Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016
Μνήμη θανάτου
Τό
Γεροντικόν
Μνήμη
θανάτου
ΑΝ Ο
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, έλεγε ό Αββάς Αγάθων. έφερνε κάθε στιγμή στό νοΰ του τήν κρίσι πού
ακολουθεί τόν θάνατο. δέ θα άμάρτανε μέ
τόση ευκολία
ΕΝΑΣ
'Ερημίτης πού άσκήτευε στήν έρημο του Ίορδάνου, είχε χρόνια πολλά νά πειραχτή
άπό τό διάβολο. Αύτό τού είχε δώσει θάρρος Κι΄ έλεγε συχνά πώς ό έχθρός δέν
τολμούσε νά πειράξη τούς άγωνιστάς, πήγαινε μόνο στους αμελείς καί οκνηρούς.
Κάποτε
παρουσιάστηκε μπροστά του ό διάβολος καί τού παραπονθηκε:
Τί σού
έχω κάνει. Άββά, καί μ' έξευτελίζεις έτσι; Μήπως ποτέ σ' έπείραξα;
Φύγε
άπό δώ. πονηρό πνεύμα, φώναξε άφοβα ό 'Ερημίτης. καί σήκωσε τό ραβδί του νά τόν
χτυπήση. Δέν έχεις δικαίωμα νά πειράζης τούς δούλους τού Χριστού. Πήγαινε σ'
έκείνους. πού μέ τήν απροσεξία τους σέ προσκαλούν.
"Ετσι,
λοιπόν, νομίζεις; έκανε ό διάβολος μέ κακία. Δέ θά βρώ. λές, ευκαιρία νά σέ
ρίξω στά σαράντα χρόνια, πού έχεις νά ζήσης άκόμη;
Βέβαιος
τώρα πώς τό δόλωμα είχε Κι΄ όλας πετύχει. έγινε άφαντος, αφήνοντας στόν άέρα
ένα γέλιο άνατριχιαστικό. Άπό τήν ΐδια στιγμή, λοιπόν, άρχισαν νά συγχύζωνται
οί λογισμοί τού 'Ερημίτη.
ΚΙ΄
ύστερα άπό λίγο:
Δέν
πηγαίνω στόν κόσμο νά ίδώ λίγο τούς συγγενείς μου; Άς δώσω καί μιά μικρή
ξεκούρασι στό βασανισμένο μου κορμί. Όταν γυρίσω, συνεχίζω τήν άσκησι. “Εχω
καιρό μπροστά μου. Σαράντα χρόνια ζωή!
Πήρε
τήν άπόφρσι Κι΄ ένα πρωϊνό ξεκίνησε μέ τό ραβδί στά χέρι γιά τήν πολιτεία.
Μά ό
φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους Κι΄ έστειλε τόν Άγγελό τοίι νά
τόν έμποδίση.
Πού
πάς, Άββά. ρώτησε ό Άγγελος, φράζοντας του τό δρόμο.
Στήν
πόλι, βιάστηκε νά πή ό ’Ερημίτης.
Ευλογημένε
άνθρωπε, τώρα στό τέλος τής ζωής σου άφησες νά σέ ξεγελάση ό πονηρός; Βιάσου νά
γυρίσης στην καλύβα σου καί κλαΰσε τήν άνοησία σου. προτού νά είναι πιά πολύ
αργά γιά σένα.
Ντροπιασμένος
γιά τό πάθημά του, ό γεροΈρημίτης. γύρισε πίσω στό κελλί του Κι΄ ύστερα άπό
τρεις μέρες πέθανε.
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ, πού κατορθώνει νά έχη διαρκώς μπροστά στά μάτια του τόν θάνατο, νικά
τήν όλιγοψυχία. έλεγε ένας Γέροντας στούς νεωτέρους άδελφούς. πού τού ζητούσαν
λόγο ωφέλιμο.
Καί
πάλι, καθώς έγνεθε τούς βεβαίωνε:
Όσες
στροφές έχει κάνει φς τώρα τούτο τ' αδράχτι, τόσες φορές έχω φέρει στό νού μου
τόν θάνατο.
ΟΤΑΝ
πρόκειται ν’ αρχίσης ένα όποιοδήκοτε έργο, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, κάνε
ευσυνείδητα αυτή τήν έρώτησι στόν έαυτό σου:
“Αν αυτή τή στιγμή μ' εκισκεφθή ό Κύριός μου.
τι γίνεται;
Πρόσεχε
ν' άκούσης καλά τί Οά σού άποκριθή ή συνείδησίς σου Άν σέ άποδοκιμάζη. παράτησε
εύθύς έκεΓνο, πού είχες αποφασίσει νά κάνης, καί άρχισε κάποιο άλλο, πού θά τό
έπιδοκιμάζη, γιά νά τό τελείωσης θαρρετά.
Ό
εργάτης τής αρετής πρέπει νά είναι κάθε στιγμή έτοιμος νά άντικρύση ήρεμα τόν
θάνατο.
Όταν
πέφτης στό στρώμα γιά νά κοιμηθής. ή σηκώνεσαι άπό τόν ύπνο, όταν τρώς ή
έργάζεσαι. όταν στέκεσαι ή βαδίζης. νά λές διαρκώς στό λογισμό σου:
Άν αυτή
τή στιγμή μέ καλέση ο Κύριός μου. είμαι άράγε έτοιμος;
“Ακούε
πάλι μέ προσοχή τί θά σέ πληροφορήση ή συνείδησίς σου καί νά συμμορφώνεσαι μέ τις οδηγίες της. Η καρδιά
σου θά σέ βεβαίωση ακόμη ότι ό Θεός
έκανε έλεος γιά σέ.
ΟΤΑΝ ό
Μέγας Αρσένιος άρρώστησε καί κατάλαβε πώς είχε φτάσει πιά τό τέρμα τής έπίγειας
ζωής του. άρχισε νά κλαίη.
Φοβάσαι,
Άββά. τόν ρώτησαν μ' απορία οι μαθηταί του.
Αυτός ό
φόβος, τέκνα, δέν έλειψε στιγμή άπό τήν καρδιά μου, άφ’ ότου έγινα Μοναχός,
άποκρίθηκε ό μεγάλος φίλος τού θεού Κι΄ έκλεισε γιά πάντα τά σοφά χείλη του.
ΤΡΙΑ
πράγματα, δυσκολεύεται πολύ ν' άποκτήση ό χριστιανός. γράφει ό Άββάς Ήσαΐας ό
Άναχωρητής. τό πένθος, τά δάκρυα καί τή διαρκή μνήμη τού θανάτου. Κι΄ όμως,
αύτά συγκροτούν όλες τις άλλες αρετές.
Εΐδικώτερα
γιά τήν ένθύμησι τού θανάτου γράφει:
Όποιος
κατορθώνει νά λέγη κάθε μέρα στόν έαυτό του: σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα τής
ζωής μου. ουδέποτε θ' άμαρτήση θεληματικά πρός τόν θεό.
'Εκείνος
όμως πού περιμένει πώς έχει πολλά ακόμη χρόνια νά ζήση, δίχως άλλο θά
περιπλεχθή στά βράχια τής άμαρτίας. Ό Θεός άγιάζει τήν ψυχή, πού διαρκώς
προετοιμάζεται νά λογοδοτήση γιά τις πράξεις της. Όποιος λησμονεί τήν κρίσι
μένει στή δουλεία τής άμαρτίας.
ΝΑ
ΘΥΜΑΣΑΙ συχνά τήν μελλοντική κρίσι. συμβουλεύει καί ό ‘Αββάς Εύάγριος. Μή
ξεχνάς ποτέ τήν έξοδό σου άπό τό γήινο κόσμο καί δέ θά σφάλη ή ψυχή σου.
ΣΥΜΜΑΖΕΥΕ
καλά τό νοΰ σου. χριστιανέ, προτρέπει άλλος Πατήρ, καί μνημόνευε τήν ώρα του
θανάτου σου. Φέρνε ζωντανά μπροστά σου τήν εικόνα του άψυχου πιά σώματός σου.
ΠροσπάΟηκε νά νοιώσης τόν πόνο τοΰ χωρισμού τής ψυχής. Μελέτα συχνά τή
ματαιότητα τοΰ υλικού κόσμου. Στέλνε τή σκέψι σου νά περιοδεύη τις τιμωρίες τού
"Αδου. Συλλογίσου. σέ ποιά κατάστασι νά βρίσκωνται τάχα οϊ ψυχές έκεϊ: Σέ
τί δεινό στεναγμό, φόβο καί τρόμο ή πικρή σιγή; Μέ πόση βαΟειά απελπισία
περιμένουν τίς πιό μεγάλες τιμωρίες, πού Οά δοΟοΟν υστέρα άπό τήν τελική κρίσι;
Τύπωσε
άκόμη καλά στή σκέψι σου τή φοβερή ημέρα τής παγκοσμίου άναστάσεως. όταν
όλόκληρη ή υπόδικος άνθρωπότης θά παρασταθή μπροστά στό δικαστικό βήμα τοΰ
Χριστού. Άναλογίσου τό φριχτό έκεΐνο δικαστήριο καί τήν άνίλεη άπόφασι πού θά
σκεπάση μέ αιώνιο βάρος έντροπής τούς δυστυχισμένους αμαρτωλούς.
Μελετώντας
όλα αύτά. χριστιανέ. θά άποφεύγης τούς κακούς λογισμούς καί τά πονηρά έργα καί
θά γίνης πιό πρόθυμος στήν άρετή.
ΤΡΙΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΑ μέ συγκλονίζουν. Αδελφοί, έλεγε ό Άββάς Ηλιος. Ό χωρισμός τής ψυχής
άπό τό σώμα, ή έμφάνισίς μου ένώπιον τού άδέκαστου Κριτού καί ή έναντίον μου
καταδικαστική άπόφασις.
ΑΝ ΗΤΟ
δυνατόν, λέγει κάποιος Γέρων, ύστερα άπό τήν άνάστασι. κατά τή Δευτέρα
Παρουσία, νά έβγαιναν πάλι οί ψυχές άπό τά σώματα, όλοι οί άνθρωποι Οά
ξαναπέΟαιναν άπό υπερβολικό φόβο. Γιατί, πώς Οά μπορή νά ύποφέρη ό άνθρωπος νά
ίδή τούς Ουρανούς νά σχίζωνται. τόν Θεόν νά εμφανίζεται μέ όργή καί άγανάκτησι
έναντίον τών αμαρτωλών, τίς αναρίθμητες στρατιές τών ουρανίων δυνάμεων καί
όλόκληρη την ανθρωπότητα συγκεντρωμένη σ' ένα τόπο;
“Ας τά
συλλογιζωμαστε συχνά αυτά. Αδελφοί, Κι΄ άς ζούμε μέ τη συναίσθησι πώς, χωρίς
αναβολή, μιά μέρα Οά πραγματοποιηθούν. "Ετσι, μόνο Οά εϊμεΟα πάντοτε
έτοιμοι νά δώσωμε λόγο γιά τις πράξεις μας. όποιαδήποτε στιγμή κληθούμε.
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ, άφωσιωμένος στό Χριστό, άφησε τά έγκόσμια καί πήγε στό δρος Σινά ν'
άσκητεύση. Βρήκε μιά έρειπωμένη καλύβα, τήν έπιδιώρθωσε κάπως Κι΄ αποφάσισε νά
μείνη έκεί. Πάνω από τήν παλιά μισοσπασμένη πορτούλα τής καλύβας είδε μιά μικρή
ξύλινη έπιγραφή Θά τήν είχε χωρίς άλλο άφήσει έκεΐ ό προκάτοχός του. Ό νέος
'Ερημίτης διάβασε: «Μωϋσής πρός τόν Θεόδωρον παρουσιάζομαι καί μαρτυρώ». Κάθε
πρωί, ύστερα άπό τήν προσευχή του, τά μάτια του έπεφταν στήν έπιγραφή καί σάν
νά είχε μπροστά του τόν άγνωστο, πού τού τήν κληροδότησε, τόν έξέταζε: «Πού νά
βρίσκεσαι τάχα τώρα, άνθρωπε, καί μοϋ φωνάζεις «είμαι παρών καί μαρτυρώ»;
Νοιώθω τήν ϋπαρξί σου. μά δέ βλέπω τό χέρι, πού χάραξε τούτα τά σοφά λόγια».
Καθώς
έλεγε αυτά τύπωνε βαθειά στό μυαλό του πόσο σύντομα διαβαίνει ό άνθρωπος τή
γέφυρα τού χρόνου, γιά νά περάση στήν αιωνιότητα. Τόσο τόν απασχολούσε ή μελέτη
τού θανάτου, πού δέν έμενε σχεδόν καθόλου καιρός ν' άσχοληΟή μέ τίποτε άλλο,
ούτε μέ τό έργόχειρό του πού ήτο ή καλλιγραφία. Είχε πάρει μερικές παραγγελίες,
μά δέν πρόλαβε νά τις τελειώση. Πέθανε. ΟΙ αδελφοί πού τού είχαν δώσει δουλειά,
σάν τό έμαθαν, πήγαν στήν καλύβα του νά πάρουν τά βιβλία τους. Μά δέν βρήκαν
τίποτε άλλο γραμμένο στά χαρτιά τους απ' αύτά τά αινιγματικά λόγια: «Συγχωρήστε
με, κύριοί μου καί αδελφοί, γιατί έχοντας καθημερινό λογαριασμό μέ τό θάνατο,
δέν ευκαίρησα νά γράψω γιά σάς».
ΔΥΟ
ΓΕΡΟΝΤΕΣ κουβέντιαζαν κάτω άπό τή σκιά μιας φοινικιάς.
Όταν
στείλω τόν υποτακτικό μου σέ δουλειά Κι΄ άργήση νά γυρίση, στενοχωριέμαι, είπε
ό πρώτος. Είναι τάχα κακό: 'Αμαρτάνω:
Έγώ,
Άββά, άποκρίθηκε ό άλλος, όταν συμβή ν' άργήση έξω ό μαθητής μου. κάθομαι στό
κατώφλι τής πόρτας καί τόν περιμένω. Αν μού είπή ό λογισμός μου πώς ό αδελφός
αργεί, τού απαντώ αμέσως: «"Αν προλάβη ό άλλος άδελφός καί φθάση πρώτος, ό
"Αγγελος τής ψυχής σου. νά σέ όδηγήση σήμερα στόν Κύριό σου. τί γίνεται;
Είσαι τάχα έτοιμος νά παρουσιαστής;». Κάνοντας αυτές τις σκέψεις συντρίβεται ή
ψυχή μου καί κλαίω τις αμαρτίες μου. Όσο περιμένω, τόσο μού δίνεται πιό πολλή
ευκαιρία νά συλλογίζωμαι: «Άραγε ποιός αδελφός θά προφτάση πρώτος ό κάτω ή'ό
άνω:».
Σ'
ευχαριστώ. Αββά. είπε μέ θαυμασμό ό πρώτος Γέροντας. Σήμερα μού έκανες ένα άπό
τά πιό ώφέλιμα μαθήματα. Μέ τή σκέψι του θανάτου νικάμε όλες τίς αδυναμίες μας.
Άπό τή στιγμή αυτή θά βάλω αρχή νά σέ μιμηθώ.
Καί δέν
στενοχωριόταν πιά σάν έλειπε ό μαθητής του.
ΛΕΝΕ
γιά κάποιον έρημίτη στήν Ραϊθώ πώς δέν έβγαινε ποτέ έξω άπό τήν καλύβα του.
Πολλές φορές τόν είχαν ίδεΐ νά σταματά τό πλέξιμό του καί νά κυττάζη περίλυπος
τή γή. Κινούσε όργά άργά. θλιμμένα τό
κέφάλι. στέναζε βαθειά μέ πόνο καί σιγομουρμούριζε:
Άρα γε
τί νά γίνεται;
Έμενε
αρκετή ώρα σιωπηλός, σκούπιζε τά δάκρυα, πού σάν ποτάμι έτρεχαν άπό τά
βαθουλωμένα μάτια του καί πάλι άρχιζε τά ΐδια.
Τί
συλλογίζεσαι. Άββά. καί είσαι τόσο πικραμένος: τόν ρωτούσαν συχνά οί άδελφοί,
πού τού πήγαιναν λίγο φαγητό.
Πώς
σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα μου Κι΄ άλλοίμονο δέ φρόντισα νά ετοιμάσω τήν
έξοδό μου. άπαντούσε ό Γέροντας.
·
AN ΚΑΙ
Η μέσα στήν ψυχή σου, σάν αναμμένη λαμπάδα, ή έπιθυμία τής Ουρανίου Βασιλείας,
νά είσαι βέβαιος, πώς γρήγορα 0ά γίνης κληρονόμος της. μάς λέγει ό Άββάς
Ύπερέχιος.
·
ΜΗ
ΘΑΥΜΑΖΗΣ. αδελφέ, έλεγε σ' ένα νέο Μοναχό κάποιος Γέροντας, όταν άκοΰς νά σοϋ
λέγουν πώς. ένώ είσαι άνθρωπος, πρέπει ν' αγωνιστής νά γίνης ‘Αγγελος.
Συλλογίσου πώς ό Παντοδύναμος Θεός υπόσχεται στους άγωνιστάς δόξαν ίσάγγελον.
ΔΟΣΕ
λίγη ξεκούραση στό βασανισμένο κορμί σου. Άββά. έλεγαν οί μαθηταί του σ' ένα
πολύ ηλικιωμένο ασκητή, πού έξακολουθούσε ν’ άγωνίζεται μέ νεανικό ζήλο.
Νομίζω, παιδιά μου. πώς Κι΄ ό Πατριάρχης
Αβραάμ άκόμη. βλέποντας τίς θείες δωρεές, πού ανθρώπινος νούς δυσκολεύεται νά
συλλάβη, θά μετανοή. γιατί δέν αγωνίστηκε περισσότερο στήν έπίγεια ζωή του,
αποκρινόταν μ’ ένθουσιασμό ό Γέροντας.
ΕΙΝΑΙ
συγκινητικά όσα διαβάζομε γιά τό μακάριο τέλος τών άγιων ψυχών πού σάν φωτεινά
μετέωρα πέρασαν άπό τό γήινο κόσμο, γιά ν' άφήσουν σ' αυτόν τήν λάμψι του είναι
τους, καί νά πέσουν ύστερα ορμητικά στήν απεραντοσύνη τής αιωνιότητος.
Σάν
έμαθαν οί πολυάριθμοι άσκηταί στό βουνό τού Μεγάλου ’Αντωνίου πώς ό Άββάς
Σισώης ήταν στά τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του νά πάρουν τήν ευχή
του. Η έκτίμησί τους γι’ αυτόν δέν είχε όρια. Τόν έλεγαν «διαμάντι τής Ερήμου»
καί πολύ δίκαια. Όλη του ή μακρόχρονη ζωή ήταν ένας άγώνας γιά τήν άγιότητα καί
τώρα στό θάνατό του έλαμψε σ' όλη της
τήν πληρότητα.
Στήν
σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μιά έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σάν ένοιωσε γύρω
του τούς συνασκητάς του. τούς άδελφούς του, τούς συντρόφους του στόν «καλόν
άγώνα». πού τώρα αύτός νικητής άγγιζε στό τέρμα του, τά χείλη του αργοσάλεψαν,
κάτι θέλησε νά είπή. 'Εκείνοι, Γέροντες καί νεώτεροι. σεβάσμιοι Πατέρες Κι΄
άρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους όακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι. στέκονταν μ’
εύλάβεια μπροστά σ' αύτή τή μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε άπλωθή γύροι.
Περίμεναν ν’ άκούσουν τά τελευταία λόγια ένός μεγάλου Αγίου, νά τά φυλάξουν σάν
παρακαταθήκη ιερή. Γιατί εκείνος είχε
μεταρσιωθή. δέν έβλεπε πιά παρά μόνο τά ουράνια.
"Ερχεται
ό Αββας μου. τόν ακόυσαν νά ψιθυρίζη
Ρίγος
πέρασε από τά λιπόσαρκα σώματα τών ασκητών.
Είδαν
γιά μιά στιγμή, μέ τά μάτια τής ψυχής τους, τή μεγάλη μορφή τού «Καθηγητού τών
Μοναστών», τόν Όσιο ’Αντώνιο ν' άπλώνη τό ευλογημένο χέρι του γιά νά πάρη κοντά
του τόν πιό έκλεκτό άπό τούς μαθητάς του, εκείνον πού αντέγραψε καί τις πιό
μικρές λεπτομέρειες τής παράδοξης ζωής του.
Νά ό
χορός τών Αποστόλων καί τών προφητών!
Τό
πρόσωπο τού έτοιμοθάνατού έλαμψε άπό φώς ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αύτά τά
λόγια. Τά χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λές καί κουβέντιαζε μέ όντα πού μόνο
εκείνος έβλεπε.
Μέ
ποιόν συνομιλείς. Νάτερ; ρώτησαν ο! γεροντότεροι άπό τούς συνασκητάς του.
Οι
Αγιοι Αγγελοι θέλουν νά μέ πάρουν καί τούς παρακαλώ νά μέ άφήσουν ακόμη νά μετανοήσω,
είπε μέ κόπο καί δυό δάκρυα κύλισαν πίσω άπό τά πεσμένα βλέφαρά του.
Δέν
έχεις πιά ανάγκη άπό μετάνοια, μακάριε Σισώη. Σύ μετανοούσες σ' όλη σου τή ζωή, τού άποκρίθηκαν oi Πατέρες
θαυμάζοντας τήν ταπεινοφροσύνη του.
Δεν
ξεύρω, Αδελφοί μου, νά έχω βάλει ακόμη άρχή.
Καθώς
έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά τό πρόσωπό του, λές Κι΄ έβλεπε σ' αύτό τόν ίδιο τόν
ήλιο. Οι γύρω έμειναν έκστατικοί άπό θαυμασμό μαζί καί φόβο.
Ό
Κύριός μου καί ό Θεός μου! Δόξα σοι!
Ήταν τά
τελευταία του λόγια. Μ' αυτά πέταξε ή ψυχή του στά ουράνια. Είχε ίδεΐ τόν Ιησού
πού λάτρευε άπό τά βάθη τής καρδιάς του; Κανείς δέν μπορούσε νά είπή. μά όλα τό
έβεβαίωναν. Τό παράδοξο φώς πού έβλεπαν στην μορφή του. ή υπερκόσμια γαλήνη πού
είχε χυθή στήν ταπεινή καλύβα, ή άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν τήν έπίσκεψι
τού Ουρανίου Βασιλέως στόν έκλεκτό φίλο Του.
ΚΑΤΕΒΗΚΕ
μιά μέρα στήν πόλι νά πουλήση τά πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος άπό
τήν όδοιπορία πήγε καί κάθησε στό σκαλοπάτι ένός μεγάλου σπιτιού πού βρέθηκε
στό δρόμο του.
Τή
στιγμή έκείνη ψυχορραγούσε ό πλούσιος νοικοκύρης τού σπιτιού. Ένώ ό Άββάς
ξεκουραζόταν, ανίδεος γιά ο.τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά νά έρχωνται
καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλλάρηδες, άγριοι στήν δψι. Στήν έξώθυρα κατέβηκαν
άπό τά κατάμαυρα έπίσης άλογά τους Κι΄ ώρμησαν στό σπίτι.
Ό
Γέροντας κατάλαβε καί τούς ακολούθησε ώς έπάνω στό δωμάτιο τού έτοιμοθανάτου.
Σάν τούς άντίκρυσε έκεϊνος. έβγαλε σπαρακτικές κραυγές:
Θεέ
μου, σώσε με.
Εκείνοι
τόν ειρωνεύτηκαν σκληρά:
Τώρα
στή δύσι τής ζωής σου θυμάσαι τάχα τό Θεό: Πολύ άργά τό σκέφτηκες. Γιατί δέν
τόν φώναζες άπό τήν αυγή; Τώρα μάς ανήκεις.
Καθώς
έλεγαν αύτά εκείνοι of άπάνθρωποι άπόσπασαν μέ βία τήν ψυχή του καί μέ
θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν
Ό Άββάς
έμεινε σάν πεθαμένος άπό τή θλίψι καί τήν τρομάρα του. “Οταν υστέρα άπό πολλή
ώρα συνήλθε, διηγήθηκε γιά ωφέλεια τών άλλων, τί του είχε φανερώσει ό Θεός.
· ·
ΕΝΑΣ
νέος πόθησε ν’ άφιερώση τή ζωή του στό Θεό, άκολουθώντας τόν έρημικό βίο. Ή
μητέρα του όμως δέν τόν άφηνε Κι΄ έκανε ό,τι μπορούσε νά τόν έμποδίση.
Αμαρτάνεις
στόν Θεό. τής έλεγε συχνά έκεϊνος, βάζοντας στό δρόμο του τόσα προσκόμματα.
Θέλω νά φύγω, νά σόσω τήν ψυχή μου.
Τέλος,
μέ τά πολλά κατάφερε νά τήν πείση. "Εφυγε ευθύς στήν έρημο, βρήκε μιά
καλύβα Κι΄ έμεινε έκεΐ ν' άσκητεύη μόνος "Υστερα άπό λίγο καιρό πέθανε Κι΄
ή μητέρα του πού δέν ήταν καθόλου καλή χριστιανή
Στήν
άρχή ό νέος έρημίτης πήγαινε καλά, άγωνιζόταν. Μέ τόν καιρό όμως άρχισε νά χάνη
τόν πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τή μοναξιά, παραμέλησε τά καθήκοντα του πού είχε
σάν μοναχός καί στό τέλος κατάντησε νά μή δίνη σημασία γιά τή σωτηρία του.
Κάποτε
άρρώστησε βαρεία καί λίγο έλειψε νά πεθάνη. ‘Ενας άδελφός, πού άπό άγάπη τόν
φρόντιζε, τόν είδε νά πέφτη έξαντλημένος σέ βαθειά λιποθυμία. Ό ίδιος, όπως
διηγείτο άργότερα. ένοιωσε νά χωρίζεται βίαια ή ψυχή άπό τό σώμα του καί νά
βυθίζεται στή σκοτεινή άβυσσο τής Κολάσεως. Έκεΐ. άνάμεσα στούς άλλους
κολασμένους, βρήκε τή μητέρα του, Τόν είδε Κι΄ έκείνη ή δυστυχισμένη καί
σάστισε.
Κι΄
έσύ. γυιέ μου. τού είπε θρηνώντας, σέ τούτο τόν καταραμένο τόπο τής απελπισίας
καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τά λόγια πού μοΰ έλεγες, πώς θέλεις νά σώσης
τήν ψυχή σου; “Εγινες καλόγηρος. μά δέν τήν έσωσες.
Τόσο
ντροπιάστηκε ό Μοναχός άπό τή δίκαιη έκείνη παρατήρησι, πού δέν έβρισκε λόγια
νά δικαιολογηθή. Ευχόταν τή στιγμή έκείνη ν' άνοιγε πιό βαθειά 6 Άδης νά τόν
κρύψη, παρά ν' άκούη τόν έλεγχο τής μάνας του. Στή δύσκολη θέσι πού βρισκόταν,
τού φάνηκε πώς άκουσε τήν προσταγή:
Πάρτε
τον πίσω. Τού χαρίζεται λίγη προθεσμία νά διορθωθή.
Ύστερα
άπ αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στόν Αδελφό του όσα είχε
ίδεΐ Κι΄ ακούσει. Σέ λίγες μέρες έγινε καλά άπό τήν άρρώστια του, αλλά καί
ψυχικά άναγεννήθηκε. Κλείστηκε στήν καλύβα του καί φρόντιζε μέ φόβο καί τρόμο
γιά τήν σωτηρία τής ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε μέ δάκρυα πικρά, βαθειά
μετανοημένος γιά τήν περασμένη του αμέλεια.
Μήν
κάνης έτσι. Αδελφέ, τού έλεγαν oi Γέροντες, θ' άρρωστήσης πάλι άπό τήν
υπερβολική σου θλΐψι.
Άν δέν
ϋπέφερα. Πατέρες μου, τούς έλεγε έκεΤνος, τό ντρόπιασμα τής μητέρας μου, πώς θά
ύπομείνω τάχα τήν καταισχύνη πού θά μοΰ κάνη ό Κριτής μπροστά στούς Αγγέλους,
στους Δικαίους καί σ' όλους τούς συνανθρώπους μου τή φοβερή στιγμή πού θά μέ
κρίνη;
Μέ τήν
μελέτη αυτή ό πρώην άμελής ‘Ερημίτης έφτασε σέ άγιότητα.
·
ΚΑΠΟΤΕ
ό Μέγας Πατήρ τού Κοινοβιακού συστήματος, ό Όσιος Παχώμιος. βρισκόταν σέ μιά
άπό τίς πολυάριθμες Μονές πού ό ίδιος είχε Ιδρύσει. Ξαφνικά πήρε εΐδοποίησι πώς
ένας Αδελφός άπό τό Μοναστήρι τών Χηνοβοσκιών, βαρειά άρρωστος τόν ζητούσε.
"Εφυγε βιαστικά μέ τήν προαίσθησι πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πήρε μαζί του
καί δυό τρεις άπό τούς γεροντότερους
Μοναχούς.
Δέν
είχε φθάσει καλά καλά στό μέσο τού
δρόμου ή μικρή συνοδία, όταν ό Όσιος στάθηκε έκστατικός. Ό αέρας είχε γεμίσει
άπό μελωδικούς ήχους ψαλμωδίας. Ό Ανθρωπος τού Θεού ύψωσε τό βλέμμα στόν Ουρανό
καί είδε τήν ψυχή τού 'Αδελφού νά άνεβαίνη, ένώ προπορεύονταν τάγματα άγγελικά
πού έψαλλαν τά υπερκόσμια έκεϊνα άσματα.
Οί
μοναχοί πού συνώδευαν τόν Όσιο, ούτε έβλεπαν, ούτε άκουγαν τίποτε άσυνήθιστο
καί άποροΰσαν γιατί είχε σταθή έτσι στή μέση τού δρόμου.
— “Ας μήν άργοπορούμε, Πάτερ, τού
υπενθύμισαν, γιά νά προλάβωμε τόν έτοιμοθάνατο.
Περιττό, τούς άποκρίθηκε έκεϊνος,
καί ή Ικανοποίησις ήταν διάχυτη στήν μορφή του. Ό Αδελφός μας πορεύεται τή
στιγμή αυτή τή μακαρία όδό.
ΕΝΩ
περπατούσε κάποτε, φιλοσοφώντας, πολύ βαθειά στήν έρημο, ό Μέγας Μακάριος,
βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Τό σάλεψε μέ τό ραβδί του καί σάν νά
ήταν ζωντανό τό ρώτησε:
— Ποιός είσαι:
— Ίερεύς τής Ισιδος. ( θεότης τής
Αίγυπτου.) άποκρίθηκε έκεΐνο. σάν νά τό
βίαζε μυστηριώδης δύναμις νά μιλήση. Έσύ είσαι ό Μακάριος, δέν είναι έτσι:
'Ακούσε λοιπόν: Κάθε φορά πού νοιώθης συμπάθεια γιά τούς κολασμένους καί
προσεύχεσαι γι' αυτούς, παίρνουν λίγη άνεσι.
Ό Όσιος
βρήκε τήν ευκαιρία νά ρωτήση γιά τις τιμωρίες τού "Αδου καί γιά τήν άνεσι
πού μπορεί νά δοθή στούς δυστυχισμένους φυλακισμένους του.
— Όσο απέχει ό ουρανός άπό τή γή. έξήγησε
τό κρανίο, τόση άπόστασι πιάνει ή βασανιστική φωτιά. ’Εμείς βρισκόμαστε στή
μέση καί είναι άδύνατο νά ΐδούμε ό ένας τόν άλλο στό πρόσωπο, γιατί έχομε στραμμένα
τά νώτα. Άλλ’ όταν κάποιος ευσεβής στή γή προσεύχεται γιά μάς. τότε γυρίζομε
καί. βλέποντας ό Ενας τόν άλλο. παίρνομε μικρή παρηγοριά.
Καταραμένη
ή ώρα, πού γεννήθηκε στόν κόσμο ό άθλιος άμαρτωλός. Καλύτερα νά μήν είχε
γεννηθή. όπως είπε ό Χριστός γιά τόν Ιούδα, αναστέναξε πάλι ό "Οσιος,
"Υστερα
ρώτησε πάλι τό κρανίο:
Υπάρχουν καί μεγαλύτερα
βασανιστήρια;
— "Ω. βέβαια. Κάτω από μάς.
— Ποιοι πάνε έκεϊ;
'Εμείς, πού δέ γνωρίσαμε ποτέ τόν
άληθινό θεό. είπε ό απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε κάποιο Ελεος. ’Εκείνοι όμως
πού Τόν γνώρισαν, άλλα μέ τά Εργα Τόν άρνοΰνται, βασανίζονται άνελέητα.
"Οταν
πήρε τις πληροφορίες, πού παραχώρησε ό Θεός. Εθαψε τό κρανίο ό Όσιος καί
συνέχισε τό δρόμο του. θρηνώντας τούς αμετανόητους αμαρτωλούς καί μάλιστα τούς
χριστιανούς.
ΕΝΩ
ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ κάποτε μέ τούς μαθητάς του ό Άββάς Σιλουανός, Επεσε σ' έκστασι
Κι΄ έμεινε πολλή ώρα γονατισμένος, όκουμπώντας τό κεφάλι του στή γή. Όταν
σηκώθηκε. τόν είδαν κλαμένο.
Γιατί θλίβεσαι. Άββά, τόν έρώτησαν οί Αδελφοί.
Ό Όσιος
τότε άναγκάστηκε νά τούς φανερώση, πώς ό νους του τήν ώρα τής προσευχής
ξεπέρασε τόν γήινο κόσμο κι Εφθασε στή μερική κρίσι καί είδε πολλούς Μοναχούς
νά καταδικάζωνται καί νά όδηγούνται στήν Κόλασι. Ενώ πολλοί κοσμικοί άνέβαιναν
στήν αιώνιο Βασιλεία. Ή καταδίκη εκείνων. πού άφησαν τόν κόσμο γιά ν'
άφιερώσουν τόν Εαυτό τους όλοκληρωτικά στή λατρεία τού Θεού, τόσο έθλιβε τόν
Όσιο, πού σ' όλη του τή ζωή πενθούσε γι' αυτούς καί τό δάκρυ δέ στέγνωσε στά
μάτια του. Δέν ήθελε νά βγαίνη Εξω άπό τό κελλί του καί όταν άναγκαζόταν νά τό
κάνη, σκέπαζε μέ τό κουκούλι τό πρόσωπο νά μή βλέπη τόν γύρω κόσμο.
ΔΥΟ
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ άδέλφια συμφώνησαν ν’ άσκητέψουν. Βγήκαν στήν Ερημο Κι΄ Εφτιαξαν δυό
χορτοκαλύβες σέ αρκετή άπότασι τή μιά άπό τήν άλλη. “Εβαλαν καί αυστηρούς
κανονισμούς στόν Εαυτό τους, νά μή βγαίνουν έξω άπό τις καλύβες τους καί νά μή
βλέπωνται μεταξύ τους γιά νά μή σκορπίζεται ό νοϋς τους στά εγκόσμια, άλλά νά
κάνη καθένας μόνος μέ σιωπή τό Εργόχειρό του. νά προσεύχεται άδιαλείπτως καί ν’
άγωνίζεται γιά τή Βασιλεία τών Ουρανών.
“Υστερα
άπό μερικά χρόνια, ό νεώτερος άρρώστησε βαρειά. “Οταν τό έμαθαν οί γύρω
Έρημϊται, πήγαν νά τόν επισκεφθοϋν. Τόν βρήκαν σέ έκστασι.
Τί
είδες. 'Αδελφέ; τόν έρώτησαν έκπληκτοι σάν συνήλθε.
Οί
θείοι "Αγγελοι, τούς φανέρωσε Εκείνος, πού είχε πάψει πιά νά ζή γιά τόν
γήινο κόσμο, πήραν τόν άδελφό μου Κι΄ Εμένα καί μάς άνέβαζαν στόν Ούρανό. ΟΙ
δυνάμεις τού σκότους ώρμησαν νά μάς Εμποδίσουν. Εμείς, όμως περιτριγυρισμένοι
άπό τούς προστάτας μας, περάσαμε ανενόχλητοι. Εκείνοι τότε, ντροπιασμένοι,
φώναζαν: «Μεγάλη δύναμη έχει ή άγνότητα...».
Καθώς
Εκμυστηρευόταν αύτά ό 'Αδελφός στούς Πατέρες, Εκοιμήθη. 'Εκείνοι έστειλαν νά
είδοποιήσουν τόν άδελφό του, άλλά τόν βρήκαν νεκρό!
··
ΤΗΝ
ΑΚΟΛΟΥΘΗ ιστορία τή διηγήθηκε στόν Πνευματικό της μιά άφιερωμένη στόν θεό
παρθένος Κι΄ Εκείνος τήν Εγραψε, όπως άκριβώς τήν άκουσε άπό τό στόμα της, γιά
νά τή μάθουν Κι΄ άλλοι, νά ωφεληθούν ψυχικά:
Οί
γονείς, πού μ' έφεραν στόν κόσμο, ήσαν Εντελώς άσύμφωνοι στόν χαρακτήρα καί μέ
άντίθετες κατευθύνσεις στή ζωή.
Ό
πατέρας μου ήταν πολύ άγαθός άνθρωπος, πράος, ταπεινός, Επιεικής, άφάνταστα
Ελεήμων, σώφρων Κι΄ Εγκρατής. Πολύ ευαίσθητος στήν ύγεία του. Άφ’ ότου είμαι σέ
θέσι να θυμάμαι, τόν έβλεπα τόν περισσότερο καιρό άρρωστο στό κρεβάτι, ώχρό καί
άδύνατο. Ύπόφερε. όμως, με θαυμαστή υπομονή. Ποτέ δέν τόν άκουσε κανείς νά
παραπονιέται γιά τή βασανιστική άρρώστιά του.
Στά
μικρά διαστήματα, πού άνάρρωνε, έπιστατοϋσε στά κτήματά του. Τό μεγαλύτερο
μέρος άπό τά κέρδη του τά μοίραζε στους φτωχούς. Μέ τό υπόλοιπο συντηρούσε τή
μικρή του οικογένεια, δηλαδή τόν έαυτό του, τή μητέρα μου Κι΄ έμένα. Κοντά στίς
άλλες του άρετές, ό καλός μου πατέρας είχε άποκτήσει καί τή σιωπή. Σπάνια
μιλούσε πολλοί τόν νόμιζαν άλαλο Κι΄ αύτό γιατί προσευχόταν διαρκώς στόν Θεό
μέ τό νού καί τήν καρδιά του.
Ή
μητέρα, άντιθέτως. ήταν τύπος γυναίκας τού κόσμου. Αγαπούσε μέ πάθος τήν
καλοπέρασι, τίς διασκεδάσεις, τά πολλά στολίδια καί φορέματα. Έκανε τόσο
πολυδάπανη ζωή. πού είχαμε πάντα οικονομικές στενοχώριες. Θύμωνε καί
φιλονικούσε διαρκώς μέσα κι έξο) άπό τό σπίτι. Τόσο δέ φλύαρη καί πολυπράγμων
ήταν ή καϋμένη, πού ήξερε καλά όλα τά νέα τής μικρής μας πόλεως Κι΄ άκόμη δ.τι
γινότανε έξω άπ’ αύτήν. Φίλαυτη καθώς ήταν, φρόντιζε πρώτα γιά τόν έαυτό της κι
ύστερα γιά τήν οίκογένειά της. Γιά τόν άνδρα της δέν έδειχνε καμμιά στοργή καί
μέ τή φανερή της άντιπάθεια μεγάλωνε τά βάσανά του. Παρ’ όλα της τά έλαττώματα
καί τήν άκρατη ζωή πού έκανε, είχε ύγεία καί γεροδεμένο σώμα. Ποτέ δέ θυμάμαι
ν' άρρώστησε.
Ενώ
ήμουν άκόμη μικρό κοριτσάκι, ό πατέρας πέθανε ύστερα άπό βασανιστική άρρώστιά.
Συνέβη Κι΄ αύτό άκόμη στό θάνατό του. πού μού έκανε τρομακτική έντύπωσι: Έγινε
τέτοια πρωτοφανής κακοκαιρία, άέρας, βροχή, κεραυνοί, πού ήταν άδύνατο νά
βγούμε νά τόν θάψωμε! Κρατήσαμε έτσι τό λείψανο τρεϊς μέρες άταφο στό σπίτι.
Τέλος, δυό άνδρες άπό τούς συγγενείς μας άναγκάστηκαν, μέ πολλή δυσκολία, νά τό
μεταφέρουν στό κοιμητήρι καί νά τό θάψουν πρόχειρα, γιατί δέν άντέχαμε Αλλο να
βλέπωμε τόν νεκρό στό σπίτι. Περιφρονημένος καί στόν θάνατό του. ό καλός μου
πατέρας. άφού ούτε κηδεία τοΰ έγινε. Μερικοί κακοί γείτονες, μάλιστα, βλέποντας
τίς τόσες κακομοιριές, τόν κακολογούσαν:
Ποιός
ξέρει τί άμαρτίες έχει κάνει, έλεγαν. άφού δέν αφήνει ό θεός ούτε νά ταφή.
Ή
μητέρα μου, ύστερα άπό τό θάνατο τού πατέρα, άνεμπόδιστα πιά. πήρε τόν ήθικό
κατήφορο καί μετάβαλε τό σπίτι μας σέ τόπο ακολασίας. ’Αλλά δέν έζησε πολύ.
Πέθανε ξαφνικά. ένώ είχε σπαταλήσει στό μεταξύ δ,τι είχε άπομείνει άπό τήν
περιουσία τοΰ πατέρα μου. Οί φίλοι της, όμως, τής έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία.
ΚΙ΄ ήταν ένας καιρός θαυμάσιος. Αύτό τό πρόσεξα ιδιαιτέρως.
'Εγώ,
πού είχα περάσει πιά τήν παιδική μου ηλικία Κι΄ είχαν άρχίσει νά μέ κυριεύουν
οί νεανικές ανησυχίες, βρέθηκα ολομόναχη στόν κόσμο καί σέ μεγάλη άμηχανία το
δρόμο ν' ακολουθήσω. Οί σκέψεις μ' έβασάνιζαν.
Πρέπει,
χωρίς άλλο, νά φτιάξω μόνη μου τή ζωή μου. άφοΰ δέν έχω πιά προστάτες, έλεγα
στόν έαυχό μου. Αλλά ποιόν δρόμο νά διαλέξω: "Εχω μπροστά μου δυό
διαφορετικά παραδείγματα: τής μητέρας καί τού πατέρα. Εκείνος, καλός, μά
δυστυχής. Κατατρεγμένος στή ζωή καί στό θάνατο
αδύνατο νά φύγη άπό τό νού μου τό άταφο σώμα του. "Αν άρεσε στό
Θεό. γιατί τόν βασάνισε τόσο: Ή μητέρα δέν είχε κάνει ηθική ζωή τό είχα καλά άντιληφθή. Είχε όμως όσα αγαθά
μπορεί κανείς νά έπιθυμήση. υγεία, καλοπέρασι. πολλές γνωριμίες Κι΄ έφυγε
ευχαριστημένη άπό τόν κόσμο, μπορεί νά πή κανείς.
Όσο πιό
πολύ συλλογιζόμουν τό πράγμα Κι΄ έκανα μέ τό μικρό μυαλό μου σύγκρισι. τόσο
περισσότερο έκλινα ή ταλαίπωρη ν' ακολουθήσω τή ζωή τής μητέρας. Ό φιλάνθρωπος
Θεός όμως μέ σπλαγχνίστηκε καί μ' ώδήγησε στόν ίσιο δρόμο, μ' αύτό τόν παράδοξο
τρόπο:
Μιά
νύχτα, πού έπεσα νά κοιμηθώ, κάνοντας πάλι τις ίδιες σκέψεις, είδα ένα
άποκαλυπτικό όνειρο. "Ενοιωσα, ξαφνικά, ν' άνοίγη ή πόρτα τού δωματίου μου
καί νά μπαίνη μέσα ένας νέος μέ φωτεινό πρόσωπο Κι΄ άφάνταστα μεγαλοπρεπής.
Ήλθε κοντά μου. Μού έρριξε βλέμμα διαπεραστικό, σάν νά ήθελε νά έρευνήση τά πιό
απόκρυφα τής καρδιάς μου.
Τί
σκέπτεσαι; μέ ρώτησε μέ φωνή άσυνήθιστα αυστηρή, άλλά μελωδική.
Ξαφνιάστηκα,
τρόμαξα καί κόπηκε ή μιλιά μου. ’Εκείνος έπέμενε:
Φανέρωσε
ευθύς τις σκέψεις σου.
"Οσο
πιό αυστηρός γινόταν ό άγνωστος έξεταστής. τόσο έγώ παρέλυα άπό φόβο. Αφού δέν
έπαιρνε άπάντησι. φανέρωσε μονάχος τίς σκέψεις πού τόσο μέ βασάνιζαν. Μού έλεγε
μέ άκρίβεια τό κάθε τί πού είχε περάσει άπό τό νοϋ μου καί πού έγώ γνώριζα,
ώστε δέν μπορούσα ν' άρνηθώ. ούτε νά δικαιολογήσω τόν έαυτό μου. "Επεσα
τότε σάν κατάδικη στά πόδια του καί τόν παρακαλοΰσα μέ λυγμούς νά μέ συγχωρήση.
“Εδειξε πώς μέ λυπήθηκε, γιατί άλλαξε άμέσως ύφος.
Άκολούθησέ
με. πρόσταξε.
Μέ πήρε
άπό τό χέρι και, σάν αστραπή, μ" έφερε σέ μιά άπέραντη πεδιάδα γεμάτη φώς
καί όμορφιά. Δέ 0ά έπιχειρήσω νά τήν περιγράψω. γιατί δέν περιγράφονται τ’
άπερίγραπτα. Ευτυχισμένα όντα απολάμβαναν μέ γαλήνη τά ΰπερκόσμιυ έκεΐνα κάλλη.
Ανάμεσά τους άναγνώρισα τόν πατέρα μου. Μέ είδε Κι΄ έκεϊνος. Ήλθε κοντά μου. Μέ
πήρε στήν άγκαλιά του. Πόση άσφάλεια καί εύτυχία ένοιωσα έκεϊ μέσα! Δέν ήθελα
ποτέ πιά νά τόν αποχωριστώ. Σφίχτηκα έπάνω του καί τόν παρακαλοϋσα νά μή
μ" άφήση νά φύγω.
Κράτησέ
με γιά πάντα κοντά σου. καλέ μου πατέρα.
Τώρα δέ
γίνεται αύτό πού ζητάς.
Ή φωνή
του έγινε σοβαρώτερη.
"Αν
άκολουθήσης τά ίχνη μου, θά έτοιμάσης έδώ διαμονή. 'Από τή θέλησί σου
έξαρτάται.
Μέ
κύτταξε μέ τρυφερότητα Κι΄ έφίλησε τά μάτια μου γιά νά σκουπίση τά δάκρυά μου.
Ό συνοδός μου έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσω πάλι. ’Εγώ όμως δέν έννοοΰσα νά
φύγω άπό τήν αγκαλιά τού πατέρα μου. Τότε έκεϊνος ήλθε και μέ τράβηξε άπό τό
χέρι
Είναι
άνάγκη, είπε, νά ϊδής καί τή μητέρα σου.
Τόν
ακολούθησα, λυπημένη πού μέ χώρησε άπό τήν εύτυχία μου. Τώρα καταβαίναμε.
Κατεβαίναμε όλο καί πιό βαθειά σ' ένα τόπο ακάθαρτο, σκοτεινό, πληκτικό. Κόπηκε
ή αναπνοή μου άπό τή βρωμιά καί τό φόβο. Τερατοίδεις μορφές περιφέρονταν
παντού. Δυστυχισμένες ψυχές βασανίζονταν, χωρίς οίκτο. άπό φλόγα άσβεστη.
Ανάμεσά τους είδα τή μητέρα μου. βυθισμένη ώς τό λαιμό σ' έκεϊνο πού μοΰ φάνηκε
σάν βρωμερή λάβα. Οι κραυγές της έγβαιναν σπαραχτικές, οί στεναγμοί της
άδιάκοποι, τό τρομερό τρίξιμο τών δοντιών ξέσκιζε τήν καρδιά σου. Θά μ’
άναγνώρισε, γιατί ξέσπασε σέ άσυγκράτητο θρήνο.
'Αλλοίμονο,
σέ μένα τήν άθλια. Νά τί κέρδισα γιά τόσο λίγη ήδονή. 'Απελπισία καί βάσανα
χωρίς τέλος.
Λόγια
άπεγνωσμένα. Κόντευα νά μείνω νεκρή άπό τή θλϊψι μου. Ή δυστυχισμένη μητέρα μου
γύρισε καί μέ είδε.
Λυπήσου,
παιδί μου, έκείνη πού σέ γέννησε καί σέ μεγάλωσε, άρχισε νά φωνάζη άπελπισμένα.
Απλωσε τό χέρι σου νά μέ βγάλης άπ αυτή τήν οδύνη.
Τί νά
έκανα; Σπάραζε ή ψυχή μου άπό τή λύπη. Άπλωσα τό χέρι, νομίζοντας πώς μπορούσα
νά βοηθήσω έκείνη πού μέ είχε φέρει στόν κόσμο. Μά ένοιωσα τέτοιο πόνο
άγγίζοντας τή λάβα, πού ξέσπασα σέ δυνατές κραυγές. 'Αναστάτωσα τή γειτονιά. Σέ
λίγο τό σπίτι γέμισε κόσμο. Μέ βρήκαν σέ κακά χάλια Πολλοί νόμιζαν πώς είχα
χάσει τά λογικά μου. Ήταν άδύνατον νά έξηγήσω τί μοΰ συνέβαινε. ‘Εδειχνα τή
φοβερή πληγή πού μού άφησε στό χέρι έκεϊνο τό κάψιμο, γιά νά τους δώσω νά
καταλάβουν πώς έξ αιτίας της βασανιζόμουν. Έμεινα πολύ καιρό στό κρεβάτι,
βαρειά άρρωστη. Όταν, μέ τή Χάρι τού Θεού, έγινα καλά, άκολούθησα χωρίς
δισταγμό τό δρόμο τού πατέρα μου Κι΄ έλπίζω στό έλεος τού Κυρίου μου πώς θά μέ
σώση καί θά μέ άξιώση νά συμμεριστώ τήν ευτυχία του.
ΟΤΑΝ
αίσθάνθηκε πώς έφθανε τό τέλος του. παρήγγειλε ό Όσιος Αρσένιος στό μαθητή του
νά μή φροντίσουν νά τόν θάψουν. 'Εκείνοι τόν άκουσαν ταραγμένοι.
Δέν
ήλθε ακόμη ή στιγμή, τούς καθησύχασε. Όταν φθάση. θά σάς τό φανερώσω. Πλήν όμως
θά ζητήσω ευθύνες άπό σάς μπροστά στό βήμα τού Κριτοΰ. άν τολμήσετε καί δώσετε
σέ άνθρωπο τό λείψανό μου.
Τί νά
τό κάνωμε. Άββά; έρώτησαν εκείνοι.
Δέστε
το μ' ένα σχοινί καί σύρετέ του ώς τήν κορυφή τού βουνού. Άπό κεΐ ρίξετέ του
στήν χαράδρα νά τό φάγουν τά όρνια.
Τά
έλεγε αύτά ό Άγιος, γιατί φοβόταν καί τή μετά θάνατο δόξα. Όταν έφθασε ή
τελευταία του στιγμή, οί μαθηταί του, πού τόν είχαν περιτριγυρισμένο, τόν είδαν
νά κλαϊη.
Κι΄ έσύ
φοβάσαι τόν θάνατο, Άββά: τόν ρώτησε κάποιος.
Πιστέψατέ
με. τέκνα, πώς αυτός ό φόβος δέν έλειψε ποτέ άπό τήν ψυχή μου. άφ' ότου έγινα
Μοναχός, είπε ό μεγάλος στήν αρετή καί στήν άσκηση Ερημίτης καί παρέδωσε τό
πνεύμα
ΕΝΑΣ
Γέροντας Ασκητής πού δέν κατέβαινε ποτέ στόν κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό
χριστιανό. Αυτός πουλούσε τά πανέρια τού Γέροντος καί τού έφερνε τό ψωμί του.
Στήν
πόλι πού κατοικούσε ό διακονητής έμενε καί κάποιος πολύ πλούσιος, πού ήταν όμως
κακότροπος καί άσεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μιά μέρα πέΟανε ό πλούσιος. ΟΙ
συγγενείς του γιά έπίδειξι τοΰ έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη ή πόλις καί
πρώτος ό Επίσκοπος μ' όλόκληρο τόν κλήρο, συνώδευσαν τό νεκρό στό κοιμητήριο.
Τόν έθαψαν σέ καλλιμάρμαρο μνημείο, γιά τό όποιο σπαταλήθηκε άσυλλόγιστα πολύ
χρήμα
Ύστερα
άπό τήν κηδεία τοΰ πλουσίου, ξεκίνησε ό καλός χριστιανός νά πάη στόν Ασκητή
στήν έρημο. Λίγο πιό έξω άπό τή σπηλιά του όμως τόν βρήκε νεκρό, φαγωμένον άπό
κάποιο άγριο θηρίο.
Ό
χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου. συλλογίστηκε, τί μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν
σ’ αυτόν τό κόσμον; Ό ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά, καί κηδεύτηκε
μέ τιμές καί δόξες, ένώ ό άγιος τούτος άνθρωπος πού Σού ήταν τόσο άφωσιωμένος.
βρήκε τόν πιό τραγικό θάνατο πού μπορεί νά φαντασθή κανείς. Γιατί νά γίνωνται
αύτά. Θεέ μου;
Ένώ
συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή νά τοΰ λέγη;
Ή δικαιοσύνη τού Θεού είναι άκατανόητη άπό τόν
περιωρισμένο ανθρώπινο νού. Εκείνος ό ασεβής είχε καί κάποια καλά έργα πράξει
στό διάστημα τής ζωής του. Έλαβε τήν αμοιβή τους στόν έπίγειο κόσμο. Στόν άλλο,
μόνο τιμωρία τόν περιμένει. Ό Ασκητής, σάν άνθρωπος, είχε μικρές άτέλειες. Τις
πλήρωσε έδώ. γιά νά παρουσιαστή τέλειος εμπρός στό Δημιουργό του.
ΔΥΟ
ΣΥΝΛΣΚΗΤΑΙ ζοΰσαν στήν ίδια έρημο, σέ μικρή άπόστασι ό ένας άπό τόν άλλο. Κι΄
οί δύο αγωνίζονταν γιά τή σωτηρία τους. Ό ένας όμως μελετούσε διαρκώς τό θάνατο
Κι΄ αύτό τοΰ έφερνε κατάνυξι στήν καρδιά καί τό δάκρυ δέν έλειπε ποτέ άπό τά
μάτια του. Ό άλλος είχε ένα μικρό κήπο καί τόν φρόντιζε μέ μεγάλη επιμέλεια.
Μιά
μέρα ό κηπουρός έπρεπε νά κατεβή στήν πόλι Πήγε στό συνασκητή του καί τόν
παρακάλεσε νά προσέχη τόν κήπο του. ώσπου νά γυρίση. Εκείνος ύποσχέΟηκε Κι΄ ό
κηπουρός έφυγε ήσυχος. Τότε ό Αδελφός είπε στόν έαυτό του:
Όσο
έχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τόν κήπο.
Λέγοντας
αυτά παραδόΟηκε σέ κατανυκτική προσευχή Κι΄ έχυσε πολλά δάκρυα γιά τήν ψυχή του
τή νύκτα εκείνη Κι΄ όλόκληρη τήν άλλη μέρα, χωρίς διακοπή.
Τό άλλο
βράδυ γύρισε άπό τήν πόλι ό κηπουρός καί βρήκε τόν κήπο του κατεστραμμένο άπό
σκαντζόχοιρους. Στενοχωρημένος πήγε νά βρή τό γείτονά του:
Ό Θεός
νά σέ συγχωρέση. γιά τήν άμέλειά σου. του είπε πειραγμένος. "Ετσι
φρόντισες τόν κήπο μου;
Ό
Κύριος γνωρίζει. Αδελφέ μου. τού άποκρίΟηκε ήρεμα έκείνος. πώς έκανα, ό,τι
μπορούσα νά τόν περιποιηθώ Κι΄ έλπίζω μέ τή χάρι Του ότι θά μάς δώση καρπούς.
“Ελεγε
αυτά Κι΄ ό νούς του ήταν σιήν πνευματική καλλιέργεια. Ό άλλος, όμως, πού δέν
καταλάβαινε, τού είπε θυμωμένα:
Τώρα,
πού καταστράφηκε όλος, περιμένεις καρπούς:
Όταν
ήταν ανομβρία, ό κηπουρός, πού δέν έπαυε ν' άνησυχή γιά τόν κήπο του. έλεγε
στόν συνασκητή του:
‘Αν δέ
μάς λυπηθή ό Θεός νά βρέξη. είμαστε χαμένοι.
Κι΄
έκείνος. πού μόνο τά δάκρυα είχε στό νοΰ του, μέ τά όποία ποτίζεται ή καρδιά
γιά νά καρποφορήση αρετές, τού απαντούσε:
'Αλλοίμονο,
'Αδελφέ μου. άν ξεραθούν οί πηγές, δέ θά βρούμε σωτηρία.
Ό
Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τόν έπίγειο άγγελο. Όταν κατάλαβε πώς έφτασε
πιά τό τέλος του. φώναζε τό συνασκητή του καί τόν ώρισε νά τού κάνη τή χάρι πού
θά τού ζητούσε.
Όταν θά
έχω πιά ξεψυχίσει, τού είπε, θέλω νά σύρης τό σώμα μου μακριά καί νά τ' άφήσης
νά φαγωΟή άπό τά όρνια, γιατί έχει άμαρτήσει καί δέν είναι άξιο νά ταφή.
Έκείνος
ταράχτηκε.
'Αδύνατο
νά κάνω τέτοιο πράγμα. 'Αδελφέ. Δέν τό στέργει ή ψυχή μου.
"Αν
μοϋ ύπακούσης, άποκρίθηκε ό έτοιμοθάνατος, καί μοΰ κάνης αυτή τή χάρι, σού
ύπόσχομαι νά σέ βοηθήσω άπό κεί πού πηγαίνω.
Μέ πολύ
πόνο στήν ψυχή ό Αδελφός ξεπλήρωσε τήν ύπόσχεσί του. “Εσυρε γυμνό τό σώμα τού
νεκρού καί τό έρριξε σέ μιά βαθειά χαράδρα. Τήν τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στόν
ύπνο του ό νεκρός καί τού είπε:
Ό Θεός
νά σ’ έλεήση. Αδελφέ, όπως έσύ έλέησες έμένα Μεγάλη χάρι βρήκε ή ψυχή μου.
γιατί καταφρονέΟηκε τό σώμα μου. Παρακάλεσα πολύ γιά σένα πού τόσο με ευεργέτησες. “Αφησε πιά τή φροντίδα τού κήπου
καί μερίμνησε γιά τήν ψυχή σου. Τό τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε καί κλάψε. Τά
κατανυκτικά δάκρυα έχουν τή δύναμι νά σβύσουν τή φλόγα τής κολάσεως.
Εισαγωγή
και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων
στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές
απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου