ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ταπεινοφροσύνη

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Ταπεινοφροσύνη



Σταλαγματιές απο τήν Πατερική Σοφία
Τό Γεροντικόν
Κεφάλαιον Ζ΄
Ταπεινοφροσύνη


ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τόν Άββά Λογγΐνο ποια άρετή θεωρεί σπουδαιότερη άπ’ όλες. Ό σοφός Γέροντας άποκρίθηκε:
—        Καθώς ή υπερηφάνεια είναι τό πιό μεγάλο άπό όλα τά κακά, άφού κατώρθωσε νά ρίξη τούς ’Αγγέλους άπό τόν Ουρανό στην άβυσσο, έτσι καί ή ταπεινοφροσύνη είναι ή πιό μεγάλη άπ' όλες τις άρεχές. Αύτή έχει τή δύναμι Κι΄ άπό τήν άβυσσο άκόμη ν' άνεβάση στόν Ούρανό τόν άμαρτωλό. Γιά τό λόγο αυτό ό Κύριος μακαρίζει πριν άπ' όλους τούς πτωχούς τφ πνεύματι.
·
ΠΡΟΤΙΜΩ πτώσι μέ ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη μέ ύπερηφάνεια, λέγει άλλος Πατήρ.
···
ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ Σαρματίας:
Προτιμώ άνθρωπο άμαρτωλό. πού άναγνωρίζει τό σφάλμα του καί ταπεινώνεται, παρά ένάρετο μέ αυταρέσκεια.
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ χωρίς μεγάλο κόπο έσωσε πολλούς, λέγει άλλος Γέροντας. Τό πιστοποιούν ό Τελώνης καί ό Άσωτος, πού μέ δυό λόγια ταπεινά, πού είπαν, τούς δέχτηκε ό θεός.
Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ μιλάει Κι΄ άκούγεται. Ή αίμορροούσα σωπαίνει καί μακαρίζεται. Ό τελώνης δέν τολμά ν' άνοιξη τό στόμα του καί δικαιώνεται. Ό φαρισαϊος φωνάζει καί κατακρινεται. έλεγε ό Άββάς Έπιφάνιος.
ΠΡΙΝ άπό κάθε τι άλλο, έχομε άνάγκη άπό ταπεινοφροσύνη. γράφει ό Άββάς Ήσαϊας ό Άναχωρητής. "Ας εϊμεθα έτοιμοι νά λέμε άμέσως στόν άδελφό μας σέ κάθε περίστασι «συγχώρησέ με». Ή ταπεινοφροσύνη έξαφανίζει όλες τίς παγίδες του διαβόλου.
···
ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Πατήρ: Ό ταπεινόφρων ταπεινώνει τούς δαίμονας. Ό υπερήφανος περιπαίζεται άπ' αυτούς.
Ο ΑΒΒΑΣ ΥΠΕΡΕΧΙΟΣ όνομάζει τήν ταπεινοφροσύνη δένδρο ζωής, πού ανεβαίνει σέ ύψος.
ΣΤΕΦΑΝΟ τού Μοναχού λέγουν τήν ταπεινοφροσύνη όλοι οί Πατέρες.
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε όποκτά ό άνθρωπος ταπείνωσι.
 Όταν θυμάμαι τίς άμαρτίες του συνεχώς, άποκρίθηκε. »
ΟΠΩΣ τό χώμα πού πατάμε δέν έχει φόβο νά πέση. έλεγε κάποιος Γέροντας, τό ίδιο Κι΄ ό ταπεινός άνθρωπος.
ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι έχει έκεΐνος πού βάζει πρώτος μετάνοια, ένώ τού φταίει ό άλλος, λέγει άλλος Πατήρ.
···
ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον άπό τούς Πατέρας, ποια νομίζει πώς είναι ή άληΟινή πρόοδος τού άνθρώπου.
 Ή ταπεινοφροσύνη. άποκρίΟηκε χωρίς δισταγμό. Όσο πιό πολύ κατεβαίνει ή ψυχή σε βάθος ταπεινοφροσύνης, τόσο άναβαίνει σ’ δλες τις άλλες άρετές.
ΟΤΑΝ παύουν τά πάθη νά μας πολεμούν, λέγουν οί Πατέρες, τότε πρέπει νά ταπεινοφρονούμε. γιά νά μάς σκεπάζη ό θεός πού ξέρει την όδυναμία μας. "Αν καυχηθούμε πώς είμεθα νηφάλιοι, άφαιρεϊ παρευΟύς τή χάρι Του καί τότε κυριευόμεθα πάλι άπό τά πάθη.

ΚΑΠΟΙΟΣ Ερημίτης, πού συνήθιζε νά φορή μόνο ένα τρίχινο μανδύα, πήγε μιά φορά νά έξομολογηθή στόν Άββά Άμμωνά.
Αύτό μόνο δέ σέ ώφελεϊ σέ τίποτε, 'Αδελφέ, τού είπε ό Γέροντας, δείχνοντας του τόν τρίχινο μανδύα.
Μέ βασανίζουν τρεις λογισμοί, Άββά, είπε ό Ερημίτης. Ό ένας μοϋ λέγει νά κατοικήσω πολύ βαθειά στήν έρημο, ό άλλος νά πάω ξένος Κι΄ άγνωστος σέ μακρινό τόπο Κι΄ ό τρίτος νά κλειστώ στήν καλύβα μου. χωρίς νά βλέπω άνθρωπο καί νά τρώγω κάθε δυό μέρες. Τί νά διαλέξω άπ’ όλα αυτά;
Κανένα δέ σέ ώφελεϊ, τού άποκρίθηκε ο Γέροντας. "Εάν θές ν' άκούσης τή συμβουλή μου. μεϊνε στό κελλί σου. τρώγε λίγο κάθε μέρα καί κράτα διαρκώς στό νού καί τήν καρδιά σου τά λόγια τού τελώνη: «ο Θεός, ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ». Μόνο μέ τήν ταπείνωσι θά βρής σωτηρία.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ Μοναχός πήγε στόν Άββά Θεόδωρο της Φέρμης νά τού πή τήν στενοχώρια του.
Στόν κόσμο νήστευα πιό πολύ, Αββά. Εκανα συχνές αγρυπνίες, είχα στήν προσευχή μου κατάνυξι καί δάκρυα Κι΄ έκρυβα στήν καρδιά μου πολλή φλόγα γιά κάθε θεάρεστο έργο. ’Εδώ στήν έρημο τά έχασα όλα αύτά καί φοβάμαι πώς δέ θά σωθή ή ψυχή μου.
Εκείνα πού έκανες στόν κόσμο, παιδί μου, τού είπε ό σοφός Γέροντας, δέν ήταν παρά έργο κενοδοξίας, γιά τόν άνθρώπινο έπαινο. Ό θεός δέν τά δεχότανε. Έκεΐ ό διάβολος δέν σέ πολεμούσε, ούτε τήν προθυμία σου έμπόδιζε, άφοϋ δέν είχες καμμιά ώφέλεια άπ’ αυτή. Τώρα όμως , πού κατατάχτηκες πιά οριστικά στού Χριστού μας τόν στρατό, ώπλίστηκε Κι΄ έκεϊνος Εναντίον σου. Μάθε όμως  πώς άρέσει πιό πολύ στόν Κύριό μας ένας μόνο ψαλμός. πού λές έδώ στήν έρημο μέ ταπείνωση, άπό χίλιους πού έλεγες έκεϊ μέ κενοδοξία καί δέχεται μέ περισσότερη εύχαρίστησι τή νηστεία μιάς ημέρας πού κάνεις έδώ κρυφά, παρά όσες έκανες φανερά όλόκληρες Εβδομάδες.
Τώρα δέν κάνω τίποτε, Επέμενε ό νέος. ’Εκεί ήμουν καλλίτερος.
Καί πού νομίζεις άκόμη πώς στόν κόσμο ήσουν πιό καλός, τού είπε αύστηρά ό Άββάς Θεόδωρος, είναι υπερηφάνεια. Τήν Ιδια γνώμη γιά τόν Εαυτό του είχε Κι΄ ό Φαρισαίος τής παραβολής καί κατακρίθηκε. Λέγε, παιδί μου, πώς ποτέ δέν κατώρθωσες κανένα καλό, γιά νά σωθής. Έτσι δικαιώθηκε Κι΄ ό τελώνης. Πιό άρεστός είναι στό θεό ό άμαρτωλός, μέ τή συντριμμένη καρδιά καί τίς ταπεινές σκέψεις, άπό τόν ύψηλόφρονα Ενάρετο.
Ή γεμάτη πείρα διδασκαλία τού Γέροντα συνέτισε τό νέο Μοναχό.
Χάρι σέ σένα. Αββά. τού είπε μ’ εύγνωμοσύνη, καθώς τόν αποχαιρετούσε γιά νά φύγη. σώθηκε ή ψυχή μου σήμερα.
···
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας έπαρχίας  έπεσε μιά φορά σέ μεγάλη άμαρτία. Τήν άλλη μέρα ήταν γιορτή Κι΄ έπρόκειτο νά λειτουργήση σέ μιάν έκκλησία, πού πανηγύριζε καί πού πήγαινε συνήθως όλόκληρη ή πόλις.
Μόλις μπήκε στήν έκκλησία ό Επίσκοπος, άνέβηκε στόν άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στό πλήθος τήν άμαρτία του, έβγαλε τό ωμοφόριό του, τό έδωσε στό Διάκονό του, καί είπε μέ πολλή συντριβή δυνατά γιά ν’ άκουστή άπ' όλους:
"Υστερα άπό τέτοια άμαρτία, δέν μπορώ νά είμαι πιά Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άξιο.
"Εκανε νά φύγη, ό κόσμος όμως, πού τόν άγαπούσε. τόν έμπόδισε.
Μείνε στή θέσι σου Κι΄ άς είναι έπάνω μας ή άμαρτία σου, φώναξαν όλοι μέ μιά φωνή.
Συγκινημένος ό ’Επίσκοπος άπό τήν άγάπη τού λαού, άνέβηκε πάλι στόν άμβωνα και φώναξε:
Άν θέλετε νά μείνω στή θέσι, πού άνάξια κατέχω, θά κάνετε δ.τι σάς εΙπώ.
Πρόσταξε νά κλειστούν αμέσως οΐ πόρτες τής έκκλησίας καί νά μείνη μόνο μιά μικρή έξοδος. "Επεσε κατάχαμα μπροστά σ' αυτή καί είπε δυνατά στό έκκλησίασμα γιά νά τόν άκούσουν όλοι:
Δέν θά έχη μέρος μέ τόν Θεό όποιος δέν μέ πατήση, προτού βγή άπό έδώ.
ΟΙ χριστιανοί, γιά νά μή χάσουν τόν Επίσκοπό τους, ύπήκουσαν. Έναςένας, πού έβγαινε, πατούσε άπό πάνω του. Όταν πέρασε καί ό τελευταίος, άκούστηκε φωνή άπό τόν ουρανό νά λέγη:
Γιά τή μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε ή άμαρτία του.
···
ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ό Μέγας 'Αντώνιος, άπλωμένες στή γή όλες τίς παγίδες τού διαβόλου καί τρόμαξα.
Ποιός τάχα μπορεί νά τις ξεφύγη; Ελεγα στενάζοντας. 'Ακόυσα τότε μυστηριώδη φωνή νά μοΰ άποκρίνεται:
Ό ταπεινόφρων.
·
ΝΕΟΣ Μοναχός άκόμη ό Άββάς Ποιμήν, ζήτησε νά μάθη άπό τόν Μέγα Αντώνιο τί Επρεπε νά κάνη γιά νά βρή τή σωτηρία του:
Νά παραδέχεσαι τά σφάλματά σου μέ συντριμμένη καρδιά. τού άποκρίΟηκε ό Πατήρ τών Πατέρων, καί νά ταπεινώνεσαι μπροστά στόν Θεό. Νά ύπομένης Επίσης καρτερικά τούς πειρασμούς, πού σού συμβαίνουν, καί νά είσαι βέβαιος πώς θά σωθής.
ΒΡΗΚΑΝ κάποτε τόν "Οσιο ’Αρσένιο μεγάλοι πειρασμοί. Μιά μέρα τόν άκουσαν οΐ Αδελφοί νά προσεύχεται μ' αύτά τά λόγια:
Θεέ μου, τολμώ ό άνάξιος νά Σέ παρακαλέσω νά μή μ' άφήσης μόνο σέ τόση θλΐψι. 'Αναγνωρίζω πώς δέν Εχω κάνει στή ζωή μου τίποτε πού νά Σέ Εχει ευχαριστήσει, άλλά ή άπειρη εύσπλαγχνία Σου μπορεί νά μέ βοηθήση νά βάλω άρχή.
··
ΕΝΑΣ φιλόπονος νέος περπατούσε νηστικός στήν Ερημο άρκετές ημέρες γιά νά συναντήση .τόν Άββά Άμμώη νά τόν συμβουλευΟή. Ό Γέροντας τόν κράτησε κοντά του μία όλόκληρη βδομάδα, άλλά δέν τού είπε τίποτε στό διάστημα αυτό. Όταν πιά ό νέος έτοιμά,στηκε νά φύγη, τόν συνώδεψε ώς τήν πόρτα ό αγαθός Άββάς καί τότε τού είπε αύτά τά λόγια:
Οι άμαρτίες μου, παιδί μου, Εχουν γίνει ψηλό τείχος πού μέ χωρίζει άπό τόν Θεόν.
Ό ευσεβής νέος ευχαρίστησε τόν άγιο Γέροντα Κι΄ Εφυγε ωφελημένος άπό τή μεγάλη του ταπείνωσι.
Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ κάποιου πλούσιου στήν Αλεξάνδρεια κυριεύτηκε ξαφνικά άπό πονηρό πνεύμα καί βασανιζόταν σκληρά. Ό πατέρας της ξόδεψε πολλά χρήματα γιά νά τήν κάνη καλά. ’Ανώφελα όμως. Ή κατάστασις τής νέας όλο  καί χειροτέρευε. Κάποτε έμαθε πώς ένας ‘Ερημίτης, πού άσκήτευε πάνω στό βουνό, είχε άπό τόν θεό τό χάρισμα νά διώχνη τά δαιμόνια. Τού είπαν όμως πώς ήταν τόσο ταπεινός, πού ποτέ δέν Οά δεχόταν νά κάνη μιά τέτοια θεραπεία. "Επρεπε λοιπόν νά βρή κάποια άλλη πρόφασι ό άρχοντας γιά νά τόν φέρη στό σπίτι του.
Μιά μέρα κατέβηκε στήν πόλι ό Ερημίτης νά πουλήση τά πανέρια του. Ό πατέρας τής κόρης έστειλε έναν ύπηρέτη ν’ άγοράση μερικά καί νά τόν προσκαλέση στό σπίτι γιά νά πληρωΟή. Ανύποπτος έκεϊνος πήγε. Μόλις όμως πάτησε μέσα τό πόδι του. ή δαιμονισμένη, πού ήταν κρυμμένη πίσω άπό τήν πόρτα, ώρμησε πάνω του καί τού έδωσε ένα δυνατό μπάτσο στό πρόσωπο. Ό "Αγιος Ερημίτης, χωρίς νά χάση καθόλου τήν ήρεμία του. έστρεψε ταπεινά καί τό άλλο μέρος, έκτελώντας έτσι τήν έντολή τού Κυρίου.
Τότε έγινε αυτό τό ξαφνικό: Τό δαιμόνιο άρχισε νά σπαράζη άγρια καί νά βγάζη άπελπιστικές κραυγές:
 ”Ω. βία! Φεύγω, δέ μπορώ νά μείνω πιά. μέ διώχνει ή έντολή τού Χριστού.
Μέ τά λόγια αυτά έλευθέρωσε τό βασανισμένο πλάσμα. 'Ολόκληρη ή οικογένεια, μαζί μέ τήν κόρη πού βρήκε πιά τά λογικά της, δόξασαν τόν Θεό γιά τό μεγάλο θαύμα πού είδαν μέ τά μάτια τους καί ζήτησαν τόν ‘Αγιο Γέροντα γιά νά τόν ευχαριστήσουν. ‘Εκείνος όμως, άποφεύγοντας τόν άνθρώπινο έπαινο, είχε κιόλας έξαφανισθή.
"Οταν οί Πατέρες στήν έρημο πληροφορήθηκαν τά γεγονότα. έλεγαν μεταξύ τους πώς τίποτε άλλο δέν καταβάλλει τήν ύπερηφάνεια τού διαβόλου, όσο ή ταπεινοσύνη καί ή ύποταγή στις θείες έντολές.
ΩΜΟΛΟΓΟΥΣΕ συχνά στους συνασκητάς του ό Άββάς Καρίων, πώς είχε κοπιάσει πολύ περισσότερο άπό τό γυιό του Ζαχαρία στήν ΰσκησι, μά δέν είχε κατορθώσει άκόμη νά φτάση στά μέτρα έκείνου, πού τόν στόλιζαν δύο μεγάλες άρετές· ή ταπεινοφροσύνη καί ή σιωπή.
"Οταν ό Ζαχαρίας ήταν άκόμη πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μιά νύχτα πού προσηύχετο, έπεσε σέ έκστασι καί είδε θεία όπτασία. Τήν άλλη μέρα τό φανέρωσε στόν πατέρα του. Εκείνος όμως, σάν πρακτικός πού ήταν, τόν μάλωσε καί τόν άποπήρε, λέγοντάς του πώς όλα αύτά ήσαν πλάνη καί φαντασία δαιμονική. Άλλ’ ό νέος έξακολουθοΰσε νά γίνεται πιό θερμός στήν προσευχή καί νά δέχεται θείες άποκαλύψεις. Αφού όμως ό πατέρας του δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά τόν άκούση, άποφάσισε νά τά έμπιστευθή στόν Άββά Ποιμένα.
Ό "Οσιος τόν δκουσε μέ προσοχή καί βλέποντάς τον νά φλέγεται άπό θεϊκό έρωτα, κατάλαβε πώς τόν είχε έπισκεφθή ή Χάρις τού 'Αγίου Πνεύματος, άλλά γιά μεγαλύτερη άσφάλεια τόν έστειλε νά συμβουλευθή πιό έμπειρο σ' αύτά Γέροντα.
Ό Ζαχαρίας έκανε όπως τού είπε ό Άββάς ΓΙοιμήν. προτού προλάβει όμως νά έξομολογηθή, ό Γέροντας έκεΐνος τού φανέρωσε τούς λογισμούς του.
— Σέ έχει έπισκεφθή ή θεία Χάρις, τέκνον μου, τού είπε. Γύρισε όμως πίσω στόν πατέρα σου καί νά υποτάσσεσαι ταπεινά σ’ αυτόν γιά νά παραμείνη στήν καρδιά σόύ.
Ό νέος άκολούθησε πιστά τήν ύπόδειξι τού Άγιου καί ωφελήθηκε.
··
ΚΑΠΟΤΕ ρώτησε ό Άββάς Μωϋσής τό νεαρό Ζαχαρία:
Τί νά κάνω, παιδί μου, γιά νά σωθώ:
Εμένα τόν άνίδεο ρωτάς. Άββα; τού είπε έκεΐνος συνεσταλμένος.
Πίστεψε με. Αδελφέ, είδα τό Πνεύμα τό Άγιον νά σ' Επισκιάζη Κι΄ αύτό μ' αναγκάζει νά σέ συμβουλευτώ, άποκρίθηκε ο Γέροντας.
Ό Ζαχαρίας τότε έβγαλε άπό τό κεφάλι του τόν καλογερικό σκούφο του. τόν πέταξε κατά γής Κι΄ άρχισε νά τόν ποδοπατά λέγοντας:
"Αν ό καλόγερος δέν ποόοπατηθή κατ’ αύτόν τόν τρόπο, Άββά, δέν βρίσκει σωτηρία.
Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τόν Επίγειο έκεΐνο "Αγγελο. Στις τελευταίες του στιγμές τόν είχαν περικυκλώσει πολλοί άπό τούς μεγάλους Πατέρας τής σκήτης. ’Ανάμεσα τους ήταν ό Άββάς Ισίδωρος, ό Πρεσβύτερος, ό "Οσιος Ποιμήν Κι΄ ό Μωϋσής ό Αίθίοψ, πού είχε στενό πνευματικό σύνδεσμο μέ τόν μακάριο Ζαχαρία.
Ό Ετοιμοθάνατος είχε υψώσει τά μάτια στόν Ουρανό. Ήταν φανερό πώς έβλεπε μόνο τόν άϋλο κόσμο.
—        Τί κυττάζεις τόσο Επίμονα, τέκνον; τόν ρωτούσε κάθε τόσο ό Άββάς Μωύσής, πού μόλις μπορούσε νά συγκρατήση τά δάκρυα γιά τή στέρηση τού μικρού του φίλου.
Δέν είναι προτιμότερο νά σωπαίνω, Άββά; ψιθύρισε Εκείνος.
            Ναι, παιδί μου. Έσύ πάντα προτιμούσες τήν ταπεινή σιωπή.
"Οταν πιά ξεψύχησε τό πρόσωπό του άστραψε, λές Κι΄ έβλεπες μορφή Αγγέλου. Τότε ό Άββάς Ισίδωρος, πού στεκόταν άμίλητος παράμερα, σήκωσε τά δακρυσμένα μάτια του στόν Ουρανό καί ψιθύρισε:
—        Εύφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ανοίγονται τώρα γιά σένα oi πύλες τής αΙωνιότητος.
···
ΞΙ ΚΙΝΗΣΕ κάποτε νά πάη νά έπισκεφθή τούς άσκητάς :ή, Νιτριας ό Πατριάρχης τής Αλεξάνδρειάς Θεόφιλος. Στο δρόμο του συνάντησε ένα γέροντα 'Ασκητή.
Τι κέρδισες, Άββά. ζώντας σ' αυτή τή μοναξιά; ρώτησε ό Πατριάρχης.
Γνώρισα καλά τόν έαυτό μου, άποκριθηκε ό Γέροντας, Κι΄ έμαθα νά τόν μέμφωμαι.
Μεγαλύτερο κέρδος άπ αύτό είναι άδύνατο ν' άποκτήση στή ζωή του ό άνθρωπος, παραδέχτηκε ό Πατριάρχης.
Σάν έφθασε στή σκήτη, βγήκαν οΐ Πατέρες νά τόν υποδεχτούν Κι΄ ό καθένας έβρισκε κάποιο καλό λόγο νά τού είπή. Μόνο ό Όσιος Παμβώ στεκόταν παράμερα άμίλητος.
Δέ θά πής Κι΄ έσύ τίποτε στόν Πατριάρχη γιά νά τόν ώφελήσης; τόν ρώτησαν οί Γέροντες.
 “Αν δέν ώφεληθή άπό τή σιωπή μου, ’Αδελφοί, ούτε ό λόγος μου πρόκειται νά τόν ώφελήση. άποκριθηκε ό σοφός Πατήρ.

ΑΡΧΗ σωτηρίας τού ανθρώπου, γράφει ό Εύάγριος, είναι ή άκριβής γνώσις τού έαυτού του.
ΚΑΘΗΣΕ κάποτε νά φάγη μέ τούς άδελφούς ό Άββάς Θεόδωρος τής Φέρμης καί πρόσεξε πώς έπιναν νερό χωρίς νά είπούν προηγουμένως τό «εύλόγησον», δπω£ ήταν παλιά συνήθεια στούς Μοναχούς. ’Αναστέναξε τότε βαθειά ό Γέροντας καί είπε:
“Εχασαν οί σημερινοί Καλόγεροι τήν εύγένειά τους.
ΡΩΤΗΣΕ κάποιος άδελφός τόν ίδιο Άββά Θεόδωρο τί έπρεπε νά κάνη γιά νά τηρή πάντοτε τις θείες έντολές.
Τήν ίδια άκριβώς έπιθυμία είχε Κι΄ ό συνασκητής μου Άββάς θεωνάς, άποκριθηκε ό Γέροντας, καί άκουσε τί έκανε: Πήγε στό φούρνο ένα πρωί νά ψήση τά ψωμιά του. Μόλις τά έβγαλε ζεστάζεστά, έτυχε νά περάσουν άπό κεϊ μερικοί ζητιάνοι. Χωρίς δισταγμό ό Άββάς Θεωνάς τούς τά μοίρασε όλα. Γυρίζοντας στό κελλί του, βρήκε άλλους στό δρόμο Κι΄ έπειδή δέν είχε άλλα ψωμιά, τούς έδωσε τά καλάθια. Πιό πέρα συνάντησε κάποιον γυμνό καί τόν λυπήθηκε. “Εβγαλε άμέσως τά ρούχα του καί τόν έντυσε. Φθάνοντας ό Ιδιος γυμνός στό κελλί του, μεμφόταν πάλι τόν έαυτό του Κι΄ έλεγε:
Άλλοίμονό μου, ποτέ δέν τηρώ τις έντολές τού Θεού.
·
ΚΑΠΟΙΟΙ άλλος άδελφός πήγε στενοχωρημένος στόν Άββά Θεόδωρο:
Βοήθησέ με. Πάτερ. τόν παρακάλεσε Χάνεται ή ψυχή μου.
Ό Γέροντας κούνησε λυπημένος τό κεφάλι του:
Έγώ ό Ιδιος, παιδί μου. κινδυνεύω, τού είπε. Κι΄ έσύ γυρεύεις άπό μένα ένίσχυσι;
Ή ταπεινοσύνη του όμως ήταν αρκετή νά ώφελήση τόν άδελφό.
·
Η ΟΣΙΑ θεοδώρα συνήθιζε νά λέγη στις μαθήτριές της πολύ συχνά, πώς ούτε ή μεγάλη άσκησις. ούτε ό υπερβολικός κόπος, ούτε όποιαδήποτε άλλη κακοπάθεια μπορεί νά σώση τόν άνθρωπο, όσο ή άληθινή ταπεινοφροσύνη τής καρδιάς. Διηγείτο καί τό ακόλουθο ανέκδοτο:
Κάποιος Ερημίτης είχε χάρισμα άπό τό Θεό νά διώχνη τά πονηρά πνεύματα. Μιά φορά ζήτησε νά μάθη τί φοβούνται περισσότερο Κι΄ άναγκάζονται νά φύγουν.
Μήπως τή νηστεία; ρώτησε ένα απ' αυτά.
'Εμείς, άποκρίθηκε έκεΐνο. ούτε τρώμε, ούτε πίνομε ποτέ.
Τήν άγρυπνία τότε;
'Εμείς δέν κσιμώμεθα καθόλου.
Τήν φυγή τού κόσμου;
Τό δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
Σπουδαίο πράγμα τάχα. Εμείς περνάμε τόν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στις έρημιές
Σ’ έξορκίζω, νά όμολογήσης τί είναι έκεΐνο πού μπορεί νά σάς δαμάση. έπέμενε ό Γέροντας.
Τό πονηρό πνεύμα, άναγκασμένο άπό υπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε νά άπαντήση:
Ή ταπείνωσις, πού δέν μπορούμε ποτέ ν' άποκτήσωμε.
ΨΗΛΟΤΕΡΑ άπ’ δλες τίς αρετές, συνήθιζε νά λέγη ό Άββάς ’Ιωάννης ό Κολοβός, στέκονται ό φόβος τού θεού καί ή ταπεινοφροσύνη.
Κάποτε ρώτησε έναν άπό τούς έπισκέπτας του, ποιός νόμιζε πώς πούλησε τόν Ιωσήφ
Τ’ άδέλφια του, άποκρίθηκε έκεϊνος.
Όχι, είπε ό Γέροντας. Ή μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Δέν μπορούσε τάχα, τή στιγμή πού τόν πουλούσαν, νά διαμαρτυρηθή καί νά φωνάξη πώς είναι αδελφός τους; Σώπασε όμως κι άφησε νά τόν δώσουν στούς έμπόρους. Αύτή του ή ταπείνωσις τόν έκανε άρχοντα στήν Αίγυπτο.
“Αλλοτε πάλι έλεγε:
Τί ανόητοι πού εΐμεθα έμεΐς οί άνθρωποι! Πετάμε μακριά τό έλαφρότερο φορτίο, τήν παραδοχή τού λάθους μας καί τό «συγχώρεσέ με», καί φορτωνόμαστε τό πιό βαρύ, τή δικαιολογία.
Ό ίδιος ό Άββάς Ιωάννης ήταν τόσο ταπεινός, πού οί Πατέρες τής σκήτης συνήθιζαν νά λένε γι’ αυτόν:
Ό Κολοβός μέ τήν ταπεινοφροσύνη του έχει κρεμάσει τή σκήτη όλόκληρη στό μικρό του δακτυλάκι.
ΝΑ ΤΙ ΛΕΓΕΙ γιά τό θέμα αύτό καί ό Άββάς Ιωάννης ό Θηβαίος:
— «Πριν άπ' όλες τις άρετές ό άνθρωπος τού Θεού πρέπει ν' απόκτηση ταπεινοφροσύνη. Αυτήν υπέδειξε πρώτα άη όλα ό θείος Διδάσκαλος. «Μακάριοι ο{ πτωχοί τφ πνεύματι  μάς είπε  ότι  αυτών έστίν ή βασιλεία τών ουρανών». Ποιους όνομάζει πτωχούς τφ πνεύματι: Τούς ταπεινόφρονας βεβαίως».
ΟΣΟ ΠΙΟ πολύ πλησιάζει τόν θεόν ό άνθρωπος, τόσο πιό έλεεινό νοιώθη τόν έαυτό του, έλεγε καί ό Άββάς Ματόης. Ό Προφήτης Ήσαίας, όταν άξιώΟηκε νά ίδή τόν Κύριο τής δόξης. ώνόμασε τόν έαυτό του ταλαίπωρο καί άκάθαρτο.
Άλλη φορά πάλι έλεγε στούς άδελφούς:
Όταν ήμουν πιό νέος περνούσε πότεπότε άπό τό μυαλό μου ή σκέψι πώς έκανα κάτι τό άξιόλογο. Τώρα πού γέρασα, βλέπω πώς δέν έχω κάνει τίποτε πού ν' άξίζη.
Πώς κατώρθωσαν μερικοί άπό τούς παλαιούς Πατέρας νά ξεπεράσουν Κι΄ αυτή άκόμη τή θεία έντολή, Άββά; ρώτησε κάποιος άδελφός. Άκούμε αίφνης πώς άγαπούσαν τούς έχθρούς τους περισσότερο άπό τόν έαυτό τους.
Αλλοίμονο σέ μένα τό δυστυχή! είπε τότε άναστενάζοντας ό Αββάς Ματόης. Ούτε έκείνους πού μέ αγαπούν δέν άγαπώ σάν τόν έαυτό μου.
Πήγε κάποτε νά ίδή τόν Άββά Ματόη ό Άββάς Ιάκωβος καί τού είπε πώς σκόπευε νά έπισκεφθή καί νά συνομιλήση μέ όλους τούς Πατέρας σ' έκείνη τήν έρημο.
Χαιρέτησέ μου τόν Άββά Ιωάννη, τού παρήγγειλε ό Γέροντας.
Σάν έφθασε στόν Άββά ’Ιωάννη, ό Άββάς Ιάκωβος, τού έδωσε τούς χαιρετισμούς τού Άββά Ματόη.
Ό Ματόης, είπε έκεΐνος ευχαριστημένος, είναι πραγματικά άδολος Ισραηλίτης.
"Υστερα άπό άρκετό καιρό ξαναπέρασε άπό τόν Άββά Ματόη ό Αββάς Ιάκωβος καί τού είπε τά λόγια πού είχε είπεϊ γι' αυτόν ό 'Αββάς Ιωάννης.
Δέν μού άξίζει τέτοιος έπαινος, άποκρίθηκε ταπεινά έκεΐνος. Αλλά μάθε τούτο άδελφέ: Όταν ό άνθρωπος τιμά τόν πλησίον του πιό πολύ άπό τόν έαυτό του. έχει φτάσει σέ μεγάλα μέτρα αρετής.
Συμβουλεύοντας κάποτε έναν άδελφό ό Αββάς Ματόης, τού έλεγε:
Δυό πράγματα ζήτησε άπό τό θεό, τέκνον μου, μέ θερμή προσευχή: νά σού χαρίση τό σωτήριο πένθος γιά νά θυμάσαι διαρκώς τις άμαρτίες σου καί νά βάλη ταπείνωσι στήν καρδιά σου, νά νοιώθης τόν έαυτό σου χειρότερο άπ όλους τούς άνθρώπους καί νά μή κατακρίνης ποτέ άλλον.
Άπόφευγε τήν καταραμένη παρρησία καί περιώριζε όσο μπορείς τή γλώσσα σου. Μ ή φιλονικείς στις συζητήσεις. "Αν ό συνομιλητής σου λέγη πράγματα σωστά, συμφώνησε μαζί του. Αν όχι, μήν άντιλογήσης πές του μόνο, «συ ξέρεις άδελφέ». Αυτά όλα είναι γνωρίσματα τής ταπεινοφροσύνης. ·
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ. έλεγε κάποτε ό Αββάς Ισίδωρος, βρίσκεται σέ πιό πλεονεκτική θέσι άπό μένα, γιατί καί άγάπη έχει καί άπολογία γιά τίς πράξεις του δέν έχει νά δώση.
ΚΑΠΟΙΟΣ άδελφός ζήτησε νά μάθη τί είναι ή αύτοεξουθένωσις.
 Τό νά θεωρής τόν έαυτό σου, τού έξήγησε ό 'Αββάς Άλώνιος. χειρότερο άπό τά άλογα ζώα. πού έχουν τό πλεονέκτημα νά μή λογοδοτούν γιά τίς πράξεις τους.
ΕΛΕΓΕ ό όσιος Ποιμήν γιά τόν Άββά Ισίδωρο, τόν πρεσβύτερο τής σκήτης, πώς περνούσε τό περισσότερο μέρος τής ημέρας του σκυμμένος πάνω στό έργόχειρό του. Οί άδελφοί τόν παρακαλοϋσαν νά μή βασανίζη τόσο τό γερασμένο σώμα του.
"Αν μέ πιάσουν καί μέ κάψουν ζωντανό, τούς έλεγε έκεΐνος, καί σκορπίσουν τή σκόνη μου στους τέσσερεις άνέμους, δέ 0ά είναι σπουδαία θυσία μπροστά σ' έκείνη τήν απέραντη πού έκανε γιά μένα ό υίός τού Θεού.
Καμμιά φορά τόν πολεμούσε ό λογισμός του νά καυχηθή γιά κάποια του άρετή. Τότε ό μακάριος ’Ισίδωρος έλεγε στόν έαυτό του:
Μήπως νομίζεις, πώς έγινες κανένας Μέγας Αντώνιος ή κάν ίδιος μέ τόν Άββά Παμβώ ή μέ τούς άλλους Πατέρας, πού εύηρέστησαν στό Θεό;
"Οταν πάλι ό διάβολος δοκίμαζε νά τόν ρίξη στή μικροψυχία καί τού ψιθύριζε στή διάνοια, πώς, παρ' όλους του τούς κόπους, δέν έπρόκειτο νά σωΟή, άλλά 0ά καταδικαζότανε στήν αιώνια κόλασι, έκεΐνος τού αποκρινόταν μέ θυμό:
Καί στήν κόλασι νά πάω, κάτω από τά πόδια μου θά σ' έχω διάβολε.
ΟΤΑΝ μάθη ό άνθρωπος νά μέμφεται τόν έαυτό του, όπου Κι΄ άν βρεθή, έχει δύναμι νά ύπομένη, έλεγε συχνά ό όσιος Ποιμήν.
Καί άλλοτε πάλι:
Γιά νά νοιώση καλά τό γραφικό ρητό, «πάντα καθαρά τοϊς καθαροϊς» πρέπει νά αισθάνεται ό άνθρωπος τόν έαυτό του χειρότερο άπό όλα τά κτίσματα.
Πώς μπορώ νά νοιώσω τόν έαυτό μου χειρότερο άπό τό φονιά; ρώτησε κάποιος αδελφός.
Όταν είπής στό λογισμό σου. έςήγησε ό Γέρων, πώς αυτός έκανε μόνο αυτήν τήν αμαρτία, ένώ έγώ σκοτώνω κάθε μέρα συνανθρώπους μου μέ τήν προαίρεσι.
ΟΠΟΙΟΣ έχει μάθει νά κατηγορή τόν έαυτό του, λέγει καί ό Άββάς Άνούβ, βρίσκει εύκολα δικαιολογίες γιά τά σφάλματα τού άλλου.
ΟΜΟΛΟΓΟΥΣΑΝ οί Πατέρες τήν ταπεινότητα τού Άββά Ποιμένος σ’ όλη του τή συμπεριφορά. Όταν αίφνης συζητούσε μέ τούς Γέροντας, ποτέ δέν υποστήριζε τήν δική του γνώμη. 'Υποχωρούσε Κι΄ έπαινοΰσε τήν γνώμη τών άλλων. Τούς άδελφούς, πού πήγαιναν νά τόν συμβουλευτούν, τούς έστελνε πρώτα στόν μεγαλύτερο αδελφό του, τόν Άββά Άνούβ. ’Εκείνος πάλι τούς ξανάστελνε πίσω στόν Άββά Ποιμένα, λέγοντάς τους, πώς σ' έκεΐνον έχει δώσει ό Θεός τό χάρισμα νά ξεκουράζη τίς ψυχές.
Μπροστά στό μεγαλύτερό του άδελφό δέν άνοιγε ποτέ τό στόμα του ό Άββάς Ποιμήν νά μιλήση σέ άνθρωπο. Στεκόταν παράμερα μέ σκυμμένο τό κεφάλι άπό συστολή καί σεβασμό.
ΑΠΟ τούτο διακρίνεις τό δυνατό χαρακτήρα τού ανθρώπου, έλεγε ό Όσιος ’Αντώνιος, όταν παραδέχεται τά σφάλματά του καί υπομένει ώς τήν τελευταία του πνοή τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν.
Άλλοτε πάλι έλεγε μέ στεναγμό:
Όλες οί άρετές μπήκαν σέ τούτη τήν καλύβα έκτος άπό μία άλλά χωρίς αύτή πώς νά προκόψω ό δυστυχής;
Ποιά είναι αύτή, Άββά; ρωτούσαν οί αδελφοί.
Ή αύτομεμψία, άποκρινόταν ό Μέγας Πατήρ.
ΣΤΟΝ τόπο πού Οά καταδικασθή ό διάβολος, Οά πάω κι έγώ, έλεγε, ταπεινώνοντας τόν έαυτόν του, ό Όσιος Ποιμήν. Καί άλλη φορά:
 Ό άνθρωπος έχει άνάγκη άπό ταπεινοφροσύνη και φόβο θεού, όπως  Κι΄ άπό τόν άέρα πού αναπνέει.
Σέ άλλη πάλι περίστασι:
Τά πιό χρήσιμα έργαλεϊα τής ψυχής είναι ή ταπεινοφροσύνη, ή αύτοεξουθένωσις καί ή περιφρόνησις τού ιδίου θελήματος.

ΔΕΝ έφτασες άκόμη στά μέτρα τοϋ διδασκάλου σου, Άββά; έρώτησε κάποτε ένας άδελφός τόν Άββά Σισώη, τόν μαθητή τού Μεγάλου 'Αντωνίου.
“Αν είχα ένα μόνο λογισμό τού 'Αντωνίου, τέκνον μου. θά ήμουν όλος φλόγα, όποκριθηκε ταπεινά ό Όσιος.
ΕΤΡΩΓΑΝ κάποτε μαζί σέ κοινό τραπέζι όλοι οι Γέροντες τής σκήτης. Ό Άββάς Άλώνιος. σάν νεώτερος πού ήταν, στεκόταν καί τούς υπηρετούσε. Οί Πατέρες είπαν γι’ αυτόν λόγια έπαινετικά. 'Εκείνος έσκυψε τό κεφάλι ταπεινά, χωρίς ν' άποκριθή καθόλου.
Γιατί δέν μίλησες. Άββά, όταν σ' έγκωμίαζαν οί Γέροντες: τόν ρώτησε ύστερα κάποιος άδελφός. πού έτυχε νά βρίσκεται μπροστά.
“Αν μιλούσα, θά έδειχνα πώς δέχτηκα τόν έπαινο, άποκρίθηκε έκεϊνος, ένώ στήν πραγματικότητα τόν άποστρέφεται ή ψυχή μου.
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ είναι ή γή πού πρόσταζε ό Θεός νά γίνεται ή θυσία, έλεγε ό Όσιος Ποιμήν.
ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός ζήτησε άπό τόν Άββά Ποιμένα νά τόν διδάξη πώς νά ήσυχάζη στό κελλί του.
— ’Εγώ, παιδί μου, τού είπε ό Όσιος, στήν ησυχία τού κελλιού μου έξετάζω καλά τόν έαυτό μου καί βρίσκω πώς είμαι άνθρωπος άμαρτωλός, βυθισμένος μέχρι τό λαιμό στό βούρκο τής άσωτίας καί φορτωμένος δυσβάστακτο βάρος. Γι΄ αύτό δέν παύω νά φωνάζω μ' όλη τή δύναμι τής ψυχής μου στόν Πανοικτίρμονα Θεόν: «Κύριε, έλέησέ με». Ό Μοναχός. πού £χει τόν Θεό διαρκώς μπροστά στά μάτια του. καί στό κελλί του ακόμη κάθεται μέ συστολή καί εύλάβεια καί δέν πέφτει ποτέ σέ σοβαρό παράπτωμα.
"Αν έλθη στό κελλί μου κάποιος άδελφός. πού ή συναναστροφή του δέν μέ ώφελεΐ, τί πρέπει νά κάνω; ζήτησε νά μάθη ό Μοναχός.
Εξέτασε καλά τόν έαυτό σου, τόν συμβουλέυσε ό Όσιος, νά ίδής τί σκέψεις είχες προτού σ’ έπισκεφθή ό άδελφός, καί είναι άδύνατο νά μήν άνακαλύψης πώς έσύ είσαι ό αίτιος πού δέν οΐκοδομεΐται καί ό άλλος. "Αν κάνης αυτό πάντοτε μ' άληθινή ταπεινοφροσύνη, δέ θά κατηγορής τόν πλησίον σου, άλλά τόν έαυτό σου μόνον.
·
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός, είπε έμπιστευτικά στόν Άββά Σισώη, πώς είχε κατορθώσει τόν τελευταίο καιρό νά έχη διαρκώς τό νοΰ του στό Θεό.
Αύτό, παιδί μου, τού άποκρίθηκε ό διακριτικός Γέροντας. ούτε μεγάλο κατόρθωμα, ούτε δικό σου είναι, άλλά τής θείας Χάριτος. Μεγάλο πράγμα είναι νά νοιώθης τόν έαυτό σου χειρότερο άπ' όλους τούς άνθρώπους. Αύτό λέγεται ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
··
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ άπό τήν καλύβα κάποιου άναχωρητή ό όσιος Σισώης, τόν χαιρέτησε καί τόν έρώτησε πώς περνούσε.
Νά. τόν καιρό σπαταλώ. άποκρίθηκε έκεϊνος.
Μακάρι νά μπορούσα Κι΄ έγώ νά σπαταλώ τόν καιρό μου, άδελφέ μου. χωρίς νά προσθέτω άμαρτίες, είπε άναστενάζοντας ό ταπεινός Γέροντας.
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ κάποτε άπό πολύ μακριά τρεΓς ’Ερημίτες νά βροΰν τόν Όσιο Σισώη καί νά συνομιλήσουν μαζί του.
Καθένας είχε κάποια απορία νά τοΰ λύση:
—        Πώς θά ξεφύγω, Άββα. τόν πύρινο ποταμό; ρώτησε ό πρώτος.
Ό Γέροντας τόν άκουσε, άλλα δέν τού έδωσε άπόκρισι.
—        Πώς θά γλιτώσω τάχα άπό τό βρυγμό τών όδόντων καί τόν ακοίμητο σκώληκα; έκανε ό δεύτερος.
Οϋτε σ' αύτόν άπάντησε ό Άββάς Σισώης.
—        Τί νά κάνω, Άββα, πού ή ένθύμησις τού έξωτέρου σκότους δέ μ' άφήνει στιγμή ήσυχο; είπε ό τρίτος.
            Έγώ άδελφοί μου, είπε τότε ό Όσιος, τίποτε άπ’ όλα αύτά δέ συλλογίζομαι. Ελπίζω μόνο πώς ή εύσπλαγχνία τού Κυρίου μου. θά μέ σώση.
Στενοχωρημένοι οί 'Ερημίτες, πού έμειναν άλυτες οί απορίες τους, σηκώθηκαν νά φύγουν. Τότε ό άγιος Γέροντας τούς είπε:
Είσθε πραγματικά ευτυχισμένοι άδελφοί μου. καί όμολογουμένως σάς ζηλεύω, γιατί μέ τίς σκέψεις πού κάνετε είναι αδύνατο νά παρασυρθήτε στήν αμαρτία 'Αλλοίμονο άπό μένα τό σκληρόκαρδο, πού οϋτε βάζω στό νοϋ μου πώς υπάρχει κόλασις γιά τούς άνθρώπους καί άμέριμνος άμαρτάνω κάθε στιγμή. θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη τού Οσίου οΐ Ερημίτες, τού έβαλαν μετάνοια Κι΄ έλεγαν μεταξύ τους:
Ό.τι άκούσαμε γι' αύτόν. τά είδαμε καί στήν πραγματικότητα.
Ο ΔΡΟΜΟΣ, πού όδηγεΐ στήν άληθινή ταπείνωσι. έλεγε ό ϊδιος Όσιος, είναι ή έγκράτεια. ή προσευχή καί ή αύταπάρνησι.
"Αλλοτε πάλι έλεγε: Ή Άγια Γραφή μάς λέγει γιά τά είδωλα πώς «στόμα έχουσι καί ού λαλήσουσιν, όφθαλμούς έχουσι καί ού βλέπουσιν, ώτα έχουσι καί ούκ άκούουσι». Ώ. νά μπορούσε νά γίνη έτσι Κι΄ ό Μοναχός! Καί έκτός τούτων τά είδωλα έθεωρούντο βδέλυγμα. "Ας νοιώθη κι ό Μοναχός βδέλυγμα τόν έαυτά του, γιά νά βρή σωτηρία.
···
Ο ΑΒΒΑΣ Κρόνιος θεωρεί τόν φόβο τού θεοΰ μέσον πού όδηγεί τήν ψυχή στήν πραγματική ταπεινοσύνη.
ΚΑΠΟΙΟΣ "Αγιος Γέροντας είδε κάποτε μέ τά μάτια του τόν διάβολο καί τόν ρώτησε θαρρετά:
Γιατί μέ πολεμάς μέ τόση έπιμονή;
Επειδή μοΰ αντιστέκεσαι διαρκώς μέ τήν ταπείνωσί σου. άποκρίθηκε ό διάβολος Κι΄ έγινε άφαντος.
ΚΑΘΩΣ γύριζε μιά μέρα στό κελλί του ό "Οσιος Μακάριος. φορτωμένος φοινικόφυλλα γιά τό έργόχειρό του, τόν σταμάτησε ό διάβολος, έτοιμος νά τού έπιτεθή, αλλά δέν μπορούσε. Μία άκατανίκητη δϋναμι τόν έμπόδιζε.
Πολύ μ' έχεις βασανίσει. Μακάριε, τού φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σέ πολεμώ καί δέν μπορώ νά σέ ρίξω. Καί τί περισσότερο άπό μένα κατορθώνεις έσύ; Νηστεύεις τάχα; Άμ' έγώ ποτέ δέν τρώγω. Αγρυπνείς; ’Εγώ ούτε κάν έχω άνάγκη άπό ύπνο. "Ενα μόνο φοβερό έχεις πού μέ τρομάζει.
Ποιό είναι αυτό; ρώτησε μέ πολύ ένδιαφέρον ό "Οσιος.
Ή ταπεινοφροσύνη, ώμολόγησε θέλοντας καί μή ό διάβολος Κι΄ έξαφανίστηκε.
ΓΙΑΤΙ πολεμά μέ τόση μανία τούς Μοναχούς ό διάβολος; ρώτησαν οί ’Αδελφοί ένα πνευματικό Γέροντα. Πώς έχει τόση τόλμη;
"Αν ήξεραν οΙ Μοναχοί νά προβάλουν άμέσως τά άμυντικά τους δπλα, τήν ταπείνωσί. τήν ακτημοσύνη καί τήν υπομονή, δέ θά τολμούσε ποτέ ό διάβολος νά τούς πλησιάση. άποκρίθηκε ό Γέροντας.
··
ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΖΗΣ νά ταπεινολογής, συμβουλεύει άλλος Γέρων, άλλα νά ταπεινοφρονής. Χωρίς ταπεινοσύνη δέ μπορείς νά προοδεύσης στά πνευματικά καί νά τηρής τό θείο θέλημα. ···
Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ, λέγει άλλος Πατήρ, οϋτε ό ίδιος ποτέ όργίζεται, οϋτε τόν πλησίον του παροργίζει.
ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πήγαν μαζί στήν έρημο Κι΄ άσκήτευαν στήν ίδια καλύβη Ό διάβολος, φθονώντας τήν άγάπη τους., βάλθηκε νά τούς χωρίση.
‘Ενα βράδυ ό νεώτερος πήγε ν' άνάψη τό λυχνάρι, έσπρωξε άθελα του τό λυχνοστάτη, τόν άναποδογύρισε καί χύθηκε τό λάδι. Ό μεγαλύτερος θύμωσε καί τού έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ό πιό μικρός, χωρίς νά ταραχτή, έσκυψε, τού έβαλε μετάνοια καί είπε ταπεινά:
Συγχώρησε τήν άπροσεξία μου, ’Αδελφέ. Τώρα άμέσως θά έτοιμάσω άλλο.
Τήν ϊδια νύκτα ένας ειδωλολάτρης Ιερεύς. πού έτυχε νά βρίσκεται μέσα στό είδωλεΐο, άκουσε τά δαιμόνια νά κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. "Ενα άπ' αυτά ώμολόγησε ντροπιασμένο στόν άρχηγό του:
Πηγαίνω καί κάνω άνω κάτω τούς Μοναχούς. Μά τ< φταίω, όταν κάποιος άπ' αύτούς γυρίζη καί βάζη στόν άλλο μετάνοια καί μού καταστρέφη όλη  τή δουλειά;
Άκούγοντας αυτά ό ειδωλολάτρης, έγινε εύθύς χριστιανός Κι΄ άποτραβήχτηκε στήν έρημο. Σ' όλη  του τή ζωή κράτησε στήν καρδιά του τήν ταπείνωσι καί στό στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο τό «συγχώρησόν με».

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ από τή θηβαΐδα έφεραν Αλυσοδεμένο κάποιο δαιμονισμένο σ' ένα Γέροντα 'Ερημίτη νά τόν κάνη καλά. Ό "Οσιος έξώρκισε τό πονηρό πνεύμα νά φύγη άπό τό πλάσμα τού θεού.
Δέ βγαίνω, φώναξε έκεΐνο, άν δέ μοΰ είπής πρώτα ποιοι είναι τά έρίφια καί ποιοι τά άρνία, πού λέει ό Χριστός.
Έγώ είμαι άπό τά έρίφια. άποκρίθηκε ό Γέροντας. "Οσο γιά τά άρνία Του, Εκείνος τά γνωρίζει.
Ή ταπείνωσί σου μέ διώχνει, φώναξε φοβισμένο τό δαιμόνιο, καί βγήκε άπό τόν δυστυχισμένον, πού είχε τόσο βασανίσει.
···
ΜΙΛΩΝΤΑΣ γιά ταπεινοφροσύνη κάποιος σοφός Γέροντας, έλεγε τ' όκόλουθα άξιοπρόσεκτα:
"Οταν βάλης μετάνοια στόν άδελφό σου καί ζητήσης ταπεινά συγχώρησι, διώχνεις παρευΟύς κάθε ένέργεια τού πονηρού έναντίον σου. Ό μυλωνάς δένει τά μάτια τού ζώου πού γυρίζει τό μύλο γιά νά μή στρέψη καί τού φάγη τό μισθό του. Άς κάνωμε Κι΄ έμεΐς τό Ιδιο. Δένοντας τά μάτια μας μέ τήν ταπεινοφροσύνη, δέ Οά βλέπωμε τά λίγα καλά μας έργα γιά νά ύπερηφανευώμαστε καί νά χάνωμε τόν μισθσ μας.
Ό θεός παραχωρεί νά μάς προσβάλουν καμμιά φορά ακάθαρτοι λογισμοί, γιά νά μή ύψηλοφρονοΰμε, άλλά γι' αύτούς καί μόνο νά κατακρίνωμε τόν έαυτό μας. Κάτι τέτοιοι λογισμοί γίνονται σκεπάσματα τού μικρού καλού πού έχομε τυχόν κάνει. Εκείνος πού κατηγορεί διαρκώς τόν έαυτό του δέν χάνει τό μισθό του.
ΚΑΠΟΙΟΣ άδελφός ρωτούσε έναν άπό τούς μεγάλους Γέροντας. τί είναι ταπεινοφροσύνη.
 Ταπεινοφροσύνη, τέκνον μου, είναι νά νοιώθης πάντοτε τόν έαυτό σου άμαρτωλό καί χειρότερο άπό όλους τούς ανθρώπους, έξήγησε ό Γέροντας. Είναι μεγάλο κατόρθωμα αυτό και δύσκολο. Μπορείς όμως  νά τό άποκτήσης, βάζοντας τόν έαυτό σου σέ άκατάπαυστο κόπο.
Μά πώς είναι δυνατόν νά βλέπης διαρκώς τόν έαυτό σου χειρότερο άπ’ όλους; απόρησε ό άδελφός.
Μάθε νά βλέπης τά προτερήματα τών άλλων καί τά δικά σου σφάλματα καί ζητεί κάθε μέρα γι' αύτά συγχώρησι άπό τόν Θεό. καί θά τό κατορθώσης, συμβούλεψε ό Όσιος.
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός είχε φθάσει σέ τόση ταπείνωσι, πού στήν προσευχή του έλεγε αύτά μόνο τά λόγια στόν Θεό:
—        Κύριέ μου. ρίξε στήν κεφαλή μου κεραυνό νά μ’ έξαφανίση άπό τό πρόσωπο τής γής, γιατί όσο ζώ σέ παρακούω.

ΚΑΠΟΙΟΣ ευέξαπτος άνθρωπος, τυφλωμένος κάποτε άπό τό πάθος τοβ θυμού, τραυμάτισε ένα χριστιανό, χωρίς λόγο. Ό τραυματισμένος, πνιγμένος σχεδόν στό αίμα του. έβαλε μετάνοια καί φιλώντας τό χέρι τού φονιά του, τού είπε ταπεινά:
—        "Εσφαλα, άδελφέ, συγχώρησέ με.
···
ΕΝΑΣ πολύ ταπεινός σέ κάποιο Κοινόβιο, άκολουθώντας πιστά τήν προτροπή τού άποστόλου, «άλλήλων τά βάρη βαστάζετε», όταν έσφαλλε κανένας άπό τούς Μοναχούς, έπαιρνε αύτός τήν ευθύνη, κατηγορούσε τόν έαυτό του καί δεχόταν ευχαρίστως τίς τιμωρίες πού τού έπέβαλλαν.
Μερικοί Καλόγεροι όμως  πού δέν έβλεπαν τήν άρετή τού άδελφοΰ, άλλά κάποια αδεξιότητα πού είχε στό έργόχειρο ήταν λίγο άργός , τόν κατηγορούσαν συχνά καί έλεγαν μεταξύ τους:
—        Κύτταξε κεί πόσα σφάλματα κάνει διαρκώς καί γιά τίποτε δέν είναι ικανός.
Ό ’Ηγούμενος όμως, πού ήξερε καλά πόσο ένάοετος ήταν ό άδελφός, Ελ^γε σ' Εκείνους πού τόν κατηγορούσαν:
Προτιμώ Ενα δικό του ψαθί, πλεγμένο μέ ταπεινοσύνη, όπό όσα φτιάχνετε Εσείς μέ υπερηφάνεια.
Μιά μέρα, πού Επιασε πάλι ό 'Ηγούμενος τούς καλογήρους νά κατακρίνουν τόν άδελφό γιά τήν άδεξιότητά του, πήρε άπό ιά χέρια τους τά καλάθια πού Επλεκαν καί τά πέταξε στή φωτιά, πού ήταν άναμμένη στή μέση τής αύλής. Πέταξε μαζί καί τό καλάθι τού ταπεινού άδελφού. "Ολων τών άλλων έγιναν σέ λίγο στάχτη, τό δικό του βγήκε άκέραιο άπό τή φωτιά.
Βλέποντας αυτό τό θαύμα οί φιλοκατήγοροι καλόγεροι. Εβαλαν μετάνοια στόν άδελφό καί τού ζήτησαν συγγνώμη. Άπό τότε τόν τιμούσαν σάν πνευματικό Πατέρα.

ΕΝΑΣ νέος εύσεβής πήγε νά Επισκεφθή κάποιον Γέροντα 'Ερημίτη.
Πώς περνάς, Άββά: τόν ρώτησε.
Πολύ άσχημα, παιδί μου.
Γιατί. Άββά;
"Εχω σαράντα χρόνια Εδώ. άποκρίθηκε ό Γέροντας στενάζοντας βαθειά, πού δέν κάνω τίποτε άλλο άπό τό νά καταριέμαι κάθε μέρα τόν ίδιο μου τόν Εαυτό, άφοΰ στήν προσευχή, πού κάνω, λέω στόν Θεό: «Επικατάρατοι ο! Εκκλίνοντες άπό τών Εντολών σου».
Ακούοντας τόν Ερημίτη νά μιλάη Ετσι γιά τόν Εαυτό του, θαύμασε τήν ταπεινοσύνη του ό νέος Κι΄ άποφάσισε νά τόν μιμηθή.
··
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, μέ μεγάλη πείρα στά πνευματικά, συμβουλεύει έτσι τούς Άναχωρητάς:
"Αν πήγες νά μείνης σ' όλη  σου τή ζωή σιά βάθη τής έρήμου, μην άφήσης ποτέ τό λογισμό σου νά σέ ξεγελάση πώς έκανες κάτι σπουδαίο. Πείσε μάλλον τόν έαυτό σου πώς είσαι ένα άγρίμι, διωγμένο άπό την πόλι καί δεμένο στην έρημιά, γιά νά μή δαγκώνη τούς άνθρώπους.
ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ΠΑΤΗΡ κάνει αυτή τήν ύπόδειξι στους Έρημίτας:
 "Αν κατοικής στήν έρημο μόνος καί δής φανερά τήν προστασία τού Θεού έπάνω σου. μήν ύψηλοφρονήσης καί τήν χάσης. Πές στόν έαυτό σου πώς γιά τήν άνυπομονησία καί τήν αδυναμία σου σ' έλεεΐ ό Θεός, διά νά μή γογγύσης καί χάσης τήν ψυχή σου.
·
ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ περιστατικό διηγήθηκε ένας άπό τούς γέροντας στούς νεωτέρους άδελφούς:
Δύο φίλοι συμφώνησαν ν’ άσκητέψουν. Πήγαν στήν έρημο Κι΄  έφτιαξαν μιά καλύβα, άλλά δέ κύτταξαν νά βροΰν Πνευματικό γιά νά τούς καθοδηγή. "Ετσι παρανόησαν τό σχετικό μέ τόν πνευματικό εύνουχισμό ρητό τού Εύαγγελίου καί αύτοευνουχίσθησαν γιά νά πάνε εύκολώτερα στή Βασιλεία τών Ούρανών. Όταν τό έμαθε ό Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς, όχι μόνο τούς έπετίμησε αύστηρότατα. άλλά καί άπό τή θεία Κοινωνία τούς έχώρισε Εκείνοι όμως. έξακολουΟώντας νά νομίζουν τήν πράξι τους θεάρεστη, δέ δέχτηκαν τό έπιτίμιο. Άγανακτισμένοι, πήγαν στόν Πατριάρχη Ιεροσολύμων νά βρούν τό δίκιο τους. Σάν τ' άκουσε έκεΐνος, τούς μάλωσε πιό πολύ καί τούς είπε πώς δέν ήσαν άξιοι νά κοινωνήσουν. 'Από τά Ιεροσόλυμα πήγαν στή Ρώμη γιά νά διαμαρτυρηθούν στόν Πάπα, άλλά τά ίδια άκουσαν Κι΄ έκεΐ.
Τέλος στήν απελπισία τους σκέφτηκαν τόν Επίσκοπο της Κύπρου, τόν Άγιο Έπιφάνιο.
ΟΙ Αρχιεπίσκοποι, έλεγαν μεταξύ τους οί τιμωρημένοι, έχουν συμφέρον νά υποστήριξή ό ένας τόν άλλον. Ό Κύπρου όμως είναι άγιος άνθρωπος καί φωτισμένος άπό τόν θεό. Αυτός δέν χαρίζεται σέ κανένα καί θά μάς δικαίωση.
Μόλις όμως βγήκαν στήν Κύπρο, προτού άκόμα φθάσουν άπό τό λιμάνι στήν ’Επισκοπή, άποκαλύφθηκε στόν Άγιο ό έρχομός τους. “Εστειλε τότε άνθρωπο νά τούς πή νά μή τολμήσουν νά παρουσιασθούν μπροστά του, άλλά νά φύγουν άμέσως άπό τή νήσο.
Γιά πρώτη φορά τότε έκεϊνοι οΐ δυστυχισμένοι κατάλαβαν τήν πλάνη τους Κι΄ είπαν μεταξύ τους:
Πρέπει νά έχωμε σφάλλει καί νά είμαστε πολύ ένοχοι. Γιατί, άν οί άλλοι Αρχιερείς μάς άδικοϋν, πώς είναι δυνατόν νά μάς άδική Κι΄ αυτός έδώ ό άνθρωπος τού θεού, χωρίς άκόμη νά φανούμε μπροστά του;
Σάν ταπεινώθηκε ή καρδιά τους Κι΄ είδαν τό λάθος τους, ό Θεός πληροφόρησε τόν Άγιο Έπιφάνιο Κι΄ έστειλε πάλι άπεσταλμένο νά τούς φέρη κοντά του. Τούς συμβούλεψε, τούς έξωμολόγησε. τούς παρηγόρησε καί τούς έλυσε τόν κανόνα. "Υστερα τούς έστειλε πίσω στήν Αίγυπτο μαζί μέ συστατικό γράμμα γιά τόν Πατριάρχη, στόν όποιον έγραψε μεταξύ άλλων Κι΄ αύτά τά συγκινητικά λόγια: «Δέξου, τίμιε Πάτερ. τά τέκνα σου έν μετανοίφ καί ταπεινώσει».
"Οταν ταπεινωθή ό άνθρωπος Κι΄ άναγνωρίση τό σφάλμα του. κατέληξε 6 Γέροντας πού διηγήθηκε τήν Ιστορία, ή Χάρις τού Θεού πληροφορεί καί τούς άλλους νά γίνωνται έπιεικείς.
··
ΑΝ, ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ τήν υψηλή πολιτεία τών Αγίων, κινηθής άπό θείο ζήλο καί έπιθυμήσης νά τή μιμηθής, βάλε άρχή καί ζήτει άπό τόν θεό νά σ’ ένισχύση, συμβουλεύει κάποιος Πατήρ. Άν τελείωσης τό έργο πού άρχισες, χρεώστα ευγνωμοσύνην σ' Εκείνον πού σοΰ έχάρισε τή δύναμι. Αν πάλι δέν τά καταφέρης νά τελείωσης, άναγνώρισε τήν άδυναμία σου καί ταπεινώσου, θεώρησε τόν έαυτό σου άνίκανο, φτωχό σέ άρετή Κι΄ άνυπόμονο. Κατάκρινέ τον, πού άρχισε κάτι καλό καί δέ κατώρθωσε νά τό τελειώση. “Ετσι ταπεινωμένος, τουλάχιστον, υπάρχει έλπίδα νά σωθής.
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ έπίσκεψί του στά βουνά τής Νιτρίας, πού ζοΰσαν χιλιάδες ΈρημΙται, οί Προεστώτες παρακάλεσαν τόν Όσιο Μακάριο τόν Αιγύπτιο νά είπή λίγα ώφέλιμα λόγια στούς 'Αδελφούς.
'Εγώ δέν έχω γίνει άκόμα Μοναχός, τούς είπε ό περίφημος ’Ασκητής, μά ό θεός μέ άξίωσε νά ίδώ καί νά συνομιλήσω μέ πραγματικούς Μοναχούς.
Οί άδελφοί τότε κάθισαν γύρω του Κι΄ έκεΐνος άρχισε νά τούς διηγήται τις άναμνήσεις του:
Πάνε πολλά χρόνια τώρα πού. ένώ ήμουν κλεισμένος στό κελλί μου, άρχισε νά μέ βιάζη ό λογισμός νά προχωρήσω πολύ βαΟειά στήν έρημο, νά ίδώ τί υπάρχει έκεΐ. Πέντε όλόκληρα χρόνια άντιστεκόμουν, πιστεύοντας πώς ήθελε έτσι ό διάβολος νά μέ ρίξη σέ καμμιά παγίδα. "Οταν άποεΐδα πώς έπέμειναν οί λογισμοί, άποφάσισα νά ξεκινήσω. Βάδιζα πολλές μέρες, ούτε λογάριασα πόσες, σέ μέρη άγνωστα, σ' άγρια έρημιά καί μόνο άγρίμια καί παράξενα πουλιά συναντούσα στό δρόμο μου.
“Εφτασα κάποτε σέ μιά μεγάλη λίμνη, πού είχε στή μέση μιά μικρή νησίδα. Μικρά καί μεγάλα θηρία άπό τήν έρημο μαζεύονταν έκεΐ γιά νά πιούν νερό. Κάθισα στις καλαμιές νά ξαποστάσω Κι΄ ένώ παρατηρούσα τά ιδιότροπα έκεΐνα ζώα. είδα άνάμεσά τους δυό γυμνούς ανθρώπους. Τούς πήρα γιά φαντάσματα καί δείλιασα γιά μιά στιγμή. 'Εκείνοι κατάλαβαν, φαίνεται, τήν αμηχανία μου καί φώναξαν άπό μακριά:
Μή φοβάσαι, άνθρωποι σάν καί σένα είμαστε κι έμεΐς.
"Υστερα μέ έπλησίασαν. Πήρα τότε θάρρος καί τούς ρώτησα ποιοι ήσαν και πώς βρεθήκανε έκεϊ.
Μοΰ είπαν πώς ό ένας ήταν Αιγύπτιος Κι΄ ό άλλος από τή Λιβύη. Πολύ νέοι άφησαν τόν κόσμο Κι΄ έγιναν καλόγεροι σ’ ένα Κοινόβιο. Πριν σαράντα χρόνια συμφώνησαν ν' άσκητέψουν. Προχωρώντας όλο καί πιό βαθειά στήν έρημο, έφτασαν ώς τή λίμνη Κι΄ άπό τότε έμειναν έκεϊ.
Μ’ έρώτησαν Κι΄ αυτοί μέ τή σειρά τους σέ ποιά κατάστασι βρισκότανε ό κόσμος Κι΄ άν τό νερό τού ποταμού1 φτάνει συχνά στήν έρημο. Τούς έδωσα τις πληροφορίες πού ζητούσαν Κι΄ ύστερα, θαυμάζοντας τήν υπομονή τους τόσα χρόνια σέ τέτοια έρημιά, τούς παρακάλεσα νά μέ διδάξουν πώς μπορούσα νά γίνω Μοναχός.
Κόψε κάθε δεσμό μέ τόν κόσμο, μοΰ είπαν, καί θά τό κατορθώσης.
Μά έγώ είμαι άνθρωπος άδύνατος, τούς άποκρίθηκα, καί δέ μπορώ νά ζήσω. όπως έσεϊς.
Τότε μένε εις τό κελλί σου καί κλαϊγε τίς άμαρτίες σου.
Ή μοναξιά τούς είχε δώσει κάποια άποτομία στήν όμιλία.
Στό πρόσωπό τους όμως ήταν διάχυτη γλυκύτητα καί όσιότητα.
Πώς άντέχετε στις καιρικές μεταβολές; τούς ρώτησα πάλι. Μού είχε κάνει έντύπωσι ή γύμνια τους.
Ό Θεός, πού προνοεϊ γιά όλα Του τά πλάσματα, έκανε σέ μάς τούτη τήν οικονομία. Ούτε τό χειμώνα κρυώνομε, ούτε ή ζέστη τού καλοκαιριού μάς βλάπτει.
Παρατήρησα τότε πώς τό σώμα τους ήταν προφυλαγμένο μέ τρίχες μεγάλες, σάν προβιά.
Τότε ταλάνισα τόν έαυτό μου καί είπα πώς έγώ. πού έχω τό κελλί μου καί τό λίγο παξιμάδι μου κάθε μέρα καί συντροφιά τόσων άδελφών, δέν έχω γίνει άκόμη Μοναχός.
ΠΕΡΑΣΕ κάποτε άπό τό λογισμό τοϋ Μεγάλου 'Αντωνίου σέ τίνος τάχα άγιου μέτρια νά είχε φτάσει. Ό θεός όμως, πού ήθελε νά τού ταπείνωση τό λογισμό, τοβ φανέρωσε μιά νύχτα στ' όνειρό του πώς καλύτερός του ήταν ό μπαλωματής, πού είχε ένα μικρομάγαζο σ' ένα παράμερο δρόμο τής 'Αλεξάνδρειάς.
Μόλις ξημέρωσε, ό "Οσιος πήρε τό ραβδάκι του καί ξεκίνησε γιά τήν πόλι. "Ηθελε νά γνωρίση άπό κοντά τόν περίφημο μπαλωματή καί νά ίδή τίς άρετές του. Μέ πολλή δυσκολία όνακάλυψε τό μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στόν πάγκο Κι΄ άρχισε νά τόν ρωτά γιά τή ζωή του.
Ό άπλοϊκός άνθρωπος, πού δέ τού πήγαινε ό νούς ποιός μπορούσε νά ήταν έκείνος ό γεροκαλόγερος πού ήλθε τόσο ξαφνικά νά τόν έξετάση. χωρίς νά πάρη τά μάτια του άπό τό παπούτσι πού μπάλωνε, τού όποκρίθηκε άργάάργά μέ ήρεμία:
Δέν ξέρω, Άββά μου. νά έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω τήν προσευχή μου Κι΄ άρχίζω τή δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στό λογισμό μου. πώς όλοι οί άνθρωποι σ' αύτή τήν πόλι. άπό τόν πιό μικρό ώς τόν πιό μεγάλο. θά σωθούν καί μόνο έγώ θά καταδικαστώ γιά τίς πολλές μου άμαρτίες Κι΄ όταν τό βράδυ πάω νά πλαγιάσω, πάλι τό ίδιο συλλογίζομαι.
Ό Όσιος σηκώθηκε μέ θαυμασμό, τόν άγκάλιασε, τόν φίλησε, καί τού είπε μέ συγκίνησι:
Σύ. άδελφέ μου. σάν καλός έμπορος, κέρδισες τόν πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Έγώ γέρασα στήν έρημο, ίδρωσα καί κόπιασα, μά δέν έφτασα τήν ταπεινοσύνη σου.
ΤΟ ΑΝΘΟΣ είναι απαρχή τής καρποφορίας, γράφει ό Όσιος Έφραίμ, Κι΄ ή υποταγή, αρχή τής ταπεινώσεως. Ό ταπεινόφρων είναι κατά κανόνα εύπειθής υποτακτικός, σέβεται μικρούς καί μεγάλους Κι΄ έχει έπιείκεια καί καλωσύνη.
·
ΕΝΑΣ εύλαβής Μοναχός, όταν κάποιος τού ζητούσε μιά έξυπηρέτησι, γιά νά ειναι πρόθυμος νά τήν δώση. έλεγε στόν έαυτό του:
Ό Κύριός σου σέ διατάζει κάνε άμέσως αύτό πού ζητεϊ.
Άν έρχόταν σέ λίγο άλλος, νά τόν έπιφορτίση μέ πιό
δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:
Είναι ό άδελφός τού Κυρίου σου πρέπει νά τόν άκούσης.
Καμμιά φορά συνέβαινε νά τόν προστάζη Κι΄ ό μικρότερος του. Τότε γινόταν πιό πρόθυμος.
'Υπάκουσε γρήγορα στόν γυιό τού Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στόν έαυτό του.
Έτσι έζυπηρετοΰσε όλους μέ πολλή ταπείνωσι Κι΄ έφτασε σέ μεγάλα μέτρα άρετής.

ΟΠΟΙΟΣ άπόκτησε ταπεινοφροσύνη, γράφει ό Άββάς Ήσαΐας, ό Άναχωρητής, δέν έχει γλώσσα γιά νά έλέγχη τόν πλησίον του ούτε μάτια γιά νά κυττάζη τά έλαττώματά του ούτε αυτιά γιά ν' άκούση όσα δέν ωφελούν τήν ψυχή του. Ό ταπεινόφρων δέν έχει μέ κανένα διαφορές, προσέχει τόν έαυτό του καί κλαίει τίς άμαρτίες του. Είναι εΙρηνικός καί τηρεί μέ όκρίβεια όλες τίς θείες έντολές.
Αλλού πάλι συμβουλεύει:
Συνήθισε τή γλώσσα σου. άδελφέ, νά λέγη εύκολα «συγχώρησον» καί γρήγορα θά γεννηθή στήν καρδιά σου ταπεινονη. Αγάπησε αύτή τήν άρετή καί είναι ικανή νά σέ προφυλάξη άπό πολλές άμαρτίες.
Γράφει άκόμη καί τούτο τό χαρακτηριστικό:
"Αν κατορθώσης νά τρώς μόνο μιά φορά τήν έβδομάδα. Μοναχέ, καί νά βασανίζης τό σώμα σου μέ ύπερβολικές άσκήσεις, χωρίς ταπείνωσι, πάνε χαμένοι όλοι σου οΐ κόποι.

ΝΑ ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ γι’  αύτή την άρετή καί ό άγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής:
Ταπεινοφροσύνη είναι άδιάκοπη προσευχή μέ πόνο καί δάκρυα. Αύτή γυρεύει πάντοτε ένίσχυσι άπό τόν θεό καί δέν άφήνει τόν άνθρωπο νά θαρρέψη άπερίσκεπτα στή δική του δύναμι καί σοφία, ούτε νά έξυψώνη τόν έαυτό του καί νά τόν θεωρή καλλίτερο άπό τούς άλλους, γιατί όλα αύτά είναι άρρώστιες τής ψυχής, πού αιτία τους έχουν τήν καταραμένη ύπερηφάνεια.
«
Ο ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑ1Μ ό Σύρος, ό περίφημος διδάσκαλος τού άσκητισμοΰ. άποφάσισε κάποτε ν' άφήση γιά λίγο τήν πολυπόθητη ήσυχία του στήν έρημο καί νά κατέβη στήν πόλι. Είχε έπιθυμία νά προσκυνήση τά άγια λείψανα, πού βρίσκονταν τότε στήν Έδεσσα1, άλλά καί νά συναντηθή μέ έκκλησιαστικούς άνδρες. γιά νά συζητήση μαζί τους δογματικές άλήθειες. Ζοϋσε σέ μιά έποχή, πού ή όρθή πίστι χτυπιόταν άπ' όλες τίς μεριές άπό φοβερές αΙρέσεις.
Κύριε, προσευχήθηκε προτού ξεκινήσει, στείλε μου μπροστά μου, καθώς θά περνώ τήν πύλη τής πόλεως, έναν άνθρωπο πού νά μέ διδάξη.
Μά τή στιγμή πού έμπαινε στήν πολυάνθρωπη "Εδεσσα, ό πρώτος άνθρωπος πού βρέθηκε στό δρόμο του, ήταν μιά κοινή γυναίκα, πού στάθηκε καί τόν κύτταζε άδιάντροπα. Ό "Οσιος παραπονέθηκε στόν Κύριο, πού παραχώρησε νά βρή τό άντίθετο άπ’ δ.τι είχε ζητήσει. "Υστερα γύρισε αύστηρό τό βλέμμα του στή γυναίκα καί τής είπε άπότομα. γιά νά τής προκαλέση κάποια συστολή:
Απορώ πώς δέν κοκκινίζεις άπό ντροπή πού τολμάς νά μέ κυττάζης μέ τόση έπιμονή.
'Εγώ τού άποκρίθηκε έκείνη μ’ έτοιμότητα, κάνω αύτό πού μοΰ ταιριάζει. 'Από τήν πλευρά σου πλάστηκα, έσένα πρέπει νά κυττάζω. Τοϋ λόγου σου όμως, πού πλάστηκες δπό ιό χώμα, καλά Οά κάνης νά έχης διαρκώς τό βλέμμα σου ριγμένο σ' αύτό.
Παίρνοντας τόσο σωστή άπάντησι ό μέγας "Οσιος, ευχαρίστησε μ' ευγνωμοσύνη τόν θεό. Πιό ωφέλιμη διδασκαλία άπ αυτή δέν του χρειαζόταν πλέον.
Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος είχε συνήθεια μία ή καί περισσότερες φορές τήν έβδομάδα νά συγκεντρώνη τούς Μοναχούς τοϋ Κοινοβίου του καί νά τούς διδάσκη τό λόγο τοϋ θεοϋ. Κάποτε, άντί νά διδάξη ό ίδιος, πρόσταζε τόν Θεόδωρο, νέο άκόμη στήν ηλικία Κι΄ άρχάριο στή μοναχική ζωή, νά μιλήση στους άδελφούς. Ηθελε μ' αύτό νά δοκιμάση τήν ύπακοή του. Ό καλός ύποτακτικός, χωρίς άντιρρήσεις καί ταπεινολογίες, έκανε ευθύς τή προσταγή τοϋ ‘Ηγουμένου του. Σηκώθηκε Κι΄ άρχισε νά διδάσκη τό θείο λόγο. Αύτό όμως δέ καλοφάνηκε στούς γεροντότερους. θύμωσαν Κι΄ έπιδεικτικά άφησαν τή συγκέντρωσι Κι΄ έφυγαν γιά τά κελλιά τους. Σάν τέλειωσε ή διδασκαλία, έστειλε ό Όσιος καί τούς κάλεσε νά παρουσιασθοΰν μπροστά του.
Γιατί φύγατε άπό τή σύναξι; τούς ρώτησε αυστηρά.
Τί ήθελες νά κάνωμε, Άββά. άποκρίθηκαν μέ άγανάκτησι έκεϊνοι, άφοϋ έβαλες ένα παιδί νά διδάξη τούς γέρους;
Ό Όσιος Παχώμιος άναστέναξε βαθειά καί δάκρυα άνέβηκαν στά μάτια του.
Καλά λένε πώς ή ύπερηφάνεια είναι ρίζα όλων τών κακών καί γκρεμίζει όλα τά καλά, πού χτίζει ό ταλαίπωρος άνθρωπος μέ τόσους κόπους. Φεύγοντας άπό τή σύναξι δέν καταφρονήσατε, άθλιοι, τόν Θεόδωρο, άλλά τό Πνεύμα τό ‘Αγιον, πού ώμιλοΰσε δι' αύτοΰ. Δέν είδατε εμένα, τόν πνευματικό σας Πατέρα καί διδάσκαλο, μέ πόση προσοχή παρακολουθούσα; Καί σάς βεβαιώνω πώς πιό ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αύτά. τούς έδωσε αυστηρό έπιτίμιο γιά νά συντρίψη τόν έγωϊσμό τους.
ΛΕΝΕ γιά τόν παραπάνω Όσιο πώς ή ταπεινοσύνη του ήταν άφθαστη. Δεχόταν συμβουλές καί υποδείξεις μ' εύχαρίστησι Κι΄ άπό τόν πιό μικρό άκόμη.
Μιά μέρια έπλεκε ψαθί Κι΄ ένα μικρό καλογερόπαιδο τού πήγε χόρτο. Κάθησε λίγο καί τόν παρατηρούσε πώς έπλεκεύστερα τού είπε μ' αποδοκιμασία:
Δέν τό κάνεις καλά, Άββα. μή γυρίζης έτσι τό σειρήτι. Ό Άββάς Θεόδωρος πλέκει καλλίτερα.
Ό "Οσιος σηκώθηκε τότε άπό τόν πάγκο του καί είπε στό παιδί μέ καλωσύνη:
"Ελα κάθησε έδώ, παιδί μου, νά μοΰ δείξης νά τό πλέκω καλλίτερα.
Τό παιδί κάθησε με άφέλεια Κι΄ έδειχνε στόν Όσιο τόν τρόπο πού είχε μάθει νά κάνη τή σειρά. Εκείνος γελούσε καλοκάγαθα μέ τήν άπλότητά του.
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε έπισήμως στήν Κωνσταντινούπολι τόν Όσιο ’Αντώνιο ό αύτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος. Ό Όσιος έπεσε σέ μεγάλη συλλογή. Δέν ήξερε τί ν’ άποφασίση ν’ άρνηθή στόν αύτοκράτορα ή νά θυσιάση τήν άγαπημένη του έρημία. Τελικά σκέφτηκε νά ρωτήση τό μαθητή του, τόν Παύλον τόν Άπλοΰν.
Τί λές, παππούλη,  έτσι τόν έλεγε συνήθως, γιατί έγινε στά γεράματά του Μοναχός , πρέπει νά πάω στήν Κωνσταντινούπολή
"Αν πάς. τού άποκρίθηκε έκεϊνος μέ τήν άπλότητά πού τόν χαρακτήριζε, θά είσαι Αντώνιος, άν όμως άρνηθής νά πάς. θά είσαι Μέγας Αντώνιος.
ΚΙ΄ ό Μέγας Πατήρ, Ακολουθώντας ταπεινά τήν ύπόδειξι τού υποτακτικού του. άρνήθηκε νά πάη.
··
Ο ΑΒΒΑΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ φιλοξένησε μία ήμέρα στό κελλί του έναν ειδωλολάτρη Ιερέα, πού είχε παραπλανηθή στήν έρημο. Ό ξένος θαύμασε τή σκληρή ζωή τού έρημίτου καί τού είπε:
“Υστερα άπό τόσες θυσίες πού κάνετε γιά τήν Αγάπη τού Θεού σας. σείς οΐ Μοναχοί, φαντάζομαι πόσες Αποκαλύψεις καί τί μυστήρια θά σάς δείχνη κάθε μέρα.
“Οχι, άποκρίθηκε ό Άββάς. τέτοιο πράγμα δέν συμβαίνει.
“Ω. έκανε έκπληκτος ό είδωλολάτρης, τότε θ' Αφήνετε πονηρούς λογισμούς στήν καρδιά σας. πού σάς χωρίζουν άπό τόν θεό, γι αυτό δέ σάς φανερώνει μυστήρια.
Αργότερα φανέρωσε στούς Γέροντας ό Άββάς 'Ολύμπιος τά λόγια τού ξένου του Κι΄ έκεϊνοι παραδέχτηκαν πώς είχε δίκιο.
ΟΤΑΝ ήμουν νεώτερος, διηγείτο στούς Αδελφούς ό Άββάς Μακάριος, έπεσα κάποτε σέ άκηδία. Βγήκα λοιπόν άπό τήν καλύβα μου καί περιπλανιόμουν Ασκοπα στήν έρημο, γιά νά διασκεδάσω τή θλίψι μου. Επιθυμούσα νά βρώ κάποιον άνθρωπο νά μοΰ είπή δυό λόγια ωφέλιμα. Ξαφνικά είδα μπροστά μου ένα μικρό τσοπανόπουλο, πού έβοσκε πιό κάτω τις Αγελάδες του. Μοΰ ήλθε τότε στό λογισμό νά τό ρωτήσω:
Τί νά κάνω, παιδί μου, πού πεινώ;
Καί δέ τρώς: μού άποκρίθηκε. σηκώνοντας μ' Αδιαφορία τούς ώμους του.
“Εφαγα, γυιέ μου, μά ξαναπείνασα.
Φάγε πάλι, μού είπε.
Έφαγα καί ξανάφαγα ό δόλιος, μά πάλι πεινώ.
Μά βόΐδι είσαι, Άββά. πού θές διαρκώς νά μασουλίζης, μού είπε, ξεσπώντας σ' ένα περιπαιχτικό γέλιο.
Καλά σοΰ λέει τό παιδί, είπα στό λογισμό μου, καί γύρισα διδαγμένος στό κελλί μου.
ΕΝΑΣ σοφός Γέροντας, στόν όποιον πήγαιναν πολλοί γιά συμβουλές, συνήθιζε νά λέγη:
Πόσο καλλίτερα θά ήταν γιά μένα νά διδάσκωμαι παρά νά κάνω τό δάσκαλο στούς άλλους.
·
ΠΟΙΟ είναι τό έργο τού Μοναχού; ρώτησε μιά μέρυ τό νεαρό υποτακτικό του ό Όσιος Μακάριος.
Γύ ρωτάς έμένα, Άββα. είπε ντροπαλά ό νέος.
Γιατί όχι, άποκρίθηκε ό Όσιος. Μυαλό έχεις νά σκεφτής.
Νομίζω πώς ό Μοναχός δέν έχει άλλο έργο άνώτερο άπό τό νά βιάζη διαρκώς τόν έαυτό του νά κάνη τό καλό, είπε τότε ό ύποτακτικός.
Ό Γέροντας συμφώνησε πώς ήταν πολύ όρθή ή άπάντησί.του.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσις. Άββά; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οί άδελφοί τής σκήτης.
Ταπείνωσις, παιδιά μου, άποκρίθηκε έκεΤνος, είναι νά σοΰ φταίξη ό άλλος καί σύ νά τόν συγχωρέσης παρευθύς, χωρίς νά περιμένης νά σοΰ ζητήση συγγνώμη.
Π ιό σύντομο δρόμο γιά τόν Ουρανό άπό τήν ταπεινοσύνη δέ μπορείς νά βρής. έλεγε άλλος Πατήρ.
ΔΥΟ Επίσκοποι σέ γειτονικές έπαρχίες, ό ένας πλούσιος καί ισχυρός, ό άλλος φτωχός καί ταπεινός, παραζηγήθηκαν κάποτε γι' άσήμαντη άφορμή. ’Από τότε ζητοϋσε ό πλούσιος ευκαιρία νά Εκδικηθή τό φτωχό. ’Εκείνος όμως  δέ φοβήθηκε Κι΄ Ελεγε συχνά στους κληρικούς του:
Κάνετε υπομονή, ’Αδελφοί, Εμείς θά νικήσωμε στό τέλος.
Σ' Ενα μεγάλο πανηγύρι, πού ό πλούσιος Επίσκοπος μέ πομπή άτέλειωτη λιτάνευε τήν εικόνα τού Αγίου πού γιόρταζε, ό γείτονάς του πήρε όλους τούς κληρικούς του καί πήγε στήν Επαρχία του.
Θά κάνετε ό,τι κάνω Εγώ. τούς είχε είπή. καί σήμερα, μέ τή δύναμι τού θεού, θά τόν νικήσωμε.
Τί Εχει στό νοΰ του τάχα νά κάνη; Ελεγαν μέ άπορία Εκείνοι μεταξύ τους.
Σάν Εφτασαν στή γειτονική πόλι. ή πομπή βρισκόταν στόν πιό κεντρικό δρόμο. Τότε ό ταπεινός ’Επίσκοπος, μέ όλο  του τόν κλήρο. Επεσε στά πόδια του αντιπάλου του καί είπε δυνατά γιά ν’ ακουστή άπ' όλους:
Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δούλοι σου είμαστε όλοι.
Ό ισχυρός ’Επίσκοπος Εκάμφθηκε καί. διώχνοντας τή σκληρότητα άπό τήν καρδιά του, άγκάλιασε τόν αδελφό του καί τού είπε ταπεινά:
Σύ είσαι Πατέρας καί δεσπότης μου.
'Από τήν ήμέρα Εκείνη άπόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
Δέν σάς Ελεγα, τέκνα μου, πώς θά τόν νικήσωμε; Ελεγε ό φτωχός ’Επίσκοπος στούς κληρικούς του. Ή ταπεινοσύνη είναι άληθινή δύναμι στή ζωή.

Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο τό άκόλουθο περιστατικό στούς υποτακτικούς του γιά νά τούς άποδείξη πόσο κερδίζει ό ταπεινός:
Κάποτε κατεβαίναμε στήν πόλι μέ τόν μακαρίτη τόν Γέροντά μου καί δυό ακόμη ’Αδελφούς. Στό δρόμο, χωρίς νά το καταλάβωμε. πέσαμε σ' Ενα χωράφι καί πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις τό πήρε είδησι ό Ιδιοκτήτης, πού Εσκαβε πιό πέρα. Εγινε Εξω φρενών άπό τό θυμό του. Ήλθε κοντά μας Κι΄ άρχισε νά μάς βρίζη μέ τό χειρότερο τρόπο:
Καλόγεροι είσαστε σείς; Έχετε θεό μέσα σας; ‘Αν φοβόσαστε τό θεό. θά υπολογίζατε τούς ξένους κόπους.
Γιά τήν άγάπη τού Χριστού, μήν άπαντήση κανένας, μάς ψιθύρισε ό Γέροντας. Ύστερα γύρισε στό χωριάτη μέ ταπεινοσύνη:
Έχεις δίκιο, παιδί μου, τού είπε, άν είχαμε φόβο θεού θά προσέχαμε καί δέ θά κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλαμε, συγχώρεσέ μας. γιά τήν άγάπη τού Κυρίου.
Μέ μιάς ό χωρικός ήρέμησε. Τά ταπεινά λόγια τού Γέροντος Εσβυσαν τό θυμό του. Ντράπηκε γιά όσα προηγουμένως είχε είπή καί πέφτοντας στά γόνατα τού είπε:
Συγχώρεσέ με. άνθρωπε τού θεού, καί πάρε με μαζί σου νά γίνω Κι΄ έγώ Καλόγερος.
Ό Γέροντας τόν δέχθηκε μετά χαράς Κι΄ άπό τότε Εμεινε γιά πάντα στήν υποταγή του.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ευσεβής πήγε νά συμβουλευθή τόν "Οσιο Μακάριο, πώς ν' άποκτήση ταπεινοφροσύνη.
Ν' άποφεύγης τόν άνθρώπινο Επαινο, τού είπε ό Γέροντας, καί ν άγαπάς τήν καταφρόνια.
Δύσκολο πράγμα. Εκανε ό νέος, πολύ δύσκολο.
"Ακούσε, παλληκάρι μου, τού είπε τότε ό σοφός Γέροντας, έδώ πιό κάτω είναι τό κοιμητήρι. Πετάξου μιά στιγμή ώς έκεϊ, καί, μ' όσες πέτρες βρής. πετροβόλησε τά μνήματα. Πές Κι΄ όσες βρισιές θέλεις στούς νεκρούς.
Ό νέος Εκανε όπως  τού είπε ό Άββάς Κι΄ όταν γύρισε πίσω στήν καλύβα, τόν ρώτησε Εκείνος τί τού άποκρίθηκαν οι πεθαμένοι.
Τίποτε, είπε ό νέος.
Κάνε τόν κόπο άλλη μιά φορά νά πάς νά τούς έπαινεσης.
Ξαναπήγε τό παλληκάρι κι άρχισε μέ τά πιό κολακευτικά λόγια νά έγκωμιάζη τούς νεκρούς.
Τι σού είπαν τώρα, τόν ρώτησε ό Γέροντας, σάν γύρισε.
Τίποτε.
Κάνε Κι΄ έσύ τό Ιδιο γιά ν' άποκτήσης ταπεινοσύνη, τόν συμβούλεψε ό Όσιος. Γίνου νεκρός τόσο γιά τήν τιμή, όσο καί γιά τήν καταφρόνια τών άνθρώπων.
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ στόν άνθρωπο, πού ή φήμη του ξεπερνά τίς πράξεις του, έλεγε κάποιος Γέροντας.
Καί άλλοτε πάλι:
 Μήν άποφεύγης, άδελφέ. τήν καταφρόνια.
ΚΑΘΩΣ προσηύχετο μιά Κυριακή στήν ’Εκκλησία τής σκήτης ό Όσιος Ιωάννης δ Κολοβός, έβγαλε βαθύ άναστεναγμό. Όταν όμως  άντελήφθηκε πώς τόν άκουσε ό άδελφός, πού στεκόταν πίσω του, γύρισε καί τού έβαλε ταπεινά μετάνοια.
Συγχώρεσέ με, άδελφέ, τού είπε, είμαι άκόμη άκατήχητος.
···
ΕΛΕΓΕ στούς άδελφούς δ Αββάς Ιωσήφ τού Πηλουσίου, πώς τόν καιρό πού άσκήτευε στό δρος Σινά, πήγε νά μείνη έκεΐ κάποιος ξένος Μοναχός πολύ δμορφος στήν δψι. Στήν ’Εκκλησία όμως  τήν Κυριακή τόν έβλεπαν όλοι μ’ ένα παλιό κουρελιασμένο μανδύα Κι΄ άποροΰσαν.
Ό Άββάς Ιωσήφ πήρε θάρρος μιά μέρα καί τόν ρώτησε:
Γιατί, άδελφέ, έρχεσαι στή Λειτουργία μ αυτό τό σκισμένο ρούχο; Αυτό είναι άσέβεια. Δέ βλέπεις πόσο εύπρεπισμένοι είναι οί άλλοι άδελφοί;
Συγχώρεσέ με, Άββα, τού άποκρίθηκε ταπεινά ό άδελφός, βάζοντας μετάνοια Εως κάτω, δέν Εχω δεύτερο Ενδυμα.
Ό Άββάς Ιωσήφ τόν πήρε αμέσως στό κελλί του καί τού χάρισε Ενα δικό του μανδύα καί μερικά άλλα Ενδύματα. Τήν Κυριακή θαύμασαν όλοι πού τόν είδαν νά μπαίνη μΕ τά καινούργια ρούχα στήν Εκκλησία. Έμοιαζε σάν Άγγελος.
Χρειάστηκε κάποτε νά στείλουν οΐ Πατέρες τού Σινά στόν Αύτοκράτορα μιά άντιπροσωπεία άπό μερικούς άδελφούς γιά νά πετύχουν κάποια χάρι. Μεταξύ ιών άλλων ώρισαν νά πάη Κι΄ ό παραπάνω άδελφός.
Σάν τ' άκουσε Εκείνος. Επεσε στά πόδια τών Γερόντων καί τούς παρακάλεσε νά στείλουν άλλον στή θέσι του.
 Είμαι δούλος κάποιου άρχοντα στή Κωνσταντινούπολή δικαιολογείτο, Κι΄ Εφυγα κρυφά γιά νά Ελθω. Άν τώρα μέ γνωρίση, θά μέ κρατήση νά τού δουλεύω μέ τή βία
Έτσι δέν πήγε μέ τούς άλλους. ΟΙ άδελφοί όμως, πού Εφτασαν στή Βασιλεύουσα, Εμαθαν πώς ήταν ό Ιδιος ό άρχοντας μέ μεγάλη θέσι στά βασιλικά παλάτια καί γιά τήν άγάπη τού Χριστού είχε ταπεινώσει τόσο τόν Εαυτό του.
ΚΑΠΟΙΟΣ νέος, πού Ετοιμαζόταν ν' άκολουθήση τή μοναχική ζωή, πήγε νά συμβουλευτή τόν Άββά Φώτιο, πώς Επρεπε νά συμπεριφέρεται στήν 'Αδελφότητα. Ό σοφός Γέροντας. Εκτός άπ' τ' άλλα, τού είπε Κι΄ αύτά τά ώφέλιμα:
 Άπόφευγε, όσο μπορείς, παιδί μου, νά δημιουργής θόρυβο γύρω άπό τό όνομά σου. Μ ή πής ποτέ: Έγώ δέν πηγαίνω στίς συνάξεις ή δέν τρώγω στήν κοινή τράπεζα τών άδελφών τήν Κυριακή στήν άγάπη. Προσπάθησε νά μή ξεχωρίζης άπό τούς άλλους σέ τίποτε καί κύττα νά μιμήσαι τούς πιό εύλαβείς. Έτσι θ' άποφεύγης τόν άνθρώπινο Επαινο καί θ' άποκτήσης ταπεινοσύνη.
ΠΗΓΑΝ κάποτε στήν καλύβα τού μεγάλου Αρσενίου, για νά συνομιλήσουν μαζί του, 6 Πατριάρχης Θεόφιλος Κι΄ ό "Επαρχος τής 'Αλεξάνδρειάς. Τόν παρακάλεσαν λοιπόν νά τούς είπή κανένα ωφέλιμο λόγο.
“Αν σάς πώ. δίνετε ύπόσχεσι πώς θά τόν τηρήσετε; τούς είπε ό Μέγας Ησυχαστής.
Ναι, έχεις τό λόγο μας, τού άποκρίθηκαν έκεΐνοι.
Αΐ. τότε άκοΰστε καλά, όπου μάθετε πώς βρίσκεται ό άμαρτωλός 'Αρσένιος, φεύγετε μακριά καί μήν έπιχειρείτε νά κουβεντιάζετε μαζί του.
ΟΙ έπίσημοι έπισκέπται, όχι μόνο δέν δυσαρεστηθήκανε. άλλά έδειξαν τόν θαυμασμό τους γιά τή μεγάλη ταπείνωσι του Γέροντος.
ΑΛΛΟΤΕ πάλι μήνυσε στόν παραπάνω Όσιο ό πατριάρχης, πώς θά πήγαινε στό κελλί του νά τόν έπισκεφθή καί τόν παρακαλοΟσε νά τόν δεχθή.
"Αν δεχτώ τήν άγιοσύνη σου. τού παρήγγειλε ό Όσιος, Θά πρέπει ν' άρχίσω νά δέχωμαι Κι΄ όλους τούς άλλους πού θά έρχωντσι έδώ. "Ετσι θ' άναγκαστώ ν' όφήσω τόν τόπο τούτο, πού δέ Οά είναι πιά έρημος, καί νά βρώ άλλον άπόκρυφο.
Όταν πήρε τήν άπάντηση αυτή ό Θεόφιλος, δέν έπεχείρησε πιά νά ένοχλήση τόν Όσιο.
 · ·
ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ό ευσεβής Έπαρχος τής Αλεξάνδρειάς τήν καλή φήμη τού Άββά Μωϋσέως τού ΑίΟίοπος, άνέβηκε κάποτε στή σκήτη νά τόν γνωρίση άπό κοντά. Σάν τό έμαθε όμως έκεϊνος. έφυγε κρυφά άπό τήν καλύβα του καί πήγε κατά τό έλος. Στό δρόμο συνάντησε τόν άρχοντα καί τήν άκολουθία του. πού έτυχε νά περνάνε άπό κεΐ. Οί ξένοι, πού δέν τόν γνώριζαν, τόν σταμάτησαν καί τόν έρώτησαν νά τούς δείξη τήν καλύβα τού Άββά Μωϋσέως.
Τι γυρεύετε άπ' αυτόν; έκανε μ' άποστροφή ό Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ό άρχοντας λυπήθηκε πού είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν Εφτασε στήν Εκκλησία τής σκήτης, είπε στους κληρικούς:
Κάτω στήν πόλι λένε τόσα καλά γιά τόν Άβηά Μωϋσή, γι’ αύτό ξεκίνησα νά τόν συναντήσω. Μά πριν άπό λίγο συναντήθηκα μ' Ενα Καλόγερο κι Εμαθα άπό λόγου του πώς πρόκειται γιά άνόητο άνθρωπο.
Τί άνθρωπος ήταν αύτός, ρώτησαν άγανακτισμένοι οι κληρικοί, πού τόλμησε νά μιλήση Ετσι γιά τόν Άγιο.
"Ενας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, μέ τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν μέ τήν καρδιά τους.
Άμ αύτός είναι ό Άββάς Μωϋσής.
Ό άρχοντας θαύμασε τήν ταπεινοσύνη τού Γέροντος καί γύρισε στήν πόλι ωφελημένος.
··
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος άρχοντας πήγε στήν Ερημο νά ίδή τόν Άββά Σίμωνα. Σάν τό Ε /θε Εκείνος, κατέβηκε στήν πλαγιά τού λόφου καί Εψαχνε γιά φοινικόφυλλα, γιά νά μή τόν βρούνε. Μά ό άρχοντας Ετυχε νά περνά άπό Εκεί.
Πού είναι ή καλύβα τού άναχωρητή. Άββά; ρώτησε τόν Γέροντα, χωρίς νά ύποπτεύεται πώς ήταν ό ίδιος.
Δέν υπάρχει Εδώ Άναχωρητής, Εχεις κάνει λάθος, γυιέ μου, άποκρίθηκε ό Όσιος, χωρίς νά σηκώση τό κεφάλι άπό τή δουλειά του.
“Αλλοτε πάλι πήγε ό ίδιος ό “Επαρχος νά ίδή τόν Άββά Σίμωνα.
'Ετοιμάσου νά ύποδεχθής τόν άρχοντα, τού είπαν οί άδελφοί.
Τώρα άμέσως, άποκρίθηκε Εκείνος.
Πήρε άπό τήν καλύβα του Ενα κομμάτι ψωμί καί λίγο τυρί στό χέρι, κάθησε στό κατώφλι τής πόρτας κι άρχισε νά τρώγη λαίμαργα.
Εκείνη τή στιγμή πρόβαλε Κι΄ ό άρχοντας καί, βλέποντας τόν Γέροντα νά τρώη έτσι, τόν καταφρόνησε.
Αύτός είναι ό Άναχωρητής, πού έχει τόση φήμη; είπε στό συνοδό του καί γύρισε πίσω, χωρίς νά τού είπή λέξι.
Αύτό ήθελε Κι΄ ό Όσιος.
ΤΡΙΑ όλόκληρα χρόνια, λέγουν oi Πατέρες, προσηύχετο ό Όσιος Παμβώ καί έλεγε:
Κύρε, μή μέ δοξάσης έδώ στή γή.
Καί τόσο τόν έδόξασε ό Θεός γιά τήν ταπείνωσί του, πού τό πρόσωπό του έλαμπε σάν τόν ήλιο καί πολλές φορές δέν μπορούσαν νά τόν βλέπουν οΐ συνασκηταί του.
Τό ίδιο χάρισμα, νά λάμπουν oi μορφές τους, είχαν ό Όσιος Σισώης καί ό Άββάς Σιλουανός.
ΔΙΗΓΕΙΤΟ ό Άββάς Ιωάννης ό Κολοβός γιά κάποιο Γέροντα Πνευματικό, πού είχε μεγάλη φήμη στήν πόλι. πώς πήγε καί κλείστηκε σέ μιά σπηλιά πολύ βαθειά στήν έρημο γιά ν' άποφύγη τή δόξα τών άνθρωπων. Κάποτε τόν είδοποίησαν πώς ένας έτοιμοΟάνατος φίλος του τόν γύρευε νά έξομολογηθή.
Άς άφήσω νά νυχτώση, συλλογίστηκε ό Γέροντας, γιά νά μή μέ ίδούν οί άνθρωποι καί μέ τιμήσουν.
Σάν βράδυασε καί βγήκε άπό τή σπηλιά του, δυό Άγγελοι παραστάθηκαν δεξιά Κι΄ άριστερά του μέ λαμπάδες αναμμένες καί τόν συνώδευαν σ' όλη του τήν όδοιπορία. Οί κάτοικοι τής πόλεως, πού είδαν τό παράξενο έκεΐνο φώς  τούς Αγγέλους δέν τούς έβλεπαν  βγήκαν άπό τά σπίτια τους καί υποδέχτηκαν τόν Όσιο μέ ζωηρές έκδηλώσεις.
Όσο έκείνος άπό ταπεινοφροσύνη άπόφευγε τή δόξα, τόσο τόν τιμούσε ό θεός.
ΤΟΝ καιρό πού έμενε στή σκήτη ό "Οσιος Μακάριος, τόσο πολύ ταπείνωνε τόν έαυτό του πού Οά έλεγε κανείς πώς ήταν ό τελευταίος άπό όλους τούς Μοναχούς.
Γιατί τό κάνεις αύτό; τόν ρωτούσαν οί γεροντότεροι.
Δώδεκα χρόνια κόπιασα γιά νά μοϋ δώση ό Κύριός μου αύτό τό χάρισμα, αποκρινόταν έκεΐνος, καί τώρα θέλετε νά τό παραμερίσω:
ΜΑΘΕ νά έξευτελίζης τόν έαυτό σου καί σ' όποιο τόπο κι άν κατοικήσης. Οά βρής άνάπαυσι. λέγει ό Όσιος Ποιμήν. ··
Ο ΑΒΒΑΣ ΠΕΤΡΟΣ Κι΄ ό Άββάς ’Επίμαχος ήσαν συνασκηταί στή Ραϊθώ. Κάποτε, σέ μιά μεγάλη γιορτή, κάθησαν όλοι οί Μοναχοί νά φάγουν σέ κοινό τραπέζι στό Κυριάκό τής σκήτης. Τότε οί Γέροντες κάλεσαν τούς δύο Άββάδες στή δική τους τράπεζα. "Υστερα άπό μεγάλη βία. κάθησε μόνο ό Αββάς Πέτρος.
Πώς τόλμησες νά φάς στό τραπέζι τών Γερόντων; τόν ρώτησε, σάν έφευγαν γιά τήν καλύβα τους, ό Άββάς ’Επίμαχος.
Νά σοϋ είπώ. άδελφέ, έξήγησε έκεΐνος. "Αν καθόμουν στό τραπέζι τών άδελφών. θά μ έβλεπαν σάν Γέροντα έκείνοι καί θά μέ τιμούσαν. ’Ανάμεσα στούς Πατέρας όμως, ένοιωθα πώς είμαι ευτελέστερος άπό όλους Κι΄ έμεινα ταπεινωμένος.
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ πού τού περνούσε τό φελόνι, τήν ήμέρα πού τόν χειροτονούσε Πρεσβύτερο. είπε φιλικά στόν Άββά Μωϋσή. τόν Αίθίοπα. ό Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς:
—        Αΐ Μωϋσή, τώρα έγινες κατάλευκος σάν περιστέρι.
—        ’Από τό έξωτερικό κρίνει ό δεσπότης μου ή άπό τό έσωτερικό; είπε έκεΐνος ταπεινά.
θέλοντας ύστερα νά τόν δοκιμάση ό Πατριάρχης, άν έχη πραγματική ταπεινοσύνη, ιιίπε κρυφά στους κληρικούς νά τόν διώχνουν άπό τό σκευοφυλάκιο. Έτσι, μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετά τή Λειτουργία, τού φώναξαν όλοι μαζί άποδοκιμαστικά:
Τί θέλεις έδώ. Άράπη. πήγαινε έξω.
"Ενας άπ' αυτούς, πού κρυφά τόν άκολούθησε γιά νά Ιδή άν τού κακοφάνηκε, τόν άκουσε νά μονολογή:
Καλά σοΰ κάνανε, μελανέ. 'Αφού δέν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις μέ τούς ανθρώπους;
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ σ' έκείνον πού τόν τιμούν πιό πολύ άπό τήν άξια του, λέγει κάποιος Πατήρ. Ή ψυχική ζημία πού παθαίνει είναι άνεπανόρθωτη. Εύτυχισμένος έκεϊνος πού καταφρονεΤται άπό τούς άνθρώπους, γιατί τόν περιμένει δόξα στόν Ουρανό.

ΕΝΑΣ άρχάριος άδελφός ζήτησε μιά συμβουλή άπό κάποιο Γέροντα, γιά νά τήν κρατήση σ' όλη του τή ζωή.
 Μάθε νά δέχεσαι εύχαρίστως τίς προσβολές καί τίς περιφρονήσεις τών άνθρώπων. Αύτό είναι ταπεινοσύνη καί ξεπερνά όλες τίς άλλες άρετές, τού άποκρίθηκε ό Γέρων.
···
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινός στ' άλήθεια έκεϊνος πού έξευτελίζει τόν έαυτό του μόνος του. λέγει άλλος Πατήρ. Αύτό δέν είναι τόσο δύσκολο. Ταπεινοσύνη είναι νά δέχεσαι μ' εύχαρίστησι νά σέ έξευτελίζουν άλλοι.
Ό Ιδιος πάλι συμβουλύει:
“Αν σ' έπαινέσουν, μή δεχθής τόν έπαινο. Θυμίσου παρευθύς πόσες άμαρτίες έχεις, πού άν τίς γνώριζαν οΐ άνθρωποι, όπως τίς γνωρίζει ό θεός, δέ θά σ’ έγκωμίαζαν καθόλου. Παρακάλεσε τόν Κύριο, μέ τήν καρδιά σου, νά σέ σκεπάση. γιά νά μή ζημιωθής άπό τόν έπαινο.
ΚΑΘΟΤΑΝ μιά Κυριακή στό κατώφλι τής Εκκλησίας ό Άββάς Ιωάννης ό Κολοβός ύστερα άπό τή θεία Λειτουργία. ΟΙ άρχάριοι Μοναχοί τής σκήτης τόν περικυκλώσανε καί τού έκαναν διάφορες έρωτήσεις γύρω άπό τήν άσκητική ζωή.
Ένας όμως άπό τούς γεροντότερους Μοναχούς φαίνεται πώς φθόνησε καί είπε πικρόχολα στόν Όσιο:
Τό σκεύος σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο δηλητήριο.
Δίκιο έχεις, άδελφέ, τού άποκρίθηκε ταπεινά ό Όσιος, καί κρίνεις μόνο άπό τά έξω. Τί θά έλεγες άραγε, άν μπορούσες νά Ιδής καί τά πιό μέσα;
··
ΕΓΙΝΕ σύναξι στή σκήτη καί πήγε τελευταίος ό Άββάς ΜωΟσής. Οί Πατέρες, γιά νά τόν δοκιμάσουν, είπαν τάχα μεταξύ τους, άλλά δυνατά γιά ν' άκουστή:
Τί γυρεύει άνάμεσά μας τούτος ό Άράπης;
Ό Μωϋσής δέχτηκε σιωπηλά τήν προσβολή. “Εμεινε όμως στή θέσι του ήρεμος.
Δέν ταράχτηκες καθόλου Μωϋσή; τόν ρώτησαν ύστερα οί Γέροντες.
Ταράχτηκα, είπε έκεϊνος ταπεινά, άλλά άγωνίστηκα νά μή μιλήσω.
···
ΟΠΟΙΟΣ πειρασμός Κι΄ άν βρή τόν ταπεινόφρονα, λέγει ό Άββάς Ποιμήν, νικά γιατί σωπαίνει.

ΛΕΝΕ γιά κάποιο Γέροντα, πώς έδειχνε έξαιρετική άγάπη σ' έκείνους πού τόν καταφρονούσαν καί μέ κάθε τρόπο τόν άτίμαζαν.
Αύτοί είναι φίλοι μας. συνήθιζε νά λέγη γιατί μάς όδηγοΟνε στήν ταπείνωσι. Εκείνοι πού μάς τιμούν καί μάς έγκωμιάζουν ζημιώνουν τήν ψυχή μας. Τό λέει καί ή Γραφή: «οί μακαρίζοντες ύμάς, πλανώσιν ύμάς».
 
ΕΦΕΡΑΝ κάποτε ξερά σύκα στή σκήτη Κι΄ ό Πρεσβύτερος τά μοίρασε στους άδελφούς. ’Επειδή όμως  δέν ήσαν τόσο καλά, δέν Εστειλε στόν "Οσιο ’Αρσένιο, γιά νά μήν τόν προσβάλη. ’Εκείνος όμως , σάν τό έμαθε, παραπονέθηκε:
Γιατί μέ χώρισες άπό τούς άδελφούς μου καί δέ μοΰ Εστειλες εύλογία; είπε τήν Κυριακή στόν Πρεσβύτερο. Ίσως νά σέ πληροφόρησε δ θεός πώς δέν ήμουν άξιος νά πάρω.
Ο Πρεσβύτερος, θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη του ‘Αγίου, του ζήτησε συγγνώμη Κι΄ άπό τότε τού Εστελνε Κι΄ άπό τά πιό τιποτένια πράγματα, πού τύχαινε νά φέρνουν οΐ έπισκέπται στή σκήτη.
···
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ σύναξι τών Γερόντων, γιά μιά σοβαρή ύπόθεσι, ύστερα άπό πολλούς δμιλητάς πήρε τό λόγο Κι΄ ό Άββάς Εύάγριος, πού ήταν νεοφερμένος στή σκήτη. Κακοφάνηκε όμως  στόν Πρεσβύτερο καί τού είπε μέ άποτομία:
Τό ξέρομε δά πώς άν Εμενες στόν τόπο σου, Άββά, θά ήσουν τώρα Επίσκοπος, Επικεφαλής πολλών άνθρώπων. ’Εδώ όμως  καλά θά κάνης νά φέρνεσαι σάν ξένος.
Ο Αββάς Εύάγριος δέν ταράχτηκε καθόλου, ύστερα άπό τέτοια προσβολή. "Εσκυψε ταπεινά τό κεφάλι του καί άποκρίθηκε:
"Εχεις δίκιο, Πάτερ, Ετσι πρέπει νά συμπεριφέρωμαι. Συγχώρεσέ μου τήν άπερισκεψία. Άλλη φορά θά είμαι πιό προσεκτικός.
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ Ιστορία μάς τή διηγείται ο Παλλάδιος.
Στή γυναικεία μονή τής Ταβέννης, πού μόναζαν τήν έποχή Εκείνη περισσότερες άπό τετρακόσιες καλόγρηες, Ελαμψε μέ τήν άρετή της καί ή παρθένος Ίσιδώρα. Αύτή ή μακαρία, γιά τήν άγάπη τού Χριστού ύποκρινόταν τήν σαλή. Εξευτελίζοντας κάθε μέρα τόν Εαυτό της. Φορούσε κουρέλια Κι΄ Εκανε τίς πιό ταπεινωτικές δουλειές τού Μοναστηριού, Εξυπηρετώντας σαν αγορασμένη δούλη, Αλες τίς ’Αδελφές, χωρίς έξαίρεσι. Εκείνες πάλι, σάν νά γύρευαν μ' αύτό νά τήν Ανταμείψουν, τήν περιφρόνησαν τόσο, πού Κι΄ άπό τήν τράπεζα Kt' άπό τήν Εκκλησία άκάμη τήν έδιωχναν. Έτσι ή Ίσιδώρα έτρωγε τ' Αποφάγια πού περίσσευαν στά πιάτα, ζαρωμένη στό τζάκι τοϋ μαγειριού Κι΄ άκουγε τήν Ακολουθία της χειμώνακαλοκαίρι στά σκαλοπάτια τής Εκκλησίας. Ήταν Αδύνατο νά περάση ημέρα χωρίς νά τή βρίσουν, νά τήν κτυπήσουν ή τό λιγώτερο νά τήν περιπαίξουν οΐ Αλλες καλόγρηες. Κι΄ αυτή τά δεχόταν όλα αύτά, σάν δροσάτη Ανθοδέσμη μέ τήν όποια έπλεκε τό Αμάραντο στεφάνι τής δόξης της. Ποτέ δέν άντιλόγησε. δέ φιλονίκησε, δέν έδειξε σημάδι Ανυπομονησίας.
Καί νά πώς ό θεός έκανε φανερή σ' όλους τήν Αρετή της: Στό Απέναντι βουνό άσκήτευε ένας "Αγιος 'Ερημίτης, ό Άββάς Πιτηροΰν. Περνούσε μέ μεγάλη στέρησι καί παίδευε πολύ τό σώμα του. θά ήταν αύτό ίσως Αφορμή πού τού ήλθε κάποτε λογισμός: Άραγε είναι άλλος σ' αύτό τόν τόπο πού νά σέ φτάνη στήν Αρετή;
Τήν νύχτα είδε στόν ύπνο του “Αγγελο Κυρίου.
— Σήκω καί πήγαινε στό γυναικείο Μοναστήρι, τόν πρόσταζε. Εκεί θά βρής μιά παρθένο μέ διάδημα στό κεφάλι. Αύτή είναι Ασύγκριτα άνώτερή σου.
Ό Άββάς Πιτηροΰν δέν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πήρε τό ραβδάκι του καί τράβηξε γιά τό γυναικείο Μοναστήρι. ΟΙ καλόγρηες τού έκαναν μεγάλη υποδοχή, γιατί είχε φήμη Αγίου σ' όλον έκείνο τόν τόπο. Ό Άββάς πήγε στήν Εκκλησία καί ζήτησε άπό τήν Προεστώσα νά τού παρουσιάση δλες τίς Αδελφές, νά τίς γνωρίση προσωπικά. Τού έγινε Αμέσως ή έπιθυμία. Μίαμία περνούσαν μπροστά Απ' τόν Άββά δλες οί καλόγρηες, έβαζαν μετάνοια καί στέκονταν στά στασίδια τους.
Εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά, μά δέν έμεινε ευχαριστημένος. Δέν είδε άνάμεσά τους έκείνη, πού τού είπε ό Άγγελος, καί λυπήθηκε.
Σάν πέρασε Κι΄ ή τελευταία, ρώτησε ό Άββάς. άν υπήρχε άλλη.
Όχι, τού άποκρίβηκαν, έδώ είμαστε δλες.
‘Αδύνατον, είπε ζωηρά ό Άββάς. Πρέπει νά ύπάρχη άκόμη μία. ‘Εκείνη, χάριν τής όποιας έκανα όλη αύτή τήν όδοιπορία.
’ Εχομε άκόμη μία καλόγρηα στό Μοναστήρι, αναγκάστηκε νά φανέρωση ή προεστώσα μπροστά στήν έπιμονή τού Γέροντος, άλλά είναι σαλή, γι’ αυτό δέν τήν λογαριάζομε μέ τήν ’Αδελφότητα.
“Ας έλθη κι αύτή, είπε ό Άββάς.
Μέ πολλή βία ώδήγησαν τήν ταπεινή Ίσιδώρα μπροστά στόν Όσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη άπό τούς καπνούς τού μαγειριού. Μόλις τήν άντίκρυσε έκείνος. έμεινε σάν μαρμαρωμένος άπό τήν έκπληξι. Τό παλιομάντηλο πού σκέπαζε τήν κεφαλή της καί πού οί άδελφές της τό άηδίαζαν, έλαμψε στά μάτια του σάν όλόχρυση κορώνα. Ύστερα έπεσε στά γόνατα καί τής είπε, μέ φωνή πού έτρεμε άπό συγκίνησι:
Εύλόγησέ με. Όσία.
Άλλά ή ταπεινή Ίσιδώρα έσκυψε καί τού φίλησε τά πόδια.
’Εσύ εύλόγησέ με, Άγιε Πάτερ.
Παραξενέμες οί καλόγρηες άπ' όσα έβλεπαν μπροστά τους, είπαν στόν Άββά:
Μήν έξευτελίζης έτσι τόν έαυτό σου. Αύτή είναι σαλή.
'Εκείνος όμως τίς κατακευραύνωσε μέ τό αύστηρό του βλέμμα:
Σείς όλες είσθε σαλές καί ανόητες. Αύτή έδώ είναι πολύ άνώτερη Κι΄ άπό σάς Κι΄ άπό μένα. Τής άξίζει νά λέγεται Άμμάς'. Είθε νά μάς άξιώση ό θεός νά βρεθούμε στό πλευρό της στή Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τι τοΟ είχε άποκαλύψει ό Θεός γιά τήν μακαρία Ίσιδώρα.
Σάν τ' ακόυσαν οΐ καλόγρηες, έπεσαν στά γόνατα Κι΄ έζήτησαν συγχώρησι άπό τήν Αδελφή τους Κι΄ έξωμολογήθηκαν στόν Όσιο τά μαρτύρια πού ώς τή στιγμή έκείνη τής είχαν κάνει.
"Αλλη τήν κορόΐδευε άπό τό πρωΐ ώς τό βράδυ, άλλη τήν περιέλουζε με άκάΟαρτα νερά, άλλη τής έτριβε τή μύτη μέ σινάπι. Δέν βρέθηκε ούτε μία. πού νά μήν τήν είχε μέ κάποιο τρόπο βασανίσει.
Ό Όσιος έκανε προσευχή γι’ αυτές νά συγχωρήση ό Θεός τις άπερισνεψίες τους.
Ύστερα γύρεψε τήν Όσια Ίσιδώρα νά τήν παρακαλέση νά δώση κι αυτή τή συγχώρησι σείς Αδελφές της, μά δέν τήν βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε Κι΄ έφυγε κρυφά άπό τό Μοναστήρι, γιά ν' άποφύγη τόν άνθρώπινο έπαινο, καί κανείς δέν έμαθε ποτέ πού τελείωσε τή ζωή της.
···
ΝΑ ΠΩΣ δοκίμαζαν τούς υποτακτικούς των οί παλαιοί άγιοι Γέροντες, ώσπου νά μορφωθούν μέσα τους οί άρετές τού Χριστού καί πάνω άπ' όλες  ή ταπεινοφροσύνη. Τό άκόλουθο περιστατικό μάς τό διηγείται ό Όσιος Κασσιανός:
."Ενα άρχοντόπουλο άπό τήν πόλι πήγε σ' ένα γειτονικό Κοινόβιο καί ζήτησε νά γίνη Καλόγερος. Ό Ηγούμενος, γιά νά τόν δεχτή, τού έκανε αυτή τή δοκιμασία: Τού φόρεσε κουρέλια, τού φόρτωσε στήν πλάτη καμμιά είκοσαριά πανέρια καί τόν έστειλε νά τά πουλήση στήν πόλι. Τόν πρόσταζε νά μήν τά δώση όλα μαζί σέ κανένα μαγαζί, μά έναένα, γυρνώντας καί διαλαλώντας τό έμπόρευμά του στούς πιό κεντρικούς δρόμους.
Τό άρχοντόπουλο έκανε κατά γράμμα τήν προσταγή τού Ηγουμένου του. "Ετσι τόν είδαν οί συγγενείς Κι΄ οί φίλοι του καί τόν ρεζίλεψαν μέ τήν καρδιά τους. Μά σάν γύρισε το βράδυ στό Κοινόβιο, ό 'Αββάς χόν κούρεψε αμέσως μοναχό. 'Ηταν άξιος, γιατί έδειξε ταπεινοσύνη.
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο γέροντα, πώς 0ά μπορούσε νά γίνη μωρός γιά τήν άγάπη τού Χριστού. Εκείνος τότε τού διηγήθηκε αύτό τό περιστατικό:
"Ενας γείτονας μου Ερημίτης περιμάζεψε ένα έγκατελιμμένο παιδί στήν καλύβα του καί τό μεγάλωσε. Μιά μέρα τόν άκουσα νά τό συμβουλεύη:
"Αν τύχη νά σέ βρίση κανείς, γυιέ μου, έσύ εύλόγησέ τον. Όταν σέ προσκαλέσουν σέ τραπέζι, φάγε τά χειρότερα Κι΄ άφησε γιά τούς άλλους τά καλλίτερα. "Αν πρέπει νά διαλέξης μόνος τά φορέματά σου. προτίμησε τά παλιά Κι΄ άφησε στούς άλλους τά καινούργια. "Αν σέ στείλουν...
Δέν πρόφτασε νά τελείωση τή φράσι του ό Γέροντας, τό παιδί βιάστηκε νά τόν διακόψη:
Μά γιά κουτό μέ περνάς, Άββά, νά κάνω 6λα τούτα πού μοϋ άραδιάζεις;
Ναί, παιδί μου. άποκρίΟηκε ό καλός Άββάς, γίνε μωρός, γιά τήν άγάπη τού Χριστού μας, νά βρής γαλήνη στή ζωή σου.
ΘΕΛΟΝΤΑΣ νά βεβαιωθούν οΐ Γέροντες, άν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός καί πράος ό Αββάς ΑγάΟων, δσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μιά μέρα τάχα θυμωμένοι στό κελλί του καί τού φώναξαν:
Έσύ είσαι ό Αγάθων, ό φαύλος Κι΄ ύπερήφανος;
Ναί. Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, άποκρίΟηκε έκεϊνος, χωρίς κάν νά ταραχθή.
Καί τολμάς νά φλυαρής καί νά κατακρίνης τούς άδελφούς; έξακολούθησαν οί άλλοι.
Δίκιο έχετε, άλλά παρακαλέστε τόν Θεό νά μ' έλεήση, είπε πάλι ό ταπεινός Αγάθων.
Καί δέ φτάνουν όλα αυτά, Εγινες τώρα ια αιρετικός.
Ά. όχι, αίρετικός δέν Εγινα άκόμη. ύψωσε ζωηρά τή φωνή ό Άββάς. πρός μεγάλη έκπληξι τών ανακριτών του.
Γιά έξήγησέ μας, ‘Αγάθων, τού είπαν χαμογελώντας οί Γέροντες, γιατί δέχτηκες εύχαρίστα>ς δλες τίς άλλες κατηγορίες καί τούτη την τελευταία δέν θέλησες νά τήν παραδεχτής;
Καλό είναι γιά τήν ψυχή μου, Κι΄ ούτε κανένα βλάπτει, νά μέ νομίζουν οί άλλοι φαύλο καί φλύαρο, υπερήφανο καί φιλοκατήγορο, άποκρίθηκε ό Όσιος. 'Αλλά νά μέ νομίζουν αίρετικό, ζημιώνονται, καί μένα χωρίζουν άπό τόν Κύριό μου.
Οί Γέροντες θαύμασαν τή διάκρισί του καί παραδέχτηκαν πώς είχε δίκιο.

ΟΠΟΙΟΣ έπαινε μπροστά του άνθρωπο, έλεγε κάποιος Γέροντας, τόν παραδίνει στό διάβολο γιά νά τόν πολεμάη.

ΚΑΠΟΙΟΣ Επισκέπτης μιά μέρα Επαίνεσε τό Εργόχειρο τού Άββά Ιωάννη. Εκείνος Εκανε πώς δέν άκουσε Κι΄ Εξακολούθησε τή δουλειά του. Ό ξένος τόν Επαίνεσε γιά δεύτερη φορά καί πάλι ό Γέροντας σιώπησε. Μά σάν πήγε γιά τρίτη φορά νά τόν Εγκωμιάση, παραμέρισε τό Εργόχειρό του ό Άββάς καί τού είπε Ενοχλημένος:
Άπό τή στιγμή πού μπήκες Εδώ μέσα, άνθρωπέ μου, κοντεύεις νά δίωξης τόν Θεό.
Η ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗ είναι ή πύλη τ' ούρανού, συνήθιζε νά λέγη δ παραπάνω Άββάς Ιωάννης. Διά μέσου αυτής μπήκαν οί Πατέρες μας στήν πόλι τού Θεού.
ΛΕΝΕ πώς ό Άββάς Μακάριος φερνόταν μέ ψυχρότητα καί σπάνια μιλούσε σ' Εκείνους πού τόν τιμούσαν καί τον εγκωμίαζαν. Οί αδελφοί πού τόν ήξευραν σάν ήθελαν νά τόν συμβουλευτούν, του έπιαναν έτσι κουβέντα:
 Τί έκανες, Άββά, τόν καιρό πού ήσουν καμηλιέρης Κι΄ έκλεβες νίτρο καί τό πούλαγες κρυφά; Έτρωγες πολύ ξύλο άπό τούς φύλακες;
Ό Γέροντας χαμογελούσε εύχαριστημένος, γιά τά προσβλητικά λόγια, καί συνωμιλούσε μέ τούς άδελφόύς.
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΝ στήν πόλι έναν "Αγιο Ερημίτη νά Οεραπεύση μέ τήν προσευχή του ένα δαιμονισμένο νέο. Σάν τόν είδαν νά πλησιάζη, οί συγγενείς τού άρρωστου, βγήκαν μέ λαμπάδες αναμμένες νά τόν υποδεχτούν. Αυτό όμως κακοφάνηκε στόν ταπεινό Γέροντα καί βρήκε αυτό τό τέχνασμα νά τούς διώξη: Έβγαλε όλα του τά ρούχα Κι΄ έμεινε γυμνός. Ύστερα κάθησε νά τά πλένη στό ποτάμι. Οί άνθρωποι πού τόν είδαν, έφυγαν σκανδαλισμένοι.
Πώς τό έκανες αυτό, Άββά; τόν ρώτησε όργότερα κάποιος φίλος του. “Οσοι σέ είδαν νά γυμνώνεσαι, είπαν πώς έχεις δαιμόνιο.
Αύτό γύρευα Κι΄ έγώ, άποκρίθηκε ό ταπεινός Γέροντας.
Η ΤΑΠΕ1ΝΟΑΟΓΙΑ δέν είναι ταπεινοφροσύνη, έλεγεν ό Άββάς Σεραπίων, καί διηγείτο στους άδελφούς τό παρακάτω περιστατικό:
Ήλθε κάποτε στό κελλί μου ένας νέος Μοναχός νά μέ συμβουλευτή θέλησα νά τού πλύνω τά πόδια, όπως έκανα σ' όλους τούς ξένους μου. Στάθηκε όμως άδύνατο νά τόν πείσω. Εξευτέλιζε τόν έαυτό του Κι΄ έλεγε πώς δέν είναι άξιος νά τόν άγγίσω. Στήν τράπεζα τόν παρακάλεσα νά είπή τήν προσευχή.
Είμαι άμαρτωλός, μοΰ έλεγε, δέν είμαι άξιος νά ευλογήσω τό τραπέζι.
Σάν όποφάγαμε. μοΰ είπε πώς είχε έπιθυμία νά γυρίση όλη την έρημο νά συνομιλήση μέ τούς άναχωρητάς.
Είσαι πολύ νέος ακόμη γιά τέτοιες περιοδείες, άδελφέ. 'Αν 0ές τή σωτηρία σου, κλείσου στό κελλί σου καί πρόσεχε τόν έαυτό σου. τόν συμβούλεψα. Καμμιά ωφέλεια δέν έχεις νά γυρίζης στην έρημο.
Πρόσεξα πώς μέ άκουε ενοχλημένος. Ή δψι του άρχισε ν' άγριεύη. Νόμιζε ό δυστυχής πώς ήθελα νά τόν έλέγξω μ' αύτά πού τού έλεγα καί μέσα του Αγανακτούσε.
—        Μέχρι τώρα, άδελφέ. αναγκάστηκα τότε νά τού είπώ, κατηγορούσες τόν έαυτό σου γιά άμαρτωλό Κι΄ άνάξιο γιά νά ζής ακόμη. Καί τώρα, πού άπό άγάπη σού έκανα αύτή τή μικρή ύπόδειξι, Αναστατώθηκες. Μάθε νά έχης ταπεινοσύνη στήν καρδιά Κι΄ όχι στά λόγια μόνο.
Ό άδελφός ένοιωσε εύτυχώς τό σφάλμα του Κι΄ έφυγε ωφελημένος.
·
ΟΤΑΝ σέ τιμούν οί άνθρωποι, τότε νά ταπεινώνεσαι περισσότερο καί νά λές στό λογισμό σου άν ήξεραν ποιός είμαι στ’ αλήθεια, δέ θά μού έδειχναν καμμιά ύπόληψι. "Ετσι δέ θά ζημιωθή ή ψυχή σου, έλεγε σοφός Πατήρ.
5 ΥΠΟΤΑΓΗ
Ο ΑΒΒΑΣ Λουλάς έζησε σαράντα χρόνια σέ Κοινόβιο Κι΄ ήταν, καθώς λένε, υπόδειγμα καλού υποτακτικού. Αργότερα πήγε στήν έρημο Κι΄ έγινε 'Ασκητής. Μέ τήν πλούσια πεϊρα, πού είχε άποκτήσει, ήταν σέ θέσι νά δίνη όρθές συμβουλές στούς νέους Μοναχούς.
 Δοκίμασα όλους τούς τρόπους τής μοναχικής πολιτείας, τούς έλεγε, καί βρήκα πώς οί κοινοβιάτες προκόβουν πιό πολύ στήν αρετή, άν βάλουν πρόθυμα τόν έαυτό τους στό ζυγό τής ύποταγής.
ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός ρώτησε τόν "Οσιο Παΐσιο:
Τί νά κάνω. Άββά, πού έχω σκληρή καρδιά καί δέ φοβούμαι τόν Θεόν;
Πήγαινε νά ύποταχτής σέ Γέροντα πού έχει θείο φόβο, τόν συμβούλεψε ό Όσιος. Κοντά του θά μάθης Κι΄ έσύ νά φοβήσαι τόν Θεόν.
ΥΠΑΚΟΗ συνδυασμένη μέ έγκράτεια υποτάσσει καί θηρία. έλεγε ό Μέγας ’Αντώνιος.
··
ΕΑΑ, τέκνον μου, νά γευθής τήν μακαρία ζωή τής ύπακοής, έλεγε ό Άββάς Μωϋσής σ' ένα νέο πού ήταν έτοιμος ν' άκολουθήση τό μοναχικό βίο. Σ' αύτή θά βρής ταπεινοσύνη, δύναμι, χαρά, υπομονή, μακροθυμία. Μ' αύτή γεννιέται ή κατάνυξι Κι΄ άνθίζει ή άγάπη. Αύτή βοηθεϊ τόν καλό ύποτακτικό νά τηρή σ’ όλη του τή ζωή δλες τίς θείες έντολές.
ΘΗΣΑΥΡΟ ανεκτίμητο τού Μοναχού όνομάζει τήν ύπακοή καί ό Άββάς Ύπερέχιος. Όποιος τήν αποκτήσει, άς είναι βέβαιος πώς θα’ άκούγεται πάντοτε ή προσευχή του καί θά παρουσιαστή μέ θάρρος στό βήμα 'Εκείνου, πού έγινε μέχρι θανάτου ύπήκοος.

Ο ΑΒΒΑΣ Ροΰφος πάλι λέγει πώς πιό μεγάλη δόξα περιμένει τόν καλό ύποτακτικό, άπό τόν Ερημίτη, πού ζή μέ τό θέλημά του στή μοναξιά τής Ερήμου.
ΤΡΙΑ πράγματα άρέσουν Ιδιαιτέρως στό Θεό. έλεγεν ό Αββάς Ιωσήφ ό Θηβαίος. ‘Αρρώστια μέ ύπομονή, έργα χωρίς έπίδειξι, μόνο γιά τήν άγάπη Του, καί ύποταγή σέ Πνευματικό Πατέρα μέ τελεία αύταπάρνησι. Αύτό τό τελευταίο έχει έναστεφάνι περισσότερο.
ΜΗ ξεγελαστής νά νομίζης τόν έαυτό σου Ικανό νά κυβερνησή στά πνευματικά, συμβουλεύει καί ό Άββάς Ποιμήν. Υποτάξου σέ £μπειρο Γέροντα κι άφησέ τον νά σέ κυβερνήση σ' όλα.
ΑΛΛΟΣ Πατήρ δίνει αυτή τή συμβουλή σ έκείνους πού όποφάσισαν ν' άκολουθήσουν τή ζωή τής υποταγής:
Γίνου, άδελφέ, σάν τήν καμήλα. Φορτωμένος τίς άτέλειές σου, άφησε νά σέ τραβήξη στό δρόμο τού Θεού ό πνευματικός σου "Οδηγός, πού τόν γνωρίζει καλλίτερα άπό σένα.
ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ξένοι Μοναχοί πήγαν κάποτε νά συμβουλευτούν τόν Όσιο Παμβώ. Ό πρώτος ήταν μεγάλος νηστευτής, ό δεύτερος έντελώς άκτήμων, ό τρίτος είχε αφιερώσει τόν έαυτό του στήν έξυπηρέτησι τών γερόντων καί ό τέταρτος ήταν είκοσι χρόνια υποτακτικός.
Σάν άκουσε τίς άρετές τους ό Όσιος τούς είπε αύτά τά λόγια:
 Τούτος έδώ ό τελευταίος σας έχει όλους ξεπεράσει. γιατί έσεϊς οΐ άλλοι ό,τι κάνετε, τό κάνετε μέ τό θέλημά σας. "Ενώ αυτός κάθε μέρα θυσιάζει τό δικό του καί. χωρίς άλλο, θά στάζη αίμα ή καρδιά του. ΓΓ αύτό οί καλοί υποτακτικοί συγκαταλέγονται μέ τούς όμολογητάς τής Πίστεως.
ΕΝΑΣ άπό τούς παλαιούς μεγάλους Γέροντας, καθώς προσηύχετο μιά μέρα, ήλθε σέ έκστασι Κι΄ άνέβηκε μέ τό πνεύμα του στόν ουράνιο κόσμο. Έκεϊ ξεχώρισε τέσσερα διαφορετικά τάγματα δικαίων. Στό πρώτο είχαν καταταχθή έκεϊνοι πού βασανίστηκαν στή ζωή τους άπό σωματικές άσθένειες και ύπόμειναν άγόγγυστα, εύχαριστώντας τόν Θεόν. Στό δεύτερο όσοι έξήσκησαν τήν άρετή τής άγάπης καί όνακούφιζαν μέ κάθε τρόπο τόν πλησίον τους. Τό τρίτο τάγμα άποτελεΐτο άπό έρημίτας καί άναχωρητάς πού έζησαν μέ ύπερβολική κακοπάΟεια καί σκληραγωγία. Τό τέταρτο τό αποτελούσαν όλοι ο! υποτακτικοί. Αυτοί έδειχναν νά υπερβάλλουν όλους τούς άλλους σέ δόξα. Σάν διακριτικό τού άξιώματός τους φορούσαν όλόχρυσα έπιμανίκια.
Πώς συμβαίνει τούτοι οι μικρότεροι νά έχουν μεγαλύτερη δόξα άπό τούς άλλους; ρώτησε ό Γέροντας τόν “Αγγελο πού τόν συνώδευε.
Γιατί όλοι οΐ άλλοι, έξήγησε ό “Αγγελος, ζήσανε μέ τό θέλημά τους, ένώ αυτοί κάθε ημέρα τό θυσίαζαν γιά τήν άγάπη τού θεού, σταυρώνοντας διαρκώς τόν έαυτό τους.
ΔΥΟ αδέλφια άφησαν τόν κόσμο γιά τήν άγάπη τού Χριστού Κι΄ άκολουθήσανε τό μοναχικό βίο. Ό ένας έγινε Ερημίτης. Ό άλλος διάλεξε τόν ασφαλή ζυγό τής υποταγής γιά νά σώση τήν ψυχή του Κι΄ έγινε υπόδειγμα ύπακοής. ‘Εκανε πρόθυμα καί μέ χαρά δ.τι τόν πρόσταζαν οΐ άλλοι καί γι' αυτό τόν αγαπούσαν καί τόν σέβονταν.
Κάποτε ό Ερημίτης θέλησε νά δοκιμάση τού αδελφού του τήν ύπακοή, γιά νά βεβαιωθή πώς δ.τι τού έλεγαν γΓ αύτόν ήταν άλήθεια. Τόν πήρε μιά μέρα νά κάνουνε ένα μικρό περίπατο Κι΄ έπίτηδες τόν παραπλάνησε ώς τό ποτάμι, πού ήταν γεμάτο άπό κροκόδειλους.
 Πέσε μέσα καί βγές στήν άπέναντι δχθη. πρόσταζε τόν αδελφό του σάν έφτασαν κοντά, βέβαιος πώς δέ θά τό κατώρΟωνε ποτέ, γιατί θά τόν έτρωγαν οί κροκόδειλοι.
Ό καλός ύποτακτικός όμως, χωρίς νά βάλη κακό στό νού του, ρίχτηκε στό ποτάμι καί πέρασε στήν άλλη δχθη. Κανένα κακό δέ τού συνέβηκε. Τά θηρία, ημερωμένα τού έγλυφαν τά πόδια. Ό 'Ερημίτης τά έβλεπε καί απορούσε.
Σάν κίνησαν νά γυρίσουν πίσω στό Κοινόβιο, βρήκαν σιό δρόμο ένα νεκρό γυμνό.
—        "Ας βγάλωμε άπό ένα ρούχο νά τόν ντύσωμε. πρότεινε ό Ερημίτης.
—        Δέν προσευχόμεθα καλλίτερα, μήπως τόν άναστήσει ό θεός; είπε ό υποτακτικός.
Στάθηκαν Κι΄ οΐ δυό σέ προσευχή καί πραγματικά άναστήθηκε ό νεκρός. Ό 'Ερημίτης τό πήρε άπάνω του:
—        Χωρίς άλλο, γιά τή μεγάλη μου άσκησι έγινε αύτό τό θαύμα, συλλογιζόταν.
Μά σάν έφτασαν στό Μοναστήρι, ό Ηγούμενος, πού ήταν άγιος άνθρωπος καί τού τά είχε άποκαλύψει όλα ό Θεός, δέν άργησε νά τόν βγάλη άπό τήν πλάνη του.
—        Γιατί έξέθεσες τόν όδελφό σου σέ τέτοιο κίνδυνο; είπε στόν Ερημίτη έπιτιμητικά. Μάθε όμως πώς χάρι στήν ύπακοή του άναστήθηκε ό νεκρός.
Ό Ερημίτης άναγνώρισε τό σφάλμα του καί ζήτησε συγχώρεση άπό τόν θεόν καί άπό τόν όδελφό του.
ΕΝΑΣ νέος μοναχός πήγε νά συμβουλευτή κάποιον, πνευματικό Γέροντα.
—        Κάνω όλα μου τά μοναχικά καθήκοντα, τού είπε, καί κάτι παραπάνω, Κι΄ όμως δέν άναπαύεται ή ψυχή μου. Καμμιά παρηγοριά δέ παίρνω άπό τόν θεό.
            Ζής στό θέλημά σου, γι' αύτό σοΰ συμβαίνουν όλα αυτά τού έξήγησε ό Γέροντας.
—        Τί πρέπει τότε νά κάνω. Άββα γιά νά βρώ άνάπαυσι;
            Πήγαινε νά βρής ένα Γέροντα, πού νά έχη φόβο θεού στή ψυχή του. Παράδωσέ του τόν έαυτό σου μ' όλα του τά θελήματα Κι΄ άφησέ τον νά σέ όδηγήση. όπως ξέρει, στό δρόμο τού θεού. Τότε ή ψυχή σου Οά βρή παρηγοριά.
Ό νέος άκουσε τή συμβουλή τού Γέροντος Κι΄ άναπαύτηκε ή ψυχή του.
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος, ό Ασκητής, δίνει αύτή τή χρήσιμη όδηγία στους νέους, πού θέλουν νά βαδίσουν τό δρόμο τής υποταγής:
 Μή γίνου μαθητής έκείνου πού συνηθίζει νά έγκωμιάζη τόν έαυτό του. γιά νά μή διδαχθής, άντί ταπεινοφροσύνης, υπερηφάνειαν.
··
ΓΝΩΡΙΣΑ Μοναχούς, έλεγε κάποτε μέ θλϊψι τό καύχημα τής έρήμου, ό Μέγας Αντώνιος, πού, ύστερα άπό υπερβολικούς κόπους Κι΄ Ασκητικούς άγώνας, ξεγλίστρησαν στήν άμαρτία Κι΄ έχασαν τό λογικό τους. Αίτια τού ξεπεσμού τους ήταν ή πεποίθησι πού είχαν άποκτήσει γιά τόν έαυτό τους καί γιά τά έργα τους. Λησμόνησαν οί δυστυχείς τή φρόνιμη συμβουλή τής Γραφής: «Έπερώτησον τόν πατέρα σου καί άναγγελεϊ σοι, τούς πρεβυτέρους σου καί έρούσί σοι».
"Αλλοτε πάλι έλεγε:
Ό καλός ύποτακτικός πρέπει νά άναφέρη στό Γέροντά του πόσα βήματα κάνει καί πόσες σταγόνες νερό έχει πιή. μήπως σφάλλει καί σ' αυτά.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος βρήκε βαθειά στήν έρημο έναν όμορφο τόπο, ιδεώδη γιά ησυχαστήριο.
"Αφησέ με, Άββά, τού έλεγε, νά πάω νά μείνω έκεΐ Κι΄ έλπίζω πώς έχω πολύ νά προκόψω.
 Ό τόπος δέ δίνει προκοπή στόν άνθρωπο, άλλ' ό τρόπος τής ζωής, τού Αποκρινόταν ό σοφός Γέροντας. Οί νέοι έχουν Ανάγκη πρώτα άπό ύπακοή γιά νά προοδέψουν.
ΤΗΝ ίδια γνώμη έχει Κι΄ ό Άββάς Μωϋσής ό Αίθίοψ. ’Αρχάριος Μοναχός, έλεγε, πού δεν έμαθε ύπακοή καί ταπεινοσύνη, άλλα νηστεύει ή κάνει άλλη άσκησι άφ' έαυτού του, μη περιμένης νά προκόψη. Αυτός δέν έχει ιδέα τί πάει νά πή Μοναχός.
Η ΑΡΕΤΗ, πού άποκτά ό μοναχός άφ" έαυτοΟ του, έλεγε ο Άββάς θεωνάς, μή περιμένης νά μείνη σ' αυτόν γιά πολύ καιρό. Τού άφαιρεί ό θεός τη Χάρι Του, γιατί γνωρίζει πώς Οά πλανηΟή μέ τό νά έμπιστεύεται μόνο στόν έαυτό του. Μόνιμη άρετή βρίσκεις στούς μακαρίους υποτακτικούς, πού έχουν παραδώσει σώμα καί ψυχή στόν Πνευματικό τους Πατέρα.
. ΛΕΝΕ γιά τόν Άββά Ιωάννη τόν Κολοβό, πώς προτού γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην ύποταγή κάποιου Γέροντος στ ή Θηβαίδα. Όταν πρωτοπήγε, γιά νά τόν δοκιμάση ό Άββάς του, τόν πήρε μιά μέρα Κι΄ άφού περπάτησαν δώδεκα ώρες δρόμο άπό τήν καλύβα τους, έφτασαν σ’ ένα τόπο άνυδρο. Πήρε τότε ό Γέροντας τό ραβδί του, τό έμπηξε στή γή καί πρόσταξε τό νεαρό Ιωάννη νά πηγαίνη κάθε μέρα μ' ένα κάδο νερό νά τό ποτίζη. Ό καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τόν όρισμό τού Γέροντος. Ύστερα άπό τρία χρόνια τό ξερό ξύλο βλάστησε Κι΄ έκανε καρύδια. Τά πήρε τότε ό Γέροντας καί τά πήγε τήν Κυριακή στήν Εκκλησία. Μετά τή Λειτουργία τά μοίρασε στούς Έρημίτας, λέγοντας τους:
 Ελάτε, αδελφοί, νά γευτήτε τούς καρπούς τής ύπακοής.
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποιος κοσμικός άπό τή θηβαίδα στή σκήτη τού Άββά Σισώη καί τού ζήτησε νά τόν κάνη Μοναχό.
"Αφησες στόν κόσμο κανένα στενό συγγενή; τόν ρώτησε ό Γέροντας.
Ναί, ένα γυιό, Άββά.
Πήγαινε νά τόν ρίξης πρώτα ατό ποτάμι Κι΄ ύστερα έλα νά σέ κάνω Μοναχό, τοβ είπε ό Άββάς Σισώης.
Χωρίς δισταγμό ό άνθρωπος έφυγε νά έκτελέση τήν προσταγή του. Ό "Οσιος όμως έστειλε πίσω του τό μαθητή του νά τόν παρακολουθήση καί νά τόν έμποδίση άπό ένα τέτοιο έγχείρημα Μόλις τόν πρόφθασε έκεΐνος. έτοιμο νά ρίξη τό παιδί του στό ποτάμι καί τόν έμπόδιζε.
Μή μ’ έμποδίζεις, αδελφέ, τού έλεγε ό άνθρωπος. Αύτή είναι ή προσταγή του Άββά μου.
Ό άδελφός τότε τού έξήγησε πώς ήθελε μ' αύτό τόν τρόπο νά τόν δοκιμάση ό Γέροντας καί μετά βίας τόν έπεισε. Μόλις έπέστρεψαν στή σκήτη, ό Άββάς Σισώης τόν έκανε άμέσως Μοναχό, γιατί άποδείχτηκε τέλειος υποτακτικός.
···
ΕΝΑΣ νέος, εύγενής καί πλούσιος, έπεθύμησε ν' άκολουΟήση τήν έρημική ζωή. ‘Εψαξε καί βρήκε τόν πιό αυστηρό Γέροντα στήν έρημο καί τού ζήτησε νά τόν δεχθή στήν υποταγή του.
Πήγαινε πρώτα νά μοιράσης τά υπάρχοντά σου στους φτωχούς, γιά νά έκτελέσης τήν έντολή τού Χριστού, τόν συμβούλεψε έκεΐνος Κι΄ ύστερα θά σέ δεχτώ.
Ό νέος έκανε πρόθυμα, όπως τού είπε ό Άββας, Κι΄ έλευθερωμένος πιά άπό ύλικές μέριμνες, γύρισε πίσω.
Τώρα θά μένης σ’ έκεϊνο τό κελλί, τού ύπέδειξε πάλι ό Γέροντας, χωρίς νά μιλάς σέ κανένα.
Πέντε όλόκληρα χρόνια άγωνιζόταν ό νέος στό κελλί του καί λέξι δέν έβγαζε άπό τό στόμα του. Βλέποντας τήν εύλάβεια καί τήν υπομονή του οΐ άλλοι άδελφοί. τόν σέβονταν καί τόν τιμούσαν. Μιά μέρα τόν φώναξε στό κελλί του ό Γέροντάς του καί τού είπε αύστηρά:
Βλέπω πώς, όχι μόνο δέν ώφελεΐσαι. παραμένοντας σέ τούτο τόν τόπο, μά κινδυνεύεις νά χάσης τήν ψυχή σου άπό τούς έπαίνους πού σοΰ λένε οΐ άδελφοί. αφού μάλιστα δέν τούς αξίζεις. ’Ετοιμάσου νά φύγης άπό τήν Αίγυπτο. Θά σέ στείλω νά μείνης σέ Κοινόβιο.
Ο καλός υποτακτικός, χωρίς πάλι νά βγάλη λέξι άπό τό στόμα του, έκλινε τό κεφάλι του γιά νά δείξη τήν υποταγή του. Κι΄ έτοιμάσθηκε παρευθύς γιά τό μακρινό ταξίδι. Ό Γέροντας του τοΟ έδωσε ένα συστατικό γράμμα γιά τόν ‘Ηγούμενο τού Κοινοβίου, πού τόν παρακαλούσε νά τόν δεχτή, μά λησμόνησε νά τού είπή. άν έπρεπε ή όχι, νά μιλήση έκεΐ πού 0ά πήγαινε. “Ετσι ό νέος, τηρώντας πιστά τήν έντολή τού Γέροντος. δέν άνοιξε τό στόμα του νά βγάλη μιλιά έκεϊ πού πήγε. 01 πιό πολλοί τόν περνούσαν γιά άλαλο. Ό Ηγούμενος τού Κοινοβίου, γιά νά βεβαιωΟή. τόν έστειλε μιά μέρα, πού ήξερε πώς ό ποταμός ήταν πλημμυρισμένος, νά περάση στήν άλλη όχθη. Θ' άναγκαστή νά γυρίση νά είπή πώς δέν μπορεί νά περάση, συλλογίσθηκε. Έστειλε Κι΄ άλλον αδελφό ξωπίσω του νά ιδή τί θά κάνη.
Σάν έφΟασε στό ποτάμι ό υποτακτικός καί είδε πώς ήταν αδύνατο νά περάση. γονάτισε καί προσευχήθηκε. Τότε πλησίασε ένας κροκόδειλος άπό τόν ποταμό καί στάθηκε μπροστά του. Ό νέος άνέβηκε στήν πλάτη του καί τό θηρίο τόν έβγαλε στήν άλλη όχθη.
"Εκπληκτος ό άδελφός πού τόν παρακολουθούσε, γύρισε στό κοινόβιο καί διηγήθηκε όσα είχαν γίνει μπροστά στά μάτια του. Άπό τότε ό Ηγούμενος καί όλοι οΐ όδελφοί τόν ευλαβούντο σάν Άγιο.
Ύστερα άπό λίγα χρόνια πέθανε ό καλός υποτακτικός Κι΄ ό Ηγούμενος έγραψε στό Γέροντά του: «Άν καί μάς έστειλες άνθρωπο άλαλο, όμως έζησε σάν Άγγελος άνάμεσά μας». Ποιά ήταν ή έκπληξί του όμως, όταν ό Γέροντας τού άπήντησε. πώς ό μακάριος έκεϊνος άνθρωπος δέν ήταν καθόλου άλαλος, αλλά, χάρι στήν έντολή τού Πνευματικού του. είχε μείνει τόσα χρόνια αμίλητος!
ΕΝΑΣ Γέροντας είχε μαθητή τόσο πρόθυμο στήν ύπακοή. πού έκανε αμέσως καί μέ ακρίβεια ότι τόν πρόσταζε. Μια μέρα ό "Αββάς, γιά νά τόν δοκιμάση, τού είπε νά πάρη τό βιβλίο πού διάβαζαν στήν ’Εκκλησία καί νά τό πετάξη στόν άναμμένο φούρνο. Χωρίς δισταγμό ό υποτακτικός έκανε δ.τι τού είπε ό Γέροντας. Μά χάρι στήν ύπακοή του. μόλις έρριξε τό βιβλίο, ό φούρνος παρευθύς έσβυσε.
···
ΕΝΑΣ πατέρας μιά φορά πήρε τό μικρό του γυιό καί πήγε στήν έρημο νά γίνη καλόγερος. "Εγινε υποτακτικός σ' ένα σοφό Γέροντα. ’Εκείνος μιά μέρα, γιά νά δοκιμάση τήν ύπακοή του, τήν στιγμή πού άναβε τό φούρνο νά ψήση τά ψωμιά, τού φώναξε νά ρίξη μέσα τό μικρό γυιό του. Ό καλός υποτακτικός, χωρίς χρονοτριβή, άρπαξε τό παιδί καί τό πέταξε στό φούρνο. Μά γιά τήν ύπακοή του ή φωτιά σχημάτισε καμάρα γύρω ά«ό τό παιδί καί τ’ άφησε τελείως άνέγγιχτο.»»
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ό Όσιος Ποιμήν πώς ό Άββάς Νισύερώ ήταν παράδειγμα καλού ύποτακτικού στό γειτονικό Κοινόβιο, πήγε νά βεβαιωΟή μέ τά μάτια του. Είδε πράγματι πώς ό ΝισΟερώ, όχι μόνο ύπακοή τελεία είχε στό Γέροντά του, μά καί ύπομονή στούς πειρασμούς καί σιωπή μεγάλη.
Πώς άπόκτησες τόσες άρετές, αδελφέ; τόν άνάγκαζε ό Όσιος Ποιμήν νά όμολογήση.
—        Όταν πρωτοήλθα στό Κοινόβιο, Άββά, είπα στό λογισμό μου: Σύ καί τό άλογο, ταπεινέ, πού γυρίζει τό μαγγανοπήγαδο, εϊσαστε ένα πράγμα. ’Εκείνο τό βρίζουν, τό δέρνουν, τό αναγκάζουν νά δουλεύη καί νά φορτώνεται καί δέν άντιλογεΐ. Κάνε Κι΄ έσύ τό Ιδιο. Δέν λέγει άλλωστε Κι΄ ό ψαλμωδός: «κτηνώδης έγενήθην παρά σοι κάγώ διά παντός μετά σοΰ»;
  ·
ΘΕΛΕΙΣ νά σώσης τήν ψυχή σου, άδελφέ; λέγει στούς ύποτακτικούς ό ‘Αββάς Ποιμήν. Γίνε σάν πέτρινη στήλη. Ούτε όταν σέ βρίζουν νά έξοργίζεσαι, ούτε όταν σέ έπαινοΰν νά ύψηλοφρονής.
• 
ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε άπό τήν αρρώστια του ό Άββάς Άμμώης. "Ολο αύτό τό διάστημα στάθηκε δίπλα του, σάν άναμμένη λαμπάδα, ό 'Ιωάννης, ό καλός του υποτακτικός, καί τόν ύπηρετοΰσε σ' όλα. Ό Γέροντας ήταν αύστηρός καί ποτέ δέν είπε λόγο γλυκό στό μαθητή του, οϋτε ένα «εϊθε νά σωθής». Μά στίς τελευταίες του στιγμές, ένώ τόν είχαν περικυκλώσει όλοι oi συνασκηταί του. πήρε μέ συγκίνησι ό Γέροντας στά τρεμάμενα χέρια του τά χέρια τού ύποτακτικού του, τά φίλησε καί ψιθύρισε:
—        Τέκνον μου, νά είσαι βέβαιος πώς σώθηκες γιά τήν καλή ύπακοή σου.
‘Ύστερα γύρισε στους Πατέρας καί, δείχνοντας τόν ’Ιωάννη, τούς είπε:
            Αυτός πού βλέπετε, είναι "Αγγελος καί όχι άνθρωπος.
ΕΧΟΥΝ καθήκον ο! υποτακτικοί, έλεγε ό Άββάς Ισίδωρος. καί σάν πατέρας ν' άγαποϋν τούς Γέροντάς των καί σάν άρχοντας νά τούς φοβούνται. Ούτε χάριν τής άγάπης ν’ άψηφοΰν τόν φόβο ούτε πάλι μέ τό φόβο ν' άμαυρώνουν τήν άγάπη.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ό μαθητής τού Άββά Παύλου, ήταν παράδειγμα ύπακοής. Οί πατέρες διηγούνται γι’ αύτόν τό άκόλουθο περιστατικό: Λίγο πιό πέρα άπό τήν καλύβα τους βρισκόταν μιά σπηλιά, πού είχε φωλιάσει μέσα μιά ύαινα. Μιά μέρα είδε ό Γέροντας έκεΐ γύρω φυτρωμένα άγριοκρεμμύδια Κι΄ έστειλε τόν Ιωάννη νά τά ξερριζώση, γιά νά τά μαγειρέψουν.
 Τί νά κάνω. Άββά. άν τύχη καί βγή ή ύαινα; ρώτησε ό νέος.
Δέσε την καί φέρε την έδώ. είπε στ' άστεΐα 6 Γέροντας. Πήγε ό καλός υποτακτικός νά κάνη τήν προσταγή τού
Γέροντός του. Μά, καθώς τό πρόβλεψε. τού έπετέθηκε ξαφνικά τό φοβερό θηρίο. Ό νέος, όχι μόνο δέ δείλιασε, άλλ' ώρμησε νά τό δέση. Τότε έγινε τούτο τό παράδοξο: Αντί νά φοβηθή ό υποτακτικός, φοβήθηκε τό θηρίο Κι΄ έτρεχε στήν έρημο νά σωθή. Ό ’Ιωάννης τό κυνήγησε ξωπίσω καί φώναξε:
Στάσου λοιπόν. Ό Άββάς μου πρόσταξε νά σέ δέσω. "Υστερα άπό πολύ κόπο, έφτασε τήν ύαινα, τήν έδεσε καί
τήν έφερε στό Γέροντά του. Εκείνος στό μεταξύ άνήσυχος, πού έβλεπε ν' άργή. είχε βγή πιό έξω νά τόν συναντήση. Τόν είδε τότε νά έρχεται, φέρνοντας πίσω του δεμένο τό θηρίο, καί θαύμασε τή δύναμι τής ύπακοής.
Στόν ’Ιωάννη όμως δέν έδειξε καμμία έκπληξι. ’Αντίθετα μάλιστα, γιά νά τόν ταπεινώση. τού φώναξε δήθεν αυστηρά:
’Ανόητε, γιατί έφερες έδώ τούτον τόν λυσσασμένο σκύλο;
"Ελυσαν έτσι τό άγριο θηρίο καί τό άφησαν έλεύθερο νά γυρίση στή φωλιά του.
ΠΗΓΕ κάποτε νά έπισκεφθή ένα Μοναστήρι τής έπαρχίας του ό Μέγας Βασίλειος Κι΄ άφοΰ έδίδαξε γιά πολλή ώρα τούς μοναχούς, γύρισε στόν Ηγούμενο καί τόν έρώτησε:
Βρίσκεται κανείς όνάμεσα στους άδελφούς, πού νά έχη ύπακοή;
Όλοι δούλοι τής άγιοσύνης σου εϊμεθα. άποκρίθηκε ό Άββάς, Κι΄ άγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία τής ψυχής μας.
’Υπάρχει κανείς, πού νά ξεχωρίζη γιά τήν ύπακοή του; έπέμενε νά έρωτά ό Ιεράρχης.
Ό ’Ηγούμενος τότε ύπέδειξε ένα νέο μοναχό καί τόν πρόσταξε νά ύπηρετή τόν Άγιο, όσο θά βρισκόταν στό Μοναστήρι. "Υστερα άπό τό φαγητό έφερε δοχείο μέ νερό στόν Άγιο ό νέος καί τού έχυνε νά πλύνη τά χέρια του. Άφοΰ τελείωσε τό πλύσιμό του ό Επίσκοπος, πήρε στά χέρια του τό λαγήνι καί πρότεινε στό μοναχό νά τοΟ χύνη ό Ιδιος νά πλυθή Κι΄ αυτός. 'Ο υποτακτικός, χωρίς άντίρρησι καί ψευτοταπεινώσεις, τό δέχτηκε.
 Όταν τό πρωΐ θά μπαίνω στήν Εκκλησία γιά νά λειτουργήσω, τού είπε ό "Αγιος, νά μοΰ ύπενθυμίσης νά σέ χειροτονήσω Διάκονο.
Ό καλός ύποτακτικός τήν έπομένη έκανε όπως είχε διαταγή
Ό Μοναχός αύτός έχει πραγματική ύπακοή, είπε στόν Ηγούμενο ό "Αγιος, καί δίχως άλλο θά προοδέψη.
"Ετσι τόν χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύτερο καί τόν πήρε μαζί του νά τόν έξυπηρετή.
··
ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ήταν ’Ηγούμενος σ’ ένα μικρό Μοναστήρι πάνω στό όρος Σινά, πού είχε όλουςόλους δώδεκα μοναχούς. Απ’ αυτούς ξεχώριζε, γιά τήν άδιάκριτη ύπακοή του, ένας νέος άπό άρχοντική γενιά, πού τά είχε θυσιάσει 6λα γιά τήν αγάπη τού Χριστού. Μέ τις άρετές του ό νέος είχε γίνει πολύ άγαπητός στόν Άββά Σιλουανό. ΟΙ άλλοι μοναχοί όμως φθόνησαν τόν Μάρκο  έτσι έλεγαν τόν καλό νέο  καί παραπονέθηκαν στούς Πατέρες τού Σινά πώς τάχα ό Γέροντάς του έκανε άδικες διακρίσεις.
Εκείνοι τότε πήγαν νά έλέγξουν τόν Άββά Σιλουανό.
’Ελάτε, τούς είπε ταπεινά ό "Αγιος Γέροντας, νά βεβαιωΟήτε μόνοι σας, τί είναι έκεΐνο πού κάνει τόν Μάρκο νά ξεχωρίζη άπό τούς άλλους.
Τούς πήρε Κι΄ έκαναν ένα γύρο σ’ όλο τό Μοναστήρι. Ό Άββας στεκόταν έξω άπό κάθε κελλί, χτυπούσε τήν πόρτα καί φώναζε τόν αδελφό μέ τ’ όνομά του. Άπό μέσα άκουγόταν ή φωνή έκείνου:
Τώρα αμέσως, Άββά. Αλλά κανείς δέν παρουσιαζότανε.
Καί λίγο πιό πέρα:
Αυτή τή στιγμή δέ μπορώ, είμαι άπασχολημένος.
Σέ άλλο κελλί πάλι:
Σέ λίγο, Άββά, μόλις τελείωση ή σειρά πού πλέκω.
Έφτασαν τέλος καί στό κελλί τοϋ Μάρκου. Μόλις άκουσε τή φωνή τού Γέροντά του, ό καλός υποτακτικός πετάχτηκε ευθύς έξω. Ό Άββάς Σιλουανός βρήκε μιά πρόφασι νά τόν άπομακρύνη Κι΄ ύστερα είπε στους Πατέρας:
Πού είναι οί άλλοι μοναχοί πού φώναξα; Ούτε ένας δέν ήλθε, έκτός άπό τό ευλογημένο τούτο τέκνο τής ύπακοής.
Μπήκαν στό κελλί τού Μάρκου. Ζωγράφιζε καί είχε αφήσει άτελείωτη μιά μικρή καμπύλη, γιά νά ύπακούση στό κάλεσμα τού Γέροντός του.
’Αξίζει πραγματικά τήν άγάπη σου, είπαν οί Πατέρες στόν Άββά Σιλουανό. Άπό σήμερα Οά έχη ξέχωρη καί τή δική μας έκτίμησι, γιατί Κι΄ ό Θεός τόν αγαπά καί τόν έχει χαριτώσει.
Άλλη φορά πάλι περπατούσαν στήν έρημο οί Πατέρες μαζί μέ τόν Άββά Σιλουανό. Πιό πίσω έρχόταν ό Μάρκος μέ άλλους άδελφούς. Ό Γέροντας, γιά νά δείξη στούς Πατέρας τήν άδιάκριτη υποταγή τού υποτακτικού του, φώναξε κοντά τό Μάρκο καί, δείχνοντάς του ένα σάλιαγκο, πού σερνόταν λίγο πιό έμπρός, τού είπε:
Βλέπεις, παιδί μου, αύτό τό βουβάλι;
Ναι, Άββά, άποκρίθηκε έκεϊνος.
Βλέπεις καί τά κέρατά του. πού είναι σχεδόν δυό πιθαμές;
            Ναί, Άββά, έκανε ό Μάρκος, πού έβλεπε μόνο μέ τά μάτια τού Γέροντός του. Καί έτσι άλλη μιά φορά οί Πατέρες τού Σινά βρήκαν άφορμή νά θαυμάσουν τόν άφωσιωμένο ύποτακτικό.
·
ΕΝΑΣ γέρος Ερημίτης έπεσε σέ όκνηρία, παραμέλησε τά καθήκοντά του καί κοντά στ' άλλα κακά άπόκτησε τή συνήθεια νά πίνη καί νά μεθά. ‘Ολη μέρα έπλεκε πανέρια στην καλύβα του. Μόλις βράδυαζε όμως, κατέβαινε στό πιό κοντινό χωριό, έδινε τό έργόχειρό του καί καθόταν ώς τό πρωί στό καπηλειό.
Κάποτε ένας νέος άπό ξένο τόπο πήγε στόν Ερημίτη καί τού ζήτησε νά τόν κάνη Μοναχό καί νά τόν κρατήση στην υποταγή του. Ό όκνηρός Γέροντας δέ δίστασε, κράτησε τό νέο καί τόν έμαθε νά πλέκη Κι΄ αυτός πανέρια. ‘Ετσι Οά είχε περισσότερα νά ξοδεύη στό καταραμένο ποτό. "Αρχισε νά πίνη διπλά άπό πριν καί νά σπαταλά αλύπητα τόν κόπο τοΰ αδελφού. Τό πρωί έφτανε παραπατώντας στήν καλύβα του. φέρνοντας στό ταγάρι του ένα ξεροκόμματο γιά τόν δυστυχή υποτακτικό του.
Τρία όλόκληρα χρόνια πέρασαν μ' αυτό τόν τρόπο. Ό αδελφός περνούσε μεγάλες στερήσεις, ψωμί δέ χόρταινε καί τά ρούχα του έπεφταν κουρέλια άπό πάνω του. Ύπόμεινε όμως αγόγγυστα καί ποτέ δέν παραπονέθηκε στό Γέροντά του.
Κάποτε όμως τόν πολέμησε ό λογισμός.
Τί ωφελήθηκα άπό τόν άνθρωπο αύτό; συλλογιζόταν. Ξοδεύει άσπλαγχνα τόν κόπο μου Κι΄ έγώ κοντεύω νά πεθάνω άπό τήν πείνα. Τί κάθομαι λοιπόν καί δέ φεύγω άπό δώ;
Μ' όλο πού τό δίκιο ήταν μέ τό μέρος του, αντιστεκόταν μέ γενναιότητα.
Πού θά πάς; έλεγε στόν έαυτό του. Δέν έδωσες ύπόσχεσι στόν Κύριό σου. πώς θά ύπομένης όλους τούς πειρασμούς;
Καθώς αγωνιζόταν έτσι, παρουσιάστηκε μπροστά του "Αγγελος, σταλμένος άπό τόν Θεό, νά τού φέρη χαρμόσυνο μήνυμα.
Μή φύγης, άδελφέ. Αύριο θά έλθη ένα τάγμα άπό μάς γιά νά σέ παραλαβή.
Τήν άλλη μέρα είπε στό Γέροντά του ό υποτακτικός:
Μ ή φύγης άπόψε άπό τό κελλί. Άββά. γιατί Οά έλθουν έκεΐνοι πού Οά μέ παραλάβουν.
Ό γεροΈρημίτης ύποσχέθηκε. μά σάν έφτασε ή ώρα του πιοτού, δέν ήταν τίποτε ικανό νά τόν συγκρατήση. Ύστερα δέν είχε πολυπιστέψει τά λόγια τού ύποτακτικοΰ του.
Δέν Οά έλθουν σήμερα, μοΰ φαίνεται. Δέ βλέπεις πώς άργούνε; Ίσως νά άλλαξαν γνώμη, τού είπε περιπαιχτικά καί πήγε πρός τήν πόρτα.
Ώ, νά. έρχονται. Άββά. φώναξε μέ χαρά ό νέος. Καθώς έλεγε αυτά, σταύρωσε τά χέρια στό στήθος καί παρέδωσε τήν ψυχή του.
Ό γερο Έρημίτης έμεινε πολλή ώρα σαστισμένος άπ' αυτό τό ξαφνικό. Ύστερα ήλθε σέ συναίσθησι καί. θρηνώντας πικρά γιά τήν κατάστασί του, έλεγε στόν υποτακτικό του. σάν νά τόν είχε ζωντανό μπροστά του:
’Αλλοίμονο σέ μένα τόν δυστυχή, πού γέρασα στήν όκνηρία. Έσύ, παιδί μου, γιά μικρή ύπομονή έσωσες τήν ψυχή σου.
Μά άπό τότε έκοψε μέ μιάς τήν κακή συνήθεια Κι΄ έβαλε αρχή νά περάση μέ σωφροσύνη Κι΄ έπιμέλεια τό υπόλοιπο τής ζωής του.
·· ·
ΣΤΑ περίχωρα τής 'Αλεξάνδρειας ζοϋσε κάποτε ένας ‘Ερημίτης. Άνθρωπος σκληρός στό χαρακτήρα, όξύθυμος καί ίδιότροπος. πού ήταν άδύνατο νά συγκατοίκηση άλλος μαζί του. Μά ένας νέος ευσεβής, πού είχε πόθο νά μονάση. άκούγοντας τήν κακή φήμη τού Γέροντος. έκανε μέ τό θεό αύτή τή συμφωνία.
Κύριε, είπε στήν προσευχή του. γιά νά συγχωρήσης όλες τίς άμαρτίες πού έχω κάνει άπό τά παιδικά μου χρόνια, πηγαίνω θεληματικά νά υπηρετήσω αύτόν τόν ’Ερημίτη καί ύπόσχομαι νά μείνω στήν υποταγή του μέχρι τέλους.
Τό είπε καί τό έκανε. Υποτάχτηκε στό σκληρό Γέροντα καί δεχόταν κάθε μέρα άγόγγυστα τίς ιδιοτροπίες του, βρισιές καί ταπεινώσεις Κι΄ άφάνταστη κακομεταχείρισι.
Ύστερα άπό έξι χρόνια, βλέποντας τήν ύπομονή του ό θεός, τού έστειλε άπό τόν Ουρανό παρηγοριά. Είδε στόν ύπνο του "Αγγελο Κυρίου νά κρατή μεγάλο κατάστιχο στό χέρι, πού τό μισό ήταν σβυσμένο έντελώς Κι΄ άπόμεινε πυκνογραμμένο τ’ άλλο μισό.
Τό μισό χρέος σου έχει έξοφληθή. τού είπε ό "Αγγελος, δείχνοντάς του τό κατάστιχο. Δέν έχεις παρά νά άγωνιστής τώρα γιά τό υπόλοιπο.
Κάποιος άλλος Γέροντας πνευματικός, πού άσκήτευε έκεϊ κοντά, παρακολουθούσε μέ συμπάθεια τούς άγώνας τού άδελφού Κι΄ είχε συνδεθή πολύ στενά μαζί του. Σάν άκουγε τόν ιδιότροπο Ερημίτη νά τόν βρίζη καί νά τόν κτυπά. τόν ρωτούσε μέ άγάπη:
Πώς πέρασε ή ημέρα σου, τέκνον; Κέρδισες τίποτε; "Εσβυσες καμμιά σειρά άπό τό κατάστιχο;
"Αν καμμιά φορά  πολύ σπάνια γινότανε αύτό  δέν τόν έβριζε καί δέν τόν χτυπούσε ό Γέροντάς του, πήγαινε τό βράδυ λυπημένος στόν καλό γείτονα ό άδελφός καί τού παραπονιόταν:
Κακή μέρα σήμερα, Άββά πέρασε μέ ανάπαυσι Δέν έχω κανένα κέρδος.
"Υστερα άπό έξι χρόνια βασανισμένης ζωής, κοιμήθηκε ό άδελφός. Άποκαλύφτηκε τότε στόν πνευματικό Γέροντα πώς κατατάχθηκε μέ τούς άγιους Μάρτυρας καί παρακαλοΰσε μέ παρρησία τόν θεό γιά τόν Άββά του.
Κύριε, έλεγε, καθώς γιά κείνον έλέησες έμένα. έλέησε τώρα Κι΄ έκεϊνον γιά τούς πολλούς Σου οίκτιρμούς.
Ή προσευχή τού υπομονετικού υποτακτικού άκούστηκε. Ό σκληρόκαρδος Γέροντας μετανόησε, άλλαξε ζωή καί σώθηκε ή ψυχή του.

ΕΝΑΣ άπό τούς μεγάλους Πατέρας τής έρήμου συλλογίστηκε κάποτε:
Άρα γε σέ ποιοΰ άγιου μέτρα έχω φτάσει;
Μά ό άγαθός θεός, γιά νά τόν προλάβη άπό τήν ύψηλοφροσύνη. τού φανέρωσε πώς στό γειτονικό Κοινόβιο ζοΰσε κάποιος μοναχός πολύ άνώτερός του στην άρετή, που Οεωροϋσε έν τούτοις τόν έαυτό του πολύ άμαρτωλό και τελευταίο άπό όλους.
Έκίνησε έτσι ένα πρωί ό Γέροντας νά έπισκεφθή τό Μοναστήρι καί ζήτησε άπό τόν ‘Ηγούμενο νά Ιδή όλους τούς μοναχούς. Εκείνος έδωσε εύθύς διαταγή νά παρουσιαστούν στόν "Αγιο όλοι οι μοναχοί. Ό Γέροντας παρατηρούσε ένανέναν μέ προσοχή, μά δέν έμεινε Ικανοποιημένος. Δέν είδε άνάμεσά τους έκεΐνον πού τού είχε άποκαλύψει ό θεός.
Πρέπει νά ύπάρχη Κι΄ άλλος άδελφός στό Κοινόβιο, είπε στόν ‘Ηγούμενο.
Ναι, άποκρίθηκε έκεΐνος, είναι άκόμη ένας, λιγάκι βλαμμένος στό μυαλό, πού δουλεύει στό χωράφι.
Φέρετε Κι΄ αυτόν, παρακάλεσε ό Όσιος.
Ώδήγησαν μέ τή βία τόν άδελφό στόν Γέροντα. 'Εκείνος μόλις τόν είδε, τόν άγκάλιασε καί τόν φίλησε, γιατί γνώρισε στό πρόσωπό του έκεΐνον, πού τού είχε φανερώσει ό θεός. "Υστερα τόν πήρε παράμερα καί τόν παρακαλούσε νά τού είπή ποιά ήτο ή κρυφή του έργασία.
Δέν κάνω τίποτε. Άββά, έλεγε έκεΐνος. Έγώ είμαι άνθρωπος άνόητος, καθώς βλέπεις.
Μά ό Γέροντας δέν έννοοΰσε νά τόν άφήση. άν δέν τού φανέρωνε τήν άρετή του. Τότε ό άδελφός άναγκάστηε νά τού έμπιστευθή:
Ό Γέροντάς μου, Αββά, άφ' ότου ήλθα στό Κοινόβιο, πρίν πολλά χρόνια, έβαλε τό βόδι τής Μονής στό κελλί πού δουλεύω καί κοιμάμαι. Αύτό μοΰ σπάζει κάθε μέρα τό σχοινί πού πλέκω. Τριάντα χρόνια ύπομένω αυτή τή δοκιμασία Κι΄ ούτε μιά φορά δέν άφησα τόν έαυτό του νά βάλη κακό λογισμό έναντίον τού Άββά μου. Ούτε τό ζώο έδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκώς άπό τήν άρχή τό σχοινί μου, εύχαριστώντας τό θεό γιά τόν μικρό τούτο πειρασμό.
θαύμασε ό “Αγιος τήν υπομονή τού καλού έκείνου υποτακτικοΰ Κι΄ άπ' αυτή κατάλαβε καί τις υπόλοιπες άρετές του.
ΕΝΑΣ νέος μοναχός, κατεβαίνοντας άπό τή σκήτη γιά τήν πόλι, πέρασε άπό τήν καλύβα τού Άββά Άμμούν καί τού έξωμολογήθηκε:
Ό Γέροντας μου, Άββά, μέ στέλνει στήν πόλι γιά δουλειά. Έγώ όμως, πού είμαι άνθρωπος μέ άδυναμίες, φοβούμαι τούς πειρασμούς.
Κάνε ύπακοή, τόν συμβούλεψε ό Όσιος, Κι΄ άν σού συμβή πειρασμός, πές αύτά τά λόγια: Ό Θεός τών δυνάμεων, δΓ ευχών τού Πατρός μου, λύτρωσέ με.
Ό αδελφός πήρε Θάρρος άπό τά λόγια τού Άββα καί πήγε πρόθυμα στήν υπηρεσία του. Ό διάβολος όμως, πού καιροφυλακτοϋσε νά τόν βλάψη. έβαλε μιά γυναίκα κακής διαγωγής νά τόν κλείση μέ τή βία στό όμαρτωλό άντρο της. Στήν όπελπισία του ό νέος, θυμήθηκε ξαφνικά τή συμβουλή τού Άββά Άμμοΰν καί φώναξε μέ πίστι: «Ό θεός τών δυνάμεων, δΓ ευχών τού Πατρός μου, λύτρωσέ με».
Τότε βρέθηκε, χωρίς νά καταλάβη πώς, στό δρόμο πού ώδηγούσε στήν έρημο.
ΕΛΕΓΕ στούς αδελφούς ό Αβραάμ, ό μαθητής τού Άββά Σισώη, πώς κάποτε είχε μεγάλο πόλεμο στή σάρκα. Βλέποντάς τον άνήσυχο καί λυπημένο ό Γέροντας του, τό κατάλαβε καί, σηκώνοντας τά χέρια του στόν ουρανό, προσευχήθηκε μ' αύτά τά λόγια:
Κύριε, σύ πού δέ θέλεις τόν θάνατο τού άμαρτωλού, έλέησε τόν δούλο σου τούτον καί λύτρωσέ τον άπό πειρασμό.
Προτού ακόμη κατεβάση τά χέρια του ό Όσιος, ό νέος είχε Κι΄ όλας άπαλλαγή άπό τόν πόλεμό του.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος πήγε νά φέρη νερό άπό τό πηγάδι, πού ήταν τρεις ώρες μακριά άπό τήν καλύβα τους. Σάν Εφτασε έκεΐ, θυμήθηκε πώς δέν είχε πάρει τό σχοινί μαζί του.
 Κύριε, βοήθησέ με σέ τούτη τήν άνάγκη. δι΄ ευχών τού άγιου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ό νέος μέ πίστι στό Θεό καί έμπιστοσύνη στις εύχές τού Άββά του.
Είδε τότε μέ έκπληξι τό νερό τού πηγαδιού ν' άνεβαίνη ώς τό χείλος. Όταν γέμισε τά δοχεία του, τό νερό ξανακατέβηκε πάλι στήν κανονική του στάθμη.
···
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ένός άλλου Γέροντος πολεμήθηκε πολύ άπό σαρκική έπιθυμία καί. μή μπορώντας πιά ν’ άντισταθή, κατέβηκε στόν κόσμο καί βρήκε γυναίκα νά νυμφευθή.
Ό Γέροντάς του ήταν άπαρηγόρητος γιά τό πέσιμο τού άδελφού καί παρακάλεσε τό θεό νά τόν σκεπάση νά μή χάση τήν άγνότητα πού είχε ύποσχεθή όταν έγινε Μοναχός. Ό Θεός άκουσε τήν προσευχή τού δούλου του καί παραχώρησε νά πεθάνη ό άδελφός τήν ίδια μέρα πού είχε όρίσει γιά τό γάμο, χωρίς νά μολυνθή.
ΕΝΑΣ Γέροντας έμενε μέ τό μαθητή του σέ μιά καλύβα στήν έρημο τής Θηβαίδος. Κάθε βράδυ, ύστερα άπό τό Απόδειπνο, φώναζε κοντά του τόν υποτακτικό του ό Άββάς, άκουγε τήν έξομολόγησί του, τόν συμβούλευε καί, τέλος, τού έδινε τήν εύχή του νά πάη νά κοιμηθή.
Μιά μέρα έτυχε νά πάνε πολλοί έπισκέπται νά συμβουλευθούν τόν Γέροντα. Εκείνος έμεινε όλη  τήν ήμέρα κοντά τους γιά νά τούς νουθετήση καί νά τούς ξεκουράση ψυχικά. Σάν βράδυασε Κι΄ έφυγαν οί ξένοι, μ" όλο πού ήταν κατάκοπος, ό γέροντας δέν παρέλειψε νά φωνάξη τόν ύποτακτικό του γιά τά συνηθισμένα τους καθήκοντα. Καθώς όμως τού μιλούσε. Εξαντλημένος, έπεσε σέ βαθύ ύπνο. Ό νέος στάθηκε άκίνητος στη θέσι του, με τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος καί περίμενε νά ξυπνήση ο Γέροντας του, γιά νά δώση εύχή νά πάη νά πλαγιάση. Μά έκεΐνος δέν ξυπνούσε. Ή νύχτα προχωρούσε. Ό αδελφός άρχισε νά κουράζεται καί νά νυστάζη. Σκέφτηκε νά φύγη χωρίς ευλογία, μά πάλι δέν άποφάσιζε. Έφτασαν τά μεσάνυχτα Κι΄ έφτά φορές ώς τότε τόν πολέμησαν οί λογισμοί νά σηκωθή νά φύγη, άλλά άντιστάθηκε μέ γενναιότητα.
Τέλος, σάν άρχισε νά ξημερώνη, ξύπνησε ξαφνικά ό Γέροντας καί. βλέποντας τό μαθητή του όρθιο στήν ίδια θέσι, παραξενεύτηκε.
Δέν πήγες νά πλαγιάσης άκόμη; τόν ρώτησε.
Όχι. Άββά, δέν μού έδωσες εύλογία.
Γιατί δέ μέ ξυπνούσες, τέκνον μου;
Σέ λυπόμουν πού ήσουν κουρασμένος.
Είπαν μαζί τόν δρθρο Κι΄ έστειλε τόν νέο ό Γέροντας ν' άναπαυτή γιά λίγο. Εκείνος συνέχισε την προσευχή του. Μά ξάφνου έπεσε σέ έκστασι Κι΄ είδε μπροστά του θείο “Αγγελο νά τόν παίρνη άπό τό χέρι καί νά τόν όδηγή σέ τόπο πού δέν περιγράφεται ή όμορφιά του. Έκεϊ τού έδειξε ό "Αγγελος ένα θρόνο πού ακτινοβολούσε ουράνιο φώς Κι΄ έπάνω του έφτά όλόχρυσα στεφάνια.
Σέ ποιόν ανήκουν αύτά; ρώτησε μέ θαυμασμό ό Γέροντας.
Στό μαθητή σου, άποκρίθηκε ό “Αγγελος. Τόν τόπο καί τόν θρόνο τού έχει έτοιμάσει πρό πολλού, γιά τήν καλή ΰπακοή του. ό Θεός. Μά τά έφτά στεφάνια, τά κέρδισε μέ μιάς αυτή τή νύκτα.
Σάν ήλθε στόν έαυτό του ό Γέροντας φώναξε τό μαθητή του καί τόν έξέταζε τί λογισμούς είχε τήν περασμένη νύχτα πού είχε μείνει άγρυπνος.
Ό νέος βασάνισε τό μυαλό του γιά πολύ, μά ύστερα θυμήθηκε:
Έφτά φορές, Άββά μου, μέ πολέμησε ό λογισμός μου να πάω νά πλαγιάσω χωρίς εύχή, μά άντιστάθηκα σ' αύτόν καί τελικά δέν πήγα.
Έθαύμασε τήν καρτερία του υποτακτικού του ό Γέροντας, μά δέν τού φανέρωσε τό όραμα, γιά νά μή τόν ζημίωσα. Στούς άλλους όμως υποτακτικούς τό διηγόταν συχνά γιά νά πάρουν καλό παράδειγμα.


 Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο 
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν

Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο 
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |