Αγιος Σιλουανός o Αθωνίτης
Ι’ Πνευματικαί δοκιμασίαι
Δεν είναι πάντοτε άπονον δια τον άνθρωπον να οδεύη κατά Θεόν Κατά την περίοδον της άρσεως της χάριτος, ήτις συνήθως διαρκεί επί σειράν ετών, ο Θεός δυνατόν να φανή εις την ψυχήν ανίλεως Μη επιτυγχάνων του ελέους του Θεού, παρά την εσχάτην δια τας δυνάμεις αυτού άσκησιν και τον κόπον, ο άνθρωπος πάσχει τοσούτον δεινώς, ώστε, εάν ηδύνατο, θα ηρνείτο εντελώς πάσαν μορφήν υπάρξεωςΕις τί συνίσταται το πάθος αυτού;Η απάντησις εις το ερώτημα τούτο δεν είναι εύκολος
Γνωρίσασα τον Θεόν, γνωρίσασα την εν τω φωτί του Προσώπου του Θεού ζωήν, η ψυχή εις ουδέν πλέον εν τω κόσμω ευρίσκει χαράν ή ικανοποίησιν και επ’ ουδενός δύναται να αναπαυθή Και όμως το παν περιβάλλει αυτήν, πλην του Θεού Ό,τι εγνώρισεν ως κακόν, ως σκότος, πάσα δαιμονική ενέργεια παρενοχλεί αυτήν, και το μαρτύριον των παθών κατά καιρούς εγγίζει την υστάτην έντασιν, ενώ ο Θεός, θα έλεγε τις, αποστρέφεται τον άνθρωπον και ουδεμίαν κραυγήν αυτού προσέχει Ως το πλέον ανυπεράσπιστον όν κρέμαται ούτος επάνω της φοβεράς αβύσσου και επικαλείται την βοήθειαν του Θεού, αλλ’ ουδείς στεναγμός αυτού εισακούεται Ο Θεός φαίνεται ως ουδόλως ενδιαφερόμενος δια το πάθος αυτού Η ψυχή γνωρίζει την έκπτωσιν αυτής εκ της αγάπης του Θεού και τυραννείται έχουσα συνείδησιν της αδικίας και της προς τον Θεόν απιστίας αυτής, αλλά συγχρόνως βοά προς Αυτόν δι’ έλεος Όμως εις μάτην Ο Θεός ίσταται ενώπιον της ψυχής μόνον ως ελεγκτής των ανομιών αυτής, αύτη δε συντρίβεται εκ των ελέγχων τούτων Αναγνωρίζει την αλήθειαν της κρίσεως του Θεού, αλλ’ ο πόνος αυτής δεν ελαττούται Ουχί κατά φαντασίαν, αλλά εν αληθεία βυθίζεται εις την σκιάν του θανάτου και μη ευρίσκουσα μετ’ αυτής τον Θεόν, τον Οποίον επικαλείται ημέρας και νυκτός, η ψυχή οδυνάται φρικτώς
Εγείρεται το ερώτημα: Δια τί πάντα ταύτα;
Τον καιρόν της δοκιμασίας η ψυχή δεν δύναται να δεχθή τούτο ως
εκδήλωσιν του μεγαλείου της αγάπης ή της εκτιμήσεως του Θεού προς αυτήν, ως επιθυμίαν Αυτού να καταστήση τον ασκητήν κατ’ εικόνα Αυτού, τουτέστι κύριον και βασιλέα, να μεταδώση εις αυτόν την αγιότητα και το πλήρωμα της θείας υπάρξεως Η ψυχή έν μόνον γνωρίζει: Ο Θεός εγκατέλειψεν αυτήν, επιλάμψας εις αυτήν το Φως Αυτού, και ούτως επλήθυνεν αμέτρως τας οδύνας αυτής Και όταν εξηντλημένη έως τέλους δεν βλέπη τον Θεόν να κλίνη προς αυτήν εν τη ευσπλαγχνία Αυτού, τότε επιπίπτουν επ’ αυτήν τοιαύται σκέψεις και αισθήματα, περί ών τηρείται σιωπή Η ψυχή καταβιβάζεται εις τον άδην, αλλ’ ουχί ως οι μη γνωρίσαντες το Πνεύμα του Θεού, οι μη έχοντες εν εαυτοίς το φως της αληθούς Θεογνωσίας, και ως εκ τούτου τυφλοί Ουχί Αύτη κατέρχεται εκεί ικανή προς κατανόησιν του ορωμένου ερέβους
Τούτο συμβαίνει μόνον μετ’ εκείνων, οίτινες εγνώρισαν την Θείαν χάριν
και ύστερον απώλεσαν αυτήν Το σπέρμα της αγάπης του Θεού, όπερ ερρίφθη εις τα βάθη αυτής, γεννά εν τη ψυχή μετάνοιαν, ήτις κατά την δύναμιν και το βάθος
αυτής υπερβαίνει το μέτρον της συνήθους θρησκευτικής συνειδήσεως Ο
άνθρωπος μετά μεγάλου θρήνου αποτείνεται προς τον Θεόν εξ όλης της ισχύος αυτού, εξ όλου του είναι αυτού και μανθάνει ούτω την προσευχήν, ήτις αποσπά αυτόν εκ του κόσμου τούτου εις άλλον, ένθα ακούει άρρητα δια ανθρωπίνην γλώσσαν ρήματα Άρρητα, διότι, ευθύς ως ενδυθούν συνήθεις λέξεις και εννοίας, επιτρέπουν εις τον ακούοντα να βλέπη και να εννοή μόνον ό,τι εγνώρισεν εκ πείρας και ουδέν πλείον Όταν δε η ψυχή διέλθη δια μέσου όλων αυτών των βαρειών δοκιμασιών, διαβλέπει εντός αυτής ότι δεν υπάρχει εν τω κόσμω τοιούτος τόπος, τοιούτος πόνος, τοιαύτη χαρά, τοιαύτη δύναμις, τοιούτον κτίσμα, άτινα θα ηδύναντο να χωρίσουν αυτήν από της αγάπης του Θεού Και το σκότος αδυνατεί πλέον να καταβροχθίση το φως της εν αυτή νέας ζωής
Η μετά του Θεού πορεία δεν είναι πάντοτε ανώδυνος δια τον άνθρωπον Ομοίως, και η μετά των αγίων ζωή δεν είναι πάντοτε εύκολος Πολλοί σκέπτονται αφελώς, ότι μετά των αγίων τα πάντα είναι ευχάριστα· λυπούνται, διότι ζουν εν μέσω αμαρτωλών και νοσταλγούν να συναντήσουν ένα άγιον Εκ της πεπληρωμένης χαράς και ελπίδος συναντήσεως η πρώην τεθλιμμένη ψυχή νομίζει ότι η διαμονή μετά των αγίων ενεργεί πάντοτε χαροποιώς επί της ψυχής Απατάται όμως Ουδείς άγιος δύναται να ελευθερώση ημάς από του αναποφεύκτου αγώνος κατά της ενεργούσης εν ημίν αμαρτίας Δύναται να συνεργήση δια της προσευχής, να βοηθήση δια του λόγου και της διδαχής, να ενισχύση δια του παραδείγματος αυτού, αλλ’ είναι αδύνατον να απαλλάξη ημάς από του κόπου και της ασκήσεως Όταν δε ο άγιος προσκαλεί και έλκη ημάς να ζήσωμεν κατά τας εντολάς, τότε δυνατόν να φανή και «σκληρός» Είπον τινες, και έως του νυν λέγουν περί του Ιδίου του Χριστού, «σκληρός εστιν ούτος ο λόγος· τίς δύναται Αυτού ακούειν;» (Ιωάν στ’ ) Ούτω και ο λόγος των αγίων, όταν απαιτούν παρ’ ημών την φύλαξιν των ευαγγελικών εντολών, γίνεται δυσβάστακτος και «σκληρός»
Ο Γέρων Σιλουανός ήτο πάντοτε πραΰς, συγκαταβατικός, ήπιος, αλλ’ ουδέποτε παρεξέκλινε των όσων εδιδάχθη υπό του Θεού Η στάσις αυτού ήτο απλή και σαφής: «Ο Θεός οικτίρει τους πάντας … Ούτως ηγάπησε τους ανθρώπους, ώστε έλαβεν επ’ Αυτού το βάρος όλου του κόσμου … Και παρ’ ημών ζητεί να αγαπώμεν τον αδεφλόν ημών» Η ψυχή αντιλαμβάνεται ότι ο Γέρων λέγει την αλήθειαν, αλλά πώς να ακολουθήση αυτόν; Είναι δυσβάστακτον τούτο, και πολλοί απεμακρύνοντο απ’ αυτού η πνευματική αυτού ευωδία εγέννα εις την ψυχήν βαθείαν συνείδησιν της δυσωδίας και της ευτελείας αυτής Εάν παραπονήσθε δια τους υβριστάς, κατανοεί και συμμερίζεται την θλίψιν υμών, ουχί όμως και την οργήν υμών Εάν σκέπτησθε να ανταποδώσητε κακόν αντί κακού, τότε πλέον θλίβεται δι’ υμάς Εάν θεωρήτε επιζήμιον να απαντήσητε εις τον κακόν άνθρωπον δια του αγαθού, τότε ούτος απορεί πώς, καλών τις εαυτόν χριστιανόν, νομίζει ότι πράξις συμφωνούσα προς την εντολήν του Χριστού δύναται να επιφέρη ζημίαν τινά Αι εντολαί του Χριστού δι’ αυτόν ήσαν κανών απολύτου τελειότητος και η μόνη οδός προς υπερνίκησιν του εν τω κόσμω κακού· οδός προς το αιώνιον φως Η τήρησις αυτών δεν δύναται ει μη να είναι μόνον ωφέλιμος Ωφέλιμος και δια τον ακολουθούντα αυτάς, και δι’ εκείνον εν σχέσει
προς τον οποίον εκπληρούνται Είναι αδύνατον να υπάρξη περίπτωσις, καθ’ ήν η
φύλαξις των εντολών του Χριστού προκαλεί ζημίαν, εάν ζημίαν θεωρήσωμεν ουχί την εν χρόνω εξωτερικήν βλάβην, αλλά την επί του επιπέδου της αιωνίου υπάρξεως, επειδή η εντολή του Χριστού είναι η φανέρωσις του απολύτου αγαθού
Ιερομόναχος τις είπεν εις τον Γέροντα ότι, εάν ενεργή τις, ως ούτος λέγει, θα αποβή εις όφελος των εχθρών, και το κακόν θα θριαμβεύση Ο Γέρων την στιγμήν εκείνην έμεινε σιωπών, διότι ο αντιλέγων δεν ήτο εις θέσιν να δεχθή τον λόγον, αλλ’ ύστερον είπεν εις άλλον τινά: «Πώς δύναται το πνεύμα του Χριστού να λογισθή το κακόν οιουδήποτε; Άρα γε προς τούτο εκλήθημεν υπό του Θεού»;
Μεγάλη και λεπτή είναι η πονηρία της συνειδήσεως του εμπαθούς
ανθρώπου Εν τη θρησκευτική ζωή, ο διακρατούμενος υπό του πάθους άνθρωπος συχνάκις παρουσιάζει τούτο ως αναζήτησιν της αληθείας και της ωφελείας, ουχί δε σπανίως και ως αγώνα προς δόξαν Θεού Εν ονόματι του Χριστού, του παραδόντος Εαυτόν εις θάνατον υπέρ των εχθρών, οι άνθρωποι είναι ενίοτε έτοιμοι να χύσουν και αίμα εισέτι, ουχί όμως το εαυτών, αλλά του «αδελφού‐ εχθρού» Ούτως εγίνετο εις πάσαν εποχήν, αλλ’ η ζωή του Γέροντος συνέπεσε κατά την περίοδον της ιστορίας, ότε παρομοία διαστροφή εξεδηλούτο μετά ιδιαιτέρας εντάσεως
«Είναι αύτη η οδός του Χριστού;», έλεγε μετά θλίψεως
«Σκληρός» ο λόγος του Γέροντος Ποίος δύναται να ακούη αυτόν; Κατ’ αυτόν να ζήσης, σημαίνει να παραδώσης εαυτόν εις μαρτύριον, ουχί μόνον εν τη κυρία εννοία της λέξεως, αλλά και εν τη πορεία της καθημερινής βιώσεως
Δεν ενθυμούμεθα πού ακριβώς λέγεται περί ενός ευσεβούς ανθρώπου, όστις καθ’ όλην την ζωήν αυτού παρεκάλει τον Κύριον, όπως αξιωθή μαρτυρικού θανάτου, και ότε επλησίασεν η ώρα του ειρηνικού αυτού τέλους, τότε μετά θλίψεως είπεν: «Ο Κύριος δεν εισήκουσε της προσευχής μου» Όμως, ευθύς ως προέφερε τας λέξεις αυτάς, έλαβε πληροφορίαν ότι άπας ο βίος αυτού υπήρξε μαρτυρικός και εγένετο δεκτός ως τοιούτος
Ο Γέρων έλεγεν ότι η χάρις, την οποίαν έλαβεν εξ αρχής, ήτο ομοία εκείνης των μαρτύρων, και εσκέπτετο προσέτι ότι ίσως ο Κύριος προώριζε μαρτυρικόν θάνατον και δι’ αυτόν Αλλά, ως ο ευσεβής εκείνος άνθρωπος, ετελειώθη εν ειρήνη Ο Γέρων ήτο εις άκρον εγκρατής κατά πάντα Δεν παρεδίδετο εις ονειροπολήσεις τελειότητος, αλλά γνωρίσας την τελείαν αγάπην του Χριστού ηγωνίσθη ισχυρώς καθ’ όλον τον βίον αυτού, ίνα αποκτήση ταύτην Πλείον παντός άλλου εγνώριζεν ότι είναι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής», και δια τούτο έλεγεν ότι ενίοτε συναντάται εις τους ανθρώπους η επιθυμία του δια Χριστόν μαρτυρίου, αλλ’ εάν δεν υπάρχη χάρις και εις το σώμα, ο άνθρωπος δυνατόν να μη ανθέξη εις τας βασάνους Ως εκ τούτου δεν πρέπει να επιζητή τις τοιούτον άθλον Αλλ’ εάν ο Κύριος καλέση, τότε πρέπει ο άνθρωπος να ζητήση βοήθειαν, και Εκείνος θα βοηθήση
Δεν εζήτει ο Γέρων το μαρτύριον, αν και έλαβε και χάριν μαρτύρων Η ζωή αυτού ήτο αληθές μαρτύριον Δυνατόν να λεχθή και έτι μεγαλύτερον Ο μάρτυς πολλάκις δια μιας γενναίας ομολογίας αρπάζει το έπαθλον, ο δε ασκητής, ως ο Γέρων, αγωνίζεται επί δεκαετίας Να προσεύχησαι υπέρ του κόσμου, ως εκείνος
προσηύχετο («να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χέης αίμα») επί
τοσούτον χρόνον, είναι κοπιωδέστερον του απλού μαρτυρίου
Η οδός του χριστιανού εν γένει είναι μαρτύριον Και όστις πορεύεται αυτήν μετά του οφειλομένου τρόπου, διστάζει να προβή εις το κήρυγμα Η ψυχή αυτού επιποθεί να ίδη τον αδελφόν κοινωνόν του αιωνίου φωτός, αλλά τον πόνον του αγώνος προτίθεται να υποστή μόνος, και δια τον λόγον τούτον προ πάντων και πλείον πάντων καταφεύγει εις την υπέρ του κόσμου προσευχήν
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής, εντός αυτής της σφαίρας, ήτις εδόθη υπό του Θεού δια την φανέρωσιν ουχί μόνον των θετικών αλλά και των αρνητικών δυνατοτήτων της ελευθερίας, ουδείς και ουδέν δύναται να αναχαιτίση εντελώς την εκδήλωσιν του κακού Η δέησις της αγάπης όμως δύναται να μεταβάλλη εις μέγαν βαθμόν τον ρουν των κοσμικών γεγονότων και να συντέμνη επί πολύ την έκτασιν του κακού
«Και η ζωή ήν το φως των ανθρώπων Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν α’ ‐) Η σκοτία της μη‐υπάρξεως δεν δύναται να καταβροχθίση το φως της ζωής Παν αγαθόν, εκπορευόμενον εκ του Θεού και επιστρέφον εις τον Θεόν, είναι ακατάλυτον Η προσευχή είναι μια των υψηλοτέρων μορφών της αγαθής υπάρξεως, του ακαταλύτου, του αιωνίου Είναι εκείνη «η αγαθή μερίς, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται» (Λουκ ι’ ) εις τον αιώνα
Εν τη αναζητήσει της εαυτού σωτηρίας και του πλησίον ο ασκητής,
συνηγμένος εις τον έσω άνθρωπον, διαπιστοί εν εαυτώ τω ιδίω την δύναμιν του
«νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ ζ’ ) Βλέπων ότι ο αμαρτία «αποκτείνει» αυτόν (Ρωμ ζ’ ) παρά την προς το αγαθόν έφεσιν, οδηγείται εις απελπισίαν, και ευρισκόμενος εν τη καταθλιπτική αυτή καταστάσει, προσεύχεται
Ενθυμούμεθα αξιόλογον επίσκεψιν μοναχού ερημίτου, προβεβηκότος τη ηλικία Έζη εις χαράδραν απομεμακρυσμένου δασώδους τόπου, πλησίον χειμάρρου Είχεν ούτος πρόσωπον καταπεπονημένον, από πολλού χρόνου άπλυτον, κεκαλυμμένον δια ρυτίδων, ωχρόν, φαιού χρώματος Ατημέλητος, μετά λελευκασμένης κόμης και γενείου, μετά βαθυνομένων φαιοκυανών οφθαλμών Συνωμιλήσαμεν επί πολύ Διηγήθη περί εαυτού το εξής:
«Πολλούς χρόνους ωδυνάτο η ψυχή μου εκ του λογισμού, ότι ιδού, ημείς οι μοναχοί απηρνήθημεν τον κόσμον, αφήκαμεν και συγγενείς και πατρίδα, εγκατελείψαμεν το παν, ό,τι συνήθως αποτελεί την ζωήν των ανθρώπων· εδώκαμεν υποσχέσεις ενώπιον Θεού και αγίων αγγέλων και ανθρώπων όπως ζώμεν κατά τον νόμον του Χριστού· απετάγημεν του ιδίου θελήματος και διάγομεν, κατ’ ουσίαν, μαρτυρικόν βίον, και παρά ταύτα δεν ευδοκιμούμεν εις το καλόν Άρα γε είναι πολλοί εξ ημών οι σωζόμενοι; Εγώ πρώτος απόλλυμαι Παρατηρώ και τους άλλους, τα πάθη κατέχουν αυτούς Όταν δε συναντώ τους κοσμικούς, βλέπω ότι ούτοι ζουν εν μεγάλη αμαθεία και αμελεία, και δεν μετανοούν Και ιδού ολίγον κατ’ ολίγον, μη εννοών τούτο, έμαθον να προσεύχωμαι υπέρ του κόσμου Έχυσα πολλά δάκρυα εκ της σκέψεως ότι, εάν ημείς, οι μοναχοί, οι απαρνηθέντες τον κόσμον δεν σωζώμεθα, τότε τί γίνεται γενικώς εις τον κόσμον; Ούτω βαθμηδόν ηύξανεν η θλίψις μου, και ήρχισα να χέω δάκρυα απογνώσεως Και ιδού, πέρυσι, ότε ήμην εν τη απελπισία ταύτη,
εξηντλημένος εκ του κλαυθμού, κατακείμενος επί γης, ενεφανίσθη ο Κύριος και
ηρώτησεν εμέ: “Διατί ούτω θρηνείς …”; Εγώ εσιώπησα μη δυνάμενος να ατενίσω εις τον εμφανισθέντα … “Δεν γνωρίζεις ότι Εγώ θα κρίνω τον κόσμον”; … Εγώ πάλιν εσιώπησα παραμένων πρηνής … Ο Κύριος λέγει: “Θα ελεήσω πάντα άνθρωπον, όστις έστω και άπαξ εν τη ζωή αυτού επεκαλέσθη τον Θεόν …” Ήλθεν εις εμέ η σκέψις: “Τότε, δια τί ημείς πάσχομεν ούτω καθ’ εκάστην”; Ο Κύριος εις την κίνησιν αυτήν της σκέψεώς μου απήντησεν: “Εκείνοι, οίτινες πάσχουν δια την εντολήν Μου, εν τη Βασιλεία των Ουρανών θα είναι φίλοι Μου, τους άλλους δε μόνον θα ελεήσω” Και ο Κύριος απήλθε»
Συνέβη τούτο, ενώ ο ασκητής ήτο εν εγρηγόρσει Διηγήθη δε έτι και περί
δύο άλλων οράσεων, τας οποίας είχεν εν ελαφρώ ύπνω μετά περίλυπον υπέρ του κόσμου προσευχήν
Δεν αναφέρομεν το όνομα του μοναχού τούτου, επειδή ευρίσκεται εισέτι εν ζωή και αποφεύγομεν την αξιολόγησιν των οράσεων Ηκούσαμεν αυτού άνευ ελαχίστης εκδηλώσεως της στάσεως ημών έναντι των διηγηθέντων, ακολουθούντες την αυστηράν υπόδειξιν των πατέρων του Άθω, περί ανάγκης ιδιαιτέρας προσοχής, προκειμένου περί οράσεων Δυνατόν όμως η ξηρά ημών στάσις ή άλλο τι αδέξιον εκ μέρους ημών να ελύπησε τον γέροντα‐μοναχόν Πάντως έκτοτε δεν επανήλθε
Κατά τον χρόνον της επικοινωνίας ημών μετά των πατέρων του Αγίου Όρους συνηντήσαμεν εννέα ανθρώπους, οίτινες ηγάπων να προσεύχωνται υπέρ του κόσμου, και προσηύχοντο μετά δακρύων αγάπης Ηκούσαμεν ημέραν τινα την εξής συνομιλίαν δύο μοναχών Ο είς εξ αυτών έλεγε:
‐ Δεν δύναμαι να εννοήσω δια τί ο Κύριος δεν δίδει την ειρήνην εις τον κόσμον, εάν έστω και είς άνθρωπος εκλιπαρή Αυτόν προς τούτο;
Ο άλλος απήντησε:
‐ Και πώς είναι δυνατή η πλήρης ειρήνη επί της γης, εάν μένη έστω και είς
μόνον άνθρωπος μετά πονηράς θελήσεως;
Επανερχόμεθα όμως εις το κυρίως ημών θέμα
Ο Θεός δια τον άνθρωπον δεν είναι πάντοτε εύκολος
Το επαναλαμβάνομεν, αλλ’ ο χαρακτήρ του θέματος ημών απαιτεί την επανάληψιν Δεν είναι πλούσιος, ούτε ποικιλόμορφος ο κύκλος των σκέψεων του ασκητού, αλλ’ αι σκέψεις αύται ανήκουν εις την ύπαρξιν εκείνην, ήτις δυσκόλως αφομοιούται Αιώνες παρέρχονται, και εν τη μακρά αυτών ροή η αυτή πείρα επαναλαμβάνεται σχεδόν απαραλλάκτως, και παρά ταύτα ολίγοι γνωρίζουν την ακολουθίαν της χριστιανικής ασκήσεως, οι δε πλείστοι απόλλυνται εν τη οδώ ταύτη Ο Κύριος είπε: «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ ζ’ )
Θέλομεν πάλιν να ομιλήσωμεν περί εκείνου, όπερ ήτο ωσαύτως το αντικείμενον των μακρών συνομιλιών του Γέροντος Σιλουανού μετά του πατρός Στρατονίκου Η οδός του χριστιανού εν γενικαίς γραμμαίς είναι τοιαύτη Εν τη αρχή ο άνθρωπος ελκύεται προς τον Θεόν δια της δωρεάς της χάριτος, όταν δε προσελκυσθή, άρχεται η μακρά περίοδος της δοκιμασίας Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη αυτού εις τον Θεόν, και δοκιμάζεται
«σκληρώς» Κατ’ αρχάς, αι προς τον Θεόν αιτήσεις, μικραί και μεγάλαι, αι μόλις
εκφραζόμεναι παρακλήσεις, συνήθως εκπληρούνται ταχέως και θαυμαστώς υπό του Θεού Όταν όμως επέλθη η περίοδος της δοκιμασίας, τότε το παν αλλάσσει και ο ουρανός φαίνεται ως να κλείηται και να γίνηται κωφός εις όλας τας δεήσεις Εις τον θερμόν χριστιανόν τα πάντα εν τω βίω γίνονται δύσκολα Η προς αυτόν συμπεριφορά των ανθρώπων επιδεινούται· παύουν να εκτιμούν αυτόν· ό,τι εις τους άλλους λογίζεται ανεκτόν, εις αυτόν δεν συγχωρείται· η εργασία αυτού αμείβεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω του κανονικού· το σώμα ευκόλως προσβάλλεται υπό ασθενειών Η φύσις, αι περιστάσεις, οι άνθρωποι, το παν στρέφεται κατ’ αυτού Παρά τα φυσικά αυτού χαρίσματα –ουχί μικρότερα των άλλων– δεν ευρίσκει ευνοϊκούς όρους προς αξιοποίησιν αυτών Επί πλέον υπομένει πολλάς επιθέσεις των δαιμονικών δυνάμεων· και το έσχατον, η ανυπόφορος οδύνη της θείας εγκαταλείψεως Τότε κορυφούται το πάθος αυτού, διότι πλήττεται ο όλος άνθρωπος εφ’ όλων των επιπέδων της υπάρξεως αυτού
Εγκαταλείπει ο Θεός τον άνθρωπον; … Είναι άρα γε τούτο δυνατόν; … Και εν τούτοις, εις την θέσιν του βιώματος της εγγύτητος του Θεού έρχεται εν τη ψυχή αίσθημα ότι Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακράν, πέραν των αστρικών κόσμων, και πάσαι αι προς Αυτόν επικλήσεις εκλείπουν αβοηθήτως εις το αχανές του κοσμικού διαστήματος Η ψυχή εσωτερικώς εντείνει την προς Αυτόν κραυγήν αυτής, αλλά δεν «βλέπει» ούτε βοήθειαν, ούτε προσοχήν εισέτι Το παν τότε αποβαίνει επαχθές Το παν κατορθούται μετά δυσαναλόγου κόπου Ο βίος καθίσταται πλήρης μόχθων και αναφύεται εις τον άνθρωπον το αίσθημα ότι επ’ αυτού βαρύνει η κατάρα και η οργή του Θεού Όταν όμως παρέλθουν αι δοκιμασίαι αύται, τότε θα ίδη ότι η θαυμαστή πρόνοια του Θεού εφύλαττεν αυτόν προσεκτικώς εν πάσαις ταις οδοίς αυτού
Πείρα χιλιετής, παραδιδομένη από γενεάς εις γενεάν, μαρτυρεί ότι, όταν ο Θεός βλέπη την εις Αυτόν πίστιν της ψυχής του αγωνιστού, ως είδε την πίστιν του Ιώβ, τότε θα οδηγήση αυτόν εις απροσίτους δι’ οιονδήποτε άλλον αβύσσους και απροσπέλαστα ύψη Όσον πληρεστέρα και ισχυροτέρα η πίστις και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου προς τον Θεόν, τοσούτον μεγαλύτερον και το μέτρον των δοκιμασιών και το πλήρωμα της πείρας, ήτις δύναται να φθάση εις ύψιστον βαθμόν Τότε γίνεται καταφανής η προσέγγισις εκείνων των ορίων πέραν των οποίων ο άνθρωπος αδυνατεί να προχωρήση
Όσον ο άνθρωπος κατέχεται υπό της υπερηφανίας, υποβάλλεται εις τας επιθυμίας της ιδιαιτέρως οδυνηράς απελπισίας, ήτις παραμορφοί πάσας τας περί του Θεού και των οδών της προνοίας Αυτού παραστάσεις Η υπερήφανος ψυχή, ερριμένη εις τα ερέβη του άδου, θεωρεί υπεύθυνον των βασάνων αυτής τον Θεόν και σκέπτεται Αυτόν ως αμέτρως σκληρόν Εστερημένη της πραγματικής εν Θεώ υπάρξεως, ερμηνεύει τα πάντα δια της ενωδύνου αυτής καταστάσεως και άρχεται να μισή και την ζωήν αυτής, και γενικώς πάσαν την ύπαρξιν του κόσμου Μένουσα εκτός του Θείου φωτός, φθάνει εν τη απογνώσει αυτής μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε και η ύπαρξις του Ιδίου του Θεού αρχίζει να παρουσιάζηται εις αυτήν ως άπελπις παραλογισμός, ένεκα του οποίου η απώθησις του Θεού και το μίσος προς πάσαν ύπαρξιν συνεχώς αυξάνουν
Την τοιαύτην απόγνωσιν και το μίσος εκφεύγουν οι άνθρωποι της πίστεως,
διότι δια της πίστεως σώζεται ο άνθρωπος· δια της πίστεως εις τον λόγον του Θεού, δια της παραδόσεως εις την αγάπην και την ευσπλαγχνίαν Αυτού, δια της εμπιστοσύνης εις την μαρτυρίαν των Πατέρων της Εκκλησίας Οι πλείστοι των ευσεβών χριστιανών, εν τη ροή του βίου, δεν εβίωσαν ίσως την ανάστασιν της ψυχής, αλλ’ η εις αυτήν πίστις φυλάττει αυτούς Περί της πίστεως αυτής πολλάκις ωμίλει ο Γέρων παραπέμπων εις τους λόγους του Κυρίου: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν κ’ ) Έρχεται ώρα, καθ’ ήν η πίστις αύτη θα εξαγάγη τον άνθρωπον εκ του σκότους και της στενότητος της δουλείας προς την ελευθερίαν της αληθώς αφθάρτου ζωής, το μεγαλείον της οποίας είναι τελείως ιδιαίτερον, ανόμοιον της συνήθους ανθρωπίνης ιδέας περί μεγάλου και ωραίου
Άλλως ενεργεί ο εχθρός διάβολος μετ’ εκείνων οίτινες δέχονται αυτόν, και άλλως μετ’ εκείνων οίτινες ανθίστανται αυτώ Άλλη η οδύνη της υπερηφάνου απογνώσεως, και άλλη η της ευσεβούς ψυχής, όταν ο Θεός παραχωρή εις τον διάβολον να ποιήση πόλεμον μετ’ αυτής Ο τελευταίος ούτος πειρασμός είναι άκρως βαρύς και παραχωρείται σπανίως
Όταν, το πρώτον, ο κατά πρόνοιαν Θεού εγκαταλελειμμένος άνθρωπος αισθάνηται να πλησιάζη εις αυτόν ο σατανάς, τότε όλον το είναι αυτού, και η ψυχή και το σώμα, δεινώς καταλαμβάνονται υπό οδύνης και φόβου μεγάλου, όστις δεν συγκρίνεται προς τον φόβον τον προκαλούμενον εκ των εγκληματιών και των φονέων, επειδή εν τούτω ενυπάρχει σκότος αιωνίου απωλείας Η ψυχή τότε γνωρίζει ΤΙ εστι διάβολος Γνωρίζει την συντριπτικήν δύναμιν και την φοβεράν σκληρότητα αυτού, έκπληκτος δε εκ του κολοσσιαίου του ισταμένου ενώπιον αυτής κακού συνθλίβεται όλη Εκ της φρίκης και του τρόμου συσφίγγεται, και διαμένει παραλελυμένη, μη ευρίσκουσα εν εαυτή δύναμιν να προσευχηθή Απουσιάζει ο Θεός‐Αντιλήπτωρ, και μόνον ο εχθρός είναι παρών και λέγει εις αυτήν: «Είσαι υπό την εξουσίαν μου Και επί Θεόν μη έλπιζε· αλλ’ επιλάθου Αυτού» Εν αυτή τη ώρα η ψυχή, μη επιθυμούσα να δεχθή τον διάβολον, είτε άνευ λόγων μνημονεύει του Θεού είτε, εν τη καλυτέρα περιπτώσει, επικαλείται το Όνομα Αυτού Μόνον μετά παρέλευσιν χρόνου έρχεται εις επίγνωσιν ότι κατά τον αγώνα τούτον ο Θεός ιδιαιτέρως προσέχει αυτήν
Εκ των γραφών του Γέροντος θα ίδητε ότι δις έλαβε πείραν τοιούτου
πολέμου μετά του σατανά Το πρώτον, εσώθη δια της ευχής του Ιησού, την οποίαν δεν είχεν εισέτι περατώσει ότε ενεφανίσθη εις αυτόν ο Κύριος Το δεύτερον, ότε ήτο πλέον ισχυρός και ανδρείος, εύρε την δύναμιν να καθίση και να στραφή εν προσευχή προς τον Θεόν, και τότε έλαβεν εις απάντησιν τους ασυνήθεις και παραδόξους λόγους: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου» (σ )
Τότε εγνώρισε δια ποίου όπλου νικάται ο διάβολος Εις εκάστην προσέγγισιν αυτού η ψυχή στρέφει προς εαυτήν όλην την δύναμιν του μίσους αυτής, και ως έσχατον εχθρόν αυτής καταδικάζει εαυτήν εις την αιώνιον κόλασιν προσθέτουσα: «Ο Θεός άγιος, αληθινός και ευλογητός εις τους αιώνας»
Καθωπλισμένη δια τοιούτου όπλου η ψυχή ελευθερούται από παντός
φόβου και γίνεται απόρθητος υπό του εχθρού Τοιαύτη «έμπειρος» ψυχή, εις εκάστην προσέγγισιν του εχθρού ρίπτει εαυτήν μετά μεγάλης οργής εις την άβυσσον του σκότους, ως ούσαν αξίαν της αιωνίου καταδίκης, και ο εχθρός φίλαυτος ών, υποχωρεί, μη υποφέρων την δύναμιν του συναντωμένου πυρός Ελευθερωθείσα εξ αυτού η ψυχή μετά καθαρού νοός στρέφεται εν προσευχή προς τον Θεόν
«Ο εχθρός έπεσεν εξ υπερηφανείας» Η υπερηφανία είναι η αρχή της αμαρτίας Εν αυτή περικλείονται πάσαι αι μορφαί του κακού: κενοδοξία, φιλοδοξία, φιλαρχία, ψυχρότης, σκληρότης, αδιαφορία προς τα παθήματα του πλησίον, ονειροπολία του νοός, εντατική ενέργεια της φαντασίας, δαιμονική έκφρασις των οφθαλμών, δαιμονικός χαρακτήρ όλης της παρουσίας, σκυθρωπότης, πλήξις, απόγνωσις, μίσος, φθόνος, ποταπότης, και εις πολλούς ο κρημνισμός εις σαρκικάς επιθυμίας· η βασανιστική εσωτερική ανησυχία, η ανυπακοή, ο φόβος του θανάτου, ή τουναντίον, η επιζήτησις τερματισμού της ζωής δι’ αυτοκτονίας, και τέλος, πράγμα ουχί σπάνιον, η πλήρης παραφροσύνη Ιδού τα σημεία της δαιμονιώδους πνευματικότητος Εν όσω όμως δεν εκδηλούνται εμφανώς, μένουν εις πολλούς απαρατήρητα
Ουχί πάντα τα υποδειχθέντα συμπτώματα χαρακτηρίζουν έκαστον εξ εκείνων, οίτινες «επλανήθησαν» υπό δαιμονικών λογισμών ή οράσεων ή
«αποκαλύψεων» Εις άλλους επικρατεί η μεγαλομανία, η φιλοδοξία και η
φιλαρχία Εις άλλους η πλήξις, η απελπισία, η κεκρυμμένη ταραχή Εις άλλους πάλιν ο φθόνος, η μελαγχολία, το μίσος Εις πολλούς η κατοχή υπό σαρκικής επιθυμίας Αλλ’ εις πάντας εξ άπαντος υπάρχει έντονος φαντασία, και υπερηφανία δυναμένη να κρύπτηται υπό το προσωπείον και εσχάτης εισέτι ταπεινότητος
Όταν ο άνθρωπος «πλανάται» υπό του εχθρού και ακολουθή αυτόν, δεν
κατανοεί ΤΙ είναι ο εχθρός, δεν γνωρίζει την έντασιν του αμέσου μετ’ αυτού αγώνος, και πάσχει, διότι οδηγείται υπ’ αυτού εκ του φωτός της αληθούς ζωής εις το σκότος, εν ώ εκείνος διαμένει Τα πάθη ταύτα φέρουν επ’ αυτών την σφραγίδα της πνευματικής τυφλότητος Εις ωρισμένας περιπτώσεις ο εχθρός επιφέρει ανήσυχον τινα τέρψιν δια της υπερηφάνου συνειδήσεως του δήθεν μεγαλείου αυτού Εις άλλας, προξενών εις την ψυχήν μέγαν πόνον, παρακινεί αυτήν κατά του Θεού Και εκείνη, μη εννοούσα την πραγματικήν αιτίαν των πόνων αυτής, μετά μίσους στρέφεται κατά του Θεού
Η γνωρίσασα όμως την αγάπην του Θεού ευσεβής ψυχή πάσχει εκ του αμέσου αγώνος προς τον εχθρόν Η κατ’ αυτής ορμώσα δύναμις του κακού, του διαβόλου, είναι μεγάλη, και βλέπει ο άνθρωπος καθαρώς ότι αύτη δύναται να συντρίψη αυτόν έως τέλους
Εν τη πρώτη περιπτώσει, συνήθως παλαίει η ψυχή επί μακρόν, μη ευρίσκουσα διέξοδον προς τον Θεόν Εν τη Δευτέρα, ο Θεός εν μεγάλω φωτί εμφανίζεται εις τον άνθρωπον, όταν λήξη ο καιρός της δοκιμασίας, η διάρκεια και η δύναμις της οποίας είναι μεμετρημέναι υπό του Θεού· εις τινας περιπτώσεις διακρεί δύο έως τρία λεπτά, εις άλλας μίαν ώραν ή και πλείον αυτής, είς δε
ασκητής διέμεινεν εν αυτή επι τρεις ημέρας Η διάρκεια του χρόνου δυνατόν να
εξαρτηθή αφ’ ενός μεν εκ της μικροτέρας εντάσεως του αγώνος, αφ’ ετέρου δε εκ της μεγαλυτέρας αντοχής του ανθρώπου, διότι δεν είναι ίση η δύναμις των ψυχών
Δεν υπάρχει πειρασμός δεινότερος του ανωτέρω περιγραφέντος Υπάρχει όμως πόνος ισχυρότερος πασών των επί της γης συμφορών: πόνος και οδύνη της ψυχής βαθέως τετρωμένης υπό της αγάπης του Θεού και μη δυναμένης να επιτύχη του Ζητουμένου
Είναι ακατάληπτος ο τρόπος δια του οποίου ο Θεός συμπεριφέρεται εις την ψυχήν Γεννήσας εν αυτή φλογεράν αγάπην, κρύπτεται κατόπιν κατά τρόπον ανεξήγητον· και όταν η ψυχή απελπίζηται πλέον λόγω της εγκαταλήψεως, τότε Ούτος έρχεται πάλιν γαληνώς μετά της ανεκφράστου Αυτού παρακλήσεως Εις ωρισμένους στιγμάς η βάσανος της Θεοεγκαταλείψεως υπερβαίνει τα μαρτύρια του άδου, διαφέρει όμως τούτων, ως εμπεριέχουσα την ζωοποιόν δύναμιν του Θεού, ήτις μεταβάλλει την θλίψιν εις την γλυκείαν μακαριότητα της Θείας αγάπης
Ο άνθρωπος, ζων εν τη παχεία αυτή σαρκί, δεν δύναται να μείνη ασάλευτος Εις ωρισμένας στιγμάς καθαράς προσευχής η ψυχή του ασκητού άπτεται της πραγματικής αιωνίας υπάρξεως, ήτις αποτελεί τον έσχατον σκοπόν αυτής Όταν όμως λάβη πέρας εκείνη η προσευχή, η ψυχή κατέρχεται πάλιν εις την κατάστασιν ή της μετρίας αισθήσεως του Θεού ή προσέτι της κατά σάρκα αντιλήψεως του κόσμου, μεθ’ ής επιστρέφει γνόφος τις της σαρκός και μειούται η δύναμις της εσωτερικής πληροφορίας
Εις πολλούς ανθρώπους η σαρκική αίσθησις του κόσμου είναι τοσούτον συνεχής, ώστε ούτοι σχεδόν δεν γνωρίζουν άλλο τι, και τότε γίνονται «σαρξ», ήτις δεν δέχεται τον νόμον του Θεού Ο ασκητής όμως βιοί την επιστροφήν εκ της καθαράς προσευχής εις την παχύτητα της σαρκικής αντιλήψεως του κόσμου ως αποδημίαν εκ του Κυρίου Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου … Θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον» (Β’ Κορ ε’ ‐) Μόνον δια του αδιακόπου αγώνος συγκρατείται ο ασκητής από της καθόδου εκείνης, προς την οποίαν έλκει αυτόν συνεχώς η σαρξ δια του βάρους αυτής Και όσον συχνότεραι και παρατεταμέναι είναι αι πνευματικαί αυτού καταστάσεις, τοσούτον βαρύτερον βιοί την κατάβασιν εις την σαρκικήν αίσθησιν του κόσμου
Όταν ο ασκητής, κινούμενος υπό του πνεύματος της αγάπης του Θεού, προσεύχηται μετά βαθέος θρήνου, τότε, φθάνων εις κατάστασιν ανυπέρβλητον δι’ αυτόν κατ’ εκείνην την στιγμήν, απολαύει της αναπαύσεως του πνεύματος εκ της προς τον Θεόν εγγύτητος Όταν όμως λάβη πέρας η προσευχή, η ανάπαυσις αύτη διατηρείται εν τη ψυχή επί τινα χρόνον, άλλοτε πλείον, άλλοτε ολιγώτερον, και επανέρχονται πάλιν αι προσβολαί των λογισμών Η αλλαγή αυτών των καταστάσεων οδηγεί εις διάφορα αποτελέσματα Άλλοι μεν εκ των ασκητών, εις τι σημείον της πνευματικής αυτών πορείας, φθάνουν την δύναμιν εκείνην της προσευχής, ήτις εμπνέει εις την ψυχήν αυτών φόβον και τρόμον, ύστερον όμως βαθμηδόν η έντασις της
προσευχής αυτών ελαττούται Άλλοι δε καρτερόαθλοι, τουναντίον, προκόπτουν
ακαταπονήτως, ζητούντες συνεχώς μεγαλύτερον πλήρωμα προσευχής μέχρις ότου ερριζωθή εν τη ψυχή αυτών η επιθυμία, έτι δε και η ανάγκη να καταστούν ανηλεείς προς εαυτούς, έως του «μισήσαι και απολέσαι» την εαυτών ψυχήν Και τούτο όμως, ως βλέπομεν εκ των γραφών του Γέροντος, δεν είναι η εσχάτη αγάπη, την οποίαν δίδει ο Κύριος ίνα γνωρίσουν οι δούλοι Αυτού, τουτέστιν η αγάπη εκείνη εκ της γλυκύτητος της οποίας ο άνθρωπος ευκόλως υποφέρει παν πάθος, έτι δε και τον θάνατον
Ο μακάριος Γέρων εγνώριζεν ότι η αγάπη εκείνη, την οποίαν εδίδαξεν εις αυτόν το Πνεύμα το Άγιον, είναι η Αλήθεια η ισταμένη οντολογικώς υψηλότερον πάσης αμφιβολίας Του βαθμού τούτου της γνώσεως εγεύθη κατά την εις αυτόν εμφάνειαν του Κυρίου Έλεγεν ότι, όταν ο Ίδιος ο Κύριος εμφανίζηται εις την ψυχήν, είναι αδύνατον αύτη να μη αναγνωρίση τον Δημιουργόν αυτής και Θεόν Δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος εδόθη εις αυτόν η θεωρία της τελείας αγιότητος του Θεού, και επεδίωκε την απόκτησιν αυτής της αγιότητος δι’ όλης της καρδίας, δι’ όλου του είναι αυτού
Ο ιστάμενος εν τη οδώ ταύτη δεν δύναται να παραδοθή εις τον αφηρημένον λογικόν στοχασμόν, έτι και περί των μυστηρίων της πίστεως Η ψυχή αυτού αποφεύγει πάσαν διανοητικήν προσπάθειαν, φέρουσαν την ιδιάζουσαν εις αυτήν αποσύνθεσιν της ακεραιότητος και του ενιαίου της ζωής του ανυψουμένου εν προσευχή προς τον Θεόν πνεύματος Εκ της συνεχούς διαμονής εν τη προσευχή εξασθενεί η μνήμη παντός εξωτερικού πράγματος, και εάν δεν ήρχετο εις βοήθειαν η έξις των βιοτικών μεριμνών και ενασχολήσεων των προηγουμένων ετών, ελευθερούσα αυτόν εκ του σκέπτεσθαι τας ανάγκας της καθ’ ημέραν ζωής, τότε δεν θα ηδύνατο να εκτελή αυτάς κανονικώς
«Η ψυχή εκ της αγάπης του Κυρίου είναι ως να εγένετο παράφρων· κάθηται, σιωπά, δεν θέλει να ομιλή· και ως παράφρων ορά τον κόσμον και δεν επιθυμεί αυτόν και δεν βλέπει αυτόν Και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι αύτη ενορά τον ηγαπημένον Κύριον, και ο κόσμος έμεινεν ως εις τα οπίσω και περιέπεσεν εις λήθην, και η ψυχή δεν θέλει να προσέχη εις αυτόν, διότι δεν υπάρχει εν αυτώ η άφθορος γλυκύτης» (σ )
ΙΑ’ – «ΚΡΑΤΕΙ ΤΟΝ ΝΟΥΝ ΣΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ ΚΑΙ ΜΗ
ΑΠΕΛΠΙΖΟΥ»
Ο ασκητής εν πνευματική θεωρία γίνεται επόπτης πραγμάτων, άτινα δια την πλειονότητα των ανθρώπων αποτελούν μυστήριον Αλλ’ ίσταται προ του αδυνάτου της διηγήσεως περί του μυστηρίου τούτου, όπερ μεταφραζόμενον εις την ανθρωπίνην γλώσσαν παρουσιάζεται εις τον ακούοντα εντελώς διάφορον Η γλώσσα των ανθρωπίνων λέξεων και εννοιών δίδει πολύ περιωρισμένην δυνατότητα μεταδόσεως της εσωτερικής καταστάσεως του ενός εις τον άλλον Απαραίτητος προϋπόθεσις της αμοιβαίας κατανοήσεως είναι η κοινότης ή η ταυτότης της πείρας Εφ’ όσον η κοινότης αύτη δεν υπάρχει, δεν κατορθούται η αμοιβαία κατανόησις, διότι το περιεχόμενον των εννοιών, δι’ ών πάντες εκφραζόμεθα, αντιστοιχεί προς την έκτασιν της διανοητικής ή και υπαρξιακής πείρας εκάστου προσώπου Εις πάσαν έννοιαν έκαστος εξ ημών εγκλείει τον όγκον της πείρας αυτού, και δια τούτο οι πάντες αφεύκτως ομιλούμεν διαφόρους γλώσσας Λόγω όμως του ομοουσίου του ανθρωπίνου γένους είναι δυνατόν και δια του λόγου να προκαλέσης νέαν τινά εμπειρίαν εν τη ψυχή του ακούοντος ούτως, ως να εγέννας εν αυτώ νέαν ζωήν Εάν ούτως έχη επί των ανθρωπίνων σχέσεων, τούτο πολλώ μάλλον συμβαίνει επί της Θείας ενεργείας Ο λόγος του Θεού εις δεδομένην στιγμήν, ήτοι, όταν η ανθρωπίνη ψυχή δέχηται αυτόν δια καταλλήλου εσωτερικής διαθέσεως, δια της εμφανείας αυτού εμπνέει πραγματικώς νέαν ζωήν, εκπορευομένην εκ του Θεού, ήτοι την αιώνιον ζωήν
Καίτοι έχω υπ’ όψιν ουχί μόνον την ατέλειαν του ημετέρου μέσου επικοινωνίας, της γλώσσης, αλλά και την προσωπικήν μου ανεπάρκειαν, θα αποτολμήσω να επιστρέψω εις εκείνην την παράδοξον κατά την μορφήν αυτής προσευχήν‐διάλογον, περί ής ωμίλησα ανωτέρω, ήτοι εις τους λόγους: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου»
Όστις ανέγνωσε το Ευαγγέλιον είναι αδύνατον να μη παρετήρησε την ιδιομορφίαν των ομιλιών του Χριστού Εξωτερικώς, τυπικώς, δεν φαίνονται να έχουν λογικήν τινα ακολουθίαν Λάβετε, επί παραδείγματι, την συνομιλίαν Αυτού μετά του Νικοδήμου, μετά της Σαμαρείτιδος, μετά των Μαθητών εν τω Μυστικώ Δείπνω Η προσοχή του Χριστού είναι εστραμμένη ουχί τοσούτον εις το τί λέγει ο άνθρωπος, όσον εις το τί υπάρχει εν τη καρδία αυτού και τί δύναται να δεχθή εκ του Θεού
Ούτω και αύτη η προσευχή‐διάλογος του Γέροντος Σιλουανού εξωτερικώς
φαίνεται ως να είναι ολίγης σημασίας, εις άλλους δε δύναται να φανή και ως ανόητον παραλήρημα Εάν όμως διηνοίγετο εις ημάς το πραγματικόν αυτής περιεχόμενον και η δύναμις της δοθείσης δι’ αυτής εις τον Σιλουανόν αποκαλύψεως, τότε θα ηδυνάμεθα μετά βεβαιότητος να είπωμεν ότι όλη η ύπαρξις ημών θα συνεκλονείτο μέχρι των εσχάτων αυτής
Επί δεκάδας ετών ωδύρετο ο Γέρων Σιλουανός «μέχρι μεγάλων δακρύων»,
ίνα γνωρίση ο κόσμος τον Θεόν Δεν αμφέβαλλεν ότι, εάν οι λαοί –εσκέπτετο τους λαούς, φέρων αυτούς εν τη ευκτική ευσπλαγχνία της καρδίας αυτού–
εγνώριζον την αγάπην και την ταπείνωσιν του Θεού, θα εγκατέλειπον ομοίως
προς τον Απόστολον Παύλον ως σκύβαλα (βλ Φιλ γ’ ‐), ως παιδίων παίγνια, τα πάθη υπό των οποίων κατέχονται, και θα επεδίωκον ημέρας και νυκτός αυτήν την θείαν ταπείνωσιν και αυτήν την αγάπην μεθ’ όλων των δυνάμεων της ψυχής αυτών Και εάν εγίνετο τούτο, θα ήλλασον το πρόσωπον της γης και τα πεπρωμένα όλων των ανθρώπων, όλος δε ο κόσμος θα μετεμορφούτο, ως ο Γέρων έλεγεν, «εις μίαν ώραν» Τοσούτον μεγάλη είναι η δύναμις αύτη
Ίσως φανή εις υμάς παράδοξον να ακούσητε ότι εκείνην την νύκτα απεκαλύφθη εις τον Σιλουανόν το μυστήριον της πτώσεως και της λυτρώσεως, και πάσαι αι πνευματικαί οδοί του ανθρώπου Εις τον θείον Πέτρον επί του Θαβώρ και κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος απεκαλύφθη καταφανώς ότι «ουδέ … όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πράξ δ’ ‐) Και ουχί μόνον οι Εβραίοι πρεσβύτεροι και γραμματείς εθαύμαζον την κατηγορηματικήν δήλωσιν του Πέτρου και Ιωάννου, ανθρώπων αγραμμάτων και ιδιωτών, αλλά και μέχρι σήμερον πάντες ημείς θαυμάζομεν και διερωτώμεθα: «Πέτρε, πόθεν συ, αγράμματος και ιδιώτης, γνωρίζεις ποία ονόματα είναι δεδομένα υπό τον ουρανόν; Ήτο εις σε άρα γε γνωστή η ιστορία των πολιτισμών και των θρησκειών της Κίνας, των Ινδιών, της Βαβυλώνος, της Αιγύπτου και πολλών άλλων»;
Εις τον «αγράμματον και ιδιώτην» Σιλουανόν ωσαύτως απεκαλύφθησαν μυστήρια κεκρυμμένα «από σοφών και συνετών», και η νυξ, καθ’ ήν διεξήχθη η υπερφυσική εκείνη προσευχή‐συνομιλία, είχεν εν τη ζωή αυτού καθοριστικήν σημασίαν Ο κόσμος είναι βεβυθισμένος εις το σκότος της πνευματικής αγνοίας Η οδός προς την αιωνίαν ζωήν ακαταπαύστως κηρύσσεται εις πάσας τας γλώσσας, αλλ’ οι πραγματικώς γνωρίζοντες την οδόν ταύτην μόλις ευρίσκονται, μονάδες κατά γενεάν
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου» Είναι ακατάληπτος
η έκφρασις Τί σημαίνει να κρατής τον νουν σου εις τον άδην; Μήπως να φαντάζησαι παρόμοιόν τι προς τας λαϊκάς χρωμολιθογραφίας, τας οποίας ζωγραφεί η αφελής ανθρωπίνη φαντασία; Ουχί Εις τον Σιλουανόν, ως και εις ωρισμένους μεγάλους Πατέρας, όπως τον Αντώνιον τον Μέγαν, τον Σισώην, Μακάριον και Ποιμένα τους Μεγάλους και εις άλλους, εδόθη κατά τον χρόνον της ζωής αυτών να βιούν πραγματικώς την κατάστασιν των βασάνων του άδου Η επανάληψις της καταστάσεως ταύτης εν τέλει τυπούται βαθέως εν τη καρδία αυτών, και ούτω δι’ αυτούς καθίσταται πλέον δυνατόν να ανανεούν αυτήν εν τη ψυχή αυτών δι’ αναλόγου εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος και να επανέρχωνται εις αυτήν κατά βούλησιν Κατέφευγον δε εις την εργασίαν αυτήν, ευθύς ως εντός της ψυχής αυτών ενεφανίζετο πάθος τι, και ιδίως το βαθύτερον και το λεπτότερον όλων, η υπερηφανία
Η κατά της υπερηφανίας πάλη είναι η τελευταία φάσις του κατά των παθών αγώνος Εν τη πρώτη περιόδω του πνευματικού αγώνος ο ασκητής παλαίει κατά των χονδρών σαρκικών παθών, ύστερον κατά του θυμού και τέλος κατά της υπερηφανίας Ο τελευταίος αγών είναι αναμφιβόλως ο χαλεπώτερος πάντων Επειδή γνωρίζει εκ της μακράς αυτού πείρας ότι η υπερηφανία οδηγεί
εις την απώλειαν της χάριτος, ο ασκητής δια της, ως είπομεν, εσωτερικής νοεράς
κινήσεως κατέρχεται πνεύματι εις τον άδην και δια της δυνάμεως του πυρός του άδου κατακαίει εντός αυτού την ενέργειαν παντός πάθους
Έλεγεν ο Γέρων ότι οι πλείονες των ανθρώπων, των εγγιζόντων τα όρια
ταύτα, ολιγοψυχούν, φρίττουν και δεν αντέχουν Ιδού δια τί ο Μέγας Σισώης έλεγε περί τούτου ερωτηματικώς: «Τις δύναται βαστάσαι τον λογισμόν Αντωνίου; Πλην οίδα άνθρωπον (πρόκειται περί αυτού του ιδίου) ότι μετά καμάτου δύναται βαστάσαι τον λογισμόν αυτού»
Διηυκρίνιζεν ο Γέρων Σιλουανός ότι ο Σισώης είχεν υπ’ όψιν αυτού τον λογισμόν εκείνον, τον οποίον εδιδάχθη ο Μέγας Αντώνιος παρά του υποδηματοποιού της Αλεξανδρείας Προσηύχετο ο Όσιος Αντώνιος, ίνα αποκαλύψη εις αυτόν ο Κύριος το μέτρον εις το οποίον έφθασε Και υπεδείχθη εις αυτόν: «Αντώνιε, ούπω έφθασας εις το μέτρον τούδε του σκυτέως του εν Αλεξανδρεία όντος» Απελθών λοιπόν ο Όσιος εις τον υποδηματοποιόν, ηρώτησεν αυτόν πώς ζη Ο δε απήντησεν ότι έν τρίτον του ημερομισθίου αυτού δίδει εις τον ναόν, έν τρίτον εις τους πτωχούς, και το άλλο δαπανά εις τας χρείας αυτού Τον Αντώνιον, οστις εγκατέλειψεν όλην αυτού την περιουσίαν και κατώκει την έρημον εν πτωχεία μεγαλυτέρα του υποδηματοποιού, δεν εξέπληξε το έργον τούτο Η υπεροχή αυτού δεν ενέκειτο εις τούτο Λέγει λοιπόν εις τον υποδηματοποιόν: «Ο Κύριος απέστειλέ με προς σε, ίνα μάθω πώς ζης» Ο ταπεινός υποδηματοποιός εσέβετο τον Αντώνιον, και φοβηθείς απήντησεν: «Ουκ οίδα εμαυτόν, Αββά, καλόν τι πράξαντα, ει μη μόνον ότι, ως ανίσταμαι το πρωΐ καθίσαι εις το εργόχειρόν μου, λέγω εις εαυτόν ότι πάσα η πόλις αύτη, από μικρού έως μεγάλου αυτών, εισέρχονται εις την Βασιλείαν δια τας δικαιοσύνας αυτών, εγώ δε μόνος κληρονομώ την κόλασιν δια τας αμαρτίας μου· και πάλιν οψέ, πριν κοιμηθώ, λέγω τον αυτόν λόγον· οι πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι»
Ο Όσιος, πεμφθείς υπό του Θεού, ίνα διδαχθή παρά του υποδηματοποιού, ήτο προητοιμασμένος δια την ορθήν αποδοχήν του λόγου αυτού δια μακράς και εξαιρέτου ασκήσεως, καταπληξάσης άπασαν την Αίγυπτον· κατά την δωρεάν του Θεού ησθάνθη την δύναμιν του λογισμού του υποδηματοποιού και ηννόησε πράγματι ότι «εν αληθεία … ου κατέλαβε τόνδε τον σκυτέα τον εν Αλεξανδρεία όντα» Επιστρέψας εις την έρημον ήρχισε να εκμανθάνη την εργασίαν ταύτην
Εις τον Μέγαν Αντώνιον, τον θεμελιωτήν του ανατολικού μοναχισμού και καθηγητήν της ερήμου, εδόθη συν τη νοήσει και η δύναμις να βαστάση τον λογισμόν τούτον Και εδίδαξεν αυτήν την εργασίαν εις ασκητάς, ικανούς να λάβουν ουχί γάλα αλλά στερεάν τροφήν Παρ’ αυτού παρέλαβον την επιστήμην ταύτην και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της ερήμου, και ως ατίμητον θησαυρόν έδωκαν αυτήν κληρονομίαν εις τας επερχομένας γενεάς Η εργασία αύτη λαμβάνει εν τη πράξει εκάστου ασκητού ιδίαν λεκτικήν διατύπωσιν, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένει η αυτή Ούτω, Ποιμήν ο Μέγας έλεγεν εις τους μαθητάς:
«Πιστεύσατε τέκνα! Εις τον τόπον όπου βάλλεται ο σατανάς, εκεί βάλλομαι»
Έλεγεν ο μακάριος Γέρων Σιλουανός ότι πολλοί ασκηταί εγγίζοντες την κατάστασιν ταύτην –απαραίτητον δια την εκ των παθών κάθαρσιν–
απελπίζονται, και ως εκ τούτου δεν δύνανται να προχωρήσουν Εκείνος όμως,
όστις γνωρίζει ότι «ο Κύριος αγαπά ημάς απείρως», αποδιώκει την πανώλεθρον ενέργειαν της εσχάτης απογνώσεως και γνωρίζει σοφώς να ίσταται επί του χείλους αυτής και δια της δυνάμεως των φλογών του άδου να κατακαίη εντός αυτού παν πάθος, και θύμα της απογνώσεως δεν γίνεται: «Και μη απελπίζου»
Η διήγησις του Γέροντος είναι απέριττος, ως απλούς ήτο και ο λόγος του υποδηματοποιού της Αλεξανδρείας, ως ταπεινώς ωμίλει ο Όσιος Σισώης ή ο Όσιος Ποιμήν και οι άλλοι Πατέρες, αλλ’ η δύναμις του λόγου αυτών και το βάθος του μυστηρίου της εργασίας αυτής παραμένουν άγνωστα εις τους μη έχοντας παρομοίαν πείραν των βασάνων του άδου αφ’ ενός, και των μεγάλων δωρεών της χάριτος αφ’ ετέρου
Άπασα η μακρά ασκητική βιοτή του Γέροντος, ιδίως μετά την νύκτα εκείνην, υπήρξεν ένθερμος αναζήτησις της ταπεινώσεως Και εάν θέλωμεν να εισδύσωμεν εις το μυστήριον και να γνωρίσωμεν τον τρόπον του αγώνος αυτού προς απόκτησιν της ταπεινώσεως, οφείλομεν να στρέψωμεν την προσοχήν ημών εις τους παραδόξους λόγους αυτού:
«Η ηγαπημένη μου ωδή: Εντός ολίγου αποθνήσκω και η τάλαινα μου ψυχή κατέρχεται εις τον άδην, και εκεί μόνος εγώ θα πάσχω εν τη σκοτεινή φυλακή και θα κλαίω πικρώς: επεπόθησεν η ψυχή μου τον Κύριον και μετά δακρύων ζητώ Αυτόν Πώς να μη ζητώ Αυτόν; Εκείνος πρώτος εζήτησεν εμέ και ενεφανίσθη εις εμέ τον αμαρτωλόν» (σ )
Ότε έλεγεν, «η τάλαινα μου ψυχή κατέρχεται εις τον άδην», δεν ηννόει μόνον λόγους, αλλά πραγματικόν βίωμα των κολάσεων του άδου, αίτινες ενεφυτεύθησαν εν τη καρδία αυτού τοσούτον, ώστε ηδύνατο δι’ ωρισμένης κινήσεως του πνεύματος αυτού να επαναφέρη αυτάς εν εαυτώ άλλοτε εις μεγαλύτερον και άλλοτε εις μικρότερον βαθμόν Και ότε το πυρ των κολάσεων του άδου προεκάλει την ζητουμένην ενέργειαν, τουτέστιν εφόνευε τον εμπαθή λογισμόν, τότε εις την παμφάγον ενέργειαν τούτου αντέτασσε την σωτήριον ενέργειαν της αγάπης του Χριστού, την οποίαν ωσαύτως εγνώρισε και έφερεν εν τη καρδία αυτού
Την εργασίαν ταύτην εδιδάχθη, ότε έλαβε την απάντησιν: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου» Εις το πρώτον μεν μέρος της
«ηγαπημένης ωδής» αυτού εβυθίζετο εις τον άδην, εις το δεύτερον δε,
επιστρέφων εις την μνήμην της αγάπης του Θεού, απεδίωκε την απόγνωσιν «Και μη απελπίζου»
Ολίγοι μόνον δύνανται να μετέρχωνται τον τρόπον τούτον της ασκήσεως Εκ της συνεχούς διαμονής εν τω αγώνι τούτω η ψυχή αποκτά ιδιαιτέραν τινά έξιν και αντοχήν, τοσούτον δε εθίζεται εις την μνήμην του άδου, ώστε αύτη γίνεται εις αυτήν σχεδόν αχώριστος Το απαραίτητον της μονιμότητος αυτής προκύπτει εκ του ότι ο άνθρωπος, «εν τω κόσμω οικών και σάρκα φορών», αδιαλείπτως υπόκειται εις τας επιδράσεις της περί αυτόν αμαρτίας, εξ ής, ως δια θώρακος, περιφρουρείται η ψυχή ταπεινουμένη έως άδου κατωτάτου
Ο Γέρων λέγει: «Ο Ίδιος ο Κύριος εδίδαξεν εμέ πώς πρέπει να ταπεινούμαι: “Κράττει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου” Ούτω νικώνται οι εχθροί
Όταν όμως ο νους μου εκπίπτη της μνήμης του πυρός του άδου, τότε οι λογισμοί
εκ νέου αποκτούν δύναμιν» (σ ‐)
Εκ των ωχρών και ασυνδέτων λόγων ημών είναι αδύνατον να λάβη τις αποχρώσαν αντίληψιν περί της θαυμασίας αυτής και ανεκφράστου ζωής, εις την οποίαν συνδυάζονται η εσχάτη οδύνη προς την εσχάτην μακαριότητα, την οποίαν δύναται να βαστάση η ανθρωπίνη φύσις Η μία συνυπάρχει μετά της άλλης κατά παράδοξον τρόπον Και εάν ήτο μόνον η οδύνη, θα ήτο αφόρητος, και εάν μόνον η μακαριότης, και τότε θα ήτο αβάστακτος
ΙΒ’ – ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ
ΔΥΝΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟΝ ΟΝ
Εκάστη ανθρωπίνη σκέψις, έκαστος λόγος ανθρώπινος, είναι ενέργεια‐ δύναμις Και εάν τούτο είναι αληθές όσον αφορά εις την σκέψιν και τον λόγον του ανθρώπου, τότε έτι μάλλον αληθεύει και όσον αφορά εις τον λόγον του Θεού, τον λόγον του Χριστού
Όταν ακούωμεν την ευώδη, ιλαρόν, γλυκύν ευαγγελικόν λόγον του Χριστού, «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», ή, «Ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους», ή, «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία», δέον όπως έχωμεν υπ’ όψιν ότι αυτός ο πράος λόγος του Χριστού είναι η ασύλληπτος και άπειρος εκείνη δύναμις, ήτις εκάλεσεν εκ του σκότους του μη όντος εις το φως της ζωής πάντα τα όντα, πάντας τους αναριθμήτους κόσμους, πάντα τα ανεξαρίθμητα εν τη ποικιλομορφία αυτών λογικά και άλογα κτίσματα
Ο λόγος του Χριστού είναι περιβεβλημένος την ταπεινήν, αισθητώς αντιληπτήν, μορφήν του ανθρωπίνου κτιστού λόγου, του δυναμένου να διατυπωθή εισέτι και γραπτώς Αλλ’ ο λόγος ούτος, εν τω βάθει, εν τη βάσει αυτού, είναι η ενέργεια του Μεγάλου Πανδημιουργού Θεού, και δυνατόν να λεχθή περί αυτού ό,τι λέγεται εν ταις Γραφαίς και περί του Θεού, τουτέστιν ότι είναι «πυρ καταναλίσκον», και ο γηγενής δέον όπως πλησιάζη αυτόν μετ’ άκρας
«αιδούς και ευλαβείας» (Εβρ ιβ’ ‐)
«Πεπυρωμένον το λόγιόν Σου σφόδρα» (Ψαλμ ριη’ ), λέγει ο
Ψαλμωδός
Ο λόγος του Χριστου είναι το πλέον βαθύ μυστήριον· απρόσιτος και ασύλληπτος έτι και εις τους ανωτέρους νόας, συγχρόνως δε τοσούτον απλούς και σαφής, ώστε να είναι προσιτός και εις μικρά παιδία
Ο λόγος του Χριστού είναι τοσούτον πλησίον, τοσούτον καταληπτός και φυσικός, τοσούτον βαθέως οικείος εις την ανθρωπίνην καρδίαν, και εν ταυτώ υπερβαίνει αναμφιβόλως απείρως τας δυνάμεις του κτιστού όντος: Είναι Θείος, απερίληπτος, υπερφυσικός, και ως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ου κατ’ άνθρωπον, ουδέ παρά ανθρώπου (βλ Γαλ α’ ‐)
Ο λόγος του Χριστού απευθύνεται προς τον ελεύθερον άνθρωπον, πραΰς και άνευ βίας, συγχρόνως δε υπερανθρώπως εξουσιαστικός, ως λόγος της απολύτου αυθεντίας, ως λόγος του μοναδικού Δεσπότου πάντων των όντων «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι Μου ου μη παρέλθωσι», λέγει ο Χριστός (Ματθ κδ’ )
Ο λόγος του Χριστού, όταν γίνηται δεκτός μετά βαθείας πίστεως, οδηγεί τον άνθρωπον εις την αιωνίαν ζωήν δι’ οδού, επί της οποίας συναντά ούτος πολλά ασυνήθη, άγνωστα εις όσους δεν ακολουθούν τον Χριστόν Εν τη υψηλή ταύτη οδώ αποκαλύπτεται εις τον άνθρωπον παν ό,τι δύναται να βιώση και να γνωρίση εν τη υπάρξει αυτού Το φως του λόγου του Χριστού φθάνει μέχρι των εσχάτων ορίων της σκοτεινής αβύσσου, φανερούν την φύσιν πολλών φασμάτων
αληθείας εν τω σκότει ελκυόντων προς εαυτά τον άνθρωπον Ο λόγος του
Χριστού είναι πυρ, δοκιμάζον παν ό,τι υπάρχει εν τω ανθρώπω και εν γένει εν τω κόσμω, διότι «ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού» (Εβρ δ’ )
Ο λόγος του Χριστού είναι πνεύμα και ζωή αιώνιος, πλήρωμα αγάπης
και ευφροσύνη ουράνιος Ο λόγος του Χριστού είναι άκτιστον Θείον Φως Απευθύνεται ουχί εις το κατ’ επιφάνειαν λογικόν, αλλ’ εις την βαθείαν καρδίαν του ανθρώπου Και εκείνος όστις εις την συνάντησιν αυτού ανοίγει την καρδίαν αυτού μέχρι του εσχάτου βάθους, ίνα αξίως υποδεχθή το Θείον τούτο Φως και ανακραθή μετ’ αυτού εν ενί, γίνεται όμοιος προς τον Θεόν
Ο λόγος του Χριστού, γινόμενος δεκτός εν τη ζωή, θεόν ποιεί τον
άνθρωπον
«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο Μονογενής Υιός ο ών εις τον κόλπον του Πατρός, Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν α’ ) Η εν σαρκί επιφάνεια του Θεού Λόγου και ο λόγος Αυτού κείνται εις θεμέλιον της ζωής του χριστιανού Η ζωή αύτη είναι ανεξήγητος εις όσους δεν εγνώρισαν αυτήν εκ πείρας, και δια τούτο ματαία θα είναι πάσα απόπειρα υποδείξεως του πνευματικού εκείνου τόπου, εις τον οποίον μεταφέρεται ο άνθρωπος δυνάμει του λόγου του Χριστού Εις αυτόν αποκαλύπτονται και η άβυσσος του «σκότους του εξωτέρου», και το φως της Θεότητος Ο άνθρωπος, ιστάμενος μεταξύ αυτών, προσεύχεται πνεύματι πάσχοντι εκ της συναισθήσεως της εσχάτης ανάγκης Προσεύχηται μετά μεγίστης εντάσεως εν πλήρει συγκεντρώσει του όλου είναι αυτού
Έκαστος εξ ημών δύναται να αντιληφθή, έστω και αμυδρώς, ότι το πνεύμα του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ ευρίσκετο εις τιτάνιον μάχην, ότε ούτος ίστατο επί της πέτρας επί χιλίας ημέρας και χιλίας νύκτας ικετεύων, «ο Θεός, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» (σ )
Ο Μέγας Αντώνιος, ο Μέγας Αρσένιος, ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ και άλλοι Πατέρες ήσαν άνθρωποι ιδιαιτέρως ανδρείοι, αρνηθέντες τον κόσμον και περιφρονήσαντες πάντα κίνδυνον Και ότε ούτοι έκλαιον, έκλαιον ουχί δια πλούτον απολεσθέντα, ούτε δι’ άλλην τινά απώλειαν των αγαθών του κόσμου τούτου, αλλά προφανώς προ των οφθαλμών αυτών διηνοίγετό τι το φοβερώτερον παντός κινδύνου, τον οποίον δύναταί τις να φαντασθη επί της γης
Εις τα μεγάλα αυτά ονόματα, και εις τα όμοια αυτών, επιτρέπομεν εις εαυτόν να συγκαταριθμήση και το όνομα του Γέροντος Σιλουανού Όταν αναγινώσκωμεν όσα γράφει περί του θρήνου του Αδάμ, τον οποίον «ήκουσεν όλη η έρημος» –η μεγάλη κοσμική έρημος–, πρέπει να γνωρίζωμεν ότι πρόκειται περί του θρήνου αυτού του Σιλουανού Έζη την μεγάλην τραγωδίαν της πτώσεως του ανθρώπου Έκλαιε μετά μεγάλου θρήνου, έμπροσθεν του οποίου τα παντοία ανθρώπινα ψυχικά δάκρυα είναι μηδέν Ούτω δύναται να κλαίη μόνον όστις είδε το αιώνιον φως του Θεού Άνθρωποι μη ιδόντες ή, ως λέγει ο Γέρων, μη γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν δύνανται να αντιληφθούν τας οδύνας αυτάς και να χέουν τοιαύτα δάκρυα
Η μετά του Γέροντος επικοινωνία ωδήγησεν ημάς εις την σταθεράν πεποίθησιν ότι προ του πιστού χριστιανού, προ του αγίου αγωνιστού, διανοίγονται τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων Όλα τα προβλήματα της
ανθρωπίνης υπάρξεως εμφανίζονται ενώπιον αυτού και εγείρονται μετά
ιδιαιτέρας δυνάμεως: το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, τα προβλήματα της ελευθερίας και της δημιουργικότητος, η έννοια της ζωής και του πόνου, τα προβλήματα της σχέσεως αποκαλύψεως και πίστεως, πίστεως και γνώσεως, νόμου και χάριτος, αιωνιότητος και χρόνου, Θεού και της μετά του κόσμου και του ανθρώπου σχέσεως Αυτού, των κριμάτων του κόσμου και της κρίσεως του Θεού
Η πείρα των μεγάλων ασκητών μαρτυρεί ότι προ αυτών διήλθεν όλη η άλυσις των προβλημάτων τούτων, όλη η σειρά των δογματικών θέσεων, αλλά τα πάντα εξελίσσονται υπό ιδιαιτέρας συνθήκας, όλως διαφόρους των της ακαδημαϊκής επιστημονικής εργασίας Το ανθρώπινον πνεύμα δια του λόγου του Χριστού έρχεται εις επίγνωσιν του Θεού, επίγνωσιν υπαρξιακήν, ούτως ώστε η λέξις γνώσις να σημαίνει ουχί την αφηρημένην διανοητικήν εκμάθησιν, την λογικήν κατανόησιν αλλά την είσοδον εις την θείαν ύπαρξιν· γνώσις εννοουμένη ως κοινωνία εν τη υπάρξει
Όταν λέγωμεν ότι προ του χριστιανού ασκητού διανοίγονται τα όρια του
δυνατού εις τον άνθρωπον, όταν ομιλώμεν περί του πληρώματος της χριστιανικής, ήτοι της πανανθρωπίνης πείρας, έχομεν υπ’ όψιν ουχί την πείραν των διαφόρων επαγγελμάτων, την σφαίραν των επιστημονικών γνώσεων, ή των διαφόρων οικογενειακών, κοινωνικών καταστάσεων ή ηλικιών κτλ Ουχί Ομιλούμεν περί της δυνατής δια τον άνθρωπον πείρας της αβύσσου της πτώσεως και της πείρας της δια μετανοίας εν Χριστώ αναστάσεως
Η πρώτη, η των επαγγελμάτων, της επιστημονικής γνώσεως, των κοινωνικών καταστάσεων κτλ, ανήκει εις το εν χρόνω εμπειρικόν γίγνεσθαι, η δευτέρα δε, τουτέστιν η πείρα της απολυτρώσεως και αναστάσεως εν Χριστώ, είναι πείρα αιωνιότητος Εν τη πρώτη υπάρχει ο κατακερματισμός και η ατελεύτητος πολυμορφία, εν τη Δευτέρα εκδηλούται η θεοομοιότης του ανθρώπου και το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους Η πρώτη ουδέν δύναται να προσθέση εις την δευτέραν, όταν υπάρχη, ουδόλως δε μειοί αυτήν, όταν απουσιάζη Εις ωρισμένον όμως βαθμόν αποτελεί όρον και προϋπόθεσιν της δευτέρας Ο εκ φύσεως άκρως πεπερασμένος άνθρωπος δύναται να έχη μόνον λίαν περιωρισμένην πείραν του πρώτου είδους· το πνεύμα αυτού όμως είναι τοιούτον, ώστε και εν τοις στενοίς ορίοις της εμπειρικής υπάρξεως δεν στερείται της δυνατότητος του πληρώματος της δευτέρας
Η πείρα της δευτέρας τάξεως, εν τω εσχάτω βάθει αυτής, δεν εξαρτάται εκ των εμπειρικών εξωτερικών συνθηκών του βίου του ανθρώπου Εν άλλοις λόγοις, αι εντολαί του Χριστού έχουν απόλυτον χαρακτήρα, τουτέστι δεν υπάρχουν, και είναι αδύνατον να υπάρχουν τοιαύται εξωτερικαί συνθήκαι, υπό τας οποίας η παραμονή εις τας εντολάς του Θεού να καθίσταται αδύνατος
Ομιλούντες περί του πληρώματος της πανανθρωπίνης πείρας, είμεθα πεπεισμένοι ότι είναι εφικτή εις τον άνθρωπον υπό οιασδήποτε συνθήκας· ούτω και ο μοναχισμός ως τοιούτος δεν αποτελεί εξαίρεσιν της γενικής καταστάσεως Εις έκαστον εξ ημών εδόθη η ιδία εντολή· εν άλλοις λόγοις, ουδείς εξ ημών είναι ηδικημένος ενώπιον του Θεού, αλλά πάντες τιμώνται κατ’ ίσον μέτρον Εις
έκαστον εξ ημών εδόθη και το αυτό «ποσόν», εάν δυνάμεθα να εκφρασθώμεν
ούτως, δια του οποίου αποκτάται η εσχάτη εφικτή εις τον άνθρωπον τελειότης της αγάπης, το τίμημα της οποίας δια πάντας και δι’ έκαστον είναι το αυτό: να μη φεισθή εαυτού εις τέλος Τούτο δεν σημαίνει μόνον να «ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου και παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι» (Α’ Κορ ιγ’ ), αλλά να αποταχθώ «πάσι τοις εμαυτού υπάρχουσιν» (πρβλ Λουκ ιδ’ ) εν τοις ορίοις του κτιστού μου είναι, εν τω χωρισμώ αυτού από του Θεού, εν τη εγωϊστική μονώσει και αντιθέσει αυτού προς τον πλησίον, τον συνάνθρωπον
Ίσως είπη τις: Δεν είναι άραγε υπερβολική αξίωσις να λέγωμεν ότι η χριστιανική πείρα εξαντλεί το πλήρωμα της πανανθρωπίνης υπάρξεως; Δεν είναι και η πείρα αύτη, ως και αι άλλαι, απλώς μία εκ των πολλών πλευρών της ατελευτήτως πλουσίας κοσμικής υπάρξεως, ήτις συναποτελείται εκ πολλών σφαιρών πραγματικοτήτων, εφικτών εις το έν ή το άλλο είδος πείρας, επί παραδείγματι, η μία εις την επιστήμην, η άλλη εις την τέχνην, η τρίτη εις την φιλοσοφίαν, η τετάρτη εις τον πανθεϊσμόν, η πέμπτη εις τον χριστιανισμόν κοκ;
Πραγματευόμενοι περί της εξαντλήσεως των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης υπάρξεως, στηριζόμεθα επί της θέσεως ότι η ύπαρξις παντός λογικού κτιστού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: το έν, η προς τον Θεόν αγάπη έως του καθ’ εαυτού μίσους· το άλλο, η προς εαυτόν αγάπη έως του κατά του Θεού μίσους
Ουδέν των λογικών όντων δύναται να εξέλθη των ορίων τούτων, εν ουδεμιά των πράξεων αυτού Παν ό,τι τελείται εν τη προσωπική ημών υπάρξει προέρχεται εκ της πνευματικής ημών αυτοδιαθέσεως, ακριβώς εντός των ορίων αυτών, ασχέτως αν αντιλαμβανώμεθα τούτο δια του λογικού, ή αν η αυτοδιάθεσις αύτη τελήται εν τω ακαθορίστω εκείνω βάθει του πνεύματος ημών, οπόθεν εκπηγάζει και αυτή αύτη η λογική ημών σκέψις
Εις τον καθορισμόν και των δύο άλλων ορίων βλέπομεν τας αυτάς λέξεις – αγάπη και μίσος– αλλ’ εις διάφορον λογικήν ακολουθίαν, εις διάφορον συσχετισμόν Η διαφορά όμως ενταύθα δεν έγκειται μόνον εις της ακολουθίαν, αλλά και εις την βαθείαν σημασίαν αυτών των λέξεων Εν τη πρώτη περιπτώσει, η αγία και τελεία αγάπη, και το άγιον και τέλειον μίσος Εν τη δευτέρα, η αμαρτωλός φιλαυτία και το αμαρτωλόν μίσος Το πρώτον μίσος είναι αποτέλεσμα του πληρώματος της προς τον Θεόν αγάπης, της πλήρους συγκεντρώσεως πασών των δυνάμεων του είναι ημών εις τον Θεόν, μέχρι λήθης εαυτού, μέχρις απροθυμίας στροφής προς εαυτόν Η απροθυμία αύτη της προς εαυτόν στροφής λαμβάνει κατηγορηματικόν χαρακτήρα, και τότε ορίζεται ως
«οργή», είτε ως «μίσος» καθ’ εαυτού Πάσα προς εαυτόν στροφή μειοί ή και παύει
την διαμονήν εις το φως της Θεότητος, και δια τούτο ο γνωρίσας την αγάπην του Θεού και συγχρόνως την πικρίαν της απωλείας αυτής αποστρέφεται εν οργή παν ό,τι οδηγεί εις την απώλειαν ταύτην
Εντελώς διαφόρως δέον όπως ομιλώμεν περί του κατά του Θεού μίσους Οι αγαπώντες εαυτούς έως του κατά του Θεού μίσους είναι εκείνοι οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως» (Ιωάν γ’ )
Το θέμα τούτο υπερβαίνει τας δυνάμεις ημών, και δια τούτο διακόπτομεν
τον περί αυτού λόγον
Ο Θεός καλεί πάντας Αλλ’ ουχί πάντες δέχονται την κλήσιν Αυτού Όσοι δε προθύμως αποδέχονται αυτήν, δοκιμάζονται αυστηρώς υπό του Θεού, και ο βαθμός της αυστηρότητος της δοκιμασίας κανονίζεται υπό του Θεού αναλόγως του βαθμού της προς Αυτόν πίστεως και αφοσιώσεως Οι αγαπώντες τον Θεόν διέρχονται δια πολλών και βαρυτάτων πειρατηρίων Ενταύθα θα ηθέλομεν να θίξωμεν άκρως σπουδαίον θέμα, περί ού απορούμεν πώς να ομιλήσωμεν Δεν ευρίσκομεν ούτε λόγους, ούτε οδούς προς διασάφησιν του θέματος τούτου Εάν προθυμήσθε, αποπειράθητε να εννοήσητε τους επομένους ασυνδέτους λόγους
Ο αγαπών τον Θεόν διέρχεται δια μέσου τοιούτων οδυνών, τας οποίας ο μη έχων βαθείαν πίστιν δεν δύναται να υπομείνη και ασθενεί ψυχικώς Εκ της πίστεως και της αγάπης γεννάται η νικηφόρος ανδρεία, περί ής ομιλεί ο Γέρων Η ανδρεία εκείνη, ήτις σώζει τον άνθρωπον εκ της ασθενείας, της δυναμένης να προέλθη εκ της συναντήσεως μετά πονηρών πνευμάτων
Ο αγαπών τον Θεόν γνωρίζει τας οδύνας ταύτας, αλλά παρά την πείραν
των μαρτυρίων αυτών διαμένει ουχί μόνον πλήρως εχέφρων, τουτέστιν ουχί μόνον διαφυλάττει την ικανότητα της αυτοκυριαρχίας, του λογικού και ηθικού αυτοελέγχου και παντός στοιχείου ψυχικής υγείας, αλλά και αποκτά ασυγκρίτως μεγαλύτερον βάθος και λεπτότητα εις πάσας τας ικανότητας ταύτας, παρ’ όσον παρατηρείται εις τον μέσον άνθρωπον
Ο γνωρίσας εκ πείρας το μεγαλείον, αλλά και το δυσχερές της χριστιανικής οδού, διχάζεται μεταξύ δύο τάσεων: αφ’ ενός μεν του φλογερού πόθου, ίνα πάντες γνωρίσουν τον Αληθινόν Θεόν και ζήσουν εν τω φωτί της αιωνίου υπάρξεως, αφ’ ετέρου δε του φόβου μήπως οι κλητοί δεν βαστάσουν το βάρος της δοκιμασίας Ιδού διατί στρέφεται μάλλον προς τον Θεόν δια της προσευχής υπέρ της σωτηρίας πάντων και εκάστου, ή εις το κήρυγμα Ο αληθής Χριστιανισμός εν τω κόσμω σχεδόν δεν κηρύττεται, διότι το ευαγγελικόν κήρυγμα «ουκ έστι κατά άνθρωπον», αλλ’ έχει υπερβατικόν χαρακτήρα Προσέτι δε ο αληθής Χριστιανισμός, εξ αυτής ταύτης της φύσεως αυτού, ουδέποτε αποβαίνει επιθετικός
Δια μέσου όλης της ιστορίας του Χριστιανισμού δύναταί τις να παρακολουθήση την μεγάλην επιφύλαξιν των αγίων ασκητών, ότε, ως φαίνεται απέκειτο εις αυτούς να αποκαλύψουν την δοθείσαν εις αυτούς πείραν Αφ’ ενός η επιφύλαξις αύτη προεκαλείτο εκ της συνειδήσεως ότι, εάν οι άνθρωποι, οίτινες εν γένει φοβούνται τον πόνον και μετ’ ολιγοψυχίας μετέρχονται εισέτι και μικράν άσκησιν, θα ήκουον τους κόπους και τας θλίψεις τας οποίας ούτοι υπέφερον, τότε απλώς θα απεμακρύνοντο από του Χριστιανισμού Αφ’ ετέρου εγνώριζον οι Άγιοι Πατέρες ότι, όταν ο Θεός καλή δια της χάριτος Αυτού εις την άσκησιν ταύτην, τότε, ό,τι εις εκείνους οίτινες δεν εγνώρισαν την αγάπην του Θεού φαίνεται αφόρητον, εις τους κεκλημένους παρουσιάζεται υπό εντελώς άλλην μορφήν
Ο Θεός είναι αόρατος· και αι προς Αυτόν πνευματικαί οδοί είναι ωσαύτως αόρατοι Και πώς δύναταί τις να παραστήση δια λέξεων την μυστικήν αυτήν
ζωήν, την πλήρη μεγάλου αγώνος, τον οποίον διεξάγει ο Χριστός δια την αιώνιον
ζωήν του ανθρώπου, του κτισθέντος και αγαπωμένου υπ’ Αυτού;
Ο Θεός φυλάττει το αυτεξούσιον του ανθρώπου ως την πλέον πολύτιμον αρχήν εν αυτώ, και δια τούτο έλκει την ψυχήν προς την αγάπην Αυτού δια της ταπεινώσεως Καθ’ οδόν όμως προς την αγάπην αυτήν ο άνθρωπος συναντάται μετά του βιαστού διαβόλου Ο Κύριος παραχωρεί τούτο Παιδαγωγεί την ψυχήν του ανθρώπου ουχί δια της απαλλαγής από της συναντήσεως μετά του κακού, αλλά δια της παροχής εις αυτόν δυνάμεως προς υπερνίκησιν παντός κακού
Η οδός του ανθρώπου προς τον Θεόν είναι πλήρης μεγάλων συγκρούσεων Το πνεύμα του αθλητού, του επεκτεινομένου προς την αιώνιον Θείαν αγάπην, ίνα γένηται αληθώς συνετόν και ικανόν προς την αγάπην ταύτην, θα διέρχηται αφεύκτως δια μαρκάς σειράς δοκιμασιών
Από της αγάπης του Θεού αποσπούν τον ασκητήν αι διαμαρτυρίαι του λογικού αυτού, όπερ δεν δύναται να περιλάβη ή να δεχθή τον νόμον του Χριστού, όστις φαίνεται εις αυτόν μωρία Κατά τας στιγμάς της Θεοεγκαταλείψεως αι διαμαρτυρίαι αύται είναι δυνατόν να προσλάβουν εξαίρετον δύναμιν
Από της αγάπης του Θεού θα χωρίζουν τον αγωνιστήν: άλλοτε η επιθυμία της ζωής, άλλοτε ο φόβος του θανάτου· άλλοτε η τάσις προς τας ηδονάς, άλλοτε αι ασθένειαι, η πείνα ή ο διωγμός και τα παρόμοια παθήματα· άλλοτε το ύψος και το φως ετέρων τινών αποκαλύψεων και επιτευγμάτων, άλλοτε το βάθος και το υπέροχον βιωμάτων τινών· άλλοτε το μεγαλείον άλλων τινών κατακτήσεων ή το εύρος άλλων τινών δυνατοτήτων· άλλοτε αι οράσεις αγγέλων και ουρανίων όντων, άλλοτε αι προσβολαί των φρικαλέων σκοτεινών πνευμάτων
Δυνάμεθα να βεβαιώσωμεν πλήρως ότι, καθ’ οδόν προς την απόκτησιν της θείας αγάπης, ο χριστιανός αθλητής συναντά όλην την σειράν των δυνατών πειρασμών και δοκιμασιών εκ μέρους των εν τω κόσμω πνευμάτων Ούτως, βραδύτερον, είς τοιούτος ασκητής θα δύναται να συλλαμβάνη όλον το σύμπλεγμα καταστάσεων βεβιωμένων υπό ανθρώπων οιασδήποτε προελεύσεως Εκ τούτου προέρχεται η ικανότης την οποίαν έχουν οι πνευματικοί οδηγοί να κατανοούν την ψυχήν παντός ανθρώπου, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσεως, ηλικίας, πνευματικού επιπέδου ή εμπειρίας εις την κατά των παθών πάλην
Η μετά του Γέροντος επικοινωνία έπεισεν ημάς ότι πάσαι αι ανθρώπιναι οδοί είναι γνωσταί εις τον χριστιανόν αθλητήν, ενώ αι οδοί αυτού παραμένουν κεκρυμμέναι από των αλλοτρίων οφθαλμών (βλ Α’ Κορ β’ ‐)
ΙΓ’ – ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Γράφει ο μακάριος Γέρων: «Ο μοναχός είναι ικέτης υπέρ όλου του κόσμου
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, δίδει εις τον μοναχόν την αγάπην του Αγίου Πνεύματος και εκ της αγάπης αυτής η καρδία του μοναχού είναι πάντοτε περίλυπος δια τον λαόν, επειδή δεν σώζονται πάντες Ο Ίδιος ο Κύριος ήτο τοσούτον περίλυπος δια τον λαόν, ώστε παρέδωκεν Εαυτόν εις τον δια σταυρού θάνατον Και η Παναγία την αυτήν λύπην δια τους ανθρώπους έφερεν εν τη καρδία Αυτής … Το αυτό Άγιον Πνεύμα έδωκεν ο Κύριος, και εις τους Αποστόλους, και εις τους Αγίους ημών Πατέρας, και εις τους ποιμένας της Εκκλησίας Εις τούτο συνίσταται η διακονία ημών εν τω κόσμω Και δια τούτο ούτε οι ποιμένες της Εκκλησίας, ούτε οι μοναχοί πρέπει να απασχολώνται εις κοσμικά προβλήματα, αλλά να μιμώνται την Θεομήτορα, Ήτις εντός του ναού, εις τα “Άγια των Αγίων”, ημέρας και νυκτός εμελέτα εν τω νόμω Κυρίου και έμενε πρεσβεύουσα υπέρ του λαού» (σ ‐)
Η προσευχή δι’ όλον τον κόσμον, δι’ όλον τον Αδάμ, οδηγεί πολλάκις εις την απομάκρυνσιν από της ειδικής υπηρεσίας προς τους ανθρώπους Ίσως ερωτήση τις: Η απομάκρυνσις αύτη δεν είναι άραγε άρνησις υπηρεσίας προς το συγκεκριμένον όν χάριν αφηρημένης τινός ιδέας; Ουχί βεβαίως, διότι ο όλος Αδάμ δεν είναι αφηρημένη ιδέα, αλλά το πλέον συγκεκριμένον πλήρωμα της ανθρωπίνης υπάρξεως
Η φύσις της πανανθρωπίνης υπάρξεως είναι τοιαύτη, ώστε έκαστον ιδιαίτερον πρόσωπον, νικών εν εαυτώ το κακόν, επιφέρει δια της νίκης ταύτης ήτταν κατά του κοσμικού κακού τοσούτον μεγάλην, ώστε τα αποτελέσματα επενεργούν ευεργετικώς επί των πεπρωμένων όλου του κόσμου Αφ’ ετέρου δε η φύσις του κοσμικού κακού είναι τοιαύτη, ώστε νικώμενον εις ωρισμένας μόνον ανθρωπίνας υποστάσεις (πρόσωπα) υφίσταται ήτταν, η σημασία και η έκτασις της οποίας είναι αμέτρως δυσανάλογοι προς τον αριθμόν των νικητών
Είς άγιος είναι φαινόμενον εξόχως πολύτιμον δι’ όλην την ανθρωπότητα
Οι άγιοι, δια του γεγονότος της υπάρξεως αυτών, έστω και αφανούς εις τον κόσμον αλλά φανεράς εις τον Θεόν, επιφέρουν επί της γης, εφ’ όλης της ανθρωπότητος, πλουσίαν την ευλογίαν του Θεού Ο Γέρων γράφει:
«Ιδού, ένεκα τοιούτων ανθρώπων, σκέπτομαι, ο Κύριος διαφυλάττει τον κόσμον, διότι ούτοι είναι τοσούτον ευάρεστοι εις τον Θεόν, ώστε ο Θεός πάντοτε εισακούει των ταπεινών Αυτού δούλων, και πάντες ημείς απολαύομεν των αγαθών της ειρήνης ένεκα των προσευχών αυτών» (σ )
«Ο κόσμος ίσταται δια των προσευχών των Αγίων, και όταν εξασθενήση η προσευχή, τότε ο κόσμος θα απολεσθή … Θα είπης, ίσως, ότι νυν δεν υπάρχουν τοιούτοι μοναχοί, οίτινες προσεύχονται διαπύρως δι’ όλον τον κόσμον Εγώ όμως θα είπω εις σε ότι, όταν επί της γης εκλείψη η τοιαύτη προσευχή, τότε ο κόσμος θα παρέλθη, θα έλθουν μεγάλαι ωδίνες, αίτινες και ήδη υπάρχουν» (σ )
Οι άγιοι ζουν δια της αγάπης του Χριστού, ήτις είναι δύναμις Θεία,
κτίζουσα και συντηρούσα τον κόσμον, και δια τούτο είναι τοσούτον μεγάλη η
ισχύς των προσευχών αυτών Ο Άγιος Βαρσανούφιος, επί παραδείγματι,
μαρτυρεί ότι επί της εποχής αυτού η προσευχή τριών ανδρών συνεκράτει τον κόσμον εκ της καταστροφής Χάρις εις τους αγνώστους εις τον κόσμον αγίους μεταβάλλεται η ροή των ιστορικών, έτι δε και των κοσμικών γεγονότων Ως εκ τούτου έκαστος άγιος είναι φαινόμενον κοσμικού χαρακτήρος, η σπουδαιότης του οποίου εξέρχεται των ορίων της επιγείου ιστορίας, και εκτείνεται εις τον κόσμον της αιωνιότητος Οι άγιοι είναι το άλας της γης, η έννοια της υπάρξεως αυτής, ο καρπός χάριν του οποίου φυλάττεται αύτη Και όταν η γη παύση να γεννά αγίους, τότε θα αρθή απ’ αυτής η δύναμις η συγκρατούσα τον κόσμον εκ της καταστροφής
Έκαστος άγιος, ως ο Αντώνιος, ο Αρσένιος, ο Νικόλαος, ο Βασίλειος, ο Εφραίμ, ο Σεραφείμ και οι όμοιοι αυτών, αποτελεί την πλέον πολύτιμον αιωνίαν κληρονομίαν παντός του κόσμου, καίτοι ο κόσμος δεν θέλει να γνωρίζη περί τούτου, συχνάκις δε και φονεύει τους προφήτας αυτού
Υπάρχουν άνθρωποι οίτινες, κατά τρόπον παράδοξον, δεν εννοούν το μεγαλείον των θρησκευτικών πράξεων των ερριζωμένων εν αυτώ τούτω τω ανάρχω Θείω Είναι Οι άνθρωποι ούτοι αντιλαμβάνονται την θρησκευτικήν πνευματικήν ζωήν ως υποκειμενικά ψυχολογικά βιώματα, αποθνήσκοντα άμα τη παύσει αυτών εν τη ψυχή Εκ της μακράς επικοινωνίας μετά του Γέροντος και εκ των ανωτέρω λόγων αυτού βλέπομεν ότι εκείνος εθεώρει τας πνευματικάς καταστάσεις ως εξόχως μεγάλας, ένεκα της αιωνίου οντολογικής αυτών σπουδαιότητος Την προσευχήν δια τους εχθρούς και δι’ όλον τον κόσμον ησθάνετο ως αιωνίαν ζωήν, ως Θείαν ενέργειαν εν τη ψυχή του ανθρώπου, ως άκτιστον χάριν και δωρεάν του Αγίου Πνεύματος Και έως ότου θα αποδέχηται ο κόσμος το δώρον τούτο, θα υφίσταται· όταν όμως εις όλον το πλήθος των ανθρώπων δεν απομείνουν επί της γης έστω και ολίγοι φορείς της χάριτος ταύτης, τότε θα λάβη πέρας η γηΐνη ιστορία εν τη εξάψει της γενικής συμπλοκής, και ουδεμία ανθρωπίνη επιστήμη ή πολιτισμός θα προλάβουν τον όλεθρον τούτον
Η καθ’ ημέραν πείρα βεβαιοί ημάς ότι εισέτι και άνθρωποι αποδεχόμενοι εκ ψυχής την εντολήν του Χριστού περί αγάπης προς τους εχθρούς δεν πραγματοποιούν αυτήν εν τη ζωή Διατί; Κυρίως διότι είναι αδύνατον να αγαπώμεν τους εχθρούς άνευ της χάριτος Εάν όμως οι άνθρωποι, αντιλαμβανόμενοι ότι τούτο υπερβαίνει τας φυσικάς αυτών δυνάμεις, εζήτουν ως λέγει ο Γέρων, παρά του Θεού την βοήθειαν της χάριτος, τότε αναμφιβόλως θα ελάμβανον το δώρον τούτο
Δυστυχώς κυριαρχεί το αντίθετον φαινόμενον, τουτέστιν ουχί μόνον οι άπιστοι, αλλά και οι ομολογούντες εαυτούς χριστιανούς, φοβούνται να ενεργούν κατά την εντολήν του Χριστού περί της αγάπης προς τους εχθρούς Υποθέτουν ότι τούτο είναι επωφελές μόνον δια τους εχθρούς Οι εχθροί, οίτινες δια του μέλανος πρίσματος του μίσους παρουσιάζονται συνήθως ως μη έχοντες εν εαυτοίς ουδέν καλόν, θα επωφεληθούν, ως νομίζουν, της «αδυναμίας» αυτών και θα απαντήσουν εις την αγάπην δια μίσους και εκβιασμού, και τότε θα θριαμβεύση το κακόν, προσωποποίησις του οποίου, εν γένει, είναι ο εχθρός
Η σκέψις περί «αδυναμίας» του Χριστιανισμού είναι βαθέως εσφαλμένη
Οι άγιοι κατέχουν δύναμιν αρκετήν δια να κυριαρχούν επί των ανθρώπων, επί των μαζών, αλλά πορεύονται την αντίθετον οδόν: Υποδουλούνται εις τον αδελφόν, και ούτως αποκτούν δι’ εαυτούς τοιαύτην αγάπην, ήτις κατά την ουσίαν αυτής είναι άφθαρτος Επ’ αυτής της οδού νικούν νίκην, ήτις μένει εις τους αιώνας, ενώ η δια της βίας νίκη ουδέποτε είναι σταθερά, και κατά το είδος αυτής αποτελεί μάλλον όνειδος της ανθρωπότητος παρά δόξαν αυτής
Ο Γέρων αντελαμβάνετο και την σάρκωσιν του Θεού Λόγου, και όλην την επίγειον ζωήν του Χριστού, ως αγάπην προς όλον τον κόσμον, έστω και αν ούτος είναι πλήρης έχθρας κατά του Θεού Και το Πνεύμα το Άγιον εγνώρισεν αυτός εν τω φωτί της αγάπης, ήτις δια της επιφανείας αυτής εκδιώκει παν μίσος, ως ο ήλιος διώκει το σκότος της νυκτός· εν τη αγάπη, ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Χριστόν και εις τας πλέον μυχίους κινήσεις της ψυχής Αύτη είναι, κατά την διδασκαλίαν του Γέροντος, η αληθής πίστις
«Πολλοί εμελέτησαν πάσας τας θρησκείας, αλλά την αληθινήν πίστιν, ως πρέπει, δεν εγνώρισαν Εις εκείνον όμως όστις παρακαλεί εν ταπεινώσει τον Θεόν όπως φωτίση αυτόν ο Κύριος θα δώση να γνωρίση πόσον πολύ αγαπά τον άνθρωπον» (σ )
Οι άνθρωποι φοβούνται να ριφθούν εις το πυρ εκείνο, όπερ έφερεν επί της γης ο Κύριος Φοβούνται να «καταναλωθούν» εν αυτώ και να «απολέσουν» την ψυχήν αυτών Εκείνοι όμως οίτινες δεν εδειλίασαν εις αυτήν την πίστιν (Λουκ ιζ’
, Ιωάν ιβ’ ), ως βλέπομεν και εις το παράδειγμα του Γέροντος, γνωρίζουν ότι
«μεταβεβήκασιν» εις αιώνιον ζωήν, και γνωρίζουν τούτο μέχρις οφθαλμοφανείας, και δεν έχουν χρείαν άλλου μάρτυρος, εκτός του Πνεύματος, όπερ μαρτυρεί εντός αυτών των ιδίων (Α’ Ιωάν γ’ , ε’ )
Επί πολλά έτη η ζωή του Γέροντος ήτο προσευχή δια τον κόσμον· και δι’ αγνώστου εις ημάς τρόπου, η χάρις του Θεού επληροφόρει αυτόν ότι, άχρις ου εν τω κόσμω υπάρχει τοιαύτη αγάπη και προσευχή, ο κόσμος θα διαφυλάττηται υπό του Θεού, αλλ’ όταν εκλείψη εντελώς από του προσώπου της γης η αγάπη προς τους εχθρούς, τότε ο κόσμος θα απολεσθή εν τω πυρί της γενικής συρράξεως
Η οδός του Γέροντος είναι η οδός των αγίων, η υποδειχθείσα υπ’ Αυτού του Χριστού Αλλ’ ο κόσμος, εν τω συνόλω αυτού, δεν παρέλαβεν αυτήν Αγωνιζόμενοι κατά του φυσικώς εμφανιζομένου κακού οι άνθρωποι καταφεύγουν εις την φυσικήν δύναμιν Την οδόν ταύτην ηκολούθησαν πολλάκις και χριστιανοί Εν τη Δυτική Εκκλησία κατά τον μεσαίωνα η φυσική πάλη μετά του κακού έλαβε δογματικήν δικαίωσιν, την οποίαν και μέχρι του νυν δεν απέρριψε Τότε αυτό ελάμβανε την μορφήν «Ιεράς Εξετάσεως», νυν δε προσλαμβάνει άλλας μορφάς, αίτινες εν τούτοις κατά την πνευματικήν αυτών ουσίαν αποτελούν το αυτό φαινόμενον Εν τη ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας
–και της αρχαίας και της νέας άχρι των ημερών ημών– είναι ωσαύτως γνωσταί περιπτώσεις τάσεως προς την ιδέαν της φυσικής πάλης μετά του κακού, αλλ’ ευτυχώς αύται περιορίζονται εις μεμονωμένας περιπτώσεις ιεραρχών ή εκκλησιαστικών ομάδων Αυτή αύτη η Εκκλησία όμως ουχί μόνον δεν ηυλόγησε
και δεν εδικαίωσεν δογματικώς αυτά τα μέσα, αλλά πάντοτε επορεύετο οδόν
ακολουθούσαν τον Εσταυρωμένον Χριστόν, τον αίροντα επ’ Αυτού το βάρος του κόσμου
Είχεν ο Γέρων βαθείαν συνείδησιν ότι το κακόν νικάται πραγματικώς
μόνον εν τω αγαθώ, ότι ο δια της φυσικής ισχύος αγών οδηγεί απλώς εις την αντικατάστασιν της μιάς βίας δια της άλλης Πολλάκις έτυχε να συνομιλήσω μετ’ αυτού περί τούτου του θέματος Έλεγεν: «Εις το Ευαγγέλιον λέγεται σαφώς
Ότε οι Σαμαρείται δεν ήθελον να δεχθούν τον Χριστόν, οι Απόστολοι Ιάκωβος και Ιωάννης ήθελον να ρίψουν πυρ εξ ουρανού, ίνα εξολοθρεύσουν αυτούς Αλλά ο Κύριος απηγόρευσε τούτο και είπεν: “Ουκ οίδατε ποίου πνεύματος εστε
ουκ ήλθον ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι” (Λουκ θ’ ‐) Και ημείς οφείλομεν να έχωμεν αυτήν μόνον την σκέψιν, ίνα οι πάντες σωθούν»
Ηυδόκησεν ο Θεός, προς όνειδος ημών, να πλησιάσωμεν τον Γέροντα και να ίδωμεν, έστω εκ μέρους, οποίαν θεσπεσίαν ζωήν έφερεν επί γης ο Χριστός· να ίδωμεν πώς εντός μιας καρδίας δια θαυμαστού τρόπου συζούν βαθεία ασάλευτος ειρήνη και βαθύ μέγα πένθος, χαρά και ανάπαυσις εν παντί, και συγχρόνως μεγάλη οδύνη πνεύματος, βιούντος την τραγωδίαν της ανθρωπότητος
Ο νόμος, εάν αρμόζη ενταύθα η λέξις αύτη, της αιωνίου ζωής κρέμαται επί δύο εντολών: αγάπη προς τον Θεόν και αγάπη προς τον πλησίον Όταν όμως ο ασκητής απομακρύνηται εκ του κόσμου, κατ’ αρχάς η ζωή αυτού συγκεντρούται κυρίως εις την πρώτην εντολήν και εις την προσωπικήν μετάνοιαν, λαμβάνουσαν χαρακτήρα «εγωϊστικόν» Βραδύτερον, όταν η μετάνοια φθάση εις ωρισμένον μέτρον πληρώματος και η ψυχή του ασκητού γευθή της χάριτος, τότε αρχίζει εντός αυτού να ενεργή η αγάπη του Χριστού, εκχεομένη επί του κόσμου και εφ’ όλης της ανθρωπότητος Τότε, παραμένων έτι και εν τη ερήμω και μη βλέπων τον κόσμον δια των σωματικών οφθαλμών, βλέπει αυτόν δια πνεύματος και ζη βαθέως τα παθήματα του κόσμου δια της χριστιανικής συνειδήσεως του ανεπαναλήπτου και της μεγάλης αιωνίου αξίας εκάστου ανθρώπου
Όπου και αν υπάγη ο άνθρωπος, εις οιανδήποτε έρημον και αν απομονωθή, εάν ευρίσκηται εις τας οδούς της πραγματικής εν Θεώ ζωής, θα ζήση την τραγωδίαν του κόσμου, και μάλιστα πολύ εντονώτερον και βαθύτερον ή οι ίδιοι οι εν τω κόσμω ζώντες, διότι ούτοι δεν γνωρίζουν τίνος στερούνται Οι άνθρωποι πάσχουν εκ πολλών στερήσεων, αλλά, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, δεν γνωρίζουν την κυρίαν αυτών στέρησιν Θλίβονται και κλαίουν δια την στέρησιν των προσκαίρων αγαθών Αλλά δια ποίων δακρύων θα ωδύρετο ο κόσμος, εάν ελάμβανε γνώσιν της κυρίας αυτού στερήσεως, και δια ποίας αναζητήσεως θα ανεζήτει εκείνο το «έν ού έστι χρεία»;
Είναι δυνατή η θλίψις περί του κόσμου, αληθής, αγία, θεοφιλής, αλλ’ είναι
δυνατή και η αντίθετος, η σκοτεινή Εν τη ψυχή του ανθρώπου, όστις δεν εγνώρισε την τελείαν αγάπην, αι δύο εντολαί του Χριστού ουχί σπανίως ευρίσκονται εν οξεία, αμοιβαία αντιθέσει Ο αγαπών τον Θεόν εξέρχεται του κόσμου και καταδύεται εις πνευματικόν τινα «εγωϊσμόν», και ως αδιάφορος δια τα συμβαίνοντα εν τω κόσμω σώζει την εαυτού ψυχήν Ο αγαπών πάλιν εμπαθώς τον ανθρώπινον κόσμον, ζη τον πόνον αυτού Φέρων εν αυτώ την
θλίψιν δια τον κόσμον, εγείρεται κατά του Θεού, θεωρών Εκείνον αίτιον του
πόνου αυτού, όστις κατακλύζει τον κόσμον όλον, και εγείρεται ενίοτε μέχρις έχθρας Εις τον μακάριον όμως Γέροντα ήτο δυνατόν να ίδης, κατ’ εικόνα Χριστού, και εκείνην και την άλλην αγάπην εν τη οργανική αυτών ενότητι, εν τη διακρίσει των εκδηλώσεων: Θριαμβεύουσα εν τη αιωνιότητι η αγάπη πάσχει εν τω κόσμω τούτω της αμαρτίας
Επέτρεψεν εις εμέ ο Θεός να ίδω εκ μέρους πώς εθρήνει ο Γέρων, ίνα μη στερηθή ο κόσμος την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν έδωσεν εις αυτόν ο Θεός να γνωρίση Κατεπονείτο υπό βαθείας λύπης και «δι’ όλους τους λαούς της γης» εζήτει την ευσπλαγχνίαν του Θεού
Ούτως η γνησία προς τον Θεόν αγάπη μεταβάλλεται εις γνησίαν αγάπην προς τον άνθρωπον Και δια τούτο συνεχής διαβεβαίωσις του Γέροντος ήτο ότι
«εις εκείνον όστις δεν αγαπά τους εχθρούς η αγάπη του Θεού δεν υπάρχει»
«Συμπόνοιαν των εχθρών» λέγων δεν ηννόει τον περιφρονητικόν οίκτον, αλλά την ευσπλαγχνίαν της αγαπώσης καρδίας Τούτο ήτο δι’ αυτόν η ένδειξις της αληθινής οδού του Θεού
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου του συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας1999
Τίτλος πρωτοτύπου:
СТАРЕЦ СИЛУАН, ИЕРОМОН СОФРОНИЙ, Paris 1952.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου