Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016
ΙΩΒ - Κεφάλαια - 24 - 41
Γιατί ο Θεός αφήνει
ασύδοτους τους αμαρτωλούς;
1Γιατί δεν καθορίζει ο
Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό,
ώστε οι δικοί του να τον
δούνε
πώς δικάζει;
2Οι άδικοι μετακινούν τα
σύνορα
των χωραφιών,
ξένα κοπάδια αρπάζουνε
και στους δικούς τους
κάμπους
τα βοσκάνε.
3Παίρνουνε το γαϊδούρι
απ’ τα ορφανά,
από τη χήρα αρπάζουν για
ενέχυρο το βόδι.
4Παραμερίζουν τους
φτωχούς στο δρόμο
κι όλους τους άπορους της
χώρας
τους αναγκάζουνε να
καταχωνιαστούν.
5Και να που οι άμοιροι,
σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια,
στην έρημο τραβούν απ’
την αυγή για να δουλέψουν,
να βρουν τροφή.
Και περιμένουν απ’ την
έρημο να θρέψει τα παιδιά τους.
6Μαζεύουν ό,τι απ’ το
θέρο απόμεινε
στου πλούσιου το χωράφι
κι ό,τι απ’ τον τρύγοκγ
απόμεινε στ’ αμπέλι του.
7Γυμνοί περνούν τη νύχτα
τους
και δίχως σκέπασμα,
από την παγωνιά να τους
φυλάξει.
8Μουσκεύουν πάνω στα
βουνά απ’ τις νεροποντές,
στους βράχους πλάι
στριμώχνονται
για να προστατευτούνε.
9Αρπάζουνε το βρέφος που
θηλάζει
οι άδικοι από τη χήρα
μάνα του
και παίρνουν από το φτωχό
για ενέχυρο το ρούχο.
10Έτσι οι φτωχοί δεν
έχουν να ντυθούν·
γυμνοί πορεύονται
κι ενώ πεινούν,
φορτώνονται των πλούσιων
τα δεμάτια.
11Στων πλούσιων τα
λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι,
στα πατητήρια τους πατούν
κι ωστόσο αυτοί διψούν.
12Στις πολιτείες οι
δύστυχοι στενάζουν,
των πληγωμένων φθάνει ο
ρόγχος στον ουρανό.
Μα ο Θεός δεν νοιάζεται
για όλον αυτό τον παραλογισμό.
13Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’
αυτά, εχθρεύονται το φως,
τους δρόμους τους δικούς
του
δεν τους ξέρουν
κι ούτε βαδίζουνε στα
μονοπάτια του.
14Στο χάραμα σηκώνεται ο
φονιάς,
σκοτώνει τον φτωχό και
τον αδύναμο,
και γίνεται τη νύχτα
κλέφτης.
15Βλέπει ο μοιχός πότε το
σούρουπο θα ’ρθεί·
κάλυμμα ρίχνει μπρος στο
πρόσωπό του
κι έτσι νομίζει πως
κανείς δε θα τον δει.
16Τη νύχτα οι κλέφτες
μπαίνουν μες στα σπίτια
αλλά τη μέρα κρύβονται
και τ’ αποφεύγουνε το
φως.
17Για όλους αυτούς η μέρα
αρχίζει
όταν νυχτώνει
και το σκοτάδι τρόμο δεν
τους προκαλεί.
18Τους ασεβείς τους
παίρνει το ποτάμι,
καταραμένα είν’ τα
χωράφια τους·
στ’ αμπέλια τους δε θα
γυρίσει πια κανείς.
19Όπως το χιόνι ο
καύσωνας το λιώνει
και το ρουφάει η ξεραμένη
γη,
έτσι κι ο άδης καταπίνει
αυτόν που αμάρτησε.
20Τον λησμονάει ακόμα κι
η ίδια του η μάνα
και γίνεται των
σκουληκιών τροφή.
Κανένας πια για κείνον δε
μιλάει.
Έτσι σαν δέντρο η αδικία
έχει κοπεί.
21Κι αυτά επειδή άσκημα
φέρθηκε στις στείρες
και άφησε τις χήρες
ανυπεράσπιστες.
22Μα έχει ο Θεός τη
δύναμη
τους ισχυρούς να τους
σαρώνει·
ορθώνεται κι εκείνοι
χάνουν
κάθε βεβαιότητα ζωής.
23Κάποτε τους αφήνει να
ζούνε σε ασφάλεια,
κι ωστόσο παρακολουθούν
τα μάτια του
τον τρόπο της ζωής τους.
24Για λίγο υψώνονται, μα
ύστερα πια τίποτα·
μαραίνονται σαν τα
κομμένα τ’ άνθη·
πέφτουν στη γη σαν στάχυα
που τα θέρισαν.
25Έτσι δεν είναι;
ποιος μπορεί να με
διαψεύσει
και ν’ αποδείξει το
αντίθετο;
ΙΩΒ 25
Ο Βιλδάδ αρνείται ότι ο
άνθρωπος μπορεί να δικαιωθεί μπροστά στο Θεό
1Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο
Σουχίτης.
2Έχει ο Θεός υπέρτατη και
τρομερή εξουσία·
ειρήνη επιβάλλει
στο ουράνιο του βασίλειο.
3Τις στρατιές του ποιος
μπορεί να τις μετρήσει;
τάχα για ποιον δεν
ανατέλλει ο ήλιος του;
4Πώς μπορεί να δικαιωθεί
μπρος στο Θεό ένας άνθρωπος,
και πώς γυναίκας γέννημα
να πει πως είναι καθαρός;
5Γι’ αυτόν και το φεγγάρι
ακόμα δεν είναι λαμπερό
ούτε των αστεριών το φως
καθάριο.
6Τι ’ναι, λοιπόν, μπρος
στο Θεό ο άνθρωπος ο τιποτένιος;
τι ’ναι στα μάτια του
αυτό το σκουληκάκι;
ΙΩΒ 26
Ο Ιώβ διακηρύττει την
εξουσία του Θεού
1Ο Ιώβ αποκρίθηκε:
2Σπουδαία βοήθεια έδωσες
εσύ σ’ έναν αδύναμο,
στήριγμα σ’ έναν
εξουθενωμένο σαν εμένα!
3Σπουδαίες δίνεις
συμβουλές σ’ εμένα, τον ασύνετο,
κι όλη σου τη σοφία μου
χαρίζεις!
4Αλλά σε ποιον τα λόγια
σου απευθύνονται
και ποιος σ’ εμπνέει έτσι
να μιλάς;
5Τρέμουνε των νεκρών τα
πνεύματα
κάτω απ’ των ωκεανών τα
βάθη.
6Γυμνός μπρος στο Θεό
είν’ ο άδης,
κι ο κάτω κόσμος δίχως
κάλυμμα.
7Αυτός πάνω από το κενό
τον ουρανό τεντώνει,
τη γη κρεμάει πάνω απ’ το
τίποτα.
8Κλείνει μέσα στα νέφη τη
βροχή
και δεν τ’ αφήνει να
σκιστούν από το βάρος της.
9Το θρόνο του σκεπάζει με
πυκνά μαύρα σύννεφα,
με τρόπο που να μην
μπορεί
κανένας να τον δει.
10Χάραξε κύκλο γύρω στης
θάλασσας την επιφάνεια
κι έτσι έβαλε όρια
ανάμεσα στο φως και στο
σκοτάδι.
11Τρέμουν οι στύλοι τ’
ουρανού
και συγκλονίζονται απ’
τις απειλές του.
12Τη θάλασσα με την ισχύ
του την υπόταξε
και με την αξιοσύνη του
σύντριψε τη Ραάβ.
13Με τη δική του την πνοή
καθάρισαν οι ουρανοί
και το δικό του χέρι
εξόντωσε
το γοργοσάλευτο το φίδι.κδ
14Όμως αυτά δεν είναι
παρά ελάχιστα
απ’ τα μεγάλα έργα του,
που την ηχώ τους μόνο
ακούσαμε αμυδρά.
Μα το πραγματικό το
μέγεθος της δύναμής του
ποιος θα μπορέσει μες στο
νου να το χωρέσει;
ΙΩΒ 27
Ο Ιώβ περιγράφει το
μέλλον του ασεβή
1Ο Ιώβ εξακολούθησε την
ομιλία του.
2Μα τον αληθινό Θεό, τον
Παντοδύναμο,
που αρνείται να μου δώσει
δίκιο
και μου πικραίνει τη ζωή!
3Όσο μου δίνει ο Θεός
λίγη ζωή
και τη δική του την πνοή
για ν’ ανασαίνω,
4τα χείλη μου δε θα
προφέρουν τίποτε άδικο
κι η γλώσσα μου ποτέ δε
θα πει ψέμα.
5Ποτέ μου εγώ δε θα σας
δώσω δίκιο·
κι ως του θανάτου μου τη
μέρα θα επιμένω
πως είμαι αθώος.
6Το δίκιο μου υποστηρίζω
και δε σκοπεύω να παραιτηθώ·
μες στη ζωή μου ολάκερη
για τίποτα
δε με κατηγορεί η
συνείδησή μου.
Ο Θεός τιμωρεί τους
ασεβείς
7Ας έχει ο εχθρός μου, ο
αντίπαλός μου,
τη μοίρα του ασεβή
και του παράνομου!
8Τι μένει πια στον ασεβή,
όταν του κόβει ο Θεός το
νήμα της ζωής του;
9Δεν πρόκειται να τον
ακούσει ο Θεός
όταν μονάχα στον καιρό
της θλίψης του
φωνάζει για βοήθεια.
10Θα ’πρεπε στο Θεό τον
παντοδύναμο
να βρίσκει τη χαρά του
και πάντα να προσεύχεται
σ’ αυτόν.
11Εγώ θα σας διδάξω του
Θεού τη δύναμη·
τα σχέδια του
Παντοδύναμου
δε θα σας κρύψω.
12Άλλωστε όλοι εσείς καλά
τα ξέρετε·
γιατί, λοιπόν, τα λόγια
σας
τόσο είναι κούφια;
13Νακε ποιο μερίδιο θα
’χει ο ασεβής απ’ το Θεό
και ποια θα λάβουν
τιμωρία οι τύραννοι από τον Παντοδύναμο:
14Όσο πολλά κι αν είναι
τα παιδιά του,
στον πόλεμο θα σκοτωθούν·
και το ψωμί η γενιά του
δεν θα το χορτάσει.
15Αυτούς που θ’
απομείνουν
θα τους βρει θανατικό,
χωρίς ούτε κι οι χήρες
τους
να τους μοιρολογήσουν.
16Κι αν συσσωρεύει ασήμι
σαν το χώμα
και φορεσιές μαζεύει πέρα
απ’ όσες χρειάζεται,
17αυτός μαζεύει, μα θα
τις φορέσει ο δίκαιος
και το ασήμι ο αθώος θα
το πάρει.
18Χτίζει ο ασεβής το
σπίτι του όπως ο σκόρος:
εύθραυστο·
σαν την αχυροκαλυβίτσα
του αγροφύλακα.
19Πλούσιος πέφτει για να
κοιμηθεί
μέσα στο σπίτι του,
κι ώσπου τα μάτια του ν’
ανοίξει,
το σπίτι έχει χαθεί.
20Οι φόβοι τον
προφταίνουν σαν πλημμύρα
και μες στη νύχτα τον
αρπάζει η θύελλα.
21Φυσάει σιρόκος, τον
σηκώνει
και τον παίρνει·
βίαια τον αρπάζει από το
σπίτι του.
22Πάνω του δίχως λύπηση
ορμά
κι εκείνος προσπαθεί να
του ξεφύγει.
23Ουρλιάζει και σφυρίζει
πίσω απ’ τον ασεβή
καθώς εκείνος τρέχει·
και τον τρομοκρατεί με
χαστουκίσματα.
ΙΩΒ 28
Πού είναι η σοφία;
1Τα ορυχεία είναι γνωστά
όπου το ασήμι βγαίνει,
τα μέρη όπου το χρυσάφι
καθαρίζεται.κς
2Βγάζει ο άνθρωπος τον
σίδηρο απ’ το χώμα
και λιώνει από την πέτρα
το χαλκό.
3Στις σκοτεινές στοές των
ορυχείων φέρνει φως
κι αναζητάει μέσα στης
γης τα έγκατα το πέτρωμα,
στην αφεγγιά και στο βαθύ
σκοτάδι.
4Ανοίγει σήραγγες από τον
κόσμο μακριά,
σ’ άγνωστα για τους
ταξιδιώτες μέρη
και με σκοινιά κρέμεται
στο κενό.
5Η γη απ’ όπου βγαίνει το
ψωμί
ανασκαλεύεται μέσα στα
βάθη της,
λες και την πέρασε φωτιά.
6Ζαφείρια έχουν οι πέτρες
της
και σκόνη από χρυσάφι.
7Τα μονοπάτια της αυτά
δεν τα γνωρίζουνε τ’ αρπαχτικά πουλιά·
και μάτι γερακιού δεν τα
’δε.
8Περήφανα θηρία δεν τα
πάτησαν,
δεν τα περπάτησε λιοντάρι.
9Μονάχα ο άνθρωπος
χτυπάει το γρανιτένιο βράχο
κι αναποδογυρίζει
απ’ τα συθέμελά τους τα
βουνά.
10Στοές ανοίγει μες στους
βράχους
κι ανακαλύπτει κάθε τι
πολύτιμο το μάτι του.
11Φράζει τις διαρροές στα
υπόγεια ρεύματα
και ό,τι κρύβεται εκεί
στο φως το φέρνει.
12Μα, τη σοφία πού μπορεί
κανένας να τη βρει;
και πού να βρίσκεται η
πηγή της φρόνησης;
13Ο άνθρωπος δεν ξέρει
την αξία της·
δε βρίσκεται στων
ζωντανών τη χώρα.
14Λέει ο απύθμενος
ωκεανός:
«Δεν την έχω εγώ».
Κι η θάλασσα κι εκείνη
λέει:
«Δε βρίσκεται σ’ εμένα».
15Δε γίνεται ν’ αγοραστεί
με καθαρό χρυσάφι
ούτε και με καντάρια
ασήμι να αποκτηθεί.
16Δεν μπορεί σε αξία να
συγκριθεί
με το χρυσάφι της Οφείρ,
ούτε με τον πολύτιμο τον
όνυχα και το ζαφείρι.
17Ούτε χρυσάφι ούτε
γυαλίκζ
μπορεί σε αξία να τη
φτάσει·
με χρυσαφένιο τάσι
δεν μπορεί ν’
ανταλλαχθεί.
18Κοράλλια, αν πεις, και
κρύσταλλα
δε λογαριάζονται.
Πιότερο αξίζει η σοφία,
παρά πολύτιμα μαργαριτάρια.
19Δε φτάνει την αξία της
το αιθιοπικό τοπάζι
και με το καθαρό χρυσάφι
δε συγκρίνεται.
20Λοιπόν, από πού έρχεται
η σοφία;
πού βρίσκεται η φρόνηση;
21Κρύβεται απ’ τα
βλέμματα όλων των ζωντανών,
ακόμα κι από τ’ ουρανού
τα πετεινά ξεφεύγει.
22Ο θάνατος κι ο άδης
λένε:
«Μονάχα η φήμη της στ’
αυτιά μας
έχει φτάσει».
23Μόνο ο Θεός το δρόμο
της γνωρίζει
και ξέρει αυτός πού η
σοφία βρίσκεται.
24Γιατί εκείνος βλέπει ως
και τα πέρατα της γης
κι όλα κάτω απ’ τον
ουρανό
τα διακρίνει.
25Όταν έδινε αυτός στον
άνεμο το βάρος του
και των νερών καθόριζε
τον όγκο,
26όταν τους νόμους όριζε
για τη βροχή
και για τον κεραυνό
χάραζε δρόμο,
27τότε είδε τη σοφία και
την αξιολόγησε,
την αναγνώρισε για
θησαυρό
και να μείνει τη δέχτηκε
μαζί του.
28Κατόπιν ο Θεός είπε
στον άνθρωπο:
«Ο σεβασμός στον Κύριο
αυτό είν’ η σοφία
και του κακού η αποφυγή
είναι η φρόνηση».
ΙΩΒ 29
Ο Ιώβ αναθυμάται την
παλιά του ευτυχία
1Ο Ιώβ πήρε πάλι το λόγο
και είπε:
2Μακάρι να ’μουνα όπως
τους περασμένους μήνες,
όπως τις μέρες
που με φύλαγε ο Θεός!
3Όταν η καλοσύνη του
φώτιζε σαν λυχνάρι
πάνω από το κεφάλι μου
και με το φως του βάδιζα
μες στο σκοτάδι.
4Τότε ήμουν στις ημέρες
της ακμής μου,
και ο Θεός προστάτευε το
σπίτι μου.
5Ο Παντοδύναμος ήταν μαζί
μου ακόμα
και τα παιδιά μου όλα
ήταν τριγύρω μου.
6Τα ζωντανά μου έβγαζαν
το γάλα ποταμούς
και τα βραχώδη εδάφη μού
’διναν
χειμάρρους από λάδι.
7Πήγαινα τότε στην
πλατεία,
πλάι στης πόλης την πύλη,
στων πρεσβυτέρων
εκαθόμουν τη συνάθροιση,
8κι οι νέοι μ’ εβλέπαν
και μου κάναν’ τόπο·
σηκώνονταν κι οι
ηλικιωμένοι
κι όρθιοι από σέβας
στέκονταν.
9Παύανε να μιλούν οι
πρόκριτοι
και πρόσταζε σιγή
το δάχτυλο στα χείλη.
10Χανόταν των αρχόντων η
φωνή
κι η γλώσσα τους στον
ουρανίσκο τους κολλούσε.
11Όποιος τα λόγια μου
άκουγε, με μακάριζε·
όποιος τα έργα μου
έβλεπε,
με επαινούσε.
12Γιατί βοηθούσα τον φτωχό,
που προστασία γύρευε,
και τα ορφανά,
που στήριγμα δεν είχαν.
13Αυτοί που ήταν περίπου
ετοιμοθάνατοι
για τη βοήθεια μου μου
δίναν’ την ευχή τους·
κι έκανα χήρες να
αισθάνονται ασφάλεια και χαρά.
14Είχα στολή μου τη
δικαιοσύνη,
μανδύα και κάλυμμα της
κεφαλής μου είχα το δίκαιο.
15Ήμουν τα μάτια των
τυφλών
και των χωλών τα πόδια.
16Πατέρας ήμουν των
φτωχών
και φρόντιζα να βρουν το
δίκιο τους οι ξένοι.
17Τσάκιζα τους κυνόδοντες
του αδίκου
κι από τα δόντια του τη
λεία τού τραβούσα.
18Σκεφτόμουν πως
πολύχρονος θα ζήσω,
όπως ο φοίνικας
κι ότι όπως αυτός
μες στη φωλιά μου θα
πεθάνω.κη
19Έλεγα πως ήμουν δεντρί,
που στα νερά τις ρίζες
του βυθίζει
και που τη νύχτα κάθεται
στα κλώνια του η δροσιά.
20Πως θα ’χω, έλεγα, δόξα
που διαρκώς θ’ ανανεώνεται
και θα ’χω δύναμη να δρω
σαν καλοτεντωμένο τόξο.
21Όταν μιλούσα μ’ άκουγαν
με προσμονή
και σώπαιναν για να
δεχτούν τη συμβουλή μου.
22Κι όταν τελείωνα κανείς
δεν είχε κάτι άλλο να πει·
τα λόγια μου σαν τη
δροσιά
απάνω τους σταλάζαν.
23Τα πρόσμεναν καθώς προσμένουν
τη βροχή
και μ’ ανοιχτό το στόμα
τους
καθώς σ’ όψιμη μπόρα.
24Όταν τους χαμογέλαγα
εμπιστοσύνη αποκτούσαν
και φιλικά αν τους
κοίταζα
χαιρόντουσαν κι αυτοί.
25Τους οδηγούσα και
καθόριζα το δρόμο τους,
καθώς ο βασιλιάς
στην κεφαλή της στρατιάς
του,
καθώς εκείνος που τους
λυπημένους παρηγορεί.
ΙΩΒ 30
Ο Ιώβ θρηνεί για την
τωρινή του αθλιότητα
1Τώρα όμως έχω γίνει ο
περίγελως
ανθρώπων που ’ναι
νεότεροί μου
και που οι πατεράδες τους
ήταν πιο καταφρονεμένοι
κι από του κοπαδιού μου
τα σκυλιά.
2Τι να τους έκανα
άλλωστε,
αφού στα χέρια δύναμη δεν
είχαν;
3Εξαντλημένοι απ’ τις
στερήσεις κι απ’ την πείνα
έφευγαν στην κατάξερη τη
γη
τη σκοτεινή,
κατεστραμμένη κι έρημη.
4Γύρω απ’ τους θάμνους
αρμυρήθρες μάζευαν
και τρώγανε τις ρίζες απ’
τα σπάρτα.
5Τους διώχναν μέσ’ απ’
την κοινότητα
και φώναζαν ξωπίσω τους,
όπως στους κλέφτες.
6Στ’ απόκρημνα φαράγγια
κατοικούσαν,
στης γης τις τρύπες
και στων βράχων τις
σπηλιές.
7Σαν ζώα φώναζαν ανάμεσα
στους θάμνους
και συγκεντρώνονταν
κάτω απ’ τις αγκαθιές.
8Άνθρωποι ποταποί και
κακοφημισμένοι,
αποδιωγμένοι από τη χώρα
μακριά.
9Μα να που τώρα μ’ έκαναν
τραγούδι περιπαιχτικό
και θέμα για να συζητούν
και να χλευάζουν.
10Μ’ αποστροφή με
βλέπουν, μ’ αποφεύγουν
και δε διστάζουν να με
φτύσουν κατά πρόσωπο.
11Χαλάρωσε του τόξου μου
τη χορδή ο Θεός,
μ’ άφησε ανυπεράσπιστον·
γι’ αυτό κι εκείνοι
καταπάνω μου
αχαλίνωτοι ορμήσαν.
12Το φιδομάνι με χτυπάει
κατακέφαλα,
με αναγκάζουνε να
υποχωρήσω·
για να μ’ εξουθενώσουν
προχώματα ετοιμάζουνε.
13Όλες τις διεξόδους μου
τις έκοψαν
και προσπαθούνε να με
καταστρέψουν
χωρίς να ’χουν ανάγκη
να τους βοηθά κανείς.
14Χύνονται απ’ των οχυρών
μου τις ρωγμές
κι ορμούν απάνω μου
μέσ’ από τα ερείπια.
15Ο φόβος με κυρίεψε·
έφυγε σαν ανέμου φύσημα η
αξιοπρέπειά μου
και πέρασε η ευτυχία μου
σαν σύννεφο.
16Και τώρα πλησιάζω να
πεθάνω·
της δυστυχίας οι μέρες με
πολιορκούν.
17Τη νύχτα οι πόνοι
διαπερνούν τα κόκαλά μου
που λες και θέλουν
απ’ το σώμα μου να βγουν·
τα νεύρα μου δεν βρίσκουν
ησυχία.
18Ο Θεός με άδραξε από το
ρούχο μου,
με σφίγγει καθώς το
περιλαίμιο του χιτώνα μου.κθ
19Μέσα στη λάσπη μ’ έριξε
κι έγινα σαν το χώμα και
τη στάχτη.
20Θεέ μου, σου φωνάζω, μα
συ δεν μου αποκρίνεσαι·
μπροστά σου στέκομαι,
μα εσύ με τη ματιά σου με
καρφώνεις.
21Έγινες ανελέητος για
μένα
και με χτυπάς με της
γροθιάς σου όλη τη δύναμη.
22Μ’ αφήνεις να με πάρει
στην ορμή του ο άνεμος,
να με συντρίψει
η μανιασμένη καταιγίδα.
23Το ξέρω πως στο θάνατο
με φέρνεις,
στον τόπο της συνάντησης
όλων των ζωντανών.
24Έναν σωρό ερείπια δεν
μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει.
Πριν καταρρεύσω εντελώς,
ας έρθει βοηθός μου ο Θεός.
25Μήπως δεν έκλαψα γι’
αυτούς,
που ήτανε σκληρή η ζωή
τους;
και μήπως δεν λυπήθηκα
για τους φτωχούς;
26Την ευτυχία έλπιζα κι η
δυστυχία ήρθε·
με βρήκε το σκοτάδι,
ενώ περίμενα το φως.
27Αναταράζονται τα σπλάχνα
μου, στιγμή δεν ησυχάζουν·
δύστυχες μέρες μ’ ηύραν
αναπάντεχα.
28Θλιμμένος περπατώ χωρίς
χαράς αχτίδα·
μες στου λαού σηκώνομαι
τη σύναξη
βοήθεια να ζητήσω με
κραυγές.
29Των τσακαλιών έγινα
αδερφός
και των στρουθοκαμήλων
σύντροφος.
30Μαύρισε πια το δέρμα
μου και ξεκολλά από πάνω μου·
τα κόκαλά μου ο πυρετός
τα καίει.
31Έγινε θρήνος το
τραγούδι της κιθάρας μου,
και του αυλού μου ο ήχος
κλάμα γοερό.
ΙΩΒ 31
Ο Ιώβ ορκίζεται ότι είναι
αθώος
1Έκανα συμφωνία με τα
μάτια μου
κόρη ποτέ μ’ επιθυμία να
μην κοιτάξω.
2Αλλιώς, τι θα μπορούσα
να προσμένω
από τον παντοδύναμο Θεό;
τι θα μου έστελνε από τα
ύψη;
3Η συμφορά είναι για τον
άδικο·
για κείνους που
παρανομούν η δυστυχία.
4Βλέπει ο Θεός το δρόμο
που βαδίζω
κι αυτός μετράει όλα μου
τα βήματα.
5Ποτέ μου ψέμα δεν
μεταχειρίστηκα
ούτε ποτέ προσπάθησα
κάποιον να εξαπατήσω.
6Ας με ζυγίσει ο Θεός με
τέλεια ζυγαριά
και θα δει τότε
την ακεραιότητά μου.
7Αν ξέφυγε το βήμα μου
από το δρόμο το σωστό,
αν παρασύρθηκε απ’ τα
μάτια μου η καρδιά μου
κι αν κηλιδώθηκαν από την
αδικία τα χέρια μου,
8τότε αυτά που σπέρνω εγώ
άλλοι ας τ’ απολαύσουν
και τα σπαρτά μου ας
ξεριζωθούν.
9Αν η καρδιά μου από
γυναίκα δελεάστηκε
και στήθηκα να καρτερώ
στου γείτονα την πόρτα,
10τότε η γυναίκα μου ας
μαγειρεύει
γι’ άλλον άντρα
κι άλλοι μαζί της ας
πλαγιάσουν.
11Γιατί αυτό είν’ ανομία
επαίσχυντη
κι αμάρτημα που οι
δικαστές
θα ’πρεπε αυστηρά να
τιμωρούνε.
12Είναι φωτιά που
κατακαίει και δεν αφήνει τίποτα,
μέχρι τις ρίζες κατατρώει
τα σπαρτά μου.
13Αν κάποτε το δίκιο του
δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψα
στις διαφορές που μπορεί
να ’χανε μαζί μου,
14πώς θα μπορέσω να σταθώ
μπρος στο Θεό
και τι θα του αποκριθώ
όταν με κρίνει;
15Γιατί, αυτός που μ’
έπλασε,
μήπως δεν έπλασε κι
εκείνους;
ο ίδιος δεν μας
εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά;
16Ποτέ μου στους φτωχούς
ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα,
ούτε άφησα μες στην
απελπισία τις χήρες.
17Ποτέ δεν έφαγα μονάχος
το ψωμί μου,
χωρίς να φάνε απ’ αυτό
και τα ορφανά,
18γιατί εγώ τα μεγάλωσα
από μικρά
σαν να ’μουνα πατέρας,
κι από την ώρα που
γεννήθηκαν τα καθοδήγησα.
19Όταν έβλεπα κάποιον που
ρούχα δεν είχε να ντυθεί,
έναν φτωχό που σκεπάσματα
δεν είχε,
20του ’δινα από τα
πρόβατά μου
μάλλινο ρούχο για να
ζεσταθεί
κι αυτός από καρδιάς μ’
ευχαριστούσε.
21Αν χέρι σήκωσα πάνω σε
ορφανό,
επειδή έβλεπα πως είχα
των δικαστών την
υποστήριξη,
22το χέρι μου ας σπάσει
απ’ τον αγκώνα,
κι ας ξεκολλήσει από τον
ώμο μου.
23Με τρόμαζε η τιμωρία
του Θεού·
μπρος στη μεγαλοσύνη του
ν’ αντέξω δεν μπορούσα.
24Ποτέ μου το χρυσάφι δεν
το εμπιστεύτηκα
ούτε και το λογάριασα
ποτέ για σιγουριά μου.
25Για τα πολλά μου πλούτη
δεν περηφανεύτηκα
ούτε για όσα με τα χέρια
μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.
26Κοιτάζοντας τον ήλιο
και τη λάμψη του
ή τη μαγευτική πορεία της
σελήνης,
27ποτέ μου ενδόμυχα δεν
γοητεύτηκα
ούτε ποτέ λατρευτικά τους
έστειλα φιλιά.
28Αυτό θα ’ταν αμάρτημα,
που οι δικαστές το τιμωρούνε,
γιατί θα είχα απαρνηθεί
τον ύψιστο Θεό.
29Ποτέ μου δε χαιρόμουνα
όταν ο εχθρός μου υπέφερε
ούτε ευχαριστιόμουνα
κακό σαν τον χτυπούσε.
30Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει
δεν άφηνα το στόμα μου,
ζητώντας με κατάρες το
χαμό του.
31Όσοι φιλοξενήθηκαν στο
σπίτι μου
έχουνε να το λένε,
πως από τα καλύτερα
χορτάσαν φαγητά.
32Ξένος κανείς δεν πέρασε
τη νύχτα του στο ύπαιθρο·
στον οδοιπόρο οι πόρτες
μου πάντα ήταν ανοιχτές.
33Ποτέ ανομίες δε
χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα,
όπως πολλοί το κάνουν.
34Έτσι τα λόγια των
ανθρώπων δε φοβόμουν
ούτε με τρόμαζε του
κόσμου η περιφρόνηση,
ώστε να μένω σιωπηλός,
στο σπίτι μου κλεισμένος.
35Αχ, ας γινόταν κάποιος
να μ’ ακούσει!
Μπορώ να υπογράψω ό,τι
έχω πει.
Μακάρι να μ’ αποκριθεί ο
Παντοδύναμος!
Ας μου ’δειχνε του
αντιδίκου μου
την έγγραφη κατηγορία
36κι εγώ στους ώμους μου
πρόθυμα θα τη σήκωνα
και στο κεφάλι θα την
έβαζα κορώνα.
37Για τη ζωή μου θα
μιλούσα στο Θεό
με κάθε λεπτομέρεια
και θα μπορούσα να τον
βλέπω μες στα μάτια.
38Αν το χωράφι μου
παραπονέθηκε για μένα
κι έκανα εγώ τ’ αυλάκια
του να κλάψουνε,
39επειδή δεν τα φρόντισα
μα πήρα τους καρπούς του,
κι έγινα έτσι ανυπάκουος
στο Θεό,
που ’ναι ο πραγματικός
ιδιοκτήτης του,
40τότε ας φυτρώσουνε
αγκάθια αντί για στάρι,
κι αντί κριθάρι
αγριοχόρταρα.λ
Εδώ τελειώνουνε τα λόγια
του Ιώβ.
ΙΩΒ 32
Ο Ελιού θεωρεί σωστό ν’
απαντήσει στον Ιώβ
1Τότε οι τρεις εκείνοι
άντρες έπαψαν ν’ απαντούν στον Ιώβ, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο.
2Θύμωσε όμως ο Ελιού, γιος του Βαραχιήλ κι απόγονος του Βουζ, από την
οικογένεια του Ραμ, γιατί ο Ιώβ είχε φτάσει να θεωρεί τον εαυτό του πιο δίκαιον
κι από το Θεό. 3Αλλά θύμωσε και με τους τρεις φίλους του Ιώβ, γιατί δεν
έβρισκαν τι να του απαντήσουν, για να του αποδείξουν την ενοχή του. 4Μιας κι
εκείνοι ήταν μεγαλύτεροί του, λοιπόν, ο Ελιού περίμενε να τελειώσουν για να
μιλήσει στον Ιώβ.
5-6Όταν όμως είδε πως
εκείνοι δεν είχαν καμιά απάντηση, τότε ξέσπασε θυμωμένος και είπε:
Εγώ είμ’ ακόμα νέος κι
εσείς γέροντες·
γι’ αυτό φοβόμουνα και
δίσταζα
αυτά που σκέφτομαι να σας
τα πω.
7Έλεγα μέσα μου πως θα
μιλούσε η ηλικία
και πως σοφία θα δίδασκαν
τα χρόνια τα πολλά.
8Μα ό,τι κάνει συνετό τον
άνθρωπο
είναι το πνεύμα,
είν’ η πνοή που εμφύσησε
ο Παντοδύναμος.
9Οι ηλικιωμένοι δεν είναι
πάντα και σοφοί,
ούτε κι οι γέροντες
ξέρουνε πάντα
το σωστό ποιο είναι.
10Γι’ αυτό και τώρα σας
γυρεύω να μ’ ακούσετε·
θέλω κι εγώ τη γνώμη μου
να σας εκθέσω.
11Περίμενα να
ολοκληρώσετε τους λόγους σας,
παρακολούθησα τα
επιχειρήματά σας,
όσο εσείς αναζητούσατε
φράσεις σοφές.
12Σας έδωσα όλη την
προσοχή μου,
αλλά κανείς σας τον Ιώβ
δεν έπεισε
ούτε τα λόγια του
αντέκρουσε κανένας.
13Και μη θαρρείτε
προπαντός πως τη σοφή βρήκατε λύση,
λέγοντας πως δεν είν’ ο
άνθρωπος,
μα ο Θεός που θα τον
μεταπείσει.
14Τα λόγια του Ιώβ δεν
στόχευαν εμένα·
κι εγώ δεν θα του
απαντήσω με τα λόγια σας.
15Αυτοί ξαφνιάστηκαν,
σκεφτόμουν,
και πια δεν αποκρίνονται·
τα λόγια τους τα χάσαν.
16Να περιμένω όσο εκείνοι
δε μιλούν;
Στέκονται εκεί, χωρίς πια
ν’ απαντούνε.
17Με τη σειρά μου κι εγώ
θέλω ν’ απαντήσω,
θέλω κι εγώ τη γνώμη μου
να πω.
18Λόγια έχω μέσα μου
πολλά.
Το Πνεύμα εντός μου, του
Θεού,
με βιάζει να μιλήσω.
19Μέσα μου γίνεται αναβρασμός,
καθώς του μούστου η
ζύμωση μες στο ασκί,
που είν’ έτοιμο να
σκάσει.
20Θα πρέπει να μιλήσω για
ν’ ανασάνω ελεύθερα,
το στόμα μου ν’ ανοίξω ν’
αποκριθώ.
21Δε θα πάρω το μέρος
κανενός
κι ούτε κανέναν πρόκειται
να κολακέψω.
22Γιατί δεν ξέρω εγώ να
κολακεύω·
αν κάτι τέτοιο έκανα,
ο Πλάστης μου αμέσως θα
με τιμωρούσε.
ΙΩΒ 33
Ο Ελιού κατακρίνει τον
Ιώβ
1Τώρα λοιπόν, Ιώβ, άκου
τα λόγια μου,
πρόσεξε όλα όσα έχω να
σου πω.
2Έτοιμος είμαι και αρχίζω
να μιλώ.
3Μιλώ με ήσυχη συνείδηση,
τα χείλη μου την καθαρή
αλήθεια θα προφέρουν.
4Με δημιούργησε το Πνεύμα
του Θεού,
του Παντοδύναμου η πνοή,
ζωή μού δίνει.
5Απάντησέ μου, αν
μπορείς.
Να μ’ αντιμετωπίσεις
ετοιμάσου,
πάρε τη θέση σου.
6Εσύ κι εγώ είμαστε
όμοιοι μπρος στο Θεό·
κι οι δυο μας από χώμα
καμωμένοι.
7Λοιπόν, δεν έχεις λόγο
ν’ αγωνιάς,
δεν πρόκειται να σε
κατατροπώσω!
8Στ’ αυτιά μου αντηχεί ο
ήχος της φωνής σου,
όταν αυτά τα λόγια
επαναλαμβάνεις:
9«Εγώ είμαι καθαρός, δεν
παρανόμησα·
άμεμπτος είμαι, δίχως
αμαρτία.
10Μα ο Θεός βρίσκει
προφάσεις εναντίον μου,
με βλέπει σαν εχθρό του.
11Με περιορίζει,
όπου κι αν πάω με
παρακολουθεί».
12Όμως σ’ αυτό, Ιώβ, δεν
έχεις δίκιο,
πρέπει να σου το πω·
με μέτρα ανθρώπινα δεν
μπορείς
το Θεό να τον μετρήσεις.
13Τότε γιατί να τον
κατηγορείς
πως σ’ όλα αυτά τα λόγια
σου
δεν απαντάει;
14Μ’ όλο που ο Θεός
μιλάει πολλές φορές
και με ποικίλους τρόπους,
κανείς δεν δίνει προσοχή
στα λόγια του.
15Με όνειρο, με όραμα
νυχτερινό,
όταν σε ύπνο βαθύ πέφτουν
οι άνθρωποι,
όταν στην κλίνη
ξαπλωμένοι αποκοιμιούνται,
16τότε τους κάνει να
καταλαβαίνουν όσα λέει,
κι οριστικά τους
προειδοποιεί.
17Ν’ αποστραφούνε θέλει
τις κακές τους πράξεις
και ν’ απαλλάξει έτσι τον
άνθρωπο απ’ την αλαζονεία του.
18Έτσι θα τον γλιτώσει
από τον τάφο
και θα τον προστατέψει να
μην πέσει
απάνω στην αιχμή του
κονταριού.
19Ο Θεός προειδοποιεί τον
άνθρωπο
με μια αρρώστια που τον
ρίχνει στο κρεβάτι,
με πόνους σ’ όλα του τα
κόκαλα,
20ως το σημείο ν’
αηδιάζει το ψωμί,
ακόμα και το πιο εκλεκτό
του φαγητό.
21Η σάρκα του λιώνει και
χάνεται,
μπορούν να μετρηθούν τα
κόκαλά του·
22κοντεύει να ’χει το ’να
πόδι μες στον τάφο,
λες κι η ζωή του
παραδόθηκε στο θάνατο.
23Ίσως τότε σταθεί στο
πλάι του ένας άγγελος,
ένας απ’ τους χιλιάδες
του Θεού αγγέλους,
που δείχνουνε στον
άνθρωπο το χρέος του.
24Κι ο άγγελος αυτός ίσως
τον σπλαχνιστεί και πει:
«Απάλλαξέ τον, μην τον
αφήσεις
να κατέβει μες στον τάφο·
τα λύτρα του πληρώθηκαν».
25Τότε από σφρίγος
νεανικό η σάρκα του τονώνεται,
ξαναγυρνάει στης νιότης
του τις μέρες.
26Στο Θεό προσεύχεται
κι εκείνος του
αποκρίνεται·
με χαρά στο Θεό
παρουσιάζεται,
το Θεό, που τον έχει και
πάλι δεχτεί.
27Τότε αυτός ομολογεί
δημόσια και λέει:
«Αμάρτησα! Το σωστό δεν
το ’πραξα,
μα δεν μου το ανταπέδωσε
ο Θεός.
28Με φύλαξε απ’ του να
κατεβώ στον τάφο
και στης ζωής με κράτησε
το φως».
29Να, λοιπόν, όλα αυτά
που κάνει ο Θεός
πάλι και πάλι για τον
κάθε άνθρωπο,
30ώστε να τον γλιτώσει
από το τάφο
και να του ξαναδώσει τη
ζωή.
31Προσεκτικά άκουσέ με,
Ιώβ,
σώπασε κι άφησέ με να
μιλήσω.
32Αν έχεις τίποτε να
πεις, απάντησέ μου·
πολύ θα ’θελα να
παραδεχτώ το δίκιο σου.
33Αλλ’ άκου με, αν δεν
έχεις τι να πεις·
σώπαινε, και σοφία θα σε
διδάξω.
ΙΩΒ 34
Ο Ελιού παίρνει το μέρος
του Θεού
1Κι ο Ελιού συνέχισε:
2Τα λόγια μου ακούστε τα,
σοφοί,
δώστε μου προσοχή
εσείς που ’χετε γνώση.
3Γιατί το αυτί τα λόγια
τα διακρίνει,
καθώς γεύεται ο
ουρανίσκος την τροφή.
4Το δίκιο ας ερευνήσουμε,
μαζί ας αναγνωρίσουμε
ποιο το καλό.
5Από τη μια ο Ιώβ, πως
είναι δίκαιος ισχυρίζεται,
και πως του αρνήθηκε το
δίκιο του ο Θεός·
6πως έβγαλε σε βάρος του
απόφαση άδικη
και πως το βέλος του τον
πλήγωσε θανατερά,
ενώ αυτός δεν είχε
αμαρτήσει.
7Από την άλλη λέτε εσείς:
«Υπάρχει άραγε άνθρωπος
άλλος σαν τον Ιώβ,
που το Θεό να βλασφημεί
λες και νεράκι πίνει;
8Με τους κακούς
εξομοιώνεται
και συμπορεύεται
με τους αμαρτωλούς.
9Λέει πως στον άνθρωπο
είν’ ανώφελο
να θέλει το Θεό να
ευχαριστήσει».
10Για τούτο ακούστε με
εσείς,
άνθρωποι συνετοί.
Αδύνατο ο Θεός κακό να
κάνει
και ν’ αδικήσει ο
Παντοδύναμος.
11Αυτός πληρώνει τον
καθένα
σύμφωνα με τα έργα του
και στον καθένα δίνει
ανάλογα με τη διαγωγή του.
12Είναι αλήθεια πως ο
Θεός
δεν κάνει το κακό
και πως ο Παντοδύναμος το
δίκιο δεν το διαστρέφει.
13Μην τάχα κάποιος άλλος
του εμπιστεύτηκε τη γη;
μην κάποιος άλλος του
’δωσε
το σύμπαν να φροντίζει;
14Αν ο Θεός σκεφτόταν
μόνο τον εαυτό του
κι έπαιρνε πίσω τη
ζωηφόρα του πνοή,
15τότε ο κάθε ζωντανός
οργανισμός θα πέθαινε
και θα γινόταν ο άνθρωπος
και πάλι χώμα.
16Ιώβ, αν έχεις φρόνηση,
άκου αυτό·
στα λόγια μου δώσε την
προσοχή σου.
17Κατηγορείς εσύ το Θεό,
τον δίκαιο και το μεγάλο;
νομίζεις πως το δίκιο το
εχθρεύεται;
Πώς τότε θα ’ταν δυνατό
να κυβερνάει τον κόσμο;
18Μονάχα αυτός μπορεί να
πει στο βασιλιά:
«Είσαι ανάξιος!»
στους άρχοντες: «Είστε
ασεβείς!»
19Μονάχα αυτός δεν
παίρνει το μέρος των αρχόντων,
τον πλούσιο δεν τον
προτιμάει απ’ τον φτωχό,
γιατ’ είναι όλοι έργα των
χεριών του.
20Πεθαίνουν μες στη νύχτα
ξαφνικά·
ο λαός ανταριάζεται
κι οι άρχοντες
καταρρέουν.
Χωρίς ανθρώπου χέρι να
υψωθεί,
οι τύραννοι χαθήκαν.
21Γιατί τα μάτια του Θεού
βλέπουν
το πώς βιώνει ο άνθρωπος·
και πώς πορεύεται
προσέχουν.
22Σκοτάδι δεν υπάρχει
τόσο ζοφερό,
που τους κακούς απ’ το
Θεό να κρύψει.
23Δεν έχει ανάγκη ο Θεός
πολύ να ερευνήσει,
για να καλέσει κάποιον
μπροστά του να κριθεί.
24Χωρίς ν’ αρχίσει
ανάκριση,
τους ισχυρούς συντρίβει,
κι άλλους βάζει στη θέση
τους.
25Αυτός ξέρει τα έργα
τους·
τους ανατρέπει σε μια
νύχτα
και συντρίβονται.
26Καθώς εγκληματίες,
δημόσια τους μαστιγώνει,
27γιατί απ’ αυτόν
απομακρύνθηκαν
κι όλες αγνόησαν τις
εντολές του.
28Έτσι αναγκάσαν τους φτωχούς
και τους αδύνατους,
κραυγές βοήθειας στο Θεό
να υψώσουν,
κι εκείνος τη φωνή τους
άκουσε.
29Αντίθετα, αν ο Θεός δεν
θέλει ν’ αντιδράσει,
ποιος θα του δώσει άδικο;
Αν θέλει να κρυφτεί,
ποιος θα τον δει;
Τι θα μπορούσαν οι λαοί
να κάνουν, κι η οικουμένη,
30αν ήθελε ο Θεός έναν
δημαγωγό ασυνείδητο
να τον ορίσει βασιλιά
τους;
31Ίσως πει κάποιος στο
Θεό:
«Έπαθα για τα λάθη μου,
δε θα ξαναμαρτήσω πια·
32τα σφάλματα που εγώ δε
βλέπω δείξε μου·
έπραξα ίσως το κακό, δε
θα το επαναλάβω».
33Αυτόν θα πρέπει τάχα να
τον τιμωρήσει ο Θεός,
σύμφωνα με τη γνώμη σου,
επειδή έτσι εσύ το
κρίνεις;
Αφού εσύ αποφασίζεις κι
όχι εγώ,
ό,τι νομίζεις πες το!
34Οι μυαλωμένοι άνθρωποι
μαζί μου θα ’ναι σύμφωνοι·
θα πουν, όπως κι οι
συνετοί, που με ακούνε:
35«Μίλησε αστόχαστα ο
Ιώβ,
και νόημα τα λόγια του
δεν έχουν.
36Όσα μας λέει ο Ιώβ να
εξεταστούνε πρέπει
σε όλο τους το βάθος,
γιατί αποκρίνεται καθώς
οι ασεβείς.
37Προσθέτει έτσι ασέβεια
πάνω στην αμαρτία του·
ανάμεσά μας την αμφιβολία
σπέρνει
και λέει πολλά ενάντια
στο Θεό».
ΙΩΒ 35
Κανένας δεν μπορεί να
πλησιάσει το Θεό
1Κι ο Ελιού συνέχισε:
2Νομίζεις πως είναι σωστό
να θέλεις
μπροστά στο Θεό να βγεις
αθώος;
3Και λες: «Τι θα ωφεληθώ,
τι θα κερδίσω κι αν δεν αμαρτήσω;»
4Λοιπόν, εγώ θα σου
αποκριθώ,
σ’ εσένα και στους φίλους
σου μαζί σου:
5Για πρόσεξε τον ουρανό
και δες·
βλέπεις πόσο τα σύννεφα
βρίσκονται
πιο ψηλά από σένα!
6Αν κάνεις αμαρτίες εσύ,
σε τι το Θεό τον
βλάπτεις;
κι αν είναι πολλαπλές οι
παραβάσεις σου,
σ’ αυτόν κάνεις κακό;
7Αν είσαι δίκαιος,
σ’ εκείνον τι προσφέρεις;
ή τι χρειάζεται να λάβει
από τα χέρια σου;
8Θνητούς ανθρώπους σαν
εσένα βλάπτει η αμαρτία σου,
κι αυτούς μονάχα το καλό
που κάνεις ωφελεί.
9Όταν καταπιέζονται,
στενάζουν·
ζητούν βοήθεια ενάντια
στην τυραννία των ισχυρών.
10Κανένας τους όμως δε
στρέφεται
προς το Θεό, το δημιουργό
του,
που ελπίδα δίνει σε ώρες
σκοτεινές,
11που μας χαρίζει γνώση
περισσότερη
από της γης τα ζώα·
κι απ’ τα πουλιά μάς
κάνει πιο σοφούς.
12Φωνάζουμε για βοήθεια,
μα ο Θεός δεν απαντάει,
γιατ’ είμαστε αλαζόνες κι
ασεβείς.
13Φωνάζουν μάταια· ο Θεός
δεν ακούει,
ο Παντοδύναμος δεν δίνει
προσοχή.
14Κι εσύ, Ιώβ, λες πως δε
βλέπεις το Θεό·
μα κάνε υπομονή,
αυτός γνωρίζει την
υπόθεσή σου.
15Αν τώρα ο θυμός του δεν
ξέσπασε ακόμα τιμωρός,
και δεν πολυπροσέχει τις
ανοησίες σου,
16είναι γιατί το στόμα
σου
το ανοίγεις άσκεφτα, Ιώβ,
και δίχως σύνεση λες
λόγια, κι άλλα λόγια.
ΙΩΒ 36
Ο Ελιού εγκωμιάζει τη
μεγαλοσύνη του Θεού
1Ο Ελιού συνέχισε την
ομιλία του.
2Κάνε, Ιώβ, λίγη ακόμα
υπομονή
μ’ αυτή τη διδαχή μου.
Κάτι έχω ακόμη να
προσθέσω,
για να υποστηρίξω το Θεό.
3Τις γνώσεις μου τις
φέρνω από μακριά,
για να δικαιώσω το
δημιουργό μου.
4Είναι η καθαρή αλήθεια
ό,τι θα πω·
έχεις μπροστά σου κάποιον
που το θέμα του άριστα το
κατέχει.
5Ναι, ο Θεός είν’ ισχυρός
κι αδιάφορος δεν μένει·
στέκει στις αποφάσεις του
αμετακίνητος.
6Τον ασεβή δεν τον αφήνει
στη ζωή·
σ’ όσους καταπιέζονται
το δίκιο τους το δίνει.
7Τα μάτια του δεν τ’
αποστρέφει από τους δίκαιους·
κι αν κυβερνούν μαζί με
βασιλιάδες,
παντοτινά στο θρόνο τούς
αφήνει
να δέχονται τιμές.
8Αλλ’ αν φυλακιστούν
και κάτω απ’ τα δεσμά
τους υποφέρουν,
9είναι για να τους δείξει
ποια τα έργα τους, οι
ανομίες τους
και η αλαζονεία.
10Τους κάνει να προσέχουν
όταν τους προειδοποιεί
και τους καλεί απ’ το
κακό να επιστραφούνε.
11Αν υπακούσουνε και τον
υπηρετήσουν
θα ζήσουν τη ζωή τους ως
το τέλος
μέσα στην ευτυχία και τη
χαρά.
12Αλλ’ αν δεν υπακούσουν
το χαμό τους προκαλούν
και θα πεθάνουν μες στην
αφροσύνη τους.
13Άνθρωποι με καρδιά
ασεβή,
συνέχεια με το Θεό τα
βάζουν·
δεν τον παρακαλούν να
τους βοηθήσει
όταν τους τιμωρεί.
14Πεθαίνουν σε ηλικία
νεανική
κι είναι τα τέλη της ζωής
τους ντροπιασμένα.
15Μα ο Θεός μες απ’ τη
θλίψη τελειοποιεί αυτούς που θλίβονται·
με τις δοκιμασίες τούς
διδάσκει.
16Έτσι κι εσένα, Ιώβ,
άλλοτε σ’ είχε γλιτώσει από τη θλίψη,
δίνοντάς σου αντίθετα
μεγάλη άνεση.
Ήτανε το τραπέζι σου
γεμάτο
από τις πιο εκλεκτές
τροφές.
17Μα τώρα σου έχει
αναγγελθεί η καταδίκη σου
και της ασέβειας την
πληρωμή λαβαίνεις.
18Πρόσεξε μη σε φέρει ο
θυμός σου σ’ εξέγερση ενάντια στο Θεό·
και μη νομίσεις πως θ’
απαλλαγείς
προσφέροντάς του πλούσια
δώρα.
19Δε θα σου έφτανε όλος
σου ο πλούτος·
δε θα σε βοηθούσε το
χρυσάφι σου,
ούτε της δύναμής σου όλα
τα μέσα.
20Μην την αποζητάς τη
νύχτα εκείνη,
που όλα τα έθνη θα
καταστραφούν.
21Φυλάξου! Μη στραφείς
προς το κακό,
ακόμη κι αν θαρρείς
πως προτιμότερο είναι
αυτό από τις θλίψεις σου.
Το μεγαλείο του Θεού
22Βλέπεις, Ιώβ, είναι
μεγάλος ο Θεός·
τόση πολλή έχει δύναμη.
Ποιος μπορεί να διδάξει
όπως αυτός;
23Ποιος μπορεί να του
υποδείξει τι να κάνει;
ποιος μπορεί να του πει
ότι αδίκησε;
24Μη λησμονάς το έργο του
να εγκωμιάζεις,
που με ωδές το εξυμνούν
οι άνθρωποι.
25Όλοι μπορούν να το
θαυμάσουν,
έστω κι αν το κοιτάζει ο
άνθρωπος μονάχα από μακριά.
26Βλέπεις, Ιώβ, είναι
μεγάλος ο Θεός
κι άπιαστος για τη σκέψη
μας.
Αμέτρητος των χρόνων του
ο αριθμός.
27Αυτός συλλέγει του
νερού τις στάλες,
ατμό τις κάνει, ομίχλη
ή φτιάχνει τη βροχή,
28που ξεχειλίζει από τα
σύννεφα
και χύνεται πάνω στο
πλήθος των ανθρώπων.
29Μπορεί κανείς να
καταλάβει
πώς ξεδιπλώνονται τα
σύννεφα,
πώς η βροχή ξεσπάει στο
θόλο τ’ ουρανού;
30Φωτίζει μ’ αστραπές τα
σύννεφα,
ενώ της θάλασσας τα βάθη
μένουν σκοτεινά.
31Μ’ αυτόν τον τρόπο
κυβερνάει τους λαούς,
τους προμηθεύει άφθονη
τροφή.
32Παίρνει την αστραπή μες
στις παλάμες του,
την κατευθύνει σε
ορισμένο στόχο.
33Ο κεραυνός την
καταιγίδα προμηνά·
και τα κοπάδια ακόμα
νιώθουν ότι πλησιάζει.
ΙΩΒ 37
1Μπροστά σ’ αυτά τρομάζει
κι η καρδιά μου
και δυνατά χτυπά.
2Ακούστε, ακούστε του
Θεού την τρομερή φωνή
και τη βροντή που βγαίνει
από το στόμα του.
3Την κάνει να κατρακυλάει
σ’ όλο το πλάτος τ’
ουρανού,
την αστραπή του να
φωτίζει
τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη.
4Αμέσως έπειτα ξεσπά του
βρυχηθμού του η φωνή,
της μεγαλόπρεπης βροντής
ο ήχος·
κι όσο η φωνή του
ακούγεται,
καινούριες αστραπές
εξαποστέλλει.
5Βροντά ο Θεός με τη φωνή
του θαυμαστά,
κάνει έργα μεγαλόπρεπα
που δε χωρούν στο νου
μας.
6Στο χιόνι λέει: «Πέσε
στη γη»
και στη βροχή, στην
μπόρα:
«Πέσε μ’ ορμή».
7Έτσι τα έργα των
ανθρώπων αναστέλλει,
ώστε ν’ αναγνωρίσουν όλοι
οι άνθρωποι το έργο του.
8Ακόμη και τ’ αγρίμια
γυρεύουν καταφύγιο
και συμμαζεύονται
μες στις σπηλιές τους.
9Από το νότο έρχονται της
καταιγίδας οι άνεμοι
κι απ’ το βορρά η
παγωνιά.
10Απ’ του Θεού το φύσημα
δημιουργείται ο πάγος
και του νερού σκληραίνει
η επιφάνεια.
11Φορτώνει ατμούς τα
σύννεφα
και τα σκορπίζει αστραπές
γεμάτα.
12Καθώς τα κατευθύνει
περιφέρονται,
για να εκτελέσουν ό,τι τα
προστάζει,
παντού πάνω στην όψη όλης
της γης.
13Και στέλνει τη βροχή
στη γη,
άλλοτε για να τιμωρήσει
τους ανθρώπους
κι άλλοτε πάλι για να
τους δείξει την καλοσύνη του.
14Ετούτα πρόσεξέ τα, Ιώβ,
στάσου και σκέψου του
Θεού τα θαύματα:
15Ξέρεις πώς ο Θεός τα
διατάζει,
πώς κάνει από τα σύννεφα
να λάμψουν αστραπές;
16Ξέρεις πώς ταξιδεύουνε
μετέωρα τα σύννεφα,
το θαύμα αυτό της τέλειας
σοφίας του Θεού;
17Εσύ νιώθεις καλόβολα
μες στα ζεστά τα ρούχα σου,
όταν η ατμόσφαιρα της γης
με τη νοτιά γίνεται
πνιγηρή.
18Μήπως μαζί του τέντωνες
το θόλο τον ουράνιο,
που ’ναι σκληρός καθώς
χυτός,
μεταλλικός καθρέφτης;
19Μάθε μας τι ’ναι
μπορετό να πούμε στο Θεό;
Βέβαια, τίποτ’ αξιόλογο,
γιατί είν’ ο νους μας στο
σκοτάδι.
20Θα πρέπει να
ειδοποιηθεί
όταν εγώ θελήσω να
μιλήσω;
Θα πρέπει να του το πει
κάποιος,
για να το μάθει;
21Πολλές φορές το φως δε
φτάνει ως εμάς,
γιατί πυκνά τα σύννεφα το
κρύβουν.
Μα ξάφνου ο άνεμος φυσά
και μονομιάς
ο ουρανός ανοίγει.
22Απ’ το βορρά έρχεται
φως λαμπρό·
φοβερή λάμψη το Θεό τον
περιβάλλει.
23Απρόσιτος σ’ εμάς ο
Παντοδύναμος!
Υπέρτατος στη δύναμη,
στην κρίση,
στην τέλεια δικαιοσύνη,
που δεν την καταπατεί.
24Γι’ αυτόν το λόγο οι
άνθρωποι τον σέβονται·
κι αυτός κανέναν δεν
υπολογίζει
απ’ όσους λέν’ πως τάχα
είναι σοφοί.
ΙΩΒ 38
Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ
την άγνοιά του
1Τότε ο Θεός απάντησε
στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:
2Ποιος είσ’ εσύ,
που τα δικά μου σχέδια
αμφισβητείς;
γιατί μιλάς για πράγματα
που δεν καταλαβαίνεις;
3Σαν άντρας τώρα,
ετοιμάσου· εμπρός!
Εγώ θα σε ρωτάω
κι εσύ θα μου
αποκρίνεσαι:
4Πού ήσουν εσύ, όταν εγώ
θεμέλιωνα τη γη;
Πες μου το αν το
γνωρίζεις.
5Ξέρεις ποιος όρισε τις
διαστάσεις της;
Ποιος τέντωσε σκοινί να
τη μετρήσει;
6Πάνω σε τι στηρίγματα
μπήκαν τα θέμελά της
ή ποιος της τοποθέτησε το
γωνιακό λιθάρι;
7Τότε όλα τ’ άστρα της
αυγής
μαζί τραγούδαγαν,
και σκόρπιζαν κραυγές
χαράς
όλα τα ουράνια όντα.
8Ποιος περιόρισε τη
θάλασσα με πύλες,
σαν πρόβαλε απ’ τα
μητρικά
σπλάχνα της γης μ’ ορμή;
9Εγώ την έντυσα με
σύννεφα
και τη σπαργάνωσα με
ομίχλη.
10Όρια της χάραξα, την
κράτησα
πίσω από πύλες
κλειδαμπαρωμένες.
11Της είπα: «Ως εδώ θα
’ρχεσαι·
ούτε γραμμή πιο πέρα!
Εδώ θα σπάζουν τα
περήφανά σου κύματα».
12Μες στη ζωή σου
πρόσταξες ποτέ
τη μέρα να φανεί;
ή μήπως είπες στην αυγή
πού να προβάλει;
13να πιάσει από τις άκρες
της τη γη,
να την τινάξει κι οι
ασεβείς να σκορπιστούνε;
14Στο φως της μέρας τα
βουνά
κι οι λαγκαδιές
προβάλλουν
σαν τις πτυχές μιας
φορεσιάς.
15Αλλά στο φως
των ασεβών τα έργα δεν
ευδοκιμούν·
και κάθε χέρι που
υψωνόταν βίαιο
θα πέσει συντριμμένο.
16Μήπως προχώρησες ως τις
πηγές της θάλασσας;
ή μήπως εξερεύνησες τα
βάθη της αβύσσου;
17Σου έδειξε ποτέ κανείς
τις πύλες του θανάτου;
ήσουν εκεί απ’ όπου
ξεκινά σκοτάδι αιώνιο;
18Ξέρεις αλήθεια ως ποιο
σημείο
εκτείνεται η γη;
Απάντησέ μου αν όλ’ αυτά
τα ξέρεις.
19Ξέρεις το δρόμο για να
φτάσεις
στην κατοικία του φωτός;
και ξέρεις το σκοτάδι πού
φωλιάζει;
20Μπορείς τα δυο τους
στου δρόμου τους το τέλος
να τα πας,
και πάλι πίσω στην
κατοικία τους να τα φέρεις;
21Το ξέρεις, βέβαια,
γιατί ήσουν τότε
γεννημένος,
και φτάνουν σ’ αριθμό
μεγάλο οι μέρες σου!
22Μπήκες ποτέ σου εκεί,
το χιόνι που σωρεύεται;
είδες ποτέ τον τόπο
που το χαλάζι
αποθηκεύεται;
23Όλα αυτά τα ’χω
φυλαγμένα
για της ανάγκης τους
καιρούς
για τις μέρες της μάχης
και του πολέμου.
24Ξέρεις το δρόμο για να
πας
εκεί που ο ήλιος
ανατέλλει,
εκεί απ’ όπου έρχεται
ζεστός
ο άνεμος, ο ανατολικός;
25Ποιος άνοιξε αυλάκια
για να πέφτει η μπόρα;
ποιος δρόμο χάραξε στα
νέφη που βροντούν;
26Ποιος προκαλεί βροχή
στην άδεια στέπα,
στην έρημο, που δεν
υπάρχουν άνθρωποι;
27Ποιος τη στεγνή, τη
διψασμένη γη ποτίζει,
και κάνει να φυτρώνει το
χορτάρι;
28Έχει η βροχή πατέρα;
ποιος γέννησε τις στάλες
της δροσιάς;
29Από ποιανού τα σπλάχνα
βγήκε ο πάγος;
την πάχνη ποιος τη
γέννησε;
30Αυτά κάνουν τα ύδατα
σαν πέτρα να σκληραίνουν
και να παγώνει η
επιφάνεια της θάλασσας.
31Μπορείς όλες μαζί να
δέσεις τις Πλειάδες;
να χαλαρώσεις τις χορδές
του Ωρίωνα;
32Μπορείς να κάνεις να
φανούν τα Ζώδια στον καιρό τους
και τη Μεγάλη Άρκτο να
οδηγήσεις μ’ όλα της τα μικρά;
33Ξέρεις τους νόμους που
κυβερνούν τους ουρανούς;
ή, μπορείς και στη γη
να τους κάνεις να
ισχύουν;
34Αν με κραυγές τα
σύννεφα προστάξεις,
θα ρίξουν τάχα τη βροχή
τους πάνω σου;
35Μπορείς τις αστραπές
κάτω στη γη να τις εξακοντίσεις;
Αν τις καλέσεις, απαντούν
στις προσταγές σου;
36Ποιος λέει στην ίβιδαλα
πότε θα πλημμυρίσει ο
Νείλος;
Πότε θα ξημερώσει,
ποιος το λέει στον
πετεινό;
37Ποιος είναι αρκετά
σοφός
τα νέφη να μετρήσει,
τις στάμνες τ’ ουρανού να
γείρει για ν’ αδειάσουν,
38όταν οι χωματένιοι
σβώλοι ενώνονται
και γίνεται η γη σκληρή
και συμπαγής;
39Μήπως βρίσκεις εσύ της
λέαινας τη λεία;
Μήπως εσύ χορταίνεις τα
λιονταρόπουλα,
40σαν κρύβονται μες στις
σπηλιές τους
κι όταν παραμονεύουν στα
λημέρια τους;
41Του κόρακα, ποιος του
ετοιμάζει την τροφή του,
όταν φωνάζουν τα μικρά
του στο Θεό
και τριγυρνάνε
πεινασμένα;
ΙΩΒ 39
1Ξέρεις την εποχή όπου
γεννιούνται οι αίγαγροι;
τις ελαφίνες πρόσεξες
όταν κοιλοπονάνε;
2Μέτρησες πόσους μήνες
κρατάει η εγκυμοσύνη τους;
ξέρεις πότε είν’ ώρα να
γεννήσουν;
3Κάθονται χαμηλά πάνω στα
πόδια τους
κι ελευθερώνονται
απ’ τους πόνους τους.
4Τα μικρά δυναμώνουνε
και μεγαλώνουν μες στους
κάμπους·
έπειτα φεύγουν
και δεν ξαναγυρίζουν πια.
5Ποιος έδωσε ελευθερία
στον όναγρο;
ποιος τα δεσμά του έλυσε,
τον άφησε να φύγει;
6Όρισα κατοικία του τη στέπα,
τον έβαλα να ζήσει στη γη
την αρμυρή.
7Περιγελά της πολιτείας
το θόρυβο·
ποτέ κανείς γαϊδουρολάτης
δεν μπορεί
να τον εξαναγκάσει να
δουλέψει.
8Στα όρη τριγυρνά, που
’ναι η βοσκή του,
ψάχνει να βρει να φάει
όποιο χορτάρι πράσινο.
9Θαρρείς πως έχει διάθεση
τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί
ή να περνά τις νύχτες στο
παχνί σου;
10Θαρρείς πως θα δεχότανε
να το τραβάς με το σκοινί
για να οργώσει
και να βολοκοπήσει το
χωράφι σου;
11Μπορείς να βασιστείς
στην υπερβολική του δύναμη
και να του εμπιστευτείς
τις πιο βαριές δουλειές
σου;
12Θαρρείς πως θα σου
κουβαλήσει τη σοδειά σου
και πως θα τη συνάξει
μες στ’ αλώνι σου;
13Χτυπάει η
στρουθοκάμηλος εύθυμα τα φτερά της,
μα να πετάξει δεν μπορεί
καθώς ο πελαργός.
14Τ’ αυγά της τα
εγκαταλείπει καταγής,
τα εμπιστεύεται
στη ζεστασιά της άμμου.
15Δε σκέφτεται ότι μπορεί
κάποιος να τα πατήσει
ή ένα ζώο άγριο να τα
λιώσει
κάτω απ’ το πέλμα του.
16Με τα μικρά της, μάνα
είναι σκληρή η στρουθοκάμηλος,
σαν να μην ήτανε δικά
της·
κι αδιαφορεί αν χαμένοι
πάνε οι κόποι της.
17Κι αυτό γιατί εγώ σοφία
δεν της έδωσα,
ούτε μια στάλα νοημοσύνη.
18Μα όταν φοβηθεί και
πάρει δρόμο τρέχοντας,
ούτ’ άλογο ούτε
καβαλλάρης δεν τη φτάνει.
19Μήπως εσύ έδωσες στο
άλογο τη δύναμη
κι έντυσες το λαιμό του
με τη χαίτη;
20Μήπως εσύ άραγε μπορείς
σαν ακρίδα να το κάνεις
να πηδάει
και τρόμο να σκορπά με το
περήφανο χλιμίντρισμά του;
21Σκάβει το χώμα στην
κοιλάδα όλο χαρά
κι ορμά με δύναμη να
αντικρούσει όπλα.
22Φόβος δεν ξέρει τι θα
πει
και δεν τρομάζει,
ούτε οπισθοχωρεί
μπρος στο σπαθί.
23Τα βέλη στη φαρέτρα
κουρταλούν
κι αστράφτουνε η λόγχη
και το δόρυ.
24Τρέμει από έξαψη, ορμά
καλπάζοντας μπροστά·
δεν μπορεί να
συγκρατηθεί,
όταν η σάλπιγγα
αντηχήσει.
25Στο κάθε σάλπισμα
απαντά
μ’ ένα χλιμίντρισμα,
οσμίζεται από μακριά τη μάχη,
τις βροντερές φωνές των
αρχηγών
και την πολεμική κραυγή.
26Απ’ τη δική σου τάχατε
σοφία
έμαθε το γεράκι να πετά,
όταν απλώνει τα φτερά του
προς το νότο;
27Μήπως με τη δική σου
προσταγή
πετάει ο αετός στα ύψη
και χτίζει τη φωλιά του
στα ψηλά;
28Μέσα στους βράχους
κατοικεί
σ’ απόκρημνες κορφές,
σε μέρη απρόσιτα
τη νύχτα του περνάει.
29Για την τροφή του από
’κει πάνω καιροφυλακτεί·
τα μάτια του από μακριά
την ξεδιακρίνουν.
30Τροφή για τα μικρά του
είν’ το αίμα·
γι’ αυτό όπου το πτώμα,
εκεί κι οι αετοί.
ΙΩΒ 40
1Ο Κύριος ρώτησε τον Ιώβ:
2«Θέλεις μ’ εμένα να
φιλονικείς, τον Παντοδύναμο;
Θέλεις να συνεχίσεις να
μ’ επικρίνεις
ή θα παραιτηθείς;»
Ο Ιώβ αναγνωρίζει την
πανσοφία του Θεού
3Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ
στον Κύριο:
4«Εγώ είμ’ ασήμαντος!
Τι θα μπορούσα να σου
αποκριθώ;
Δεν θα τ’ ανοίξω άλλο πια
το στόμα μου.
5Μίλησα πιο πολύ απ’ ό,τι
έπρεπε·
δε θα ξαναμιλήσω πια».
Ενδείξεις της δύναμης και
της σοφίας του Θεού
6Τότε απάντησε ο Θεός
στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:
7Σαν άντρας τώρα σήκω
απάνω·
θα σε ρωτάω
και εσύ θα μου
αποκρίνεσαι.
8Θέλεις στ’ αλήθεια ν’
αποδείξεις
πως είμαι άδικος,
πως εγώ κάνω λάθος κι εσύ
λες το σωστό;
9Είσαι το ίδιο σαν εμένα
δυνατός;
μπορεί η φωνή σου να
βροντά
σαν τη δική μου;
10Τότε στολίσου με
λαμπρότητα κι υπεροχή,
ντύσου με δόξα
και μεγαλοπρέπεια.
11Άσε το φοβερό θυμό σου
να ξεσπάσει·
όλους τους αλαζόνες
μ’ ένα σου βλέμμα
ταπείνωσε.
12Με τη ματιά σου κάν’
τους να υποκύψουν,
αν μπορείς,
και σύντριψε τους ασεβείς
εκεί που βρίσκονται.
13Όλους μέσα στο χώμα
καταχώνιασέ τους
κι αφάνισέ τους μες στη
γη.
14Τότε πρώτος εγώ θα σε
παινέψω
γιατί θα ’χεις νικήσει
με τη δική σου δύναμη.
15Κοίτα τον ιπποπόταμο.λβ
Είναι κι αυτός καθώς εσύ,
το δημιούργημά μου·
κι αυτός όπως το βόδι
με το χορτάρι τρέφεται.
16Αλλά δες πόση δύναμη
έχει η μέση του,
πόσο γεροί είναι οι
μυώνες της κοιλιάς του!
17Ορθώνεται η ουρά του
καθώς του κέδρου ο κορμός,
είναι γεροί σαν παλαμάρια
των μηρών του οι
τένοντες.
18Είναι τα κόκαλά του
δυνατά καθώς σωλήνες ορειχάλκινοι,
σαν βέργες σιδερένιες τα
πλευρά του.
19Είν’ ένα αριστούργημα
μες στη δημιουργία μου·
μονάχα ο πλάστης του
μπορεί να τον δαμάσει.
20Στα όρη πάνω βρίσκει τη
βοσκή του
εκεί που παίζουν όλα τα
ζώα τ’ άγρια.
21Κάτω από τους λωτούς
πλαγιάζει,
κρύβεται ανάμεσα στων
βάλτων τις καλαμιές.
22Με τη σκιά τους τον
σκεπάζουν οι λωτοί
και βρίσκει καταφύγιο
στις λεύκες του
χειμάρρου.
23Ακόμα κι όταν
ανεβαίνουν τα νερά
αυτός την ηρεμία του δεν
την χάνει.
Κι αν το ποτάμιλγ με ορμή
μπαίνει στο στόμα του,
ο ιπποπόταμος δεν τρέχει
να σωθεί.
24Ωστόσο μπορεί κάποιος
να του αντιταχθεί
και να τον πιάσει;
να του τρυπήσει τα
ρουθούνια
και να τον δέσει με
σκοινιά;
25Μπορείς να πιάσεις τον
κροκόδειλολε με αγκίστρι,
έτσι που με την καθετή
τη γλώσσα του να την
τραβήξεις κάτω;
26Μπορείς σκοινί από
βούρλα
να περάσεις στο ρύγχος
του
και να τρυπήσεις τα
σαγόνια του με γάντζο;
27Τάχα θα σε
θερμοπαρακαλέσει;
θα σου μιλήσει μήπως
τρυφερά;
28Θα κλείσει τάχα
συμφωνία μαζί σου
ώστε να μπει στη δούλεψή
σου για παντοτινά;
29Θα ’παιζες τάχατε μαζί
με τον κροκόδειλο
όπως μ’ ένα μικρό πουλί;
ή, θα τον έδενες ποτέ με
αλυσίδα
να ’χουν οι κόρες σου
διασκέδαση;
30Θαρρείς πως οι ψαράδες
θα τον παζαρέψουν
και σε κομμάτια θα τον
μοιραστούν οι έμποροι;
31Μπορείς να κάνεις
διάτρητο το δέρμα του με βέλη
και με καμάκια να
διαπεράσεις το κεφάλι του;
32Δοκίμασε να βάλεις πάνω
του το χέρι σου·
τη μάχη που θα γίνει
δε θα την ξεχάσεις
και δε θα το τολμήσεις
πια.
ΙΩΒ 41
1Όποιος νομίζει πως
μπορεί να τον νικήσει τον κροκόδειλο,
τον εαυτό του απατά·
αρκεί μονάχα η όψη του
ξερό στη γη για να σε
ρίξει.
2Ποιος θά ’ταν τόσο
ριψοκίνδυνος
για να τολμήσει να τον
προκαλέσει;
Και ποιος ακόμα
τολμηρότερος
σ’ εμένα για ν’
αντισταθεί;
3Ποιος προηγήθηκε στα
δώρα του
ώστε να στείλω να τ’
ανταποδώσω;
Δικά μου είν’ όσα υπάρχουνε
κάτω απ’ τον ουρανό.
4Θα πω ακόμα για τα μέλη
του κροκόδειλου,
το σφρίγος του
και την αρμονική
κατασκευή του:
5Ποιος να τολμήσει από
εμπρός ν’ ανοίξει το χιτώνα του
και στο διπλό του
θώρακαλς
ποιος να εισχωρήσει;
6Ποιος θα τολμήσει να του
ανοίξει
του στόματός του τη
μεγάλη πύλη,
που τη φρουρούν τα φοβερά
τα δόντια του;
7Είναι η ράχη του όλη
καμωμένη
από ασπίδες στερεές,
σφιχτά συγκολλημένες,
αδιαπέραστες.
8Η καθεμιά προσαρμοσμένη
με την άλλη
έτσι που μήτε αέρας να
μπορεί
ανάμεσά τους να περάσει.
9Η μια ενωμένη με την
άλλη τόσο σφιχτά
που τίποτα να μην μπορεί
να τις χωρίσει.
10Στο φτέρνισμα του
κροκοδείλου λαμπυρίζουν τα νερά στο φως,
σαν την αυγή διάπυρα είν’
τα μάτια του.
11Φλόγινες γλώσσες
ξεπηδούν από το στόμα του
κι εκσφενδονίζονται
δεμάτια σπίθες.
12Αχνός απ’ τα ρουθούνια
του σκορπιέται
σαν από χύτρα που
κοχλάζει
ή από λέβητα.
13Τόσο είν’ η ανάσα του
καυτή που ανάβει κάρβουνα·
από το στόμα του πηδάνε
φλόγες.
14Στον τράχηλό του έχει
τόση δύναμη ο κροκόδειλος,
ώστε καθένας που τον
συναντά,
τρομάζει.
15Τα τμήματα της σάρκας
του είναι συγκολλημένα μεταξύ τους,
στερεωμένα πάνω του κι
ανυποχώρητα.
16Είναι σκληρή η καρδιά
του σαν την πέτρα
και σταθερή καθώς η κάτω
ακίνητη μυλόπετρα.
17Όταν ορθώνεται ο
κροκόδειλος,
τρέμουν ακόμα κι οι πιο
δυνατοί,
και πανικόβλητοι
υποχωρούνε.
18Ξίφος κι αν τον
χτυπήσει, εκείνος δεν πληγώνεται
ούτε από δόρυ, ακόντιο ή
βέλος.
19Το σίδερο είναι γι’
αυτόν σαν το άχυρο,
κι είν’ ο χαλκός σαν ξύλο
σάπιο.
20Δε θα μπορέσουνε του
τόξου οι ριπές
σε φυγή τον κροκόδειλο να
τρέψουν·
οι πέτρες της σφεντόνας
είναι γι’ αυτόν σαν του σταριού το άχυρο.
21Κομμάτι σταχοκάλαμο
είναι γι’ αυτόν το ρόπαλο·
γελάει όταν τα δόρατα
στ’ αυτιά του πλάι
σφυρίζουν.
22Έχει εξογκώματα από
κάτω στην κοιλιά του
σαν πέτρες κοφτερές·
περνάει κι αφήνει αυλακιές
στη λάσπη σαν τον
βολοκόπο.
23Το βυθό κάνει να
κοχλάζει σαν καζάνι, ο κροκόδειλος,
τη θάλασσα να μοιάζει
χύτρα
όπου ετοιμάζονται
αλοιφές.
24Πίσω του αφήνει λαμπερό
ένα χνάρι
κι αποκτά κόμη λευκασμένη
ο απύθμενος ωκεανός.
25Πάνω στη γη δε
βρίσκεται τίποτα
όμοιό του,
πλάστηκε να ’ναι
ατρόμητος.
26Κοιτάει με συγκατάβαση
τα ζώα τα πιο αγέρωχα·
εκείνος είν’ ο βασιλιάς
σ’ όλα τ’ άγρια θεριά.λζ
ΙΩΒ 42
Ο Ιώβ υποτάσσεται στο Θεό
1Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ
στον Κύριο:
2«Ξέρω πως τίποτα για σε
δεν είν’ αδύνατο
κι όλα όσα στοχάζεσαι
μπορείς και να τα
πράξεις.
3Ρωτάς ποιος είμαι που
τολμώ ν’ αμφισβητώ τα σχέδιά σου,
καθώς για πράγματα μιλώ
που δεν καταλαβαίνω.
Αλήθεια, μίλησα για
πράγματα που δεν τα καταλάβαινα,
πολύ μεγάλα, θαυμαστά
κι ασύλληπτα για μένα.
4Μου ζητάς πρώτα να σ’
ακούσω όσο μιλάς
κι ύστερα ν’ απαντήσω εγώ
στις ερωτήσεις σου.
5Τότε σε γνώριζα μονάχα
απ’ όσα είχα για σένα ακουστά·
μα τώρα με τα μάτια μου
σε είδα.
6Γι’ αυτό, ανακαλώ τα όσα
είπα
και ντρέπομαι γι’ αυτά.
Μέσα στο χώμα και στη
στάχτη ταπεινώνομαι».
Αποδοχή του Ιώβ από τον
Θεό
7Όταν ο Κύριος έπαψε να
μιλάει με τον Ιώβ, είπε στον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη: «Θύμωσα πολύ μ’ εσένα και με
τους δύο φίλους σου, γιατί δε μιλήσατε σωστά για μένα, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.
8Τώρα λοιπόν πάρτε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε να βρείτε το
δούλο μου τον Ιώβ και να τα προσφέρετε ολοκαύτωμα για την ενοχή σας. Να
προσευχηθεί για σας ο δούλος μου ο Ιώβ κι εγώ θα δεχτώ με ευμένεια την προσευχή
του και δε θα σας μεταχειριστώ κατά πώς ταιριάζει στην αφροσύνη σας». 9Τότε ο
Ελιφάζ ο Ταιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωχάρ ο Νααμαθίτης έφυγαν καί
έκαναν όπως τους είπε ο Κύριος. Και ο Κύριος δέχτηκε με ευμένεια την προσευχή
του Ιώβ.
Αποκατάσταση της
ευδαιμονίας του Ιώβ
10Όταν ο Ιώβ προσευχήθηκε
για τους φίλους του, ο Κύριος του έδωσε πάλι πλούτη, και μάλιστα διπλάσια απ’
όσα είχε πριν. 11Τότε τον επισκέφθηκαν όλοι οι αδερφοί του κι οι αδερφές του
και όλοι οι παλιοί του γνώριμοι. Καθώς έτρωγαν στο σπίτι του μαζί του, του
έδειξαν πως συμμετέχουν στον πόνο του και τον παρηγόρησαν για όλες τις
δυστυχίες που του είχε στείλει ο Κύριος. Και ο καθένας τους του χάρισε ένα
νόμισμα και ένα χρυσό δαχτυλίδι.
12Στα χρόνια που
ακολούθησαν, ο Κύριος ευλόγησε τον Ιώβ περισσότερο από πριν. Έτσι ο Ιώβ
απέκτησε δεκατέσσερις χιλιάδες πρόβατα και έξι χιλιάδες καμήλες, χίλια ζευγάρια
βόδια καί χίλια γαϊδούρια. 13Απέκτησε ακόμα εφτά γιους και τρεις θυγατέρες.
14Την πρώτη την ονόμασε Ιεμιμά (Περιστέρα), τη δεύτερη Κεσία (Κανελλολούλουδο)
και την τρίτη Κέρεν-Αππούχ (Θήκη Καλλυντικών). 15Σε κανένα μέρος της γης δεν
υπήρχαν τόσο ωραίες γυναίκες, σαν τις κόρες του Ιώβ. Ο πατέρας τους τους έδωσε
κληρονομικό μερίδιο όπως και στους αδερφούς τους.
16Μετά απ’ αυτά τα
γεγονότα ο Ιώβ έζησε εκατόν σαράντα χρόνια, και είδε τα παιδιά του και τα παιδιά
των παιδιών του, τέσσερις γενιές. 17Πέθανε μακροήμερος σε βαθιά γεράματα.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα
Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην
πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου