Περί της επιγνώσεως του θελήματος του Θεού
Έλεγεν ο Γέρων: «Είναι καλόν πάντοτε να ζητής παρά του Θεού “σύνεσιν εν πάσι”, τί και πώς πρέπει να πράξης ή να είπης» Άλλαις λέξεσιν, εις εκάστην περίπτωσιν δέον όπως ζητής την επίγνωσιν του θελήματος του Θεού και τας οδούς προς εκπλήρωσιν αυτού.Η εκζήτησις του θελήματος του Θεού είναι το σπουδαιότερον έργον της ζωής ημών, διότι «οδεύοντες την οδόν» του θελήματος του Θεού γινόμεθα μέτοχοι της αιωνίου θείας ζωής Η γνώσις του θελήματος του Θεού είναι δυνατή δια διαφόρων οδών Μία εξ αυτών είναι ο λόγος του Θεού, αι εντολαί του Χριστού Αλλ’ εν ταις ευαγγελικαίς εντολαίς, παρά την τελειότητα αυτών ή μάλλον λόγω της τελειότητος αυτών, το θέλημα του Θεού αποκαλύπτεται εις την τελικήν γενικήν αυτού έννοιαν, και ο άνθρωπος εις την ζωήν αυτού, αντιμέτωπος προς ατελείωτον ποικιλίαν περιστάσεων, συχνάκις δεν γνωρίζει πώς πρέπει να ενεργήση, ίνα ευρεθή η πράξις αυτού εντός του ρεύματος του Θείου θελήματος Ίνα έχη πράξις τις, ενέργειά τις, καλόν τέλος, δεν αρκεί να γνωρίζης μόνον την γενικήν έκφρασιν του θελήματος του Θεού εις τας εντολάς, ήτοι:«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον ως σεαυτόν», είναι απαραίτητος εισέτι ο εκ Θεού φωτισμός περί του τρόπου της εν τη ζωή πραγματοποιήσεως των εντολών Πλέον τούτου απαραίτητος είναι και η «εξ ύψους δύναμις» (Μάρκ κδ’ )
Ο αποκτήσας εν τη καρδία αυτού την αγάπην του Θεού, και φερόμενος υπ’ αυτής, ενεργεί ωθούμενος υπό κινήτρων τα οποία προσεγγίζουν το θέλημα του Θεού· προσεγγίζουν μεν, αλλά δεν είναι τέλεια Το άφθαστον της πλήρους τελειότητος καθιστά υποχρεωτικήν δι’ όλους ανεξαιρέτως την ακατάπαυστον εν προσευχή στροφήν προς τον Θεόν προς συνετισμόν και βοήθειαν
Ουχί μόνον η τελειότης της αγάπης είναι ανέφικτος, αλλά και το πλήρωμα της γνώσεως Πράξις προερχομένη θα έλεγε τις εκ της καλυτέρας προαιρέσεως συχνάκις έχει αποτελέσματα ανεπιθύμητα Τούτο συμβαίνει διότι τα μέσα ή ο τρόπος της πραγματοποιήσεως είναι ανάρμοστα προς την δοθείσαν περίπτωσιν Πολλάκις ακούομεν να δικαιολογήται τις ότι είχε καλήν πρόθεσιν· τούτο όμως είναι ανεπαρκές Και εκ τοιούτων σφαλμάτων γέμει η ανθρωπίνη ζωή Ιδού δια τί ο αγαπών τον Θεόν πάντοτε εκζητεί την άνωθεν υπόδειξιν τείνων διαρκώς το ούς της καρδίας αυτού εις την φωνήν του Θεού
Εν τη πράξει τούτο γίνεται ως εξής: Πας χριστιανός, και ιδίως ο επίσκοπος ή ο ιερεύς, ενώπιον της ανάγκης όπως εύρη εις αυτήν ή εκείνην την περίπτωσιν λύσιν σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού, αποσπάται εσωτερικώς εξ όλων των γνώσεων αυτού, των προειλημμένων σκέψεων, των επιθυμιών και σχεδίων Τότε, ελεύθερος παντός «ιδικού του», προσεύχεται μετά προσοχής εν τη καρδία αυτού προς τον Θεόν, και το πρώτον, όπερ γεννάται εν τη ψυχή εξ αυτής της προσευχής, δέχεται ως άνωθεν υπόδειξιν
Παρομοίαν αναζήτησιν της επιγνώσεως του θελήματος του Θεού, δια της αμέσου εν προσευχή στροφής προς Αυτόν, ιδίως εν καιρώ ανάγκης ή θλίψεως, οδηγεί τον άνθρωπον εις την κατάστασιν περί της οποίας ομιλεί ο Γέρων:
«Ακούει εντός της ψυχής αυτού απάντησιν εκ του Θεού και διδάσκεται να κατανοή την χειραγωγίαν Αυτού … Ούτως οι πάντες πρέπει να μανθάνωμεν να αναγνωρίζωμεν το θέλημα του Θεού, διότι, αν δεν μανθάνωμεν, ποτέ δεν θα γνωρίσωμεν αυτήν την οδόν»
Η εργασία αύτη εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή, προϋποθέτει την έξιν της αδιαλείπτου προσευχής μετά προσοχής κεκρατημένης εν τη καρδία Ίνα ακούση όμως πλέον αξιοπίστως την φωνήν του Κυρίου εντός αυτού ο άνθρωπος οφείλει να απεκδυθή του ιδίου θελήματος και να είναι έτοιμος προς πάσαν θυσίαν ως ο Αβραάμ, και δη κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, ως ο Ίδιος ο Χριστός, Όστις εγένετο υπήκοος τω Πατρί μέχρι θανάτου (Φιλ β’ )
Ο εισελθών εις την οδόν ταύτην θα προοδεύση, εάν εκ πείρας εγνώρισε πώς ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τω ανθρώπω, και εάν εις την καρδίαν αυτού ερρίζωσε βαθέως η αυταπάρνησις, ήτοι η αποφασιστική εκκοπή του ιδίου θελήματος, χάριν της επιτεύξεως και εκπληρώσεως του αγίου θελήματος του Θεού Εις τούτον αποκαλύπτεται το αληθές νόημα της ερωτήσεως του Γέροντος Σιλουανού προς τον Πατέρα Στρατόνικον, «πώς ομιλούν οι τέλειοι;» Εις τούτον γίνονται οικείοι οι λόγοι των Αγίων Πατέρων: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ ιε’ ) Ούτος θα εννοήση σαφέστερον τα εν ταις Αγίαις Γραφαίς της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης χωρία, ένθα γίνεται λόγος περί παρομοίου αμέσου διαλόγου της ψυχής μετά του Θεού· θα πλησιάση την αληθή κατανόησιν του τρόπου δια του οποίου ομιλούν οι Απόστολοι και οι Προφήται
Ο άνθρωπος εκτίσθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού και εκλήθη εις το πλήρωμα της αμέσου κοινωνίας μετ’ Αυτού Ένεκα τούτου πάντες οι άνθρωποι ανεξαιρέτως θα ώφειλον να ακολουθήσουν την πορείαν ταύτην, αλλ’ εκ της πείρας αποδεικνύεται ότι η πράξις αύτη ουδόλως είναι προσιτή εις πάντας Τούτο δε, διότι οι πλείστοι ούτε ακούουν ούτε κατανοούν εν τη καρδία αυτών την πραείαν φωνήν του Θεού, αλλ’ ακολουθούν μάλλον την θορυβώδην φωνήν του πάθους του ενοικούντος εν τη ψυχή αυτών
Εν τη Εκκλησία, ως διέξοδος εκ της τοιαύτης αξιοθρηνήτου καταστάσεως, παρουσιάζεται άλλη τις οδός: η επερώτησις του πνευματικού πατρός και η εις αυτόν υπακοή Ο ίδιος ο Γέρων ηγάπα την οδόν ταύτην, αυτήν επορεύετο, αυτήν υπεδείκνυε, και έγραφε περί αυτής Την ταπεινήν οδόν της υπακοής εθεώρει γενικώς ως την πλέον ασφαλή Επίστευε σταθερώς ότι ένεκα της πίστεως του επερωτώντος η απάντησις του πνευματικού θα είναι πάντοτε ωφέλιμος και θεάρεστος Η πίστις αυτού εις την δύναμιν του μυστηρίου της Εκκλησίας και εις την χάριν της ιερωσύνης ιδιαιτέρως εστερεώθη, ότε εν τω Παλαιώ Ρωσικώ, κατά την διάρκειαν ενός εσπερινού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είδε τον πνευματικόν Γέροντα Αβράαμιον ηλλοιωμένον, «κατ’ εικόνα του Χριστού»,«ανεκφράστως εξαστράπτοντα»
Πλήρης ών κεχαριτωμένης πίστεως έζη εν τη πραγματικότητι των μυστηρίων της Εκκλησίας, αλλά, ενθυμούμεθα, εύρισκεν ότι και «κατ’ άνθρωπον», ήγουν και επί του ψυχολογικού επιπέδου, είναι εύκολον να ίδη τις την υπεροχήν της υπακοής εις τον πνευματικόν Έλεγεν ότι ο πνευματικός εκτελών την διακονίαν αυτού δίδει απάντησιν εις το ερώτημα, ελεύθερος ών κατ’ εκείνην την στιγμήν εκ της ενεργείας του πάθους υπό την επίδρασιν του οποίου ευρίσκεται ο ερωτών Δυνάμει τούτου ο πνευματικός βλέπει εναργέστερον τα πράγματα και είναι μάλλον δεκτικός της επενεργείας της χάριτος του Θεού Η απάντησις του πνευματικού κατά το πλείστον θα φέρη σφραγίδα ατελείας Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο πνευματικός στερείται της χάριτος της γνώσεως του τελείου, αλλ’ ότι το τέλειον υπερβαίνει τας δυνάμεις του ερωτώντος Παρά το ατελές της υποδείξεως του πνευματικού, εάν αύτη γίνη δεκτή μετά πίστεως και όντως εκπληρωθή, οδηγεί πάντοτε εις την επ’ αγαθώ αύξησιν Διαστρέφεται δε η οδός αύτη συνήθως, όταν ο ερωτών, βλέπων ενώπιον αυτού «άνθρωπον», κλονίζηται εις την πίστιν και δεν αποδέχηται τον πρώτον λόγον του πνευματικού, αλλ’ αντιλέγει, αντιπαραθέτων τας εαυτού ιδέας και αμφιβολίας
Περί του σπουδαίου τούτου θέματος συνωμίλησεν ο Γέρων Σιλουανός μετά του Ηγουμένου Αρχιμανδρίτου Μισαήλ (+ Ιανουαρίου ), ανθρώπου πνευματικού, εν ώ ηυδόκει ο Θεός, και τον οποίον φανερώς επροστάτευεν
Ηρώτησεν ο Πατήρ Σιλουανός τον Ηγούμενον:
‐ Πώς ο μοναχός δύναται να γνωρίση το θέλημα του Θεού;
‐ Οφείλει να δέχηται τον πρώτον λόγον μου ως το θέλημα του Θεού, είπεν ο Ηγούμενος Όστις ούτω πράττει, εις αυτόν επαναπαύεται η χάρις του Θεού Εάν τις όμως αντιτίθηται εις εμέ, τότε εγώ, ως άνθρωπος, υποχωρώ
Ο λόγος του Ηγουμένου Μισαήλ έχει την εξής έννοιαν:
Ο πνευματικός πατήρ, όταν ερωτούν αυτόν, ζητεί δια της προσευχής σύνεσιν παρά του Θεού, αλλ’ ως άνθρωπος απαντά κατά το μέτρον της πίστεως αυτού συμφώνως προς τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «Και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν» (Β’ Κορ δ’ ), «εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α’ Κορ ιγ’ ) Ο πνευματικός εν τη προσπαθεία αυτού να μη σφάλη ο ίδιος δίδων συμβουλήν ή υπόδειξιν, υπόκειται εις την κρίσιν του Θεού Ιδέ τα θαυμάσια εκείνα κεφάλαια αυτού «Περί των ποιμένων», «Περί των πνευματικών»
και δια τούτο μόλις συναντήση αντίρρησιν ή και εσωτερικήν αντίστασιν του ερωτώντος ως επί το πλείστον δεν επιμένει εις τον λόγον αυτού, δεν τολμά να επιβεβαιώση αυτόν ως έκφρασιν του θελήματος του Θεού, και «ως άνθρωπος υποχωρεί»
Η στάσις αύτη ήτο καταφανής εις την ζωήν του Ηγουμένου Μισαήλ Εκάλεσέ ποτε τον αρχάριον μοναχόν Πατέρα Σ και ανέθεσεν εις αυτόν περίπλοκόν τι και δύσκολον διακόνημα Ο υποτακτικός εδέχθη αυτό προθύμως και βαλών την καθιερωμένην μετάνοιαν κατηυθύνθη προς την θύραν Αίφνης ο Ηγούμενος εκάλεσεν αυτόν οπίσω Ο υποτακτικός εστράφη προς αυτόν Κλίνας την κεφαλήν επί του στήθους, ο Ηγούμενος ηρέμα αλλά σοβαρώς είπε:
‐ Πάτερ Σ, ενθυμού, ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει Δια τούτο, όταν συ πράττης τι εξ υπακοής προς εμέ, τότε εγώ θα κριθώ υπό του Θεού, συ δε θα είσαι ελεύθερος απολογίας
Εάν τις διεφώνει προς την εντολήν ή την οδηγίαν του Ηγουμένου Μισαήλ, έστω και κατ’ ελάχιστον, τότε ο εν γένει ανδρείος εκείνος ασκητής, παρά την ασκουμένην υπ’ αυτού διοικητικήν εξουσίαν, συνήθως απήντα: «Εάν ούτως έχη, καλώς … ποιήσατε ως θέλετε» Και δεν επανελάμβανε τον λόγον αυτού Και ο Γέρων Σιλουανός ωσαύτως συναντών αντίστασιν παρευθύς εσιώπα
Δια τι ούτω; Διότι αφ’ ενός μεν το Πνεύμα του Θεού δεν επιδέχεται ούτε βίαν ούτε έριν, αφ’ ετέρου δε το θέλημα του Θεού, ως έχον υπερβατικόν χαρακτήρα, δεν εκφράζεται μετ’ αποχρώσης πληρότητος, δεν δύναται να περικλεισθή εις τον λόγον του πνευματικού φέροντα αφεύκτως σφραγίδα σχετικότητος Ώστε μόνον εκείνος όστις δέχεται τον λόγον ως αρεστόν τω Θεώ, μη υποβάλλων αυτόν εις την ιδίαν αυτού κρίσιν, ή ως συνήθως λέγουν «χωρίς αντιλογίας», μόνον ούτος ευρίσκει την αληθή οδόν, διότι όντως πιστεύει ότι
«παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι» (Ματθ ιθ’ )
Τοιαύτη είναι η οδός της πίστεως, η εγνωσμένη και βεβαιουμένη υπό της μακραίωνος πείρας της Εκκλησίας Να ομιλής περί των θεμάτων τούτων, άτινα αποτελούν αποκεκαλυμμένον μυστήριον της εν Χριστώ ζωής και άτινα εν ταυτώ εξέρχονται των ορίων της συνήθως ατόνου πνευματικότητος, ουδέποτε είναι ακίνδυνον Διότι πολλοί δύνανται να εννοήσουν εσφαλμένως τον λόγον, να εφαρμόσουν αυτόν αντικανονικώς εν τη πράξει και τότε, αντί να ωφεληθούν, είναι δυνατόν να ζημιωθούν, ιδίως αν ορμούν εις τον αγώνα μεθ’ υπερηφάνου αυτοπεποιθήσεως
Ότε εζήτει τις την συμβουλήν του Γέροντος, ούτος δεν ηγάπα και δεν ήθελε να δίδη αυτήν «εξ ιδίου νοός» Ενεθυμείτο τον λόγον του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ: «Ότε ωμίλουν εκ του νοός μου, τότε συνέβαινον σφάλματα», και προσέθετεν ότι «τα σφάλματα δύνανται να είναι μικρά, αλλά είναι δυνατόν να είναι και μεγάλα» (σ )
Η κατάστασις εκείνη περί της οποίας ωμίλησεν ο Γέρων εις τον Πατέρα Στρατόνικον, ήγουν ότι «οι τέλειοι ουδέν λέγουν εξ εαυτών … λέγουν μόνον ό,τι δίδει εις αυτούς το Πνεύμα», δεν χορηγείται πάντοτε κατά τον ίδιον βαθμόν ούτε και εις τους πλησιάσαντας την τελειότητα Οι Απόστολοι και οι άλλοι Άγιοι δεν ετέλουν πάντοτε θαύματα, και το προφητικόν Πνεύμα δεν ενήργει εξ ίσου εις τους Προφήτας, αλλ’ άλλοτε μεν ενήργει μετά μεγάλης δυνάμεως, άλλοτε δε και εγκατέλειπεν αυτούς
Ο Γέρων διέκρινε σαφώς τον «εκ πείρας λόγον» από της αμέσου θεόθεν επινεύσεως, τουτέστιν από του λόγου τον οποίον «δίδει το Πνεύμα» Πολύτιμον και το πρώτον, αλλ’ υψηλότερον και βεβαιότερον το δεύτερον (βλ Α’ Κορ ζ’ ) Ενίοτε μετά βεβαιότητος και ακριβείας έλεγεν εις τον ερωτώντα ότι το θέλημα του Θεού είναι τούτο και τούτο … Άλλοτε απήντα ότι δεν γνωρίζει το θέλημα του Θεού Έλεγεν ότι πολλάκις ο Κύριος εισέτι και εις τους αγίους δεν αποκαλύπτει το θέλημα Αυτού επειδή ο ερωτών αυτούς απηυθύνθη μετά διψύχου καρδίας
Κατά τον λόγον του Γέροντος, ο προσευχόμενος συνεχώς και μετά προσοχής γνωρίζει πολλάς αλλοιώσεις: πόλεμον μετά του εχθρού, πάλην προς τους ανθρώπους, πάλην προς εαυτόν, αγώνα κατά των παθών και της φαντασίας, και εις πάσας αυτάς τας περιπτώσεις ο νους ούτως ή άλλως θολούται και το παν γίνεται ασαφές Όταν όμως έλθη η καθαρά προσευχή, και ο νους ηνωμένος μετά της καρδίας, παρίσταται ησύχως τω Θεώ, και η ψυχή αισθητώς έχει εν εαυτή την χάριν και παραδίδεται εις το θέλημα του Θεού, ελευθέρα της σκοτιζούσης ενεργείας των παθών και της φαντασίας, τότε ο προσευχόμενος σαφώς ακούει την υπόδειξιν της χάριτος
Όταν εις το έργον τούτο της δια της προσευχής αναζητήσεως του θελήματος του Θεού επιδίδηται τις μη έχων εισέτι αποχρώσαν πείραν, μη δυνάμενος «εκ της γεύσεως» να διακρίνη επακριβώς την ενέργειαν της χάριτος εκ των εκδηλώσεων των παθών, ιδίως δε της υπερηφανίας, τότε είναι απαραίτητον να απευθύνηται εις τον πνευματικόν οδηγόν Ο ίδιος όμως, αντικρύζων οιονδήποτε πνευματικόν φαινόμενον προ της κρίσεως του οδηγού δέον όπως κρατή αυστηρώς την ασκητικήν αρχήν: «Μη δέχου και μη απόρριπτε»
«Μη δεχόμενος» ο χριστιανός περιφρουρεί εαυτόν από του κινδύνου αποδοχής δαιμονικής ενεργείας ή υποβολής ως εκ του Θεού προερχομένης, και ούτως εθίζεται «προσέχειν πνεύμασι πλάνοις και διδασκαλίαις διαμονίων» (Α’ Τιμ δ’ ) και δεν προσφέρει θείαν προσκύνησιν εις τους δαίμονας
«Μη απορρίπτων» ο άνθρωπος αποφεύγει άλλον κίνδυνον: να αποδώση την θείαν ενέργειαν εις τους δαίμονας και ούτω να πέση εις το αμάρτημα της «βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος», ως οι Φαρισαίοι, οίτινες την εκδίωξιν των δαιμονίων υπό του Χριστού απέδωκαν «τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων» (Ματθ θ’ , ιβ’ )
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι φοβερώτερος του πρώτου, διότι η ψυχή δύναται να συνηθίση να αρνήται την χάριν και να μισή αυτήν Τοσούτον δε δύναται να εθισθή εις την κατάστασιν της Θεομαχίας, ώστε ούτω να προσδιορισθή και δια την αιωνιότητα Ένεκα τούτου η αμαρτία αύτη «ουκ αφεθήσεται ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι» Κατά την πρώτην πλάνην η ψυχή δύναται ευκολώτερον να αναγνωρίση το ψεύδος και δια της μετανοίας να επιτύχη την σωτηρίαν, διότι πάσα αμαρτία συγχωρείται, πλην της αμετανοήτου
Περί του άκρως σπουδαίου τούτου ασκητικού κανόνος, «μη δέχου και μη απόρριπτε», και περί του πώς ούτος εφαρμόζεται εις την ζωήν του χριστιανού, θα έπρεπε να ομιλήσωμεν εκτενέστερον, αλλ’ εφ’ όσον εις το ανά χείρας βιβλίον ίσταται προ ημών το εγχείρημα της εκθέσεως των θεμελιωδών μόνον θέσεων, και ουχί των λεπτομερειών, επιστρέφομεν εις το προηγούμενον θέμα Η δια της προσευχής επίγνωσις του θελήματος του Θεού εν τη τελειοτέρα
αυτής μορφή είναι φαινόμενον σπάνιον, κατορθωτόν μόνον δια μακρών κόπων, βαθείας πείρας, πάλης κατά των παθών, πολλών βαρέων πειρασμών εκ των δαιμόνων αφ’ ενός, και μεγάλων αντιλήψεων υπό του Θεού αφ’ ετέρου Αλλ’ η ένθερμος προσευχή περί της θείας βοηθείας είναι έργον αγαθόν και εις πάντας απαραίτητον: εις προϊσταμένους και υποτακτικούς, πρεσβυτέρους και νεωτέρους, διδάσκοντας και διδασκομένους, πατέρας και τέκνα Ο Γέρων επέμενεν όπως πάντες άνευ εξαιρέσεως, ανεξαρτήτως θέσεως, καταστάσεως ή ηλικίας, πάντοτε και εν πάσιν, έκαστος ως γνωρίζει, παρακαλούν τον Θεόν ζητούντες νουθεσίαν, ίνα ούτω βαθμηδόν πλησιάζουν την οδόν αυτών προς τας οδούς του αγίου θελήματος του Θεού, μέχρις ότου φθάσουν εις την τελειότητα
ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ
Μετά του προβλήματος της επιγνώσεως του θελήματος του Θεού συνδέεται στενώτατα το πρόβλημα της υπακοής, εις το οποίον απέδιδεν ο Γέρων μεγίστην σπουδαιότητα, ουχί μόνον εν τη προσωπική ζωή παντός μοναχού και χριστιανού, αλλά και εν τη ζωή του όλου «σώματος της Εκκλησίας», του όλου «πληρώματος» αυτής
Ο Γέρων Σιλουανός μαθητάς, υπό την συνήθη σημασίαν της λέξεως, δεν είχε και επί διδασκαλικής καθέδρας δεν εκάθισεν Αλλά και ο ίδιος μαθητής ωρισμένου τινός γέροντος δεν υπήρξεν Ανετράφη, ως η πλειονότης των αθωνιτών μοναχών, εν τω ρεύματι της κοινής παραδόσεως, δια της συνεχούς παραμονής εν τω ναώ κατά τας ακολουθίας, δια της ακροάσεως και της αναγνώσεως του λόγου του Θεού και των έργων των Αγίων Πατέρων, δια των συνομιλιών μετ’ άλλων ασκητών του Αγίου Όρους, της αυστηράς φυλάξεως των καθωρισμένων νηστειών, της υπακοής εις τον ηγούμενον, τον πνευματικόν και τον προϊστάμενον της εργασίας
Όλως ιδιαιτέραν προσοχήν έδιδεν εις την εσωτερικήν υπακοήν εις τον ηγούμενον και τον πνευματικόν, θεωρών αυτήν Μυστήριον της Εκκλησίας και δώρημα της χάριτος Απευθυνόμενος εις τον πνευματικόν, προσηύχετο να ελεήση αυτόν ο Κύριος δια του λειτουργού Αυτού και να αποκαλύψη εις αυτόν το θέλημα Αυτού και την προς σωτηρίαν οδόν Γνωρίζων δε ότι η πρώτη σκέψις, ήτις γεννάται εν τη ψυχή μετά την προσευχήν, είναι άνωθεν πληροφορία, εδράττετο του πρώτου λόγου του πνευματικού, της πρώτης αυτού νύξεως, μη επιζητών την περαιτέρω συνομιλίαν Εις τούτο έγκειται η σοφία και το μυστήριον της αληθούς υπακοής, σκοπός της οποίας είναι η γνώσις και η εκπλήρωσις ουχί ανθρωπίνου αλλά Θείου θελήματος Τοιαύτη πνευματική υπακοή, άνευ αντιρρήσεων και εναντιώσεων, (ουχί μόνον εκφραζομένων, αλλ’ ούτε και εσωτερικών και ανεκδηλώτων) είναι απαραίτητος προϋπόθεσις δια την πρόσληψιν και αφομοίωσιν της ζώσης παραδόσεως
Η ζώσα παράδοσις της Εκκλησίας, ρέουσα δια μέσου των αιώνων από γενεάς εις γενεάν, είναι μία των πλέον ουσιωδών και ταυτοχρόνως λεπτών πλευρών της ζωής Αυτής Εκεί όπου εκ μέρους του μαθητού ουδεμία υπάρχει αντίστασις προς τον διδάσκαλον, η ψυχή του τελευταίου, εις απάντησιν προς την πίστιν και την ταπείνωσιν, ανοίγεται ευκόλως και ίσως τελείως Ευθύς δε ως υπεισέλθη έστω και μικρά τις αντίθεσις προς τον πνευματικόν πατέρα, η ψυχή του διδασκάλου αναποφεύκτως κλείεται και το νήμα της αμιάντου παραδόσεως διακόπτεται
Εις μάτην σκέπτονταί τινες ότι «και ο πνευματικός είναι ατελής άνθρωπος», ότι «είναι ανάγκη να εξηγής λεπτομερώς εις αυτόν την υπόθεσιν, ειδ’ άλλως δεν θα εννοήση», ότι «και αυτός δύναται ευκόλως να περιπέση εις σφάλμα και δια τούτο πρέπει να διορθώσης αυτόν» Εκείνος όστις διαφωνεί μετά του πνευματικού και διορθοί αυτόν, θέτει εαυτόν υψηλότερον του τελευταίου και παύει πλέον να είναι μαθητής Διότι αν και ουδείς είναι τέλειος και δεν υπάρχη άνθρωπος όστις θα ετόλμα να διδάξη ως ο «εξουσίαν έχων» Χριστός, καθ’ ό το κήρυγμα «ουκ έστι κατά άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου» (Γαλ α’ ‐), όμως και εν τοις «οστρακίνοις σκεύεσι» φυλάττεται ο ατίμητος θησαυρός των δωρεών του Αγίου Πνεύματος Ουχί μόνον ατίμητος, αλλά και ως εκ του χαρακτήρος αυτού κεκρυμμένος Μόνον ο πορευόμενος την οδόν της αψευδούς και πλήρους υπακοής εισέρχεται εις αυτό το μυστικόν θησαυροφυλάκιον
Ο εχέφρων υποτακτικός ή εξομολογούμενος ιδού πώς συμπεριφέρεται προς τον πνευματικόν Εκθέτει εν ολίγοις το πλέον ουσιώδες περί του λογισμού ή της καταστάσεως αυτού και κατόπιν αφίνει τον πνευματικόν ελεύθερον Ο πνευματικός, προσευχόμενος από της πρώτης στιγμής της συναντήσεως, αναμένει φωτισμόν εκ του Θεού, και εάν αισθάνηται εν τη ψυχή αυτού «πληροφορίαν», τότε δίδει την απάντησιν, την οποίαν και δέχονται ως τελικήν Διότι εάν ο εξομολογούμενος παραβλέψη τον «πρώτον λόγον» του πνευματικού, τότε συγχρόνως θα μειωθή η ενέργεια του μυστηρίου και η εξομολόγησις δυνατόν να μεταβληθή εις απλήν ανθρωπίνην συζήτησιν
Εάν ο εξομολογούμενος και ο πνευματικός φυλάττουν την οφειλομένην στάσιν προς το μυστήριον, τότε η εκ του Θεού πληροφορία δίδεται ταχέως Εάν δε δια τινα λόγον δεν έρχηται η πληροφορία, τότε ο πνευματικός δύναται να ζητήση περαιτέρω επεξηγήσεις και μόνον τότε είναι αύται επιτρεπταί Εάν όμως ο εξομολογούμενος δεν δώση την δέουσαν προσοχήν εις τον πρώτον λόγον του πνευματικού, και επιβαρύνη αυτόν δι’ «επεξηγήσεων», τότε αποκαλύπτει την έλλειψιν πίστεως και κατανοήσεως του μυστηρίου Συμβαίνει δε τούτο, διότι ακολουθεί την υπολανθάνουσαν επιθυμίαν να παρασύρη τον πνευματικόν εις ό,τι ο ίδιος σκέπτεται Εις τοιαύτας περιπτώσεις άρχεται πλέον η ψυχολογική διαμάχη, την οποίαν ο Απόστολος Παύλος ωνόμασεν «αλυσιτελή» (Εβρ ιγ’ )
Η πίστις εις την δύναμιν του μυστηρίου, η πίστις ότι ο Κύριος αγαπά τον άνθρωπον και ουδέποτε θα εγκαταλείψη εκείνον, όστις αρνείται το ίδιον θέλημα χάριν του αγίου Αυτού θελήματος, αναδεικνύει τον υποτακτικόν ακλόνητον και άφοβον Λαβών παρά του πνευματικού εντολήν ή απλώς οδηγίαν ο υποτακτικός, εν τω αγώνι αυτού να εκπληρώση αυτήν, περιφρονεί και αυτόν τον θάνατον Και ημείς φρονούμεν ότι ούτω συμβαίνει, διότι «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν ε’ )
Ο Γέρων Σιλουανός εκ των πρώτων ημερών της μοναχικής αυτού ζωής υπήρξε τοσούτον τέλειος υποτακτικός, ώστε ένεκα τούτου πας πνευματικός ήτο δι’ αυτόν καλός οδηγός Έλεγεν ότι εάν οι μοναχοί και εν γένει οι πιστοί υπακούουν εις τους πνευματικούς και τους ποιμένας αυτών μη κρίνοντες αυτούς και άνευ εσωτερικής εναντιώσεως, τότε και οι ίδιοι δεν στερούνται της σωτηρίας και σύμπασα η Εκκλησία ζη εν πληρότητι ζωής
Η οδός του Γέροντος ήτο τοιαύτη ώστε ο πορευόμενος αυτήν να λαμβάνη ευκόλως το δώρον του μεγάλου ελέους του Θεού· αλλά οι έχοντες ίδιον θέλημα και ίδιον νουν, όσον και αν είναι πολυμαθείς και ευφυείς και εάν εισέτι φονεύσουν εαυτούς δια των πλέον αυστηρών ασκήσεων ή εργασιών πολυμαθείας θεολογικής, δεν θα επιτύχουν να περισυλλέξουν ει μη ψυχία πίπτοντα εκ του Θρόνου του Ελέους
Ο Γέρων έλεγεν: «Άλλο πράγμα είναι να πιστεύη τις εις τον Θεόν και άλλο να γνωρίζη Αυτόν» (σ )
Εν τω ωκεανώ της εκκλησιαστικής ζωής η γνησία και αμίαντος παράδοσις του Πνεύματος ρέει ως λεπτόν ρεύμα και όστις θέλει να εμποτισθή εκ τούτου του λεπτού ρεύματος οφείλει να αποκοπή εκ της «ιδίας αυτού κρίσεως» Όπου εμφανίζεται η «ιδία» κρίσις, εκεί αναποφεύκτως εκλείπει η καθαρότης της παραδόσεως, επειδή εις την αποκεκαλυμμένην θείαν σοφίαν και δικαιοσύνην αντιτίθεται η ανθρωπίνη «σοφία» και «δικαιοσύνη» Τούτο φαίνεται εις τους πολλούς αφορήτως βαρύ, έτι δε και μωρία· αλλ’ όστις δεν εφοβήθη να γίνη «μωρός» (Α’ Κορ γ’ ‐), ούτος εγνώρισε την αληθινήν ζωήν και την προαιώνιον σοφίαν
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η στάσις του Γέροντος έναντι της ασκήσεως της υπακοής, ως απαραιτήτου προϋποθέσεως δια την εκμάθησιν της πνευματικής ζωής, συνεδέετο στενώς μετά της προς την Ιεράν Παράδοσιν και τον Θείον Λόγον στάσεως αυτού Την ζωήν της Εκκλησίας ησθάνετο ως την εν Αγίω Πνεύματι ζωήν, και την Ιεράν Παράδοσιν ως την αδιάλειπτον ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία Η Παράδοσις, ως η αιωνία και αμετάβλητος παραμονή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, είναι το πλέον βαθύ θεμέλιον της υπάρξεως Αυτής Δια τούτο η Παράδοσις περιλαμβάνει εν εαυτή άπασαν την ζωήν της Εκκλησίας, τοσούτον ώστε και αυτή η Αγία Γραφή να εμφανίζηται μόνον ως μία των μορφών αυτής Εκ τούτου έπεται ότι:
Εάν η Εκκλησία εστερείτο της Παραδόσεως Αυτής, θα έπαυε να είναι ό,τι είναι, διότι η διακονία της Καινής Διαθήκης είναι διακονία Πνεύματος«εγγεγραμένη ου μέλανι αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις αλλά εν πλαξί καρδίας σαρκίναις» (Β’ Κορ γ’ )
Εάν πάλιν υποτεθή ότι δια την μίαν ή την άλλην αιτίαν η Εκκλησία εστερείτο όλων των βιβλίων Αυτής ήτοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των έργων των Αγίων Πατέρων και των Λειτουργικών βιβλίων, τότε η Παράδοσιςέστω ουχί αυτολεξεί, έστω και εις άλλην «γλώσσαν», πάντως θα αποκαθίστα την Αγίαν Γραφήν Εν τη ουσία δε αυτής και η «νέα» αύτη Γραφή θα ήτο η έκφρασις της αυτής «άπαξ παραδοθείσης τοις αγίοις πίστεως», εκδήλωσις του αυτού Ενός Πνεύματος, του ακαταπαύστως ενεργούντος εν τη Εκκλησία, του όντως θεμελίου Αυτής και της ουσίας Αυτής Η Αγία Γραφή δεν είναι βαθυτέρα ή σπουδαιοτέρα της Ιεράς Παραδόσεως, αλλά, ως ελέχθη ανωτέρω, μία των μορφών αυτής Αύτη δε είναι η πολυτιμοτέρα των μορφών αυτής και λόγω της ευκολίας διαφυλάξεως και λόγω της ευκολίας χρήσεως αυτής Απομεμονωμένη όμως εκ του ρεύματος της Ιεράς Παραδόσεως η Γραφή δεν δύναται να κατανοηθή δεόντως δι’ ουδεμιάς επιστημονικής ερεύνης
Εάν ο Απόστολος Παύλος είχε «νουν Χριστού», τότε έτι μάλλον έχει «νουν Χριστού» η Αγία Εκκλησία η και τον Παύλον εν Εαυτή περικλείουσα Και εάν αι Γραφαί του Παύλου και των λοιπών Αποστόλων αποτελούν Ιερά Γράμματα, τότε και η νέα Γραφή της Εκκλησίας, ήτοι μετά την απώλειαν των παλαιών βιβλίων, θα απέβαινεν εξ ίσου Ιερά, διότι, κατά την επαγγελίαν του Κυρίου, ο Θεός –Αγία Τριάς– ατρέπτως μένει εν τη Εκκλησία
Ενεργούν εσφαλμένως όσοι αποκόπτοντες εαυτούς από της Παραδόσεως της Εκκλησίας πορεύονται ως νομίζουν προς τας πηγάς Αυτής τουτέστι προς την Αγίαν Γραφήν Δεν είναι η Αγία Γραφή η πηγή της Εκκλησίας, αλλ’ η Ιερά Παράδοσις Κατά τας πρώτας δεκαετίας της ιστορίας Αυτής η Εκκλησία δεν είχε τας Γραφάς της Καινής Διαθήκης και έζη μόνον δια της Παραδόσεως, την οποίαν καλούνται οι πιστοί να κρατούν, ως εντέλλεται ο Απόστολος Παύλος εν ταις επιστολαίς αυτού (Β’ Θεσ βʹ )
Πασίγνωστον είναι ότι όλοι οι αιρεσιάρχαι εστηρίζοντο επί της Αγίας Γραφής, η μόνη δε διαφορά αυτών ήτο ότι εξήγουν αυτήν κατά την γνώμην αυτών Περί τοιαύτης δια της κατά το δοκούν διαστρεβλώσεως της εννοίας της Αγίας Γραφής εις την ερμηνείαν αυτής ωμίλει ήδη ο Απόστολος Πέτρος (βλ Β’ Πέτρ γʹ )
Μεμονωμένα μέλη της Εκκλησίας, μηδέ των καλυτέρων Αυτής τέκνων και διδασκάλων εξαιρουμένων, δεν επιτυγχάνουν να χωρήσουν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος Ως εκ τούτου εις τας διδασκαλίας και τας γραφάς αυτών παρουσιάζουν ατελείας τινάς, ενίοτε δε και παρεκκλίσεις, αλλ’ εν τω συνόλω η διδασκαλία της Εκκλησίας, κατεχούσης το πλήρωμα των δωρεών και της γνώσεως, μένει αληθής εις τους αιώνας
Η ακράδαντος πίστις εις την αλήθειαν της διδασκαλίας της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συνόλω Αυτής και η βαθεία εμπιστοσύνη εις παν ό,τι παρέλαβε και εβεβαίωσεν εν τη πείρα Αυτής, αποτελούν άσειστον θεμέλιον της ζωής του Αθωνίτου μοναχού Τούτο δε σώζει αυτόν εκ του εξωπαραδοσιακού ερασιτεχνισμού και των αδεξίων ερευνών Η τοιαύτη δια της πίστεως είσοδος εις την ζωήν της Καθολικής Εκκλησίας καθιστά τον μοναχόν κληρονόμον του αμετρήτου πλούτου Αυτής και δίδει ευθύς εις την προσωπικήν αυτού άσκησιν κατηγορηματικόν χαρακτήρα βεβαιότητος
Κατά την μελέτην της Αγίας Γραφής, των Πατερικών έργων και των ακενώτων εις δογματικόν και ευκτικόν περιεχόμενον θησαυρών των λειτουργικών βιβλίων, ο μοναχός συναντά απέραντον πλούτον, και δια τούτο δεν διατίθεται να γράψη και αυτός περί αυτών, μη προσκομίζων τι ουσιωδώς νέον Όταν όμως εν τη ζωή της Εκκλησίας εμφανισθή πραγματική ανάγκη, τότε θα γραφούν νέα βιβλία
Έκαστον νέον βιβλίον, έχον αξίωσιν να περιληφθή εις την διδασκαλίαν της Εκκλησίας ή να εκφράση αυτήν, υπόκειται εις την κρίσιν της Εκκλησίας Αύτη βραδέως αλλά λεπτομερώς τα πάντα ερευνά και δοκιμάζει εξ όλων των πλευρών, και προ παντός εκ της πλευράς της επιδράσεως της διδασκαλίας επί του βίου Τούτο το κριτήριον, ήγουν της επιδράσεως της διδασκαλίας επί του βίου, έχει άκρως σοβαράν σπουδαιότητα ένεκα του αρρήκτου δεσμού της δογματικής συνειδήσεως και της πνευματικής ζωής Ούτως απορρίπτει παν ό,τι αποδεικνύεται αντιφάσκον ή μη συμφωνούν προς το πνεύμα της κατά Χριστόν αγάπης, δι’ ής ζη η Εκκλησία
Μεμονωμένα τέκνα και μέλη Αυτής οδεύοντα προς αυτήν την αγάπην προσκόπτουν, πίπτουν, διαπράττουν εγκλήματα, αλλ’ η Εκκλησία εν τω βάθει Αυτής γνωρίζει δια του Αγίου Πνεύματος την αλήθειαν της αγάπης του Χριστού, και εκεί όπου απαντά έστω και η λέξις αγάπη, αλλά μετά διαφόρου περιεχομένου, η Εκκλησία δεν απατάται υπό ουδεμιάς φιλοσοφίας, υπό ουδεμιάς λαμπράς διδασκαλίας Η Εκκλησία ουδέποτε πλανάται
Ημείς φρονούμεν ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, αληθής υιός της Εκκλησίας, υποδεικνύει εν ταις γραφαίς αυτού το έσχατον και πλέον αξιόπιστον κριτήριον της αληθείας εν τη Εκκλησία: την κατά Χριστόν θείαν αγάπην προς τους εχθρούς και την κατά Χριστόν ταπείνωσιν
Έγραφεν ο Γέρων:
«Ουδείς δύναται να γνωρίζη εξ εαυτού τι είναι η αγάπη του Θεού, εάν το πνεύμα το Άγιον δεν διδάξη αυτόν Αλλ’ εν τη Εκκλησία ημών η αγάπη του Θεού είναι γνωστή εν Πνεύματι Αγίω και δια τούτο ομιλούμεν περί αυτής»
«Ο Κύριος είναι αγαθός και ελεήμων, ημείς όμως, εκτός των όσων λέγει η Γραφή, ουδέν θα ηδυνάμεθα να είπωμεν περί της αγάπης Αυτού, εάν δεν εδίδασκεν ημάς το Πνεύμα το Άγιον»
«Έκαστος εξ ημών δύναται να κρίνη … κατά το μέτρον της χάριτος του
Αγίου Πνεύματος, την οποίαν εγνώρισε …» (σ )
«Οι Άγιοι ομιλούν περί πραγμάτων, άτινα όντως είδον και γνωρίζουν Δεν
ομιλούν δια τι, το οποίον δεν είδον …» (βλ Κορ β’ ) (σ )
«Οι Άγιοι ουδέν λέγουν από του νοός αυτών»
Η θεόπνευστος Γραφή είναι ο βεβαιότερος λόγος (βλ Β’ Πέτρ α’ ), ωφέλιμος προς διδασκαλίαν και νουθεσίαν εις παν έργον αγαθόν και θεάρεστον (βλ Β’ Τιμ γ’ ‐), αλλ’ η αντλουμένη εξ αυτής θεογνωσία δεν δύναται να φθάση την ποθεινήν τελειότητα, εάν Αυτός ο Κύριος δεν διδάξη αυτήν δια του Αγίου Πνεύματος
Μεθ’ όλης της αληθούς αυτού ταπεινώσεως και πραότητος, ο Γέρων μετά ακραδάντου πεποιθήσεως και εσωτερικής αυθεντίας έλεγεν ότι δεν δύναται ο άνθρωπος «δια του νοός αυτού» να συλλάβη το Θείον, όπερ γνωρίζεται «μόνον δια Πνεύματος Αγίου» Δια τούτο και η Αγία Γραφή, «Πνεύματι Αγίω γεγραμμένη» δεν δύναται να κατανοηθή μέσω επιστημονικής ερεύνης όπου
μόνον εξωτερικαί τινες πλευραί και λεπτομέρειαι είναι προσιταί ουδόλως δε η ουσία
Πριν ή δοθή άνωθεν εις τον άνθρωπον το «συνιέναι τας Γραφάς» και «γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού», πριν ή εν τω μακρώ κατά των παθών αγώνι, ταπεινωθή ο άνθρωπος και γνωρίση εν πείρα και αισθήσει την ανάστασιν της ψυχής αυτού και παν ό,τι ευρίσκεται εν αυτή τη μεγάλη και μυστηριώδει οδώ, είναι απαραίτητον να κρατήται στερρώς εκ της παραδόσεως και της διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μη τολμά να διδάσκη αφ’ εαυτού, όσον και αν είναι διδακτός «κατ’ άνθρωπον» Διότι εισέτι και αι ευφυέστεραι επίνοιαι των ανθρώπων πόρρω απέχουν της αυθεντικής ζωής του Πνεύματος
Το Πνεύμα το Άγιον, το Πνεύμα της Αληθείας, εις τι μέτρον ζη εν εκάστω ανθρώπω, έτι δε πλέον εν τω χριστιανώ Αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δύναται πας χριστιανός να μεγαλοποιή την μικράν σχετικώς πείραν της χάριτος και να στηρίζηται μετά παρρησίας επ’ αυτής
Το Πνεύμα το Άγιον, πάντοτε όντως διαμένον εν τη Εκκλησία, υπομονητικώς και ηρέμα ζητεί και αναμένει πάσαν ψυχήν, αλλ’ ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δίδει εις Αυτό την ελευθερίαν να ενεργήση εν αυτώ και δια τούτο μένει έξω του Φωτός και της γνώσεως των μυστηρίων της πνευματικής ζωής
Συχνάκις συμβαίνει, κατόπιν πείρας τινός της χάριτος, ο άνθρωπος να μη αυξάνη εν αυτή, αλλά να υφίσταται την άρσιν αυτής· η πνευματική αυτού ζωή συγκεντρούται εις τον εγκέφαλον ως διανοητική αντίληψις Διαμένων εν αυτή τη καταστάσει, ουχί σπανίως, θεωρεί εαυτόν κάτοχον πνευματικής γνώσεως, μη εννοών ότι παρομοία αφηρημένη αντίληψις, αν και είναι ενδεικτική δοκιμής χάριτος τινος, είναι ιδιότυπος διαστροφή του λόγου του Θεού, και η Αγία Γραφή κατ’ ουσίαν παραμένει δι’ αυτόν «βιβλίον … κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά» (Αποκ ε’ )
Η Αγία Γραφή είναι ο λόγος τον οποίον «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» (Β’ Πέτρ α’ ) Αλλ’ αι διατυπώσεις των Αγίων δεν είναι τι το εντελώς ανεξάρτητον του νοητικού επιπέδου και της πνευματικής καταστάσεως εκείνων προς τους οποίους απηυθύνοντο Ουχί Είναι λόγος ζων προς συγκεκριμένους ζώντας ανθρώπους, και δια τούτο αναποφεύκτως θα είναι ανεπαρκής η επιστημονική (ιστορική, αρχαιολογική, φιλολογική κτλ) ερμηνεία της Γραφής Εις άπασαν την Αγίαν Γραφήν είναι κεκρυμμένον ωρισμένον τέλος, αλλά προς αυτό το πάντοτε μοναδικόν και απαράλλακτον τέλος οι Άγιοι Προφήται, οι Απόστολοι, και οι άλλοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ωδήγουν τους περιβάλλοντας αυτούς ζώντας ανθρώπους, προσαρμοζόμενοι προς το επίπεδον αντιλήψεως αυτών Ιδιαιτέρως σαφές προς τούτο παράδειγμα είναι ο Απόστολος Παύλος, όστις, βεβαίως ουδέποτε εξέκλινε της μοναδικής αυτού θεοπτίας και θεογνωσίας και όστις εν τούτοις «τοις πάσι γέγονε τα πάντα, ίνα πάντως τινας σώση» (Α’ Κορ θ’ ‐) Άλλαις λέξεσιν, ο Παύλος προς πάντας ωμίλει κατά διάφορον τρόπον Και εάν πλησιάση τις τας επιστολάς αυτού μόνον μετά επιστημονικής αναλύσεως, τότε η ουσία του «θεολογικού αυτού συστήματος» αφεύκτως θα μείνη αδιασάφητος
Ο Γέρων πολύ εξετίμα την θεολογικήν επιστήμην και τους εκπροσώπουςαυτής, αλλά το θετικόν έργον και τας υπηρεσίας της επιστημονικής θεολογίας ανέφερεν αποκλειστικώς εις τας ιστορικάς συνθήκας της ζωής της Εκκλησίας και ουδόλως εις την γνησίαν αιωνίαν ζωήν του Πνεύματος
Εν τω ανθρωπίνω λόγω υπάρχει αναπόφευκτός τις και ανυπέρβλητος ρευστότης Η ιδιότης δε αύτη του λόγου παρατηρείται εισέτι και εις την Αγίαν Γραφήν Διό και μόνον εντός περιωρισμένων ορίων είναι δυνατή η έκφρασις της θείας αληθείας δια του ανθρωπίνου λόγου Ούτως ο Λόγος του Θεού δεν καταβιβάζεται μέχρι του επιπέδου της απλής ανθρώπινης σχετικότητος Ουχί Η σκέψις του Γέροντος είναι ότι η αληθινή κατανόησις του Λόγου του Θεού κείται εις την οδόν της τηρήσεως των εντολών του Χριστού και ουχί εις την οδόν της επιστημονικής μελέτης Ούτως ο Ίδιος ο Κύριος εδίδασκεν:
«Η Εμή διδαχή ουκ έστιν Εμή, αλλά του πέμψαντός Με· εάν τις θέλη το θέλημα Αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν ή Εγώ απ’ Εμαυτού λαλώ» (Ιωάν ζ’ ‐) Ο Κύριος όλην την Αγίαν Γραφήν συνώψισεν εις τον βραχύν λόγον: Αγαπάτε τον Θεόν και τον πλησίον, αλλ’ ο όρος «αγάπη» θα παραμένη μυστήριον εις πάντας τους αιώνας δι’ όλους τους φιλολόγους Η λέξις αύτη είναι το όνομα του Ιδίου του Θεού, και η αληθής αυτής έννοια δεν αποκαλύπτεται άλλως πως, ει μη τη ενεργεία Αυτού του Θεού
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Γέρων, ως επί το πλείστον, τον Θεόν εκάλει Κύριον Άλλοτε δι’ αυτού του ονόματος ηννόει την Αγίαν Τριάδα, άλλοτε τον Θεόν‐Πατέρα, άλλοτε τον Θεόν‐ Υιόν, και σπανίως το Άγιον Πνεύμα, του Οποίου το Όνομα επεκαλείτο λίαν συχνάκις, και εκεί όπου θα εφαίνετο φυσικόν να χρησιμοποιήση αντωνυμίαν, εκείνος πάλιν και πάλιν επανελάμβανεν ολόκληρον το όνομα «Άγιον Πνεύμα» Έπραττε τούτο αναμφιβόλως, διότι το όνομα του Αγίου Πνεύματος, όπως και το όνομα Κύριος και τα άλλα ονόματα του Θεού, προεξένουν πάντοτε εν τη ψυχή αυτού ζώσαν απήχησιν, αίσθημα χαράς και αγάπης
Το φαινόμενον τούτο, ήτοι η χαρά και η αίσθησις φωτός και αγάπης εν τη καρδία κατά την επίκλησιν του Θεού, εγένετο αιτία μεγάλων θεολογικών ερίδων περί της φύσεως του Ονόματος του Θεού Αι έριδες αύται προκληθείσαι δια του βιβλίου του καυκασιανού ερημίτου Ιλαρίωνος, «Επί των ορέων του Καυκάσου», επεξετάθησαν ύστερον και εις την Ρωσίαν, και κατά τα έτη ‐ απησχόλησαν βαθέως την ρωσικήν θεολογικήν σκέψιν και την Ιεραρχίαν οδηγήσασαι εν τέλει, όσον αφορά εις την δογματικήν άποψιν, εις πλήρως επιτυχή αποτελέσματα
Αι έριδες περί του Ονόματος του Θεού συνέπεσον κατ’ εκείνην την
περίοδον της πνευματικής ζωής του Γέροντος, καθ’ ήν ευρίσκετο ούτος εις εντατικόν αγώνα προς πάσαν εν αυτώ εκδήλωσιν του πάθους της κενοδοξίας και της υπερηφανίας, ως κυρίων αιτίων των μεγάλων αυτού παθημάτων Φέρων αδιαλείπτως εν τη καρδία αυτού το γλυκύτατον Όνομα του Ιησού, απεμακρύνετο εντελώς από πάσης έριδος περί της φύσεως αυτού του Ονόματος Εγνώριζεν ότι δια της ευχής του Ιησού έρχεται εις την καρδίαν η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ότι η επίκλησις του Θείου Ονόματος του Ιησού αγιάζει όλον τον άνθρωπον καίουσα εν αυτώ τα πάθη Απέφευγε να προσδιορίση δογματικώς το βίωμα τούτο Πριν ή ευρεθή η ορθή δογματική διατύπωσις, τοιαύτα σφάλματα διεπράχθησαν πολλά και εκ της μιας και εκ της άλλης πλευράς Αι έριδες έλαβον λίαν θυελλώδη χαρακτήρα, και τούτο έθλιβε την ψυχήν του Γέροντος, όστις διήρχετο τας νύκτας αυτού «εν αδαμιαίω θρήνω»
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Ο μακάριος Γέρων ήτο δι’ ημάς άνωθεν δώρημα και εξαίρετον φαινόμενον Ήτο ο τύπος του γνησίου χριστιανού, ο καταπλήξας ημάς δια την τελειότητα αυτού Εν αυτώ εβλέπομεν αληθώς αρμονικήν σύνθεσιν ασυμβιβάστων, ως θα ενόμιζέ τις, άκρων Ούτως εβλέπομεν την ασυνήθη δια τοιούτου είδους ανδρείους ανθρώπους ευσπλαγχνίαν δια πάσαν ζώσαν ύπαρξιν, δια παν κτίσμα Έφθανε δε η ευσπλαγχνία αύτη μέχρι τοιούτων ορίων, ώστε ηγείρετο φυσικώς η σκέψιςκ ότι επρόκειτο περί παθολογικής συναισθηματικότητος Ταυτοχρόνως όμως συνηντώμεν την άλλην έκφανσιν του πνεύματος αυτού, ήτις εδήλου ότι το πρώτον ήτο ουχί παθολογικόν φαινόμενον, αλλ’ αληθώς υπερφυσικόν μεγαλείον και ευσπλαγχνία κατά χάριν
Ο Γέρων εδείκνυε φροντίδα εισέτι και δια τα φυτά Εθεώρει εναντίαν προς την διδαχήν της χάριτος πάσαν τραχύτητα, ήτις προξενεί βλάβην εις αυτά Ενθυμούμαι ότι ημέραν τινά επορευόμην μετ’ αυτού την ατραπόν, την άγουσαν εκ της Μονής προς την καλύβην, όπου διήλθον έν έτος Η καλύβη αύτη απέχει του Μοναστηρίου έν περίπου χιλιόμετρον, και ήρχετο ο Γέρων να ίδη την κατοικίαν μου Εκρατούμεν ανά χείρας ράβδους, ως είναι σύνηθες εις τας ορεινάς περιοχάς Από των δύο πλευρών της ατραπού εφύοντο αραιά υψηλά άγρια χόρτα Σκεπτόμενος όπως μη αφήσω τα χόρτα να κλείσουν την ατραπόν, εκτύπησα δια της ράβδου ένα βλαστόν προς την κορυφήν ούτως, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανσιν των σπόρων Η χειρονομία μου εφάνη βάναυσος εις τον Γέροντα και μετ’ αμηχανίας εκίνησεν ελαφρώς την κεφαλήν Ηννόησα τι εσήμαινε τούτο και ησθάνθην εντροπήν
Έλεγεν ο Γέρων ότι το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ευσπλαγχνίαν προς πάσαν την κτίσιν, ούτως ώστε και τα φύλλα του δένδρου «άνευ ανάγκης» να μη κόπτωμεν «Ιδού, έν πρασίνον φύλλον επί του δένδρου, και συ απέσπασας αυτό άνευ ανάγκης Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να είπω, προκαλεί τον οίκτον· η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν»
Εν τω Άθωνι «καλύβη» ονομάζεται μικρόν τι οίκημα δι’ ερημίτην
Η ευσπλαγχνία όμως αύτη δια το πράσινον φύλλον του δένδρου ή δια το άνθος του αγρού, το υποκάτω των ποδών ημών, συνεδυάζετο εντός αυτού μετά της πλέον ρεαλιστικής αντιλήψεως περί παντός πράγματος εν τω κόσμω Εγνώριζεν ως χριστιανός ότι πάσα η κτίσις εδημιουργήθη προς υπηρεσίαν του ανθρώπου, και δια τούτο, όταν «είναι ανάγκη», δύναται ο άνθρωπος να επωφεληθή των πάντων Ο ίδιος εθέριζε τον χόρτον, έκοπτε ξύλα εις το δάσος, απεθήκευε ξύλα δια τον χειμώνα, έτρωγεν ιχθύς
Εν ταις γραφαίς του Γέροντος αξιοπαρατήρητοι είναι αι σκέψεις και τα αισθήματα αυτού προς τα ζώα Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς παν κτίσμα ευσπλαγχνία αυτού, περί ής δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μύιαν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυχτερίδα κατοικήσασαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πώς «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον Αφ’ ετέρου δε ήτο αξιοθαύμαστος η απόσπασις αυτού από πάσης κτίσεως εν τη φλογερά ορμή αυτού προς τον Θεόν
Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου, διότι ούτος οφείλει να αγαπά τον Θεόν εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος, τουτέστι δι’ όλου του είναι αυτού, επιλανθανόμενος της γης
Η προς τα ζώα προσκόλλησις των ανθρώπων, την οποίαν πολλάκις παρατηρούμεν, και ήτις ενίοτε λαμβάνει μορφήν «φιλίας», εθεωρείτο υπό του Γέροντος διαστροφή της τάξεως ήν έθετο ο Θεός και αντίθετος προς την φυσικήν κατάστασιν του πρωτοπλάστου (βλ Γέν β’ ) Να θωπεύης την γαλήν ψιθυρίζων «γατούλα, γατούλα», ή να παίζης και να ομιλής μετά του κυνός παύων να σκέπτησαι τον Θεόν, ή μεριμνών δια τα ζώα να παραβλέπης τον πόνον του πλησίον σου, ή να ερίζης ένεκα αυτών μετά των ανθρώπων, πάντα ταύτα ήσαν δια τον Γέροντα παράβασις των εντολών του Θεού, η πιστή τήρησις των οποίων αναδεικνύει τον άνθρωπον τέλειον Εν όλη τη Καινή Διαθήκη ουδέ έν χωρίον ευρίσκομεν, εκ του οποίου να φαίνηται ότι ο Κύριος προσήλωσε την προσοχήν Αυτού εις τα ζώα, και όμως Εκείνος όντως ηγάπα πάσαν την κτίσιν Η επίτευξις της τελείας αυτής ανθρωπότητος κατ’ εικόνα του ανθρώπου‐ Χριστού είναι ο προορισμός ημών, ανταποκρινόμενος προς την κατ’ εικόνα Θεού φύσιν ημών Δια τούτο την ψυχικήν προσκόλλησιν προς τα ζώα και το πάθος δι’ αυτά εθεώρει ο Γέρων ως υποβιβασμόν της ανθρωπίνης μορφής υπάρξεως Ιδού τι γράφει περί τούτου:
«Ένιοι προσκολλώνται εις τα ζώα, αλλ’ ούτω προσβάλλουν τον Δημιουργόν, διότι ο άνθρωπος εκλήθη ίνα ζη αιωνίως μετά του Κυρίου, βασιλεύη μετ’ Αυτού και αγαπά τον Ένα Θεόν Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα»
Εν τω Άθωνι οι μοναχοί των κοινοβίων και οι ερημίται κρέας γενικώς δεν τρώγουν κατά τον λόγον του Αποστόλου: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα» (Α’ Κορ η’ )
Έλεγεν ότι τα πάντα εκτίσθησαν προς χρήσιν του ανθρώπου, ως εκ τούτου δε εις την ανάγκην δύναται ούτος να επωφελήται πάντων των εν τη κτίσει Αλλά ταυτοχρόνως οφείλει να μεριμνά δι’ όλην την δημιουργίαν Ως εκ τούτου πάσα βλάβη προξενουμένη εις τα ζώα, έτι δε και εις τα φυτά, αντιτίθεται προς τον νόμον της χάριτος, όπως και πάσα «προσπάθεια» προς τα ζώα αντιβαίνει προς τα εντολάς του Θεού Όστις αληθώς αγαπά τον άνθρωπον και εις τας προσευχάς αυτού πενθεί δι’ όλον τον κόσμον, ούτος ουδέποτε προσκολλάται εις τα ζώα
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Η ψυχή του Γέροντος ενεθουσιάζετο εκ του κάλλους του ορατού κόσμου Τον ενθουσιασμόν τούτον δεν εξεδήλου ούτε δια της στάσεως του σώματος, ούτε δια κινήσεων Ήτο δυνατόν να αντιληφθής αυτόν μόνον εκ της εκφράσεως του προσώπου και εκ του τόνου της φωνής Δι’ αυτού του συγκεκρατημένου και ουχί επιδεικτικού ύφους εγίνετο έτι πλέον αισθητόν το βάθος του βιώματος αυτού Έχων πάντοτε συνηγμένον τον νουν εις τον έσω άνθρωπον, ολίγην προσοχήν έδιδεν εις τον έξω κόσμον, αλλ’ ότε εστρέφετο το βλέμμα αυτού εις την ωραιότητα του κόσμου, τούτο εγίνετο νέα αφορμή θεωρίας της δόξης του Θεού και νέας στροφής της καρδίας προς τον Θεόν
Εις τούτο ωμοίαζε προς τα παιδία· τα πάντα εξέπληττον αυτόν Ορθώς παρατηρεί εις τας σημειώσεις αυτού ότι όστις απώλεσε την χάριν δεν αισθάνεται πρεπόντως την ωραιότητα του ορατού κόσμου και υπ’ ουδενός εκπλήττεται Όλη η αφράστως μεγαλειώδης δημιουργία του Θεού δεν συγκινεί αυτόν Αντιθέτως, όταν η χάρις του Θεού είναι μετά του ανθρώπου, τότε το παν εν τω κόσμω καταπλήττει την καρδίαν δια της ασυλλήπτου ωραιότητος αυτού, και η ψυχή εκ της θεωρίας ορατού κάλλους έρχεται εις την κατάστασιν της αισθήσεως του Θεού, του ζώντος και θαυμαστού εν πάσιν
Ο Γέρων έβλεπε τα νέφη, την θάλασσαν, τα όρη, τα δάση, τους λειμώνας, τα δένδρα, θαυμάζων την ωραιότητα αυτών Έλεγεν ότι η δόξα του Δημιουργού είναι μεγαλοπρεπής και εις τούτον εισέτι τον ορατόν κόσμον Αλλά να ίδης εν Πνεύματι Αγίω την δόξαν του Ιδίου του Κυρίου, τούτο είναι θέα ασυγκρίτως υπερβαίνουσα πάσαν ανθρώπινην ιδέαν
Παρατηρών ποτε την κίνησιν των νεφών επί του σμαραγδίνου κυανού ελλαδικού ουρανού είπε:
‐ Σκέπτομαι οπόσον μεγαλειώδης είναι ο Κύριος ημών, οποίαν ωραιότητα εποίησε προς δόξαν Αυτού επ’ αγαθώ του λαού αυτού, ούτως ώστε οι λαοί εν χαρά να δοξάζουν τον Δημιουργόν αυτών … Ώ, Δέσποινα, αξίωσον τον λαόν όπως ίδη την δόξαν του Κυρίου!
Ούτως ίστατο επί βραχύ τι διάστημα επί της θεωρίας του ορατού κάλλους και της δόξης του Θεού εν αυτώ, εκ νέου δε επέστρεφεν εις την προσευχήν υπέρ του λαού
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
Ηγάπα πολύ ο Γέρων τας μακράς ιεράς ακολουθίας εν τω ναώ, απεράντως πλουσίας εις πνευματικόν περιεχόμενον, και ετίμα το έργον των ψαλτών και των αναγνωστών, πολύ δε προσηύχετο δι’ αυτούς παρακαλών τον Θεόν όπως βοηθή αυτούς, ιδιαιτέρως κατά τον καιρόν των ολονυκτιών αγρυπνιών Παρά την αγάπην όμως αυτού προς την μεγαλοπρέπειαν, το κάλλος και την μουσικήν των ακολουθιών, έλεγεν ότι, αν και διετάχθησαν αύται κατά τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν κατά την μορφήν αυτών ατελή προσευχήν, και εδόθησαν εις τους πιστούς ως προσιταί και ωφέλιμοι εις πάντας
«Ο Κύριος έδωκεν εις ημάς τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας μετά
ψαλμωδίας ως εις αδύναμα παιδία Δεν γνωρίζομεν εισέτι να προσευχώμεθα, ως θα έπρεπε, και ούτως η ψαλμωδία είναι ωφέλιμος δι’ όλους, όταν ψάλλωμεν μετά ταπεινώσεως Αλλ’ είναι καλύτερον, όταν η καρδία ημών καθίσταται ναός του Κυρίου και ο νους θρόνος Αυτού» έγραφεν ούτος Και προσέθετεν:
«Ο Κύριος δοξάζεται εν τοις ναοίς, οι δε μοναχοί‐ερημίται δοξάζουν τον Θεόν εν ταις καρδίαις αυτών Η καρδία του ερημίτου γίνεται ναός, ο δε νους αυτού θυσιαστήριον, διότι ο Κύριος αγαπά να κατοική εν τη καρδία του ανθρώπου»
Έλεγε δε προσέτι ότι, όταν η αένναος προσευχή ριζωθή εις τα βάθη της καρδίας, όλος ο κόσμος μεταβάλλεται εις ναόν Θεού
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ
Πολλά έλεγε και έγραφεν ο Γέρων περί του ότι οι φυλάττοντες τας εντολάς του Κυρίου ομοιάζουν προς τον Χριστόν Η εξομοίωσις προς τον Χριστόν δύναται να είναι μεγαλυτέρα ή μικροτέρα, αλλά δεν ετέθησαν όρια εις αυτήν Τοσούτον ακαταλήπτως μεγάλη είναι η κλήσις του ανθρώπου Αληθώς γίνεται όμοιος τω Θεώ
Έλεγεν ο Γέρων:
«Ούτως ηγάπησεν ο Κύριος το ποίημα Αυτού, ώστε ο άνθρωπος εγένετο
όμοιος προς τον Θεόν»
Ενεθυμείτο τότε και τους λόγους του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου:
«Όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιωάν γ’ )
Ηγάπα απεράντως ο Γέρων τους λόγους του Χριστού:
«Πάτερ, ούς δέδωκας Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ κακείνοι ώσι μετ’ Εμού,
ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν» (Ιωάν ιζ’ )
Να θεωρής αυτήν την δόξαν, ών αμέτοχος αυτής είναι αδύνατον Ως εκ τούτου οι λόγοι, «ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν», σημαίνουν: ίνα και εις αυτούς δοθή η δόξα αύτη
«Ο Θεός αγάπη εστί», και ως ατελεύτητος αγάπη θέλει να δώση Εαυτόν όλον εις τον άνθρωπον
«Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκάς Μοι δέδωκα αυτοίς» (Ιωάν ιζ’ )
Κατά το τυπικόν της Μονής αι παννύχιοι αγρυπνίαι είναι κατ’ έτος
Και εάν η δόξα αύτη δοθή εις τους ανθρώπους, τότε, καίτοι κατά την
ουσίαν αυτού ο άνθρωπος μένει κτίσμα, γίνεται θεός κατά χάριν, ήτοι δέχεται την μορφήν της θείας υπάρξεως Ως ο Χριστός, εν μορφή Θεού υπάρχων, κατά την σάρκωσιν αυτού προσέλαβε την μορφήν του ανθρωπίνου είναι, ούτω και ο άνθρωπος έχων μορφήν δουλικού είναι, προσλαμβάνει εν Χριστώ την μορφήν του Θείου είναι (πρβλ Φιλ β’ ‐)
Περί τούτου εν σώφρονι εγκρατεία δεν αγαπά να ομιλή ούτε και η Αγία Γραφή
Διατί; Ίσως επειδή εξεγείρεται η φαντασία των ακουόντων και ονειροπόλως υψούνται εις τα νεφελώδη ύψη, επιλανθανόμενοι ή αγνοούντες ότι ο Θεός Ταπείνωσίς εστιν Επιγινώσκων τον Κύριον ως τον πλησιέστερον, τον πλέον οικείον Πατέρα,
έλεγεν ο Γέρων ότι «το Πνεύμα το Άγιον εποίησεν ημάς οικείους Αυτού»
Το Πνεύμα το Άγιον δια της εν τη ψυχή ελεύσεως αυτού καθιστά φυσικώς συγγενή τον άνθρωπον μετά του Θεού τοσούτον, ώστε η ψυχή μετά μεγάλης και αναμφιβόλου αισθήσεως κράζει προς τον Κύριον: Π ά τ ε ρ !
Η ψυχή του Γέροντος ηχμαλωτίζετο εκ της οράσεως του μεγαλείου του Κυρίου πάσχοντος δια τας αμαρτίας των ανθρώπων όλου του κόσμου Εξεπλήττετο ενώπιον του αμέτρου της θείας αγάπης και της ταπεινώσεως του Θεού
Έψαλλεν εν τη ψυχή αυτού αίνους εις τον Κύριον δια τα κοσμοσωτήρια
Αυτού πάθη και εγνώριζεν ότι τους αίνους τούτους εδίδασκεν εις αυτόν η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήσαν δε δι’ αυτόν γλυκύτεροι ή ό,τιδήποτε άλλο
Την δοξολογίαν των επουρανίων δυνάμεων αντελαμβάνετο ως ασίγητον ύμνον προς τον Κύριον δια την ταπείνωσιν και τα πάθη Αυτού, δια των οποίων απελύτρωσε τον άνθρωπον εκ του αιωνίου θανάτου
Ήκουεν ο Γέρων μυστικώς εν πνεύματι εκείνα τα χερουβικά, άτινα, καθώς έλεγεν, «ακούουν όλοι οι ουρανοί» και «είναι γλυκέα, διότι ψάλλονται εν Πνεύματι Αγίω»
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Γέρων είχεν ιδιότυπον τινα ιδέαν, ότι τον Θεόν δύναται να εκζητή μόνον εκείνος όστις εγνώρισε και ύστερον απώλεσε Αυτόν Εθεώρει ότι εκάστη αναζήτησις του Θεού προϋποθέτει γεύσιν τινα του Θεού
Ο Θεός ουδεμίαν ασκεί βίαν επί του ανθρώπου, αλλ’ ίσταται μακροθυμών
παρά την καρδίαν και ταπεινώς αναμένει πότε θα ανοιχθή αύτη εις Αυτόν Ο Ίδιος ο Θεός ζητεί τον άνθρωπον, πριν ή ο άνθρωπος εκζητήση Αυτόν Και όταν, κατά την κατάλληλον στιγμήν, εμφανίζηται ο Κύριος εις τον άνθρωπον, τότε μόνον γνωρίζει ούτος τον Θεόν κατά το δοθέν εις αυτόν μέτρον και τότε μόνον άρχεται ούτος να εκζητή τον Θεόν, Όστις αποκρύπτεται από της καρδίας
Έλεγεν ο Γέρων: «Πώς θα ζητής εκείνο, το οποίον δεν απώλεσας; Πώς θα
ζητής εκείνο, το οποίον ουδόλως γνωρίζεις; Αλλά η ψυχή γνωρίζει τον Κύριον και δια τούτο εκζητεί Αυτόν»
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΤΑΣΕΩΣ
Έκαστος των ανθρώπων βλέπει εις τους άλλους εκείνο μόνον, το οποίον δια της πνευματικής αυτού πείρας εγνώρισε περί εαυτού του ιδίου Δια τούτο η στάσις του ανθρώπου έναντι του πλησίον είναι ασφαλές σημείον του βαθμού αυτογνωσίας εις τον οποίον έφθασεν
Όστις έμαθεν εξ εαυτού αφ’ ενός μεν εις ποίον βάθος, εις ποίαν έντασιν δύνανται να φθάσουν αι οδύναι του ανθρωπίνου πνεύματος, όταν χωρισθή από του φωτός της αληθινής υπάρξεως, αφ’ ετέρου δε το μεγαλείον του ανθρώπου όταν ευρίσκηται εν τω Θεώ, εκείνος γνωρίζει ότι εκάστη ανθρωπίνη ύπαρξις έχει αιωνίαν αξίαν, μεγαλυτέραν όλου του άλλου κόσμου Γνωρίζει την αξίαν του ανθρώπου, γνωρίζει ότι αγαπητός ενώπιον του Θεού είναι έκαστος των «ελαχίστων τούτων» (Ματθ κε’ ) Και ως εκ τούτου ποτέ, ούτε και εσωτερικώς, δεν λογίζεται τον φόνον, δεν επιτρέπει εις εαυτόν να προξενήση βλάβην εις τον πλησίον ή έστω και να θλίψη αυτόν
Όστις «απλώς πιστεύει» ή ησθάνθη εν εαυτώ μόνον μετρίαν τινα χάριν και
ασαφώς εισέτι «προσδοκά» την αιωνίαν ζωήν, ούτος κατά το μέτρον της προς τον Θεόν αγάπης αυτού φυλάττει εαυτόν από της αμαρτίας, αλλ’ η αγάπη αυτού είναι ατελής και δύναται να προσβάλη τον αδελφόν
Και όστις ασπλάγχνως «χάριν του ιδίου συμφέροντος» ζημιοί τους άλλους ή και διαπράττει φόνον, ούτος είτε εξομοιώθη προς τα κτήνη και εν τω βάθει αυτού αυτογινώσκει εαυτόν όντα θηριόμορφον, τουτέστι δεν πιστεύει εις την αιώνιον ζωήν, είτε ίσταται εν οδώ δαιμονιώδους πνευματικότητος
Ο ίδιος ο Γέρων, δια της εις αυτόν εμφανίσεως του Χριστού, έμαθε να διαβλέπη εις έκαστον την εικόνα του Θεού Τους ανθρώπους εν γένει εδέχετο ως τέκνα Θεού, ως φορείς του Αγίου Πνεύματος Το Πνεύμα το Άγιον, ως Πνεύμα και Φως της Αληθείας, ζη εν τινι μέτρω εν εκάστω και «φωτίζει πάντα άνθρωπον» Εκείνος δε, όστις διαμένει εν τη χάριτι, βλέπει αυτήν και εις τους άλλους Όστις όμως δεν αισθάνεται εντός αυτού την χάριν, ούτος και εις τους άλλους δεν βλέπει αυτήν Έλεγεν ότι εκ του τρόπου, καθ’ όν ο άνθρωπος προσδέχεται τον πλησίον αυτού, δύνασαι να κρίνης περί του βαθμού της χάριτος την οποίαν φέρει εν εαυτώ: «Εάν ο άνθρωπος βλέπη εις τον αδελφόν αυτού την παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος, σημαίνει ότι και ο ίδιος έχει μεγάλην χάριν Εάν τις όμως μισή τον αδελφόν αυτού, σημαίνει ότι ο ίδιος κατέχεται υπό πονηρού πνεύματος»
Τούτο το τελευταίον δια τον Γέροντα ήτο εντελώς αναμφίβολον Είχε βαθείαν συνείδησιν ότι πας άνθρωπος μισήσας τον αδελφόν αυτού, οιοσδήποτε και αν είναι, κατέστησε την καρδίαν αυτού κατοικίαν πνεύματος πονηρού και ούτως εχωρίσθη από του Χριστού
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Την ζωήν του πνευματικού κόσμου ο Γέρων εγνώριζεν ως ενιαίαν Δυνάμει δε αυτής της ενότητος έκαστον πνευματικόν φαινόμενον αναποφεύκτως
αντανακλά επί της καταστάσεως όλου του κόσμου· ώστε, εάν το φαινόμενον
είναι αγαθόν, τότε όλος ο κόσμος των αγίων πνευμάτων, «όλοι οι ουρανοί», χαίρουν, και αντιθέτως, εάν είναι κακόν, θλίβονται Αν και έκαστον πνευματικόν φαινόμενον αναποφεύκτως αφίνει το αποτύπωμα αυτού εις την ύπαρξιν όλου του πνευματικού κόσμου, όμως εκείνη η λεπτή διαίσθησις, περί ής ωμίλει ο Γέρων, προσιδιάζει κυρίως εις του Αγίους Την τοιαύτην γνώσιν, ήτις εξέρχεται των ορίων της ανθρωπίνης στενότητος, απέδιδεν εις την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος Η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω «βλέπει» όλον τον κόσμον και περιπτύσσεται αυτόν εν αγάπη
Ο Γέρων ήτο βέβαιος ότι οι Άγιοι ακούουν των προσευχών ημών Έλεγεν ότι τούτο είναι φανερόν εκ της διαρκούς πείρας της εν τη προσευχή μετά των Αγίων κοινωνίας Εν Πνεύματι Αγίω ήδη επί της γης οι Άγιοι λαμβάνουν «εκ μέρους» τούτο το χάρισμα, το οποίον μετά την έξοδον αυτών προσλαμβάνει ασυγκρίτως ευρυτέρας διαστάσεις
Ομιλών περί του αληθώς θεοειδούς τούτου ιδιώματος των Αγίων,εθαύμαζεν ο Γέρων το άμετρον της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον:
«Ούτως ηγάπησεν ο Κύριος τον άνθρωπον, ώστε έδωκεν εις αυτόν το Πνεύμα το Άγιον και εν Πνεύματι Αγίω εγένετο ο άνθρωπος όμοιος προς τον Θεόν Εκείνοι, οίτινες δεν πιστέυουν τούτο και δεν προσεύχονται εις τους Αγίους, δεν εγνώρισαν οπόσον αγαπά ο Κύριος τον άνθρωπον και οπόσον εμεγάλυνεν αυτόν»
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Πολλάκις έλεγεν ο Γέρων ότι, «όταν όλος ο νους είναι εν τω Θεώ, τότε ο κόσμος λησμονείται», εν ταυτώ δε γράφει: «Ο πνευματικός άνθρωπος ίπταται ως αετός εις τα ύψη και δια της ψυχής αυτού αισθάνεται τον Θεόν και βλέπει όλον τον κόσμον καίτοι προσεύχεται εν τω σκότει της νυκτός»
Εγείρεται όμως το ερώτημα: Δεν υπάρχει επί του προκειμένου αντίφασις;
Και άλλο: Η θεωρία αύτη του κόσμου δεν είναι φαντασία;
Αλλά πάλιν ο ίδιος γράφει: «Σπάνιαι είναι αι ψυχαί, αίτινες Σε γνωρίζουν, και ολίγοι εκείνοι, μετά των οποίων δύναταί τις να ομιλή περί Σου»
Όντες και ημείς μεταξύ εκείνων, οίτινες δεν γνωρίζουν τον Θεόν και δεν δύνανται να ομιλούν περί Αυτού, παρακαλούμεν όλους εκείνους, οίτινες εγνώρισαν τον Θεόν, επιεικώς να συγχωρήσουν εις ημάς την τολμηράν απόπειραν να διεισδύσωμεν, έστω και ολίγον, εις την έννοιαν των λόγων του μακαρίου Γέροντος
Η καθαρά προσευχή έλκει τον νουν εντός της καρδίας και συνάγει εν ενί τον όλον άνθρωπον, έτι δε και το σώμα αυτού Ο νους βυθιζόμενος εν τη καρδία εξέρχεται των μορφών του κόσμου και η ψυχή, δι’ όλων των δυνάμεων αυτής στρεφομένη προς τον Θεόν δι’ εσωτερικής προσευχής, βλέπει εαυτήν εν τω Φωτί τω εξ Αυτού εκπορευομένω κατά εντελώς ιδιαίτερον τρόπον Βλέπει δε ουχί τα εξωτερικά φαινόμενα ή τας συνθήκας της επί γης υπάρξεως αλλά αυτήν καθ’ εαυτήν γεγυμνωμένην εν τη φύσει αυτής και αποκεκαλυμμένην εν τω βάθει αυτής
Παρά το αόρατον, το απλούν και «συνεσταλμένον» της θεωρίας αυτής, ήτις κατευθύνεται προς την πηγήν της υπάρξεως, τουτέστι προς τον Θεόν, αποκαλύπτονται εν αυτή τα όρια μεταξύ των οποίων κινείται το είναι όλου του κτιστού πνευματικού κόσμου, και η ψυχή, κεχωρισμένη από παντός ορατού και ουδέν βλέπουσα, βλέπει εν τω Θεώ τον κόσμον άπαντα και συναισθάνεται την ενότητα αυτής μετ’ αυτού προσευχομένη υπέρ αυτού «Αλλ’ εγώ έν μόνον πράγμα επιθυμώ: να προσεύχωμαι υπέρ πάντων ως και δι’ εμέ τον ίδιον» γράφει ο ΓέρωνΠάντες ημείς πλειστάκις ενεθουσιάσθημεν θεωρούντες το μεγαλείον και την ωραιότητα της φύσεως Αλλ’ ιδού ενώπιον ημών, φερ’ ειπείν, μικρά άχρωμος τις φωτογραφία, όπου αντί των αχανών και αφθάστων υπό του οφθαλμού εκτάσεων βλέπομεν τεμάχιον τι χάρτου, αντί του απεριγράπτου πλούτου του φωτός, των κινήσεων, των χρωμάτων και των μορφών, βλέπομεν πενιχράν τινα σειράν μαύρων και φαιών κηλίδων Όσον μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ της μικράς νεκράς φωτογραφίας και του απεικονιζομένου εν αυτή, τοσαύτη και έτι πλέον είναι η διαφορά μεταξύ των ανωτέρω λεχθέντων και εκείνης της ζωής, ήτις είναι κρυμμένη πέραν αυτών
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο Γέρων ήτο πεπροικισμένος μετά ζωηρού, ωραίου και ασυνήθως τολμηρού νου Γράφει:
«Δια της διανοίας ημών δεν δυνάμεθα να γνωρίσωμεν ούτε πώς εγένετο ο ήλιος Και όταν παρακαλώμεν τον Θεόν, “ειπέ ημίν πώς τον ήλιον εποίησας”, τότε ακούομεν ευκρινώς εν τη καρδία ημών την απάντησιν: “Ταπείνωσον σεαυτόν και θα γνωρίσης ουχί μόνον τον ήλιον, αλλά και τον Δημιουργόν αυτού” Και όταν η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω γνωρίση τον Κύριον, εκ της χαράς αυτής επιλανθάνεται του ηλίου και πάσης της κτίσεως, και εγκαταλείπει την μέριμναν της επιγείου γνώσεως» Υπό τον σχεδόν αφελή τούτον τρόπον εκφράσεως υπάρχει κεκρυμμένη ένδειξις περί δύο διαφορετικών οδών γνώσεως των όντων Η συνήθης και εις όλους γνωστή οδός προς την γνώσιν συνίσταται εις το ότι η γνωστική δύναμις του ανθρωπίνου πνεύματος, κατευθυνομένη προς τα έξω, συναντάται μετ’ αναριθμήτου πολυμορφίας φαινομένων, ειδών, μορφών και ατελευτήτου διαφοροποιήσεως παντός γεγονότος Και ως εκ τούτου η γνώσις ποτέ δεν φθάνει ούτε εις το πλήρωμα, ούτε εις την αληθώς πραγματικήν ενότητα
Δια του τρόπου αυτού της γνώσεως ο νους, ζητών επιμόνως την ενότητα,καταφεύγει εις σύνθεσιν πάντοτε και αναποφεύκτως τεχνητήν Και η ενότης εκείνη, εις την οποίαν καταλήγει ακολουθών την οδόν αυτήν, δεν είναι τι πραγματικώς και αντικειμενικώς υπάρχον, αλλ’ απλώς ιδιάζουσα τις εις αυτόν μορφή αφηρημένης διανοήσεως
Η άλλη οδός προς την γνώσιν των όντων έγκειται εις την στροφήν του ανθρωπίνου πνεύματος προς εαυτό και εν συνεχεία προς τον Θεόν Τότε έρχεται τι αντίστροφον εκείνου, το οποίον είδομεν εις τον πρώτον τρόπον γνώσεως: Ο νους εξέρχεται από του ατελευτήτου πλήθους και του κατακερματισμού των φαινομένων του κόσμου και δι’ όλης της δυνάμεως αυτού στρέφεται προς τον Θεόν, μένων δε εν τω Θεώ βλέπει και εαυτόν και όλον τον κόσμον Είναι φυσικόν δια τον πεπτωκότα άνθρωπον να καταφεύγη εις το πρώτον είδος γνώσεως· το δεύτερον είναι η οδός του Υιού του ανθρώπου
«Ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα … Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ ά Αυτός ποιεί
Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν Εαυτώ, ούτως έδωκε και τω Υιώ ζωήν έχειν εν Εαυτώ» (Ιωάν ε’ ‐, )
Πόσον αφελείς είναι εκείνοι οίτινες ελπίζουν να φθάσουν εις τελείαν και πλήρη γνώσιν δια των οδών της εμπειρικής επιστήμης!
Η δευτέρα μορφή γνώσεως εμφανίζεται μετά της καθαράς προσευχής και του χαρίσματος της θαυματουργίας Εισαγόμενοι εις το ρεύμα του θελήματος του Πατρός οι Άγιοι, ως ο Υιός του Θεού, εποίουν θαύματα, και ούτως απέβαινον μέτοχοι (βλ Β’ Πέτρ α’ · Α’ Κορ θ’ ) και συνεργοί (Α’ Κορ γ’ ) εν τη πράξει της δημιουργίας του κόσμου (πρβλ Ιωάν ε’ ) Εν τοις ορίοις του επιγείου βίου εμπειρία τις γνώσεως του είδους τούτου είναι πάντοτε μερική, αλλά μετά την έξοδον εκ του κόσμου τούτου εκείνοι, οίτινες αυξάνουν εν Θεώ, κληρονομούν την παγγνωσίαν και την παντοδυναμίαν του Θεού (βλ Ιωάν ιδ’ · Ματθ κη’ )
Προς τοιούτον τρόπον γνώσεως δια της προσευχής ηγωνίζετο η ψυχή του
Γέροντος, όστις, αν και δεν απώλεσε το υγιές αίσθημα της πραγματικότητος του επιγείου βίου, εν τούτοις μέχρι του τέλους της ζωής αυτού παρέμεινεν απομεμακρυσμένος των βιοτικών μεριμνών και ξένος της κοσμικής «προσπαθείας» και περιεργείας Το πνεύμα αυτού ήτο πάντοτε απησχολημένον μόνον μετά του Θεού και του ανθρώπου
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ
Εν τη επιθυμία ημών να γνωρίσωμεν εκ του Γέροντος, εάν υπάρχη αναμφίβολον τι σημείον παρέχον την δυνατότητα ασφαλούς διακρίσεως της αληθούς πνευματικής οδού εξ εκείνων των «φασμάτων της αληθείας» άτινα ευρίσκονται εις τας αποκλίσεις εκ της οδού ταύτης, είχομεν μετ’ αυτού συνομιλίαν επί του θέματος τούτου, και ο λόγος αυτού ήτο δι’ ημάς ανεκτίμητος Έλεγεν:
«Όταν ο όλος άνθρωπος πληρούται υπό του Αγίου Πνεύματος δια της γλυκύτητος της αγάπης Αυτού, τότε ο κόσμος “λησμονείται” εντελώς, και η ψυχή εν αρρήτω χαρά ενατενίζει εις τον Θεόν Ότε όμως η ψυχή εκ νέου ενθυμηθή τον κόσμον, τότε εκ της αγάπης του Θεού και της ευσπλαγχνίας προς τον άνθρωπον πενθεί και προσεύχεται δι’ όλον τον κόσμον
»Παραδιδομένη εις τα δάκρυα και την γεννηθείσαν εκ της αγάπης υπέρ του κόσμου προσευχήν, η ψυχή εκ της γλυκύτητος του Πνεύματος του Αγίου δύναται πάλιν να επιλησθή του κόσμου και να αναπαυθή εν τω Θεώ Ενθυμουμένη όμως τον κόσμον εν μεγάλη εκ νέου θλίψει προσεύχεται μετά δακρύων ποθούσα την σωτηρίαν πάντων
Και αύτη είναι η αληθινή οδός, της οποίαν διδάσκει το Πνεύμα το Άγιον
»Το Άγιον Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης, και διδάσκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον Το πνεύμα δε της πλάνης, είναι υπερήφανον και δεν οικτίρει τον άνθρωπον, ούτε την λοιπήν δημιουργίαν Μη όν τούτο δημιουργός των όντων, ενεργεί ως κλέπτης και άρπαξ, και η οδός αυτού γέμει ολέθρου
»Το πνεύμα της πλάνης δεν δύναται να δώση την αληθινήν γλυκύτητα Φέρει μόνον ταραχώδη τινά γλυκύτητα κενοδοξίας Εν αυτώ δεν υπάρχει ούτε ταπείνωσις, ούτε ειρήνη, ούτε αγάπη, αλλ’ είναι πεπληρωμένον ψυχράς αδιαφορίας, υπερηφανίας, ή και απογνώσεως
»Το Άγιον Πνεύμα διδάσκει την αγάπην του Θεού και η ψυχή επιποθεί τον Θεόν και ηδέως εκζητεί Αυτόν μετά δακρύων ημέρας και νυκτός, ενώ ο εχθρός μεταδίδει την εαυτού μελαγχολίαν, επαχθή και ζοφεράν, αποκτείνουσαν την ψυχήν
»Εκ των σημείων τούτων δύνασαι ευκρινώς να διακρίνης την Θείαν χάριν από της πλάνης του εχθρού»
Είπομεν εις τον Γέροντα ότι υπάρχουν άνθρωποι οίτινες αντιλαμβάνονται την απάθειαν ουχί ως αγάπην του Θεού, αλλ’ ως ιδιαιτέραν τινά θεωρίαν του είναι, ήτις ίσταται πέραν της διακρίσεως του καλού και του κακού, και ότι αυτήν την θεωρίαν εκλαμβάνουν ως μεγαλυτέραν της χριστιανικής αγάπης Εις τούτο είπεν ο Γέρων:
‐ Είναι επιστήμη του εχθρού Το Πνεύμα το Άγιον δεν διδάσκει ούτω
Και ακούοντες τον Γέροντα, δεν ηδυνάμεθα να μη ενθυμηθώμεν τας δαιμονικάς μορφάς εκείνων των «υπερανθρώπων», οίτινες διαβαίνουν «πέραν του καλού και του κακού»
Έλεγεν ο Γέρων:
‐ Το Πνεύμα το Άγιον είναι αγάπη και δίδει εις την ψυχήν την δύναμιν να
αγαπά τους εχθρούς, και όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν γνωρίζει εισέτι τον Θεόν
Το τελευταίον τούτο κριτήριον κατείχεν εν τη ψυχή του Γέροντος όλως ιδιαιτέραν και αναντίρρητον θέσιν Έλεγεν:
‐ Ο Κύριος είναι ο ελεήμων Δημιουργός και οικτίρει τους πάντας Ο Κύριος σπλαγχνίζεται πάντας τους αμαρτωλούς, ως η μήτηρ φείδεται των εαυτής τέκνων, και όταν έτι αυτά πορεύωνται την κακήν οδόν Όπου δεν υπάρχει αγάπη προς τους εχθρούς και τους αμαρτωλούς, εκεί δεν υπάρχει πνεύμα Κυρίου
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Διηγήθημεν ανωτέρω την συνομιλίαν του Γέροντος μετά τινος νεαρού
φοιτητού, εκ της οποίας καθίστανται μέχρι τινός φανεραί αι απόψεις αυτού περί της ελευθερίας Επί τούτου θα ηθέλομεν να αναφέρωμεν συμπληρωματικώς και άλλας σκέψεις, τας οποίας ηκούσαμεν παρ’ αυτού, εν μέρει δε συναντώμεν αυτάς εν ταις γραφαίς του Γέροντος εκπεφρασμένας εις γλώσσαν δια τους πλείστους ακατανόητον
Η ζωή του Γέροντος διέρρευσε πρωτίστως εν προσευχή ο δε
προσευχόμενος νους δεν σκέπτεται, ήτοι δεν συλλογίζεται, αλλά ζη Η ενέργεια του προσευχομένου νοός δεν είναι χειρισμός αφηρημένων εννοιών, αλλά συμμετοχή εν τη υπάρξει Νους αληθώς προσευχόμενος δεν χειρίζεται ορθολογικάς κατηγορίας, αλλά κατηγορίας ποιοτικώς διαφόρους Και το είδος τούτο των κατηγοριών είναι αυτή η ύπαρξις εν ενεργεία, μη δυναμένη να περιληφθή εις τα στενά πλαίσια των αφηρημένων εννοιών
Ο Γέρων δεν ήτο φιλόσοφος υπό την συνήθη σημασίαν της λέξεως, αλλ’ ήτο τω όντι σοφός, κατέχων γνώσιν εκείνου όπερ εξέρχεται των ορίων της φιλοσοφίας
Ας φέρωμεν ως παράδειγμα την πείραν της «μνήμης του θανάτου» Υπό τον όρον αυτόν εν τη ασκητική γραμματεία των Πατέρων εννοείται ουχί η συνηθισμένη συνείδησις του ανθρώπου περί της θνητότητος αυτού, τε η απλή μνήμη ότι θα αποθάνωμεν, αλλ’ ιδιαιτέρα τις πνευματική αίσθησις εμπνεομένη υπό της χάριτος Άρχεται η μνήμη του θανάτου δια της συναισθήσεως της βραχύτητος της επιγείου υπάρξεως ημών· άλλοτε εξασθενούσα άλλοτε δε δυναμουμένη κατά καιρούς γίνεται βαθύ «αίσθημα» της φθοράς και του παροδικού παντός επιγείου, μεταβάλλουσα τοιτουτοτρόπως την στάσιν του ανθρώπου έναντι παντός πράγματος εν τω κόσμω Παν ό,τι δεν μένει αιωνίως παύει να έχη αξίαν εις την συνείδησιν του ανθρώπου και γεννά το αίσθημα της ματαιότητος πασών των επί γης κτήσεων Η προσοχή του νοός χωρίζεται από του περιβάλλοντος εξωτερικού κόσμου και συγκεντρούται εις τα έσω, όπου η ψυχή ίσταται κατά πρόσωπον προ της ακαταλήπτου αβύσσου του σκότους Η θέα αύτη εμβάλλει την ψυχήν εις τρόμον, γεννώσα σύντονον προσευχήν, ακράτητον ημέρας και νυκτός Καταργείται η έκτασις του χρόνου, κατ’ αρχάς όμως ουχί διότι η ψυχή είδε το φως της αιωνίου ζωής, αλλ’ αντιθέτως, διότι το παν κατεβροχθίσθη υπό του αισθήματος του αιωνίου θανάτου Εν τέλει, διερχομένη πολλά και διάφορα στάδια η ψυχή τη επενεργεία της χάριτος εισάγεται εις την σφαίραν του ανάρχου Θείου φωτός Και τούτο δεν είναι φιλοσοφική «υπέρβασις», αλλά ζωή εν τη πραγματική αυτής εκδηλώσει, μη έχουσα ανάγκην διαλεκτικών «αποδείξεων» Τούτο είναι γνώσις απροσδιόριστος, αναπόδεικτος, ανεκδήλωτος, αλλά παρά το απροσδιόριστον αυτής ως αυθεντική ζωή, είναι ασυγκρίτως κραταιοτέρα και εσωτερικώς πειστικωτέρα της πλέον αψόγου αφηρημένης διαλεκτικής
Προσηύχετο ο Γέρων:
«Κύριε, οι άνθρωποι επελάθοντο Σου, του Δημιουργού αυτών, και ζητούν την ελευθερίαν αυτών, μη εννοούντες ότι Συ είσαι ελεήμων, και αγαπάς τους μετανοούντας αμαρτωλούς, και δίδεις εις αυτούς την χάριν του Αγίου Πνεύματος» (σ )
Προσευχόμενος εις τον παντογνώστην Θεόν ο Γέρων δεν επολυλόγει, ούτε διεσαφήνιζε τας σκέψεις αυτού «Οι άνθρωποι ζητούν την ελευθερίαν αυτών», αλλ’ ελευθερίαν εκτός του Θεού, εκτός της αληθούς ζωής, εκεί όπου είναι «το σκότος το εξώτερον», διότι η ελευθερία ευρίσκεται μόνον εκεί όπου δεν υπάρχει θάνατος αλλά αυθεντική, αιώνια ύπαρξις, εν τω Θεώ
«Συ είσαι ελεήμων και δίδεις εις αυτούς την χάριν του Αγίου Πνεύματος»
Ο Θεός χορηγεί την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, και τότε ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος «Ού δε το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία» (Β’ Κορ γ’ ) «Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστι της αμαρτίας» Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα· ο Υιός μένει εις τον αιώνα Εάν ούν ο Υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάν η’ ‐)
Εν τη άνωθεν διδομένη προσευχή η υπαρξιακή ή, ως έλεγεν ο Γέρων,
«έμπειρος» γνώσις της ανθρωπίνης ελευθερίας είναι άκρως βαθεία Εκείνος εγνώριζεν εξ όλης ψυχής ότι η πραγματική δουλεία είναι μόνον μία, η δουλεία εις την αμαρτίαν, η δε αληθινή ελευθερία είναι ωσαύτως μία, η ανάστασις εν τω Θεώ
Εν όσω ο άνθρωπος δεν ηξιώθη να βιώση την εν Χριστώ ανάστασιν αυτού, το παν εν αυτώ είναι ηλλοιωμένον εκ του φόβου του θανάτου, και επομένως εκ της δουλείας εις την αμαρτίαν Εξ όσων όμως δεν εγνώρισαν εισέτι την χάριν της αναστάσεως, εκφεύγουν της παραμορφώσεως μόνον εκείνοι δια τους οποίους ελέχθη: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν κ’ )
Ακατάληπτος και απροσδιόριστος εις τας πηγάς αυτής, εις το αιώνιον αυτής θεμέλιον, είναι η πνευματική ζωή· απλή και ενιαία εις την ουσίαν, και αγνοούμεν το όνομα αυτής Ενδέχεται να απεκάλει τις την σφαίραν ταύτην υπερσυνείδητον Αλλ’ ο όρος ούτος και ασαφής είναι και ουδέν πλείον προσδιορίζει, ει μη την συσχέτισιν μεταξύ της αντανακλαστικής συνειδήσεως και του κόσμου εκείνου, όστις εξέρχεται των ορίων αυτής
Εάν μεταβώμεν εξ αυτής της απροσδιορίστου σφαίρας εις εκείνην, ήτις υπόκειται ήδη εις την εσωτερικήν ημών παρατήρησιν, προσέτι δε μέχρι τινός και εις έλεγχον, η πνευματική ζωή εμφανίζεται διττώς: ως πνευματική κατάστασις ή βίωμα, και ως δογματική συνείδησις Αι δύο αύται επόψεις, διάφοροι και μέχρι τινός, κεχωρισμέναι εν τη «ενσαρκώσει» αυτών (ήγουν εν τη μορφοποιημένη εκδηλώσει αυτών εντός της εμπειρικής ημών ζωής) κατά την ουσίαν αυτών είναι ενιαία και αδιαίρετος ζωή Δυνάμει τούτου εκάστη ασκητική πράξις, εκάστη πνευματική κατάστασις, είναι αχωρίστως συνδεδεμένη προς την αντίστοιχον αυτή δογματικήν συνείδησιν
Έχοντες υπ’ όψιν τα ανωτέρω προσεπαθήσαμεν πάντοτε να κατανοήσωμεν προς ποίαν δογματικήν συνείδησιν συνεδέετο η μεγάλη προσευχή και ο μέγας δια τον κόσμον θρήνος του Γέροντος
Εάν μεταφράσωμεν τους λόγους του Γέροντος, δυσκόλως εννοουμένους εν τη αγία και μεγάλη απλότητι αυτών, εις γλώσσαν πλέον προσιτήν εις την αντίληψιν των συγχρόνων ανθρώπων, ελπίζομεν να κατορθώσωμεν κατωτέρω την έκφρασιν της δογματικής αυτού συνειδήσεως
Ο Γέρων έλεγε και έγραφεν ότι η κατά Χριστόν αγάπη δεν δύναται να υπομείνη την απώλειαν ουδενός, και, εν τη φροντίδι αυτής υπέρ της σωτηρίας πάντων, πορεύεται προς την επιτυχίαν του σκοπού αυτής δια της οδού της θυσίας
«Εις τον μοναχόν ο Κύριος δίδει την αγάπην του Αγίου Πνεύματος και εκ της αγάπης αυτής η καρδία του μοναχού είναι πάντοτε περίλυπος δια τον λαόν,
επειδή δεν σώζονται πάντες Ο Ίδιος ο Κύριος τοσούτον ήτο περίλυπος δια τον
λαόν, ώστε παρέδωκεν Εαυτόν εις τον δια σταυρού θάνατον Και η Παναγία την αυτήν λύπην δια τους ανθρώπους έφερεν εν τη καρδία Αυτής, και ομοίως προς τον Ηγαπημένον Αυτής Υιόν «εις τέλος» επόθει την σωτηρίαν του σύμπαντος κόσμου
»Το αυτό Άγιον Πνεύμα έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους και εις τους
Αγίους ημών Πατέρας, και εις τους ποιμένας της Εκκλησίας» (σ )
Εν αληθεία χριστιανικώς δύνασαι να σώσης μόνον δια της αγάπης, ήτοι
«ελκύων» Δι’ οιανδήποτε βίαν δεν υπάρχει τόπος Εν τη αναζητήσει της σωτηρίας πάντων η αγάπη περιπτύσσεται ουχί μόνον τον κόσμον των ζώντων, αλλά και των ήδη αποθανόντων, και αυτόν τον άδην και εκείνους οίτινες μέλλουν να γεννηθούν, τουτέστι τον Αδάμ παγγενή Και αν ευφραίνηται και αγάλληται η αγάπη δια την σωτηρίαν των αδελφών, πενθεί και προσεύχεται βλέπουσα το αντίθετον, την απώλειαν αυτών
Ηρωτήσαμεν τον Γέροντα:
‐ Πώς δύναταί τις να αγαπά πάντας τους ανθρώπους; Και πού να
εύρη τοιαύτην αγάπην, ώστε να είναι έν μετά πάντων;
Ο Γέρων απήντησεν:
‐ Ίνα γενώμεθα έν μετά πάντων, καθώς λέγει ο Κύριος, «ίνα πάντες έν ώσι», ουδέν είναι αναγκαίον να επινοήσωμεν· πάντες ημείς έχομεν μίαν και την ιδίαν φύσιν Ως εκ τούτου φυσικόν θα ήτο δι’ ημάς να αγαπώμεν τους πάντας Την δε δύναμιν της αγάπης δίδει το Πνεύμα το Άγιον
Η δύναμις της αγάπης είναι μεγάλη και νικηφόρος, αλλ’ ουχί έως τέλους Εν τω ανθρωπίνω είναι ενυπάρχει εξουσία τις, ήτις θέτει και εις την αγάπην προσέτι όριόν τι, ώστε και αύτη να μη έχη το απόλυτον Τι άραγε είναι τούτο;
Το αυτεξούσιον
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είναι αληθώς πραγματικόν και τοσούτον
μέγα, ώστε ούτε η θυσία του Ιδίου του Χριστού, ούτε η θυσία πάντων, όσοι ηκολούθησαν τον Χριστόν, δύναται να οδηγήση αναγκαστικώς εις την νίκην
Ο Κύριος είπε: «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης (ήτοι όταν θα ανέλθω επί του σταυρού), πάντας ελκύσω προς Εμαυτόν» (Ιωάν ιβ’ ) Ούτως η αγάπη του Χριστού ελπίζει να ελκύση τους πάντας προς εαυτήν, και δια τούτο πορεύεται μέχρις άδου κατωτάτου Άλλ’ έτι και εις αυτήν την τελείαν αγάπην και την τελείαν θυσίαν τινές –άγνωστον ποίοι και πόσοι– δυνατόν να απαντήσουν δι’ αιωνίου απορρίψεως του Θεού: «Εγώ δεν θέλω»
Και η φοβερά αύτη δυνατότης του αυτεξουσίου, γνωστή εις την πνευματικήν πείραν της Εκκλησίας, ωδήγησεν εις την απόρριψιν της ιδέας των ωριγενιστών, τουτέστιν απόρριψιν εισέτι και «θείας» τινός αιτιοκρατίας (determinism)
Αναμφιβόλως εκ της «ωριγενιστικής» συνειδήσεως δεν δύναται να γεννηθή τοιαύτη προσευχή την οποίαν βλέπομεν εις τον Γέροντα
Ό,τι ο Γέρων εγνώρισε κατά την εμφάνισιν του Χριστού εις αυτόν, ήτο πέραν πάσης αμφιβολίας Εγνώρισεν ότι ο Επιφανείς είναι ο Κύριος Παντοκράτωρ Εγνώρισεν ότι η ταπείνωσις του Χριστού, της οποίας εγεύθη, η αγάπη της οποίας ενεπλήσθη έως των ορίων της αντοχής αυτού, είναι η ενέργεια
του Αγίου Πνεύματος‐Θεού Εγνώρισεν εν Πνεύματι Αγίω ότι ο Θεός είναι άπειρος αγάπη και άμετρος ευσπλαγχνία, και όμως η γνώσις αυτής της αληθείας δεν ωδήγησεν αυτόν εις την σκέψιν ότι «απαραιτήτως θα σωθούν οι πάντες» Η συνείδησις της δυνατότητος της αιωνίου απωλείας παρέμεινε βαθέως εν τω πνεύματι αυτού, και τούτο διότι εν τη καταστάσει της χάριτος αποκαλύπτονται εις την ψυχήν τα μέτρα της ελευθερίας του ανθρώπου αποκλειούσης πάσαν ιδέαν ετεραρχίας
Η ουσία της απολύτου ελευθερίας έγκειται εις το εξής: να ορίζη η ιδία εν πάσι τον τρόπον της υπάρξεως αυτής, έξω πάσης εξαρτήσεως ή αναγκαιότητος, έξω παντός περιορισμού Αύτη είναι η ελευθερία του Θεού· ο άνθρωπος δεν έχει τοιαύτην ελευθερίαν ως μη έχων την εξουσίαν της δημιουργίας «εκ του μηδενός»
Ο έσχατος πειρασμός δια την κτιστήν ελευθερίαν του ανθρώπου (ως και εν γένει των υποστατικών πνευμάτων) έγκειται εις το να δημιουργήση η ιδία την μορφήν της υπάρξεως αυτής, να καθορίση η ιδία αυτήν εν πάσιν, η ιδία να γίνη
«θεός» και να μη δεχθή μόνον εκείνο, όπερ δίδεται, διότι ούτως εγείρεται το αίσθημα της εξαρτήσεως
Έλεγεν ο μακάριος Γέρων ότι και ο πειρασμός ούτος υπερνικάται δια της προς τον Θεόν πίστεως, όπως και πας άλλος Η πίστις ότι ο Θεός είναι υπεράνω πάσης τελειότητος έλκει εις την ψυχήν την χάριν και τότε δεν υπάρχει καταθλιπτικόν αίσθημα εξαρτήσεως, αλλ’ η ψυχή αγαπά τον Θεόν ως τον πλέον συγγενή Πατέρα και ζη δι’ Αυτού
Ο Γέρων ήτο άνθρωπος ολιγογράμματος, αλλ’ η έφεσις αυτού προς την γνώσιν της αληθείας ουδαμώς ασθενεστέρα ήτο οιουδήποτε άλλου Η οδός αυτού όμως προς την γνώσιν της ζητουμένης αληθείας ήτο διάφορος των μεθόδων της θεωριτικής φιλοσοφίας Γνωρίζοντες τούτο, μετά μεγάλου ενδιαφέροντος παρηκολουθούμεν τίνι τρόπω εις όλως ιδιαιτέραν ατμόσφαιραν και ιδιότυπον μορφήν ενεφανίζοντο τα διάφορα θεολογικά προβλήματα εις τον νουν αυτού και ελάμβανον λύσιν εν τη συνειδήσει αυτού Δεν ηδύνατο να αναπτύξη διαλεκτικώς πρόβλημα τι και να δώση εις τούτο συστηματικήν διατύπωσιν Εφοβείτο μήπως «σφάλη εις τον διανοητικόν συλλογισμόν» Αλλ’ αι διατυπούμεναι υπ’ αυτού θέσεις έφερον την σφραγίδα ιδιαιτέρου βάθους, ακουσίως δε ηγείρετο το ερώτημα: «Πόθεν τούτω η σοφία αύτη»;
Δι’ όλου του είναι αυτού ο Γέρων εμαρτύρει ότι η γνώσις των υψίστων πνευματικών αληθειών έγκειται εις την οδόν της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών και ουχί εις την «θύραθεν παιδείαν» Έζη εν τω Θεώ και άνωθεν ελάμβανε τον φωτισμόν, η δε γνώσις αυτού δεν ήτο η αφηρημένη κατανόησις, αλλ’ η υπαρκτική, τουτέστιν αυτή αύτη η ζωή
Εν τη αρχή του κεφαλαίου τούτου εθέσαμεν ως σκοπόν να αφηγηθώμεν την διδασκαλίαν του Γέροντος, αλλ’ εν τη πορεία της εργασίας εκρίναμεν ότι θα επιτύχωμεν ίσως καλύτερον του σκοπού ημών προσφέροντες κατά το εφικτόν την πνευματικήν αυτού πείραν Διότι αφ’ ενός μεν η πείρα αύτη, ούσα ενέργεια του Μεγάλου Θεού, εις εκάστην συγκεκριμένην ιστορικήν εμφάνισιν αυτής φέρει τι το αιωνίως νέον, αφ’ ετέρου δε πάσαι αι σκέψεις αυτού, αφορώσαι εις τα πλέον βαθέα πνευματικά προβλήματα, είναι αποτέλεσμα άθλου προσευχής και θείων επισκέψεων
Ο Χριστιανισμός δεν είναι «φιλοσοφία» ή «διδασκαλία», αλλά ζωή, και πάσαι αι συνομιλίαι και αι γραφαί του Γέροντος δεν είναι ει μη μαρτυρία «περί της ζωής ταύτης» (Πράξ ε’ )
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου του συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας1999
Τίτλος πρωτοτύπου:
СТАРЕЦ СИЛУАН, ИЕРОМОН СОФРОНИЙ, Paris 1952.
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου