Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016
Φόβος Θεού
ΕΝΑΣ
ευσεβής νέος έρώτησε τόν Άββά Εύπρέπιον πάκ; μπορεί ή ψυχή ν’ άποκτήση τόν θείο
φόβο.
Δύο δρόμοι άσφαλεϊς υπάρχουν πού οδηγούν τήν
ψυχή στό φόβο τού Θεού. άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας. Ή ακτημοσύνη κι ή
ταπεινοφροσύνη.
ΤΟ
ΑΝΑΜΜΕΝΟ λυχνάρι σκορπίζει τό σκοτάδι, έλεγε ό Άββάς Ιάκωβος, Κι΄ ό φόβος τού
Θεού διώχνει τά σκοτάδια τής ανθρώπινης καρδιάς καί τή διδάσκει τις θείες
εντολές.
ΑΛΛΟΣ
σοφός Πατήρ συμβουλεύει:
Μ ή
συνηθίζης νά έλέγχης τόν άδελφό σου γιά τίς πράξεις του, άλλα μόνον τόν έαυτόν
σου γιά τις δικές του καί νά θυμάσαι κάθε στιγμή πώς είσαι ύπόλογος γι’ αύτές.
Τότε θά γεννηθή στην ψυχή σου ό θείος φόβος.
4. ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΕΝΘΟΣ
ΕΝΑΣ
αρχάριος Μοναχός, που επιθυμούσε πολύ νά κόψη τά έλαττώματά του. παρακάλεσε τό
σοφώτατο Άββά Βαρσανούφιο νά τόν διδάξη πώς νά συγκρατή τή γλώσσα καί ν'
άποφεύγη τήν παρρησία.
Πάρε
σύντροφό σου τό πένθος, τέκνον. τού άποκρίθηκε ό άγιος Γέροντας. Κι΄ αύτό θά σέ
διδάξη.
Πώς
μπορώ νά κρατήσω στήν καρδιά μου τό πένθος, Άββά αφού είμαι υποχρεωμένος νά
έξυπηρετώ τούς ανθρώπους καί νά συναναστρέφομαι μαζί τους; έρώτησε πάλι ό νέος.
Θυσίαζε
κάθε μέρα τό δικό σου θέλημα στό θέλημα τού Θεού καί τού πλησίον σου καί μή
προσέχης ποτέ τά σφάλματα τών άλλων παρά μόνον τά δικά σου καί θ' απόκτησης τό
πένθος ζώντας ανάμεσα στούς ανθρώπους.
Δέν
προκαλοϋν τά δάκρυα πένθος, άλλά τό πένθος δάκρυα, είπε ό Άββάς. Όταν οί
λογισμοί σου είναι συμμαζεμένοι. όταν Ουμάσυι πώς μέ τίς άμαρτίες σου λύπησες
τόν Θεόν, τότε έρχεται τό πένθος στην καρδιά σου καί τό κατανυκτικό δάκρυ στά
μάτια σου.
Ο ΜΕΓΑΣ
ΑΡΣΕΝΙΟΣ, έλεγαν οί συνασκηταί του, είχε στό στήθος ένα παλιό κομμάτι πανί γιά
νά σκουπίζη τά δάκρυα πού διαρκώς έτρεχαν άπό τά μάτια του. ένώ ήταν σκυμμένος
στό έργόχειρό του.
Ό Όσιος
Ποιμήν, πού τόν είδε κάποτε νά χύνη τόσα δάκρυα, τού είπε μέ θαυμασμό:
Τρισευτυχισμένος
είσαι. 'Αρσένιε, γιατί πένθησες τόσο πολύ σ' αυτό τόν κόσμο, ώστε θά βρής
παντοτινή χαρά στόν άλλο.
Λένε
ακόμη πώς Κι΄ ό Αλεξάνδρειάς Θεόφιλος, πεθαίνοντας. ψιθύρισε:
Μακάριε
’Αρσένιε, ποτέ δέν λησμόνησες τήν κρίσιμη τούτη στιγμή τής ανθρώπινης ζωής,
πενθώντας καί κλαίοντας άκατάπαυστα.
ΕΝΑΣ
Γέροντας έδωσε αυτή τή συμβουλή σέ κάποιο νέο, πού τόν παρακαλοΰσε νά τού είπή
πώς νά σωθή:
Βίασε
τόν έαυτό σου. τέκνον. νά κάνη δ,τι κάνουν οΐ κατάδικοι στή φυλακή. Τούς άκούς
νά ρωτάνε διαρκώς μέ τήν άγωνία ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους: Πού είναι ό
Ήγεμών; Πότε έρχεται; Μήπως δόθηκε χάρις; Τρέμουν καί κλαΐνε περιμένοντας τή
στιγμή πού θά τούς πάρουν γιά νά τούς όδηγήσουν στόν τόπο τής έκτελέσεως. Λέγε
κι έσύ στό λογισμό σου: ΟΙ άμαρτίες μου μέ κατεδίκασαν. Πώς θ’ άντικρύσω τόν
δίκαιο Κριτή; Τί θ’ άπολογηθώ; Πένθησε καί κλάψε γι’ αύτές, γιά νά σωθής.
Η
ΝΗΣΤΕΙΑ, έλεγε ό Άββάς Λογγϊνος, ταπεινώνει τό σώμα. Ή αγρυπνία καθαρίζει τό
νού. Ή ήσυχία φέρνει πένθος στήν καρδιά. Τό πένθος βαπτίζει τόν άνθρωπο καί τόν
κάνει άναμάρτητο.
Ο ΙΔΙΟΣ
“Οσιος είχε πολλή κατάνυξι. Όταν προσηύχετο ή έψαλλε, τά δάκρυα έτρεχαν ποτάμι
άπό τά μάτια του. Κάποτε τόν ρώτησε ό άρχάριος μαθητής του:
Μά πρέπει όπωσδήποτε νά κλαίη ό άνθρωπος, όταν
προσεύχεται. Άββά;
— Ναί,
τέκνον, άποκρίθηκε ό Γέροντας. Αύτό θέλει τώρα άπό τόν άνθρωπο ό θεός. Δέν τόν
έπλασε βέβαια άπό την άρχή γιά νά πενθή καί νά κλαίη, άλλα νά χαίρεται,
δοξολογώντας μέ καθαρή καρδιά τόν Δημιουργό του καθώς οί "Αγγελοι. Ή
άμαρτία όμως τοΟ στέρησε τή χαρά καί τώρα ό πεσμένος άνθρωπος χρειάζεται τό
πένθος καί τό λυτρωτικό δάκρυ. "Οπου δέν υπάρχει πτώσις, δάκρυ καί πένθος
δέν χρειάζεται.
ΣΑΝ
ΗΜΟΥΝ μικρός, έλεγε κάποτε ό “Οσιος Μακάριος, έβοσκα βόδια μαζί μέ άλλα παιδιά.
Μιά μέρα πήγαν νά κλέψουν σύκα καί πήραν καί μένα κοντά. "Οταν γυρίζαμε
στό κοπάδι, έπεσε ένα σύκο άπό τό καλάθι Κι΄ έγώ τό σήκωσα καί τό 'φαγα. Τώρα
πού άσπρισαν πιά τά μαλλιά μου θυμάμαι τήν άμαρτία έκείνη καί θρηνώ.
··
ΑΝ
ΠΕΣΑΜΕ ποτέ σέ σαρκική άμαρτία, έλεγε στους μαθητάς του ό Άββάς Μωϋσής, άς
μετανοήσωμε Κι΄ άς πενθήσωμε τώρα προτού μάς προλάβη τό πένθος τής φοβερής
καταδίκης μας.
ΑΛΛΟΤΕ
πάλι έλεγε:
Μέ
δάκρυα γεννιώνται οί άρετές καί δι’
αυτών δίνεται άφεσις. Άλλ' όταν κλαίμε, δέν πρέπει νά ύψώνωμε τή φωνή
τού στεναγμού μας, γιά νά μή άκουγώμαστε άπό άλλους. ‘Ας μή γνωρίζη ή άριστερά
μας, δηλαδή ή κενοδοξία, τί κάνει ή δεξιά μας, ή λύπη τής καρδιάς.
·
ΣΕ
κάποιον 'Αδελφό, πού τόν ρώτησε τί νά κάνη όταν έχη πειρασμούς ή πονηρούς
λογισμούς στή διάνοια, ό ίδιος Γέρων άποκρίθηκε:
Τρέξε
κλαίγοντας στήν άγαθότητα τού θεού καί φώναξε μέ όλη τή δύναμη τής ψυχής σου,
ζητώντας βοήθεια. Ό Θεός είναι κοντά σ’ έκείνους πού τόν έπικαλούνται, μάς
λέγει ή Αγία Γραφή.
·
ΚΑΘΩΣ
κατέβαινε κάποτε στήν Αλεξάνδρεια ό Αββάς Ποιμήν, ό δρόμος του τόν έφερε έξω
άπό τό κοιμητήρι τής πόλεως. Μπήκε μέσα ν' άντικρύση τή ματαιότητα τού κόσμου
προτού πατήση τό πόδι του στήν περίφημη πρωτεύουσα τής ΑΙγύπτου. Κοντά σ’ ένα
μαρμάρινο μνήμα μιά μαυροντυμένη γυναίκα είχε άνασπάσει τά πλούσια μαλλιά της
καί θρηνούσε άπαρηγόρητα. Τό κλάμα της σπάραζε τήν καρδιά.
Όλα τά ευχάριστα τού κόσμου νά μαζευτούν γύρω
της τήν ώρα τούτη, συλλογίστηκε ό Γέροντας, δέ θά μπορέσουν, όχι νά βγάλουν, μά
ούτε κάν νά μετριάσουν τόν πόνο τής ψυχής της. Μακάρι νά μπορούσαμε έμεϊς οΐ
Μοναχοί νά βάλωμε τέτοιο πένθος στήν καρδιά μας καί νά θρηνούμε έτσι
άκατάπαυστα τίς άμαρτίες μας.
ΤΙ
ΠΡΕΠΕΙ νά κάνω. Άββά, γιά νά κερδίσω τόν Παράδεισο; ρώτησε κάποιος νέος τόν
“Οσιο Ποιμένα.
Ό
Πατριάρχης Αβραάμ, τού άποκρίθηκε έκεΐνος, όταν έγκαταστάθηκε στή γή τής
έπαγγελίας άγόρασε γιά τόν έαυτό μνήμα καί μ’ αύτό κληρονόμησε τή γή.
Τί
σημασία έχει τό μνήμα; ζήτησε νά μάθη ό Αδελφός.
Τόπος
πένθους καί δακρύων, έξήγησε ό Όσιος.
ΠΩΣ θά
σωθώ. Πάτερ; έρώτησε άλλος Αδελφός τόν ίδιο Όσιο
“Αν μάθης
αίφνιδίως, τέκνον. πώς πρόκειται νά σέ έπισκεφθή ό Κύριος, γιά ποιό πράγμα θά
φροντίσης πρώτα;
Γιά τίς
άμαρτίες μου. είπε ό Αδελφός.
Κλείσου
λοιπόν άπό τώρα στό κελλί σου καί πένθησε γι
αύτές. έως ότου σ' έλεήση ό θεός, συμβουλέυσε ό Όσιος. ·
ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ
κάποτε μέ τόν Άββά Ποιμένα καί πλέκαμε τά πανέρια μας. έλεγε στους άδελφούς ό
φίλος τοϋ Οσίου Άββάς Ισαάκ. Ξαφνικά τόν βλέπω νά σταματά, νά βλέπη στό κενό,
σάν νά βρισκόταν πολύ μακριά ό νούς του. Τό πρόσωπό του νά παίρνη έκφρασι πόνου
καί δάκρυα νά τρέχουν άπό τά μάτια του. Τόν κύτταζα πολλή ώρα σαστισμένος, μά
δέν τολμούσα νά τού μιλήσω καί νά τόν άποσπάσω άπό τήν έκστασί του. Όταν
συνήλθε όμως, τόν παρακάλεσα πολύ νά μή μοΰ κρύψη πού ήταν ό λογισμός του όλη
αυτή τήν ώρα. Κάτω άπό τόν Σταυρό τού Ιησού, μοΰ είπε ψιθυριστά, μαζί μέ τήν
Παρθένον Μαρία, πού έκλαιε άπαρηγόρητα "Ω, πώς έπεθύμησα νά κλαίω, όπως
'Εκείνη, κι έγώ πάντοτε!
ΝΟΙΩΘΩ
τόν έαυτό μου διαρκώς βυθισμένο μέσα στή λάσπη τής άμαρτίας ώς τό λαιμό, έλεγε
μέ ταπεινοσύνη ό Άββάς Παύλος, καί κλαίω, φωνάζοντας στόν Ιησού μ' όλη τή
δύναμη τής καρδιάς μου: Κύριε, έλέησόν με.
Ο ΑΒΒΑΣ
Σιλουανός είχε διαρκώς στήν καρδιά του τό πένθος καί γΓ αυτό δέν ήθελε νά
βγαίνη έξω άπό τήν έρημική καλύβα του. Όταν άναγκαζόταν νά βγή, σκέπαζε τό
πρόσωπο μέ τό κουκούλι του.
Δέν είμαι άξιος νά βλέπω τό φώς, άφού ζώ ακόμη
στό σκοτάδι τής άμαρτίας, έλεγε σ' έκείνους πού τόν ρωτούσαν γιατί έπέμενε νά
σκεπάζη τά μάτια Του.
Η
ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ καί τό δάκρυ είναι βάλσαμο γιά τή ψυχή. Τό δίνει χάρισμα ό Θεός Μά νά
πώς τό αύξάνουν οί άφωσιωμένοι δούλοι Του:
“Ενας
Αδελφός είχε κατάνυξι στήν προσευχή γιατί διατηρούσε στην καρδιά του τό κατά
Θεόν πένθος. Μιά μέρα έχυσε τόσα δάκρυα, πού Κι΄ ό ίδιος άπόρησε Κι΄ άρχισε νά
συλλογίζεται:
Μήπως
είναι σημάδι πώς φθάνει τό τέλος μου;
Μέ τή
σκέψι τού θανάτου πλήθαιναν τά δάκρυα, μεγάλωνε ή κατάνυξις κι ή αγγελική
έκείνη ύπαρξις ζούσε μόνο γιά τόν Θεό.
·
ΠΩΣ
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, Άββά, ρώτησαν οί Αδελφοί τόν Όσιο Θεόδωρο τής Φέρμης. άλλοτε μέν νά
έρχωνται μόνα των τά δάκρυα στήν προσευχή, άλλοτε πάλι νά στερεύουν;
Τά
κατανυκτικά δάκρυα, έξήγησε ό σοφός Γέροντας, μοιάζουν πολύ μέ τή βροχή.
"Αλλοτε βρέχει ραγδαία Κι΄ άλλοτε πάλι γίνεται μεγάλη ξηρασία. Όταν βρέχη,
ό φρόνιμος γεωργός καλλιεργεί τό χωράφι του καί κυττάζει μή πάει χαμένη ούτε
σταλαγματιά νερό. Πολλές φορές μιας ήμέρας βροχή αρκεί γιά όλο τό χρόνο καί δίνει άφθονους καρπούς στό
γεωργό. “Ας φροντίση Κι΄ ό ευσεβής άνθρωπος νά καλλιεργή μέ προσοχή τό χωράφι
τής ψυχής του, όταν έρχωνται τά δάκρυα, γιά νά έχη πνευματικούς καρπούς τόν
καιρό τής ξηρασίας. Ποιός γνωρίζει άν θά βρή άλλοτε τήν ευλογημένη βροχή τών
δακρύων;
ΟΤΑΝ
νοιωσης κατάνυξι στήν καρδιά σου, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, άφησε κάθε άλλη
άπασχόλησι καί πές στό λογισμό σου:
Μήπως πλησιάζει ή μέρα τού θανάτου μου καί μού
στέλλει πένθος καί δάκρυα ό Θεός γιά νά μέ σωση;
Γιατί,
καθώς ό διάβολος στά τέλη του πολεμά πιό δυνατά τόν άνθρωπο γιά νά τόν ρίξη στό
κακό, έτσι κι ό θεός του στέλλει τρόπους καί μέσα γιά νά τόν σώση.
···
ΔΥΟ
άδέλφια άπό τήν Αίγυπτο, άφησαν τόν κόσμο καί πήγαν ν' άσκητεύσουν στό βουνό
τής Νιτρίας. Έγιναν υποτακτικοί ένός άγιου Ερημίτη Κι΄ άγωνΐζονταν νά σώσουν
τήν ψυχή τους. Κοντά στις άλλες άρετές άπόκτησαν καί τό πένθος, Κι΄ έχυναν κάθε
μέρα πολλά δάκρυα.
Μιά
μέρα πού ό Γέροντάς τους έκανε προσευχή γι’ αυτούς, είδε ένα παράδοξο όραμα: Τά
δύο άδέλφια γονατισμένα προσηύχονταν κρατώντας στό χέρι του καθένας μιά
πυκνογραμμένη κόλλα χαρτί. 'Ενώ τά χείλη τους σιγοψιθύριζαν τά λόγια τής
καρδιάς τους, άπό τά μάτια τους έτρεχαν ποτάμι δάκρυα Κι΄ έπεφταν έπάνω στό
χαρτί τους. Τού ένός τά γράμματα έσβυναν μ' ευκολία άπό τά δάκρυα καί τό χαρτί
του έγινε κατάλευκο. Τού άλλου τού καΰμένου, όσο Κι΄ άν κόπιαζε, όσο Κι΄ άν
έκλαιγε, μέ πόνο, τά γράμματα, λες Κι΄ ήταν χαραγμένα μέ πύρινο μελάνι, δέν
έσβυσαν.
Ό
Γέροντας έτρόμαξε άπ' αύτό πού έβλεπε μπροστά του. Λυπήθηκε ή καρδιά του τόν
κόπο τού Αδελφού.
Θεέ
μου, παρακάλεσε. τί σημαίνει τούτο;
ΚΙ΄ ό
Κύριος τού άποκάλυψε πώς στό χαρτί τού καθενός ήσαν γραμμένες οΐ άμαρτίες του.
Τού ένός ήσαν σφάλματα μικρά, άνθρώπινες έλλείψεις Κι΄ άδυναμίες. πού τό δάκρυ
εύκολα τις έξάλειψε. Τού άλλου ήσαν βαρειές, θανάσιμες άμαρτίες, βαθειά
ριζωμένα πάθη, πού ήθελαν κόπους Κι΄ άγώνες καθημερινούς γιά νά ξερριζωθούν.
"Υστερα
άπ' αύτό καλοΰσε κάθε μέρα σ' έξομολόγησι τόν 'Αδελφό έκείνο ό άγιος.Γέροντας
καί τόν βοηθούσε Κι΄ άγωνιζόταν μαζί του νά βγάλη τ' αγκάθια, πού ήσαν βαθειά
ριζωμένα μέσα του.
Κόπιασε,
Αδελφέ, τού έλεγε, γιατί είναι πύρινα καί μέ δυσκολία σβύνουν.
Μά δέν
τού φανέρωσε τό όραμα γιά νά μή τού κόψη την προθυμία, έως ότου, μέ τήν βοήθεια
του θεού και τόν άγώνα τού νέου, έξαλείφθηκαν καί τά δικά του γράμματα, όπως
άποκαλύφθηκε πάλι στόν άγιο ’Ερημίτη.
ΔΥΟ
συνασκηταί πού άγωνίζονταν μαζί, διάβαζαν μαζί καί τήν καθημερινή τους
άκολουθία. Ό ένας είχε πολλή κατάνυξι Κι΄ άπό τά δάκρυα, πού έχυνε άφηνε συχνά τό
διάβασμα στή μέση.
Μά τι
σκέπτεσαι καί κλαΐς μέ τόσο πόνο, όταν προσεύχεσαι; τόν έρωτοϋσε ό άλλος μέ
άπορία.
Νομίζω.
‘Αδελφέ μου. πώς στήν ώρα αύτή παραστέκομαι στό βήμα τού Χριστού γιά νά δικαστώ
καί μή βρίσκοντας τί ν’ άπολογηθώ γιά τίς πολλές μου άμαρτίες. φράζει τό στόμα
μου άπό φόβο καί χάνω τή συνέχεια τού στίχου πού διαβάζω. Συγχώρησέ με πού σ'
ένοχλώ μ' αύτό, άλλ' άν σέ άναπαύη, άς λέγη ό καθένας μας ξεχωριστά τήν
Άκολουθία.
Όχι,
Αδελφέ μου. διαμαρτυρήθηκε ό άλλος, δέ μ' ένοχλείς αντίθετα μάλιστα, μέ ωφελείς
πολύ. Γιατί, έγώ πού δέν έχω τό χάρισμα τής κατανύξεως καί τών δακρύων,
βλέποντας έσένα συγκινεΐται ή καρδιά μου καί μέμφομαι τή σκληρότητά μου.
Γι’ αυτή του τήν ταπείνωσι κι ό Αδελφός αύτός
απέκτησε γρήγορα τό χάρισμα τών δακρύων.
ΑΝ ΔΕ
ΝΟΙΩΘΗΣ ποτέ νά κατανύγεται ή ψυχή σου. όταν προσεύχεσαι ή όταν μελετάς τόν
λόγο τού Θεού, έλεγε σ’ ένα νέο κάποιος Γέροντας, πρέπει νά γνωρίζης πώς
πάσχεις ή άπό κενοδοξία ή άπό φιληδονία. Αυτά τά δυό θηριά διώχνουν άπό τόν
άνθρωπο τήν κατάνυξι.
ΚΑΠΟΙΟΣ
Γέροντας Ερημίτης κατέβηκε μέ τόν υποτακτικό του στήν πόλι. Οϊ δουλειές τούς
άνάγκασαν νά μείνουν μερικές μέρες έκεϊ. "Οταν έβγαιναν τό πρωί στό δρόμο,
παρατηρούσαν πώς πολλοί άνθρωποι, γυναίκες Κι΄ άνδρες, περνούσαν άπό τό
νεκροταφείο. Καθένας στεκόταν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, στό μνήμα τού νεκρού του
κι" έκλαιε Κι΄ έστέναζε καί μοιρολογούσε. Πόσο ψυχικό πόνο έκρυβε ό
καθένας τους!
Βλέπεις
πόσα δάκρυα χύνουν όλοι τούτοι, τέκνον; είπε ό Γέροντας στόν υποτακτικό του.
Κι΄ όμως, τό πένθος τους δέν είναι κατά Θεόν, δέν κλαΐνε τίς άμαρτίες τους. ‘Αν
έμεϊς δέ χύσωμε τόσα γιά τίς δικές μας άμαρτίες, δέν ξεύρω. άν θά σωθούμε.
Σάν
γύρισαν στήν έρημο, ή πρώτη τους δουλειά ήταν ν’ ανοίξουν δυό τάφους δίπλα δίπλα, καθένας γιά τόν έαυτό του.
Από
τότε περνούσαν πολλές ώρες τής ημέρας στό κοιμητήρι έκείνο Κι΄ έκλαιγαν γιά τήν
ψυχή τους, σάν νά είχαν μπροστά τους πολυαγαπημένο νεκρό. "Αν καμμιά φορά
ό νέος άποκοιμιόταν, ύστερα άπό τή νυκτερινή τους προσευχή, ό Γέροντας τόν
ξυπνούσε γρήγορα. θυμίζοντάς του πώς οί άνθρωποι στήν πόλι θά είχαν φθάσει πιά
στό νεκροταφείο καί θά είχαν αρχίσει τό έργο τους.
— Είναι σκληρή σάν πέτρα ή ψυχή μου σήμερα
καί δέν μπορώ νά κλάψω. έλεγε καμμιά φορά στόν Γέροντά του. ό υποτακτικός.
— Άγωνίσου λίγο ακόμη, τέκνον, τόν
παρακινούσε έκείνος. Ό θεός θά ίδή τόν κόπο σου καί θά σ' έλεήση. Ή καρδιά, πού
Οά δεχτή μιά σαϊτιά, πληγώνεται καί δέ βρίσκει πιά γιατρειά. Τό ίδιο παθαίνει
Κι΄ όταν πλήξη τό κατά Θεόν πένθος. Ο πόνος δέ φεύγει πιά απ' αυτή. Μέχρι
θανάτου μένει πληγωμένη.
Άλλοτε
πάλι, πού ό νέος άρχισε νά χορταίνη υπερβολικά, ό Γέροντας τόν συμβούλευε ν'
άγαπήση τήν έγκράτεια σέ όλα.
Παραπονιέσαι, παιδί μου. πώς
σκληραίνεται συχνά ή καρδιά σου καί δέ χύνει δάκρυα. Τό πένθος μοιάζει μέ τ'
αναμμένο λυχνάρι, πού, άν τ' άφήσης άπροφύλακτο. σβύνει στή στιγμή. Ή πολυφαγία
Κι΄ ή πολυυπνία τό μαραίνουν. Ή καταλαλιά καί ή πολυλογία τό έξαφανίζουν
όλοκληρωτικά. Ό ευλαβής άνθρωπος, πού άγαπά τόν Ιησού κι έπιθυμεϊ νά διατηρήση
τό πένθος στήν καρδιά του, πρέπει στήν καθημερινή του ζωή νά κάνη θυσίες γιά
χάρι Του.
— Τί είδους Ουσίες; ζήτησε νά μάθη ό νέος.
Μικρές
θυσίες πού σάν τις άκούμε. δέ μάς κάνουν έντύπωσι, μά πού σφυρηλατούν τό
χαρακτήρα καί τόν κάνουν όμοιο μέ τό χαρακτήρα τού Χριστού, έξήγησε ό Γέροντας.
Βρίσκεις, λόγου χάριν. φρέσκο ψωμί άφησε νά τό φάγη άλλος Κι΄ ευχαριστήσου σϋ
μέ τό ξερό γιά τήν αγάπη τού Χριστού. Σοΰ φέρνουν καλό κρασί άνακάτεψέ το μέ
ξίδι γιά χάρι Εκείνου πού ποτίστηκε ξίδι καί χολή έπάνω στό Σταυρό γιά τήν
αγάπη σου, ή πιές πολύ λίγο Κι΄ άφησε τό περισσότερο λέγοντας: αυτό είναι τό μέρος
τού Χριστού. Άν έχης μαλακό προσκέφαλο, άφησέ το κατά μέρος καί βάλε λιθάρι
κάτω άπό τήν κεφαλή σου γιά τόν Χριστόν. Αν κρυώνης στον ύπνο σου γιατί δέν
έχεις σκεπάσματα, μήν παραπονεθής. Συλλογίσου πώς Κι΄ ό Χριστός γυμνός έπάνω
στό Σταυρό κρύωνε κάποτε γιά χάρι σου. Μή θέλης νά είναι τό φαγητό σου
καλοπεριποιημένο. Θυμήσου πώς πείνασε Κι΄ έδίψασε γιά σένα ό Χριστός.
Ανάμιξε
κάθε τί πού κάνεις μέ λίγη θλΐψι καί ζήσε ταπεινά, όπως έζησε στή γή ό Χριστός
μας, γιά νά βρής αιώνια άνάπαυσι στή Βασιλεία του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Ε
1. ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ο ΜΕΓΑΣ
Αρσένιος, λέγουν οί βιογράφοι του. ύψωνε τά χέρια του. σάν άλλος Μωϋσής, στήν
προσευχή, ένώ ό ήλιος έδυε πίσω του καί τά κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στό
πρόσωπό του.
Ο
ΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ένός Μοναστηριού πού είχε Ιδρύσει ό Άγιος Έπιφάνιος, ό Επίσκοπος τής
Κύπρου, έπισκέφθηκε κάποτε τόν "Αγιο καί τού είπε μέ κάποια ικανοποίησι:
Μέ τήν
ευχή σου. Δέσποτα, δέν παραμελούμε τόν κανόνα τής προσευχής πού μάς έδωσες.
Διαβάζομε μέ προθυμία τήν πρώτη ώρα, τήν τρίτη, τήν έκτη καί τήν ένάτη'.
Καί τίς
άλλες ώρες τι κάνετε; ρώτησε μέ έκπληξι
ό “Αγιος Ιεράρχης. Δέν άσχολεΐσθε μέ τήν προσευχή; τότε δέν είσθε Μοναχοί.
Καί
βλέποντας τήν απορία τού Ηγουμένου, έξήγησε:
Εκείνος
πού ανήκει στήν τάξι τού Μοναχού έχει καθήκον ν' άσχολήται διαρκώς μέ τήν
προσευχή καί τήν ψαλμωδία. Ό Προφήτης Δαυίδ, άν καί βασιλιάς μαζί καί
πολεμιστής, τό βράδυ προσευχόταν, τά μεσάνυχτα σηκωνόταν από τό στρώμα (Οι ώρες άπό τά παλιά χρόνια διαβάζονταν στά
μοναστήρια.)
του τό όμολογεί ό ίδιος γιά νά δοξολογήση μαζί μέ τούς Αγγέλους τό
Θεό. Πριν άπό τά ξημερώματα τόν βρίσκομε ακόμη νά δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε
τήν καρδιά του γιά νά εύχαριστήση τόν Πλάστη του. Τό πρωί παρακαλοΰσε καί πάλι,
τό μεσημέρι καί τό βράδυ έκλινε τό γόνυ γιά νά Ικετεύση τόν Θεόν. Γι' αύτό μάς
βεβαιώνει πώς έπτά φορές τήν ήμέρα αίνούσε τόν Κύριο.
Ο
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, πού θυμάται νά συνομιλήση μέ τόν θεόν μόνον όταν φθάση ή ώρισμένη
ώρα τής προσευχής, δέν έχει ακόμη μάθει νά προσεύχεται, λέει ένας άπό τούς
Πατέρας.
ΑΠΟ
ΤΟΥΤΑ τά τέσσερα έχει πιό πολύ ανάγκη ή ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Νά
φοβάται τήν κρίσι του Θεού, νά μισή τήν άμαρτία, ν' αγαπά τήν αρετή καί νά
προσεύχεται άδιαλείπτως.
ΟΤΑΝ
ήμουν νέος, έλεγε στους αδελφούς ό Άββάς Ισίδωρος. ό Πρεσβύτερος τής σκήτης,
δέν είχα ώρισμένο καιρό γιά προσευχή. Προσευχόμουν χωρίς διακοπή όλη τήν ήμέρα
καί τό μεγαλύτερο μέρος τής νύκτας.
ΑΝ
ΥΠΟΑΟΓΙΣΗ ό Θεός τήν άμέλειά μας στήν προσευχή καί τόν σκορπισμό τού νοΰ μας
στήν ψαλμωδία, είναι αδύνατον νά σωθούμε, έλεγε ό Αββάς Θεόδωρος.
ΟΙ
ΝΕΟΤΕΡΟΙ μοναχοί μιάς σκήτης έπισκεφθήκανε έναν άπό τούς Γέροντας γιά νά τόν
συμβουλευθούν. Εκείνος τούς υποδέχθηκε μέ χαρά Κι΄ αφού είπε τή συνηθισμένη
προσευχή, κάθισε μαζί τους Κι΄ απαντούσε σ' όλες τις έρωτήσεις τους.
Όταν
πιά σηκώθηκαν νά φύγουν, είπαν στόν Γέροντα νά κάνη προσευχή.
Δεν προσευχηθήκαμε;
είπε μ' απορία έκεΐνος.
Προσευχηθήκαμε.
Άββά. όταν ήρθαμε ύστερα όμως αρχίσαμε τήν συνομιλία.
Συγχωρήσατέ
με. παιδιά μου, άλλά ξέρω καλά πώς ένας άπό μάς είπε εκατό εύχάς στό διάστημα
τής συνομιλίας.
·
Ο ΑΒΒΑΣ
ΗΣΑΪΑΣ. ό Πρεσβύτερος τού Πηλουσίου. μάλωνε τούς Αδελφούς, όταν συνωμιλούσαν
στήν τράπεζα.
Μ ή
μιλάτε, παιδιά μου. τούς έλεγε. Ή τράπεζα τού μοναχού πρέπει νά είναι δεύτερη
'Εκκλησία. Είδα κάποτε ένα φτωχό πού ένώ έτρωγε έδώ μαζί μέ όλους, ή προσευχή
του σάν φωτεινή στήλη άγγιζε τόν ουρανό.
ΠΕΡΑΣΑΝ
κάποτε άπό τό κελλί τού Αββά Αουκίου οί λεγόμενοι Εΰχϊται Μοναχοί. Ό Γέροντας
τούς κράτησε καί συνωμίλησε μαζί τους.
Ποιό
είναι τό έργο σας. αδελφοί; τούς ρώτησε.
Έμεϊς
δέν ασχολούμεθα μέ καμμιά ύλική έργασία. άποκρίθησαν έκεϊνοι. Ακολουθούμε τή
σύστασι τού θείου Παύλου: άδιαλείπτως προσευχόμεθα.
Δέν
τρώτε καθόλου;
Τρώμε.
Δέν
κοιμάσθε;
Κοιμώμεθα
λίγο.
Όταν
κοιμάσθε. ποιός προσεύχεται γιά σάς;
Μά
τότε, αδελφοί μου, είπε ό Άββάς Λούκιος, δέν κάνετε άκριβώς αυτό πού λέτε.
'Εμείς έδώ κάνομε έργόχειρο γιά νά μή ζούμε εις βάρος άλλοιν καί νά πώς τηρούμε
τό «άδιαλείπτως προσεύχεσθε»:
Όταν
άρχίζωμε τό πρωΐ τή δουλειά μας. λέγει ο καθένας μας: «έλέησόν με. ό Θεός, κατά
τό μέγα έλεός σου και κατά ιό πλήθος τών οίκτιρμών σου έξάλειψον τό όνόμημά
μου». Δέν είναι τούτο προσευχή:
Όταν μέ
τό νοΰ προσεύχομαι. τά χέρια μου πλέκουν. 'Από τήν εργασία μου αυτή κερδίσω
δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα γιά τό καθημερινό μου ψωμί καί τά υπόλοιπα
τά δίνω έλεημοσύνη στους πτωχούς καί άρρωστους άδελφούς μου. πού δέν μπορούν νά
έργασθοΰν. Τό ίδιο κάνουν καί οί άλλοι άδελφοί. Όταν λοιπόν έμεΐς τρώμε ή
κοιμώμεθα. οι πτωχοί προσεύχονται γιά μάς καί ή καρδιά μας μάς πληροφορεί πώς
έτσι εφαρμόζομε τή σύστασι τού Αποστόλου.
ΕΡΩΤΗΣΑΝ
τόν Άββά Άγάθωνα οί Αδελφοί, ποιά αρετή νομίζει πώς είναι πιό επίπονος.
Ή προσευχή, άποκρίθηκε έκεΐνος. Όταν ποθήση ή
ψυχή νά συνομιλή συχνά μέ τόν Δημιουργό της, αγωνίζονται τά πονηρά πνεύματα νά
τήν έμποδίσουν. γιατί ξέρουν πώς δέν υπάρχει πιό ισχυρό όπλο έναντίον τους άπό
τήν προσευχή Όταν άποκτήση όποιαδήποτε άλλη αρετή ή ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται
μά γιά νά μάθη νά προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται νά κοπιάζη σ' όλη της τή
ζωή.
·
ΕΝΩ
ΠΡΟΣΗΥΧΕΤΟ κάποιος άγιος Γέροντας, ένας σκόρπιός τού δάγκωσε τό πόδι. Ή καρδιά
του έσταξε αίμα άπό τόν πόνο, μά δέν διέκοψε τήν προσευχή του. Στάθηκε άκίνητος
ώς τό τέλος.
ΟΙ
ΝΕΩΤΕΡΟΙ 'Αδελφοί στή σκήτη περικύκλωσαν μιά μέρα τόν "Οσιο Μακάριο καί
τόν παρακαλοΰσαν νά τούς διδάξη πώς νά προσεύχονται
Τό
μεγαλύτερο σφάλμα, πού κάνομε στην προσευχή, άποκρίθηκε έκεϊνος, είναι ή
περιττολογία. ‘Αρκεί νά μάΟη ό άνθρωπος νά ύψώνη τό νού του στά ουράνια καί νά
λέγη μ' όλη του τήν ψυχή: «Κύριε,
έλέησόν με, όπως γνωρίζεις καί όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.
"Οταν
πάλι νοιώθη δυνατή έπάνω του τήν έπίθεσι τού διαβόλου ή τήν έπανάστασι τών
κατωτέρων παθών του, άς τρέξη μέ πίστι στόν Ουράνιο Πατέρα Κι΄ άς φωνάζη σ'
Αυτόν όχι μέ τό στόμα, αλλά μέ τήν καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Έκεϊνος
γνωρίζει τόν τρόπο νά βοηθήση τήν ψυχή, πού πηγαίνει κοντά Του μ' έμπιστοσύνη.
ΕΚΕΙΝΟΣ
πού έχει συμμαζεμένο τό νού του, όταν προσεύχεται. καί προσέχει σ' αύτά πού
λέγει, άπομακρύνει μέ τή φλόγα τής προσευχής του τούς δαίμονας, λέγει ό ‘Οσιος
Έφραίμ ό Σύρος. Έκεϊνος όμως πού μετεωρίζεται1 περιπαίζεται άπ αυτούς.
ΕΝΑΣ
ΑΓΙΟΣ Ερημίτης, πολλά χρόνια κλεισμένος μέσα σέ μιά σπηλιά στή ρίζα ένός
απόκρημνου βράχου, είχε μοναδική του άπασχόλησι τήν προσευχή. Ό Ουράνιος Πατήρ,
προνοώντας γι’ αυτόν, όπως γιά τά πετεινό τ’ ουρανού, τόν έτρεφε μ' αύτό τό
θαυμαστό τρόπο: Κάθε βράδυ, ύστερα άπό τή δύσι τού ήλιου, έβρισκε ένα ζεστό
ψωμί, πού έλεγες πώς μόλις είχε βγή άπό τό φούρνο, στήν είσοδο τής σπηλιάς του.
Χρόνια γινότανε αύτό!
Μιά
μέρα όμως πήγε νά ίδή τόν Ερημίτη μας ένας συνασκητής του καί καθώς
συνωμιλοΰσαν. τού ύπέδειξε πώς δέν ήταν σωστό νά κάθεται άργός. Τόν βοήθησε νά
κόψη καλάμια άπό τό έλος καί τόν έμαθε νά πλέκη πανέρια.
Σκοτίζει
τό νοϋ του σέ Ανώφελες σκέψεις.
Σάν
βράδυασε. κουρασμένος άπό τή δουλειά και πεινασμένος ό Γέροντας, πήγε στή
σπηλιά ίου νά πάρη τό ψωμί του. Μέ πόση άνακούφισι Οά τό έτρωγε! Δέ βρήκε όμως
τίποτε. "Ετσι κοιμήθηκε νηστικός. Τήν άλλη μέρα ασχολήθηκε πάλι μέ ζήλο
στό έργόχειρο, άλλά δέ βρήκε πάλι στή θέσι του τό βράδυ τό εύλογημένο ψωμάκι,
μέ τό όποιο τόσα χρόνια τόν έτρεφε ό Θεός. Στενοχωρημένος τότε προσευχήθηκε καί
παρακάλεσε τόν Κύριον νά τοΰ φανέρωση σέ τί είχε σφάλει, ώστε νά πάψη νά
φροντίζη πιά γΓ αύτόν. "Ακούσε τότε θεία φωνή νά τοΰ λέγη:
Όταν
ήσουν άπασχολημένος μόνο μέ μένα, σέ έτρεφα. Τώρα πού έμαθες εργόχειρο, δίκαιο
είναι νά σέ τρέφη αυτό.
ΕΝΑΣ
άπό τούς μεγάλους Πατέρας τής 'Ερήμου ξεκίνησε μιά μέρα νά πάη στό όρος Σινά,
γιά νά έπισκεφθή τούς Μοναχούς πού άσκήτευαν έκεΐ έπάνω. Στό δρόμο συνάντησε
έναν απ’ αύτούς. Κι΄ ανέβαιναν σιγά σγιά
συζητώντας.
Βρισκόμαστε
σέ μεγάλη στενοχώρια. Αββά. είπε αναστενάζοντας ό Μοναχός. "Εχει μήνες νά
βρέξη καί μάς έλειψε τελείως τό νερό.
Γιατί
δέν παρακαλεΐτε τόν Θεόν νά σάς στείλη βροχή; ρώτησε ό Γέροντας.
Προσευχές
καί λιτανείες κάνομε κάθε μέρα, άλλά δέν είσακουόμεθα.
Τότε
δέν προσεύχεσθε, όπως πρέπει, είπε ό Πατήρ. Έλα. Αδελφέ, νά κάνωμε μιά προσευχή
μαζί Κι΄ έλπίζω πώς θά τήν δεχτή ό φιλεύσπλαγχνος Θεός.
Στάθηκαν.
Ό Αγιος Γέροντας σήκοκτε τά χέρια του στόν Ουρανό καί έκαμε μιά σύντομη, άλλά
θερμή προσευχή στόν Κύριο, νά λυπηθή τά πλάσματά Του πού υποφέρουν καί νά
στείλη σ' αύτά τήν ευεργετική βροχή Του.
Δέν
είχε προφθάσει νά τελείωση, όταν πελώρια μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στόν ουρανό
καί άρχισε νά βρέχη ραγδαία βροχή.
Σαστισμένος
ό Αδελφός άπό τό θαύμα, πού έγινε τόσο αστραπιαία μπροστά στά μάτια του. έμεινε
πολλή ώρα σάν άπολιθωμένος. ‘Υστερα έβαλε μετάνοια στόν Άββά καί με πολλήν
εύλάβεια τού φίλησε τά πόδια. Εκείνος πάλι άποφεύγοντας τόν ανθρώπινο έπαινο,
δέν συνέχισε τήν πορεία του, άλλά γύρισε πίσω στό κελλί του.
ΡΩΤΗΣΕ
μιά μέρα τόν Γέροντά του, τόν Αββά Ιωσήφ. Ο Άββάς Λώτ:
— Διαβάζω κάθε μέρα τήν Ακολουθία μου.
νηστεύω όσο μοΰ επιτρέπουν οί σωματικές μου δυνάμεις, μελετώ τόν λόγο τού Θεού,
προσεύχομαι, ζώ στήν ήσυχία καί. όσο είναι άνΟρωπινως δυνατόν, προσπαθώ νά έχω
καθαρούς λογισμούς. Τι άλλο απομένει νά κάνω. Πάτερ, γιά νά σώσω τήν ψυχή μου;
Ό
Γέροντας τόν άκουσε σκεπτικός. Στάθηκε ύστερα όρθιος Κι΄ ύψωσε τά χέρια του
στόν Ουρανό σέ προσευχή. Φάνηκε τότε στόν Αββά Λώτ πώς τά δάχτυλά του ήσαν δέκα
αναμμένες λαμπάδες καί θαύμασε.
Βλέποντας
τήν απορία του ό ‘Αγιος Γέρων, τού είπε:
— Στό χέρι σου είναι, τέκνον μου. νά γίνης
όλόκληρος μιά φλόγα φωτεινή.
ΠΗΓΕ
μιά μέρα νά πάρη νερό άπό τό πηγάδι τής σκήτης ό Αββάς Μωϋσής καί βρήκε εκεί τό
νεαρό Μοναχό Ζαχαρία, άφωσιωμένο στήν προσευχή, καί είδε τό Πνεύμα τού θεού νά
τόν έπισκιάζη.
ΕΝΑΣ
αρχάριος Μοναχός ζήτησε άπό τόν Όσιο Σισώη συμβουλές.
Άν
θέλης. παιδί μου. ν' άρέσης στόν θεόν, άπομάκρυνε πρώτα τόν εαυτό σου ψυχικά
άπό τόν κόσμο. άποκρίθηκε ό σοφός Πατήρ. Μή άπασχολής τό νού σου μέ τά γήινα.
Ανέβα άπό τά κτίσματα στό Δημιουργό τους. Η προσευχή καί τό κατανυκτικό δάκρυ
άς φτιάξουνε ένα ισχυρό δεσμό άνάμεσα σέ σένα καί τόν Πλάστη σου. Τότε μόνο θά
βρή ή ψυχή σου άνάπαυσι στόν πρόσκαιρο κόσμο καί στήν αιωνιότητα.
ΛΕΝΕ
γιά τόν Άββά Τιθόη πώς πολλές φορές έρχόταν σέ έκστασι καί άρπαζόταν ό νούς του
στά ουράνια, όταν ύψωνε τά χέρια του στήν προσευχή, άν δέν πρόφταινε νά τά
κατεβάζη έγκαίρως.
Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ είναι ό καθρέπτης τού χριστιανού, λέγουν oi Πατέρες
ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ
μιά φορά στήν πόλι ό Αββάς Παμβώ μαζί μέ άλλους "Αδελφούς. Στό δρόμο
συναντήθηκαν μέ χωρικούς άγρότες πού είχαν αφήσει τή δουλειά τους κι είχαν
ξαπλώσει κατά γής γιά νά ξεκουραστούν.
Σηκωθήτε έπάνω. άδέλφια, τούς είπε, ό
Γέροντας, νά χαιρετήσετε τούς Μοναχούς, γιά νά πάρετε τήν ευλογία τους. Αύτοί,
πού βλέπετε, συνομιλούν διαρκώς μέ τόν Θεόν καί τά στόματά τους είναι
Αγιασμένα.
ΚΑΠΟΙΟΣ
Μοναχός πήγε μιά μέρα νά έπισκεφθή τόν Όσιο Αρσένιο. "Ερριξε μιά ματιά άπό
τό μικρό άνοιγμα τής καλύβης του, γιά νά βεβαιωθή πώς ήταν μέσα, καί τόν είδε
νά προσεύχεται περιτριγυρισμένος άπό φωτεινή φλόγα, θά ήταν, χωρίς άλλο, άξιος
ό "Αδελφός γιά νά ίδή μέ τά μάτια του τέτοιο έξαίσιο πράγμα. Κτύπησε
διακριτικά τήν πόρτα καί περίμενε Ό Όσιος τού άνοιξε καί βλέποντάς τον έκπληκτο
άκόμη, τόν ρώτησε, άν ήταν πολλή ώρα έκεΐ κι" άν είχε ίδή τίποτε. Ό
Αδελφός όμως , γιά νά μή τόν λύπηση, δέν τοΟ φανέρωσε έκεΐνο πού τόν είχε κάνει
τόσο νά θαυμάση.
ΕΝΑΣ
παλιός Ερημίτης στήν κάτω Αίγυπτο, άπλός Κι΄ απονήρευτος, πίστευε μ άφέλεια Κι΄
έλεγε πώς ό Μελχισεδέκ ήταν ό Υιός τού Θεού.
Όταν τό
έμαθε ό Επίσκοπος τού τόπου, κάλεσε τόν ’Ερημίτη στήν Επισκοπή καί τού έξήγησε
πώς ό Μελχισεδέκ ήταν βασιλεύς καί Ίερεύς τού Θεού, πλήν όμως άνθρωπος.
Ό
Γέροντας δέν πείστηκε άμέσως.
Αοσμου
τρεις μέρες προθεσμία, είπε στόν 'Επίσκοπο, νά έρωτήσω γι' αύτό τόν Θεόν.
Ύστερα
άπό τρεις ήμέρες πήγε πάλι στόν Επίσκοπο καί τού είπε μέ χαρά:
Τώρα.
Δέσποτα, είμαι βέβαιος πώς ό Μελχισεδέκ ήταν άνθρωπος.
Πώς
είσαι τόσο βέβαιος γι αύτό: τόν ρώτησε μ' απορία έκεϊνος.
Νήστεψα
καί προσευχήθηκα νά μού φανέρωση ό Κύριός μου τήν αλήθεια Καθώς παρακαλοϋσα.
είδα νά περνούν άπό μπροστά μου σέ ατέλειωτη παρέλασι ένας πρός έναν όλοι οί
Πατριάρχαι τής Παλαιός Διαθήκης, άπό τόν Άδάμ ώς τόν Μελχισεδέκ. Μόλις πέρασε
Κι΄ αυτός, άκουσα φωνή νά μού λέγη:
Αυτός
είναι ό Μελχισεδέκ. Παραδέξου λοιπόν τήν αλήθεια.
ΠΗΓΕ
ένα πρωί στό κελλί τού Γέροντός του, ό Ζαχαρίας, ό μαθητής τού Άββά Σιλουανού,
γιά νά πάρη ευλογία ν' άρχίση κάποιο έργόχειρο. Κτύπησε τήν πόρτα Κι΄ έπειδή
δέν έπαιρνε άπάντησι, άνοιξε λίγο νά ίδή άν ήταν μέσα έκεϊνος. Είδε τότε τόν
Όσιο σέ κατάστασι θεϊκής έκστάσεως νά προσεύχεται μέ τά χέρια ύψωμένα στόν
ουρανό. Έφυγε αθόρυβα ό νέος, χωρίς νά τόν ένοχλήση. Όταν όμως κατά τό μεσημέρι
ξαναγύρισε. τόν βρήκε στην Ιδια στάσι. Τό ίδιο καί τ άπόγευμα. Τό βράδυ πιά
είδε τόν "Οσιο καθισμένο στό χαμηλό σκαμνί του μέ τά χέρια σταυρωμένα στό
στήθος, άπορροφημένο στις σκέψεις του.
Τί σου
συμβαίνει σήμερα. Αββά; ρώτησε ό Ζαχαρίας.
Μικρή
αδιαθεσία, είπε ό Γέροντας, δέν είναι τίποτε μήν άνησυχής.
Ό
Ζαχαρίας όμως δέν εννοούσε νά πεισθή μ' αυτή τήν καθησυχαστική άπάντησι. Έπεσε
γονατιστός στά πόδια τού Γέροντός του καί τόν παρακαλοϋσε:
Δέν θά
σηκωθώ άπό δώ. Αββά. άν δέν μοϋ φανέρωσης όσα είδες.
Τότε
έκεϊνος αναγκάστηκε νά όμολογήση πώς ό νούς του είχε τόσο ύψωθή στήν προσευχή,
ώστε έβλεπε νοερά τή δόξα τού Θεού.
·
ΚΑΠΟΤΕ,
ένώ περπατούσαμε στις όχθες τής Νεκρός θάλασσας. ό Γέροντάς μου κι έγώ,
διηγείτο στους Αδελφούς ό Άββας Δούλάς, ό μαθητής τού Οσίου Βησσαρίωνος,
κυριεύθηκα άπό υπερβολική δίψα
Διψώ.
Αββά. είπα στόν Γέροντα μου.
ΙΙιές
άπό τή θάλασσα, μοΰ είπε.
Τόν
κύτταξα μέ απορία. Πινόταν εκείνο τό νερό, πού ήταν όλο άλμύρα καί θειάφι: Ό
Γέροντας όμως είχε σταθή σέ προσευχή καί μέ τό ευλογημένο χέρι του σταύρωνε τά
νερά
Πιές.
μοΰ ξανάπε.
Υπήκουσα.
Πήρα μέ τή χούφτα μου καί ήπια. Τό πικρό νερό τής Νεκρός Θάλασσας είχε γίνει
πιό γλυκό άπό τό μέλι.
Σάν
είδα τό θαύμα αυτό, έτοιμάστηκα νά γεμίσω τό μικρό λαγήνι πού είχα μαζί μου.
Γιατί
τό γεμίζεις: μέ ρώτησε ό Γέροντας.
— Γιά νά τό έχω. όταν διψάσω πάλι. Άββά.
ΜΕ
κύτταξε μέ αυστηρό βλέμμα:
— Ό Θεός πού είναι έδώ. όλιγόπιστε, θά
είναι καί πιό κάτω.
"Αλλη
φορά θέλαμε νά περάσωμε τό ποτάμι καί δέν βρίσκαμε βάρκα. Ό Γέροντας τότε, πού
βιαζόταν, έκανε τήν προσευχή του καί πέρασε στην αντίθετη όχθη, περπατώντας
πάνω στά νερά.
— Πώς αισθανόσουν; τόν ρώτησα άργότερα.
— Ένοιωθα τό νερό ώς τούς άστραγάλους
μόνο, μού άποκρίθηκε. Από κεϊ καί πέρα, περπατούσα όπως στην ξηρά.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ
μιά μέρα καί ό Άββάς Άμμωνάς νά έπισκεφθή τόν "Οσιο Αντώνιο. Μά έπειδή
άνέβαινε γιά πρώτη φορά έκεΐνο τό βουνό, έχασε τό δρόμο καί γιά πολλές ώρες
περιπλανιόταν άσκοπα, χωρίς νά διακρίνη πουθενά τήν σπηλιά τού Μεγάλου
'Ερημίτου.
Όταν τό
κατάλαβε, προσευχήθηκε μ' αυτά τά λόγια:
—
Κύριε, μήν έπιτρέψης νά χαθή τό πλάσμα Σου σ' αυτή τήν άγρια έρημο.
Παρευθύς
λοιπόν φάνηκε ψηλά ένα χέρι, πού τού έδειχνε τό δρόμο, ώσπου τόν έφερε στήν
σπηλιά τού Μεγάλου ’Αντωνίου.
ΑΝ Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ μας δέ συμφωνήση μέ τά έργα μας. άδικα κοπιάζομε σ' αυτήν, έλεγε συχνά
στούς νεώτερους Αδελφούς ό Άββάς Μωϋσής.
Πώς θά κατορθώσωμε μιά τέτοια συμφωνία;
έρωτησαν μιά μέρα έκεΐνοι.
Όταν
έφαρμόζωμε έκεϊνα πού γυρεύομε μέ τήν προσευχή μας. έξήγησε ό Όσιος. Τότε μόνο
μπορεί νά συμφιλιωθή ή ψυχή μέ τό Δημιουργό της καί νά γίνεται δεκτή ή προσευχή
της, δίαν άφήση κατά μέρος 6λα της τά κακά θελήματα.
ΑΚΟΗ
άντί άκοής λαμβάνομε. λέγει κάποιος Πατήρ. Καί έξηγεϊ: 'Ακούει ό θεός τήν
προσευχή έκείνου πού ύπακούει στό θέλημά Του.
ΚΑΠΟΙΟΣ
Μοναχός σέ μιά σκήτη ήταν πρόθυμος στήν προσευχή, άλλά άμελής σ' όλα τ’ άλλα.
Μιά μέρα πήγε δ διάβολος σ' ένα άπό τούς έκεΐ Πατέρας καί τού είπε μέ ειρωνεία:
Τι
παραδοξολόγοι πού εΐσαστε σεϊς οί άνθρωποι.
Γιατί;
τόν ρώτησε έκεϊνος.
Νά, ό τάδε Μοναχός αίφνης μέ κρατά
κάτω άπό τή μασχάλη του καί μέ σφίγγει δυνατά νά μή τού φύγω, κάνοντας όλα μου
τά θελήματα. Κι΄ ύστερα στέκεται ώρες όλόκληρες καί λέγει στό Θεό: «ρύσαί με
άπό τού πονηρού».
·
ΟΤΑΝ
προσεύχεσαι μέ ταπεινοσύνη, έχοντας βαθειά συναίσθησι τής άναξιότητός σου,
γράφει ό Άββάς Ήσαίας ο Άναχωρητής, ή προσευχή σου γίνεται άμέσως δεκτή άπό τόν
Θεό. "Αν όμως . ένώ προσεύχεσαι, σοΰ έλθη στό νοΰ πώς δ τάδε Αδελφός τήν
ώρα αυτή κοιμάται ή ό δείνα είναι άμελής Κι΄ άρχίζεις έτσι τήν κατάκρισι, τότε
ό κόπος σου πηγαίνει έντΓλώς χαμένος.
ΤΗΝ
ΕΠΟΧΗ πού έμενα στή σκήτη, διηγείται ο "Οσιος Μακάριος ό Αιγύπτιος,
κτύπησαν μιά μέρα τήν πόρτα της καλύβας μου δυό ξένοι», πολύ νέοι, πού έμοιαζαν
πώς ήταν αδελφοί. Ό μεγαλύτερος μόλις είχε αρχίσει νά κάνη γένεια. ό άλλος
αγένειος. Μέ παρακάλεσαν. μέ πολύ σεβασμό καί ευγένεια. νά τούς δείξω τό κελλί
τού Άββά Μακαρίου.
Τί τόν
θέλετε; τούς ρώτησα ξαφνιασμένος
"Εχομε
ακούσει πολλά καλά γι' αυτόν καί θέλομε νά τόν γνωρίσωμε. μού είπε ό
μεγαλύτερος.
Τούς
φανέρωσα λοιπόν πώς ήμουν έγώ έκεΐνος πού ζητούσαν. "Εβαλαν τότε μετάνοια
καί μέ παρακάλεσαν νά τούς κρατήσω κοντά μου. Επιθυμούσαν νά γίνουν Μοναχοί.
Βλέποντες έγώ πώς ήσαν, όχι μόνο πολύ νέοι ακόμη, άλλά καί εύγενεΐς καί
καλομαθημένοι — φαινόταν πώς ανήκαν σέ πλούσια οικογένεια τούς είπα αμέσως πώς ήταν αδύνατο νά τούς
κρατήσω σ'αύτόν τόν άγριο τόπο.
"Αν
μάς διώξης. Άββά. είμαστε αποφασισμένοι νά πάμε πιό βαθειά στην έρημο, μού
άποκρίθηκε πάλι ό μεγαλύτερος.
Ό
νεώτερος είχε τό βλέμμα καρφωμένο στη γή καί δέν άνοιγε τό στόμα νά πή λέξι.
Έγώ στό μεταξύ συλλογίστηκα:
Γιατί
νά τούς διώξω καί νά τούς σκανδαλίσω; Άς τούς κρατήσω. Γρήγορα όμως θά ζητήσουν
μόνοι τους νά φύγουν. Ή αγριάδα τού τόπου Κι΄ ή σκληραγωγία θά τούς διώξη
Άν
νομίζετε πώς θά καταφέρετε νά μείνετε έδώ. κοπιάστε νά φτιάξετε τήν καλύβα σας.
Μ'
ευχαρίστησαν καί ζήτησαν νά τούς δείξω τόν τόπο. Τούς έδωσα άπό μιά άξίνα Κι΄
ένα καλάθι πολυκαιριασμένα παξιμάδια καί τούς ανέβασα στήν κορφή ένός
απόκρημνου βράχου.
Καθαρίστε
τό μέρος, κόψετε καλάμια άπό τό έλος καί φτιάξετε τήν κατοικία σας.
Τί
έργόχειρο κάνετε έδώ, Άββά; ρώτησε ό μεγαλύτερος.
Πλέκομε
πανέρια.
Τούς
έδειξα νά σκίζουν φοινικόφυλλα καί νά έτοιμάζουν υλικό γιά τό πλέξιμο.
Θά τά
δίνετε στό διακονητή πού θά σάς στείλω. τούς Εξήγησα. Κι΄ Εκείνος θά σάς φερνή
τό ψωμί σας.
Αφού
τούς Εδωσα κανόνα προσευχής, μελέτης καί νηστείας. τούς άποχαιρέτησα Κι΄ έφυγα.
Έμειναν μόνοι καί φαίνεται πώς τήρησαν μέ μεγάλη άκρίβεια, όσα τούς είπα.
Τρία
όλόκληρα χρόνια πέρασαν Κι΄ ούτε μιά μέρα δέ φάνηκαν νά μού δώσουν τήν
παραμικρή ένόχλησι.
Παράδοξο
πράγμα, άρχισα νά σκέπτωμαι. Τόσοι καί τόσοι Αδελφοί έρχονται άπό μακριά κάθε
μέρα νά μέ συμβουλευθούν καί τούτοι έδώ. δυό βήματα πιό πέρα, νά μήν έλθουν
ούτε μιά φορά.
’Αλλά
ούτε πουθενά αλλού πήγαιναν. Τούς βλέπαμε μόνο στό Κυριιακό κάθε Κυριακή καί
μεγάλη Εορτή. σοβαρούς καί σιωπηλούς. Ποτέ δέν άντάλλαξαν ούτε λέξι μέ κανένα.
Κοινωνούσαν Κι΄ έφευγαν εύθύς γιά τήν καλύβα τους. Επειδή μού φάνηκε πώς
έκρυβαν κάποιο μυστήριο, ένήστεψα γιά χάρι τους μιά όλόκληρη έβδομάδα Κι΄ έκανα
θερμή προσευχή νά μού άποκαλύψη ό Θεός τήν πνευματική τους εργασία. "Οταν
τελείωσε τό τάξιμο, πήγα ό ίδιος στό κελλί τους νά Ιδώ τί κάνουν. Μού άνοιξαν
Κι΄ έβαλαν μετάνοια μέ σιωπή Έγώ είπα τή συνηθισμένη ευχή καί κάθισα. Τότε ό
μεγαλύτερος έκανε μέ τό χέρι του νόημα στόν μικρότερο νά φύγη. Εκείνος
Εξαφανίστηκε αμέσως. Ό μεγαλύτερος συνέχισε νά πλέκη τό πανέρι του μέ
αξιοθαύμαστη έπιδεξιότητα. χωρίς νά βγάζη λέξι άπό τό στόμα του.
Σάν
έφτασε ή ένά,τη ώρα. έκρουσε τό ξύλο. Τότε παρουσιάστηκε ό νεώτερος. ‘Εστρωσε
τράπεζα, έβαλε πάνω βρεμένα κουκιά, τρία παξιμάδια καί νερό. "Οταν ήσαν
όλα πιά έτοιμα, στάθηκε παράμερα σιωπηλός, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος
καί περίμενε.
"Ας
φάμε, είπα έγώ, δίνοντας τό σύνθημα γιά νά καθίσωμε στήν τράπεζα.
Προσευχηθήκαμε καί φάγαμε μέ σιωπή.
"Οταν
τελειώσαμε τό φαγητό μας. ήπιαμε λίγο νερό άπό τό ξύλινο ποτήρι, προσευχηθήκαμε
Κι΄ έκεΐνοι πήγαν πάλι στό έργόχειρό τους. Σάν έδυσε πιά ό ήλιος, μέ ρώτησε ό
μεγαλύτερος:
Θά φύγης
Άββά;
"Οχι,
θά μείνω έδώ άπόψε.
Μού
έστρωσαν παράμερα ένα ψαθί. “Εστρωσαν άκόμη ένα γιά τόν έαυτό τους. Είπαμε τή
βραδυνή μας προσευχή μαζί, μού έβαλαν μετάνοια Κι΄ αφού ξέσφιξαν λίγο τις ζώνες
τους έπλάγιασαν. Τό ίδιο έκανα Κι΄ έγώ. Σ' όλο
τό διάστημα τής ήμέρας δέν είχα σταματήσει νά παρακαλώ τόν Θεό νά μοβ
φανέρωση τή μυστική τους έργασία.
Όταν
υπολόγισαν πώς Οά έχω πιά κοιμηθή, σηκώθηκαν άπό τό ψαθί τους Κι΄ υψώνοντας τά
χέρια στόν Ουρανό άρχισαν νά προσεύχωνται. Μέ μισόκλειστα μάτια τούς
παρακολουθοϋσα. προσέχοντας νά μή μού διαφύγη τίποτε.
Ξαφνικά
είδα ένα πλήθος πονηρά πνεύματα, σάν μυΐγες, νά πετοϋν γύρω άπό τό στόμα τοΟ
νεωτέρου. Ήταν φανερό πώς προσπαθούσαν νά τόν κάνουν νά χασμουριέται στήν
προσευχή. θείος "Αγγελος όμως μέ πύρινη ρομφαία τούς έδιωχνε. Τόν
μεγαλύτερο δέν τολμούσαν νά τόν πλησιάσουν.
Μόλις
άρχισε νά χαράζη. έπεσαν στό ψαθί τους καί έκαναν πώς κοιμούνται. ‘Εκανα Κι΄
έγώ τότε πώς ξύπνησα.
θέλεις
νά διαβάσωμε τούς δώδεκα ψαλμούς, Άββά; μέ ρώτησε ό μεγαλύτερος.
"Ας
διαβάσωμε, τού είπα.
"Αρχισε
ό πιό μικρός. Είδα τότε μιάν άναμμένη λαμπάδα νά βγαίνη άπό τό στόμα του καί ν'
άνεβαίνη στά ουράνια. Σάν άρχισε Κι΄ ό άλλος νά διαβάζη μού φάνηκε πώς πύρινη
στήλη ένωνε τή γλώσσα του μέ τόν Ουρανό. Είχε άρκετά προχωρήσει ή ήμέρα, όταν
έτοιμάστηκα νά φύγω.
Εύχεσθε
καί γιά μένα τόν άμαρτωλό, τούς είπα καθώς τούς άποχαιρετοϋσα
Μού
έβαλαν μετάνοια χωρίς νά ποϋν λέξι. Έφυγα μέ τις καλλίτερες εντυπώσεις. Οι δύο
νέοι είχαν πραγματικά φθάσει σέ μεγάλα μέτρα άρετής μέ τήν προσευχή καί τή
σιωπή τους.
Ύστερα
άπό λίγο καιρό, άφ' ότου τούς έπισκέφθηκα. έκάλεσε κοντά Του ό Κύριος τόν
μεγαλύτερο καί τρεις ήμέρες μετά, τόν νεώτερο άδελφό.
ΕΝΑΣ
άρχάριος Μοναχός πολεμήθηκε κάποτε άπό άκαΟάρτους λογισμούς, θλιβόταν
ύπερβολικά γι’ αύτό καί άπό ταπεινοσύνη Ελεγε πώς ήταν άδύνατο νά σωΟή. Μιά
μέρα πήγε σ’ Ενα γέροντα νά έξομολογηθή καί τόν παρακαλούσε μέ δάκρυα νά κάνη
προσευχή, γιά χάρι του, νά τόν άνακουφίση ό θεός άπ’ αύτόν τόν πειρασμό.
Δέν σέ συμφέρει, τέκνον, του είπε ό Γέροντας.
Εκείνος
όμως έπέμενε τόσο πολύ, πού τόν άνάγκασε νά ύπακούση. Σήκωσε τά χέρια του σέ
προσευχή καί παρευθύς σταμάτησε ό πόλεμος τοΟ νέου. Δέν πέρασαν πολλές ήμέρες
όμως καί ξαναπήγε στόν Γέροντα ό Αδελφός καί γονατιστός τόν παρακαλούσε νά κάνη
πάλι προσευχή νά τού Ελθη πίσω ό πόλεμος Κι΄ ή πρώτη του ταπεινοσύνη, γιατί,
χωρίς άγώνα. Επεσε σέ λογισμούς υπερηφάνειας.
···
«ΠΡΟΣΕΧΕ,
χριστιανέ, νά μήν άδικήσης ποτέ τόν άδελφό σου, γιά νά γίνεται δεκτή άπό τόν
Θεό ή προσευχή σου. Άν όμως άδικήσης, ή προσευχή σου είναι άπαράδεκτη. Oι
άναστεναγμοί τού άδικημένου δέν τήν άφήνουν νά φθάση στόν Ουρανό. Άν μάθης πώς
κάποιος σέ κακολογεί καί έλθει καμμιά φορά νά σ’ έπισκεφθή. μή τού δείξης μέ
τόν τρόπο σου πώς τά γνωρίζεις όλα καί είσαι στενοχωρημένος μαζί του. Δέξου τον
χαρούμενος, μέ ήρεμο πρόσωπο καί γλυκό τρόπο, γιά νά βρή παρρησία στόν θεό ή
προσευχή σου», συμβουλεύει κάποιος Άββάς.
ΝΑ ΤΙ
λέγει γιά τήν προσευχή κι ό Άββάς Μωϋσής: Πρόσεχε νά διατηρής στην καρδιά σου
βαθειά τήν συναίσθησι τής άμαρτωλής σου καταστάσεως.' γιά νά γίνεται δεκτή ή
προσευχή σου. "Οταν άπασχολής τό νού σου με τις δικές σου άμαρτίες, δέν θά
σού μένη καιρός νά παρακολουθής τά σφάλματα τών άλλων.
ΘΕΛΕΙΣ
ν' άκούη παρευθϋς ό Θεός τήν προσευχή σου. Αδελφέ; λέγει ό Άββάς Ζήνων. Σάν
σηκώνης τά χέρια στόν Ουρανό, προσευχήσου πρώτα άπ' όλα. μέ τήν καρδιά σου. γιά
τούς έχθρούς σου καί ό Θεός θά σού δώση γρήγορα ό,τι άλλο τού ζητήσεις.
ΟΙ
ΑΔΕΛΦΟΙ τής σκήτης ρώτησαν ένα Γέροντα, άν πραγματικά ωφελούνται έκεϊνοι πού
ζητούν άπό τούς άλλους νά προσευχηθούν γιά χάρι τους.
Πολύ
ισχύει δέησις δικαίου, όποκριθηκε ό Άββάς. πλήν όμως «ένεργουμένη». Βοηθουμένη.
μέ άλλα λόγια, άπό τόν ίδιο πού ζητά τήν προσευχή. Σέ τί νά ώφελήσουν αί
προσευχαί τών άγιων, εκείνον, πού θεληματικά παραμελεί τήν σωτηρία του;
Καί
τούς διηγήθηκε τήν παρακάτω ιστορία:
Ό
Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ εύλαβής Κι΄ ένάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε
μέρα αυτή τήν προσευχή;
Σέ
παρακαλώ. Κύριε, μή μέ χωρίσης άπό τά πνευματικά μου παιδιά στήν άλλη ζωή. άλλά
άξίωσέ μας νά άπολαύσωμε όλοι μαζί τήν Ουράνιο μακαριότητα.
Κάποτε
όμως τόν πληροφόρησε ό Θεός, μέ τόν ακόλουθο τρόπο, πώς ό καθένας έτοιμάζει
μόνος, μέ τά έργα του. τή μελλοντική του άποκατάστασι.
Πλησίαζε
ή έορτή ένός ‘Αγίου, πού πανηγύριζε τό γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί τού
Μοναστηριού έκείνου προσκαλέσανε τόν Αββα τού Κοινοβίου καί όλόκληρη τήν
συνοδεία του νά πάρουν μέρος στήν πανήγυρι. Εκείνος όμως άποφάσισε νά μήν πάη,
άποφεύγοντας έτσι τις τιμές πού συνήθως τού έκαναν έκεϊ. Τήν παραμονή άκριβώς
άκουσε μυστηριώδη φωνή στόν ύπνο του νά τόν διατάζη νά πάη όπωσδήποτε στό πανηγύρι,
άφοΰ στείλει νωρίτερα τούς υποτακτικούς του. Ό Ηγούμενος ύπήκουσε στή θεία
προσταγή.
Μόλις
ξημέρωσε, πρόσταζε τούς μαθητάς του νά ξεκινήσουν παρευθύς γιά τό γειτονικό
Κοινόβιο. Στό δρόμο τους συνάντησαν πεσμένον χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο νά βογγδ.
Τόν ρώτησαν, τί τού συνέβαινε.
Είμαι
άρρωστος, τούς άποκρίθηκε μέ κόπο, καί δέν έπαψε ν’ άναστενάζη. Πήγαινα στό
γιατρό μέ τό ζώο μου. μά σάν έφτασα σέ τούτο τό μονοπάτι, μ' έρριξε κάτω Κι΄
έφυγε. Τί έγινε, Κι΄ έγώ δέν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε νά μέ βοηθήση νά
σηκωθώ.
Τά
τελευταία λόγια τά πρόφερε μέ πολύ παράπονο.
Τί νά
σοΰ κάνωμε, γέροντα, τού είπαν οί Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί καί
βιαστικοί.
Συνέχισαν
έτσι τό δρόμο τους γιά νά φτάσουν στήν ώρα τους στό πανηγύρι, αφήνοντας στή
μέση τού δρόμου άβοήθητο τό φτωχό γέρο.
Σέ λίγο
νά Κι΄ ό Ηγούμενος. Είδε τόν άνθρωπο σέ κακή κατάστασι. Έσκυψε πάνω του μέ
συμπόνια. ‘Ακούσε τά βάσανά του καί τόν ρώτησε μέ καταφανή έκπληξι:
Καλά,
δέν πέρασαν άπό δώ πριν άπό λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι; Γιατί δέν τούς σταμάτησες
νά σέ βοηθήσουν; θά έπρεπε, χωρίς άλλο, νά σέ είδαν.
Μέ
είδαν καί μέ ρώτησαν, Άββά. είπε μέ λύπη ό Γέρος. Μού είπαν όμως πώς ήσαν πεζοί
καί βιαστικοί καί δέ μπορούσαν νά μού κάνουν τίποτε.
Ό
Ηγούμενος Αναστέναξε βαθειά. ντροπιασμένος από τήν συμπεριφορά τών μαθητών του.
"Αν
στηριχτής πάνω μου. θά μπορέσης νά περπατήσης λίγο;
Αδύνατο
νά κινηθώ. Πάτερ.
"Ελα
λοιπόν νά σέ ανεβάσω στούς ώμους μου, είπε ό γέρο Ηγούμενος αποφασιστικά, Κι΄ ό
θεός θά βοηθήση νά φτάσωμε έκεϊ πού πηγαίνεις.
Δέ
μπορείς νά μέ κουβαλήσης τόσο δρόμο πάνω στούς ώμους σου. Μήπως είσαι Κι΄ έσύ
νέος; Πήγαινε. Άββά, στή δουλειά σου καί μή χασομεράς άδικα γιά μένα. Εύχήσου
μόνο νά μ' έλεήση ό Θεός.
Δέ σ'
άφήνω έτσι, σέ τέτοια κατάστασι, διαμαρτυρήθηκε ό άνθρωπος του Θεού. Θά σέ πάω
στήν πόλι.
Μέ πολύ
κόπο άνέβασε τόν άρρωστο στούς αδύνατους ώμους του ό γέρο Ηγούμενος. Τό βάρος
στήν άρχή τού φάνηκε άσήκωτο. Μέ μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε νά σέρνη τά πόδια
του.
Παράδοξο
πράγμα!
Σιγά σιγά άλάφραινε, ώσπου σέ μιά στιγμή τού
φάνηκε πώς τού έφυγε άπό τήν πλάτη τό φορτίο. Σήκωσε τό κεφάλι νά ίδή τί
συνέβαινε. Αντί τού φτωχού γέρου, πού είχε πάρει στούς ώμους του. στεκόταν
μπροστά του ένας πανέμορφος "Αγγελος.
Μ’
έστειλε ό Κύριος νά σέ πληροφορήσω, τού είπε μέ τή γλυκεία φωνή του πού έμοιαζε
μέ ύπερκόσμια μουσική, πώς τότε μόνο θ' άξιωθούν οί μαθηταί σου νά βρεθούν μαζί
σου στή Βασιλεία Του. όταν ακολουθήσουν τά ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα
κοπιάζεις καί προσεύχεσαι γι’ αύτούς. Ό Θεός δίνει στόν καθένα τήν άμοιβή τών
έργων του.
Ό
“Αγγελος μέ μιάς χάθηκε στά ουράνια. Ό γέρο Ηγούμενος. συλλογισμένος, γύρισε
πίσω στό Μοναστήρι του γιά ν’ άρχίση καινούργιο άγώνα. Χρειαζόταν ακόμη
κοπιαστική δουλειά γιά νά μόρφωση χαρακτήρες.
·
ΣΤΑ
ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, πού είναι γεμάτα μ' όλόχρυσες σελίδες ηρωικών πράξεων, διαβάζομε
τήν άκόλουθη συγκινητική Ιστορία:
Όταν
Αύτοκράτορας στή Ρώμη ήταν ό Μαξιμιανός. μαρτύρησε στήν Αίγυπτο γύρω στά 304 ό
"Αγιος Οϋάρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας Ρωμαϊκής λεγεώνος. Ζηλωτής
χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές πού πήγαινε κρυφά γιά ν' άνακουφίζη καί
νά δίνη θάρρος στους μάρτυρας. Ήλθε έτσι Κι΄ ή δική του σειρά νά χύση τό αίμα
του γιά τήν άγάπη τού Χριστού. Στόν τόπο τού μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη
άπό τή Θεία Πρόνοια, μιά πολύ εύσεβής χριστιανή. ή Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, άλλά πλουσιωτάτη
Κι΄ είχε κοντά της τό μικρό μοναχογυιό της. Ή εύγενής κυρία παρακολούθησε μέ
βαθύ πόνο τά σκληρά βασανιστήρια, πού έκαναν στό νέο γιά ν' άρνηθή τήν πίστι
του. Όταν έμεινε πιά άψυχο τό μαρτυρικό σώμα, ή Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα
στούς δημίους καί τό πήρε. Μέ μεγάλη εύλάβεια τό μετέφερε στ’ άρχοντικό της καί
τό έθαψε σ'ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.
Ύστερα
άπό λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ό Μέγας Κωνσταντίνος καί σταμάτησαν οΐ διωγμοί
έναντίον τών χριστιανών, ή Κλεοπάτρα άφησε τήν Αίγυπτο γιά νά γυρίση πίσω στήν
πατρίδα της τήν Παλαιστίνη καί πήρε μαζί της τό λείψανο τού μάρτυρος, σάν
πολύτιμο θησαυρό. Έκεΐ ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος άπό τήν περιουσία της Κι΄ έκτισε
μεγαλοπρεπέστατη έκκλησία στό όνομα τού Αγίου Ούάρου Κι΄ αφιέρωσε σ' αυτήν τό
τίμιο λείψανο πού φύλαγε μέσα σέ όλόχρυση λάρνακα
Όταν
ήσαν πιά όλα έτοιμα, προσκάλεσε τόν 'Επίσκοπο καί τούς κληρικούς τής έπαρχίας
γιά τά έγκαίνια. "Υστερα άπό τή Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τούς
πιστούς καί τούς έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Ή χήρα, μαζί μέ τό νεαρό γυιό της.
περιποιήθηκαν μέ τά ίδια τους τά χέρια όλους τούς προσκαλεσμένους. χωρίς να
βάλουν ψωμί στό στόμα τους. Σάν νύκτωσε καί τό σπίτι άδειασε άπό τόν κόσμο,
τσακισμένος από την κούρασι ό νέος, πήγε στό δωμάτιό του νά ξεκουρασθή. Σέ λίγο
πήγε Κι΄ ή μητέρα νά τού πάη φαγητό. Τόν βρήκε νά καίγεται στόν πυρετό. Ανήσυχη
τού έκανε τις περιποιήσεις πού ήξερε, ξεχνώντας τήν πείνα καί τήν κούρασι της.
Άλλ’ όσο πέρναγε ή ώρα. ό πυρετός ανέβαινε καί προτού προφτάση νά έρθη ό
γιατρός, ό νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά τής απαρηγόρητης μάνας. Άλλόφρονη έκείνη
άπό τήν απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε τό νεκρό σώμα καί τό πήγε στήν εκκλησία τού
μάρτυρος. Τό άκούμπισε πάνω στή λάρνακα τών λειψάνων καί πέφτοντας στά γόνατα,
ξέσπασε σέ σπαρακτικό θρήνο. Μέ πονεμένα λόγια, θύμιζε στόν μάρτυρα, σάν νά τόν
είχε ζωντανό μπροστά της. όσα είχε κάνει γιά χάρι του καί απαιτούσε απ' αύτόν
νά κάνη έκεΐνο πού έκανε ό Έλισσαίος γιά τή Σωμανίτιδα.
‘Ανάμεσα
στά δάκρυα καί στ' άναφυλλητά, συντριμμένη άπό τόν πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε
τότε ένα θαυμάσιο όνειρο, πού παρηγόρησε τή μητρική καρδιά της.
"Ανοιξε
μπροστά στά μάτια της ό Ουρανός καί μέσα άπό φώς υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ό
μάρτυς τού Χριστού, στεφανωμένος μ’ όλόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δέν
περιγράφεται. Κρατούσε άπό τό χέρι, σάν φίλος τόν φίλο του. τό γυιό τής χήρας,
πού φόραγε Κι΄ αυτός όλάνθιστο στεφάνι στό όμορφο κεφάλι του.
Μή μέ κατηγορής γιά αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, τής
είπε ό μάρτυς μέ γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στά λείψανά
μου. γύρευες χάριτες γιά τό παιδί σου; Τί πιό μεγάλο χάρισμα μπορούσα νά σοΰ
ανταποδώσω άπό τούτη τή δόξα πού βλέπεις; ‘Αν. ύστερα απ' αυτό, έξακολουθής νά
τόν γυρεύης κοντά σου. είναι ελεύθερος νά έλθη.
Kui
γυρίζοντας στό νέο. του έδειξε τήν πονεμένη μητέρατου.
Φίλε
μου. μπορείς νά πας μαζί της.
’Εκείνος
όμως έπεσε στήν αγκαλιά τού μάρτυρος. σάν νά μην ήθελε ποτέ νά τόν άποχωριστή.
καί στρέφοντας στή μητέρα του έλαφρά τό κεφάλι, τής είπε:
Έπιμένης
λοιπόν νά μού στέρησης αυτή τήν εύτυχία; Θέλεις ποτέ νά μέ ξαναφέρης άπό τά
αιώνια στά πρόσκαιρα Κι΄ από τή χαρά στή λύπη; Πάνε, μητέρα, νά πενθής καί
Ετοιμάσου νά μάς συναντήσης.
Βάλσαμο
παρηγοριάς χύθηκε στήν πληγωμένη καρδιά τής χήρας, ύστερα άπό τήν όπτασία. Αφού
έθαψε τό παιδί της στήν καινούργια εκκλησία, μοίρασε στούς φτωχούς όλη τήν περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα Κι΄
Εμεινε έκεΐ κοντά στόν τάφο τού μάρτυρος καί τού παιδιού της. 'Επτά ολόκληρα
χρόνια περιποιήθηκε τό ναό καί πέΟανε μέ φήμη άγιας.
ΑΠΟ ΤΙΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ στούς Μοναχούς άγιου Γέροντα: «“Αν Εργάζεσαι τό Εργόχειρό σου καί
σημάνη ή ώρα τής προσευχής, μή πής στόν Εαυτό σου «άς άποτελειώσω τή σειρά πού
μού άπόμεινε ή άς συμπληρώσω λίγες βελονιές Κι΄ ύστερα πηγαίνω». Παραμέρισε όλα
τ’ άλλα καθήκοντα καί δόσε τό χρέος σου στόν Θέο. Διαφορετικά μαθαίνεις νά
Οεωρής πάρεργο τήν προσευχή καί τήν Ακολουθία. "Ετσι όμως καί τήν ψυχή
στερείς άπό πνευματική τροφή καί τό σώμα σου άπό ύλική. Γιατί δέ Οά προκόψη τό
Εργόχειρο σου, χωρίς τήν ευλογία τού Θεού. Η προθυμία σου στά πνευματικά καί
στά σωματικά 0ά φανή άπό τό πρωί πού θά ξημερώση».
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ
μιά Κυριακή στήν Εκκλησία τής σκήτης ό Άββάς Μακάριος, πού είχε χάρισμα άπό τόν
Θεό νά διακρίνη μέ τά μάτια τής ψυχής, όσα οί άλλοι δέν έβλεπαν μέ τά σωματικά
τους μάτια, είδε τήν καλύβα κάποιου Μοναχού τριγυρισμένη άπό πονηρά πνεύματά.
Πολλά είχαν τή μορφή παιδιών, πού Εκαναν κάθε λογής άταξία. Αλλα Εμοιαζαν μέ
άσεμνες γυναίκες. Χόρευαν, πηδούσαν Κι΄ έκαναν διάφορα άνόητα καμώματα.
Χωρίς
άλλο, συλλογίσΟηκε ό "Οσιος, Εχει κυριευθή άπό άμέλεια ό 'Αδελφός, γι'
αύτό Εχουν τόσο θάρρος μαζί του oi δαίμονες.
Σάν τελείωσε
ή Λειτουργία, πήγε καί χτύπησε την πόρτα τού Μοναχού:
Ήλθα νά
σού ζητήσω μιά χάρη, τού είπε.
Μετά
χαράς. Άββά, άν περνά άπό τό χέρι μου.
Βρίσκομαι
σέ μεγάλη στενοχώρια καί θέλω νά προσευχηθής γιά μένα στόν Κύριο νά μέ
άνακουφίση.
'Απόρησε
ό Αδελφός, άκούοντας τόν Γέροντα νά μιλά
Ετσι.
Δέν
είμαι άξιος, Άββά. νά προσεύχωμαι Εγώ γιά σένα, τού είπε συνεσταλμένα.
Δέν
φεύγω άπό δώ, έπέμενε ό Όσιος, άν δέ μού δώσης ύπόσχεσι πώς θά κάνης κάθε βράδυ
μιά προσευχή γιά μένα.
"Ετσι
τόν άνάγκασε νά ύποσχεθή. Τό ίδιο βράδυ κιόλας προσευχήθηκε γιά τόν Γέροντα.
"Υστερα συλλογίστηκε:
Παρακάλεσες,
ταλαίπωρε, γιά Ενα τέτοιον άγιο καί γιά τόν Εαυτό σου δέν ζήτησες τίποτε.
Πρόσθεσε
Ετσι άλλη μιά προσευχή γιά τόν Εαυτό του. Τό ίδιο έκανε καί τό άλλο βράδυ καί
τό επόμενο. Ώσπου συνήθισε νά λέη δυό προσευχές όλη τήν Εβδομάδα.
Τήν
Κυριακή πέρασε πάλι Εξω άπό τήν καλύβα του ό Όσιος. Οί δαίμονες βρίσκονταν
Εκεϊ, άλλά δυσαρεστημένοι. Κατάλαβε άμέσως πώς ή προσευχή τού Αδελφού είχε
άρχίσει νά Ενεργή άποτελεσματικά. Μπήκε μέσα καί τόν παρακάλεσε νά προσθέση
άλλη μιά προσευχή γιά χάρι του. Εκείνος δέχθηκε μέ προθυμία Κοντά στίς δύο
προσευχές πού έκανε τώρα γιά τόν Γέροντα, πρόσθεσε δυό ακόμη γιά τόν Εαυτό του.
Πέρασε άλλη μιά Εβδομάδα πού ό Αδελφός Ελεγε τέσσερες προσευχές.
Όταν
πήγε τήν Κυριακή νά τόν ίδή ό Όσιος, βρήκε τούς δαίμονες άμίλητους καί
σκυθρωπούς. Εύχαρίστησε τόν θεό καί παρακάλεσε τόν Αδελφό νά προσθέση καί τρίτη
προσευχή γιά χάρι του.
Βλέπω
μεγάλη ώφέλεια άπό τις προσευχές σου, 'Αδελφέ. του είπε, γιά νά τόν ένθαρρύνη.
Τώρα ό
πρώην άμελής Μοναχός προσευχόταν τό μεγαλύτερο μέρος τής νύκτας, γιατί κοντά
στις τρεις προσευχές, πού έλεγε γιά τόν Όσιο, πρόσθεσε άλλες τρεις γιά τόν
έαυτό του.
Τήν
Κυριακή πηγαίνοντας πάλι στήν έκκλησία ό Άββάς Μακάριος, δέχτηκε τήν έπίθεση
των πονηρών πνευμάτων. Τόν άπειλούσαν καί τόν έβριζαν, γιατί έγινε αφορμή νά
διορθωθή ό Μοναχός. Είχαν όμως άπομακρυνθή πολύ άπό τήν καλύβα του. Ή προσευχή
του τά έμπόδιζε νά πλησιάσουν.
Εύχαρίστησε
μέ τήν καρδιά του τόν θεό ό Όσιος γιά τή μεταβολή τού Αδελφού. "Υστερα τόν
συμβούλευσε νά μή παραμελή ποτέ τήν προσευχή του, γιά νά μήν πέφτη εύκολα στίς
παγίδες πού στήνει ό διάβολος γιά νά παρασύρη τόν άνθρωπο στήν άπώλεια.
·
Ο ΟΣΙΟΣ
Παλαμών, ό Γέροντας τού Όσιου Παχωμίου, όταν έβλεπε πώς ό νεαρός υποτακτικός
του νύσταζε τή νύκτα πού προσευχόταν, τόν έπαιρνε Κι΄ άνέβαιναν πάνωστό
γειτονικό άμμόλοφο Κρατούσε ώ καθένας τους ένα ζεμπύλι καί κουβαλούσαν άμμο άπό
τό ένα μέρος στό άλλο. Τόν συνήθιζε έτσι ν' άντιστέκεται στόν ύπνο καί νά
γίνεται πιό πρόθυμος στήν προσευχή.
— Νά είσαι πάντα άγρυπνος, παιδί μου, τού
έλεγε συχνά, γιά νά μή σέ βρή στόν ύπνο ό πειρασμός καί κλέψει όλους σου τούς
κόπους.
Συνήθισε
σιγάσιγά ό Παχώμιος νά σηκώνη τά χέρια του στόν Ούρανό άπό τό βράδυ, πού άρχιζε
τήν προσευχή του, καί νά τά κατεβάζη. όταν έβγαινε ό ήλιος. "Ετσι απέκτησε
καθαρή καρδιά κι άγνό σώμα
ΜΕΓΑΛΟ
κατόρθωμα γιά τόν άνθρωπο. γράφε» ό Άββάς Εύάγριος. νά προσεύχεται μέ τό νοΰ
συμμαζεμένο στά λόγια τής προσευχής, πολύ μεγαλύτερο όμως νά ψάλλη έτσι, χωρίς
καθόλου να περισπάται.
ΠΩΣ ν’
αποκτήσω κατάνυξι στήν προσευχή. Άββά; ρώτησε ένας Αδελφός τόν Όσιο Σιλουανό.
πού είχε μεγάλη πείρα στά πνευματικά Καί του έμπιστεύθηκε πώς έκανε μεγάλη
προσπάθεια νά ψάλλη μελωδικά γιά ν' αντιστέκεται στόν ύπνο πού τόν ένοχλοΟσε
στήν ‘Ακολουθία.
Ή ψυχή, παιδί μου. δέ συγκινείται τόσο άπό τή
μελω δία. όσο άπό τό περιεχόμενο τού ψαλμοϋ, έξήγησε ό Όσιος. Προσέχοντας μόνο
νά ψάλλης μελωδικά, κινδυνεύεις νά πέσης σέ κενοδοξία καί νά σκληρύνη πιό πολύ
ή καρδιά σου. Εϊτε προσεύχεσαι, είτε ψάλλεις, νά έχης πάντοτε βαθειά συναίσθησι
ότι βρίσκεσαι μπροστά στόν "Αγιο Θεό. Μήν έπιτρέπης στό νού σου νά
ρεμβάζη. ’Αγάπησε τήν ταπεινοσύνη. πού γεννά τήν κατάνυξι. Μή θέλης νά κάνης
επίδειξη τής σοφίας καί τών γνώσεων σου. Προτιμά νά διδάσκεσαι παρά νά
διδάσκης. Κοντά στά παραπάνω, βλέποντας ό Θεός τήν αγαθή σου προαίρεσι, θά σου
δώση τό χάρισμα τής κατανύξεως.
ΛΕΝΕ
γιά τόν Όσιο Σισώη τόν Θηβαίο', πώς. μόλις όπόλυε ή έκκλησία. έφευγε γιά τό
κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Μερικοί νεοφερμένοι Μοναχοί στή σκήτη, πού δέν τόν
γνώριζαν άκόμη, βλέποντας τον. έλεγαν πώς είχε δαιμόνιο καί τόν κυνηγούσε Οί
παλαιότεροι όμως τούς έξήγησαν πώς μ’ αύτό τόν τρόπο συνήθιζε ό "Οσιος ν’
άποφεύγη τις συνομιλίες, για νά μή άποσπάται ό νούς του άπό τήν προσευχή.
ΚΑΙ ό
Άββάς Μακάριος συνήθιζε στό τέλος τής θ. Λειτουργίας νά στέκεται στήν πόρτα τής
έκκλησίας καί νά ψιθυρίζη στους Μοναχούς πού έβγαιναν:
Φεύγετε,
'Αδελφοί.
Πού
θέλεις νά πάμε. Άββά; ρωτούσαν οί νεώτεροι. Μήπως πιό βαθειά στήν έρημο;
Ό Όσιος
τότε έβαζε τό δάκτυλο στό στόμα καί τούς άπαντούσε:
Τούτο
δώ νά φεύγετε.
Εννοούσε
τίς συνομιλίες, γιά νά μή σκοτίζεται ό νούς τους καί χάνουν τίς καλές σκέψεις
πού κέρδισαν μέ τήν προσευχή.
«
Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ τού χριστιανού, λέγει κάποιος Γέροντας, πρέπει νά γίνεται, πρώτον, μέ
διάθεσι ειρηνική, ύστερα μέ ήσυχία καί κοσμιότητα. Όταν προσεύχεται μαζί μέ
άλλους στήν εκκλησία, πρέπει ν’ άποφεύγη τίς έξωτερικεύσεις τής εύλαβείας του
καί τίς δυνατές φωνές πού φέρνουν σύγχυσι καί στόν ίδιο καί στούς άλλους.
Ή
προσευχή όφείλει νά γίνεται μέ έσωτερικο πόνο τής καρδιάς καί μέ ήρεμο νοΰ
άφωσιωμένο στό Θέο.
’Υπάρχουν
άνθρωποι, πού πάσχουν άπό σωματικές άρρώστειες Κι΄ ένώ χειρουργούνται ή
καυτηριάζονται από τό γιατρό, υποφέρουν καρτερικά τόν πόνο, χωρίς φωνές καί
φασαρία, σιωπηλά καί υπομονετικά “Αλλοι πάλι άνυπόμονοι χαλούν τόν κόσμο άπό
τίς φωνές, όταν τούς κάνουν θεραπεία Μήπως όμως έτσι άποφεύγουν τόν πόνο;
Μάλλον τόν αυξάνουν.
Κάτι
παρόμοιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή. Οι πνευματικώτεροι άνθρωποι
προσεύχονται αθόρυβα μέ «στεναγμούς αλαλήτους».Έτσι διατηρούν τήν ψυχική τους
γαλήνη. Οί άλλοι δέ συγκρατούν τόν έαυτό τους. Προσεύχονται μεγαλοφώνως, μέ
έκδηλώσεις έξωτερικές, πού συχνά σκανδαλίζουν τούς άλλους. Ό πραγματικός
χριστιανός πρέπει ν' άποφεύγη τήν άκαταστασία καί τά έξωτερικά σχήματα. Νά
προτιμά τήν τάξι. τήν ήσυχία καί τήν ταπείνωσι. Αύτό ζητά καί ό θεός μέ τό
στόμα τού Προφήτου, πού λέγει :«έπί τίνα έπιβλέψω. άλλ ή έπί τόν ταπεινόν καί
ήσύχιον.τόν τρέμοντά μου τούς λόγους;»
Όσοι
χριστιανοί διάλεξαν αυτό τό δρόμο, έγιναν παράδειγμα καί φώς γιά πολλούς
άλλους.
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ,
πού στήν κοινή λατρεία, ένώ βρίσκεται μαζί μέ άλλους στήν έκκλησία, κλείνει τό
στόμα καί τή καρδιά καί δέν ψάλλει καί δέν προσεύχεται, όπως έκεϊνοι. μοιάζει
μέ δαίμονα, λέγει κάποιος Πατήρ. Αύτός ό ακάθαρτος, μή ύποφέροντας ν' όκούη τίς
δοξολογίες τής Εκκλησίας στόν θεό. προσπαθεί ν' άποσπάση τό νού τού άνθρώπου
όπό τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή.
2. ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΥ
ΣΑΝ
ΠΑΥΣΗ ό νούς νά σκέπτεται τόν θεόν, κυριεύεται ό άνθρωπος άπό τά κατώτερα πάθη,
έλεγε ό Άββάς θεωνάς ···
ΚΑΠΟΤΕ
περπατούσαν πολλές μέρες συνεχώς μέσα στήν έρημο ό Άββάς Δανιήλ κι ό
υποτακτικός του. Κουρασμένος άπό τήν μακρινήν όδοιπορία ό νέος, είπε μέ κάποια
δυσφορία:
— Πότε θά μείνωμε Κι΄ έμεΐς στή φτωχή μας
καλύβη;
Ποιός μάς εμποδίζει, παιδί μου. νά
βλέπωμε Κι΄ έδώ πού βρισκόμαστε τόν θεό; Καί στήν καλύβα μας Κι΄ έξω άπ’ αυτήν
Εκείνος μάς περιβάλλει, άποκρίθηκε ό Άγιος Γέροντας, πού δέν έφευγε ποτέ άπό τό
νοΟ του ή ένθύμησι τού θεού.
···
ΑΥΤΗ
τήν άπόκρισι έδωσε ό Όσιος Αρσένιος σ' ένα Μοναχό πού του ζήτησε μιά ωφέλιμη
συμβουλή:
— Άν
κατορθώση ό νούς σου νά βλέπη διαρκώς τόν θεόν καί μ' αύτήν τήν ένόρασι νά
γίνεται όλη ή έσωτερική σου κατεργασία,
τότε μόνο θά βγής νικητής στόν άγώνα του κακού.
Σ’ ΑΥΤΟ
ή ζωή τού Μοναχού μοιάζει μέ τών Αγγέλων, έλεγε ό Άββάς Ύπερέχιος: έκεΐνοι
βλέπουν διαρκώς τό πρόσωπο τού Ουρανίου Πατρός.
ΠΟΙΟΣ
μπορεί νά βλάψη τόν ευνοούμενο τού βασιλέως; Κανείς βέβαια. Ούτε ό διάβολος
μπορεί νά βλάψη ψυχή ένωμένη μέ τόν θεόν, έλεγε κάποιος Άββάς.
Μάς
προσκαλεϊ ό Θεός διά τών θείων Γραφών νά τόν πλησιάσωμε, γιά νά μάς πλησιάση
περισσότερο Κι΄ Έκεϊνος. Δυστυχώς όμως ό άνθρώπινος νούς σκορπίζεται διαρκώς σ'
έγκόσμιες σκέψεις, γι’ αύτό εύκολα παρασύρεται άπό τόν διάβολο στήν άμαρτία.
·
ΕΙΝΑΙ
ν' άπορή κανείς μέ τίς παραδοξότητες τού άνθρώπου, λέγει κάποιος Γέροντας.
Προσεύχεται, νοιώθοντας πώς ό Θεός είναι παρών Κι΄ άκούει τήν προσευχή του καί
συγχρόνως άμαρτάνει μέ τόση άφροντισιά. σάν ν' άπουσιάζη ό Θεός καί νά μή βλέπη
τίς άνομίες του.
···
ΑΝ
ΚΑΤΟΡΘΩΣΗΣ νά έχης πάντοτε μπροστά στά μάτια σου τόν θεό. λέγει άλλος Πατήρ,
είτε πλαγιάζεις νά κοιμηθής, είτε σηκώνεσαι άπό τό στρώμα ή όποιαδήποτε έργασία
κάνεις.δέν θά τολμήση ποτέ νά σέ βλάψη ό διάβολος. Θά σέ σκεπάζη ή χάρις του
Θεού, όσο ό νούς σου είναι μαζί του ένωμένος.
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ
σέ μάς, θρηνεί κάποιος Γέροντας. Ντρεπόμαστε νά κάνωμε κακή πράξι μπροστά στους
ανθρώπους καί δέν ντρεπόμαστε, ούτε φοβόμαστε ν' άσεβοΰμε καί ν' άμαρτάνωμε
ένώπιον τού Θεού που γνωρίζει όλα τ’ άπόκρυφα τής καρδιάς μας.
ΤΡΕΙΣ
ΤΡΟΠΟΥΣ μεταχειρίζεται ώ διάβολος, συμπεραίνουν οΐ Πατέρες ύστερα άπό βαθειά
μελέτη τού πνευματικού πολέμου τής ψυχής, γιά νά παρασύρη στήν άμαρτία τό
πλάσμα τού θεού: Τήν λησμοσύνη, τήν αμέλεια καί τήν κακή έπιθυμία.
Όταν ή
λησμοσύνη καταλάβη τήν ψυχή, γεννά παρευΟύς τήν άμέλεια Κι΄ έκείνη πάλι τήν
κακή έπιθυμία. "Ω, άν δέν ξεχνούσαμε μέ τόση εύκολία τόν Θεόν καί τόν
προορισμό μας σ' αύτόν τόν κόσμο, δέν Οά παραμελούσαμε τήν σωτηρία μας καί δέν
θά μάς άφηνε ποτέ ή θεία Χάρις νά παρασυρθοΰμε άπό τίς παράλογες έπιθυμίες πού
φωλιάζουν μέσα μας.
ΖΗΤΗΣΕ
τόν Θεό. Μοναχέ, καί θά σοϋ φανερωθή. συμβούλευε ό Μέγας Αρσένιος, καί κράτησέ
τον καλά γιά νά μείνη ώς τό τέλος κοντά σου.
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ
μιά μέρα γιά τήν πόλι, ό Ζαχαρίας, ό μαθητής τού Άββά Σιλουανοΰ, είπε στό
Γέροντά του νά ποτίση τό μικρό τους περιβόλι.
Ό Όσιος
σκέπασε καλά τό πρόσωπό του μέ τό κουκούλι του, έτσι πού νά βλέπη μόνο τίς
μύτες τών ποδιών του, καί βγήκε νά ποτίση.
Γιατί κουκουλώθηκες έτσι. Άββά: τόν ρώτησε
ένας Αδελφός περαστικός, πού έτυχε νά τόν ιδή.
Γιά νά
μήν πέση τό βλέμμα μου στά δέντρα Κι΄ άπασχοληθή μ' αύτά ό νούς μου. άφήνοντας
τήν ένθύμησι του Θεοΰ, έξήγησε ό άγαθός Γέροντας.
ΚΑΠΟΤΕ
ρώτησαν οι Αδελφοί τόν παραπάνω Γέροντα:
Τί καλό
έχεις κάνει στην ζωή σου. Άββά, γιά νά σού χαρίση τόση διάκρισι καί σοφία ό
Θεός:
Δέν
άφησα ποτέ στό νου μου σκέψι πού νά δυσαρεστή τόν Θεό. άποκρίθηκε ταπεινά
έκεΐνος.
4. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ
ΚΑΠΟΙΟΣ
’Αδελφός ρώτησε μιά μέρα ένα έμπειρο Γέροντα. μέ τί τρόπο πρέπει νά καλλιεργή ό
άνθρωπος τόν έσωτερικό του κόσμο, γιά νά έχη πνευματική καρποφορία.
Τρία πράγματα είναι άπαραίτητα γιά τήν
καλλιέργεια τής ψυχής: Πρώτον, ή ησυχία, δεύτερον, ή προσευχή καί. τρίτον ή
αύτογνωσία. Αυτή ή τελευταία έπιτυγχάνεται. όταν μάθη ό άνθρωπος νά μή προσέχη
τά σφάλματα του άλλου, παρά μόνο τά δικά του. "Αν έπιμείνη σ' αυτά, δέ θ’
άργήση νά καρποφορήση ή ψυχή σ’ όλες τις άλλες αρετές.
ΟΤΑΝ
άποφεύγη ό άνθρωπος τις πολλές κουβέντες, τις διαμάχες, τήν ταραχή και τήν
σύγχυση, έλεγε ό Άββάς Ποιμήν. τό Αγιον Πνεύμα έπισκιάζει τήν ψυχή του καί
τότε, όσο στείρα Κι΄ άν είναι, θά βλαστήση καρπούς πνευματικούς
ΕΝΑΣ
άρχάριος Μοναχός έξωμολογήθηκε στόν ‘Αββά Σισώη. πώς έπιθυμούσε μέν νά διατηρή
καθαρή τήν καρδιά του, άλλα δέν τό κατώρθωνε πάντοτε.
Όσο αφήνομε, παιδί μου, άνοιχτή τήν πόρτα μέ
τήν γλώσσα μας, δέν καταλαβαίνεις πώς είναι άδύνατο νά κρατήσωμε καθαρή τήν
καρδιά μας: τού είπε ό σοφός Άββάς.
ΜΙΑ
ΜΕΡΑ, πού ήταν κλεισμένος στό κελλί του ό παραπάνω Γέροντας, ζήτησε άδεια άπ’
έξω ό ύποτακτικός του νά τόν δή.
Δέν ευκαιρώ τώρα, Αβραάμ, άποκρίθηκε άπό μέσα
ό Όσιος, πού ήταν όλος δοσμένος σέ πνευματική θεωρία.
ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ Μαξίμου τού Όμολογητού:
Ό Θεός,
καθώς λέγει ή Γραφή, είναι ήλιος δικαιοσύνης, πού μέ τίς άκτϊνες τής καλωσύνης
Του όμορφαίνει τό σύμπαν. Ή ψυχή πάλι, άνάλογα μέ τήν προαίρεσί της, γίνεται ή
κερί, σάν φιλόθεη, ή πηλός, σάν φιλόϋλη. Όπως λοιπόν ό πηλός, όταν έκτεθή στόν
ήλιο, ξεραίνεται καί τό κερί μαλακώνει, τό ίδιο Κι΄ ή ψυχή. ’Εκείνη πού είναι
δοσμένη στά έγκόσμια καί υλικά, όταν έλθη σ' έπαφή μέ τόν θεό. σκληραίνεται,
σάν τό Φαραώ, καί χάνει κάθε έλπίδα σωτηρίας. Ή φιλόθεη ψυχή όμως . όταν έκτεθή
στίς φλογερές άκτϊνες τής θείας άγάπης, άπαλύνεται, άποτυπώνει τούς χαρακτήρας
τών Αγίων καί γίνεται κατοικία Θεού. "Ετσι, στή φυσική «κατ’ εικόνα»
όμορφιά προσθέτει καί τήν «καθ' όμοίωσιν».
ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ
οί συνασκηταί του γιά τόν άββά Ιωάννη τόν Κολοβό, πώς ό νοϋς του πολύ συχνά
σταματούσε σέ πνευματική θεωρία καί τήν ώρα άκόμη πού ήταν άπασχολημένος μέ τό
έργόχειρό του. Μιά μέρα έπλεξε ψαθί γιά δυό ζεμπύλια καί τό έρραψε σέ ένα. Τό
κατάλαβε πιά, όταν πήγε νά τό κρεμάση στή θέσι του.
Αλλοτε
πάλι πέρασε άπά τό κελλί του ένας ‘Αδελφός νά πάρη στην άγορά τά ζεμπύλια τού
Γέροντος. Εκείνος πήγε μέσα νά τά φέρη, άλλά, άπορροφημένος στίς σκέψεις του
καθώς ήταν, λησμόνησε καί κάθισε στό πλέξιμό του. Βλέποντας πώς άργοΰσε. ό
‘Αδελφός χτύπησε πάλι τήν πόρτα. Σάν βγήκε ό Γέροντας, τού θύμισε τά ζεμπύλια.
Μπήκε έκεϊνος νά τά φέρη, μά πάλι τά ξέχασε. Γιά τρίτη φορά λοιπόν άναγκάστηκε
νά χτυπήση ό 'Αδελφός.
Τι
ζητάς, παιδί μου; ρώτησε προβάλλοντας πάλι στήν πόρτα ό Όσιος.
Τά
ζεμπύλια. Άββά
Ό
Γέροντας τότε τόν πήρε άπό τό χέρι καί τόν έφερε μέσα στό κελλί.
"Αν
ήλθες γιά ζεμπύλια. τού είπε, νά έδώ είναι. Πάρε όσα σού χρειάζονται, γιατί έγώ
δέν ευκαιρώ.
ΝΕΟΣ
ΑΚΟΜΗ καί αρχάριος στή μοναχική ζωή ό Άββάς Ισαάκ, πήγε μιά μέρα στόν Όσιο
Ποιμένα. Ένώ συνωμιλοΰσαν, ακούστηκε νά λαλή κάποιος πετεινός.
Υπάρχουν καί πετεινοί σ’ αυτήν έδώ τήν έρημο;
διέκοψε τήν πνευματική συζήτησι. γιά νά ρωτήση .παραξενεμένος.
Μή μ'
έξαναγκάζης νά σού είπώ αύτά πού δέ θέλω.
Ισαάκ,
τού είπε στενοχωρημένος ό Όσιος. Τέτοιες φωνές άκοΰνε μόνο έκεϊνοι πού έχουν
σκορπισμένο τό νού τους στά γήϊνα. Όσοι όμως τόν προσηλώνουν στόν Θεόν, δέν
άκοΰνε τίποτε.
ΣΑΝ
πλησίαζε ή ένάτη ώρα. θύμιζε πάντοτε στόν Όσιο Σισώη ό μαθητής του νά σηκωθή νά
φάγη τό λίγο ψωμάκι του.
Δέ
φάγαμε τέκνον; ρωτούσε ό Γέροντας.
Όχι
άκόμη, Άββά.
Έ, τότε
άς φάμε.
Δεν
αισθανόταν τήν ανάγκη τής υλικής τροφής, γιατί τρεφόταν μέ πνευματική ή καθαρή
ψυχή του.
ΠΗΓΕ
κάποτε μέ τούς 'Αδελφούς ό Άββάς Μακάριος νά μαζέψη φοινικόφυλλα γιά τό
Εργόχειρό του. Όταν νύχτωσε, τόν προσκάλεσαν νά φάη μαζί τους. Εκείνος γιά νά
μή τούς λυπήση Εφαγε. Τό άλλο βράδυ τόν φώναξαν πάλι γιά φαΐ.
Φάτε
σείς, παιδιά μου. τούς είπε ό Όσιος, πού Εχετε όκόμη άνάγκη άπό ύλική τροφή.
'Εγώ δέν Επιθυμώ τέτοια τροφή σήμερα.
··
ΑΝ
ΑΞΙΩΘΗΚΕΣ νά λάβης κάποιο χάρισμα πνευματικό, συμβουλεύει κάποιος Πατήρ, μήν
ύψηλοφρονής γι’ αύτό. Τίποτε καλό δΕν Εχεις, πού νά μήν προΕρχεται άπό τόν Θεό.
Άν λοιπόν δέν πολιτεύεσαι σύμφωνα μέ τό θέλημά Του, θ' άφαιρέση άπό σένα τό
δικό Του χάρισμα καί θά τό δώση σ' άλλον πιό ταπεινό καί άγαθό.
··
ΑΕΝΕ
γιά κάποιο Γέροντα πώς επτά όλόκληρα χρόνια προσευχόταν νά τού δώση ό Θεός
κάποιο πνευματικό χάρισμα Όταν επί τέλους τό Ελαβε, πήγε νά τό πή σ' ένα
γείτονά του διακριτικό Πατέρα.
Μεγάλος
κόπος. Εκανε Εκείνος, κουνώντας τό κεφάλι του. Πήγαινε νά κάνης άλλα Επτά
χρόνια προσευχή νά σού τό άφαιρέση ό Θεός, γιατί δέ σέ συμφέρει.
Ό
Γέροντας ύπήκουσε καί προσευχήθηκε, ώσπου του πήρε πάλι ό Θεός τό χάρισμα πού
τόσο Επίμονα ζητούσε.
ΕΝΑΣ
'Ερημίτης δέχτηκε μιά μέρα τήν Επίσκεψι κάποιου συνασκητού του. Σάν Εφτασε ή
ώρα τού φαγητού, είπε στόν υποτακτικό του νά Ετοιμάση λίγη φακή καί νά βρέξη τά
παξιμάδια γιά νά φιλοξενήσουν τόν Επισκέπτη. Ό νέος έκανε όπως τού είπαν. ΟΙ Γέροντες όμως άπορροφημένοι όπό τήν πνευματική συζήτησι,
πού είχαν αρχίσει, έμειναν στή θέσι τους ώς τήν άλλη μέρα τό μεσημέρι, χωρίς νά
νοιώσουν πείνα ή νύστα ή κάποια κούρασι. Τότε είπε πάλι ό Ερημίτης στόν
υποτακτικό του:
Μαγείρεψε,
τέκνον. λίγη φακή, νά φάγη ό ξένος μας.
’Από
χτές, Άββά, είναι όλα έτοιμα στήν τράπεζα, άποκρίθηκε ό νέος.
Έτσι
καθήσανε πιά όλοι μαζί νά φάνε.
ΚΑΠΟΙΟΣ
άλλος Γέροντας έπισκέφΟηκε ένα άπό τούς Πατέρας. Έψησε έκεΐνος λίγα δσπρια νά
τόν φιλοξενήση. ‘Οταν έδυσε ό ήλιος, πρότεινε στόν έπισκέπτη του νά ποϋν τήν
προσευχή τους, πριν καθίσουν στήν τράπεζα. Ό άλλος δέχτηκε πρόθυμα. “Αρχισαν.
Τότε ό μέν ένας είπε άπ' έξω όλόκληρο τό ψάλτήρι, ένώ ό άλλος άποστήθισε τούς
δύο μεγάλους Προφήτας. “Ετσι ξημερώθηκαν Κι΄ έφυγε ό έπισκέπτης χωρίς κανένας
άπό τούς δύο νά θυμηθή τό φαγητό, πού τούς περίμενε στήν τράπεζα.
Ο
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου θεωρητικού Γέροντος διηγείτο ατούς ’Αδελφούς πώς μιά βραδυά
έβαλαν τράπεζα νά φάνε μέ τόν Γέροντά του. Ένώ ό νέος άρχισε νά λέγη τή
συνηθισμένη προσευχή τού φαγητού, ό Γέροντας ήλθε σέ έκστασι καί προσηύχετο
στήν Ιδια θέσι άκίνητος ώς τό άλλο βράδυ Φανέρωσε, ύστερα άπό πολλές
παρακλήσεις, στόν Αδελφό πώς είχε άρπαγή ό νούς του στά ουράνια καί έβλεπε
άπόκρυφα μυστήρια.
··
ΚΑΠΟΙΟΣ
ΕΡΗΜΙΤΗΣ, πού είχε μεγάλη ταπεινοσύνη στήν καρδιά του. έλαβε άπό τόν θεό
διορατικό χάρισμα. Έτσι μιά μέρα προείδε πώς πήγαιναν κοσμικοί άνθρωποι νά τον
έπισκεφθοϋν Κι΄ έλυπήθηκε γι' αύτό. Σηκώθηκε τότε και πήγε σ' Ενα συνασκητή του
νά τόν παρακαλέση νά προσευχηθούν μαζί στόν Κύριο νά τού πάρη τό χάρισμα. Ένώ
λοιπόν προσεύχονταν, άκουσαν φωνή νά λέγη:
Σού
παίρνω τό χάρισμα, άλλ’ όταν θέλησης, τό έχεις πάλι.
Σ' ΕΝΑ
πολύ ταπεινό Μοναχό φάνηκε ό διάβολος, σάν Άγγελος φωτεινός, καί τού είπε, γιά
νά τόν ρίξη σέ ύψηλοφροσύνη:
Έγώ
είμαι ό Γαβριήλ Κι΄ ήλθα νά σέ χαιρετήσω, γιατί
έχεις πολλές άρετές καί σού όξίζει.
Κύττα
μήν έχεις κάνει λάθος, άποκρίθηκε, χωρίς νά χάση την ψυχραιμία του ό ταπεινός
Καλόγερος. Έγώ ζώ άκόμη στήν άμαρτία καί γι' αύτό δέν είμαι άξιος νά βλέπω
Αγγέλους.
··
ΩΔΗΓΗΣΑΝ
κάποτε στόν Άββά Λογγίνο Ενα δυστυχή δαιμονισμένο καί τόν παρακαλοΰσαν νά τόν
κάνη καλά.
Δέν Εχω
τέτοιο χάρισμα, Ελεγε έκεϊνος μέ ταπεινοσύνη. Πηγαίνετε στόν Άββα Ζήνωνα.
’Εκείνος μέ την προσευχή του μπορεί νά διώξη τό δαιμόνιο.
Πήγαν
τόν άνθρωπο στόν Άββα Ζήνωνα. 'Εκείνος τόν λυπήθηκε Κι΄ άρχισε νά έξορκίζη τό
πονηρό πνεύμα νά φύγη άπό τό βασανισμένο πλάσμα.
Τό
διαμόνιο άρχισε ν' άγριεύη καί ξαφνικά φώναξε στόν Γέροντα:
Μήπως
νομίζεις πώς γιά λόγου σου φεύγω; Ό Άββάς Λογγίνος προσεύχεται αυτή τη στιγμή
Κι΄ ή δική του προσευχή δέ μ αφήνει νά σταθώ. Σέ σένα δέ δίνω καμμιά σημασία.
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ πάλι, πού Επασχε άπό καρκίνο. Επειδή είχε άκούσει τήν φήμη τού Άββά
Λογγίνου. ξεκίνησε νά πάη νά τόν βρή νά τής δώση τήν ύγεία της. Καθώς τόν
γύρευε στήν τύχη μέσα στήν έρημο, συνάντησε ένα γέροντα Καλόγερο νά κόβη ξύλα.
Πήγε κοντά του καί τόν ρώτησε που έμενε ό Άββάς Λογγΐνος.
Τί τόν
θέλεις; ρώτησε έκεΐνος. Σέ συμβουλύω νά μή πάς. γιατί δέν είναι καλός άνθρωπος.
'Αλλά μήπως υποφέρεις άπό τίποτε;
Ή
δυστυχισμένη γυναίκα τού έδειξε τότε μιά άνοιχτή πληγή, πού έβγαζε άφόρητη
δυσοσμία. Ό Καλόγερος τή σταύρωσε καί τής είπε:
Γύρισε
σπίτι σου Κι΄ ό Θεός θά σού δώση τήν ύγεία σου. Ό Λογγΐνος δέν μπορεί νά σέ
βοηθήση σέ τίποτε.
“Εφυγε
έκείνη, δίνοντας πίστι στά λόγια τού άγνώστου. Ώσπου νά φτάση σπίτι της δέν
έμεινε ίχνος άπό τή φοβερή άρρώστια. Αργότερα έμαθε άπό τούς Αδελφούς, πώς
έκεΐνος. πού τήν είχε κάνει καλά μέ τέτοιο παράδοξο τρόπο, ήταν ό Ιδιος ό Άββάς
Λογγΐνος.
ΕΝΑΣ
άρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς σέ μερικούς άνθρώπους έχει δοθή τό
χάρισμα νά βλέπουν άποκαλύψεις καί νά μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.
Μή μακαρίζης
μόνο αύτούς. παιδί μου, άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας, μά πιό πολύ έκείνους πού
βλέπουν διαρκώς τίς άμαρτίες τους, άνακαλύπτουν τίς άδυναμίες τους καί
γνωρίζουν καλά τόν έαυτό τους.
Πρίν
λίγες ημέρες. Άββά, είπε πάλι ό Αδελφός, είδα ένα Μοναχό νά βγάζη δαιμόνιο άπό
κάποιον άρρωστο καί τόν έθαύμασα
“Εγώ
δέν έπιθύμησα ποτέ, άποκρίθηκε ό Γέροντας, νά διώχνω δαιμόνια καί νά γιατρεύω
όρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τόν Θεό νά μή γίνω ό Ιδιος περίγελως τού Σατανά Κι΄
άγωνίζομαι νά καθαρίσω τό μυαλό μου άπό πονηρές σκέψεις. ‘Αν τό κατορθώσω, τότε
Οά είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει νά καθαρίση τήν ψυχή ίου άπό άμαρτίες
Κι΄ άγαπά τόν θεό καί τόν πλησίον του, θά κληρονομήση τήν αιώνιο ζωή μαζί με
τούς θαυματουργούς Πατέρας
ΕΝΑΣ
ΕΥΛΑΒΗΣ χριστιανός άφησε τόν κόσμο, πήρε τό μικρό του γυιό Κι΄ έπήγε στήν
έρημο. Πέρασαν χρόνια. Ό πατέρας, πού είχε προοδεύσει πολύ στήν άρετή, έφερε μέ
τήν προσευχή του στά λογικά του κάποιο δαιμονισμένο. Τότε ό γυιός πήγε σ' ένα
μεγάλο Γέροντα καί τού παραπονέθηκε:
Ό
πατέρας μου, Αββά, πρόκοψε πιό πολύ άπό μένα καί διώχνει δαιμόνια.
Δέν είναι μόνο αύτό σημάδι προκοπής,
άποκρίθηκε ό Γέροντας. Δέν είναι τού άνθρώπου, άλλα τού Θεού ή δύναμις πού
κάνει θαύματα, καθώς Κι΄ ή πίστη τοΰ αρρώστου ή τών συγγενών του. Πολλοί πού
δέν κατάλαβαν αύτό, έπεσαν σέ υπερηφάνεια καί ζημιώθηκε ή ψυχή τους. Ή πιό
μεγάλη προκοπή γιά τόν άνθρωπο είναι ή ταπεινοσυνη τής καρδιάς. Όποιος άξιωθή
νά τήν άποκτήση. δέν έχει φόβο νά παρασυρθή ποτέ άπό τό κακό καί τήν άμαρτία.
ΕΠΙΘΥΜΕΙΣ,
Αδελφέ, νά διώχνης δαιμόνια; ρωτά ό Άββάς Πιτυρίων, ό μαθητής τοΰ Οσίου
Αντωνίου. Μάθε τώρα νά ύποτάσσης τά πάθη σου. Όποιο πάθος βγάλεις άπό μέσα σου,
διώχνεις μαζί καί τό δαιμόνιο πού τό προκαλεΐ. γιατί κάθε πάθος έχει καί τό
δαιμόνιό του. Νικώντας τά πάθη, διώχνεις καί τόν διάβολο πού τά υποκινεί.
·
ΕΝΑΣ
ΕΡΗΜΙΤΗΣ έζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στήν έρημο, τρώγοντας μόνο τούς καρπούς
μιάς φοινικιάς πού είχε φυτρώσει έξω άπό τήν καλύβα του. Ύστερα όμως τοΰ
έσπειρε ζιζάνια στό νοΰ ό διάβολος Κι΄ άρχισε νά συλλογίζεται πώς άδικα
σπατάλησε έκει τόσα χρόνια.
Τί
κέρδισα τάχα; έλεγε στόν έαυτό του. Ούτε άποκαλύψεις είδα ούτε κανένα θαύμα
έκανα, όπως οί παλιοί ‘Ασκηταί. "Ας γυρίσω στόν κόσμο, ίσως έκεΐ προκόψω
περισσότερο.
Τό είχε
σχεδόν αποφασίσει Κι΄ έτοιμαζόταν. όταν ό θεός, πού τόν λυπήθηκε γιά τούς
τόσους κόπους του. έστειλε τόν "Αγγελό του νά τόν έμποδίση.
Τι
μεγαλύτερο θαύμα θέλεις, τού είπε ό ‘Αγγελος, άπό τήν ύπομονή καί τή
μεγαλοψυχία πού σού έδωσε ό Θεός, νά μείνης τόσα χρόνια όλομόναχος σ' αυτό τόν
άγριο τόπο, τρώγοντας μόνο τούς καρπούς τούτου τού δένδρου; Κάνε λίγο άκόμη
ύπομονή καί ζήτησε άπό τόν Θεό περισσότερη ταπείνωσι.
Έτσι
έμεινε στόν τόπο του ό Ερημίτης, ευχαριστώντας τόν Θεό πού τόν στήριξε μέ τόν
"Αγγελό Του.
ΚΑΠΟΙΟΣ
Γέροντας πολύ πνευματικός άξιώθηκε νά βλέπη όρατό σημείο τού ‘Αγίου Πνεύματος
στά στόματα τών 'Αδελφών, τή στιγμή πού άντάλλαζαν άδελφικό άσπασμό στή Θεία
Λειτουργία, όταν ό Διάκονος έλεγε τό «άγαπήσωμεν άλλήλους».
4 ΘΕΙΑ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
ΤΗΝ
ΠΑΡΑΚΑΤΩ ιστορία διηγήθηκε ό Όσιος Αρσένιος στούς μαΟητάς του. Εκείνοι τήν
έγραψαν μαζί μέ άλλες πού τούς είχε είπεϊ. Έτσι έφθασε ώς έμάς.
Κάποιος
Άναχωρητής, άπό άμάθεια πιό πολύ, δέν ήθελε νά παραδεχτή πώς ό "Αγιος
"Αρτος, πού μεταλαμβάνομε. είναι αυτό τό Σώμα τού Κυρίου. Οί Γέροντες πού
τό έμαθαν, τόν φώναξαν κι έπεχείρησαν νά τού έξηγήσουν τήν όρθή άποψι τής
Εκκλησίας γιά τά "Αχραντα Μυστήρια, ώστε νά τόν βγά/ ουν άπό τήν πλάνη
του. Εκείνος όμως δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά πειστή. Οι Πατέρες τόν άφησαν,
άλλα έκαναν προσευχή νά τόν φωτίση ό Θεός νά καταλάβη τήν αλήθεια γιά νά μή χάση
τους κόπους του.
Μιά
Κυριακή ό Άναχωρητής παρακολούθησε τή θεία Λειτουργία μαζί μέ δυό άπό τούς
Γέροντας άπό τό "Αγιο Βήμα τού ναού τής σκήτης. Τή στιγμή πού ό Ίερεύς
πήρε στά χέρια του τό πρόσφορο, γιά νά προσκόμιση, είδαν κατάπληκτοι ένα Βρέφος
ξαπλωμένο έπάνω στήν Αγία Τράπεζα. Κι΄ όταν άρχισε νά διαμελίζη τόν ‘Αρτο,
φάνηκε "Αγιος Άγγελος έπάνω άπό τό θυσιαστήριο, κρατώντας μάχαιρα στά
χέρια του. Διαμέλιζε Κι΄ αυτός, συγχρόνως μέ τόν ‘Ιερέα, τό Θείο Βρέφος κι
έχυνε τό Αίμα Του στό Άγιο Ποτήριο.
Ό πλανεμένος
Άναχωρητής ταράχτηκε άπό τό φοβερό έκεϊνο θέαμα Ή ταραχή του όμως μεταβλήθηκε
σέ τρόμο, πού τόν συγκλόνισε όλόκληρο, όταν ύστερα άπό λίγο, πού πήγε νά
κοινωνήση. είδε στό Άγιο Ποτήριο άνθρώπινη σάρκα βαμμένη στό αίμα. Κλαίγοντας
τότε ώμολόγησε τήν πλάνη του καί παρακάλεσε τόν Κύριο νά σκεπάση μέ τή Χάρι Του
τά θεία Μυστήρια γιά νά τολμήση νά κοινωνήση. “Ετσι είδε πάλι “Αρτο καί Οίνο
μέσα στό Άγιο Ποτήριο.
··
Ο
ΙΣΑΑΚ, ό μαθητής τού Άββα Άπολλώ, άνάμεσα στίς Αλλες άρετές του, είχε καί
ξεχωριστή εύλάβεια γιά τά Άχραντα Μυστήρια. Όταν έπρόκειτο νά κοινωνήση.
έτοιμαζόταν πολλές ήμέρες πριν μέ προσευχή ιδιαίτερη καί πνευματική μελέτη. Όσο
διαρκοϋσε ή θεία Λειτουργία, δέν άφηνε κανένα, όποιαδήποτε ανάγκη Κι΄ άν
παρουσιαζόταν, νά τού μιλήση μέσα στήν έκκλησία. "Υστερα άπό τήν άπόλυσι
έτρεχε στό κελλί του. σάν νά τόν κυνηγούσαν.
Είχε
γίνει συνήθεια στή σκήτη νά δίνουν στούς Αδελφούς. μετά τή Λειτουργία, ένα
κομμάτι άπό τήν προσφορά κι ένα ποτήρι κρασί. Ό Ισαάκ ποτέ δέ στάθηκε νά πάρη,
γιά νά μή χρονοτριβήση έξω άπό τό κελλί του καί σκορπιστή ό νούς του.
Γιατί
μάς αποφεύγεις, Άββά, όταν Ερχεσαι στην Εκκλησία; τόν ρώτησαν κάποτε οί
νεώτεροι.
— Ό θεός νά σάς πληροφορήση, 'Αδελφοί μου.
άποκρίθηκε Εκείνος, πώς δεν άποφεϋγω Εσάς, άλλα τήν πονηριά τού διαβόλου.
"Οταν κρατάς άναμμένη λαμπάδα καί σταθής πολλή ώρα στόν άΕρα. δίχως άλλο
θά σού σβύση. Τό ίδιο παθαίνει κι ό νοϋς. Φωτίζεται άπό τή Χάρι τών Μυστηρίων
στήν Εκκλησία, μά σάν άργοπορήσωμε Εξω άπό τό κελλί μας. φυσά σ' αυτόν ό άνεμος
τής πολυπραγμοσύνης καί σβύνει ό ταλαίπωρος.
ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ
οι βιογράφοι τού Όσιου Εύθυμίου τού
Μεγάλου, πώς άνάμεσα στ' άλλα χαρίσματα πού τού είχε δώσει ό θεός, ήταν καί
τούτο: Όταν Ιερουργούσε γιατί είχε τό
άξίωμα τής Ιεροσύνης έβλεπαν οί μαθηταί
του, όσοι τουλάχιστον ήσαν άξιοι. Άγιο Άγγελο νά τόν Εξυπηρετή μέσα στό Άγιο
Βήμα.
Όταν οι
Μοναχοί του πλησίαζαν νά κοινωνήσουν. έβλεπε στά πρόσωπά τους ό Όσιος ποιοι
ήταν προετοισμένοι καί ποιοι άπροετοίμαστοι ή καί άνάξιοι νά προσέλθουν Κι΄.
ευθύς τούς Εμπόδιζε. Ύστερα τούς καλούσε σέ Εξομολόγησι γιά νά καθαρίσουν τήν
ψυχή τους.
···
ΓΙΑ
ΚΑΠΟΙΟΝ "Αγιο Επίσκοπο, λέγουν άκόμη οΐ Πατέρες, πώς όταν έβγαινε νά
κοινωνήση τόν λαό. έβλεπε νά πηγαίνουν ο! χριστιανοί, άλλοι μέ «ατάμαυρο
πρόσωπο, άλλοι μ' εξογκωμένα Κι΄ ερεθισμένα μάτια, πού μόλις έπαιρναν τά
Άχραντα Μυστήρια,' έκαίγοντο. Άλλοί πάλιν πήγαιναν μέ όλόλευκα φορέματα καί
φωτισμένη όψι. Τό Άγιο Σώμα τού Κυρίου, πού έπαιρναν μέ πολλή προσοχή Κι΄
εύλάβεια. τούς λάμπρυνε περισσότερο,
Ό
‘Επίσκοπος παρακάλεσε τόν θεό νά τού άποκαλύψη τό μυστήριο πού έβλεπε μπροστά
του. Άγγελος Κυρίου τού Εξήγησε πώς δσοι πήγαιναν νά κοινωνήσουν μέ λαμπρό
πρόσωπο καί λευκή στολή. ζούσαν μ αγνότητα καί σωφροσύνη, ήσαν δίκαιοι,
συμπαθείς στους άλλους καί φιλεύσπλαγχνοι. Πλησίαζαν τά "Αγια Μυστήρια μέ
καθαρή οτυνείδησι καί ή Θεία Χάρις τούς έπεσκίαζε. Εκείνοι πού φαίνονταν
κατάμαυροι. ήσαν βυθισμένοι στή λάσπη τών σαρκικών έπιθυμιών. Όσοι είχαν
έρεθισμένα καί έξογκωμένα μάτια, ήσαν πονηροί καί άδικοι, φθονεροί καί
άπληστοι. Αυτοί, όχι μόνον δέν ώφελοϋντο άπό τή θεία Κοινωνία, μά
καταδικάζονταν, γιατί τολμούσαν νά πλησιάσουν μέ βαρυμένη συνείδησι. χωρίς
μετάνοια καί προετοιμασία.
’Από
τότε ό καλός Ποιμενάρχης κήρυξε μετάνοια καί διόρθωσι ζωής στό ποίμνιο πού τού
έμπιστευτηκε ό Κύριος Κι΄ έμπόδιζε τούς άναξίους άπό τή θεία Κοινωνία.
Ο
ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ μάς κάνει γνωστή στ' άπομνημονεύματά του τήν πνευματική
ζωή τών Μοναχών τής έποχής του. Σέ μιά άπό τίς περιοδείες του στήν Αφρικανική
έρημο, γνώρισε τόν περιβόητο Άββά Άπολλώ. πού είχε στή συνοδεία του πάνω άπό
πεντακοσίους μαθητάς. Τό καθημερινό πρόγραμμα τής ζωής τους, μάς λέγει ό
Παλλάδιος. ήταν αυτό περίπου: Νήστευαν ώς τήν ένάτη ώρα, ένώ έργάζονταν μέ
άπόλυτη σιωπή. Μετά σταματούσαν τό έργόχειρο, πήγαιναν όλοι στήν έκκλησία τής
σκήτης καί παρακολουθούσαν τή θεία Λειτουργία μέ πολλή ευταξία καί κατάνυξι.
Στό τέλος κοινωνοΰσαν μέ μεγάλη εύλάβεια τά Άχραντα Μυστήρια. 'Ακολουθούσε ή
λιτή τους τράπεζα. Ψωμί Κι΄ ώμά λαχανικά ή όσπρια βρεγμένα, ήταν ή πιό
συνηθισμένη τους τροφή. Ύστερα κάθονταν γύρω άπό τόν Πνευματικό τους Πατέρα καί
Διδάσκαλο Κι΄ άκουγαν μέ προσοχή τό λόγο τού Θεού πού μέ πολλή σοφία έκείνος
τούς έρμήνευε. "Ετσι τούς έπαιρνε ή νύχτα. Έπεφταν λίγες ώρες νά
ξεκουρασθούν, γιά νά σηκωθούν πάλι τά μεσάνύχτα νά προσευχηθούν καί νά ψάλλουν
ύμνους στόν θεό. ώσπου νά ξημερώση.
Αύτός ό
τρόπος ζωής τούς είχε εντελώς έξαϋλώσει, μάς βεβαιώνει ό χριστιανός περιηγητής.
ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΑΣ
τούς Έρημίτας, διηγείται άλλου πάλι ό Παλλάδιος. φθάσαμε κάποτε στή σκήτη τού
Άββά "Ωρ, πού άσκήτευαν πάνω άπό χίλιοι Μοναχοί. Πατέρα Κι΄ όδηγό τους
είχαν αυτόν τόν Όσιο. Μόλις φθάσαμε. μάς υποδέχθηκε ό Γέροντας μ' άνυπόκριτη
χαρά Κι΄ άφού άντάλλαξε μαζί μας άδελφικό άσπασμό καί έίπε τή συνηθισμένη γιά
τήν περίστασι προσευχή, μάς έπλυνε μόνος του τά πόδια. ‘Υστερα μάς έβαλε νά
καθίσωμε κοντά του καί μάς είπε λόγια ώφέλιμα άπό τή Γραφή. Ήταν άνθρωπος
βαΟειά μελετημένος καί φωτισμένος μέ τή Χάρι τού Αγίου Πνεύματος. Μάς προέτρεψε
άκόμη καθώς έκανε σ' όλους τούς φιλοξενουμένους του νά μή πάρουμε σωματική τροφή, προτού
κοινωνήσωμε μέ τούς 'Αδελφούς τά ‘Αχρανια Μυστήρια. Παρακολουθήσαμε λοιπόν τή
Θεία Λειτουργία στό Κυριάκό Κι΄ έκοινωνήσαμε μαζί τους. "Υστερα μάς πήρε
στήν τράπεζα καί κάθισε κοντά μας γιά νά μάς χορταίνη συγχρόνως μέ τό λιτό φαί καί μέ τήν πλούσια διδαχή του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
έπιστολής τού Μεγάλου Βασιλείου σέ κάποια εύγενή Πατρικία: «Καλό καί ώφέλιμο
είναι νά κοινωνής κάθε ήμέρα καί νά μεταλαμβάνης τό ‘Αγιο Σώμα καί Αίμα τού
Χριστού, διότι αυτός ό Ιδιος μάς λέγει, «ό τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου
τό αίμα έχει ζωήν αιώνιον»'. Ποιος λοιπόν αμφιβάλλει, ότι συμμετέχων διαρκώς
τής ζωής, δέν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τό ότι ζή πολυμερώς: Εμείς έδώ
συνηθίζομε νά κοινωνοΰμε τέσσαρες φορές τήν έβδομάδα, δηλαδή κάθε Κυριακή.
Τετάρτη. Παρασκευή καί Σάββατο καί όποια άλλη ημέρα τύχει μνήμη Αγίου».
ΤΗΝ
ΑΚΟΛΟΥΘΗ Ιστορία διαβάζομε στή βιογραφία τού 'Οσίου Μακαρίου τού Αιγυπτίου:
‘Ενας
άσωτος νέος στήν Αλεξάνδρεια γοητεύτηκε άπό τήν όμορφιά μιας παντρεμένης
γυναίκας, πού ήταν παράδειγμα τιμιότητος καί σωφροσύνης. ’Επειδή κατάλαβε πώς
ήταν άδύνατον νά τήν παρασύρη στά δίχτυα του μέ άλλο τρόπο, πήγε σ' ένα μάγο
καί τού έταξε πολλά χρήματα, άν κατώρθωνε μέ τή σκοτεινή του τέχνη νά τή φέρη
στό σκοπό του. Ούτε έτσι όμως κατάφερε αυτό πού ήθελε. Ό μάγος τότε, άπό
έκδίκησι. έκανε νά φαίνεται' ή νέα στά μάτια τών άνθρώπων σάν φοράδα. “Ετσι τή
βρήκε ό άνδρας της ένα βράδυ πού γύρισε άπό τή δουλειά του στό σπίτι του.
Απαρηγόρητος γιά τή συμφορά, φώναξε τούς Ιερείς νά κάνουν άγιασμό καί νά
προσευχηθούν γι’ αύτήν. Καταλάβαινε πώς όλα αύτά όφείλονταν σέ διαβολική ένέργεια.
Βλέποντας όμως πώς δέ γινόταν τίποτε, τήν τρίτη ήμέρα έδεσε άπό τό λαιμό τή
δυστυχισμένη γυναίκα καί τήν ώδήγησε στόν Όσιο Μακάριο, πού ή φήμη του. σάν
θαυματουργού, είχε άπλωθή σ’ όλη τήν Αίγυπτο.
Στό
δρόμο τόν σταματούσαν οΐ Καλόγηροι καί τόν ρωτούσαν πού πήγαινε έκείνη τή
φοράδα. Έτσι ό δυστυχισμένος άναγκαζόταν νά διηγήται σ’ όλους τή συμφορά του.
Σάν
έφτασε στή σκήτη, είπαν οΐ Αδελφοί στόν Όσιο, πώς ένας άνθρωπος μέ μιά φοράδα
πήγαινε νά τόν έπισκεφθή.
Πώς σάς ξεγελά ό διάβολος, τούς είπε έκεϊνος αυστηρά,
καί βλέπετε έτσι τό λογικό πλάσμα τού Θεού; Έγώ τήν βλέπω γυναίκα, όπως είναι
στήν πραγματικότητα.
Πήγε,
τέλος, ό άνθρωπος, Κι΄ άφοΰ έβαλε μετάνοια στόν Γέροντα, τού διηγήθηκε τό κακό
πού τόσο ξαφνικά τόν βρήκε. Ό Όσιος τόν άκουσε μέ συμπόνια. "Υστερα έβαλε
νερό σ' ένα μικρό δοχείο, προσευχήθηκε, τό ευλόγησε Κι΄ έρράντισε μ' αύτό τή
δυστυχισμένη γυναίκα Τότε τήν είδαν όλοι μέ τήν πραγματική μορφή της. Ό Όσιος
τούς έξήγησε πώς τό φαινόμενο έκεΐνο δέν ήταν τίποτε Αλλο άπό φαντασία
διαβολική. Κατόπιν είπε στή γυναίκα συμβουλευτικά:
Μή λείπης ποτέ άπό τήν Εκκλησία, όταν γίνεται
Λειτουργία, καί νά κοινωνής συχνά, γιατί καί τούτο τό κακό σέ βρήκε, έπειδή
έχεις μείνει πέντε έβδομάδες άκοινώνητη.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου