ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Όλα ξεκίνησαν ένα ζεστό απόγευμα

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Όλα ξεκίνησαν ένα ζεστό απόγευμα



Κεφάλαιον Β΄ 
Τό Θαύμα Μιά αληθινή Ιστορία
Λεωνίδα Κουμάκη 
Όλα ξεκίνησαν ένα ζεστό απόγευμα 

Όλα ξεκίνησαν για μας ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 1964. Ήταν Τρίτη, που ο πατέρας μου θεωρούσε ανέκαθεν άτυχη μέρα γιατί το μεσημέρι μιας Τρίτης, στις 29 Μαΐου 1453, έπεσε η Κωνσταντινούπολη.Βρισκόταν στο κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που είχε σε κεντρικό σημείο της αριστοκρατικής συνοικίας Τζιχανγκίρ. Το κατάστημα αυτό το διατηρούσε 25 ολόκληρα χρόνια και είχε περάσει ένα σημαντικό μέρος της ζωής του εκεί μέσα.Ο πατέρας μου ήταν, όπως όλοι τον τελευταίο καιρό, ανήσυχος. Είχαν αρχίσει απελάσεις Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη με διάφορες ανόητες προφάσεις.Ο πατέρας μου γνώριζε πολύ καλά πως η Τουρκία είχε καταστρώσει την στρατηγική της για την εξόντωση του ελληνισμού που ζούσε εκεί πολλές δεκαετίες νωρίτερα. Απλά περίμενε και αξιοποιούσε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν διαχρονικά για να πετύχει την πάγια στρατηγική της.Όπως, όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αφού χάρισε απλόχερα «διευκολύνσεις» τόσο στις Φασιστικές όσο και στις Συμμαχικές Δυνάμεις, η Τουρκία δεν έχυσε ούτε σταγόνα αίμα. Αντίθετα, θεώρησε την περίοδο αυτή σαν θαυμάσια ευκαιρία να καταφέρει ένα γερό πλήγμα στον Ελληνισμό της Πόλης.



Έτσι, τον Μάιο του 1941, μόλις έπεσε η Κρήτη, επινόησε την Γενική Επιστράτευση των μη Μουσουλμανικών πληθυσμών. Άντρες 23 έως 48 ετών, μεταξύ του Ελληνισμού φυσικά, αλλά και αρκετοί Αρμένιοι και Εβραίοι, μεταφέρθηκαν στην Ανατολία για καταναγκαστικά έργα, όπως έγινε και το 1914.Στην ουσία επρόκειτο για Τάγματα Εργασίας που λειτουργούσαν με στρατιωτικό τρόπο. Επικεφαλής των ταγμάτων αυτών ήταν κατώτεροι αξιωματικοί του Τουρκικού Στρατού που δεν έκρυβαν καθόλου τις μακροπρόθεσμες προθέσεις των αφεντικών τους:
— Ξεχάστε πλέον την Πόλη! έλεγαν στους επιστρατευμένους. Πάει έσβησε πια για σας! Οι γυναίκες σας, οι κόρες σας δεν πρόκειται να σας ξαναδούν! Θα γίνουν Τουρκάλες!
Με την πίεση όμως των ξένων για την προκλητική αυτή, ακόμα και για εποχή πολέμου, ενέργεια, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν ένα χρόνο αργότερα να σταματήσουν την επιστράτευση και να ελευθερώσουν όσους άντεξαν. Μετά την φυσική εξόντωση, ακολούθησε η οικονομική εξόντωση.
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, συζητήθηκε και ψηφίστηκε σε μία μόνο συνεδρίαση της Τουρκικής Βουλής ο Νόμος 4305 για τον «Κεφαλικό Φόρο Περιουσίας» (Varlik Vergisi) που στην ουσία ήταν μια οικονομική εξόντωση των μη Μουσουλμανικών πληθυσμών και εφαρμόστηκε στους Έλληνες, τους Αρμενίους και τους Εβραίους της Κωνσταντινούπολης, με καθαρά «Τούρκικο» τρόπο: Καλούσε ο έφορος τον μη Μουσουλμάνο Κωνσταντινουπολίτη και του ανακοίνωνε το ύψος του οφειλόμενου φόρου τελείως αυθαίρετα.
Συνήθως το ποσό του φόρου αντιστοιχούσε στο δεκαπλάσιο του μισθού ενός υπαλλήλου ή στο πολλαπλάσιο της περιουσίας ενός επιχειρηματία. Δεν υπήρχε ούτε δικαίωμα διαλόγου ούτε καμιάς μορφής ένσταση του φορολογούμενου. Μόνο μια προθεσμία 15 ημερών. Έπρεπε μέσα στις 15 αυτές μέρες ο ατυχής Κωνσταντινουπολίτης να καταβάλει ολόκληρο το ποσό της αυθαίρετης αρεσκείας του Εφόρου, έστω και ξεπουλώντας ολόκληρη την περιουσία του, αλλιώς βρισκόταν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Εάν δηλαδή μετά παρέλευση 15 ημερών από τη στιγμή που οι αρχές του ανακοίνωναν το ποσό του φόρου, και αφού εξαντλούσε δύο δεκαπενθήμερες παρατάσεις με πρόστιμο, δεν κατάφερνε να το καταβάλει ολόκληρο, εκτοπιζόταν στην κεντρική Μικρασία, στην περιοχή του Ασκαλέ, που θεωρείται η Σιβηρία της Τουρκίας.
Οι υπόχρεοι έφτιαχναν δρόμος ή τους ελευθέρωναν από τα χιόνια και πληρώνονταν 2 λίρες Τουρκίας ημερησίως, ώστε να εξοφλήσουν το χρέος τους στο Τουρκικό Κράτος. Οι περισσότεροι έπρεπε να δουλέψουν 200 έως 300 χρόνια για να εξοφλήσουν τον φόρο που τους επιβλήθηκε!
Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι με τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία εξαναγκάστηκαν, με τον φόρο αυτό, να χαρίσουν κυριολεκτικά, σε εξευτελιστικές τιμές ολόκληρη την περιουσία τους και ταυτόχρονα να βρεθούν στον τόπο εξορίας εξοφλώντας τα «χρέη» τους με καταναγκαστικά εργα. Έπιπλα, χρυσαφικά, χειροποίητα χαλιά, κεντήματα ήταν τα κινητά που αποτελούσαν το στόχο της «νόμιμης» λεηλασίας. Ακόμα και άρρωστους κατέβασαν απ' τα κρεβάτια τους για να τα πάρουν.
Τις περιουσίες αγόραζαν κυρίως τα μέλη των επιτροπών εκποίησης για ίδιο όφελος, και στη συνέχεια τις μεταπωλούσαν οι ίδιοι σε υψηλότερες τιμές. Το 1943 που εφαρμόστηκε ο Νόμος αυτός, 1.869 επιφανείς Χριστιανοί Κωνσταντινουπολίτες εκτοπίστηκαν στην Τουρκική Σιβηρία του Ασκαλέ, αφού δημεύτηκε η περιουσία τους.
Πολλοί απ' αυτούς πέθαναν απ' τις κακουχίες, αλλά τα ονόματα μόνο 11 απ' αυτούς που πέθαναν έγιναν γνωστά. Δύο γυναίκες, που δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τους παράλογους φόρους που τους επιβλήθηκαν, στάλθηκαν στο Ασκαλέ για τον καθαρισμό Δημόσιων χώρων χωρίς να ξαναδώσουν ίχνη ζωής. Οι συνθήκες των στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν μια πραγματική κόλαση. Οι κρατούμενοι έμεναν σε πρόχειρες σκηνές κάτω από τρομερό κρύο ενώ έπρεπε να ξεδιψάσουν με νερό από λίμνες. Έβαζαν μπροστά απ' τα χείλη τους τα δάκτυλά τους για να εμποδίσουν τα βατράχια και τις πρασινάδες της λίμνης να βρεθούν στο στόμα και στο στομάχι τους. Από τους πρώτους κρατούμενους που πέθαναν στο Ασκαλέ ήταν ο πατέρας του γιατρού Μ. Χεκίμογλου. Η αιτία του θανάτου ήταν πνευμονία. Οι μαρτυρίες που σώθηκαν από την περίοδο αυτή σχηματίζουν μια εικόνα από τις πιο μαύρες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η εκτόπιση και οι συνθήκες των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, με την πρόφαση του Κεφαλικού φόρου, υπήρξαν σίγουρα ένα πολύ γερό χτύπημα αλλά δεν «έλυσε» για την Τουρκία το πρόβλημα των Ελλήνων, ιδίως όταν τον Μάρτη του 1944 αναγκάστηκε, βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, να απελευθερώσει απ' τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας όλους τους κρατούμενους.
Μόλις βέβαια απελευθερώθηκαν όσοι από τους κρατούμενους επέζησαν, έντρομοι άρχισαν σιγά- σιγά να σκορπούν σε διάφορα μέρη έξω απ' την Τουρκία.
Οι Έλληνες κατέφευγαν στην Ελλάδα, οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη και οι Αρμένιοι στην Ρωσία. Οι τελευταίοι, επειδή φοβόνταν τη λογοκρισία στα γράμματα που έγραφαν, πριν φύγουν έλεγαν πως μόλις έφταναν θα έστελναν στους συγγενείς και φίλους που ζούσαν στην Τουρκία μια φωτογραφία με όλη την οικογένεια. Αν η οικογένεια ήταν όρθια αυτό θα εσήμαινε ότι ήταν ευχαριστημένοι και αποτελούσε ενθάρρυνση, για όσους έμεναν στην Τουρκία, να μεταναστεύσουν στην Ρωσία. Αν όμως η οικογένεια ήταν καθιστή αυτό σήμαινε πως τα πράγματα στην Ρωσία ήταν το ίδιο ή και χειρότερα και πως δεν έπρεπε να μεταναστεύσουν.
Η Τουρκία μετά τον Κεφαλικό Φόρο του 1942 περίμενε υπομονετικά πολλά χρόνια μέχρι να οργανώσει αριστοτεχνικά, τον Σεπτέμβριο του 1955, το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους στην Κωνσταντινούπολη, καταστρέφοντας μέσα σε 6 ώρες 4.350 καταστήματα, λεηλατώντας 2.600 σπίτια και πυρπολώντας ή ρημάζοντας 73 εκκλησίες.
Στις αρχές της δεκαετίας τους 1950 ο Κυπριακός αγώνας για αυτοδιάθεση της Κύπρου είχε τρομοκρατήσει τους Άγγλους που φοβόνταν μήπως χάσουν τις βάσεις τους. Αποφάσισαν λοιπόν να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον της Τουρκίας που φυσικά, άλλο που δεν ήθελε. Το αποτέλεσμα ήταν να συρθεί η Ελλάδα στις 29 Αυγούστου 1955 στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και να συζητήσει το Κυπριακό πρόβλημα με την Αγγλία και την Τουρκία. Ο πραγματικός σκοπός της Διάσκεψης ήταν να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η αποτυχία της ήταν απλά θέμα χρόνου. Όλα βέβαια εξυπηρετούσαν την πολιτική της Αγγλίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το «διαίρει και βασίλευε».
Δεν ήταν όμως και για την Τουρκία ευκαιρία που θα την άφηνε να πάει χαμένη. Και δεν την άφησε, οργανώνοντας την εφιαλτική νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Ο πατέρας μου σκεφτόταν πως όπως όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και τώρα, το 1964, η Τουρκία αξιοποιούσε την ευκαιρία που παρουσίαζαν οι συγκυρίες των σχέσεών της με την Ελλάδα ξεκαθαρίζοντας, ολοκληρωτικά πλέον, το «μειονοτικό πρόβλημα» των
Ελλήνων. Πριν ένα χρόνο, το 1963, η Αγγλο-Τουρκική συμμαχία στην Κύπρο έφερε στα πρόθυρα του Πολέμου την Ελλάδα με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι, αφού οδήγησαν σε αποτυχία τις προσπάθειες για τη σύνταξη ενός Κυπριακού συντάγματος, επιχείρησαν να εισβάλουν στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας το Στόλο τους.
Η επέμβαση των Αμερικανών τους ανάγκασε να σταματήσουν κάθε ενέργεια, ιδιαίτερα όταν ο Πρόεδρος των Η. Π. Α. Λύντον Τζόνσον με επιστολή του στον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, προειδοποίησε την Τουρκία πως αν εισβάλλει στην Κύπρο και προκύψει οποιαδήποτε ενέργεια της Ρωσίας εναντίον της, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής θα παραμείνουν ένας ουδέτερος παρατηρητής.
Στη συνέχεια ο Πρόεδρος των Η. Π. Α. κάλεσε στην Αμερική τους Πρωθυπουργούς της Ελλάδος και της Τουρκίας για συνομιλίες. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Παπανδρέου αρνήθηκε την πρόσκληση λέγοντας πως η συνάντηση θα ήταν μια παρωδία μεταξύ "κουφών" συνομιλητών που δεν θα οδηγούσε πουθενά, όπως έγινε και το 1955 στο Λονδίνο.
Αντίθετα, ο Ισμέτ Ινονού, που ήταν και στην πραγματικότητα κουφός, αποδέχτηκε την πρόσκληση, γεγονός που δημιούργησε μια θετική διεθνή συγκυρία για την Τουρκία η οποία δεν την άφησε φυσικά να πάει χαμένη.
Όσο αποφασιστικά χτυπήματα κι αν έδωσε η Τουρκία στη διαδρομή του 20ού αιώνα, τα έδωσε μεταλλευόμενη την «κατάλληλη ευκαιρία».
Από την γενοκτονία των Αρμενίων που έγινε κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, τον Κεφαλικό Φόρο (Βαρλίκι) που επιβλήθηκε κυρίως στον Ελληνισμό της Τουρκίας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, έως το πογκρόμ του 1955 ή τις απελάσεις του 1964, πάντα υπήρχαν οι «κατάλληλες συνθήκες».
— Είσαι ο Γεράσιμος Κουμάκης; ακούστηκε στα Τουρκικά μια βλοσυρή φωνή που προσγείωσε απότομα τον πατέρα μου από τις σκέψεις του, στην πραγματικότητα.
Ήταν το απόγευμα της 9ης Ιουλίου 1964.
Εγώ είμαι! απάντησε ο πατέρας μου νιώθοντας τους χτύπους της καρδιάς του να επιταχύνονται.
Αύριο το πρωί να παρουσιαστείς στις 9 η ώρα στην Ασφάλεια, στον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Τώρα κλείσε το μαγαζί σου και πάνε στο σπίτι σου. Μη διανοηθείς να μετακινήσεις το εμπόρευμα και τα εργαλεία που υπάρχουν εδώ πριν γίνει καταγραφή τους.
Ο πατέρας μου έχασε το χρώμα του.
Τί συμβαίνει; Γιατί με ζητούν στην Ασφάλεια; Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα που να πρέπει να δώσω εξηγήσεις στην Ασφάλεια.
Αυτό δεν το ξέρουμε εμείς. Ίσως να μην το ξέρεις ούτε εσύ. Όμως δε χρειάζονται και πολλά λόγια. Φρόντισε αύριο το πρωί στις 9 να είσαι εκεί που σου είπα. Και τώρα μάζεψέ τα και κλείσε το μαγαζί.
Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως ήρθε η ώρα. Η ώρα που σκεφτόταν από χρόνια. Ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια που έλεγε ο πατέρας του στο Kadikoy -συνοικία της Κωνσταντινούπολης πως οι Έλληνες της Πόλης έχουν ρίζες όχι από τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο, αλλά απ' τον Βύζαντα που έχτισε την Πόλη 650 χρόνια π.Χ. και πως οι ρίζες αυτές δεν σπάνε. Τώρα συνειδητοποιούσε πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Έκλεισε βιαστικά το μαγαζί του και άρχισε να βαδίζει προς το Πέρα. Το σπίτι μας βρισκόταν κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο που ήταν και το Δημοτικό σχολείο που φοίτησα. Μόλις έφθασε στο σπίτι, η μητέρα μου κατάλαβε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Γυναίκα ήρθε η ώρα. Πρέπει να τα μαζεύουμε για την Αθήνα. Αύριο το πρωί πρέπει να παρουσιαστώ στην Ασφάλεια.
Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Η αδελφή μου κι εγώ παρακολουθούσαμε βουβοί.
Ο πατέρας μου εκείνο το βράδυ ξημερώθηκε. Σκεφτόταν όλη νύχτα πώς θα μπορούσαμε, ολόκληρη οικογένεια, να βρεθούμε σε μια καινούρια αφετηρία χωρίς εφόδια. Στην Πόλη η οικονομική μας κατάσταση χωρίς να είναι ιδιαίτερη ανθηρή, ήταν αρκετά ικανοποιητική. Ο πατέρας μου είχε δουλειά του, είχαμε το σπίτι μας, η αδελφή μου φοιτούσε στην Σχολή Καλογριών. Εγώ βρισκόμουν στην δεύτερη τάξη του Ζωγράφειου Γυμνασίου στην καρδιά του Πέρα.
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι ο πατέρας μου συνήθιζε να κλείνει το μαγαζί του για ένα μήνα και να μας πηγαίνει στην Ελλάδα για διακοπές. Χίος και Αθήνα ήταν οι αγαπημένοι μας προορισμοί.
Οι οικονομικές όμως αποταμιεύσεις της οικογένειας ήταν μηδαμινές. Η μητέρα μου, πάντα ήταν πιο προνοητική και πολύ συχνά προέτρεπε τον πατέρα μου να αγοράσει κάποιο ακίνητο στην Αθήνα, έστω κι αν έπρεπε να δανειστεί και λίγο.
Σ' ένα από τα ταξίδια μας του προσέφεραν στην Ιερά Οδό ένα καταπληκτικό κτήμα. Ήταν, όπως θυμάται η μητέρα μου, το 1952 και ο πατέρας μου ήταν έτοιμος να τ' αγοράσει. Την τελευταία στιγμή του άλλαξε γνώμη ο γαμπρός του ο Γιάννης, αδελφός της μητέρας μου, που τούπε:
Τί θα το κάνεις εδώ αυτό το κτήμα; Σου είναι άχρηστο. Καλύτερα να κρατήσεις τα χρήματά σου και να τα χρησιμοποιήσεις κάπου αλλού.
Δεν ήθελε και πολύ η αναποφασιστικότητα του πατέρα μου να θριαμβεύσει, προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας μου.
Έτσι τώρα βρισκόμασταν σ' ένα αναπάντεχο, κρίσιμο σταυροδρόμι. Η αβεβαιότητα του αύριο φάνταζε σαν μια σκοτεινή λεωφόρος γεμάτη λακκούβες και κινδύνους.
Ο πατέρας μου γεννημένος, μεγαλωμένος στην Πόλη, ένιωθε ξαφνικά το κενό του άγνωστου μέλλοντος.
Εκείνο το βράδυ της Τρίτης θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη όλης της οικογένειας. Το μούδιασμα του αναπάντεχου, η επερχόμενη αλλαγή της ζωής που ζούσαμε, το άγνωστο μέλλον ήταν καταλυτικά συναισθήματα. Είχαμε όλοι μαζί μπει σε μια υπερδιέγερση.
Την άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας μου παρουσιάστηκε στο Muduriyet (Γενική Ασφάλεια).
Το αφιλόξενο, απότομο κτίριο που ήταν βουτηγμένο στις Τούρκικες σημαίες, λες και ήθελε να μην ξεχνάει κανείς την εξουσία των Τούρκων, είχε συγκεντρώσει τα πιο απάνθρωπα ανθρώπινα όντα, με συμπυκνωμένο μίσος και χαιρέκακη διάθεση. Απολάμβαναν καθημερινά την ψυχική και οικονομική εξόντωση που επέβαλαν στον Ελληνισμό της Πόλης και αδιόρατα σου μετέδιδαν και την απογοήτευσή τους γιατί δεν ήταν δυνατή και η φυσική εξόντωση του ελληνισμού.
Οι προσφιλείς σφαγές των άμαχων πληθυσμών, Εθνική Κληρονομιά των Τούρκων που δοξάστηκε κατ' επανάληψη στον 20ό αιώνα με την σφαγή 1.500.000 Αρμενίων και την εξόντωση ακόμα μεγαλύτερου αριθμού Ελλήνων, Ποντίων και Κούρδων -η εξόντωση των οποίων συνεχίζεται επί ολόκληρες δεκαετίες κάτω από το απαθές και αδιάφορο βλέμμα του «πολιτισμένου» κόσμου-, δεν μπορούσαν δυστυχώς να εφαρμοστούν στον Ελληνισμό της Πόλης.
Έτσι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την περίπτωση αυτή είναι πιο «εξευγενισμένοι». Το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας βρισκόταν στο Sirkeci.
Στο ισόγειο ένας τεράστιος χώρος απ' τον οποίο ξεκινούσαν δύο σκάλες, μία από δεξιά και μία από αριστερά που δεν συναντιόταν όμως πουθενά. Έτσι για να φθάσει κανείς στον τέταρτο όροφο, όπου βρισκόταν το Birinci Sube -το τμήμα της πολιτικής αστυνομίας- έπρεπε ν' ακολουθήσει την αριστερή σκάλα.
Στην είσοδο του τετάρτου ορόφου βρισκόταν, πάνω στην πόρτα, ο θυρεός με τα δύο ισοφέγγαρα της Τούρκικης σημαίας τοποθετημένα αντικριστά. Μπροστά υπήρχε ένας τεράστιος χώρος και πίσω μια σειρά από κελιά και μερικά γραφεία.
Ο πατέρας μου ανατρίχιασε. Είχε ακούσει τόσα πολλά για τις «δραστηριότητες» των ανθρώπων του τετάρτου ορόφου ώστε τον έπιασε κρύος ιδρώτας απλά και μόνο γιατί βρισκόταν εκεί.
Το παχουλό πρόσωπο με τα μυωπικά γυαλιά που καθόταν στο γραφείο που πήγε ο πατέρας μου δεν έμοιαζε Τούρκος. Μέχρι τη στιγμή που σήκωσε τα μάτια του. Γιατί μόλις δύο πύρινες φλόγες κακίας, φιλτραρισμένες μάλιστα, απ' τα γυαλιά μυωπίας καρφώθηκαν πάνω του, δεν του έμεινε καμιά αμφιβολία πως ήταν Τούρκος. Και μάλιστα διατεθειμένος να μεταχειριστεί το θύμα του με υπέρμετρο ζήλο. Από πάνω του ακριβώς ένα πορτραίτο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που τον κοίταζε αυστηρά.
— Λέγομαι Γεράσιμος Κουμάκης και ο Αξιωματικός Υπηρεσίας με έστειλε σε σας.
Ο χοντρός έσκυψε σε κάτι χαρτιά και τ' ανακάτεψε. Μετά από λίγο μουρμούρισε:
Κουμάκης Γεράσιμος. Όνομα πατρός Λεωνιντάς; ρώτησε.
Ναι Λεωνίδας Μπεη-εφέντη. Γεράσιμος Κουμάκης του Λεωνίδα και της Ζωής.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Ένας ψηλός κοκαλιάρης, κιτρινιάρης με ελαφρό μουστάκι γλίστρησε στο δωμάτιο και κάθησε σε μία καρέκλα, απέναντι απ' τον πατέρα μου, χωρίς ν' ανοίξει το στόμα του. Αυθόρμητα ήλθε στο νου του πατέρα μου η γνώμη που είχε για τους Τούρκους ο μεγάλος Προφήτης του Ισλάμ Μωάμεθ, όπως την είχε διαβάσει: «Δε θα έλθει η ημέρα της κρίσης εφόσον δεν θα έχουν κερδηθεί νίκες εναντίον των Τούρκων, των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι μάτια μικρά, τεταμένα προς τ' αυτιά, μύτη πλακωτή και με έκφραση προσώπου κτηνώδη».
Ο χοντρός ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του και άρχισε:
Ξέρεις Κουμάκη πως τ' αδέλφια μας στην Κύπρο υποφέρουν. Τραβούν του κόσμου τα μαρτύρια από τον σατανά με τα ράσα που ακούει στο όνομα Μακάριος. Καταπιέζονται καθημερινά σ' ένα τόπο που ανήκει, φυσικά, στην Τουρκία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό έχουν το θράσος να θέλουν και «Ένωση» με την Ελλάδα. Είναι σωστά πράγματα αυτά; Οχι σε ρωτώ, είναι σωστά πράγματα αυτά;
Το βλέμμα του χοντρού έπεσε σαν αρπακτικό γεράκι πάνω στον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ξερόβηξε, κι αυτός με τη σειρά του, για να καθαρίσει τη φωνή του:
Ξέρετε Μπέη-εφέντη εγώ είμαι ένας φιλήσυχος βιοπαλαιστής. Δεν ασχολούμαι με την πολιτική.
Θες να πεις ότι δεν ξέρεις για τα μαρτύρια που τραβούν τ' αδέλφια μας στην Κύπρο από τον Kizil Papaz; (κόκκινος, δηλαδή αριστερός, παπάς). Δεν έχουν φτάσει στ' αυτιά σου οι αγώνες τους και τα όνειρά τους να δουν την Κύπρο Τουρκική; Ή πολύ αναίσθητος είσαι Κουμάκη ή παίζεις θέατρο. Εγώ βέβαια ξέρω πως είναι το δεύτερο.
Όχι, όχι Μπέη-εφέντη ψέλλισε ο πατέρας μου.
Πώς όχι; έσκουξε ο χοντρός. Τ' αδέλφια μας στην Κύπρο υποφέρουν. Τ' αδέλφια μας στην Κύπρο καταπιέζονται από τους βρωμερούς Έλληνες. Και σε ρωτώ ευθέως: Τα εγκρίνεις εσύ αυτά; Εγκρίνεις τους βασανισμούς των Τούρκων από τους Έλληνες στην Κύπρο; Λέγε τους εγκρίνεις ναι ή όχι;
Το πάθος του ήταν γνήσιο. Ο χοντρός ζούσε κάθε στιγμή σαν ένα μεγάλο αστέρι ενός θεάτρου Τέχνης.
Ο πατέρας μου κράτησε όση ψυχραιμία του είχε απομείνει:
Μπέη-εφέντη οι βασανισμοί είναι πολύ κακό πράγμα.
Σίγουρα δεν τους εγκρίνω, όπως πιστεύω όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι.
Σαν οχιά που παραμόνευε το θύμα της, έτοιμη να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή, ακούστηκε ο κιτρινιάρης με το λεπτό μουστακάκι, τεντώνοντας απειλητικά το χέρι του:
Τότε γιατί εσύ Κουμάκη, εσύ ο ίδιος, στέλνεις οικονομική ενίσχυση στον παπά-σατανά Μακάριο; Γιατί καταφέρνεις πισώπλατα μαχαιριά στ' αδέλφια μας στην Κύπρο βοηθώντας οικονομικά τον Μακάριο; Τόσο μεγάλη είναι η αχαριστία σου απέναντι στην Τουρκία που σε ανάδειξε και σε ανέχτηκε από τότε που γεννήθηκες;
Δεν έχω στείλει καμιά οικονομική ενίσχυση στον Μακάριο ή σ' οποιονδήποτε άλλο στην Κύπρο Μπέη-εφέντη πρόλαβε να πει ο πατέρας μου, όταν ο κιτρινιάρης πετάχτηκε σαν ελατήριο επάνω ουρλιάζοντας:
Σκάσε! Ό,τι λες επιβαρύνει την θέση σου βλάκα! Έχουμε βάσιμες υπόνοιες γι' αυτά που σου λέμε και είμαστε βέβαιοι πως με την κατάλληλη ανάκριση θα τα ομολογήσεις όλα!
Ο χοντρός ξαναμπήκε στην μέση με ήρεμη φωνή:
Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος μας, εκτός βέβαια αν μας αναγκάσεις. Η Τουρκία είναι ένα πολιτισμένο Κράτος και δεν θέλει να κάνει σε σας τους Γκιαούρηδες όσα υποφέρουν τ' αδέλφια της στην Κύπρο. Για τον λόγο αυτό σου δίνει, μεγαλόψυχα, μια μεγάλη ευκαιρία: Θα μας υπογράψεις εδώ, μια σειρά εγγράφων που χρειάζονται για τα αρχεία μας. Μετά θα σε συνοδεύσουν τρεις αστυνομικοί στο μαγαζί σου και στο σπίτι σου για να καταγράψουν όλα τα είδη αξίας που έχεις. Μην ξεχνάς πως τα είδη αυτά τα απέκτησες απ' τον ιδρώτα του Τουρκικού Λαού και με μεγάλη ευσυνειδησία έστελνες ένα μέρος απ' αυτά στην Κύπρο, για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των αδελφών μας. Έχεις από σήμερα προθεσμία έξη ημερών να τακτοποιήσεις μόνο επείγουσες εκκρεμότητες. Την άλλη Τρίτη με το πρώτο αεροπλάνο θα απελαθείς απ' την Τουρκία. Η τιμωρία αυτή είναι πολύ μικρή για τα εγκλήματά σου εναντίον της Τουρκίας.
Δε συμφωνώ! Δε συμφωνώ! άρχισε να ουρλιάζει πάλι ο κιτρινιάρης. Τους αφήνουμε να μας φεύγουν ζωντανοί αγνοώντας τα μεγάλα τους εγκλήματα! Αυτό δε λέγεται πολιτισμός, λέγεται βλακεία!
Μην ξεχνάς πως είμαστε σαν λαός πολύ μεγαλόψυχοι, πράγμα που εκμεταλλεύονται πάντοτε οι εχθροί μας, απάντησε ο χοντρός. Έλα Κουμάκη, υπόγραψε αυτά τα χαρτιά, πριν πεισθώ πως πρέπει να σε στείλουμε σε ανάκριση μέχρι να ομολογήσεις.
Ο πατέρας μου είχε ασπρίσει. Το χρώμα λες και είχε εγκαταλείψει μονομιάς ολόκληρο το σώμα του. Είχε ακούσει διάφορες ιστορίες από τις επισκέψεις Ελλήνων στην Τουρκική ασφάλεια, αλλά ο κυνισμός αυτός ήταν γι' αυτόν κάτι πέρα από κάθε φαντασία.
Οι ιστορίες για τα φριχτά βασανιστήρια και η εικόνα ενός γνωστού μας που είχε περάσει απ' την Ασφάλεια και είχε βγει παραμορφωμένος, με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος για όλη του τη ζωή, επειδή αρνήθηκε τις «κατηγορίες» που ήθελαν να του φορτώσουν, πέρασαν σαν αστραπή απ' το μυαλό του.
Ένιωσε σαν να τον έσφαζαν με το βαμβάκι.
Για δευτερόλεπτα αναλογίστηκε τι δυνατότητες είχε να αντισταθεί. Πίστεψε πως εκείνη τη στιγμή κάθε προσπάθεια να κάνει κάτι άλλο από αυτά που του έλεγαν, ήταν μάταιη.
Σηκώθηκε, πλησίασε το γραφείο του χοντρού, πήρε ένα στυλό και άρχισε να βάζει υπογραφές σε χαρτιά που δε διάβασε ποτέ.
Όταν τελείωσε, ο χοντρός φάνηκε ικανοποιημένος:
— Αφεριμ! του είπε. Φαίνεται άλλωστε πόσο λογικός άνθρωπος είσαι.
Στην συνέχεια τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο όπου του πήραν φωτογραφίες και αποτυπώματα. Ο χοντρός και ο κιτρινιάρης με το λεπτό μουστάκι είχαν ολοκληρώσει το έργο τους.

Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο 
ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΟΥΜΑΚΗ ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία

Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο 
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |