Κεφάλαιον Δ΄
Τό Θαύμα .Μιά αληθινή Ιστορία
Λεωνίδα Κουμάκη
(Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!)
«Θυμάστε πώς την γλύτωσα πάρα τρίχα;»
Το ίδιο βράδυ ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου δεν ήταν φυσικά δυνατόν να κοιμηθώ. Στο νου μου ήλθαν οι κουβέντες του πατέρα μου: «Θυμάστε πώς την γλύτωσα πάρα τρίχα;» Μιλούσε για την νύχτα του Σεπτέμβρη του 1955.
Ήλθε στο νου μου, σαν σε όνειρο, η σκηνή που ήμασταν μαζεμένοι στην ταράτσα του σπιτιού μας, στριμωγμένοι σε μια γωνιά με θέα στο δρόμο που θα 'πρεπε να φανεί ο πατέρας. Κι αργότερα, όταν ήρθε ο πατέρας μου, στο ίδιο σημείο, περιμέναμε με αγωνία να περάσει το κύμα του φονικού όχλου. Εκείνες οι στιγμές θα μείνουν βαθειά χαραγμένες στη μνήμη μου. Ο τρόμος και ο φόβος ότι θα δεχτούμε επίθεση μας έκανε να μοιάζουμε με ποντίκια πιασμένα στη φάκα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα ξεχάσω την εικόνα που σαν εφιάλτης χάραξε τη μνήμη μου: Φωτιές και καπνοί φαινόταν στον ουρανό, όπου κι αν έστριβες το βλέμμα σου. Οι κραυγές «Ανάθεμα στους γκιαούρηδες» «Ανάθεμα στους γκιαούρηδες», έφθαναν στ' αυτιά μας σαν φονικές σφαίρες.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όλα φαινόταν ήρεμα. Μια μικρή ομάδα φοιτητών ήταν συγκεντρωμένοι στην Πλατεία του Ταξίμ, στην κορυφή του Πέρα, διαδηλώνοντας εναντίον της Ελλάδος. Η Ελλάδα ήταν πάντα ο συντηρούμενος από τις Τουρκικές αρχές στόχος του όχλου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 η Τουρκία είχε βρει την καινούρια πηγή ανανέωσης της ανθελληνικής μανίας της. Ήταν το Κυπριακό, που κυριολεκτικά της το χάρισαν οι Άγγλοι για να αποκτήσουν «διαιτητική» ιδιότητα και να εξασφαλίσουν ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους. Ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας «Χουριέτ» Σεντάτ Σιμαβί, ένας Τουρκοεβραίος, κατάφερε με τα πύρινα ανθελληνικά δημοσιεύματά του να εκτινάξει την κυκλοφορία της εφημερίδας από τις 11.000 φύλλα ημερησίως που είχε το 1948, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, στις 600.000 φύλλα ημερησίως!
Το παράδειγμα ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, και οι υπόλοιπες Τουρκικές εφημερίδες. Έτσι, το κλίμα είχε προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά. Μέσα στην ψυχολογία του όχλου που δημιουργήθηκε, ένα σημαντικό κομμάτι αφορούσε τη ζήλεια και το φθόνο από τη συνεχή οικονομική πρόοδο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Σ' αυτό προσετίθετο έντεχνα απ' την Τουρκική προπαγάνδα η ιδέα πως η κακοδαιμονία της Τουρκίας και η αδυναμία οικονομικής της ανάπτυξης οφειλόταν στους Χριστιανούς, στους Αρμένιους, στους Εβραίους και στις άλλες μειονότητες που απολάμβαναν τον περισσότερο πλούτο. Ο Νέρων, για να αποπροσανατολίσει τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες, απέδωσε όλα τα κακά στους Χριστιανούς. Οι Τούρκοι τον αντέγραψαν καλύτερα. Ο φανατισμός που διοχέτευαν στις μάζες ήταν εντονότερος, άριστα οργανωμένος και στο συντριπτικό του ποσοστό ελεγχόμενος.
Οι οργανώσεις «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Αρχηγός των οργανώσεων ένας άλλος δημοσιογράφος της «Χουριέτ», ο Χικμέτ Μπιλ, που είχε κι αυτός εξαιρετικές επιδόσεις στη διοχέτευση εμπρηστικού ανθελληνισμού στις μάζες. Ακολούθησε η στημένη αποτυχία της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου στις αρχές Σεπτεμβρίου και η εφαρμογή του τέλεια οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Το σχέδιο, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε σαν τυπική αφετηρία 500 χιλιόμετρα μακρυά, την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Λίγες ώρες πριν από το συλλαλητήριο, ο μουσουλμάνος φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που καταγόταν από την Κομοτηνή, Οκτάι Εγκίν παρέδωσε μια βόμβα στον φύλακα του Τουρκικού Προξενείου Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Χασάνογλου. Η βόμβα που τοποθετήθηκε από τον τελευταίο στον κοινό κήπο που βρίσκεται το Τουρκικό Προξενείο και ένα σπίτι στο οποίο οι
Τούρκοι θεωρούν πως γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν προκάλεσε βέβαια καμιά ζημιά πέρα απ' τα τζάμια μερικών παραθύρων που έσπασαν. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Το σχέδιο που οργανώθηκε από το επίσημο Τουρκικό Κράτος δεν ήθελε την καταστροφή αυτού του σπιτιού.
Ήθελε μόνο την αφορμή. Όπως κι έγινε: Δύο Τουρκικές εφημερίδες είχαν ετοιμάσει έκτακτες εκδόσεις με προετοιμασμένα κείμενα παραπληροφόρησης. «Έλληνες τρομοκράτες κατέστρεψαν το πατρικό σπίτι του Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη!» έγραφε η «Ισταμπούλ
Εξπρές», στην έκτακτη απογευματινή της έκδοση της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 και δημοσίευσε φωτογραφίες που ήταν παραποιημένες.
Τις φωτογραφίες αυτές, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ζήτησε από τον φωτογράφο Κυριακίδη η σύζυγος του Γενικού Προξένου της Τουρκίας που βρισκόταν στα εγκαίνια της 20ής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης στις 3 Σεπτεμβρίου 1955. Ήθελε, όπως είπε, ως ανάμνηση της επίσκεψής της, φωτογραφίες του «σπιτιού» του Κεμάλ Ατατούρκ, γιατί έφευγε την επόμενη για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποίησαν, παραποιημένες φυσικά, οι έκτακτες εκδόσεις των 2 Τουρκικών εφημερίδων το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
«Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ», ήταν τα μηνύματα που περνούσαν.
Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.
Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με ένα μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς που φώναζε «Kahrolsun giavourlar!"
(Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin, giavourdur!" (Σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης!).
Η Αστυνομία και οι Κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.
Όταν μαζεύτηκαν 50.000 περίπου άτομα, αλαλάζοντος όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου:
Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των Ιερών και Οσίων του Ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης.
Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στο Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, 700 περίπου μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.
Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο "Επτάλοφος" στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλιτζάνια.
Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας.
Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μία ράγα του τραμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει η πόρτα και οι βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντος όχλου. Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου. Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους. Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο:
— Φυγέτε απ' εδώ! Εμείς ζούμε σ' αυτό το μέρος έξη γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε.
Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του. Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.
Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία «Κερβάν» του Δημήτρη Πηλαβίδη, «Μπαιλάν» των Λέτα και Κυρίτση, «Σεχίρ» του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων. Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια,
καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επί τόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.
Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος 'θ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοσμήματα.
Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ' ελάχιστα λεπτά απ' τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές.
Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές «Ανάθεμα στους άπιστους!»,
«Ανάθεμα στους άπιστους!» και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό, τι κινητό υπήρχε στον ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε. Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου.
Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούρια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει.
Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδας του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.
Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα απ' τα πράγματα που καταστρεφόταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα άλλα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω απ' το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά- σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λασπώδη και λιγδερή.
Ο πατέρας μου το ίδιο βράδυ, γύρω στις 7, ήταν στο μαγαζί του, όταν άκουσε από μακριά τις φωνές μιας ομάδας διαδηλωτών.
Η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει στο στήθος του και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ -ενός Τούρκου γείτονα που τον συμπαθούσε πολύ- που του είχε πει μόλις την προηγούμενη:
— Γεράσιμε, αύριο το απόγευμα μη βγεις έξω, κάτσε στο σπίτι σου με την οικογένειά σου.
— Γιατί Αχμέτ Μπέη; είχε ρωτήσει ο πατέρας μου.
— Μη ρωτάς πολλά και κάτσε στο σπίτι σου. Έφθασαν στ' αυτιά μου κάποιες πληροφορίες που μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα, αλλά μπορεί και να είναι πολύ σοβαρές.
Ο πατέρας μου προς στιγμή προβληματίστηκε. Συνδύασε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ με διάφορα άλλα «παράξενα» σημάδια: Τα ρολά ή οι τοίχοι των Χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά σημάδια ή τουρκικά γράμματα.
Πολλά σπίτια και καταστήματα Τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα, ανεξήγητο για τον πατέρα μου, μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν απ' τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι.
Πού να φανταστεί ο πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους «αγανακτισμένους» πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;
Ο πατέρας μου τελικά, παρ' ότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν αξιολόγησε σωστά τα λόγια του Αχμέτ Μπουλτούρ.
Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου «Kahrolsun Giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin Giavourdur!» (Γκρεμίστε, σπάστε είναι γκιαούρης!), τάβαζε με τον εαυτό του.
Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω. Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν 5 άτομα που είχαν αποσπαστεί απ' το κυρίως σώμα του όχλου.
— Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου Τούρκικη σημαία; τον ρώτησε ο ένας.
Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε του ρίχτηκαν με γροθιές και κλωτσιές. Ευτυχώς δεν κρατούσαν φτυάρια και κασμάδες.
Ο πατέρας μου ζαλισμένος απ' τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα που δεχόταν προσπαθούσε απεγνωσμένα να προφυλαχθεί και, όταν του δινόταν η ευκαιρία, να ανταποδώσει μερικά χτυπήματα. Η κατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή. Ο όχλος σε λίγο θα πλησίαζε κοντά στο σημείο της συμπλοκής και οι ελπίδες του να σωθεί θα μηδενιζόταν.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από την σειρήνα ενός ασθενοφόρου που διέσχιζε το στενό δρόμο με ταχύτητα. Η συμπλοκή μέσα στη μέση του δρόμου σταμάτησε για να περάσει το ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να σώσει τη ζωή του. Αιμόφυρτος και ζαλισμένος απ' τα χτυπήματα, άρχισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να τρέχει. Όταν το ασθενοφόρο πέρασε, ο πατέρας μου είχε εξαφανισθεί και ο στόχος πλέον ήταν το μαγαζί του που κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Εκείνος όμως περπατώντας 2 ώρες, για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, έφθασε στο σπίτι σωστό ράκος. Όλοι μας τον περιμέναμε με μεγάλη αγωνία. Η μητέρα μου αμέσως μόλις έμαθε τα νέα καρφώθηκε στο παράθυρο γεμάτη ταραχή και ανυπομονησία, περιμένοντας τον πατέρα μου. Όταν τον είδε να έρχεται, τρέξαμε όλοι στην είσοδο του σπιτιού. Τον βοηθήσαμε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας του προσφέραμε τις πρώτες βοήθειες.
Στο μεταξύ το σχέδιο της καταστροφής όλων των ελληνικών περιουσιών της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη:
Εκατό ομάδες εκτελούσαν τον φρικιαστικό τους έργο σε μια τεράστια έκταση απ' τον Βόσπορο ως τη θάλασσα του Μαρμαρά.
Οι επικεφαλείς των διαδηλωτών με καταλόγους σπιτιών και καταστημάτων των Ελλήνων, διεύθυναν τις ομάδες του όχλου.
Ήταν ένας οργανωμένος τυφώνας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Δεκάδες Έλληνες πολίτες και κληρικοί κακοποιήθηκαν. Λεηλατήθηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες 73 ελληνικές εκκλησίες. Καταστράφηκαν εικόνες, αγιογραφίες και σκεύη ανεκτίμητης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας. Καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα Ελληνικά σχολεία.
Η Πατριαρχική Σχολή του Φαναρίου που ιδρύθηκε το 1453 και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπέστησαν το μένος του όχλου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το Ζάππειο Λύκειο δέχτηκε την επιδρομή του όχλου που κατρακύλησε απ' τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες το άγαλμα του ευεργέτου του Σχολείου Κωνσταντίνου Ζάππα και κατέστρεψε όχι μόνο θρανία, πιάνο, αίθουσα τελετών αλλά έκανε και τεράστια ζημιά στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν το εσωτερικό του σχολείου. 4.340 ελληνικά καταστήματα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. 2.600 σπίτια Ελλήνων βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και παραδόθηκαν στο μένος και την πρωτοφανή λύσσα του όχλου. Ρημάχτηκαν κυριολεκτικά και καταστράφηκαν τα γραφεία και τα πιεστήρια των τριών μεγάλων ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης.
Στα γραφεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που τότε λεγόταν Τ. Α. Ε., στην οδό Τζουμχουριέτ του Ελμανταγ, όχλος πήγε δύο φορές. Την πρώτη φορά υπήρχε ισχυρή φρούρηση των γραφείων και οι «διαδηλωτές» αναγκάστηκαν να φύγουν προσωρινά άπρακτοι όταν ένας απ' τους φρουρούς τους είπε πως ήρθαν νωρίς και τους συνέστησε να ξαναγυρίσουν αργότερα.
Πράγματι την δεύτερη φορά που πήγαν δεν υπήρχε πλέον προστασία των γραφείων παρά μόνο από τον φρουρό που τους είχε υποδείξει να ξαναγυρίσουν. Αφού κατέστρεψαν τα γραφεία και δεν άφησαν όρθιο σχεδόν τίποτα, άρχισαν να υποχωρούν όταν ο «φρουρός» τους πρότρεψε να καταστρέψουν και μια διαφήμιση που υπήρχε στο εσωτερικό των γραφείων της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ξαναμπήκαν στα γραφεία και όταν τα εγκατέλειψαν, οριστικά αυτή τη φορά, έδειχναν εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου.
Στο Ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί μία ομάδα τυφλωμένων απ' το μίσος διαδηλωτών επί δύο ολόκληρες ώρες κατέστρεφε τάφους και σταυρούς, έσκαβε τους πιο πρόσφατους και έβγαζε έξω τα πτώματα μαχαιρώνοντας και κομματιάζοντάς τα.
Στην Παναγία των Βλαχερνών, που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια Βυζαντινού ναού του 470 μ.Χ., ο όχλος των διαδηλωτών κατέστρεψε με απίστευτη μανία ό,τι οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν για χίλια τετρακόσια ογδόντα πέντε χρόνια.
Στον Άγιο Γεώργιο στα Ψωμαθιά, μια εκκλησία χτισμένη τον 13ο αιώνα που οι Τούρκοι ονόμαζαν kanli kilise (ματωμένη εκκλησία) απ' το αίμα που έχυσαν στο σημείο εκείνο την ημέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, η μανία των διαδηλωτών μετέτρεψε την ιστορική εκκλησία σε σωρό ερειπίων.
Στον Βόσπορο ο αλαλάζων όχλος υποχρέωσε ένα ιερωμένο να φωνάζει ρυθμικά "Η Κύπρος είναι Τουρκική", βάζοντας στα χέρια του μια Τούρκικη σημαία και καλώντας τον να βάλει δύναμη στη φωνή του για να τον ακούσει ο Μακάριος. Ο δύστυχος παπάς από την ταραχή και τον τρόμο του δεν μπορούσε να φωνάζει δυνατά, με αποτέλεσμα ο όχλος να τον ξυλοκοπήσει άγρια, να τον ποδοπατήσει και να τον εγκαταλείψει αιμόφυρτο στο δρόμο.
Στο Βυζαντινό Πικρίδιο, γνωστό σαν Χάσκοι, το σκήνωμα της νεομάρτυρος Αγίας Αργυρής, που βρισκόταν σε αργυρή λάρνακα, σκορπίστηκε στους δρόμους και δεν απέμεινε τίποτα παρά μόνο λίγα πυρίκαυστα τεμάχια.
Στα Θεραπιά η Μητρόπολη Θεραπίων-Δέρκων παραδόθηκε στις φλόγες μαζί με την σπάνια και ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκη της. Το ιστορικό κτίριο της Μητρόπολης, στο οποίο πριν από την επανάσταση του 1821 γινόταν μυστικές συσκέψεις με προύχοντες της Πόλης και τον Παπαφλέσσα που σαν μέλος της Φιλικής Εταιρίας σταματούσε στην
Κωνσταντινούπολη καθ' οδό προς την Οδυσσό, καταστράφηκε τελείως. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιάκωβος
φυγαδεύτηκε την τελευταία στιγμή και σώθηκε χάρις στη βοήθεια που του πρόσφεραν ο Δημήτρης Κουτσόπουλος και ο μαιτρ του Τούριγκ-κλάμπ Γιάννης.
Στο Μέγα Ρέμα, βρισκόταν το σπίτι του Μητροπολίτη Ηλιούπολης Γενναδίου που ήταν ό, τι καλύτερο είχε να επιδείξει το Φανάρι: Κοινωνιολόγος, ιστορικός, θεολόγος
και πολυγραφότατος -μια πνευματική προσωπικότητα που μιλούσε 7 διαφορετικές γλώσσες και ακτινοβολούσε όχι μόνο στον Ελληνισμό της Πόλης αλλά σ' ολόκληρο το χριστιανισμό οπουδήποτε κι αν βρισκόταν. Γι' αυτήν ακριβώς την αξία του ήταν ένας προκαθορισμένος στόχος. Ο όχλος μπήκε στο σπίτι του και όταν τον εντόπισε στον επάνω όροφο, τον κακοποίησε βάναυσα και τον έριξε απ' τις σκάλες μέχρι, κουτρουβαλώντας, να βρεθεί στο ισόγειο.
Ο όχλος κατέστρεψε με μανία ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι μαζί με μια πλούσια βιβλιοθήκη που είχε δημιουργήσει ο Γεννάδιος. Στη συνέχεια τον έσυραν στο δρόμο συνεχίζοντας την κακοποίησή του ώσπου τον εγκατέλειψαν αναίσθητο. Ο Μητροπολίτης Ηλιούπολης Γεννάδιος πέθανε τρία εικοσιτετράωρα μετά τα γεγονότα.
Στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστή σαν Βαλουκλιώτισσα, οι αστυνομικοί και ο νυχτοφύλακας που υποτίθεται ότι τη φύλαγαν, καθοδήγησαν τον όχλο στην καταστροφή και στη λεηλασία του ιστορικού Μοναστηριού.
Και οι τρεις μοναχοί που βρισκόταν τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι είτε θανατώθηκαν είτε βασανίστηκαν.
Ο 90χρονος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες της φωτιάς που άναψαν για να τον κάψουν. Ο 60χρονος ηγούμενος επίσκοπος Παμφιλίου Γεράσιμος βασανίστηκε και τραυματίστηκε βαριά στο κεφάλι. Ο 35χρονος ιερέας Ευάγγελος χτυπήθηκε και βασανίστηκε.
Ο όχλος απαιτούσε τη σταύρωσή του που τελικά δεν έγινε, γιατί οι διαδηλωτές ήθελαν να απολαύσουν μια αργή και σαδιστική σταύρωση, αλλά καθυστέρησαν πολύ, τους πρόλαβε ο Στρατιωτικός Νόμος που κηρύχτηκε τα μεσάνυχτα και φοβήθηκαν τις συνέπειές του.
Οι Πατριαρχικοί Τάφοι και τα σκηνώματα των μεγάλων ευεργετών του Γένους που από το 1850 και μετά ετοποθετούντο στον αυλόγυρο της Ιεράς Μονής, καταστράφηκαν με κανιβαλική μανία. Οι Πατριαρχικοί Τάφοι ανοίχτηκαν και τα οστά των νεκρών σκορπίστηκαν στους δρόμους.
21 ελληνικά εργοστάσια καταστράφηκαν ολοκληρωτικά.
Σε όσα βρισκόταν στα παράλια του Βοσπόρου οι μηχανές και τα εργαλεία πετάχτηκαν στη θάλασσα.
110 ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες. Και τα 27 ελληνικά φαρμακεία λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Οι βιασμοί γυναικών, ανεξάρτητα απ' την ηλικία τους, υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τους 200 τη νύχτα εκείνη, ενώ παρέμεινε άγνωστος ο τελικός αριθμός των νεκρών,που ξεπέρασε τους 20, παρ' όλο που οι οδηγίες που είχαν δοθεί απαγόρευαν τις δολοφονίες.
Από τα εκατοντάδες περιστατικά βιασμών μερικά είχαν κυριολεκτικά συγκλονίσει την Ελληνική μειονότητα.
Στο Ορτάκιοϊ μια ομάδα διαδηλωτών «συνέλαβε» μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε την ατυχία να πέσει στο δρόμο τους. Αφού «διασκέδασαν» διαδοχικά πολλοί απ' αυτούς με την άτυχη γυναίκα, την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη και αναίσθητη. Όταν την επομένη την βρήκαν ζωντανή και την πήγαν στο Νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα είχε παραφρονήσει.
Στα Ταταύλα σε ένα σπίτι χριστιανών δύο ορφανά κορίτσια περίμεναν τον πατέρα τους γεμάτα αγωνία. Αντί του πατέρα τους που δούλευε στο Βόσπορο και δεν μπόρεσε να γυρίσει εγκαίρως εμφανίστηκαν οι ορδές των διαδηλωτών που αφού τα βίασαν τα εγκατέλειψαν αιμόφυρτα.
Όταν ο ατυχής πατέρας επέστρεψε στο σπίτι ένοιωσε τόσο ισχυρό σοκ ώστε αυτοκτόνησε με απαγχονισμό.
Στο Γενή Σεχίρ, ο πασίγνωστος χαμάλης που τον αποκαλούσαν «Γορίλλα» από το αποκρουστικό του πρόσωπο στο οποίο ήταν αποτυπωμένη η σύφιλη που είχε, βίασε ένα 8χρονο κοριτσάκι μέσα στους ενθαρρυντικούς αλλαλαγμούς του πλήθους. Το κοριτσάκι που επέζησε φέρει για το υπόλοιπο της ζωής του το τραύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας.
Δύο γυναίκες, η Ζηνοβία Χαριτωνίδου και η Ασημένια Παραπαντοπούλου πέθαναν σαν συνέπεια του βιασμού τους τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955. Από τους υπόλοιπους νεκρούς του Σεπτεμβριανού πογκρόμ μερικά από τα ονόματα που έγιναν γνωστά ήταν εκείνα της Όλγας Κιμιόγλου, 80 ετών, που ποδοπατήθηκε από τον όχλο στο Κεράτιο Κόλπο, του Γεωργίου Κορποβά, του Εμμανουήλ Τζανετή, του Αβραάμ Αναβά και του Νικολάου Καραμάνογλου. Θυμάμαι, σα να 'ναι τώρα, τη νύχτα αυτή της κόλασης και του τρόμου, στριμωγμένοι στην ταράτσα του σπιτιού μας να περιμένουμε με αγωνία τη σειρά μας. Πράγματι, κατά τις 11 η ώρα το τοπίο με τους καπνούς και τις φωτιές που αντίκριζαν τα μάτια μας σ' όλα τα σημεία του ορίζοντα συμπληρώθηκε με τρομακτικές κραυγές «Θάνατος στους γκιαούρηδες!» «Θάνατος στους γκιαούρηδες!».
Οι κραυγές πλησίαζαν επικίνδυνα.
Η μητέρα μου έκανε το σταυρό της. «Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει» ψιθύρισε με χείλια που έτρεμαν από την ταραχή.
Ασυναίσθητα όλοι μας αρχίσαμε να κάνουμε το σταυρό μας και να ψιθυρίζουμε τα ίδια λόγια. Ο όχλος πλησίαζε.
Το σπίτι μας ήταν σε ένα κατηφορικό δρόμο που λεγόταν «Ενλί γιοκούς». Στην κορυφή του κατηφορικού δρόμου και στη γωνία με το μεγάλο δρόμο «Καλιουτζού Κουλούκ» βρισκόταν, στο ισόγειο και υπόγειο, η μεγάλη αποθήκη «ΚΡΥΣΤΑΛ» με είδη χρήσιμα για το σπίτι. Η αποθήκη αυτή ανήκε σε Έλληνα. Δέχθηκε τη μανιασμένη επίθεση του όχλου που έκανε την αποθήκη γης μαδιάμ. Ορισμένα είδη από την αποθήκη που πετάχτηκαν στο δρόμο κατρακυλούσαν και έφθαναν μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας.
Ο θόρυβος των ειδών που καταστρεφόταν μαζί με τις κραυγές του πλήθους δημιουργούσαν εικόνα και ατμόσφαιρα εφιαλτική. Οι καταστροφές συνοδευόταν με τις κραυγές «Σήμερα το βιός σας, αύριο το κεφάλι σας!» Όταν συμπληρώθηκε η καταστροφή και η λεηλασία του ΚΡΥΣΤΑΛ, ο όχλος μετακινήθηκε προς το σπίτι μας.
Ο επικεφαλής των διαδηλωτών που κρατούσε τους καταλόγους για την περιοχή ευθύνης του σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας.
— Στο σπίτι αυτό μένουνε γκιαούρηδες! Μένουνε άπιστοι που βασανίζουνε τ' αδέλφια μας στην Κύπρο και βάζουνε μπόμπες στο πατρικό σπίτι του Πατέρα όλων μας, του Κεμάλ Ατατούρκ!
Η φωνή αυτή θα με συνοδεύει σ' όλη μου τη ζωή μέχρι την τελευταία μου πνοή. Το μίσος και το πάθος της ήταν μια βαθιά μαχαιριά στις ευαίσθητες ψυχές μας.
Αλαλάζοντας ο όχλος άρχισε να πετάει τις πρώτες πέτρες στην πόρτα. Όλοι είχαμε κυριολεκτικά παγώσει σαν στήλη άλατος από τον τρόμο μας. Η ανάσα μας δεν ακουγόταν ούτε σ' εμάς τους ίδιους.
— Σταματήστε! ακούστηκε ξαφνικά μια γνώριμη φωνή απ' το απέναντι κτίριο.
Στην πόρτα της απέναντι ταράτσας είχε κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα του περιβόητου Παπά- Εφτίμ που έμενε απέναντί μας.
Ο Παπά-Εφτίμ ήταν ένα πρόσωπο σκοτεινό και μισητό στους Έλληνες, γιατί θεωρείτο άνθρωπος των Τούρκων.
Είχε οργανώσει την λεγόμενη «Τουρκική Ορθόδοξη εκκλησία».
Η Ελληνορθόδοξη εκκλησία τον είχε αποκηρύξει και όλοι οι Έλληνες τον θεωρούσαμε προδότη αποφεύγοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, ακόμα και την καλημέρα μαζί του. Η γυναίκα του, που πρέπει να ξεπερνούσε τα 130 κιλά, εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή στην ταράτσα του σπιτιού τους που βρισκόταν ακριβώς απέναντί μας.
Ο όχλος που ήξερε καλά τι και ποιός ήταν ο Παπά-Εφτίμ μούδιασε. Η γυναίκα του ψευτο-παπά μίλησε με σταθερό τόνο στη φωνή της.
— Σας παρακαλώ να φύγετε απ' εδώ, γιατί στο σπίτι αυτό έμεναν παλαιότερα γκιαούρηδες, αλλά τώρα μένουν φιλήσυχοι άνθρωποι που αγαπούν, όπως εσείς κι εγώ, την Τουρκία.
Η αγωνία μας είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της. Δεν είχαμε κουράγιο να κάνουμε ούτε την παραμικρή κίνηση όχι με το σώμα αλλά ούτε καν με τα μάτια.
— Είσαι βέβαιη αμπλά (αδελφή); ακούστηκε η δύσπιστη φωνή του επικεφαλής της ομάδας των διαδηλωτών.
— Είμαι βέβαιη πως ξέρετε ποιά είμαι ακούστηκε η φωνή της χοντρής γυναίκας του ψευτοπαπά.
— Και βέβαια ξέρουμε ποιά είσαι, απάντησε ο επικεφαλής.
— Ε, τότε θά 'πρεπε να ξέρετε πως ενοχλούμαι φοβερά, όταν αμφισβητούν αυτά που λέω. Φύγετε λοιπόν από δω και αρκεστείτε σ' αυτά που σας είπα.
Μετά από ένα μικρό δισταγμό, που μας φάνηκε ολόκληρος αιώνας, ο επικεφαλής φώναξε:
— Πάμε! Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας! Ο όχλος ακολούθησε. Απομακρύνθηκαν από το σπίτι μας φωνάζοντας πάντα «Θάνατος στους γκιαούρηδες!», «Θάνατος στους γκιαούρηδες!»
Μείναμε στις θέσεις μας σαν στήλες άλατος μέχρι κι ο τελευταίος απ' τον όχλο να στρίψει τη γωνιά του κάτω δρόμου.
Τα σπίτια των Ελλήνων που ζούσαν στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης υπέστησαν τις μεγαλύτερες ζημιές τη νύχτα εκείνη σε σχέση με τις ζημιές που έγιναν στα σπίτια των Ελλήνων που βρισκόταν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Δυο συνοικίες που η μανία των Τούρκων ξέσπασε με ιδιαίτερη σφοδρότητα ήταν το Χρυσοκέραμο (Τσεγκέλκοϊ)στις ακτές του Βοσπόρου και το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ).
Στο Χρυσοκέραμο ζούσε ο Απόστολος Νικολαΐδης με την οικογένειά του -την γυναίκα του Ευτέρπη και τα δυο του παιδιά: Τη Δόμνα και το Μίλτο. Οικογενειακοί γνωστοί που η περιπέτειά τους μας είχε συγκλονίσει όλους. Νωρίς το απόγευμα, όταν είχε κυκλοφορήσει πια η είδηση ότι γινόταν ανθελληνικό συλλαλητήριο στην πλατεία Τακσίμ, ο Απόστολος Νικολαϊδης έφυγε απ' το μαγαζί του στο Καράκοϊ, και παίρνοντας το πλοίο της γραμμής έσπευσε στο σπίτι του στο Γενή Μαχαλά (Νέα γειτονιά) του Χρυσοκέραμου.
Ήταν ένα διώροφο σπίτι που ανήκε στους Στέφανο και Ταρσή Σαραντίδη. Αφού έκλεισαν καλά τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού μαζεύτηκαν η μεν οικογένεια Νικολαϊδη στη μικρή κουζίνα που ήταν στο βάθος του δευτέρου ορόφου του σπιτιού, οι δε ιδιοκτήτες του σπιτιού στο δώμα που υπήρχε πάνω απ' το δεύτερο όροφο. Απέναντι απ' το σπίτι υπήρχε μια κολώνα που φώτιζε το δρόμο κι ένα άδειο οικόπεδο στο οποίο, μόλις την προηγουμένη, ο Απόστολος Νικολαΐδης είχε φέρει ένα μικρό φορτίο κάρβουνα που θα έμπαιναν στην αποθήκη του σπιτιού για το χειμώνα. Στη συνέχεια έσβησαν όλα τα φώτα του σπιτιού και ολόκληρη η οικογένεια Νικολαΐδη συγκεντρώθηκε γύρω απ' το ραδιόφωνο ακούγοντας νέα για τις εξελίξεις. Ξαφνικά θυμήθηκαν πως διατηρούσαν στο σπίτι μια μικρή Ελληνική σημαία την οποία αποφάσισαν, για προληπτικούς λόγους, να εξαφανίσουν.
Έτσι με την βοήθεια οινοπνεύματος έκαψαν τη μικρή Ελληνική σημαία. Όσο περνούσε η ώρα η αγωνία και η ανησυχία τους μεγάλωνε. Το τουρκικό ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει ειδήσεις για τα έκτροπα που γίνονταν. Ολόκληρη η οικογένεια πάγωσε όταν άρχισε να ακούει καθαρά το θόρυβο από σπίτια που καταστρέφονταν στην κάτω γειτονιά τους και τις κραυγές του όχλου.
Το νοικοκυριό κάθε ελληνικού σπιτιού βρισκόταν σιγά σιγά σκορπισμένο στους δρόμους και στα πεζοδρόμια μέσα σε ένα εφιαλτικό θόρυβο που δημιουργούσε ο όχλος και τα είδη που καταστρέφονταν.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας του χωριού είχαν ισοπεδωθεί τα πάντα, οι δε πίνακες του Ελληνικού σχολείου, γραμμένοι με κιμωλία με το τελευταίο μάθημα της μέρας, βρίσκονταν ήδη πεταγμένοι στους δρόμους.
Ο κλοιός έσφιγγε όλο και περισσότερο γύρω απ' το Γενί Μαχαλά που βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας Νικολαΐδη, όταν ξαφνικά ο Απόστολος Νικολαΐδης πετάχτηκε με λαχτάρα επάνω ακούγοντας απ' το ραδιόφωνο πως κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Ήταν 12 τα μεσάνυχτα.
— Ελπίζω πως τη γλυτώσαμε! είπε στην οικογένειά του. Αφού κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος θα πρέπει να σταματήσουν! Γλίστρησε έξω απ' τη μικρή κουζίνα και κοίταξε από τη χαραμάδα του παράθυρου, στο δρόμο. Τέντωσε τ' αυτί του να δει πότε θα μειωνόταν η ένταση του θορύβου απ' τις καταστροφές και απ' τις φωνές του όχλου. Τότε άκουσε το θόρυβο ενός τζιπ που πλησίαζε και είδε απ' τη χαραμάδα του παράθυρου, ένα αστυνομικό τζιπ να σταματάει έξω απ' το σπίτι και να σβήνει τη μηχανή του. Η ελπίδα πως έφτασε η αστυνομία να τους προστατέψει φτερούγισε μέσα του. Ταυτόχρονα όμως η διαίσθησή του αντιδρούσε αρνητικά.
Περίμενε ακίνητος, όπως ακίνητο έμεινε τόσο το αστυνομικό τζιπ όσο και οι επιβάτες του. Πέρασαν πέντε λεπτά χωρίς να κινηθεί κανείς. Οι θορυβώδεις καταστροφές συνεχιζόταν με την ίδια ένταση χωρίς καμιά ένδειξη μείωσης ή, πολύ περισσότερο, σταματήματος.
Ξαφνικά, το αστυνομικό τζιπ ξανάβαλε μπρος και εξαφανίστηκε το ίδιο περίεργα όπως έφθασε.
Σε λίγη ώρα οι κραυγές του όχλου έγιναν εντονότερες, οι θόρυβοι πολύ πιο κοντινοί. Ο Απόστολος Νικολαΐδης γύρισε πίσω στη μικρή κουζίνα.
— Φαίνεται πως καταστρέφουν το μπακάλικο του Γιοβάνη και το σπίτι του Γιάννη Βλαστού. Και τα δυο ήταν πολύ κοντά τους.
Η πρώτη πέτρα έπεσε με εκκωφαντικό θόρυβο παρασύροντας κομμάτια τζαμιού στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο φονικός όχλος, με τρομαχτικούς αλαλαγμούς, άρχισε να πετάει τα κάρβουνα που ήταν στο απέναντι οικόπεδο, στα παράθυρα και στις πόρτες του σπιτιού.
Παραλυμένη απ' τον τρόμο η οικογένεια του Απόστολου Νικολαΐδη παρακολουθούσε να πλημμυρίζει το σπίτι τους από κάρβουνα που έμπαιναν από τα σπασμένα παράθυρα. Η μισή ποσότητα από τα κάρβουνα που είχαν μεταφερθεί την προηγούμενη, βρισκόταν τώρα μέσα στο σπίτι τους.
Μία σπίθα φωτιάς θα 'ταν αρκετή να τους κάψει σαν λαμπάδες. Ξαφνικά το κύμα του όχλου άρχισε να απομακρύνεται απ' το σπίτι φωνάζοντας «Σήμερα το βιός σας! Αύριο το κεφάλι σας!», «Σήμερα το βιός σας! Αύριο το κεφάλι σας!».
Πέρασε μισή ώρα μιας επικίνδυνης ηρεμίας. Όλοι είχαν την αίσθηση ότι καθόνταν πάνω σε μια βόμβα το φυτίλι της οποίας είχε, στην άκρη του, ανάψει φωτιά.
Τότε ακριβώς ακούστηκε, έξω απ' το σπίτι, μια φωνή να καλεί με χαμηλό, συνωμοτικό τόνο τον Απόστολο Νικολαΐδη.
Αμέσως ανεγνώρισαν στη φωνή εκείνη τον Τουρκοπόντιο γείτονά τους.
— Απόστολος-εφέντη! Απόστολος-εφέντη! Κατεβείτε κάτω και ελάτε να σας κρύψουμε στο σπίτι μας! Εκεί θα έχετε μεγαλύτερη ασφάλεια! Αν μείνετε μέσα κινδυνεύετε! Θα ξανάρθουν πάλι!
Ολόκληρη η οικογένεια κοιτάχτηκε με την αγωνία και την απόγνωση έκδηλη στα πρόσωπά της. Η γυναίκα του Τουρκο-πόντιου ήταν κρυφή Χριστιανή. Πήγαινε κάθε Κυριακή, πρωί-πρωί, στην Εκκλησία, άναβε ένα κερί και έφευγε χωρίς να βγάζει ποτέ ούτε λέξη απ' το στόμα της. Έπρεπε να είχε ζητήσει απ' τον άντρα της να προστατέψει Χριστιανικές οικογένειες. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε κανείς νάχει εμπιστοσύνη σε κανένα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο Απόστολος Νικολαΐδης έφερε το δάκτυλο στο στόμα του, κάνοντας νόημα να μη μιλήσει κανείς. Ο Τουρκοπόντιος επανέλαβε την πρότασή του δύο ακόμα φορές και μετά εξαφανίστηκε.
Οι θόρυβοι από τις επιδρομές των Τούρκων στα Ελληνικά σπίτια, συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Πέρασε μισή ώρα περίπου μέσα σε μια ανήσυχη ηρεμία όταν ένα νέο κύμα από Τούρκους, που κάτω από την ψυχολογία του όχλου είχαν μετατραπεί σε ανθρωπόμορφα κτήνη, άρχισε να πλησιάζει.
Ο Απόστολος Νικολαΐδης, καρφωμένος στη χαραμάδα του παραθύρου είδε τον όχλο να πλησιάζει πάλι. Η ελπίδα φτερούγισε μέσα του για δεύτερη φορά τη νύχτα εκείνη όταν βεβαιώθηκε πως επικεφαλής του όχλου ήταν ο Biletci Kemal. Επρόκειτο για τον άνθρωπο που έκοβε τα εισιτήρια στο πλοίο που εκτελούσε τα δρομολόγια μεταξύ του Τσενγέλκοϊ και του Καράκοϊ. Και ταυτόχρονα για τον άνθρωπο που όφειλε τη ζωή του στον Απόστολο Νικολαΐδη. Είχε μια σοβαρή πάθηση στο κεφάλι και σώθηκε χάρις στον πάγο που του έδινε συνεχώς ο Απόστολος Νικολαΐδης -ο μόνος που είχε τότε ψυγείο σ' ολόκληρη την περιοχή.
Βλέποντας πως επικεφαλής του όχλου ήταν ένας άνθρωπος που του είχε τόσο μεγάλη υποχρέωση ο Απόστολος Νικολαΐδης σκέφτηκε να κάνει ό,τι έκανε ένας παπάς της εκκλησίας του Beykoz πριν λίγες μέρες: Βγήκε στην είσοδο της εκκλησίας, κρατώντας μια Τουρκική σημαία, και σε άπταιστα Τουρκικά, έπεισε τους συγκεντρωμένους που ήθελαν να καταστρέψουν την εκκλησία ότι δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν με τους Ρωμιούς. Χωρίς να χάσει καιρό, κατέβηκε στο ισόγειο, άρπαξε μια τούρκικη σημαία που ήταν πάντα διαθέσιμη για ώρα ανάγκης και ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού βρέθηκε μπροστά στον όχλο.
Μέσα στο σπίτι όλοι κράτησαν την αναπνοή τους. Μια αμήχανη σιωπή βούβανε τους εξαγριωμένους διαδηλωτές. Περπατώντας πάνω σε κάρβουνα, πέτρες και σπασμένα τζάμια που του έκοβαν τα λεπτά παπούτσια τραυματίζοντας τα πόδια του και κρατώντας, πάντα, την Τουρκική σημαία, ο Απόστολος Νικολαΐδης βρήκε το κουράγιο να απευθυνθεί στους συγκεντρωμένους:
— Εγώ, ο Απόστολος Νικολαΐδης, γεννήθηκα όπως κι εσείς όλοι σε τούτο τον τόπο. Οι γονείς μου, όπως και οι δικοί σας γονείς, γεννήθηκαν επίσης εδώ. Οι παππούδες μου επίσης. Έχω, όπως όλοι εσείς, την Τούρκικη υπηκοότητα. Υπηρέτησα, όπως και όλοι εσείς, στον Τουρκικό στρατό. Και μάλιστα όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές! Ο Απόστολος Νικολαΐδης σταμάτησε για μια στιγμή λαχανιασμένος. Απόλυτη σιωπή είχε βασιλέψει ξαφνικά σαν ένα αόρατο χέρι να είχε ακινητοποιήσει το εξαγριωμένο, πριν από λίγο, πλήθος. Η φωνή του ξανακούστηκε, καθαρή, τρανταχτή, σε άπταιστα τουρκικά:
— Δεν έχω καμιά σχέση με την Κύπρο, δεν έχω καμιά σχέση με όσα συμβαίνουν εκεί ή αλλού. Εγώ ζω εδώ όπως κι εσείς. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα που να δικαιολογεί την καταστροφή του σπιτιού μας. Άλλωστε πιστεύω κι εγώ, όπως κι εσείς, στο Θεό. Και στις θρησκείες μας η αδικία είναι μεγάλο έγκλημα! Για όλα αυτά σας ζητώ να φύγετε ήσυχα, χωρίς να προκαλέσετε άλλες ζημιές και να μην ξεχνάτε πως είμαι εγώ κι η οικογένειά μου, όπως και σεις, ένα κομμάτι αυτού του τόπου! Η νεκρική σιγή που ακολούθησε κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Μια φωνή, γεμάτη φανατισμό και μίσος, έκοψε τη σιωπή σαν κοφτερό μαχαίρι:
— Τι γυρεύει η Τούρκικη σημαία στα χέρια αυτού του γκιαούρη;
Μερικοί διαδηλωτές που ήταν κοντύτερα στον Απόστολο Νικολαΐδη, λες και περίμεναν την πιο μικρή αφορμή, όρμησαν πάνω του. Ένας απ' αυτούς κρατώντας ένα ρόπαλο τον πλησίασε από πίσω και του κατάφερε, με όλη του τη δύναμη, ένα κτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τη στιγμή που ο Απόστολος Νικολαΐδης σωριαζόταν αναίσθητος κάτω, μια άγρια φωνή, λες κι έβγαινε μέσα απ' τα σωθικά ενός πληγωμένου αγριμιού, κάλυψε όλες τις κραυγές του πλήθους:
— Kemal abi! Babami φldόrόyorsunuz! (Θείε-Κεμάλ! Σκοτώνετε τον πατέρα μου!)
Η άγρια φωνή, που ανήκε στον 15χρονο Μίλτο Νικολαΐδη, ήταν σα να διοχέτευσε ένα ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης σ' ολόκληρο το πλήθος. Όλοι ακινητοποιήθηκαν.
Έδιναν την εικόνα ενός μικρού παιδιού που οι γονείς του το συνέλαβαν τη στιγμή που έκανε μια σοβαρή αταξία.
Ο επικεφαλής κοίταξε γύρω του γεμάτος αμηχανία.
— Πάμε να φύγουμε από δω! πρόσταξε, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία.
Ο όχλος μετά από ένα μικρό δισταγμό άρχισε να φεύγει αργά-αργά. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο, ξανάρχισε να φωνάζει συνθήματα και να ανανεώνει το φανατισμό του για τους επόμενους Ελληνικούς στόχους.
Η Ευτέρπη Νικολαΐδου και τα δυο παιδιά της έτρεξαν στον πληγωμένο και σέρνοντάς τον, τον μετέφεραν μέσα στο γεμάτο από κάρβουνα σπίτι. Έκλεισαν και πάλι τις πόρτες, όσο καλύτερα γινόταν, και μαζεύτηκαν γύρω από τον τραυματία. Απ' το κεφάλι του και απ' τα πόδια του, που είχ αν κοπεί απ' τα σπασμένα τζάμια, έτρεχε αίμα. Τα λεπτά κυλούσαν αργά, βασανιστικά. Ο κίνδυνος νέας επίθεσης ήταν μεγάλος. Η Ευτέρπη Νικολαΐδου περιποιήθηκε τον άντρα της σαν πραγματική νοσοκόμα. Όταν, μετά από πολύ ώρα, ο Απόστολος Νικολαΐδης συνήλθε λίγο, ζήτησε να συγκεντρωθούν λίγα, πολύ απαραίτητα, ρούχα ώστε μόλις ξημέρωνε να φύγουν για το Ταρλαμπασί. Στο κέντρο της πόλης, στα σπίτια που έμενε πολύς κόσμος, υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Και υπήρχαν πολλοί γνωστοί και συγγενείς που ευχαρίστως θα τους φιλοξενούσαν.
Μέχρι να χαράξει η επόμενη μέρα που τερμάτισε τη νύχτα εκείνη του Αγίου Βαρθολομαίου, η οικογένεια του Απόστολου Νικολαΐδη βρισκόταν σε μια διαρκή υπερένταση με τεντωμένα τ' αυτιά και όλες τις αισθήσεις. Μόλις, επιτέλους, ξημέρωσε άρχισαν να ετοιμάζονται:
— Δεν πρέπει να κουβαλήσουμε βαλίτσες! είπε ο Απόστολος. Θα δώσουμε στόχο και θα νομίσουν πως τις γεμίσαμε λεηλατώντας σπίτια. Όλοι θα φορέσουμε από 4 εσώρουχα και στο χέρι θα κρατάμε όσο πιο λίγα πράγματα μπορούμε. Θα φύγουμε με ένα από τα πρώτα δρομολόγια των πλοίων για το Καράκοϊ και μετά, με τα πόδια, θ' ανεβούμε στο Πέρα.
Στα παράθυρα του σπιτιού άρχισαν να καρφώνουν ξύλα, μέχρι που τα κάλυψαν όλα. Μετά αποφάσισαν να φύγουν όχι όλοι μαζί, αλλά δύο-δύο. Ο Απόστολος με την κόρη του και η Ευτέρπη με το γιο της. Στο δρόμο μέχρι την αποβάθρα ο τρόμος ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Οι Τούρκοι, που ήταν πανευτυχείς απ' τις καταστροφές που προξένησαν στους γκιαούρηδες, το γλεντούσαν.
«Dόn S 'Eeker Bayrami, bugόn Kurban Bayrami» («χθες είχαμε τη γιορτή του γλυκού, σήμερα έχουμε τη γιορτή της θυσίας») έλεγαν στους έντρομους ρωμιούς μόλις τους έβλεπαν να φεύγουν. Με τον τρόπο αυτό ήταν σαν να τους έλεγαν «χθες λεηλατήσαμε την περιουσία σας σήμερα θα πάρουμε τα κεφάλια σας». Ήθελαν να σιγουρέψουν ότι κανείς δεν θα τολμούσε να ξαναγυρίσει στο Τσενγέλκοϊ κάτω από τέτοια ατμόσφαιρα απειλών και τρομοκρατίας. Όπως ακριβώς έγινε και με την οικογένεια Νικολαΐδη.
Μετά τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 δεν ξανάμεινε πια στο σπίτι της. Μετακόμισε άρον άρον στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης μέχρι να εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει την Τουρκία μερικά χρόνια αργότερα.
Λίγους μήνες μετά τη νύχτα εκείνη ο Απόστολος Νικολαΐδης έπαθε ξαφνικά αμνησία. Το χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του δημιούργησε ένα τεράστιο πρόβλημα από το οποίο δεν μπόρεσε να συνέλθει ποτέ παρά τις δύο μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις που έκανε στο κεφάλι του.
Υπήρχαν περίοδοι που δεν θυμόταν ποιον είδε ή τι είπε, ακριβώς πριν από λίγα δευτερόλεπτα. Επί χρόνια ολόκληρα αποτελούσε τη ζωντανή ανάμνηση της νύχτας εκείνης του Σεπτέμβρη του 1955.
Στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) ζούσαν πολλοί Χριστιανοί.
Μεταξύ τους και οι οικογένειες Βαφειά και Σούκα.
Έμεναν σ' ένα τριώροφο ξύλινο σπίτι ακριβώς μπροστά στα τείχη του Επταπυργίου. Το σπίτι ήταν στη μέση μιας σειράς πολλών σπιτιών που έκαναν ένα ημικύκλιο, με άξονα το Δυτικό τείχος του Επταπυργίου. Μπροστά στα σπίτια, ένας τεράστιος κήπος με πολλά δένδρα. Ένας ονειρεμένος τόπος για παιχνίδια και ξεγνοιασιά. Τι χαρές έκανα
όταν μάθαινα πως θα πηγαίναμε επίσκεψη εκεί! Στο τέλος του ημικύκλιου, το Αστυνομικό Τμήμα του Επταπυργίου.
Στα περισσότερα ομοιόμορφα ξύλινα σπίτια που επικοινωνούσαν με τον κοινό, περικυκλωμένο τεράστιο κήπο, έμεναν Χριστιανοί.
Στην άκρη του κήπου, γαντζωμένο κυριολεκτικά στο τείχος του Επταπυργίου, λειτουργούσε ένα εργοστάσιο που έκανε κουτάλια. Ιδιοκτήτες τους, εξισλαμισθέντες Αρμένιοι, που είχαν Τουρκικά ονόματα, αλλά βαθειά υλαγμένη μέσα τους, την Χριστιανική πίστη. Τα Χριστιανικά τους αισθήματα δεν εκδηλωνόταν φανερά ποτέ, αλλά ήταν έκδηλα στη συμπεριφορά τους απέναντι στους Ρωμιούς γείτονές τους.
Στο ξύλινο τριώροφο σπίτι έμεναν ο Θανάσης Βαφειάς με τη γυναίκα του Ειρήνη, δύο από τους γιούς του, ο Σιδερής κι ο Γιάννης καθώς επίσης κι η νιόπαντρη κόρη τους Όλγα, με τον άντρα της Νίκο Σούκα. Μόλις πριν ένα χρόνο είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί, τον Γιάννη. Απ' τα γεννοφάσκια του, ασυνήθιστα ανήσυχος κι ατίθασος.
Ο Νίκος είχε εγκαταστήσει στο ισόγειο ραπτομηχανές και εργαζόταν μέσ' το σπίτι, ράβοντας ρούχα. Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 τέλειωνε μια παρτίδα από 100 πουκάμισα που έπρεπε να παραδώσει. Τότε άρχισαν να φθάνουν τα νέα για το συλλαλητήριο που γινόταν στην Πλατεία Ταξίμ. Μόλις την προηγούμενη, είχε παρατηρήσει κάτι άσπρους κύκλους με κιμωλία σε Χριστιανικά σπίτια κι αναρωτιόταν τι να σήμαιναν. Τόσο ο Νίκος όσο και κανένας άλλος μέσα στο σπίτι δεν μπορούσε να δώσει μια εξήγηση για τα σημάδια αυτά.
Όλοι τους όμως διαισθανόταν μια βαριά, εχθρική ατμόσφαιρα διάχυτη παντού.
Με την αυξημένη διαίσθηση που είχαν απ' τους μόνιμους κινδύνους που αντιμετώπιζαν καθημερινά, ένοιωθαν ένα μούδιασμα, μια αόρατη πίεση που ολοένα μεγάλωνε.
Κατά τις 8 το βράδυ, απ' την μπροστινή πλευρά του σπιτιού που ήταν στον κεντρικό δρόμο του Επταπυργίου, ακούστηκαν δυνατοί θόρυβοι και οι φωνές εξαγριωμένων διαδηλωτών: «Θάνατος στους γκιαούρηδες!», «Ανάθεμα στους άπιστους!», «Σήμερα το βιος σας, αύριο το κεφάλι σας!», ήταν τα συνθήματα που εναλλάσσονταν μ' ένα πρωτόγνωρο πάθος.
Πανικόβλητη, ολόκληρη η οικογένεια μαζεύτηκε στο δεύτερο όροφο του σπιτιού. Παρακολουθούσε απ' το παράθυρο τον όχλο να πηγαινοέρχεται στον κεντρικό δρόμο. Όσο περνούσε η ώρα ο όχλος που μαζευόταν ολοένα μεγάλωνε.
Ξαφνικά μια πέτρα εκσφενδονίστηκε στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου. Η πέτρα βρήκε το στόχο της, έσπασε το παράθυρο και παρασύροντας σπασμένα γυαλιά προσγειώθηκε στο εσωτερικό του δωματίου, δίπλα στο κρεβάτι που βρισκόταν το μωρό. Κραυγές τρόμου ακούστηκαν μέσ' το δωμάτιο. Ο Νίκος Σούκας πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε στη γωνιά του δωματίου. Άρπαξε το μωρό στην αγκαλιά του και με μοναδική ψυχραιμία, μίλησε σιγανά:
— Πάω με το παιδί να κρυφτώ στον κήπο! Εσείς να τρυπώσετε στην παράγκα πλάι στο εργοστάσιο των κουταλιών. Πρέπει να βγούμε από πίσω σιγά-σιγά, χωρίς θόρυβο! Εμπρός πάμε!
Με το αίμα παγωμένο στις φλέβες, την ανάσα κομμένη απ' τον τρόμο, άρχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο. Εκεί υπήρχε η πόρτα του κήπου απ' την οποία μπορούσαν να εγκαταλείψουν το σπίτι. Τελευταίος έμεινε ο Θανάσης Βαφειάς, που είχε προβλήματα με την καρδιά του. Με τη βοήθεια των γιών του, σταματώντας κάθε λίγα λεπτά για μια ανάσα, κατέβηκε αργά-αργά τις σκάλες. Έξω, απ' τη μπροστινή πλευρά του σπιτιού, οι κραυγές του πλήθους γινόταν εντονότερες. Οι πέτρες άρχισαν να πέφτουν στην πόρτα και στα παράθυρα με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα.
Πρώτος βγήκε στο σκοτεινό κήπο ο Νίκος Σούκας. Κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του τον μικρό γιό του, προχώρησε μεσ' στο σκοτάδι σε γνώριμα μονοπάτια. Κούρνιασε κάτω από ένα δένδρο πούδινε τα πιο νόστιμα σύκα του τεράστιου κήπου.
Από πίσω του βγήκαν η Όλγα, βαστώντας τη μάνα της κι ακολούθησαν τ' αδέλφια της κρατώντας το Θανάση Βαφειά. Ο Θανάσης Βαφειάς απ' την ταραχή και την σύγχυσή του, άρχισε ν' αναπνέει με δυσκολία. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη ακούστηκαν δυνατά κι έντονα τα χτυπήματα στη μπροστινή πόρτα του σπιτιού. Οι οργανωμένοι διαδηλωτές προσπαθούσαν να την σπάσουν με λοστούς και σίδερα, ανάμεσα σε αλαλαγμούς και κραυγές. Η Όλγα Βαφειά-Σούκα γύρισε το βλέμμα της πίσω με τον τρόμο και την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Περίμενε να πλησιάσουν τ' αδέρφια της με τον πατέρα της που περπατούσε πλέον με φανερή δυσκολία.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος έκανε όλους ν' ανατριχιάσουν.
Η μπροστινή πόρτα του σπιτιού είχε υποχωρήσει κάτω απ' τα συνεχή χτυπήματα του μανιασμένου όχλου και οι κραυγές ακουγόταν τώρα καθαρές και πολύ κοντινές. Και τα πέντε μέλη της οικογένειας ήταν τώρα έξω απ' το σπίτι, στον κήπο, παραλυμένα απ' το φόβο. Το πυκνό σκοτάδι του κήπου κάλυπτε τα αργά βήματα που τους απομάκρυναν απ' το σπίτι τους. Οι θόρυβοι κι οι κραυγές όσων εισέβαλαν μέσα στο σπίτι ήταν ανατριχιαστικοί. Στο χώρο που επικοινωνούσε με την πόρτα του κήπου υπήρχε ένα έπιπλο με γυαλικά, είδη κουζίνας κι ένα ραδιόφωνο. Οι διαδηλωτές έπεσαν πάνω του σπάζοντας και ρημάζοντας πιάτα, ποτήρια, κατσαρόλες -ό,τι βρισκόταν μπροστά τους.
Ένας από τους επιδρομείς άνοιξε την πόρτα του κήπου πετώντας έξω το σπασμένο ραδιόφωνο και μερικά πιάτα τη στιγμή ακριβώς που οι ένοικοι του σπιτιού έφθαναν στην παράγκα, στο βάθος του κήπου, πλάι στο εργοστάσιο κουταλιών. Μπήκαν μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν, προσπαθώντας ν' αποφύγουν τις παγίδες που έστηναν μέσ' το σκοτάδι τα διάφορα αντικείμενα που βρισκόταν σπαρμένα εδώ κι εκεί.
Πιο κάτω, ο Νίκος Σούκας, κουλουριασμένος κάτω απ' ένα δέντρο, κρατούσε στην αγκαλιά του το γιό του. Προσευχόταν μην ανοίξει το στόμα του και βγάλει καμιά απ' τις συνηθισμένες του φωνές που ξεσήκωναν τον κόσμο.
Όλοι τους παρακολουθούσαν πλέον, απ' τα δύο διαφορετικά μέρη του κήπου, την καταστροφή του σπιτιού τους, με μάτια γουρλωμένα απ' τον τρόμο. Μέσ' την παράγκα, η Όλγα Βαφειά-Σούκα δεν κρατήθηκε. Ένα δυνατό αναφιλητό άρχισε να την τραντάζει. Τα λόγια της, αλλοιωμένα απ' την ταραχή, ξεχώριζαν δύσκολα:
— Θεέ μου πώς θα σωθούμε; Θα μας σφάξουν όλους! Ας πέθαινα μια και καλή, χωρίς να με βασανίσουν, χωρίς να ζήσω να δω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου! Θεέ μου βοήθησέ μας! Βοήθησε το παιδί μου! Τι φταίει το αθώο μου πλασματάκι που δεν πρόλαβε ακόμα να δει το φως του ήλιου!
Είχε κρύψει το πρόσωπό της μέσ' τις χούφτες της για να μειώσει το θόρυβο που έκανε το κλάμα της. Η μάνα της, πούταν δίπλα της, την τράβηξε στην αγκαλιά της. Τα λόγια της λίγα, λες και φοβόταν μην κοπούν απότομα απ' την φωνή που 'τρεμε:
— Σώπα κόρη μου και κάνε κουράγιο! Δεν θα χαθούμε! Οι υπόλοιποι ήταν άφωνοι κι ακίνητοι. Οι θόρυβοι απ' τα πράγματα που καταστρεφόταν τρυπούσαν τ' αφτιά τους, σαν κοφτερά μαχαίρια. Κάπου-κάπου ακουγόταν κραυγές θριάμβου απ' το πλήθος, μόλις έβρισκαν κάτι καλό για λεηλασία. Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Γιάννη Βαφειά, σταθερή, καθαρή και σιγανή μεσ' το σκοτάδι, σα ναρχόταν απ' το υπερπέραν:
— Σε λίγο, θα πρέπει να ξαναβγούμε και να περπατήσουμε απ' την άκρη του κήπου, μέχρι το καρακόλι (Αστυνομικό Τμήμα). Εάν φθάσουμε εκεί, δε θα τολμήσουν να μας αφήσουν απ' έξω. Ο Διοικητής τους έχει πλουτίσει απ' τα μπαχτσίσια των Ρωμιών. Εδώ σε τούτη τη γωνιά της παράγκας υπάρχει ένας κουβάς. Πλάι σ' αυτό τον κουβά αφήνω το πορτοφόλι μου με τις οικονομίες μου. Μέσα έχει 5.000 λίρες. Όποιος από μας επιβιώσει να το ξέρει, νάρθει να τα πάρει!
Η συγκίνηση όλων ήταν τέτοια που κανείς δεν άρθρωσε λέξη. Ακόμα κι η Όλγα σταμάτησε το κλάμα. Όλοι τους κοίταζαν τώρα προς τα έξω.
Οι διαδηλωτές βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Πετούσαν απ' τα παράθυρα καρέκλες, κάδρα, τραπεζομάντιλα, διακοσμητικά, τασάκια κι ότι άλλο έβρισκαν στον όροφο που κατέστρεφαν.
Ο ουρανός ήταν κατακόκκινος και οι καπνοί μαζί με μια έντονη μυρωδιά καμένου, έπνιγαν την ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στο πανδαιμόνιο με το θόρυβο και τις κραυγές που ακουγόταν, ξεχώρισε ο θόρυβος μιας καμπάνας.
— Καίνε την εκκλησία! ψιθύρισε η Ειρήνη Βαφειά με τρόμο. Καίνε τον Άγιο Κωνσταντίνο! Θεέ μου τι μεγάλο κακό!
Σε λίγο μίλησε ο Θανάσης Βαφειάς:
— Πρέπει να φύγουμε! Πρέπει να προσπαθήσουμε να φθάσουμε στο καρακόλι! Όλοι μαζί, χωρίς να χωρίσουμε. Ότι μας συμβεί, πρέπει νάναι για όλους!
Ξαφνικά, ο Σιδερής Βαφειάς, φώναξε μάλλον, παρά μίλησε:
— Τα χρυσαφικά! Δεν πήραμε τα χρυσαφικά!
— Σώπα, μη φωνάζεις! ψιθύρισε ο πατέρας του. Εδώ κινδυνεύει η ζωή μας, τα χρυσαφικά θα σκεφτούμε;
— Θα πάω να τα πάρω! Εσείς θα ξεκινήσετε για το καρακόλι και θάρθω να σας βρω εκεί. Θα πάω στο σπίτι, θα κάνω πως είμαι διαδηλωτής και θα φθάσω στον τρίτο όροφο που είναι το μπαούλο, πριν απ' αυτούς! Η Ειρήνη Βαφειά σταυροκοπήθηκε:
— Κύριε Ελέησον! Τρελάθηκες παιδάκι μου; Είσαι με τα καλά σου; Θέλεις να σκοτώσεις τον καρδιακό πατέρα σου;
Ήταν όμως αργά. Ο Σιδερής είχε βγει απ' την παράγκα και έτρεχε προς το σπίτι. Όλοι τους είχαν παραλύσει απ' την αγωνία, ανίκανοι να κάνουν κάτι.
Ο Νίκος, κάτω απ' το δένδρο, διέκρινε την σιλουέτα του Σιδερή στον κήπο και νόμισε πως οι διαδηλωτές άρχισαν
να ψάχνουν στον κήπο. Η καρδιά του κλώτσησε μες το στήθος του από φόβο και αγωνία. Σκέφτηκε κι αυτός πως το πιο ασφαλές καταφύγιο, κάτω απ' τις συνθήκες αυτές, ήταν το καρακόλι που απείχε λίγες εκατοντάδες μέτρα απ' το σημείο που βρισκόταν. Σηκώθηκε αργά-αργά και άρχισε να προχωράει προσεκτικά με το παιδί σφιγμένο στην αγκαλιά του, που λες και διαισθανόταν ένα αδιόρατο κίνδυνο, ήταν ασυνήθιστα ήρεμο.
Ο τεράστιος κήπος είχε δύο σημεία επικοινωνίας με τον εξωτερικό δρόμο. Το ένα ήταν η είσοδος για το εργοστάσιο, που έκλεινε το βράδυ. Το άλλο ένα μονοπάτι απ' τον κήπο που οδηγούσε στον κεντρικό δρόμο -ακριβώς πλάι στο καρακόλι. Ο Νίκος πήρε το γνώριμο μονοπάτι αργά και προσεκτικά. Το βλέμμα του έψαχνε ανήσυχο γι' ανθρώπινες σκιές μεσ' το σκοτάδι. Τ' αυτιά του τεντωμένα για ν' αντιληφθεί κάθε κοντινό κίνδυνο. Περπατούσε σιγανά κι αθόρυβα. Κάθε λίγο σταματούσε.
Προσπαθούσε να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε αντιληφθεί κανείς. Τα λίγα μέτρα της διαδρομής του φάνηκαν ολόκληρα χιλιόμετρα. Σε λίγο βρέθηκε επιτέλους μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα. Ένας φρουρός έφραζε την είσοδό του.
— Πρέπει να δω τον Διοικητή, είναι μεγάλη ανάγκη! είπε στο φρουρό που παρακολουθούσε τα γεγονότα σαν θεατής πολεμικής ταινίας.
Ο φρουρός εργαζόταν από χρόνια στο ίδιο Αστυνομικό τμήμα. Γνώριζε το Νίκο Σούκα. Κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά του και την αγωνία στο βλέμμα του.
— Μέσα στο γραφείο του είναι! είπε και κινήθηκε νωχελικά απελευθερώνοντας την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος.
Ο Νίκος Σούκας όρμησε μέσα και πλησίασε τον Διοικητή:
— Τη στιγμή αυτή σπάνε και καταστρέφουν τα σπίτια μας, η οικογένειά μου έχει σκορπίσει και δεν ξέρω που είναι! Τούτο το νήπιο κινδυνεύει και πρέπει να το προστατέψω! Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, κρατήστε μας απόψε εδώ μέσα! Έξω κινδυνεύει η ζωή μας!
Ο Διοικητής τον κοίταξε μ' ένα φαινομενικά αδιάφορο τρόπο:
— Κι αν κλάψει το παιδί και προδοθούμε τι θα γίνει;
Νομίζεις πως κι εγώ κινδυνεύω λιγότερο από σένα ή από τούτο το παιδί αν αποκαλυφθεί πως δίνω άσυλο σε Χριστιανούς; Ή μήπως θαρρείς πως με λίγους αστυνομικούς, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, μπορώ να προσφέρω καμιά βοήθεια;
— Το ξέρω κ. Διοικητά! Ξέρω επίσης πόσο άνθρωπος είστε!
Εσείς στη θέση μου δεν θα ζητούσατε αυτό που σας ζητώ κι εγώ; Σας παρακαλώ λοιπόν βοηθήστε μας! Εμείς το ξέρετε, πάντα σας δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας!
Ο Διοικητής τον κοίταξε προσεκτικά. Ένα αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
— Καλά! του είπε. Μείνε εδώ, αλλά αν κλάψει το παιδί θα φύγεις αμέσως!
Σχεδόν την ίδια ώρα ο Σιδερής Βαφειάς είχε καταφέρει, παίρνοντας ένα κοντάρι, χτυπώντας θεαματικά δεξιά και αριστερά και παριστάνοντας τον πιο έξαλλο διαδηλωτή, να φτάσει στον τρίτο όροφο του σπιτιού. Σπρώχνοντας όσους βρισκόταν μπροστά του έφθασε στο σημείο που ήταν κρυμμένα τα χρυσαφικά της οικογένειας. Μ' ένα επιδέξιο τρόπο, που θα ζήλευε κι ο πιο πεπειραμένος διαρρήκτης, τα τύλιξε σ' ένα πανί και τάβαλε μεσ' το παντελόνι του.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ανέβηκε στον τρίτο όροφο, κατέβηκε πάλι στο ισόγειο, πέταξε το κοντάρι και πλησίασε με τρόπο στην πόρτα του κήπου. Τότε ένας απ' τους διαδηλωτές τον ανεγνώρισε:
— Πιάστε τον! Αυτός είναι γκιαούρης! φώναξε.
Ο Σιδερής προσπάθησε να βγει έξω από την πόρτα, αλλά τέσσερις Τούρκοι που βρισκόταν στο σημείο εκείνο ρίχτηκαν πάνω του ταυτοχρόνως. Άρχισαν να τον χτυπούν όπου έβρισκαν με τα χέρια, τα πόδια και τ' αντικείμενα που κρατούσε ο καθ' ένας.
Ο Σιδερής προσπάθησε απεγνωσμένα να εκμεταλλευτεί το στενό χώρο που δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών σ' αυτούς που του επιτέθηκαν. Έσπρωξε δύο απ' αυτούς που είχαν πέσει πάνω του με όση δύναμη είχε. Στο λιγοστό κενό που δημιουργήθηκε, ξεχύθηκε στον κήπο. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον κυνηγούν βρίζοντας και φωνάζοντας. Ένας απ' αυτούς έτρεχε καλύτερα απ' όλους. Τον πλησίασε και με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια έπεσε πάνω του παρασύροντάς τον στο έδαφος. Ο Σιδερής προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος όταν έπεσαν πάνω του κι οι τρεις ακόμα Τούρκοι που τον κυνηγούσαν. Όλοι μαζί, άρχισαν να τον χτυπούν με λύσσα. Λαχανιασμένοι καθώς ήταν απ' το τρέξιμο, άρχισαν να κουράζονται όταν ο Σιδερής κατάφερε, για μια δεύτερη φορά, να τους ξεφύγει τρέχοντας στην κατεύθυνση που οδηγούσε προς το Αστυνομικό Τμήμα.
Γνωρίζοντας τον κήπο σπιθαμή προς σπιθαμή και με τη βοήθεια του σκοταδιού κατάφερε να εξαφανιστεί. Όλο του το κορμί πονούσε σαν να τόχαν τρυπήσει χιλιάδες βελόνες. Απ' τα χείλη κι απ' τη μύτη του έτρεχε αίμα. Οι τέσσερις διαδηλωτές τον έψαχναν φωνάζοντας σαν
μανιασμένοι ταύροι. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης τον έκανε να παραμείνει λίγα λεπτά ακίνητος σαν άγαλμα, κολλημένος στον κορμό ενός δέντρου. Άκουγε τις φωνές και τα βήματα αυτών που τον κατεδίωκαν πολύ κοντά του. Σε λίγο έσκυψε και διπλώθηκε στα δύο. Άρχισε να σέρνεται αργά-αργά αποφεύγοντας να κάνει θόρυβο που θα ξεχώριζε.
Οι διώκτες του ακουγόταν τώρα πιο μακριά. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, πάντα έρποντας, πλησίασε προς την έξοδο του κήπου. Ξαφνικά ένοιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του.
Στην έξοδο προς το καρακόλι διέκρινε μερικές σιλουέτες που περπατούσαν αργά. Σκέφτηκε γεμάτος απελπισία πως οι διαδηλωτές θάχαν κλείσει και την έξοδο προς το καρακόλι.
Πως πήγαιναν να λεηλατήσουν χριστιανικά σπίτια σπάζοντας τις πίσω πόρτες από τον κήπο. Τότε συνειδητοποίησε πως οι τέσσερις σιλουέτες που βρισκόταν μπροστά του δεν ήταν παρά οι γονείς και τ' αδέλφια του.
Με όση δύναμη του είχε απομείνει σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος τους. Μόλις οι δικοί του συνήλθαν απ' την έκπληξη, η μητέρα του σταυροκοπήθηκε:
— Δόξα σοι ο Θεός! Ήταν μεγάλη τρέλα αυτό που έκανες!
Λίγο αργότερα ολόκληρη η οικογένεια βρισκόταν στο Αστυνομικό Τμήμα, μαζί με πολλούς άλλους χριστιανούς γείτονες πούχαν καταφύγει εκεί. Ο Τούρκος Διοικητής τους κράτησε μέχρι τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου 1955.
Το οργανωμένο σχέδιο της ολοκληρωτικής καταστροφής των περιουσιών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης διήρκεσε 6 ώρες περίπου.
Στις 12 τα μεσάνυχτα και, αφού οι τέλεια οργανωμένες ομάδες είχαν σχεδόν ολοκληρώσει το έργο τους, η Τουρκική Κυβέρνηση ευαρεστήθηκε να κηρύξει Στρατιωτικό Νόμο σε μια Πόλη παραδομένη στις φλόγες. Το σχέδιό τους σημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Το σύνολο σχεδόν των ελληνικών περιουσιών καταστράφηκε. Ο ελληνικός πληθυσμός τρομοκρατήθηκε. Οι απειλές για τη ζωή όσων είχαν επιβιώσει ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα. Ο στόχος τους λαβώθηκε θανάσιμα. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης δεν επρόκειτο να συνέλθει ποτέ από το χτύπημα της νύχτας αυτής. Σιγά- σιγά καραβάνια ολόκληρα από Έλληνες εγκατέλειπαν την Βασιλεύουσα για να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τη ζωή τους.
Η φυγή των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη πήρε διαστάσεις επιδημίας. Χωριά ολόκληρα, συνοικίες πυκνοκατοικημένες από Έλληνες άρχισαν να αραιώνουν. Οι εκκλησίες που πλημμύριζαν όχι μόνο στο εσωτερικό τους αλλά και σ' ολόκληρο τον αυλόγυρο, άρχισαν να ερημώνουν. Τα σχολεία βρέθηκαν σταδιακά χωρίς μαθητές και άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο.
Λίγο μετά τα Σεπτεμβριανά ο Τούρκος φοιτητής Οκτάι Εγκίν, που μετέφερε τη βόμβα στο Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, συνελήφθη από την Ελληνική αστυνομία.
Όταν στις 15/ 6/ 1956 αφέθηκε ελεύθερος, διέφυγε στην Τουρκία όπου του έγινε υποδοχή Εθνικού Ήρωα. Η δήθεν σοβαρή Τουρκική εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» τον προσλαμβάνει για να μεταφράζει ειδήσεις και σχόλια του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Αθηνών, ενώ αργότερα γίνεται Διευθυντής της
Αστυνομίας στην Άγκυρα.
Τρεις μόλις μέρες μετά τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 ο αρχηγός της Τουρκικής αντιπολίτευσης Ισμέτ Ινονού, δηλώνει με προκλητική σαφήνεια, στο κέντρο του Λαϊκού Κόμματος του οποίου ήταν αρχηγός:
«Είναι καλό που δεν αναμείχτηκε το κόμμα μας στα γεγονότα αυτά, όμως οι εκδηλώσεις αυτές ήταν πολύ καλά οργανωμένη εθνική ενέργεια και ωφέλιμη για να καθαρίσει η χώρα μας από το ελληνικό στοιχείο που είναι ένας βραχνάς».
Πέντε χρόνια αργότερα, όταν το στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την Κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές τον Μάιο του 1960, έστησε την Δίκη της Πλάτης (20/ 10/ 60 - 5/1/ 61), όπου ο Πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές και ο Υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού βρέθηκαν ένοχοι, μεταξύ άλλων και, για την οργάνωση και εκτέλεση των βανδαλισμών της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Στο σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης αναφέρεται πως δεν κρίθηκαν ένοχοι για την οργάνωση και την εκτέλεση των βανδαλισμών αλλά γιατί εξαιτίας των γεγονότων προκάλεσαν ζημιά στην Διεθνή εικόνα της Τουρκίας.
Το χωριό Γκέρζε της Μικράς Ασίας απ' το οποίο προερχόταν οι περισσότεροι Λαζοί επιδρομείς, λίγες βδομάδες μετά τα γεγονότα, καταστράφηκε τελείως από μεγάλη πυρκαγιά, ενώ δύο άλλα χωριά, που επίσης συμμετείχαν στην επιδρομή, ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά από ισχυρό σεισμό.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΟΥΜΑΚΗ ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου