Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016
25 ΙΩΒ - Κεφάλαια - 1 - 23
Η σχέση της ανθρώπινης
δυστυχίας προς τη θεία δικαιοσύνη συνιστά ένα πρόβλημα που απασχολεί τη
θρησκευτική σκέψη όλων των εποχών. Μια προσέγγιση του προβλήματος αυτού
επιχειρείται στο βιβλίο “Ιώβ". Σύμφωνα με τις πληροφορίες του βιβλίου, ο
Ιώβ ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος με πολλά παιδιά και μεγάλη περιουσία, ο οποίος
χάνει τα πάντα (πλούτη, παιδιά, υγεία), αλλά παραμένει πιστός στο Θεό και
τελικά ευτυχεί και πάλι. Για το χώρο και το χρόνο που έζησε δεν υπάρχουν σαφή
στοιχεία. Χαρακτηρίζεται ως “Ανατολίτης” (1,3), ο οποίος ζούσε στη χώρα Ουζ
(1,1). Η ακριβής θέση της χώρας αυτής είναι άγνωστη, αλλά “Ανατολίτες” ονόμαζαν
οι Ισραηλίτες τους πληθυσμούς που κατοικούσαν ανατολικά του ποταμού Ιορδάνη,
οπότε η πατρίδα του Ιώβ θα πρέπει μ αναζητηθεί σε κάποια περιοχή της Συρίας,
της Εδώμ ή της Αραβίας.
Η χριστιανική παράδοση
κατατάσσει το βιβλίο “Ιώβ" στην ομάδα “Ποιητικά - Διδακτικά Βιβλία"
της Παλαιός Διαθήκης. Η θέση του όμως μέσα στην ομάδα ποικίλλει, τόσο στα
διάφορα χειρόγραφα της μετάφρασης των Εβδομήκοντα όσο και στους συνοδικούς και
πατερικούς καταλόγους. Η ιουδαϊκή παράδοση κατατάσσει το έργο στην ομάδα
“Αγιόγραφα" της Εβραϊκής Βίβλου, δεύτερο στη σειρά μετά το βιβλίο
“Ψαλμοί”.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου
“Ιώβ" αποτελεί το πρόβλημα της θεοδικίας. Ο συγγραφέας επιχειρεί με το
έργο του να βρει μια απάντηση στο ερώτημα: "Γιατί ο δίκαιος άνθρωπος
δυστυχεί στη ζωή;” Το βιβλίο αρχίζει με μιαν αφήγηση σε πεζό λόγο που ε-πέχει θέση
εισαγωγής (κεφ. 1-2) και στην οποία περιγράφεται η αρχική ευτυχία του Ιώβ, η
αμφισβήτηση της ευσέβειάς του από το σατανά και η δυστυχία που την
επακολούθησε. Ακολουθεί το κυρίως μέρος που είναι γραμμένο σε ποιητικό λόγο
(3,1-42,6). Πρόκειται για ένα διδακτικό ποίημα που έχει ως περιεχόμενο τη
συζήτηση του Ιώβ με τους τρεις φίλους του, οι οποίοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν
τη δυστυχία του στηριζόμενοι στην κυρίαρχη αντίληψη της εποχής ότι τα δεινά του
ανθρώπου είναι ποινή για κάποια αμαρτία του. Ο Ιώβ υπεραμύνεται της αθωότητάς
του και η συζήτηση, που διεξάγεται σε τρεις κύκλους, καταλήγει σε αδιέξοδο. Στο
σημείο αυτό παρεμβαίνει ένας τέταρτος φίλος, ο οποίος θεωρεί επίσης ότι τα
δεινά οφείλονται σε κάποια αμαρτία, δεν συνιστούν όμως ποινή, αλλά έχουν παιδαγωγικό
χαρακτήρα. Την όλη συζήτηση κλείνει η παρέμβαση του Θεού, ο οποίος, χωρίς να
προσφέρει μιαν άμεση απάντηση στο ερώτημα, παραπέμπει τον Ιώβ στο θαύμα και τα
μυστήρια της δημιουργίας και τον αναγκάζει να ομολογήσει την αδυναμία του στο
να συλλάβει σε όλη του την έκταση και να εξιχνιάσει τον τρόπο διακυβέρνησης του
κόσμου από το Θεό Το έργο ολοκληρώνεται με ένα σύντομο επίλογο (42,7-17), στον
οποίο περιγράφεται η αποκατάσταση του Ιώβ σε ευτυχία μεγαλύτερη από εκείνη που
είχε πριν από τη δοκιμασία του.
Η απάντηση του Θεού προς
τον Ιώβ επιβεβαιώνει ότι το πρόβλημα της σχέσης του κακού προς τη θεία
δικαιοσύνη παραμένει για τις δυνατότητες της ανθρώπινης λογικής άλυτο. Αντί της
παραδοσιακής διδασκαλίας του ιουδαϊσμού της εποχής περί άμεσης ανταπόδοσης των
πράξεων του ανθρώπου από το Θεό, ο άνθρωπος οφείλει να γνωρίσει τα όριά του ως
δημιούργημα και να αναγνωρίσει την παντοδυναμία του Θεού, προς τον οποίο πρέπει
να προσβλέπει με εμπιστοσύνη.
Διάγραμμα του
περιεχομένου
1. Η δοκιμασία της πίστης
του Ιώβ: 1,1-2,13
2.Ο Ιώβ και οι τρεις
φίλοι του: 3,1-31,40
3.1- 26: 0 θρήνος του
Ιώβ
4.1- 14,22: Πρώτος κύκλος
της συζήτησης
15.1- 21,34: Δεύτερος
κύκλος της συζήτησης
22.1- 27,23: Τρίτος
κύκλος της συζήτησης
28.1- 28: Ύμνος στη
σοφία
29.1- 31,40: Επίκληση από
τον Ιώβ της παρέμβασης του θεού
3. Η παρέμβση του
τέταρτου φίλου: 32,1-37,24
4. Η παρέμβαση του
θεού: 38,1-42,6
5. Η αποκατάσταση του
Ιώβ: 42,7-17
ΙΩΒ 1
Η ευσέβεια του Ιώβ
δοκιμάζεται
1Στην Αυσίτιδαα ζούσε
κάποτε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και
τέλειος· σεβόταν το Θεό και αποστρεφόταν το κακό. 2Είχε αποκτήσει εφτά γιους
και τρεις θυγατέρες. 3Είχε επίσης περιουσία εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις
χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσια γαϊδούρια, καθώς και
πλήθος υπηρέτες. Ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος απ’ όλους που κατοικούσαν στην
Ανατολή.
4Οι γιοι του συνήθιζαν να
πηγαίνουν ο ένας στο σπίτι του άλλου όπου έδιναν συμπόσια, καθένας με τη σειρά
του. Έστελναν και καλούσαν και τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιουν μαζί
τους. 5Κάθε φορά που τέλειωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους
εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς το πρωί και πρόσφερε από ένα ολοκαύτωμα για τον
καθένα τους. «Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν», σκεφτόταν, «ίσως ασέβησαν με τη σκέψη
τους στο Θεό».
6Μια μέρα που ήρθαν τα
ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο
σατανάς. 7Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος απάντησε:
«Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».
8Ο Κύριος του είπε:
«Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι
άνθρωπος ακέραιος κι ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό».
9Ο σατανάς του απάντησε:
«Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ; 10Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι
του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια
του στη χώρα. 11Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν
δημόσια δεν σε βλαστημήσει».
12Είπε τότε ο Κύριος στο
σατανά: «Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην
απλώσεις χέρι». Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού.
13Μια μέρα που οι γιοι
και οι κόρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους,
14φτάνει στον Ιώβ ένας αγγελιοφόρος και του λέει: «Εκεί που τα βόδια όργωναν
και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους, 15όρμησαν Σαβαίοιβ ληστές και τα άρπαξαν!
Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω,
για να σου φέρω τα νέα».
16Ενώ αυτός ακόμα
μιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιοφόρος και του λέει: «Φωτιά έπεσε απ’ τον ουρανό
κι έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους σου! Τα ’κανε όλα στάχτη και μονάχα εγώ
κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».
17Ενώ αυτός ακόμα
μιλούσε, έρχεται κι άλλος και του λέει: «Τρεις ομάδες Χαλδαίωνγ ρίχτηκαν στις
καμήλες και τις άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα
εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».
18Ενώ και αυτός μιλούσε
ακόμη, έρχεται κι άλλος αγγελιοφόρος και λέει: «Οι γιοι σου και οι θυγατέρες
σου έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους. 19Ξαφνικά φύσηξε
άνεμος δυνατός από την άλλη άκρη της ερήμου, χτύπησε το σπίτι από παντού και το
γκρέμισε! Τα παιδιά πλακώθηκαν στα ερείπια και σκοτώθηκαν και μόνο εγώ κατάφερα
να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».
20Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και
ξέσκισε το μανδύα του· ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής.δ Προσκυνούσε 21κι
έλεγε:
«Γυμνός απ’ την κοιλιά
βγήκα της μάνας μου,
γυμνός και θα γυρίσω πίσω
στη μάνα γη.
Ο Κύριος όλα τα ’δωσε,
ο Κύριος και τα πήρε
πίσω.
Ευλογημένο να ’ναι τ’
όνομά του!»
22Έτσι, παρ’ όλες αυτές
τις συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε τίποτα το ανάρμοστο ενάντια
στο Θεό.
ΙΩΒ 2
Ο Ιώβ δοκιμάζεται
περισσότερο
1Μια μέρα που τα ουράνια
όντα ήρθαν να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε κι ο σατανάς ανάμεσά τους.
2Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος του απάντησε:
«Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».
3Ο Κύριος του είπε:
«Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι
άνθρωπος ακέραιος, ευθύς, με σέβεται και αποστρέφεται το κακό. Παραμένει
σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω
χωρίς κανένα λόγο».
4«Δεν έκανε δα κι άσχημη
δοσοληψία!»ε απάντησε ο σατανάς. «Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί
του. 5Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν
σε βλαστημήσει».
6Είπε τότε ο Κύριος στο
σατανά: «Ορίστε, σου τον παραδίδω· μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του».
7Ο σατανάς έφυγε από τη
σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορφή ως τα νύχια.
8Τότε ο Ιώβ πήγε και κάθισε μέσα στις στάχτες και χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι
κεραμίδι για να ξύνεται.
9Η γυναίκα του του έλεγε:
«Ακόμα επιμένεις στην ευσέβειά σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!» 10Εκείνος όμως
της απαντούσε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε απ’ το Θεό; Δεν
πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;»
Επίσκεψη των φίλων του
Ιώβ
11Ο Ιώβ είχε τρεις
φίλους: Τον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη, το Βιλδάδ τον Σουχίτη και τον Σωφάρ τον
Νααμαθίτη. Όταν, λοιπόν, αυτοί οι φίλοι του έμαθαν τη μεγάλη συμφορά που βρήκε
τον Ιώβ, ήρθαν καθένας από τον τόπο του και συμφώνησαν να τον επισκεφθούν για
να του συμπαρασταθούν και να τον παρηγορήσουν. 12Καθώς όμως τον είδαν από
μακριά δεν τον αναγνώρισαν και ξέσπασαν σε κλάμα γοερό. Ξέσκισαν τα ρούχα τουςς
και σκόρπισαν χώμα στον αέρα και πάνω στα κεφάλια τους. 13Έπειτα κάθισαν μαζί
του καταγής εφτά μερόνυχτα. Κανένας τους δεν του μιλούσε, γιατί έβλεπαν πόσο
μεγάλος ήταν ο πόνος του.
ΙΩΒ 3
Ο Ιώβ θρηνεί για τη
γέννησή του
1-2Τελικά ο Ιώβ άνοιξε το
στόμα του κι άρχισε μ’ αυτά τα λόγια να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε:
3Ας ήταν να χαθεί η μέρα
που γεννήθηκα
κι η νύχτα που είδε
τη στιγμή της σύλληψής
μου!
4Η μέρα εκείνη να γενεί
σκοτάδι!
Να μην τη θυμηθεί ποτέ
εκεί ψηλά ο Θεός
και ποτέ πια το φως
πάνω της να μη λάμψει.
5Να τη διεκδικήσει πάλι
το σκοτάδι·
να τη σκεπάζουν μαύρα
σύννεφα
κι η έκλειψη του ήλιου ας
την τρομάζει.
6Τη νύχτα εκείνη, το
σκοτάδι να την καταπιεί·
να μη λογαριαστεί
στου χρόνου τα μερόνυχτα
ούτε μες στων μηνών τους
αριθμούς.
7Η νύχτα εκείνη ας μην
είναι γόνιμη
κι ας μην τη διαπεράσει
χαρμόσυνη κραυγή.
8Να την καταραστούν οι
μάγοι που ’χουνε τη δύναμη
τις μέρες να τις
καταριούνται,
αυτοί που άφοβα μπορούν
να ξεσηκώνουν τον
Λεβιάθαν.
9Ας μη λάμψουν τ’ αστέρια
της αυγής της
κι ας περιμένει μάταια το
φως·
ποτέ της να μη δει το
γλυκοχάραμα.
10Γιατί τις πύλες να μην
κλείσει
της κοιλιάς της μάνας
μου,
για να μη δουν τα μάτια
μου τη θλίψη;
11Γιατί να μην πεθάνω
στην κοιλιά της μάνας μου;
Γιατί τουλάχιστον δε
χάθηκα στης γέννας τη στιγμή;
12Γιατί βρεθήκαν γόνατα
να με δεχτούν,
μαστοί για να θηλάσω;
13Θα ’μουνα τώρα ήσυχος
στον τάφο μου·
θα κοιμόμουν και θ’
αναπαυόμουνα
14αντάμα με τους
βασιλιάδες
και με τους άρχοντες της
γης,
που βάζανε για χάρη τους
να χτίζουν πυραμίδες.ζ
15Θα ήμουν με τους
ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι,
που με ασήμι γέμισαν
τους νεκρικούς θαλάμους
τους.
16Ή πάλι σαν καταχωμένο
έκτρωμα
δε θα υπήρχα·
καθώς τα βρέφη που δεν
είδανε το φως.
17Στον τάφο οι ασεβείς
παύουν να κάνουν το κακό·
εκεί βρίσκουν κι οι
κουρασμένοι ανάπαυση.
18Βρίσκουν την ησυχία
τους και οι δεσμώτες,
χωρίς ν’ ακούνε των
φυλάκων τις φωνές.
19Εκεί αντάμα βρίσκονται
κι ο άσημος κι ο ξακουστός,
κι ο δούλος είναι
ελεύθερος
από τον κύριό του.
20Γιατί να συνεχίζει ο
κουρασμένος
να βλέπει της ζωής το
φως;
Γιατί σε μάκρος να τραβά
η ζωή των πικραμένων;
21Καρτερούν το θάνατο
κι αυτός δεν έρχεται
και τον γυρεύουν πιότερο
κι από κρυμμένο θησαυρό.
22Θα ’ταν πανευτυχείς, θα
’ταν πασίχαροι
αν βρίσκαν έναν τάφο.
23Γιατί να ζει ο άνθρωπος
που στα τυφλά βαδίζει,
που σ’ αδιέξοδο
τον έχει φέρει ο Θεός;
24Έχω τροφή τους
στεναγμούς
και σαν νερό ξεχύνονται
οι κραυγές μου·
25εκείνο που φοβόμουνα με
χτύπησε·
κι εκείνο που με τρόμαζε,
με βρήκε.
26Δεν έχω ειρήνη ούτ’
ησυχία
ούτ’ ανάπαυση·
μονάχα ταραχή.
ΙΩΒ 4
Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον
Ιώβ
1Τότε πήρε το λόγο ο
Ελιφάζ ο Ταιμανίτης και είπε: 2Αν σου μιλήσω, μήπως σε λυπήσω;
Ύστερα απ’ όσα είπες,
δεν το αντέχω να σιωπώ!
3Εσύ νουθέτησες πολλούς
και χέρια ασθενικά
δυνάμωσες.
4Τα λόγια σου στήριζαν
εκείνους που σκοντάφταν,
και τόνωναν τα γόνατα που
λύγιζαν.
5Μα τώρα που ήρθε η σειρά
σου,
εσύ δειλιάζεις!
Οι συμφορές σ’ αγγίξανε
και τρόμαξες.
6Η ευσέβειά σου δεν σου
δίνει στήριγμα;
και η άμεμπτη ζωή σου
δεν σου προσθέτει ελπίδα;
7Μήπως θυμάσαι κάποιον
αθώο που να χάθηκε,
ή κάποιους τίμιους
που να εξολοθρευτήκαν;
8Εγώ το ’χω παρατηρήσει:
όσοι καλλιεργούν την
αδικία
και σπέρνουνε τη συμφορά,
αυτοί αδικία και συμφορά
θερίζουν.
9Σαν την ανεμοθύελλα ο
Θεός
τους καταστρέφει,
τους αφανίζει με τη
φοβερή του οργή.
10Είν’ η φωνή τους σαν
του λιονταριού το βρυχηθμό,
αλλά ο Θεός τα δόντια
τους συντρίβει.
11Πεθαίνουν όπως το
λιοντάρι,
όταν δε βρίσκει πια τροφή
και τα μικρά του
διασκορπίζονται.
Σύγκριση με τον ανόητο
θνητό
12Κάποτε έφτασε σ’ εμένα
ένα μήνυμα στα κρυφά,
ένα ελαφρό του ψίθυρο
συγκράτησε τ’ αυτί μου,
13τη νύχτα μέσα στ’
όνειρο,
που οι λογισμοί
μπερδεύονται
κι ο λήθαργος θανατερά
τυλίγει τους ανθρώπους.
14Φρίκη και τρόμος με
κυρίεψε
κι έτρεμε όλο το κορμί
μου.
15Φύσημα αχνό από το
πρόσωπό μου πέρασε,
μ’ έκανε σύγκορμο ν’
ανατριχιάσω.
16Στάθηκε μπρος μου μια
μορφή,
που δεν μπορούσα να την
καθορίσω·
κι ύστερα από μικρή σιωπή
άκουσα τη φωνή της:
17«Τάχα είναι δίκαιος ο
θνητός μπρος στο Θεό;
Είναι άμεμπτος ο άνθρωπος
μπρος στο δημιουργό του;
18Αφού ο Θεός δεν
εμπιστεύεται
ούτε και τους αγγέλους
του
και βρίσκει σφάλματα
ακόμα και σ’ εκείνους,
19πόσο μάλλον σ’ αυτά τα
χωματένια πλάσματα,
που προέρχονται από τη γη
και που μπορούν να
πατηθούν
σαν τα σκουλήκια,
20που μέσα σε μια μέρα
μπορούν ν’ αφανιστούν,
για πάντα να χαθούν,
χωρίς κανείς να το
προσέξει!
21Ο Θεός δίνει τέλος στη
ζωή τους·
πεθαίνουν και δεν ξέρουνε
το πως».
ΙΩΒ 5
1Καιη τώρα φώναξε! Να
δούμε ποιος θα σου απαντήσει;
Σε ποιον απ’ τους
αγγέλους θα στραφείς;
2Η οργή τον καταστρέφει
τον ανόητο,
τον άμυαλο το πάθος τον
σκοτώνει.
3Βέβαια είδα ανόητους να
ζουν στη σιγουριά,
μα ξαφνικά το σπίτι τους
γκρεμίστηκε.
4Χάνουνε τα παιδιά τους
κάθε στήριγμα
κι εξουθενώνονται μπροστά
στους δικαστές,
χωρίς κανείς να τα
βοηθήσει.
5Όσα ο ανόητος θέρισε,
τα τρώνε οι πεινασμένοι·
παίρνουν ακόμα κι όσα
είχανε
μέσα στ’ αγκάθια κρύψει·
χυμάνε στ’ αγαθά του
άπληστοι.
Προσφυγή στο Θεό
6Το κακό δεν φυτρώνει από
το χώμα,
ούτε βλασταίνει ο πόνος
απ’ τη γη·
7μα ο άνθρωπος δημιουργεί
τον πόνο του,θ
όπως δημιουργεί η φωτιά
τις σπίθες,
που στα ψηλά πηδάνε.
8Εγώ στη θέση σου στον
Κύριο θ’ απευθυνόμουν
και την υπόθεσή μου στο
Θεό θα την ανέθετα.
9Είναι τα έργα του μεγάλα
κι ανεξιχνίαστα
κι είν’ αναρίθμητα τα
θαύματά του.
10Αυτός στέλνει βροχή στη
γη
και με νερό ποτίζει τα
χωράφια,
11τους ταπεινούς υψώνει
και στους θλιμμένους
δίνει τη χαρά.
12Τα σχέδια των πανούργων
ματαιώνει
και στην αποτυχία οδηγεί
τα έργα τους.
13Κάνει να πιάνονται οι
σοφοί
μέσα στις πανουργίες
τους,
και ν’ ανατρέπονται όσα
οι ραδιούργοι λογαριάζουν.
14Μες στο καταμεσήμερο
τους δίνει τέτοια τύφλωση,
που ψηλαφώντας να
βαδίζουν,
σαν να ’ταν μαύρη νύχτα.
15Γλιτώνει τον αδύνατο
απ’ τις συκοφαντίες τους
κι από των ισχυρών τα
χέρια.
16Έτσι αποκτά ο αδύνατος
ελπίδα,
και του άδικου το στόμα
κλείνεται.
17Μακάριος ο άνθρωπος που
ο Κύριος τον παιδαγωγεί·
να μην καταφρονείς,
λοιπόν,
του Παντοδύναμου τη
νουθεσία.
18Γιατί αυτός πληγώνει,
αλλά και δένει την πληγή,
χτυπάει, αλλά τα χέρια
του γιατρεύουν.
19Από την κάθε δυστυχία
θα σε σώσει
όποτε κι αν αυτή σε βρει,
κι ούτε κακό κανένα θα σ’
αγγίξει.
20Στην πείνα, θα σε σώσει
από το θάνατο·
στον πόλεμο, από το
χτύπημα του ξίφους.
21Θα ’σαι προφυλαγμένος
απ’ της γλώσσας το μαστίγιο
κι άφοβος, όταν πλησιάζει
η καταστροφή.
22Τον όλεθρο θα τον
χλευάσεις και την πείνα,
και τα θεριά της γης
δε θα τα φοβηθείς.
23Ως και των χωραφιών οι
πέτρες
θα συμμαχήσουνε μαζί σου,
κι ειρήνη θα ’χεις με του
κάμπου τα θηρία.
24Θα νιώσεις πως με
ειρήνη ζεις
κάτω από τη σκηνή σου·
κι όταν πηγαίνεις να
κοιτάξεις τα λιβάδια σου,
δε θα σου λείπει ούτ’ ένα
ζωντανό.
25Θα δεις ν’ αυξάνουν οι
απόγονοί σου,
και να πληθαίνουν τα
βλαστάρια σου
σαν το χορτάρι του αγρού.
26Και θα μπεις μες στον
τάφο σε βαθιά γεράματα,
όπως οι θημωνιές που τις
στοιβάζουν στον καιρό τους.
27Βλέπεις, εμείς αυτά
βαθιά τα μελετήσαμε
κι είναι έτσι όπως σου τα
λέμε.
Προσεχτικά άκουσέ τα κι
επωφελήσου απ’ αυτά.
ΙΩΒ 6
Ο Ιώβ κατακρίνει τους
φίλους του
1Ο Ιώβ απάντησε:
2Αχ, να μπορούσε η οδύνη
μου να ζυγιστεί
κι όλες μου οι συμφορές
μαζί
στη ζυγαριά να μπούνε!
3Θα ’τανε πιο βαριές κι
από της θάλασσας την άμμο·
γι’ αυτό κι είναι τα
λόγια μου απερίσκεπτα.
4Του Παντοδύναμου τα βέλη
υπάρχουν μέσα μου
και το φαρμάκι τους
έχει το πνεύμα μου
ταράξει·
οι τρόμοι με
περικυκλώνουν του Θεού.
5Γαϊδούρι δεν φωνάζει
που ’χει τη χλόη δίπλα
του
ούτε μουγκρίζει ταύρος
πλάι στο ξερό χορτάρι
του.
6Αλλά πώς το άνοστο κι’
ανάλατο φαΐ
να φαγωθεί;
Και σαν ποια να ’χει
νοστιμιά
τ’ ωμό του αυγού τ’
ασπράδι;
7Καθώς τ’ αηδιαστικά
ετούτα φαγητά,
έτσι είναι και τα βάσανά
μου αφόρητα.
8Ας ήταν να ’χε η
προσευχή μου απόκριση,
να μου ’δινε ο Θεός αυτό
που του γυρεύω:
9Αν αποφάσιζε οριστικά να
μ’ εξοντώσει
το χέρι του ν’ απλώσει
και το νήμα μου να κόψει
της ζωής,
10τότε θα ’χα τουλάχιστον
ετούτη την παρηγοριά,
και θα πηδούσα από χαρά
μες στα δεινά
που μου ’δωσε να υποφέρω:
Πως δεν αθέτησα ποτέ μου
του Άγιου Θεού τις
προσταγές.
11Ποια δύναμη έχω να
μπορεί να με κρατήσει στη ζωή;
Μα και για ποιο σκοπό να
ζω,
όταν δεν έχω ελπίδα;
12Μήπως την αντοχή έχω
του βράχου,
ή μήπως από μέταλλο είν’
οι σάρκες μου;
13Κανένα στήριγμα μέσα
μου δεν υπάρχει·
κι έχει μακριά μου φύγει
κάθε βοήθεια.
14Ο απελπισμένος έχει
ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς,
το σέβας του για να μη
χάσει στον Παντοδύναμο.
15Οι φίλοι μου όμως με
ξεγέλασαν
καθώς τ’ απατηλά ποτάμια,
καθώς οι χείμαρροι που η
κοίτη τους στεγνώνει
όταν δε βρέχει πια.
16Όταν οι πάγοι και τα
χιόνια λιώνουν την άνοιξη,
ρέματα κατεβάζουν
θολωμένα.
17Μα με τις ζέστες του
καλοκαιριού στερεύουνε·
στην πύρα του ήλιου η
κοίτη τους μένει στεγνή.
18Την κοίτη ακολουθώντας
των χειμάρρων
τα καραβάνια βγαίνουν απ’
το δρόμο τους
ανοίγονται στην έρημο και
χάνονται.
19Τα καραβάνια απ’ την
Ταιμά
για τους χειμάρρους
αγναντεύουνε·
οι ταξιδιώτες από τη Σαβά
σ’ αυτούς ελπίζουν.
20Αλλά απογοητεύονται
κάθε φορά που μάταια
φτάνουν ως εκεί.
21Έτσι είσαστε κι εσείς
για μένα τώρα·
τη συμφορά μου την είδατε
και φρίξατε.
22Μήπως σας είπα κάτι να
μου δώσετε
ή να δωροδοκήσετε για
χάρη μου κανέναν
23ή να με σώσετε απ’ τα
χέρια του εχθρού
ή να μ’ εξαγοράσετε από
τα χέρια των τυράννων;
24Διδάξτε με, λοιπόν, κι
εγώ σωπαίνω·
δείξτε μου σε τι έσφαλα.
25Απ’ τα ειλικρινή σας
λόγια
έτοιμος είμαι να πεισθώ!
Μα εσείς μου λέτε
κατηγόριες
τέτοιες που δε με
πείθουνε,
γιατί δεν είν’ αληθινές.
26Σκοπεύετε να
κατακρίνετε τα λόγια μου;
Μα όσα ο απελπισμένος
λέει
είναι του ανέμου λόγια.
27Εσείς θα φτάνατε να
βάλετε στον κλήρο ένα ορφανό,
και να πουλήσετε τον ίδιο
σας το φίλο.
28Κοιτάξτε με κατάματα,
ψέματα δε σας λέω.
29Πάψτε πια τώρα να με
αδικείτε!
Σας ξαναλέω: σταματήστε!
Το δίκιο μου είναι
ολοφάνερο!
30Δεν είναι άδικα αυτά
που λέει η γλώσσα μου·
το στόμα μου μιλάει
μόνο για συμφορές.
ΙΩΒ 7
Ο Ιώβ παραπονείται στο
Θεό
1Τάχα του ανθρώπου η ζωή
πάνω στη γη
δεν είναι μια υποχρεωτική
θητεία;
Οι μέρες του δεν είναι
μέρες μισθωτού;
2Ο δούλος λαχταρά λίγη
σκιά,
ο κάθε εργάτης το μισθό
του περιμένει.
3Έτσι κι εγώ μήνες και
μήνες
πέρασα δίχως νόημα,
νύχτες ατέλειωτες
γεμάτες πόνο.
4Πλαγιάζω για να κοιμηθώ
και σκέφτομαι
πότε να σηκωθώ·
κι η νύχτα δεν τελειώνει·
ως την αυγή στριφογυρνάω
άυπνος.
5Σκουλήκια και κατάξερες
πληγές
σκεπάζουνε το σώμα μου·
το δέρμα μου σκίζεται και
πυορροεί.
6Οι μέρες μου τρέχουν πιο
γρήγορα
κι απ’ τη σαΐτα του
αργαλειού·
φεύγουν και χάνονται
χωρίς καμιά ελπίδα.
7Θυμήσου, Κύριε, πως η
ζωή μου
είναι μονάχα μια πνοή,
τα μάτια μου δεν
πρόκειται
να ξαναδούν την ευτυχία.
8Τα μάτια που με βλέπανε
δε θα με ξαναδούν.
τα μάτια σου θα με
ζητούν,
μα εγώ δε θα υπάρχω.
9Όπως το σύννεφο σκορπάει
και χάνεται,
έτσι κι όποιος στον άδη
κατεβαίνει
δεν ανεβαίνει πια·
10σπίτι του δεν
ξανάρχεται
κι ο τόπος του δεν τον
αναγνωρίζει.
11Λοιπόν δε θα κρατήσω
κι άλλο κλειστό το στόμα
μου·
μέσ’ απ’ την αγωνία της
καρδιάς μου θα μιλήσω,
μέσ’ απ’ την πίκρα της
ψυχής μου θα παραπονεθώ.
12Τι είμ’ εγώ; Θάλασσα ή
κήτος θαλασσινό
και μου ’βαλες φρουρά;ι
13Εκεί που λέω πως θα μ’
ανακουφίσει το κρεβάτι μου
και πως το στρώμα μου τον
πόνο μου θα τον πραΰνει,
14εσύ με εφιάλτες με
φοβίζεις
και με τρομάζεις με
οράματα.
15Έτσι έχω προτιμότερο
τον απαγχονισμό,
καλύτερο το θάνατο παρά
τον πόνο.
16Απαύδησα! Δεν πρόκειται
να ζήσω εγώ αιώνια.
Παράτησέ με! Μια πνοή
είν’ η ζωή μου όλη κι όλη.
17Τι είναι ο άνθρωπος
που τόσο να τον
λογαριάζεις
και τόση να του δίνεις
προσοχή;
18Κάθε πρωί να σκύβεις
πάνω του
και να τον δοκιμάζεις
κάθε στιγμή;
19Πότε θα σταματήσεις να
με παρακολουθείς,
και θα μ’ αφήσεις να
καταπιώ το σάλιο μου;
20Αν έσφαλα χωρίς να το
γνωρίζω,
εσένα σε τι σ’ έβλαψα, το
φύλακα του ανθρώπου;
Γιατί μ’ έβαλες στόχο
σου;
Τόσο σου είμαι βάρος;
21Την αμαρτία μου να
συγχωρήσεις δεν μπορείς;
την ανομία μου να
σβήσεις;
Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω
μες στο χώμα
κι αν με γυρεύεις, δε θα
υπάρχω πια.
ΙΩΒ 8
Ο Βιλδάδ βεβαιώνει για τη
δικαιοσύνη του Θεού
1Τότε είπε ο Βιλδάδ ο
Σουχίτης:
2Ως πότε έτσι θα μιλάς
και θα ’ναι τα λεγόμενά
σου
δίχως νόημα;
3Μήπως το δίκιο το
αντιστρέφει ο Θεός;
Μήπως στρεβλώνει ο
Παντοδύναμος τη δικαιοσύνη;
4Αν τα παιδιά σου
αμάρτησαν ενώπιόν του,
τους έκανε να υποστούνε
τις συνέπειες.
5Αλλά αν εσύ προσφύγεις
στο Θεό
και δεηθείς στον
Παντοδύναμο,
6αν είσαι καθαρός και
τίμιος,
σίγουρα τότε θα νοιαστεί
για σένα
και θ’ αποκαταστήσει
αντάξια το σπίτι σου.
7Η αρχική σου ευημερία
θα σου φανεί πολύ μικρή
μπρος στην πολύ μεγάλη
που σου μέλλεται.
8Ρώτησε τις προηγούμενες
γενιές
και πρόσεξε την πείρα των
προγόνων τους.
9Εμείς είμαστε χτεσινοί
και τίποτα δεν ξέρουμε·
πάνω στη γη σαν τη σκιά
περνά η ζωή μας.
10Αυτοί όμως θα σε
διδάξουν και θα σου μιλήσουν·
από την πείρα τους θ’
αντλήσουνε τα λόγια τους.
11Μπορεί έξω απ’ τους
βάλτους
να βλαστήσει ο πάπυρος;
Μπορεί χωρίς νερό
να μεγαλώσει το καλάμι;
12Ενώ είν’ ακόμα πάνω
στον ανθό του
και πριν να ’ρθεί ο
καιρός του να το κόψουνε,
χωρίς νερό ξεραίνεται
πριν από κάθε άλλο
χορτάρι.
13Έτσι συμβαίνει και σ’
εκείνους όλους
που το Θεό ξεχνούν·
και χάνεται του ασεβή η
ελπίδα.
14Η σιγουριά του είναι
μια λεπτή κλωστή,
είν’ η ελπίδα του ιστός
αράχνης.
15Αν στηριχτεί ο ασεβής
στο νήμα της αράχνης
να τον κρατήσει δεν
μπορεί·
κι αν γαντζωθεί απάνω του
εκείνο δεν θ’ αντέξει.
16Να τον, ο ασεβής, στον
ήλιο αντίκρυ, όλο χυμούς,
μέσα στον κήπο απλώνει τα
κλαδιά του.
17Τυλίγονται στις πέτρες
πάνω οι ρίζες του
και βρίσκει στήριγμα
ανάμεσα στους βράχους.
18Μ’ αν τον απομακρύνουν
απ’ τον τόπο του,
κανείς δε θα μπορεί να
πει
πού ήταν φυτεμένος.
19Τέτοια είν’ η μοίρα
καθώς βλέπεις, του ασεβή·
κι εκεί στη θέση του
άλλοι θα βλαστήσουν.
20Μα δε θ’ αφήσει ο Θεός
ποτέ τον ευσεβή,
ενώ βοήθεια στους κακούς
δεν πρόκειται να δώσει.
21Θα φέρει ο Θεός ξανά
το γέλιο, Ιώβ, στα χείλη
σου!
Το στόμα σου θα το
γεμίσει
κραυγές χαράς.
22Αυτοί όμως που σε
μισούν θα καταντροπιαστούνε·
κι η κατοικία των ασεβών
αύριο θα χαθεί.
ΙΩΒ 9
Αδυναμία του Ιώβ ν’
απαντήσει στο Θεό
1Ο Ιώβ αποκρίθηκε:
2Πως έτσι έχουν τα
πράγματα
καλά το ξέρω.
Μα πώς μπορεί ένας
άνθρωπος
να δικαιωθεί μπρος στο
Θεό;
3Αν κάποιος θα ’θελε μ’
αυτόν ν’ αντιδικήσει,
δε θα μπορούσε να του
απαντήσει
στις χίλιες ούτε μια
φορά.
4Είν’ ο Θεός σοφός στο
νου
κι έχει μεγάλη δύναμη·
ποιος θα του πάει ενάντια
και δε θα ζημιωθεί;
5Ξάφνου, χωρίς να το ’χει
πει,
μετατοπίζει τα βουνά·
και πάνω στο θυμό του τ’
αναποδογυρίζει.
6Κουνάει τη γη απ’ τον
τόπο της
και τρέμουν τα στηρίγματά
της.
7Δίνει στον ήλιο
προσταγή, κι αυτός δεν ανατέλλει·
τ’ αστέρια τα κλειδώνει
και δεν τ’ αφήνει να
φανούν.
8Αυτός μονάχος του τον
ουρανό τεντώνει
και περπατάει πάνω
στα κύματα της θάλασσας.
9Έφτιαξε τη Μεγάλη Άρκτο,
τον Ωρίωνα,
τις Πλειάδες και του
νότου τους αστερισμούς.
10Κάνει μεγάλα έργα κι
ανεξιχνίαστα
και θαύματα αναρίθμητα.
11Περνάει πλάι μου ο Θεός
και δεν τον βλέπω,
με προσπερνάει δίχως να
τον αισθανθώ.
12Παίρνει ό,τι θέλει,
ποιος μπορεί να τον
’μποδίσει;
Ποιος θα τολμήσει να του
πει:
«Ε, τι κάνεις εκεί;»
13Ο Θεός το θυμό του δεν τον
συγκρατεί·
στα πόδια του στέκουν
σκυμμένοι
της Ραάβ οι ακόλουθοι.
14Πώς, λοιπόν, θα
μπορούσα εγώ να του απαντήσω;
Ποια να διαλέξω λόγια να
του αντιταχθώ;
15Έχω δίκιο, μα δεν μπορώ
να το απαιτήσω.
Πώς να παρακαλέσω να μου
δείξει έλεος,
αυτός που έχει ήδη
αποφασίσει την καταδίκη μου;
16Ακόμα κι αν δεχότανε
μαζί μου να διαλεχθεί
μπορώ να πιστέψω πως θα
με άκουγε;
17Αυτός με τον
ανεμοστρόβιλο με συντρίβει,
και δίχως λόγο
μού πληθαίνει τις πληγές·
18αναπνοή να πάρω δε μ’
αφήνει,
με πίκρες μού γεμίζει τη
ζωή.
19Στη δύναμη να καταφύγω;
Αυτός είναι ο
δυνατότερος!
Να καταφύγω στη
δικαιοσύνη;
Ποιος θα θελήσει
να με καλέσει στο
δικαστήριο;
20Είμαι αθώος, είμαι
δίκαιος
μα ό,τι κι αν πω
μοιάζει να μ’ ενοχοποιεί,
να με καταδικάζει.
21-22Είμαι αθώος! Και τί
μ’ αυτό;
Για μένα πια δεν έχει
σημασία,
για τούτο και μιλώ.
Κι αν ήτανε να
διακινδυνεύσω τη ζωή μου,
όσο κι αν έχω δίκιο
αυτό δε με βοηθά.
Είτε αθώο είτ’ ένοχο,
ο Θεός θα μ’ αφανίσει.
23Όταν μια μάστιγα
θανατική ξεσπάει άξαφνα,
αυτός γελάει με την
αμηχανία των αθώων.
24Τη γη παρέδωσε στων
ασεβών τα χέρια
και τύφλωσε τους
δικαστές,
το δίκιο να μην μπορούνε
να το δουν.
Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’
το Θεό,
τότε από ποιον είναι;
25Τρέχουν οι μέρες μου
κι από δρομέα γοργότερα.
Φεύγουν· δε φέρνουν
τίποτα καλό.
26Γλιστρούν σαν βάρκες
από πάπυρο, ελαφρές,
σαν τον αητό που ορμάει
πάνω στη λεία του.
27Προσπαθώ να ξεχάσω την
οδύνη μου,
να διώξω του προσώπου μου
το πένθος
για να μοιάζω χαρούμενος.
28Όμως, τα βάσανά μου
συλλογιέμαι και τρομάζω·
γιατί το ξέρω πως δεν
πρόκειται
γι’ αθώο ο Θεός να με
παραδεχτεί.
29Λοιπόν με θέλει να ’μαι
ένοχος·
τότε γιατί μάταια να
κοπιάζω
αθώος να αποδειχτώ;
30Κι αν με νερό πλυθώ από
χιόνι,
κι αν μ’ αλισίβα καθαρίσω
τα χέρια μου,
31αυτός θα με βουτήξει
μες στη λάσπη,
έτσι που και τα ίδια μου
τα ρούχα να με σιχαθούν.
32Αχ, αν ήταν άνθρωπος ο
Θεός, όπως εγώ,
για να του απαντήσω
και ν’ αντιδικήσουμε!
33Τουλάχιστον αν υπήρχε
ανάμεσά μας διαιτητής,
το χέρι του να βάλει πάνω
και στους δυό μαςια
και να μας κρίνει!
34Τότε πια θα ’παυε ο
Θεός να με χτυπά
και δε θα τον φοβόμουν,
35θα του μιλούσα θαρρετά.
Μα στην περίπτωσή μου,
αυτός κρατάει την εξουσία
κι εγώ είμαι μόνος με το
δίκιο μου.
ΙΩΒ 10
Παράπονο του Ιώβ για την
κατάστασή του
1Σιχάθηκα τη ζωή μου·
και το παράπονό μου δε
διστάζω να το πω,
μέσ’ απ’ την πίκρα της
ψυχής μου να μιλήσω.
2Λέω στο Θεό: «Μη με
καταδικάσεις!
Δείξε μου, για ποιο
πράγμα με κατηγορείς.
3Υπάρχει λόγος να με
βασανίζεις;
Να ’χεις στην καταφρόνια
το έργο που δημιούργησες
και να ευνοείς τα σχέδια
των ασεβών;
4Ανθρώπινα είν’ τα μάτια
σου;
Βλέπεις κι εσύ καθώς οι
ανθρώποι βλέπουν;
5Είν’ η ζωή σου σαν του
ανθρώπου λιγοστή,
τα χρόνια σου σαν τα δικά
του χρόνια,
6και ψάχνεις συνεχώς
να βρεις την ανομία μου,
και ερευνάς ν’
ανακαλύψεις κάθε μου αμαρτία;
7Αφού καλά το ξέρεις πως
δεν είμαι ένοχος
και πως κανένας δεν
μπορεί
από τα χέρια σου να με
γλιτώσει.
8»Τα χέρια τα δικά σου με
σχημάτισαν
και μ’ έπλασαν·
και τώρα αυτά τα ίδια σου
τα χέρια
ζητάνε να με
καταστρέψουν;
9Θυμήσου, σε παρακαλώ,
πως από χώμα μ’ έπλασες·
και τώρα θέλεις πάλι να
με κάνεις χώμα;
10Καθώς το γάλα μ’
έχυσες,
και με σχημάτισες έτσι
όπως πήζουν το τυρί.
11Με ύφανες με κόκαλα και
τένοντες
και μ’ έντυσες με σάρκα
και με δέρμα.
12Ζωή μού χάρισες και σταθερή
αγάπη,
και στη ζωή με κράτησε η
φροντίδα σου.
13Μα τώρα ξέρω τι
σχεδίαζες για μένα
και τι κρυφά λογάριαζες:
14Αν αμαρτήσω, να με
πιάσεις
και να μη συγχωρήσεις την
παρανομία μου.
15Αλίμονό μου αν είμαι
ένοχος!
Κι αν είμαι αθώος πάλι
δεν τολμώ
να υψώσω το κεφάλι.
Ταλαίπωρος εγώ
και καταντροπιασμένος!
16Αν κάνω να σηκώσω το
κεφάλι,
σαν το λιοντάρι με
κυνηγάς
και με συνθλίβεις
με την περισσευούμενή σου
δύναμη.
17Έχεις πάντα εναντίον
μου καινούριους μάρτυρες,
η οργή σου πάνω μου
ολοένα και πληθαίνει·
μου επιτίθεσαι με νέες
συμφορές.
18»Γιατί απ’ τη μήτρα μ’
άφησες να βγω;
Θα πέθαινα και δε θα μ’
είχε δει
ανθρώπου μάτι.
19Θα ’τανε σαν να μην
υπήρξα,
κι απ’ τη κοιλιά στον
τάφο μου
θα ’χα μεταφερθεί.
20Λίγη μου μένει πια ζωή.
Πάρε από μένα τις
ταλαιπωρίες
κι άσε με λίγη ανάπαυση
να βρω,
21πριν πάω εκεί απ’ όπου
πια δε θα γυρίσω,
στου σκοταδιού τη χώρα
και της σκιάς,
22στη χώρα όπου βαθύτατο
σκοτάδι βασιλεύει και σύγχυση,
όπου ακόμα και το φως
είναι σαν το σκοτάδι!»
ΙΩΒ 11
Ο Σωφάρ κατηγορεί τον Ιώβ
1Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο
Νααμαθίτης.
2Αυτός ο χείμαρρος των
λόγων
θα μείνει αναπάντητος;
Όταν μιλάει κανείς πολύ
θα πει πως έχει δίκιο;
3Λες πως οι φλυαρίες σου
θα μας αποστομώσουν;
Πώς μπορείς τάχα να
χλευάζεις
χωρίς επίπληξη καμιά;
4Είπες ότι σωστά είναι τα
λόγια σου
και πως είσαι άμεμπτος
ενώπιον του Θεού.
5Αχ! Και να μίλαγε ο Θεός
ο ίδιος
και ν’ άνοιγε τα χείλη
του
για να σου απαντήσει όπως
σου πρέπει!
6Για να σου φανερώσει της
σοφίας τα μυστικά
αυτά που είναι πολύ βαθιά
για τη δική μας γνώση.
Τότε θα καταλάβαινες
πως παραβλέπει ο Θεός
πολλά απ’ τ’ ανομήματά σου.
7Θαρρείς ότι μπορείς τα
βάθη να νοήσεις του Θεού,
τα μυστικά να εξιχνιάσεις
του Παντοδύναμου;
8Είναι ψηλότερα κι από
τον ουρανό·
σαν τι μπορείς να κάνεις;
Και πιο βαθιά από τον
άδη·
να μάθεις τι μπορείς;
9Σ’ έκταση ξεπερνούν τη
γη,
κι είναι πλατύτερα, απ’
τη θάλασσα.
10Αν ο Θεός περάσει και
συλλάβει κάποιον,
και τονε φέρει μπρος στο
δικαστήριο,
ποιος μπορεί να του
αντισταθεί;
11Εκείνος που καλά
γνωρίζει τους πανούργους
δε θα μπορούσε να διακρίνει
το δόλο τους;
12Μα ο ανόητος, σοφός να
γίνει δεν μπορεί·
όπως δεν γίνεται ένα
άγριο γαϊδουράκι
ήμερο να γεννηθεί.ιβ
13Στρέψε, Ιώβ, την καρδιά
σου στο Θεό
και παρακλητικά σ’ αυτόν
τα χέρια σου άπλωσέ τα.
14Πρώτα όμως απ’ την
ανομία καθάρισ’ τα
και μην αφήσεις την
αδικία
άλλο στο σπίτι σου να
μένει.
15Τότε χωρίς καμιά ενοχή
θα τον κοιτάς στα μάτια το Θεό·
θα είσαι ακλόνητος
και δίχως διόλου φόβο.
16Τότε θα λησμονήσεις την
ταλαιπωρία σου·
θα ’ναι στη μνήμη σου
όπως τα νερά,
που κύλησαν και φύγαν.
17Θα γίνει φωτεινότερη η
ζωή σου
κι από τη λάμψη του
μεσημεριού,
κι οι σκοτεινές της ώρες
θα ’ναι
σαν τη λαμπρότητα του
πρωινού.
18Θα ζεις με ασφάλεια,
με μια καινούρια ελπίδα·
ακόμα και ταπεινωμένος
θα μπορείς ήσυχος να
κοιμάσαι.
19Θα πέφτεις για ν’ αναπαυτείς
και δε θα ’ναι κανείς να
σε τρομάξει·
απεναντίας, την εύνοιά
σου,
πολλοί θα τη ζητούν.
20Όμως οι ασεβείς θα
κουραστούν,
μάταια γυρεύοντας
βοήθεια·
η μόνη τους ελπίδα θα
’ναι ο θάνατος.
ΙΩΒ 12
Ο Ιώβ μιλάει για τη
δύναμη και τη σοφία του Θεού
1Ο Ιώβ απάντησε:
2Είσαστε, αλήθεια, πολύ
έξυπνοι!
Όταν εσείς πεθάνετε θα
λείψει κι η σοφία.
3Αλλά κι εγώ έχω σύνεση
όπως κι εσείς,
δεν είμαι διόλου
κατώτερός σας·
ετούτα όλα που είπατε
ποιος τάχα δεν τα ξέρει;
4Έγινα ο περίγελως των
φίλων μου, εγώ
που άλλοτε παρακαλούσα το
Θεό
κι εκείνος μου απαντούσε.
Περίγελως ο δίκαιος κι ο
άμεμπτος!
5Ο ευτυχισμένος σκέφτεται
πως στο δυστυχισμένο
ταιριάζει η περιφρόνηση.
Να σπρώξει δεν διστάζει
εκείνον που τα πόδια του
δεν τον βαστούν!
6Αλλά στα σπίτια των
ληστών καλά περνούν,
κι είναι ασφαλείς αυτοί,
που το Θεό εξοργίζουν·
κατάφεραν στη διάθεσή
τους να ’χουν το Θεό!
7Ωστόσο ρώτησε τα ζώα,
θα σε διδάξουν·
ρώτησε τα πουλιά
και θα σου πουν·
8μίλα στη γη
και θα σου δώσει μάθημα·
της θάλασσας τα ψάρια
θα σου διηγηθούνε.
9Ποιο απ’ όλα αυτά δεν
ξέρει
πως το ’πλασε το χέρι του
Θεού;
10Στο χέρι του είναι η
ζωή
κάθε πλάσματος ζωντανού,
και κάθε ανθρώπου η πνοή
προέρχεται απ’ αυτόν.
11Το αυτί διακρίνει τις
κουβέντες,
όπως καταλαβαίνει ο
ουρανίσκος
τη γεύση της τροφής.
12Λένε πως βρίσκεις στους
γερόντους τη σοφία,
στους ηλικιωμένους
σύνεση.
13Μα στο Θεό ανήκει όλη η
σοφία
κι όλη η σύνεση,
κι ακόμα έχει τη δύναμη
και ξέρει να ενεργεί.
14Ό,τι αυτός γκρεμίζει
δεν ξαναχτίζεται·
κι όποιον κλείσει στη
φυλακή
δε θα ελευθερωθεί.
15Κρατάει τη βροχή, κι
όλα ξεραίνονται·
ελευθερώνει τα νερά
και πλημμυρίζει η γη.
16Δική του είν’ η δύναμη
και η σοφία·
δικός του είναι κι
εκείνος που πλανιέται
κι εκείνος που πλανά.
17Αυτός κάνει τους
πρόκριτους
να περπατούν ξυπόλητοι,
και τους κριτές απομωραίνει.
18Την εξουσία των
βασιλιάδων καταλύει
και στην αιχμαλωσία τούς
οδηγεί.
19Κάνει τους ιερείς να
περπατούν ξυπόλητοι,
και προκαλεί των ισχυρών
την πτώση.
20Παίρνει το λόγο απ’
τους ρήτορες τους ικανούς
κι από τους γέροντες τη
σύνεση.
21Ρίχνει την καταφρόνια
πάνω στους άρχοντες
και παίρνει από τους
ισχυρούς την εξουσία.
22Γυμνώνει τις αβύσσους
απ’ τα σκότη τους
κι ό,τι βρισκόταν στη
σκιά
στο φως το φέρνει.
23Λαούς τούς ανυψώνει
ή τους καταστρέφει·
κάνει ένα έθνος ν’
απλωθεί
κι έπειτα να χαθεί.
24Παίρνει τη φρόνηση από
τους ηγεμόνες των λαών της γης,
και τους αφήνει να
περιπλανιούνται
σε δίχως μονοπάτια
ερημιές,
25να ψηλαφούνε δίχως φως
μες στο σκοτάδι,
και σαν τους μεθυσμένους
να παραπατούν.
ΙΩΒ 13
Ο Ιώβ υποστηρίζει την
ακεραιότητά του
1Να, λοιπόν, που όλ’ αυτά
τα ’δαν τα μάτια μου·
τ’ ακούσανε τ’ αυτιά μου
και τα κατάλαβα.
2Όλα όσα εσείς ξέρετε,
όμοια κι εγώ τα ξέρω·
κατώτερος δεν είμ’ εγώ
από σας.
3Εγώ όμως θέλω να μιλήσω
στον Παντοδύναμο,
να υπερασπιστώ τον εαυτό
μου
μπρος στο Θεό.
4Αλλά εσείς με ψέματα
την άγνοιά σας τη
σκεπάζετε
κι είσαστε όλοι σας
ψευτογιατροί.
5Μακάρι να σωπαίνατε!
Τότε μπορεί και να σας
παίρναν για σοφούς.
6Ακούστε λοιπόν τώρα την
απολογία μου,
στα λόγια μου δώστε την
προσοχή σας:
7Θαρρείτε πως
υπερασπίζεστε το Θεό
διαστρέφοντας τα
πράγματα,
και ψέματα για χάρη του
θα πείτε;
8Θα ’σαστε μεροληπτικοί
γι’ αυτόν,
και θα του γίνετε
συνήγοροι;
9Θα σας έβγαινε σε καλό
αν σας διερευνούσε;
Θα τον εξαπατούσατε, όπως
κανείς εξαπατά έναν άνθρωπο;
10Σίγουρα θα σας
τιμωρήσει αυστηρά
αν έστω και κρυφά
μεροληπτείτε.
11Δε σας τρομάζει η
μεγαλοσύνη του;
ο φόβος του δε σας
ταράζει;
12Τα σοφά λόγια σας είναι
καθώς η στάχτη·
τα επιχειρήματά σας
καταρρέουν
σαν σκεύη πήλινα.
13Σωπάστε εσείς, λοιπόν,
κι αφήστε με
να μιλήσω κι εγώ·
κι ας πέσουν πάνω μου οι
συνέπειες.
14Ας γίνει ό,τι θέλει.
Πρόθυμος είμ’ εγώ
να παίξω τη ζωή μου.
15Το μόνο πράγμα που
μπορώ να ελπίζω απ’ το Θεό,
είναι ο θάνατός μου.
Μα πριν πεθάνω,
μπρος του θα υπερασπιστώ
το δίκιο μου.
16Αυτό θα ’ναι για μένα η
σωτηρία μου,
γιατί κανένας άνομος δε
θα τολμούσε
μπροστά του να
εμφανιστεί.
17Και τώρα, ακούστε όσα
έχω να σας πω
και δώστε προσοχή σ’ αυτά
που θα σας εξηγήσω.
18Έτοιμος είμαι την
υπόθεσή μου
να υπερασπιστώ·
γιατί καλά το ξέρω πως
έχω δίκιο.
19Ποιος είναι που θα μ’
αποδείξει ένοχο;
Τότ’ εγώ θα σωπάσω
και το θάνατο θα δεχτώ.
20Μόνο δυο πράγματα
παραχώρησέ μου, Θεέ μου,
κι εγώ από μπροστά σου δε
θα κρυφτώ:
21Πάρε το χέρι σου από
πάνω μου,
ο φόβος σου να μη με
τρομάζει.
22Έπειτα, πάρε εσύ το
λόγο
κι εγώ θα σου
αποκρίνομαι·
ή εγώ να μιλήσω κι
απάντησέ μου εσύ.
23Πόσες είν’ οι ανομίες
κι οι αμαρτίες μου;
Τις παραβάσεις δείξε μου
και τα κρίματά μου.
24Γιατί το πρόσωπό σου
κρύβεις
κι εχθρό σου με θαρρείς;
25Θες να τρομάξεις ένα
φύλλο ανεμόδαρτο;
θες να τα βάλεις μ’ ένα
άχυρο ξερό;
26Μου καταμαρτυρείς
πικρές κατηγορίες
και μου καταλογίζεις τις
αμαρτίες της νιότης μου.
27Με περιορίζεις,
με παρακολουθείς όπου κι
αν πάω,
σημειώνεις ακόμα και τα
ίχνη μου.
28Καθώς το σάπιο ξύλο
καταστρέφομαι,
σαν ρούχο σκοροφαγωμένο.
ΙΩΒ 14
Ο Ιώβ στοχάζεται τη
συντομία της ζωής
1Αδύναμος και αβοήθητος
γεννιέται ο άνθρωπος
και λίγα χρόνια ζει
γεμάτα στενοχώριες.
2Σαν το λουλούδι ανθίζει
και έπειτα μαραίνεται·
φεύγει και χάνεται σαν τη
σκιά.
3Κι όλα αυτά Κύριε, εσύ,
τα παρακολουθείς!
Και με τραβάς σε δίκη να
με κρίνεις!
4Αλλά εσύ πρέπει να το
ξέρεις
πως ο άνθρωπος είν’
ακάθαρτος.
Και πως τίποτα καθαρό
δεν προέρχεται απ’ αυτόν.
5Αφού οι μέρες του είναι
μετρημένες,
κι αριθμημένοι από σένα
οι μήνες του,
αφού του έβαλες όρια
που να τα ξεπεράσει δεν
μπορεί!
6Πάρε απ’ αυτόν το βλέμμα
σου
για να μπορέσει να
ησυχάσει,
άσ’ του αυτή την ελάχιστη
χαρά μες στη ζωή.
7Ελπίδα έχει ακόμα κι ένα
δέντρο όταν κοπεί,
πως θα ξαναβλαστήσει
και πως ποτέ δε θα του
λείψουν οι τρυφεροί βλαστοί.
8Ακόμη κι αν η ρίζα του
γεράσει μες στη γη
και νεκρωθεί το κούτσουρο
μέσα στο χώμα,
9μόλις νιώσει νερό, θ’
αναβλαστήσει,
και σαν το νιόφυτο θα
βγάλει νέα κλαδιά.
10Μα ο άνθρωπος πεθαίνει,
κι ετούτο είναι το τέλος
του·
όταν το πνεύμα του τ’
αφήσει,
αυός πού θα βρεθεί;
11Μπορεί μια μέρα τα νερά
από τη λίμνη να χαθούνε,
και να στερέψουν τα
ποτάμια,
να ξεραθούν.
12Αλλά ο άνθρωπος
πεθαίνει
και δεν ξανασηκώνεται.
Πιο εύκολο είν’ ο ουρανός
να εξαφανιστεί
παρά ένας πεθαμένος να
ξυπνήσει
κι από τον ύπνο του να
σηκωθεί.
13Αχ, και να μ’ έκρυβες
στον άδη, Κύριε,
κι εκεί να μ’ άφηνες
κρυμμένον
ώσπου ο θυμός σου να
διαβεί,
και να μου όριζες τη μέρα
που θα με ξαναθυμηθείς.
14Αλλά εκείνος που
πεθαίνει,
γίνεται να ξανάρθει στη
ζωή;
Όλες τις μέρες της ζωής
μου
θα υπέμενα τις συμφορές,
αν έλπιζα πως θ’ άλλαζα
κατάσταση.
15Θα με καλούσες,
κι εγώ θα σου απαντούσα·
και θα ’χες πόθο για να
δεις, το πλάσμα σου.
16Θα πρόσεχες το κάθε
βήμα μου
μα δε θα μου κατέγραφες
τα κρίματα.
17Αντίθετα· τις
παραβάσεις μου
μέσα σε σάκο θα τις
σφράγιζες
και θα μου σκέπαζες κάθε
παρανομία.
18Βουνά γκρεμίζονται και
χάνονται
βράχοι απ’ τη θέση τους
μετακινούνται,
19τα νερά τρών’ ακόμα και
τις πέτρες·
κι η μπόρα παρασέρνει τα
χώματα της γης·
παρόμοια καταστρέφεις
του ανθρώπου την ελπίδα
εσύ.
20Ρίχνεις τον άνθρωπο στη
γη και χάνεται·
την όψη του παραμορφώνεις
με το θάνατο,
τον διώχνεις μακριά.
21Αν τα παιδιά του τα
τιμούν,
αυτός δεν το μαθαίνει·
αν τα καταφρονούν,
αυτός δεν ξέρει τίποτα.
22Μονάχα του κορμιού του
την οδύνη αισθάνεται,
μόνο γι’ αυτόν τον ίδιο
θλίβεται η ψυχή του.
ΙΩΒ 15
Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον
Ιώβ
1Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο
Ταιμανίτης.
2Γιατί ο σοφός με λόγια
κούφια αποκρίνεται;
γιατί να λέει κουβέντες
του αέρα;
3Γιατί ν’ απολογείται με
λόγια αταίριαστα
και μ’ ομιλίες ανώφελες;
4Εσύ όπως πας υπονομεύεις
την ευσέβεια
και κάθε στοχασμό
ευλαβικό τον καταστρέφεις.
5Τα λόγια σου τα
υπαγορεύει η ανομία σου
κι ας βρίσκεις τόσες
πονηριές
την αμαρτία σου ν’
αρνιέσαι.
6Τα ίδια σου τα λόγια σε
καταδικάζουν, όχι εγώ·
κι όλα όσα μαρτυρούν τα
χείλη σου
εις βάρος σου είναι.
7Μην είσαι τάχα εσύ ο
πρώτος που γεννήθηκε;
ή μήπως πλάστηκες εσύ
πρωτύτερα απ’ τα όρη;
8Μην τάχα πήρες μέρος
στου Θεού τη διάσκεψη;
μην έλαβες σοφία να
νιώθεις τα σχέδιά του;
9Τι ’ναι που ξέρεις κι
εμείς δεν το ξέρουμε;
σαν τι κατάλαβες εσύ
που εμάς μας είναι ξένο;
10Γέροντες είναι ανάμεσά
μας
ασπρομάλληδες,
πριν από τον πατέρα σου
γεννημένοι.
11Τόσο πολύ περιφρονείς
τις παρηγορίες που ο Θεός
σου στέλνει με τις
φρόνιμες κουβέντες μας;
12Γιατί με τόσο πάθος
αντιδράς
και στη ματιά σου
καθρεφτίζεται η οργή σου,
13όταν στρέφεις την πίκρα
σου
ενάντια στο Θεό,
και χύνονται τα λόγια σου
απ’ το στόμα σου ποτάμι;
14Θέλεις να υποστηρίξεις
πως μπορεί
άνθρωπος να βρεθεί που να
’ναι καθαρός,
άνθρωπος που να είναι
δίκαιος;
15Όταν δεν εμπιστεύεται
κανέναν από τους αγγέλους
του
όταν ακόμα κι οι ουρανοί
για κείνον καθαροί δεν
είναι,
16πόσο μάλλον ο βδελυρός
και διεφθαρμένος
άνθρωπος,
που τόσο φυσικά την
αδικία κάνει
λες και νεράκι πίνει!
17Θέλω, Ιώβ, να σε
διδάξω, άκουσέ με!
Θα σου εξιστορήσω αυτά
που είδα,
18εκείνα που μας μάθαν οι
σοφοί,
καθώς τα ’χανε πάρει απ’
τους προγόνους τους
και δεν τα κράτησαν
κρυμμένα!
19Σ’ εκείνους
αποκλειστικά η χώρα είχε δοθεί
τότε που αλλοεθνής κανείς
δεν είχε ανάμεσά τους
εισχωρήσει
να τους απομακρύνει απ’
το Θεό:
20Σ’ όλη του τη ζωή ο
καταπιεστής
από το φόβο τρέμει,
σαν σκέφτεται την
τελευταία μέρα του.
21Τρόμου φωνές μέσα στ’
αυτιά του ηχούν·
κι ενώ έχει ειρήνη,
βλέπει να πέφτει πάνω του
ο εξολοθρευτής.
22Για να ξεφύγει απ’ το
σκοτάδι δεν το ελπίζει·
βλέπει κιόλας το ξίφος
πάνω από το κεφάλι του να
κρέμεται.
23Βλέπει το σώμα του να
γίνεται
του γυπαετού τροφή,ιγ
ξέρει πως είναι έτοιμος
για την καταστροφή.
Του σκοταδιού η μέραιδ
τον παραλύει,
24η θλίψη κι η αγωνία τον
τρομάζουν.
Πάνω του ορμούν καθώς ο
βασιλιάς
που είν’ έτοιμος για
μάχη.
25Αυτή είν’ η μοίρα του
ανθρώπου
που τη γροθιά του υψώνει
στο Θεό
και προκαλεί τον
Παντοδύναμο.
26Ορμάει σκληροτράχηλος
ενάντια στο Θεό
προφυλαγμένος πίσω απ’ τη
βαριά, μεγάλη ασπίδα του.
27Στο πρόσωπό του
φαίνεται η υγεία
κι όλο το σώμα του γεμάτο
είναι σφρίγος.
28Σπίτια που να
κατοικηθούν δεν έπρεπε,
αυτός τα κατοικεί·
πόλεις που έπρεπε να
μείνουνε ερείπια,
αυτός τις ξαναχτίζει·
και δε φοβάται την κατάρα
που ’χουν απάνω τους.
Έτσι ενάντια στο Θεό
πηγαίνεις
και την οργή του
προκαλείς.
29Ό,τι κατέχει αυτός ο
άνθρωπος
δε διαρκεί πολύ·
πάνω σ’ αυτή τη γη ποτέ
δε θα πλουτίσει.
30Από τον σκοτεινό δε θα
ξεφύγει τον κόσμο των νεκρών.
Μοιάζει με δέντρο που η
φωτιά
καίει τα βλαστάρια του·
στο τέλος, του Θεού η
πνοή
θα τον πετάξει πέρα.
31Όποιος τον εαυτό του
ξεγελά
με πράγματα απατηλά,
δεν πρέπει ν’
απαγοητεύεται
που απατηλός θα είναι κι
ο μισθός του.
32Πριν φτάσει ακόμα η ώρα
του, θα μαραθεί σαν το κλαδί·
δε θα ’χει πια πράσινα
φύλλα.
33Καθώς το κλήμα,
άγουρους θα χάσει τους καρπούς του·
θα ’ναι σαν την ελιά
που ρίχνει τ’ άνθη της.
34Έτσι οι γενιές των
ασεβών
θα μείνουν άκληρες
και η φωτιά θα καταφάει
τα σπίτια τους
που χτίστηκαν μ’ άνομα
μέσα.
35Όποιος κυοφορεί κακό
τη δυστυχία γεννά·
ό,τι ωριμάζει μέσα του
θα τον απογοητεύσει.
ΙΩΒ 16
Παράπονα του Ιώβ για τις
ταλαιπωρίες που του δίνει ο Θεός
1Ο Ιώβ αποκρίθηκε:
2Λόγια καθώς αυτά, έχω
πολλές φορές ακούσει·
είσαστε όλοι θλιβεροί
παρηγορητές!
Μου λέτε:
3«Πότε τ’ αερολογήματά
σου θα τελειώσουν
και ποια η ανάγκη πάντα
ν’ απαντάς;»
4Κι εγώ θα ’ξερα να μιλώ
καθώς εσείς μιλάτε,
αν ήμουνα στη θέση σας
και στη δική μου εσείς.
Κι εγώ θα ’ξερα να σας
κατακλύζω
στα κύματα των λόγων μου
και να κουνάω σαν σοφός
την κεφαλή μου.
5Θα ’ξερα να σας εμψυχώνω
με τα λόγια μου
να σας παρηγορώ
μ’ άδειες κουβέντες.
6Ούτε μιλώντας αλαφρώνει
ο πόνος μου
ούτε σιωπώντας
λιγοστεύει.
7Ο Θεός πέτυχε το στόχο
του:
μου στέρησε όλους τους
δικούς μου.
8Το πρόσωπό μου το
ρυτιδωμένο
και το ισχνό κι
αποσκελετωμένο σώμα μου
μοιάζουν να μαρτυρούν την
ενοχή μου.
9Τα βλέμματά του
εξακοντίζει εναντίον μου,
τρίζει τα δόντια του
θυμό γεμάτος·
ένα προς ένα μου αποσπάει
τα μέλη μου.
10Οι αντίπαλοί μου με
περιγελούν,
προσβλητικά χτυπούν το
πρόσωπό μου,
συνάζονται κι ορμούνε
καταπάνω μου.
11Ο Κύριος στους ανόμους
με παρέδωσε
μ’ έριξε μες στων ασεβών
τα χέρια.
12Ήσυχος ζούσα κι αυτός
με συγκλόνισε,
μ’ άδραξε από τον
τράχηλο,
με σύντριψε
και μ’ έστησε για στόχο
του.
13Τα βέλη του ολούθε με
κυκλώνουν,
τρυπάει τα νεφρά μου
ανελέητα
και η χολή μου χύνεται
στη γη.
14Πληγές μού προξενεί
τη μια πάνω στην άλλη,
σαν τον πολεμιστή όπου
στα τείχη ορμά
ρωγμές ν’ ανοίξει.
15Τα ρούχα μου τα πένθιμα
έγιναν με το δέρμα μου
ένα,
και κείτομαι
εξουθενωμένος πάνω στο χώμα.
16Το πρόσωπό μου φλόγωσε
απ’ το κλάμα μου,
μαύρες σκιές
τα μάτια μου κυκλώνουν.
17Κι ωστόσο βία δεν
έπραξα
και καθαρή ήταν πάντα η
προσευχή μου.
18Ω γη, μην το σκεπάσεις
το αίμα μου,
ας μην κρυφτεί κι έτσι
πνιγεί η φωνή του.ιε
19Πρέπει να υπάρχει
κάποιος στον ουρανό
ώστε το δίκιο μου να
υποστηρίξει.
20Οι φίλοι μου μ’
εμπαίζουν,
κι εγώ με δάκρυα
στρέφομαι προς το Θεό.
21Πρέπει ο Θεός ο Φίλος
μου
το δίκιο μου να μου το
αποδώσει
και ν’ αντικρούσει
εκείνον,
τον Εχθρό Θεό.ις
22Μα σύντομα, γιατί η
αρίθμηση
των χρόνων μου τελειώνει
και θα ’μπω πια στο δρόμο
που δεν έχει γυρισμό.
ΙΩΒ 17
Ο Ιώβ γίνεται περίγελως
1Η ανάσα μου είναι
δύσκολη·
ζωή πια δε μ’ απόμεινε,
ο τάφος μου με καρτερεί.
2Ξέρω πως με
περιστοιχίζουν χλευαστές
κι απ’ τις πικρίες που με
ποτίζουν, ξαγρυπνάω.
3Ζητάς μια εγγύηση, Θεέ;
Γίνε εσύ ο εγγυητής μου.
Ποιος άλλος θα δεχότανε
για με να εγγυηθεί;
4Αφού απ’ το νου τους
έβγαλες τη φρόνηση
μην τους αφήσεις τώρα να
θριαμβεύσουν.
5Μη γίνεις σαν αυτόν που
λέει η παροιμία
ότι καλεί τους φίλους του
και τους μοιράζει δώρα,
ενώ τα μάτια των παιδιών
του
με τη λαχτάρα μένουνε.
6Έγινα ο περίγελως του
κόσμου·
εκείνος που τον φτύνουνε
στο πρόσωπο.
7Από τη λύπη θόλωσαν τα
μάτια μου
κατάντησα σκιά του εαυτού
μου.
8Όσοι θαρρούν πως είναι
δίκαιοι,
μπροστά στη δυστυχία μου
σκανδαλίζονται·
κι όσοι πιστεύουνε πως
είναι αθώοι
αγανακτούν και πωρωμένο
με θαρρούν.
9Μα όποιος στ’ αλήθεια
είναι δίκαιος
από των αλλονών τις
κρίσεις δεν κλονίζεται·
κι όποιος τα χέρια του
έχει καθαρά
νιώθει η πεποίθησή του να
στεριώνει.
10Όσο για σας, ελάτε
φίλοι μου,
ελάτε πάλι όλοι κοντά
μου.
Ωστόσο εγώ ανάμεσά σας
σοφό ούτ’ έναν δε θα βρω.
11Οι μέρες μου έφυγαν·
ναυάγησαν τα σχέδιά μου
κι οι πιο ακριβές μου
επιθυμίες.
12Κι όμως μου λένε οι
φίλοι μου
πως είναι μέρα η νύχτα
μου
και πως το φως είναι
κοντά,
ενώ σκοτάδια με τυλίγουν.
13Να κατοικήσω είν’ η
ελπίδα μου στον άδη
και στο σκοτάδι
το κλινάρι μου να στρώσω.
14Τον κρύο τάφο λέω
πατέρα μου,
μητέρα κι αδερφές μου, τα
σκουλήκια.
15Πώς είναι δυνατό λοιπόν
για ελπίδα να μιλά
κανείς;
Ποιος μπορεί να διακρίνει
ακόμα κι ένα ίχνος της;
16Θα καταποντιστεί κι
αυτή στα έγκατα του άδη
και θα ξαπλώσει μες στο
χώμα μ’ εμένα αντάμα.
ΙΩΒ 18
Ο Βιλδάδ περιγράφει την
τύχη του ασεβή
1Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο
Σουχίτης.
2Ως πότε εσείς δε θα
μιλάτε;
Σκεφτείτε, ώστε να
μιλήσουμε κι εμείς μετά.
3Γιατί ο Ιώβ σαν ζώα να
μας βλέπει;
Μήπως κι εσείς θαρρείτε
πως είμαστε ανόητοι;
4Εσύ, Ιώβ, τον εαυτό σου
μόνο
βλάφτεις με τη μανία σου.
Θέλεις ν’ αποδειχτεί το
δίκιο σου
ακόμα κι όλη αν χρειαστεί
να ερημωθεί η γη,
να μετατοπιστούν οι
βράχοι.
5Είναι αλήθεια πως το φως
σβήνει του ασεβή
κι η φλόγα πια δε λάμπει
στο παραγώνι του.
6Η φλόγα της ζωής του
λιγοστεύει στο λυχνάρι
κάτω απ’ τη στέγη του,
όμοια τελειώνει κι η
ευτυχία του.
7Η άλλοτε σίγουρη
περπατησιά του ταλαντεύεται,
πάνω στα ίδια του τα
σχέδια ο ασεβής σκοντάφτει.
8Τα πόδια του τον φέρνουν
μες σε δίχτυα,
κι ίσια πηγαίνει μες στα
βρόχια να πιαστεί.
9Το δόκανο απ’ τη φτέρνα
τον αρπάζει
και τον κρατάει σφιχτά η
θηλιά τον ασεβή.
10Στη γη κρυμμένο είν’ το
σκοινί
που θα τον πιάσει
και στο στρατί του μια
παγίδα τον καρτερεί.
11Ολόγυρά του φόβοι τον
τρομάζουν
και καταπόδι τον
κυνηγούν.
12Αυτός, που ήταν
δυνατός,
τώρα είναι πεινασμένος·
πλάι του στέκει η
αθλιότητα.
13Η αρρώστια φτάνει, του
θανάτου η θυγατέρα,
απάνω σ’ όλο θ’ απλωθεί
το σώμα του ασεβή
και θα του καταφάει το
δέρμα και τα μέλη.
14Απ’ του σπιτιού του θα
διωχτεί τη σιγουριά
για να τον φέρουνε σ’
αυτόν
που κυβερνά τον κόσμο του
θανάτου.
15Άλλοι τώρα θα κατοικούν
στο σπίτι του ασεβή,
που δεν του ανήκει πια·
θειάφιιζ θα σκορπιστεί
πάνω στην κατοικία του.
16Κάτω οι ρίζες του
ξεραίνονται,
πάνω πεθαίνουν τα κλαριά
του.
17Η θύμησή του χάνεται
απ’ τη χώρα,
το όνομά του δεν
ακούγεται
καθόλου στην περιοχή.
18Τον σπρώχνουν απ’ το
φως μες στο σκοτάδι
κι από την οικουμένη έξω
τον διώχνουνε τον ασεβή.
19Συγγένεια δεν θα ’χει
μέσα στο λαό του,
ούτε κανείς θα του έχει
μείνει απόγονος
στα μέρη που κατοίκησε.
20Θα εκπλαγούν και θα
τρομάξουν για τη μοίρα του
από τη δύση ως την
ανατολή.
21Αυτή ’ναι η μοίρα των
ανόμων.
Η ίδια και για τον καθένα
που η αδικία τον τραβά
και που Θεό δε
λογαριάζει.
ΙΩΒ 19
Ο Ιώβ πιστεύει ότι ο Θεός
θα τον δικαιώσει
1Ο Ιώβ απάντησε:
2Ως πότε θα με βασανίζετε
και με τα λόγια σας θα με
ταλαιπωρείτε;
3Μύριες φορές ως τώρα με
προσβάλατε
και που με βασανίζετε
δε νιώθετε ντροπή.
4Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια
ότι έσφαλα
το σφάλμα μου βαραίνει
μόνο εμένα.
5Μα εσείς θέλετε να μ’
εξουθενώσετε
ανώτεροι για να
αισθανθείτε,
κι απ’ τα παθήματά μου
πως φταίω ν’ αποδείξετε.
6Δε βλέπετε λοιπόν πως ο
Θεός με αδίκησε
και μ’ έχει μες στο δίχτυ
του μπλεγμένον;
7«Βοήθεια», φωνάζω, μα
κανείς
δε μου αποκρίνεται·
ζητάω το δίκιο μου,
κανείς δικαιοσύνη ν’
αποδώσει.
8Φράζει ο Θεός το δρόμο
μου
και να περάσω δεν μπορώ·
τα μονοπάτια μου τα
κρύβει στο σκοτάδι.
9Μου παίρνει όλον τον
πλούτο μου,
διασύρει την υπόληψή μου.
10Σα να ’μουν τοίχος με
γκρεμίζει απ’ όλες τις μεριές
και καταρρέω·
σαν δέντρο ξεριζώνει την
ελπίδα μου.
11Ξεσπάει του θυμού του η
φλόγα πάνω μου,
με λογαριάζει εχθρό του.
12Όλα του τα στρατεύματα
έρχονται μαζεμένα
και κατευθύνονται
εναντίον μου,
τριγύρω στη σκηνή μου
στρατοπεδεύουν.
13Τ’ αδέρφια μου από μένα
τ’ απομάκρυνε
ως να ’μουν άγνωστος μου
φέρνονται οι γνωστοί μου.
14Οι φίλοι μου κι οι
συγγενείς μου
μ’ εγκατέλειψαν·
εκείνοι που τους
φιλοξένησα με λησμονήσαν.
15Οι υπηρέτριές μου ξένο
με λογαριάζουνε
και σαν αλλόφυλο με
βλέπουν.
16Καλώ τον υπηρέτη μου
κι αυτός δεν αποκρίνεται,
κάθε φορά που τον
χρειάζομαι
θα πρέπει να τον ικετεύω.
17Δεν υποφέρει την ανάσα
μου
η γυναίκα μου
ούτε τ’ αδέρφια μου την
αποφορά μου.
18Και τα μικρά παιδιά
ακόμα
δεν με σέβονται·
όταν με δυσκολία
σηκώνομαι,
με περιπαίζουν.
19Οι πιο στενοί μου φίλοι
με σιχαίνονται,
κι είναι εναντίον μου
εκείνοι
που τους αγαπούσα.
20Πετσί και κόκαλο
έμεινα·
το πρόσωπό μου μοιάζει με
κρανίο.ιη
21Αχ, λυπηθείτε,
λυπηθείτε με, εσείς φίλοι μου!
Το χέρι του Θεού μ’ έχει
χτυπήσει.
22Γιατί μου φέρεστε κι
εσείς σκληρά όπως ο Θεός;
Τάχα δε μ’ έχετε αρκετά
ως τώρα τυραννήσει;
23Αχ, ας γινόταν να
γραφτούν τα λόγια μου
και σε βιβλίο να
καταχωριστούνε!
24Ή σ’ ένα βράχο με
κοπίδι να χαραχτούν
και με χυτό μολύβι
να γεμίσουνε τα γράμματα
ώστε να μείνουν ανεξίτηλα
για πάντα.
25Μα όχι! Ξέρω πως ζει ο
Θεός, ο υπερασπιστής μου,
και πως θα πει τον
τελευταίο λόγο εδώ στη γη.
26Τώρα που ’χει
κουρελιαστεί το δέρμα μου
και σάρκα δεν υπάρχει πια
πάνω στα κόκαλά μου,
τώρα θέλω να δω το Θεό.
27Τώρα, και με τα ίδια
μου τα μάτια
θέλω να τον δω,
αυτόν τον ίδιο κι όχι
άλλον, ξένο.
Τα σωθικά μου λιώνουν, μ’
ετούτη τη λαχτάρα.ιθ
28Εσείς στοχάζεστε πώς να
με κατατρέξετε
και ποια αιτία να βρείτε
για να μου ρίξετε μομφή.
29Αλλά θα πρέπει εσείς το
ξίφος να φοβάστε
γιατί η μανία σας αξίζει
θάνατο.
Και μην ξεχνάτε πως
κριτής είν’ ο Θεός.
ΙΩΒ 20
Ο Σωφάρ περιγράφει το
μέλλον του ασεβή
1Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο
Νααμαθίτης.
2Θύελλα μέσα στη καρδιά
μου έχει ξεσπάσει.
Μέσα μου βράζει, άλλο δεν
μπορώ να κρατηθώ.
3Ο έλεγχός σου που άκουσα
με πρόσβαλε·
αλλά το συνετό μου πνεύμα
την απάντηση μου
υπαγορεύει τη σωστή.
4Καλά το ξέρεις πως από
παλιά,
απ’ όταν έβαλε ο Θεός
πάνω στη γη τον άνθρωπο,
5ο θρίαμβος των κακών
πολύ δεν διαρκεί·
κι είναι του ασεβή η χαρά
για μια στιγμή μονάχα.
6Κι αν είν’ ακόμα ικανός
ως τα ουράνια να υψωθεί
και το κεφάλι του τα
σύννεφα ν’ αγγίξει,
7πρέπει να κατεβεί στο
λάκο,
σαν τις ακαθαρσίες του
κι οριστικά ν’ αφανιστεί.
Κι όσοι τον ήξεραν θ’
αναρωτιούνται
πού να είναι.
8Θα σβήσει καθώς τ’
όνειρο ο ασεβής
και πια δε θα τον
βρίσκουν·
σαν νυχτερινή οπτασία θα
χαθεί.
9Τα μάτια που τον έβλεπαν
δε θα τον ξαναδούνε,
και θα τον χάσει ο τόπος
όπου έμενε.
10Θ’ αναγκαστούν να
ζητιανεύουν τα παιδιά του,
γιατί θα πρέπει να
επιστρέψει αυτός τον πλούτο,
που μ’ αδικίες απέκτησε.
11Ήταν το σώμα του γεμάτο
σφρίγος νεανικό,
μα τώρα κείνη η ικμάδα
μαζί του μες στο χώμα
κείτεται.
12Είν’ η κακία στο στόμα
του γλυκιά, του ασεβή,
κάτω απ’ τη γλώσσα την
κρατά
13και την αφήνει εκεί
αργά να λιώνει,
ώστε η απόλαυση πολύ να
διαρκεί.
14Μα γίνεται πικρή μες
στο στομάχι του,
μέσα του αλλάζει σε
φαρμάκι οχιάς.
15Τα πλούτη τα κλεμμένα
που κατάπιε θα τα βγάλει·
θα του τα πάρει πίσω με
τη βία ο Θεός
ως και το τελευταίο
υπόλοιπο.
16Ό,τι ρουφούσε ήτανε του
αστρίτη το φαρμάκι,
θανατηφόρο σαν το δάγκωμα
οχιάς.
17Δεν θα ζήσει να δει της
χώρας του τα πλούτη,
το μέλι και το βούτυρο
που θα κυλούν ποτάμι.
18Δε θ’ απολαύσει ο
ασεβής όσα με κόπο κέρδισε
και τ’ αγαθά απ’ τις
συναλλαγές του δε θα τα γευτεί·
19επειδή καταπίεζε τους
φτωχούς
και δε νοιαζότανε γι’
αυτούς.
Άρπαζε σπίτια, αντί να
τους τα χτίζει.
20Η απληστία του ασεβή δεν
έχει όρια,
κι ωστόσο με τους
θησαυρούς του
δε νιώθει ασφαλής.
21Απ’ την αδηφαγία του
τίποτα δε γλιτώνει,
γι’ αυτό ποτέ δεν είναι
ευτυχής.
22Μέσα στην αφθονία θα
στερείται·
η αθλιότητα θα πέσει
απάνω του βαριά.
23Θα ’χει αρκετά για να
γεμίσει την κοιλιά του,
όταν τη φοβερή του οργή ο
Θεός
θα ρίξει σαν χαλάζι πάνω
του·
από το γεύμα αυτό
επιτέλους θα χορτάσει.
24Ακόμα κι αν γλιτώσει
από το ατσάλινο σπαθί,
χάλκινο τόξο θα τον ρίξει
κάτω.
25Το βέλος το κορμί του
ασεβή διαπερνά,
βγαίνει απ’ τη ράχη του,
απ’ την αστραφτερή του
αιχμή το αίμα στάζει·
και τότε τρόμος τον
κυριεύει θανατερός.
26Γι’ αυτόν φυλάγονται
όλα τα σκοτάδια·
φωτιά, που χέρι ανθρώπινο
δεν άναψε
θα τον καταβροχθίσει·
στάχτη θα κάνει καθετί
που στη σκηνή του
απόμεινε.
27Θα φανερώσουν οι
ουρανοί την ανομία του,
και θα ξεσηκωθεί η γη
να τον κατηγορήσει.
28Τα πλούτη του σπιτιού
του θα χαθούν,
θα διασκορπιστούνε,
τη μέρα της οργής του
Θεού.
29Αυτή είν’ η ανταπόδοση
που θα ’χει ο ασεβής,
αυτός ο κλήρος, που από
το Θεό τού ορίστηκε.
ΙΩΒ 21
Ο Ιώβ παρουσιάζει την
ευημερία του ασεβή
1Ο Ιώβ απάντησε:
2Ακούστε, δώστε προσοχή
στα λόγια μου,
κι ετούτο ας είναι η
παρηγόρια σας σ’ εμένα.
3Κάντε υπομονή ώσπου να
μιλήσω,
κι όταν θα ’χω μιλήσει
ειρωνευθείτε με.
4Μήπως ενάντια σ’ άνθρωπο
παραπονιέμαι;
Έτσι έχω κάθε λόγο να
’μαι ανυπόμονος.
5Κοιτάξτε με και θα
τρομάξετε
και θ’ απομείνετε
απορημένοι και βουβοί.
6Όταν το σκέφτομαι τα
γόνατά μου λύνονται
και φρίκη με κυριεύει.
7Γιατί ο Θεός αφήνει να
ζουν οι ασεβείς,
να φτάνουν ως τα γερατειά
και τ’ αγαθά τους να
πληθαίνουν;
8Βλέπουνε να στεριώνουνε
μαζί τους τα παιδιά τους,
να μεγαλώνουν μπρος στα
μάτια τους
τα εγγόνια τους.
9Ζούνε στα σπίτια τους
σιγουρεμένα, δίχως φόβο,
και το μαστίγιο του Θεού
δεν πέφτει πάνω τους.
10Πάντα είναι σφριγηλός
και γόνιμος ο ταύρος τους·
η αγελάδα τους χωρίς
αποβολές γεννάει.
11Αφήνουνε να τρέχουν
λεύτερα τα παιδιά τους
σαν τα πρόβατα
κι ολόχαρα χορεύουνε τα
νιάτα.
12Τραγούδια λέν’ με
τύμπανα και με κιθάρες,
και με τον ήχο της
φλογέρας χαίρονται.
13Περνούν ευτυχισμένα τη
ζωή τους
κι ανώδυνα πεθαίνουν μέσα
σε μια στιγμή.
14Ωστόσο λένε στο Θεό:
«Άσε μας ήσυχους!
Δε θέλουμε να μάθουμε το
θέλημά σου.
15Τόσο είσαι παντοδύναμος
ώστε να σε υπακούμε;
Τι θα κερδίσουμε σ’ εσένα
αν προσευχόμαστε;»
16Θαρρούνε πως η ευτυχία
είναι στο χέρι τους.
Μακριά από μένα, ωστόσο,
τέτοιου είδους λογισμοί.
17Είδες ποτέ να σβήνει το
λυχνάρι
της ζωής των ασεβών;
είδες ποτέ να τους
χτυπήσει δυστυχία;
Πότε τους ετιμώρησε μες
στο θυμό του ο Θεός;
18Πότε γίνανε τάχα σαν
άχυρο στον άνεμο;
πότε σαν να ’ταν σκύβαλα
τους άρπαξε η καταιγίδα;
19Εσείς λέτε πως ο Θεός
φυλάει για τα παιδιά
την τιμωρία που ταιριάζει
στον πατέρα.
Αλλά δεν είν’ αυτό σωστό.
Όχι! Ο ίδιος ο ένοχος,
πρέπει να τιμωρείται·
για να του γίνει μάθημα.
20Να δει με τα ίδια του
τα μάτια
την καταστροφή του,
κι απ’ την οργή
του Παντοδύναμου να πιει.
21Δε νοιάζεται τι μέλλει
στα παιδιά του,
μετά το θάνατό του, να
συμβεί.
22Μα είν’ ανάγκη το Θεό
να τον διδάξουμε,
αυτόν που κρίνει ως και
τους αγγέλους;
23Ο ένας σε καλή
διατηρείται υγεία
μέχρι την τελευταία του
στιγμή·
24έχει γερά, καλοθρεμμένα
μέλη
και κόκαλα όλο δύναμη.
25Κι ο άλλος πεθαίνει με
την πίκρα στην ψυχή,
γιατί ποτέ δε χάρηκε την
ευτυχία.
26Κι οι δυο στο χώμα
βρίσκονται θαμμένοι·
στρατιές σκουλήκια τούς
σκεπάζουν και τους δύο.
27Ω! Ναι, ξέρω καλά τι
συλλογίζεστε
και τις πανούργες σκέψεις
σας για μένα.
28Ρωτάτε: «Πού κατέληξε
ο πλούσιος ο άνομος;
το σπίτι του τι τάχα έχει
απογίνει;»
29Μα δε ρωτάτε τους
ταξιδεμένους;
κι όσα διηγούνται δεν τ’
ακούσατε;
30Τη μέρα της καταστροφής
γλιτώνει ο ασεβής,
τη μέρα της οργής
ξεφεύγει.
31Ποιος θα τολμήσει κατά
πρόσωπο
να του ελέγξει τη
διαγωγή;
και ποιος αυτά που έπραξε
να του τ’ ανταποδώσει;
32Όταν πεθάνει, με πομπή
μεγάλη τον κηδεύουν
και βάζουνε στον τάφο του
τιμητική φρουρά.
33Πολλοί πηγαίνουνε
μπροστά απ’ το φέρετρό του
κι άλλοι αναρίθμητοι
ακολουθούν.
Ακόμα και το χώμα είν’
ελαφρό από πάνω του.
34Κι ύστερα εσείς κάθεστε
και μου λέτε
ανόητες παρηγοριές.
Όλα όσα αραδιάζετε είν’
ένα ψέμα.
ΙΩΒ 22
Ο Ελιφάζ κατακρίνει τον
Ιώβ για μεγάλη ασέβεια
1Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο
Ταιμανίτης.
2Μπορεί τάχα ο άνθρωπος
χρήσιμος να ’ναι στο Θεό;
Μονάχα τον εαυτό του
μπορεί να ωφελήσει,
αν έχει φρόνηση.
3Τι έχει να ωφεληθεί ο
Παντοδύναμος,
αν είσαι δίκαιος εσύ;
Κι αν έχεις άψογη ζωή
εκείνος τι κερδίζει;
4Μήπως θαρρείς πως επειδή
είσαι ευσεβής
γι’ αυτό σε τιμωρεί
και σε δικάζει;
5Όχι γι’ αυτό, αλλά
επειδή μεγάλη είν’ η κακία σου
κι οι ανομίες οι δικές
σου
δε μετριούνται.
6Πήρες παράνομο ενέχυρο
απ’ το φτωχό συμπατριώτη σου
και το μοναδικό
του στέρησες το ρούχο.
7Δεν πότισες νερό τον
διψασμένο
κι αρνήθηκες στον
πεινασμένο το ψωμί.
8Επειδή είσαι ισχυρός
κυρίεψες όλη τη χώρα.
κι είχες το θράσος
να εγκατασταθείς σ’
αυτήν.
9Αρνήθηκες τις χήρες να
βοηθήσεις
κι εκμεταλλεύτηκες
τα απροστάτευτα ορφανά.
10Γι’ αυτό και σε
κυκλώνουνε παγίδες
και σε ταράζει φόβος
ξαφνικός.
11Τόσο πολύ σκοτείνιασε
γύρω σου που δε βλέπεις·
και σε σκεπάζουνε
πλημμύρα τα νερά.
12Δε βρίσκεται τάχα ο
Θεός πάνω ψηλά στους ουρανούς;
Και δες σε πόσο ύψος
είναι τ’ άστρα!
13Για τούτο κι εσύ λες:
«Τάχα τι ξέρει ο Θεός;
μπορεί μέσ’ απ’ τα
σκοτεινά σύννεφα
να μας κρίνει;»
14Λες πως τα νέφη τα
πυκνά δεν τον αφήνουνε να δει,
καθώς τις άκρες τ’
ουρανού
τις γυροφέρνει;
15Θέλεις τους δρόμους τους
παλιούς ν’ ακολουθήσεις,
που βάδισαν οι άνομοι;
16Αυτοί οι άνθρωποι
χάθηκαν πριν την ώρα τους
και τα θεμέλια τους
ο χείμαρρος τα πήρε.
17Λέγανε στο Θεό: «Φύγε
μακριά μας!»
και «τι μπορεί να κάνει
για μας ο Παντοδύναμος;»
18Κι όμως, αυτός γέμιζε
μ’ αγαθά τα σπίτια τους.
Αλλά μακριά επίσης κι από
μένα
τέτοιου είδους λογισμοί.κ
19Οι δίκαιοι βλέπουνε την
πτώση των κακών
και χαίρονται.
Τους ειρωνεύονται οι
αθώοι:
20«Να που χαθήκαν όσα
απόκτησαν οι εχθροί μας
κι ό,τι απόμεινε απ’
αυτούς
το ’φαγε η φωτιά».
21Λοιπόν σταμάτα σαν
εχθρό να βλέπεις το Θεό!
Κάνε μαζί του ειρήνη κι
έτσι την ευτυχία θα βρεις.
22Δέξου τη διδαχή απ’ το
στόμα του
και θρόνιασε τα λόγια του
μες στην καρδιά σου.
23Γύρισε πίσω στον
Παντοδύναμο
και θα σε ανορθώσει.
Διώξε μακριά την αδικία
από το σπίτι σου,
24πέταξε το χρυσάφι σου
στο χώμα
και ρίξε στα χαλίκια των
χειμάρρων το μάλαμα της Οφείρ.
25Και θα ’ναι ο
Παντοδύναμος χρυσάφι σου
κι ασήμι σου σωρός.
26Τότε στον Παντοδύναμο
θα βρίσκεις αγαλλίαση
και θα κοιτάς μ’
εμπιστοσύνη το Θεό.
27Θα τον παρακαλείς κι
αυτός θα σε ακούει·
κι εσύ θα εκπληρώνεις
ό,τι του έταξες.
28Ό,τι αποφασίζεις θα το
πετυχαίνεις
και φως θα καταυγάζει
τα μονοπάτια σου.
29Σ’ αυτούς που ’χουν
καταβληθεί
θα μπορείς να τους λες να
σηκωθούνε,
γιατί τον συντριμμένο
τον σώζει ο Θεός.
30Θα ελευθερώσει ακόμα
και τον ένοχο·
για χάρη σου, αν η ζωή
σου είν’ καθαρή,
θα τον λυτρώσει.κα
ΙΩΒ 23
Ο Ιώβ ζητάει να κριθεί η
υπόθεσή του ενώπιον του Θεού
1Ο Ιώβ αποκρίθηκε:
2Μ’ όλο που προσπαθώ τους
στεναγμούς μου να τους πνίξω,
δεν μπορώ στον εαυτό μου
να επιβληθώ.
3Αχ, να ’ξερα το Θεό πού
να τον βρω
και πώς κοντά στο θρόνο
του
να φτάσω!
4Τότε θα έφερνα το δίκιο
μου μπροστά του,
θα γέμιζα το στόμα μου
μ’ επιχειρήματα.
5Ήθελα να ’ξερα τι θα μου
αποκρινόταν·
να ’βλεπα σαν τι θα ’χε
να μου πει.
6Θα ’βαζε όλη του τη
δύναμη να μ’ αντικρούσει;
Όχι· μόνο θα μ’ άκουγε με
προσοχή.
7Ξεκάθαρα μαζί του θα
μιλούσα
σαν κάποιος που είναι
άμεμπτος·
θα μου αναγνώριζε το
δίκιο μου
κι αυτός ακόμα,
που ’ναι ο κριτής μου.
8Αλλά πηγαίνω στην
ανατολή
κι αυτός δεν είν’ εκεί·
στη δύση πάω, μα δεν τον
βρίσκω.
9Και τον γυρεύω στο
βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·
γυρνώ στο νότο
και δεν τον διακρίνω.
10Κι όμως αυτός ξέρει το
δρόμο
που βαδίζω εγώ·
κι όταν με δοκιμάσει θα
με βρει
σαν καθαρό χρυσάφι.
11Ακολουθώ πιστά τα
βήματά του·
τις εντολές του τήρησα
χωρίς παρέκκλιση καμιά.
12Δεν έφυγα μακριά απ’
τις προσταγές του·
τα λόγια του μες την
καρδιά μουκβ τα ’κρυψα.
13Ωστόσο αυτός, μονάχα
αυτός αποφασίζει!
Ποιος τάχα θα του
αντιταχθεί;
Αυτό που επιθυμεί, αυτό
και κάνει.
14Θα εκπληρώσει ό,τι
αποφάσισε για μένα
κι ακόμα τόσα σχέδια που
μου ’χει φυλαγμένα.
15Γι’ αυτό με παραλύει η
παρουσία του
κι όσο το συλλογίζομαι
πιότερο τον φοβάμαι.
16Ο Θεός μού πήρε την
απαντοχή μου,
η δύναμή του με
τρομοκρατεί.
17Αυτός μ’ εξουθενώνει,
όχι το σκότος,
κι ας είναι γύρω μου
πυκνό
και δεν μπορώ να δω.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα
Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου