ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Πίστις

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Πίστις



Σταλαγματιές απο τήν Πατερική Σοφία
Τό Γεροντικόν
Κεφάλαιον Γ’
Πίστις

Ο ΟΣΙΟΣ Βενιαμίν ‘Ησυχαστής στό όρος τής Νιτρίας, είχε μεγάλη άφοσίωσι καί πίστι στόν Θεόν 'Ογδόντα χρόνια έζησε στήν έρημο μέ προσευχή καί άσκησι καί άξιώθηκε νά λάβη χαρίσματα πνευματικά. Νά διώχνη πονηρά πνεύματα καί νά Οεραπεύη δλες τις άρρώστιες.
Λίγους μήνες, προτού φύγει άπό τόν κόσμο αυτός ό "Οσιος, έπαθε ύδρωπικία. Τόσο πολύ διωγκώθηκε τό σώμα του. πού ήτο θέαμα φρικτό. Οί Αδελφοί πού τόν έπισκέπτοντο γύριζαν αλλού τό πρόσωπο, γιατί τούς έπιανε λιποψυχία νά τόν βλέπουν. Αντί λοιπόν νά τόν άνακουφίζουν καί νά τόν παρηγορούν, τόν άκουγαν νά τούς στηρίζη μ’ αύτά τά λόγια:
 Προσεύχεσθε, Αδελφοί μου. νά μήν ύδρωπιάση ό μέσα άνθρωπος. Τό σώμα τούτο ούτε όταν έθαλλε έπρόσφερε καμμία ωφέλεια στήν ψυχή, ούτε τώρα πού πάσχει έχει τή δύνάμι νά τή βλάψη.
Καί τό σπουδαιότερο, ένώ ό Ιδιος ύπέφερε άπό αφόρητους πόνους, έξακολουθοΰσε μέχρι τήν τελευταία του πνοή νά Οεραπεύη τούς άρρωστους πού τού πήγαιναν στό κελλί του.
ΕΝΑΣ άρχάριος Μοναχός πού πήγε νά έξομολογηθή σέ κάποιον Γέροντα, ανάμεσα στ’ άλλα τού έκανε Κι΄ αύτή τήν έρωτησι:
Γιατί. Αββά μου. πέφτω τόσο συχνά σέ αμέλεια;


Σού λείπε» ή πίστις πού θά σέ έκανε νά βλέπης παντού τόν θεόν, γι αυτό μπορείς ν’ άμεριμνάς καί ν' άμελής τή σωτηρία σου. έξήγησε πολύ σοφά ό διακριτικός Γέρων.
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ κάποιας σκήτης περικύκλωσαν έναν άπό τούς έκεΐ Πατέρας, γιά ν' άκούσουν λόγο πνευματικό άπό τό στόμα του.
Γιατί ή ψυχή δέν προσελκύεται άπό τάς υποσχέσεις τού Θεού, άλλ' εύκολώτερα παρασύρεται άπό τίς άπατηλές τού κόσμου; έρώτησε κάποιος.
—        Γιατί δέν έχει πίστι, άποκρίθηκε ό Γέρων. Όταν διά τής πίστεως γευθή ή ψυχή τά ουράνια άγαθά. είναι άδύνατον πιά νά παρασυρθή άπό τή ματαιότητα τού κόσμου.
Ο ΔΕΙΛΟΣ άνθρωπος, διδάσκει ό σοφός ‘Ισαάκ ό Σύρος, πάσχει κυρίως άπό δύο ψυχικές ασθένειες. Από όλιγοπιστία Κι΄ άπό φιλοσωματία. "Οποιος άγωνίζεται νά νικήση αυτά τά δύο μεγάλα κακά είναι φανερό πώς πιστεύει όλόψυχα στόν θεό Κι΄ είναι έτοιμος νά δεχθή όλα τά δυσάρεστα πού τυχόν Εκείνος θά παραχωρήση.
Ή υπερβολική τόλμη πάλι καί καταφρόνησι τών κινδύνων γενννώνται ή άπό μεγάλη πίστι στόν Θεόν ή άπό τή σκληροκαρδία τού άνθρώπου. Καί τή σκληροκαρδία άκολουΟεΐ άπαραιτήτως ή υπερηφάνεια, τήν πίστι όμως ή άληθινή ταπεινοσύνη.
ΕΣΤΕΙΛΕ μιά φορά τόν υποτακτικό του ό Άββάς Δωρόθεος ό Θηβαίος, νά φέρη νερό άπό τό πηγάδι. Καθώς έσκυψε έκεϊνος νά τραβήςη. είδε μέσα μιά μεγάλη άσπίδα. Αφησε συγχυσμένος τόν κουβά Κι΄ έτρεξε στό Γέροντα του.
Αββά, χαθήκαμε. Τό νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρήκα ασπίδα στό πηγάδι.
ΚΙ΄ άν ό διάβολος άποφασίση νά ρίξη ασπίδες σ' όλα τά πηγάδια, έσύ Οά πεθάνης άπό τή δίψα; ρώτησε ό Γέροντας κουνώντας τό κεφάλι του γιά τή δειλία τοΰ υποτακτικού του.
Ύστερα πήγε στό πηγάδι, πήρε τόν κάδο Κι΄ έβγαλε μόνος του νερό. "Εκανε τό σημείο τοΰ σταυροΟ καί ήπιε πρώτος, κατόπιν έδωσε στόν υποτακτικό του.
"Οπου υπάρχει σταυρός, είπε, δέ μπορεί νά σταθή ή κακία τοΰ έχθρού.
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ποό ό Άββάς Λώτ ήταν νέος Κι΄ αρχάριος στήν ασκητική ζωή, ό ‘Αββάς Ιωσήφ, ό Γέροντάς του, τοΰ έδινε συχνά αυτή τή συμβουλή:
 Δέ θά γίνης ποτέ καλός Μοναχός, τοΰ έλεγε, άν δέν διατηρήσης άσβεστη στήν καρδιά σου τή φλόγα τής πίστεως. Αυτή θά σέ φωτίζη νά περιφρονής τιμές καί άναπαΰσεις. Νά κόβης τά θελήματά σου καί νά φυλάττης όλες γενικώς τις θείες έντολές.
Ο ΠΙΣΤΟΣ χριστιανός, έλεγε κάποιος Πατήρ, βαδίζει τό δρόμο τοΰ Θεού, βιάζοντας διαρκώς τόν έαυτό του ν' άποφεϋγη τό κακό καί νά πράττη τό άγαθό. Αύτός κατέχει θέσι όμολογητοΰ.
2.         ΥΠΟΜΟΝΗ
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ νέο Μοναχό πού ξεκίνησε μέ πολύ ζήλο γιά πνευματικούς άγώνες, συνέβαινε αύτός ό πειρασμός: μόλις άρχιζε νά κάνη προσευχή τόν έπιανε ρίγος, δυνατός πονοκέφαλος. πυρετός.
Είμαι άρρωστος καί δέν άποκλείεται νά πεθάνω, έλεγε στόν έαυτό του. Άς βάλω λοιπόν τά δυνατά μου νά τελειώσω τήν προσευχή μου γιά νά είμαι έτοιμος, όταν μέ καλέση ό Κύριός μου.
Μ' αυτές τίς σκέψεις βίαζε τόν έαυτό του καί τελείωνε τήν καθημερινή Ακολουθία του. "Υστερα όμως άπό τήν προσευχή τού περνούσαν όλα. Αισθανότανε περίφημα. Άρρώσταινε πάλι σάν πλησίαζε ή ώρα τής προσευχής. "Εφερνε Κι΄ αυτός μέ μιάς στή σκέψι του τό θάνατο, έβίαζε τόν έαυτό του καί δέν παραμελούσε τά καθήκοντα του. Κι΄ ο θεός βλέποντας τή μεγάλη του υπομονή, τόν άπάλλαξε γρήγορα άπό τό βασανιστικό πειρασμό.
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ πήγε νά έπισκεφθή τόν Άββά Άχιλλά καί τόν πρόλαβε νά φτύνη άπό τό στόμα του αίμα.
Τί έπαθες, 'Αδελφέ; τόν ρώτησε.
Κι΄ ό άνθρωπος τής ύπομονής;
Αυτό πού είδες, είπε, είναι ό λόγος τού Αδελφού πού πρίν άπό λίγο μέ στενοχώρησε. 'Αγωνίστηκα σκληρά νά μή τού απαντήσω καί ζήτησα άπό τόν Θεό νά πάρη τήν πικρία άπό τήν ψυχή μου. Καί νά πού ό λόγος έγινε αίμα στό στόμα μου. Φτύνοντάς το έβγαλα μαζί καί τή θλΐψι τής καρδιάς μου.
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ πείνασε κάποιο πρωινό.
Δέν τρώνε τό πρωί οί Μοναχοί, είπε στόν έαυτό του. ‘Ας περιμένω τούλάχιστον ώς τήν τρίτη ώρα.
Σάν έφθασε ή τρίτη άνέβαλε ώς τήν έκτη Όταν Κι΄ ή έκτη πλησίαζε, έβρεξε τά παξιμάδια του Κι΄ είπε στό λογισμό του:
Κάνε λίγη υπομονή, δέ θα  άργήση Κι΄ ή έννάτη.
"Οταν πιά έφθασε ή δύσι τού ήλιου, σηκώθηκε νά προσευ
χηθή γιά νά καθίση στό τραπέζι. Είδε τότε τήν ένέργεια τού σατανά, πού άπό τό πρωί τού είχε φέρει πείνα, σάν βρωμερός καπνός, άπό τό στόμα του. Παρευθύς έλευθερώθηκε άπό τήν έπιθυμία. Καί φυσικά δέν έφαγε.
ΕΝΑΣ άπό τούς μεγάλους τής έρημου άγωνιστάς έβαλε όρο στόν έαυτό ίου σαράντα μέρες νά μή πιή νερό. Δέν άρκούσε μόνο τούτο. Όταν στό διάστημα έκεΐνο έκανε ζέστη άφόρητη Κι΄ ή δίψα τού φλόγιζε τά σπλάγχνα, έπλενε τό ποτήρι του, τό γέμιζε ώς έπάνω κρυστάλλινο νερό άπ' τήν πηγή καί τ' άφηνε άπέναντί του.
Γιατί νά τό κάνης αυτό; τόν ρώτησε κάποιος γείτονάς του έρημίτης.
Γιά νά έξασκηθώ στήν υπομονή, άπήντησε ό γενναίος άθλητής.
ΔΕΝ προοδεύουμε σήμερα στήν άρετή. έλεγε ένας γέροντας στούς μαΟητάς του, ούτε θά κατορθώσωμε ποτέ νά φθάσωμε στά μέτρα τών παλαιών Πατέρων, γιατί δέν έχομε ύπομονή νά τελειώσωμε τό έργο πού άρχίζομε. 'Επιθυμούμε ν' άποκτήσωμε χαρίσματα, άλλά χωρίς κόπο, γι αύτό εύκολα ξεγλιστράμε στό κακό. Συχνά καί χωρίς λόγο άλλάζομε τόπο διαμονής, σάν νά θέλωμε τάχα νά βρούμε .μέρος πού δέν ύπάρχει διάβολος. 'Αλλοτε πάλι έλεγε:
Εκείνος πού γιά ένα διάστημα άγωνίζεται καί κοπιάζει πέρα άπό τό μέτρο Κι΄ ύστερα πέφτει σέ άμέλεια Κι΄ άρχίζει πάλι έντατικό άγώνα καί γρήγορα άτονεί. ποτέ δέν θ' άποκτήση ύπομονή. 'Απ' αυτόν μή περιμένης ποτέ πρόοδο.
···
ΑΠΟ τόν Άββά Κρόνιο, τόν μαθητή τού Μεγάλου 'Αντωνίου. άκουσα τήν ιστορία τού Παύλου, πού γιά τήν ακακία καί τήν άπλότητα τού χαρακτήρος του ώνομάσθηκε «Απλούς», γράφει στ’ απομνημονεύματά του ό Παλλάδιος.
Ο Παύλος ήταν χωριάτης γεωργός. Σέ μεγάλη σχετικά ηλικία παντρεύθηκε νέα γυναίκα Κι΄ όμορφη Όχι όμως πιστή Κι΄ ένάρετη. Πολύ καιρό τόν άπατοΰσε μέ κάποιο συγχωριανό του. χωρίς έκεϊνος νά βάζη ποτέ στό νού του ύποψίες. Κάποτε όμως τήν ανακάλυψε. Δέν παραφέρθηκε. όπως θά έκανε άλλος στη θέσι του. Μέ σεμνό χαμόγελο στά χείλη, είπε στό παράνομο ζευγάρι:
Πολύ καλά. Μάρτυς μου ό Θεός, δέν μ' ένδιαφέρει καθόλου. Ούτε άναγνωρίζω γυναίκα πιά. Θά τραβήξω Κι΄ έγώ τό δρόμο μου.
Χωρίς άλλη συζήτησι, βγήκε άπό τό σπίτι του καί πήρε τό δρόμο τής έρήμου. Υστερα άπό έξαντλητική πορεία πολλών ήμερων κάτω άπό τις φλογερές ακτίνες τού τροπικού ήλιου. έφΟασε στό όρος τού Μεγάλου Αντωνίου. Δέν άργησε ν' όνακαλύψη καί τό σπήλαιο πού άσκήτευε ό Όσιος. Κτύπησε ευλαβικά τήν πόρτα. Ό Μέγας Ερημίτης άνοιξε. Μέ δυό λόγια ό Παύλος τού έξήγησε γιατί είχε φΟάσει ώς εκεί.
Θέλω νά γίνω Μοναχός, Άββά.
Ό Μέγας Ασκητής συνωφρυώθηκε.
Πολύ άργά τό αποφάσισες. Στήν ηλικία πού είσαι, άνθρωπέ μου. δέν μπορείς νά γίνης Μοναχός καί μάλιστα σέ τούτη εδώ τήν τραχειά έρημο. Γύρισε στόν τόπο σου Κι΄ έργάσου λίγο άκόμη γιά νά ζήσης, εύχαριστώντας τό Θεό.
Κράτησέ με. Αββά. παρακάλεσε ό Παύλος. Σοΰ υπόσχομαι νά κάνω ό,τι μέ προστάζεις.
Σού λέω άλλη μια φορά γιά νά τό καταλάβης: Είσαι ήλικιωμένος πιά καί δέν άντέχης στούς κόπους τής έρήμου.
Αν έπιμένης όμως νά γίνης Μοναχός, πήγαινε τουλάχιστον σέ Κοινόβιο πού ή άσκησις είναι πιό ελαφρά. Έγώ. καθώς βλέπεις, άγωνίζομαι μόνος. Τρώγω μιά φορά στις πέντε μέρες Kαι  πάλι όχι χορταστικά. Ίσα. ίσα. νά μή πεθάνω άπό άσιτία.
Μ’ αυτά καί άλλα άκόμη έπιχειρήματα προσπαθούσε ό ‘Αντώνιος ν' απαλλαγή άπό τόν ενοχλητικό επισκέπτη.
Εκείνος όμως δέν έπαυε νά τόν παρακαλή. Σάν είδε ό Όσιος πώς μέ λόγια δέν τόν έπειθε, μπήκε στή σπηλιά του καί έκλεισε ερμητικά τήν πόρτα, αφήνοντας έξω τό γέρο χωρικό.
“Ετσι θα άναγκαστή νά φυγή, συλλογίστηκε.
Τρεις μέρες έμεινε ό Αντώνιος κλεισμένος στή σπηλιά του. “Αλλες τόσες έμεινε Κι΄ ό Παύλος απ’ έξω, καθισμένος σέ μιά πέτρα. Τέλος άνοιξε τήν πόρτα του ό Μεγάλος Ερημίτης. Κατάπληκτος βρήκε τόν Παύλο στό ίδιο μέρος νά περιμένη υπομονετικά. Τόν θαύμασε, τόν εΰλαβήθηκε. μά δέν θέλησε νά δείξη ευθύς πώς υποχωρεί.
Φύγε, έπί τέλους, ευλογημένε, καί μή μέ στενοχωρής. Δέν μπορώ νά σέ κρατήσω.
Αλλά Κι΄ ό γέροχωρικός είχε γίνει τώρα πιό σταθερός στήν άπόφασί του.
Δέν πηγαίνω πουθενά, άποκρίθηκε. "Η μέ δέχεται ή αγιοσύνη σου ή μένω έδώ απ' έξω, έως ότου μέ κατασπαράξουν τά θηρία. Καί δώσε τότε σύ λόγο στόν Θεό. Αββά.
Ό Αντώνιος δέν περίμενε ποτέ τόση αποφασιστικότητα άπό ένα ανάπηρο γέροντα. Μέ μιά ματιά βεβαιώθηκε πώς τίς τρεις εκείνες ημέρες είχε μείνει νηστικός καί διψασμένος. Τίποτε δέν είχε φέρει μαξί του. Φοβήθηκε λοιπόν μή πεθάνη άπό τήν πείνα καί τό έχει βάρος στήν ψυχή του. Τού είπε νά περάση στή σπηλιά. Τόν έβαλε νά σταθή σέ μιά γωνιά καί τού έδειξε νά πλέκη ψαθί.
Νηστικός, κατάκοπος, άγρυπνημένος ό καϋμένος ό γέρος, έπλεκε συνεχώς εκεί όρθιος μέ μεγάλη δυσκολία. Ήταν τελείως ασυνήθιστος σέ τέτοια. Ως τόσο έφτιαξε δεκαπέντε πήχες. Ό Αββάς όμως δέν εννοούσε ακόμη νά δείξη ύποχώρησι.
Τί κακοφτιαγμένο πλέξιμο είναι τούτο: τού φώ\αξε. Καλά λέω έγώ πώς δέν αξίζεις γιά τίποτε Τί κάθεσαι καί περιμένεις; Ξήλωνε Κι΄ άρχισε άλλο.
Ο Ναύλος δέν άνοιξε τό στόμυ του νά δικαιολογηθή. Ξέπλεξε τή σειρά πού μέ τόση δυσκολία είχε φτιάξει. “Αρχισε μέ καινούργια προσπάθεια. Τώρα όμως ή δουλειά ήταν πιό άκατόρθωτη. Τό χόρτο ήταν ζαρωμένο.
Ό Αντώνιος, πού μ' αυτό τόν τρόπο τόν δοκίμαζε, κρυφά τόν παρακολουθούσε καί βεβαιώθηκε γιά την μεγάλη του άρετή. Ούτε δυσαρεστήθηκε, ούτε άπό μικροψυχία γόγγυσε, ούτε ίχνος ανυπομονησίας φάνηκε στην έκφρασί του. Ό Παύλος μέ τόν ύπέροχο χαρακτήρα του κέρδισε άπό τήν αρχή τήν έκτίμησι καί τήν ιδιαίτερη εύνοια τού Μεγάλου 'Αντωνίου.
Όταν πιά έδυσε ό ήλιος, αποφάσισε νά τόν έρωτήση:
Θέλεις νά φάμε λίγο ψωμί, παππούλη:
Τό «παππούλη» τού τό έλεγε συχνά κοροϊδευτικά.
"Οπως όρίσεις. Άββά.
Τόσες μέρες νηστικός, σκέφτηκε μέ άπορία ό Αντώνιος, καί ούτε σημάδι λαιμαργίας.
Βάλε τράπεζα, τόν πρόσταζε.
Ό Παύλος έστρωσε τό τραπέζι. Ό Αντώνιος έφερε τέσσερα παξιμάδια, ένα γιά τόν έαυτό του καί τρία γιά τόν καινούργιο υποτακτικό. Προτού άρχίσουν φαγητό, ό Οσιος είπε δσο πιό άργά μπορούσε — έξακολουθοΰσε ή δοκιμασία — δώδεκα ψαλμούς. Παρατηρούσε όμως καί τόν Παύλο. Τόν είδε πώς προσευχόταν μέ μεγάλη προθυμία.
Είχε νυχτώσει, όταν κάθισαν στήν τράπεζα. Ό 'Αντώνιος τελείωσε μέ τό παξιμάδι γρήγορα καί περίμενε τόν Παύλο πού έτρωγε πιό άργά. 'Αλλά Κι΄ έκεΐνος έφαγε ένα καί σταμάτησε.
Φάγε, παππούλη, καί τ' άλλα παξιμάδια, είπε ό Όσιος.
"Αν φάγης άλλο σύ. θά φάγω κι έγώ.
Σέ μένα άρκεΐ ένα. Είμαι μοναχός.
Τότε αρκεί καί σέ μένα, είπε ό Παύλος. Κι΄ έγώ θέλω νά γίνω μοναχός.
Μετά τό δείπνο είπε ό Αντώνιος τούς συνηθισμένους δώδεκα ψαλμούς καί δώδεκα εύχάς Κι΄ έπήγαν ν' άναπαυθούν λίγο, γιά νά σηκωθούν πάλι τά μεσάνυκτα νά συνεχίσουν τήν προσευχή τους ώς τό πρωί.
Όταν είδε ό Όσιος πώς ό γέροντας τόν μιμήθηκε σέ όλα μέ ζήλο νεανικό, ύστερα άπό μερικές έβδομάδες τού είπε:
Πιστεύω, άδελφέ. νά κατάλαβες τώρα καλά πώς πολιτεύομαι έδώ στην έρημο Άν νομίζης πώς μπορείς νά κάνης τήν Ιδια ζωή, μείνε μαζί μου.
Δέν ξεύρω άν έχης νά μού δείξης τίποτε περισσότερο αργότερα. Άββά. όποκρίθηκε ό Παύλος. Αύτά πού είδα έως σήμερα, τά κάνω μ' ευκολία.
"Ετσι ό Όσιος τόν έκανε καλόγερο. Τόν βοήθησε νά φτιάξη μιά δική του καλύβη άπό καλάμια, σέ κάποια άπόστασι άπό τό σπήλαιο.
Τώρα, μέ τήν βοήθεια τού Θεού, έγινες πιά καλόγηρος. τού είπε. Μείνε λοιπόν μόνος στή καλύβα σου γιά νά δοκιμάσης καί τών δαιμόνων τούς πειρασμούς. "Ετσι θά γίνης πιό γενναίος καί πιό έμπειρος στούς πνευματικούς άγώνας.
Ό άπλοϊκός γέροντας άγωνίστηκε άλήθεια πολύ σκληρά Μέ τήν υπομονή του όμως καί τήν ταπεινοσύνη του κατώρθωσε νά φθάση σέ μεγάλα μέτρα άρετής καί νά πάρη πολλά χαρίσματα άπό τόν Θεό. Νά θεραπεύη ψυχικές καί σωματικές άρρώστιες καί νά διώχνη τά πονηρά πνεύματα.
Κάποτε ώδήγησαν οί γονείς του ένα νέο πού βασανιζόταν άπό φοβερό δαιμόνιο στό σπήλαιο τού Μεγάλου Αντωνίου καί τόν παρακαλοΰσαν νά τόν θεραπεύση. Ό Όσιος τούς έστειλε στόν Άββά Παύλο.
Εκείνος, είπε, έχει πάρει τό χάρισμα άπό τόν θεό νά διώχνη άρχικά πνεύματα.
Γιά νά μήν άρνηθή ό Παύλος, πήγε μόνος του ώς τήν καλύβη ό Όσιος.
Άββά Παύλε, τού είπε, έλευθέρωσε τό πλάσμα τοΰ θεού άπό τού σατανά τήν έξουσία, γιά νά εύγνωμονή τόν Κύριο σ’ όλη του τή ζωή.
Έσύ γιατί δέν τό θεραπεύεις, Πάτερ; ρώτησε μέ άπορία ό Παύλος.
Δεν ευκαιρώ τώρα, δικαιολογήθηκε ο Αντώνιος Κι΄ έφυγε βιαστικά.
Ο Απλούς Παύλος κύτταξε μέ συμπάθεια ιόν βασανισμένο νέο. “Εκανε μέσα του θερμή προσευχή και είπε στό δαιμόνιο:
Ό Άββάς Αντώνιος σέ προστάζει νά φύγης άπό τόν άνθρωπο καί νά μή τόν ξαναενοχλήσης.
Τό δαιμόνιο άγρίεψε καί μέ τρομακτικές κραυγές έβριζε τόν 'Αντώνιο. Ό Παύλος έβγαλε τήν μηλωτή1 πού τού είχε χαρίσει ό Όσιος καί χτυπώντας μ αυτή τόν άρρωστο ελαφρά στήν πλάτη, έξακολουθούσε νά λέη:
Ό Άββάς μου σέ προστάζει νά φύγης άπό τόν άνθρωπο.
Τό πονηρό πνεύμα, όχι μόνο δέν έννοούσε νά ύπακοΰση.
αλλά έγινε τώρα πιό επιθετικό. Χαλούσε τόν κόσμο άπό τις φωνές καί τό θόρυβο.
Αλλά Κι΄ ό Παύλος θύμωσε πιό πολύ μαζί του. Ανέβηκε σέ μιά μεγάλη πέτρα, κάτω άπό τόν άνυπόφορο ήλιο τού καλοκαιριάτικου μεσημεριού καί προσευχήθηκε, μ' αυτά τά άπλά, άλλά γεμάτα πίστι λόγια, στόν Θεόν:
Κύριε, γνωρίζεις πώς πήρα τήν άπόφασι νά μήν κατέβω άπό τούτη τήν πέτρα, άν δέν έλευθερώσης τό πλάσμα Σου από τήν έξουσία τού διαβόλου.
Αυτή ή προσευχή έφερε άποτέλεσμα. Τό πονηρό πνεύμα φώναξε, σάν νά μαστιγωνόταν άπό άόρατη δύναμι:
Φεύγω, φεύγω. Μ' ένΐκησε ή προσευχή τού Παύλου.
Μ’ αυτά τά λόγια έλευθέρωσε τόν άνθρωπο άπό τή βασινι
στική του έξουσία.
Ο ΟΣΙΟΣ Έφραίμ ό Σύρος συμβουλεύει τούς Πνευματικούς Πατέρας νά μήν έμποδίζουν τήν προθυμία τών ήλικιωμένων ανθρώπων, όταν εΐλικρινά ποθούν τή μοναχική ζωή.
Μήν έξουθενώνης τούς Γέροντας, όταν έπιθυμοΰν καί προθυμοποιούνται νά άναλάβουν τούς κόπους τής άσκήσεως. Ούτε ό Κύριός μας κατεφρόνησε τούς έργάτας τής ένδεκάτης. Ποιος ςεύρει δν κάποιος άπ' αυτούς δέν είναι σκεύος εκλογής;
ΚΑΠΟΙΟΣ νέος πού είχε στήν ψυχή του θερμό πόθο νά γίνη Μοναχός, άφησε τόν κόσμο καί προχώρησε βαΟειά στήν έρημο, αναζητώντας Πνευματικό Οδηγό γιά νά ύποταχθή. Διέκρινε τέλος πάντων άπό μακριά μέσα σ' εκείνη τήν αχανή έρημο ένα κελλί μ ένα πυργάκι
"Οποιον βρώ στόν πύργο, είπε στόν εαυτό του. 0ά μείνω κοντά του καί 0ά τόν υπηρετήσω σ' όλη μου τήν ζωή.
Έφτασε κατάκοπος. Χτύπησε τήν πόρτα καί τού άνοιξε ένας ήλικιωμένος Καλόγερος.
Τί γυρεύεις. 'Αδελφέ: τόν ρώτησε απρόθυμα
Έχω κάποιο τάξιμο, άποκρίθηκε εκείνος, καί γι' αύτό έφτασα ώς έδώ.
Είχε πιά νυχτώσει. Ό Καλόγερος αναγκάστηκε νά βάλη μέσα τό παλληκάρι γιά νά μή κινδυνεύση σ' έκείνη τήν άγρια έρημιά.
Σκοπεύεις νά βρής Γέροντα: τόν ρώτησε, καθώς τού έτοίμαζε κάτι πρόχειρο νά φάη.
"Οχι. είπε ό νέος, ήλθα αποφασισμένος νά μείνω έδώ μαζί σου.
Η σταθερή άπάντησις τού παλληκαριού κατατάραξε τό γέρο  Μοναχό. Αύτό δά έλειπε τώρα, νά μαζευτούν παρείσακτοι στό κελλί του. Ό δυστυχισμένος είχε άπό καιρό παραστρατήσει καί συζούσε μέ γυναίκα τής αμαρτίας. Γιά ν' απαλλαγή άπό τόν ένοχλητικό επισκέπτη δέ δίστασε νά τού είπή:
"Αν θέλης ν' άκούσης τή συμβουλή μου. νεαρέ, ψάξε νά βρής Μοναστήρι νά μείνης. Έγώ δέ μπορώ νά σέ κρατήσω. "Εχω γυναίκα.
Εϊτε γυναίκα έχεις, είτε αδελφή, είναι δικός σου λογαριασμός. Άββά. Εμένα αύτό δέν μ' ένδιαφέρει καθόλου. Έγώ ύποσχέθηκα σιόν Κύριό μου, καθώς έρχόμουν, πώς Οά μείνω κοντά σου καί μέχρι θανάτου νά σέ υπηρετώ, έξήγησε ό νέος.
"Ετσι Κι΄ έγινε. Αρκετό καιρό υπηρετούσε μ’ όλη  του τήν προθυμία καί μέ απονήρευτη καρδιά τό παράνομο ζευγάρι. Όσο όμως  τό παλληκάρι φρόντιζε γιά τήν ψυχή του, τόσο ή συνείδησις τών άλλων έπαναστατοΟσε.
Δέν μάς άρκεϊ ή άμαρτία μας; έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα Οά είμαστε υπόλογοι καί γιά τήν ψυχή τούτου έδώ. Άς φύγωμε καί άς τ' άφήσωμε τό κελλί.
Μιά νύχτα λοιπόν ξεκίνησαν κρυφά νά φύγουν. Δέν είχαν όμως  προχωρήσει πολύ, σάν είδαν τό νέο νά τρέχη λαχανιασμένος νά τούς προφΟάση. Πήρε είδησι πώς φεύγανε.
Μέχρι πότε Οά μάς καταδικάζης μέ τήν παρουσία σου; τού είπαν ταραγμένοι, όταν πλησίασε. Κράτησε τό κελλί καί κύτταξε νά σώσης τή ψυχή σου. "Αφησε Κι΄ έμάς ήσυχους.
Έγώ δέν ήλθα έδώ γιά τό κελλί, Άββά, είπε λυπημένος στόν Καλόγερο ό Αδελφός. 'Αλλά γιά νά ύπηρετήσω έσένα, όπως  ύποσχέθηκα στόν Κύριό μου. Θά σέ άκολουθήσω. δπου Κι΄ άν πας.
Ή άπόκρισι τού Αδελφού έφερε συντριβή στόν παραστρατημένο Γέροντα. Ή άγιότητα τού νέου τού έδειξε καθαρά τό βούρκο πού είχε πέσει. "Εδιωξε παρευθύς τήν άμαρτωλή γυναίκα, πού Κι΄ έκείνη είχε άρχίσει νά μετανοή, καί γύρισε στό κελλί του καινούργιος άνθρωπος.
Μέ τήν υπομονή του ο νέος έσωσε δυό ψυχές!
·
Ο ΑΒΒΑΣ Ναθαναήλ πρωτοβγαίνοντας στήν έρημο νέος στήν ήλικία Κι΄ άρχάριος στή μοναχική πολιτεία, βρήκε μιά σπηλιά σ’ ένα απόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζήλο Κι΄ ένθουσιασμό γιά άσκησι. έμεινε έκεΐ ν' αγωνίζεται μόνος. Γρήγορα όμως  άπόκαμε άπό τήν τραχύτητα τού τόπου καί τις πολλές στερήσεις. Περνούσε έβδομάδες ολόκληρες χωρίς ψωμί και νερό. Αποφάσισε τέλος ν' άφήση τό σπήλαιο και νά μείνη σέ πιό ήμερο τόπο. ‘Εφτιαξε μιά καλύβα στή σκήτη τών Πατέρων γιά νά ζήση πιό κοντά σ' αυτούς.
Τήν πρώτη νύκτα, πού έγκαταστάθηκε στή νέα του διαμονή. αναστατώθηκε κυριολεκτικά άπό ένα άσυνήθιστο θόρυβο στή στέγη τής καλύβας. Χαλούσε ό κόσμος άπό τά χτυπήματα. 'Ανήσυχος βγήκε νά ίδή τί συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ένα απαίσιο υποκείμενο. Φορούσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή και κρατούσε στά χέρια του ένα πελώριο τσεκούρι. Μ' αυτό φαίνεται 0ά προξενούσε όλη αύτή τή φασαρία.
Ποιός είσαι τού λόγου σου πού δέν μ' αφήνεις νά ήσυχάσω τέτοια ώρα: ρώτησε ό Άββάς
Δέ μέ γνώρισες ακόμη; είπε έκεϊνος μ' ένα άποκρουστικό γέλιο πού έφερνε άνατριχίλα. ’Εγώ σ' έδιωξα άπό τή πρώτη σου κατοικία. Καί νά μαι πάλι πρώτος καί καλλίτερος νά σέ βγάλω Κι΄ άπό έδώ.
'Αλλοίμονό μου. συλλογίστηκε ό Άββάς Ναθαναήλ, έγινα περίγελως τού σατανά.
Τό άλλο πρωί χωρίς άναβολή γύρισε στή σπηλιά πού είχε άφήσει. “Εμεινε πιά έκεΐ ώς τό τέλος τής ζωής του, ύποφέροντας μέ υπομονή, όχι μόνο τήν άγριότητα τού τόπου, άλλά καί τις καθημερινές έπιθέσεις τού έχΟρού.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ κάποτε νά ξεγελάση ό διάβολος καί τόν Άββά Μακάριο τόν Άλεξανδρέα, νά βγή άπό τό κελλί του καί νά γυρίση στήν πολιτεία.
 'Αφού έχεις χάρισμα άπό τό θεό νά θεραπεύης όλες τίς άρρώστιες, τού ψιθύριζε στό λογισμό του, γιατί δέν πάς στή Ρώμη νά φανής χρήσιμος στούς άνθρώπους;
Ό άνθρωπος τού θεού διέκρινε άμέσως τά ζιζάνια τής κενοδοξίας καί βάλθηκε νά τά ξερριζώση. Μιά μέρα πού οΐ λογισμοί έγιναν πιό ένοχλητικοί άπό κάθε άλλη φορά, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς μπρός στό κατώφλι τής πόρτας του και έλεγε, φιλονικώντας μέ τόν διάβολο:
Σύρε με διά τής βίας, άν έχης τέτοια έξουσία, πονηρέ. Έγώ μέ τή Οέλησί μοιι δέ κάνω βήμα έξω άπό τό κελλί μου.
Άλλη φορά πάλι, γιά νά δίωξη παρόμοιους λογισμούς φορτώθηκε στή πλάτη ένα μεγάλο σακκί άμμο καί πηγαινοερχόταν όλόκληρη τή νύκτα μέσα στήν έρημο.
Τί κάνεις αυτού. Άββά: τόν έρώτησε ό γείτονάς του Άββάς Θεοσέβιος. πού έτυχε νά τόν συνάντηση.
Ξεγελώ έκεΐνον πού προσπαθεί νά μέ ξεγελάση. άποκρίΟηκε ό Όσιος. Ένώ έχω βρή έδώ την ησυχία μου μέ ξεσηκώνει γιά ταξίδια.
Μέ τόν αγώνα καί τήν ύπομονή του άπομάκρυνε εντελώς τούς ένοχλητικούς λογισμούς.
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός, πού είχε πέσει σέ αμέλεια, πήγε στόν Άββά Μάρκο τόν Ασκητή νά έξομολογηΟή.
Μού λέγει ό λογισμός. Άββά. νά σηκωθώ νά φύγω άπό τό κελλί μου, γιατί καί πού κάθομαι σ' αύτό δέ κατορθώνω τίποτε.
Άπάντησέ του, τόν συμβούλεψε ό' διακριτικός Γέρων, πώς γιά χάρι τού Χριστού, θά μείνω σ' αύτό σ' όλη μου τή ξωή καί Οά φυλάω τούς τέσσερεις τοίχους.
ΑΝ ΑΠΟΤΥΧΗΣ. άδελφέ. νά τελειώσης τό πνευματικό έργο πού άρχισες στόν τόπο πού μένεις, άς μή σέ ξεγελά ό λογισμός σου πώς Οά έπιτύχης όπουδήποτε άλλού. συμβούλευε ενα νέο κάποιος σοφός Γέροντας.
ΕΝΑΣ Μοναχός βρήκε πολλούς πειρασμούς στόν τόπο πού πρωτάρχισε ν' άγωνίζεται. Κάποτε έχασε τήν ύπομονή του Κι΄ άποφάσισε νά φύγη μακριά γιά νά βρή τήν ήσυχία του.
Καθώς έσκυψε νά δέση τά σανδάλια του γιά νά ξεκινήση, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλο νά δένη κι έκεϊνος τά δικά του.
Ποιος είσαι σύ: τόν έρώτησε.
Εκείνος που σέ βγάζει από δώ. Καί νά 'μαι πάλι έτοιμος νά προπορευΟώ έκεΐ πού σκοπεύεις νά καταφύγης.
Ήταν ό διάβολος πού έπεχείρησε νά τόν διώξη. άλλά δέ τό κατώρΟωσε γιατί ό Αδελφός έμεινε, ύστερα άπ’ αυτό, στό κελλί του Κι΄ αγωνίστηκε μέ υπομονή, έως ότου νίκησε τούς πειρασμούς.
ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ πού συχνά μεταφυτεύεται δέν καρποφορεί, λέγει κάποιος έμπειρος Γέρων. Κι΄ ό μοναχός, πού χάνει τήν ύπομονή του Κι΄ αλλάζει διαρκώς τόπο διαμονής, δέν προοδεύει στήν αρετή.
ΕΝΑΣ άπό τούς Αδελφούς κάποιου Κοινοβίου έξωμολογήΟηκε στόν Ηγούμενό του πώς οί λογισμοί του τόν βασάνιζαν νά σηκωΟή νά φύγη, γιατί είχε βαρεθή πιά τούς πειρασμούς. Ό Γέροντας τοΰ έδωσε αύτή τή συμβουλή:
 Κλείσου μέσα στό κελλί σου καί παράδωσε τόν έαυτό σου ένέχυρο στούς τοίχους του. Μέ τό σώμα μή βγής έξω.
Οσο γιά τό λογισμό σου άφησέ τον έλεύθερο νά πηγαίνη όπου τού άρέσει.
Τό κελλί τού Μοναχού, έλεγε ένας άπό τούς Γέροντας, εΐνσι ή κάμινος τών Χαλδαίων πού οί "Αγιοι Τρεις ΓΙαΙδες βρήκαν τόν Υιόν τοΰ Θεού Κι΄ ό πύρινος στύλος απ' όπου ό Μωϋσής άκουσε τόν Θεόν νά τού όμιλή.
ΕΝΑΣ Μοναχός έννιά χρόνια βασανιζόταν άπό τό λογισμό του νά φύγη άπό τό Μοναστήρι του. Κάθε βράδυ μάζευε τά ρούχα του Κι΄ έλεγε στόν έαυτό του:
Αύριο χωρίς άναβολή φεύγω.
Όταν ξημέρωνε, σκεπτόταν:
"Ας κάνω καί σήμερα υπομονή γιά την άγάπη τού Χριστού Κι΄ αύριο φεύγω.
Αφού άγωνίστηκε σκληρά έννιά όλόκληρα χρόνια καί δέ νικήθηκε άπό τό λογισμό του. ό Κύριος τού πήρε τόν πειρασμό.

ΚΙ ΑΛΛΟΙ 'Αδελφός σε κάποιο Κοινόβιο έπολεμεΐτο άπό τό λογισμό του νά φύγη. 'Αντιστεκόταν όμως σ' αύτόν, μέ μεγάλη γενναιότητα. Μιά μέρα πού βασανίστηκε σκληρά πήρε ένα χαρτί Κι΄ έγραψε Αλες τίς αιτίες πού τόν έκαναν νά Οέλη νά φύγη. Άπό κάτω σημείωσε, σάν νά έκανε συμφωνία μέ τόν ίδιο του τόν έαυτό. αυτά τά λόγια:
Υπόσχεσαι ότι θά τά ύπομένης όλα αυτά;
Ναι, έν όνόματι τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, θά ύπομείνω.
Υπέγραψε τή δήλωσι Κι΄ έκρυψε τό χαρτί προσεκτικά στή ζώνη του. Άπό τότε, όταν δινόταν κάποια αιτία άπ' έκεΐνες πού τόν παρακινούσαν νά φύγη. πήγαινε παράμερα, άνοιγε τό χαρτί καί διάβαζε: «Έν όνόματι τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, υπομένω», πού είχε γράψει μέ τό ίδιο του τό χέρι.
Κύτταξε καλά, έλεγε στόν έαυτό του, δέν ύποσχέθηκες σέ άνθρωπο, αλλά σ' Αύτόν τόν Παντοδύναμο θεό.
Αμέσως ή ψυχή του ειρήνευε. Μ' αύτόν τόν τρόπο κατώρθωσε νά παραμένη ήρεμος καί στόν πιό μεγάλο πειρασμό.
Οί άλλοι άδελφοί τόν έβλεπαν νά ξεδιπλώνη συχνά έκεΐνο τό μυστηριώδες γι’ αύτούς χαρτί Κι΄ άπορούσαν. Σιγά  σιγά άρχισαν νά ύποψιάζωνται. Σ’ αύτό συνήργησε καί λίγος φθόνος. γιατί έκεϊνος είχε προοδεύσει πολύ μέ τήν ύπομονή του. "Ετσι δέ δίστασαν νά τόν διαβάλουν στόν Ηγούμενο.
Γέροντα, τού είπαν μέ ιερή τάχα άγανάκτησι. δέν ύπάρχει πιά αμφιβολία ότι ό τάδε Αδελφός είναι μάγος. Καιρό τον παρακολουθούμε καί τό διαπιστώσαμε. Στή ζώνη του κρύβει τά μαγικά του κατάστιχα. 'Εμείς δέν τόν άνεχόμεΟα πιά. Αρκετά ώς έδώ. "Η τόν διώχνεις λοιπόν παρευθύς άπό τό Μοναστήρι ή φεύγομε όλοι έμεϊς σήμερα.
Ό 'Ηγούμενος, πού ήξερε πολύ καλά τόν Μοναχό του. γιά νά παραδεχθή τέτοια μομφή, κατάλαβε αμέσως τήν παγίδα πού πήγαινε νά τού στήση ό διάβολος.
Προσευχηθήτε. τέκνα μου, γιά τόν Αδελφό, τούς είπε μέ όλη του τήν αταραξία. Θά προσευχηθώ Κι΄ έγώ καί ύστερα άπό τρεις ήμέρες θά βγάλω τελική άπόφασι
Τήν ίδια νύκτα, ένώ ό ’Αδελφός κοιμόταν άμέριμνος, μπήκε ό 'Ηγούμενος άθόρυβα στό κελλί του. Πήρε μέ τρόπο τό χαρτί άπό τή ζώνη του. τό διάβασε καί τό ‘βάλε στή θέσι του. Σάν πέρασαν oi τρεις ήμέρες κάλεσε όλους τούς Καλόγηρους μαζί καί τόν κατηγορούμενο.
Γιατί σκανδαλίζεις τούς ‘Αδελφούς; τού φώναξε μέ αύστηρότητα μπροστά σ’ όλους.
Ό ταπεινός Αδελφός έπεσε στά γόνατα καί είπε μέ φωνή πού μόλις άκουγόταν άπό τή ντροπή του:
“Ημαρτον, συγχωρήστε με Κι΄ εύχηθήτε νά μ’ έλεήση ό Χριστός.
Τί έχετε νά είπήτε γιά τόν Αδελφό; ρώτησε τώρα τούς άλλους ό Ηγούμενος.
Είναι μάγος. Γέροντα. Στή ζώνη του κρύβει τις μαγείες, φώναξαν μέ μιά φωνή οί κατήγοροι.
Τί κάθεστε λοιπόν καί τόν κυττάτε; Πάρτε του τά μαγικά, πρόσταζε ό Ηγούμενος.
Όλοι μαζί τότε άκράτητοι ώρμησαν έναντίον του νά τού λύσουν τή ζώνη. Εκείνος ό δυστυχής προσπάθησε v‘ άντισταΟή. άλλά πού νά τά βγάλη πέρα μέ τόσους. Στήν άπεγνωσμένη πάλη κόπηκε ή ζώνη Κι΄ έπεσε κάτω τό χαρτί. Ό ’Ηγούμενος πρόλαβε καί τό σήκωσε. Τό έδωσε στό Διάκο καί τόν πρόσταζε νά διαβάση μεγαλοφώνως τό περιεχόμενο άπό τόν άμβωνα τής Εκκλησίας.
Οί συκοφάνται άκουγαν συγχυσμένοι. Σάν διαβάστηκαν μάλιστα τά τελευταία συγκινητικά λόγια: «έν όνόματι τού Κυρίου ημών Ίησοί ΧριστοΟ 0ά ύπομένω». δεν ήξεραν πού νά κρυφτούν από τή ντροπή τους.
Ζήτησαν τέλος συγγνώμη άπό τό Γέροντα καί άπό τόν Αδελφό καί άπό τότε τόν σέβονταν σάν άγιο, όπως στήν πραγματικότητα είχε γίνει μέ τήν υπομονή του.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΣ ατενίζομε πρός τόν Σταυρό τού Κυρίου μας καί μελετάμε τά πάθη Του. Γιατί όμως δέ δείχνομε υπομονή. ούτε στήν παραμικρή περιφρόνησι πού τυχόν μάς κάνουν; διερωτάται ένας άπό τούς Πατέρας.
ΕΝΑΣ Γέροντας διηγείται πώς κάποτε συνήντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, πού έλειπαν καί τά πιό στοιχειώδη μέσα γιά τή συντήρησί του. ή τροφή δηλαδή καί τά σκεπάσματα. Ήτο χειμώνας καί τό κρύο ανυπόφορο. Ό φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθί. 'Εστρωνε τό μισό στις παγοιμένες πλάκες τού κελλιού του γιά νά πλαγιάση καί μέ τό άλλο μισό προσπαθούσε νά σκεπαστή. Τό αποτέλεσμα ήταν νά βασανίζεται όλόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας άπό τό κρύο
Μιά φορά ό Γέροντας τόν άκουσε νά μονολογή δίνοντας θάρρος στόν εαυτό του:
 Σ' ευχαριστώ. Θεέ μου. γιά τ' άγαθά πού μού έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αυτή τή στιγμή δέ βρίσκονται στις φυλακές άλυσοδεμένοι ή μέ τά πόδια περασμένα στό τιμωρητικό ξύλο καί δέν μπορούν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνησι; Ένώ εγώ ξαπλώνω τά πόδια μου καί ξεκουράζομαι σάν βασιλιάς.
ΑΔΕΛΦΕ, συμβουλεύει ό Άββάς Ήσαίας ό Άναχωρητής, προφυλάξου άπό τήν άκηδία, γιατί αυτή σάν σαράκι κατατρώγει Κι΄ αφανίζει τούς πνευματικούς σου καρπούς. “Αν αγωνίζεσαι νά κόψης ένα πάθος πού έπίμονα σέ πολεμεϊ. μη άποκάμης. Κατάφευγε στή θεία βοήθεια.
 Κύριέ μου. λέγε στον ’Ιησού μ’ όλη τή δύναμι τής ψυχής σου, δέν μπορώ μόνος ν’ άντισταθώ σ’ αυτό τό πάθος. Βοήθησέ με τόν ώμαρτωλό.
Μέ τήν προσευχή θά βρής άνακούφισι.

ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ πάλι δίνει τήν ακόλουθη χρήσιμη συμβουλή ό ίδιος “Οσιος:
Μ ή συνηθίζεις νά περιδιαβαίνης τά κελλιά τών άδελφών. Κάθισε στό δικό σου μέ τό φόβο τού Θεού στή καρδιά σου. "Εχε τό νοΰ σου στήν προσευχή καί στή μελέτη καί τά χέρια σου απασχολημένα στό έργόχειρο. Άπόφευγε τήν πολυπραγμοσι'ινη. Μή κάθεσαι νά έξετάζης τι κάνουν οΐ άλλοι, ούτε άν έργάζωνται περισσότερο ή λιγωτερο άπό σένα.
ΟΤΑΝ ό Μέγας Αντώνιος ήτο ακόμη πολύ νέος στήν ήλικία Κι΄ αρχάριος στήν άσκηση, έπεσε σέ ακηδία Αγωνιζόταν όλομόναχος βαθειά στήν έρημο, δέν είχε οδηγό Κι΄ οί λογισμοί άρχισαν νά τού φέρουν σύγχυσι. Δέν έχασε όμως τήν έμπιστοσύνη του στό θεό. Γονάτισε καί προσευχήθηκε μ' αύτά τά λόγια:
 Κύριε, θέλω νά σωθώ, άλλά δέ μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οί λογισμοί μου. Δέν έχω άλλον άπό Σέ. Κύριέ μου. νά μέ διδάξη τί νά κάνω. Μή θελήσης ποτέ νά μέ άφήσης.
Ή προσευχή τόν άνακούφισε. Αμέσως πήρε καί τήν απάντησι πού ζητούσε. Μόλις σηκώθηκε είδε στήν άλλη άκρη τού κελλιού του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σέ σκαμνί νά πλέκη ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος καί τόν παρακολουθούσε Σέ λίγο τόν είδε ν' άφήνη τό έργόχειρο καί νά προσεύχεται με τά χέρια υψωμένα στόν ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε στό έργόχειρο καί πάλι σηκώθηκε γιά προσευχή. Στό τέλος στράφηκε στόν ίδιο τόν ‘Αντώνιο καί τού υπέδειξε:
Κάνε Κι΄ έσύ τό ίδιο καί θά σωθής. Κ' έγινε άφαντος!
Τότε κατάλαβε ό 'Αντώνιος πώς ό θεός τού έστειλε τον Αγγελόν του νά τόν διδάξη. Πήρε θάρρος καί δόθηκε στην άσκησι μέ μεγάλη υπομονή καί προθυμία.
···
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
Γιατί τάχα άκηδιώ, Αββά, όταν μείνω πολύ κλεισμένος στό κελλί μου;
Φαίνεται πώς δέν άρχισες άκόμη ούτε νά μελετάς, ούτε κάν νά συλλογίζεσαι τήν αιώνια άνάπαυσι τών δικαίων καί τών άμελών τίς τιμωρίες, άποκρίθηκε ό διακριτικός Άββάς. "Αν αύτά συλλογιζόσουν καί μελετούσες τακτικά, δέ Οά έχανες τήν υπομονή σου. ούτε σέ άκηδία θάπεφτες, έστω καί άν συνέβαινε νά γεμίση τό κελλί σου άπό σκουλήκια πού νά βυθίζεσαι μέσα σ’ αύτά ώς τό λαιμό.
ΚΑΠΟΙΟΣ άγωνιστής Μοναχός έβαλε μιά φορά όρο στόν έαυτό του νά μή βγή καθόλου άπό τό κελλί του άπό τήν άρχή τής Τεσσαρακοστής ώς τή νύχτα τής Άναστάσεως. Ό διάβολος όμως πήγε νά δώση τό παρών. ‘Από τήν πρώτη Κι΄ όλας έβδομάδα έκανε νά γεμίση τό κελλί άπό κορέους. Πάτωμα, όροφή, τοίχοι, σκεπάστηκαν άπό τά ένοχλητικά παράσιτα. Τό ψωμί καί τό νερό άκόμη είχαν γεμίσει.
Ό Αδελφός έδειξε μεγάλη υπομονή στόν πειρασμό.
Άν πρόκειται καί νά φαγωθώ άκόμη άπό τούς κορέους, δέ θά βγώ έξω ώς τή μεγάλη έορτή.
Τρεϊς όλόκληρες έβδομάδες κράτησε τό μαρτύριο Κι΄ ύστερα ένα πρωινό είδε νά όρμά μέσα στό κελλί του άμέτρητο πλήθος μυρμηγκιών καί νά πέφτη άκράτητο έπάνω στους κορέους. Έγινε τότε σωστός πόλεμος μεταξύ των. Τέλος τά μικροσκοπικά μυρμήγκια έπεκράτησαν. Σκότωσαν άλύπητα τούς κορέους καί τούς έσυραν έξω άπό τό κελλί. Έτσι αναπάντεχα απαλλάχτηκε ό Αδελφός άπό τόν ένοχλητικό πειρασμό.
ΟΤΑΝ ΜΕΝΩ μόνος στό κελλί μου, έξωμολογήθηκε ένας αρχάριος Μοναχός στόν Όσιο Ποιμένα, χάνω τήν υπομονή μου καί πέφτω σέ άμέλεια. Τί πρέπει νά κάνω γιά νά διορθώσω αυτή τήν κατάστασι;
— Πρόσεχε νά μή περιφρονήσης ποτέ κανέναν Αδελφό, τόν συμβούλευσε ό Όσιος. Νά μή κατακρίνης καί κακολογής τόν πλησίον σου. Τότε θά σ' έπισκιάση ή Χάρις τού θεού καί θά συνηθίσης νά βρίσκης άνάπαυσι καί γαλήνη στήν ησυχία τού κελλιοΰ σου.
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ πού βασανιζόταν συχνά άπό τόν δαίμονα τής άκηδίας, έλεγε στόν έαυτό του κάθε φορά πού έκεϊνος τού ψιθύριζε νά κατεβαίνη στήν πολιτεία καί νά συναναστρέφεται τούς άνθρώπους:
 Γιατί χάνεις τήν υπομονή σου, άθλιε, καί ζητάς νά τρέχης άσκοπα έδώ Κι΄ έκεϊ; Αρκεί πού δέν είσαι ικανός γιά τίποτε τουλάχιστον δόξαζε τόν θεόν πού μένοντας έδώ δέ σκανδαλίζεις καί δέ στενοχωρεϊς τούς συνανθρώπους σου. Ούτε σύ θλίβεσαι καί σκανδαλίζεσαι άπ' αυτούς. Άναλογίσου τά κακά άπό τά όποια σ' έχει προφυλαγμένο ή άγαθότης τού θεού. Δέν άργολογεΐς, δέν έρχονται στ' αυτιά σου άνώφελες κουβέντες, τά μάτια σου δέ βλέπουν βλαβερές εΙκόνες. Ένα κακό σέ πολεμά, ή άκηδία. Άλλ' ό Κύριός σου είναι Παντοδύναμος καί θά σέ λύτρωση άπό τήν άδυναμία σου καί δέ θά έπιτρέψη ποτέ νά δοκιμάσης πιό μεγάλο πειρασμό άπό τή δύναμί σου.
Μ' αύτά τά λόγια ό Ερημίτης δίδασκε τόν έαυτό του Κι΄άντιστεκόταν μέ πείσμα στις έπιθέσεις του έχθροΰ, έως ότου ό Θεός βλέποντας την ύπομονή του τόν απάλλαξε έντελώς άπό τήν άκηδία.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ του κάποτε έρώτησαν £να μεγάλο Γέροντα πώς είχε κατόρθωσε! νά μή χάση ποτέ τήν ύπομονή του. ούτε στους πιό δυνατούς πειρασμούς.
Κάθε ημέρα πού περνά, τέκνα μου. άποκρίθηκε έκεΐνος. περιμένω μέ βεβαιότητα τό θάνατο.
ΒΛΕΠΟΜΕ στό βίο τού Όσιου Παχωμίου, τού μεγάλου θεμελιωτού τού κοινοβιακού μοναχισμού, πώς ό Ιδιος έξακολουθούσε νά έργάζεται καί νά συγκοπιάζη μέ τούς άλλους άδελφούς, όταν πιά είχε πολύ γεράσει Κι΄ ήτο άρρωστος. Κάποτε. ένώ θερίζανε τόν έπιασε ρίγος καί πυρετός. ΟΙ μαθηταί του, γιά νά τόν άνακουφίσουν. τού έφεραν ένα άχυρένιο στρώμα νά πλαγιάση. Ό Παχώμιος μάλλον ένοχλήθηκε άπό τήν παραμικρή έκείνη περιποίησι. Σέ λίγο φώναξε κοντά του τόν Θεόδωρον καί τού είπε:
—        Πάρε αύτό τά στρώμα απ' έδώ καί φέρε μου τό ψαθί μου νά πλαγιάσω, όπως οί άδελφοί. Τί τάχα; Επειδή είμαι Προεστώς πρέπει νά έπιτρέπω στόν έαυτό μου άσυνήθιστες άναπαύσεις;
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΜΩΗΣ έκανε πολύ καιρό κατάκειτος άπό βασανιστική άρρώστια. Στό διάστημα αύτό δέν άφησε, ούτε μιά φορά, τό βλέμμα του νά πέση στό διπλανό κελλί, όπου ό μαθητής του φύλαγε τά λίγα τρόφιμα πού oi άδελφοί τού πήγαιναν άπό άγάπη. Όταν ό νέος τού έφερε τό φαγητό, ό Γέροντας σφάλιζε τά μάτια γιά νά μήν ΐδή τί ήτο. Έτσι προφύλαγε τόν έαυτό του άπό τή λαιμαργία. Ποτέ δέ ζήτησε νά φάγη κάτι πού Επιθυμούσε. Δεχόταν μέ μεγάλη εύχαρίστησι, δ,τι τοϋ Εφερνε ό ύποτακτικός του. άκόμη κι Εκείνα πού δέν τού Εκαμαν καμμία δρεξι νά δοκιμάση.
·
ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ Κι΄ ό Άββάς Λογγϊνος κάποτε καί θαύμασαν ot άδελφοί τήν υπομονή του καί τόν τρόπο μέ τόν όποιο παιδαγωγούσε τόν Εαυτό του.
— Βασανίσου καί πέθανε, Λογγϊνε, Ελεγε, άλλά μή τολμησης νά ζητήσης φαγητό πριν άπό τήν ώρισμένη ώρα. γιατί δέ θά σοΰ δώσω νά φάς όλη  τήν ήμέρα.
ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ πού ζούσε στήν Ερημο μέ υπερβολική σκληραγωγία, Εγινε κάποτε Επίσκοπος. Έπεχείρησε νά συνέχιση καί στόν κόσμο τήν ίδια άσκησι, μά στάθηκε άδύνατο νά ιό κατορθώση.
Μήπως γιά τό άξίωμα πήρες άπό μένα τή χάρι σου. Κύριε; Ελεγε μέ δάκρυα στήν προσευχή του.
Τότε ό θεός τοϋ άποκάλυψε πώς τόν καιρό πού άγωνιζόταν μόνος στήν Ερημο, τοϋ Εδινε μεγαλύτερη Ενίσχυση γιά νά μή πέση σέ άκηδία. Στόν κόσμο πού είχε τήν παρηγοριά τών ανθρώπων τόν άφηνε νά παλεύη μόνος του.
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ 'Ερημίτης δοκιμαζότανε συχνά άπό βασανιστικές άρρώστιες. Κάποτε όμως  πέρασε Ενας χρόνος όλόκληρος, χωρίς ούτε μιά μέρα ν’ άρρωστήση. "Αρχισε τότε νά θλίβεται ό Γέροντας καί νά λέη μέ δάκρυα στόν Κύριο:
 Γιατί μ’ έγκατέλειψες, θεέ μου. Κι΄ έπαυσες νά μ’ Επισκέπτεσαι πιά τόν άμαρτωλό μέ τήν άρρώστια;
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΙΜΗΝ δίδει τήν ίδια άξία στόν καλό ησυχαστή. στόν υπομονετικό ασθενή καί σ' Εκείνον πού ύπηρετεΐ τόν αδελφό του μέ άδολη καρδιά.
ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ κάποτε πολύ βαρεία Ενας γέρος Ερημίτης. Δέν είχε κανένα νά τόν περιποιηθή. Μέ μεγάλη δυσκολία Ετοίμαζε μόνος λίγο φαγητό, ευχαριστώντας τόν θεό γιά τή δοκιμασία, πού τού Εστειλε. Ολόκληρος μήνας πέρασε καί άνθρωπος δέ βρέθηκε νά χτυπήση τήν πόρτα του καί νά τόν άνακουφίση. Είδε όμως ό Θεός τήν υπομονή του Κι΄ Εστειλε θείο "Αγγελο νά τόν ύπηρετή. Στό μεταξύ οΙ άδελφοί θυμήθηκαν τό γέρο  Ερημίτη Κι΄ έπήγαν ώς τήν καλύβα του νά δούν τι κάνει. Μόλις χτύπησαν τήν πόρτα, άποτραβήχτηκε ό "Αγγελος. Ό Ερημίτης άπό μέσα φώναξε παρακαλεστικά:
—        Γιά τήν άγάπη τού θεού φύγετε, άδελφοί μου.
’Εκείνοι όμως άνοιξαν διά τής βίας καί τόν έρωτοΰσαν τι είχε πάθει καί φώναζε.
—        Τριάντα μέρες βασανιζόμουν όλομόναχος καί δέ σκέφθηκε κανείς νά Ελθη νά μέ ίδή Κι΄ ό Κύριός μου Εστειλε "Αγγελο νά μέ συντροφεύη. Τώρα ήλθατε σείς καί διώξατε τόν Άγγελο.
Καί καθώς Ελεγε αυτά ό Γέροντας μέ γλυκύτητα έκοιμήθη.
ΑΝ ΣΟΥ συμβή άσθένεια σωματική, συμβουλεύει σοφός Γέρων, μή χάνης τήν υπομονή σου καί μή γογγύζης. "Αν είναι θέλημα θεού νά βασανίζεται τό σώμα σου, γιατί δυσανασχετείς; Εκείνος δέ φροντίζει γιά σένα; Μήπως μπορείς νά ζήσης στιγμή χωρίς τό θέλημά Του; Γίνου υπομονετικός καί προσεύχου νά σοΰ δίνη ό θεός δ.τι είναι συμφέρον τής ψυχής σου. Αυτό θέλει άπό σένα.
Όταν στήν άρρώστια σου οί Άδελφοί δείχνουν τήν άγάπη τους μέ δώρα, δέχου τα μ’ εύγνωμοσύνη καί προσεύχου γι' αυτούς.
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος έρότησε κάποτε τόν Όσιο Αρσένιο γιατί οί περισσότεροι ευσεβείς καί ένάρετοι νά φεύγουν άπό τόν κόσμο μέ πολλές θλίψεις καί στερήσεις.
 Αί θλίψεις γιά κείνους πού τίς δέχονται μέ υπομονή, άποκρίθηκε ό Όσιος, είναι τό άλάτι πού προλαβαίνει τή σήψι τής άμαρτίας καί κάνει τούς άνθρώπους νά παρουσιάζονται στόν Ούρανό καθαροί.
···
ΑΠΟ ΤΟΝ Έλενουπόλεως Παλλάδιο μαθαίνουμε πολλά γιά τούς σκληρούς άγώνας καί τήν ύπεράνθρωπο ύπομονή τών Ασκητών Κι΄ Ερημιτών τής έποχής του. Οί διηγήσεις, του είναι ζωντανές, γιατί είδε μέ τά μάτια του καί συνωμίλησε μέ όλους αύτούς τούς 'Αγίους άνδρας, όταν περιόδευε τά Μοναστήρια καί τά ησυχαστήρια τής Παλαιστίνης καί τής ‘Αφρικής.
Ό Όσιος Μακάριος ό Άλεξανδρεύς ή πολιτικός, όπως είναι πιά πολύ γνωστός, γιά νά διακρίνεται άπό τόν Αιγύπτιο, έκανε πολλές καί διάφορες άσκήσεις, γράφει ό Παλλάδιος. Όταν άκουγε γιά τούς πνευματικούς άγώνας κάποιου ΆσκητοΟ. έβαζε όλη του τή δύναμι νά τούς μιμηθή άμέσως. Κατόρθωσε μάλιστα, μέ τόν υπερβολικό του ζήλο, νά τούς ξεπεράση. Κάποτε έμαθε πός οί Ταβεννησιώται  δέν έτρωγαν μαγειρευμένο φαγητό όλη τήν Τεσσαρακοστή. Έβαλε Κι΄ αυτός δρο στόν έαυτό του νά μή βάλη στό στόμα του μαγείρευμα έπτά όλόκληρα χρόνια. Έτρωγε μόνο λάχανα ώμά ή βρεγμένα όσπρια, άν τύχαινε νά βρή.
“Αλλοτε πάλι τού είπαν πός ένας Ερημίτης έτρωγε μόνο μισή λίτρα ψωμί τήν ήμέρα. “Εκοψε ευθύς τό ξερό ψωμί του σέ μικρά κομματάκια, τά έβαλε σ' ένα σταμνί Κι΄ έτρωγε τόσο μόνο, όσο χωρούσε ή χούφτα του.
—        Συχνά ή πείνα μ' άνάγκαζε νά παραγεμίζω την παλάμη μου. Ελεγε άστιευόμενεος στους 'Αδελφούς, άλλά ό λαιμός τού σταμνιού ήταν τόσο στενός πού άναγκαζόμουν νά τήν άδειάσω άρκετά γιά νά μπορώ νά τήν τραβήξω έξω. Ό κακός τελώνης, ή κοιλιά, βλέπετε, δέ μοΰ έπέτρεπε τελεία άσιτία.
Άλλη φορά έπεχείρησε νά νικήση Εντελώς τόν ύπνο. Γιά νά τό κατορθώση έμεινε 20 μερόνυχτα στό ύπαιθρο, χωρίς νά βάλη καθόλου κάτω άπό στέγη τό κεφάλι του. Τήν ήμέρα τόν πύρωνε ό φλογερός αφρικανικός ήλιος, τη δέ νύκτα τόν μούσκευε ή υγρασία.
—        Άν δέν πρόφταινα τήν τελευταία ήμέρα νά μπώ στό κελλί μου. έλεγε άργότερα. θά έχανα τό λογικό μου, γιατί είχε αρχίσει νά ξηραίνεται ό Εγκέφαλος.
Όσο περνούσε άπό τό χέρι του νίκησε τόν ύπνο. “Υστερα όμως  υποχώρησε στήν άνάγκη τής φύσεως. Μιά μέρα πού καθόταν στό κελλί του τόν δάγκασε ένα μεγάλο κουνούπι. Πόνεσε τόσο πολύ πού τού έδωσε μιά μέ τό χέρι του καί τό σκότωσε. Μεταμελήθηκε όμως  εύθύς γιά τήν Εκδίκηση καί γιά νά τιμωρήση τόν Εαυτό του πήγε στό έλος πού βρισκόταν πολύ βαθειά στήν έρημο. Έμεινε έκεΐ έξι μήνες γιά νά τόν βασανίζουν τά κουνούπια, πού ήταν μεγάλα σάν σφήκες καί μέ τά κεντριά τους μπορούσαν νά τρυπήσουν δέρμα άγριοχοίρου. Όταν γύρισε πίσω στή σκήτη, μόνο άπό τή φωνή γνωριζόταν πώς ήταν ό Μακάριος. Τόσο είχε άλλοιωθή τό δέρμα του άπό τά τσιμπήματα τών κοινουπιών.
Επειδή άκουγε συχνά πώς οί Ταβεννησιώται ζούσαν πολύ πνευματικό βίο, πήρε τήν άπόφασι νά τούς έπισκεφθή καί νά ίδή μέ τά μάτια του. Φόρεσε κοσμικά ρούχα, γιά νά μή τόν καταλάβουν, Κι΄ άφοΰ έκανε δεκαπέντε ήμερών δρόμο μέ τά πόδια, έφθασε στή Θηβαίδα στό περιβόητο Κοινόβιο. Ζήτησε νά ίδή τόν Προεστώτα. Όταν τόν ώδήγησαν στόν Παχώμιο τού έβαλε μετάνοια καί τόν παρεκάλεσε νά τόν κρατήση στό Μοναστήρι γιά νά τόν κάνη καλόγερο. Ό Παχώμιος τόν κύττάξε καλά  καλά μέ συγκατάβασι. άλλά δεν τού άπέκρυψε τις σκέψεις τους.
Εσύ, άνθρωπε τού θεού. έχεις χάσει πιά τις δυνάμεις σου άπό τά γεράματα, τοΟ είπε. Πώς θά κατορθώσης νά σηκώσης τά βάρη τής μοναχικής ζωής; 01 Αδελφοί έδώ έχουν έλθει άπό πολύ νέοι Κι΄ είναι πιά έξοικειωμένοι μέ τή σκληραγωγία. Σύ όμως  είναι άδύνατον τώρα νά συνηθίσης. Γρήγορα θά κουραστής. Οά γυρίσης στόν κόσμο καί θ' άρχίσης νά κακολογής τά Μοναστήρια καί τούς Μοναχούς. "Ετσι καί τήν ψυχή σου θά βλάψης Κι΄ έκείνους πού θά σέ πιστέψουν.
Μ' αυτά καί μέ άλλα άκόμη ό Παχώμιος τού έδωσε νά καταλάβη πώς έπρεπε νά φύγη καί νά τούς άφήση ήσυχους. Ό Μακάριος όμως  δέν έφυγε. Επτά ήμερόνυκτα έμεινε έξω άπό τήν αυλόπορτα τού Μοναστηριού, νηστικός καί διψασμένος. Ικετεύοντας νά τόν δεχθούν. "Οταν τό έμαθε δ Παχώμιος, τόν φώναξε πάλι, γιά νά τού έπαναλάβη τά Ιδια:
Είσαι γέρος πιά. δέ μπορείς τώρα νά γίνης καλόγερος.
Κράτησέ με. Άββά έπέμενε νά παρακαλή ό Μακάριος. Κι΄ άν δέ νηστεύω καί δέν έργάζωμαι, όπως  οΐ άλλοι ’Αδελφοί, πρόσταζε νά μέ διώξουν.
Μπροστά σέ τόση έπιμονή ό Παχώμιος ύπεχώρησε. Τόν κράτησε δοκιμαστικά καί τόν έστειλε μέ τούς άρχαρίους.
Τήν εποχή εκείνη ζούσαν στό Κοινόβιο χίλιοι τετρακόσιοι περίπου Μοναχοί. Ήσαν χωρισμένοι σέ τάγματα, σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς πού είχε βάλει ό ίδιος δ Παχώμιος. Ή κυριώτερη άπασχόλησί τους ήτο ή προσευχή Κι΄ ύστερα τό εργόχειρο.
Μετά άπό λίγες έβδομάδες ήλθε ή Τεσσαρακοστή Παρατήρησε τότε ό Άββας Μακάριος πώς οί Αδελφοί έκαναν διάφορες πνευματικές ασκήσεις. Οί πιό άρχάριοι έτρωγαν μία φορά τήν ημέρα, μετά τή δύσι τού ήλιου. Οί πιό προοδευμένοι κάθε δύο ήμέρες. οί τελειότεροι κάθε πέντε. Πολλοί αγρυπνούσαν όρθιοι όλόκληρη τή νύκτα καί τήν ημέρα κάθονταν στο έργόχειρο. Καθένας, τέλος πάντων, άγωνιζόταν ανάλογα μέ τις σωματικές καί πνευματικές του δυνάμεις.
Ο Όσιος Μακάριος έβρεξε κάμποσα φοινικόφυλλα καί τά έτοίμασε, όπως  ήξερε. Στάθηκε κατόπιν σέ μιά παράμερη γωνιά τής αύλής Κι΄ άρχισε νά πλέκη ψαθί. 'Ολόκληρη τήν Τεσσαρακοστή δέν έβαλε ψωμί στό στόμα του. δέν ήπιε νερό, δέν κάθισε σέ σκαμνί, δέν πλάγιασε νά κοιμηθή. Άπό Κυριακή σέ Κυριακή μόνο έτρωγε πολύ λίγα ώμά λάχανα, γιά νά μήν τόν πειράζη ό δαίμονας τής κενοδοξίας πώς τάχα νηστεύει. Μέ κανένα δέ μίλησε ούτε τήν παραμικρή κουβέντα. Στεκόταν μέ άπόλυτη σιωπή, προσέχοντας μόνο στό πλέξιμό του καί δέν σταμάτησε ούτε στιγμή ό νοϋς του νά προσεύχεται.
Οί Ταβεννησιώται γρήγορα άντελήφθηκαν τήν άξιοθαύμαστη άσκησί του. ’Απόρησαν στήν άρχή. ‘Υστερα ένοιωσαν ντροπή. Πώς ήτο δυνατόν ένας γέρος άνθρωπος καί χθεσινός άκόμη στή μοναχική ζωή νά τούς έχη τόσο ξεπεράσει; Σκέφθηκαν, ξανασκέφθηκαν, δέν έβρισκαν λύσι καί κατέφυγαν στόν 'Ηγούμενό τους.
—        Γιά νά μάς ντροπιάσης, Άββά. μάς έφερες έδώ αύτόν τόν άσαρκο άνθρωπο; τού είπαν. Λοιπόν ή τόν διώχνεις άπό τό Μοναστήρι ή όλοι μας φεύγομε καί σ’ άφήνομε.
Σάτν έμαθε ό Παχώμιος τήν άφθαστη πολιτεία τού γέροντος, έμεινε κατάπληκτος. Κατάλαβε πώς κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ύπόθεσις καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά τού τό άποκαλύψη. ΚΙ΄ ό Θεός τού τό φανέρωσε. Τότε ό Παχώμιος κατενθουσιασμένος πήγε στή γωνία, πού έξακολουθοΰσε νά στέκεται ό Μακάριος, τόν πήρε άπό τό χέρι, τόν έφερε στήν Εκκλησία Κι΄ άφού τόν αγκάλιασε καί τόν φίλησε, τού είπε μέ θαυμασμό:
            "Ελα μή κρύβεσαι πιά. Καλόγερε! Δοξάζω τόν Θεόν πού ξεπλήρωσε Κι΄ αυτή μου τήν έπιθυμία, νά σέ ίδώ καί νά ώφεληθώ από τό παράδειγμά σου. Σοΰ χρεωστώ μεγάλη χάρι γιατί ταπείνωσες καί τά πνευματικά μου τέκνα, δείχνοντάς τους τί είναι πραγματική άσκησις. Αλλά άρκετά μάς έδίδαξες. Μπορεΐς τώρα νά γυρίσης ικανοποιημένος στόν τόπο σου. Μόνο μή παύσης νά προσεύχεσαι γιά μάς.
Έτσι ό Άββάς Μακάριος άφοϋ ευχήθηκε στόν Παχώμιο καί τη συνοδεία του γύρισε πίσω στό κελλί του.
Μοΰ έμπιστεύτηκε αύτός ό έπίγειος άγγελος, συνεχίζει ό Παλλάδιος. ότι κάποτε έπεχείρησε γιά πέντε συνεχείς ημέρες ν' άπομακρύνη έντελώς τό νοΟ του άπό τά έγκόσμια καί νά συλλογίζεται μόνο τόν θεόν καί τά ουράνια. Γιά νά τό κατορθώση κλείστηκε στό κελλί του, κλείδωσε τήν έξώθυρα γιά νά μήν τόν ένοχλήση κανείς, στάθηκε σέ προσευχή μέ τά χέρια υψωμένα καί είπε στό λογισμό του:
 'Ανέβα στόν ουρανό καί άπόλαυσε τά έκεϊ. θά συναν τήσης "Αγγέλους, 'Αρχαγγέλους καί όλες τις άνω δυνάμεις, τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί πάνω άπό όλα Αυτόν τόν Δημιουργόν καί Πλάστην Θεόν. Μή κατέβης απ' αύτό τό ύψος στά μάταια καί φθαρτά.
Δύο ήμέρες έμεινε ό νούς του άσάλευτος στή θεία έκείνη θεωρία. Τόσο πολύ όμως έξώργισε τό διάβολο πού γιά νά τόν έμποδίση νά συνέχιση, έβαλε φωτιά Κι΄ έκαψε όλα τά πράγματα τού κελλιού του. ώς καί τό ψαθί πού πατούσε. “Ετσι άναγκάστηκε νά διακόψη τή θεωρία του ό “Οσιος, όχι γιατί δείλιασε τή δαιμονική πυρκαγιά, άλλα γιά τόν κίνδυνο τής ύψηλοφροσύνης.
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ Ασκητής άπό τό βουνό τής Φέρμης πήγε μιά φορά στόν Όσιο Μακάριο καί τού έξωμολογήθηκε τό λογισμό του:
Είμαι πολύ στενοχωρημένος. Άββά.
Γιατί, 'Αδελφέ:
Έμαθα πώς κοντά στήν πόλι ζή μιά Άσκήτρια πού έδώ καί τριάντα τόσα χρόνια δέν τρώγει τίποτε άλλο άπό ώμά λάχανα Κι΄ αυτά μόνο Σάββατο καί Κυριακή. Λέγει ακόμη κάθε μέρα έπτακόσιες προσευχές. Σάν τ' άκουσα, Άββά. έπεσασέ άπόγνωσι. Σκέφτηκα πώς έγώ πού έχω πιό μεγάλη σωματική άντοχή άπό μιά γυναίκα, δέν μπορώ ούτε τόσο νά νηστεύω ούτε πιό πολλές άπό τριακόσιες ευχές νά είπώ.
 Έγώ, Αδελφέ, τού είπε τότε ό διακριτικώτατος Γέροντας, είμαι έξήντα χρόνια στήν έρημο καί κάνω μόνο έκατό προσευχές τήν ήμέρα. όπως έχουν διορίσει οί Πατέρες. Εργάζομαι τό έργόχειρό μου γιά νά βγάζω τό ψωμί μου, προσπαθώ νά ωφελώ καί τούς 'Αδελφούς πού έρχονται ώς έδώ γιά νά μέ συμβουλευτούν. Αυτά τά λίγα κάνω καί ή συνείδησίς μου δέ μ' έλύγχει ότι  είμαι άμελής. Έσύ όμως πού μέ τις τριακόσιες έλέγχεσαι, πρόσεχε μήπως δέν τίς κάνεις, όπως πρέπει. "Ας μή σ' ένδιαφέρει τόσο ή ποσότης τής προσευχής, δσο ή ποιότης της.
ΕΛΕΓΕ ό Μαθητής τού Άββά Δωροθέου, γιά τόν Γέροντά του, πώς ζούσε μέ υπερβολική σκληραγωγία. "Ολη μέρα μάζευε πέτρες στόν ήλιο Κι΄ έκτιζε κελλιά γιά τούς Μοναχούς πού δέν μπορούσαν νά φτιάξουν μόνοι τους.
Σκοτώνεις τό σώμα σου, Άββά. τού έλεγε συχνά στενοχωρημένος ο ύποτακτικός του.
Άν δέν τό σκοτώσω έγώ. θά προλάβη έκεϊνο νά μέ σκοτωση. άπαντούσε ό άγαθός Γέροντας.
Έτρωγε ύστερα από τήν δύσι τού ήλιου λίγο ψωμί καί ωμά λάχανα καί έπινε μόνο ένα μικρό ποτήρι νερό. Τίς νύχτες προσευχόταν Κι΄ έπλεκε ψαθί, γιά νά συντηρή τόν έαυτό του. Ελάχιστος ύπνος, καθισμένος στό σκαμνί, τού άρκοΰσε γιά ξεκούρασι. Πολλές φορές, καθώς έτρωγε, τού έπεφτε τό ψωμί άπό τό στόμα άπό τήν υπερβολική νύστα.
Κάποτε πού άρρώστησε άπό τή μεγάλη σκληραγωγία, ό ύποτακτικός του τόν παρακαλοΰσε νά πλαγιάση λίγο στό ψαθί.
Άν πείσης τούς Αγγέλους νά κοιμηθούν, τότε θά πείσης καί τόν Δωρόθεο, τού άπαντούσε.
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, διηγείται ό μαθητής του Άββάς Δανιήλ, προσκάλεσε μία βραδυά στό κελλί του δύο γείτονας του Έρημίτας, τόν Άββά Ζωΐλο καί ιόν Άββά ’Αλέξανδρο καί τούς είπε, θέλοντας νά ταπείνωση τόν έαυτό του:
'Επειδή οί δαίμονες μέ ρίχνουν πολύ στόν ύπνο, αγρυπνήστε μαζί μου αύτή τή νύκτα, γιά νά μου είπήτε πόσο κοιμούμαι.
Κάθισαν οί δύο Γέροντες όλη τή νύκτα ό ένας δεξιά καί ό άλλος αριστερά του. Δέν μιλούσαν καθόλου, μόνο προσηύχοντο καί πρόσεχαν.
’Εμείς κοιμηθήκαμε λίγο, (ομολογούσαν άργότερα. ό Αρσένιος καθόλου. Τά ξημερώματα μόνο τόν είδαμε νά παίρνη μιά βαθειά αναπνοή καί νά λέγη, καθώς σηκώθηκε από τό σκαμνί του ναι, ένύσταξα.
Τόσο είχε έπιβληΟή στόν ύπνο ό Όσιος, πού έκοιμάτο μόνον όταν καί όσο ήθελε.
“Ελα. κακέ δούλε, έλεγε, όταν ήθελε νά κοιμηΟή Κι΄ έπαιρνε λίγο ύπνο καθισμένος στό σκαμνί του.
“Αν ό μοναχός είναι αγωνιστής, συνήθιζε νά λέγη. τού φθάνει μιάς ώρας ύπνος τό εικοσιτετράωρο.
Ο ΑΒΒΑΣ Βησσαρίων, λέγουν όσοι είχαν τήν τύχη νά τόν γνωρίζουν, πέρασε τή ζωή του έλεύΟερος από μέριμνες, σάν τά πουλιά τ' ουρανού Δικό του πράγμα δέν είχε, ούτε τά απολύτως αναγκαία, βιβλίο λόγου χάρι ή δεύτερο ρούχο. Εκείνο πού φορούσε ήταν τόσο παλιό, πού Κι΄ ό τελευταίος ζητιάνος δέν καταδεχόταν νά τό πάρη. Καλύβα δέν απέκτησε ποτέ, ούτε έμενε κάτω άπό στέγη Γύριζε μέσα στις έμημιές δαρμένος άπό τό κρύο ή τήν ζέστη. Άν ό δρόμος του τόν έφερνε έξω άπό κανένα ησυχαστήριο ή Κοινόβιο, καθόταν στήν αυλόπορτα Κι΄ έκλαιγε σάν νά τόν είχαν περιμαζέψει άπό κανένα ναυάγιο.
— Γιατί θλίβεσαι έτσι, αδελφέ; ρωτούσαν όσοι δέν τόν ήξευραν άκόμη.
Γιά τόν πλούτο πού έχασα καί τήν πρώτη ευγένεια καί δόξα, ήταν ή συνηθισμένη του άπάντησι
Αδύνατον νά τόν πείσουν νά μπή μέσα νά φιλοξενηθή. Οί αδελφοί τού πήγαιναν λίγο φαγητό έκεΐ έξω πού καθόταν.
—        Φάγε τώρα Κι΄ έχε τήν έλπίδα σου στό Θεό. ’Εκείνος θά σού δώση πίσω αύτά πού έχασες, τόν παρηγορούσαν, πιστεύοντας πώς αληθινά ήτο ναυαγός.
—        Δέν είμαι άξιος νά τ’ άποκτήσω, στέναζε ό μακάριος Βησσαρίων. Άλλ’ όσο ζώ δέ Οά πάψω νά τ' άναζητώ.
Τότε καταλάβαιναν πώς τούς έλεγε γιά τά ουράνια άγαθά.
Διηγούνται άκόμη γι’ αύτόν πώς στάθηκε κάποτε όρθιος σαράντα ήμερόνυκτα πάνω σ' ένα σωρό ξύλα, γιά νά νικήση τόν ύπνο. Δέν είχε πλαγιάσει ποτέ νά κοιμηθή. Τού άρκούσε νά κοιμηθή λίγο όρθιος ή καθιστάς πάνω σέ μιά πέτρα.
Ο ΔΡΟΜΟΙ του έφερε κάποτε ένα κυνηγό πάνω στό βουνό τού Μεγάλου ‘Αντωνίου. Μέ κατάπληξι είδε τόν ξακουστό Ερημίτη νά παίζη μέ τούς μαθητάς του. Στάθηκε σαστισμένος,καί τούς παρατηρούσε. Ό Όσιος, πού κατάλαβε τήν αιτία τής απορίας του. τού είπε:
Κυνηγέ μου. γιά τέντωσε τό τόξο σου.
Ό κυνηγός ύπήκουσε στήν προσταγή τού Γέροντος.
Τέντωσε άκόμη.
'Εκείνος τό έφερε στό πιό τεταμένο σημείο.
Άκόμη λίγο, έπέμενε ό Όσιος.
Δέ γίνεται, Άββά. Λίγο θέλει νά σπάση.
Τό ίδιο γίνεται μέ μάς τούς Άσκητάς. έξήγησε τότε ό σοφός Πατήρ. "Αν βιάσωμε τούς εαυτούς μας νά περάσωμε τά όρια τής ψυχικής καί σωματικής μας αντοχής, κυριολεκτικά Οά συντριβούμε. Γι’ αυτό κάνομε κάποια συγκατάβασι.
 ··
Πήγε  μιά μέρα νά ΐδή τόν Όσιο Ποιμένα ό φίλος του Άββάς  Ιωσήφ καί τόν βρήκε μέ τά πόδια στό νερό γιά λίγη ξεκούρασι, ύστερα άπό ημερών ορθοστασία. Τού φάνηκε παράξενο γιά ένα τόσο αύστηρό άσκητή.
Πώς κατώρθωσαν μερικοί νά μεταχειρίζονται τό σώμα τους μέ σκληρότητα; τόν ρώτησε.
Έμεΐς. 'Αδελφέ, τού άποκριΌηκε ό διακριτικός Γέρων, δέν έμάθαμε νά εϊμεθα σωματοκτόνοι. άλλά παθοκτόνοι.
··
Ο ΑΒΒΑΣ Νετράς. παλιός μαθητής τού Όσιου Σιλουανοΰ, λέγουν πώς ήτο πολύ συγκαταβατικός στόν έαυτό του. όταν άσκήτευε στό όρος Σινά. Κι΄ άπόφευγε τις ύπερβολές. Σάν έγινε όμως Επίσκοπος στή Φαράν, περνούσε μέ πολλή σκληραγωγία. Ό ύποτακτικός του παραξενεύτηκε Κι΄ έτόλμησε κάποτε νά τόν ρωτήση: .
Γιατί, Αββά. δέν έκανες αυτές τίς άσκήσεις, τότε πού εϊμεθα στό όρος:
Έκεί ήτο έρημος, τέκνον μου, καί ησυχία καί πτωχεία Κι΄ έδινα κάποια άνεσι στό σαρκίον γιά νά μην άρρωστήση Κι΄ άναγκάζωμαι νά ζητώ έκεΐνα πού δέν Οά ήτο εύκολο νά βρώ. άποκρίθηκε ό σοφός Γέρων. Στήν πολιτεία όμως, καί πιό πολλές αφορμές άμαρτίας έχομε, ώστε νά είναι απαραίτητη ή σκληραγωγία, καί άνθρώπους νά μέ περιποιηθοΰν, σέ περίπτωσι άσθενείας έχω. Έδώ πρέπει ν άγωνίζωμαι περισσότερο γιά νά μή χάσω τόν Μοναχό καί μείνει μόνον ό Επίσκοπος.
ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ό μοναχός πού υπομένει κόπους καί δοκιμασίες ευχαριστώντας τόν θεό. συνήθιζε νά λέγη ό Αββάς Κόπρις.
Κάποτε άρρώστησε ό ίδιος πολύ βαρειά καί κατέπληξε τούς αδελφούς μέ τήν άξιοθαύμαστη υπομονή του. Ούτε μιά φορά δέ ζήτησε νά τού γίνη ή παραμικρή έπιθυμία Κι΄ ή προσευχή δέν έλειψε ούτε στιγμή άπό τά χείλη του.
··
ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός έννιά όλόκληρα χρόνια βασανιζόταν άπό Ενα κακό λογισμό. Κάθε μέρα Εκλαιγε Κι΄ Ελεγε κατακρίνοντας τόν Εαυτό του:
Είμαι αίτιος γι' αύτόν. Θά χάσω την ψυχή μου.
’Αγωνιζόταν σκληρά. Τού κάκου όμως. Ήταν άδύνατον να άπαλλαγή. Στό τέλος κάμφθηκε ή άντίστασίς του. Έπεσε σ' άπόγνωσι.
"Εχασα πιά τήν ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί νά μένω άσκοπα στήν Ερημο; "Ας γυρίσω στόν κόσμο.
Έτσι πήρε τό δρόμο γιά τήν πολιτεία. Μά καθώς περπατούσε μέ βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:
Δυστυχισμένε, Ετσι ποδοπατάς τ' άμάραντο στεφάνι που έννιά χρόνια μέ τήν υπομονή σου Επλεκες; Γύρισε πίσω νά τό άποτελειώσης.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στή θλιμμένη καρδιά τού Αδελφού. Μέ σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε τό δρόμο γιά τήν Ερημο. Μά Κι΄ ό Αγαθός Θεός άφάνισε τό λογισμό του.

ΑΝ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ τού θεού μάς άνέχεται. όταν δουλεϋωμε στήν άμαρτία, ελεγε ένας σοφός Γέροντας, πόσο μάλλον ή εύσπλαγχνία του θά μάς δυναμώση. όταν άγωνιζώμεθα γιά τό καλό.
Ο ΘΕΟΣ δέν επιτρέπει, Ελεγε ό Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στούς σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι άπό τούς παλαιοτέρους καί δέν κάνουν υπομονή.
ΕΝΑΣ Ερημίτης έμενε σέ μιά καλύβα, δώδεκα μιλιά μακριά άπό τήν πηγή πού όλη ή σκήτη Επαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος νά κάνη πολύ συχνά όλη εκείνη τήν πεζοπορία. Μιά μέρα, πού ή ζέστη ήταν άφόρητη. Εχασε τήν υπομονή του.
Είναι τάχα ανάγκη νά κοπιάζω τόσο; είπε μέ τό λογισμό του. Δέν έρχομαι νά κατοικήσω πιό κοντά στην πηγή;
Καθώς Εκανε αυτές τις σκέψεις. Ενοιωσε κάποιον νά βαδίζη πίσω του. Γύρισε καί είδε Ενα νέο άστραπόμορφο.
Ποιός είσαι έσύ; τόν ρώτησε μέ θαυμασμό καί απορία.
Απεσταλμένος τοΰ Κυρίου νά μετρώ τά βήματα πού κάνεις γιά νά σού δοθή Ακέραιος τής υπομονής ό μισθός, άποκρίθηκε Εκείνος Κι΄ Εγινε άφαντος.
Τόση δύναμι έδωσαν στόν Ερημίτη μας τά λόγια τού Αγγέλου πού όχι μόνον κοντά στήν πηγή δέν πήγε νά κατοικήση, μά άλλη καλύβα Εφτιαξε βαθύτερα στήν Ερημο, γιά νά βαδίζη άλλα τόσα μιλιά.
ΕΛΕΓΑΝ καί γιά τόν Άββά Χαιρήμονα πώς ή σπηλιά πού άσκήτευε Απείχε σαράντα μίλια Από τήν 'Εκκλησία τής σκήτης Κι΄ άλλα τόσα περίπου Από τό ποτάμι πού Επαιρναν οί Αδελφοί νερό. 'Ακόμη καί ιό Ελος Απ' όπου προμηθευόταν χόρτο γιά τό ψαθί του ήταν δώδεκα μίλια μακριά. Ό Γέροντας όμως δέν άπέκαμε ποτέ νά κάνη συχνά όλη αύτή τήν οδοιπορία γιά νά παίρνη Εκείνα πού τού ήταν απολύτως απαραίτητα. Κι΄ Από τήν "Εκκλησία δεν έλειψε καμμιά Κυριακή, ούτε χειμώνα, ούτε καλοκαίρι.


Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν

Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |