Σταλαγματιές απο τήν Πατερική Σοφία
Τό Γεροντικόν
Κεφάλαιον
ΣΤ’
Ησυχία
ΡΩΤΗΣΑΝ
μιά φορά οΐ Αδελφοί ιόν μεγάλο εραστή τής ήσυχίας, τόν "Οσιο Αρσένιο,
γιατί τούς άπόφευγε τόσο πολύ.
Φοβάσαι
μή ζημιωθής άπό μάς. Αββά;
Ό θεός
γνωρίζει, τέκνα, καί ότι σάς Αγαπώ πολύ καί ότι
δέν σάς άποφεύγω άπό φόβο. Μά είναι άδύνατο νά μοιράσω στά δύο τήν
καρδιά μου. ανάμεσα σέ Ανθρώπους καί στό θεό δηλαδή. Ούτε νά βρίσκομαι πότε μέ
σάς καί πότε μ ’Εκείνον. Δέν είναι λογικότερο νά βρίσκομαι διαρκώς μ’ ’Εκείνον;
Κι΄ οΐ "Αγγελοι ένα σκοπό κι ένα θέλημα έχουν, πώς νά υμνούν άκατάπαυστα
τόν θεό καί νά υπηρετούν τίς βουλές Του. Τών άνθρωπον όμως οΐ βουλές καί οί
σκοποί διαφέρουν μεταξύ τους. Συμφέρον λοιπόν τής ψυχής είναι ν' άρέση στό θεό
πιό πολύ παρά στούς ανθρώπους.
···
ΛΕΓΟΥΝ
πώς άπό θεία προτροπή άγάπησε τόσο πολύ τήν ησυχία τούτος ό Όσιος. Ένώ
προσηύχετο μιά μέρα καί παρακαλοΰσε τόν θεό νά τού ύποδείξη μέ ποιό τρόπο
βέβαιο θά εΰρισκε τή σωτηρία του. Ακούσε φωνή νά τού λέγη:
Αρσένιε,
φεύγε, σιώπα, ήσύχαζε. Αυτές είναι οί ρίζες τής αναμαρτησίας.
ΣΤΟΥΣ
ΠΑΤΕΡΑΣ, πού τόν έρωτοΰσαν γιατί οι ήσυχασταί άποφεύγουν τόσο πολύ τή
συναναστροφή τών ανθρώπων, ό Όσιος 'Αρσένιος είπε τό παρακάτω χαριτωμένο
παράδειγμα:
Όσο ή
κόρη βρίσκεται κλεισμένη στό σπίτι τού πατέρα της. πολλοί τή γυρεύουν σέ γάμο.
Όταν όμως πανδρευθή πιά, άρχίζει νά μήν άρέση σ' όλους. "Αλλοι τήν
έπαινούν Κι΄ άλλοι τής βρίσκουν πολλά ψεγάδια. Παύει έτσι νά έχη τήν ύπόληψι,
πού είχε, όταν ήταν άθέατη. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Όταν
πολυπαρουσιάζεται, χάνει τό ύψηλόν πού έχει καί δέν άρέσει σέ πολλούς.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΕ
τις σχέσεις σου μέ τούς άνθρώπους, συμβουλεύει ό Άββάς Δουλάς, γιά νά μή θολωθή
ό νούς σου άπό περισπασμούς καί μέριμνες καί χάσης έτσι τόν έλεύθερο άέρα τής
ήσυχίας.
Η ΨΥΧΗ,
πού έχει γευθή τή γλύκα τής ήσυχίας, τή γυρεύει παντού καί πάντοτε. Όχι άπό
μίσος ή περιφρόνησι πρός τούς άνθρώπους. άλλά άπό έρωτα γι' αύτή, λέγει ό Άββάς
Θεόδωρος τής Φέρμης.
ΛΕΝΕ
ΠΩΣ ό Άββάς Ισίδωρος, όταν καταλάβαινε ότι τού πήγαιναν έπισκέπται, έτρεχε νά
κρυφτή σ' ένα άπόμερο κελλί. πού μόνο αυτός ήξερε, γιά νά μή τόν βροΰν. Στούς
άδελφούς, πού τόν ρωτούσαν γιατί τό έκανε, άπαντούσε:
Καί τά θηρία, παιδιά μου. πού προλαβαίνουν καί
κρύβονται στίς φωλιές τους, γλιτώνουν τόν κίνδυνο.
·
ΤΙ ΝΑ
ΚΑΝΩ. Πάτερ; ρώτησε ό Άββάς Μωυσής τόν Όσιο Μακάριο, όταν ήταν στή σκήτη. Διψώ
γιά ήσυχία. μά μέ τίς συχνές τους έπισκέψεις ο! Αδελφοί, δέν με άφήνουν νά τήν
απολαύσω.
— Είναι
ή φύσι σου άπαλή. καθώς βλέπω. Μωϋσή, τοΰ άποκρίθηκε ο Γέροντας, καί δέ θ'
άπαλλαγής ποτέ άπ’ αυτή την ένόχλησι, 6ν δέν καταφυγής πολύ βαθειά στήν έρημο.
Ό
Μωϋσής άκολούθησε τήν ύπόδειξι τού Όσιου καί βρήκε ή ψυχή του άνάπαυσι.
Ο ΑΒΒΑΣ
Άϊώ έπίσης ζήτησε ν’ άκούση ωφέλιμη συμβουλή άπό τό στόμα τού Όσιου Μακαρίου.
Άπόφευγε
τις συχνές συναναστροφές μέ τούς άνθρώπους, τοΰ σύστησε ό Άγιος Γέροντας, καί
τις πολλές συνομιλίες. Αγάπησε τήν ησυχία τής μοναξιάς γιά νά κερδίσης κατάνυξι
καί δάκρυα.
ΚΑΠΟΙΟΣ
αρχάριος Μοναχός παρακάλεσε τόν Άββά Ρούφο νά τόν διδάξη τί είναι ησυχία καί σέ
τί ωφελεί τόν άνθρωπο.
Ησυχία,
άποκρίθηκε ό Γέροντας, είναι νά είσαι κλεισμένος στό κελλί σου μ' έπΐγνωσι καί
φόβο θεού, διώχνοντας μακριά άπό τήν ψυχή σου τή μνησικακία καί τήν
ύψηλοφροσύνη. Αυτή ή ησυχία γεννά πολλές άρετές καί προφυλάσσει τήν ψυχή άπό
τίς έπιθέσεις τοΰ πονηρού. Ή συχνή ένθύμησι τού θανάτου θά σέ βοηθήση νά τήν
άποκτήσης. τέκνον. ΚΙ΄ αυτή πάλι θά σέ όδηγήση μέ βεβαιότητα νά βρής τή σωτηρία
σου.
ΕΝΑΣ
άξιωματικός άπό τή Ρώμη, βασιλικός άπεσταλμένος. έφτασε κάποτε στήν έρημο, στό
κελλί τοΰ Όσιου ’Αρσενίου νά τού παραδώση έγγραφο διαθήκη κάποιου συγγενή του
Συγκλητικού, πού είχε πριν λίγους μήνες πεθάνει καί τόν είχε άφήσει γενικό
κληρονόμο τής τεράστιας περιουσίας του.
Διάβασε
τό έγγραφο ό Όσιος μ' άδιαφορία Κι΄ έτοιμάστηκε νά τό σχίση.
Γιά τ' όνομα τού θεού, Αββά. μόλις τόν πρόλαβε
ό άξιωματικός είμαι προσωπικά υπεύθυνος γι' αύτό καί κινδυνεύω νά χάσω τή θέσι
μου.
Τότε
τού τό έδωσε πίσω ό Όσιος.
’Εγώ,
τού είπε, έχω πεθάνει πολύ πριν άπ' αυτόν. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν νά
κληρονομήσω τόν πρό όλίγου άποθανόντα;·»
ΕΝΑΣ
ΕΡΗΜΙΤΗΣ, πολύ ένάρετος, άξιώθηκε νά λάβη άπό τόν θεό τό χάρισμα νά Οεραπεύη
δλες τις άρρώστιες. Ή φήμη του έφτασε ώς τήν Κωνσταντινούπολι. Κάποτε τόν
προσκάλεσε ό Βασιλιάς στό Παλάτι νά πάρη τήν εύχή του. ’Εκείνος πήγε πρόθυμα,
συνωμίλησε μέ τόν Βασιλιά καί δέχτηκε τή δωρεά πού τού πρόσφερε, ένα άρκετά
σεβαστό ποσόν χρημάτων. Σάν γύρισε στόν τόπο του, άγόρασε ένα χωράφι καί
φρόντισε νά τό καλλιεργήση. ‘Ετσι άπασχολούσε άρκετό χρόνο σ’ αυτό. Μιά μέρα
έφεραν έναν δαιμονισμένο νά τόν κάνη καλά. Ό ’Ερημίτης έξώρκιζε τό δαιμόνιο νά
φύγη, μά έκεΐνο δέν έννοοΟσε νά ύπακούση. Σέ μιά στιγμή, τού είπε μέ θρασύτητα:
Τώρα
πιά δέν σέ άκούω, γιατί δέν σε φοβάμαι.
Πώς
έτσι; ρώτησε μ' άπορία ό ’Ερημίτης.
Γιατί
έγινες δμοιος μέ τούς άλλους, άποκρίθηκε τό πονηρό πνεύμα. Παραμέλησες τήν
ήσυχία καί τή φροντίδα τής ψυχής σου γιά ν’ άσχολήσαι μέ τά γήινα.
··
Ο
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ένός μεγάλου Κοινοβίου, πού είχε στήν υποταγή του πολλούς Μοναχούς,
ρώτησε μιά μέρα τόν Άγιο Κύριλλο, τόν ’Επίσκοπο 'Αλεξάνδρειάς, ποιοι ένόμιζε
πώς έκτελούν καλύτερα τό θέλημα τού θεού, οί Κοινοβιάρχαι, πού όδηγούν ψυχές
στόν Ουρανό, ή οί Ήσυχασταί, πού φροντίζουν μόνο γιά τή δική τους σωτηρία.
Ανάμεσα
στόν Ήλία καί στό Μωϋσή, άποκρίθηκε ό Άγιος, δέν μπορεί νά γίνη διάκρισι. ΚΙ΄
οί δυό ευαρέστησαν τόν θεό
···
ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
κάποτε άπό τήν 'Εκκλησία τής σκήτης ό Άββας 'Ιωάννης ό Κολοβός, άκουσε
φιλονικίες καί φωνές στό δρόμο. Προτού μπή μέσα, έκανε τρεις φορές τό γύρο τού
κελλιοΰ του.
Γιατί
τό κάνεις αύτό; τόν ρώτησε κάποιος πού έτυχε νά τόν δή.
Γιά νά
διώξω άπό τ' αύτιά καί τό κεφάλι μου ιά λόγια πού δκουσα. άποκρίθηκε ο ‘Οσιος.
Γιά νά έχω μέσα ήσυχο τό μυαλό μου.
ΑΓΑΠΑ
τή σιωπή καί τήν ήσυχία. Αδελφέ, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας. ’Ελευθέρωσε τόν
έαυτό σου άπό τίς πολλές φροντίδες. Απασχόλησε τό νοΰ σου μέ θεΐα νοήματα.
Κοιμήσου καί ξύπνα μέ τό φόβο τού θεού καί μη φοβάσαι πώς θά σέ νικήση ό
διάβολος.
ΑΝ ΚΑΙ
ΕΙΝΑΙ πολύ μεγάλος ό σκοπός Κι΄ ό άγώνας τών άγιων, λέγει άλλος Πατήρ,
άνταμείβονται όμως μέ τήν έλευθερία άπό
τίς ύλικές φροντίδες.
··
Ο
ΠΑΪΣΙΟΣ, ό μικρότερος άδελφός του Άββά
Ποιμένος, συνανεστρέφετο κάποιον Μοναχό πού δέν είχε καλή φήμη Ό "Οσιος
λυπόταν πολύ γι' αύτό Κι΄ άναγκάσθηκε νά τό έξομολογηθή στό Γέροντά του. τόν
Άββά Άμμωνά.
Ζής
άκόμη. Ποιμήν; τού είπε ό Γέροντας. Κλείσου στό κελλί σου καί πές στό λογισμό
σου πώς έδώ Κι΄ ένα χρόνο βρίσκεσαι στό μνήμα.
··
Η
ΗΣΥΧΙΑ, λέγει κάποιος Πατήρ, ή σιωπή καί ή κρυφή πνευματική έργασία φέρνουν
άγιότητα.»
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ Μοναχός παρακάλεσε τόν Άββά Μωϋσή νά τοϋ δώση μιά χρήσιμη συμβουλή.
Κάθισε στό κελλί σου Κι΄ αύτό θά σε διδάσκη,
τοϋ άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας.
·ΑΔΥΝΑΤΟ
νά έχη στήν καρδιά του διαρκώς τόν Χριστό ό Μοναχός, χωρίς ήσυχία, ταπεινοσύνη
Κι΄ άδιάλειπτη προσευχή, συνήθιζε νά λέγη ό παραπάνω Γέροντας.
ΛΕΝΕ
ΠΩΣ ή Όσια Σάρρα. ή "Ασκήτρια, έμενε σέ μιά σπηλιά κοντά στις όχθες του
Νείλου καί στό διάστημα τών έξήντα χρόνων πού άσκήτευε έκεί. δέν πρόβαλε, ούτε
μιά φορά, νά ίδή τό μεγάλο ποτάμι.
ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ
συμφώνησαν νά γίνουν καλόγεροι. Ό ένας πήγε βαθειά στήν έρημο, βρήκε μιά
σπηλιά, Κι΄ έμεινε έκεϊ ν άσκητεύη μόνος. Ό άλλος πήγε σ' ένα Κοινόβιο,
"Εμεινε μερικά χρόνια ύποτακτικός Κι΄ ύστερα τόν έκαναν ‘Ηγούμενο.
Ό
Ησυχαστής πήρε χάρισμα άπό τόν Θεό νά γιατρεύη όλες τις αρρώστιες καί νά διώχνη
τά πονηρά πνεύματα. Σάν τό έμαθε ό άδελφός του, ό Κοινοβιάρχης λυπήθηκε. Αυτός
δέν είχε κανένα πνευματικό χάρισμα.
— Γιατί
λυπείσαι; τοϋ είπε μιά νύχτα στόν ύπνο του ό Θεός. Ό άδελφός σου διάλεξε, γιά
τήν άγάπη Μου. τή μοναξιά. Μέρα καί νύχτα κλαίει τίς άμαρτίες του. ‘Υποφέρει
πείνα καί δίψα καί κάθε άλλη κακοπάθεια. Σέ σένα άρκεΐ ή παρηγοριά πού παίρνεις
άπό τούς άνθρώπους.
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ Μοναχός σέ κάποιο Κοινόβιο προώδεψε πολύ στήν άρετή. Οι Ερημίτες άπό τίς
γειτονικές σκήτες, πού άκουσαν τή φήμη του, πήγαν μιά μέρα νά τόν γνωρίσουν άπό
κοντά. Τόν βρήκαν στό ξυλουργείο τού Μοναστηριού, άπασχολημένο μέ τό έργόχειρό
του. Σάν είδεέκεϊνος τούς ξένους Μοναχούς, σηκώθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ μιαν
ύπόκλισι. Ύστερα κάθισε πάλι μέ σιωπή στή δουλειά του. Οί Έρημΐται περίμεναν νά
τούς πή τίποτε, μά όταν είδαν πώς δέν άνοιγε τό στόμα του νά τούς μιλήση, τού
είπαν σκανδαλισμένοι.
Ποιός
σ' έκανε Καλόγερο. Αδελφέ, καί δέ σέ δίδαξε πώς νά φέρνεσαι στούς ξένους; Ούτε
ένα «εΰχεσθε γιά μένα» δέν μάς είπες.
— Ό άμαρτωλός Ιωάννης, άποκρίθηκε έκείνος
ταπεινά, δέν είναι άξιος γιά τέτοια.
2. ΣΙΩΠΗ
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ πού όγαπά τή σιωπή Κι΄ άποφεύγει τίς πολλές κουβέντες, έλεγε ό Άββάς
Μωϋσής, μοιάζει μέ ώριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκό χυμό ό πολυλογάς μέ άγουρίδα.
···
ΥΠΑΡΧΟΥΝ
άνθρωποι, πού μέ τά χείλη σωπαίνουν καί μέ τό νοΰ φλυαρούν, λέγει άλλος Πατήρ.
Άλλοι μιλάνε άπό τό πρωί ώς τό βράδυ Κι΄ όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε άπ'
αύτά πού λένε δέν είναι περιττό Κι΄ άνώφελο.
···
ΣΤΙΣ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμές τής ζωής του ό Άββάς Παμβώ είπε αύτά τά λόγια στούς
Αδελφούς, πού βρέθηκαν γύρω του:
Άφ' ότου έγινα Καλόγηρος. παιδιά μου, ούτε μιά
φορά δέ μετανόησα γιά κουβέντα πού βγήκε άπό τό στόμα μου. Κι΄ όμως, τώρα πάω
στόν Κύριό μου μέ συναίσθησι πώς δέν έχω βάλει άρχή ακόμη.
ΛΕΝΕ
ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ γιά τον μακάριο Παμβώ: Ένώ ήταν πολύ μελετημένος και γνώριζε καλά τήν
Αγία Γραφή, δέν έδινε ποτέ παρευθύς άπάντησι, όταν τύχαινε νά τού ζητήσουν τήν
έξήγησι κάποιου γραφικού ρητού.
'Αφήστε
με νά σκεφθώ πρώτα, έλεγε. Περνούσαν πολλές έβδομάδες προτού δώσει άπόκρισι.
Έτσι οί έρμηνεϊες πού έκανε μέ τόση περίσκεψι ήταν γεμάτες σοφία, πού τού
χάριζε τό "Αγιον Πνεύμα. ΟΙ Αδελφοί τίς δέχονταν μέ πολλή εΰλάβεια σάν νά
είχαν βγή άπό τό στόμα τού Θεού.
··
ΚΑΠΟΙΟΣ
ΑΔΕΛΦΟΣ παρακάλεσε τόν Γέροντα του νά τού έξηγήση ποιός νά είναι τάχα ό αργός
λόγος, γιά τόν όποιο Οά άπολογηΟούμε στόν Κριτή.
Κάθε
συζήτησι. πού άφορά μόνο τά γήινα, έξήγησε ό Γέροντας, καταντά άργός λόγος.
"Οταν κουβεντιάζης γιά τή σωτηρία τής ψυχής, δέν άργολογεϊς. Αλλά Κι΄ άπό
τούτο προτιμότερη είναι ή σιωπή Πόσες φορές, κουβεντιάζοντας γιά ώφέλιμα
πράγματα, δέν ξεγλιστρά ή γλώσσα μας καί στά βλαβερά;
···
ΜΗ
ΒΙΑΖΕΣΑΙ νά δώσης άπόκρισι προτού σκεφτής καλά αυτό πού Οά πής. συμβουλεύει
άλλος Πατήρ.
ΚΑΘΕ
ΚΥΡΙΑΚΗ πού πήγαινε στήν Εκκλησία ό Άββάς Άμμώης, μαζί μέ τό μαθητή του,
περπατούσαν σέ άπόστασι ό ένας άπό τόν άλλο. Εκτός, άν είχε κάτι ό νέος νά
έξομολογηθή.
Δέ θέλω νά κουβεντιάζωμε στόν δρόμο, έλεγε ό
άγαθός Γέροντας, μήπως κοντά στά χρήσιμα πούμε καί πολλά περιττά.
Ο
ΑΜΜΟΥΝ, νέος Κι΄ άρχάριος άκόμη Μοναχός, πήγε νά συμβουλευθή τόν όσιο Ποιμένα:
"Οταν
έρχεται κανένας άπό τούς 'Αδελφούς στό κελλί μου ή έγώ πηγαίνω στό δικό του γιά
δουλειά, άποφεύγομε τις συζητήσεις άπό φόβο μή πέσωμε σ' άργολογία, τού είπε.
Καλά
κάνετε, άποκρίθηκε ό Γέροντας. Ή νεότης έχει ανάγκη άπό πολλή προσοχή.
Τί
έκαναν οι Πατέρες σέ τέτοια περίπτωσι; ζήτησε νά μάΟη ό Άμμοΰν.
’Εκείνοι,
παιδί μου, ούτε στό στόμα ούτε σιήν καρδιά είχαν τίποτε περιττό, γιά νά
συζητήσουν. "Ετσι δέν είχαν φόβο νά πέσουν σ' άργολογία.
Όταν
βρεθώ στήν άνάγκη νά κουβεντιάσω μέ κάποιον, ρώτησε πάλι ό νέος, τί είναι
καλλίτερα νά πώ; Λόγια τής Γραφής ή τών Πατέρων:
"Αν
δέν μπορής νά σωπάσης, πράγμα όρθότερο
γιά τούς νέους προτίμησε τούς λόγους τών
Πατέρων, πού είναι πρακτικώτεροι, άποκρίθηκε ό Όσιος. Τά λόγια τής Γραφής, ούτε
εύκολα ούτε άντιληπτά είναι άπό τούς πολλούς.
ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑ, γράφει ό Άββας Ήσαΐας ό Άναχωρητής, νά ξέρη κανείς νά συζητή
άριστοτεχνικά. Σοφία είναι νά ξέρης πότε πρέπει νά μιλήσης καί τί πρέπει νά
πής. Δείχνε πώς είσαι άμαθής, γιά ν' άποφύγης πολλούς κόπους. Πολλές άνώφελες
σκοτούρες έχει έκεϊνος πού παρουσιάζει τόν έαυτό του πολυμαθή. Μ ή καυχάσαι γιά
πολυμάθεια. γιατί είναι περισσότερα έκεΐνα πού δέν ξέρεις άπό κείνα πού έχεις
μάθει.
···
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ έξωμολογήθηκε στενοχωρημένος στόν Άββά Ματώη:
Πολλές
θλίψεις μοϋ προξενεί συχνά ή γλώσσα μου. Πάτερ. Αδύνατο νά τή συγκρατήσω νά μή
έλέγχη καί κατακρίνη τούς Αδελφούς μου.
"Αν
σού φαίνεται άδύνατο νά δαμάσης τή γλώσσα σου. τότε άπόφευγε τίς συναναστροφές,
τόν συμβούλεψε ό Γέροντας. Περιορίσου στόν έαυτό σου. Ή άκράτεια τής γλώσσης
εϊναι ήΟική αρρώστια μεταδοτική, γι' αύτό καί έπικίνδυνη. Εγώ. καθώς βλέπεις,
ζώ όλομόναχος, όχι άπό άρετή, άλλά άπό άδυναμία. Πρέπει νά νοιώθη πολύ δυνατός
ό Καλόγερος, πού συναναστρέφεται τούς άνθρώπους.
ΑΝ
ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ τήν άρετή τής σιωπής, λέγει κάποιος Άββάς. μή καυχηθής πώς κατώρθωσες
κάτι σπουδαίο. Πείσε καλλίτερα τόν έαυτό σου πώς δέν είσαι άξιος ούτε νά μιλάς.
ΕΝΑΣ
άπό τούς Γέροντας σέ κάποια σκήτη είχε διορατικό χάρισμα. Όταν γινόταν σύναξι
καί συζητούσαν ζητήματα πνευματικά οί Πατέρες, ό Γέροντας έβλεπε γύρω του
Αγγέλους νά τούς χειροκροτούν. Όταν ή συζήτησι γύριζε στά γήϊνα, οί Άγγελοι
άπομακρύνονταν λυπημένοι.
ΕΛΕΓΑΝ
συχνά γιά τόν Άββά "Ωρ οί συνασκηταί του πώς ποτέ ψέμα δέ βγήκε άπό τό
στόμα του ούτε όρκος. Δέν κατέκρινε ποτέ του άνθρωπο ούτε τόν άκουσαν καμμιά
φορά νά όμιλή χωρίς νά ύπάρχη απόλυτη άνάγκη. Στό νέο μαθητή του συνήθιζε νά
λέγη:
Πρόσεξε
καλά. Παύλε, μή φέρης ποτέ ξένη κουβέντα σέ τούτο τό κελλί.
···
ΠΟΣΟ
δυσκολεύομαι νά συγκρατώ τή γλώσσα μου! έλεγε μιά μέρα ένας νέος Μοναχός στόν
Άββά Νισθερώ πολύ στενοχωρημένος.
Όταν
κουβεντιάζης, βρίσκεις ξεκούρασι;
Ποτέ.
Τότε
γιά ποιό λόχο κουβεντιάζεις; Μάθε νά σωπαίνης. Προτιμά καλλίτερα ν' άκούς τούς
άλλους νά μιλούν, όταν πρόκειται γιά κάτι ωφέλιμο, τόν συμβούλεψε ό σοφός
Γέροντας.
ΟΠΟΙΟΣ έχει μάθει νά σωπαίνη, βρίσκει παντού
άνάπαυσι, λέγει Κι΄ ό Άββάς Ποιμήν.
ΛΕΝΕ
πως τρία χρόνια κρατούσε συνεχώς στό στόμα του ένα βότσαλο ό Άββάς Άγάθων γιά
νά συνηθίση τη γλώσσα του στήν τελεία σιωπή.
··
ΕΡΩΤΗΣΑΝ
κάποτε τόν Άββά Παμβώ, άν είναι καλό νά έπαινή κανείς τόν άλλον.
Καλλίτερο
απ' όλα είναι ή σιωπή, άποκρίθηκε έκεΐνος.
·
ΑΝ
ΘΥΜΑΤΑΙ συχνά ό άνθρωπος τό γραφικό ρητό πού λέγει: «έκ τών λόγων σου
δικαιωθήση καί έκ τών λόγων σου κατακριθήση», θά προτιμά χίλιες φορές νά
σωπαίνη, έλεγε καί ό Όσιος Ποιμήν.
·
ΘΕΡΙΖΕ
κάποτε μαζί μέ άλλους 'Αδελφούς ό Άββάς Ιωάννης ό Κολοβός Κι΄ άκουσε ξαφνικά
έναν άπ’ αύτούς νά λέη θυμωμένος στό διπλανό του:
— Ουφ Κι΄ έσύ.
Τότε
παράτησε ατή μέση τή δουλειά ό φιλήσυχος Γέροντας καί γύρισε άμέσως στό κελλί
του μήπως γίνει φιλονικία Κι΄ άναγκαστή νά μιλήση.
3. ΞΕΝΗΤΕΙΑ
ΠΟΛΥ
ΑΝΩΤΕΡΟ άπό νά τό είσαι φιλόξενος, είναι νά ξενιχεύσης ό Ιδιος γιά τήν άγάπη
τού Χριστού, Ελεγε ό Άββάς Ιάκωβος.
Η ΨΥΧΗ
ΜΟΥ ποθεί τήν ξενιτεία, έξωμολογήθηκε μιά μέρα στόν γέροντα του, τόν Άββά
Λούκιο, ό Άββάς Λογγίνος.
— “Αν δέν συνηθίσης πρώτα νά συγκρατής τή
γλώσσα σου. καί στήν άλλη άκρη τού κόσμου νά πάς. ξένος δέ Οά είσαι. Μάθε νά
σωπαίνης καί τότε θά έχης Κι΄ έδώ ξενιτεία, τού άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας.
···
ΑΝ ΒΡΗ
τόπο ήσυχο, πού νά μπορή νά κάνη τά καθήκοντά του καί δέ σπεύδει νά κατοικήση
έκεί γιατί λείπουν τά έφόδια γιά τή συντήρησί του, ό Μοναχός αυτός δέν πιστεύει
πώς υπάρχει Θεός, έλεγε κάποιος Γέροντας.
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ παρακάλεσε τόν Όσιο Σισώη νά τού έξηγήση τί άκριβώς είναι ή ξενιτεία.
—
Αληθινή ξενιτεία, άποκρίθηκε ό σοφός Γέροντας, είναι νά μάθη ό άνθρωπος νά
σωπαίνη πάντοτε καί νά μήν άπαιτήση δικό του πράγμα·
ΕΡΩΤΗΣΑΝ
κάποιο Γέροντα, ποιό είναι τό έργο τής ξενιτείας Κι΄ έκεϊνος. άντί άλλης
άπαντήσεως, διηγήθηκε τό άκόλουθο περιστατικό:
"Ενας
νέος άφησε τήν πατρίδα του καί ξενιτεύτηκε γιά τό Χριστό. Πήγε σέ μιά σκήτη
βαθειά στήν έρημο καί ζήτησε νά γίνη Μοναχός. Τόν δέχτηκαν. Οί άδελφοί τής
σκήτης είχαν έθιμο νά τρώγουν κάθε Κυριακή, ύστερα άπό τή θεία Λειτουργία. όλοι
μαζί σέ κοινό τραπέζι Πήγε καί ό ξένος νά καΟίση μαζί τους τήν πρώτη Κυριακή
πού βρέθηκε στήν έκκλησία.
Ποιός
είναι αύτός; ρωτούσαν μεταξύ τους οί Μοναχοί. Ποιός τόν προσκάλεσε νά φάη;
Επειδή
κανένας δέν τόν ήξερε, τού είπαν νά σηκωΟή νά φύγη. Ό νέος χωρίς άντίρρησι
έφυγε άμέσως. Σέ λίγο όμως μετενόησαν οί Αδελφοί γιά τή συμπεριφορά τους στόν
ξένο Κι΄ έστειλαν νά τόν φέρουν πίσω. ’Εκείνος παρευθύς έγύρισε. Έθαύμασαν τήν
ακακία του οί Μοναχοί Κι΄ όταν τελείωσε τό φαγητό, τόν ρώτησαν:
Τί νά
σκέφτηκες τάχα. Αδελφέ, όταν σέ διώξαμε άπό τό τραπέζι καί πάλι σέ φέραμε πίσω:
Σκέφθηκα.
άποκρίθηκε μέ άπλότητα έκεϊνος. πώς δέν είμαι καλλίτερος άπό τό σκυλί πού
φεύγει, σάν τό διώχνουν, Κι΄ όταν πάλι τό φωνάζουν, έρχεται.
ΔΥΟ
ΜΟΝΑΧΟΙ, διηγείται ένας "Αγιος έρημίτης πού είχε άπό τό θεό διορατικό
χάρισμα, ήλθαν κάποτε νά μείνουν σέ δυό παλιά κελλιά. όχι πολύ μακριά άπό τήν
καλύβα του. Ό ένας ήταν άπό ξένη χώρα, ό άλλος έντόπιος. Ό έντόπιος προώδεψε
γρήγορα στά πνευματικά. Ό ξένος φαινόταν μάλλον άμελής.
"Υστερα
άπό μερικά χρόνια άρρώστησε ξαφνικά ό ξένος καί πέθανε. Είδα τότε πλήθος
’Αγγέλων νά όδηγοΰν τήν ψυχή του στόν Παράδεισο. Προτού όμως μπή μέσα έγινε
έξέτασις, άν θά τόν άφηναν ή όχι. 'Ακόυσα τότε φωνή νά λέγη:
Ήταν πραγματικά λίγο άμελής, άλλά γιατί
ύπόμενε τήν ξενιτεία, άνοίξατέ του.
Μετά
άπό καιρό άρρώστησε βαρειά Κι΄ ό άλλος. Σάν τό έμαθαν οί συγγενείς Κι΄ οί φίλοι
του, έρχονταν κάθε μέρα νά τόν περιποιούνται καί νά τόν άνακουφίζουν. Στό τέλος
πέθανε Κι΄ αύτός. "Αγγελο όμως δέν είδα κοντά του. Γεμάτος άπορία. έλεγα
στόν Κύριο:
Γιατί,
θεέ μου, έδωσες τόση δόξα στόν ξένο, πού ήταν αμελής καί σέ τούτο τόν σπουδαίο
τίποτε;
Τότε
πήρα αυτή τήν πληροφορία άπό θείο "Αγγελο: Ό ένάρετος Μοναχός στό θάνατό
του είχε γύρω του φίλους καί συγγενείς πού τού έδιναν μεγάλη παρηγοριά. Ό
ξένος, άν καί λίγο άμελής, έπειδή τού έλειψε ή άνθρώπινη, βρήκε θεϊκή
παρηγοριά.
··
ΤΡΕΙΣ
ΕΥΣΕΒΕΙΣ νέοι, φίλοι μεταξύ τους, άκολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους γιά
τήν άγάπη τοΟ Χριστού.
Ό ένας
άποφάσισε ν άφιερώση τή ζωή του στό νά συμφιλιώνη μεταξύ τους τούς έχθρούς καί
άντιπάλους. Τόν συγκινούσε βαθειά τό έργον τού εΙρηνοποιοΰ.
Ό
άλλος, δοσμένος όλόψυχα στήν άγάπη τού πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς
στούς δυστυχισμένους.
Ό
τρίτος, φλογερός έραστής τής ήσυχίας, πήγε στήν έρημο νά ζήση ξένος Κι΄
άγνωστος άνάμεσα στούς άσκητάς καί έρημίτας.
Πέρασαν
μερικά χρόνια. Ό πρώτος, άηδιασμένος άπό τις δολοπλοκίες, τίς άντιθέσεις, τίς
διαμάχες τών άνθρώπων, πού δέν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε νά βρή τό σύντροφό
του νά Ιδή μήπως έκεϊνος είχε πιό έπιτυχία στό έργο του. ’Αλλά Κι΄ έκεϊνος ήταν
άπογοητευμένος. Ή δυστυχία Κι΄ ή κακομοιριά τών συνανθρώπων του ήταν τόσο
μεγάλη πού δέν έφθανε νά τήν άνακουφίση, καθώς ήθελε. ΚΙ΄ οΐ δυό μαζί τότε
ξεκίνησαν νά συναντήσουν τόν παλιό τους φίλο, νά ίδοΰν τί κέρδος είχε έκεϊνος
άπό τήν ξενιτεία του. Τόν βρήκαν στό έρημητήριό του Κι΄ άφού τού διηγήθηκμν τά
βάσανά τους, τόν ρώτησαν τί άπόκτησε ζώντας τόσα χρόνια άποτραβηγμένος άπό τόν
κόσμο. 'Εκείνος άντί νά τούς άποκριθή μέ λόγια, έκανε τούτο τό παράξενο: Πήρε
ένα δοχείο, τό γέμισε νερό Κι΄ είπε στούς φίλους του νά κυττάξουν μέσα.
Βλέπετε
τίποτε; τούς ρώτησε.
Νερό
ταραγμένο.
Ύστερα
άπό λίγο, όταν τό νερό είχε ηρεμήσει πιά, τούς είπε νά ξανακυττάξουν μέσα.
Τί
βλέπετε;
Τά
πρόσωπά μας, άποκρίθηκαν έκεΐνοι.
Νά,
λοιπόν, τί άπόκτησα στήν ηρεμία τής έρήμου, είπε τότε ό ήσυχαστής. Βλέπω κάθε
μέρα καί γνωρίζω καλλίτερα τόν έαυτό μου, τις έλλείψεις καί τίς άδυναμίες μου.
'Αγωνίζομαι νά διορθωθώ καί ποτέ δέν ένοιωσα κόπο Κι΄ άπογοήτευσι.
Οι
άλλοι δυό συμφώνησαν πώς ό έρημίτης είχε δίκαιο.
ΟΣΟ Κι΄
άν κοπιάσης νά σπείρης στό δρόμο πού πατιέται, χλωρό φύλλο δέ φυτρώνει' άλλο
τόσο Κι΄ άν μοχθήσης νά καλλιεργήσης καρδιά βαρυμένη μέ βιοτικές μέριμνες,
άδικα κοπιάζεις άδύνατον είναι νά βλαστήση άρετές. Γι’ αύτό οί Πατέρες διάλεξαν τήν ξενιτεία, λέγει
κάποιος Άββάς.
ΟΤΑΝ
έπαψαν οί 'Εβραίοι ν’ άσχολοΰνται μέ τίς δουλειές τών Αιγυπτίων, Κι΄ έμειναν
στίς σκηνές, έμαθαν πώς νά λατρεύουν τόν θεό. λέγει σοφός Πατήρ. Καί τά πλοία,
όχι στό πέλαγος, άλλα στό λιμάνι έμπορεύονται καί κερδίζουν. Τό ίδιο Κι΄ ή
ψυχή, άν δέν πάψη ν’ άσχολήται μέ τά πράγματα τού κόσμου καί δέ μείνει σέ τόπο
ήσυχο, ούτε τόν Θεό βρίσκει, οϋτε άρετές άποκτά.
·
ΑΛΗΘΙΝΗ
ξενιτεία είναι νά γνωρίζη νά συγκρατή ό άνθρωπος τή γλώσσα του όπου Κι΄ άν
βρίσκεται, έλεγε ό Αββάς Τιθόης.
···
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ ύποτακτικός, βλέποντας τόν Γέροντα του νά όπομακρύνεται συχνά στήν πιό
βαθειά έρημο, τόν ρωτούσε μέ άπορία:
Γιατί, Αββά. άποφεύγεις τούς άνθρώπους: Δέ θά
έχης τάχα πιό άξια, δίαν, μένοντας κοντά στόν κόσμο και άντικρύζοντας τό κακό
και τήν Αμαρτία, τ' άποστρέφεσαι;
"Ακούσε,
παιδί μου, τοϋ έξήγησε ό άγαθός Γέροντας: "Ωσπου νά φθάση ό άνθρωπος στά
μέτρα τού Μωϋσή. νά γίνη Θεόπτης, δέν έχει όφελος άπό τή συναναστροφή του μέ
τόν κόσμο. Έγώ ό δυστυχής Απόγονος του Άδάμ παθαίνω συχνά δ.τι έπαθε ό πατέρας
μου. Μόλις άντικρύσω τής παρακοής μου τόν καρπό, άμέσως τόν έπιθυμώ. τόν
δοκιμάζω καί πεθαίνω. Στήν έρημο δέ βρίσκονται εύκολα τά υλικά πού τροφοδοτούν
τά πάθη, γι' αύτό είναι πιό πιθανό νά νεκρωθούν.
Ο ΑΒΒΑΣ
Πίωρ, ό Αιγύπτιος, όταν έφηβος σχεδόν, άφησε τό σπίτι του γιά νά πάη στήν
έρημο, έδωσε ύπόσχεσι στόν Θεό νά μή θελήση ποτέ νά Ιδή κανένα άπό τούς
συγγενείς του καί τήρησε τήν ύπόσχεσί του.
Πέρασαν
πενήντα όλόκληρα χρόνια. ΟΙ γονείς καί τ' άδέλφια του πέθαναν όλα. έκτός άπό
μιά άδελφή. Πολύ ηλικιωμένη πιά, έμαθε πού βρισκόταν ό έρημίτης άδελφός της Κι΄
έπεθύμησε νά τόν ίδή. προτού πεθάνει. ‘Επειδή ήταν άδύνατον νά πάη ή ίδια στήν
έρημο, παρακάλεσε τόν 'Επίσκοπο τού τόπου νά γράψη στόν άδελφό της νά κατέβη
στήν πόλι. Εκείνος τής έκανε τή χάρι. Ό Αββάς Πίωρ πάλι γιά νά μή δείξη άπείθια
στόν ‘Επίσκοπο, πήρε συντροφιά ένα συνασκητή του καί πήγε ώς τό πατρικό του
σπίτι. Στάθηκε στήν αύλόπορτα Κι΄ έστειλε μέσα τό σύντροφό του νά φωνάξη τήν
άδελφή του. Μόλις άκουσε τήν εϊδησι ή ηλικιωμένη κυρία, γεμάτη χαρά καί
συγκίνησι βγήκε νά τόν ύποδεχθή. Σάν άκουσε τά βήματά της ό Άββάς Πίωρ, σφάλισε
τά μάτια του νά μή τήν ίδή καί τής είπε:
Αδελφή,
έγώ είμαι ό άδελφός σου Πίωρ. Στάσου έκεϊ καί κύτταζέ με όσο θέλεις. Όταν
νομίζης πώς Ικανοποιήθηκε πιά ή έπιθυμία σου, πές μου νά γυρίσω πίσω στήν
ησυχία μου.
Μ'
αυτόν τόν τρόπο ούτε τήν ύπόσχεσί του άθέτησε, ούτε τού Επισκόπου του τήν
προσταγή παρέβη.
ΠΗΓΕ
ΚΑΠΟΤΕ κάποιος απεσταλμένος άπό τήν οίκογενεια του στόν Άββά Εύάγριο τόν
Διάκονο.
Ήλθα νά
σέ πληροφορήσω. 'Αδελφέ, τοΰ είπε, πώς πέθανε ό πατέρας σου.
Πάψε.
άνθρωπέ μου. νά βλασφημής, τοϋ άποκρίθηκε αυστηρά ό Άββάς. Ό δικός μου Πατέρας
είναι 'Αθάνατος.
ΕΝΑΣ
ΝΕΟΣ Μοναχός, πού πριν άπό λίγο είχε άφήσει τόν κόσμο, κυριεύτηκε γρήγορα άπό
τήν έπιθυμία νά ίδή τούς γονείς του. Ζήτησε άδεια άπό τόν Γέροντά του νά πάη
γιά μερικές ημέρες στήν πατρίδα του. 'Εκείνος, βλέποντας τήν άδυναμία τοΰ
υποτακτικού του, άναστέναξε βαθειά καί τοΰ είπε:
— ’Εγώ σ' αφήνω νά πάς. παιδί μου, άλλά
βάλε καλά στό νού σου αύτό πού θά σοΰ πώ: Όταν ξεκινούσες άπό τήν πατρίδα σου
γιά δώ. είχες μαζί σου συνοδοιπόρο τόν θεό. Ξεκινώντας άπό δώ γιά τήν πατρίδα
σου, Οά είσαι τελείως μόνος.
Σ' ΑΛΛΟΝ άρχάριο Αδελφό, πού πρόθυμα ξεκινούσε
γιά τήν πόλι, ό Ιδιος Γέροντας έλεγε:
Μήν
είσαι τόσο πρόθυμος νά τρέχης γιά τήν πόλι. τέκνο μου, άλλά νά γυρίζης άπό κεΐ
έδώ.
ΕΝΑΣ
νέος Καλόγερος είχε άφήσει στόν κόσμο πολύ πτωχή τήν μητέρα του. Κάποτε έπεσε
πείνα σ' έκεΐνα τά μέρη Κι΄ ό Καλόγερος, άνήσυχος γιά τή μητέρα του. έβαλε στό
ταγάρι του λίγα ψωμιά καί ξεκίνησε νά τής τά πάη στό χωριό Στό δρόμο άκουσε
φωνή νά τοΰ λέγη:
— Σύ έχεις τή φροντίδα τής γυναίκας ή έγώ:
Ό
εύλαβής νέος κατάλαβε τό σφάλμα του. "Επεσε στά γόνατα καί ζήτησε άπό τόν
Θεό νά τόν συγχωρέση.
— Κύριε, έλεγε μέ δάκρυα. Σύ έχεις πάντοτε
φροντίδα για τά πλάσματά Σου.
“Υστερα
γύρισε στό κελλί του ήσυχος. Μετά άπό τρεϊς ήμέρες πήγε ή μητέρα του νά τόν ίδή
φορτωμένη μ’ ένα βαρύ ταγάρι.
“Ενας
ξένος Καλόγερος πέρασε προχτές άπό τό σπίτι, τού είπε, καί μού άφησε τούτο τό
σταράκι. Σού τό έφερα νά φτιάξης λίγα ψωμιά καί γιά τούς δυό μας.
'Ο
Αδελφός εύχαρίστησε μέ δάκρυα ευγνωμοσύνης τόν Θεό. Άπό τότε έμπιστεύτηκε τή
μητέρα του στην άκοίμητη φροντίδα Του.
ΑΛΛΟΣ
Καλόγερος είχε άδελφό στόν κόσμο φτωχό οικογενειάρχη. Τόν λυπόταν πού
βασανιζότανε καί τόν βοηθούσε άπό τά λίγα πού κέρδιζε άπό τό έργόχειρό του. Μά
όσο πιό πολύ τού έδινε, τόσο έκεΐνος καί τά παιδιά του ΰπόφεραν άπό πείνα καί
στέρησι
Στενοχωρημένος
ό Καλόγερος, γύρεψε τή συμβουλή κάποιου πνευματικού Γέροντα.
"Αν
θέλης νά μ' άκούσης, τού είπε έκεΐνος, πάψε νά τόν έλεής. Όταν ξαναέλθη νά σού
ζητήση, πές του: Έγώ. άδελφέ μου, όταν είχα σού έδινα, τώρα όμως βρέθηκα σέ
ανάγκη. Βοήθησέ με καί σύ άπό τή δουλειά σου. Άν σού φέρη τίποτε, δόσε το
έλεημοσύνη σέ φτωχό ή άρρωστο καί ζήτησέ του νά προσεύχεται γιά τόν άδελφό σου.
Ό
Καλόγερος έκανε, όπως άκριβώς τόν συμβούλεψε ό Γέροντας. Ό κοσμικός τότε έφυγε
στενοχωρημένος μέν, άλλ' αποφασισμένος νά βρή δουλειά γιά νά θρέψη τόν έαυτό
του καί τά παιδιά του, αφού δέν περίμενε πιά άπό κανένα βοήθεια.
Τήν πρώτη
μέρα πού κέρδισε λίγα χρήματα, άγόρασε ένα λάχανο καί τό πήγε στόν άδελφό του
τόν Καλόγερο. Εκείνος πάλι τό έδωσε σ" ένα φτωχό έρημίτη καί τόν
παρακάλεσε νά κάνη προσευχή γιά τόν άδελφό του.
“Υστερα
άπό λίγες μέρες ό κοσμικός έφερε περισσότερα λαχανικά στόν Καλόγερο. Εκείνος
πάλι τά μοίρασε έλεημοσύνη.
Μιά
μέρα άνέβηκε ό κοσμικός στη σκήτη φέρνοντας μαζί του ένα ζώο φορτωμένο μέ
διάφορα τρόφιμα, ψάρια, όπωρικά καί κρασί άκόμα. Ό Καλόγερος ιόν πήρε μαζί του
καί τά μοίρασαν όλα στους φτωχούς Ερημίτες. Αυτοί πάλι ευχήθηκαν με όλη τους
τήν καρδιά τήν εύλογία τού Θεού στό σπίτι τού δωρητή.
Σάν
έτοιμάστηκε ό άδελφός του νά γυρίση σπίτι του. ό Καλόγερος δοκιμαστικά τόν
ρώτησε:
Μήπως
θέλεις νά σοϋ δώσω λίγα ψωμιά:
Όχι,
όχι. πρός θεού, άποκρίθηκε έκεϊνος. "Οσο καιρό έπαιρνα βοήθεια άπό σένα,
φωτιά έμπαινε στό σπίτι μου καί τά κατέστρεφε όλα. Άφ’ ότου έπαψα νά σού ζητώ
Κι΄ άρχισα έγώ ό ίδιος νά δίνω, μπήκε στό σπιτικό μου ή εύλογία τού Θεού.
Ό
Καλόγερος πήγε στόν ‘Αγιο Γέροντα, πού τόν είχε συμβουλέψει καί τού τά είπε
όλα.
Τό έργο
τού'Μοναχού, παιδί μου, τού άποκρίθηκε έκεΐνος. είναι πράγματι φωτιά καί τά
καίει όλα. Ή προσευχή του όμως φέρνει
τήν εύλογία τού θεού σ” όποιο σπίτι μπή.
Ο
ΜΑΡΚΟΣ, ό πιό νέος άπό τούς υποτακτικούς τού Άββά Σιλουανού. ήταν άπό πλούσια
οικογένεια, άρχοντική. Δέν πέρασε πολύς καιρός άφ' ότου έφυγε κρυφά άπό τό
σπίτι του γιά νά γίνη Καλόγερος Κι΄ ή μητέρα του πού τόν είχε μοναχογυιό πήγε
στή σκήτη νά τόν συναντήση. μήπως τόν πείσει νά γυρίση πίσω. Είχε φέρει μαζί
της μεγάλη συνοδεία άπό ύπηρετικό προσωπικό, όπως έβγαιναν τά χρόνια έκεϊνα έξω οί άρχόντισσες.
Ό Άββάς
Σιλουανός βγήκε νά τήν προϋπαντήση. Εκείνη, κλαίγοντας άπαρηγόρητα. τού ζήτησε
τό γυιό της. Ό Γέροντας. γιά νά τήν παρηγορήση, πήγε εύθύς στό μαγειρείο πού ό
Μάρκος έτοίμαζε τό φαγητό τών 'Αδελφών καί τόν πρόσταξε νά βγή έξω νά τόν ίδή ή
μητέρα του. Ό νέος, γιά νά μή παρακοϋση, βγήκε άμέσως, όπως ήταν έκείνη τή
στιγμή κατάμαυρος άπό τόν καπνό, φορώντας τό παλιό σχισμένο ρούχο πού είχε γιά
τήν υπηρεσία του. “Εκλεισε τά μάτια του, γιά νά μή δή κανένα, πήγε κοντά στή
συνοδεία τής μητέρας του, ευχήθηκε σχεδόν ψιθυριστά ό Θεός νά σάς έλεήση. καί
βιαστικός γύρισε στή δουλειά του.
Από
κανενός τό νού δέν πέρασε πώς ό απεριποίητος έκεϊνος Καλόγερος μπορούσε νά ήταν
τό πρώην άρχοντόπουλο. Ή μητέρα του πού ούτε αυτή τόν γνώρισε, ανυπόμονη, μέ τή
λαχτάρα τού παιδιού της, μήνυσε πάλι στόν Άββά Σιλουανό νά τής τό στείλη.
Ό
Γέροντας φώναξε παράμερα τόν Μάρκο καί τού είπε αύστηρά:
Δέν σού
είπα, παρήκοε. νά βγής έξω. νά σέ ίδή ή μητέρα σου;
Έκανα
όπως μού είπες. Άββά. άποκρίθηκε ταπεινά ό νέος. Πήγα καί τούς ευχήθηκα νά τούς
έλεήση ό θεός. Αλλά μή μού πής νά ξαναβγώ. γιά νά μή σέ παρακούσω.
Ό
Γέροντας θαύμασε τήν αποφασιστικότητα τού νέου. Ύστερα πήγε ό ίδιος καί είπε
στήν άρχόντισσα πώς ό γυιός της ήταν ό καλόγερος πού τούς εύχήθηκε πρίν άπό
λίγο νά τούς έλεήση ό Θεός. Τήν παρηγόρησε μέ τά σοφά του λόγια καί τήν έπεισε
νά φύγη, χωρίς νά τόν ένοχλήση πιά.
ΔΕΝ
ΠΕΡΑΣΑΝ πολλά χρόνια άφ' ότου ό Θεόδωρος έγινε μοναχός στό κοινόβιο τών
Τεβαννησιωτών καί ζήτησε νά τόν άκολουθήση Κι΄ ό Παφνούτιος. ό νεώτερος άδελφός
του. Ό Όσιος Παχώμιος τόν δέχθηκε ευχαρίστως. Ό Θεόδωρος πού είχε πάρει αύστηρά
τήν καλογερική, φερνόταν στόν άδελφό του σάν νά ήταν τελείως ξένος. Αυτό
στενοχωρούσε τόν Παφνούτιο πού δέν παραπονιόταν μέν, αλλά φαινόταν συχνά
κλαμένος. Ό "Οσιος Παχώμιος όμως . πού κατάλαβε τήν αίτια τής στενοχώριας
τοΟ νέου, είπε στό Θεόδωρο:
Μάθε άπό τώρα, παιδί μου, νά είσαι
συγκαταβατικός στους άρχαρίους. Τά νεοφυτεμένα δένδρα τά φροντίζομε πιό πολύ,
ώσπου νά ριζώσουν καλά. Τό Ιδιο πρέπει νά κάνωμε μέ τούς νεοφερμένους Αδελφούς
πού πρωταρχίζουν τόν πνευματικό άγώνα, ώσπου νά στηριχτούν στην πίστι καί
ριζώσουν στό Κοινόβιο.
Από
τότε ό Θεόδωρος, πού δέ παρήκουσε ποτέ τόν πνευματικό του Πατέρα, άλλαξε τή
συμπεριφορά του στό μικρότερο αδελφό του.
··
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ
γιά τήν έρημο ό ‘Αββάς Καρίων, πήρε μαζί του τό μικρό γυιό του Ζαχαρία. Γρήγορα
όμως δημιουρ^ήθηκαν σκάνδαλα στή σκήτη
πού κατέφυγαν, έξ αίτιας τού παιδιού, Κι΄ οι Μοναχοί άρχισαν νά παραπονιώνται.
Τότε ο Άββάς Καρίων, πού είχε φόβο Θεού, πήρε τόν Ζαχαρία καί πήγε στή Θηβαΐδα.
Μά Κι΄ έκεί έγιναν τά ϊδια. "Ετσι άναγκάστηκε νά γυρίση στή σκήτη του. Δέν
άργησαν όμως νά ξεσπάσουν πάλι παράπονα
καί γογγυσμοί.
Μιά
μέρα ό Ζαχαρίας, πού ήταν πολύ έξυπνος καί τά καταλάβαινε όλα, πήγε κρυφά άπό
τόν πατέρα του στή λίμνη τού Νίτρου, έβγαλε τά ρούχα του Κι΄ έπεσε μέσα. Όταν
βγήκε^ έξω, τόσο πολύ είχε άλλάξει τό δέρμα του άπό τήν έπίδρασι τού νίτρου1
πού νόμιζε κανείς πώς έπαθε έλεφαντίασι. Ό Ιδιος ό πατέρας του δέν μπόρεσε νά τόν
γνωρίση παρά μόνο άπό τή φωνή.
Όταν
τήν Κυριακή πήγε δ μικρός νά κοινωνήση, ό Άββάς Ισίδωρος, ό Πρεσβύτερος τής
σκήτης, θαυμάζοντας τήν τόλμη του, είπε δυνατά γιά ν’ άκουστή άπό όλους τούς
άδελφούς: Ζαχαρία, παιδί μου, τήν περασμένη Κυριακή κοινώνησες σάν άνθρωπος,
σήμερα πλησιάζεις σάν "Αγγελος τά Τίμια Δώρα
ΚΑΠΟΤΕ
πού ο Άββάς Ποιμήν βρισκόταν στή σύναξι τών Γερόντων, πήγε στή σκήτη ένας
συγγενής του νά τοΰ ζητήση νά κάνη καλά τό παιδί του πού κυριεύτηκε ξαφνικά άπό
πονηρό πνεύμα καί τό κεφάλι του έστρεφε πίσω. Ό δυστυχισμένος πατέρας
παρακάλεσε ένα άπό τούς Γέροντας νά μεσιτέψη στόν Όσιο νά τόν δεχτή.
Δέν
θέλει νά έχη έπαφή μέ τούς συγγενείς του Κι΄ άν μέ ίδή έδώ. χωρίς άλλο Οά μέ
διώξη.
Ό
Γέροντας, πού τόν λυπήθηκε, έκανε αυτό τό τέχνασμα. "Εφερε τό άρρωστο
παιδί στή σύναξι καί είπε στούς Πατέρας:
Κάνετε
άγάπη. 'Αδελφοί, καί σφραγίστε μέ τό σημείο τού Σταυρού τό βασανισμένο αυτό
πλάσμα.
'Αρχίζοντας
άπό τό νεώτερο. τό γύρισε σέ όλους. Όταν έφτασε μπροστά στόν Όσιο Ποιμένα,
έκείνος άρνήθηκε. Τότε τόν μάλωσαν οί Γέροντες καί τόν πρόσταζαν .νά κάνη δ.τι
έκαναν όλοι. Ό Όσιος, γιά νά μή φανή παρήκοος, προσευχήθηκε καί μόλις έκανε τό
σημείο τοΰ σταυρού στό άρρωστο παιδί, έφυγε τό πονηρό πνεύμα Κι΄ έγινε έντελώς
καλά.
ΑΛΛΗ
ΦΟΡΑ άνέβηκε στή σκήτη ή μητέρα τοΰ Όσιου νά ίδή τά πέντε της παιδιά πού
άσκήτευαν έκεϊ. Δέν τή δεχτήκανε όμως
Κι΄ ή γριούλα κάθισε έξω άπό τήν καλύβα τους Κι΄ έκλαιγε άπαρηγόρητη.
Γιατί
κλαϊς; τήν ρώτησε άπό μέσα ό Άββάς Ποιμήν. χωρίς νά παρουσιαστή μπροστά της.
Αφήστε
με νά σάς ίδώ γιά λίγο, παιδιά μου. γιά νά σβύση ή φλόγα τής καρδιάς μου. έλεγε
έκείνη χύνοντας πιό πολλά δάκρυα.
— Έδώ προτιμάς νά μάς ίδής ή στόν ουρανό;
ρώτησε πάλι ό Άββάς Πομήν.
“Αν δέ
σάς ίδώ έδώ. είναι βέβαιο πώς Οά σάς ίδώ έκεϊ;
— Αν φανής γενναία καί ύπομείνης άγόγγνστα
τό χωρισμό μας. όποκρίΟηκε ό “Οσιος, Οά μάς συναντήσης. δίχως άλλο, στην άλλη
ζωή.
— 'Αφού είναι έτσι, παιδί μου. προτιμώ νά
σάς άπολαύστο έκεϊ γιά πάντα, είπε παρηγορημένη ή γριούλα καί γύρισε ήσυχη στό
σπιτικό της.
Ο ΑΒΒΑΣ
Εύλόγιος έδινε μόνο τρεις ήμερες άδεια στους μαΟητάς του νά μείνουν στήν πόλι,
όταν ύπήρχε ανάγκη νά κατέβουν.
“Υστερα
άπό τήν τρίτη ημέρα, τούς προειδοποιούσε, δέ φέρνω καμμιά ευθύνη απέναντι τού
θεού, γιά δ.τι σάς συμβή έκεϊ.
Τούς
έλεγε καί τό παρακάτω περιστατικό άπό τή ζωή του:
Άφ'
ότου έγινα Μοναχός, έκανα τριάντα όκτώ όλόκληρα χρόνια σέ τούτο τό κελλί. Δέν
έβγαινα παρά κάθε Κυριακή γιά νά πάω στήν ’Εκκλησία νά κοινωνήσω καί νά γυρίσω
πίσω βιαστικός. Ποτέ δέ χρονοτρίβησα στό δρόμο ούτε κουβέντα έπιασα μέ άλλον
'Αδελφό.
Σάν
γέρασα πιά, μ' ανάγκασαν οί Πατέρες νά πάω στήν Αλεξάνδρεια μέ τόν Άββά Δανιήλ,
στόν Πατριάρχη, γιά υπόΟεσι τής σκήτης μας. Στήν πόλι συνάντησα, πρός μεγάλη
μου έκπληξι, πολλούς Μοναχούς νά διαβαίνουν αμέριμνα στούς δρόμους. Ό Θεός
όμως, γιά νά μέ προφυλάξη, άνοιξε τά μάτια τής ψυχής μου καί είδα σέ τί
κατάστασι βρίσκονταν. Πολλοί περνούσαν μέ συντροφιά γυναικών πού τούς ψιθύριζαν
στ' αυτί άσεμνα λόγια. “Αλλοι συνωδεύονταν άπό μικρά παιδιά Κι΄ άφηναν νά τούς
ρυπαίνουν μέ κάθε είδους ακαθαρσία. Σ’ άλλων τό κεφάλι κατέβαιναν κοράκια καί
τό χτυπούσαν μέ τό ράμφος τους. Κατάλαβα τότε πώς έκεΐνοι oi δυστυχισμένοι
είχαν βυθιστή στ' ακάθαρτα πάθη πού τούς παρέσυραν τά πονηρά πνεύματα.
Νά τό
κέρδος τού Μοναχού, πού μένει άφρόντιστα στόν κόσμο, είπα στόν έαυτό μου.
Τρομοκρατημένος, βιάστηκα νά γυρίσω στό κελλί μου. ’Από τότε, πάνε άρκετά
χρόνια τώρα, δέ βγήκα έξω άπ’ αυτό.
·
ΟΠΟΙΟΣ
έχει σφάλλει στή ζωή του. άς χωρίση τόν έαυτό του άπό τούς άνθρώπους, μέχρις
ότου συμφιλιωθή μέ τόν Θεό, έλεγε κάποιος Γέροντας. Ή συχνή έπικοινωνία μέ τούς
άνΟρώπους έμποδίζει συνήθως τήν έπαφή μέ τόν Θεόν.
ΒΓΑΖΟΜΕ
τό νεκρό άπό τό σπίτι του καί τόν θάβομε στά κοιμητήρια έξω άπό τήν πόλι.
"Αν τόν άφήσωμε όμως έτσι έκτεθειμένο, περσσότερο άπ' δ,τι πρέπει, δέν θά
μπορούμε νά τόν πλησιάσωμε άπό τή δυσωδία. ΚΙ΄ ό Μοναχός, πού νεκρώθηκε γιά τήν
άγάπη τού Χριστού, θάβεται μέ τή Οέλησί του στίς έρήμους. "Αν παραμείνη
στόν κόσμο, παθαίνει ήθική σήψι καί βλάπτει τούς άλλους μέ τή δυσωδία του.
έλεγε ένας αυστηρός ’Ερημίτης.
ΑΛΛΟΣ
Πατήρ συμβουλεύει:
Άπόφευγε
τούς έργάτας τής άνομίας, έστω κι" άν είναι συγγενείς ή φίλοι σου. είτε
έχουν ιερατικό ή βσιλικό άξίωμα. Άποφεύγοντας αύτούς, κερδίζεις τού Θεού τήν
εΰνοια Κι΄ άποκτάς παρρησία άπέναντί του.
ΚΑΙ Ο
σοφώτατος Άββάς Άγάθων:
Όταν άντιληφθώ πώς ένα πρόσωπο, καί τό πιό
άγαπητό μου άκόμη, γίνεται άφορμή ν' άποκτήσω κάποιο έλάττωμα. κόβω άμέσως κάθε
δεσμό μαζί του.
ΑΝ
ΘΕΛΗΣ νά προκόψης στό καλό, λέγει άλλος Πατήρ, μή συγκατοικής μέ φθονερό
άνθρωπο.
ΕΝΑΣ
άρχάριος Μοναχός συμβουλεύθηκε κάποιον διακριτικό Γέροντα:
“Αν ή
συμπεριφορά τοϋ Αδελφού μου μέ σκανδαλίζει, Άββά. πρέπει έγώ νά τού ζητήσω
συγγνώμη;
Ζήτησέ
του συγγνώμη, άποκρίθηκε ό Γέροντας, άλλά πάψε νά τόν συναναστρέφεσαι. Δέν
άκοΰς τόν Μέγα Αρσένιο τί συμβουλεύει; Μέ όλους έχε άγάπη. άλλ' άπό όλους
άπεχε.
ΑΝ ΔΕΝ
εΐπή ό άνθρωπος μέ τήν καρδιά του, ό θεός Κι΄ έγώ υπάρχομε στόν κόσμο, δέν
βρίσκει άνάπαυσι. έλεγε ό Άββάς Άλώνιος.
Ο
ΕΠΑΡΧΟΣ τής Αλεξάνδρειάς έβαλε ένα συμπατριώτη τού Άββά Ποιμένος στή φυλακή γιά
σοβαρή παράβασι. Οί συγγενείς τού φυλακισμένου πήγαν στόν "Οσιο καί τόν
παρακαλούσαν νά μεσιτεύση γιά τήν άποφυλάκισί του. έπειδή ό ‘Επαρχος ήταν φίλος
του.
Δόστε
μου τρεις μέρες προθεσμία νά σκεφθώ. άποκρίθηκε ό Όσιος, Κι΄ ύστερα βλέπομε.
Στό
διάστημα αύτό έκανε θερμή προσευχή καί έλεγε:
Θεέ
μου, άς μή γίνη αυτή ή χάρι. γιατί δέ θά μέ άφήνουν πιά ήσυχο οΐ άνθρωποι μέ
τις υποθέσεις τους.
"Υστερα
κατέβηκε στόν Έπαρχο καί παρακάλεσε γιά τόν συμπατριώτη του.
Δέ
γίνεται, τού είπε έκεϊνος, γιατί είναι βαρημένος μέ ληστείες.
Ό Όσιος
χάρηκε, πού δέν είχε πέρασι ή μεσιτεία του κι ευχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τόν
Θεό.
ΚΑΠΟΤΕ
παρήγγειλε ό "Επαρχος στόν Άββά Ποιμένα νά πάη στήν πόλι νά τόν ίδή.
’Εκείνος άνέβαλλε διαρκώς τήν έπίσκεψι, ώσπου ό άρχοντας, γιά νά τόν
έξαναγκάση, έκλεισε μέ κάποια πρόφασι στη φυλακή τόν γυιό τής άδελφής του.
Ύστερα, είπε πώς θά τόν άφηνε έλεύθερο, άν έδινε γι' αύτόν έγγύησι ό
"Οσιος. ‘Ετσι άνέβηκε στή σκήτη ή μητέρα τοΟ νέου καί παρακαλούσε μέ
δάκρυα τόν Γέροντα νά πάη ώς τήν πόλι νά βγάλη τό γυιό της άπό τή φυλακή.
Ό
Ποιμήν δέ γέννησε παιδιά, γιά νά έχη τή φροντίδα τους, τής έλεγε έκεϊνος.
Καί
στόν άρχοντα, πού έξακολουθούσε νά έπιμένη γιά τήν έγγύησι, παρήγγειλε:
Καθήκον
σου είναι νά έξετάσης τήν ένοχή του, σύμφωνα μέ τούς νόμους τής πολιτείας. “Αν
είναι άξιος θανάτου ή φυλακής, άς καταδικασθή ‘Αν όμως δέν είναι, κάνε ό.τι σοΰ
λέει ή συνείδησίς σου.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου