Αγιος Σιλουανός o Αθωνίτης
Περί της προσωπικής σχέσης του ανθρώπου πρός τόν Θεόν
Ο Κύριος είπεν εις τον Πόντιον Πιλάτον: «Εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» Ο Πιλάτος απήντησε σκεπτικός: «Τί εστιν αλήθεια»; (Ιωάν ιη’ ‐) Και πεπεισμένος ότι εις τούτο το ερώτημα ουδεμία υπάρχει απάντησις, δεν ανέμενεν αυτήν ούτε και παρά του Χριστού, αλλ’ «εξήλθε προς τους Ιουδαίους» Ο Πιλάτος είχε δίκαιον: Εις το ερώτημα «ΤΙ εστιν αλήθεια;», εάν έχης υπ’ όψιν την υστάτην αλήθειαν, ήτις αποτελεί το θεμέλιον της όλης υπάρξεως του κόσμου, απάντησις δεν υπάρχει Αλλ’ εάν ο Πιλάτος έχων υπ’ όψιν την Αρχιαλήθειαν ή την Αυτοαλήθειαν, έθετε το ερώτημα, καθώς έπρεπε να θέση αυτό, και δή, «ΤΙΣ εστιν η αλήθεια;», τότε θα ελάμβανεν ως απάντησιν εκείνο όπερ ολίγον πρότερον εν τω Μυστικώ Δείπνω, προβλέπων ο Κύριος και το ερώτημα του Πιλάτου, έλεγεν εις τους ηγαπημένους Αυτού μαθητάς, και δι’ αυτών εις όλον τον κόσμον: «Εγώ ειμι η αλήθεια» (Ιωάν ιδ’ , ιη’)Η επιστήμη και η φιλοσοφία θέτουν δι’ αυτάς το ερώτημα: ΤΙ εστιν αλήθεια; Ενώ η γνησία χριστιανική συνείδησις πάντοτε στρέφεται προς την αλήθειαν «ΤΙΣ»
Οι εκπρόσωποι της επιστήμης και της φιλοσοφίας ουχί σπανίως θεωρούν τους χριστιανούς ανεδαφικούς ονειροπόλους, ενώ υπολογίζουν εαυτούς ισταμένους επί βεβαίας βάσεως, και δια τούτο αυτοονομάζονται «θετικισταί» Κατά παράδοξον τρόπον δεν αντιλαμβάνονται τον αφηρημένον χαρακτήρα του «ΤΙ» αυτών Δεν αντιλαμβάνονται ότι η Αλήθεια, η συγκεκριμένη, η απόλυτος, δύναται να είναι μόνον «ΤΙΣ» και κατ’ ουδένα τρόπον «ΤΙ» Διότι η αλήθεια δεν είναι θεωρητικός τύπος ή αφηρημένη ιδέα, αλλ’ είναι η Αυτοζωή «Εγώ ειμι» (Ιωάν η’ · Έξοδ γ’ )
Τω όντι, τι δύναται να είναι πλέον αφηρημένον της αληθείας ΤΙ; Και τούτο το μέγα παράδοξον βλέπομεν καθ’ όλην την μετά την πτώσιν του Αδάμ ιστορικήν πορείαν της ανθρωπότητος Γοητευμένη υπό του λογικού αυτής η ανθρωπότης ζη εν ναρκώσει Ούτως ουχί μόνον η «θετική» επιστήμη και η φιλοσοφία θέτουν εις εαυτάς, ως και ο Πιλάτος το ερώτημα «ΤΙ εστιν αλήθεια;», αλλ’ έτι και εν τη θρησκευτική ζωή της ανθρωπότητος παρατηρείται ωσαύτως η ιδία μεγάλη απάτη Και διαρκώς οι άνθρωποι ολισθαίνουν εις την οδόν της αναζητήσεως της αληθείας «ΤΙ»
Το λογικόν υποθέτει ότι εάν γνωρίση την ζητουμένην αλήθειαν «ΤΙ», θα κατακτήση μαγικήν τινα δύναμιν και θα καταστή ελεύθερος εξουσιαστής του όντος
Εν τη θρησκευτική ζωή ο άνθρωπος κατερχόμενος εις τας οδούς των λογικών αναζητήσεων αναποφεύκτως πίπτει εις πανθεϊστικήν κοσμοθεωρίαν Εκάστοτε, όταν ο θεολογών νους αποπειράται να γνωρίση την περί Θεού αλήθειαν δια της δυνάμεως αυτού, είτε συνειδητώς είτε ασυνειδήτως, εμπίπτει μοιραίως εις το αυτό σφάλμα, εις το οποίον είναι βεβυθισμέναι και η επιστήμη δια της αιτιοκρατικής αυτής αρχής και η φιλοσοφία δια του ορθολογισμού αυτής, και ο πανθεϊσμός εν τη αναζητήσει και τη θεωρία της αληθείας «ΤΙ»
Η αλήθεια «ΤΙΣ» δεν γνωρίζεται δια της λογικής πορείας Ο προσωπικός Θεός «ΤΙΣ» γνωρίζεται μόνον δια της κοινωνίας εν τη υπάρξει, ήτοι μόνον δια της εν Πνεύματι Αγίω αποκαλύψεως Τούτο υπεγράμμιζε συνεχώς ο Γέρων Σιλουανός
Ο Ίδιος ο Κύριος ομιλεί περί αυτού ως εξής:
«Εάν τις αγαπά Με, τον λόγον Μου τηρήσει και ο Πατήρ Μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» … «Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμψει ο Πατήρ εν τω Ονόματί Μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα» (Ιωάν ιδ’ ‐)
Εν τη ορθοδόξω ασκητική πείρα η οδός των αφηρημένων θεωριών απορρίπτεται ως εσφαλμένη Εκείνος όστις εις τας περί του Θεού σκέψεις ίσταται εις την αφηρημένην θεωρίαν του Αγαθού, του Ωραίου, της Αιωνιότητος, της Αγάπης κτλ, ίσταται εις απατηλήν οδόν Όστις πάλιν μόνον απεκδύεται πάσας τας εμπειρικάς εικόνας και εννοίας, ωσαύτως δεν εγνώρισεν εισέτι την αληθή οδόν
Η ορθόδοξος ενόρασις του Θεού δεν είναι αφηρημένη θεωρία του Αγαθού, της Αγάπης και των λοιπών Δεν είναι ούτε και απλή απέκδυσις του νοός από πασών των εικόνων και εννοιών Η αληθής θεωρία δίδεται υπό του Θεού δια της ελεύσεως Αυτού εις την ψυχήν Τότε η ψυχή ενορά τον Θεόν και βλέπει ότι Αυτός αγαπά, ότι είναι αγαθός, μεγαλοπρεπής, αιώνιος, βλέπει το άρρητον και υπερβατικόν Αυτού Αφηρημένως όμως ουδέν ενοράται
Η αυθεντική πνευματική ζωή είναι αλλότριος της φαντασίας, αλλ’ εν παντί και έως τέλους συγκεκριμένη και θετική Η αληθής κοινωνία μετά του Θεού δεν αναζητείται υπό του ανθρώπου άλλως, ει μη δια της προσωπικής προσευχής προς τον προσωπικόν Θεόν Η γνησία πνευματική χριστιανική πείρα είναι κοινωνία μετά του Θεού απολύτως ελευθέρα, και ως εκ τούτου δεν εξαρτάται μόνον εκ των προσπαθειών ή της θελήσεως του ανθρώπου, καθώς τούτο παρατηρείται εις την μη χριστιανική πείραν (πανθεϊσμόν)
Ουδέποτε θα δυνηθώμεν να μεταδώσωμεν δια του λόγου εις τον αναγνώστην εκείνο, όπερ εξέπληττεν ημάς κατά τας επικοινωνίας ημών μετά του Γέροντος Η ζώσα επικοινωνία μετ’ αυτού έφερεν εντελώς ιδιαίτερον χαρακτήρα Παρά την απλότητα και πραότητα της ομιλίας αυτού, ο λόγος ήτο ενεργής, ως λόγος εξερχόμενος εκ βαθείας πείρας του είναι, ως λόγος γνησίου φορέως του Πνεύματος της ζωής
Η εμφάνεια του Χριστού εις τον Σιλουανόν ήτο προσωπική συνάντησις, δυνάμει της οποίας η στροφή αυτού προς τον Θεόν απέκτησε βαθέως προσωπικόν χαρακτήρα Εν τη προσευχή αυτού συνωμίλει μετά του Θεού πρόσωπον προς Πρόσωπον Η αίσθησις του Προσωπικού Θεού καθαίρει την προσευχήν εκ της φαντασίας και των αφηρημένων συλλογισμών μεταφέρουσα το παν εις αόρατον τι κέντρον ζώσης εσωτερικής κοινωνίας Η προσευχή συνηγμένη εις τα έσω παύει να είναι «έκκλησις προς το διάστημα» και ο νους γίνεται όλος προσοχή και ακοή Επικαλούμενος το όνομα του Θεού και λέγων
«Πάτερ», «Κύριε», και τα άλλα, ο Γέρων ευρίσκετο εν τοιαύτη καταστάσει, περί της οποίας «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ ιβ’ ) Όστις έλαβε πείραν της παρουσίας του ζώντος Θεού, ούτος θα εννοήση
Είς καλός ασκητής της Μονής, ο Γέρων Τρόφιμος, παρατηρήσας τούτο εις τον Γέροντα Σιλουανόν, ήλθεν εις φόβον και απορίαν, καθώς έλεγεν εις ημάς ο ίδιος μετά την τελευτήν του Γέροντος
Εγγίσαντες τολμηρώς το θέμα της «πρόσωπον προς Πρόσωπον» προσευχής, αναγκαζόμεθα να δώσωμεν ωρισμένας επί πλέον επεξηγήσεις ως προς την πλευράν αυτήν της ζωής ημών εν τω Θεώ
Το έσχατον στάδιον της Αποκαλύψεως είναι η αποκάλυψις του Προσωπικού, Υποστατικού Θεού Όταν αύτη δοθή εις τον άνθρωπον, όταν ο άνθρωπος λάβη γνώσιν‐βίωμα Αυτού ακριβώς του Προσωπικού Θεού, τότε και ο ίδιος εισέρχεται εις την ορθήν οδόν προς την εν αυτώ πραγματοποίησιν της προσωπικής υποστατικής αρχής, και η προσευχή αυτού εξερχομένη των ορίων του προσκαίρου και του υλώδους, προσλαμβάνει άλλον χαρακτήρα Εν τη υποστατική αυτού διαστάσει ο άνθρωπος είναι προ πάντων και πλείον πάντων
«εικών και ομοίωσις» Θεού Εις αυτήν την υποστατικήν αρχήν κυρίως ανήκει η αιωνιότης Όταν αναδύηται η υπόστασις, τότε ο άνθρωπος, όστις συνήθως έχει πείραν της περιωρισμένης ατομικότητος αυτού, αισθάνεται εαυτόν ενεργώς εισαγόμενον εις την Θείαν αιωνιότητα και ο Χρόνος‐Αιών δι’ αυτόν λαμβάνει τέλος Οι Απόστολοι, δια της δοθείσης εις αυτούς αποκαλύψεως της Θείας Υποστάσεως του Λόγου, μένοντες εισέτι επί της γης έμενον πνεύματι και εν τη αιωνιότητι Και εκ τούτου ακριβώς προήρχοντο παρ’ αυτών τα «ξένα ρήματα», τα «ξένα δόγματα», η ιδιόμορφος γλώσσα, αι έννοιαι, τα αισθήματα «Μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία» (Β’ Πέτρ γ’ )· «εγράφη δε προς νουθεσίαν ημών, εις ούς τα τέλη των αιώνων κατήντησεν» (Α’ Κορ ι’ )·
«ελυτρώθητε … τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε επ’ εσχάτων των χρόνων δι’ υμάς» (Α’ Πέτρ α’ ‐)· «εξελέξατο ημάς … προ καταβολής κόσμου» (Εφεσ α’ )
Ποία η έννοια των λόγων: «έσχατοι χρόνοι», «τα τέλη των αιώνων»; Ή τί το εν τη Λειτουργία λεγόμενον, «και την Βασιλείαν Σου εχαρίσω την μέλλουσαν» (Αναφορά ιερού Χρυσοστόμου) ή «είδομεν της Αναστάσεως Σου τον τύπον· ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου Σου ζωής»; (Ευχή του σκευοφυλακίου εν τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου)
Κατωτέρω, εν τω περί ησυχαστικής προσευχής κεφαλαίω, θα ομιλήσωμεν περί της «πείρας της αιωνιότητος», αλλά και νυν εν συντομία θα θίξωμεν το αυτό θέμα εξ ετέρας επόψεως
Η Ευαγγελική περί χρόνου αντίληψις είναι διάφορος της περί χρόνου ιδέας του Νεύτωνος, του Αϊνστάϊν ή των φιλοσόφων και γνωστικών των διαφόρων τύπων Χρόνος έξω της Θείας αιωνιότητος δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη, ως και πας τρισδιάστατος χώρος δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη έξω της τα πάντα φερούσης εν εαυτή Θείας απειρίας Όταν δια του νοός ημών βυθιζώμεθα εις την σκέψιν ή, εάν θέλητε, την θεωρίαν του πάντοτε ασαφούς και καταπλήσσοντος ημάς απείρου του χώρου και αλήκτου του χρόνου, τότε παν γεγονός, παν πράγμα, έστω και κοσμικόν, θεωρείται ως «μετεωρούμενον επ’ ουδενός», και ουδέν κτίσμα δύναται να καθορίση εν απολύτω εννοία τον «χώρον» ή τον «χρόνον» του γεγονότος, του πράγματος Ούτε ημερομηνίαι, ούτε τόποι υπάρχουν Το παν γίνεται σχετικόν Πάντες ημείς, κληθέντες «εκ του μη όντος», ζώμεν εν τοις ορίοις της επιγείου υπάρξεως, εν τοις δεσμοίς του σχετικού χρόνου και του σχετικού χώρου ημών Εις το πνεύμα του ανθρώπου τα πλαίσια του κόσμου αυτού είναι στενά, στενά μέχρις απελπισίας Εν τούτοις πέραν των ορίων της απογνώσεως αυτής άρχεται προσευχή άλλης εντάσεως, άλλων διαστάσεων· προσευχή «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι» (Ρωμ δ’ )
Ο άνθρωπος δια της ελεύεσεως αυτού εις τον κόσμον αρχίζει να διδάσκηται υπό πατέραν και μητέρων, αδελφών, φίλων και διδασκάλων, ιδιαιτέρως δε υπό της Αγίας Γραφής Αλλ’ ουδεμία σχολή, ουδέν βιβλίον, έστω και ιερόν, οδηγεί τον άνθρωπον άνευ της ασκητικής εντάσεως εις την καθαράν προσευχήν όλου του είναι αυτού, εις την αναμφίβολον αίσθησιν ότι εισηκούσθη υπό του Θεού και εγένετο δεκτός εις την Αιωνιότητα Αυτού Η τοιαύτη προσευχή είναι δώρημα άνωθεν Αλλ’ εν τη ζωή ημών ουδέν συμβαίνει εν τη τάξει της θείας μόνης ενεργείας· πάντοτε είναι αναγκαία και η ημετέρα ανθρωπίνη ενέργεια (συνεργία), διότι ο Θεός εις ουδένα επιβάλλεται Η τοιαύτη θεόσδοτος προσευχή τοποθετεί τον άνθρωπον μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος Ιδού δια τί δυνάμεθα να λέγωμεν ότι πάντες ημείς πνευματικώς ζώμεν εις «διαφόρους χρόνους», έστω και αν επί του ιστορικού επιπέδου αι ζωαί ημών συμπίπτουν, έστω και αν ζώμεν εν ενί και τω αυτώ τόπω, εν ταις ιδίαις και ταις αυταίς ημέραις Ένεκα τούτου και εν τη Αγία Γραφή και εν τοις λειτουργικοίς κειμένοις έχομεν τας φαινομενικώς παραδόξους εκφράσεις: «εγνώκαμεν τον απ’ αρχής» (Α’ Ιωάν β’ ), είμεθα εκλελεγμένοι «προ καταβολής κόσμου»· ήδη ελάβομεν την «μέλλουσαν Βασιλείαν»· ήδη «ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου ζωής», συγχρόνως δε δεν παύομεν να παρακαλώμεν, «σώσον ημάς», ως έτι παραμένοντες υπό την εξουσίαν της αμαρτίας και του θανάτου
Όταν εις άμεσον τινα κοινωνίαν μετά του Προσωπικού Θεού αποκαλύπτηται Ούτος εις τον άνθρωπον, έστω και «εν εσόπτρω», τότε τελείται μετάβασις εις την Αιωνιότητα, παύουν οι χρονικοί αιώνες και καταντώμεν εις τα «τέλη των αιώνων» Ο άνθρωπος, εν όσω ενεργεί εν αυτώ η τοιαύτη προσευχή, παραμένει εκτός του χρόνου και πέραν της επ’ αυτού εξουσίας του θανάτου Αλλά και τούτο δεν είναι εισέτι το τέλος
Αι οδοί του Κυρίου είναι τοιαύται: Εν αρχή Αυτός πρώτος ζητεί ημάς, αποκαλυπτόμενος άνευ βίας, αλλά και άνευ μέτρου Ύστερον όμως εγκαταλείπει ημάς, ώστε να εμφανίσωμεν εν τη πράξει της ζωής την χαρισθείσαν εις ημάς γνώσιν περί του «όντως Όντος» Η κατάστασις αύτη της άρσεως της χάριτος
γεννά εν ημίν πόνον βαθύν και αγωνιώδη δια το απολεσθέν δώρον Αισθανόμεθα και πάλιν βεβυθισμένοι εις το σκότος, η δε δίψα να ανεύρωμεν το απολεσθέν ωθεί ημάς εις τον αγώνα Ο αγών ούτος γίνεται κατόπιν ασκητική «επιστήμη», «τέχνη», «πολιτεία»
Ουχί άπαξ ήδη υπερέβημεν το μέτρον Και νυν πάλιν θα τολμήσωμεν να είπωμεν ότι εν τη ροή ολοκλήρου της ιστορίας της ανθρωπότητος δεν υπήρξε πολιτεία υψηλοτέρα και τελειοτέρα της δοθείσης ημίν Πνεύματι Αγίω Σήμερον η θεία αύτη καλλιέργεια απέβη δια πολλούς ακατάληπτος, αλλοτρία, επιλελησμένη, απολεσθείσα
Η ορθόδοξος ασκητική καλλιέργεια έχει πολλάς πλευράς Μία εξ αυτών είναι η μοναχική υπακοή, περί ής ωμιλήσαμεν ανωτέρω Συμπληρωματικώς θα επιχειρήσωμεν να διατυπώσωμεν ολίγας ουσιώδεις θέσεις περί της εννοίας της πλευράς αυτής της ορθοδόξου ασκήσεως
Η υπακοή, ως και πάσα άλλη υψηλή πολιτεία, έχει πολλάς βαθμίδας, αναλόγους προς την πνευματικήν ηλικίαν του υποτακτικού Κατ’ αρχάς δύναται να έχη χαρακτήρα σχεδόν παθητικής υποταγής της θελήσεως ενώπιον του πνευματικού πατρός, λόγω της εις αυτόν κατά Θεόν εμπιστοσύνης Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή είναι ενεργητική κίνησις του ανθρωπίνου πνεύματος αγομένου εκ της εντολής του Χριστού, του απείρως αγαπήσαντος τον κόσμον
Η στάσις του εμπείρου υποτακτικού χαρακτηρίζεται εκ του ότι ούτος εντείνει την προσοχήν και την θέλησιν αυτού όπως αντιληφθή την ιδέαν και την θέλησιν άλλου προσώπου, εν συνεχεία δε, δια τινος πράξεως πνευματικής αγάπης, όπως πραγματοποιήση την θέλησιν αυτήν, την ιδέαν αυτήν του αδελφού Δια της τοιαύτης πράξεως της υπακοής ο άνθρωπος δέχεται εν εαυτώ νέαν ζωήν, διευρύνει την καρδίαν, εμπλουτίζει τον νουν αυτού Εν τη περαιτέρω εξελίξει αυτής η εργασία της υπακοής οδηγεί τον υποτακτικόν να αρχίζη να αισθάνηται εν τω άλλω προσώπω την «υπόστασιν» αυτού, όπερ δεικνύει ότι και εν αυτώ τω ιδίω αποκαλύπτεται η υποστατική αρχή Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτού όν εώρακε, τον Θεόν όν ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ Αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α’ Ιωάν δ’ ‐) Τοιαύτη και η ακολουθία ή η δομή της υπακοής Όστις αγαπά τον αδελφόν, ούτος φυσικώς επιθυμεί να εκπληρώση το θέλημα του ηγαπημένου, να ταπεινωθή ενώπιον αυτού Εάν δεν ταπεινώμεθα ενώπιον του αδελφού και δεν ποιώμεν εις αυτόν υπακοήν εις έργα πάντοτε κατά το μάλλον και ήττον μικρά, τότε πώς θα είμεθα ταπεινοί ενώπιον του Θεού και υπήκοοι εις Αυτόν εν τη εκπληρώσει του μεγάλου Αυτού αιωνίου θελήματος; Πώς θα ανταποκριθώμεν εις την εντολήν, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» ή «αγαπάτε τους εχθρούς ημών»; Όθεν, η άσκησις της υπακοής είναι απαραίτητος ουχί μόνον εν σχέσει προς τον Θεόν, αλλά και εν σχέσει προς τον πλησίον, όταν ούτος ζητή παρ’ ημών το δυνατόν και μη αντικείμενον εις το θέλημα του Θεού
Εν τω μαρτυρικώ αγώνι της εις τον αδελφόν υπακοής αναπτύσσομεν εν εαυτοίς την ικανότητα πλατυτέρας και βαθυτέρας αποδοχής και του Θείου θελήματος, τούτο δε εξομοιοί ημάς προς τον Μονογενή Υιόν του Πατρός, ποιεί το πνεύμα του ανθρώπου φορέα όλης της ανθρωπότητος, τουτέστι παγκόσμιον, καθ’ ομοίωσιν της παγκοσμιότητος Αυτού του Χριστού, προσευχομένου υπέρ όλου του Αδάμ Άνευ αυτής της καλλιέργειας της υπακοής ο άνθρωπος αναποφεύκτως μένει «κύκλος κλειστός», πάντοτε μηδαμινός ενώπιον της θείας αιωνιότητος Όσον και αν είναι «μορφωμένος» ο άνθρωπος, άνευ της ευαγγελικής υπακοής η θύρα του εσωτερικού αυτού κόσμου παραμένει ερμητικώς κεκλεισμένη και η αγάπη του Χριστού δεν δύναται να εισχωρήση και να διαποτίση δι’ εαυτής τον κόσμον τούτον Η έλλειψις διαθέσεως υπακοής είναι βέβαιον σύμπτωμα της ψυχικής ασθενείας Οι ψυχικώς ασθενείς είναι ανίκανοι να αντιληφθούν την σκέψιν ή την θέλησιν ετέρου προσώπου Άνευ της υπακοής ο άνθρωπος θα μένη πάντοτε εντός των στενών συνδηκτόρων της εγωϊστικής αυτού «ατομικότητος», αντιθέτου προς την αρχήν της «υποστάσεως» Έξω της χριστιανικής καλλιεργείας της υπακοής ο άνθρωπος μένει και κωφός και τυφλός προς την Θείαν Αποκάλυψιν, ήτις εδόθη εις ημάς εν τη Πράξει της Υποστατικής σαρκώσεως του Λόγου, διότι εν τω ιδίω τω ανθρώπω δεν δύναται να αναπτυχθή η υποστατική αρχή Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να είπωμεν ότι αληθής θεολογία έξω του αγώνος της υπακοής είναι ακατόρθωτος Ομιλούμεν περί της θεολογίας εννοουμένης ως καταστάσεως, ουχί δε ως πολυμαθείας δυναμένης να απέχη από της πραγματικής ζωής, όσον απέχει η γη από του ουρανού
Η επιστήμη της αγίας υπακοής είναι όντως μεγίστη και απαιτείται εντατική προσευχή, όπως διανοιχθούν οι πνευματικοί ημών οφθαλμοί, ίνα ίδωμεν το υπερέχον της μοναχικής αυτής επιστήμης ή κάλλιον ειπείν της χριστιανικής υπακοής Άνευ της αφομοιώσεως αυτής ο κόσμος ουδέποτε θα κατορθώση την ειρήνην, αλλά θα μένη εν τω αλύτω δεσμώ της παγγενούς έχθρας Αντιθέτως, εάν ο κόσμος εστρέφετο δι’ όλης αυτού της δυνάμεως προς την αφομοίωσιν της θαυμαστής αυτής επιστήμης, θα εγνώριζεν ίσως την μεταμορφωτικήν αυτής δύναμιν, το δε ανομολογήτως εφιαλτικόν παράλογον της συγχρόνου πραγματικότητος θα εξέλιπεν ως νυκτερινή σκοτία ενώπιον ανατέλλοντος ηλίου
Ιδού έν εισέτι αξιοπρόσεκτον αποτέλεσμα του άθλου της υπακοής Μανθάνων ο υποτακτικός να αποδέχηται εν εαυτώ τας σκέψεις και το θέλημα των άλλων προσώπων, μανθάνει ταυτοχρόνως να ζη τας διαφόρους καταστάσεις ουχί μόνον ως ατομικάς, αλλά και ως αποκάλυψιν των συμβαινόντων εις πάντα άνθρωπον εν τω κόσμω Βιοί παν άλγος, πάσαν βάσανον, πάσαν επιτυχίαν αυτού, ουχί μόνον εν εαυτώ τω ιδίω, εγωκεντρικώς, αλλά μεταφέρεται εν πνεύματι και εις το πάθος όλων των ανθρώπων, διότι ανά πάσαν στιγμήν χρόνου εκατομμύρια ανθρώπων ασφαλώς ευρίσκονται εν παρομοία προς ημάς καταστάσει Εκ τούτου αναδύεται φυσικώς η υπέρ του κόσμου προσευχή Προσευχόμενος υπέρ των ζώντων, διαμοιράζεται την χαράν της αγάπης αυτών ή την φρίκην της απογνώσεως αυτών Λαμβάνων πείραν του πόνου, προσεύχεται δι’ όλους τους πάσχοντας εν τω κόσμω, κύπτει επι της κλίνης όσων αποθνήσκουν εν θλίψει, εγκαταλελειμμένοι και αβοήθητοι ενώπιον του τρόμου του θανάτου Μνημονεύων τους τεθνεώτας, μεταφέρεται δια του νοός εις τα βάθη των αιώνων ή ίσταται πνεύματι εις την αθέατον αλλά φοβεράν οδόν, δι’ ής καθ’ ημέραν διέρχονται εκατοντάδες χιλιάδων ψυχαί, αίτινες εγκατέλειψαν το σώμα αυτών ως επί το πλείστον εν φοβερά αγωνία Ούτω και εν τη ψυχή του υποτακτικού αναπτύσσεται η χριστιανική συμπάθεια προς όλην την ανθρωπότητα και η προσευχή αυτού γίνεται φορεύς ολοκλήρου του κόσμου, τουτέστιν «υποστατική», καθ’ ομοίωσιν της προσευχής του Χριστού εν Γεθσημανή Δι’ αυτής της προσευχής ο υποτακτικός αισθάνεται την ενότητα αυτού μεθ’ όλης της ανθρωπότητος, και η αγάπη προς τον πλησίον, ήτοι προς πάντα άνθρωπον, αποβαίνει φυσικόν τι Η τοιαύτη προσευχή συντελεί αληθώς εις την σωτηρίαν του κόσμου, και πας χριστιανός οφείλει να τείνη προς αυτήν, ιδίως δε οι ιερείς κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας
Ενθυμούμεθα ότι ο Γέρων, ομιλών περί της ζωής εκείνης ήτις αποκαλύπτεται δια των εντολών του Χριστού, ήρχετο εις ενθουσιασμόν προ του μεγαλείου της δωρηθείσης εις τους χριστιανούς χάριτος Εν τούτοις εις πάντας ημάς είναι απαραίτητον να ενθυμώμεθα ότι η ασκητική και η εν γένει πνευματική ζωή του χριστιανού δέον όπως απορρέη εκ της ορθής δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, εκ της ορθής τουτέστιν αντιλήψεως της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως περί του Ενός και Τριαδικού Θεού Εδημιουργήθημεν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Τριαδικού αυτού Θεού Η πραγματοποίησις δε της προς Εκείνον ομοιώσεως επιτυγχάνεται δια της εν ημίν αιωνίας ενοικήσεως Αυτού Αλλ’ ως ελέχθη, εν τη υπάρξει ημών ουδέν τελείται «μηχανικώς», ως βία επιφερόμενον έστω και Άνωθεν Ουχί Αλλ’ ο Θεός αποκαλύπτεται εις τον άνθρωπον και «αναμένει» όπως απαντήση εις Αυτόν κατά τον δέοντα τρόπον και θελήση να ομοιωθή προς Αυτόν Εκ της απαντήσεως ημών εξαρτάται ολόκληρος η ζωή και η σωτηρία ημών Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να έχωμεν ορθήν θεωρίαν της Υποστατικής αρχής, ως φορέως παντός του απολύτου πληρώματος εν τω Θείω Είναι, ίνα τούτο πραγματοποιηθή και εν τω ανθρωπίνω ημών είναι Εν τω Θείω Όντι πέραν των ορίων τούτων ήτοι επέκεινα της Υποστάσεως, ουδέν υπάρχει, ουδεμία «υπέρ‐υποστατική» Ουσία Υπόστασις και Ουσία συμπίπτουν τελείως Ουδέν υπάρχει εν τη Ουσία, όπερ δεν είναι «ενυπόστατον» Από των χρόνων των μεγάλων Καππαδοκών έως των ημερών ημών οι Πατέρες της Εκκλησίας προσεπάθουν και προσπαθούν να εμβάλουν εντός της συνειδήσεως των χριστιανών την αληθή αντίληψιν περί της Αγίας Τριάδος
Εις το ανά χείρας βιβλίον σκοπός ημών δεν είναι η λεπτομερής έκθεσις του Τριαδικού δόγματος Θεωρούμεν όμως αναγκαίον να σημειώσωμεν, και μάλιστα να υπογραμμίσωμεν, ότι η απώλεια της ορθής τριαδολογίας αφεύκτως οδηγεί εις ουσιώδη σφάλματα και επί του επιπέδου της ανθρωπολογίας και πνευματικής γνωσιολογίας, και επί του επιπέδου της εκκλησιολογίας και σωτηριολογίας
Εφ’ όσον ο λόγος ημών ήτο περί της υπακοής, επιστρέφομεν εις το θέμα ημών Η απώλεια της ορθοδόξου θεολογίας περί του Προσώπου‐ Υποστάσεως αφεύκτως θα οδηγήση εις την απόδοσιν πρωτείου εις το «γενικόν»επί του «μερικού», εις την αναζήτησιν «υπερ‐προσωπικής (τινος) αρχής» Η υπακοή θα απαιτήται ηδη ουχί εν σχέσει προς τον άνθρωπον‐πρόσωπον, αλλά προς τον «Κανόνα», τον «Νόμον», το «Τυπικόν», την «Διοίκησιν», τον «Θεσμόν» (Institution) κττ Μελετήσατε τα ειρημένα και θη ίδητε ότι εις την τοιαύτην
«απρόσωπον» προσέγγισιν των εκδηλώσεων της ανθρωπίνης ζωής απόλλυται η υψίστη έννοια της υπακοής, της περικλειομένης εις τας ευαγγελικάς εντολάς και εις την θέσιν αυτής εισέρχεται η «πειθαρχία» Και η τελευταία αύτη είναι αναπόφευκτος μεν εις την από κοινού ζωήν των ανθρώπων, αλλά μόνον μέχρις ωρισμένου ορίου Η απώλεια της «προσωπικής» χριστιανικής υπακοής θα μείνη άνευ ανταμοιβής, παρά τας τυχόν εξωτερικάς επιτυχίας του «οργανισμού» Την πραγματοποίησιν της Εκκλησίας του Χριστού εν τη ιστορία δεν πρέπει να βλέπη τις ούτε εις την απόκτησιν υλικής ισχύος ή πολιτικής επιδράσεως, έστω και παγκοσμίου (βλ Λουκ θ’ ), ούτε εισέτι εις την επίτευξιν αρμονικής διαρθρώσεως του «όλου» Υψηλότερον και τελειότερον παντός είναι η ανύψωσις των πιστών εις «μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ δ’ ) Είναι σπουδαιότατον και βαθύτατον πρόβλημα δι’ όλον τον χριστιανικόν κόσμον, και θα ήτο ευχής έργον να συγκεντρώσουν επ’ αυτού την πλέον σοβαράν αυτών προσοχήν οι καλούντες εαυτούς χριστιανούς Είναι απαραίτητον να εννοήσωμεν ότι η «προδογματική» ζωή περιστρέφεται επί του επιπέδου των ηθικών εννοιών και αξιών, κειμένων κατωτέρω των διαστάσεων της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως Ο λόγος του Χριστού και αι εντολαί Αυτού δεν είναι κατ’ άνθρωπον, ουδέ παρά ανθρώπου, αλλ’ αποτελούν την προβολήν της Θείας Αιωνιότητος επί του επιπέδου της Γης
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ
Όπως εκάστη ορθολογιστική κοσμοθεωρία έχει την λογικήν αυτής ακολουθίαν, την διαλεκτικήν αυτής, ούτω και ο πνευματικός κόσμος έχει την ιδίαν αυτού δομήν και διαλεκτικήν Η διαλεκτική όμως της πνευματικής εμπειρίας είναι κατά το πλείστον ιδιότυπος και δεν συμπίπτει προς την πορείαν της συνήθους διανοήσεως
Ούτως εις τους ορθολογιστάς δυνατόν να φανή παράδοξον το υποδεικνυόμενον υπό του μακαρίου Γέροντος κριτήριον της αληθούς πίστεως, της γνησίας θεοκοινωνίας, το γνώρισμα της ενεργείας της χάριτος, τουτέστιν η αγάπη προς τους εχθρούς
Επί του προκειμένου, παρά την επιθυμίαν ημών να είμεθα κατά το δυνατόν σύντομοι και να αποφύγωμεν παν περιττόν, θεωρούμεν αναγκαίον όπως είπωμεν ολίγας λέξεις προς διασάφησιν
Εις τον άνθρωπον εδόθη η ελπίς να λάβη κατά τον αιώνα τον μέλλοντα δωρεάν μεγάλης Θεοομοιώσεως και πληρώματος μακαριότητος, αλλ’ επί γης γνωρίζει μόνον «τον αρραβώνα» της μελλούσης καταστάσεως Εντός των ορίων της επιγείου πείρας, εις τον ενδεδυμένον την σάρκα άνθρωπον εδόθη κατά τον καιρόν της προσευχής να συνδυάζη την εν τω Θεώ διαμονήν μετά της μνήμης
του κόσμου Όταν όμως η εν τω Θεώ διαμονή φθάνη εις μεγαλύτερον πλήρωμα, τότε «λησμονείται ο κόσμος», καθώς ο ολοσχερώς «προσκολλώμενος προς την γην» επιλανθάνεται του Θεού
Αλλ’ εάν εν καταστάσει πληρεστέρας διαμονής εν τω Θεώ ο κόσμος
«λησμονήται», είναι άρα γε δυνατόν να ομιλώμεν περί της αγάπης προς τους εχθρούς ως κριτηρίου της αληθούς Θεοκοινωνίας; Όντως, ο επιλανθανόμενος του κόσμου δεν σκέπτεται ούτε περί φίλων, ούτε περί εχθρών
Ο κατά την ουσίαν Αυτού υπερκόσμιος Θεός δια των ενεργειών Αυτού μένει εν τω κόσμω Το πλήρωμα και η τελειότης της επέκεινα του κόσμου καταστάσεως του Θεού ουδόλως καταστρέφονται εκ της αδιαλείπτου ενεργείας Αυτού εν τω κόσμω Ο επί γης όμως άνθρωπος, ο σάρκα ενδεδυμένος, δεν έχει τοιαύτην τελειότητα, και δια τούτο, όταν συγγίγνηται τω Θεώ εξ ολοκλήρου, ήτοι δι’ όλων των δυνάμεων του νοός και της καρδίας αυτού, ουδεμίαν πλέον συνείδησιν έχει του κόσμου Εκ τούτου όμως δεν εξάγεται ότι το πλήρωμα της εν τω Θεώ διαμονής δεν συνδέεται μετά της αγάπης προς τους εχθρούς Ο Γέρων εβεβαίου το εναντίον, ήγουν τον στενώτατον σύνδεσμον του ενός μετά του ετέρου
Κατά την εμφάνειαν του Κυρίου εδόθη εις τον Γέροντα εκείνος ο βαθμός της γνώσεως, όστις αποκλείει την αμφιβολίαν και τον δισταγμόν Κατηγορηματικώς επεβεβαίου ότι, όστις αγαπά τον Θεόν δια Πνεύματος Αγίου, οπωσδήποτε αγαπά και παν δημιούργημα του Θεού και προ παντός τον άνθρωπον Την αγάπην ταύτην εγνώρισεν ως δωρεάν του Αγίου Πνεύματος· εδέχθη αυτήν ως ενέργειαν του Θεού άνωθεν καταβαίνουσαν· και, εν ταυτώ, ησθάνθη την ολοκληρωτικήν εν τω Θεώ κατάδυσιν προελθούσαν εξ αιτίας της εν χάριτι αγάπης προς τον πλησίον
Ομιλών ο Γέρων περί των εχθρών μετεχειρίζετο την γλώσσαν του περιβάλλοντος αυτού, ένθα πολλά ελέγοντο και εγράφοντο περί των εχθρών της πίστεως Ο ίδιος διέκρινε τους ανθρώπους ουχί εις εχθρούς και φίλους, αλλ’ εις γνωρίσαντας και αγνοούντας τον Θεόν Εάν αι ιστορικαί συνθήκαι ήσαν άλλαι, τότε και ο Γέρων, υποθέτομεν, θα εξεφράζετο κατ’ άλλον τρόπον, όπερ και συνέβη πολλάκις, ότε ωμίλει περί της αγάπης προς τον συνάνθρωπον εν γένει, ανεξαρτήτως εάν ούτος ευεργετή ή απ’ εναντίας κακοποιή ημάς Εις τούτο έβλεπε την ομοίωσιν προς τον Χριστόν, Όστις «ήπλωσε τας χείρας επί του σταυρού», ίνα «ελκύση πάντας ανθρώπους»
Πού έγκειται η δύναμις της εντολής «αγαπάτε τους εχθρούς υμών»; Δια τί είπεν ο Κύριος ότι οι φυλάσσοντες τας εντολάς Αυτού γνωρίζουν πόθεν η διδαχή αύτη (Ιωάν ζ’ ); Πώς κατενόει τούτο ο Γέρων;
«Ο Θεός αγάπη εστίν», αγάπη απόλυτος, περιβάλλουσα εν υπεραφθονία πάσαν την κτίσιν Ο Θεός και εν τω άδη παρίσταται ως αγάπη Το Πνεύμα το Άγιον χορηγεί εις τον άνθρωπον, κατά τον βαθμόν της δεκτικότητος αυτού, την ενεργόν γνώσιν αυτής της αγάπης, και ούτως ανοίγει εις αυτόν την οδόν προς το πλήρωμα της υπάρξεως
Εκεί όπου υπάρχουν «εχθροί», εκεί υπάρχει και απόρριψις Δια της απορρίψεως ο νθρωπος εκπίπτει αναποφεύκτως του Θείου πληρώματος και ευρίσκεται ήδη εκτός του Θεού Οι τυχόντες της Βασιλείας των ουρανών και μένοντες εν τω Θεώ εν Πνεύματι Αγίω βλέπουν όλας τας αβύσσους του άδου, διότι εν όλω τω είναι δεν υπάρχει περιοχή, όπου ο Θεός απουσιάζει «Όλος ο ουρανός των Αγίων ζη εν Αγίω Πνεύματι, από του Πνεύματος δε του Αγίου ουδέν εν όλω τω κόσμω είναι κεκρυμμένον …» «Ο Θεός είναι αγάπη, και εις τους Αγίους το Πνεύμα το Άγιον είναι αγάπη» (σ ) Μένοντες εν τω «ουρανώ» οι Άγιοι βλέπουν τον άδην και τον περιβάλλουν ωσαύτως δια της αγάπης αυτών
Οι μισούντες και αποκρούοντες τον αδελφόν αυτών έχουν ελλιπή την ύπαρξιν, και τον αληθινόν Θεόν, Όστις είναι αγάπη τα πάντα περιβάλλουσα, δεν εγνώρισαν, και την οδόν προς Αυτόν δεν εύρον
Το δια τον άνθρωπον ασυμβίβαστον του πληρώματος της εν τω Θεώ παραμονής προς το πλήρωμα της παραμονής εν τω κόσμω, υπό την έννοιαν του «άμα», οδηγεί εις το ότι η κρίσις περί του γνησίου ή αντιθέτως του «απατηλού» της θεωρίας γίνεται δυνατή μόνον «μετά την επιστροφήν» εις την μνήμην και την αίσθησιν του κόσμου Εμαρτύρει ο Γέρων ότι, εάν μετά την πνευματική κατάστασιν, εκλαμβανομένην ως Θεοπτίαν ή Θεοκοινωνίαν, δεν υπάρχει αγάπη προς τους εχθρούς και άρα προς όλην την κτίσιν, τούτο είναι σαφής ένδειξις ότι η θεωρία δεν είναι γνησία, τουτέστιν αληθής κοινωνία μετά του Θεού
Η «αρπαγή» εις την θεωρίαν δύναται να έλθη εις τον άνθρωπον, πριν ή ο ίδιος σκεφθή περί τούτου Εν τη καταστάσει της αρπαγής, και όταν εισέτι αύτη δεν είναι εκ Θεού, ο άνθρωπος δύναται να μη αντιληφθή τι υπέστη Εάν «μετά την επιστροφήν» εμφανίζηται ως καρπός της θεωρίας ο τύφος και η αδιαφορία δια τα πεπρωμένα του κόσμου και του ανθρώπου, τότε, άνευ αμφιβολίας, η θεωρία είναι ψευδής Όθεν, το γνήσιον ή μη της θεωρίας γνωρίζεται εκ των καρπών αυτής Και αι δύο εντολαί του Χριστού, ήγουν η αγάπη προς τον Θεόν και η αγάπη προς τον πλησίον, συναποτελούν μίαν ζωήν Και ως εκ τούτου, εάν πιστεύη τις ότι ζη εν τω Θεώ και αγαπά τον Θεόν, αλλά μισή τον αδελφόν αυτού, ούτος ευρίσκεται εν πλάνη Ούτως η Δευτέρα εντολή δίδει εις ημάς την δυνατότητα να διαπιστώσωμεν εάν αληθώς ζώμεν εν τω αληθινώ Θεώ
Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Καθώς την δευτέραν εντολήν εθεώρει ο Γέρων ως την ασφαλή καθοδηγητικήν αρχήν προς έλεγχον του αληθούς της πορείας ημών προς τον Θεόν, ούτω και δια την διάκρισιν του καλού και του κακού η ασφαλής ένδειξις είναι ουχί τοσούτον ο άγιος και υψηλός κατά την εξωτερικήν αυτού διατύπωσιν σκοπός, όσον τα μέσα, άτινα εκλέγονται δια την πραγματοποίησιν του σκοπού τούτου Απόλυτος είναι μόνον ο Θεός Το κακόν, μη όν αυθύπαρκτον αλλ’ απλώς αντίθεσις του ελευθέρου δημιουργήματος κατά της ανάρχου Υπάρξεως, του Θεού, δεν δύναται να είναι απόλυτον Δια τούτο το κακόν εις καθαράν, τουτέστιν απόλυτον, μορφήν δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη Πάν κακόν, τελούμενον υπό των ελευθέρων κτισμάτων, ζη αναγκαίως ως παράσιτον επί του «σώματος» του αγαθού Είναι απαραίτητον εις το κακόν να εύρη δι’ εαυτό δικαίωσιν, να εμφανισθή ενδεδυμένον το ένδυμα του αγαθού, και ουχί σπανίως και του υψίστου αγαθού Το κακόν αναμιγνύεται πάντοτε και αναποφεύκτως μετά τινος δόσεως θετικής αναζητήσεως, και ένεκα τούτο «πλανά» τον άνθρωπον Την θετικήν αυτού άποψιν το κακόν προσπαθεί να παρουσιάση εις τον άνθρωπον ως αξίαν τοσούτον σπουδαίαν, ώστε δια την επιτυχίαν αυτής να είναι επιτρεπτά όλα τα μέσα
Εις την εμπειρικήν ύπαρξιν του ανθρώπου το απόλυτον καλόν δεν επιτυγχάνεται Εν παντί ανθρωπίνω εγχειρήματι υπάρχει δόσις τις ατελείας Η ύπαρξις ατελειών εις το ανθρώπινον καλόν αφ’ ενός, και η αναπόφευκτος παρουσία του αγαθού προσχήματος εν τω κακώ αφ’ ετέρου, καθιστούν δυσχερή την διάκρισιν του καλού από του κακού
Επίστευεν ο Γέρων ότι το κακόν πάντοτε ενεργεί «δια της απάτης», δι’ επικαλύμματος καλού, ενώ το καλόν δεν έχει ανάγκην της συνεργασίας του κακού δια την πραγμάτωσιν αυτού, και δια τούτο, όπου εμφανίζονται κακά μέσα (πονηρία, ψεύδος, βία, και τα όμοια), εκεί άρχεται περιοχή ξένη προς το πνεύμα του Χριστού Το καλόν δεν επιτυγχάνεται δια κακών μέσων, ούτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα «Το καλόν ουκ έστι καλόν, αν μη καλώς γένηται» Αύτη είναι η διαθήκη την οποίαν παρέδωκαν εις ημάς οι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες Εάν ενίοτε νικά το καλόν και δια της εμφανίσεως αυτού διορθώνη το κακόν, θα ήτο σοβαρόν σφάλμα να σκέπτηται τις ότι το κακόν ωδήγησεν εις το καλόν, ότι το καλόν υπήρξεν αποτέλεσμα του κακού Τούτο είναι αδύνατον Η δύναμις όμως του Θεού είναι τοιαύτη, ώστε, εκεί όπου εμφανίζεται, να ιατρεύη το παν, διότι ο Θεός είναι πλήρωμα της ζωής και δημιουργεί την ζωήν εκ του μηδενός
Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ημών εδόθη η εν Πνεύματι Αγίω επίγνωσις
των μυστηρίων του Θεού, και (Αύτη) είναι ισχυρά εν τη αγία Αυτής σκέψει και υπομονή»
Το μυστήριον του Θεού, το οποίον γνωρίζει η Εκκλησία εν Πνεύματι Αγίω,είναι η αγάπη του Χριστού
Η αγία Αυτού σκέψις είναι, «ίνα οι πάντες σωθώσι» Και η οδός την οποίαν πορεύεται η Εκκλησία, ίναι επιτύχη του αγίου Αυτής σκοπού, είναι η υπομονή, ήτοι η θυσία
Κηρύττουσα εις τον κόσμον την αγάπην του Χριστού η Εκκλησία καλεί τους πάντας εις το πλήρωμα της θείας ζωής, αλλ’ οι άνθρωποι δεν εννοούν το προσκλητήριον τούτο και απορρίπτουν αυτό Καλούσα τους πάντας όπως φυλάσσουν την εντολήν του Χριστού, «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» η Εκκλησία ίσταται εις το μέσον όλων των εχθρικών δυνάμεων Και η οργή, δια της οποίας είναι εμπεπλησμέναι αύται, συναντώσα την Εκκλησίαν εν τη οδώ αυτής φυσικώς εκσπά κατ’ Αυτής Η δε Εκκλησία πραγματοποιούσα το έργον του Χριστού επί της γης, ήτοι την σωτηρίαν όλου του κόσμου, δέχεται επ’ Αυτής ενσυνειδήτως το βάρος της γενικής οργής, καθώς και ο Χριστός ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου Και εάν ο Χριστός εις τον κόσμον τούτον της αμαρτίας ήτο δεδιωγμένος και ώφειλε να πάθη –«παθητός ο Χριστός» –, τότε και η αληθής του Χριστού
Εκκλησία αναποφεύκτως θα διωχθή και θα υποστή το μαρτύριον Τούτο είναι πνευματικός νόμος της εν Χριστώ ζωής, περί ού ωμίλησε και Αυτός ο Κύριος και οι Απόστολοι· Παύλος δε ο θεσπέσιος κατηγορηματικώς εξέφρασεν αυτόν δια των λόγων τούτων: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ γ’ )
Και τούτο γίνεται πάντοτε και πανταχού εις όλον τον κόσμον, όπου ζη η αμαρτία
«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» Δια των λόγων αυτών ο Κύριος βεβαιοί ότι όσοι κηρύττουν την ειρήνην του Θεού εξομοιούνται προς Αυτόν, τον Μονογενή Υιόν του Θεού Και εξομοιούνται εις πάντα, τουτέστιν ουχί μόνον εις την δόξαν και την ανάστασιν, αλλά και εις την εξουθένωσιν και τον θάνατον Αυτού Περί τούτου σαφώς λέγουν αι Γραφαί, και ως εκ τούτου οι κηρύττοντες αληθώς την ειρήνην του Χριστού δέον όπως πάντοτε ενθυμώνται τον Γολγοθάν
Πάντα ταύτα έρχονται μόνον δια τον λόγον «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» «Ζητείτε Με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο Εμός ου χωρεί εν υμίν», λέγει ο Χριστός προς τους Ιουδαίους (Ιωάν η’ ) Και το κήρυγμα της Εκκλησίας, το οποίον είναι ο ίδιος ο λόγος «αγαπάτε τους εχθρούς υμών», ου χωρεί εν τω κόσμω και δια τούτο ο κόσμος κατά την διάρκειαν πάντων των αιώνων εδίωκε και θα διώκη την αληθινήν Εκκλησίαν, εφόνευε και θα φονεύη τους διακόνους Αυτής Κατά την επικοινωνίαν ημών μετά του μακαρίου Γέροντος ουδέποτε είχομεν έστω και σκιάν τινα αμφιβολίας ότι τα ρήματα αυτού είναι «ρήματα ζωής αιωνίου», άτινα ήκουσεν ούτος άνωθεν, και ότι ου «σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσας» (Β’ Πέτρ α’ ) εδιδάχθη εκείνην την αλήθειαν, περί ής εμαρτύρει δι’ όλης της ζωής αυτού
Πολλοί μετ’ ελαφρότητος ομιλούν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά τα έργα αυτών είναι σκάνδαλον εις τον κόσμον, δια τούτο δε οι λόγοι αυτών στερούνται της ζωοποιού δυνάμεως
Η ζωή του Γέροντος, την οποίαν είδομεν εκ του πλησίον επί σειράν ετών και περί ής νυν αποτολμώμεν να γράψωμεν, υπήρξε μέγας άθλος και τοσούτον έξοχος, ώστε δεν διαθέτομεν δυνάμεις να εύρωμεν ανθρωπίνους λόγους, όπως εκφράσωμεν τον θαυμασμόν ημών Ταυτοχρόνως δε υπήρξε τοσούτον απλή, τοσούτον φυσική και αληθώς ταπεινή, ώστε πάσα εξεζητημένη λέξις εισάγει ξένον στοιχείον Και ως εκ τούτου είναι τοσούτον δύσκολον να γράψωμεν περί τούτου
Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες επί του απλού λόγου δεν δύνανται να διακρίνουν το πραγματικόν περιεχόμενον, αλλ’ υπάρχουν και άλλοι, η ακοή των οποίων προσβάλλεται υπό των ξένων τόνων των «στομφωδών» λόγων Τον άγιον και καθαρόν λόγον του Γέροντος, δυστυχώς απρόσιτον εις την αντίληψιν πολλών ένεκα ακριβώς της απλότητος αυτού, απεφασίσαμεν να συνοδεύσωμεν μέχρι τινός δια του ημετέρου ξηρού και βαρέος, υποθέτοντες, ίσως εσφαλμένως, ότι ούτω θα διευκολύνωμεν τινας, οίτινες είναι συνηθισμένοι εις άλλον τρόπον ζωής και εκφράσεως, να κατανοήσουν τούτον Λάβετε ως παράδειγμα την σύντομον διδαχήν του Γέροντος:«Τί είναι αναγκαίον, ίνα έχη τις ειρήνην εν τη ψυχή και εν τω σώματι;»Προς τούτο πρέπει να αγαπάς τους πάντας ως σεαυτόν, και καθ’ εκάστην να είσαι έτοιμος δια τον θάνατον»
Συνήθως η σκέψις του επικειμένου του θανάτου ρίπτει την ψυχήν εις ταραχώδη φόβον, συχνάκις δε και εις απόγνωσιν, τοσούτον ώστε εκ της οδύνης της ψυχής ασθενεί και το σώμα Πώς λοιπόν λέγει ο Γέρων ότι η συνεχής ετοιμότης προς τον θάνατον και η αγάπη προς πάντας πληροί ειρήνης ουχί μόνον την ψυχήν αλλά και το σώμα; Ξένη και ακατάληπτος διδαχή!
Ομιλών περί ειρήνης εν τη ψυχή και τω σώματι έχει υπ’ όψιν ο Γέρων την κατάστασιν εκείνην, κατά την οποίαν ουχί μόνον εις την ψυχήν, αλλά και εις το σώμα μεταδίδεται αισθητώς η επενέργεια της χάριτος Εις την δοθείσαν δε περίπτωσιν ομιλεί περί βαθμού μικροτέρου εκείνου, τον οποίον εβίωσε την ώραν της εμφανίσεως του Κυρίου Τότε η χάρις και εν τη ψυχή και εν τω σώματι ήτο τοιαύτης δυνάμεως, ώστε και το σώμα ησθάνθη εναργώς τον αγιασμόν αυτού, και εις αυτό τούτο το σώμα η γλυκύτης του Πνεύματος του Αγίου διήγειρε τοσούτον ισχυράν αγάπην προς τον Χριστόν, ώστε και τούτο ήθελε να μαρτυρήση δια τον Κύριον
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Η νομική αντίληψις περί δικαιοσύνης προσιδιάζει συνήθως εις τους ανθρώπους Την απόδοσιν της ευθύνης επί τινος δι’ ενοχήν άλλου απορρίπτουν ως αδικίαν, μη συμβιβαζομένην προς την νομικήν συνείδησιν αυτών Άλλως όμως ομιλεί το πνεύμα της αγάπης του Χριστού Κατά το πνεύμα της αγάπης αυτής η αποδοχή συνυπευθυνότητος δια την ενοχήν εκείνου, τον οποίον αγαπώμεν προσέτι δε και η πλήρης ανάληψις της ευθύνης, ουχί μόνον δεν είναι ξένον τι, αλλά είναι και τελείως φυσικόν Επί πλέον εις την ανάληψιν αυτήν της ευθύνης του πλησίον εκδηλούται το γνήσιον της αγάπης και επιτυγχάνεται η αυτοσυνείδησις αυτής Όταν δεν επωφελήται τις μόνον της ευχαρίστου πλευράς της αγάπης αλλ’ ελευθέρως και εν γνώσει αναλαμβάνει την ευθύνην και τα παθήματα του ηγαπημένου, τότε η αγάπη επιτυγχάνει την παμμερή τελειότητα αυτής
Πολλοί δεν δύνανται ή δεν θέλουν να δεχθούν και να άρουν εν αγαθή θελήσει τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ Λέγουν:
«Ο Αδάμ και η Εύα έφαγον τον απηγορευμένον καρπόν και τί προς με; Είμαι έτοιμος να φέρω την ευθύνην δια τα αμαρτήματά μου, αλλά μόνον δια τα προσωπικά μου, ουδόλως όμως δια τα αλλότρια» Και δεν κατανοεί ο άνθρωπος ούτος ότι δια της τοιαύτης κινήσεως της καρδίας αυτού επαναλαμβάνει εν εαυτώ το αμάρτημα του Προπάτορος και αφομοιοί τούτο ως προσωπικόν αυτού αμάρτημα και πτώσιν Ο Αδάμ ηρνήθη την ευθύνην επιρρίπτων την ενοχήν εις την Εύαν και εις τον Θεόν, Όστις έδωκεν εις αυτόν την γυναίκα ταύτην, και ούτω διέσπασε την ενότητα του Ανθρώπου και την ένωσιν αυτού μετά του Θεού
Ομοίως οσάκις αρνούμεθα την ανάληψιν της ευθύνης δια το κοινόν κακόν, δια τα έργα των πλησίον ημών, επαναλαμβάνομεν την ιδίαν αμαρτίαν και διασπώμεν ωσαύτως την ενότητα του Ανθρώπου Ο Κύριος ηρώτησε τον Αδάμ προ της Εύας Και πρέπει να αντιληφθώμεν ότι, εάν ούτος δεν εδικαιολογείτο, αλλά ελάμβανεν επ’ αυτού την ευθύνην δια την κοινήν αυτών αμαρτίαν, τότε άλλα θα ήσαν τα πεπρωμένα του κόσμου, καθώς και άλλα θα γίνουν, εάν και ημείς αναλάβωμεν το βάρος της ενοχής των πλησίον
Πάς άνθρωπος δια πάν έργον πολλά δύναται να είπη προς δικαιολογίαν αυτού, αλλά, εάν προσβλέπη προσεκτικώς εντός της καρδίας αυτού, θα ίδη ότι δικαιολογούμενος δεν αποφεύγει την πονηρίαν Δικαιολογείται ο άνθρωπος εν πρώτοις, διότι δεν θέλει να παραδεχθή εαυτόν έστω και εκ μέρους ένοχον του εν τω κόσμω κακού Δικαιολογείται, διότι δεν γνωρίζει ότι είναι πεπροικισμένος δι’ ελευθερίας κατ’ εικόνα του Θεού, αλλά νομίζει ότι είναι απλώς φαινόμενον τι του κόσμου τούτου, και άρα εξαρτώμενος εξ αυτού Αλλ’ η τοιαύτη συνείδησις είναι μάλλον δουλοπρεπής, και δια τούτο το δικαιολογείσθαι είναι δουλικόν έργον, και ουχί έργον απεργαζόμενον υιούς του Θεού
Εις τον μακάριον Γέροντα δεν είδομεν κλίσιν προς δικαιολογίαν Παράδοξον όμως, η παρομοία διαγωγή, ήτοι η ανάληψις της ευθύνης και η αίτησις συγχωρήσεως, εις πολλούς παρουσιάζεται ως δουλικόν τι Τοσούτον διάφοροι είναι αι αντιλήψεις των υιών του Πνεύματος του Χριστού και των μη πνευματικών ανθρώπων Εις τον μη πνευματικόν φαίνεται απίθανον ότι είναι δυνατόν να αισθανθή τις όλην την ανθρωπότητα ως μίαν καθολικήν ύπαρξιν εμπεριεχομένην εν τη προσωπική‐υποστατική υπάρξει αυτού, άνευ μειώσεως της υπάρξεως όλων των άλλων υποστάσεως
Κατά την έννοιαν της δευτέρας εντολής, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», δέον και είναι δυνατόν όπως περιλάβη ο άνθρωπος εις την υποστατικήν αυτού ύπαρξιν άπαν το σύνολον της πανανθρωπίνης υπάρξεως Τότε παν κακόν, ερχόμενον εις τον κόσμον, θα γίνηται δεκτόν ουχί ως αλλότριον αλλά και ως προσωπικόν
Εάν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, εκτισμένη κατ’ εικόνα των απολύτων Θείων Υποστάσεων, είναι ικανή να χωρήση εντός αυτής το σύνολον της ανθρωπίνης υπάρξεως, ως εκάστη των Θείων Υποστάσεων τυγχάνει φορεύς του απολύτου πληρώματος του Θείου Είναι –και τοιαύτη εστίν η αληθής διάστασις της δευτέρας εντολής–, τότε έκαστος θα αναλάβη τον αγώνα κατά του κοσμικού κακού, αρχόμενος αφ’ εαυτού του ιδίου
Ο ίδιος ο Γέρων ωμίλει μόνον περί της αγάπης του Θεού και ουδέποτε περί της δικαιοσύνης Ημείς όμως προεκαλούμεν αυτόν επί τούτω εις την συνομιλίαν αυτήν Έλεγε περί του τα εξής:
«Δεν δυνάμεθα να είπωμεν περί του Θεού ότι είναι άδικος, ήτοι ότι υπάρχει αδικία εν Αυτώ, αλλά δεν δυνάμεθα και να είπωμεν ότι είναι δίκαιος, ως ημείς αντιλαμβανόμεθα την δικαιοσύνην Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: “Μη καλέσης τον Θεόν δίκαιον, ότι η δικαιοσύνη Αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασί σου· πού εστιν η δικαιοσύνη του Θεού; Ότι ήμεν αμαρτωλοί, και ο
Χριστός απέθανεν υπέρ ημών;” Και δυνατόν να προσθέσωμεν εις τον λόγον του Οσίου Ισαάκ: Ημείς ημάρτομεν και ο Θεός έθεσεν εις διακονίαν της σωτηρίας ημών τους Αγίους Αγγέλλους Οι Άγγελοι όμως, πλήρεις όντες αγάπης, και οι ίδιοι έχουν τον πόθον να διακονούν ημάς, και εις αυτήν την διακονίαν φέρουν πολλήν θλίψιν Αλλ’ ιδού, ο Θεός και τα άλογα ζώα και την άλλην κτίσιν παρέδωκεν εις τον νόμον της φθοράς, διότι δεν ήρμοζε να αφήση αυτήν ελευθέραν από του νόμου τούτου, εφ’ όσον ο άνθρωπος, χάριν του οποίου αύτη εδημιουργήθη, κατέστη δούλος της φθοράς εξ αιτίας της αμαρτίας αυτού Ούτως, άλλη μεν εκούσα, άλλη δε ακούσα, όμως “πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν”, κατά τον λόγον του Αποστόλου (Ρωμ η’ ‐), συμπάσχουσα μετά του ανθρώπου Και τούτο δεν είναι νόμος δικαιοσύνης, αλλά νόμος αγάπης»
Η αγάπη του Χριστού, ως Θεία δύναμις και δώρον του Αγίου Πνεύματος, του Ενός, του ενεργούντος εν πάσι, συνδέει οντολογικώς εις έν Η αγάπη αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου Ο αγαπών τον Θεόν περικλείει εν τη υποστατική αυτού υπάρξει την ζωήν του αδελφού Ο αγαπών όλον τον κόσμον εν πνεύματι περιπτύσσεται τον κόσμον όλον
Εκείνη η μεγάλη προσευχή υπέρ του κόσμου, δια της οποίας προσηύχετο ο μέγας Γέρων Σιλουανός, οδηγεί ακριβώς εις τοιαύτην αντίληψιν, ή κάλλιον ειπείν, εις την συναίσθησιν της οντολογικής κοινότητος της προσωπικής αυτού υπάρξεως μετά της πανανθρωπίνης Εάν εκ των συγχρόνων φιλοσόφων τινές λέγουν ότι η δια των αισθήσεων ημών πρόσληψις οιουδήποτε πράγματος (αντικειμένου) δεν είναι μόνον υποκειμενική ψυχική πράξις κεχωρισμένη της αντικειμενικής υπάρξεως του ιδίου του πράγματος, αλλ’ είναι αυτό τούτο το πράγμα, εισερχόμενον εις την συνείδησιν ημών δια των ενεργειών αυτού, δι’ ού εγκαθίσταται η κοινωνία υπάρξεως, τότε (εάν και ημείς δυνάμεθα να εκφρασθώμεν ακολουθούντες την ιδίαν λογικήν) έτι πλείον αρμόζει να ομιλώμεν περί κοινότητος υπάρξεως εκεί ένθα ενεργεί η μία, τα πάντα διαπερώσα Θεία χάρις του Παντοκράτορος Αγίου Πνεύματος
ΤΟ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Ο Κύριος προ της εξόδου Αυτού είπεν: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν Εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν ιδ’ )
Όστις προσεπάθησέ ποτε να φυλάξη εν τη ζωή αυτού τας εντολάς του Χριστού, ούτος δύναται, μέχρι τινός, να εννοήση το άμετρον του μεγαλείου αυτού του λόγου του Χριστού Άμετρον δια πάντα άνθρωπον εις όλην την ιστορίαν του κόσμου
Κατά τας ημέρας της επιγείου ζωής του Χριστού οι άνθρωποι ακούοντες
Αυτού ευρίσκοντο εν βαθεία απορία, ως και οι σύγχρονοι Ό,τι έλεγεν ο Χριστός δεν ήτο «κατά άνθρωπον» (Γαλ α’ ) Τούτο ήτο εμφανές εις πάντας, αλλά μη δυνάμενοι ούτοι να δεχθούν την επιφάνειαν του Θεού εν τοιαύτη ταπεινή μορφή, εκραύγαζον: «Δαιμόνιον έχει» Άλλοι έλεγον: «Ταύτα τα ρήματα ουκ έστι δαιμονιζομένου» Έλεγον δε πολλοί εξ αυτών: «Δαιμόνιον έχει και μαίνεται· τί αυτού ακούετε»; Άλλοι όμως απεκρίνοντο: «Αληθώς προφήτης εστί», και «σχίσμα εν τω όχλω εγένετο δι’ Αυτόν» (Ιωάν ζ’ , ζ’ , η’ ‐ και , θ’ , ι’ ‐)
Ο Γέρων Σιλουανός ήτο άνθρωπος και εις αυτόν εφηρμόζοντο καθ’ ολοκληρίαν οι λόγοι της εκκλησιαστικής προσευχής «ουκ έστιν άνθρωπος ός ζήσεται και ουχ αμαρτήσει» Αλλ’ εν τούτοις εις τας συνομιλίας και εις τας σημειώσεις αυτού συναντώμεν τοιούτους λόγους, οίτινες υπερβαίνουν το μέτρον του συνήθους ανθρώπου και πλησιάζουν εκείνο το όριον, όπου δεν φθάνει η κατανόησις των «φυσικών» ανθρώπων Και όμως συγχρόνως ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι έλεγε περί εαυτού την καθαράν αλήθειαν Επί ήμισυ σχεδόν αιώνα εγκατεβίωσεν εν τη Μονή υπό τα όμματα εκατοντάδων ανθρώπων, πολλοί των οποίων ζουν «έως άρτι» Έζησεν υπό τας συνθήκας του κοινοβίου, ένθα σαφέστερον εκδηλούται πάσα ψυχική ασθένεια Πολλοί δεν ηγάπων αυτόν, ύβριζον αυτόν κατά πρόσωπον, εκάλουν αυτόν «πεπλανημένον» Άλλοι έλεγον:
«Ού! Ο κατηραμένος άγιος» Αλλ’ αυτός ουδέποτε απήντησε κατ’ απρεπή τρόπον Βεβαίως τούτο ήτο δώρον της χάριτος, δια την διαφύλαξιν της οποίας διήλθεν όλον τον βίον αυτού εν εντόνω αγώνι Ίνα μη υπερφορτίσωμεν το βιβλίον ημών, δεν θα αναφέρωμεν ενταύθα τους λόγους του μακαρίου Γέροντος, οίτινες εξέρχονται των ορίων του συνήθους ανθρωπίνου μέτρου, και τους οποίους ο προσεκτικός αναγνώστης θα εύρη και μόνος εν ταις Γραφαίς αυτού, όπου αυτός, επί παραδείγματι, επί τη βάσει της πολυετούς πείρας λέγει ότι εις τους αγίους η προσευχή ουδέποτε διακόπτεται ή τα ακόλουθα:
«Κατ’ αρχάς ένεκα απειρίας εδέχθην πορνικόν λογισμόν Ελθών εις τον πνευματικόν είπον ότι εδέχθην λογισμόν πορνείας Ο πνευματικός απήντησε: “Ποτέ μη δέχου τοιούτους λογισμούς” Και έκτοτε παρήλθον τεσσαράκοντα και πέντε έτη, και ουδέ άπαξ εδέχθην σαρκικόν λογισμόν, ουδέ άπαξ ωργίσθην εναντίον τινός, διότι η καρδία μου ενθυμείται την αγάπην του Κυρίου και την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και επιλανθάνομαι των προσβολών»
Συνέβη ποτέ το εξής: Μεταξύ των αδελφών του Μοναστηρίου ήτο είς πολύ καλός ασκητής, ο μοναχός Σπυρίδων, διαβιώσας εν τω κοινοβίω ήμισυν αιώνα Εκ φύσεως ήτο άνθρωπος καρτερικός, δυνατός εις το σώμα και την ψυχήν, τα μάλα φιλόπονος, ανθεκτικός εις την άσκησιν, αληθής μοναχός Από της αρχής της μοναστηριακής αυτού ζωής ηγάπησε την προσευχήν του Ιησού και ενεκαρτέρησεν εις τούτο το «έργον», όπερ απαιτεί μεγάλην υπομονήν, προσοχήν και αυτοπεριορισμόν Όπως και η πλειονότης των μοναχών του Αγίου Όρους, ο πατήρ Σπυρίδων ήτο απλούς, σχεδόν αγράμματος, αλλ’ ήτο άνθρωπος σοφός Εκ της μακράς πείρας της νοεράς εργασίας απεκόμισε καθαράν αντίληψιν περί των μέτρων της ανθρωπίνης φύσεως και των ιδιωμάτων της ψυχής Κατενόει ότι η νοερά προσευχή απαιτεί ελευθερίαν του νοός από παντός είδους εντυπώσεων, και δια της σταθερότητος της βαθείας πίστεως έφερε ταύτην την δυσβάστακτον δια το πλείστον των ανθρώπων άσκησιν
Ο πατήρ Σπυρίδων είχε δύσκολον διακόνημα· ήτο οικονόμος εις το μοναστηριακόν μετόχιον της Κρουμίτσης, εις τα ΒΔ της χερσονήσου του Άθω Οι κύριοι τομείς της οικονομίας εκεί ήσαν οι ελαιώνες και αι άμπελοι Τα τελευταία τρία‐τέσσερα έτη της ζωής αυτού διήλθεν εν τω μοναστηριακώ νοσοκομείω, επειδή έπασχεν εκ χρονίων ρευματισμών, οίτινες εστέρησαν αυτόν πάσης ικανότητος προς εργασίαν
Έτυχεν ένα χειμώνα ο Γέρων Σιλουανός να ασθενήση εκ γρίππης, και έμενε προς καιρόν εν τω νοσοκομείω Έδωκαν εις αυτόν «κλίνην» τινά πλησίον του πατρός Σπυρίδωνος Εν τω παραπλεύρω διαμερίσματι έμενε τότε Ιεροδιάκονος τις Ημέραν τινα ο πατήρ Σπυρίδων εκάθητο επί της στρωμνής εστραμμένος προς την κλίνην του Γέροντος Σιλουανού Ούτος ήτο ανακεκλιμένος, ενδεδυμένος το ζωστικόν και την ζώνην, ως είθισται εις τους μοναχούς του Άθωνος εις σημείον της αδιαλείπτου ετοιμότητος αυτών ημέρας και νυκτός προς διανάστασιν εις προσευχήν Ο πατήρ Σπυρίδων ωμίλει περί της προσευχής και ο Γέρων Σιλουανός ήκουε σιωπών
‐ Ούτω κρατείς, κρατείς την προσευχήν, και όμως, όταν ασχοληθής μετά τινος εργασίας, ήτις απαιτεί να σκεφθής, τότε διακόπτεται η προσευχή … Συμβαίνει να υπάγης, ίνα καθαρίσης τας ελαίας, και, όταν βλέπης τους κλάδους και σκέπτησαι πώς θα ήτο καλύτερον να κλαδεύης αυτούς, τότε φεύγει η προσευχή, έλεγεν ο πατήρ Σπυρίδων
Ενώ έλεγεν αυτούς τους λόγους ο Γέρων Σιλουανός ηγέρθη εκ της κλίνης, εφόρεσε τας αρβύλας αυτού και τον ζεστόν επενδύτην και ειπών γαληνώς, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως», ανεχώρησεν εκ του νοσοκομείου δια το κελλίον αυτού
Κατάπληκτος ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν επ’ ολίγον να κάθηται εν απορία, και κατόπιν μετέβη εις το παράπλευρον διαμέρισμα και διηγήθη την συνομιλίαν αυτού μετά του Γέροντος Σιλουανού εις τον ασθενούντα Ιεροδιάκονον και είπεν:
‐ Άγιε Ιεροδιάκονε, υμείς γνωρίζετε καλώς τον πατέρα Σιλουανόν Είπατε,
τί σημαίνουν οι λόγοι ούτοι, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως»;
Ο διάκονος εσιώπα Ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν:
‐ Ή πλανάται, ή είναι μέγας!
Ο Ιεροδιάκονος, γνωρίζων τον πατέρα Σπυρίδωνα ως έμπειρον ασκητήν,
λέγει εις αυτόν:
‐ Πάτερ Σπυρίδων, δύνασθε ο ίδιος να εννοήσητε καλύτερον εμού τί
σημαίνουν οι λόγοι ούτοι
Ο πατήρ Σπυρίδων παρέμεινε συλλογιζόμενος επί ολίγην έτι ώραν, και μετά ηγέρθη λέγων:
‐ Ναι, εκπληκτικόν πράγμα!
Ε’ – ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΗΣΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Όλος ο βίος του μακαρίου Γέροντος Σιλουανού υπήρξε προσευχή Προσηύχετο ούτος αδιαλείπτως, μεταβάλλων κατά την διάρκειαν της ημέρας τον τρόπον της προσευχής κατά τας περιστάσεις Έχων το χάρισμα της ανωτέρας νοεράς προσευχής αφιέρωνεν εις αυτήν κυρίως την νύκτα, οπότε ήτο δυνατόν να έχη τα ευνοούντα το έργον τούτο, τελείαν σιγήν και σκότος Το ζήτημα των ειδών ή τρόπων της προσευχής τίθεται ως έν εκ των κεφαλαιωδεστέρων προβλημάτων της ασκήσεως εν γένει Τοιούτον υπήρξε και δια τον Γέροντα, και ως εκ τούτου επιτρέπομεν εις εαυτόν να είπωμεν ολίγα τινά περί της προσευχής
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Η προσευχή είναι δημιουργία, δημιουργία υψηλοτάτη, δημιουργία και ποίησις κατ’ εξοχήν Δυνάμει τούτου προσλαμβάνει αύτη απείρους μορφάς, αλλ’ οπωσδήποτε υφίσταται δυνατότης τις διακρίσεως αυτής εις είδη αναλόγως της καταστάσεως ή κατευθύνσεως των κυρίων πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, τουθ’ όπερ ποιούν και οι Πατέρες της Εκκλησίας
Εξ αυτής της απόψεως η προσευχή συμπίπτει προς τα στάδια της φυσικής αναπτύξεως του ανθρωπίνου πνεύματος Πρώτη κίνησις του νοός είναι η προς τα έξω Δευτέρα η εις εαυτόν επιστροφή, και τρίτη η κίνησις προς τον Θεόν δια του έσω ανθρώπου
Εν συμφωνία προς την τοιαύτην τάξιν οι Άγιοι Πατέρες διακρίνουν τρεις τρόπους προσευχής: Ο πρώτος, ένεκα της ανικανότητος εισέτι του νοός να αναβαίνη αμέσως εις την καθαράν έννοιαν του Θεού, χαρακτηρίζεται εκ της «φαντασίας», ο δεύτερος εκ της «νοήσεως» και ο τρίτος εκ της καταδύσεως εις την «θεωρίαν» Κυρίως ορθήν και καρποφόρον οι Πατέρες θεωρούν την προσευχήν του τρίτου τρόπου, αλλά, λαμβάνοντες υπ’ όψιν την αδυναμίαν του ανθρώπου να έχη προσευχήν τοιούτου βαθμού εξ αυτής της αρχής της προς τον Θεόν πορείας αυτού, θεωρούν και τους δύο πρώτους τρόπους φυσικούς και ωφελίμους εις τον καιρόν αυτών Ταυτοχρόνως όμως υποδεικνύουν ότι, εάν ο άνθρωπος μένη ικανοποιημένος εκ του πρώτου τρόπου προσευχής και καλλιεργή αυτόν εν τη ζωή αυτού, τότε εκτός της στειρότητος εν τη προσευχή, είναι δυνατόν να προκύψουν και σοβαρά πνευματικά νοσήματα Όσον αφορά εις τον δεύτερον τρόπον προσευχής, καίτοι υπερβαίνει κατά πολύ τον πρώτον εις αξίαν, όμως είναι ωσαύτως ολιγόκαρπος Δεν εξάγει τον άνθρωπον εκ του αδιακόπου αγώνος προς τους λογισμούς και δεν οδηγεί αυτόν ούτε εις την απελευθέρωσιν εκ των παθών ούτε, έτι πλείον, εις την καθαράν θεωρίαν Ο τρίτος, ο τελειότερος τρόπος προσευχής, είναι η στάσις του νοός εν τη καρδία, κατά την οποίαν ο προσευχόμενος εκ βαθέων του είναι αυτού, άνευ εικόνων και μορφών, καθαρώ νοΐ παρίσταται τω Θεώ
Το πρώτον είδος προσευχής κρατεί τον άνθρωπον εις διαρκή παραπλάνησιν, εις τον κόσμον της φαντασιοκοπίας, της ονειροπολήσεως και, εάν θέλητε, της ποιητικής δημιουργίας Το θείον, και γενικώς παν πνευματικόν,λαμβάνει διαφόρους φανταστικάς μορφάς, ύστερον δε βαθμηδόν και η πραγματική ζωή καθίσταται κατά το μάλλον και ήττον έμπλεως στοιχείων εκ της σφαίρας της φαντασίας Κατά τον δεύτερον τρόπον προσευχής αι εσωτερικαί είσοδοι της καρδίας και του νοός είναι ανοικταί προς εύκολον διείσδυσιν παντός αλλοτρίου Δυνάμει τούτου, ο άνθρωπος ζη συνεχώς υποβαλλόμενος εις τας πλέον διαφόρους επιδράσεις εκ των έξω Μη εννοών όμως τί ακριβώς συμβαίνει μετ’ αυτού αντικειμενικώς, ήγουν τίνι τρόπω αναφύονται εντός αυτού πάντες ούτοι οι λογισμοί και οι πόλεμοι, αποδεικνύεται ανίκανος να αντισταθή δεόντως εις την ορμήν των παθών Κατ’ αυτό το είδος προσευχής ο άνθρωπος λαμβάνει ενίοτε χάριν και έρχεται εις αγαθήν κατάστασιν, αλλ’ εξ αιτίας της εσφαλμένης εσωτερικής αυτού καταστάσεως δεν δύναται να διαμένη σταθερώς εν αυτή Αποκτήσας ωρισμένας θεολογικάς γνώσεις και σχετικώς ευσχήμονα διαγωγήν, ικανοποιημένος υπ’ αυτής της καταστάσεως, έλκεται βαθμηδόν προς την διανοητικήν θεολογίαν Κατά το μέτρον δε της προόδου εις τούτο το είδος της θεολογίας δυσχεραίνεται ο εσωτερικός πόλεμος των λεπτών ψυχικών παθών, της κενοδοξίας και υπερηφανίας, επιδεινούται η απώλεια της χάριτος και εξασθενεί η προσευχή Εν τη περαιτέρω εξελίξει αυτού ο τρόπος ούτος της προσευχής, ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν του οποίου είναι η συγκέντρωσις της προσοχής εις τον εγκέφαλον, οδηγεί τον άνθρωπον μάλλον εις φιλοσοφικάς θεωρίας, αίτινες ωσαύτως, ως και ο πρώτος τρόπος προσευχής, εισάγουν τον νουν εις την σφαίραν των αφηρημένων εννοιών και της φαντασίας Τω όντι, τούτο το είδος της αφηρημένης νοητικής φαντασίας είναι ολιγώτερον αφελές και ολιγώτερον απομεμακρυσμένον της αληθείας, ή το πρώτον
Ο τρίτος τρόπος προσευχής, η ένωσις του νοός μετά της καρδίας, είναι εν γένει η φυσική θρησκευτική κατάστασις του ανθρωπίνου πνεύματος, ποθουμένη, ζητουμένη, άνωθεν διδομένη Την ένωσιν του νοός μετά της καρδίας αισθάνεται έκαστος, όταν προσεύχηται προσεκτικώς «εκ καρδίας» Εις έτι μεγαλύτερον βαθμόν γνωρίζει ταύτην, όταν έρχηται προς αυτόν η κατάνυξις και η γλυκεία αίσθησις της αγάπης του Θεού Τα δάκρυα της κατανύξεως κατά την προσευχήν είναι πιστή ένδειξις ότι ο νους ηνώθη μετά της καρδίας, και ότι η προσευχή εύρε τον πρώτον αυτής τόπον, την πρώτην αναβαθμίδα της προς τον Θεόν αναβάσεως Ιδού δια τί τοσούτον τιμάται η κατάνυξις υφ’ όλων των ασκητών Ομιλούντες όμως, επί του προκειμένου, περί του τρίτου τρόπου προσευχής έχομεν υπ’ όψιν άλλο τι, μεγαλύτερον: νουν εν ευκτική προσοχή ιστάμενον εν τη καρδία
Χαρακτηριστικόν αποτέλεσμα ή ιδίωμα της τοιαύτης κινήσεως και εγκατοικήσεως του νοός εις τα έσω είναι η διακοπή της ενεργείας της φαντασίας και η απαλλαγή του νοός από πάσης εικόνος ευρισκομένης εν αυτώ Τότε ο νους γίνεται όλος ακοή και όρασις, και βλέπει και ακούει πάντα λογισμόν πλησιάζοντα έξωθεν, πριν ή ούτος διεισδύση εις την καρδίαν Κατά την τέλεσιν της προσευχής αυτής ο νους ουχί μόνον δεν επιτρέπει την είσοδον λογισμών εις την καρδίαν, αλλά και απωθεί αυτούς, και ο ίδιος τηρείται από της μετ’ αυτών κράσεως Ούτως επιτυγχάνεται η καταστολή της ενεργείας παντός πάθους εν τη εμβρυώδει καταστάσει αυτού, εν αυτή τη γενέσει αυτού Το ζήτημα τούτο είναι άκρως βαθύ και περίπλοκον, ημείς δε ενταύθα προτιθέμεθα να δώσωμεν μόνον την πλέον στοιχειώδη σκιαγραφίαν
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Η αμαρτία πραγματοποιείται διαβαίνουσα τας καθωρισμένας φάσεις της εσωτερικής αυτής εξελίξεως Πρώτη μορφή είναι η προσεγγίζουσα προς τον άνθρωπον έξωθεν πνευματική τις επίδρασις, ήτις κατ’ αρχάς δύναται να είναι εντελώς ασαφής, αόριστος Το πρωταρχικόν στάδιον μορφοποιήσεως είναι η εμφάνισις εντός του εσωτερικού «οπτικού» πεδίου του ανθρώπου «εικόνος» τινος Καθ’ όσον τούτο δεν εξαρτάται εκ της θελήσεως του ανθρώπου, δεν λογίζεται εις αμαρτίαν Αι εικόνες εν άλλαις μεν περιπτώσεσι φέρουν χαρακτήρα μάλλον εποπτικόν, εν άλλαις δε κυρίως νοητικόν, συχνότερον δε μικτόν Εφ’ όσον όμως και αι εποπτικαί εικόνες έλκουν οπίσω αυτών ταύτην ή εκείνην την σκέψιν, πάσαι αι εικόνες καλούνται υπό των ασκητών «λογισμοί»
Εις τον απαθή άνθρωπον ο «κυρίαρχος» νους, ως γνωστική του είναι δύναμις, δύναται να προσηλώση την προσοχήν αυτού επί του προσερχομένου λογισμού, μένων πλήρως ελεύθερος εκ της εξουσίας αυτού Αλλ’ εάν εντός του ανθρώπου υπάρχη «τόπος», κατάλληλον έδαφος, ευνοϊκόν προς το περιεχόμενον εις τον λογισμόν πνεύμα, τότε η ενέργεια αυτού του τελευταίου επιδιώκει να καταλάβη βιαίως τον ψυχικόν κόσμον του ανθρώπου Επιτυγχάνει δε τούτο προκαλούσα εις την προδιατεθειμένην προς το πάθος ψυχήν αίσθημα ηδονής, ίδιον του ενός ή άλλου πάθους Εις αυτήν ακριβώς την ηδονήν συνίσταται ο «πειρασμός» Εν τούτοις και η στιγμή αύτη της ηδονής, καίτοι μαρτυρεί περί της ατελείας του ανθρώπου, όμως δεν λογίζεται εις αμαρτίαν Είναι απλώς η «πρότασις» αυτής
Η περαιτέρω εξέλιξις του εφαμάρτου λογισμού εν αδραίς γραμμαίς δύναται να χαραχθή ως εξής: Η προτεινόμενη εμπαθής ηδονή προσελκύει την προσοχήν του νοός Στιγμή άκρως σοβαρά και υπεύθυνος, διότι η ένωσις του νοός μετά του λογισμού αποτελεί την ευνοϊκήν προϋπόθεσιν δια την ανάπτυξιν του τελευταίου Εάν δια τινος εσωτερικής βουλητικής πράξεως ο νους δεν αποκοπή από της προτεινομένης ηδονής, αλλά παρατείνει την εν αυτή διαμονήν αυτού δια της προσοχής, τότε εμφανίζεται η συμπάθεια προς αυτήν και άρχεται η ευνοϊκή μετ’ αυτής συνομιλία, εξ ής έπεται ο «συνδυασμός», όστις δύναται να εξελιχθή εις την πλήρη και ενεργητικήν «συγκατάθεσιν» Ακολούθως, η συνεχώς αυξανομένη ηδονή δύναται πλέον να δεσπόση του νοός και της θελήσεως του ανθρώπου, όπερ λέγεται «αιχμαλωσία» Μετά τούτο πάσαι αι δυνάμεις του αιχμαλωτισθέντος υπό του πάθους κατευθύνονται προς την κατά το μάλλον και ήττον αποφασιστικήν έργω πραγματοποίησιν της αμαρτίας, εάν δεν υπάρχουν προς τούτο εξωτερικά εμπόδια, ή επί παρουσία εμποδίων, προς την αναζήτησιν δυνατότητος της τοιαύτης πραγματοποιήσεως
Η παρομοία αιχμαλωσία δύναται να μείνη μοναδική και ποτέ πλέον να μη επαναληφθή, εάν ήτο αποτέλεσμα απλώς απειρίας αγωνιζομένου ασκητού Εάν όμως αι αιχμαλωσίαι επαναλαμβάνωνται, οδηγούν πλέον εις την «έξιν» του πάθους, οπότε πάσαι αι φυσικαί του ανθρώπου δυνάμεις αρχίζουν να δουλεύουν εις το πάθος αυτό Εκ της αρχικής εμφανίσεως της ενηδόνου ενεργείας του πάθους, εκ της «προτάσεως», ως αύτη εκλήθη ανωτέρω, πρέπει να αρχίση ο πόλεμος, όστις οφείλει να συνεχισθή εις όλας τας φάσεις της εξελίξεως του αμαρτωλού λογισμού· εις εκάστην δε εξ αυτών δύναται ούτος να ηττηθή, ούτω δε να μη συντελεσθή έργω η αμαρτία Πάντως, από της στιγμής της αμφιταλαντεύσεως της θελήσεως υφίσταται το στοιχείον της αμαρτίας και οφείλει ο άνθρωπος να μετανοήση, ίνα μη απολέση την χάριν
Ο πνευματικώς αδόκιμος συναντάται συνήθως μετά του εφαμάρτου λογισμού, όταν ο τελευταίος απαραιτήτως έχη διέλθει τας πρώτας φάσεις της εξελίξεως αυτού και έχη ήδη αποκτήσει ωρισμένην δύναμιν, έτι δε πλέον, όταν εγγίζη ο κίνδυνος της έργω τελέσεως της αμαρτίας Ούτω, προς αποφυγήν της αμαρτίας, είναι ανάγκη να εγκατασταθή ο νους δια προσευχής εντός της καρδίας Τούτο είναι απαραίτητον δι’ εκείνον όστις επιθυμεί να στερεωθή εις την πνευματικήν ζωήν δια της αληθούς μετανοίας, διότι ως ελέχθη ανωτέρω, η αμαρτία αναχαιτίζεται δια της τοιαύτης εσωτερικής στάσεως του νοός εν αυτή τη συλλήψει αυτής Εύκαιρον ίσως είναι ενταύθα όπως μνησθώμεν των λόγων του Προφήτου: «Θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος … μακάριος ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπια σου προς την πέτραν» του Ονόματος Ιησού Χριστού (Ψαλμ ρλστ’)
Αγωνιζόμενος δια την ελευθερίαν αυτού ο ασκητής διεξάγει πόλεμον προς τον λογισμόν, τοσούτον έντονον, ώστε εκείνος, όστις δεν εγνώρισεν αυτόν εκ πείρας, ουδόλως δύναται να φαντασθή Κατά τούτον τον εσωτερικόν πόλεμον προς τον λογισμόν, κατ’ αυτήν την κατ’ ευθείαν αντίστασιν προς αυτόν, η ψυχή του αρχαρίου ουχί σπανίως υφίσταται μερικήν ήτταν, ενίοτε όμως επιφέρει και νίκην Ούτω, συν τω χρόνω ο ασκητής δύναται να μελετήσει τον χαρακτήρα εκάστου λογισμού μέχρι καταπληκτικής λεπτότητος τοσούτον, ώστε αν και δεν διαπράττη έργω την αντίστοιχον αμαρτίαν, μανθάνει την ενέργειαν εκάστου πάθους πολύ βαθύτερον και λεπτότερον ή ο κατεχόμενος υπ’ αυτού Ο τελευταίος δύναται να παρατηρή εις εαυτόν και εις άλλους τας εκδηλώσεις της ενεργείας εκείνου ή του άλλου πάθους, αλλά, ίνα κατορθώση βαθυτέραν γνώσιν αυτού, είναι απαραίτητον να φθάση μέχρις εκείνου του πνευματικού τόπου, ένθα διαμένει ο προσευχόμενος κατά τον τρίτον τρόπον, και ούτω βλέπει παν πάθος εν τη εμβρυώδει φάσει αυτού
Ο ασκητής κλείων τας εις την καρδίαν εισόδους, τοποθετών εκεί ως φρουρόν τον απηλλαγμένον φαντασίας και διαλογισμών αλλά καθωπλισμένον δια της προσευχής και του ονόματος του Ιησού Χριστού νουν, εισέρχεται εις αγώνα κατά πάσης επιδράσεως έξωθεν, εκ της κοσμικής σφαίρας εκπορευομένης Εις τούτο έγκειται η ουσία της νοεράς νήψεως, ήτις σκοπόν έχει τον υπέρ απαθείας αγώνα
Υπό ευρυτέραν έννοιαν, η κατά των παθών νίκη κατορθούται δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού Αλλ’ ενταύθα πραγματευόμεθα την ιδιαιτέραν μορφήν της ασκητικής νήψεως, ήτις άρχεται όταν ο διελθών ωρισμένα στάδια της πνευμαιτικής εξελίξεως ασκητής εγκαταλείπη την προσευχήν του πρώτου τρόπου, κατόπιν πείρας και του δευτέρου, συνειδητοποιήσας την του πρώτου ατέλειαν
Η φυλακή του νοός και της καρδίας από παντός λογισμού απαιτεί μακρόν αγώνα, άκρως δύσκολον και λεπτόν Ο άνθρωπος ζων εντός του ατελευτήτου πλήθους των πλέον ποικιλομόρφων εντυπώσεων και επιδράσεων, ένεκα ακριβώς του πλήθους και της συνεχούς αλλαγής αυτών, δεν κατανοεί ούτε το γένος, ούτε την ισχύν αυτών Αλλ’ ο ασκητής, εργάτης της νοεράς ησυχίας, εν τη αποταγή από παντός εξωτερικού, συγκεντρούται δι’ όλης αυτού της δυνάμεως εις το έσω του είναι αυτού, και εκεί εισέρχεται εις μονομαχίαν μετά του λογισμού του κυριωτέρου αυτού πάθους Μόνον υπ’ αυτούς τους όρους είναι δυνατόν να γνωρίση τις το γένος και την κολοσσιαίαν αυτού δύναμιν Ο άνθρωπος του οποίου η εσωτερική προσοχή δεν είναι επαρκής πίπτει ευκόλως υπό την επίδρασιν του λογισμού και καταντά δούλος αυτού Δια της υποταγής του θελήματος αυτού εις τον λογισμόν ο άνθρωπος εξομοιούται πνευματικώς και ταυτίζεται προσέτι μετ’ εκείνου του πνεύματος, του οποίου η ενέργεια περιέχεται εις τον λογισμόν Αποδεχόμενος εν τη ψυχή εμπαθή λογισμόν, όστις κατά το πλείστον είναι αποτέλεσμα δαιμονικής επιδράσεως, ο άνθρωπος γίνεται όργανον δαιμονικής ενεργείας
Ο βαθέως προσευχόμενος νους αισθάνεται ενίοτε την εκ των έξω προσέγγισιν πνεύματός τινος, αλλ’ εάν η ευκτική προσοχή δεν διαταραχθή, τότε τούτο εξαφανίζεται άπρακτον, ούτως ώστε μετά την προσευχήν δεν δύναται να είπη ο άνθρωπος ποίος, δια τί και δια τίνος ήλθεν Ενίοτε, εν βαθεία προσευχή συμβαίνει τι δυσκόλως εξηγούμενον Πλησίον του νοός διέρχονται φωτοφόροι εμφανίσεις, αίτινες προσπαθούν να ελκύσουν προς εαυτάς την προσοχήν αυτού Εάν ο νους δεν δίδη εις αυτάς προσοχήν, τότε επιμένουν, ως να λέγουν: «Θα φέρω εις σε σοφίαν και σύνεσιν και εάν δεν με αποδεχθής, τότε ίσως ποτέ πλέον δεν θα δυνηθής να με ίδης» Ο έμπειρος όμως νους κατ’ ουδένα τρόπον προσέχει εις αυτάς, και αύται φεύγουν ουχί μόνον ως απαράδεκτοι, αλλά και ως μη εγνωσμέναι Ο νους ουδόλως γνωρίζει ασφαλώς, αν ήτο πονηρός εχθρός ή καλός άγγελος Γνωρίζει όμως εκ πείρας ότι, εάν προσηλώση την προσοχήν αυτού εις την προτεινόμενην φωτοφόρον σκέψιν, δύναται να απολέση την προσευχήν, και ύστερον μετά μεγάλου κόπου αναζητεί αυτήν Η πράξις έδειξεν ότι κατά την ώραν της προσευχής απαιτείται τελεία εγκράτεια, έτι δε και από των καλών σκέψεων, διότι άλλως ο νους συναντάται μετά της ατέρμονος εξελίξεως του λογισμού και, ως έλεγεν ο Γέρων, «καθαρός δεν εξέρχεται» Η απώλεια της καθαράς προσευχής είναι ζημία δι’ ουδενός ανταμειβομένη Η θαυμασία αύτη εργασία (ακατάληπτος εις την οκνηράν πλειοψηφίαν) επιτυγχάνεται μετά μεγάλου κόπου και υπό ολίγων
Η ουσία της ασκητικής οδού του Γέροντος δύναται να εκφρασθή δι’ ολίγων λέξεων: φυλακή της καρδίας από παντός ξένου λογισμού μέσω της εσωτερικής νοεράς προσευχής, ίνα αποφευχθή πάσα αλλοτρία επίδρασις και επιτευχθή η παράστασις ενώπιον του Θεού εν καθαρά προσευχή
Η εργασία αύτη ονομάζεται νοερά ησυχία, εκληρονομήθη δε εις ημάς υπό της ζώσης και γραπτής παραδόσεως των Αγίων Πατέρων, από των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού μέχρι των ημερών ημών Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να ομιλή τις περί της ασκητικής οδού του Γέροντος, ως και ο ίδιος έπραττε, πραγματευόμενος περί της οδού του ορθοδόξου μοναχισμού εν γένει
Ο μακάριος Γέρων έλεγεν:
«Εάν είσαι θεολόγος, προσεύχεται καθαρώς Εάν προσεύχεσαι καθαρώς,
τότε είσαι θεολόγος»
Ο ασκητής‐μοναχός δεν είναι θεολόγος υπό την ακαδημαϊκήν της λέξεως έννοιαν, αλλ’ είναι θεολόγος, ως δια της καθαράς προσευχής αξιούμενος θεϊκών αληθώς θεωριών
Αρχή της οδού προς την καθαράν προσευχήν είναι ο αγών κατά των
παθών Ο νους, κατά το μέτρον της καθάρσεως από των παθών, καθίσταται ισχυρότερος εις τον πόλεμον κατά των λογισμών και πλέον ανθεκτικός εις την προσευχήν και την θεωρίαν του Θεού Η καρδία δε, ελευθερουμένη εκ του σκοτασμού των παθών, άρχεται να βλέπη παν το πνευματικόν εναργέστερον, σαφέστερον, μέχρις επιβλητικής καταφανείας
Προτιμητέα είναι υπό του μοναχού η οδός αύτη ή η της επιστημονικής θεολογίας Υφίσταται βεβαίως η δυνατότης και μέσω της αφηρημένης φιλοσοφικής θεωρίας να φθάση τις μέχρι της κατανοήσεως του ανεφαρμόστου επί του Θεού των εμπειρικών ημών εννοιών και καταλήψεων, και ούτως εις την επίτευξιν της καταστάσεως εκείνης κατά την οποίαν ο νους άρχεται να «σιωπά» Όμως, η «σιωπή του νοός» του θεολόγου‐φιλοσόφου ευρίσκεται μακράν του να είναι πάντοτε γνησία θεωρία του Θεού, έστω και αν ούτος πλησιάζη τα όρια αυτής
Η επίτευξις της αληθούς θεωρίας άνευ της καθάρσεως της καρδίας είναι αδύνατος Μόνον η εκ των παθών καθαρθείσα καρδία είναι δεκτική του ιδιαιτέρου θάμβους εκ της θεωρίας του ακαταλήπτου του Θεού Εν τη καταστάσει αυτού του θάμβους ευρισκόμενος ο νους βυθίζεται εις τινα περιχαρή σιγήν, εξηντλημένος εκ του μεγαλείου του Θεωμένου
Δι’ άλλης οδού πορεύεται ο θεολόγος‐διανοούμενος προς την κατάστασιν της θεωρίας, και δι’ άλλης ο ασκητής μοναχός Ο νους του τελευταίου εις ουδέν είδος στοχασμών επιδίδεται Μόνον ως φύλαξ ησύχως προσέχει, ίνα μη εισέλθη αλλότριον τι εις την καρδίαν αυτού Επί τω ονόματι του Ιησού και τη εντολή Αυτού –ιδού επί τίνι– ζουν η καρδία και ο νους κατ’ αυτήν την «ιεράν ησυχίαν» Ζουν ζωήν μοναδικήν, ελέγχοντες παν το τελούμενον εσωτερικώς, ουχί δια της λογικής ερεύνης ή αναλύσεως αλλά δι’ ιδιαιτέρας πνευματικής αισθήσεως
Ο νους, ενούμενος μετά της καρδίας, διαμένει ως ελέχθη ανωτέρω, εις τοιαύτην στάσιν, ήτις επιτρέπει εις αυτόν να παρατηρή πάσαν κίνησιν συμβαίνουσαν εν τη «σφαίρα του υποσυνειδήτου» (Χρησιμοποιούμεν ενταύθα συμβατικώς τον όρον τούτον της συγχρόνου επιστημονικής ψυχολογίας, διότι δεν συμπίπτει μετά των θέσεων της ορθοδόξου ασκητικής ανθρωπολογίας) Ιστάμενος εντός της καρδίας ο νους διακρίνει τας εμφανιζομένας πέριξ αυτού εικόνας και επιδράσεις, εξερχομένας εκ του κοσμικού είναι και αποπειρωμένας να κατακυριεύσουν της καρδίας και του νοός του ανθρώπου Υπό την μορφήν του λογισμού, του συνδεομένου μετ’ εκείνης ή της άλλης εικόνος αντιστοίχως, συνοδεύεται ενέργεια εκείνου ή του άλλου πνεύματος Η επίθεσις των έξωθεν επερχομένων λογισμών είναι άκρως βιαία και, ίνα μειωθεί η έντασις αυτής, ο μοναχός υποχρεούται κατά την διάρκειαν της ημέρας να μη ανεχθή ουδέ μίαν εμπαθή βλέψιν, να μη επιτρέψη εις εαυτόν «προσπάθειαν» εις ό,τιδήποτε, αλλά συνεχώς να επιδιώκη να φέρη τον αριθμόν των εξωτερικών εντυπώσεων μέχρι του εσχάτου δυνατού ελαχίστου Άλλως, την ώραν της εσωτερικής νοεράς προσευχής, παν το αποτυπωθέν επιτίθεται κατά της καρδίας ως άκρατος μαχητική παράταξις και επιφέρει μεγάλην σύγχυσιν
Το εκζητούμενον δια της ασκήσεως ταύτης είναι η αδιάκοπος ευκτική εν τη καρδία προσοχή Και όταν μετά παρέλευσιν πολλών ετών τοιαύτης πράξεως, της δυσκολωτάτης πασών των άλλων ασκήσεων, λεπτυνθή η πνευματική αίσθησις της καρδίας, ο δε νους εκ του πολλού πένθους λάβη την δύναμιν να απωθή πάσαν προσβολήν των εμπαθών λογισμών, τότε η ευκτική κατάστασις γίνεται αδιάλειπτος, και η αίσθησις του Θεού, παρόντος και ενεργούντος, αποκτά μεγάλην δύναμιν και ενέργειαν
Τοιαύτη είναι η οδός του μοναχού‐ασκητού και εν αυτή επορεύθη ο μακάριος Γέρων
Η οδός των «αρεοπαγιτικών», τε η οδός της φιλοσοφικής και επιστημονικής θεολογίας, είναι διάφορος Κατ’ αυτήν επικρατεί η διανόησις και ουχί η προσευχή Οι πορευόμενοι ταύτην ουχί σπανίως απατώνται, διότι ευχερώς επιτυγχάνοντες την διανοητικήν αφομοίωσιν, εισέτι και των αποφατικών μορφών της θεολογίας, ικανοποιούνται δια της διανοητικής ηδονής, της οποίας λαμβάνουν γεύσιν τινα Μη αποδίδοντες την οφειλομένην προσοχήν εις τα ακυριάρχητα εισέτι πάθη, φαντάζονται ότι επέτυχον εκείνο, περί του οποίου γίνεται λόγος εν τοις έργοις του «Αρεοπαγίτου», ενώ εις την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των περιπτώσεων, συλλαμβάνοντες την λογικήν δομήν του θεολογικού αυτού συστήματος, δεν επιτυγχάνουν όντως του Ζητουμένου, του Ενός, «ού μόνον εστί χρεία»
Την ουσίαν της «ιεράς ησυχίας» έβλεπεν ο Γέρων ουχί εις τον εγκλεισμόν, ουδέ εις την προς την έρημον αναχώρησιν αλλ’ εις την διηνεκή εν τω Θεώ διαμονήν Λόγω της μεγάλης σπουδαιότητος του ζητήματος δέον όπως παρατείνωμεν ολίγον την έκθεσιν
Έλεγεν ο Γέρων ότι και η έγκλειστος ζωή και η απομάκρυνσις εις την έρημον καθ’ εαυτήν ουδέν έτερον είναι, ει μη βοηθητικά μέσα και ουδόλως σκοπός Δύνανται να συντελέσουν εις την μείωσιν των εξωτερικών εντυπώσεων και επιδράσεων και εις την απομάκρυνσιν από της βιοτικής ταραχής, ούτω δε να ευνοήσουν την καθαράν προσευχήν, αλλά μόνον εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν αύτη η απομάκρυνσις εγένετο κατ’ ευδοκίαν Θεού,
και ουχί κατά το ίδιον θέλημα προς αναζήτησιν ανωτέρας δήθεν ζωής Αλλέως, και ο εγκλεισμός και η έρημος και πάσα άλλη άσκησις μένουν άκαρποι, διότι η ουσία της ζωής ημών δεν έγκειται εις την αυτόβουλον άσκησιν, αλλ’ εις την υπακοήν του θελήματος του Θεού
Πολλοί νομίζουν ότι ο υψηλότερος τρόπος ζωής είναι η ησυχία εν τη ερήμω, άλλοι θεωρούν ως τοιούτον τον εγκλεισμόν, τινές προτιμούν την δια Χριστόν «μωρίαν», άλλοι πάλιν την ποιμαντικήν διακονίαν ή το επιστημονικο‐ θεολογικόν έργον κτλ Ο Γέρων εθεώρει ότι ουδέν των ειδών τούτων της ασκήσεως συνιστά καθ’ εαυτό τον υψηλότερον τρόπον πνευματικής ζωής, αλλ’ έκαστον είδος εξ αυτών δύναται να αποβή τοιούτος τρόπος δι’ εκείνο ή το άλλο πρόσωπον, εάν συμφωνή προς το θέλημα του Θεού περί του δοθέντος προσώπου Το θέλημα δε του Θεού δι’ έκαστον άνθρωπον δύναται να είναι διάφορον
Αλλ’ οιονδήποτε ήθελεν είναι το θέλημα του Θεού δι’ έκαστον άνθρωπον, όσον αφορά εις εκείνον ή τον άλλον τρόπον ασκήσεως ή τον τόπον ή την μορφήν λειτουργήματος, εις πάσας τας περιπτώσεις μένει υποχρεωτική η εκζήτησις της καθαράς προσευχής
Καθαράν προσευχήν ο Γέρων εθεώρει εκείνην, ήτις προσφέρεται μετά κατανύξεως, ίδιον της οποίας είναι ότι και η καρδία και ο νους ζουν εν συμφωνία τας λέξεις της προφερομένης προσευχής, απηλλαγμένης παντός ξένου προς αυτήν στοιχείου Τούτο το είδος προσευχής είναι κατά το μάλλον και ήττον γνωστόν εις πλείστους πιστούς, εις σπανίας όμως περιπτώσεις οδηγεί εις την τελείαν προσευχήν
Άλλο είδος καθαράς προσευχής είναι εκείνο, κατά το οποίον ο νους μένει έγκλειστος εν τη καρδία και εκεί, εκτός σκέψεων και εικόνων, μελετά εν τη μνήμη το Όνομα του Θεού Η προσευχή αύτη συνδέεται μετά συνεχούς αγώνος· είναι ενέργεια εξαρτωμένη εν μέρει εκ της προαιρέσεως του ανθρώπου· είναι έργον, εργασία ασκητική Πάντα όσα ελέχθησαν ανωτέρω περί του θαυμαστού τούτου τρόπου της νοεράς προσευχής –ότι δίδει την δυνατότητα να ίδη τις τον λογισμόν, πριν ή ούτος εισέλθη εις την καρδίαν, ή συμβατικώς εκφραζόμενοι, να ελέγχη τα βάθη του υποσυνειδήτου, να ελευθερούται εκ της ταραχής, εις την οποίαν κρατείται ο άνθρωπος εξ αιτίας της συνεχούς εμφανίσεως παντοειδών επιδράσεων εκ της σκοτεινής περιοχής του υποσυνειδήτου, ορθότερον της βαθείας αβύσσου της αμαρτωλού κοσμικής ζωής– συνιστούν την αρνητικήν μάλλον άποψιν της εργασίας αυτής Η θετική άποψις υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην ιδέαν
Ο Θεός Φως εστιν απρόσιτον Η ύπαρξις Αυτού είναι υπεράνω πάσης εικόνος, ουχί μόνον υλικής αλλά και νοητής Δια τούτο, εν όσω ο νους του ανθρώπου ασχολείται περί την διανόησιν, τας λέξεις, τας εννοίας, τας εικόνας, δεν επιτυγχάνει την τελειότητα της προσευχής
Η κτιστή ανθρωπίνη υπόστασις παρισταμένη ενώπιον του Υποστατικού Θεού, ο κτιστός ανθρώπινος νους παριστάμενος «Νοΐ τω Πρώτω», τότε μόνον φθάνει την αληθώς καθαράν και τελείαν προσευχήν, όταν εξ αγάπης προς τον Θεόν εγκαταλείπη οπίσω αυτού παν κτίσμα, ή, ως ηγάπα να λέγη ο Γέρων, όταν
επιλανθάνηται τελείως του κόσμου και του ιδίου σώματος, ούτως ώστε να μη γνωρίζη πλέον ο άνθρωπος εάν είναι εν σώματι ή εκτός του σώματος κατά την ώραν της προσευχής
Τοιαύτη κυρίως ειπείν καθαρά προσευχή είναι σπάνιον δώρον του Θεού
Ουδόλως εξαρτάται εκ της ανθρωπίνης μόνον προσπαθείας, αλλ’ έρχεται δύναμις Θεού και μετά τινος ακαταλήπτου πραότητος και ανεκλαλήτου τρυφερότητος μεταφέρει τον άνθρωπον εις τον κόσμον του Θείου φωτός, ή, ίνα είπωμεν καλύτερον, εμφανίζεται το Θείον φως και εν αγάπη περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον, ούτως ώστε αυτός ουδέν πλέον δύναται να ενθυμηθή, ουδέν να σκεφθή
Έχων υπ’ όψιν αυτήν την τελευταίαν προσευχήν ο Γέρων έλεγεν:
«Όστις προσεύχεται καθαρώς, εκείνος είναι θεολόγος»
Ο μη έχων την πείραν ταύτην, δεν κατώρθωσεν εκείνην την ως κατάστασιν θεοπτίας νοουμένην θεολογίαν Νους μηδέποτε γευθείς της καθαρότητος, νους μηδέποτε θεασάμενος το αιώνιον Θείον Φως, όσον και αν ελεπτύνθη εν τη διανοητική αυτού εμπειρία, αφεύκτως υπόκειται εις την φαντασίαν και, αποπειρώμενος να γνωρίση το Θείον, ζη δι’ εικασιών και κατασκευάζει επινοήματα, άτινα, δυστυχώς, ουχί σπανίως εκλαμβάνει ως αληθείς αποκαλύψεις και θεοπτίας, μη αντιλαμβανόμενος το σφάλμα αυτού
Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ «ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΣΟΥ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΟΥ» ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΗΣΥΧΙΑΣ
Τινές εκ των Αγίων Πατέρων εν τοις ασκητικοίς αυτών έργοις εισάγουν την διάκρισιν δύο οδών πνευματικής ζωής, την πρακτικήν και την θεωρητικήν, ονομάζοντες την πρώτην, «οδόν της τηρήσεως των εντολών»
Ο Γέρων Σιλουανός εσκέπτετο άλλως πως· διέκρινεν ωσαύτως την ζωήν
εις πρακτικήν και θεωρητικήν, αλλ’ αμφοτέρας εξελάμβανε κυρίως ως τήρησιν των εντολών Κυρία βάσις της ασκητικής νοεράς ησυχίας ήσαν δι’ αυτόν οι λόγοι της πρώτης εντολής: «Αγαπήσεις τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ψυχής σου» Γράφει:
«Όστις εγνώρισε την αγάπην του Θεού, ούτος θα είπη: Εγώ δεν εφύλαξα τας εντολάς Καίτοι προσεύχομαι ημέρας και νυκτός και προσπαθώ να μετέρχωμαι πάσαν αρετήν, όμως την εντολήν της αγάπης προς τον Θεόν δεν εκπληρώ Μόνον σπανίως, προς στιγμήν, φθάνω την εντολήν του Θεού, αλλ’ η ψυχή μου ποθεί να μένη εν αυτή διαρκώς Όταν αλλότριαι σκέψεις παρεισδύουν εις τον νουν, τότε ούτος διαιρείται μεταξύ του Θεού και του πράγματος Άρα η εντολή, “αγαπήσεις εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της καρδίας”, δεν εκπληρούται Όταν όμως ο νους όλος είναι εν τω Θεώ και δεν υπάρχουν άλλαι σκέψις, τότε εκπληρούται η πρώτη εντολή, αλλά και πάλιν ατελώς» (σ )
Εν τη ασκητική πείρα της καθαράς προσευχής ο νους απεκδυθείς πάσαν εικόνα και έννοιαν αξιούται, κατόπιν βαθείας μετανοίας και πολλών δακρύων, της αυθεντικής θεοπτίας
Η νοεράς ησυχία ανέκαθεν συνήντα πολλούς αντιπάλους, ιδιαιτέρως εις την Δύσιν, οίτινες, μη κατέχοντες την απαραίτητον πείραν, κατά την αφηρημένην αυτών προσέγγισιν εις τον τρόπον τούτον της προσευχής, ενόμιζον εσφαλμένως ότι πρόκειται περί αναζητήσεως μηχανικής τινος μεθόδου οδηγούσης προς θείαν θεωρίαν
Ο απολύτως ελεύθερος Θεός εις ουδεμίαν υπόκειται μηχανικήν επίδρασιν, πολλώ δε μάλλον εις εξαναγκασμόν Η νοερά ησυχία απαιτεί μεγάλην αυταπάρνησιν και έμπονον άσκησιν Η εκουσία αποδοχή του μαρτυρίου τούτου χάριν ακριβεστέρας τηρήσεως των εντολών του Θεού προσελκύει την χάριν του Θεού, εάν η άθλησις αύτη τελήται εν πνεύματι ταπεινώσεως Ο υπερήφανος άνθρωπος, οιασδήποτε μεθόδους και αν μετέλθη, δεν θα αξιωθή της αληθινής θεοκοινωνίας Δια της επιθυμίας του ανθρώπου ο νους δεν ενούται μετά της «βαθείας καρδίας» Εάν δε εισδύση έστω και κατά τι εις την καρδίαν, τότε βλέπει εαυτόν μόνον, την κτιστήν αυτού ωραιότητα, ήτις είναι μεγαλειώδης, επειδή εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, αλλά τον Θεόν τον αληθινόν δεν ευρίσκει Ιδού δια τί ο μακάριος Γέρων, αγωνιζόμενος να ταπεινωθή, κατέφευγε προς την φλογίνην εκείνην ρομφαίαν, την οποίαν έδωκεν εις αυτόν ο Κύριος:
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου»
Αυτός ο μη εξησκημένος διανοητικώς άνθρωπος, ο «αγράμματος και ιδιώτης» (Πράξ δ’ ), πολλάκις ηξιώθη της καθαράς νοεράς θεωρίας του Θεού, και ως εκ τούτου ηδύνατο να λέγη: «Εάν προσεύχησαι καθαρώς, τότε είσαι θεολόγος» Και πάλιν: «Πολλοί είναι οι πιστεύοντες εν τω κόσμω, ελάχιστοι όμως είναι οι γνωρίζοντες τον Θεόν»
Την γνώσιν ηννόει ως κοινωνίαν εις το είναι, τουτέστιν ως την πείραν της ζώσης μετοχής εις το Θείον Φως και ουχί ως «γνωστικάς» θεολογικάς επινοήσεις
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΝ ΘΕΜΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΗΣΥΧΙΑΣ
Εν τω παρόντι έργω επιχειρούμεν να δώσωμεν την περιγραφήν της διανυθείσης υπό του Γέροντος πνευματικής οδού, ήτις καίτοι ευρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν εις το ρεύμα της ασκητικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όμως, ως αληθώς ζων φαινόμενον, φέρει επ’ αυτής την σφραγίδα της ιδιομορφίας και του ανεπαναλήπτου
Τα θιγόμενα ενταύθα δογματικά ζητήματα δεν συνθέτουν θεολογικήν πραγματείαν Στρεφόμεθα προς αυτά επί τη βάσει του γεγονότος ότι η δογματική συνείδησις συνδέεται οργανικώς μεθ’ όλης της πορείας της εσωτερικής πνευματικής ζωής Εάν μεταβάλητε τι εις την δογματικήν υμών συνείδησιν, τότε αναποφεύκτως θα μεταβληθή κατά το αντίστοιχον μέτρον και η πνευματική υμών πράξις και γενικώς η μορφή της πνευματικής υμών υπάρξεως και αντιστρόφως, παρέκκλισις εκ της αληθείας εν τη εσωτερική πνευματική ζωή θα επιφέρη μεταβολήν εις την δογματικήν συνείδησιν
Ομιλούντες περι της νοεράς ησυχίας, την οποίαν τοσούτον ηγάπα ο Γέρων, θεωρούμεν ότι δεν θα ήτο περιττόν να εκθέσωμεν εν ολίγοις την ανθρωπολογικήν βάσιν αυτής της εργασίας, ως διαφαίνεται εξ αυτής της πείρας
Η ανθρωπολογία του Γέροντος δύναται να εκφρασθή δια των λόγων των Οσίων
Μακαρίου του Αιγυπτίου και Ισαάκ του Σύρου, τα έργα των οποίων εγνώριζεν άριστα
«Ούτε γαρ φύσεως της Θεότητός εστιν η ψυχή, ούτε φύσεως του σκότους
της πονηρίας, αλλ’ έστι κτίσμα τι νοερόν, και ωραίον, και μέγα, και θαυμαστόν, και καλόν ομοίωμα, και εικών Θεού, και δια την παράβασιν εισήλθεν εις αυτήν η πονηρία των παθών του σκότους» (Αγ Μακαρίου, Ομιλία δ’ )
«Ουκούν τα πάθη, προσθήκη εστίν εξ αιτίας ψυχικής … ότι ο Θεός τον κατ’ εικόνα απαθή πεποίηκεν … και ου δίκαιον ειπείν της ψυχής είναι τα πάθη, κάν εν τούτοις αύτη κινήται» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΠΒ’)
«Όταν δε συγκλεισθώσιν αι αισθήσει τη ησυχία … τότε θεάση … τί εστιν η φύσις της ψυχής και ποίους θησαυρούς κεκρυμμένους έχει εν εαυτή» (Αυτόθι)
Ότε ελέγομεν ότι ο νους ιστάμενος ευκτικώς εν τη καρδία βλέπει εκείθεν πάντα πλησιάζοντα λογισμόν, πριν ή ούτος εισέλθη εντός, είχομεν υπ’ όψιν την ενέργειαν των έξωθεν πορευομένων κατά της ψυχής «πονηρών παθών», ό,τι κατά την έκφρασιν του Αγίου Ισαάκ είναι «προσθήκη» και ξένον της φύσεως της ψυχής Προς πάν το προστιθέμενον και αλλότριον, όπερ προσπαθεί να εισέλθη εις την καρδίαν, ο νους ανθίσταται δια προσευχής έσωθεν της καρδίας και αποκρούει τούτο δι’ αυτής
Είναι όμως δυνατή και έτι βαθυτέρα τις κατάβασις του νοός εις την καρδίαν Όταν κατ’ ενέργειαν Θεού συνενούται ο νους μετά της καρδίας κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να απεκδύηται θετικώς πάσαν εικόνα και έννοιαν, ενώ ταυτοχρόνως αι είσοδοι της καρδίας κλείονται εις παν αλλότριον, τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαιτέρας τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου παραστάσεως ενώπιον του Θεού καθαρώ νοΐ
Και όμως υπάρχει τι έτι ανώτερον: κατάστασις κατά την οποίαν ο άνθρωπος υπαρξιακώς και μετ’ ακαταμαχήτου οφθαλμοφανείας κοινωνεί της αιωνίου ζωής και της ανεκφράστου εν τω Θεώ αναπαύσεως Αλλ’ εάν ο Κύριος, κατά τας μόνον εις Αυτόν γνωστάς βουλάς, ευδοκήση να παρατείνη την ζωήν του ανθρώπου επί της γης, η τοιαύτη κατάστασις δεν διαρκεί επί πολύ Και επιστρέφει ούτος εκ νέου εις τον κόσμον, δεόμενος ως ο Πέτρος επί του Θαβώρ:
«Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι» μετά Σου (Ματθ ιζ’ )
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου του συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας1999
Τίτλος πρωτοτύπου:
СТАРЕЦ СИЛУАН, ИЕРОМОН СОФРОНИЙ, Paris 1952.
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου