ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΗΣΑΙΑΣ - Κεφάλαια - 38 - 66

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΗΣΑΙΑΣ - Κεφάλαια - 38 - 66


ΓΡΑΦΗ


ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 38
Η ασθένεια του Εζεκία
(Β΄ Βασ 20,1-11)       

1Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Εζεκίας αρρώστησε βαριά, να πεθάνει. Τότε τον επισκέφθηκε ο προφήτης Ησαίας, γιος του Αμώς, και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού σου, γιατί δε θα ζήσεις για πολύ ακόμη. Θα πεθάνεις».
2Ο Εζεκίας γύρισε τότε το πρόσωπο στον τοίχο και προσευχήθηκε στον Κύριο. 3«Κύριε», είπε, «θυμήσου, σε παρακαλώ, πώς έζησα ενώπιόν σου με πιστότητα και με ευθύτητα καρδιάς, κι έπραξα ό,τι σου ήταν αρεστό!» Κι άρχισε να κλαίει γοερά.
4Τότε ήρθε στον Ησαΐα λόγος του Κυρίου: 5«Γύρνα πίσω», του είπε ο Κύριος, «και πες στον Εζεκία: “ο Κύριος, ο Θεός του Δαβίδ, του προγόνου σου, λέει: Άκουσα την προσευχή σου και είδα τα δάκρυά σου. Θα προσθέσω, λοιπόν, στη ζωή σου δεκαπέντε χρόνια· 6θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη και θα σας ελευθερώσω εσένα και την πόλη από το βασιλιά της Ασσυρίας. 7Και για να ’σαι βέβαιος ότι εγώ, ο Κύριος, θα εκπληρώσω την υπόσχεσή μου, θα σου δώσω ένα σημείο: 8Στη σκάλα του Άχαζ,οη όπου η σκιά έχει κατέβει δέκα σκαλοπάτια, θα την κάνω να γυρίσει πίσω”». Και πραγματικά η σκιά οπισθοχώρησε κι ο ήλιος ξαναφώτισε τα δέκα σκαλοπάτια όπου είχε κατεβεί η σκιά.

Η προσευχή του Εζεκία
9Ποίημα που έγραψε ο Εζεκίας, βασιλιάς του Ιούδα, όταν ανέρρωσε από την αρρώστια του:
10Σκεφτόμουνα πως στης ζωής μου τα μισά
θα ’φευγα για τις πύλες του άδη·
και θα ’χανα τα χρόνια μου τα υπόλοιπα.
11Σκεφτόμουνα πως ποτέ πια
δε θα ’βλεπα τον Κύριο στων ζωντανών τη χώρα
ούτε κανέναν άνθρωπο απ’ όσους σ’ αυτό τον κόσμο κατοικούν.
12Κόπηκε απ’ το στήριγμά της η ζωή μου
μακριά μου έφυγε καθώς σκηνή βοσκού·
ειν’ η ζωή μου σαν το υφαντό
που στου αργαλειού τυλίχτηκε τον κύλινδρο
κι ο υφαντής τού κόβει τα στημόνια.
Απ’ το πρωί ως το δειλινό
θα μ’ έχεις πια αποτελειώσει, Κύριε.
13Το πρωί ένιωθα πως είχα τσακιστεί.
Σάμπως λιοντάρι ο Κύριος συντρίβει τα οστά μου·
απ’ το πρωί ως το δειλινό
νιώθω το τέλος μου να πλησιάζει.
14Κραυγές αφήνω πόνου σαν το χελιδόνι,
και σαν το περιστέρι στεναγμούς·
τα μάτια μου κουράστηκαν
στον ουρανό να βλέπω.
Κύριε, βρίσκομαι σε απόγνωση· γίνε μου εσύ βοηθός.
15Τι να πω εγώ;
Εκείνος το ’πε και το εκτέλεσε·
σ’ όλη μου τη ζωή θα ζω
με πίκρα στην ψυχή μου.
16Για σένα, Κύριε, θα ζήσει η καρδιά μου
και θα ζωογονηθεί το πνεύμα μου·
θεράπευσέ με,
φέρε με πάλι στη ζωή.
17Η πίκρα μου θα γίνει ευτυχία.
Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου από το λάκκο της καταστροφής,
γιατί έριξες πίσω σου όλες τις αμαρτίες μου.
18Ο άδης δεν θα σε υμνήσει,
ούτε θα σε δοξολογήσουν οι νεκροί·
εκείνοι που στον τάφο κατεβαίνουν
δεν μπορούν να ελπίζουν στην πιστότητά σου πια.
19Οι ζωντανοί, μονάχα αυτοί θα σε υμνούν,
όπως σήμερα εγώ·
κι όπως οι πατεράδες που θα λένε στα παιδιά τους
για τη δική σου την πιστότητα.
20Κύριε, μ’ έσωσες!
Με μουσικά όργανα θα σε υμνούμε
όλες τις μέρες της ζωής μας μέσα στον οίκο σου.
21Μετά ο Ησαίας είπε να ετοιμάσουν ένα κατάπλασμα από σύκα και να το βάλουν πάνω στην πληγή για να γιατρευτεί ο βασιλιάς. 22Ο Εζεκίας ρώτησε τον Ησαΐα: «Ποιο είναι το σημείο ότι θα μπορέσω πάλι ν’ ανέβω στο ναό του Κυρίου;»οθ
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 39
Ο Θεός αντίθετος με την πολιτική Εζεκία
(Β΄ Βασ 20,12-19)
1Την ίδια εκείνη εποχή, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, Μερωδάχ-Βαλαδάν, γιος του Βαλαδάν, όταν έμαθε πως ο Εζεκίας ήταν άρρωστος και θεραπεύτηκε, του έστειλε με πρεσβευτές του δώρα και μια επιστολή.π 2Ο Εζεκίας χάρηκε γι’ αυτά και έδειξε στους απεσταλμένους ό,τι βρισκόταν στα θησαυροφυλάκιά του, το ασήμι και το χρυσάφι, τα αρώματα και τα πολύτιμα μύρα· τους έδειξε και τα οπλοστάσιά του. Δεν άφησε τίποτα στο ανάκτορό του ή σ’ όλο του το βασίλειό, που να μην τους το δείξει.
3Μετά απ’ αυτά ήρθε ο προφήτης Ησαίας στο βασιλιά Εζεκία και τον ρώτησε: «Από πού σου ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι και τι σου είπαν;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ήρθαν από μακρινή χώρα, από τη Βαβυλώνα, για να με δουν». 4Ο προφήτης ξαναρώτησε: «Τι είδαν στο ανάκτορό σου;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ό,τι υπάρχει εκεί το είδαν· τίποτα δεν άφησα στα θησαυροφυλάκιά μου που να μην τους το δείξω».
5Τότε ο Ησαίας είπε στον Εζεκία: «Άκου το λόγο του Κυρίου του σύμπαντος: 6Έρχονται μέρες, που ό,τι υπάρχει στο ανάκτορό σου και το αποταμίευσαν εκεί οι πρόγονοί σου μέχρι σήμερα, θα μεταφερθεί στη Βαβυλώνα· τίποτα δε θα μείνει εδώ, λέει ο Κύριος. 7Θα πάρουν ακόμα και μερικά από τα παιδιά σου, απ’ αυτά που θα ’χουν γεννηθεί από σένα, για να γίνουν ευνούχοι στ’ ανάκτορα του βασιλιά της Βαβυλώνας».
8Ο Εζεκίας απάντησε στον Ησαΐα: «Ο λόγος που μου αναγγέλλει ο Κύριος είναι καλός». Και μέσα του σκεφτόταν: «Όσο ζω εγώ θα υπάρχει ειρήνη κι ασφάλεια. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 40
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
(Κεφ. 40–55)
Παρηγορητικοί λόγοι για το λαό Ισραήλ
Ο Κύριος φέρνει πίσω το λαό του
1«Παρηγορείτε, παρηγορείτε το λαό μου», λέει ο Θεός σας. 2«Βεβαιώστε την Ιερουσαλήμ και φωνάξτε της ότι τέλειωσε της δουλείας της ο καιρός, ότι η ανομία της συγχωρήθηκε, ότι τιμωρήθηκε από τον Κύριο με το παραπάνω, για όλες τις αμαρτίες της».
3Ακούστε! Κάποιος φωνάζει: «Ετοιμάστε στην έρημο ένα δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε εκεί το δρόμο να περάσει ο Θεός μας. 4Κάθε φαράγγι ας υψωθεί, κάθε βουνό και κάθε λόφος ας χαμηλώσει· το έδαφος το ανώμαλο ας γίνει πεδιάδα και τα μέρη τ’ απόκρημνα, κοιλάδα. 5Τότε η δόξα του Κυρίου θα φανερωθεί και θα τη δουν ταυτόχρονα όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Κύριος ο ίδιος μίλησε».
6Μια φωνή λέει: «Φώναξε!» Κι εγώ ρωτάω: «Τι να φωνάξω;» «Ότι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι», μού απαντά η φωνή, «κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγρολούλουδο. 7Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, όταν απάνω του φυσήξει του Κυρίου η πνοή –πραγματικά, χορτάρι είν’ ο λαός. 8Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, μα ο λόγος του Θεού μας μένει αιώνια».
Η χαρμόσυνη αγγελία
9Ανέβα πάνω σε ψηλό βουνό, Σιών, και διακήρυξε τη χαρμόσυνη αγγελία. Βάλε φωνή με δύναμη, Ιερουσαλήμ, και διακήρυξε τα νέα τα ευχάριστα. Φώναξε, μη φοβάσαι! Στις πόλεις του Ιούδα πες: «Να ο Θεός σας! 10Ο Κύριος, ο Θεός, έρχεται να εξουσιάσει με δύναμη. Φέρνει μαζί του αυτό που κέρδισε.πα 11Καθώς βοσκός βοσκάει το κοπάδι του· το συναθροίζει με το χέρι του· βαστάει στο στήθος του τ’ αρνάκια, και τις μανάδες τους προσεκτικά τις οδηγεί».
Ο ασύγκριτος Θεός του Ισραήλ
12Ποιος τα νερά της θάλασσας μπόρεσε ποτέ με τη χούφτα να μετρήσει, τα ουράνια να υπολογίσει με τη σπιθαμή, να βάλει σε σακί της γης το χώμα, με την πλάστιγγα να ζυγίσει τα βουνά ή με τη ζυγαριά τους λόφους; 13Ποιος μπορεί να κατανοήσει το Πνεύμα του Κυρίου, και ποιος μπορεί να τον διδάξει ή να του δώσει συμβουλές; 14Ποιον συμβουλεύτηκε για ν’ αποκτήσει ευθυκρισία; ποιος του ’μαθε ν’ ασκεί τη δικαιοσύνη; ποιος του μετέδωσε τη γνώση και ποιος του δίδαξε να ενεργεί με σύνεση; 15Τι ’ναι τα έθνη; Σαν μια σταγόνα σ’ έναν κάδο με νερό, σαν κόκκος σκόνης πάνω στην πλάστιγγα. Πόσο ζυγίζουν τα νησιά; Όσο της άμμου ο κόκκος. 16Όλα τα δέντρα του Λιβάνου δεν αρκούν για τη φωτιά ούτε όλα του τα ζωντανά για τ’ ολοκαύτωμα. 17Όλα τα έθνη είν’ ένα τίποτα μπροστά του· τα λογαριάζει σαν μηδέν, ωσάν μηδαμινότητα.
18Με ποιον θέλετε να παρομοιάστε το Θεό; Και ποιο ομοίωμα να πείτε πως του μοιάζει; 19Το είδωλο το χύνει ο τεχνίτης κι ο χρυσοχόος το επιχρυσώνει και το στολίζει με αλυσίδες αργυρές. 20Όποιος είναι φτωχός διαλέγει για την προσφορά του ξύλο που δεν το τρώει το σαράκι, κι αναζητάει έναν τεχνίτη ικανόν να του φτιάξει είδωλο που να ’ναι στέρεο.
21Δεν το μάθατε; Δεν το ακούσατε; Δε σας το είπαν και δεν το καταλάβατε από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος; 22Αυτός είναι που κάθεται ψηλά πάνω απ’ τη γη κι οι κάτοικοί της μοιάζουν σαν ακρίδες· αυτός σαν παραπέτασμα τους ουρανούς τεντώνει και τους ξεδιπλώνει σαν να ’τανε σκηνή για κατοικία. 23Αυτός τους ηγεμόνες τούς εκμηδενίζει κι εξαφανίζει τους κριτές της γης. 24Μοιάζουν με νεαρά φυτά που τώρα μόλις σπάρθηκαν, που μόλις ρίζωσαν στη γη. Όταν ο Κύριος πάνω τους φυσήξει θα ξεραθούν, κι ο ανεμοστρόβιλος σαν άχυρο θα τους αρπάξει.
25«Με ποιον θα με παρομοιάσετε, λοιπόν;» λέει ο Άγιος Θεός, «με ποιον θα ταυτιστώ;» 26Τα μάτια σας σηκώστε στον ουρανό και δέστε· αυτά τ’ αστέρια ποιος τα δημιούργησε, αν όχι αυτός που σε παράταξη σαν στράτευμα τα βγάζει, κι όλα με τ’ όνομά τους τα καλεί; Η δύναμή του τόσο είναι μεγάλη και τέτοια η ισχύς του, ώστε ποτέ δε λείπει ούτ’ ένα τους.
Ο Θεός δίνει δύναμη στους ανίσχυρους
27Γιατί, λες Ιακώβ και βεβαιώνεις Ισραήλ, ότι ο Κύριος αγνοεί τις συμφορές σας και πως δε νοιάζεται για να σας αποδώσει το δίκιο σας; 28Δεν ξέρετε, δε μάθατε; Ο Κύριος είν’ ο αιώνιος Θεός· της γης τα πέρατα δημιούργησε. Ούτε κουράζεται ούτε εξασθενεί, και η σοφία του είναι ανεξερεύνητη. 29Στους κουρασμένους δίνει δύναμη, στεριώνει τους αδύνατους. 30Ακόμα και οι νέοι κουράζονται κι εξασθενούν, τα παλικάρια τα γερά σκοντάφτουνε και πέφτουν. 31Μα εκείνοι που στον Κύριο ελπίζουν, ανανεώνουν τις δυνάμεις τους· φτερά αποκτούνε σαν του αϊτού, τρέχουν χωρίς να εξασθενούν, βαδίζουνε δίχως και ν’ αποσταίνουν.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 41
Ο Θεός του Ισραήλ προκαλεί τους θεούς των εθνών
1Ο Κύριος λέει: «Σωπάστε μπρος μου εσείς, κάτοικοι των μακρινών χωρών κι ας ξαναβρούνε οι λαοί το σθένος τους. Ας πλησιάσουν κι ας παρουσιάσουν την υπόθεσή τους· ας συναχθούμε όλοι μαζί, να δούμε ποιος έχει δίκιο.
2»Ποιος έφερε απ’ την ανατολή εκείνον,πβ που η νίκη τον ακολουθεί όπου διαβαίνει; Ποιος του παρέδωσε τα έθνη και τον ανέδειξε των βασιλιάδων κυρίαρχο; Το ξίφος του τους σύντριψε σαν να ’ταν σκόνη· τα βέλη του τους σκόρπισαν σαν άχυρα στον άνεμο. 3Τους καταδίωξε κι ανέπαφος προχώρησε με βιάση, λες και στα πόδια του φυτρώσανε φτερά.
4»Ποιος τα σχεδίασε όλα τα παραπάνω και τα πραγματοποίησε; Κείνος που πλάθει τις γενιές απ’ την αρχή· εγώ, ο Κύριος, που ήμουν παρών απ’ την αρχή και θα ’μαι ως το τέλος».
Τα έθνη ζητούν προστασία
5Οι μακρινές οι χώρες είδαν αυτό που έγινε και τρόμαξαν, ταράχτηκαν τα πέρατα της γης· όλοι μαζί πλησίασαν και ήρθαν. 6Ο ένας τον άλλο βοηθά και λέει: «Κάνε κουράγιο!» 7Έτσι εμψυχώνει το χρυσοχόο ο ξυλουργός κι ο χαλκοπλάστης λέει σ’ αυτόν όπου σφυρηλατεί στο αμόνι: «Είναι καλή η συγκόλληση». Και με καρφιά το είδωλο στεριώνει, ακλόνητο να στέκει.
Ο Θεός προστατεύει τον Ισραήλ
8Ο Κύριος λέει: «Εσένα, όμως, δούλε μου Ισραήλ, Ιακώβ, εκλεκτέ μου, απόγονε του Αβραάμ, του φίλου μου, 9εγώ απ’ τις άκρες σ’ έφερα της γης, σε κάλεσα απ’ τα πέρατά της, και σου είπα: “δούλος μου είσαι”. Εγώ σε διάλεξα και δε σε περιφρόνησα. 10Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι. Εγώ είμαι ο Θεός σου, μην τρομάζεις. Θα σ’ ενισχύσω, θα σε βοηθήσω, θα σε στηρίξω με το δίκαιο χέρι μου, το δυνατό. 11Θα ντραπούν και θα γίνουν καταγέλαστοι όλοι όσοι είναι εναντίον σου οργισμένοι, θα εκλείψουν και θ’ αφανιστούν όσοι μ’ εσένα αντιδικούν. 12Θ’ αναζητήσεις εκείνους που σε μάχονται, αλλά δε θα τους βρεις. Θα εκλείψουνε και θα χαθούν όσοι σε πολεμούνε. 13Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που απ’ το δεξί σου χέρι σε κρατώ, και που σου λέω: Μη φοβάσαι, έρχομαι να σε βοηθήσω εγώ.
14»Λοιπόν, μην τρέμεις, Ιακώβ, φτωχέ λαέ Ισραήλ! Εγώ θα σε βοηθήσω, έστω κι αν είσαι ανίσχυρος σαν σκούληκας που τον πατούν. Εγώ, ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, εγώ είμ’ ο λυτρωτής σου. 15Άμαξα θα σε κάνω αλωνιστική, καινούρια και με κοφτερά τα δόντια· και θ’ αλωνίσεις τα βουνά και θα τα κάνεις σκόνη, τους λόφους θα τους κάνεις σαν άχυρο λεπτό. 16Θα τα λιχνίσεις και θα τα σηκώσει ο άνεμος, ο ανεμοστρόβιλος θα τα διασκορπίσει. Τότε εσύ για τον Κύριο θα χαίρεσαι, θα δοξαστείς για τον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
17»Όταν οι αδύνατοι, οι φτωχοί, θα γυρεύουν νερό κι εκείνο δε θα υπάρχει κι η γλώσσα τους από τη δίψα θα ξεραίνεται, εγώ ο Κύριος θα τους εισακούσω· δεν πρόκειται να τους εγκαταλείψω, εγώ ο Θεός του Ισραήλ. 18Απάνω στα γυμνά βουνά θα κάνω να κυλούν ποτάμια και μέσα στα φαράγγια ν’ αναβρύσουνε πηγές· θα κάνω η έρημος να γίνει λίμνη, η γη η άνυδρη τρεχούμενα νερά. 19Την έρημο με κέδρους θα φυτέψω, με ακακίες, με μυρτιές κι ελιές· στη στέπα θα φυτέψω κυπαρίσσια, πεύκα και πλάτανους μαζί. 20Έτσι όλοι θα δουν και θα γνωρίσουν, θα σκεφτούν κι όλοι θα καταλάβουν πως του Κυρίου το χέρι τα ’κανε όλα αυτά, πως ο Άγιος Θεός του Ισραήλ τα δημιούργησε».
Πρόκληση του Κυρίου προς τους ψεύτικους θεούς
21Ο Κύριος, ο βασιλιάς του Ισραήλ, λέει στους θεούς των εθνών: «Παρουσιάστε την υπόθεση, προβάλετε τα επιχειρήματά σας. 22Πλησιάστε να μας αναγγείλετε τι θα συμβεί· εξηγήστε μας τα όσα έγινανπγ και πέστε μας τη σημασία τους ή ανακοινώστε μας τα μέλλοντα, για να παρατηρήσουμε την εξέλιξή τους. 23Πέστε μας τι είναι να συμβεί στο μέλλον, ώστε ν’ αναγνωρίσουμε ότι είστε αληθινοί θεοί. Κάντε να ’ρθεί κάποιο καλό ή μια δυστυχία, για να γεμίσουμε τρόμο και θαυμασμό. 24Αλλά εσείς είστε μηδέν κι είναι ένα τίποτα το έργο σας· είναι αποκρουστικό να σας διαλέγει κάποιος για θεούς του.
25»Όμως εγώ ξεσήκωσα κάποιον απ’ το βορρά και θα ’ρθει απ’ την ανατολή του ήλιου· με τ’ όνομά του τον καλώ.πδ Τους ηγεμόνες θα τους πατήσει σαν το χώμα, όπως ο κεραμοποιός πατάει τον πηλό. 26Ποιος από σας τα ανάγγειλε όλα αυτά από την αρχή, ώστε να τον αναγνωρίσουμε, κι από τα περασμένα χρόνια, ώστε να πούμε «Έχει δίκιο;» Όχι, κανένας δεν τα ανήγγειλε, κανένας δεν τα διακήρυξε, ούτ’ άκουσε τα λόγια σας κανένας. 27Πρώτος εγώ τα ανήγγειλα στη Σιών κι έστειλα στην Ιερουσαλήμ αγγελιοφόρο με τις ειδήσεις τις καλές.
28»Κοίταξα, μα κανένας δεν υπήρχε ανάμεσά τους σύμβουλος, να τον ρωτήσω και να μου απαντήσει. 29Όλοι τους είναι ένα μηδέν,πε τα έργα τους είν’ ένα τίποτα· τα είδωλά τους άνεμος και ματαιότητα».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 42
Ο δούλος του Κυρίου φέρνει ελευθερία και ειρήνη
1Ο Κύριος λέει: «Να ο δούλος μου που τον υποστηρίζω, ο εκλεκτός μου που έχει όλη μου την εύνοια· του έδωσα το Πνεύμα μου· θα φέρει στα έθνη δικαιοσύνη. 2Δε θα κραυγάζει ούτε θα υψώνει τη φωνή, ούτε και θα βροντολαλεί στους δρόμους. 3Καλάμι τσακισμένο δεν θα το συντρίψει, λυχνάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει· πραγματική θα φέρει σ’ όλους δικαιοσύνη. 4Αυτός δεν θα δειλιάσει ούτε θα εξασθενήσει, ωσότου εγκαταστήσει στη γη τη δικαιοσύνη· κι οι μακρινές οι χώρες θα περιμένουνε το νόμο του».
Ο Θεός του Ισραήλ προσκαλεί το βασιλιά των Περσών
5Αυτά λέει ο Θεός, ο Κύριος, που δημιούργησε και άπλωσε τους ουρανούς, που στέριωσε τη γη κι ό,τι απ’ αυτήν παράγεται, ζωή που ’δωσε και πνοή σε όλους τους λαούς, σ’ όλους αυτούς που πάνω της κινούνται:
6«Εγώ, ο Κύριος, σε κάλεσα σύμφωνα με το σχέδιό μου και σε υποστήριξα, σε φύλαξα και σ’ έκανα εγγυητή της διαθήκης μου με τους ανθρώπους. Φως των εθνών σε έκανα, 7τα μάτια για ν’ ανοίξεις των τυφλών, τους αιχμαλώτους από τα δεσμά να ελευθερώσεις, κι αυτούς που κατοικούν στα σκότη απ’ την υπόγεια φυλακή. 8Εγώ είμαι ο Κύριος, αυτό είναι τ’ όνομά μου. Τη δόξα μου δεν θα τη δώσω σε άλλον, ούτε τη φήμη μου στα είδωλα. 9Οι εξαγγελίες οι παλιές εκπληρωθήκαν, καινούριες αναγγέλλω τώρα· όσα είναι να γίνουν σας τα αναγγέλλω από πριν».
Δοξολογία για την απελευθέρωση με τη δύναμη του Κυρίου
10Ψάλτε στον Κύριο καινούριο τραγούδι, ψάλτε τη δόξα του από τα πέρατα της γης! Ας τον υμνεί η θάλασσα κι όλοι όσοι ταξιδεύουνε σ’ αυτήν, οι μακρινές οι χώρες κι όλοι οι κάτοικοί τους. 11Ύμνο ας υψώσουν στο Θεό, η έρημος κι οι πολιτείες της και τα χωριά όπου κατοικεί ο λαός του Κηδάρ· ας ψάλουν της Σελάπς οι κάτοικοι· ας στείλουνε φωνές χαράς απ’ τις βουνοκορφές. 12Τον Κύριο ας δοξάσουν και δυνατά ας τον υμνήσουν αυτοί που κατοικούν σε χώρες μακρινές.
13Ο Κύριος σαν ήρωας πλησιάζει, με ορμή πολεμιστή, το σύνθημα της μάχης φωνάζει, βγάζει πολεμική κραυγή, υπερισχύει απέναντι στους αντιπάλους του.
14Ο Κύριος λέει: «Πολύν καιρό έχω που σωπαίνω· άπραγος έμεινα και συγκρατήθηκα. Μα τώρα θα φωνάξω σαν τη γυναίκα που γεννάει, θ’ αναστενάξω κι η ανάσα μου βαριά θα βγει. 15Θα ερημώσω λόφους και βουνά κι όλη τη χλόη τους θα την ξεράνω· θα κάνω τα ποτάμια να γίνουν έρημοι, τις λίμνες θα αποξηράνω. 16Θα φέρω τους τυφλούς σε δρόμο που δε γνώριζαν, σ’ άγνωστα θα τους οδηγήσω μονοπάτια· θα κάνω το σκοτάδι φως να γενεί μπροστά τους κι οι δρόμοι οι κακοτράχαλοι, καλοστρωμένοι. Αυτά τα σχέδια θα τα εκτελέσω εγώ και τίποτα δε θα παραλειφθεί.
17»Θα οπισθοχωρήσουν, όμως, θα ντροπιαστούν όσοι στηρίζονται στα είδωλα και λέν’ στα σκαλιστά αγάλματα: “εσείς είστε οι θεοί μας”».
Απείθεια του Ισραήλ
18«Κουφοί, ακούστε», λέει ο Κύριος, «και τυφλοί τα μάτια σας ανοίξτε για να δείτε. 19Υπάρχει τάχα άλλος τυφλός εκτός από σένα, που σε διάλεξα να είσαι δούλος μου;πζ Υπάρχει τάχα άλλος κουφός εκτός από σένα, που είσαι ο αγγελιοφόρος μου; Κανείς δεν είν’ τόσο τυφλός, όσο ο απεσταλμένος μου· κανείς τόσο κουφός, όσο ο δούλος μου. 20Πολλά είδατε, μα σημασία δεν τους δώσατε· τ’ αυτιά σας τα ’χετε ανοιχτά, μα δεν ακούτε. 21Εγώ ο Κύριος, πιστός στις υποσχέσεις μου, σας έδωσα έναν ένδοξο μεγαλειώδη νόμο. 22Εσείς όμως είστε λαός που σας λεηλάτησαν και που σας γύμνωσαν· όλοι σας παγιδευμένοι είστε στα σπήλαια και μες στις φυλακές κλεισμένοι· σας λεηλατούν χωρίς κανείς να σας γλιτώνει, αρπάζουν τ’ αγαθά σας χωρίς κανείς πίσω να τα ζητά. 23Ποιος από σας δίνει πια προσοχή σ’ αυτά; Ποιος από ’δω κι εμπρός θ’ ακούει μ’ ενδιαφέρον για το μέλλον;»
24Ποιος στους ληστές παρέδωσε τον Ιακώβ, στους άρπαγες τον Ισραήλ; Δεν είν’ ο Κύριος, που απέναντί του αμαρτήσαμε; Δε θέλησαν ν’ ακολουθήσουνε το δρόμο του ούτε στο νόμο του υπακούσαν. 25Γι’ αυτό έριξε απάνω τους τη φοβερή οργή του και του πολέμου την άγρια μάνητα· φλόγες τους περικύκλωσαν θανάτου, μα αυτοί το τι γινόταν δεν κατάλαβαν· σχεδόν τους αποτέφρωσε, μα αυτοί κανένα μάθημα δεν πήραν.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 43
Ο Κύριος μόνος λυτρωτής
1Και τώρα λέει ο Κύριος, ο δημιουργός σου, Ιακώβ, ο πλάστης σου, Ισραήλ: «Μη φοβάσαι, γιατί εγώ σε λύτρωσα· σου ’δωσα τ’ όνομά μου, δικός μου είσαι. 2Όταν περνάς απ’ τα νερά, εγώ θα ’μαι μαζί σου· κι όταν περνάς ποτάμια, δε θα καταποντίζεσαι. Όταν μέσ’ από τη φωτιά βαδίζεις, δε θα καίγεσαι· οι φλόγες της δε θα σε αποτεφρώσουν. 3Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο σωτήρας σου. Για να σε πάρω, έδωσα αντάλλαγμα την Αίγυπτο κι ακόμα την Αιθιοπία και τη Σεβά.πη 4Είσαι πολύτιμος στα μάτια μου, έχεις για μένα αξία και σ’ αγαπώ· γι’ αυτό θα δώσω ανθρώπους για να σ’ αποκτήσω, λαούς ολόκληρους για να σου σώσω τη ζωή.
5»Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι· απ’ την ανατολή θα φέρω πίσω τους απογόνους σου κι από τη δύση θα σας συναθροίσω. 6Και στο Βορρά θα πω, “δώσε τους πίσω”· θα πω στο Νότο, “πια μην τους κρατάς”. Φέρτε τους γιους μου από τη μακρινή τη χώρα, τις θυγατέρες μου απ’ τα πέρατα της γης, 7όλους αυτούς που φέρουν τ’ όνομά μου, που για τη δόξα μου τους έφτιαξα, τους έπλασα και τους σχημάτισα».
Ο Ισραήλ βλέπει αλλά δεν κατανοεί
8Ο Κύριος λέει: «Οδήγησε έξω το λαό που είναι τυφλός, αν κι έχει μάτια· που είναι κουφός, αν κι έχει αυτιά. 9Ας συναχθούν όλα μαζί τα έθνη, οι λαοί ας συγκεντρωθούν. Ποιος από τους θεούς τους προείπε τα γεγονότα που έρχονται; Ποιος μας τ’ ανάγγειλε από το παρελθόν; Ας φέρουνε τους μάρτυρές τους για να δικαιωθούν· ας ακουστούν οι μάρτυρές τους για να επιβεβαιωθούν τα λόγια τους.
10»Εσείς, Ισραηλίτες, είστε οι μάρτυρές μου, οι δούλοι μου που εγώ σας διάλεξα, ώστε να με γνωρίσετε και να πιστέψετε σ’ εμένα· να καταλάβετε πως μόνο εγώ είμαι Θεός. Πριν από μένα άλλος θεός κανείς δεν ήταν, ούτε από μένα ύστερα θα υπάρξει άλλος. 11Εγώ, μονάχα εγώ είμαι ο Κύριος· έξω από μένα δεν υπάρχει άλλος σωτήρας. 12Εγώ σας προείπα τι θα γίνει, κι όταν αυτά έγιναν, σας έσωσα. Ξένος θεός κανένας δεν τα ’κανε αυτά σ’ εσάς· εσείς είστε οι μάρτυρές μου, ότι ο Θεός σας είμ’ εγώ. 13Ο ίδιος από τώρα και για πάντα. Κανένας απ’ τη δύναμή μου δε γλιτώνει. Όταν εγώ ενεργώ, ποιος μπορεί τάχα ν’ αντιταχθεί στο έργο μου;»
Ο Θεός προετοιμάζει την επιστροφή του λαού του
14Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Για χάρη σας θα στείλω στράτευμα στη Βαβυλώνα και θα συντρίψω όλους τους μοχλούς των οχυρών· οι Χαλδαίοι θα ξεσπάσουν σε θρήνους. 15Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Άγιός σας, ο δημιουργός του Ισραήλ, ο βασιλιάς σας».
16Ο Κύριος λέει: «Στο παρελθόν άνοιξα δρόμο μες στη θάλασσα, δίοδο μες στα ορμητικά νερά· 17οδήγησα σε εκστρατεία άμαξες κι άλογα, στράτευμα και πολεμιστές μαζί. Εκεί ξαπλώθηκαν για να μη σηκωθούνε πια· αφανιστήκαν, έσβησαν σαν το φυτίλι στο λυχνάρι. 18Τώρα όμως τα περασμένα μην τα θυμάστε και μην ξαναγυρνάτε στα γεγονότα τα παλιά. 19Κοιτάξτε! Εγώ κάτι καινούργιο κάνω, που κιόλας έγινε· δεν το βλέπετε; Ναι, θα κάνω δρόμο μες στην έρημο και μες στην ερημιά ποτάμια. 20Θα με δοξάζουν τα θηρία του αγρού, τσακάλια, στρουθοκάμηλοι, γιατί δίνω νερό στην έρημο και ποταμούς στην ερημιά, να ποτιστεί ο λαός ο εκλεκτός μου. 21Είν’ ο λαός που εγώ τον έφτιαξα για μένα και θα διακηρύξει τη δόξα μου».
Ο Θεός απαντά στα παράπονα του λαού του
22Ο Κύριος λέει στον Ισραήλ, στου Ιακώβ τους απογόνους: «Μη λες πως με επικαλέστηκες και πως κουράστηκες για μένα. 23Μη λες ότι τα πρόβατά σου, που ολοκαύτωμα τα πρόσφερες, ήταν για μένα ούτε πως ήμουνα εγώ εκείνος που με τις θυσίες σου δόξαζες. Εγώ δεν σ’ επιβάρυνα να σου γυρεύω προσφορές ούτε σε κούρασα ζητώντας θυμιάματα. 24Μη λες πως η ευωδιαστή κανέλλα, που αγόρασες με χρήματα, ήταν για μένα, ούτε πως χόρτασες εμένα με το λίπος απ’ τις θυσίες σου. Αντίθετα με τις αμαρτίες σου μ’ ενόχλησες και με τις ανομίες σου με κούρασες. 25Ωστόσο, μονάχα εγώ είμ’ εκείνος που τις ανομίες σου εξαλείφω και δε φυλάω στη μνήμη μου τις αμαρτίες σου.
26»Μάζεψε εσύ ό,τι κρατάς στη μνήμη σου κι έλα μαζί για να κριθούμε· λογάριασε εσύ, και παρουσίασε ό,τι μπορείς για να δικαιωθείς. 27Αμάρτησε ο προπάτοράς σου, οι αρχηγοί σου σ’ εμένα απίστησαν· 28γι’ αυτό κι εγώ ατίμασα του ναού μου τους άρχοντες και τον Ιακώβ σε αφορισμό παρέδωσα, σε χλευασμό τον Ισραήλ».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 44
Ο Κύριος ο μόνος Θεός
1Ο Κύριος λέει: «Τώρα, λοιπόν, άκουσε, δούλε μου Ιακώβ, Ισραήλ, εκλεκτέ μου. 2Εγώ σε δημιούργησα και σ’ έπλασα απ’ την κοιλιά της μάνας σου και σε βοηθάω. Μη φοβάσαι δούλε μου, Ιακώβ, Ισραήλ εσύ, εκλεκτέ μου. 3Γιατί νερά θα δώσω σε διψασμένη γη και ποταμούς σε στεγνωμένο έδαφος. Το Πνεύμα μου στους απογόνους σου θα βάλω και στα παιδιά σου την ευλογία μου, 4και θα βλαστήσουνε σαν χόρτο καλοποτισμένο, καθώς οι ιτιές πλάι σε τρεχούμενα νερά».
5Ένας θα λέει: «Εγώ είμαι του Κυρίου», κι άλλος θα λέει ότι ανήκει στους απογόνους του Ιακώβ· άλλος στο χέρι του θα γράφει: «Στον Κύριο ανήκω» και θα ονομάζεται με το τιμητικό όνομα του Ισραήλ.
6Λέει ο Κύριος, ο βασιλιάς του Ισραήλ και λυτρωτής του, ο Κύριος του σύμπαντος: «Εγώ είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος· εκτός από μένα δεν υπάρχει άλλος Θεός. 7Ποιος είν’ όπως εγώ; Ας το πει! Το λόγο ας πάρει μπρος μου κι ας το αποδείξει. Ποιος προείπε από την αρχή τα μέλλοντα; Όσα πρόκειται να συμβούν ας μας τα φανερώσουν.
8»Μη φοβάστε, μην τρομάζετε! Δε σας το ανάγγειλα πολύ καιρό πιο πριν και δε σας το φανέρωσα; Είστε οι μάρτυρές μου· υπάρχει άλλος Θεός εκτός από μένα; Όχι! Άλλος Βράχος δεν υπάρχει· κανέναν δε γνωρίζω εγώ».
Η μωρία της ειδωλολατρίας
9Οι κατασκευαστές ειδώλων είν’ όλοι τους μηδαμινοί· τα πιο καλά τους είδωλα δεν ωφελούν σε τίποτα. Δε βλέπουν τίποτα όσοι τα λατρεύουν, τίποτα δεν καταλαβαίνουν· κι έτσι καταντροπιάζονται. 10Ποιος κάθεται να φτιάξει έναν θεό ή να χύσει στο μέταλλο ένα είδωλο, που δεν μπορεί καθόλου να ωφελήσει; 11Όλοι όσοι το λατρέψουν, θα ντροπιαστούν· οι κατασκευαστές τους δεν είναι τίποτ’ άλλο από άνθρωποι· κι αν όλοι συναχθούν μαζί και παρουσιαστούν, άλλο δεν έχουν παρά να τρομάξουν και να ντροπιαστούν. 12Το σίδερο ο σιδηρουργός δουλεύει πάνω απ’ τη φωτιά, τού δίνει σχήμα με διάφορα σφυριά, μορφή τού δίνει με το δυνατό του χέρι· αλλά αν δεν τρώει ο ίδιος, εξαντλείται· νερό αν δεν πίνει ατονεί. 13Ο ξυλουργός το ξύλο του μετράει, το σχέδιο χαράζει με κοντύλι, με το σκαρπέλο το δουλεύει, το σημειώνει με το διαβήτη. Μορφή του δίνει ανθρώπινη, την ομορφιά του ανθρώπου, για να το βάλει σε ναό.
14Μπορεί να κόψει και να χρησιμοποιήσει κέδρους ή να διαλέξει ένα πλατάνι ή μια βαλανιδιά ή κάποιο άλλο δέντρο από το δάσος ή ακόμα να φυτέψει ένα πεύκο που θα το μεγαλώσει η βροχή. 15Στον άνθρωπο θα χρησιμεύσει για καυσόξυλα. Απ’ αυτό το ξύλο παίρνει και θερμαίνεται, με το ίδιο ακόμα φτιάχνει ένα θεό και τον λατρεύει· το κάνει είδωλο και μπρος του γονατίζει. 16Με το μισό απ’ αυτό το ξύλο ανάβει τη φωτιά, στα κάρβουνά του ψήνει το κρέας που θα φάει, χορταίνει και ζεσταίνεται και λέει: «Ωραία που ’ναι η ζεστασιά, να βλέπεις τη φωτιά!» 17Με το υπόλοιπο κατασκευάζει ένα θεό, φτιάχνει το είδωλό του· μπροστά του γονατίζει και το προσκυνάει, προσεύχεται σ’ αυτό και λέει: «Εσύ είσ’ ο θεός μου, λύτρωσέ με».
18Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουνε τι κάνουν, δεν καταλαβαίνουν. Έχουν κλειστά τα μάτια τους ώστε να μη βλέπουν, και τις καρδιές τους ώστε να μην αισθάνονται. 19Δε χρησιμοποιούν τη σκέψη τους ούτε τη γνώση ή τη νόησή τους, ώστε να πουν: «Μισό απ’ αυτό το δέντρο το έκαψα, πάνω στα κάρβουνά του έψησα ψωμί ή κρέας κι έφαγα· και το υπόλοιπό του θα το κάνω είδωλο, θα γονατίσω μπρος σ’ ένα κομμάτι ξύλο;» 20Είναι τόσο ανόητο, σαν να ζητά κανείς να τραφεί από στάχτη· η απατημένη του καρδιά τον ξεγελά, και δεν μπορεί η ψυχή του να βρει λύτρωση ούτε και να σκεφτεί ότι το είδωλο που μες στο χέρι του κρατάει είναι απάτη.
Ο Κύριος λυτρωτής του Ισραήλ
21Ο Κύριος λέει: «Ετούτο να θυμάσαι, Ιακώβ, να το θυμάσαι, λαέ του Ισραήλ, πως είσαι δούλος μου. Εγώ σε έπλασα για να ’σαι ο έμπιστός μου, δε θα σε λησμονήσω, Ισραήλ. 22Διέλυσα τις ανομίες σου σαν την ομίχλη, τις αμαρτίες σου σαν να ’ταν σύννεφο· γύρνα σ’ εμένα, γιατί εγώ σε λύτρωσα».
23Ψάλτε, ουρανοί, γιατί ο Κύριος μεγαλούργησε! Πανηγυρίστε εσείς, της γης τα βάθη! Σε ψαλμωδία ξεσπάστε τα βουνά της γης κι όλα τα δέντρα μες στα δάση! Γιατί ο Κύριος τον Ιακώβ τον λύτρωσε, φανέρωσε τη δόξα του στον Ισραήλ.
24Λέει, λαέ του Ισραήλ, ο Κύριος, που σε λύτρωσε και σ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας σου: «Εγώ είμαι ο Κύριος, που δημιούργησα τα πάντα, άπλωσα μόνος μου τους ουρανούς, και στέριωσα τη γη με τη δική μου δύναμη. 25Εγώ είμαι που ματαιώνω των μάγων τους χρησμούς, κάνω τους μάντεις να παραλογίζονται· αποκρούω τα λόγια των σοφών και κάνω παραλήρημα τη γνώση τους. 26Εγώ είμαι που το λόγο του εμπίστου μου επιβεβαιώνω, και πραγματοποιώ τα σχέδια του απεσταλμένου μου.
»Εγώ είμαι που λέω τώρα για την Ιερουσαλήμ πως θα κατοικηθεί, και για τις πόλεις του Ιούδα πως θ’ ανοικοδομηθούν, κι εγώ θα ανορθώσω τα ερείπια. 27Εγώ είμαι που λέω στην άβυσσο, “γίνε στεριά· τα ρεύματά σου θα τα ξεράνω”. 28Εγώ είμαι που λέω για τον Κύρο, “θα τον κάνω βοσκό του λαού μου”, και θα εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες μου. Αυτός θα διατάξει για την Ιερουσαλήμ: “ν’ ανοικοδομηθεί” και για το ναό: “να μπουν νέα θεμέλια”».πθ
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 45
Ο βασιλιάς Κύρος όργανο του Θεού
1Ο Κύριος λέει στο βασιλιά Κύρο, σ’ αυτόν που έχρισεϞ και υποστήριξε για να υποτάξει μπρος του τα έθνη και ν’ αφοπλίσει τους βασιλιάδες, ν’ ανοίξει μπρος του τα θυρόφυλλα των πόλεων, ώστε οι πύλες να μη μένουν πια κλειστές: 2«Μπροστά σου θα βαδίσω εγώ και θα εξομαλύνω τους δρόμους τους ανώμαλους· τις χάλκινες τις θύρες θα συντρίψω, θα σπάσω τους σιδερένιους τους μοχλούς. 3Μυστικούς θα σου δώσω θησαυρούς, κρυμμένα πλούτη, για να γνωρίσεις πως εγώ είμαι ο Κύριος, που σ’ έχω πάρει στην υπηρεσία μου, ο Θεός του Ισραήλ. 4Για χάρη των απογόνων του δούλου μου Ιακώβ, του Ισραήλ, του εκλεκτού λαού μου, σε πήρα στην υπηρεσία μου. Και σου ’κανα αυτή την τιμή, μολονότι εσύ δεν με γνώριζες. 5Εγώ είμαι ο Κύριος· δεν είναι άλλος κανείς εκτός από μένα, δεν υπάρχει άλλος Θεός. Θα σε εξοπλίσω, έστω κι αν δε με γνωρίζεις, 6ώστε να μάθουν από την ανατολή ως τη δύση πως άλλος δεν υπάρχει εκτός από μένα. Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος. 7Εγώ δημιούργησα το φως και το σκοτάδι, την ευτυχία έφτιαξα και τη δυστυχία. Εγώ, ο Κύριος, είμαι που όλ’ αυτά τα πραγματοποιώ. 8Σκορπίστε, ουρανοί, δροσιά απ’ τα ύψη, και βρέξτε, νέφη, δικαιοσύνη· η γη ας ανοίξει κι ας προβάλει η σωτηρία, μαζί ας βλαστήσει κι η δικαιοσύνη! Εγώ ο Κύριος τα δημιούργησα αυτά.
Ο Κύριος δημιουργός
9Αλίμονο σ’ εκείνον που το δημιουργό του μάχεται, ενώ είν’ όστρακο απ’ τον πηλό της γης. Κανένα βάζο πήλινο τον κεραμέα του δε ρωτάει, γιατί το κατασκεύασε, ούτε κανένα έργο του τον ρωτάει αν έχει χέρια επιδέξια. 10Αλίμονο σ’ εκείνον που λέει στον πατέρα του: «Γιατί με γέννησες;» στη μάνα του, «γιατί για μένα κοιλοπόνεσες;»
11Λέει ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο δημιουργός του: «Για το λαό μου με ρωτάτε και για το τι θα κάνω μου δίνετε εντολές; 12Εγώ έφτιαξα τη γη και δημιούργησα πάνω σ’ αυτήν τον άνθρωπο· εγώ άπλωσα με τα χέρια μου τους ουρανούς, διατάζω όλα τ’ αστέρια τους. 13Εγώ ξεσήκωσα τον Κύρο για να επιβάλει τις εντολές μου, και θα εξομαλύνω όλους τους δρόμους του· αυτός την πόλη μου θα ανοικοδομήσει και θ’ απελευθερώσει τους αιχμαλώτους μου, χωρίς να πάρει χρήματα ούτε δώρα». Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος.
Ο Κύριος βοηθάει το λαό του
14Λέει ο Κύριος στο λαό του: «Οι εργάτες απ’ την Αίγυπτο κι οι έμποροι απ’ την Αιθιοπία και ο λαός της Σεβά,Ϟα οι άντρες οι υψηλόκορμοι, θα οδηγηθούν κοντά σου και θα γίνουν δούλοι σου· θα σε ακολουθήσουν, θα περάσουν δέσμιοι από μπρος σου, θα σε προσκυνούν ομολογώντας: “μόνο μ’ εσένα είναι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από κείνον”». 15Πράγματι, εσύ είσαι Θεός που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ, και λυτρωτή! 16Θα ντροπιαστούν και θα ταπεινωθούν όλοι μαζί, αυτοί που φτιάχνουν τα είδωλα· θα φύγουν ντροπιασμένοι. 17Τον Ισραήλ όμως ο Κύριος θα τον σώσει κι η σωτηρία αυτή θα είναι αιώνια! Εσείς, Ισραηλίτες, δεν πρόκειται να ντροπιαστείτε ή να ταπεινωθείτε ποτέ μες στους αιώνες.
Πρόσκληση προς όλα τα έθνη
18Ο Κύριος είν’ ο δημιουργός του ουρανού, αυτός είν’ ο Θεός. Τη γη έφτιαξε και τη σχημάτισε, αυτός τη στέριωσε, την έπλασε όχι για να ’ναι έρημη, μα για να κατοικείται. Αυτός είναι που λέει: «Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος. 19Δε μίλησα κρυφά ούτ’ έκρυψα τη σκέψη μου· δεν είπα στους απογόνους του Ιακώβ, “ζητήστε με στο κενό”. Εγώ είμαι ο Κύριος, που λέω ό,τι είναι δίκαιο και αναγγέλλω την αλήθεια».
Τα είδωλα της Βαβυλώνας και ο Κύριος
20«Μαζευτείτε κι ελάτε· όλοι μαζί πλησιάστε, όσοι από τα έθνη επιζήσατε. Τίποτα δε γνωρίζουν αυτοί που μεταφέρουν τα σκαλισμένα ξύλα τους και σε θεό προσεύχονται ανήμπορο να σώσει. 21Πλησιάστε, παρουσιάστε την υπόθεσή σας, κάντε συμβούλιο ακόμα μεταξύ σας. Ποιος το ανάγγειλε αυτό απ’ τους παλιούς τους χρόνους, ποιος από τότε είχε πει πως θα συμβεί; Δεν είμ’ εγώ ο Κύριος; Άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει, δίκαιος Θεός και λυτρωτής, δεν υπάρχει άλλος από μένα.
22»Στραφείτε σ’ εμένα για να σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος, κι άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει. 23Ορκίστηκα στον εαυτό μου κι αυτό που λέω, πάντα γίνεται. Ο λόγος μου δεν θ’ ανακληθεί, γιατί μπροστά μου θα καμφθούν όλα τα γόνατα· όλοι θα ομολογούν και θα λένε: 24“μονάχα ο Κύριος είναι δυνατός και προστατεύει”».
Σ’ αυτόν θα ’ρθούνε καταντροπιασμένοι όλοι όσοι έχουν οργιστεί εναντίον του. 25Στον Κύριο θα βρούνε σωτηρία και δόξα όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 46
Οι ανίσχυροι θεοί και ο πανίσχυρος Θεός
1Έπεσε ο Βηλ, συντρίφτηκε ο Νεβώ! Τα είδωλά τους τα ’βαλαν πάνω στα ζώα, στα υποζύγια· τα φόρτωσαν πάνω στα κουρασμένα από το βάρος κτήνη. 2Σκύβουν όλα και γονατίζουν, δεν μπορούν να διασώσουν το φορτίο, κι αυτά μαζί οδηγούνται στην αιχμαλωσία.
3«Ακούστε με, Ισραηλίτες, όλοι όσοι απομείνατε από τους απογόνους του Ιακώβ», λέει ο Κύριος. «Εγώ σας φρόντισα απ’ την κοιλιά της μάνας σας και σας ανέλαβα απ’ τη στιγμή που ήρθατε στον κόσμο. 4Ωσότου να γεράσετε, εγώ θα παραμένω ο ίδιος, κι ωσότου ασπρίσουν τα μαλλιά σας, εγώ θα σας κρατώ. Εγώ σας έφτιαξα κι εγώ θα σας φροντίζω· βοήθεια θα σας δώσω και λυτρωμό.
5»Με ποιον θα με παρομοιάσετε, με ποιον θα με ταυτίσετε; Με ποιον θα με συγκρίνετε που να είμαστε όμοιοι; 6Κάποιοι βγάζουν χρυσάφι από το ταμείο τους κι ασήμι με την πλάστιγγα ζυγίζουν, πληρώνουν ένα χρυσοχόο για να τους φτιάξει απ’ αυτά έναν θεό, όπου τον προσκυνούν και τον λατρεύουν· 7στους ώμους τον σηκώνουν και τον περιφέρουν, μετά τον ξαναβάζουν κάτω και μένει εκεί ακίνητος. Προσεύχονται σ’ αυτόν, μα αυτός δεν απαντάει, από τη συμφορά τους να τους σώσει δεν μπορεί. 8Σκεφτείτε τι κάνετε, αποστάτες, και ντραπείτε· και λογαριάστε όσα έχω κάνει εγώ».
Η βοήθεια πλησιάζει
9«Φέρτε στο νου σας όσα γίνανε από πολύ παλιά, τα πρώτα, γιατί εγώ είμαι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος εκτός από μένα· Θεός χωρίς τον όμοιό του. 10Εγώ απ’ την αρχή το μέλλον φανερώνω και από πριν όσα ακόμα δεν έχουν συμβεί. Λέω, “το σχέδιό μου θα εκτελεστεί, κι όλα όσα επιθυμώ θα τα πραγματοποιήσω”. 11Απ’ την Ανατολή φωνάζω ένα αρπαχτικό πουλί, τον άνθρωποϞβ που εκτελεί τα σχέδιά μου απ’ τη μακρινή τη χώρα· όπως το είπα έτσι το πραγματοποιώ· το εκτελώ όπως το έχω σχεδιάσει.
12»Ακούστε με, εσείς οι σκληροτράχηλοι, που η λύτρωση θαρρείτε πως βρίσκεται μακριά. 13Η δικαιοσύνη πλησιάζει, διόλου δεν είναι πια μακριά, η σωτηρία μου δεν θ’ αργοπορήσει άλλο· τη σωτηρία θα δώσω στη Σιών, στον Ισραήλ τη δόξα μου».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 47
Κρίση κατά της Βαβυλώνας
Ο Κύριος λέει:
1«Κατέβα και στο χώμα πέσε,
όμορφη Βαβυλώνα.
Κάτσε στη γη χωρίς θρονί,
όμορφη χώρα των Χαλδαίων·
δε θα σε ονομάζουν πια γλυκιά και τρυφηλή.
2Πάρε το μύλο κι άλεθε αλεύρι,
βγάλε το πέπλο σου,
τα πόδια γύμνωσε,
σήκωσε το φόρεμά σου,
για να περάσεις τους ποταμούς,
3και θ’ αποκαλυφθεί η γυμνότητά σου
και θα ταπεινωθείς.
Θα πάρω εγώ εκδίκηση,
κανείς δε θα με σταματήσει».
4Αυτά λέει ο λυτρωτής μας,
που τ’ όνομά του είναι ο Κύριος του σύμπαντος,
ο Άγιος Θεός του Ισραήλ.
5«Πέσε στη σιωπή», λέει ο Κύριος,
«κι έμπα μες στο σκοτάδι,
όμορφη χώρα των Χαλδαίων·
δε θα μπορείς πια να ονομάζεσαι
κυρίαρχη των βασιλείων.
6Οργίστηκα ενάντια στο λαό μου,
ατίμασα τη χώρα μου,
στην εξουσία σου τους παρέδωσα,
μα εσύ έλεος δεν τους έδειξες·
ακόμα και στους γέροντες αβάσταχτον έκανες το ζυγό σου.
7Είπες: “θα είμαι αιώνια κυρίαρχη”.
Δε σκέφτηκες βαθιά το νόημα των γεγονότων,
ούτε στοχάστηκες το τέλος τους.
8»Τώρα, λοιπόν, άκουσε τούτο, τρυφηλή,
που κάθεσαι με ασφάλεια και σκέφτεσαι
πως μόνο εσύ υπάρχεις κι άλλος κανείς,
πως χήρα εσύ ποτέ σου δε θα μείνεις,
ούτε θα δεις να σου πεθαίνουν τα παιδιά:
9Μέσα σε μια στιγμή, σε μια μονάχα μέρα,
δύο κακά μαζί θα σου συμβούν:
χηρεία κι ατεκνία θα πέσουν πάνω σου τελειωτικά
και δε θα σ’ ωφελήσουν οι μαγείες σου οι πολλές
και τ’ άφθονά σου ξόρκια.
10Μα εσύ βασίστηκες στην πονηριά σου και είπες:
“κανένας δεν με βλέπει”.
»Η γνώση κι η σοφία σου σε παραπλάνησαν
και σκέφτηκες πως είσ’ εσύ
και δεν υπάρχει άλλος κανείς εκτός από σένα.
11Θα σου συμβεί κακό,
που δε θα ξέρεις πώς να το ξορκίσεις·
πάνω σου θα ’ρθει συμφορά
που να την αποφύγεις δε θα μπορείς·
καταστροφή θα πέσει ξάφνου πάνω σου,
που δε θα την έχεις προβλέψει.
12Κάθισε τώρα με τα ξόρκια και τις πολλές μαγείες σου,
που σ’ έχουν απ’ τα νιάτα σου κουράσει.
Ίσως μπορέσεις απ’ αυτά να ωφεληθείς,
τη συμφορά ίσως μπορέσεις να την αποδιώξεις.
13»Απ’ τους πολλούς σου συμβουλάτορες κουράστηκες.
Ας σηκωθούνε τώρα να σε σώσουν
οι ουρανοσκόποι κι οι αστρολόγοι,
που σου αναγγέλλουν κάθε μήνα
τι πρόκειται να σου συμβεί.
14Θα γίνουν σαν το άχυρο κι η φωτιά θα τους κάψει·
δε θα μπορέσουν να σωθούν
από της φλόγας την ορμή.
Γιατί δε θα ’ναι ανθρακιά να ζεσταθούν,
δε θα ’ναι αναμμένα κάρβουνα να κάτσουν αντικρύ τους.
15»Έτσι θα καταντήσουνε οι μάγοι σου
που από τα νιάτα σου σ’ απομυζούνε.
Θα πάρουνε το δρόμο τους και θα περιπλανιούνται,
κι ούτε ένας να σε σώσει δεν θα μπορεί».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 48
Προφητεία για καινούρια πράγματα
1Ακούστε απόγονοι του Ιακώβ, εσείς που φέρνετε το τιμητικό όνομα του Ισραήλ και που είστε απόγονοι του Ιούδα! Στου Κυρίου τ’ όνομα ορκίζεστε κι επικαλείστε το Θεό του Ισραήλ, μα όχι με ειλικρίνεια και πιστότητα. 2Ωστόσο με καμάρι ονομάζεστε πολίτες της άγιας πόλης, και λέτε πως στηρίζεστε στο Θεό του Ισραήλ, που τ’ όνομά του είναι «ο Κύριος του σύμπαντος». Ακούστε τι έχει να σας πει:
3«Τα παλιότερα γεγονότα τα είχα αναγγείλει από πολύ πριν· τα είπα, τα έκανα γνωστά· και ξάφνου τα πραγματοποίησα. 4Επειδή ήξερα πόσο είσαι σκληρός, πως σαν ραβδί από σίδερο είναι ο τράχηλός σου και χάλκινο το μέτωπο, 5γι’ αυτό σου ανάγγειλα τα γεγονότα από παλιά, πριν να συμβούν σου τα γνωστοποίησα, ώστε να μην μπορείς να πεις, “το είδωλό μου το έκανε αυτό, το άγαλμά μου, η χωνευτή μου εικόνα τα διέταξε”. 6Τα ’χεις ακούσει όλ’ αυτά και τώρα τα είδες πραγματοποιημένα· δεν το παραδέχεσαι;
»Τώρα σου αναγγέλλω νέα πράγματα, που τα ’χα φυλαγμένα, και ποτέ πριν δεν άκουσες γι’ αυτά. 7Τώρα μόνο τα πραγματοποιώ, τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε παλιότερα· πριν απ’ αυτή τη μέρα ποτέ δεν άκουσες γι’ αυτά και έτσι δεν μπορείς να πεις ότι τα γνώριζες. 8Και βέβαια και δεν τ’ άκουσες ούτε κι έλαβες γνώση· και βέβαια τ’ αυτιά σου ήταν κλειστά από πολύ πιο πριν, γιατί ξέρω πως είσαι αναξιόπιστος και πως σ’ αποκαλούνε παραβάτη από γεννησιμιού σου. 9Επειδή θέλω να τιμάται το όνομά μου, θα συγκρατήσω το θυμό μου· για χάρη της δόξας μου θα τον δαμάσω, για να μη σ’ εξολοθρεύσω. 10Εγώ σε λαμπικάρισα, μα όχι στη φωτιά καθώς το ασήμι· στης θλίψης το καμίνι σε δοκίμασα. 11Για τη δική μου χάρη, μόνο γι’ αυτήν έπραξα ό,τι έπραξα, γιατί αλλιώς θ’ ατιμαζόταν τ’ όνομά μου. Τη δόξα μου δεν θα τη δώσω σε άλλον».
Ο Κύριος θα λυτρώσει τον Ισραήλ
12«Άκουσέ με, Ιακώβ, Ισραήλ, που σε κάλεσα· εγώ είμαι ο ένας και μοναδικός Θεός· εγώ είμαι ο πρώτος κι ο τελευταίος. 13Το χέρι μου θεμέλιωσε τη γη, τους ουρανούς τούς άπλωσε το δυνατό μου χέρι· τους φωνάζω, και στη στιγμή μπροστά μου παρουσιάζονται. 14Συναχθείτε όλοι εσείς κι ακούστε! Αυτός που αγάπησαϞγ τα σχέδιά μου θα εκτελέσει ενάντια στη Βαβυλώνα, θα επιβάλει στους Βαβυλώνιους την εξουσία του. Ποιος άλλος εκτός από μένα τα ανάγγειλε όλα αυτά; 15Εγώ, ναι, εγώ μίλησα και τον κάλεσα, τον καθοδήγησα και τον βοήθησα τα σχέδιά του να πετύχουν. 16Πλησιάστε με κι ακούστε αυτό εδώ: απ’ την αρχή ποτέ κρυφά δε μίλησα· και από τότε που συνέβησαν αυτά τα γεγονότα, εγώ ήμουν εκεί».
Και τώρα ο Κύριος ο Θεός με απέστειλε με το Πνεύμα του.
17Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας διδάσκω ό,τι σας ωφελεί και σας οδηγώ στο δρόμο που πρέπει να βαδίζετε. 18Αν προσέχατε τις εντολές μου, η ευτυχία σας θα σας πλημμύριζε σαν ποταμός και η ευημερία σας θα σας σκέπαζε καθώς τα κύματα της θάλασσας· 19οι απόγονοί σας θα ήταν σαν την άμμο πολυάριθμοι, οι καρποί των σπλάχνων σας σαν τους κόκκους της πολλοί· τ’ όνομα του λαού σας από μπροστά μου δεν θα αφανιζόταν ποτέ».
20Βγείτε απ’ τη Βαβυλώνα, φύγετε απ’ τη Χαλδαία! Αναγγείλτε τα νέα με φωνές χαράς και διακηρύξτε τα παντού· φέρτε τα ως τα πέρατα της γης, και πείτε: «Ο Κύριος λύτρωσε το δούλο του, τον Ισραήλ!» 21Δε δίψασαν στην έρημο όπου τους οδηγούσε· νερό για χάρη τους από το βράχο έβγαλε, το βράχο έσκισε και τρέξαν τα νερά.
22«Μα τέτοια ευτυχία δεν υπάρχει για τους ασεβείς», λέει ο Κύριος.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 49
Ο δούλος του Κυρίου θα είναι φως στα έθνη
1Ακούστε με, χώρες απομακρισμένες, προσέξτε μακρινοί λαοί! Ο Κύριος απ’ την κοιλιά της μάνας μου με κάλεσε· πριν γεννηθώ πρόφερε τ’ όνομά μου. 2Το στόμα μου καθώς σπαθί το ’κανε κοφτερό και με το χέρι του με προστάτεψε· σαν βέλος μ’ έκανε ακονισμένο, μ’ έκρυψε στη φαρέτρα του. 3Και μου είπε: «Εσύ είσαι ο δούλος μου, Ισραήλ,Ϟδ τη δόξα μου μ’ εσένα θα τη φανερώσω».
4Εγώ έκανα τη σκέψη πως άδικα κουράστηκα, μάταια και ανώφελα εξάντλησα τη δύναμή μου. Κι όμως το δίκιο μου ο Κύριος το έχει εγγυηθεί, στο χέρι του ο Θεός μου κρατάει το μισθό μου.
5Και τώρα ο Κύριος μιλάει, αυτός που μ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας μου για να γίνω δούλος του, να ξαναφέρω σ’ αυτόν τους απογόνους του Ιακώβ, να συνάξω μπροστά του το λαό του Ισραήλ. Ο Κύριος με ανέδειξε· έγινε ο Θεός μου δύναμή μου. 6Και μου είπε: «Δεν είναι δα και τίποτε να είσαι δούλος μου για ν’ ανορθώσεις μόνο τις φυλές του Ιακώβ και να ξαναφέρεις αυτούς από τον Ισραήλ που διασώθηκαν. Γι’ αυτό εγώ θα σε κάνω φως και για τα άλλα έθνη, ώστε να φτάσει η σωτηρία μου στα πέρατα της γης.
Επαγγελία για την αποκατάσταση της Σιών
7Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής του Ισραήλ, ο Άγιος Θεός του, σ’ εκείνον που τον περιφρονούν οι άνθρωποι και που τον αποστρέφονταιϞε τα έθνη, που έχει γίνει δούλος των τυράννων: «Οι βασιλιάδες όταν σε δουν θα σηκωθούν με σεβασμό, το ίδιο κι οι ηγεμόνες θα σε προσκυνήσουν τιμώντας τον Κύριο που σε διάλεξε, τον Άγιο του Ισραήλ, που κράτησε την υπόσχεσή του».
8Ο Κύριος λέει: «Όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός θα ικανοποιήσω την επιθυμία σου, της σωτηρίας τη μέρα θα σε βοηθήσω. Θα σε διαφυλάξω και θα σε κάνω εγγυητή της διαθήκης μου με τους ανθρώπους. Τη χώρα θ’ ανορθώσεις και θα ξαναμοιράσεις εγκαταλειμμένες κληρονομιές. 9Θα πω στους αιχμαλώτους: “βγείτε στην ελευθερία” και σ’ όσους στο σκοτάδι βρίσκονται: “ελάτε έξω στο φως”. Στους δρόμους θα βοσκήσουν κι ακόμα όλοι οι λόφοι οι γυμνοί θα ’ναι λειμώνας τους. 10Δε θα πεινάσουν και δε θα διψάσουν· ο ήλιος δε θα τους πειράξει ούτ’ ο καύσωνας, γιατί οδηγός τους θα ’ναι εκείνος που τους αγαπάει και θα τους φέρει στις νεροπηγές. 11Όλα μου τα βουνά λεωφόρους θα τα κάνω, και θα ισιώσω όλους τους δρόμους μου. 12Θα έρθουν από μακριά, άλλοι από το βορρά κι από τη δύση, κι άλλοι από το νότο, από την ΑίγυπτοϞς».
13Ας ψάλουν οι ουρανοί κι η γη ας χαρεί· σε ψαλμωδίες ας ξεσπάσουν τα βουνά, γιατί ο Κύριος το λαό του τον παρηγόρησε κι έδειξε έλεος στους ταλαιπωρημένους του! 14Ωστόσο είπε η Σιών: «Ο Κύριος μ’ εγκατέλειψε, ο Κύριός μου μ’ έχει λησμονήσει».
15Αλλά λέει κι ο Κύριος: «Μπορεί τάχα η μάνα το βρέφος της να λησμονήσει, και να μη δείξει την αγάπη της στο σπλάχνο της που γέννησε; Μα κι αν ακόμη εκείνες λησμονήσουν, δε θα σε λησμονήσω εγώ.
16»Να, κοίτα, εγώ μες στις παλάμες των χεριών μου σε ζωγράφισα· τα τείχη σου δεν τα αφήνω απ’ τα μάτια μου. 17Έρχονται βιαστικοί αυτοί που θα σε ανοικοδομήσουν,Ϟζ και φεύγουν μακριά σου αυτοί που σε κατεδαφίσαν και σ’ ερήμωσαν. 18Σήκωσε γύρω τα μάτια σου και κοίταξε! Όλοι συνάζονται, έρχονται σ’ εσένα. Εγώ, ο Κύριος, σου ορκίζομαι ότι όλους αυτούς θα τους φορέσεις σαν κόσμημα· θα γίνουν το στολίδι σου το νυφικό. 19Γιατί οι έρημοι τόποι σου και τα ερείπιά σου, η γη σου η κατεστραμμένη θα ’ναι τώρα πολύ στενή για τους κατοίκους σου, κι εκείνοι που σε καταστρέψαν θ’ απομακρυνθούν. 20Ως και τα παιδιά σου που στην αιχμαλωσία γεννήθηκαν κι εκείνα θα σου πουν: “πολύ στενός είναι για μας ο τόπος· κάνε μας χώρο για να κατοικήσουμε”».
21»Κι εσύ θα σκέφτεσαι: “ποιος τα παιδιά αυτά τα γέννησε σε μένα; Εγώ ήμουν στείρα κι άτεκνη, αιχμάλωτη κι εξόριστη· ποιος τα παιδιά αυτά τα ανέθρεψε; Εγώ είχα μείνει μόνη· από πού βρεθήκαν όλα αυτά;”»
22Λέει ο Κύριος ο Θεός: «Θα κάνω με το χέρι μου σινιάλο στα έθνη και θα υψώσω τη σημαία μου να τη δουν οι λαοί, ώστε να φέρουνε τους γιους σου στην αγκαλιά τους και να κρατήσουνε πάνω στους ώμους τους τις θυγατέρες σου. 23Οι βασιλιάδες θα γίνουν παιδοτρόφοι σου και οι πριγκίπισσές τους παραμάνες σου· θα πέσουν να σε προσκυνήσουν με το πρόσωπο στη γη, θα γλείφουνε το χώμα των ποδιών σου. Τότε θα μάθεις πως εγώ είμαι ο Κύριος κι όσοι σ’ εμένα ελπίζουνε δε θα ντροπιαστούν».
24«Μπορεί τάχα κανείς», ρωτάς, «να πάρει πίσω το λάφυρο ενός πολεμιστή ή ν’ απελευθερώσει ενός τυράννουϞη τους αιχμαλώτους;» 25Κι ο Κύριος απαντάει: «Και του πολεμιστή τα λάφυρα μπορούνε πίσω να παρθούν, κι ενός τυράννου οι αιχμάλωτοι ν’ απελευθερωθούν. Εγώ θ’ αγωνιστώ ενάντια σ’ εκείνους που σε μάχονται κι εγώ τα τέκνα σου θα σώσω. 26Θα κάνω τους τυράννους σου τις σάρκες τους να φάνε μεταξύ τους και να μεθύσουν με το αίμα τους, καθώς με νέο κρασί. Τότε θα καταλάβουν όλοι ότι εγώ ο Κύριος είμ’ ο σωτήρας σου κι ο λυτρωτής σου, ο ισχυρός Θεός του Ιακώβ».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 50
Ο Θεός αποκρίνεται στα παράπονα του λαού του
1Ο Κύριος λέει: «Νομίζετε πως χώρισα τη μάνα σας; πού είναι το έγγραφο του διαζυγίου; Λέτε ότι δούλους σάς πούλησα στο δανειστή μου. Όχι! Αν πουληθήκατε είναι για τις ανομίες σας· και η μάνα σας διώχτηκε μακριά για τις παραβάσεις σας.
2»Όταν ήρθα και φώναξα, γιατί δεν ήτανε κανείς εκεί ν’ αποκριθεί; Είναι μήπως μικρό το χέρι μου να δώσει λύτρωση; ή δεν έχω τη δύναμη να σώσω;
»Εγώ με μια μου προσταγή τη θάλασσα ξεραίνω, κάνω τους ποταμούς να γίνουν έρημος· τα ψάρια τους χωρίς νερό ψοφούν. 3Τους ουρανούς τούς ντύνω με σκοτάδι, τους σκεπάζω με ρούχο πένθιμο».
Η υπακοή του δούλου του Κυρίου
4Ο Κύριος, ο Θεός, μού ’δωσε γλώσσα μαθητή, για να μπορούν τα λόγια μου τον κουρασμένο να εμψυχώνουν. Κάθε πρωί με κάνει να περιμένω άπληστα σαν μαθητής τη διδαχή ν’ ακούσω. 5Ο Κύριος ο Θεός την ακοή μου άνοιξε, κι εγώ δεν αντιστάθηκα ούτε στα πίσω στράφηκα να φύγω. 6Τη ράχη μου έδωσα σ’ αυτούς που με μαστίγωναν και το σαγόνι μου σ’ αυτούς που μου ξερίζωναν τα γένια· δεν έκρυψα το πρόσωπό μου όταν με βρίζανε και μ’ έφτυναν.
7Ο Κύριος όμως ο Θεός θα με βοηθήσει· γι’ αυτό και δε θα ντροπιαστώ. Γι’ αυτό και σκλήρυνα το πρόσωπό μου, να γίνει σαν την πέτρα που δεν αισθάνεται, και ξέρω πως δε θ’ απογοητευτώ. 8Αυτός, που θα με δικαιώσει είναι κοντά· μαζί μου ποιος θ’ αντιδικήσει; Ας παρουσιαστούμε στο δικαστήριο μαζί! Ποιος θα ’ναι αντίδικός μου; Ας με πλησιάσει.
9Ο Κύριος ο Θεός θα με βοηθήσει· ποιος, λοιπόν, θα με βγάλει ένοχο; Καθώς το ρούχο θα παλιώσουν όλοι τους, ο σκόρος θα τους φάει. 10Όποιος ανάμεσά σας σέβεται τον Κύριο, του δούλου του ας υπακούσει τη φωνή. Ακόμη κι αν βαδίζει στο σκοτάδι χωρίς καθόλου φως, στ’ όνομα του Κυρίου ας εμπιστεύεται κι ας βρίσκει στήριγμα στο Θεό του. 11Κι όλοι εσείς που ανάβετε φωτιές και σκορπάτε γύρω την καταστροφή με τους δαυλούς σας, θ’ αφανιστείτε από τη φλόγα της δικής σας της φωτιάς και απ’ τους δαυλούς που εσείς οι ίδιοι ανάψατε. Ετούτο από τον Κύριο θα σας συμβεί: Θα πέσετε κάτω βαθιά στον τόπο των βασάνων.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 51
Παρηγορητικοί λόγοι προς τη Σιών
1Ακούστε με εσείς, που τη σωτηρία ποθείτε και που τον Κύριο αναζητάτε! Σκεφτείτε από ποιο βράχο έχετε κοπεί, από ποιο λατομείο έχετε προέλθει. 2Κοιτάξτε τον προπάτορά σας τον Αβραάμ, κι εκείνην που σας γέννησε, τη Σάρρα. Ο Αβραάμ όταν τον κάλεσα ήταν άτεκνος, μα τον ευλόγησα και του έδωσα πολλούς απογόνους.
3Έτσι ο Κύριος τη Σιών θα σπλαχνιστεί, όλα τα ερείπιά της θα τ’ ανορθώσει· την έρημό της θα την κάνει σαν την Εδέμ, σαν του Κυρίου παράδεισο τη στέπα της. Χαρά και αγαλλίαση θα είναι εκεί, δοξολογία και τραγούδια ευχαριστίας.
4«Ακούστε με λαοί», λέει ο Κύριος, «έθνη προσέξτε με· εγώ θα δώσω νόμο κι η κρίση μου θα γίνει φως των εθνών. 5Είναι κοντά η σωτηρία που φέρνω, η λύτρωση όπου να ’ναι θα φανεί. Με τη δύναμή μου θα κάνω να βασιλέψει το δίκαιο στους λαούς. Σ’ εμένα θα υπολογίζουν οι μακρινές χώρες, στη δύναμή μου θα στηρίζονται. 6Στους ουρανούς τα μάτια σας σηκώστε, κάτω κοιτάξτε προς τη γη. Οι ουρανοί σαν τον καπνό θα διαλυθούνε, σαν ρούχο θα παλιώσει η γη κι οι κάτοικοί της θα πεθάνουνε σαν έντομα· αλλά η λύτρωση που φέρνω θα ’ναι παντοτινή, η δικαιοσύνη μου για πάντα θα διαρκεί.
7»Ακούστε με, εσείς, που την πιστότητα γνωρίζετε, λαέ που έχεις το νόμο μου στην καρδιά σου: Οι προσβολές μη σας φοβίζουν των ανθρώπων, ούτε να σας ταράζουν οι ειρωνείες τους. 8Σαν ρούχο θα τους φάει το σκουλήκι, ο σκόρος θα τους φάει σαν το μαλλί· αλλά η σωτηρία που φέρνω θα ’ναι παντοτινή και η λύτρωση θα διαρκεί αιώνια».
Ο Κύριος αποκρίνεται στα παράπονα του λαού του
9«Σήκω, σήκω Κύριε!» φωνάζετε, «φανέρωσε τη δύναμή σου! Σήκω όπως σ’ αλλοτινούς καιρούς, στις γενιές τις παλιές. Εσύ δεν ήσουν που κομμάτια έκανες τη Ραάβ, που διαπέρασες μ’ ακόντιο το δράκοντα; 10Εσύ δεν ήσουνα που ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά της γιγάντιας αβύσσου, που δρόμο έκανες της θάλασσας τα βάθη, λεύτεροι να περάσουμε;»
11«Ναι, οι λυτρωμένοι μου θα επιστρέψουν», λέει ο Κύριος, «και θα ’ρθούν στη Σιών με αλαλαγμούς. Η αγαλλίαση θα στεφανώνει το κεφάλι τους, και θα ’ναι αιώνια ευτυχισμένοι. Λύπη και στεναγμός για πάντα θα χαθούν. 12Εγώ, μόνο εγώ, ο Κύριος, είμαι ο παρηγορητής σας! Τι τρέχει και φοβόσαστε από θνητούς ανθρώπους, που σαν το χόρτο θα αφανιστούν; 13Με λησμονήσατε εμένα, τον πλάστη σας, που άπλωσα τους ουρανούς και που τη γη θεμέλιωσα. Κι εσείς τρέμετε αδιάκοπα μπρος στη μανία του καταπιεστή, σαν αυτός να μπορούσε να σας καταστρέψει; Μα πού είναι τώρα η μανία του καταπιεστή; 14Γρήγορα θα ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι, θα ζήσουνε πολύχρονοι και δε θα τους λείψει το ψωμί. 15Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που ταράζω τη θάλασσα και κάνω να βροντούν τα κύματά της. “Κύριος του σύμπαντος” είναι το όνομά μου. 16Εγώ στεριώνω τους ουρανούς και τη γη θεμελιώνω. Λέω στη Σιών, “εσύ είσαι ο λαός μου. Σας έδωσα τη διδαχή μου, σας προστατεύω με το χέρι μου”».
17Ξύπνα, Ιερουσαλήμ! Ξύπνα και σήκω πάνω, εσύ που απ’ το χέρι του Κυρίου την κούπα ήπιες της οργής του, κι άδειασες το ποτήρι που σε ζάλισε, ως τη σταγόνα τη στερνή. 18Από τους γιους όλους που γέννησες, δε βρέθηκε ουτ’ ένας να σε οδηγήσει· από τους γιους όλους που ανάθρεψες, δε βρέθηκε ούτ’ ένας να σε κρατήσει απ’ το χέρι. 19Δύο ζευγαρωτά δεινά σε χτύπησαν –ποιος αλήθεια θα σε συμπονέσει; Ερήμωση και καταστροφή, πείνα και πόλεμος –ποιος θα σου δώσει παρηγοριά;Ϟθ 20Οι γιοι σου έχουν καταρρεύσει, κάτω από του Κυρίου το θυμό, από την απειλή του Θεού σου. Κείτονται σ’ όλων των δρόμων τις γωνιές, σαν αντιλόπη που στο δίχτυ πιάστηκε.
21Γι’ αυτό, άκουσε τούτο, δύστυχη, που είσαι μεθυσμένη, μα όχι από κρασί. 22Λέει ο Κύριός σου, ο Κύριος και Θεός σου, που το λαό του υπερασπίζεται: «Τώρα το ποτήρι που σε ζάλισε, το ποτήρι της οργής μου, το παίρνω από τα χέρια σου· δε θα πιεις άλλο απ’ αυτό. 23Στα χέρια θα το βάλω των βασανιστών σου, που σου είπαν: “σκύψε για να περάσουμε”. Και τότε εσύ χαμήλωσες τη ράχη σου, ένα με τη γη, δρόμο την έκανες για να διαβούνε από πάνω σου».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 52
Ο Κύριος θα ελευθερώσει τη Σιών απ’ την αιχμαλωσία
1Σήκω Σιών, σήκω κι ανάλαβε τη δύναμή σου! Ντύσου τα πιο ωραία σου φορέματα, Ιερουσαλήμ, πόλη αγία· γιατί δε θα ’ρθει πια σ’ εσένα ειδωλολάτρης ούτε ακάθαρτος. 2Τη σκόνη τίναξε, από πάνω σου· σήκω, Ιερουσαλήμ η αιχμαλωτισμένη. Τα δεσμά λύσε απ’ το λαιμό σου, πόλη αιχμαλωτισμένη της Σιών. 3Πράγματι, ο Κύριος λέει για το λαό του: «Παραδοθήκατε στη σκλαβιά χωρίς κανένας να πληρώσει για σας· γι’ αυτό και δίχως χρήματα θ’ απελευθερωθείτε».
4Λέει ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: «Πρώτα ο λαός μου πήγε πρόσφυγας στην Αίγυπτο να ζήσει εκεί, κι έπειτα ήρθαν οι Ασσύριοι και τον υποδουλώσαν χωρίς λόγο. 5Και τι γίνεται τώρα; Αυτοί που εξουσιάζουν το λαό μου, μακριά τον οδηγήσαν στη δουλεία, δίχως να δώσουν ένα αντίτιμο. Εκείνοι που τον τυραννούν πανηγυρίζουν και διαρκώς όλη τη μέρα τ’ όνομά μου βλασφημούν. 6Γι’ αυτό ο λαός μου θα γνωρίσει το ποιος είμαι· θ’ αντιληφθεί τη μέρα εκείνη ότι εγώ είμαι αυτός που βεβαιώνει και λέει: “εδώ είμ’ εγώ”».
Ο Θεός επιστρέφει με το λαό του
7Πόσο είν’ ωραία όταν απ’ τα βουνά τον αγγελιοφόρο βλέπεις να ’ρχεται, που τις καλές ειδήσεις φέρνει, που αναγγέλλει την ειρήνη και όλα τα καλά, τη σωτηρία διακηρύττει και λέει στη Σιών: «Ο Θεός σου βασιλεύει». 8Οι φύλακές σου αλαλάζουν, φωνάζουνε από χαρά όλοι μαζί· γιατί θα δούνε με τα μάτια τους τον Κύριο να επιστρέφει στη Σιών.
9Ξεσπάστε σε φωνές χαράς όλα της Ιερουσαλήμ τα ερείπια, γιατί έδωσε παρηγοριά ο Κύριος στο λαό του· λύτρωσε την Ιερουσαλήμ. 10Γύμνωσε ο Κύριος το άγιο του το χέρι σ’ όλα τα έθνη μπροστά, κι όλα τα πέρατα της γης θα δουν πώς ο Θεός μάς σώζει.
11Μακριά, μακριά! Βγείτε απ’ τη Βαβυλώνα· πράγμα ακάθαρτο μην αγγίζετε! Βγείτε από ’κει, εξαγνιστείτε εσείς, που του Κυρίου σηκώνετε τα σκεύη. 12Ετούτη τη φορά δεν θα ’στε αναγκασμένοι με βιάση να βγείτε, ούτε και σαν φυγάδες θα ξεκινήσετε· γιατί ο Κύριος μπροστά σας θα βαδίζει και θα ’ναι οπισθοφυλακή σας ο Θεός του Ισραήλ.
Τα μελλοντικά παθήματα του δούλου του Κυρίου
13Λέει ο Κύριος: «Ο δούλος μου θα προκόψει, θα εξυψωθεί, θα δοξαστεί, πολύ ψηλά θ’ ανέβει. 14Πολλοί έχουν εκπλαγεί γι’ αυτόν, γιατί ήταν τόσο παραμορφωμένη η όψη του· διέφερε απ’ την όψη των ανθρώπων. 15Έτσι θα εκπλαγούν γι’ αυτόν αμέτρητα έθνη,ρ και βασιλιάδες άφωνοι θα μείνουν, γιατί θα δουν εκείνο που ποτέ δεν τους διηγήθηκαν, θα μάθουν κάτι που δεν είχανε ως τότε ακούσει».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 53
1Ποιος θα το πίστευε αυτό που τώρα ακούσαμε; Και του Κυρίου η δύναμη σε ποιον μ’ αυτόν τον τρόπο έχει φανερωθεί; 2Με του Κυρίου το θέλημα ο δούλος του αναπτύχθηκε σαν τρυφερό φυτό και σαν τη ρίζα που σε ξεραμένη γη φυτρώνει. Ελκυστικός δεν ήταν ούτ’ ωραίος, ώστε να τον προσέξουμε· ούτε η παρουσία του ήταν τέτοια, που να τον αγαπήσουμε. 3Ήτανε περιφρονημένος απ’ τους ανθρώπους κι εγκαταλελειμμένος· άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις, του πόνου σύντροφος, έτσι που να γυρίζουν απ’ αλλού οι άνθρωποι το πρόσωπό τους. Τον αγνοήσαμε σαν να ’ταν ένα τίποτα, του δώσαμε την καταφρόνια μας, κι εκτίμηση ούτε μια στάλα.
4Αυτός, όμως, φορτώθηκε τις θλίψεις μας κι υπέφερε τους πόνους τους δικούς μας. Εμείς νομίζαμε πως όλα όσα τον βρήκαν ήταν τραύματα, πληγές και ταπεινώσεις από το Θεό. 5Μα ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, οι ανομίες μας που αυτός εξουθενώθηκε. Για χάρη της δικής μας σωτηρίας εκείνος τιμωρήθηκε και στις πληγές του βρήκαμε εμείς τη γιατρειά. 6Όλοι εμείς πλανιόμασταν σαν πρόβατα· είχε πάρει καθένας μας το δικό του δρόμο. Μα ο Κύριος έκανε να πέσει πάνω του όλων μας η ανομία.
7Βασανιζόταν κι όμως ταπεινά υπέμενε, χωρίς παράπονο κανένα. Σαν πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, ποτέ του δεν παραπονέθηκε. 8Κακόπαθε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε μακριά· ποιος στη γενιά του ανάμεσα σκέφτεται τι ν’ απόγινε; Τον εξαφάνισαν από των ζωντανών τον κόσμο, για τις αμαρτίες μας χτυπήθηκε απ’ το θάνατο. 9Φτιάξαν τον τάφο του ανάμεσα στους ασεβείς, το μνήμα του ανάμεσα στους παραπεταμένους·ρα κι όμως, δεν είχε πράξει ανομία καμιά και δόλος δεν είχε βρεθεί στο στόμα του.
10Ο Κύριος όμως θέλησε να τον συντρίψει με τον πόνο· έκανε τη ζωή του θυσία εξιλέωσης. Γι’ αυτό θα δει απογόνους· τα χρόνια του θα ’ναι πολλά και θα εκπληρωθεί μ’ αυτόν του Κυρίου το θέλημα. 11Ύστερα απ’ την ταλαιπωρία της ψυχής του, η αμοιβή του θα ’ναι να χορτάσει φως.ρβ Λέει ο Κύριος: «Ο δίκαιος δούλος μου, με τη γνώση του θελήματός μου, θα ελευθερώσει πολλούς από την ενοχή, γιατί θα πάρει επάνω του τις ανομίες τους. 12Γι’ αυτό και θα του δώσω θέση στους μεγάλους ανάμεσα και θα μοιράσει αυτός τα λάφυρα στους ισχυρούς. Επειδή ο ίδιος τη ζωή του στο θάνατο την έδωσε και δέχτηκε να συγκαταλεχθεί με τους αμαρτωλούς. Αυτός πολλών τις αμαρτίες βάσταξε και μεσιτεύει υπέρ των αμαρτωλών».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 54
Η αιώνια αγάπη του Κυρίου προς τον Ισραήλ
1Ψάλε εσύ, Ιερουσαλήμ άτεκνη, που ποτέ δε γέννησες! Φώναξε από χαρά και πανηγύρισε, εσύ που ωδίνες τοκετού ποτέ δεν ένιωσες! Γιατί ο Κύριος λέει πως πιότερα είναι τα παιδιά της έρημης, απ’ τα παιδιά της έγγαμης γυναίκας. 2Πλάτυνε τη σκηνή σου! Άπλωσε τα παραπετάσματα της κατοικίας σου χωρίς δισταγμό! Μάκρυνε τα σχοινιά της και τους πασσάλους στέριωσε. 3Γιατί θα επεκταθείς δεξιά κι αριστερά. Τη γη που κατοικούν τώρα τα έθνη, οι απόγονοί σου θα την πάρουν πίσω κι οι ερημωμένες πόλεις θα κατοικηθούν.
4Μη φοβάσαι και δε θα ταραχτείς· μη ντρέπεσαι, δε θα ταπεινωθείς. Θα λησμονήσεις τη ντροπή της νιότης σου και πια δε θα θυμάσαι της χηρείας σου τον εξευτελισμό. 5Γιατί άντρας σου θα γίνει ο δημιουργός σου, που τ’ όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος· και λυτρωτής σου ο Άγιος Θεός του Ισραήλ θα γίνει, που ονομάζεται Θεός όλης της γης.
6Ο Κύριος τώρα σε καλεί σαν μια γυναίκα εγκαταλειμμένη και καταθλιμμένη. Λέει ο Θεός σου: «Περιφρονεί ποτέ κανείς εκείνη τη γυναίκα που αγάπησε στα νιάτα του;
7-8»Λίγο καιρό μονάχα σ’ εγκατέλειψα· το πρόσωπό μου το ’κρυψα για μια στιγμή από σένα, μα θα σε σπλαχνιστώ μ’ αγάπη αιώνια. Αυτά τα λέω εγώ ο Κύριος, ο λυτρωτής σου.
9»Την εποχή του Νώε ορκίστηκα πως τα νερά δε θ’ ανεβούνε πια, τη γη να πλημμυρίσουν. Έτσι και τώρα ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται πια να θυμώσω εναντίον σου ούτε να σ’ επιπλήξω. 10Μπορεί να μετατοπιστούνε τα βουνά, να μετακινηθούν οι λόφοι, αλλά η αγάπη μου από σένα δε θα λείψει κι η συμφωνία μου για ειρήνη δε θα μεταβληθεί. Αυτά τα λέω εγώ ο Κύριος, που σε σπλαχνίζομαι.
11»Αχ, δυστυχισμένη, ταραγμένη, απαρηγόρητη Ιερουσαλήμ! Τώρα εγώ αντί για πέτρες, με σμαράγδια θα σε ξαναχτίσω και με ζαφείρια θα στεριώσω τα θεμέλιά σου. 12Θα κάνω από ρουμπίνια τις επάλξεις σου, τις πύλες σου από κρύσταλλα που αστράφτουν, κι από πολύτιμα πετράδια όλα τα τείχη σου. 13Όλα σου τα παιδιά απ’ τον Κύριο θα διδάσκονται και θα ’ναι η ευτυχία τους μεγάλη. 14Θ’ ασκείς τη δικαιοσύνη και θα στεριώσεις. Μακριά από σένα η αδικία! Δε θα ’χεις τίποτε να φοβηθείς. Μακριά από σένα ο τρόμος! Δε θα σε πλησιάζει. 15Αν κάποιος σου επιτεθεί δε θα το κάνει με τη συγκατάθεσή μου· και θ’ αποτύχει όποιος θα πολεμήσει εναντίον σου.
16»Εγώ δημιουργώ το σιδερά, που στ’ αναμμένα κάρβουνα φυσάει και φτιάχνει όπλα φονικά· αλλά εγώ δημιουργώ κι εκείνον που μπορεί και τ’ αχρηστεύει. 17Το κάθε όπλο θ’ αποτύχει, που φτιάχνεται εναντίον σου, και τον καθένα που θα στρέφει εναντίον σου τα λόγια του, θα τον αποστομώνεις. Αυτό επιφυλάσσω για τους δούλους μου και η βοήθειά τους προέρχεται από μένα». Αυτά λέει ο Κύριος.

ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 55
Προσφορά ελέους σε όλους
1«Ελάτε όλοι όσοι διψάτε, εδώ είναι το νερό! Ακόμα κι όταν χρήματα δεν έχετε, ελάτε· αγοράστε και φάτε! Ελάτε! Κρασί και γάλα αγοράστε δίχως χρήματα, δίχως πληρωμή. 2Γιατί ξοδεύετε χρήματα για πράγματα που δε σας θρέφουν και το μισθό του κόπου σας τον σπαταλάτε για κάτι που δε σας χορταίνει; Υπακούστε σ’ εμένα και θα φάτε ό,τι καλύτερο· θα ευχαριστηθείτε την εκλεκτή τροφή. 3Ανοίξτε τ’ αυτιά σας κι ελάτε σ’ εμένα· ακούστε με, για να βρείτε τη ζωή.
»Θα κάνω μ’ εσάς μια διαθήκη αιώνια, αυτήν που υποσχέθηκα στο Δαβίδ. 4Όπως τον έκανα εκείνον μάρτυρα της δύναμής μου στους λαούς, αρχηγό των λαών και ηγεμόνα, 5έτσι τώρα κι εσείς θα προσκαλέσετε έθνη που δε γνωρίζατε, κι έθνη που δε σας γνώριζαν σ’ εσάς θα τρέξουν· γιατί εγώ ο Κύριος ο Θεός σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, θα σας δοξάσω».
Μπορεί ο Θεός να εκπληρώσει την υπόσχεσή του;
6Ζητήστε τον Κύριο, τώρα που μπορεί να βρεθεί· τώρα που βρίσκεται κοντά, φωνάξτε τον να σας βοηθήσει. 7Το δρόμο του ο ασεβής ας τον εγκαταλείψει κι ο άδικος τις αποφάσεις του. Στον Κύριο ας επιστρέψει που θα τον σπλαχνιστεί, ας επιστρέψει στο Θεό μας, που δίνει τη συγγνώμη πλούσια.
8«Οι σκέψεις μου δεν είναι σαν τις δικές σας σκέψεις», λέει ο Κύριος, «και τα έργα σας δεν είναι όπως τα δικά μου έργα. 9Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχουν τα έργα μου απ’ τα δικά σας, οι σκέψεις μου από τις σκέψεις σας.
10»Η βροχή και το χιόνι πέφτουν απ’ τον ουρανό και πίσω εκεί δεν επιστρέφουν, χωρίς να δώσουνε στη γη να πιει και να την κάνουν γόνιμη για να βλαστήσει, να δώσει σπόρο στο σποριά κι οι άνθρωποι να φάνε. 11Έτσι θα είναι κι ο λόγος μου που βγαίνει απ’ το στόμα μου· πίσω δεν θα επιστρέψει σ’ εμένα αδειανός, χωρίς το θέλημά μου να εκτελέσει, χωρίς να εκπληρώσει την αποστολή που του ανέθεσα».
Η χαρά των λυτρωμένων
12Θα βγείτε με χαρά απ’ τη Βαβυλώνα κι έξω απ’ αυτήν θα οδηγηθείτε με ειρήνη! Στο πέρασμά σας βουνά και λόφοι θα ξεσπούν σε ύμνο κι όλα τα δέντρα του αγρού θα σας χειροκροτούν! 13Αντί γι’ αγκάθια θα βλαστήσουν κυπαρίσσια, αντί για βάτα θα βλαστήσουνε μυρτιές. Αυτό θα είναι δόξα για τον Κύριο, αιώνιο σημείο, ανεξάλειπτο.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 56
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
(Κεφ. 56–66)
Η ανταμοιβή για την τήρηση των εντολών του Θεού
1Ο Κύριος λέει: «Το δίκιο προστατέψτε το κι ασκείτε τη δικαιοσύνη, γιατί σύντομα θα ’ρθει η σωτηρία μου, η δικαιοσύνη μου θα φανερωθεί. 2Μακάριος ο άνθρωπος που τα εφαρμόζει αυτά, που σέβεται το Σάββατο και δεν το βεβηλώνει και που αποφεύγει να κάνει το κακό».
3Ας μη σκεφτεί κανείς αλλοεθνής, που έχει προσκολληθεί στον Κύριο, ότι μπορεί ο Κύριος να τον χωρίσει από το λαό του. Ας μη σκεφτεί κανείς ευνούχος ότι είναι δέντρο ξερό.
4Γιατί ο Κύριος λέει: «Τους ευνούχους που τηρούν τα Σάββατά μου και εκτελούν αυτά που μ’ ευαρεστούν μένοντας πιστοί στη διαθήκη μου, 5μες στο ναό μου και στα τείχη μου θα τους δώσω μνημείο με το όνομά τους, ώστε να τους θυμούνται περισσότερο απ’ αυτούς που έχουν γιους και θυγατέρες.
6»Τους αλλοεθνείς που μ’ αγαπάνε κι έχουν προσκολληθεί στο λαό μου για να με υπηρετούν και να ’ναι δούλοι μου, όλους εκείνους που τηρούν το Σάββατο και δεν το βεβηλώνουν και μένουνε πιστοί στη διαθήκη μου, 7εγώ θα τους οδηγήσω στο άγιο μου βουνό, και στο ναό μου θα τους δώσω αγαλλίαση. Τα ολοκαυτώματά τους κι οι θυσίες τους θα είναι δεκτές στο θυσιαστήριό μου, γιατί ο ναός μου θα ονομαστεί οίκος προσευχής για όλους τους λαούς».
8Λέει ο Κύριος ο Θεός, που θα συναθροίσει τους διασκορπισμένους του Ισραήλ: «Θα συναθροίσω ακόμα κι άλλους μαζί μ’ εκείνους που έχουν κιόλας συναθροιστεί».
Για τους ασυνείδητους αρχηγούς του λαού Ισραήλ
9Ο Κύριος λέει: «Όλα εσείς τα ζώα του αγρού, μπείτε εδώ και βοσκήστε, όλα εσείς τα ζώα των δρυμών. 10Του λαού μου οι φύλακες είναι όλοι τους τυφλοί, τίποτα δεν καταλαβαίνουν! Όλοι τους είναι σκύλοι άφωνοι, που δεν μπορούνε να γαβγίσουν. Κάθονται μόνο κάτω κι ονειρεύονται, τους αρέσει ο ύπνος. 11Είναι ακόμα σκύλοι αδηφάγοι, όσα κι αν έχουνε ποτέ δεν είναι αρκετά. Είναι ηγέτες δίχως σύνεση· καθένας τους τον δρόμο του τραβάει, καθένας τους ζητάει το συμφέρον του. 12Και μεθυσμένοι τραγουδούν:
“Κρασί θα φέρω, ελάτε,
με δυνατό ας γλεντήσουμε ποτό!
Το αύριο θα είναι όμοιο με το σήμερα,
κι η αφθονία ακόμα πιο μεγάλη!”»
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 57
Καταδίκη των ασυνείδητων αρχηγών του Ισραήλ
1Ο Κύριος λέει: «Ο δίκαιος πεθαίνει κι όμως κανένας δεν το παίρνει κατάκαρδα· χάνονται οι ευσεβείς χωρίς να το αντιληφθεί κανένας. Αλλά ο δίκαιος απ’ την κακία απομακρύνεται, 2για να μπει στην ειρήνη· σε μια μακαριότητα αναπαύονται εκείνοι που ακολούθησαν το δρόμο το σωστό.ργ
3»Εσείς όμως, παιδιά της μάγισσας, απόγονοι μοιχού και πόρνης,ρδ πλησιάστε κατά ’δω. 4Ποιον κάνετε περίγελο; ποιον έχουν στόχο τ’ ανοιχτά σας στόματα και σε ποιον βγάζετε τη γλώσσα; Δεν είστε μήπως της παρανομίας παιδιά και της απάτης γέννα; 5Πορνεύετε με τα είδωλα κάτω από των δέντρων τις σκιές!ρε Τα παιδιά σας μες στις χαράδρες τα θυσιάζετε και μες στων βράχων τα κοιλώματα. 6Των φαραγγιών τις πέτρεςρς τις κάνατε θεούς και τις λατρέψατε. Αυτή είναι η κατάντια σας. Σ’ αυτές σταλάξατε σπονδές, κάνατε προσφορές καρπών· και περιμένετε μ’ αυτά να ’μαι ευχαριστημένος;
7»Βάλατε το κρεβάτι της μοιχείας σας πάνω σ’ ένα μεγάλο και ψηλό βουνό κι εκεί ανεβήκατε για να προσφέρετε θυσία. 8Μέσα απ’ τις θύρες και τους παραστάτες των σπιτιών σας στήσατε το ειδωλολατρικό σας σύμβολο. Εγκαταλείψατε εμένα κι ανεβαίνετε στης μοιχείας σας πάνω το κρεβάτι, λατρεύοντας ξένους θεούς. Αυτό το επαίσχυντο φέρσιμό σας το απολαμβάνετε και πληρωνόσαστε κιόλας γι’ αυτό.ρζ 9Πήγατε στο Μολόχ με λάδι, και αφειδώλευτα σκορπίσατε τα αρώματα. Στείλατε απεσταλμένους σας μακριά και κατεβήκατε ως τον άδη. 10Απ’ τις πολλές οδοιπορίες σας κουραστήκατε, μα δεν αναγνωρίσατε πως ήταν μάταιες. Βρήκατε νέες δυνάμεις και δεν αποκάματε.
11»Μπροστά σε ποιον δειλιάσατε, ποιον φοβηθήκατε για να με απαρνηθείτε; Επειδή εγώ τόσον καιρό έμεινα σιωπηλός, γι’ αυτό και πάψατε να με φοβάστε· δεν είν’ έτσι; 12Μα εγώ τις πράξεις σας θα φανερώσω που εσείς τις θεωρείτε δίκαιες· όλες αυτές δεν πρόκειται καθόλου να σας ωφελήσουν. 13Όταν βοήθεια θα φωνάζετε, ας έρθουν τότε να σας σώσουν τα πολλά είδωλά σας· ο άνεμος όλα θα τα πάρει, ένα φύσημα θα τα διώξει μακριά.
»Εκείνοι όμως που εμπιστεύονται εμένα, θα πάρουν ιδιοκτησία τους τη χώρα και στο άγιο μου θα με λατρεύουν το βουνό».
Βοήθεια και θεραπεία από το Θεό
14Ο Κύριος λέει: «Ανοίξτε, ανοίξτε δρόμο, στρώστε τον κι ετοιμάστε τον, πάρτε μακριά τα εμπόδια από το δρόμο του λαού μου!» 15Ο ύψιστος, ο υπέρτατος, αυτός που υπάρχει αιώνια και που Άγιος είναι τ’ όνομά του, λέει: «Σε τόπο κατοικώ υψηλό και άγιο, μα βρίσκομαι μαζί και με τους συντριμμένους και με τους ταπεινούς, ζωή να ξαναδώσω στων ταπεινών το πνεύμα, ζωή να ξαναδώσω στων συντριμμένων την καρδιά. 16Δε θα ’χω πάντα ν’ απαγγέλλω κατηγόριες, ούτε για πάντα η οργή μου θα διαρκεί, γιατί αυτοί που εγώ τους δημιούργησα θα χάναν εξαιτίας μου τη ζωή. 17Για τη δική σας αμαρτία και για την απληστία σας οργίστηκα. Σας χτύπησα, αποστρέφοντας το πρόσωπό μου με οργή, μα εσείς με πείσμα ακολουθήσατε το δρόμο της καρδιάς σας. 18Είδα τα έργα σας», λέει ο Κύριος, «μα εγώ θα σας γιατρέψω. Το δρόμο θα σας δείξω και θα σας παρηγορήσω, εσάς και τους δικούς σας που πενθούν. 19Εγώ βάζω στο στόμα σας κραυγή χαράς. Ειρήνη, ειρήνη σ’ όσους βρίσκονται μακριά και σ’ όσους βρίσκονται κοντά! Εγώ θα τους γιατρέψω. Εγώ, ο Κύριος, το λέω.
20»Αλλά οι ασεβείς μοιάζουν με ταραγμένη θάλασσα, που δεν μπορεί να ησυχάσει· κύματα λάσπης ξεσηκώνουνε και βούρκο. 21Δεν έχουν μερτικό στην ευτυχία και στην ειρήνη οι ασεβείς», λέει ο Θεός μου.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 58
Η ορθή τήρηση των νηστειών
1Ο Κύριος λέει: «Φώναξε δυνατά, μη συγκρατιέσαι! Βγάλε φωνή σαν σάλπιγγα και πες στο λαό μου τις ανομίες τους, πες στους απογόνους του Ιακώβ τις αμαρτίες τους. 2Με αναζητούν κάθε μέρα, λένε πως χαίρονται τις εντολές μου να γνωρίζουν, ωσάν λαός που έπραξε το δίκιο και που δεν εγκατέλειψε το νόμο του Θεού του. Απαιτούν από μένα δίκαιη κρίση, θέλουν να με πλησιάσουν. 3Λένε όμως, “για ποιο λόγο να κάνουμε νηστεία, αφού εσύ δεν το βλέπεις; Και γιατί να ταλαιπωρούμαστε, αφού εσύ σ’ αυτό δε δίνεις προσοχή;”»
4Κι ο Κύριος απαντάει: «Εσείς τη μέρα που νηστεύετε παλεύετε για τα συμφέροντά σας, και βασανίζετε όλους αυτούς που σας δουλεύουν. Νηστεύετε και ταυτόχρονα μαλώνετε και φιλονικείτε, χτυπάτε ο ένας τον άλλο με γροθιές. Μ’ αυτό τον τρόπο που νηστεύετε, δεν πρόκειται να εισακουστεί η προσευχή σας. 5Η νηστεία, όπως εγώ τη θέλω, δεν είναι να κακουχείστε για μια μέρα, και το κεφάλι κάτω να το σκύβετε, καθώς το βούρλο, με ρούχα πένθιμα να κάθεστε στη στάχτη. Νηστεία το λέτε εσείς αυτό, μέρα αρεστή σ’ εμένα, τον Κύριο; 6Η νηστεία που θέλω εγώ είν’ ετούτη: Να σπάτε των αδικημένων τα δεσμά, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώνετε και να συντρίβετε κάθε ζυγό. 7Νηστεία είναι με τον πεινασμένο το ψωμί σας να μοιράζεστε, τον άστεγο να φέρνετε στο σπίτι, αν κάποιον βλέπετε γυμνόν με ρούχα να τον ντύνετε και τη βοήθεια στο συνάνθρωπό σας να μην την αρνιέστε. 8Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως και οι πληγές σας πολύ γρήγορα θα γιατρευτούν· η δικαιοσύνη μπροστά σας θα βαδίζει και θα ’χετε τη δόξα μου για οπισθοφυλακή. 9Θα με φωνάζετε κι εγώ θα σας αποκρίνομαι· βοήθεια θα γυρεύετε και θα σας απαντώ, “εδώ είμ’ εγώ”.
»Πάψτε τους συνανθρώπους σας να τους καταπιέζετε, να φοβερίζετε με απειλητικές χειρονομίες, λόγια να λέτε για τους άλλους πονηρά. 10Μοιράστε με τον πεινασμένο το ψωμί σας και δώστε ανακούφιση στον καταπιεσμένο. Τότε μες στο σκοτάδι θα λάμψει το φως σας, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως. 11Τότε εγώ, ο Κύριος, πάντοτε θα σας οδηγώ και την ψυχή σας θα χορταίνω στην άνυδρη τη γη. Θα δυναμώνω τα οστά σας· και θα ’σαστε σαν περιβόλι ποτιστικό, ωσάν νεροπηγή αστείρευτη. 12Θα γίνετε ονομαστοί, ως ο λαός που τα χαλάσματα οικοδόμησε και που τους δρόμους τούς ξανάφτιαξε για να κατοικηθούν οι πόλεις».
Η τήρηση του Σαββάτου
13Ο Κύριος λέει: «Να τηρείτε την αργία του Σαββάτου σαν μέρα άγια, που σ’ εμένα ανήκει. Οδοιπορίες, να μην κάνετε, να μην δουλεύετε και να μην κάνετε συναλλαγές, αλλά την ημέρα αυτή να την τιμάτε σαν ημέρα χαράς. 14Τότε θα βρείτε σ’ εμένα τη χαρά σας και θα σας οδηγήσω εγώ με ασφάλεια πάνω από κάθε εμπόδιο· και θ’ απολαύσετε τους καρπούς της χώρας που έδωσα στον προπάτορά σας τον Ιακώβ. Εγώ ο Κύριος τα λέω».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 59
Ο προφήτης κατηγορεί το έθνος του
1Θαρρείτε πως το χέρι του Κυρίου δεν φτάνει να σας σώσει, και πως το αυτί του δεν μπορεί να σας ακούσει; 2Λάθος! Οι αμαρτίες σας, όμως, υψώνουν τείχος ανάμεσα σ’ εσάς και στο Θεό σας κι οι ανομίες σας τον έκρυψαν μακριά σας, τόσο που να μη σας ακούει. 3Τα χέρια σας έχουνε μ’ αίμα λερωθεί και με την ανομία τα δάχτυλά σας· ψέματα λέν’ τα χείλη σας, και αδικίες η γλώσσα σας.
4Προσφεύγετε στα δικαστήρια χωρίς να ’χετε δίκιο, μ’ άνομα μέσα υποστηρίζετε την υπόθεσή σας. Καθένας σας στηρίζεται σε πράγματα ανυπόστατα, λέει ψέματα, κυριαρχείστε από την κακία και καταλήγετε στην ανομία. 5Κλωσάτε αυγά οχιάς και νήμα υφαίνετε αράχνης. Όποιος φάει από τ’ αυγά σας θα πεθάνει· σπάει το αυγό και βγαίνει οχιά. 6Τα νήματά σας δεν είναι κατάλληλα για υφάσματα, ούτε μπορεί κανένας να ντυθεί με τα υφαντά σας. Τα έργα σας είναι παράνομα, σε κάθε βήμα σας μεταχειρίζεστε τη βία. 7Τρέχουν τα πόδια σας για το κακό, σπεύδετε όταν είναι να σκοτώσετε αθώο. Οι σκέψεις σας είναι αμαρτωλές· συντρίμμια και καταστροφή αφήνετε στο διάβα σας. 8Δεν ξέρετε ειρήνη τι θα πει, στα έργα σας δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Τον τρόπο της ζωής σας εσείς τον διαστρεβλώσατε κι αυτοί που τον ακολουθούν δε βρίσκουν τη γαλήνη.
Εξομολόγηση των αμαρτιών του λαού
9Για τούτο είν’ ο Κύριος μακριά μας, και η εκπλήρωση των υποσχέσεών του αργεί. Προσμένουμε το φως μα να, παντού σκοτάδι· προσμένουμε διαύγεια κι όμως βαδίζουμε στα σκοτεινά. 10Τον τοίχο ψηλαφούμε σαν τυφλοί, ωσάν αόμματοι. Καταμεσήμερο σκοντάφτουμε όπως τη νύχτα. Μες στα σκοτάδιαρη ζούμε σαν νεκροί. 11Ουρλιάζουμε όλοι μας σαν τις αρκούδες, βογγούμε σαν τα περιστέρια. Προσμένουμε την κρίση μα δεν έρχεται· τη σωτηρία αλλά αυτή είναι μακριά.
12Είναι μπροστά σου, Κύριε, οι αμαρτίες μας πολλές! Μάρτυρες κατηγορίας εναντίον μας είναι οι ανομίες μας. Οι παραβάσεις μας πάντοτε μας συντροφεύουν και τις γνωρίζουμε τις ανομίες μας καλά. 13Σ’ εσένα απιστήσαμε και σ’ αρνηθήκαμε, φύγαμε μακριά από το Θεό μας. Φερθήκαμε άδικα κι επαναστατικά, με υποκρισία στις σκέψεις και στα λόγια μας. 14Παραμερίστηκε η ορθή η κρίση κι έγινε απρόσιτη η δικαιοσύνη· η τιμιότητα στις αγορές παραβιάζεται κι ευθύτητα δεν υπάρχει πουθενά. 15Έτσι η αλήθεια χάνεται, κι όποιος παύει να κάνει το κακό ληστεύεται.
Η επέμβαση του Κυρίου
Ο Κύριος το είδε και δυσαρεστήθηκε που δεν υπάρχει δίκαιη κρίση πια. 16Είδε πως δεν ήταν κανείς να βοηθήσει τον κατατρεγμένο κι απόρησε· γι’ αυτό με τη δική του δύναμη τον βοήθησε, κι επέβαλε το δίκαιο θέλημά του. 17Φόρεσε θώρακα τη δικαιοσύνη, την περικεφαλαία της σωτηρίας στο κεφάλι του, ιμάτιο τα ρούχα της εκδίκησης και για μανδύα την οργή τυλίχτηκε. 18Σύμφωνα με τα έργα τους, οργή στους αντιπάλους του θα αποδώσει, τιμωρία στους εχθρούς του. Θα τιμωρήσει και τους πιο απομακρυσμένους λαούς. 19Θα φοβηθούν τον Κύριο και τη δοξασμένη παρουσία του σ’ όλες τις χώρες, απ’ την ανατολή ως τη δύση. Γιατί θα ’ρθεί σαν ποταμός ορμητικός, σπρωγμένος απ’ τη θύελλα. 20Λυτρωτής θα έρθει στη Σιών, για κείνους απ’ τους απογόνους του Ιακώβ που θα επιστρέψουν απ’ την αμαρτία.
21«Ως προς εμένα», λέει ο Κύριος, «κάνω μ’ αυτούς διαθήκη: Το Πνεύμα μου θ’ αναπαυθεί απάνω σας. Σας εμπιστεύομαι το μήνυμά μου από τώρα και για πάντα. Και ποτέ δε θ’ αποσύρω την αποστολή αυτή ούτ’ από σας ούτ’ από τα παιδιά σας ούτ’ από τα εγγόνια σας. Εγώ ο Κύριος το λέω».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 60
Η μελλοντική δόξα της Σιών
1Ο Κύριος λέει: «Σήκω, Ιερουσαλήμ, ορθώσου και γίνε φως! Γιατί έρχεται το φως σου, απάνω σου η δόξα μου φεγγοβολεί. 2Τη γη σκοτάδι θα σκεπάσει κι ομίχλη τους λαούς· μα εσένα το δικό μου φως θα σε φωτίζει, θα σε σκεπάζει η δόξα μου. 3Έθνη θα πάρουνε το δρόμο προς το φως σου, και βασιλιάδες προς τη λάμψη της δικής σου ανατολής.
4»Φέρε γύρω τα μάτια σου και κοίταξε· όλοι αυτοί έχουν μαζευτεί κι έρχονται προς εσένα. Οι γιοι σου θά ’ρθουν από μακριά και θα κρατούν τις κόρες σου στους ώμους. 5Τότε θα δεις και θα χαρείς, θα λαχταρά και θα σκιρτά η καρδιά σου· γιατί της θάλασσας ο πλούτος σ’ εσένα θα στραφεί, και των εθνών η δύναμη σ’ εσένα θά ’ρθει.
6»Καμήλες καραβάνια θα σε σκεπάσουν, νεαρές δρομάδες της Μαδιάμ και της Γεφά. Απ’ τη Σαβά θα έρθουν όλοι οι κάτοικοι με χρυσάφι και λιβάνι και θα διηγούνται τα έργα μου τα θαυμαστά. 7Τα πρόβατα όλα του Κηδάρ θα μαζευτούν για σένα και τα κριάρια του Νεβαϊώθ για τις θυσίες σου· θυσία ευπρόσδεκτη θ’ ανάβουν στο θυσιαστήριό μου κι εγώ το ναό μου θα τον δοξάσω με την παρουσία μου.
8»Ποιοι είναι αυτοί, Ιερουσαλήμ, που σαν το σύννεφο πετούν και σαν τα περιστέρια στη φωλιά τους; 9Ναι, ναι, πλοία συγκεντρώνονται από μακρινούς γιαλούς. Πάνε μπροστά τα πλοία τα μεγάλα και φέρνουν τα παιδιά σου από μακριά, με το ασήμι τους μαζί και το χρυσάφι, για να τιμήσουνε εμένα τον Κύριο το Θεό σου, τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Γιατί εγώ σε δόξασα.
10»Οι αλλοεθνείς θα ξαναχτίσουνε τα τείχη σου, Ιερουσαλήμ, κι οι βασιλιάδες τους θα σε υπηρετήσουν. Γιατί μες στην οργή μου σε τιμώρησα, αλλά με την αγάπη μου θα σε ελεήσω. 11Τις πύλες σου θα τις κρατούν πάντα ανοιχτές. Ούτε μέρα θα κλείνουν ούτε νύχτα· για να σου φέρουνε τα πλούτη των εθνών που θα τα οδηγούν οι ίδιοι οι βασιλιάδες τους. 12Το έθνος και το βασίλειο που δε θα σου δουλέψουν, θα εξολοθρευτούν· αυτά τα έθνη θα καταστραφούν ολότελα.
13»Τα πεύκα, οι κέδροι και τα κυπαρίσσια, όλη η μεγαλοπρέπεια του όρους του Λιβάνου, σ’ εσένα θα ’ρθουνε, τον τόπο μου τον άγιο να λαμπρύνουν. Τον τόπο θα δοξάσω όπου πατούν τα πόδια μου. 14Σ’ εσένα θα ’ρθουνε σκυφτά τα παιδιά εκείνων που σε καταπίεζαν· όλοι όσοι σε περιφρονούσαν θα πέσουνε στα πόδια σου και θα σε ονομάζουνε “η Πόλη του Κυρίου, η Σιών του Αγίου Θεού του Ισραήλ”.
15»Εγκαταλείφθηκες, Ιερουσαλήμ, μισήθηκες κι έμεινες έρημη και μόνη. Γι’ αυτό κι εγώ σε κάνω την αιώνια περηφάνια, να ’σαι το καύχημα μέσα σε όλες τις γενιές. 16Το γάλα θα θηλάσεις των εθνών, τους θησαυρούς θα φας των βασιλιάδων. Θα μάθεις πως σωτήρας σου και λυτρωτής σου εγώ είμαι, ο Κύριος, ο ισχυρός του Ιακώβ.
17»Χρυσάφι, θα σου φέρω αντί για μπρούτζο, ασήμι αντί για σίδερο, χαλκό αντί για ξύλο κι αντί για πέτρα σίδερο. Και θα εγκαταστήσω διοικητή σου την ειρήνη κι απόλυτο άρχοντα τη δικαιοσύνη. 18Στη χώρα σου δεν θα ακούει πια κανείς για βία, ούτε μέσα στα όριά σου για ερήμωση και για καταστροφή, αλλά τα τείχη σου θα σε προστατεύουν κι οι πύλες σου θα πληθαίνουν το μεγαλείο σου.
19»Τον ήλιο πια δε θα τον χρειάζεσαι για φως σου την ημέρα, ούτε τη νύχτα τη σελήνη να σε φωτίζει με τη λάμψη της. Γιατί εγώ ο Κύριος θα ’μαι για σένα φως παντοτινό και θα ’μαι εγώ, ο Θεός σου, το μεγαλείο σου. 20Ο ήλιος σου δεν θα βασιλέψει πια ούτε θα σβήσει η σελήνη σου, γιατί εγώ ο Κύριος θα ’μαι το φως σου το παντοτινό· οι μέρες του πένθους σου θα τελειώσουν.
21»Μονάχα δίκαιοι, θ’ αποτελούνε το λαό σου, Ιερουσαλήμ, κι αυτοί για πάντα θα κατέχουνε τη γη· αυτοί, βλαστάρι της φυτείας μου, το δημιούργημά μου, θα φανερώνουνε τη δόξα μου. 22Η πιο μικρή σου οικογένεια χίλια θα έχει μέλη κι η πιο αδύναμη θα γίνει έθνος ισχυρό. Όταν θα ’ρθεί ο καιρός του, εγώ ο Κύριος θα το κάνω γρήγορα να συμβεί».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 61                                                             
Χαρμόσυνο μήνυμα σωτηρίας για τη Σιών
1Το Πνεύμα με κατέχει Κυρίου του Θεού, γιατί ο Κύριος μ’ έχρισε. Μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς, τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω, στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους φυλακισμένους την απαλλαγή τους. 2Το έτος ν’ αναγγείλω που χάρη δίνει στο λαό του ο Κύριος, τη μέρα που ο Θεός μας εκδικείται τους εχθρούς. Όλους εκείνους που πενθούν να τους παρηγορήσω, 3χαρά να δώσω και σ’ αυτούς που στη Σιών θρηνούν. Κόσμημα να τους δώσω αντί για στάχτη, αντί για πένθος λάδι της χαράς, γιορταστική στολή αντί γι’ απελπισία, για να ’ναι δέντρα τέλεια, φυτεία που φανερώνει του Κυρίου τη δόξα.
4Τα ερείπια θα ξαναχτίσουν τα παμπάλαια, θα ανορθώσουν τα εγκαταλειμμένα οικοδομήματα, θ’ ανακαινίσουν τις ερημωμένες πόλεις, που ήταν έρημες για πολλές γενιές. 5Ξένοι θα ’ρθούνε να δουλεύουνε για χάρη σας· θα βόσκουν τα κοπάδια σας, θα είναι γεωργοί κι αμπελουργοί σας. 6Εσείς όμως θα ονομαστείτε του Κυρίου ιερείς· θα σας αποκαλούνε λειτουργούς του Θεού μας. Τα πλούτη θ’ απολαύσετε των εθνών και με τη δόξα τους θα στολιστείτε.
7Ήταν η αισχύνη σας διπλή, και κλήρος σας οι προσβολές κι οι εμπτυσμοί απ’ τα πλήθη· γι’ αυτό και θα κληρονομήσετε διπλά τη χώρα των εχθρών σας κι αιώνια θα ’χετε χαρά. 8«Εγώ τη δικαιοσύνη αγαπώ», λέει ο Κύριος, «μισώ τη δολερή αρπαγή· θα δώσω με αξιοπιστία το μισθό τους και θα συνάψω μ’ αυτούς διαθήκη αιώνια. 9Οι απόγονοί τους θα ’ναι ονομαστοί ανάμεσα στα έθνη, οι βλαστοί τους στους λαούς ανάμεσα. Όσοι τους βλέπουν θ’ αναγνωρίζουν ότι αυτοί είναι ο λαός που ο Θεός ευλόγησε».
Ύμνος ευχαριστίας
10Μεγάλη θα ’ναι η χαρά μου για τον Κύριο, για το Θεό μου θα σκιρτήσω! Γιατί με κάλυψε με τη σωτηρία του και με την προστασία του σαν με χιτώνα. Χαίρομαι σαν γαμπρός που το διάδημα φορεί, σαν νύφη που στολίζεται με τα κοσμήματά της. 11Όπως η γη δίνει τη βλάστησή της κι οι σπόροι όλοι που σπάρθηκαν φυτρώνουν μες στα περιβόλια, έτσι κι ο Κύριος ο Θεός θα μας χαρίσει φανερά τη σωτηρία και τη δόξα μας, μπροστά σ’ όλα τα έθνη.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 62
Η αποκατάσταση της Ιερουσαλήμ
1Για σένα Σιών δεν θα σωπάσω, ούτε για σένα θα ησυχάσω, Ιερουσαλήμ, ωσότου ολόλαμπρη προβάλει η λύτρωσή σου, λαμπάδα αναμμένη η σωτηρία σου.
2Τα έθνη θα δουν τη λύτρωσή σου και όλοι οι βασιλιάδες τη δόξα σου. Θα ονομαστείς μ’ ένα καινούργιο όνομα που θα σ’ το δώσει ο Κύριος ο ίδιος. 3Θα ’σαι στεφάνι ατίμητο στο χέρι του Κυρίου, μες στην παλάμη του Θεού σου στέμμα βασιλικό. 4Και τ’ όνομά σου πια δε θα ’ναι “η εγκαταλειμμένη” ούτε η χώρα σου θα ονομάζεται πια “η έρημη” αλλά θα λέγεσαι “η αγαπημένη του Θεού” κι η χώρα σου θα λέγεται “η γυναίκα του”· γιατί ο Κύριος θα σε ξαναγαπήσει και θα ’ναι για τη χώρα σου ο άντρας της. 5Όπως ο νέος ενώνεται σε γάμο με παρθένα, έτσι κι ο πλάστης σουρθ μ’ εσένα θα ενωθεί. Κι όπως χαρά για το γαμπρό είναι η νύφη, έτσι χαρά για το Θεό σου θα ’σαι εσύ.
6Πάνω στα τείχη σου, έβαλα φρουρούς, Ιερουσαλήμ· ολημερίς κι ολονυχτίς δεν πρέπει να σωπάσουν. Εσείς, φρουροί, που όλα τα υπενθυμίζετε στον Κύριο, μην ησυχάζετε καθόλου. 7Κι αυτόν μην τον αφήνετε να ησυχάσει, ωσότου αποκαταστήσει την Ιερουσαλήμ, ωσότου κάνει πάνω στη γη όλοι να τη δοξάσουν. 8Ο Κύριος έδωσε ένορκη υπόσχεση στο λαό του και με την παντοδυναμία του την εγγυήθηκε: «Το στάρι σου δεν θα το δώσω πια να τρέφονται οι εχθροί σου και το κρασί σου, που γι’ αυτό κουράστηκες, δε θα το πίνουν πια οι αλλοεθνείς. 9Μα αυτοί που θα θερίζουν κι αυτοί που θα τρυγούν, θα τρώνε το ψωμί· το κρασί θα πίνουν στις άγιες μου αυλές κι αυτοί θα με δοξάζουν».
10Περάστε εσείς, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, βγείτε απ’ της πόλης σας τις πύλες! Το δρόμο ετοιμάστε για το λαό που επιστρέφει! Ανοίξτε, ανοίξτε δρόμο, κι από τις πέτρες καθαρίστε τον, σημαία σηκώστε να τη βλέπουν οι λαοί! 11Ο Κύριος διακήρυξε στα πέρατα της γης: «Πείτε στην πόλη της Σιών, “νάτος ο σωτήρας σου, έρχεται! Φέρνει μαζί του το λαό που έσωσε· αυτός είναι η ανταμοιβή του”». 12Θα λέγονται «άγιος λαός», από τον Κύριο λυτρωμένος· κι εσύ θα ονομαστείς «πόλη ποθητή», όχι εγκαταλειμμένη.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 63
Η ημέρα της εκδίκησης του Κυρίου
1Ποιος είν’ εκείνος που ’ρχεται από την Εδώμ, με ρούχα κόκκινα απ’ τη Βοσρά; Αυτός με τη λαμπρή στολή που περπατάει με δύναμη μεγάλη; «Εγώ, ο Κύριος, είμαι! Εκείνος που αποδίδω δικαιοσύνη και που να σώζω έχω τη δύναμη». 2Γιατί είναι κόκκινη η στολή σου και σαν εκείνου που πατάει στο πατητήρι είναι τα ρούχα σου;
3«Πάτησα μοναχός μου στο πατητήρι. Κανένας δε με βόηθησε απ’ τους λαούς. Απάνω στο θυμό μου τους ποδοπάτησα και τους σύντριψα πάνω στην οργή μου. Έτσι το αίμα τους πιτσίλισε τα ρούχα μου και λέρωσα όλη τη στολή μου. 4Γιατί στο νου μου είχα να εκδικηθώ μια μέρα τους εχθρούς μου κι ήρθε η χρονιά για να λυτρώσω το λαό μου. 5Κοίταξα γύρω μου, βοήθεια δεν υπήρχε! Κι έμεινα έκπληκτος που δεν ήταν ούτ’ ένας να μου παρασταθεί· έτσι το ίδιο μου το χέρι με βοήθησε και η οργή μου έγινε το στήριγμά μου. 6Έτσι μες στο θυμό μου ποδοπάτησα τους λαούς και πάνω στην οργή μου τους κομμάτιασα κι έχυσα το αίμα τους στη γη».
Η καλοσύνη του Κυρίου προς τον Ισραήλ
7Θα θυμηθώ, Κύριε, τις καλοσύνες σου,
εκείνες που μας κάνουν να σε υμνούμε·
όλα όσα έπραξες για μας,
την πλούσια αγαθότητα που έδειξες στον Ισραήλ
χάρη στο έλεός σου,
που ευεργεσίες σκορπίζει.
8Είπες: «Αλήθεια είναι λαός μου αυτοί,
είναι παιδιά μου
που δε θ’ απιστήσουν».
Κι έτσι έγινες σωτήρας μας.
9Μ’ όλες τις θλίψεις μας εσύ θλιβόσουν,
κι ο άγγελος της παρουσίας σου μας έσωσε·
με την αγάπη σου και με την ευσπλαχνία σου
πάντα εσύ μας λύτρωνες· μας σήκωσες,
μας κράτησες στην αγκαλιά σου
όλα τα χρόνια που περάσανε.
10Εμείς όμως εξεγερθήκαμε
και καταθλίψαμε το άγιο σου το Πνεύμα·
έτσι κι εσύ μας έγινες εχθρός
κι ο ίδιος μάς πολέμησες.
11Και τότε θυμηθήκαμε τις μέρες τις παλιές
του Μωυσή του δούλουρι σου.
Κι είπαμε:
«Πού είν’ αυτός που απ’ το νερό έβγαλε το Μωυσή,
ποιμέναρια του ποιμνίου του,
κι έβαλε μέσα του το άγιο του το Πνεύμα;
12Πού είν’ αυτός που τους οδήγησε,
στέκοντας στα δεξιά του Μωυσή,
με το ένδοξό του χέρι,
αυτός που έσκισε μπροστά τους τα νερά,
κι απόκτησε έτσι δόξα αιώνια;
13Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε,
χωρίς καθόλου να σκοντάψουν,
όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο.
14Σαν το κοπάδι που κατηφορίζει
να βρει ασφάλεια στη ρεματιά,
το Πνεύμα του Κυρίου τους οδηγούσε
να βρουν ανάπαυση.
Έτσι εσύ οδηγούσες το λαό σου, Κύριε,
για να δοξάζεσαι αιώνια».
15Ρίξε ένα βλέμμα, Κύριε, από τον ουρανό,
από την άγια, την ένδοξή σου κατοικία, και δες!
Πού είν’ η φλογερή αγάπη σου κι η δύναμή σου,
η ευσπλαχνία σου και η στοργή σου;
Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν αισθανόμαστε.
16Εσύ είσαι ο Πατέρας μας.
Αλήθεια, ο Αβραάμ δεν μας γνωρίζει,
κι ο Ιακώβ δεν μας αναγνωρίζει.
Εσύ, είσαι, Κύριε, ο Πατέρας μας!
Απ’ τους αιώνες τ’ όνομά σου, είναι «ο Λυτρωτής μας».
17Γιατί, Κύριε, μας αφήνεις να πλανιόμαστε
από το δρόμο σου μακριά,
και την καρδιά μας τη σκληραίνεις,
έτσι που να μη σ’ υπακούμε πια;
Γύρνα πίσω σ’ εμάς, για χάρη των δούλων σου,
για χάρη των φυλών που σου ανήκουν.
18Μόνο για λίγο, εμείς, ο άγιος λαός σου,
τη γη μας την κρατήσαμε.
Τώρα οι εχθροί μας μόλυναν το αγιαστήριό σου.
19Έχουμε γίνει σαν ποτέ να μη μας εξουσίαζες,
σαν να μην ήμασταν ποτέ δικοί σου.
Μακάρι ν’ άνοιγες τους ουρανούς και να κατέβαινες,
να τρέμαν’ τα βουνά στην παρουσία σου!
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 64
1Θα ήσουνα σαν τη φωτιά που καίει τους θάμνους
και κάνει να κοχλάζουν τα νερά,
έτσι που οι εχθροί σου να γνωρίσουν τι Θεός είσαι,
και τα έθνη να τρέμουν στην παρουσία σου.
2Άλλοτε, έκανες πράξεις τρομερές, που δεν τις περιμέναμε!
Κάποτε που κατέβηκες, τρέμαν’ στην παρουσία σου τα όρη.
3Απ’ την πολύ παλιά εποχή οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τίποτα,
δεν έχουνε ακούσει,
ούτ’ έχουν δει κάποιον θεό άλλον εκτός από σένα,
που να βοηθάει όσους ελπίζουνε σ’ αυτόν.
4Φέρεσαι φιλικά σ’ εκείνους
που πράττουνε με προθυμία ό,τι είναι δίκαιο,
σ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές σου.
Εσύ οργίστηκες μ’ εμάς,
αλλά εμείς δεν πάψαμε να αμαρτάνουμε απέναντί σου·
απ’ τα παλιά τα χρόνια είμαστε αποστάτες.ριβ
5Όλοι μας μολυνθήκαμε,
κι όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ρούχο ρυπαρό.
Όλοι μας σαν το φύλλο μαραινόμαστε,
κι η ανομία μας καθώς ο άνεμος μας διασκορπίζει.
6Κανένας δεν επικαλείται τ’ όνομά σου
ούτε και σκέφτεται να σ’ εμπιστευτεί.
Έκρυψες πια από μας το πρόσωπό σου,
και να υποφέρουμε, μας άφησες,
τα επακόλουθα των αμαρτιών μας.
7Ωστόσο, Κύριε, εσύ είσαι ο Πατέρας μας.
Εμείς είμαστε ο πηλός, ο πλάστης μας εσύ ’σαι·
όλοι μας έργο των χεριών σου είμαστε.
8Γι’ αυτό και μην οργίζεσαι, Κύριε, υπέρμετρα
και μην κρατάς στη μνήμη σου
την ανομία μας για πάντα.
Μα κοίταξε, λοιπόν· όλοι εμείς είμαστε ο λαός σου.
9Οι άγιες σου οι πόλεις ερημώθηκαν·
η Σιών έγινε έρημος, η Ιερουσαλήμ ερείπια.
10Ο άγιος και ωραίος μας ναός,
όπου σε υμνούσαν οι προπάτορές μας,
της φωτιάς έγινε παρανάλωμα,
όλα όσα μας ευχαριστούσαν ερειπώθηκαν.
11Μπορείς, Κύριε, να μένεις απαθής
μπρος σ’ όλα αυτά;
Μπορείς να σιωπάς και να μας ταπεινώνεις ως το έπακρο;
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 65
Ανταμοιβή των πιστών
1Ο Κύριος λέει: «Έτοιμος ήμουν ν’ απαντήσω, αλλά κανείς δε με ρωτούσε· πάντα μπορούσαν να με βρουν, αλλά κανείς δεν έψαχνε για μένα. Έλεγα, “εδώ είμαι, σας ακούω!” Μα σ’ ένα έθνος το ’λεγα που δε μ’ επικαλέστηκε ποτέ του.ριγ 2Τα χέρια μου όλη τη μέρα άπλωνα σ’ ένα λαό αποστάτη, που κακό δρόμο ακολουθεί και που τον σέρνουν οι επιθυμίες του· 3σ’ ένα λαό που συνεχώς αδιάντροπα με προκαλεί, στους κήπους μέσα τις θυσίες του προσφέρει, σε κεραμίδια πάνω καίει το θυμίαμα· 4σε ανθρώπους που στα μνήματα περνούν τη μέρα τους και διανυκτερεύουν στις σπηλιές, τρώνε το κρέας το χοιρινό και είναι μολυσμένα από τα φαγητά των θυσιών τα σκεύη τους· 5σ’ αυτούς που λένε, “φύγε από κοντά μου, μη μ’ αγγίζεις, γιατί είμαι άγιος!”ριδ
»Αυτοί μου ανάβουν το θυμό και καίει όλη τη μέρα σαν φωτιά. 6Νάτο, το ’χω γραμμένο εδώ μπροστά μου: “δε θα σωπάσω πριν να τιμωρήσω 7τις ανομίες τις δικές τους και των πατέρων τους μαζί. Αυτούς που πάνω στα βουνά τα είδωλα θυμιάτιζαν και στις κορυφές των λόφων με βλαστημούσαν, όπως το αξίζουν θα τους τιμωρήσω, σύμφωνα με τα έργα τους”. Εγώ, ο Κύριος, το λέω».
8Και συνεχίζει ο Κύριος: «Όταν ένα σταφύλι έχει χυμό, λένε “μην το καταστρέφεις, γιατί έχει μέσα του ευλογία”. Αυτό κι εγώ θα κάνω για χάρη των δούλων μου: δε θα καταστρέψω το λαό στο σύνολό του. 9Θα κάνω να βγουν τέκνα από τον Ιακώβ, κι απ’ τον Ιούδα απόγονοι. Θα γίνουν τα βουνά μου κτήμα των εκλεκτών μου, των δούλων μου, κι εκεί θα κατοικήσουν. 10Τότε η Σαρών θα γίνει η μάντρα των προβάτων τους, και η κοιλάδα Αχώρ,ριε των γελαδιών βοσκή, για χάρη του λαού μου, που με ζήτησε.
11»Εσάς όμως που με εγκαταλείψατε, που λησμονήσατε το άγιο μου βουνό, που για τον Γαδ προετοιμάζετε τραπέζι, και για να προσφέρετε σπονδές στον Μενί γεμίζετε τα κύπελα,ρις 12εσάς θα σας παραδώσω στη σφαγή. Όλοι σας θα εξολοθρευθείτε, γιατί σας κάλεσα και δεν αποκριθήκατε. Μιλούσα, μα εσείς δεν ακούγατε. Κάνατε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσατε αυτό που με δυσαρεστεί.
13»Γι’ αυτό, ακούστε τι λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός: Οι δούλοι μου θα ’χουν να φάνε, μα εσείς θα πεινάσετε· αυτοί θα ’χουν να πιουν, μα εσείς θα υποφέρετε απ’ τη δίψα. Αυτοί θα χαίρονται, μα εσείς θα ζείτε ντροπιασμένοι. 14Οι δούλοι μου θα ψάλλουν απ’ τη μεγάλη τους χαρά, μα εσείς απ’ τη βαθιά σας θλίψη θα φωνάζετε, και θα ουρλιάζετε απ’ την απελπισία. 15Θα αφήσετε στους εκλεκτούς μου το όνομά σας να το ’χουνε για τις κατάρες τους: “έτσι κι εσένα να σε θανατώσει ο Κύριος ο Θεός!” Αλλά στους δούλους μου εγώ θα δώσω ένα καινούριο όνομα. 16Κι όποιος ποθεί ευλογημένος να ’ναι σ’ αυτή τη χώρα, θα ζητά να τον ευλογήσει ο αληθινός Θεός· κι όποιος σ’ αυτή τη χώρα ορκίζεται, όρκο θα παίρνει στον αληθινό Θεό».
Καινούριος ουρανός και καινούρια γη
Λέει ο Κύριος:
«Όλες οι θλίψεις οι αλλοτινές θα ξεχαστούν
και θα εξαφανιστούνε.
17Καινούριο θα δημιουργήσω ουρανό, καινούρια γη·
τα περασμένα, τα παλιά, θα ξεχαστούνε,
και πια κανείς δε θα τα σκέφτεται.
18»Αλλά θα ευχαριστιούνται όλοι και θα χαίρονται
για πάντα με τα όσα δημιουργώ,
γιατί θα κάνω την Ιερουσαλήμ πόλη χαράς
κι ευτυχισμένο το λαό της.
19Κι εγώ θα χαίρομαι για την Ιερουσαλήμ,
θ’ αγάλλομαι για το λαό μου.
»Κλάματα δεν θ’ ακούγονται πια εκεί
ούτε και θρήνοι.
20Βρέφος δεν θα υπάρχει εκεί που να ’χει λίγο μόνο ζήσει
ούτε και γέρος που να μη συμπληρώσει μακρόχρονη ζωή.
Γιατί αυτός που θα πεθαίνει στα εκατό θα θεωρείται νέος·
και όποιος δεν θα φτάνει στα εκατό
καταραμένος θα λογαριάζεται.
21-22»Θα οικοδομούνε σπίτια ο λαός μου
κι οι ίδιοι θα τα κατοικούν·
αυτοί, κανένας άλλος.
Αμπέλια θα φυτεύουνε
κι οι ίδιοι θα τρώνε τον καρπό·
αυτοί, κανένας άλλος.
Μες στο λαό μου η ζωή θα διαρκεί σαν αιωνόβιο δέντρο·
θ’ απολαμβάνουν οι εκλεκτοί μου
τους καρπούς των κόπων τους.
23Δε θα κοπιάζουν μάταια πια
ούτε και θα γεννούν παιδιά,
νεκρά για να τα δούνε,
γιατί εγώ ο Κύριος θα τους ευλογήσω,
εκείνους και τους απογόνους τους.
24Ακόμα πριν προλάβουν να μου φωνάξουν,
εγώ θα τους έχω αποκριθεί·
ακόμα πριν τελειώσουν την προσευχή τους
εγώ θα κάνω να εκπληρώνεται.
25Ο λύκος και το αρνί μαζί θα βόσκουνε
και το λιοντάρι άχυρο θα τρώει καθώς το βόδι·
το χώμα θα ’ναι του φιδιού η τροφή.
Κανένας δεν θα προξενεί ζημιά ούτε κακό
σ’ όλο μου το βουνό το άγιο.
Εγώ, ο Κύριος, το λέω».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 66
Κρίση του Κυρίου
1Ο Κύριος λέει: «Θρόνος μου είν’ ο ουρανός και υποπόδιό μου η γη. Τι είδους κατοικία μπορείτε εσείς να μου οικοδομήσετε, τι είδους τόπο για να μείνω εκεί; 2Αυτά όλα τα ’κανε το χέρι μου κι οφείλουνε σ’ εμένα την ύπαρξή τους. Μα εγώ στον ταπεινό ρίχνω το βλέμμα μου, στον πονεμένο, και σ’ αυτόν όπου το λόγο μου φοβάται.
3»Κάποιος για μένα θυσιάζει βόδι κι ο ίδιος πάλι σφάζει άνθρωπο. Θυσία μού προσφέρει ένα αρνί κι ο ίδιος μετά σκοτώνει κι έναν σκύλο. Καρπούς μού προσφέρει από τη μια, κι από την άλλη αίμα χοίρου. Σ’ εμένα καίει λιβάνι προσφοράς, ο ίδιος που τα είδωλα τιμάει. Αυτοί οι άνθρωποι διαλέγουν ένα δικό τους τρόπο για να ζούνε και βρίσκουν ευχαρίστηση στα είδωλα τα βδελυρά, που εγώ μισώ. 4Γι’ αυτό κι εγώ αποφασίζω να τους ταλαιπωρήσω και να τους κάνω να υποστούν όλα όσα φοβούνται. Εγώ καλούσα και κανείς δεν απαντούσε, μιλούσα μα αυτοί δεν άκουγαν. Κάνανε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσαν αυτό που με δυσαρεστεί».
Η ευημερία της Σιών
5Ακούστε τι λέει ο Κύριος, εσείς όλοι που τρέμετε στο λόγο του:
«Υπάρχουν συμπατριώτες σας που σας μισούν και σας αποφεύγουν επειδή είστε πιστοί σ’ εμένα: “ας δείξει ο Κύριος τη δύναμή του”, λένε ειρωνικά, “να σας δούμε να πανηγυρίζετε”, αλλά οι ίδιοι θα ταπεινωθούν.
6»Ακούστε τις φωνές, το θόρυβο που έρχεται απ’ την πόλη! Ακούστε φωνές που ’ρχονται απ’ το ναό! Είναι του ίδιου του Κυρίου η φωνή, που τιμωρεί αντάξια τους εχθρούς του.
7-8»Είδε ποτέ κανείς ή άκουσε γυναίκα ξάφνου να γεννά, δίχως να ’χει κοιλοπονέσει; Μπορεί ένα έθνος μονομιάς να γεννηθεί, μια χώρα να δημιουργηθεί σε μια μονάχα μέρα; Μα τώρα η μάνα Σιών, μόλις θα αισθανθεί τους πόνους της, αμέσως θα γεννήσει τα παιδιά της. 9Εγώ που φέρνω τη γυναίκα ως την ώρα της, πώς θα την εμποδίσω να γεννήσει; Αν είμαι εγώ που ετοιμάζω κάθε γέννηση, πώς μπορώ εγώ και να τη σταματήσω, εγώ, ο Κύριος ο Θεός σας;
10»Χαρείτε με την Ιερουσαλήμ μαζί, σκιρτήστε γι’ αυτήν, όσοι την αγαπάτε! Φωνάξτε τώρα από χαρά μαζί της, όλοι εσείς που πενθούσατε γι’ αυτήν, 11για να γευθείτε μ’ ευχαρίστηση τη δόξα της, όπως χορταίνει το παιδί που στους μαστούς της μάνας του θηλάζει. 12Εγώ θα σας νοιαστώ και θα σας θρέψω όπως η μάνα το βυζασταρούδι της, που το κρατάει στην αγκαλιά και το χαϊδολογάει μες στην ποδιά της. 13Όπως η μάνα το παιδί της παρηγορεί, έτσι κι εγώ θα σας παρηγορήσω με τη χαρά της Ιερουσαλήμ. 14Όταν αυτό το δείτε, η καρδιά σας θα γεμίσει από χαρά· το γέρικο κορμί σας θα ξανάβρει τη ζωή καθώς την άνοιξη θεριεύει η χλόη».
Ναι, ο Κύριος θα φανερώσει τη δύναμή του στους πιστούς του, μα στους εχθρούς του θα δείξει το θυμό του. 15Θα ξεπροβάλει ο Κύριος μέσα απ’ τη φωτιά και τ’ άρματά του θα ’ναι σαν τον ανεμοστρόβιλο. Θα εκδηλώσει το θυμό του με μανία, την απειλή του με αστραπές. 16Ο Κύριος με το ξίφος του το πύρινο κάθε άνθρωπο θα κρίνει. Και πολλοί θα ’ναι οι εξολοθρευμένοι απ’ αυτόν.
17Και λέει ο Κύριος: «Αυτοί που κάνουν καθαρμούς και ετοιμάζονται μες στους ειδωλολατρικούς κήπους για να μπουν, αυτοί που μια ιέρεια ακολουθούν που μες στη μέση στέκεται, αυτοί που τρώνε κρέας χοιρινό, το κρέας των ερπετών ή και των ποντικιών, όλοι αυτοί θα εξοντωθούν.ριζ 18Γνωρίζω ακριβώς τις πράξεις και τα σχέδιά τους».
Τα έθνη θα τιμήσουν το Θεό του Ισραήλ
Ο Κύριος λέει: «Έρχεται καιρός, που όλα τα έθνη, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, θα τα συνάξω και θα ’ρθούνε για να δουν τη δόξα μου. 19Σημείο θα τους δώσω της εξουσίας μου. Αυτούς που θα ’χουν διασωθεί θα τους στείλω στα έθνη να διακηρύξουνε τη δόξα μου: στη Θαρσείς, στην Πουλ, στη Λουδ, στη Μεσέχ, στην Τουβάλ και στην Ιαυάν, σε χώρες μακρινές, που τίποτα δεν έχουν μάθει για μένα, ούτε έχουν δει τη δόξα μου.ριη
20»Θα φέρουν πίσω όλους τους συμπατριώτες σας, απ’ όλα τα έθνη, προσφορά σ’ εμένα τον Κύριο, πάνω σε άλογα και σε άρματα, σε αμάξια σκεπαστά και σε μουλάρια και καμήλες, στο άγιο μου βουνό στην Ιερουσαλήμ, καθώς εσείς οι Ισραηλίτες την προσφορά σας φέρνετε στο ναό μου μέσα σε σκεύη καθαρά. 21Μερικούς μάλιστα από αυτούς θα τους κάνω ιερείς μου και λευίτες.
22»Όπως θα υπάρχουν πάντα ενώπιόν μου ο καινούριος ουρανός κι η γη η καινούρια, που εγώ θα δημιουργήσω, έτσι θα διαιωνίζονται οι απόγονοί σας και το δικό σας όνομα. Εγώ ο Κύριος το λέω. 23Κάθε νουμηνία και κάθε Σάββατο θα έρχονται όλοι οι άνθρωποι και θα με προσκυνούν. 24Βγαίνοντας έξω θα μπορούν να δουν τα πτώματα εκείνων που εναντίον μου επαναστάτησαν, γιατί τα βάσανά τους ποτέ δεν θα ’χουν τελειωμό και η φωτιά αιώνια θα τους καίει. Σε κάθε άνθρωπο αηδία θα προκαλούν».


Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B


Επιτρέπεται η αναδημοσίευση  κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |