.
Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016
44 ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Κεφάλαια 1- 24
Ο προφήτης Ιερεμίας, στη δράση του οποίου
αναφέρεται και τους λόγους του οποίου περιέχει το φερώνυμο βιβλίο, έδρασε στο
βασίλειο του Ιούδα, κατά τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα.
Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα το 627 π.Χ.
σε νεαρή ηλικία. Η εποχή της δράσης του συμπίπτει με την κατάρρευση της
ηγεμονίας των Ασσυριών και την ανάδειξη των Βαβυλωνίων σε κυρίαρχη δύναμη της
Μεσοποταμίας αρχικά και της ευρύτερης περιοχής της Συρίας και της Παλαιστίνης
στη συνέχεια. Η εξασθένιση του ασσυριακού ελέγχου οτην Παλαιστίνη έδωσε στο
βασιλιά Ιωσία τη δυνατότητα να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να
προχωρήσει σε θρησκευτική μεταρρύθμιση για την αποκάθαρση της ιουδαϊκής
λατρείας από τα ειδωλολατρικά στοιχεία. Η ήπα και ο θάνατος του Ιω-σία στη
Μεγιδδώ (609 π.Χ.) από τους Αιγυπτίους και η ήπα στη συνέχεια των Αιγυπτίων στη
Χαρκεμίς (605 π.Χ.) από τους Βαβυλωνίους είχαν ως συνέπεια να περιέλ-θει το
βασίλειο του Ιούδα υπό βαβυλωνιακό έλεγχο. Οι προσπάθειες του βασιλιά Ιωα-κίμ
για ανεξαρτησία όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά και έφεραν στη χώρα την καταστροφή.
Οι Βαβυλώνιοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και οδήγησαν το διάδοχό του Ιεχο-νία και
μέρος του πληθυσμού στην αιχμαλωσία (597 π.Χ.). Ο νέος βασιλιάς Σεδεκίας
ακολούθησε ανάλογη με τους προκατόχους του πολιτική με αποτέλεσμα να
προκαλέ-οει νέα εκστρατεία των Βαβυλωνίων και ολοκληρωτική καταστροφή του
βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ και νέα αιχμαλωσία του λαού (587/6
π.Χ.). Ο Ιερεμίας πα-ρέμεινε στη χώρα μέχρι τη δολοφονία του διοικητή Γεδαλία τον
οποίο είχαν τοποθετήσει εκεί οι Βαβυλώνιοι και στη συνέχεια κατέφυγε στην
Αίγυπτο
.
.
Στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο)
το έργο κατατάσσεται μετά το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, στην ομάδα “Προφητικά
Βιβλία" της Παλαιός Διαθήκης. Στην ίδια θέση κατατάσσεται και στην Εβραϊκή
Βίβλο· στην υποομάδα “Μεταγενέστεροι Προφήτες” της ομάδας “Προφήτες”. Ανάμεσα
στο κείμενο των Ο και το εβραϊκό υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στην έκταση
(το κείμενο των Ο' είναι κατά 12% περίπου συντομότερο από το εβραϊκό) όσο και
στην κατάταξη των ενοτήτων. Έτσι, οι ενότητες 25,13-44,30 αριθμούνται από τους
Ο ως 32,13-51,30, το 45,1-5 ως 51,31-35, το κεφ. 46 ως 26, το 47 ως 29, το 48
ως 31, οι ενότητες 49,1-6.7-22.23-27.28-33 ως 30,17-22.1-16.29-33.23-28
αντίστοιχα, και τα κεφ. 50-51 ως 27-28. Αλλά και οτο εβραϊκό κείμενο επικρατεί
αταξία στην κατάταξη του υλικού: Το πρώτο μέρος του έργου συνιστούν οι απειλές
κατά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ (1,1-25,14). Ακολουθούν οι προφητείες κατά
των γειτονικών με τον Ισραήλ λαών (25,15-38), που διακόπτονται
όμως και συνεχίζονται στο
τέλος του βιβλίου (κεφ. 46-51). Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται βιογραφικά στοιχεία
για τον προφήτη (κεφ. 26-35) και τα δεινά που αυτός υπέοτη (κεφ. 36-44), που
επίσης διακόπτονται από ένα παρηγορητικό κείμενο σε ποιητικό λόγο (κεφ. 30-31).
Τα δραματικά γεγονότα της εποχής του
προφήτη και η ρευστή πολιτική κατάσταση είχαν ως συνέπεια να γίνει ο προφήτης
αντιπαθής στους συγχρόνους του, καθώς ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται κατά
πάντων: κατά των βασιλιάδων για την αλόγιστη πολιτική τους, κατά των ιερέων για
την τυπολατρία, την κερδοσκοπία και το συγκρητισμό τους, κατά των ψευδοπροφητών
για τις απατηλές ελπίδες που καλλιεργούσαν στο λαό, κατά των πλουσίων για την
καταδυνάστευση των φτωχών και κατά του λαού για την ηθική κατάπτωση και
ειδωλολατρία του. Η ζωή του κατέστη ένα διαρκές μαρτύριο με συλλήψεις,
επιβουλές κατά της ζωής του, φυλακίσεις, απαγορεύσεις επισκέψεων στο ναό,
κάψιμο των έργων του. Όλα αυτά γέμισαν με θλίψη τον προφήτη, επηρέασαν βαθύτατα
την ψυχολογία του και έκαναν το λόγο του να είναι ουνυφασμένος με το θρήνο,
ταυτόχρονα όμως ανέδειξαν τον ίδιο σε μια από τις πνευματικότερες
προσωπικότητες της Παλαιός Διαθήκης, ώστε να μην είναι τυχαίο το ότι μερικοί
σύγχρονοι του Χριστού θεωρούσαν τον Ιησού σαν έναν άλλον Ιερεμία (Μτ 16,14). Με
απειλές, προτροπές και παρακλήσεις προσπαθεί ο προφήτης να πείσει το λαό να
επιστρέφει στο Θεό εναντίον του οποίου έχει με τις πράξεις του επαναστατήσει.
Μη βλέποντας όμως σημάδια γής, εξαγγέλλει την κρίση του Θεού, η οποία θα
εκδηλωθεί με καταστροφή, για την οποία υπεύθυνος δεν θα είναι ο Θεός αλλά ο
λαός με τη συμπεριφορά του. Όργανα της παιδαγωγικής κρίσεως του Θεού θα είναι
τα έθνη, που και αυτά με τη σειρά τους θα τιμωρηθούν, γιατί παρεξήγησαν το ρόλο
που τους ανέθεσε ο Θεός και έδειξαν αυτοπεποίθηση και εκδικητικότητα απέναντι
στο λαό του Ιούδα. Παρ’ όλα αυτά ο προφήτης βλέπει και πέρα από την καταστροφή.
Οραματίζεται την αποκατάσταση του λαού και εξαγγέλλει τη σύναψη μιας νέας
διαθήκης, που θα καθορίζει πλέον τη σχέση του Θεού, όχι με το λαό ως σύνολο
αλλά με τον καθένα ξεχωριστά και που θα είναι γραμμένη όχι σε πλάκες αλλά στην
καρδιά του καθένα (31,31-34). Τη σύναψη της νέος αυτής διαθήκης θα επιβεβαιώσει
ό ίδιος ο Χριστός κατά το μυστικό δείπνο (Λκ 22,20).
Διάγραμμα του περιεχομένου
1. Επιγραφή:
1,1-3
2. Λόγοι κατά του
βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ:
1,4-25,14
1,4-6,30: Κατά την εποχή
του Ιωσία
7,1 -20,18: Κατά την
εποχή του Ιωακίμ
21,1-25,14: Μετά την
εποχή του Ιωακίμ
3. Λόγοι κατά των
λαών:
25,15-38
4. Εξαγγελίες
σωτηρίας:
26,1-35,19
5. Τα δεινά του
Ιερεμία:
36,1-45,5
6. Λόγοι κατά των
λαών:
46,1-51,64
7. Η πτώση της
Ιερουσαλήμ:
52,1-34
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 1
Το βιβλίο του Ιερεμία
1Λόγοια του Ιερεμία, γιου
του Χελκία. Ο Ιερεμίας ανήκε σε μια ιερατική οικογένεια της Αναθώθ, περιοχής
της φυλής Βενιαμίν. 2Σ’ αυτόν μίλησε ο Κύριος για πρώτη φορά το δέκατο τρίτο
έτος της βασιλείας του Ιωσία, γιου του Αμών,β ο οποίος ήταν βασιλιάς του Ιούδα.
3Και συνέχισε να του μιλάει όλο τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ,
γιος του Ιωσία, κι ως τότε που ο Σεδεκίας, άλλος γιος του Ιωσία, συμπλήρωσε
έντεκα χρόνια βασιλιάς του Ιούδα –συγκεκριμένα ως τον πέμπτο μήνα εκείνου του
έτους, οπότε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία.
Ο Θεός καλεί τον Ιερεμία
να μεταβιβάσει το λόγο του
4Ο Κύριος μου είπε:
5«Πριν ακόμη σε πλάσω μες στην κοιλιά της μάνας σου, σε διάλεξα, και πριν ακόμα
γεννηθείς σε είχα ξεχωρίσει, για να είσαι προφήτης στα έθνη».
6Τότε εγώ απάντησα: «Μα
Κύριε, Θεέ, εγώ δεν ξέρω να κηρύττω το λόγο· είμαι ακόμη πολύ νέος». 7Ο Κύριος
μου αποκρίθηκε: «Μη λες πως είσαι ακόμη πολύ νέος· γιατί σε όλους όσους σε
στέλνω θα πας, και όλα όσα σε διατάζω θα τα πεις. 8Μη φοβάσαι κανέναν, γιατί
εγώ είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
9Τότε ο Κύριος άπλωσε το
χέρι του και άγγιξε τα χείλη μου. Και μου είπε: «Έτσι βάζω τα λόγια μου στο
στόμα σου. 10Πρόσεξε· από σήμερα θα έχεις την εξουσία στα έθνη και στα βασίλεια
να ξεριζώνεις και να γκρεμίζεις, να καταστρέφεις και να ερημώνεις, να χτίζεις
και να φυτεύεις».
11Έπειτα ο Κύριος με
ρώτησε: «Τι βλέπεις, Ιερεμία;» «Ένα κλαδί μυγδαλιάς», απάντησα. 12«Καλά είδες»,
μου λέει, «κι εγώ επαγρυπνώγ για να πραγματοποιήσω τα λόγια μου».
13Ο Κύριος με ξαναρώτησε:
«Τι βλέπεις;» Κι απάντησα: «Βλέπω ένα καζάνι που βράζει, με το στόμιο στραμμένο
σ’ εμένα από το βορρά». 14«Από το βορρά»,δ μού λέει, «θα ξεχυθεί η δυστυχία
πάνω στους κατοίκους αυτής της χώρας». 15Και συνέχισε ο Κύριος: «Θα καλέσω να
έρθουν όλα τα έθνη απ’ το βορρά· οι βασιλιάδες τους θα στήσουν τους θρόνους
τους γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και απέναντι από τις πύλες της· θα
περικυκλώσουν όλες τις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. 16Τότε θα τους κρίνω για
όλες τις κακίες τους, επειδή με εγκατέλειψαν και θυσίασαν σε άλλους θεούς και
προσκύνησαν τα έργα που κατασκεύασαν με τα χέρια τους.
17»Εσύ, όμως Ιερεμία,
ετοιμάσου, και σήκω να τους πεις όλα όσα σε διατάζω. Μη τους φοβηθείς, για να
μη σε κάνω στ’ αλήθεια να δειλιάσεις μπροστά τους. 18Εγώ σήμερα σε κάνω δυνατό
σαν πόλη οχυρωμένη, σαν σιδερένιο στύλο και σαν τείχος χάλκινο, ν’ αντισταθείς
απέναντι σ’ όλη αυτή τη χώρα, στους βασιλιάδες του Ιούδα, στους άρχοντες, στους
ιερείς και στο λαό της. 19Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα σε νικήσουν, γιατί εγώ
θα είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 2
Απ’ την πηγή με το
τρεχούμενο νερό σε δεξαμενές με ρωγμές
1Ο Κύριος με πρόσταξε και
μου είπε: 2«Πήγαινε αυτό το μήνυμα στην Ιερουσαλήμ: “ακούστε τι λέει ο Κύριος:
Θυμάμαι πόσο πιστή μού ήσουν στα νιάτα σου, και πόσο μ’ αγαπούσες όταν ήμασταν
νιόπαντροι. Με είχες ακολουθήσει στην έρημο, σε γη που τίποτα δε φυτρώνει.
3Τότε ανήκες μονάχα σ’ εμένα, όπως οι πρώτοι καρποί της σοδειάς. Όποιος
τολμούσε να σ’ αγγίξει θα ήταν ένοχος και θα τον τιμωρούσα, λέει ο Κύριος”».
4Το λόγο του Κυρίου
ακούστε, απόγονοι του Ιακώβ, όλες οι φυλές του Ισραήλ! 5Ο Κύριος λέει: «Σε τι
έβλαψα τους προγόνους σας κι απομακρύνθηκαν από μένα; Στράφηκαν στα είδωλα και
γι’ αυτό καταστράφηκαν. 6Δεν ενδιαφερθήκατε για μένα, αν και σας έβγαλα απ’ την
Αίγυπτο και σας οδήγησα μέσα από την έρημο, μέσ’ από γη με στέπες και χαράδρες,
μέσ’ από γη ξερή και σκοτεινή, απάτητη και ακατοίκητη. 7Σας έφερα σε καρποφόρα
χώρα για να χαίρεστε τους καρπούς και τα καλύτερα αγαθά της, αλλά εσείς ήρθατε
και μολύνατε τη χώρα μου, κάνατε μισητή τη χώρα που μου ανήκει. 8Οι ιερείς σας
δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα· αυτοί οι ιερείς, που εξηγούν το νόμο μου, δε με
γνώρισαν. Οι άρχοντες επαναστάτησαν εναντίον μου και οι προφήτες προφήτεψαν
επικαλούμενοι το Βάαλ και λάτρεψαν τ’ άχρηστα είδωλα. 9Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος,
θα κατηγορήσω εσάς, μαζί ακόμη και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας.
10»Μακριά πηγαίνετε, στις
χώρες της δύσης· και στην Κηδάρ στα ανατολικά στείλτε να δείτε· παρατηρήστε και
θα διαπιστώσετε πως δεν ξανάγινε πράγμα σαν κι αυτό: 11Ποτέ ένα έθνος τους
θεούς του δεν τους άλλαξε, έστω κι αν δεν ήταν πραγματικοί θεοί. Κι όμως ο λαός
μου εμένα, το δυνατό του Θεό, με αντικατέστησε με είδωλα ανίσχυρα. 12Θαυμάστε
ουρανοί γι’ αυτό, φρίξτε, βαθιά συγκλονιστείτε», λέει ο Κύριος. 13«Διπλή
αμαρτία έκανε ο λαός μου: Εμένα εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και
σκάψαν να ’χουνε δεξαμενές ρωγμές γεμάτες, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το
νερό».
Πόσο πικρό είναι για τον
άνθρωπο τον Κύριο να εγκαταλείπει
14«Μήπως είναι δούλος ο
Ισραήλ ή μήπως είναι δούλος οικογενής;ε Πώς κατάφερε να γίνει λάφυρο των εχθρών
του; 15Βρυχήθηκαν σαν τα λιοντάρια εναντίον του οι εχθροί, ξέσπασαν σε κραυγές,
ερήμωσαν τη χώρα του· κάηκαν εντελώς οι πόλεις του, δεν έχουν πια κατοίκους.ς
16Τώρα οι Αιγύπτιοι της Μέμφιδας και της Δάφνης θα έρθουν και θα του ξυρίσουν
το κεφάλι.ζ 17Δεν φταις για όλα αυτά εσύ, που εγκατέλειψες τον Κύριο, τον Θεό
σου, όταν σε οδηγούσε στην πορεία σου; 18Και τώρα, τι προσδοκάς πηγαίνοντας
στην Αίγυπτο να πιεις νερό από το Νείλο; Και τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην
Ασσυρία να πιεις νερό απ’ τον Ευφράτη;η 19Η ίδια σου η ασέβεια θα σε τιμωρήσει κι
η απομάκρυνσή σου από μένα θα σε καταδικάσει. Θα μάθεις και θα δεις πόσο κακό
είναι και πικρό τον Κύριο να εγκαταλείπεις, το Θεό σου, και πια να μην τον
σέβεσαι. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντος το λέω».
Ο λαός του Ισραήλ -
γυναίκα άστατη και άπιστη
20«Ήθελες από πάντα να
συντρίψεις το ζυγό σου, να σπάσεις τις αλυσίδες σου. “Δε θέλω να υπηρετήσω”
έλεγες. Πάνω σε κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο ξάπλωνες και
πόρνευες.θ 21Ενώ εγώ σε είχα φυτέψει σαν κλήμα εκλεκτό, από το σπόρο τον
καλύτερο, εσύ έγινες αγριόκλημα, που πια δεν το αναγνωρίζω. 22Όσο και αν
πλένεσαι με νίτρο και χρησιμοποιείς ποτάσα άφθονη, η ανομία σου από μπροστά μου
δεν θα εξαλειφθεί», λέει ο Κύριος ο Θεός.
23«Και πώς μπορείς να
λες: “εγώ δεν μολύνθηκα και δε λάτρεψα διόλου τους Βααλίμ”; Κοίτα τα ίχνη σου
στην κοιλάδαι και αναγνώρισε το τι έχεις κάνει. Μοιάζεις με νεαρή καμήλα σε
οργασμό, που τρέχει άσκοπα εδώ κι εκεί. 24Μοιάζεις με άγριο θηλυκό γαϊδούρι,
που μαθημένο είναι να ζει στην έρημο, λαχανιασμένο από τον οργασμό· ποιος
μπορεί να το σταματήσει! Τ’ αρσενικά που το αναζητούν, το βρίσκουν εύκολα
μπροστά τους, όταν είναι στον καιρό του. 25Προσέξτε Ισραηλίτες, μήπως και
λιώσουν τα ποδήματα στα πόδια σας και το λαρύγγι σας από το τρέξιμο ξεραθεί.
Αλλά εσείς λέτε: “τι μας νοιάζει; Εμείς αγαπάμε τους ξένους θεούς και τους
ακολουθούμε”».
Οι Ισραηλίτες θυμούνται
το Θεό μόνο στην ανάγκη
26«Όπως ο κλέφτης νιώθει
ντροπή όταν τον πιάνουν, έτσι θα ντρέπεστε κι εσείς, Ισραηλίτες, οι βασιλιάδες
σας κι οι άρχοντές σας, οι ιερείς σας κι οι προφήτες σας. 27Λέτε στο ξύλο “εσύ
είσαι πατέρας μας”, στην πέτρα “εσύ μας γέννησες”. Μου στρέψατε τα νώτα σας
αντί για το πρόσωπό σας. Μα όταν σας βρούνε συμφορές, μού φωνάζετε “σήκω και
σώσε μας!” 28Πού είναι όμως οι θεοί σας, που κατασκευάσατε; Ας σηκωθούν, λοιπόν,
να σας σώσουν, αν μπορούν, όταν σας βρούνε συμφορές. Γιατί οι θεοί σας είναι
τόσοι πολλοί, όσες και οι πόλεις σας, λαέ του Ιούδα. 29Γιατί κατηγορείτε εμένα,
αφού όλοι σας επαναστατείτε εναντίον μου;» λέει ο Κύριος. 30«Μάταια σας
τιμώρησα· δε διορθωθήκατε. Καθώς αχόρταγο λιοντάρι, το ξίφος σας έφαγε τους
προφήτες μου».
Ο λαός του Ισραήλ ξέχασε
το Θεό του
31«Εσείς, όμως, η
σύγχρονη γενιά, ακούστε το λόγο του Κυρίου: Μήπως έγινα τόσο τρομερός για τους
Ισραηλίτες, όπως η έρημος ή το βαθύ σκοτάδι; Λέτε, λαέ μου, “δε θέλουμε να
έχουμε καμιά σχέση μαζί σου· δε θα ξαναγυρίσουμε σ’ εσένα”. 32Μπορεί η κοπέλα
να ξεχάσει τα στολίδια της ή μια νύφη το νυφικό της; Και όμως ο λαός μου με
έχει ξεχασμένον εδώ κι αμέτρητους καιρούς».
Η ειδωλολατρία οδηγεί
στην αδικία
33«Πόσο καλά ξέρεις να
τρέχεις πίσω από τους εραστές σου! Συνήθισες πια να διαπράττεις εγκλήματα.
34Στα ρούχα σου υπάρχει αίμα αθώων φτωχών ανθρώπων, που δεν πιάστηκαν δα και να
παραβιάζουν σπίτια!ια Μα η κατάρα για όλα αυτά τα έργα, πάνω σας θα ξεσπάσει.
35Εσύ όμως λες: “είμαι αθώος. Ο Κύριος δεν είναι πια μαζί μου θυμωμένος”. Αλλά
εγώ ο Κύριος θα σε κρίνω, γιατί ισχυρίζεσαι ότι δεν έχεις αμαρτήσει».
Καμιά συμμαχία δεν σώζει
τον Ιούδα
36«Γιατί τόσο εύκολα
αλλάζεις πολιτική; Θα ντροπιαστείτε από την Αίγυπτο, όπως ντροπιαστήκατε από
την Ασσυρία. 37Θα φύγεις κι από ’κει καλύπτοντας το πρόσωπό σου με τα χέρια σου
από ντροπή, γιατί εγώ, ο Κύριος έχω απορρίψει εκείνους που εσύ εμπιστεύεσαι.
Τίποτα δεν θα πετύχεις μ’ αυτούς».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 3
Η αμετανόητη πόρνη
1Ο Κύριος λέει: «Αν
κάποιος διώξει τη γυναίκα του, κι αυτή πάει και γίνει γυναίκα άλλου, μπορεί ο
πρώτος να την ξαναπαντρευτεί; Όχι. Δεν είν’ αυτή η χώρα εντελώς μολυσμένη;ιβ
Εσύ, Ισραήλ, πόρνεψες μ’ εραστές πολλούς και τώρα θέλεις να γυρίσεις σ’ εμένα;
2Σήκω τα μάτια σου στους λόφους και δες πού δεν επόρνεψες; Σε ποιους δρόμους
δεν κάθισες προσμένοντας τους εραστές σου, καθώς ο Άραβας στην έρημο, που
καρτεράει το θύμα του; Με τις πορνείες σου και τις κακίες σου μόλυνες τη γη.
3Γι’ αυτό δεν έπεσαν βροχές φθινόπωρο ούτε άνοιξη. Μοιάζεις πόρνη ξεδιάντροπη
και τα λάθη σου δεν τ’ αναγνωρίζεις. 4Και τώρα μου λες: “πατέρα μου, που μ’
αγαπάς από παιδί, 5δε θα ’σαι αιώνια μαζί μου οργισμένος, δεν είν’ έτσι;” Αυτά
είπες, Ισραήλ, αλλά δεν παύεις πεισματικά να κάνεις όσα κακά μπορείς».
Οι δυο μοιχαλίδες αδερφές
6Την εποχή της βασιλείας
του Ιωσία ο Κύριος μου είπε: «Είδες τι έπραξε αυτή η άπιστη γυναίκα, ο Ισραήλ;
Πήγε πάνω σε κάθε ψηλό βουνό και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο και πόρνεψε εκεί.
7Κι αναλογίστηκα: Αφού χορτάσει μ’ όλα αυτά, θα γυρίσει σ’ εμένα· αλλά δε
γύρισε. Και τα είδε αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ. 8Ακόμα είδα και
τούτο: ότι ενώ εγώ έδιωξα τον Ισραήλ, την άπιστη γυναίκα, για όλες τις μοιχείες
που είχε διαπράξει και της έδωσα το έγγραφο του διαζυγίου, ωστόσο η άλλη άπιστη
γυναίκα, ο Ιούδας, δε φοβήθηκε αλλά πήγε και πόρνεψε κι εκείνη. 9Με την
αδιάντροπη πορνεία του μόλυνε τη χώρα και μοίχευε λατρεύοντας λιθάρια και ξύλα.
10Και μ’ όλα αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ, δεν επέστρεψε σ’ εμένα
μ’ όλη του την καρδιά, αλλά προσποιητά. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Η επιστροφή του Ισραήλ
είναι εφικτή
11Ο Κύριος μου είπε:
«Μολονότι ο Ισραήλ είχε απομακρυνθεί από μένα, αποδείχτηκε δικαιότερος από τον
άπιστο Ιούδα. 12Πήγαινε, λοιπόν, φώναξε κατά το βορράιγ και πες: “ο Κύριος
λέει: Γύρνα πίσω, άπιστη γυναίκα, Ισραήλ· δε θέλω να ξεσπάσει πάνω σου η οργή
μου, γιατί εγώ είμαι πολυεύσπλαχνος. Δε θα είμαι για πάντα οργισμένος. 13Μονάχα
παραδέξου την ανομία σου, ότι απίστησες σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σου· στους
ξένους παραδόθηκες θεούς κάτω από κάθε σκιερό δέντρο, και δεν υπάκουσες στις
εντολές μου”».
Ελπίδα για τον Ιούδα και
μετά την καταστροφή του
14«Γυρίστε πίσω», λέει ο
Κύριος, «παραστρατημένα παιδιά, γιατί σ’ εμένα ανήκετε. Θα πάρω έναν δυο από
κάθε πόλη και φυλή και θα τους φέρω στη Σιών. 15Θα σας δώσω ποιμένες όπως τους
θέλω εγώ, και θα σας φροντίζουν με σύνεση και κατανόηση.
16»Τότε», συνέχισε ο
Κύριος, «όταν θα ’χετε γίνει πολυάριθμοι και θα ’χετε αυξηθεί στη χώρα αυτή,
κανείς δε θα μιλάει πια για την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου ούτε κανείς θα
τη σκέφτεται ούτε θα τη θυμάται ούτε θα τη χρειάζεται ούτε και θα την
ξαναφτιάξει κανείς. 17Εκείνον τον καιρό θα αποκαλούν την Ιερουσαλήμ “Θρόνο του
Κυρίου” και θα συγκεντρώνονται σ’ αυτήν όλα τα έθνη στ’ όνομα του Κυρίου· δε θ’
ακολουθούν τις διαθέσεις της πονηρής καρδιάς τους. 18Τότε θα ενωθεί ο Ιούδας με
τον Ισραήλ, και θα ’ρθουνε μαζί από τη χώρα του βορρά στη χώρα που έδωσα στους
πατέρες σας να την έχουν στην κατοχή τους».
Αχαριστία και απιστία του
Ισραήλ
19Ο Κύριος λέει: «Είχα
αποφασίσει να σε δεχτώ σαν γιο μου,ιδ και να σου δώσω μια ονειρεμένη χώρα
ιδιοκτησία σου, ένδοξη ανάμεσα στα έθνη. Κι αναλογιζόμουν ότι θα με αποκαλούσες
“πατέρα” κι από μένα δεν θ’ απομακρυνόσουν. 20Αλλά όπως μια γυναίκα απιστεί
στον άντρα της, έτσι απίστησες σ’ εμένα, Ισραήλ».
Το παράπονο του Ιούδα και
η πρόσκληση του Θεού για επιστροφή
21Φωνή ακούστηκε από τους
λόφους, θρήνος και παρακλήσεις των Ισραηλιτών, επειδή πήραν το στραβό δρόμο,
λησμόνησαν τον Κύριο, το Θεό τους. 22Αλλά ο Κύριος λέει: «Επιστρέψτε
παραστρατημένα παιδιά· θα αποκαταστήσω το παραστράτημά σας».
«Ναι, Κύριε, ερχόμαστε σ’
εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μας. 23Στ’ αλήθεια, η θορυβώδης πολυπραγμοσύνηιε
πάνω στα βουνά και στους λόφους δε μας βοηθάει· η βοήθειά μας, Κύριε, Θεέ μας,
μόνο από σένα προέρχεται. 24Από παλιά ο Βάαλ κατέφαγε καθετί που οι πρόγονοί
μας είχαν αποκτήσει: τα πρόβατά μας, τα βόδια μας, τους γιους μας και τις κόρες
μας. 25Ζούμε μέσα στη ντροπή, βυθισμένοι στην ατιμία μας. Έτσι μας αξίζει,
γιατί αμαρτήσαμε στον Κύριο, το Θεό μας, εμείς και οι πρόγονοί μας, από παλιά
μέχρι σήμερα· δεν υπακούσαμε στις εντολές του».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 4
1«Αν θέλεις να
επιστρέψεις, Ισραήλ, μπορείς να επιστρέψεις σ’ εμένα», λέει ο Κύριος. «Αν
πετάξεις τα βδελυρά σου είδωλα να μην τα βλέπω, δε θα μείνεις άλλο χωρίς
πατρίδα. 2Κι αν ορκιστείς επικαλούμενος το όνομα του αληθινού Θεού και είσαι
ειλικρινής, τίμιος και δίκαιος, τότε οι κάτοικοι των εθνών θα ευλογούν ο ένας
τον άλλον χρησιμοποιώντας το όνομά μου και θα είναι υπερήφανοι που με
γνωρίζουν».
3Ο Κύριος λέει στους
κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ: «Οργώστε καλά τα χωράφια σας αντί να
σπέρνετε ανάμεσα στ’ αγκάθια. 4Κάμετε περιτομή που να ευχαριστεί εμένα τον
Κύριο· περιτμηθείτε στις καρδιές σας, άντρες του Ιούδα και κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ. Αλλιώς θα ξεσπάσει ο θυμός μου φλογερός σαν τη φωτιά, που κανείς δε
θα μπορεί πια να τη σβήσει· τόσες πολλές θα είναι οι κακές σας πράξεις».
Διακήρυξη στο βασίλειο
του Ιούδα
5Αναγγείλατε και κηρύξτε
στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Σαλπίστε με τη σάλπιγγα σ’ όλη τη
χώρα, φωνάξτε δυνατά, και πείτε τους: «Συναχθείτε γρήγορα να μπούμε στις
οχυρωμένες πόλεις! 6Βάλτε στους δρόμους οδοδείκτες προς τη Σιών, τρέξτε να
γλιτώσετε! Μη στέκεστε! Γιατί κακό θα φέρω απ’ το βορρά,ις καταστροφή μεγάλη».
7Σαν το λιοντάρι που
βγαίνει από το δάσος του, ξεκίνησε ο καταστροφέαςιζ των εθνών και βγήκε από τον
τόπο του, τη χώρα σας για να ερημώσει· οι πόλεις σας θα καταστραφούν και κανείς
κάτοικος δε θ’ απομείνει. 8Γι’ αυτό, φορέστε πένθιμα, θρηνήστε και
μοιρολογήστε: «δεν έπαψε ακόμη ο Κύριος να είναι φοβερά θυμωμένος μαζί μας».
9«Τη μέρα εκείνη», λέει ο
Κύριος, «ο βασιλιάς κι οι άρχοντες θα χάσουν το θάρρος τους. Οι ιερείς θα
ταραχθούν και οι προφήτες θα εκπλαγούν. 10Τότε θα παραπονιούνται:ιη “αχ, Κύριε
Θεέ, εξαπάτησες τελείως το λαό αυτό και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ· γιατί
ενώ είπες πως θα ’χουμε ειρήνη, μάς έχουν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό”. 11Τότε
θα πω κι εγώ στο λαό αυτό και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ότι θα φυσήξει
εναντίον τους ένας ζεστός άνεμος από τους λόφους της ερήμου. Δε θα ’ναι ο αέρας
που λυχνίζουν και καθαρίζουν το στάρι· 12θα είναι αέρας πιο δυνατός απ’ αυτόν
και θα ’ρθει με διαταγή μου. Γιατί τώρα εγώ ο Κύριος θα ανακοινώσω τη δικαστική
απόφαση εναντίον τους».
Οι εχθροί έρχονται από
παντού
13Έρχονται σύννεφο οι
εχθροί κι είναι τ’ αμάξια τους ανεμοστρόβιλος· απ’ τους αετούς γοργότερα είναι
τ’ άλογά τους. Αλίμονό μας! Είμαστε χαμένοι.
14Ξέπλυνε τις κακίες της
καρδιάς σου, Ιερουσαλήμ, για να σωθείς· ως πότε θα παραμένουν μέσα σου οι
σκέψεις σου οι κακές;
15Ακούστε λοιπόν: Οι
αγγελιοφόροι φέρνουνε άσχημα νέα απ’ την περιοχή της Δαν κι απ’ τα βουνά του
Εφραΐμ. 16Προειδοποιήστε τα έθνη, ανακοινώστε το και στην Ιερουσαλήμ ότι
έρχονται εχθροί από μακρινή χώρα με πολεμικές ιαχές ενάντια στις πόλεις του
βασιλείου του Ιούδα. 17Σαν φύλακες του αγρού την περικύκλωσαν, «γιατί
επαναστάτησε εναντίον μου», λέει ο Κύριος. 18Όλα αυτά σού τα προξένησαν η
συμπεριφορά σου και τα έργα σου, λαέ του Ιούδα. Αυτή η κακία σας σας έφερε
πίκρα που έφτασε μέχρι την καρδιά σας.
Ο πόνος του Ιερεμία για
την επερχόμενη καταστροφή
19Τα σωθικά μου! Πονούν
τα σωθικά μου! Σφαδάζω από τον πόνο! Η καρδιά μου πάει να σπάσει· δεν μπορώ να
σωπάσω, γιατί άκουσα τον ήχο της σάλπιγγας, την πολεμική ιαχή. 20Απανωτές
ειδήσεις έρχονται για τις ήττες και τις καταστροφές. Όλη η χώρα ερημώνεται! Με
μιας καταστραφήκαν οι σκηνές μας, τα παραπετάσματά μας σκίστηκαν. 21Ως πότε θα
βλέπω την πολεμική σημαία και θ’ ακούω τον ήχο της σάλπιγγας;
22«Ο λαός μου είναι
ανόητος», λέει ο Κύριος. «Δε με γνωρίζουν· είναι σαν τ’ άμυαλα παιδιά τα δίχως
γνώση. Είναι πανούργοι για να κάνουν το κακό, μα το καλό δεν ξέρουν να το
πράττουν».
23Κοιτώ τη γη: έρημη
είναι κι ασχημάτιστη· κοιτώ τους ουρανούς: ούτ’ ένα αστέρι. 24Κοιτάζω τα βουνά:
τρέμουν· όλοι οι λόφοι τραντάζονται. 25Ψάχνω για ανθρώπους μα δε βρίσκω ούτ’
έναν· και για πουλιά, μα όλα έχουνε φύγει. 26Κοιτώ την εύφορη τη γη: έγινε
έρημος. Όλες οι πόλεις είναι ερείπια απ’ του Κυρίου το φοβερό θυμό. 27Κι όλα
αυτά, γιατί ο Κύριος είχε πει: «Όλη η χώρα θα ερημωθεί, αλλά ολοκληρωτική
καταστροφή δεν θα προξενήσω. 28Για τούτο θα πενθήσει η χώρα, θα σκοτεινιάσει ο
ουρανός. Εγώ ο Κύριος μίλησα κι αποφάσισα· δε θα μετανιώσω ούτε θ’ ανακαλέσω».
29Όλοι οι κάτοικοι της
χώρας φεύγουν από το θόρυβο που κάνουν οι καβαλάρηδες· έρχονται οι τοξότες στα
δάση κι ανεβαίνουν στους βράχους. Όλες οι πόλεις εγκαταλείπονται· κανένας πια
δεν κατοικεί σ’ αυτές! 30Κι εσύ, Ιερουσαλήμ, είσαι καταδικασμένη να
καταστραφείς. Τι επιδιώκεις όταν ντύνεσαι στα κόκκινα, όταν φοράς χρυσά
στολίδια και βάφεις τα μάτια σου με σκιές; Μάταια καλλωπίζεσαι! Οι εραστές σου
θα σ’ εγκαταλείψουν, θα επιδιώξουν να σε σκοτώσουν. 31Άκουσα μια φωνή, σαν της
γυναίκας όταν την πιάνουν οι πόνοι του πρώτου της τοκετού. Είν’ η φωνή της Σιών
που προσπαθεί να αναπνεύσει. Απλώνει τα χέρια της απελπισμένα και φωνάζει:
«Βοήθεια! Με σκοτώνουν!»
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 5
Διεφθαρμένη πόλη
1Ο Κύριος λέει: «Βαδίστε
μέσ’ από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ· καλά κοιτάξτε και ψάξτε στις πλατείες
της! Αν βρείτε έστω κι έναν άνθρωπο να κάνει το σωστό και ν’ αναζητάει την
αλήθεια, τότε εγώ θα συγχωρήσω την αμαρτία της πόλης. 2Κι όμως, ακόμη και όταν ορκίζονται
στο όνομά μου, σίγουρα ψέματα ορκίζονται».
3Κύριε, δεν είναι η
εντιμότητα το μόνο που σ’ ενδιαφέρει; Τους χτύπησες αλλά αυτοί δεν νοιάστηκαν·
τους σύντριψες αλλά δε διορθώθηκαν· αντίθετα, αποδείχτηκαν πιο πεισματάρηδες κι
αρνήθηκαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα. 4Τότε εγώ σκέφτηκα: Αυτοί είναι φτωχοί κι
αγράμματοι, οπότε δεν ξέρουν το δρόμο του Κυρίου, τις εντολές του Θεού. 5Θα
πάω, λοιπόν, στους ισχυρούς να τους μιλήσω. Αυτοί ασφαλώς θα ξέρουν το δρόμο
του Κυρίου και τις εντολές του Θεού τους. Αλλά κι αυτοί, ακόμη περισσότερο
αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Κύριο· έφυγαν μακριά του, λες κι ήτανε βαριά δεσμά
οι εντολές του.
6«Γι’ αυτό του δάσους θα
τους φάνε τα λιοντάρια», λέει ο Κύριος, «λύκοι από την έρημο θα τους
κατασπαράξουν· παρδάλεις θα παραμονεύουνε στις πόλεις τους. Όποιον βγαίνει έξω
απ’ αυτές θα τον ξεσκίζουν, γιατί πληθύναν οι ανομίες τους κι οι αποστασίες
τους αυξήθηκαν».ιθ
Η συγχώρηση είναι αδύνατη
πια
7Λέει ο Κύριος: «Πώς να
σας συγχωρήσω για όλα αυτά; Τα παιδιά σας μ’ εγκατέλειψαν και σε θεούς
ορκίστηκαν που δεν ήταν θεοί. Εγώ τους χόρτασα, εκείνοι όμως μοίχευαν και
τρέχανε στα σπίτια των πορνών. 8Είναι σαν τα καλοθρεμμένα, τα βαρβάτα άλογα,
που το ένα για το ταίρι του άλλου χρεμετίζει. 9Δεν πρέπει να τους τιμωρήσω για
όλα αυτά; Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος; 10Ανεβείτε εχθροί στ’ αμπέλια και
καταστρέψτε τα· μα μην τα αφανίσετε εντελώς. Τα κλήματά της ξεριζώστε τα, γιατί
σ’ εμένα δεν ανήκουν. 11Ο λαός του Ισραήλ και ο λαός του Ιούδα απίστησαν πολλές
φορές σ’ εμένα. Κι αυτά τα λέω εγώ, ο Κύριος».
Οι συνέπειες της
αυτοπεποίθησης
12Αυτοί οι άνθρωποι
αρνήθηκαν τον Κύριο και είπαν: «Τι χρησιμεύει να υπολογίζουμε σ’ αυτόν; Δε θα
μας βρει κακό κανένα· πείνα δεν θ’ αντιμετωπίσουμε ούτε πόλεμο. 13Όσα οι
προφήτες λένε είναι του αέρα λόγια. Δεν έχουν μέσα τους λόγια Θεού να πουν.
Εκείνα που προλέγουν ας πέσουν πάνω τους». 14Αλλά ο Θεός, ο Κύριος του
σύμπαντος, μου είπε: «Επειδή αυτοί μιλούν έτσι, θα κάνω εγώ τα λόγια μου στο
στόμα σου φωτιά, και το λαό αυτό ξύλα θα τον κάνω και θα τους κατακάψει η φωτιά.
15»Πες τους από μέρους
μου: “Ισραηλίτες, θα φέρω εναντίον σας ένα έθνος από μακριά, έθνος αρχαίο και
δυνατό, που δε θα ξέρετε τη γλώσσα του και δε θα καταλαβαίνετε τι λένε. 16Των
πολεμιστών του η φαρέτρα το θάνατο σκορπίζει· είναι όλοι τους πανίσχυροι. 17Αυτοί
θα τρώνε τους καρπούς απ’ τη συγκομιδή σας και το δικό σας το ψωμί· τους γιους
σας θα σκοτώνουν και τις κόρες σας. Τα πρόβατά σας και τα βόδια σας θα τα
καταβροχθίζουν, θα εξαφανίζουν τον καρπό από τ’ αμπέλια σας και απ’ τις συκιές.
Θα καταστρέφουν πολεμώντας τις οχυρωμένες πόλεις σας, που σ’ αυτές νιώθατε
ασφαλείς”».
Τιμωρία αντίστοιχη με την
αμαρτία
18Μου είπε επίσης ο
Κύριος: «Ακόμη και τότε όμως δε θα καταστρέψω εντελώς το λαό μου. 19Κι όταν
ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος ο Θεός μας μας τα κάνει όλα αυτά;” τότε απάντησέ
τους: “όπως στη χώρα σας εκείνον τον εγκαταλείψατε και υπηρετήσατε ξένους
θεούς, έτσι θα υπηρετήσετε κι ανθρώπους ξένους, σε χώρα που δε θ’ ανήκει σ’
εσάς”».
Όταν δεν αναγνωρίζεται η
εξουσία του Θεού
20«Στείλτε μήνυμα στους
απογόνους του Ιακώβ, διακηρύξτε στους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα και
πείτε τους: 21Πρόσεξε, λοιπόν, λαέ ανόητε και πεισματάρη. Έχετε μάτια αλλά δε
βλέπετε, αυτιά αλλά δεν ακούτε. 22Γιατί, διαφορετικά θα με υπολογίζατε», λέει ο
Κύριος. «Θα τρέματε μπροστά μου. Εγώ έβαλα την άμμο φραγμό στη θάλασσα, αιώνιο
σύνορο που να το ξεπεράσει δεν μπορεί· φουσκώνει η θάλασσα μα παραπέρα δεν
μπορεί να προχωρήσει. Ταράζονται τα κύματά της, αλλά το σύνορο να το περάσουν
δεν μπορούν. 23Εσείς, όμως, Ισραηλίτες, είστε λαός ισχυρογνώμονας κι
επαναστατικός· αποστατήσατε και φύγατε από μένα. 24Ούτε σκεφτήκατε να με
τιμήσετε, εμένα τον Κύριο, το Θεό σας, που στέλνω στον καιρό της τη φθινοπωρινή
και την ανοιξιάτικη βροχή, κι εξασφαλίζω κάθε χρόνο τις εβδομάδες του θερισμού.
25Οι ανομίες και οι αμαρτίες σας σας στέρησαν όλα αυτά τα καλά».
Η επιδίωξη του πλούτου με
κάθε μέσον
26Ο Κύριος λέει:
«Βρεθήκαν στο λαό μου ασεβείς, που στήνουνε παγίδα ανθρώπους να συλλάβουνε,
όπως εκείνοι που παραμονεύουν να πιάσουνε πουλιά. 27Όπως είναι γεμάτο το κλουβί
πουλιά, έτσι τα σπίτια τους είναι γεμάτα απάτη. Γι’ αυτό έγιναν δυνατοί και
πλούτισαν, 28και χόντρυναν και πάχυναν. Δε βάζουν όρια στις κακές τους πράξεις·
δίκαια δεν κρίνουν, αδικούν τα ορφανά και τους φτωχούς, κι έτσι καλοπερνάνε.
29Δεν πρέπει να τα τιμωρήσω όλα αυτά;» λέει ο Κύριος. «Να μην εκδικηθώ ένα
τέτοιο έθνος;»
Η ευθύνη των προφητών και
των ιερέων
30«Τρομερά και φοβερά
συμβαίνουνε σ’ αυτή τη χώρα», λέει ο Κύριος. 31«Οι προφήτες προφητεύουν
επικαλούμενοι το ψεύδοςκ και οι ιερείς ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους
διδασκαλία. Και ο λαός μου όλα αυτά τα δέχεται. Μα τι θα κάνετε όταν θα έρθει
το τέλος;»
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 6
Μεγάλη καταστροφή απειλεί
την Ιερουσαλήμ
1Απόγονοι του Βενιαμίν
φύγετε από την Ιερουσαλήμ και ζητήστε ασφάλεια αλλού. Σαλπίστε σάλπιγγα στην
Τεκωά και κάντε σινιάλο με καπνό στη Βαιθ-Ακαρέμ. Γιατί έρχεται απ’ το βορράκα
συμφορά και καταστροφή μεγάλη.
2Τη Σιών, που είναι σαν
κοπέλα όμορφη και τρυφερή, τώρα θα την εξολοθρεύσω! 3Θα έρθουν οι ποιμένες των
εθνών με τα κοπάδια τους, γύρω σου θα σου στήσουν τις σκηνές τους· καθένας στο
δικό του το λειβάδι θα βόσκει το κοπάδι του.κβ 4«Ετοιμαστείτε για επίθεση
εναντίον της!» θα πουν. «Εμπρός, να επιτεθούμε το μεσημέρι! Τι κρίμα! Η μέρα
γέρνει, του απόσπερου μακραίνουν οι σκιές! 5Τότε εμπρός, να γίνει η επίθεση τη
νύχτα! Να καταστρέψουμε τα ωραία της τ’ ανάκτορα».
6Ο ίδιος ο Κύριος του
σύμπαντος προστάζει τους εχθρούς: «Κόψτε δέντρα κι υψώστε ανάχωμα ενάντια στην
Ιερουσαλήμ· αυτή την πόλη θα την τιμωρήσω, γιατί μονάχα καταπίεση υπάρχει εκεί.
7Σαν την πηγή που αναβλύζει τα νερά της, έτσι κι αυτή αναβλύζει την κακία της.
Βίας κραυγές και καταπίεσης ακούγονται σ’ αυτήν· μπροστά στα μάτια μου οι
άνθρωποι βασανίζονται και υποφέρουν.
8»Άκου την προειδοποίησή
μου, Ιερουσαλήμ, για να μη σ’ εγκαταλείψω κι έρημο σε κάνω και γη ακατοίκητη».
Ο λαός δεν θέλει ν’
ακούσει
9Ο Κύριος του σύμπαντος
μου είπε: «Καλά τρυγήστε σαν αμπέλι το υπόλοιπο των Ισραηλιτών, που επέζησε· τα
χέρια σας απλώστε στο λαό σας, όπως ο τρυγητής ραγολογάει τα κλήματα».
10Αλλά εγώ είπα: «Ποιος
θα με άκουγε αν τους μιλούσα και τους προειδοποιούσα; Αυτοί έχουν κλειστά τ’
αυτιά τους κι αρνιούνται να προσέξουν τα λόγια σου. Ο λόγος του Κυρίου έγινε
γι’ αυτούς αντικείμενο χλευασμού· δεν ευχαριστούνται να τον ακούν. 11Γι’ αυτό
είμαι γεμάτος απ’ του Κυρίου το θυμό. Κουράστηκα και δεν μπορώ να συγκρατήσω το
θυμό μου».
Ο Κύριος μου απάντησε:
«Άσ’ το θυμό σου να ξεσπάσει πάνω στα παιδιά που είναι έξω στους δρόμους, πάνω
στις συνάξεις των νέων· άντρες και γυναίκες, γέροι και οι πολύ ηλικιωμένοι,
όλοι θα αιχμαλωτιστούν. 12Τα σπίτια τους σε άλλους θα δοθούν και τα χωράφια κι
οι γυναίκες τους το ίδιο· γιατί θα τιμωρήσω αυτής της χώρας τους κατοίκους»,
λέει ο Κύριος. 13«Όλοι τους, από τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σπουδαίο,
προσπαθούν να πλουτίσουν παράνομα. Ακόμη και προφήτες και οι ιερείς εξαπατούν
το λαό. 14Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν αμυχές·κγ λένε στο λαό
μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει. 15Θα έπρεπε να ντρέπονται που
έπραξαν εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε
κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι. Θα τους τιμωρήσω
και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος.
Οι συνέπειες της
ισχυρογνωμοσύνης
16Ο Κύριος λέει: «Εγώ
είχα νουθετήσει το λαό μου: Στο δρόμο που βαδίζετε παρατηρήστε και ρωτήστε,
ανάμεσα στα μονοπάτια που οι πρόγονοί σας βάδισαν, ποιο ήτανε το πιο σωστό·
ακολουθήστε τότε αυτό και θα βρείτε ανάπαυση. Εκείνοι όμως απάντησαν: “δε
θέλουμε”. 17Εγώ τους έβαλα σκοπιές για να τους ειδοποιήσουν: “προσέξτε τον ήχο
της σάλπιγγας!” Αυτοί όμως απάντησαν: “δε θα προσέξουμε”.
18»Γι’ αυτό ακούστε,
έθνη, και μάθετε καλά τι πρόκειται να συμβεί στο λαό μου. 19Άκου, γη: Η
συνέπεια των πονηρών σχεδίων τους είναι ότι θα τους τιμωρήσω, γιατί στα λόγια
μου δεν δώσαν προσοχή κι απέρριψαν το νόμο μου. 20Αδιάφορον μ’ αφήνει το λιβάνι
που μου φέρνουν απ’ τη Σαβά, και η ευωδιαστή κανέλα από χώρα μακρινή. Τα ολοκαυτώματά
τους δεν είναι δεκτά και οι θυσίες τους δε μου είναι ευχάριστες. 21Γι’ αυτό, θα
βάλω εμπόδια μπροστά σ’ ετούτο το λαό· πάνω τους θα σκοντάψουνε και θα πεθάνουν
πατέρες μαζί με τους γιους τους, οι γειτονές τους και οι φίλοι τους».
Ο εχθρός καταφθάνει από
το βορρά
22Ο Κύριος λέει: «Έρχεται
λαός από μια χώρα απ’ το βορρά,κδ έθνος μεγάλο ξεσηκώνεται από της γης τις
άκρες. 23Τόξο κρατάνε και χατζάρι, είναι σκληροί και άσπλαχνοι· στ’ άλογα
ανεβαίνουν κι ακούγονται οι φωνές τους σαν τη βοή της θάλασσας· πολεμιστές που
για τη μάχη παρατάσσονται ενάντια σ’ εσένα, πόλη της Σιών».
24Λένε οι κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ: «Ακούσαμε την είδηση και παραλύσανε τα χέρια μας· μας έπιασε αγωνία
και πονέσαμε σαν τη γυναίκα που είναι να γεννήσει». 25Λένε ο ένας στον άλλον οι
άνθρωποι: «Μη βγείτε στα χωράφια· από τους δρόμους μακριά! Γιατί ο εχθρός εκεί
είναι και σκοτώνει, τρόμος επικρατεί παντού».
26Λαέ μου, ντύσου στα
πένθιμα και κυλίσου στη στάχτη· πένθησε όπως πενθεί κανείς για το μονάκριβο το
γιο του, θρήνησε πικρά· γιατί άξαφνα θα ’ρθει ο εχθρός που όλα θα τα
καταστρέψει.
Σκληρό σίδερο και άχρηστο
ασήμι
27Ο Κύριος μου είπε:
«Ιερεμία, σε έβαλα ελεγκτήκε για να ελέγχεις το λαό μου και να εξερευνάς τις
διαθέσεις τους». 28Κι εγώ διαπίστωσα πως όλοι τους είναι ισχυρογνώμονες,
στασιαστές και συκοφάντες· σκληροί σαν το χαλκό και σαν το σίδερο· όλοι τους
είναι διεφθαρμένοι.
29Φυσάει ο φυσητήρας του
μεταλλουργού να λιώσει το μολύβι με τη φωτιά· μάταια όμως παιδεύεται ο
χωνευτής· δεν ξεχωρίζουν οι κακοί. 30Άχρηστο ασήμι θα ονομάζουν τους
Ισραηλίτες, γιατί ο Κύριος τους απέρριψε.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 7
Αδικαιολόγητη η
εμπιστοσύνη στο ναό
1Ο Κύριος είπε στον
Ιερεμία: 2«Στάσου στην πόρτα του ναού μου και κήρυξε εκεί το λόγο αυτόν εδώ:
Ακούστε του Κυρίου το λόγο όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα, που περνάτε απ’ αυτές
τις πύλες για να πάτε να προσευχηθείτε στον Κύριο! 3Ο Κύριος του σύμπαντος, ο
Θεός του Ισραήλ, λέει: Διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τα έργα σας, και τότε
θα επιτρέψω να κατοικήσετε στον τόπο αυτό. 4Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας
επαναλαμβάνοντας: “ο ναός που κατοικεί ο Κύριος, ο ναός του Κυρίου, ο ναός του
Κυρίου είν’ εδώ!” 5Αν πράγματι διορθώσετε τη συμπεριφορά και τα έργα σας, αν
αποδώσετε απόλυτα το δίκαιο ο ένας στον άλλο, 6αν δεν καταπιέζετε τον ξένο, το
ορφανό και τη χήρα, αν πάψετε να θανατώνετε αθώους ανθρώπους εδώ σ’ αυτόν τον
τόπο και να λατρεύετε ξένους θεούς, γιατί αυτό θα είναι η καταστροφή σας, 7τότε
εγώ θα κατοικήσω μαζί σας σ’ αυτόν τον τόπο, στη χώρα που έδωσα στους προγόνους
σας για πάντα.
8»Εσείς όμως εξαπατάτε
τον εαυτό σας με λόγια ψεύτικα, που απ’ αυτά δεν θα ωφεληθείτε. 9Κλέβετε και
σκοτώνετε, μοιχεύετε κι ορκίζεστε ψέματα· θυμίαμα προσφέρετε στο Βάαλ και
λατρεύετε θεούς, που ποτέ δεν τους γνωρίσατε. 10Κι έπειτα έρχεστε και στέκεστε
ενώπιόν μου, στο ναό αυτό που φέρει τ’ όνομά μου και λέτε: “εδώ είμαστε
ασφαλείς!” Και συνεχίζετε να κάνετε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις. 11Τι
θαρρείτε πως είναι ο ναός αυτός, που φέρει τ’ όνομά μου; Σπηλιά ληστών;
Εντάξει! Τότε κι εγώ θα τον θεωρήσω έτσι.
12»Πηγαίνετε, λοιπόν, στη
Σιλώ, τον τόπο που για πρώτη φορά είχα διαλέξει να λατρεύομαι, και δείτε τι
καταστροφή έκανα σ’ αυτόν για τις αμαρτίες του λαού μου, του Ισραήλ.κς 13Και
τώρα, πάλι κάνατε τα ίδια ανόσια έργα· σας μίλησα ασταμάτητα μα δεν ακούσατε·
σας κάλεσα μα δεν αποκριθήκατε. 14Γι’ αυτό, σ’ ετούτον το ναό που φέρει τ’
όνομά μου κι όπου εσείς αισθάνεστε ασφαλείς, στον τόπο αυτόν που έδωσα σ’ εσάς
και στους προγόνους σας, θα κάνω τα ίδια που έκανα και στη Σιλώ. 15Θα σας διώξω
από μπροστά μου, όπως έδιωξα και τους αδερφούς σας, όλους τους απογόνους του
Εφραΐμ”.κζ Εγώ το λέω, ο Κύριος».
Ο Κύριος απαγορεύει στον
Ιερεμία να προσεύχεται για το λαό του
16«Εσύ, Ιερεμία, μην
προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν! Μη μου φωνάζεις και μη με παρακαλείς· μη με
πιέζεις, γιατί δε θα σε ακούσω. 17Δε βλέπεις τι κάνουν αυτοί στις πόλεις του
Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ; 18Τα παιδιά μαζεύουν ξύλα, οι πατεράδες
ανάβουν τη φωτιά· οι γυναίκες ζυμώνουν το ζυμάρι και φτιάχνουνε γλυκίσματα για
τη Βασίλισσα του Ουρανού·κη σπονδές προσφέρουν σ’ άλλους θεούς, για να κάνουν
εμένα να πονέσω. 19Αλήθεια, εμένα θα κάνουν να πονέσω; Όχι βέβαια, αλλά τον
εαυτό τους! Αυτοί θα ντροπιαστούν. 20Γι’ αυτό λέω εγώ, ο Κύριος, ο Θεός: Θα
ξεσπάσει ο φλογερός θυμός μου πάνω σ’ αυτό τον τόπο· πάνω σ’ ανθρώπους και σε
ζώα και σε δέντρα και πάνω στους καρπούς της γης· κι όταν ανάψει ο θυμός μου,
κανείς δεν θα μπορέσει να τον σβήσει».
Το έθνος δεν ακούει το
Θεό
21Ο Κύριος του σύμπαντος,
ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Τι μου προσφέρετε ολοκαυτώματα και τα προσθέτετε στις
άλλες σας θυσίες; Φάτε τα εσείς όλα τα κρέατα!κθ 22Όταν εγώ έβγαλα τους
προγόνους σας από την Αίγυπτο, δεν τους διέταξα τίποτε για ολοκαυτώματα και για
θυσίες. 23Αλλά τους έδωσα αυτή την εντολή: “υπακούστε σ’ εμένα, και τότε εγώ θα
είμαι Θεός σας κι εσείς λαός μου· ακολουθήστε καθ’ όλα το δρόμο που σας
καθορίζω, για να είστε ευτυχείς”. 24Αυτοί όμως δεν υπακούσανε ούτε δώσανε
προσοχή αλλά κάνανε εκείνο που τους έλεγε η σκληρή και πονηρή καρδιά τους· μου
’στρεψαν την πλάτη αντί για το πρόσωπο. 25Από τότε που έβγαλα τους προγόνους
σας από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, σας έστελνα αδιάκοπα όλους τους δούλους μου
τους προφήτες. 26Αλλά κανείς σας δεν με άκουσε ούτε με πρόσεξε. Αντισταθήκατε
με πείσμα· και πράξατε χειρότερα απ’ τους προγόνους σας.
27»Αν πας να τους τα πεις
όλα αυτά, δε θα σε ακούσουν· αν τους καλέσεις, δε θα σου αποκριθούν. 28Πες
τους, λοιπόν: “είστε έθνος που δεν υπακούει στον Κύριο, το Θεό του, και δε
διορθώνεται· για πιστότητα δεν γίνεται πια λόγος. Χάθηκε κι αυτή”».
Πεδιάδα φονιάδων
29Λαέ της Ιερουσαλήμ,
κούρεψε τα μαλλιά σουλ και πέταξέ τα· θρήνησε πάνω στους λόφους, γιατί είσαι
μια γενιά που ο Κύριος οργίστηκε εναντίον της, την απέρριψε και την
εγκατέλειψε.
30«Πράγματι», λέει ο
Κύριος, «οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα έκαναν μιαρές πράξεις ενώπιόν μου.
Έστησαν τα είδωλά τους στο ναό που φέρει τ’ όνομά μου και τον μόλυναν. 31Στην
κοιλάδα Εννόμλα καθιέρωσαν ιερόν τόπο, που τον ονόμασαν “Τοφέθ”· εκεί θυσιάζουν
τους γιους τους και τις κόρες τους στη φωτιά, πράγμα που εγώ δεν το διέταξα
ούτε καν το διανοήθηκα. 32Γι’ αυτό θα έρθουν μέρες, που η κοιλάδα αυτή δεν θα
ονομάζεται πια “Κοιλάδα Εννόμ” ή “Τοφέθ”, αλλά “Φαράγγι της Σφαγής”, γιατί εκεί
θα θάβουν τους νεκρούς, επειδή αλλού δε θα υπάρχει τόπος. 33Και τα πτώματα του
λαού αυτού θα είναι τροφή για τα όρνια και τα τσακάλια, που δε θά ’ναι κανείς
να τα φοβίσει. 34Στις πόλεις του Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ θα κάνω
να σωπάσουν οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια
των νιόπαντρων, γιατί η χώρα θα ερημωθεί».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 8
1«Εκείνο τον καιρό», λέει
ο Κύριος, «θα βγάλουν απ’ τους τάφους τους τα κόκαλα των βασιλιάδων του Ιούδα,
των αρχόντων του, των ιερέων, των προφητών και όλων των κατοίκων της
Ιερουσαλήμ. 2Και θα τ’ απλώσουν αντίκρυ στον ήλιο, στο φεγγάρι και σ’ όλα τ’
άστρα του ουρανού, που αυτοί οι άνθρωποι τ’ αγάπησαν και τα λάτρεψαν, τ’
ακολούθησαν, τα συμβουλεύτηκαν και τα προσκύνησαν σαν θεούς. Αυτά τα κόκαλα δεν
θα τα συγκεντρώσουν ποτέ ούτε και θα τα ξαναθάψουν· κοπριά θα γίνουν πάνω στη
γη».
Ο θάνατος προτιμότερος
από τη ζωή
3Ο Κύριος του σύμπαντος
λέει: «Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος απ’ τη ζωή, για όλους εκείνους που θα
επιζήσουν από την πονηρή αυτή γενιά, σ’ όλους τους τόπους που θα τους έχω
διασκορπίσει».
Αχαρακτήριστη
ισχυρογνωμοσύνη
4Ο Κύριος με πρόσταξε να
πω στο λαό του: «Αν κάποιος πέσει, δε θα ξανασηκωθεί; Αν κάποιος το δρόμο του
χάσει, δε θα τον ξαναβρεί; 5Γιατί, λοιπόν αυτός ο λαός μου της Ιερουσαλήμ
απομακρύνεται αδιάκοπα χωρίς ποτέ το δρόμο του να βρίσκει; Στα είδωλά τους
προσκολλώνται κι αρνούνται να επιστρέψουν. 6Με προσοχή άκουσα, μα δε μίλησαν
σωστά· κανένας δεν υπάρχει που να μετανοεί για την κακία του και που να λέει
“τι έκανα;” Καθένας τους ακολουθεί ασυλλόγιστα το δρόμο του, καθώς το άλογο που
ορμά στη μάχη. 7Κι ο πελαργός ακόμα στον ουρανό ξέρει το χρόνο ακριβώς που
πρέπει να γυρίσει. Το τρυγόνι, το χελιδόνι κι ο γερανός γνωρίζουν τον καιρό τον
ορισμένο για ν’ αποδημήσουν. Ο λαός μου όμως δεν έχει ιδέα για τις εντολές που
του έχω δώσει».
Δήθεν σοφοί
8Ο Κύριος λέει: «Πώς
ισχυρίζετε ότι είστε σοφοί, επειδή ξέρετε τους νόμους του Κυρίου; Αφού οι νόμοι
αυτοί έχουν νοθευτεί απ’ τους ανάξιους ερμηνευτές τους! 9Θα ντροπιαστούνε οι
σοφοί, θα φοβηθούν και θα παγιδευτούνε: Αρνήθηκαν το λόγο μου· τότε η σοφία
τους ποια θα είναι;
10»Θα δώσω τις γυναίκες
τους σε άλλους, και τα χωράφια τους σε ξένους, σε κατακτητές· επειδή όλοι, από
τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σπουδαίο, γυρεύουν να πλουτίσουνε παράνομα. Όλοι
τους, ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς, ψέματα λένε. 11Φέρονται σαν οι πληγές
του λαού μου να ήταν αμυχές·λβ λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε
καλά δεν πάει. 12Θα έπρεπε να ντρέπονται για εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις.
Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως
όλοι οι άλλοι· θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος.
Αβάσιμες ελπίδες
13«Αν έρθω στο λαό μου
σαν τρυγητής, σταφύλια δεν θα βρω ούτε σύκα», λέει ο Κύριος. «Ακόμα και τα
φύλλα θά ’χουνε μαραθεί. Γι’ αυτό θα παραδώσω το λαό μου στους ξένους και θα
τον καταστρέψουν».λγ
14Οι κάτοικοι του Ιούδα
λένε: «Τι καθόμαστε; Ελάτε, μαζευτείτε να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις και να
πεθάνουμε εκεί. Ο Κύριος, ο Θεός μας, μας καταδίκασε σε θάνατο· μας πότισε νερό
δηλητηριασμένο, γιατί αμαρτήσαμε σ’ αυτόν. 15Προσμέναμε πως όλα θα πήγαιναν
καλά, μα δεν ήρθε καλό κανένα. Προσμέναμε να γιατρευτούμε απ’ τα δεινά αλλά μας
βρήκε τρόμος. 16Ακούγεται κιόλας το χλιμίντρισμα των αλόγων του εχθρού από τη
Δαν· σείεται όλη η γη απ’ το χρεμέτισμα των δυνατών αλόγων τους. Έρχονται και
θα καταστρέψουν τη χώρα και τα προϊόντα της, την πόλη και τους κατοίκους της».
17«Θα εξαποστείλω
εναντίον σας φαρμακερές οχιές», λέει ο Κύριος, «που θα ’ναι αδύνατο κανείς να
τις γητέψει· αυτές θα σας δαγκώσουν».
Η θλίψη του Ιερεμία
18Ένα βάρος πιέζει την
καρδιά μου και με αρρωσταίνει. 19Ακούω απελπισμένη του λαού μου τη φωνή, σ’ όλη
τη χώρα: «Δεν είναι πια ο Κύριος στη Σιών; Ο βασιλιάς της δεν είναι εκεί;» Αλλά
ο Κύριος απαντά: «Γιατί μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους, με τις ξένες τις
άχρηστες θεότητες;»
20Ο λαός παραπονιέται:
«Το καλοκαίρι πέρασε, τέλειωσε η συγκομιδή, κι εμείς προσμένουμε ακόμα να
σωθούμε!» 21Απ’ του λαού μου την πληγή πληγώθηκα, πένθησα, κατατρόμαξα.
22Βάλσαμο δεν υπάρχει στη Γαλαάδ;λδ Δεν είναι εκεί γιατρός; Γιατί, λοιπόν, ο
λαός μου δε γιατρεύτηκε; 23Μακάρι βρύση δακρύων να ’ταν τα μάτια μου, να ήταν
το κεφάλι μου πηγάδι με νερό, μέρα και νύχτα για να κλαίω τους σκοτωμένους του
λαού μου!
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 9
Λαός διαβρωμένος από το
ψέμα
1Μακάρι να ’χα μες στην
έρημο ταξιδιωτών κατάλυμα, ώστε να εγκαταλείψω το λαό μου και ν’ απομακρυνθώ
απ’ αυτόν, γιατί όλοι τους είναι μοιχοί, συνάθροιση απίστων.λε
2«Σαν τόξο τεντωμένο,
έτοιμη για να ρίξει βέλη ψεύδους είναι η γλώσσα τους. Στη χώρα δεν είναι η
αλήθεια που επικρατεί. Κάνουν το ένα κακό μετά το άλλο, κι αρνιούνται κάθε
σχέση νά ’χουνε μαζί μου», λέει ο Κύριος. 3«Γι’ αυτό καθένας να φυλάγεται απ’
τους φίλους του και να μην έχει εμπιστοσύνη ούτε στον αδερφό του· γιατί κάθε
αδερφός το δίχως άλλο εξαπατά,λς και οι φίλοι είναι συκοφάντες. 4Εξαπατά
καθένας τον πλησίον του, κανείς δε λέει την αλήθεια· συνήθισαν τη γλώσσα τους
στο ψέμα και έχουν τόσο πολύ αναμειχθεί με το κακό, ώστε είναι ανήμποροι πια να
ξεφύγουν. 5Η μια καταπίεση διαδέχεται την άλλη, κι η μια απάτη ακολουθεί την
άλλη και αρνούνται να με γνωρίσουν».
6Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος
του σύμπαντος: «Στο χωνευτήρι θα τους βάλω σαν το μέταλλο και θα τους δοκιμάσω.
Ο λαός μου έχει πράξει το κακό. Τι άλλο μπορώ γι’ αυτούς να κάνω; 7Είναι η
γλώσσα τους θανατηφόρο βέλος· το στόμα τους λέει ψέματα. Καθένας λέει στο
διπλανό του λόγια φιλικά, μα μέσα στην καρδιά του μυστικά, παγίδα τού
ετοιμάζει. 8Για όλα αυτά δεν θα τους τιμωρήσω;» λέει ο Κύριος· «δε θα εκδικηθώ
ένα τέτοιο έθνος;»
Θρήνος για τον Ιούδα και
την Ιερουσαλήμ
9Θα κλάψω, θα θρηνήσω για
τα ψηλά βουνά, θα παραπονεθώ για τα λιβάδια. Καήκαν κάτω στην πεδιάδα! Κανείς
πια δεν περνάει από ’κει ούτε ακούγονται των κοπαδιών βελάσματα· τ’ ουρανού τα
πουλιά και τ’ άγρια ζώα έφυγαν, εξαφανίστηκαν. 10Ο Κύριος όμως λέει: «Θα κάνω
την Ιερουσαλήμ σωρό από πέτρες και τόπο τσακαλιών· τις πόλεις θα ερημώσω του
Ιούδα, ώστε κανείς να μην κατοικεί πια σ’ αυτές».
11Υπάρχει άνθρωπος τόσο
σοφός, που να μπορεί αυτό να το εννοήσει, και στον οποίο να μιλήσει ο Κύριος
και να του το εξηγήσει; Το γιατί κατακάηκε η χώρα και ερημώθηκε ώστε κανείς να
μην περνάει απ’ αυτήν;
12Ο ίδιος ο Κύριος
απάντησε: «Επειδή εγκατέλειψαν το νόμο μου, το νόμο που τους είχα δώσει, και
δεν υπάκουσαν τις εντολές μου, 13αλλά ακολούθησαν ό,τι τους έλεγε η σκληρή και
πονηρή καρδιά τους· τα είδωλα ακολούθησαν του Βάαλ, όπως τους δίδαξαν οι
πρόγονοί τους. 14Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ,
είπα: “θα θρέψω το λαό αυτό με πικρά χόρτα και θα τους ποτίσω δηλητηριασμένο
νερό. 15Θα τους διασκορπίσω ανάμεσα σε έθνη που δεν τα γνώρισαν ούτε αυτοί ούτε
οι πρόγονοί τους και θα εξαπολύσω πόλεμο εναντίον τους, ώσπου να τους
εξαφανίσω”. 16Βγάλτε συμπέρασμα απ’ όλα αυτά», λέει ο Κύριος του σύμπαντος,
«και καλέστε να έρθουν οι ειδικές μοιρολογίστρες, γυναίκες που ξέρουν τι να
κάνουνε σε τέτοιες περιπτώσεις». 17Ας έρθουν γρήγορα και θρήνο ας αρχίσουνε για
μας, να τρέξουν δάκρυα απ’ τα μάτια μας, νερό από τα βλέφαρά μας. 18Το θρήνο
ακούστε απ’ της Σιών τα μέρη:
«Χαθήκαμε και
καταντροπιαστήκαμε!
Έπρεπε να εγκαταλείψουμε
τη χώρα,
γιατί τα σπίτια μας
είχανε γκρεμιστεί».
19Ακούστε, εσείς
γυναίκες, το λόγο του Κυρίου! Προσέξτε τα λόγια του, μάθετε τις κόρες σας να
θρηνολογούν, διδάξτε η μια στην άλλη αυτό το μοιρολόγι:
20«Ο θάνατος ανέβηκε απ’
τα παράθυρά μας,
μπήκε στ’ ανάκτορά μας·
για να θερίσει τα παιδιά
μέσα στους δρόμους,
και στις πλατείες τα
παλικάρια μας».
21Ο Κύριος μου μίλησε και
με διέταξε να πω: «Τα πτώματα των ανθρώπων θα πέσουν πάνω στα χωράφια σαν
κοπριά και πίσω από τους θεριστές σαν τα χερόβολα· κι ούτ’ ένας δε θα βρεθεί να
τα περισυλλέξει».
Αληθινή σοφία είναι η
γνώση του Κυρίου
22Ο Κύριος λέει: «Ας μην
καυχάται ο σοφός για τη σοφία του ούτε ο δυνατός για τη δύναμή του ούτε ο
πλούσιος για τον πλούτο του. 23Αλλά όποιος θέλει να καυχάται, να καυχάται
επειδή είναι ικανός να με γνωρίζει και να ξέρει ότι εγώ, ο Κύριος, ενεργώ με
αγάπη, δικαιοσύνη και αξιοπιστία πάνω στη γη. Αυτά με ευχαριστούν».
Προειδοποίηση γι’ αυτούς
που λένε πως είναι περιτμημένοι
24Ο Κύριος λέει:
«Έρχονται μέρες που θα τιμωρήσω όλους που έχουν κάνει περιτομή. 25Τους
Αιγυπτίους, τους κατοίκους του Ιούδα, τους Εδωμίτες, τους Αμμωνίτες, τους
Μωαβίτες και όλους που έχουν ξυρισμένους τους κροτάφους τους και κατοικούν στην
έρημο. Επειδή όλα αυτά τα έθνη, ακόμα και οι Ισραηλίτες, είναι για μένα
απερίτμητοι, γιατί δεν έχουν περιτμηθεί στην καρδιά».λζ
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 10
Ο αληθινός Θεός και τα
είδωλα
1Ακούστε, Ισραηλίτες, το
μήνυμα που σας απευθύνει ο Κύριος! 2«Μην ακολουθείτε τα έθιμα των εθνών», λέει
ο Κύριος, «και μη φοβάστε από τα ασυνήθιστα φαινόμενα του ουρανού· τα έθνη
φοβούνται απ’ αυτά. 3Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των εθνών είναι παράλογες:
Κόβουν ένα ξύλο από το δάσος και το επεξεργάζονται οι ξυλουργοί με το σκαρπέλο.
4Το διακοσμούν με ασήμι και χρυσάφι, και το καρφώνουν στέρεα με τα σφυριά για
να μην κουνιέται. 5Σαν σκιάχτρο σε αγγουρόκηπο είναι οι θεοί τους· δε μιλούν·
έχουν ανάγκη να υποβαστάζονται, γιατί δεν μπορούν να βαδίσουν. Μην τους φοβάστε
γιατί δεν μπορούν να κάνουν ούτε κακό ούτε καλό».
6Κύριε, όμοιος μ’ εσένα
δεν υπάρχει! Είσαι μεγάλος και μεγάλη είναι η φήμη σου που λέει για τη δύναμή
σου. 7Ποιος δεν θα σε τιμούσε, βασιλιά των εθνών; Σ’ εσένα δικαιωματικά ανήκει
η τιμή. Ανάμεσα σε όλους τους σοφούς των εθνών και σ’ όλα τα βασίλεια όμοιος μ’
εσένα δεν υπάρχει.
8Όλοι αυτοί είναι εντελώς
ανόητοι· τι θα μπορούσαν να διδαχτούν από τα ξύλινα είδωλα; 9Τα είδωλά τους
είναι καλυμμένα με ασήμι, που το ’χουν φέρει από τη Θαρσείς, και με χρυσό από
την Ουφάζ, έργα τεχνίτη των μετάλλων. Είναι ντυμένα με γαλάζιο και με κόκκινο
ένδυμα· όλα αυτά είναι έργα επιδέξιων τεχνητών. 10Αλλά ο Κύριος είναι Θεός
αληθινός, Θεός ζωντανός και βασιλιάς αιώνιος, που πάνω στην οργή του τραντάζει
τη γη και που τα έθνη δεν μπορούν ν’ αντέξουν το θυμό του.
11Εσείς, Ισραηλίτες θα
λέτε για τους ξένους θεούς: «Οι θεοί που δεν έφτιαξαν τον ουρανό και τη γη δεν
έχουν θέση στον ουρανό και πρέπει να αφανιστούν από τη γη».
12Ο Κύριος έκανε τη γη
αποδεικνύοντας τη δύναμή του, στερέωσε την οικουμένη δείχνοντας τη σοφία του,
και άπλωσε τους ουρανούς φανερώνοντας τη σύνεσή του. 13Με τη φωνή του το νερό
μαζεύεται πάνω από τον ουρανό κι από τις άκριες της γης τα σύννεφα ανεβαίνουν·
δημιουργεί τις αστραπές, δρόμο ν’ ανοίξει στη βροχή κι από τις αποθήκες του τον
άνεμο τον βγάζει. 14Μπροστά σε όλα αυτά κάθε άνθρωπος μένει κατάπληκτος. Κάθε
τεχνίτης που φτιάχνει είδωλα νιώθει ντροπή για τα κατασκευάσματά του, γιατί
είναι ψεύτικα, χυτά, και δεν υπάρχει μέσα τους πνοή. 15Είναι ένα τίποτα, έργα
γελοία· όταν ο Κύριος έρθει τιμωρός, αυτά θ’ αφανιστούν. 16Πόσο είναι
διαφορετικός ο Θεός του Ιακώβ! Αυτός δημιούργησε τα πάντα, και διάλεξε τους
Ισραηλίτες να ’ναι λαός του. Το όνομά του είναι “Κύριος του σύμπαντος”.
Η επερχόμενη καταστροφή
17Ιερουσαλήμ,
πολιορκημένη πόλη, ας μαζέψουν οι κάτοικοί σου ό,τι τους έχει απομείνει.
18Γιατί ο Κύριος λέει: «Αυτή τη φορά θα οδηγήσω αιχμαλώτους τους κατοίκους της
χώρας· θα τους ταλαιπωρήσω για να πάρουν ένα καλό μάθημα».λη
19«Αλίμονό μου!
Καταστράφηκα!» φωνάζει η Ιερουσαλήμ. «Αγιάτρευτες είν’ οι πληγές μου. Στην αρχή
νόμισα πως θα ήταν κάποια αρρώστια που θα την ξεπερνούσα. 20Τώρα όμως η σκηνή
μου ερημώθηκε, κόπηκαν όλα τα σκοινιά· φύγαν από κοντά μου τα παιδιά μου και
δεν υπάρχει πια κανείς να ξαναστήσει τη σκηνή μου, να τεντώσει τα παραπετάσματά
μου απ’ την αρχή». 21Ανόητοι αποδειχτήκαν οι βοσκοί! Δεν αναζήτησαν τον Κύριο,
γι’ αυτό και δεν προκόψανε· όλα τους τα κοπάδια σκορπιστήκαν.
22Ακούστε! Μια φήμη διαδίδεται.
Βουητό μεγάλο έρχεται απ’ το βορρά,λθ τις πόλεις να ερημώσει του Ιούδα και να
τις κάνει τόπο τσακαλιών.
Ο Ιερεμίας προσεύχεται
για το λαό του
23Κύριε, το ξέρω πως
κανένας άνθρωπος τη μοίρα του δεν την ορίζει, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει της
ζωής του την κατεύθυνση. 24Κύριε, διόρθωσέ μας αλλά δίκαια· όχι όταν είσαι
θυμωμένος, για να μη μας φέρεις στο μηδέν.
25Άφησε το θυμό σου να
στραφεί στα έθνη που δε σε γνωρίζουν και στους ανθρώπους που δε σε
επικαλούνται· γιατί αυτοί κατασπαράξαν το λαό σου, τον εξουθένωσαν κι ερήμωσαν
τη χώρα του.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 11
Ο λαός δεν κράτησε τις
υποσχέσεις του
1Ο Κύριος έδωσε σ’ εμένα
τον Ιερεμία το παρακάτω μήνυμα: 2«Ακούστε της διαθήκης μου τους όρους! Μίλα στο
λαό του Ιούδα, στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, 3και πες τους καθαρά ότι ο
Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, διακηρύττει: “καταραμένος να ’ναι όποιος δεν τηρεί
της διαθήκης μου τους όρους!” 4Και να ποια είναι η διαθήκη που έκανα με τους
προγόνους σας, όταν τους έβγαλα από την κόλαση της Αιγύπτου:μ Τους είπα ότι αν
σ’ εμένα υπακούσουν και πράξουν όλα αυτά που τους διέταξα, τότε αυτοί θα είναι
λαός μου κι εγώ Θεός τους. 5Με την προϋπόθεση αυτή θα εκπλήρωνα την υπόσχεση
που είχα δώσει με όρκο στους προγόνους σας, τη χώρα να τους δώσω που ρέει γάλα
και μέλι. Έτσι έχετε εσείς σήμερα αυτή τη χώρα».
Τότε εγώ απάντησα: «Έτσι
είναι, Κύριε». 6Ύστερα ο Κύριος μου είπε: «Κήρυξε αυτό το μήνυμα που θα σου πω
στις πόλεις του Ιούδα και μες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ: “ακούστε τους όρους
της διαθήκης αυτής και τηρήστε τους. 7Κατηγορηματικά, επίμονα κι επανειλημμένα
προειδοποίησα τους προγόνους σας, από τότε που τους έβγαλα από την Αίγυπτο
μέχρι σήμερα να υπακούουν σ’ εμένα. 8Αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν ούτε δώσανε καμιά
προσοχή. Ακολούθησαν τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς τους· γι’ αυτό και τους
τιμώρησα, σύμφωνα με τους όρους αυτής της διαθήκης, που τους είχα διατάξει να
την εφαρμόσουν αλλά εκείνοι δεν την εφάρμοσαν”».
9Μου είπε ακόμα ο Κύριος:
«Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα συνωμοτήσαν εναντίον μου.
10Επέστρεψαν στις ανομίες των προπατόρων τους, που είχαν αρνηθεί να υπακούσουν
τα λόγια μου. Έτσι κι αυτοί ακολούθησαν άλλους θεούς και τους λάτρεψαν. Οι
Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα παρέβηκαν τη διαθήκη μου που είχα συνάψει
με τους προγόνους τους».
11Γι’ αυτό ο Κύριος λέει:
«Θα τους φέρω τέτοια καταστροφή, που να μην μπορούν να ξεφύγουν. Θα μου
φωνάζουν για βοήθεια, αλλά δε θα τους ακούω. 12Τότε οι πόλεις του Ιούδα κι οι
κάτοικοι της Ιερουσαλήμ θα πάνε να ζητήσουν βοήθεια απ’ τους θεούς στους
οποίους προσφέρουν θυσίες, αλλά αυτοί δε θα τους σώσουν τον καιρό της
καταστροφής τους. 13Γιατί όσες είναι οι πόλεις του Ιούδα, τόσοι είναι και οι
θεοί τους· και όσοι είναι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ τόσα είναι και τα
θυσιαστήρια όπου έχουν τοποθετηθεί τα αισχρά είδωλα του Βάαλ, στα οποία προσφέρουνε
θυσίες. 14Γι’ αυτό, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι σ’ εμένα για τούτον το λαό· μη με
παρακαλείς τόσο γι’ αυτόν. Δεν πρόκειται να τους ακούσω, όταν σ’ εμένα θα
προσεύχονται τον καιρό της καταστροφής τους».
Ο Ισραήλ, το ελαιόδεντρο
του Κυρίου
15«Ο αγαπημένος μου λαός
παίζει άσχημο παιχνίδι», λέει ο Κύριος. «Τι δουλειά έχουν αυτοί στο ναό μου;
Μήπως νομίζουν ότι με τις θυσίες τους θα αποτρέψουν την καταστροφή κι ότι
σύντομα μετά θα αλαλάζουν από χαρά;»μα
16Όμορφη, καταπράσινη και
καρποφόρα ελιά σε ονόμασε ο Κύριος· αλλά μες σε μεγάλο θόρυβο φωτιά θα βάλει
στο φύλλωμά σου και τα κλαδιά σου θα κατακαούν. 17Ο Κύριος του σύμπαντος,
εκείνος που σε φύτεψε, αυτός και θα σε καταστρέψει· γιατί εσείς οι Ισραηλίτες
και του Ιούδα οι κάτοικοι τον εαυτό σας βλάψατε κάνοντας το κακό, αφού
εξοργίσατε τον Κύριο με τις θυσίες σας στο Βάαλ.
Ο Ιερεμίας απειλείται από
τους δικούς του
18Ο Κύριος με πληροφόρησε
και τότε έμαθα τι σχεδίαζαν εναντίον μου. 19Εγώ ήμουν σαν το πρόβατο που είναι
ήμερο, ακόμη κι όταν το οδηγούνε στη σφαγή, γιατί δεν ήξερα τα σχέδια τα κακά
που ετοιμάζαν εναντίον μου. «Ελάτε», λέγανε, «να κόψουμε το δέντρο πάνω στον
καρπό του! Να τον βγάλουμε από τη μέση και κανείς να μην τον θυμάται πια».
20Αλλά, εσύ που κρίνεις
δίκαια, Κύριε του σύμπαντος, και εξετάζεις τα αισθήματα και τις σκέψεις των
ανθρώπων, κάνε να δω το πώς εσύ θα τους εκδικηθείς· σ’ εσένα έχω εμπιστευθεί
την υπόθεσή μου.
21Οι άντρες της Αναθώθ,
γυρεύουν να με θανατώσουν και μου λένε: «Μην προφητέψεις στ’ όνομα του Κυρίου,
για να μη σε σκοτώσουμε». 22Γι’ αυτό ο Κύριος του σύμπαντος λέει γι’ αυτούς:
«Εγώ θα τους τιμωρήσω! Οι νέοι τους θα σκοτωθούν στον πόλεμο, οι γιοι και οι
κόρες τους θα πεθάνουν από πείνα. 23Κανένας δε θα ζήσει, από τους άντρες της
Αναθώθ, όταν θα επέμβω εναντίον τους για να τους καταστρέψω».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 12
Ο Ιερεμίας ρωτάει τον
Κύριο
1Κύριε, εσύ είσαι
δίκαιος. Πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Όμως θέλω να σε ρωτήσω κάτι
σχετικά με τη δικαιοσύνη: Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; Γιατί είναι ασφαλείς όλοι
οι άπιστοι; 2Τους φύτεψες και ρίζωσαν, αυξήθηκαν και καρποφόρησαν. Το όνομά σου
είναι πάντοτε στα χείλη τους, αλλά η καρδιά τους είναι μακριά από σένα. 3Εσύ,
Κύριε, με γνωρίζεις και βλέπεις τα όσα κάνω· με δοκίμασες αν είμαι δικός σου.
Σύρε τους σαν τα πρόβατα για τη σφαγή κι ετοίμασέ τους για τη μέρα της σφαγής
τους.
4Ως πότε θα παραμένει
άνυδρη η χώρα και θα ξεραίνεται το χορτάρι στα χωράφια; Για την κακία των
κατοίκων της καταστράφηκαν τα ζώα και τα πουλιά στη χώρα, γιατί αυτοί οι
άνθρωποι σκέφτηκαν ότι ο Θεός δεν μπορεί να δει το μέλλον τους.
5Ο Κύριος λέει: «Αν
κουράζεσαι όταν παραβγαίνεις με τους πεζούς, πως θα μπορέσεις να παραβγείς με
τ’ άλογα; Αν μόνο στην πεδιάδα νιώθεις βολικά, τι θα κάνεις στη λόχμη του
Ιορδάνη;
6»Ακόμη και τ’ αδέρφια
σου κι οι συγγενείς σου σε εγκατέλειψαν, και εναντίον σου συνωμοτούν. Μην τους
πιστέψεις, ακόμη κι αν με καλοσύνη σου μιλούν».
Ο Θεός εγκαταλείπει το
λαό του
7Ο Κύριος είπε:
«Εγκατέλειψα τον Ισραήλ· απέρριψα τον ίδιο μου το λαό· παρέδωσα την αγαπημένη
μου πόλη στην εξουσία των εχθρών της. 8Ο λαός μου βρυχήθηκε εναντίον μου σαν το
λιοντάρι μες στο δάσος· γι’ αυτό μού έγινε αντιπαθής.
9»Έγινε ο λαός μου σαν
ένα ποικιλόχρωμο πουλί, που το κυκλώνουνε τ’ αρπαχτικά τα όρνια. Εμπρός!
Φωνάξτε νά ’ρθουν όλα τα άγρια θηρία· για το συμπόσιο να συγκεντρωθούνε.
10Πολλοί ξένοι βοσκοί κατέστρεψαν το αμπέλι μου, ποδοπατήσαν τα χωράφια μου,
μετέτρεψαν σε απαίσια έρημο τους θαυμαστούς αγρούς μου. 11Η χώρα απλώνεται
μπροστά μου ερημωμένη και αξιολύπητη. Όλη η χώρα ερημώθηκε, γιατί κανείς δε
νοιάστηκε για τις προειδοποιήσεις μου.
12»Πάνω σε κάθε λόφο της
ερήμου φάνηκαν λεηλατητές, γιατί το ξίφος του Κυρίου θερίζει από τη μια άκρη της
χώρας ως την άλλη· κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει. 13Σιτάρι έσπειραν μα
θέρισαν αγκάθια· κουράστηκαν μα τίποτα δεν απόλαυσαν. Η σοδειά τους τους
απογοήτευσε. Ο θυμός ο φοβερός του Κυρίου όλα τα αφάνισε».μβ
Ο Ιούδας και οι
γειτονικοί λαοί
14Ο Κύριος λέει: «Όλους
τους κακούς γείτονες του λαού μου, του Ισραήλ, που απλώνουν χέρι στη χώρα που
του έχω δώσει, θα τους ξεριζώσω από τη γη τους· αλλά θα ξεριζώσω απ’ ανάμεσά
τους και όσους ανήκουν στον Ιούδα. 15Κι αφού τους ξεριζώσω, πάλι θα τους ελεήσω
όλους και θα τους ξαναφέρω καθέναν στη δική του χώρα και στη δική του
ιδιοκτησία. 16Αυτοί δίδαξαν το λαό μου να ορκίζεται στο Βάαλ· αλλά αν μάθουνε
καλά την πίστη του λαού μου, και μάλιστα να υπόσχονται με όρκο στο όνομά μου
“μα τον αληθινό Θεό”, τότε θα επιτρέψω να κατοικούν ανάμεσα στο λαό μου. 17Αν
όμως κάποιο έθνος δεν υπακούσει, θα το ξεριζώσω εντελώς και θα το καταστρέψω.
Εγώ το λέω ο Κύριος».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 13
Ο Ιερεμίας και η λινή
ζώνη
1Ο Κύριος μου είπε:
«Πήγαινε ν’ αγοράσεις ένα λινό ζωνάρι και τύλιξε μ’ αυτό τους γοφούς σου
κατάσαρκα, αλλά χωρίς να το πλύνεις». 2Αγόρασα, λοιπόν, το ζωνάρι, όπως μου
είπε ο Κύριος, και το τύλιξα στους γοφούς μου. 3Έπειτα ο Κύριος μου μίλησε πάλι
και μου είπε: 4«Πάρε το ζωνάρι που αγόρασες και το τύλιξες στους γοφούς σου,
και πήγαινε στο χείμαρρο Φάραμγ και κρύψε το εκεί σε μια σχισμή του βράχου».
5Πήγα, λοιπόν, και την έκρυψα στον Φάρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου.
6Μετά από πολλές μέρες μου είπε ο Κύριος: «Πήγαινε στον Φάρα και πάρε το ζωνάρι
που σε διέταξα να το κρύψεις εκεί». 7Πήγα λοιπόν στον Φάρα, έσκαψα και πήρα το
ζωνάρι από το μέρος που το είχα κρύψει· ήταν όμως φθαρμένο και άχρηστο.
8-9Τότε μου είπε ο
Κύριος: «Έτσι θα καταρρακώσω τη δόξα για την οποία περηφανεύονται οι κάτοικοι
του Ιούδα, τη μεγάλη περηφάνια της Ιερουσαλήμ. 10Ο κακός αυτός λαός αρνείται να
υπακούσει στα λόγια μου και παρασύρεται απ’ τις αδυναμίες της καρδιάς του·
ακολουθεί άλλους θεούς, τους λατρεύει και τους προσκυνά. Γι’ αυτό θα γίνει σαν
το άχρηστο ζωνάρι. 11Αλλά όπως το ζωνάρι τυλίγεται κατάσαρκα στους γοφούς, έτσι
ήθελα να προσκολληθεί σ’ εμένα η φυλή του Ισραήλ και η φυλή του Ιούδα», λέει ο
Κύριος, «για να είναι λαός μου, το καύχημά μου και να μου προσδίδουν δόξα και
τιμή. Αλλά αυτοί δε με υπάκουσαν».
Η παραβολή των σταμνιών
με το κρασί
12Ο Κύριος ο Θεός του
Ισραήλ με διέταξε: «Πες στο λαό εκ μέρους μου ότι κάθε στάμνα μπορεί να γεμίσει
με κρασί. Όταν αυτοί σου απαντήσουν: “το ξέρουμε καλά πως όλες οι στάμνες
μπορούν να γεμίσουν με κρασί!” 13τότε θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος λέω: Θα
ποτίσω με κρασί όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, τους βασιλιάδες που είναι
απόγονοι του Δαβίδ, τους ιερείς και τους προφήτες και όλους τους κατοίκους της
Ιερουσαλήμ, ώσπου να μεθύσουν. 14Θα τους συντρίψω όπως τα σταμνιά, ρίχνοντας
τον ένα πάνω στον άλλον, τους πατέρες και τους γιους μαζί. Δε θα τους
σπλαχνιστώ, δε θα τους λυπηθώ ούτε και θα τους ελεήσω· θα τους καταστρέψω! Εγώ
το λέω, ο Κύριος».
Η τελευταία επείγουσα
προειδοποίηση
15Ακούστε και προσέξτε!
Μην περηφανεύεστε. Ο Κύριος σας μιλάει. 16Δοξάστε τον Κύριο, το Θεό σας, προτού
σας στείλει το σκοτάδι και σκοντάψουνε τα πόδια σας στα βουνά. Προσμένατε το
φως, αλλά ο Κύριος θα το μετατρέψει σε σκιά θανάτου και σε σκοτάδι ζοφερό. 17Αν
δεν δώσετε προσοχή σ’ αυτή την προειδοποίηση, θα κλάψω κάπου απόμερα για την
αλαζονεία σας. Πικρά θα κλάψω κι άφθονα δάκρυα θα χύσω, γιατί οδηγείται στην
αιχμαλωσία του Κυρίου ο λαός.
Προφητεία εναντίον του
Ιωαχίν
18Πείτε στο βασιλιά και
στη βασιλομήτορα: «Ταπεινωθείτε! Κατεβείτε από το θρόνο σας, γιατί έχουνε
κιόλας πέσει απ’ τα κεφάλια σας τα δοξασμένα στέμματα. 19Οι πόλεις του νότιου
τμήματος του Ιούδα έχουν αποκλειστεί, κανένας δεν θα μπορεί δρόμο ν’ ανοίξει ως
εκεί· όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα έχουνε στην αιχμαλωσία συρθεί».μδ
Η ατίμωση της Ιερουσαλήμ
20Ιερουσαλήμ, τα μάτια
σήκωσε και δες· από το βορράμε έρχονται οι εχθροί σου! Τι θα συμβεί στις πόλεις
του Ιούδα; Σου δόθηκαν ωσάν κοπάδι ωραία πρόβατα, που γι’ αυτά υπερηφανευόσουν.
21Και τι θα πεις όταν ο Κύριος σε υποτάξει στους εχθρούς σου, που τους
θεωρούσες φίλους σου; Οι πόνοι θα σε πιάσουν, σαν τη γυναίκα που γεννάει. 22Κι
αν αναρωτηθείς: «Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά σ’ εμένα;» Είναι για τις πολλές τις
αμαρτίες σου που σου σηκώνουν τα φορέματα και σε βιάζουν.
23Ο Κύριος λέει: «Μπορεί
ν’ αλλάξει ο μαύρος το χρώμα του ή η λεοπάρδαλη τα στίγματά της; Άλλο τόσο κι
εσείς μπορείτε ν’ αλλάξετε και να κάνετε το καλό, τώρα που έχετε μάθει να
κάνετε το κακό. 24Θα σας διασκορπίσω σαν το άχυρο, που της ερήμου ο άνεμος το
παίρνει.
25»Αυτός είναι ο κλήρος
σου, η μερίδα που σου έδωσα», λέει ο Κύριος· «επειδή με ξέχασες κι έδωσες πίστη
στα είδωλα. 26Γι’ αυτό εγώ ο ίδιος θα σηκώσω ως το πρόσωπό σου τα φορέματά σου
και θα φανεί η ντροπή της γύμνιας σου. 27Βαρέθηκα πια τις μοιχείες σου, τα
χρεμετίσματά σου, τις αισχρές πορνείες σου και τα είδωλά σου πάνω στους λόφους
και μέσα στους αγρούς. Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ! Πότε πια θα καθαριστείς απ’
αυτά τα μολύσματα;»
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 14
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ
(14,1–15,4)
1Λόγια του Κυρίου προς
τον Ιερεμία σχετικά με την ανομβρία.μς
2Όλος ο Ιούδας πενθεί και
οι πόλεις του αργοπεθαίνουν. Οι κάτοικοί του κάθονται καταγής θρηνώντας, η
Ιερουσαλήμ φωνάζει για βοήθεια. 3Οι ευγενείς της στέλνουν τους υπηρέτες για
νερό. Εκείνοι έρχονται στις δεξαμενές, αλλά νερό δε βρίσκουν· επιστρέφουν με τα
δοχεία τους αδειανά, το κεφάλι σκεπασμένο, απογοητευμένοι κι αποθαρρημένοι. 4Η
γη έχει σκάσει από την έλλειψη βροχής, οι γεωργοί απελπισμένοι έχουν σκεπάσει
κι αυτοί πένθιμα το κεφάλι τους. 5Ακόμα και το ελάφι γεννάει στο χωράφι και
αφήνει το μικρό του εκεί, γιατί χορτάρι δεν υπάρχει. 6Τ’ άγρια γαϊδούρια
στέκονται στα ψηλώματα και τον αέρα οσμίζονται σαν τα τσακάλια· τα μάτια τους
κουράζονται να ψάχνουν για χορτάρι, γιατί δε βρίσκουν πουθενά.
7«Κύριε, οι ανομίες μας
μαρτυρούν εναντίον μας! Βοήθησέ μας όμως, όπως μας υποσχέθηκες. Πολλές είναι οι
αποστασίες μας, σ’ εσένα έχουμε αμαρτήσει. 8Εσύ η μόνη ελπίδα του Ισραήλ, ο
σωτήρας του στον καιρό της θλίψης, γιατί φέρνεσαι σαν να είσαι ξένος για τη
χώρα, σαν ταξιδιώτης, που απλώς τη νύχτα του περνά σ’ αυτήν; 9Γιατί στέκεις σαν
αποσβολωμένος, σαν πολεμιστής αφοπλισμένος, που να βοηθήσει δεν μπορεί; Αλλά
εσύ, Κύριε, είσαι ανάμεσά μας και σ’ εσένα ανήκουμε. Μη μας εγκαταλείψεις!»
Απαγόρευση στον Ιερεμία
να προσεύχεται για τον λαό του
10Ο Κύριος μου είπε γι’
αυτό το λαό: «Επειδή τους αρέσει να περιπλανιούνται ξέφρενοι, γι’ αυτό εγώ, ο
Κύριος, δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί τους· δε θα ξεχάσω την ανομία τους και θα
τιμωρήσω τις αμαρτίες τους. 11Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν να τελειώσει
η δυστυχία του», μου είπε. 12«Κι αν ακόμα νηστέψουνε δε θ’ ακούσω την ικεσία
τους· ακόμη κι αν προσφέρουν ολοκαυτώματα κι αναίμακτες προσφορές, δε θα
ευχαριστηθώ μ’ αυτές αλλά θα κάνω να εξοντωθούν με πόλεμο, με πείνα και με
αρρώστια».
13Τότε εγώ είπα: «Αχ,
Κύριε, Θεέ! Οι προφήτες τούς λένε ότι δε θα δούνε πόλεμο, ούτε πείνα και τους
υπόσχονται παντοτινή ειρήνη σ’ αυτό τον τόπο».
14Κι ο Κύριος μου
απάντησε: «Οι προφήτες αυτοί λένε ψέματα. Δεν είν’ αλήθεια ότι προφητεύουν στο
όνομά μου. Δεν τους έστειλα εγώ ούτε τους πρόσταξα ούτε τους μίλησα εγώ. Σας
μιλάνε για ψεύτικα οράματα και χρησμούς· σας λένε ανώφελα πράγματα, τα
παραπλανητικά επινοήματα της φαντασίας τους. 15Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος,
προαναγγέλλω τι θα κάνω σ’ αυτούς τους προφήτες, που λένε ότι δε θα ’ρθει
πόλεμος και πείνα στη χώρα: Με πόλεμο και με πείνα θα τους θανατώσω τους
προφήτες αυτούς. 16Το ίδιο και ο λαός που κάθεται κι ακούει τις προφητείες
τους: Τα πτώματά τους θα διασκορπιστούν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ εξαιτίας
της πείνας και του πολέμου –τα πτώματα των γυναικών τους και των παιδιών τους.
Και κανένας δε θα βρίσκεται για να τους θάψει. Εγώ θα τους τιμωρήσω για την
κακία τους».
Ο Ιερεμίας παραδέχεται
τις ανομίες του λαού του
17Ο Κύριος μου είπε
ακόμη: «Πες τους αυτά τα λόγια: Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα μέρα νύχτα
ασταμάτητα, γιατί ο λαός μου πληγώθηκε βαριά και χτυπήθηκε σκληρά. 18Βγαίνω
στην πεδιάδα, βλέπω τους σκοτωμένους στον πόλεμο· μπαίνω στην πόλη, βλέπω τους
νεκρούς από την πείνα. Ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς τριγυρίζουν αδιάφοροι
στη χώρα».
19Εγώ απάντησα: «Κύριε,
απέρριψες τελείως όλο τον Ιούδα; Μισείς το όρος της Σιών; Γιατί μας πλήγωσες
και δεν μπορούμε να θεραπευτούμε; Περιμέναμε την ειρήνη, αλλά δεν ήρθε κανένα
αγαθό· ελπίζαμε γιατρειά, αλλά μας βρήκε τρόμος. 20Αναγνωρίζουμε την ασέβειά
μας και την ανομία των προγόνων μας· αμαρτήσαμε ενώπιόν σου. 21Μη μας
περιφρονήσεις, για να μη δυσφημιστεί το όνομά σου. Μην καταστρέψεις το
δοξασμένο θρόνο σου.μζ Θυμήσου τη διαθήκη που έκανες μαζί μας· μην την αθετήσεις.
22Οι θεοί των εθνών δεν δίνουν τη βροχή· οι ουρανοί από μόνοι τους καταιγίδες
δε στέλνουν. Κύριε, Θεέ μας, σ’ εσένα ελπίζουμε, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που τα
κάνεις όλα αυτά».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 15
Η αμετάκλητη καταδίκη
1Αλλά ο Κύριος μου είπε:
«Ακόμη κι αν ο Μωυσής και ο Σαμουήλ με παρακαλούσαν, δε θα έπαιρνα το μέρος του
λαού αυτού. Διώξ’ τους να φύγουνε μακριά μου.μη 2Κι αν σε ρωτήσουν, “που θα
πάμε;” απάντησέ τους ότι εγώ ο Κύριος λέω: Καθένας θα πεθάνει με τον τρόπο που
έχει καταδικαστεί: άλλοι από πανώλη, άλλοι στον πόλεμο, άλλοι από την πείνα κι
άλλοι στην αιχμαλωσία. 3Με τέσσερις φοβερούς τρόπους θα τους τιμωρήσω: Το ξίφος
θα τους σκοτώσει, τα σκυλιά θα τραβολογάνε τα πτώματά τους, οι γύπες και οι
ύαινες θα τα φάνε και θα τα εξαφανίσουν. 4Με όλα τούτα θα τρομάξουν τα βασίλεια
της γης. Αυτή θα είναι η τιμωρία για όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ ο Μανασσής, γιος
του Εζεκία και βασιλιάς του Ιούδα».
Δεν υπάρχει έλεος για την
Ιερουσαλήμ
5«Ποιος λοιπόν θα σε
σπλαχνιστεί, Ιερουσαλήμ;» λέει ο Κύριος. «Ποιος θα σε λυπηθεί και θα ’ρθει να
σε ρωτήσει τι κάνεις; 6Εσύ με αποστράφηκες και μ’ εγκατέλειψες. Γι’ αυτό κι εγώ
σε τιμώρησα και σε κατέστρεψα· βαρέθηκα να σε συγχωρώ. 7Πήγα στις πόλεις της
χώρας και τις διασκόρπισα στον αέρα με το λιχνιστήρι. Θανάτωσα τα παιδιά και
κατέστρεψα το λαό μου, γιατί δεν άφησαν τον κακό τρόπο που ζούσαν. 8Έκανα τις
χήρες περισσότερες απ’ όση είναι η άμμος στην ακροθαλασσιά. Το μεσημέρι οι
μανάδες έμαθαν για τους γιους τους ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και ξαφνικά τις
κυρίεψε αγωνία και τρόμος.μθ 9Η γυναίκα που είχε γεννήσει εφτά γιους απέμεινε
μόνη· της κόπηκε η ανάσα. Ο ήλιος της βασίλεψε το καταμεσήμερο. Είναι
ντροπιασμένη και συντριμμένη. Τους υπόλοιπους όμως που ζουν ως τώρα θα τους
παραδώσω στα ξίφη των εχθρών τους», λέει ο Κύριος.
Ο Ιερεμίας παραπονιέται -
Ο Θεός τον βεβαιώνει για την αποστολή του
10Αλίμονο μάνα μου! Γιατί
με γέννησες; Όλοι στη χώρα τα βάζουν μαζί μου και με κατακρίνουν. Ούτε δάνεισα
ούτε δανείστηκα και όμως όλοι τους με καταριούνται. 11Καταραμένος να ’μαι,
Κύριε, αν δεν σε υπηρέτησα σωστά κι αν δεν σε παρακάλεσα ακόμη και για τους
εχθρούς μου, στον καιρό της καταπίεσης και της συμφοράς τους!
12(Μπορεί κανείς να
συντρίψει το σίδερο, το σίδερο από το βορρά, το ανακατεμένο με μπρούτζο;)ν 13Ο
Κύριος απάντησε: «Λαέ του Ιούδα, τα υπάρχοντά σου και τους θησαυρούς σου θα τα
παραδώσω στη λεηλασία. Αυτό θα είναι το τίμημα για όλες τις αμαρτίες που έχεις
διαπράξει παντού στη χώρα. 14Θα σε κάνω σκλάβο των εχθρών σου σε μια χώρα που
δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτήν, γιατί ο θυμός μου θα ξεσπάσει σαν τη φωτιά και θα
σε κάψει».
15Τότε απάντησα: «Εσύ,
Κύριε, γνωρίζεις. Θυμήσου με και βοήθησέ με να εκδικηθώ τους διώκτες μου. Μην
είσαι ανεκτικός μ’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα με σκοτώσουν. Γνωρίζεις ότι εξαιτίας
σου με κορόιδεψαν. 16Καθώς μιλούσες, άκουσα προσεκτικά τα λόγια σου. Κάθε σου
λέξη ήταν για μένα χαρά και ευτυχία στην καρδιά μου, γιατί εγώ ανήκω σ’ εσένα,
Κύριε του σύμπαντος. 17Δεν κάθισα σε συμπόσιο ανθρώπων που διασκεδάζουν, για να
ευχαριστηθώ. Αλλά εσύ μου ’δωσες τη δύναμη να καθίσω παράμερα, γεμάτος απ’ την
αγανάκτησή σου εναντίον τους. 18Ο πόνος μου είναι παντοτινός και η πληγή μου
αθεράπευτη. Στηρίζω τις ελπίδες μου σ’ εσένα, αλλά εσύ με απογοήτευσες, όπως ο
χείμαρρος που του στερεύουν τα νερά το καλοκαίρι».
19Τότε ο Κύριος μου είπε:
«Αν επιστρέψεις σ’ εμένα θα σε δεχτώ και θα μπορείς να με υπηρετείς και πάλι·
και αν πάψεις να λες ανοησίες και ζυγίζεις τα λόγια σου, θα ξαναγίνεις το στόμα
μου. Οι άνθρωποι πρέπει να ακούν εσένα· όχι εσύ αυτούς. 20Θα σε κάνω να σταθείς
αντίκρυ στο λαό αυτό σαν οχυρό, χάλκινο τείχος. Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα
μπορέσουν να σε νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε διατηρώ ασφαλή.
21Θα σε αρπάξω από τα νύχια των κακών, από την εξουσία των καταπιεστών θα σε
γλιτώσω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 16
Ο Ιερεμίας πρότυπο των
επικείμενων κρίσεων
1Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’
εμένα και μου είπε: 2«Μην πάρεις γυναίκα και μην αποκτήσεις καθόλου παιδιά σ’
αυτόν τον τόπο. 3Γιατί εγώ, ο Κύριος θα σου πω τι θα συμβεί στα παιδιά που θα
γεννηθούν σ’ αυτή τη χώρα, καθώς και στους γονείς τους: 4Θα πεθάνουν από φοβερή
αρρώστια· δε θα υπάρχει κανείς να τους πενθήσει και να τους θάψει· τα πτώματά
τους θα μένουν εκτεθειμένα στο χώμα σαν κοπριά. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα
πεθάνουν απ’ την πείνα· τα πτώματά τους θα χρησιμέψουν για τροφή στους γύπες
και στις ύαινες.
5»Μην μπεις σε σπίτι που
πενθούν·» μου λέει, «μην πας να πενθήσεις μαζί τους ούτε να τους εκφράσεις τη
λύπη σου, γιατί εγώ απέσυρα από το λαό αυτόν τη φιλία μου, την αγάπη μου και
την ευσπλαχνία μου. 6Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι θα πεθάνουν σ’ αυτή τη χώρα.
Κανείς δε θα τους θάψει ούτε θα τους θρηνήσει· κανείς δε θα κάνει εντομές στο
σώμα του ούτε θα ξυρίσει το κεφάλι του για να εκφράσει τη λύπη του γι’
αυτούς.να 7Κανένας δε θα μείνει να φάει μαζί τους στο νεκρόδειπνο, να τους
προσφέρει ένα ποτήρι παρηγοριάς, ακόμη κι αν είναι ο πατέρας τους ή η μάνα τους
που πέθαναν.
8»Μην μπεις σε σπίτι που
γίνεται συμπόσιο και μην καθίσεις να φας και να πιεις μαζί τους. 9Εγώ, ο Κύριος
του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω: Θα κάνω να σωπάσουν στον τόπο αυτό οι
θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων·
κι εσείς θα επιζήσετε για να το δείτε.
10»Όταν θ’ αναγγείλεις
στο λαό όλα αυτά που σου λέω, εκείνοι θα σε ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος μας
απειλεί μ’ αυτό το μεγάλο κακό; Ποια είναι η ανομία μας και ποια αμαρτία κάναμε
απέναντι στον Κύριο, το Θεό μας;” 11Τότε θα τους απαντήσεις: “οι πρόγονοί σας
με αποστραφήκαν”, λέει ο Κύριος. “Ακολούθησαν άλλους θεούς, τους λάτρεψαν και
τους προσκύνησαν κι εμένα μ’ εγκατέλειψαν και δεν τήρησαν το νόμο μου. 12Αλλά
κι εσείς κάνατε ακόμα χειρότερα απ’ τους προγόνους σας, γιατί ακολουθήσατε
καθένας σας τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς του και δεν υπακούσατε σ’ εμένα.
13Γι’ αυτό κι εγώ θα σας διώξω απ’ αυτή τη χώρα και θα σας παραπετάξω σε μια
χώρα που δεν τη γνωρίσατε ποτέ ούτε εσείς ούτε οι πρόγονοί σας. Εκεί θα είστε
υποχρεωμένοι να λατρεύετε άλλους θεούς, μέρα και νύχτα· αλλά τότε δε θα σας
δείξω καμιά συμπόνια”».
Η μελλοντική επιστροφή
από την εξορία
14«Έρχονται μέρες», λέει
ο Κύριος,νβ «που δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες
από την Αίγυπτο”, 15αλλά θα λένε: “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους
Ισραηλίτες από τη χώρα του βορράνγ κι από τις άλλες χώρες όπου τους είχε
διασκορπίσει”. Πράγματι θα τους φέρω πάλι πίσω στη χώρα τους, που την είχα
δώσει στους προγόνους τους».
Η σύλληψη όλων των ενόχων
16«Θα στείλω πολλούς
ψαράδες», λέει ο Κύριος, «που θα συλλάβουν το λαό του Ιούδα. Έπειτα θα στείλω
πολλούς κυνηγούς, που θα τον καταδιώκουν πάνω σε κάθε βουνό και λόφο, και στις
σχισμές των βράχων. 17Βλέπω όλες του τις πράξεις· τίποτα δε μένει από μένα
κρυφό, ούτε μπορούν οι ανομίες τους να ξεφύγουν απ’ τη ματιά μου. 18Πρώτα απ’
όλα θ’ ανταποδώσω πλήρως και χωρίς κανένα συμβιβασμό την αμαρτία τους, γιατί μόλυναν
τη χώρα μου με τα νεκρά είδωλά τους και έστησαν αυτά τα βδελύγματα παντού».
Ο αληθινός Θεός τελικά
αναγνωρίζεται από όλους
19Κύριε, εσύ μου δίνεις
δύναμη, με προστατεύεις και σ’ εσένα καταφεύγω όταν θλίβομαι. Σ’ εσένα θα
’ρθουν οι λαοί από τα πέρατα της γης και θα πουν: «Βέβαια, οι θεοί που μας
κληροδότησαν οι πρόγονοί μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ψεύτικα, μάταια κι
άχρηστα είδωλα. 20Είναι δυνατόν κανείς να κατασκευάσει τους θεούς του; Αυτά τα
κατασκευάσματα δεν είναι θεοί».
21«Πράγματι», λέει ο Κύριος,
«αυτή τη φορά θα κάνω τους ανθρώπους να γνωρίσουν καλά τη μεγάλη μου δύναμη·
τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 17
Ο Κύριος καταγγέλλει την
αμαρτία του λαού του Ιούδα
1Ο Κύριος λέει: «Η
αμαρτία σου, λαέ του Ιούδα, είναι γραμμένη με γραφίδα σιδερένια, χαραγμένη με
διαμαντόπετρα πάνω στην πλάκα της καρδιάς σας και στα κέρατα των θυσιαστηρίων
σας. 2Ώστε και τα παιδιά σας να θυμούνται τα θυσιαστήριά σας, τις ιερές ξύλινες
στήλες σας κάτω από τα πράσινα δέντρα πάνω στους ψηλούς λόφους, 3στα όρη και
στις πεδιάδες. Κι εγώ θα δώσω τα πλούτη σας κι όλους τους θησαυρούς σας λάφυρο
στους εχθρούς σας. Αυτό θα είναι το τίμημα για τις αμαρτίες σας που έχετε
διαπράξει σ’ όλη την χώρα. 4Θα σας διώξω από την χώρα που σας την έδωσα
ιδιοκτησία σας. Θα σας υποδουλώσω στους εχθρούς σας, σε μια χώρα που δεν τη
γνωρίζετε, γιατί κάνατε το θυμό μου φωτιά που άναψε και καίει για πάντα».
Η ψεύτικη και η αληθινή
ασφάλεια
5Ο Κύριος λέει:
«Καταραμένος ο άνθρωπος
που σε άνθρωπο ελπίζει, που από μένα απομακρύνεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη
δύναμη. 6Θα είναι σαν το θάμνο στην έρημο: Μένει εκεί στα βράχια της ερήμου, σε
τόπο άγονονδ και ακατοίκητο· ποτέ του δε θα δει καλό. 7Ευλογημένος όμως είν’ ο
άνθρωπος που ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται. 8Θα είναι σαν το δέντρο το
φυτεμένο κοντά στα νερά· απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται
όταν έρχεται ο καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα· αδιαφορεί για τον
καιρό της ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί.
9»Ανεξερεύνητα είναι τα
βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να
τη γνωρίσει σε βάθος; 10Εγώ ο Κύριος εξερευνώ τα βάθη της καρδιάς, γνωρίζω τις
πιο μύχιες επιθυμίες του ανθρώπου, για ν’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τη
ζωή του και με τα έργα του.
11»Ο άνθρωπος που
κερδίζει πλούτη με αδικίες, μοιάζει με πέρδικα που ξένα αυγά κλωσάει κι ύστερα
την εγκαταλείπουν οι νεοσσοί. Έτσι τα πλούτη του θα τον αφήσουν στης ζωής του
τα μισά, και στα στερνά του θα αποδειχτεί ανόητος».
Ο Κύριος μόνη πηγή ζωής
12Δοξασμένος θρόνος, που
ανέκαθεν από τον κόσμο όλο υπερέχει, αυτός είν’ ο ναός μας! 13Εσύ, Κύριε, είσαι
η ελπίδα του Ισραήλ· όλοι όσοι σ’ εγκαταλείπουν θα ντροπιαστούν· θα
εξαφανιστούν σαν τα ονόματα που γράφονται στο χώμα, γιατί εγκατέλειψαν τον
Κύριο, την πηγή του νερού της ζωής.
Προσευχή του Ιερεμία
14Κύριε, δε θα γιατρευτώ,
αν εσύ δε με γιατρέψεις· δε θα σωθώ, αν εσύ δε με σώσεις· γιατί εσύ είσαι αυτός
που σε δοξολογώ. 15Οι άνθρωποι μου λένε: «Πού είναι οι απειλές του Κυρίου; Ας
πραγματοποιηθούν λοιπόν!»
16Εγώ, όμως, Κύριε δεν
αρνήθηκα ποτέ να κάνω ό,τι με πρόσταξες. Ποτέ μου δεν ευχήθηκα να ’ρθει η μέρα
της συμφοράς. Εσύ γνωρίζεις ακριβώς αυτά που έχω πει. 17Μη γίνεσαι, λοιπόν για
μένα αιτία τρόμου, εσύ που είσαι η προστασία μου τη μέρα της καταστροφής. 18Οι
διώκτες μου ας ντροπιαστούνε κι όχι εγώ· αυτούς ας πιάσει τρόμος κι όχι εμένα.
Πάνω τους ρίξε εσύ της συμφοράς τη μέρα, κατάστρεψέ τους εντελώς.
Η τήρηση του Σαββάτου
19Ο Κύριος με διέταξε να
πάω να σταθώ στην κύρια πύλη της πόλης,νε απ’ την οποία οι βασιλιάδες του Ιούδα
μπαινοβγαίνουν, καθώς και σ’ όλες τις άλλες πύλες της Ιερουσαλήμ, 20και να τους
πω: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου, βασιλιάδες και όλος ο λαός του Ιούδα και οι
κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που διαβαίνετε αυτές τις πύλες.
21»Ο Κύριος λέει: Αν
αγαπάτε τη ζωή σας, μη σηκώνετε φορτία και μην τα μεταφέρετε μέσα από τις πύλες
της Ιερουσαλήμ μέρα Σάββατο. 22Το Σάββατο μη βγάζετε φορτία από τα σπίτια σας
και μην κάνετε καμιά εργασία, αλλά να θεωρείτε άγια αυτή τη μέρα που ανήκει
αποκλειστικά σ’ εμένα, όπως έχω διατάξει τους προγόνους σας.νς 23Εκείνοι όμως
δεν άκουσαν ούτε έδωσαν καμιά σημασία· πείσμωσαν και δε με υπάκουσαν ούτε
δέχτηκαν συμβουλές.
24»Ακούστε με όμως εσείς!
Μην περνάτε κανένα φορτίο μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής το Σάββατο, και
γενικά μην κάνετε καμιά εργασία αυτή την ημέρα· να τη θεωρείτε άγια μέρα.
25Τότε θα μπουν μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής βασιλιάδες κι άρχοντες της
δυναστείας του Δαβίδ. Μαζί με το λαό του Ιούδα και τους κατοίκους της
Ιερουσαλήμ, θα είν’ ανεβασμένοι σε άμαξες κι άλογα, κι η Ιερουσαλήμ θα είναι
πάντα γεμάτη κατοίκους. 26Θα έρθουν άνθρωποι από τις πόλεις του Ιούδα και από
τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, απ’ την περιοχή της φυλής του Βενιαμίν, απ’ τα
λοφώδη μέρη, απ’ τα βουνά και τις νότιες περιοχές, και θα προσφέρουν
ολοκαυτώματα και θυσίες, αναίμακτες προσφορές, θυμιάματα κι ευχαριστήριες
θυσίες στο ναό του Κυρίου. 27Αλλά αν δεν με υπακούσετε και δε θεωρήσετε αγία τη
μέρα του Σαββάτου, αλλά σηκώνετε φορτία και τα μεταφέρετε το Σάββατο μέσα από
τις πύλες της Ιερουσαλήμ, τότε θ’ ανάψω φωτιά στις πύλες της πόλης, που θα
κατακάψει τα παλάτια της και κανείς δε θα μπορέσει να τη σβήσει».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 18
Ο Ιερεμίας στο σπίτι του
αγγειοπλάστη
1Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’
εμένα, τον Ιερεμία, και μου είπε: 2«Κατέβα αμέσως στο σπίτι του αγγειοπλάστη κι
εκεί θ’ ακούσεις τι έχω να σου πω». 3Κατέβηκα στο σπίτι του αγγειοπλάστη, κι
αυτός εργαζόταν στον τροχό. 4Χάλασε όμως το αγγείο που έφτιαχνε με τα χέρια
του, και τότε αυτός ξανάφτιαξε απ’ τον πηλό άλλο αγγείο και του έδωσε τη μορφή
που ήθελε ο ίδιος.
5Τότε ο Κύριος μου είπε:
6«Ισραηλίτες, δεν μπορώ τάχα να σας μεταχειριστώ όπως μεταχειρίζεται αυτός ο
αγγειοπλάστης τον πηλό με τα χέρια του; Έτσι είστε κι εσείς στα δικά μου χέρια.
7Κάποτε εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το ξεριζώσω, θα το ανασκάψω
και θα το καταστρέψω. 8Αν το έθνος εκείνο, που εναντίον του μίλησα, αφήσει την
κακία του, τότε θα αφήσω κι εγώ τις απειλές μου εναντίον του. 9Άλλοτε πάλι
εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το χτίσω και θα το φυτέψω. 10Αν το
έθνος εκείνο κάνει ό,τι εγώ θεωρώ κακό και δε με υπακούσει, τότε θα ανακαλέσω
το καλό που είχα σκεφτεί να του κάνω.
11»Πες λοιπόν τώρα εκ
μέρους μου στο λαό του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: “εγώ σχεδιάζω
μια συμφορά εναντίον σας και την προετοιμάζω. Επιστρέψτε, λοιπόν, ο καθένας σας
από τον κακό του δρόμο και διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τις πράξεις σας”.
12Αυτοί όμως θα απαντήσουν: “άσ’ τον να λέει! Εμείς θα κάνουμε το δικό μας· και
θα πεισμώνουμε όσο μας κάνει κέφι”».
Ο Ισραήλ λησμόνησε τον
Κύριό του
13Γι’ αυτό, ο Κύριος
λέει: «Ρωτήστε, λοιπόν, ανάμεσα στα έθνη ποιος άκουσε κάτι παρόμοιο. Ο λαός του
Ισραήλ έκανε απίστευτα και ανήκουστα πράγματα. 14Μπορεί να εξαφανιστεί το χιόνι
απ’ του Λιβάνου τις άγριες κι απόκρημνες κορυφές; Μπορούνε τα βαθιά ποτάμια να
στερέψουν, που φέρνουν από μακριά κρύα, τρεχούμενα νερά;νζ 15Κι όμως εμένα με
ξέχασε ο λαός μου. Θυμίαμα πρόσφεραν στα είδωλα, στους δρόμους τους σκοντάψαν·
ξεστράτισαν απ’ τα παλιά τα μονοπάτια και περπατήσανε σε δρόμους που δεν είχαν
χαραχθεί. 16Έτσι οδηγήσανε τη χώρα τους στην ερήμωση. Στη θέα τους οι
περαστικοί ανατριχιάζουν και το κεφάλι τους γυρίζουν με αποστροφή. 17Θα
διασκορπίσω το λαό μου μπρος στους εχθρούς, όπως σκορπίζει ο ανατολικός ο
άνεμος τη σκόνη. Την ημέρα της καταστροφής τους θα στρέψω σ’ αυτούς τα νώτα
μου, όχι το πρόσωπό μου».
Συνωμοσία εναντίον του
Ιερεμία - Προσευχή του προφήτη
18Είπανε κάποιοι: «Ελάτε
να σχεδιάσουμε κάτι εναντίον του Ιερεμία. Λέει ψέματα. Οι ιερείς δεν θα πάψουν
να διδάσκουν το νόμο, οι σοφοί να δίνουν συμβουλές, οι προφήτες να φανερώνουν
το λόγο του Θεού. Ελάτε να τον χτυπήσουμε με τα ίδια του τα λόγια· τίποτε απ’
όσα λέει να μην προσέξουμε».
19Πρόσεξέ με, Κύριε, και
άκουσε τι λένε αυτοί που με εχθρεύονται. 20Είναι σωστό να μου ανταποδοθεί κακό
αντί για καλό; Αυτοί όμως μου ’σκαψαν το λάκκο. Θυμήσου ότι στάθηκα μπροστά σου
και μίλησα εγώ για χάρη τους, για να σταματήσεις να είσαι θυμωμένος μαζί τους.
21Γι’ αυτό άσε τα παιδιά
τους να πεινάσουν και στείλε τους να σκοτωθούν στον πόλεμο· να μείνουν άτεκνες
και χήρες οι γυναίκες τους· οι γέροι τους από θανατικό ας πεθάνουν κι οι νέοι
τους στη μάχη να χαθούν. 22Ας ακουστούν κραυγές από τα σπίτια τους, όταν θα
φέρεις ξαφνικά εναντίον τους ένοπλες συμμορίες, γιατί σκάψανε λάκκο να με
πιάσουνε και στήσανε παγίδες για να μπλεχτούν τα πόδια μου.
23Αλλά εσύ, Κύριε,
γνωρίζεις όλα τους τα σχέδια για να με θανατώσουν. Μη συγχωρήσεις την ανομία
τους, μην πάψεις να θυμάσαι την αμαρτία τους. Ας καταρρεύσουν όλοι τους μπροστά
σου και πάρε εσύ εκδίκηση όταν θα είσαι οργισμένος.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 19
Η σπασμένη στάμνα
1Ο Κύριος μου είπε:
«Πήγαινε ν’ αγοράσεις μια πήλινη στάμνα. Πάρε μαζί σου μερικούς από τους
πρεσβυτέρους του λαού κι από τους ιερείς. 2Έπειτα πήγαινε μαζί τους στην
κοιλάδα Εννόμ, έξω απ’ των Συντριμμιών την πύλη κι εκεί ανάγγειλε το μήνυμα που
θα σου πω.νη
3»Θα τους πεις: “το λόγο
ακούστε του Κυρίου, οι βασιλιάδες του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Λέει
ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: Θα προξενήσω τέτοιες συμφορές σ’
αυτόν τον τόπο, ώστε όποιος τ’ ακούει να του έρχεται ζάλη. 4Έπειδή με
εγκατέλειψαν και μόλυναν τον τόπο αυτό και πρόσφεραν θυμίαμα εδώ σε ξένους
θεούς, που δεν τους γνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους ούτε του Ιούδα οι
βασιλιάδες, και γέμισαν τον τόπο αυτό με αίμα αθώων ανθρώπων. 5Στο Βάαλ
καθιέρωσαν τόπους λατρευτικούς, να του προσφέρουν τα παιδιά τους ολοκαύτωμα,
πράγμα που ποτέ μου δεν τους διέταξα ούτε που σκέφτηκα να τους το ζητήσω. 6Για
τούτο έρχονται μέρες, που αυτός εδώ ο τόπος δε θα ονομάζεται πια Τοφέθ ούτε
κοιλάδα Εννόμ, αλλά Σφαγής πεδιάδα.νθ 7Θα ματαιώσω εδώ τα σχέδια των κατοίκων
του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ· θα τους κάνω να πέσουν από το ξίφος των ανελέητων
εχθρών και τα πτώματά τους θα τα δώσω τροφή στους γύπες και στις ύαινες. 8Θα
ερημώσω αυτή την πόλη και στη θέα της θ’ ανατριχιάζουν οι περαστικοί και θα
φεύγουνε με αποστροφή μπροστά στις συμφορές της. 9Οι ανελέητοι εχθροί τους θα
τους πολιορκήσουν και τον κλοιό θα σφίξουν τόσο πολύ, που ο ένας θα τρώει τον
άλλο· θα φάνε ακόμα και τις σάρκες των ίδιων των παιδιών τους”.
10»Τότε, εσύ Ιερεμία, θα
σπάσεις τη στάμνα μπροστά στους άντρες που θα σε ακολουθούν. 11Και θα τους πεις
ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “όπως σπάζει κανείς την πήλινη στάμνα του
αγγειοπλάστη και δεν είναι πια δυνατόν να επιδιορθωθεί, έτσι θα συντρίψω κι εγώ
αυτόν το λαό κι αυτή την πόλη. Και θα τους θάβουνε ακόμα και στην Τοφέθ, γιατί
δε θα υπάρχει αλλού τόπος για την ταφή τους. 12Θα κάνω να υποστεί η πόλη αυτή
και οι κάτοικοί της τα ίδια που γίναν’ στην Τοφέθ. 13Όλα τα σπίτια της
Ιερουσαλήμ και τα παλάτια των βασιλιάδων του Ιούδα, που στις στέγες τους
πρόσφεραν θυμίαμα στ’ αστέρια του ουρανού και έκαναν σπονδές σε θεούς ξένους,
θα μολυνθούν από τα πτώματα όπως η Τοφέθ”».
Ο Ιερεμίας στη φυλακή
14Όταν επέστρεψε ο
Ιερεμίας από την Τοφέθ, όπου ο Κύριος τον είχε στείλει να προφητέψει, στάθηκε
στην αυλή του ναού του Κυρίου και είπε σ’ όλο το λαό: 15«Ο Κύριος του
σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα φέρω στην πόλη ετούτη και στα περίχωρά
της όλα τα δεινά που ανάγγειλα εναντίον της, γιατί δείξαν’ ισχυρογνωμοσύνη και
δεν υπάκουσαν στα λόγια μου”».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 20
1Ο ιερέας Πασχούρ, γιος
του Ιμρί και επόπτης του ναού του Κυρίου, άκουσε τον Ιερεμία να προφητεύει με
τα παραπάνω λόγια. 2Τότε διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και να τον βάλουν
στην ξυλοπέδη, που βρισκόταν στην άνω πύλη του Βενιαμίν, κοντά στο ναό του
Κυρίου. 3Την άλλη μέρα έβγαλε ο Πασχούρ τον Ιερεμία από την ξυλοπέδη και αυτός
του είπε: «Ο Κύριος δεν θα σε ονομάζει πια “Πασχούρ” αλλά “Μαγόρ-Μισσαβίβ”
(Τρόμος από Παντού).ξ 4Ο Κύριος λέει: “θα προξενήσω σ’ εσένα και σ’ όλους τους
φίλους σου τρόμο. Θα θανατωθούν μπροστά στα μάτια σου από τα ξίφη των εχθρών
τους. Θα παραδώσω όλους τους κατοίκους του Ιούδα στα χέρια του βασιλιά της
Βαβυλώνας και θα τους οδηγήσει αιχμαλώτους στη χώρα του ή θα τους θανατώσει.
5Θα δώσω όλο τον πλούτο αυτής της πόλης, τις περιουσίες των κατοίκων της, τα
πολύτιμα αντικείμενά της κι όλους τους θησαυρούς των βασιλιάδων του Ιούδα στα
χέρια των εχθρών τους· αυτοί θα τους λεηλατήσουν και θα τους μεταφέρουν
αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα. 6Κι εσύ, Πασχούρ, και όλη η οικογένειά σου θα πάτε
στην αιχμαλωσία, στη Βαβυλώνα, κι εκεί θα πεθάνεις και θα ταφείς εσύ και όλοι
οι φίλοι σου, στους οποίους προφήτεψες ψέματα”».
Ο Ιερεμίας παραπονιέται
στο Θεό
7Με δελέασες Κύριε, και
σου παραδόθηκα. Με άρπαξες με δύναμη και βγήκες νικητής. Εμένα έχουν στόχο
πάντα οι χλευασμοί τους. Όλοι με ειρωνεύονται. 8Κάθε φορά που εξαγγέλλω του
Κυρίου το λόγο, θα πρέπει να φωνάζω «βία! αρπαγή!» Γι’ αυτό με κοροϊδεύουν και
με περιφρονούν αδιάκοπα. 9Αλλά όταν λέω μέσα μου: «Ας ξεχάσω τον Κύριο· ας μην
ξαναμιλήσω εξ ονόματός του», τότε ο λόγος σου στην καρδιά μου γίνεται φωτιά,
που καίει βαθιά στα κόκαλά μου. Απόκαμα να τον συγκρατώ –δεν αντέχω πια.
10Άκουσα πολλούς να ψιθυρίζουν: «Ο Τρόμος από Παντού.ξα Πάμε να τον
καταγγείλουμε στις αρχές!» Όλοι οι φίλοι μου παραφύλαγαν να βρουν το αδύνατο
σημείο μου κι έλεγαν: «Κάτι απερίσκεπτο θα πει· και τότε θα τον παγιδέψουμε και
θα τον εκδικηθούμε».
11Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι
στο πλευρό μου ωσάν γενναίος πολεμιστής. Για τούτο κι όσοι με καταδιώκουν θ’
αποτύχουν· δε θα μπορέσουν να με νικήσουν. Θα καταντροπιαστούν που απέτυχαν τα
σχεδιά τους, κι αυτή η ντροπή τους θα κρατήσει αιώνια· δε θα λησμονηθεί ποτέ.
12Εσύ, Κύριε του σύμπαντος, που διακρίνεις ποιοι σου είναι πιστοί και γνωρίζεις
τις επιθυμίες τους και τις σκέψεις τους, κάνε να δω την εκδίκησή σου που θα
’ρθει πάνω τους, γιατί σ’ εσένα ανέθεσα την υπόθεσή μου. 13Ψάλτε στον Κύριο!
Τον Κύριο δοξολογήστε, γιατί απ’ τα χέρια των κακών ανθρώπων γλίτωσε τον φτωχό.
14Καταραμένη η μέρα που
γεννήθηκα! Ας ήταν να χαθεί η μέρα που η μάνα μου μ’ έφερε στη ζωή. Ας πάψει να
’ναι ευλογημένη. 15Καταραμένος να ’ναι ο άνθρωπος που έφερε στον πατέρα μου τα
συχαρίκια και του είπε: «απόχτησες παιδί και είναι αγόρι!» και του ’δωσε πολλή
χαρά. 16Ας γίνει ο άνθρωπος αυτός καθώς οι πόλεις που ο Κύριος τις κατέστρεψε
αμετάκλητα. Ας φτάνουνε στ’ αυτιά του οιμωγές πόνου το πρωί, κραυγές μάχης το
μεσημέρι. 17Γιατί να μην πεθάνω μες στην κοιλιά της μάνας μου; Γιατί δεν έγινε
αυτή για μένα τάφος, να με βαστάξει μέσα της παντοτινά; 18Γιατί να βγω απ’ την
κοιλιά της μάνας μου; Να βλέπω λύπες και ταλαιπωρίες και να τελειώσω τη ζωή μου
στην ντροπή;
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 21
Απάντηση στο βασιλιά
Σεδεκία
1Ο βασιλιάς Σεδεκίας
έστειλε στον Ιερεμία τον Πασχούρ, γιο του Μελχία, και τον ιερέα Σοφονία, γιο
του Μαασεΐα, με την ακόλουθη παράκληση:ξβ 2«Ιερεμία, ρώτησε σε παρακαλούμε τον
Κύριο για μας, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ άρχισε πόλεμο
εναντίον μας.ξγ Ίσως ο Κύριος κάνει για χάρη μας κάποιο του θαύμα και τον
αναγκάσει να φύγει από ’δω».
3Αλλά ο Ιερεμίας πήρε
εντολή από τον Κύριο να διαβιβάσει στο Σεδεκία μέσω της αντιπροσωπείας του τα
εξής: 4«Λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “ο βασιλιάς της Βαβυλώνας σάς
πολιορκεί με το στρατό του κι οι πολεμιστές σας υπερασπίζονται την πόλη
πολεμώντας κιόλας έξω από τα τείχη. Εγώ όμως θα αναγκάσω τους υπερασπιστές σας
να υποχωρήσουν μέσα στην πόλη. 5Θα πολεμήσω εναντίον σας οργισμένος κι αγανακτισμένος,
με αποφασιστικότητα και δύναμη. 6Θα θανατώσω τους κατοίκους αυτής της πόλης·
άνθρωποι και ζώα θα πεθάνουν από πανώλη. 7Μετά θα παραδώσω το βασιλιά του Ιούδα
Σεδεκία, τους αξιωματούχους του και το λαό της πόλης –όσους θα έχουν επιζήσει
απ’ την πανώλη, από τον πόλεμο και την πείνα– στα χέρια του βασιλιά της
Βαβυλώνας, του Ναβουχοδονόσορ και στα χέρια των εχθρών τους, που ζητούν να τους
σκοτώσουν. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Κι ο Ναβουχοδονόσορ, σκληρός και άσπλαχνος, θα
τους κατασφάξει χωρίς έλεος”».
8Μετά ο Κύριος έδωσε
εντολή στον Ιερεμία να πει στο λαό: «Λέει ο Κύριος: “σας έδωσα τη δυνατότητα να
διαλέξετε ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο: 9Όποιος παραμείνει σ’ αυτή την πόλη
θα σκοτωθεί στον πόλεμο από τα ξίφη των εχθρών ή θα πεθάνει από την πείνα κι
από το θανατικό. Αλλά όποιος βγει και παραδοθεί στους Βαβυλώνιους που σας
πολιορκούν, θα σώσει τουλάχιστο τη ζωή του. 10Αποφάσισα να κάνω κακό σ’ αυτή
την πόλη· όχι καλό. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Θα την παραδώσω στα χέρια του βασιλιά
της Βαβυλώνας και θα την κάνει στάχτη”».
Μηνύματα για τη βασιλική
οικογένεια
11Ο Ιερεμίας έλαβε την
εντολή να πει στη βασιλική οικογένεια του Ιούδα:ξδ
«Ακούστε το λόγο του
Κυρίου, 12εσείς οι απόγονοι του Δαβίδ: “αρχίστε την ημέρα σας αποδίδοντας
δικαιοσύνη”,ξε λέει ο Κύριος. “Γλιτώστε τον απογυμνωμένο από τον καταπιεστή
του! Αλλιώς, θα ξεσπάσει εναντίον σας ο θυμός μου σαν φωτιά και θα σας κάψει,
εξαιτίας των κακών σας έργων· και κανείς δε θα μπορεί να σβήσει αυτή τη φωτιά.
13”Προσέξτε εσείς εκεί
κάτω, εσείς που κατοικείτε στο πλάτωμα του βράχου! Εγώ τώρα έρχομαι εναντίον
σας. Σ’ εσάς που ισχυρίζεστε ότι εχθρός κανείς δε θα σας επιτεθεί και δε θα
μπει στα σπίτια σας! 14Εγώ ο ίδιος θα σας επιτεθώ για να σας τιμωρήσω για τα
έργα σας. Φωτιά θα βάλω στις κολόνες σας τις κέδρινες, μέσα στ’ ανάκτορά σας,
και θα τα καταστρέψω όλα τριγύρω”».ξς
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 22
1Ο Κύριος μου είπε:
«Κατέβα στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα και πες του αυτά τα λόγια: 2“ακούστε
το λόγο του Κυρίου, εσύ βασιλιά, που κάθεσαι στο θρόνο του Δαβίδ, οι
αξιωματούχοι σου και οι άνθρωποί σου, που μπαινοβγαίνουν από τις πύλες του
ανακτόρου σου. 3Κάντε το σωστό και το δίκαιο”, λέει ο Κύριος, “και γλιτώστε
κάθε απογυμνωμένον από τον καταπιεστή του. Μην αδικείτε και μην καταπιέζετε
τους ξένους, τα ορφανά και τις χήρες και μη φονεύετε αθώους ανθρώπους σ’ αυτό
τον τόπο. 4Μόνο αν κάνετε αυτά που σας λέω, τότε οι απόγονοι του Δαβίδ θα
συνεχίσουν να κάθονται στο θρόνο του και θα διαβαίνουν τις πύλες αυτού του
παλατιού καβάλα σε άμαξες και άλογα αυτοί, οι αξιωματούχοι τους και ο λαός τους.
5Αλλά αν δεν υπακούσετε σ’ αυτές τις εντολές μου, ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι
το παλάτι αυτό θα ερειπωθεί. Εγώ το λέω, ο Κύριος”».
6Λέει ο Κύριος για το
παλάτι του βασιλιά του Ιούδα: «Είσαι για μένα όμορφο σαν τη Γαλαάδ, σαν του
Λιβάνου την κορφή. Παρ’ όλα αυτά θα σε μετατρέψω σε σωρό ερείπια, όπου κανείς
δεν θα μπορεί να κατοικήσει. 7Θα στείλω εναντίον σου ανθρώπους να σε
καταστρέψουν. Αυτοί θα κόψουν με τα τσεκούρια τους τις όμορφες κέδρινες κολόνες
σου και θα τις ρίξουν στη φωτιά.
8»Πολλά έθνη θα περάσουν
μέσ’ από ’δω και θα λένε αναμεταξύ τους: “γιατί ο Κύριος έκανε τέτοια
καταστροφή σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη;” 9Και η απάντηση θα είναι: “γιατί οι
κάτοικοί της αθέτησαν τη διαθήκη του Κυρίου του Θεού τους· προσκύνησαν ξένους
θεούς και τους λάτρεψαν”».
Για τον Σαλλούμ διάδοχο
του Ιωσία
10Κάτοικοι του Ιούδα, μην
κλαίτε το βασιλιά Ιωσία που πέθανε, μην τον θρηνείτε! Κλάψτε πικρά το βασιλιά
Ιωάχαζ, που οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία και πια δε θα επιστρέψει, δε θα ξαναδεί
την πατρίδα του.
11Λέει ο Κύριος για το
Σαλλούμ,ξζ το βασιλιά του Ιούδα, που βασίλεψε στη θέση του πατέρα του και που
απομακρύνθηκε απ’ αυτό τον τόπο: «Ο Σαλλούμ δεν θα ξαναγυρίσει εδώ! 12Θα
πεθάνει στον τόπο όπου οδηγήθηκε αιχμάλωτος και δε θα ξαναδεί αυτή τη χώρα».
Επιπλήξεις στο βασιλιά
Ιωακίμ
13Αλίμονο σ’ αυτόν που
χτίζει το παλάτι του με αδικίες και προσθέτει σ’ αυτό ορόφους με ατιμίες· που
εκμεταλλεύεται τη δουλειά των εργατών του και δεν τους πληρώνει το μισθό τους
για τον κόπο τους. 14«Θα χτίσω», λέει, «για τον εαυτό μου μεγάλο παλάτι με
ευρύχωρα ανώγεια δωμάτια».
Ανοίγει, λοιπόν, παράθυρα
και το επενδύει με ξύλο κέδρου και το βάφει με κόκκινο χρώμα. 15Μήπως θα γίνεις
καλύτερος βασιλιάς από τους άλλους χτίζοντας παλάτι επενδυμένο με κέδρο; Ο
πατέρας σου δεν έτρωγε και δεν έπινε πλούσια; Απέδιδε όμως κρίση και δικαιοσύνη
και όλα του πήγαιναν καλά. 16Απέδιδε δικαιοσύνη στον αδύναμο και στον φτωχό και
όλα τού πήγαιναν καλά. Αυτό ήταν απόδειξη ότι γνώριζε εμένα, τον Κύριο. 17Αλλά
τα δικά σου μάτια και η καρδιά βλέπουν μόνο το συμφέρον σου και δεν
ενδιαφέρεσαι παρά μόνο για να φονεύεις αθώους και να καταπιέζεις σκληρά τους
ανθρώπους σου.
18Γι’ αυτό ο Κύριος λέει
για τον Ιωακίμ, γιο του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα: «Κανένας δε θα τον
θρηνήσει και δε θα πει στον άλλο, “αλίμονο αδερφέ μου” ή “αλίμονο αδερφή μου”.
Δε θα τον κλάψουν λέγοντας, “αλίμονο άρχοντά μας! Αλίμονο βασιλιά μας!” 19Θα
τον θάψουν όπως τα υποζύγια, αφού τον σύρουν και τον ρίξουν πέρα από τις πύλες
της Ιερουσαλήμ».
Όνειδος και ατίμωση για
την Ιερουσαλήμ
20Ο Κύριος λέει:
«Κάτοικοι της Ιερουσαλήμ ανεβείτε στο Λίβανο και φωνάξτε! Θρηνήστε στην πεδιάδα
της Βασάν, φωνάξτε δυνατά από τα βουνά Αβαρίμ, γιατί νικήθηκαν όλοι οι σύμμαχοί
σας.ξη 21Σας μίλησα όταν ευημερούσατε, αλλά είπατε, “άσε μας ήσυχους!” Αυτή
ήταν η συμπεριφορά σας, από τα νιάτα σας· ποτέ δεν υπακούσατε σ’ εμένα. 22Τους
άρχοντές σας θα τους πάρει ο άνεμος· οι σύμμαχοί σας θα αιχμαλωτιστούν. Τότε θα
ντροπιαστείτε και θα εξευτελιστείτε για όλες τις αδικίες που έχετε διαπράξει.
23Κατοικείτε στο “Λίβανο”ξθ και φτιάχνετε τη φωλιά σας στα κέδρινα παλάτια.
Πόσο θα βογκήξετε όταν σας βρουν οι πόνοι σαν τις ωδίνες της γυναίκας που
γεννάει!»
Για τον Ιωαχίν γιο του
Ιωακίμ
24Ο Ιερεμίας, με εντολή
του Κυρίου, γνωστοποίησε το ακόλουθο μήνυμα στο βασιλιά του Ιούδα Ιωαχίν,ο γιο
του Ιωακίμ: «Ακόμη κι αν ήσουν σφραγιδόλιθος στο δεξί μου χέρι, ορκίζομαι στον
εαυτό μου πως θα σ’ έβγαζα και θα σε πετούσα, λέει ο Κύριος. 25Θα σε παραδώσω
σ’ εκείνους που ζητούν να σε σκοτώσουν και τους φοβάσαι· στα χέρια του
Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, και των στρατευμάτων του. 26Εσένα και τη
μάνα που σε γέννησε θα σας παραπετάξω μακριά σε ξένη χώρα, σε άλλη γη από
κείνην όπου γεννηθήκατε, και θα πεθάνετε εκεί. 27Θα λαχταράτε να ξανάρθετε πίσω
σ’ αυτή τη χώρα, αλλά δε θα γυρίσετε ποτέ».
28Τόσο άχρηστος λοιπόν
έγινε αυτός ο άνθρωπος, ο Ιωαχίν; Μοιάζει με σπασμένο δοχείο, παραπεταμένο, ένα
σκεύος που κανένας δεν το θέλει πια! Γιατί εκπατρίστηκε αυτός και τα παιδιά
του, διωγμένοι σε μια χώρα που τους είναι άγνωστη;
29Αχ εσύ, χώρα μου, χώρα
μου, άκου το λόγο του Κυρίου: 30«Σημείωσε πλάι στο όνομα αυτού του ανθρώπου,
στον κατάλογο των βασιλιάδων, τη φράση “Άτεκνος - Αποτυχημένος σ’ όλη του τη
ζωή”. Γιατί κανείς από τους απογόνους του δε θα κατορθώσει να καθίσει στο θρόνο
του Δαβίδ και να ασκήσει την εξουσία στο βασίλειο του Ιούδα».οα
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 23
Οι κακοί ποιμένες και ο
δίκαιος βασιλιάς
1«Αλίμονο στους άρχοντες,
του λαού μου!» λέει ο Κύριος. «Ποιμένες που καταστρέφουν και διασκορπίζουν τα
κοπάδια μου». 2Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει για τους άρχοντες που
κυβερνούν το λαό του: «Εσείς διασκορπίσατε το κοπάδι μου, το παραπλανήσατε, δεν
το φροντίσατε. Τώρα κι εγώ θα σας τιμωρήσω για τις κακές σας πράξεις.
3»Εγώ ο ίδιος θα
συγκεντρώσω τα υπόλοιπα πρόβατά μου από τις χώρες όπου τα διασκόρπισα και θα τα
φέρω πάλι στα βοσκοτόπια τους, θ’ αποκτήσουν πολλά παιδιά και θα πληθύνουν. 4Θα
ορίσω σ’ αυτά ποιμένες να τα κατευθύνουνε· αυτοί θα τα φροντίζουν και χάρη σ’
αυτούς τα πρόβατα δε θα φοβούνται ούτε θα τρομάζουν· κανένα τους δε θα χαθεί ξανά»,
λέει ο Κύριος.
5«Έρχεται η μέρα», λέει ο
Κύριος, «που θ’ αναδείξω βασιλιά ένα γνήσιο βλαστό του Δαβίδ. Αυτός θα
βασιλέψει μ’ επιτυχία· θα κρίνει δίκαια στη χώρα, γιατί ο ίδιος θα υπακούει στο
νόμο του Θεού. 6Στις μέρες του, θα ελευθερωθούν απ’ τους εχθρούς τους οι
κάτοικοι του Ιούδα και θα ζήσουν με ασφάλεια οι κάτοικοι του βασιλείου του
Ισραήλ. Το όνομα που θα του δοθεί θα ’ναι “ο Κύριος είναι η δικαίωσή μας”.οβ
7»Γι’ αυτό έρχονται
μέρες», λέει ο Κύριος, «που όταν ορκίζονται δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό,
που έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”, 8αλλά θα λένε “μα τον αληθινό Θεό,
που έβγαλε τους απογόνους του Ισραήλ από τη χώρα του βορρά” και από τις άλλες
χώρες που τους είχα διασκορπίσει. Τότε θα τους έχω φέρει να κατοικήσουν στη
χώρα τους».
Ανάξιοι προφήτες
9Λόγοι σχετικοί με τους
προφήτες.ογ
Η καρδιά μου σπαράζει κι
όλο μου το σώμα τρέμει. Είμαι σαν μεθυσμένος, ωσάν αναίσθητος απ’ το κρασί, απ’
όσα ο Κύριος, ο Άγιος Θεός μού είπε:
10«Η χώρα γέμισε
μοιχούς.οδ Όλοι φέρνονται πονηρά κι είναι στην αδικία ασυναγώνιστοι. Πενθεί η
χώρα για την κατάρα του Κυρίου, τα βοσκοτόπια της στέπας ξεράθηκαν. 11Οι
προφήτες και οι ιερείς είναι διεφθαρμένοι· τους έπιασα να ασεβούν και μέσα
ακόμη στο ναό μου», λέει ο Κύριος. 12«Γι’ αυτό θα γλιστρούν και θα πέφτουν στο
δρόμο τους. Ο ένας θα παρασύρει τον άλλον στο σκοτάδι και τελικά όλοι μαζί θα
γκρεμιστούν. Συμφορά θα φέρω εναντίον τους το χρόνο της τιμωρίας τους. Εγώ το
λέω, ο Κύριος».
Προφήτες χειρότεροι απ’
αυτούς της Σαμάρειας
13«Είδα τα όσα βδελυρά
έκαναν οι προφήτες της Σαμάρειας», λέει ο Κύριος: Προφήτευαν στο όνομα του Βάαλ
και παραπλανούσαν το λαό μου τον Ισραήλ. 14Τώρα όμως βλέπω και τα όσα τερατώδη
κάνουν οι προφήτες της Ιερουσαλήμ: Μοιχεύουν και ψεύδονται· ενθαρρύνουν τους
ασυνείδητους να κάνουν το κακό και κανένας τους δεν σκέφτεται ν’ αλλάξει. Όλοι
αυτοί οι προφήτες είναι για μένα σαν τους κατοίκους των Σοδόμων και οι κάτοικοι
της Ιερουσαλήμ σαν τους κατοίκους των Γομόρρων. 15Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του
σύμπαντος, λέω για τους προφήτες της Ιερουσαλήμ: «Θα τους δώσω πικρά χόρτα να
φάνε και δηλητήριο να πιουν, γιατί έγιναν εστία μολύνσεως για ολόκληρη τη
χώρα».
Προφήτες που ψεύδονται
16Λέει ο Κύριος του
σύμπαντος: «Μην ακούτε τα λόγια των προφητών που σας γεμίζουν με ψεύτικες
ελπίδες! Σας μιλάνε για οράματα που βγαίνουν από το μυαλό τους και όχι από το
στόμα μου. 17Λένε διαρκώς σ’ αυτούς που με περιφρονούν: “ο Κύριος είπε πως θα
πάνε όλα καλά για σας”, ακόμα λένε και σ’ εκείνους που ακολουθούν τις πονηρές
επιθυμίες τους πως δε θα τους βρει κακό. 18Κανείς τους δεν συσκέφθηκε ποτέ μαζί
μου ούτε με είδε ούτε άκουσε τα σχέδιά μου. Κανείς δεν πρόσεξε και δεν κατάλαβε
τα λόγια μου!»
19Η οργή του Κυρίου σαν
ορμητικός ανεμοστρόβιλος ξέσπασε πάνω στα κεφάλια των ασεβών. 20Δε θα
σταματήσει ωσότου εκπληρώσει αυτό που σκέφτεται ο Κύριος να κάνει. Στις μέρες
που έρχονται θα το καταλάβετε καλά.
21«Δεν τους έστειλα εγώ
αυτούς τους προφήτες», λέει ο Κύριος, «όμως αυτοί έτρεξαν να πάνε. Δεν τους
μίλησα, όμως αυτοί κηρύττουν εξ ονόματός μου. 22Αν πράγματι είχαν συσκεφθεί μαζί
μου, τότε θα μπορούσαν να κηρύξουν στο λαό μου τα λόγια μου και να τους
αποτρέψουν από την κακή ζωή που ζουν κι από τα πονηρά τους έργα. 23Νομίζετε πως
είμαι Θεός που βρίσκομαι κοντά σας;» λέει ο Κύριος. «Όχι! Είμαι Θεός που
βρίσκομαι μακριά σας.οε 24Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί κάπου τόσο καλά, που να
μην τον βρίσκω. Δεν υπάρχει τόπος στον ουρανό ούτε στη γη που να μην είμαι
εκεί».
Το άχυρο και το σιτάρι
25Λέει ο Κύριος: «Άκουσα
τις ανοησίες των προφητών που ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ ονόματός μου. “Είδα
όνειρο, είδα όνειρο!”ος λένε. Είναι όμως ψέματα. 26Ως πότε αυτοί οι προφήτες θα
παραπλανούν το λαό μου με ψέματα και θα διαδίδουν τις φαντασιώσεις τους; 27Αυτοί
που καυχώνται ο ένας στον άλλο για τα όνειρά τους, επιδιώκουν να λησμονήσει ο
λαός μου ποιος είμαι· όπως με λησμόνησαν οι πρόγονοί τους και στράφηκαν στο
Βάαλ.
28»Ο προφήτης που έχει
δει ένα όνειρο ας το διηγηθεί», λέει ο Κύριος. «Κι αυτός που άκουσε το λόγο μου
ας τον διακηρύξει πιστά. Θα φανεί πού είναι το άχυρο και πού είναι το σιτάρι!
29Το δίχως άλλο, ο λόγος μου είναι σαν τη φωτιά, σαν το σφυρί που σπάει το
βράχο.
30»Γι’ αυτό εγώ είμαι
εναντίον των προφητών εκείνων, που κλέβουν το μήνυμα ο ένας απ’ τον άλλον και
ισχυρίζονται ότι το έχουν πάρει από μένα. 31Είμαι εναντίον των προφητών
εκείνων, που παρουσιάζουν τα δικά τους λόγια για δικά μου. 32Είμαι εναντίον των
προφητών που λέν’ για προφητείες τα όνειρά τους, τα διηγούνται και παραπλανούν
το λαό μου με τα χονδροειδή ψεύδη τους. Εγώ δεν τους έδωσα καμιά αποστολή ούτε
καμιά εντολή. Θα βλάψουν το λαό αυτό», λέει ο Κύριος.
Το «φορτίο» του Κυρίου
33Ο Κύριος μου είπε: «Αν
κάποιος από το λαό αυτό ή ένας προφήτης ή ένας ιερέας σε ρωτήσουν, “τι βάρος θα
μας φορτώσει πάλι ο Κύριος;” να τους πεις: “εσείς είστε που γίνατε για μένα
βάρος”, λέει ο Κύριος. “Γι’ αυτό κι εγώ θα σας πετάξω από πάνω μου”. 34Αν
κάποιος από το λαό ή ένας προφήτης ή ένας ιερέας τολμήσει να πει, “τι βάρος
έβαλε πάνω μας ο Κύριος!” θα τον τιμωρήσω αυτόν και όλη του την οικογένεια».
35Αντί γι’ αυτό, πρέπει
τούτο ο ένας τον άλλο να ρωτάτε: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «τι είπε ο Κύριος;»
36Δε θα ξαναρωτήσετε πια, «τι βάρος έβαλε ο Κύριος πάνω μας». Αυτός που θα
ρωτήσει, θα βάλει βάρος πάνω στον εαυτό του, γιατί διαστρέψατε τους λόγους του
αληθινού Θεού, του Κυρίου του σύμπαντος, του Θεού μας. 37Εκείνο που πρέπει
κανείς να ρωτάει τον προφήτη είναι: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «Τι είπε ο
Κύριος;» 38Αν όμως αρχίστε να ξαναρωτάτε: «Τι βάρος θα βάλει πάλι πάνω μας ο
Κύριος;» τότε κι εκείνος λέει: «Επειδή δεν υπακούσατε στην προειδοποίησή μου,
39εγώ θα σας αποτινάξω από πάνω μου σαν αβάσταχτο βάρος και θα σας διώξω από
κοντά μου εσάς και την πόλη που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας. 40Θα
φέρω πάνω σας ντροπή και καταισχύνη αιώνια, που δε θα την ξεχάσετε ποτέ».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 24
Τα δύο καλάθια με τα σύκα
1Ο Κύριος μου έδειξε δύο
καλάθια με σύκα, που ήταν τοποθετημένα μπροστά στο ναό του. Αυτό συνέβη μετά
που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε αιχμαλωτίσει το βασιλιά του
Ιούδα Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ και μαζί του τους αξιωματούχους του βασιλείου,
τους σιδηρουργούς και τους κατασκευαστές οχυρωματικών έργων. Από την Ιερουσαλήμ
τους είχε μεταφέρει στη Βαβυλώνα.
2Το ένα καλάθι είχε μέσα
πολύ καλά, πρώιμα σύκα, ενώ το άλλο είχε μέσα χαλασμένα σύκα, που δεν
τρώγονταν.
3Τότε ο Κύριος με ρώτησε:
«Τί βλέπεις, Ιερεμία;» «Σύκα», απάντησα. «Ετούτα εδώ είναι εξαιρετικά, αλλά
εκείνα είναι πολύ χαλασμένα· δεν τρώγονται».
4-5Τότε ο Κύριος, ο Θεός
του Ισραήλ, μού είπε: «Όπως βλέπει κανείς με ευχαρίστηση τα καλά σύκα, έτσι κι
εγώ θα δω με συμπάθεια τους αιχμαλώτους του βασιλείου του Ιούδα, που τους
έστειλα από τον τόπο αυτό στη Βαβυλώνα. 6Θα τους δείξω την εύνοιά μου και θα
τους ξαναφέρω σ’ αυτή τη χώρα. Θα ξαναχτίσω και δε θα γκρεμίσω πια· θα
ξαναφυτέψω και δε θα ξεριζώσω πια. 7Θα τους βοηθήσω να καταλάβουν ότι εγώ είμαι
ο Κύριος. Θα επιστρέψουν σ’ εμένα μ’ όλη τους την καρδιά και τότε αυτοί θα
είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους.
8»Όμως το βασιλιά του
Ιούδα Σεδεκία, τους αξιωματούχους του και τους υπόλοιπους κατοίκους της
Ιερουσαλήμ, είτε έμειναν στη χώρα είτε κατέφυγαν στην Αίγυπτο, θα τους
μεταχειριστώ όπως τα χαλασμένα σύκα που δεν τρώγονται. 9Θα τους διασκορπίσω
παντού σε όλα τα βασίλεια της γης. Εκεί θα τους κακοποιήσουν, θα τους
εξευτελίσουν και θα τους χλευάζουν. Θα τους λοιδορούν και θα τους καταριούνται
σ’ όλους τους τόπους όπου θα τους έχω διώξει”. 10Θα τους στείλω πόλεμο, πείνα
κι ασθένειες, ωσότου εξαφανιστούν από τη χώρα που έδωσα σ’ αυτούς και στους προγόνους
τους».
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα
Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου