Το βιβλίο “Θρήνοι” οφείλει τον τίτλο του στο
περιεχόμενό του, που συνιστά μια ουλλογή θρηνωδών ασμάτων για την καταστροφή
της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους. Στο εβραϊκό πρωτότυπο το βιβλίο
επιγράφεται “Εϊχάχ” (= Ω, πώς!) από την πρώτη λέξη των ασμάτων.
Στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο')
το έργο κατατάσσεται στα “Προφητικά Βιβλία" της Παλαιός Διαθήκης, επειδή
ερμηνεύει την καταστροφή της Ιερουσαλήμ με βάση την προφητική διδασκαλία
(Ιερεμίας) ως συνέπεια της αποστασίας του λαού από το Θεό. Στην Εβραϊκή Βίβλο
το έργο κατατάσσεται στην τρίτη ομάδα βιβλίων, τα “Αγιόγραφα”.
Στο βιβλίο περιέχονται πέντε θρηνώδη άσματα,
στα οποία περιγράφεται η οικτρή κατάσταση που δημιουργήθηκε στη χώρα και στην
Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή κατάκτηση. Ο ποιητής διερωτάται για το λόγο
αυτής της απερίγραπτης καταστροφής, για να διαπιστώσει ότι δεν ευθύνεται ο Θεός
γι’ αυτήν αλλά η αμαρτία του λαού. Παρά την απόγνωσή του όμως από το μέγεθος
των δεινών, δεν παύει να εμπιστεύεται στη θεία μακροθυμία και ευσπλαχνία και να
ελπίζει ότι ο Θεός και πάλι θα βοηθήσει και θα σώσει το λαό του.
Διάγραμμα του περιεχομένου
1ος θρήνος: 1,1-22
2ος θρήνος: 2,1-22
3ος θρήνος: 3,1-66
4ος
θρήνος: 4,1-22
5ος θρήνος: 5,1-22
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 1
Θλίψη για την αιχμαλωσία
της Σιών
1Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε
έρημη
η πόλη που είχε άλλοτε
τόσο πολύ λαό!
Αυτή που ήταν ονομαστή
στα έθνη ανάμεσα
απόμεινε σαν χήρα·
των πόλεων η πριγκίπισσα
υποδουλώθηκε.
2Κλαίει και κλαίει όλη τη
νύχτα αδιάκοπα,
τα δάκρυα τα μάγουλά της
αυλακώνουν.
Απ’ όλους που την
αγαπήσανε κανείς
δε βρίσκεται να την
παρηγορήσει.
Όλοι οι φίλοι της την
εγκατέλειψαν·
της έγιναν εχθροί.
3Μετά τη θλίψη και το
βάρος της δουλείας,
ο λαός του Ιούδα στην
αιχμαλωσία σύρθηκε.
Τώρα μένει στα έθνη
ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει·
οι διώκτες του τον φέραν
σε αδιέξοδο
τον πίεσαν σκληρά.
4Οι δρόμοι που οδηγούνε
στη Σιών πενθούν,
γιατί κανείς πια στις
γιορτές δεν έρχεται.
Ερημωθήκαν όλες της οι
πύλες,
οι ιερείς της πικρά
αναστενάζουνε,
θλίβονται οι κόρες της,
κι η ίδια πολύ είναι
πικραμένη.
5Οι αντίπαλοί της πάνω
της κυριάρχησαν,
οι εχθροί της ζουν
ευτυχισμένοι,
γιατί ο Κύριος την
ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες.
Τα νεαρά παιδιά της τα
’διωξε ο εχθρός
και πορευθήκαν στην
αιχμαλωσία.
6Κι η πόλη της Σιών όλη
τη δόξα της την έχασε·
οι άρχοντές της γίνανε
σαν ελάφια
που δε βρίσκουν τροφή·
κι είναι σχεδόν χαμένη η
δύναμή τους,
καθώς τρέχουνε να
ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους.
7Η Ιερουσαλήμ στης
δυστυχίας της
και στης κατάπτωσης τις
μέρες
θυμάται όλη τη λαμπρότητα
που είχε τον παλιό καιρό.
Όταν όμως ο λαός της
έπεσε στα χέρια του εχθρού
ούτ’ ένας δεν βρέθηκε να
τη βοηθήσει.
Την κοίταζαν οι εχθροί
της και γελούσαν
βλέποντας την κατάντια
της.
8Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε
πολύ,
γι’ αυτό κι έγινε
καταγέλαστη.
Όλοι όσοι την εκτιμούσαν,
τώρα την περιφρονούν,
γιατί βλέπουν τη γύμνια
της·
κι αυτή αναστενάζει
κι από την άλλη στρέφεται
μεριά.
9Το φόρεμά της φέρνει τα
ίχνη της ντροπής της·
τέτοιο τέλος δεν τό ’χε
ποτέ φανταστεί.
Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς
ούτ’ ένας να βρεθεί
να την παρηγορήσει.
Φωνάζει η πόλη: «Κύριε,
δες τη θλίψη μου·
άκου τον πώς καυχιέται ο
εχθρός μου!»
10Ο εχθρός το χέρι του
άπλωσε
σ’ όλους τους θησαυρούς
της·
κι αυτή είδε το ναό της
να πατούν,
τα έθνη εκείνα που είχε
προστάξει ο Κύριος
να μη μπουν μέσα στην
κοινότητά του.
11Αναστενάζουν όλοι της
οι κάτοικοι,
ψωμί ζητούν·
δίνουνε τα στολίδια τους,
για να ’βρουν τροφή,
έτσι που στη ζωή να
κρατηθούνε.
Η πόλη φωνάζει: «Κύριε,
κοίταξε,
δες πόσο είμαι
καταφρονεμένη!»
12Κράζει προς τους
διαβάτες:
«Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε
με και πέστε αν υπάρχει
πόνος σαν το δικό μου
πόνο, που μου εδόθη,
και που μ’ αυτόν ο Κύριος
με βασάνισε
τη μέρα της φοβερής του
οργής.
13Από ψηλά έριξε φωτιά
στα κόκαλά μου
και τα κατέστρεψε·
δίχτυ στα πόδια μου
άπλωσε,
κάτω με πέταξε, μ’ έκανε
νά υποφέρω,
για πάντα να πονώ.
14Έκανε ο Κύριος ζυγό τις
αμαρτίες μου,
τις έσφιξε γερά απάνω στο
λαιμό μου,
έτσι η δύναμή μου
ατόνησε.
Ο Κύριος με παρέδωσε στα
χέρια εκείνων,
που δεν μπορώ να τους
αντισταθώ.
15Ο Κύριος μακριά μου
απέρριψε
όλους τους άντρες μου,
τους ισχυρούς·
πλήθος συγκέντρωσε
εναντίον μου,
για να συντρίψει τους
πολεμιστές μου.
Πάτησαν του Ιούδα το λαό
καθώς στο πατητήρι τα
σταφύλια.
16Γι’ αυτό εγώ κλαίω· τα
μάτια δάκρυα πλημμυρίζουν,
γιατ’ είναι μακριά μου ο
παρηγορητής μου
εκείνος που θα μου
ξανάδινε ζωή·
αφανιστήκαν τα παιδιά
μου,
γιατί ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός».
17Τα χέρια της άπλωσε
ικετευτικά η Σιών,
αλλά κανείς δεν την
παρηγορεί·
ο Κύριος επιστράτευσε
στον Ιακώβ ενάντια
τους γύρω του εχθρούς·
η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή
γι’ αυτούς.
18«Ο Κύριος έχει δίκιο
που έτσι μου φέρεται,
γιατί εναντιώθηκα στους
λόγους του.
Ακούστε όμως όλοι εσείς
εδώ οι λαοί,
κοιτάξτε με στον πόνο
μου.
Οι κοπελιές μου και τα
παλικάρια μου
φύγαν για την αιχμαλωσία.
19Κάλεσα αυτούς που με
είχαν αγαπήσει
αλλά με πρόδωσαν·
οι ιερείς μου κι οι
πρεσβύτεροί μου
στην πόλη πέθαναν
γυρεύοντας τροφή,
για να πάρουν δυνάμεις.
20Κοίταξε, Κύριε, πόσο
πολύ υποφέρω·
φλογίζονται τα σπλάχνα
μου,
μέσα μου αναταράζεται η
καρδιά μου,
τόσο πολύ που σου
εναντιώθηκα.
Έξω αφανίζει τα παιδιά
μου το ξίφος,
και μέσα το θανατικό.
21Οι εχθροί μου μ’
άκουσαν ν’ αναστενάζω!
Αλλά κανείς να με
παρηγορήσει δεν υπάρχει.
Όλοι τους άκουσαν και
χάρηκαν
για την καταστροφή που
μου προξένησες εσύ.
Ας έρθει η ημέρα που
εξάγγειλες,
για να υποφέρουνε κι
αυτοί όπως εγώ.
22Μην παραβλέψεις την
κακία τους· Κύριε,
και σ’ αυτούς κάνε ότι
έκανες σ’ εμένα,
για όλες τις αμαρτίες
μου.
Γιατί πολλοί ’ναι οι
αναστεναγμοί μου,
κι είν’ η καρδιά μου
ανήμπορη».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 2
Οι θλίψεις της Σιών
προέρχονται από τον Κύριο
1Αλίμονο, πώς εξευτέλισε
ο Κύριος πάνω στο θυμό του
την πόλη της Σιών!
Τη δόξα του Ισραήλ την
έριξε από τον ουρανό στη γη·
τη μέρα της οργής του δεν
λογάριασε
του θρόνου του το
υποπόδιο –το ναό.
2Ο Κύριος δίχως οίκτο
κατέστρεψε όλα του Ιακώβ τα κτήματα·
γκρέμισε πάνω στο θυμό
του τα οχυρά του λαού του Ιούδα·
έριξε κάτω στο έδαφος και
ταπείνωσε
το βασιλιά τους και τους
άρχοντές του.
3Θυμό γεμάτος τσάκισε
όλη του Ισραήλ τη δύναμη·
το χέρι το δεξί του το
αποτράβηξε,
όταν ήρθε ο εχθρός
και άναψε στον Ιακώβ
φωτιά μεγάλη,
που όλα τριγύρω τα
εξαφάνισε.
4Τέντωσε σαν εχθρός το
τόξο του,
το βέλος στέριωσε στο
χέρι το δεξί του
και σαν αντίπαλος χτύπησε
καθετί που τα μάτια μας
ευχαριστούσε·
σαν φωτιά το θυμό του
ξέχυσε
στη σκηνή πάνω της πόλης
της Σιών.
5Ο Κύριος σαν εχθρός μας
έγινε!
Κατέστρεψε τον Ισραήλ,
κατέστρεψε όλα του τ’
ανάκτορα,
γκρέμισε τα οχυρά του,
κι έφερε στο λαό του
Ιούδα
θλίψεις και στεναγμούς.
6Ξήλωσε το ναό του σαν να
ήταν παράγκα σε κήπο,
διέλυσε τη γιορταστική
σύναξή του.
Ο Κύριος έκανε το λαό της
Σιών
να λησμονήσει και γιορτές
και Σάββατα,
και στην έξαψη πάνω της
οργής του
αποδοκίμασε και το
βασιλιά και τους ιερείς.
7Ο Κύριος κατεδάφισε το
θυσιαστήριό του,
το ναό του τον
περιφρόνησε,
σε χέρια εχθρικά παρέδωσε
της πόλης τα τείχη.
Φωνές εχθρών ακούστηκαν
στον οίκο του Κυρίου,
όπως ηχούσαν τον καιρό
της δικής μας γιορτής.
8Ο Κύριος είχε σκεφτεί το
τείχος να γκρεμίσει
της πόλης της Σιών·
τέντωσε γύρω της σχοινί
με αποφασιστικότητα,
ώσπου να φέρει την
καταστροφή.
Έκανε και το πρόχωμα και
το τείχος να πενθήσουν·
έπεσαν και τα δυο μαζί.
9Οι πύλες της Σιών
σωριάστηκαν στη γη·
τους μοχλούς της τους
κομμάτιασε.
Ο βασιλιάς κι οι άρχοντές
της βρίσκονται
αιχμάλωτοι ανάμεσα στα
έθνη·
οι ιερείς της πια το νόμο
δεν διδάσκουν·
ούτε οι προφήτες της
παίρνουν αποκαλύψεις
με οράματα απ’ τον Κύριο.
10Οι πρεσβύτεροι της Σιών
κάθονται χάμω σιωπηλοί,
ρίχνουνε στάχτη πάνω στο
κεφάλι τους,
φοράνε ρούχα πένθιμα.
Οι κόρες της Ιερουσαλήμ
με θλίψη γέρνουν το
κεφάλι τους στη γη.
11Τα μάτια μου μαράθηκαν
από τα δάκρυα,
αναταράχτηκαν τα σπλάχνα
μου,
δεν μπορώ να κρύψω την
απελπισία μουα
μπρος στου λαού μου την
κατάρρευση,
ενώ πεθαίνουνε τα βρέφη
και τα νήπια
στης πολιτείας τα
σοκάκια.
12Φωνάζουν στις μανάδες
τους,
γιατί πεινάνε και διψούν·
σαν τους τραυματίες
λιποθυμούν
στης πολιτείας τα
σοκάκια,
και ξεψυχούν στην αγκαλιά
της μάνας τους.
13Αγαπημένη Ιερουσαλήμ,
με τι να σε συγκρίνω;
με τι να πω πως είσαι
όμοια;
και με τι να σε παραβάλω
και πώς να σε παρηγορήσω,
πόλη της Σιών;
Η συμφορά σου είναι
μεγάλη σαν τη θάλασσα·
ποιος θα μπορούσε απ’
αυτήν να σε γιατρέψει;
14Όσα οι προφήτες σου
είδανε για σένα
ήταν οράσεις ψεύτικες κι
απατηλές.
Δε σου φανέρωσαν την
ανομία σου,
για ν’ αποτρέψουν έτσι
την αιχμαλωσία σου,
αλλά σου δώσαν ψεύτικους
χρησμούς, παραπλανητικούς.
15Όλοι όσοι περνούν στο
δρόμο κατά ’δω
χτυπούν χαιρέκακα τα
χέρια τους,
κουνάνε το κεφάλι για τα
ερείπια της Ιερουσαλήμ
σιγανά τραγουδώντας:
«Αυτή είναι η πόλη που
την ονομάζανε
της ομορφιάς αποκορύφωμα,
χαρά όλης της γης;»
16Όλοι οι εχθροί σου σε
κακολογούν·
σφυρίζουν, τρίζουνε τα
δόντια
και φωνάζουν:
«Την καταστρέψαμε! Αυτή
είναι η ημέρα
που περιμέναμε·
ήρθε, την είδαμε!»
17Ο Κύριος έκανε ό,τι
είχε αποφασίσει,
ξεπλήρωσε τις απειλές
που είχε εξαγγείλει από
καιρό·
ανελέητος όλα τα
κατέστρεψε,
έκανε τον εχθρό σου να
χαρεί για σένα,
τους αντιπάλους σου τους
έκανε να θριαμβεύσουν.
18Πόλη της Σιών, τα τείχη
σου ας φωνάξουνε
στον Κύριο να σ’
ελεήσει!β
Άσε να τρέξουνε σαν
χείμαρρος
μέρα και νύχτα ακούραστα
τα δάκρυά σου,
τα μάτια σου χωρίς
σταματημό.
19Σήκω πάλι και πάλι μες
στη νύχταγ
και πες τον πόνο σου στον
Κύριο.
Ξέχυσε την καρδιά σου σαν
νερό μπροστά του,
ύψωσε προς αυτόν δεητικά
τα χέρια σου,
και παρακάλεσε για των
παιδιών σου τη ζωή,
για τα παιδιά που από την
πείνα ξεψυχούν
στις άκριες των δρόμων.
20Κοίταξε, Κύριε, και δες
σε ποιον τα έκανες αυτά!
Ήταν σωστό να τρώνε οι
γυναίκες τα παιδιά τους
που τα γεννήσαν και τα
περιποιήθηκαν;
να θανατώνονται οι ιερείς
και οι προφήτες
και μάλιστα μες στο
αγιαστήριό σου;
21Παιδιά και γέροντες
είναι στο χώμα ξαπλωμένοι·
το ξίφος θέρισε τα
παλικάρια και τις κοπελιές μου·
τη μέρα της οργής σου
τους θανάτωσες,
χωρίς συμπόνια τους
σφαγίασες.
22Σαν να ’τανε μέρα
γιορτής
από παντού τους φοβερούς
εχθρούς μου
μάζεψες,
κι ούτ’ ένας δεν
διασώθηκε ούτε ξέφυγε,
τη μέρα, Κύριε, της οργής
σου.
Όλα μου τα παιδιά που τα
μεγάλωσα και τα περιποιήθηκα
ο εχθρός μού τα
εξολόθρεψε.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 3
Ελπίδα στο έλεος του Θεού
για αποκατάσταση
1Εγώ είμαι ο άνθρωπος που
γνώρισε τη δυστυχία
απ’ το ραβδί της οργής
του Κυρίου.
2Με έσυρε και μ’ έφερε
μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι, όχι στο φως.
3Όλο εμένα χτυπάει
καθημερινά.
4Βασάνισε τη σάρκα και το
δέρμα μου
και σύντριψε τα κόκαλά
μου·
5με απέκλεισε από παντού,
με περιστοίχισε με πίκρα
και με πόνο.
6Να ζήσω μέσα στο σκοτάδι
μ’ έβαλε,
σαν τους νεκρούς του
παρελθόντος.
7Σε τείχη μέσα μ’ έκλεισε
και δεν μπορώ να βγω·
μου ’κανε πιο βαριές τις
αλυσίδες μου.
8Ακόμη κι όταν με φωνές
τον ικετεύω,
πνίγει την προσευχή μου
για να μη φτάσει ως
αυτόν.
9Τους δρόμους μου τους
έφραξε με πέτρες πελεκητές
κι έτσι ακολούθησα
λαθεμένο μονοπάτι.
10Για μένα έγινε σαν
αρκούδα
και σαν λιοντάρι που
ενεδρεύει.
11Μ’ έβγαλε απ’ το δρόμο
μου
και μ’ έκανε κομμάτια,
με αφάνισε.
12Το τόξο μου το τέντωσε
και για σημάδι μ’ έβαλε
στο βέλος του.
13Τα βέλη όλα της
φαρέτρας μου
τα έμπηξε στα νεφρά μου.
14Έγινα του λαού μου ο
περίγελως,
το αδιάκοπο, χλευαστικό
τραγούδι τους.
15Πίκρες με χόρτασε,
με πότισε φαρμάκι.
16Χαλίκια με τα δόντια
μου με έκανε να φάω.
Μ’ έριξε μες στη στάχτη,
17μου πήρε την ειρήνη της
ψυχής μου,
τι είναι ευτυχία το
λησμόνησα,
18και είπα: «Χάθηκε η
δύναμή μου,
αυτή η ελπίδα που ερχόταν
απ’ τον Κύριο».
19Ν’ αναλογίζομαι τη
θλίψη και την ταλαιπωρία μου
είναι δηλητήριο και χολή.
20Αδιάκοπα τα σκέφτομαι
και θλίβεται η ψυχή μου.
21Μα η ελπίδα έρχεται
ετούτο όταν θυμάμαι:
22πως του Κυρίου η
ευσπλαχνία δεν εξαντλήθηκε,
ούτε και τέλειωσε το
έλεός του.
23Την κάθε αυγή
ξαναγεννιούνται·
κι είν’ η πιστότητά του
απέραντη.
24Είπα: «Ο Κύριος για
μένα είναι το παν,
γι’ αυτό και θα ’χω την
ελπίδα μου σ’ αυτόν».
25Ο Κύριος είναι καλός σ’
όποιον τον εμπιστεύεται,
σ’ αυτόν που τον
αναζητάει.
26Είναι καλό να περιμένει
κάποιος σιωπηλά
από τον Κύριο τη βοήθεια.
27Καλό είναι για τον
άνθρωπο
να ’χει απ’ τα νιάτα του
υπομείνει δυσκολίες.
28Ας περιμένει κι ας
σιωπά,
αφού ο Κύριος τις
επιτρέπει.
29Ας ταπεινώνεται ως τη
γη· ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα.
30Και τα χτυπήματα ας τα
δέχεται,
τις ταπεινώσεις ας τις
υπομένει.
31Γιατί ο Κύριος δεν θα
τον ταλαιπωρεί για πάντα.
32Κι όταν τις στενοχώριες
δίνει,
πάλι γίνεται σπλαχνικός·
τόσο είναι μεγάλη η
αγαθότητά του.
33Δε χαίρεται όταν
στενοχωρεί
κι όταν πικραίνει τους
ανθρώπους.
34Όταν ποδοπατιούνται
της χώρας μας οι
αιχμάλωτοι,
35όταν στα μάτια του
Υψίστου μπρος
καταπατιέται το δίκιο
ενός ανθρώπου,
36όταν στο δικαστήριο
κάποιος αδικείται,
αυτά ο Κύριος τάχα δεν τα
βλέπει;
37Ποιος είν’ αυτός που
όταν πει κάτι, γίνεται;
Ο Κύριος δεν είναι
εκείνος που προστάζει;
38Αν κάτι γίνεται κακό ή
κάτι καλό,
ο Ύψιστος το πρόσταξε!
39Για ποιο πράγμα ο
άνθρωπος μπορεί να παραπονεθεί,
αφού, παρόλα του τα λάθη,
βρίσκεται ακόμα στη ζωή;
40Ας εξετάσουμε τον τρόπο
της ζωής μας
κι ας τον διερευνήσουμε,
στον Κύριο ας
επιστρέψουμε.
41Καρδιές και χέρια στο
Θεό του ουρανού ας υψώσουμε,
κι ας του προσευχηθούμε:
42«Αμαρτήσαμε,
αποστατήσαμε
κι εσύ ακόμα δε μας το
συγχώρησες!
43Σε κατέλαβε ο θυμός σου
και μας καταδίωξες,
δίχως συμπόνια μάς
εξόντωσες.
44Με σύννεφο σκεπάστηκες,
έτσι που να μην μπορεί να
το περάσει η προσευχή μας.
45Μας έκανες σκουπίδια,
βδέλυγμα στους λαούς
ανάμεσα.
46Όλοι οι εχθροί μας με
τα λόγια τους
μας κοροϊδεύουν.
47Τρόμος και θάνατος
έπεσε πάνω μας,
ερήμωση και καταστροφή.
48Χειμάρρους δάκρυα
κατεβάζουνε τα μάτια μου,
γιατί ο λαός μου
καταστράφηκε!
49Τα μάτια μου γίναν
πηγές αστέρευτες χωρίς σταματημό,
50ωσότου ο Κύριος να
σκύψει
από τα ουράνια και να
δει.
51Τα μάτια μου με κάνουν
και πονώ
από το συνεχές κλάμα για
την πόλη μου.
52«Εκείνοι που χωρίς λόγο
μ’ εχθρεύονται,
με καταδίωξαν σαν να
’μουνα πετούμενο.
53Μ’ έριξαν ζωντανό μες
σ’ ένα λάκκο
και κλείσαν με μια πλάκα
το άνοιγμα.
54Τα νερά έφτασαν στο
λαιμό μου
και μέσα μου είπα:
“χάθηκα!”
55Επικαλέστηκα το όνομά
σου, Κύριε,
απ’ τα βαθιά του λάκκου.
56Είπα: “το αυτί σου μην
το κλείσεις
στο στεναγμό μου, στην
κραυγή μου”.
Και τη φωνή μου εσύ την
άκουσες.
57Όταν σε φώναξα ήρθες
κοντά
και μού ’πες: “μη
φοβάσαι!”
58Έγινες υπερασπιστής
μου, Κύριε, στη δίκη μου,
έσωσες τη ζωή μου.
59Κύριε, ξέρεις το άδικο
που μού ’γινε·
απόδωσέ μου δικαιοσύνη!
60Είδες όλο το μίσος
τους,
όλα τα πονηρά τους σχέδια
εναντίον μου.
61Άκουσες, Κύριε, τις
προσβολές τους,
όλα τα πονηρά τους σχέδια
εναντίον μου.
62Τα λόγια των εχθρών μου
και οι σκέψεις τους
είν’ εναντίον μου όλη την
ημέρα.
63Κοίτα τους: είτε
κάθονται είτε σηκώνονται,
εγώ είμαι το ειρωνικό
τους το τραγούδι.
64Κύριε, ανταπόδωσέ τους
σύμφωνα με τα έργα τους.
65Σκλήρυνε την καρδιά
τους·
ας πέσει πάνω τους η
κατάρα σου.
66Μες στην οργή σου
καταδίωξέ τους,
κι από τη γη εξαφάνισέ
τους, Κύριε».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 4
Τέλος της τιμωρίας της
Σιών
1Αλίμονο, πώς το χρυσάφι
θάμπωσε,
πώς αλλοιώθηκε το καθαρό
χρυσάφι!
Οι πέτρες οι ιερέςδ
διασκορπίστηκαν
στου κάθε δρόμου τις
γωνιές!
2Οι νέοι της Σιών που
ήταν πολύτιμοι
και μέτραγαν το βάρος
τους σε καθαρό χρυσάφι
τώρα σαν σκεύη
λογαριάζονται πήλινα
σαν κοινά έργα
αγγειοπλάστη.
3Και τα τσακάλια ακόμη
στα μικρά τους
δίνουν το γάλα τους και
τα φροντίζουνε.
Μα οι γυναίκες του λαού
μου γίνανε σκληρές
κι αδιάφορες σαν
στρουθοκάμηλοι στην έρημο.ε
4Κολλάει η γλώσσα των
βρεφών
στον ουρανίσκο από τη
δίψα·
ψωμί ζητάνε τα παιδιά,
κι ούτ’ ένας δεν υπάρχει
να τους δώσει.
5Αυτοί που τρέφονταν με
φαγητά εκλεκτά
στους δρόμους ξεψυχούν
από την πείνα·
αυτοί που ανατράφηκαν με
πολυτέλειες,
κείτονται τώρα στην
κοπριά.
6Η διαστροφή του λαού μου
ήταν χειρότερη
ακόμη κι απ’ την αμαρτία
των Σοδόμων,
που με μιας
καταστράφηκαν,
χωρίς τη μεσολάβηση
χεριών.
7Οι άρχοντές μας έλαμπαν
πιο καθαροί απ’ το χιόνι,
κι από το γάλα πιο
λευκοί·
πιο ροδαλή κι απ’ το
κοράλλι η όψη τους·
οι φλέβες τους σωστό
ζαφείρι.
8Τώρα έγινε η όψη τους
πιο σκοτεινή κι απ’ την καπνιά·
μέσα στους δρόμους δεν
μπορείς να τους αναγνωρίσεις.
Στα κόκαλά τους κόλλησε
το δέρμα τους,
έγινε ξερό σαν ξύλο.
9Πιο τυχεροί όσοι με
ξίφος θανατώθηκαν,
παρά εκείνοι που πεθάναν
απ’ την πείνα,
που υπέκυψαν εξαντλημένοι
απ’ το λιμό.
10Γυναίκες που είναι από
τη φύση σπλαχνικές,
έψησαν με τα ίδια τους τα
χέρια τα παιδιά τους,
για να τραφούν σ’ εκείνη
την πανωλεθρία του λαού μου.
11Ο Κύριος εξάντλησε όλο
του το θυμό!
Ξεχείλισε η φλόγα της
οργής του
κι άναψε στη Σιών φωτιά·
η πόλη κατακάηκε μέχρι τα
θέμελά της.
12Κανείς δεν θα το πίστευε,
ούτε της γης οι βασιλιάδες
ούτε κανείς στον κόσμο,
πως θα ’μπαινε κατακτητής
ο εχθρός
στης Ιερουσαλήμ τις
πύλες.
13Αιτία για την
καταστροφή της πόλης
είναι οι αμαρτίες των
προφητών της,
των ιερέων της οι
αμαρτίες,
που τους δικαίους
καταδίκαζαν.
14Σαν τους τυφλούς στους
δρόμους τρίκλιζαν,
στο αίμα βουτηγμένοι,
έτσι που δεν μπορούσε πια
κανείς
τα ρούχα τους ν’ αγγίξει.
15«Φύγετε, ακάθαρτοι!»
τους φώναζαν.
«Φύγετε! Τίποτα μην
αγγίζετε!»
Έτσι φεύγανε και
περιπλανιούνταν·
Μα και τα έθνη έλεγαν:
«Δε μπορούν αυτοί μαζί
μας πια να κατοικούν».
16Ο ίδιος ο Κύριος τους
διασκόρπισε,
δε θέλει πια να τους
βοηθάει·
Σέβας πια δεν υπάρχει για
τους ιερείς,
ούτ’ ευσπλαχνία για τους
γέροντες.
17Τα μάτια μας απόκαμαν
να καρτερούν
μάταια μια βοήθεια που δε
θα ’ρθει·
προσμέναμε αγναντεύοντας
απ’ τις σκοπιές μας
ένα έθνος, που δεν μπορεί
να σώσει.
18Παραμονεύουνε τα χνάρια
μας οι εχθροί,
έτσι που δεν μπορούμε
ούτε στο δρόμο μας να βγούμε.
Τελείωσαν οι μέρες μας,
το τέλος μας πλησιάζει,
ήρθε, είν’ εδώ.
19Εκείνοι που μας καταδίωκαν
γίναν πιο γρήγοροι κι απ’
τους αετούς·
μας κυνηγήσαν πάνω στα
βουνά,
παραμονέψανε για μας στην
έρημο.
20Ο βασιλιάς μας, του
Κυρίου ο εκλεκτός,
που απ’ αυτόν κρεμόταν η
ζωή μας,
έπεσε στις παγίδες τους·
αυτός, που λέγαμε πως
στη σκιά του θα ζήσουμε
στα έθνη ανάμεσα.
21Χαρείτε και
πανηγυρίσετε, Εδωμίτες,
εσείς που κατοικείτε στη
χώρα της Ουζ!ς
Μα και σ’ εσάς θα φτάσει
της κρίσης το ποτήρι
και θα μεθύσετε και θα
ξεγυμνωθείτε.
22Πόλη της Σιών, τελείωσε
η τιμωρία σου!
Δε θα σε ξαναστείλει ο
Κύριος στην αιχμαλωσία.
Όσο για σας όμως
Εδωμίτες,
θα τιμωρήσει ο Κύριος την
ανομία σας,
τις αμαρτίες σας θα τις
αποκαλύψει.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 5
Προσευχή για έλεος
1Θυμήσου, Κύριε, τι μας
συνέβηκε·
κοίτα να δεις και μόνος
σου την προσβολή μας!
2Τη χώρα που μας έδωσες
την πήραν οι αλλοεθνείς,
τα σπίτια μας οι ξένοι.
3Μείναμε ορφανοί χωρίς
πατέρα,
έγιναν χήρες οι μανάδες
μας.
4Πληρώνουμε για το νερό
που πίνουμε
και πρέπει ν’ αγοράζουμε
τα ξύλα της φωτιάς μας.
5Οι διώκτες μας μας
κάθισαν στον τράχηλο·
δυνάμεις πια δεν έχουμε
και δεν υπάρχει ανάπαυση
για μας.
6Απλώσαμε ικετευτικά τα
χέρια μας στην Αίγυπτο,
στην Ασσυρία, για να
χορτάσουμε ψωμί.
7Οι πρόγονοί μας
αμαρτήσανε·
αυτοί όμως δεν υπάρχουν
πια,
κι εμείς σηκώνουμε το
βάρος των κριμάτων τους.
8Οι δούλοι έγιναν τώρα
αφεντικά μας·
κανείς δεν μας γλιτώνει
από τα χέρια τους.
9Τη ζωή μας τη
διακινδυνεύουμε
για να μαζέψουμε τη
συγκομιδή μας,
μας απειλούνε της ερήμου
οι ληστές.
10Καίει το δέρμα μας σαν
να ’μαστε σε κλίβανο·
τόσο μας βασανίζει η
πείνα.
11Γυναίκες της Σιών
κακοποιήθηκαν,
παρθένες μες στις πόλεις
του Ιούδα.
12Πήραν τους άρχοντες της
πόλης και τους κρέμασαν,
στους γέροντες δεν
δείξανε κανένα σεβασμό.
13Οι νέοι γυρίζουνε σαν
σκλάβοι τη μυλόπετρα,
και τα παιδιά κάτω απ’ το
φόρτωμα των ξύλων
γονατίζουν.
14Οι γέροντες δεν
κάθονται στην πύλη πια
να συσκεφθούν,
οι νέοι δεν παίζουν πια
τη μουσική τους.
15Έπαψε της καρδιάς μας η
χαρά,
σε πένθος μεταβλήθηκε ο
χορός μας.
16Της δόξας το στεφάνι
έπεσε απ’ το κεφάλι μας·
αλίμονο σε μας, γιατί
αμαρτήσαμε!
17Γι’ αυτό ατόνησε η
καρδιά μας·
γι’ αυτό θολώσανε τα
μάτια μας·
18γιατί το όρος Σιών
γέμισε ερείπια
κι απάνω του τρέχουν
αλεπούδες.
19Εσύ, όμως, Κύριε,
αιώνια βασιλεύεις,
μένει ο θρόνος σου από
γενιά σ’ άλλη γενιά.
20Γιατί θέλεις για πάντα
να μας λησμονήσεις,
να μας εγκαταλείψεις για
όλη τη ζωή μας;
21Φέρε μας, Κύριε, πάλι
κοντά σου
και θα επιστρέψουμε·
δώσε μας πάλι τη ζωή,
όπως παλιά.
22Μήπως μας έχεις εντελώς
εγκαταλείψει;
ή μήπως είναι ο θυμός σου
εναντίον μας ασίγαστος;
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου