άλλο κριτήριο κρίνουν oi άνθρωποι καί μέ άλλο ό θεός.
Ήθελαν καί άλλα ώφέλιμα γιά τήν ψυχή τους νά ρωτήσουν οί αδελφοί, άλλ' ό Όσιος τούς έκανε νόημα νά μήν όμιλοΰν πιά.
Είμαι απασχολημένος, ψιθύρισαν τά χείλια του.
Ή μορφή του έλαμψε! Oi μαθηταί του τόν είδαν νά φεύγη άπό τόν μάταιο κόσμο γιά τήν αΙώνιο ζωή, μέ τή χαρά πού νοιώΟη κανείς σάν ξεκινά νά συναντήση τό π ιό άγαπημένο του πρόσωπο.
··
Ο ΚΑΛΟΣ χριστιανός, λέγει ό σοφός Άββάς Νισθερώ, πρέπει νά κάνη λογαριασμούς μέ τόν έαυτό του πρωί καί βράδυ καί νά λέγη:
Τί, άπό όσα θέλει ό θεός, έκανα καί τί παραμέλησα νά πράξω; “Ετσι μόνο θά κατορθώση νά πολιτεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού.
ΕΙΝΑΙ δυνατόν στόν άνθρωπο νά βάζη κάθε μέρα άρχή; ρώτησε ό Άββάς Μωϋσής τόν "Οσιο Σιλουανό.
“Αν είναι έργάτης τής άρετής, άποκρίθηκε ό Γέρων, όχι μόνο κάθε μέρα, άλλά καί κάθε ώρα καί κάθε στιγμή μπορεί νά βάζη άρχή.
···
Ο ΘΕΟΣ κρατεί αυτή τήν τακτική στούς άνθρώπους, λέγει κάποιος Πατήρ: Στούς μετανοημένους άμαρτωλούς χαρίζει όλόκληρο τό χρέος, καθώς έκανε στήν Πόρνη καί στόν Τελώνη. Από τούς δικαίους όμως άπαιτεΐ καί τόκους. Αύτό έννοοϋσε ό Κύριος όταν έλεγε στούς ’Αποστόλους Του: «έάν μή περισσεύση ή δικαιοσύνη υμών πλεΐον τών γραμματέων καί Φαρισαίων, ού μή είσέλθητε είς τήν βασιλείαν τών ουρανών».
ΛΕΓΟΥΝ οΐ Γέροντες γιά τόν Άββά Άμμούν, πού άσκήτευε στά βουνά τής Νιτρίας, πώς είχε μεγάλη κοσμιότητα καί προσοχή στόν έαυτό του.
Κάποτε, περνώντας τήν έρημο μέ συντροφιά τόν συνασκητή του Άββά Θεόδωρο, έφτασαν στίς όχθες τού ποταμού Λύκου. “Επρεπε νά περάσουν τόν ποταμό, μά τήν ημέρα έκείνη έλειπε τό μονόξυλο, πού βρισκόταν πάντοτε Εκεί γι' αύτή τή δουλειά.
“Ας βγάλωμε τά ρούχα μας καί άς ριχτούμε στό ποτάμι, πρότεινε ό Άββάς Θεόδωρος.
Άλλη λύσις άπ' αύτή δέν υπήρχε. Ό Αββάς Άμμοΰν όμως Εμεινε δισταχτικός. ΔΕ φοβόταν τό νερό, κάθε άλλο. Άλλωστε σ' όλα ήταν Εξαιρετικά τολμηρός. Μά ντρεπόταν νά γυμνωθή μπροστά στόν συνασκητή του. ΤΕλος, τού είπε μέ συστολή:
— Απομακρύνσου λίγο, Θεόδωρε. ΔΕν είναι σωστό νά ΐδή ό Ενας τή γύμνια τού άλλου.
Ό Άββάς Θεόδωρος συμμορφώθηκε όμΕσως μΕ τήν ύπόδειξι τού φίλου του. Άλλ ό Άββάς Άμμούν Εμενε ακόμη άναποφάσιστος. ΔΕν ήθελε καί πάλι νά γδυθή. Ευλαβείτο τόν Άγγελο φύλακα τής ψυχής του, πού τόν Ενοιωθε διαρκώς πλάι του. Μά καθώς στεκόταν καί κύτταζε τό ποτάμι μΕ μεγάλη άμηχανία, βρΕθηκε ξαφνικά χωρίς νά καταλάβη πώς. μΕ κάποιο μυστηριώδη τρόπο, στήν άντίπερα όχθη, πού τόν περίμενε, ντυμΕνος πιά. ό συνασκητής του.
4. ΚΑΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Ό Άββάς Ήσαίας ό άναχωρητής γράφει γιά τούς μοναχούς τούς παρακάτω κανόνες καλής συμπεριφοράς, πού θά ήταν πολύ ώφΕλιμο νά τηρούντο άπ" όλους τούς Χριστιανούς, χωρίς έξαίρεσι. Η εύγΕνεια είναι αγγελική άρετή καί τό καλό φΕρσιμο πρΕπει νά χαρακτηρίζη πρώτα άπ' όλα τά παιδιά τού Ούρανίου Πατρός.
Άν πάς γιά δουλειά σέ ξΕνο σπίτι, αρχίζει ό Άββάς. καί ό σπιτονοικοκύρης βρεθή στήν ανάγκη νά βγή Εξω καί σΕ άφήση μόνο, μή σηκώσης τά μάτια σου γιά νά περιεργαστής τά πράγματά του. ΔΕν ΕπιτρΕπεται ν' άνοιξης τίποτε, ούτε ντουλάπι, ούτε δοχείο, ούτε βιβλίο άκόμη. Προτού βγή έξω έκεΐνος, ζήτησέ του κάποιο έργόχειρο. γιά ν' άσχολήσαι ώσπου νά γυρίση. Ό,τι σού άναθέση. κάνε το μέ πολλή προθυμία. “Αν συμβή ν' άκούσης συνομιλίες έξω άπό τό δωμάτιο, μή δίνης προσοχή καί μήν άφήνης ξένες συζητήσεις στή μνήμη σου. Πρό πάντων δέ μή τις όναφέρεις σ' έκεϊνον πού σέ φιλοξενεί, γιά νά μή ζημιωθήτε Κι΄ οί δύο.
Άν είσαι νέος, άπόφευγε τά πολυτελή ένδύματα. Μή γελάς δυνατά μέ άνοιχτό στόμα, έτσι πού νά φαίνωνται τά δόντια σου Μάθε νά κλίνης πάντοτε πρός τά κάτω τήν κεφαλή σου μέ συστολή. "Οταν βρίσκεσαι σέ ξένο τόπο, νά φορής πάντοτε τά ύποδήματά σου. Στό κελλί σου όμως άσκήσου νά περπατάς ξυπόλυτος, έκτός άν είσαι άρρωστος. Συνήθιζε νά περπατάς μέ τά χέρια κολλητά στή ζώνη σου. Μή τά κουνάς πέραδώθε. καθώς οί κοσμικοί. Ούτε τό κεφάλι σου νά γυρίζης έδώ Κι΄ έκεΐ. Περπατώντας, κάνε κάποια πνευματική μελέτη μέ τό νού σου ή προσευχήσου στό θεό μέ τήν καρδιά σου. “Οταν ύπάρχη μεγάλη άνάγκη νά κατέβης στήν πόλι, έχε τό βλέμμα σου κάτω διαρκώς, γιά νά μή πολεμήσαι άργότερα στό κελλί σου άπό άτόπους λογισμούς. “Αν τύχη νά σέ χαιρετήση στό δρόμο γυναίκα, άνταπόδοσε τόν χαιρετισμό νοερά, έχοντας πάντα τά μάτια χαμηλωμένα. Μήν άφήσης τό βλέμμα σου νά πλανηθή. ούτε ώς τό φόρεμα τής γυναίκας.
“Αν πηγαίνης στό δρόμο μαζί μέ άλλους άδελφούς, κράτησε. δσο μπορείς, σιωπή. Διά νά τό έπιτύχης. απομακρύνσου λίγο άπ' αύτούς. "Αν περπατάς μέ ήλικιωμένους. μή προπορεύεσαι. Μ ή δεχθής νά σηκώση ό μεγαλύτερός σου στήν ηλικία όποιοδήποτε πράγμα. Σήκωσέ το έσύ. “Αν είσθε δύο νέοι καί μεταφέρετε κάπου ένα άντικείμενο, άς τό σηκώνετε έναλλάξ. Όποιος σηκώνει τό φορτίο, άς προπορεύεται.
Όπου καί άν βρεθής, άπόφευγε τήν παρρησία. "Ας είσαι πάντοτε στολισμένος μέ τή συστολή. "Αν πάς σέ ξένο τόπο, μή κοιμηθής σέ σπίτι πού υπάρχει κίνδυνος ν' άμαρτήσης. “Αν σε καλέση κανείς γιά φαγητό, μή δεχθής νά καθίσης στό Ιδιο τραπέζι μέ γυναίκα. Προτιμότερο νά λυπήσης έκεΐνον πού σέ κάλεσε. παρά νά άμαρτήσης κρυφά στην καρδιά σου.
"Αν περπατάς μέ άλλους μαζί Κι΄ άνάμεσά σας ύπάρχει κανένας άρρωστος, άφήσετε νά προπορεύεται έκεϊνος, γιά νά ξεκουράζεται όταν θέλη. "Αν σέ στείλουν στην πόλι μέ άλλον άδελφό Κι΄ έχεις δουλειά στό σπίτι κάποιου φίλου σου, μή καθήσης νά φάγης, άν σέ προσκαλέσουν, προτού φωνάξης καί τόν άλλον άδελφό. Άν είσθε περισσότεροι καί ντρέπεσαι νά τούς φωνάξης όλους, μή τούς περιφρονήσης καί πάς κρυφά γιά νά φάς. Συνεννοήσου πρώτα μαζί τους καί κάνε μέ ταπεινοσύνη, δ,τι σού είπούν. Μή χωρίζεσαι άπό τούς άδελφούς σου, άποφεύγοντας τις εύτελέστερες έργασίες. Άν βρεθής σέ ξένο τόπο μέ άδελφούς, πού μόλις έχετε γνωριστή, δόσε τους τά πρωτεία, έστω Κι΄ άν είναι κατώτεροί σου στήν τάξι. "Άν πάτε σέ γνωστό σου σπίτι άφησέ τους νά προπορεύονται σ’ όλα, στό νίψημο, στό φαγητό, παντού. Μή τούς δείχνης πώς γιά χατήρι σου φιλοξενούνται Κι΄ αυτοί. Τίμησέ τους, λέγοντας πώς γι αυτούς έλέησαν Κι΄ έσένα.
Άν περπατάς μέ άλλους άδελφούς Κι΄ άνάμεσά τους είναι κάποιος, μέ ιόν όποιον συνδέεσαι μέ πνευματική άγάπη, μή χωριστήτε άπό τούς άλλους, γιά νά συνομιλήσετε οΐ δυό σας, μήπως βρεθή κανένας άδελφός άσθενής στή συνείδησι καί κινηθή σέ φθόνο. Μή γίνεσαι ποτέ αφορμή ν’ άμαρτήση ό άδελφός σου. Άν πάς σέ γνωστούς σου, μήν είσαι άπό πρίν άπολύτως βέβαιος πώς θά χαρούν υπερβολικά όταν σέ ίδοΰν, ώστε νά εύχαριστής τόν θεόν άν τύχη καί σέ δεχτούν. Άν πάς μαζί μέ άλλους σέ φτωχό άδελφό. μή τόν έπιβαρύνετε. ΠρομηΟευτήτε μόνοι τήν τροφή σας Κι΄ άρκεστήτε στή στέγη πού βρήκατε.
Άν μπής σέ κελλί ξένου μοναχού, κάθισε όπου σού είπεΐ καί μή πηγαίνης σέ άλλο κελλί, άν δέ σέ καλέση. Όταν ταξιδεύετε μέ άλλους άδελφούς, νά είσθε έπιεικείς μέ τους άσθενεϊς. Νά τούς άφήνετε νά ξεκουράζονται ή νά τρώγουν πρίν άπό την ώρισμένη ώρα. Όταν φθάσετε σέ ξένο τόπο, μήν άποκτήσετε θάρρος καί παρρησία μέ κανένα, γιά νά ωφεληθούν oi κοσμικοί άπό τή συμπεριφορά σας καί μάλιστα άπό τή σιωπή σας. Ή παρρησία Κι΄ όλα τ' άλλα κακά φωλιάζουν στόν άδύνατον άνθρωπο, πού τού λείπει ή προσευχή καί ή ένθύμησις τών άμαρτιών του.
"Αν έχης βάλει δρο στόν έαυτό σου νά τρώς ώρισμένη ώρα στό κελλί σου ή νά μή τρώς μαγειρευμένο φαγητό ή όποιονδήποτε άλλο κανόνα, πρόσεξε νά μή τό φανέρωσης όταν βρίσκεσαι μέ άλλους, γιά νά μή χάσης τό μισθό σου. Ό Δεσπότης Χριστός παραγγέλλει νά έργαζώμεθα τό καλό «έν κρυπτώ».
·ΞΕΝΟΣ μοναχός σέ ξένο τόπο, έλεγε ό "Οσιος Αρσένιος, άς μήν άνακατεύεται στίς διαφορές μεταξύ άδελφών, γιά νά έχη άνάπαυσι.
ΕΝΑΣ άρχάριος άδελφός συμβουλεύτηκε κάποιο Γέροντα:
"Αν Ιδώ κάτι άπρεπο στους άδελφούς, μέ τούς όποιους συγκατοικώ, πρέπει νά μιλήσω;
“Αν έκεΐνοι είναι μεγαλύτεροι στήν ήλικία ή καί συνομήλικοί σου όκόμη, άποκρίθηκε ό Γέροντας, πιό άναπαυμένος Οά είσαι, όταν σιωπήσης. "Ετσι θά νοιώθης τόν έαυτό σου μικρότερο καί άμέριμνο.
Τί νά κάνω, Άββά, πού μέ ταράσσουν συχνά οί λογισμοί νά τούς υποδείξω τό άτοπον; ρώτησε πάλι ό άδελφός.
“Αν καταπονήται ή ψυχή σου. ύπόδειξε μιά φορά τό σφάλμα τους μέ ταπείνωσι. "Αν δέ σ' άκούσουν. άφησε τό ζήτημα στά χέρια τοΰ θεού. "Ετσι παραμερίζεις καί τό θέλημά σου. τόν συμβούλεψε ό σοφός Γέροντας.
ΜΗ περιφρονεϊς τόν υπηρέτη σου, έλεγε σε κάποιον πλούσιο έπισκέπτη του ένας άπό τούς Γέροντας, γιατί δέ γνωρίζεις, άν σ' αύτόν δέν αναπαύεται τό Πνεύμα τού Θεού. ···
ΑΝ ΤΗΝ ώρα πού έπιτψδς κάποιον άπό τούς υποτακτικούς σου, έλεγε ό Άββάς Μακάριος σ' ένα Ηγούμενο Κοινοβίου πού πήγε νά τόν συμβουλευτή, παρασυρθής άπό θυμό καί είπής λόγια άπρεπα. Ικανοποιείς τό πάθος σου. Έτσι, προσπαθώντας νά διόρθωσης τούς άλλους, ζημιώνεις τήν ψυχή σου.
5. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΩΦΕΛΕΙΤΑΙ
"Ελεγαν οί Γέροντες γιά τόν Άββά Ιωάννη τόν Κολοβό πώς δέν άφηνε ποτέ τό λογισμό του νά ρεμβάζη στά γήινα, ούτε συζητούσε γιά μάταια πράγματα.
Κάποτε πήγαν μερικοί συνασκηταί του νά τόν δοκιμάσουν.
Δόξα τώ Θεφ Άββά. τού είπαν, έρριξε άρκετή βροχή έφέτος καί ποτιστήκανε καλά οί φοίνικες. Θά βγάλουν έτσι όπαλά φύλλα, γιά νά βρίσκουν οί αδελφοί ύλικό γιά τό έργόχειρό τους.
Τό ίδιο άκριβώς συμβαίνει στήν ανθρώπινη ψυχή, όταν άρδευτή άπό τή Χάρι τού Παναγίου Πνεύματος. ’Αναζωογονείται καί βλαστάνει αρετές, άποκρίθηκε ό "Αγιος Γέροντας, πού μόνο τά πνευματικά είχε διαρκώς στό νού του.
Ο ΑΓΙΟΣ Αθανάσιος, όταν βρισκόταν στόν Πατριαρχικό Θρόνο τής ’Αλεξάνδρειάς, προσκάλεσε τόν Άββά Παμβώ νά πάη στήν πόλι γιά έκκλησιαστική ύπόθεσι. Ό πρώτος άνθρωπος, πού συνάντησε ό Όσιος περνώντας άπό τά τείχη τής μεγαλούπολης, ήταν μιά γυναίκα καλλωπισμένη γιά νά παγιδέψη θύματα. Βλέποντας την 6 Γέροντας, έδάκρυσε.
Γιατί κλαΐς, Άββά; τόν έρωτησε ό άδελφός πού τόν συνώδευε.
Γιά δυό λόγους, άποκρίθηκε στενάζοντας έκεΐνος. Πρώτα άπ όλα γιά τήν άπώλεια τής ψυχής αύτής καί
γιατί έγώ δέν έχω τόση έπιμέλεια ν’ άρέσω στόν Κύριόν μου, όση αυτή γιά ν’ άρέση σέ άκόλαστους άνθρώπους.
ΚΑΤΙ παρόμοιο συνέβη μέ τόν ’Επίσκοπο Νόνο καί τήν Όσια Πελαγία, όπως μάς διηγείται ό βιογράφος της.
Κάποτε ό Πατριάρχης Αντιόχειας καθόταν μέ τούς ’Επισκόπους του στήν αύλή τής 'Εκκλησίας τού ’Αγίου Ίουλιανοΰ. Ένώ συζητούσαν, άκουσαν ασυνήθιστο θόρυβο στό δρόμο. Τή στιγμή εκείνη περνούσε έξω άπό τήν 'Εκκλησία ένα πολυτελέστατο άμάξι. Μέσα καθόταν μέ πολλή φαντασία ή έταίρα Πελαγία. Ό δρόμος άστραψε άπό τή λάμψη τών κοσμημάτων πού φορούσε. Ό άέρας γέμισε άπό τήν ευωδιά τών ακριβών αρωμάτων της. Τό πλήθος σάν ξεφρενιασμένο τήν ζητωκραύγαζε.
Οί ’Αρχιερείς έστρεψαν μέ άηδία άλλοϋ τό πρόσωπο, γιά ν’ άποφύγουν τό άντίκρυσμα τής σατανικής έκείνης γυναίκας, πού είχε παρασύρει στό βούρκο τής άνηθικότητος τούς περισσοτέρους νέους τής άριστοκρατίας τής μεγάλης πόλεως. Μόνον ένας, ό ’Επίσκοπος Νόνος. τήν παρακολούθησε έπίμονα μέ τό βλέμμα του. ώσπου χάθηκε στή στροφή τού δρόμου. "Υστερα γύρισε στούς άλλους ’Επισκόπους καί μέ φωνή θλιμμένη τούς είπε:
— Αλλοίμονο μας, έν Χριστώ αδελφοί, αύτή ή γυναίκα πολύ μάς κατακρίνει. Είδατε μέ πόση έπιμέλεια έχει στολίσει τό κορμί της. γιά νά έλκύση έραστάς; Ένώ εμείς οι άμελεΐς τί κάνομε, γιά νά στολίσωμε τήν ψυχή μας, νά προσελκύσωμε τήν άγάπη τού Ουρανίου μας Νυμφίου;
Λέγοντας αυτά, προσευχήθηκε μέ θέρμη γιά τή σωτηρία τής Αμαρτωλής έκείνης ψυχής. ΚΙ΄ ή προσευχή του Ακούστηκε. Ή θεία Χάρις τήν έπισκέφθηκε. πίστεψε στό Χριστό ή Πελάγια. μετανόησε γιά τόν Αμαρτωλό βίο της, βαφτίστηκε άπό τόν Άγιο Νόνο καί είχε τέλος Όσιακό »
ΚΑΤΕΒΗΚΕ κάποτε στήν πόλι ό Άββάς Μακάριος μέ τόν ύποτακτικό του. Στό δρόμο, πού περπατούσαν, άκουσε ένα μικρό παιδί νά λέη στη μητέρα του:
Μητέρα, ένας πλούσιος μ' άγαπά, άλλα έγώ ούτε νά τόν Ακούσω θέλω, Κι΄ ένας φτωχός μέ κατατρέχει Κι΄ έγώ τόν Αγαπώ.
Ό Γέροντας σταμάτησε καί παρακολούθησε τήν παιδική κουβέντα μέ έξαιρετικό ένδιαφέρον.
Ακόυσες, τί είπε ό μικρός; ρώτησε τόν μαθητή του.
Ναι. Αλλά είναι λόγια Ανόητα, άποκρίθηκε έκεΐνος.
Καθόλου μάλιστα, είπε τότε ό ‘Οσιος. Σκέψου πώς ό Κύριός μας, πλούσιος σέ έλεος, μΑς άγαπά Κι΄ έμεϊς τόν παρακούμε. ΚΙ΄ ό διάβολος. Αμοιρος Από κάθε καλό καί έχθρός μας άσπονδος, πού μάς μισεί καί θέλει μέ κάθε τρόπο νά μάς βλάψη. Κι΄ έμεϊς τόν Ακολουθούμε καί κάνομε όλα του τά θελήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ
1. ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΙ
ΚΑΝΕΝΑΣ άνθρωπος, πού δέν πέρασε άηό θλίψεις καί δοκιμασίες, δέ Οά γίνη δεκτός στή Βασιλεία ιού Θεού, συνήθιζε νά λέγη ό Μέγας Αντώνιος.
ΑΝ είχαμε άποκτήσει ταπεινοφροσύνη, έλεγε άλλος Πατήρ. δέ Οά είχαμε άνάγκη παιδαγωγικής μάστιγος έκ μέρους τού Θεού. Όλα τά κακά προέρχονται άπό τήν υπερηφάνεια. "Αν στό έκλεκτό σκεύος τού Χριστού, στόν Μέγα Παύλο, δόθηκε άγγελος σατάν νά τόν θλίβη γιά νά μήν ύπερηφανευΟή, πόσο μάλλον σέ μάς τούς υπερήφανους δέν Οά παραχωρήση ό Θεός νά μάς ρίξη πολλές φορές ό σατανάς σέ σφάλματα, γιά νά ταπεινωθούμε;
ΕΝΑΣ ’Ερημίτης ρώτησε τόν Άββα Σισώη, τί έπρεπε νά κάνη στήν περίπτωσι πού Οά τού έπετίΟετο κάποιος βάρβαρος στήν έρημια πού έμενε:
'Επιτρέπεται νά τόν φονεύσω άμυνόμενος;
— Όχι. άποκρίΟηκε ό Όσιος. Παράδοσέ τον καλλίτερα στόν Θεό. Όποιος πειρασμός Κι΄ άν σέ βρή. νά σκέπτεσαι πως προέρχεται άπό τις άμαρτίες σου. Τό κακό πού σού συντυχαίνει, νά τό θεωρής δώρο τής θείας Εΰσπλαγχνίας.
Τό δέντρο πού δέ σείεται από τόν Ανεμο, ούτε ρίζες γερές κάνει, ούτε μεγαλώνει όπως πρέπει, έλεγε κάποιος άπό τούς Γέροντας. Κι΄ ο άνθρωπος πού δέ σαλεύεται άπό τούς πειρασμούς. δέν άποκτδ δυνατό χαρακτήρα.
ΑΛΛΟΣ Πατήρ συνήθιζε νά λέγη συχνά στους νεωτέρους: ’Απομάκρυνε τούς πειρασμούς καί κανείς δέ Οά γίνη Άγιος. "Οποιος άποφεύγει τις δοκιμασίες, απομακρύνεται άπό τήν ούράνιο ζωή.
ΟΤΑΝ κουράζεται ή ψυχή σου άπό τό βάρος τών δοκιμασιών, άς ψάλλουν τά χείλη σου θείους ύμνους Κι΄ ή καρδιά σου άς μελετά τά ούράνια. γιά νά βρίσκης άνακούφισι Μιμήσου τόν κουρασμένο όδοιπόρο. πού μέ τό τραγούδι, πού σιγολένε τά χείλη του, διασκεδάζει τόν κόπο τής όδοιπορίας, έλεγε ό Άββάς Ύπερέχιος.
·
ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕ κάποτε ό Θεός νά δοκιμαστή σκληρά ένας άδελφός στή σκήτη, γιά νά ωφεληθούν οί άλλοι άπό τήν υπομονή του. Χωρίς δική του υπαιτιότητα, τόν περιφρόνησαν όλοι ο! άλλοι άδελφοί. Τόν άπόφευγαν. Δέν ήθελαν ούτε νά τόν χαιρετήσουν. 'Αν ζητούσε καμμιά φορά ψωμί ή τίποτε άλλο άπολύτως αναγκαίο, δέν βρισκόταν κανείς νά τού δωση. Τήν Κυριακή δέν τόν φώναζαν ποτέ νά φάγη μέ τούς άλλους άδελφούς στήν άγάπη. Μιά φορά γύρισε κατάκοπος στό κελλί του άπό τό θέρος καί δέ βρήκε ούτε ένα ξεροκόμματο νά ξεγελάση τήν πείνα του. Ούτε λίγο νερό νά δροσίση τά φλογισμένα χείλη του. Κανένας άπό τούς γείτονές του δέν τόν λυπήθηκε νά τόν άνακουφίση. Μ’ όλα αυτά όμως δέ μικροψύχισε, ούτε άγανάκτησε έναντίον τών άλλων, ούτε τούς κατηγόρησε γιά μισαδελφία. Ύπόφερε μέ γενναιότητα τή δοκιμασία του. λέγοντας στόν έαυτό του πώς γιά τις άμαρτίες του ήταν άξιος γιά χειρότερα.
Βλέποντας ό θεός τήν υπομονή του, τόν άπάλλαξε ευθύς άπ' αυτόν τόν πειρασμό. Τό ϊδιο βράδυ χτύπησε τήν πόρτα τού κελλιού του ένας ξένος, περαστικός άπό τή σκήτη, και τού άφησε ένα φορτίο άπό ψωμιά καί άλλα φαγώσιμα πού είχε στήν καμήλα του. Προτού προφτάση ό άδελφός νά τόν εύχαριστήση έκείνος έξαφανίστηκε. Ό μοναχός τότε άρχισε νά κλαίη καί νά λέη στήν προσευχή του:
Κύριέ μου, δέν ήμουν άξιος νά θλίβωμαι λίγο γιά τήν άγάπη σου, γΓ αυτό μοΰ πήρες τή δοκιμασία:
Καί πράγματι τού τήν πήρε, γιατί άπό τήν άλλη μέρα κιόλας έπαψαν νά τού φέρωνται μέ σκληρότητα οΐ άδελφοί. ···
ΕΝΑΣ Γέροντας 'Ερημίτης ξεκίνησε γιά τό πιό κοντινό χωριό νά πουλήση τά πανέρια του. Στό δρόμο πού πήγαινε, τόν βρήκε ό διάβολος Κι΄ άπ’ τήν πολλή κακία πού τού είχε, άρπαξε τά πανέρια άπό τά χέρια του Κι΄ έγινε άφαντος.
Τότε ό Γέροντας, χωρίς νά στενοχωρηθή καθόλου, σήκωσε τά μάτια στόν Ούρανό καί είπε:
Σ' ευχαριστώ, θεέ μου, πού μέ άπάλλαξες άπό τό φορτίο μου Κι΄ άπό τόν κόπο νά κατέβω στό χωριό.
Τότε ό διάβολος, μή ΰποφέροντας τήν άταραξία τού Ερημίτη. τού πέταξε κατάμουτρα τά πανέρια, φωνάζοντας:
Πάρτα πίσω, παλιόγερε.
Ό Ερημίτης τά μάζεψε πάλι καί συνέχισε τό δρόμο του γιά τό χωριό.
ΜΙΑ μέρα, πού καθόταν έξω άπό τήν καλύβα του ό Άββάς Μωϋσής μέ έπτά άπό τούς μαθητάς του καί συζητούσαν γιά πνευματικά ζητήματα, τούς είπε ξαφνικά ό Γέροντας:
Σήμερα θά μάς έπιτεθοΰν Βεδουίνοι. Σάς συμβουλεύω λοιπόν νά σηκωθήτε νά φύγετε, γιά νά σωθήτε.
Έσύ, Άββά. τι 0ά κάνης; τόν ρώτησαν έκεΐνοι.
Ό Γέροντας φάνηκε μιά στιγμή συνεπαρμένος άπό βαθειά συγκίνησι.
Έγώ. τούς είπε ύστερα άπό μικρή σιωπή, χρόνια τώρα περιμένω αύτή τήν ευλογημένη ώρα πού 0ά έξιλεώσω τις περασμένες άμαρτίες μου. Πώς άλλοιώς 0ά πραγματοποιηΟή ό λόγος τού Δεσπότου μου: «πάντες οί λαβόντες μάχαιραν έν μαχαίρμ άπολούνται».
Ούτε Κι΄ έμεΐς φεύγομε τότε, τού δήλωσαν μ’ ένα στόμα έκεΐνοι. Θά μείνωμε έδώ νά πεΟάνωμε μαζί σου.
Έγώ δέ φέρνω καμμία εύθύνη. Γι’ αύτό ακριβώς σάς τό προεΐπα. τούς όποκρίθηκε ό Όσιος. Άς κάνη ό καθένας ότι νομίζει.
Νά. έφτασαν κιόλας oi βάρβαροι.
Τή στιγμή έκείνη περικυκλώσανε τήν καλύβα άραβες λησταί Κι΄ έσφαξαν τόν "Αγιο Γέροντα καί έξη άπό τούς μαθητάς του. Ό ένας πρόλαβε καί κρύφτηκε. "Ετσι γλίτωσε τή σφαγή καί είδε έπτά στεφάνια νά στεφανώνουν τούς Όσιομάρτυρας.
2. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλόπονος μοναχός, πού άγωνιζόταν μέ όλες του τίς δυνάμεις γιά τήν άρετή. κάποτε άτόνισε Κι΄ έπεσε σέ αμέλεια. Γρήγορα όμως συνήλθε Κι΄ έλεγε στόν έαυτό του:
— Ταλαίπωρε άνθρωπε, μέχρι πότε 0ά καταφρονής τή σωτηρία σου; Δέ φοβάσαι τόν θάνατο καί τήν κρίσι;
Μέ τίς σκέψεις αυτές γινόταν προθυμότερος στό έργον τού Θεού.
Μιά μέρα, ένώ προσηύχετο. μαζεύτηκαν γύρω του τά πονηριά πνεύματα καί πάσχιζαν νά τόν άποσπάσουν άπό τήν προσευχή.
Μέχρι πότε θά μέ βασανίζετε; είπε μ' άγανάκτησι ό αδελφός. Δέ σάς έφτασε τόσος χρόνος, πού μέ είχατε ρίξει σέ αμέλεια;
Όταν ήσουν αμελής, δέν μάς έδινες καμμιά ένόχλησι, άποκρίΟηκαν μέ κακία οί δαίμονες, καί σέ παραμελούσαμε Κι΄ έμεϊς. Τώρα, πού μάς έναντιώνεσαι, σέ πολεμούμε.
Σάν άκουσε αυτά ό αδελφός, έβίαζε πιό πολύ τόν έαυτό του στόν πνευματικό άγώνα καί μέ τή Χάρι τού Θεού πρόκοψε στήν άρετή.
ΕΝΑΣ αδελφός, πού περνούσε άσκοπα τόν καιρό του παραμελώντας τή σωτηρία του, κατέβαινε κάποτε στήν πόλι νά πουλήση τά καλάθια του. Βραδυάστηκε όμως στό δρόμο καί γιά νά μή κινδυνεύση στή σκοτεινή νύκτα, βρήκε πρόχειρο κατάλυμα σ' έναν παλιό τάφο. Ξάπλωσε νά ξεκουραστή Κι΄ ένώ έκλειναν πιά τά μάτια του άπό τή νύστα, είδε άπέναντί του δυό δαίμονες νά τόν περιεργάζωνται.
Γιά ιδές έκεί. τόλμησε ό Καλόγερος νά ξαπλώση στό μνημείο, είπε ό ένας. Άς τόν πειράξωμε γιά ν' άναγκαστή νά φύγη άπό τήν κατοικία μας.
Μή χάνομε μ’ αύτόν τόν καιρό μας. άποκρίθηκε μέ περιφρόνησι ό άλλος. Είναι άπό τούς δικούς μας. Τρώει, πίνει, φλυαρεί, παραμελεί τά καθήκοντα του καί κάνει σχεδόν όλα μας τά χατήρια. ‘Ας πάμε νά πειράξωμε έκείνους, πού μάς πολεμούν νύκταμέρα μέ τήν προσευχή τους καί τήν άσκησι.
Βλέποντας ό άδελφός πώς καί οΙ δαίμονες ακόμη τόν περιφρονούσαν, έβαλε αρχή Κι΄ έγινε καλός μοναχός.
ΑΝ ΠΗΡΕΣ πραγματική άπόφασι νά ζήσης στό έξής σύμφωνα μέ τό θείο Νόμο, Οά βρής βοηθό αυτόν τόν Νομοθέτη, λέγει ένας Άγιος Πατήρ. Άν πάλι μέ τή θέλησί σου παραβαίνης τίς θείες έντολές. θά έχης συνεργάτη τόν διάβολο.
Δείξε λοιπόν τήν καλή σου πρόθεσι, γιά νά λάβης δυναμι άπό ιόν θεό.
·Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης ό Κολοβός προσευχόταν χρόνια στό Θεό νά τόν άπαλλάξη άπό τά πάθη, πού φώλιαζαν μέσα του Κι΄ άπ' όλες τις άνθρώπινες άδυναμίες. Όταν έπί τέλους πήρε αυτό τό χάρισμα, έγινε αμέριμνος.
Στό βάθος όμως τής ψυχής του υπήρχε κάποια άνησυχία. Πήγε λοιπόν νά συμβουλευτή τόν Γέροντά του, τόν Άββά Ποιμένα.
Βλέπω τόν Εαυτό μου σέ μεγάλη άνάπαυσι, Άββά. Δέν έχω πιά κανένα πόλεμο.
Πήγαινε εύθύς καί παρακάλεσε τόν θεό νά σοΰ ξαναστείλη τούς πειρασμούς, πού είχες πρώτα, τού είπε αύστηρά ό Όσιος. Δέν έμαθες όκόμη, πώς μέ τόν πνευματικό άγώνα προκόβει ή ψυχή στήν άρετή;
Ό Άββάς Ιωάννης έκανε, όπως τόν συμβούλεψε ό Πνευματικός του. Δέν προσευχήθηκε πιά ν’ απαλλαγή άπό κάθε πόλεμο, άλλά έλεγε στό θεό μέ πολλή ταπείνωσι:
Κύριε, δός μου δύναμι. τή στιγμή τού πειρασμού.
···
ΕΝΑΣ νέος υποτακτικός ρώτησε κάποτε τόν Όσιο Ποιμένα:
Τι νά κάνω, Άββά. πού οΐ δαίμονες δέν παύουν νά μέ πολεμούν άγρια;
Εσένα, παιδί μου, πολεμούν oi δαίμονες; είπε μ’ έκπληξι ό Όσιος. Νά είσαι βέβαιος πώς αύτοί δέν πολεμούν τόν άνθρωπο, όσο κάνει τά θελήματά του, άλλά αυτά γίνονται δαίμονες καί τόν πολεμούν καθημερινώς. Ξέρεις μέ ποιούς πολέμησαν οΐ δαίμονες; Μέ τόν θεόπτη Μωϋσή καί τούς όμοιους του ’Αγίους.
··
ΟΣΟ προκόβουν ol άγωνισταί, έλεγε ή Όσια Συγκλητική, τόσο πολλαπλασιάζονται ο! αντίπαλοί των.
ΤΙ ΝΑ κάνω, Άββά, πού μέ πειράζουν τά πάθη καί οΐ δαίμονες; ρώτησε τόν Όσιο Σισώη ένας νέος μοναχός.
Μ ή λές πώς πειράζεσαι άπό τούς δαίμονες, τέκνον, άποκρίθηκε ό Γέροντας, γιατί oi πιό πολλοί πειραζόμεθα άπό τίς κακές μας έπιθυμίες.
ΑΡΧΑΡΙΟΣ άκόμη στη μοναχική ζωή ό Μωϋσής ό Αίθίοψ. πολεμήθηκε άπό σαρκική έπιθυμία. Πήγε τότε, ταραγμένος, νά έξομολογηθή στόν ‘Αββά Ισίδωρο.
Ό Γέροντας τόν άκουσε μέ συμπάθεια Κι΄ άφοϋ τού έδωσε τίς συμβουλές πού έπρεπε, τού είπε νά γυρίση πίσω στό κελλί του. ’Επειδή όμως έκεϊνος δίσταζε άκόμη. μήπως έπιστρέφοντας τού άνάψη πάλι ή φλόγα τής κακής έκιθυμίας, ό Άββάς ’Ισίδωρος τόν πήρε άπό τό χέρι καί τόν άνέβασε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, πού είχε πάνω άπό τό κελλί του.
Κύτταξε έδώ, τού είπε, δείχνοντάς του πρός τή δύσι.
Είδε τότε ό Μωϋσής ένα όλόκληρο στράτευμα άπό πονηρά πνεύματα μέ τεντωμένα τόξα, έτοιμα γιά πόλεμο καί τρόμαξε.
Κύτταξε τώρα πρός τήν άνατολή. είπε πάλι ό Γέροντας.
Μυριάδες ’Αγγέλων σέ στρατιωτική παράταξι ήσαν έτοιμοιν’ άντιμετωπίσουν τόν έχθρό.
Όλοι αυτοί, τού είπε ό Άββάς ’Ισίδωρος, είναι σταλμένοι άπό τόν θεό νά βοηθήσουν τόν άγωνιστή. Βλέπεις πώς οΐ ύπερασπισταί μας είναι πολύ περισσότεροι καί άσυγκρίτως ισχυρότεροι άπό τούς έχθρούς μας;
Ό Μωϋσής ευχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τόν θεό γι’ αύτή τήν άποκάλυψι καί παίρνοντας θάρρος, γύρισε στό κελλί του νά συνέχιση τόν άγώνα του.
ΕΝΑΣ Άγιος Ερημίτης είδε κάποτε τά πονηρά πνεύματα, σάν σμήνος άπό μελίσσι, νά περικυκλώνουν τόν άνθρωπο, γιά νά τόν παρασύρουν στό κακό. Κοντά του όμως στεκόταν ό φύλαξ “Αγγελος τής ψυχής του καί μέ γυμνό σπαθί έδιωχνε τά δαιμόνια.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ μιά μέρα ό Άββάς Μακάριος νά πάη. όσο μπορούσε πιό βαθειά στήν έρημο, γιά προσευχή καί πνευματική μελέτη. Στό δρόμο συνάντησε ένα παράξενο πλάσμα, αναιδέστατο στήν δψι. φορτωμένο μέ σωρό μικρά καί μεγάλα δοχεία πού τό καθένα είχε Κι΄ άπό ένα φτερό. Παραξενεύτηκε ό Γέροντας άπό τήν άκατανόητη έκείνη μορφή καί στάθηκε νά τήν περιεργασθή.
Ό άλλος φανερά ένοχλημένος. τού φώναξε μέ θυμό:
Τί κάθεσαι καί μέ κυττάζεις έτσι, μοναχέ; “Εχεις καμμιά δουλειά στόν τόπο τούτο, πού δέν τόλμησε άνθρωπος ώς τώρα νά πατήση τό πόδι του;
Γυρεύω τόν θεό παντού, άποκρίθηκε μέ θάρρος ό "Οσιος. 'Αλλά έσύ ποιός είσαι; 'Απόκοσμο μοΰ φαίνεται τό παρουσιαστικό σου καί τό φορτίο σου άκατανόητο.
Εκείνος τότε, χωρίς νά θέλη. βιάστηκε νά όμολογήση τήν άλήθεια. σπρωγμένος άπό άκατανίκητη δύναμι:
Έγώ πού βλέπεις, είμαι ό διάβολος καί τούτα έδώ τά σύνεργά μου. Μ' αυτά δελεάζω τούς άνθρώπους καί μέ άκολουΟοΰν, κάνοντας όλα μου τά θελήματα.
Ό Άββάς Μακάριος έπέμενε νά τόν έρωτά, μέχρις ότου δ σατανάς άναγκάστηκε νά τού φανέρωση δλες του τις παγίδες.
Όποιον βρώ πρόθυμο στή μελέτη, τόν άλείφω μέ τό φτερό άπό τό περιεχόμενο τού δοχείου, πού έχω στό κεφάλι μου. Τόν πιάνει άμέσως πονοκέφαλος Κι΄ άφήνει στή μέση τή μελέτη. Εκείνον πού θέλει ν άγρυπνήση. παίρνω άπό τό δοχείο, πού κρέμεται στά βλέφαρά μου. τού βάζω λίγο στά μάτια καί τού φέρνω τόση νύστα, πού τρέχει εύθύς στό στρώμα
Τά δοχεία, πού βρίσκονται στ αύτιά μου, έχουν συνταγή κατάλληλη γιά παρακοή. Μ' αύτή κυνηγώ τούς υποτακτικούς. ‘Από τό περιεχόμενο τού δοχείου, πού κρέμεται στή μύτη μου, δίνω στούς νέους, γιά νά τούς παρασύρω σέ σαρκική έπιΟυμία. Άπό τό δοχείο, πού βρίσκεται στό στόμα μου, δίνω στούς έγκρατείς, γιά νά τούς προκαλέσω λαιμαργία, σέ άλλους πάλι, γιά νά τούς παρασύρω στήν καταλαλιά καί στήν αισχρολογία. Τό δοχείο, πού φέρνω στό λαιμό μου, προξενεί ύπερηφάνεια καί ύψηλοφροσύνη. Τό άλλο, πού βλέπεις στήν κοιλιά μου, έχει μέσα άναισΟησία Κι΄ όκολασία. Καί τά ύπόλοιπα φθόνο, φόνο, κλοπή Κι΄ όλα τ άλλα κακά. Μ' αυτά βγάζω τούς ανθρώπους άπό τόν ίσιο δρόμο καί τούς όδηγώ όπου θέλω έγώ, μέχρις ότου τούς παρασύρω στήν άπώλεια. 'Εσένα όμως δέν κατώρΟωσα ούτε μιά φορά νά σέ πλησιάσω, γιατί αδιάκοπα μέ πολεμάς.
Ό Άββάς Μακάριος έμεινε κατάπληκτος άπό τή μεγάλη ποικιλία πού είχαν τά διαβολικά τεχνάσματα. “Εκανε τό σημείο τού σταυρού έπάνω του καί είπε:
— "Ας είναι δοξασμένο τό όνομα τού Θεού πού σέ καταργεί. διάβολε, διά μέσου τών ‘Αγίων Του. Όπως έφύλαξε έμένα άπό τίς παγίδες σου, άς προφυλάξη καί όλους έκείνους, πού άγωνίζονται νά τηρήσουν τίς έντολές Του.
Καθώς έλεγε αυτά ό Όσιος, ό διάβολος έξαφανίστηκε σάν καπνός άπό τά μάτια του, ένώ έκεΐνος συνέχισε τό δρόμο του μέ μεγάλη συλλογή.
3. Η ΚΑΚΙΑ EΥΚΟΛH Η ΑΡΕΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ
ΕΝΑΣ νέος μοναχός είπε περίλυπος στόν Όσιο Ποιμένα: Τό σώμα μου. Άββά, έχει άτονήσει πιά άπό τήν άσκησι. άλλά τά πάθη μου δέν έννοούν νά ύποχωρήσουν.
Τά πάθη, παιδί μου, τού άποκρίθηκε ό σοφός Πατήρ, μοιάζουν μέ τά σκληρά άγκάΟια, πού, γιά νά τά ξερριζώσης, πρέπει νά ματώσουν τά χέρια σου.
ΕΝΑΣ άπό τούς άδελφούς τής σκήτης είπε στόν Άββά Θεόδωρο τής Φέρμης, πώς κάποιος άπό τούς έκεϊ μοναχούς γύρισε πίσω στόν κόσμο.
‘Απορείς γιά τό εύκολο ξεγλίστρημα; τού είπε ό Γέροντας. Αύτό είναι τόσο συνηθισμένο. Θαύμασε, σάν άκούσης πώς κατώρθωσε νά ξεφύγη τελικά άπό τις παγίδες τού διαβόλου. Αύτό είναι τό δύσκολο.
ΕΝΑΣ "Αγιος Γέροντας έλεγε κάποτε προφητικά γιά τό κατάντημα τού υψηλού μοναχικού βίου, πού στήν έποχή του βρισκόταν σέ άκμή:
Θά έλθη έποχή, πού στά Μοναστήρια, άνάμεσα στούς έκατό, έλάχιστοι Οά είναι έκεΐνοι πού Οά σώσουν τήν ψυχή τους. Στούς πενήντα, δέν ξέρω άν σωθή κανείς. Οί Μοναχοί, στά θλιβερά έκεΐνα χρόνια, θά γυρεύουν καλοφαγία καί Οά κυττάζουν πώς νά ικανοποιήσουν τή φιλαρχία καί τή φιλαργυρία τους.
"Αλλοτε πάλι έλεγε:
“Αν πάς στήν έρημο καί βρής μοναχούς, πού ζούν μέ άνεσι, μή συναναστρέφεσαι μαζί τους. Γίνου φίλος μέ φτωχό άδελφό πού τού λείπει συχνά Κι΄ αύτό τό ξερό ψωμί καί δέ δίνει στόν έαυτό του καμμιά άνάπαυσι Προτίμησε νά ζής μέ δυότρεΐς άνθρώπους, πού έχουν φόβο Θεού, παρά μέ χίλιους πού έχουν διώξει τόν θείο φόβο άπό τήν ψυχή τους.
ΕΝΑΣ "Αγιος Ερημίτης, τά πολύ παλιά χρόνια, ένώ προσευχόταν, έπεσε σέ έκστασι. Είδε τότε τρεις μοναχούς νά στέκωνται στήν όχθη μιας άπέραντης λίμνης. Ξάφνου άκούστηκε μια φωνή άπό τόν Ούρανό:
Πάρετε πύρινα φτερά καί πλησιάστε με.
ΟΙ δυό πέταξαν εύθύς μέ τίς πύρινες φτερούγες τους στήν άλλη όχθη. 'Ο τρίτος έμεινε πίσω καί παρακαλοϋσε νά τού δοθούν φτερά, γιά νά πετάξη, γιατί δέν είχε δικά του. Ύστερα άπό πολλά παρακάλια τού δοθήκανε, άλλα δέν ήταν πύρινα. “Ετσι μέ κόπο πολύ, πότε βουτώντας στά νερά καί πότε βγαίνοντας στήν έπιφάνεια, κατώρθωσε στό τέλος νά φτάση Κι΄ αύτός στήν άντίπερα όχθη.
Απόρησε Ο Γέροντας γι’ αύτό πού έβλεπε μπροστά του. Τότε άκουσε τή φωνή τού θεού νά τού λέγη:
ΟΙ δύο πρώτοι άντιπροσωπεύουν τίς παλαιότερες γενεές τών μοναχών, πού έβρισκαν εύκολα τή σωτηρία τους, επειδή ή καρδιά τους φλεγόταν άπό θείο έρωτα. Ό τρίτος είναι άπό τούς νεωτέρους πού πολύ δύσκολα Οά βρουν σωτηρία, γιατί θά έχη ψυγή ή άγάπη τους.
4. ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΘΑΡΡΟΣ
ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε ό Άββάς Δανιήλ νά έπισκεφθή ένα πνευματικό Γέροντα πολύ βαθειά στήν έρημο. Τόν βρήκε ή νύχτα στό δρόμο Κι΄ έπειδή δέν είχε άλλο καταφύγιο, μπήκε σέ μιά πυραμίδα άπό κείνες πού υψώνονται στήν Αιγυπτιακή πεδιάδα. Διάλεξε ένα κρανίο, άπό τά πολλά πού βρήκε μέσα, τό έβαλε προσκεφάλι καί ξάπλωσε νά κοιμηθή ΟΙ δαίμονες θαύμασαν τήν τόλμη του καί γιά νά τόν φοβίσουν άρχισαν νά κουβεντιάζουν μεταξύ τους.
‘Ελα μαζί μας στό λουτρό, κυρία, φώναζαν, σάν νά μιλούσαν σέ γυναίκα.
Δέν μπορώ, άκούστηκε γυναικεία τάχα φωνή, σάν νά έβγαινε άπό τό κρανίο, πού είχε γιά προσκέφαλο ό Άββάς. Έχω ξένο άπό πάνω μου.
Ό Όσιος, όχι μόνο δέ φοβήθηκε, άλλα έδωσε ένα γερό χτύπημα στό κρανίο, λέγοντας:
Άν δέ μπορής νό ήσυχάσης. πήγαινε στό σκότος τό έξώτερο.
Μάς νίκησες, μάς νίκησες, φώναξαν οί δαίμονες Κι΄ έφυγαν ντροπιασμένοι.
·
ΓΙΑΤΙ αισθάνομαι δειλία, όταν περπατώ μόνος στήν έρημο. Άββά; ρώτησε ένας άρχάριος μοναχός κάποιο Γέροντα.
Γιατί ζής ακόμη. τού άποκρίθηκε έκεΐνος. Δέν έχεις νεκρωθή γιά τόν Κύριο.
ΚΑΠΟΙΟΣ Άναχωρητής βρήκε βαθειά στήν έρημο έρείπια παλαιού είδωλολατρικού ναού Κι΄ αποφάσισε νά κατοικήση έκεΐ. Τήν πρώτη νύχτα όμως τού έπετέθησαν οί δαίμονες γιά νά τόν διώξουν.
Φύγε από τόν τόπο μας, κακόγερε. τού φώναζαν.
Έσεις δέν έχετε τόπο, τούς άποκρίθηκε θαρρετά ό 'Ερημίτης.
Αφού δέ μπορούσαν νά τόν φοβίσουν διαφορετικά, άρπαξαν τά φοινικόφυλλα πού είχε μαζέψει γιά τό έργόχειρό του καί τά πετούσαν μακριά. 'Εκείνος όμως μέ υπομονή έσκυψε καί τά μάζεψε έναένα. Τότε τόν πήραν άπό τό χέρι καί τόν έσυραν μέ βία νά τόν βγάλουν έξω. Μά σάν έφτασαν στήν έξοδο, άγκάλιασε γερά ό Άναχωρητής μιά κολώνα καί φώναξε μ’ όλη τή δύναμι τής ψυχής του:
Ιησού, βοήθησέ με.
Τότε οί δαίμονες έγιναν άμέσως άφαντοι. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν άπό τόν άγώνα, ό Άναχωρητής, άρχισε νά κλαίη.
Γιατί κλαΐς; ακούστηκε μιά γλυκειά φωνή, πού γέμισε παρηγοριά τήν ψυχή του.
Γιά τήν κακία τών δαιμόνων, είπε έκεΐνος. Πώς έχουν έξουσία νά μεταχειρίζωνται μ' αυτόν τόν τρόπο τό πλάσμα σου. Κύριε;
Αλλά μόλις μ' έκάλεσες. έτρεξα αμέσως νά σέ βοηθήσω.
'Ακούοντας αυτά ό Άναχωρητής, ευχαρίστησε μ' όλη του τήν ψυχή τόν Κύριο Κι΄ έμεινε πιά άφοβα σ' έκείνο τόν τόπο.
ΠΗΓΑΙΝΕ συχνά ό διάβολος στή σπηλιά κάποιου Ερημίτη. γιά νά τόν τρομοκρατήση καί νά τόν κάνη νά φύγη άπό κεϊ. 'Εκείνος όμως όχι μόνο δέ δείλιαζε, άλλά περιφρονούσε τό πονηρό πνεύμα. Τότε ό διάβολος, γιά νά τόν παραπλανήση, τού παρουσιάστηκε μέ τή μορφή τού Χριστού.
Είμαι ό Χριστός, τού είπε.
Ό Ερημίτης έκλεισε τά μάτια του.
Γιατί κλείνεις τά μάτια σου; τού φώναξε ό διάβολος έρεθισμένος. Σοΰ είπα πώς είμαι ό Χριστός.
Έγώ δέ θέλω νά ιδώ τόν Χριστό σ' αύτό τόν κόσμο, άποκρίθηκε ό Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τά μάτια του κλειστά.
Μέ τή θαρρετή άπάντησι τού ανθρώπου τού Θεού ό διάβολος έξαφανίστηκε καί δέν τόλμησε πιά νά τόν πειράξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IB
1. ΑΛΗΘΕΙΑ
ΜΟΝΑΧΟΣ, έλεγε κάποιος από τούς παλαιούς Πατέρας, σημαίνει στόμα άληθινό, σώμα άγιο καί καρδιά καθαρή.
ΤΟ ΨΕΜΑ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού παλαιού ανθρώπου, έλεγε άλλος Πατήρ. Ή δέ αλήθεια τού άναγεννημένου μέ τό Αίμα τού Σωτήρος Χριστού.
Ρίζα κάθε καλού έργου, όνομάζει τήν άλήθεια ό ίδιος Πατήρ, τό δέ ψεύδος θάνατο.
··
Ο ΑΒΒΑΣ Ήσαίας ό άναχωρητής δίδει τήν άκόλουθη όρθή συμβουλή:
Μ ή συνηθίζης νά κουβεντιάζης γιά πράγματα πού δέν είδες μέ τά ίδια σου τά μάτια, σάν νά τά έχης ίδή. Μ ή βεβαιώνης μέ πεποίθησι έκεϊνα πού έχεις μόνο άκούσει. Συνήθιζε τή γλώσσα σου νά λέγη πάντα άλήθεια. Τό ψέμα γεννιέται συχνά άπό τήν έπιθυμία ν' άρέσωμε στούς ανθρώπους Κι΄ άπομακρύνει άπό τήν ψυχή τό φόβο τού θεού
ΤΟ ΣΤΟΜΑ τού ταπεινόφρονος λέγει πάντοτε άλήθεια, γράφει Κι΄ ό ‘Αββάς Μάρκος ό άσκητής. Όποιος άντιλέγειστήν άλήθεια, παίρνει τή Οέσι τοΰ δούλου πού ράπισε ιόν Κύριο.
··
ΑΦ’ ΟΤΟΥ Εγινα μοναχός. Ελεγε ό Αββάς Ανούβ. λόγος ψευδής δέ βγήκε άπό τό στόμα μου.
·ΑΥΤΑ τά τρία άπαιτεΐ ό Θεός άπό κάθε άνθρωπο, πού Εχει λάβει τό Άγιο Βάπτισμα: Πίστι όρθή στήν ψυχή, άλήθεια στή γλώσσα καί σωφροσύνη στό σώμα.
2. ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΓΙΑ νά διδάξη κανείς τόν άλλον, πρέπει ό ίδιος νά είναι υγιής ψυχικά καί άπαθής. λέγει ό Αββάς Ποιμήν. Δέν είναι άνάγκη νά οικοδομής τό σπίτι τοΰ άλλου, καταστρέφοντας τό δικό σου.
Εκείνος πού διδάσκει τούς άλλους, χωρίς νά έφαρμόζη τίποτε άπό Εκείνα πού διδάσκει, λέγει πάλι ό ίδιος Πατήρ, μοιάζει μέ πηγή πού ποτίζει καί ξεπλένει τά γύρω της, Ενώ είναι γεμάτη άπό κάθε λογιών άκαθαρσία.
ΑΑΗΘΙΝΑ σοφός. Ελεγε ό Αββάς Υπερέχιος, είναι Εκείνος πού διδάσκει, όχι μέ λόγια, άλλά μέ Εργα.
ΑΛΛΟΣ σοφός Πατήρ παρομοιάζει Εκείνον πού διδάσκει μόνο μέ λόγια, χωρίς νά κάνη Εργα, μέ δένδρο πού Εχει φύλλα, άλλά δέν κάνει καρπούς.
ΕΝΑΣ άπό τούς μεγάλους Πατέρας τής Ερήμου Ελεγε σέκάποιον Γέροντα, γείτονα του. πού δεχόταν συχνά έπισκέπτας καί τούς έδίδασκε:
Πρόσεχε, άδελφέ. γιατί τό λυχνάρι φωτίζει μέν πολλούς, άλλά συνήθως καίει τό στόμα του.
Η ΟΣΙΑ Θεοδώρα δίδει τήν άκόλουθη σοφή συμβουλή στούς πνευματικούς Πατέρας καί Διδασκάλους:
Ό Προεστώς καί Διδάσκαλος πρέπει πρώτα απ’ όλα ν' άπομακρύνη τελείως άπό τόν έαυτό του τήν φιλαργυρία, τήν υπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία. Νά μή παρασύρεται άπό κολακείες. Νά μή τόν θαμπώνουν τά δώρα. Νά διώχνη μακριά τό θυμό μέ τή μακροθυμία. Νά τόν χαρακτηρίζη ή έπιείκεια. ή ανεκτικότητα, ή φιλοστοργία καί ή φιλαδελφία. Μά πιό πολύ άπό κάθε τι άλλο, ν' άποκτήση βαθειά ταπείνωσι.
3. ΚΑΛΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
ΟΠΟΙΟΣ μπαίνει σέ μυροπωλείο, έλεγε κάποιος Γέροντας. Κι΄ άν άκόμη δέν άγοράση κανένα άρωμα, βγαίνει έξω γεμάτος εύωδία. Τό ίδιο συμβαίνει σ' έκεϊνον πού συναναστρέφεται Αγίους άνθρώπους. Παίρνει έπάνω του τό πνευματικό άρωμα τής αρετής των.
··
ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ είχαν συνήθεια νά πηγαίνουν μιά φορά τό χρόνο στό όρος τού Άββα 'Αντωνίου, γιά νά διδάσκωνται άπό τόν Μέγα "Οσιο. Οί δύο τού έκαναν διάφορες έρωτήσεις γύροι άπό τήν άσκησι τής ψυχής καί τού σώματος. "Ετσι έδιναν άφορμή στόν "Αγιο νά ξεχύνη τόν ποταμό τής θείας σοφίας, πού τόν κατέκλυζε. Ό τρίτος άκουγε πάντοτε σιωπηλός χωρίς νά έρωτά.
Κάποτε τόν ρώτησε ό Όσιος:
Τόσα χρόνια μ' Επισκέπτεσαι, άδελφέ. καί ποτέ δέν μοΰ έκανες τήν παραμικρή Ερώτησι. Δέν θέλεις νά μάθης τίποτε;
Μου άρκεί πού σέ βλέπω, Άββά. Κι΄ αυτό άκόμη μέχει πολλά διδάξει, άποκρίθηκε μέ σεβασμό ό Γέροντας.
Ο ΑΒΒΑΣ Παφνούτιος άσκήτευε σ' ένα απόμερο σπήλαιο δώδεκα μίλια μακριά άπό τή σκήτη τών Πατέρων. Είχε όμως τή συνήθεια νά Επισκέπτεται τή σκήτη δυό φορές τό μήνα γιά νά ώφελήται άπό τή διδασκαλία Εκείνων. Έτύπωσε μάλιστα βαθειά στή μνήμη του καί έλεγε ύστερα στους μαθητάς του τόν λόγον πού τοΰ έλεγαν συχνότερα οΐ Γέροντες;
“Οπου Κι΄ άν βρεθής, τέκνον, μή συγκρίνης τόν Εαυτό σου μέ άλλο πρόσωπο, γιά νά έχης άνάπαυσι στήν ψυχή. Διαφορετικά σέ ξεγελά ό διάβολος νά νομίζης πώς είσαι καλλίτερος άπό τούς άλλους.
ΕΝΑΣ ’Ερημίτης κάποτε νήστεψε συνέχεια Εβδομήντα Εβδομάδες καί παρακαλοϋσε τόν Θεό νά τού φανερώση τήν έννοια κάποιου γραφικού ρητού πού δέ μπορούσε νά τήν καταλάβη. ’Επειδή όμως δέν τού τήν φανέρωσε ό Θεός, είπε μιά μέρα στόν Εαυτό του;
Γιατί νά κοπιάζω καί νά περιμένω άσκοπα; Δέν πάω νά ρωτήσω τόν γείτονά μου Γέροντα; Ίσως Εκείνος νά γνωρίζη.
Μόλις όμως ξεκίνησε νά πάη, τοΰ έστειλε ό Θεός "Αγγελο καί τού φανέρωσε Εκείνο πού ζητούσε.
Γιατί τόσον καιρό δέν Ερχόσουν; τόν ρώτησε ό Γέροντας.
Γιά νά ταπεινωθής καί νά ζητήσης τή συμβουλή άλλου, άποκρίθηκε ό "Αγγελος.
ΠΗΓΕ ένα βράδυ βιαστικός στήν καλύβα τού Άββα Ίωάννου τού Κολοβού κάποιος γείτονάς του ’Ερημίτης νά του ζητήση κάτι. Όρθιοι στην πόρτα οΐ δυό συνασκηταί, άρχισαν κάποια πνευματική συζήτήσι και ξημέρωσε χωρίς νά τό καταλάβουν.
ΕΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα τί ήταν προτιμότερο νά κάνη, νά έπισκέπτεται τούς Πατέρες γιά νά διδάσκεται ή νά ήσυχάζη στό κελλί του.
— Ή έπίσκεψις στους Πατέρας, άποκρίθηκε ό Γέροντας, ήταν παλαιά συνήθεια τών μοναχών.
4.Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
ΕΙΔΑ κάποτε τό διάβολο, έξω άπό τό κελλί τού μαθητού μου, έλεγε ένας διορατικός Γέρων, νά παραμονεύη. “Ερριξα τότε μιά ματιά μέσα νά ίδώ τί έκανε έκείνος. Είχε άνοικτή έμπρός του τήν Άγια Γραφή κι ήταν βυθισμένος στή μελέτη. Μόλις τελείωσε τό διάβασμα Κι΄ έκλεισε τό βιβλίο, ώρμησε μέσα ό διάβολος νά τόν πειράξη.
ΟΙ ΙΕΡΟΙ συγγραφείς τής Παλαιός καί Καινής Διαθήκης, μέ τήν έμπνευσι τού “Αγίου Πνεύματος, συνέγραψαν βιβλία, έλεγε κάποιος Γέροντας. ΟΙ Πατέρες φρόντισαν νά έφαρμόσουν στό βίο τους τά γραφόμενα. Ή έπόμενη γενεά τ’ αποστήθισε. ΟΙ δέ νεώτεροι τά άντέγραψαν καί τά κλείδωσαν στις βιβλιοθήκες.
ΠΗΓΑΝ κάποτε μερικοί Γέροντες νά έπισκεφθοΰν τόν Όσιο ’Αντώνιο. Μαζί τους ήταν κι ό Άββάς 'Ιωσήφ. Ό Μέγας Πατήρ, γιά νά τούς δοκιμάση. διάλεξε κάποιο Γραφικό ρητό καί ρώτησε ένανέναν νά είπή τήν έρμηνεία του. "Αρχισε τότε ό καθένας νά τό έξηγή σύμφωνα μέ τις γνώσεις του.
Δέν τό βρήκες, απαντούσε σ' όλους ο Όσιος.
“Εφτασε Κι΄ ή σειρά τού Άββά Ιωσήφ.
Τί λές έσύ γι’ αύτό, Ιωσήφ; τόν ρώτησε ό Μέγας Αντώνιος.
Έγώ δέ γνωρίζω άπ' αύτά. άποκρίθηκε έκεΐνος.
Ό Άββάς ’Ιωσήφ έδωσε τή σωστή άπάντησι, είπε τότε ό Όσιος, θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη του.
ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΝ κάποτε οί Πατέρες τής σκήτης νά συνομιλήσουν πνευματικά καί λησμόνησαν νά καλέσουν τόν Άββά Κόπρι. Άρχισαν νά συζητούν γιά τό πρόσωπο τού Μελχισεδέκ καί δεν συμφωνούσαν στις γνώμες. Τότε θυμήθηκαν τόν Άββά Κόπρι Κι΄ έστειλαν νά τόν φωνάξουν γιά νά πάρουν τήν γνώμη του. Σάν δκουσε έκεΐνος τήν ύπόθεσι τής διαφωνίας καί τό θέμα, πού τόση ώρα έχασαν γιά νά συζητούν, κτύπησε τρεις φορές τό στόμα του καί είπε:
Άλλοίμονό σου. Καλόγερε. "Αφησες κατά μέρος έκεΐνα πού γυρεύει άπό σένα ό Θεός καί ψάχνεις νά βρής αύτά πού ποτέ δέ θά σοΰ ζητήση.
Άκούγοντας τά σοφά του λόγια οί άλλοι Γέροντες, έφυγαν άπό τήν σύναξι καί γύρισαν συλλογισμένοι στά κελλιά τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ
1. ΛΟΓΙΣΜΟΙ
ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα ποιους λογισμούς νά κρατή στή διάνοια ίου καί ποιους ν' άπομακρύνη.
— Ό,τι σκέπτεται ό άνθρωπος άπό τόν Ουρανό καί κάτω είναι μάταιο, τού άποκρίθηκε ό Γέροντας, καί πρέπει νά ιό διώχνη άπό τή διάνοιά του. "Εχε πάντοτε στή σκέψη σου τόν Ίησοϋ γιά νά βρής σωτηρία.
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος άδελφός έμπιστεύτηκε μέ λύπη στόν ‘Οσιο Σισώη. πώς, μ' όλο πού άγωνίζεται σκληρά, δέ μπορούσε νά έλευθερωΟή άπό τά πάθη του.
Πώς νά έλευθερωθής άπ' αύτά, παιδί μου. τού άποκρίθηκε ό ‘Αγιος Γέροντας, άφού διατηρείς τά σκεύη τους, δηλαδή τούς κακούς λογισμούς; Δόσε τους πίσω τήν έγγύησι Κι΄ ευθύς θ' άναχωρήσουν.
·
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ υπεύθυνος ό άνθρωπος γιά τούς λογισμούς πού τόν προσβάλλουν, διδάσκει σοφός Πατήρ, άλλά γιατί τούς κρατεί καί κάνει συγκατάθεσι. Μπορεί κανείς άπό τούς λογισμούς νά ναυαγήση Κι΄ άπό αύτούς πάλι νά στεφανωθή.
ΟΤΑΝ μέ πολεμούν πονηροί λογισμοί, έλεγε ό Άββάς Ιωάννης ό Κολοβός, κάνω ό,τι Οά έκανε ό διαβάτης πού 0ά έβλεπε ξαφνικά στην έρημιά πού περπατεΐ νά τόν κυνηγά κάποιο θηρίο. Βρίσκει ένα δένδρο καί σκαρφαλώνει έπάνω γιά νά σωθή. Κι΄ έγώ καταφεύγω στόν Θεό μέ τήν προσευχή καί γλιτώνω άπό την έπίΟεσί των.
ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ κάποτε, γιά πολύ καιρό, οί λογισμοί του τόν Άββά Γελάσιο νά φύγη άπό τό κελλί του καί νά πάη νά μείνη πολύ βαΟειά στήν έρημο. Αφού είδε, πώς, μ' όλη τη γενναία άντίστασι. δέν υποχωρούσαν, είπε ένα βράδυ στό μαθητή του:
Ό,τι Κι΄ αν μέ ίδής νά κάνω αύριο, μή παραξενευτής, ούτε νά μού μιλήσης καθόλου.
Τήν άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, πήρε τό ραβδί του Κι΄ άρχισε νά πηγαίνη πέραδώΟε μέσα στήν μικρή αυλή του. Σάν κουραζόταν, καθόταν λίγο καί πάλι άρχιζε τό περπάτημα. Αύτό έγινε όλόκληρη τήν ημέρα. Σάν βράδυασε, είπε στόν λογισμό του:
Όποιος περπατεΐ στήν έρημο, δέν τρώγει ψωμί, χορταίνει μέ αγριόχορτα. Έσύ όμως, πού είσαι γέρος καί άσθενικός. φάγε λίγα λάχανα.
“Εκοψε μερικά λαχανόφυλλα, πού είχε στό μικρό του περιβόλι, Κι΄ άφού τά έφαγε, είπε πάλι στόν έαυτό του:
Βαθειά στήν έρημο δέ βρίσκεις στέγη.
“Ετσι ξάπλωσε καταγής, έξω άπό τό κελλί του καί κοιμήθηκε. Τήν άλλη μέρα, καθώς καί τήν τρίτη, έκανε τά ίδια. Μά τόσο πολύ κουράστηκε, πού έχασε τελείως τίς δυνάμεις του. Τότε είπε αυστηρά στόν έαυτό του. έπιτιμώντας τό λογισμό πού τόν βασάνιζε:
Αφού δέν έχεις δύναμι νά κάνης τά έργα τής έρήμου. τί ζητάς άναχώρησι: Κάθισε υπομονετικά στό κελλί σου καί κλαίγε τίς άμαρτίες σου. γιά νά σωθής.
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε νά έπισκεφθή μιά σκήτη ό Όσιος Μακάριος, συνάντησε στό δρόμο τό διάβολο φορτωμένο μ' ένα παράξενο φορτίο νά πηγαίνη Κι΄ έκεΐνος πρός τά έκεΐ.
Γιά που; τόν ρώτησε ό Όσιος.
Πάω νά βάλω λογισμούς στους μοναχούς. άποκρίΟηκε μ' αναίδεια έκεϊνος.
Καί τί είναι αύτά πού κουβαλάς μαζί σου;
Τά γεύματα πού θά τούς προσφέρω.
Τόσα πολλά; απόρησε ό Όσιος.
Βέβαια. "Αν δέν ικανοποιούνται μέ τό ένα. έχω άλλο έτοιμο Κι΄ άν δέν τούς άρέση Κι΄ αυτό τούς δίνω τρίτο. "Ενα άπ' όλα Οά είναι τού γούστου τους.
Έχεις πολλούς έκεϊ πού σέ ακολουθούνε; ρώτησε μέ φρίκη ό Άββάς.
Όχι. άναγκάστηκε νά όμολογήση ό διάβολος Οί περισσότεροι έχουν άγριέψει έναντίον μου. “Εχω όμως Κι΄ ένα καλό φίλο.
Πώς όνομάζεται; ρώτησε μ' ένδιαφέρον ό Όσιος.
Θεόπεμπτος, άποκρίθηξε ό διάβολος καί τράβηξε βιαστικός τό δρόμο του.
Συλλογισμένος άπό όσα άκουσε ό Άββάς Μακάριος, άνέβηκε στή σκήτη. Οί αδελφοί τού έκαναν θερμή υποδοχή καί καθένας φιλοτιμήθηκε νά τόν προσκαλέση στήν καλύβα του. Ό Όσιος όμως ζήτησε τόν Θεόπεμπτο καί τόν παρακάλεσε νά τόν φιλοξενήση. Σάν έφτασαν στό κελλί του. τόν ρώτησε πώς περνούσε.
Καλά μέ τήν ευχή σου. Άββά. άποκρίΟηκε έκεΐνος.
Δέ σέ πειράζουν οί λογισμοί;
Ό Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν νά φανερώση στόν Όσιο πώς δεχόταν άκαθάρτους λογισμούς.
Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας νά φανή άδιάφορος.
“Αχ. αδελφέ μου! Αναστέναξε βαθειά ό Όσιος. Έγώ, τόσα χρόνια ασκητής καί γερασμένος πιά, πειράζομαι άπό σαρκικούς λογισμούς κι άς μέ τιμούν οΐ άνθρωποι.
Ό θεόπεμπτος πήρε θάρρος άπό τά λόγια τού Όσιου καί τού φανέρωσε τό δικό του πόλεμο. 'Εκείνος τότε τόν συμβούλεψε πώς ν' άντιστέκεται στούς κακούς λογισμούς Κι΄ άφού τού έδωσε τόν κανόνα πού έπρεπε, έφυγε νά γυρίση στό κελλί του. Στό δρόμο βρήκε πάλι τό διάβολο, άλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.
Τί νέα: τόν ρώτησε ό ‘Λββάς.
Πολύ άσχημα. άποκρίΟηκε έκεΐνος. Όλοι οΐ μοναχοί μού έναντιώνονται καί πιό πολύ ό παλιός μου φίλος. ΓΓ αυτό Κι΄ έγώ ώρκίστηκα νά τούς άφήσσω πολύ καιρό άπείραχτους γιά νά γίνουν αμέριμνοι, σάν πρώτα.
Έφριξε ό Όσιος μέ τήν πανουργία τού διαβόλου καί παρακάλεσε θερμά τόν Κύριο νά
προφυλάει άπ αυτή τό ποίμνιό Του.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου