Ο προφήτης Δανιήλ, η
δράοη, οι προφητείες και τα οράματα του οποίου περιέχονται ατο φερώνυμο βιβλίο,
μεταφέρθηκε σε νεαρή ηλικία ως αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην
αυλή του Ναβουχοδονόσορ, για να ενταχθεί αρχικά στο υπηρετικό προσωπικό και να
αναλάβει στη συνέχεια καθήκοντα αυλικού αξιωματού-χου. Στη Βαβυλώνα παρέμεινε ο
Δανιήλ και μετά την κατάληψή της από τους Πέροες, συνεχίζοντας και υπό το νέο
καθεστώς τη λαμπρή σταδιοδρομία του.
Στην ελληνική μετάφραση
των Εβδομήκοντα (Ο') το βιβλίο κατατάσσεται συνήθως στο τέλος της Παλαιάς
Διαθήκης, στην ομάδα “Προφητικά Βιβλία". Αντίθετα, στην Εβραϊκή Βίβλο δεν
ουμπεριλαμβάνεται μεταξύ των προφητικών έργων, αλλά κατατάσσεται στα
“Αγιόγραφα". Το κείμενο του έργου σώζεται σε τρεις βασικές παργές: α) Το πρωτότυπο
κείμενο, ένα μέρος του οποίου είναι γραμμένο στα εβραϊκά (1,1-2,4α· 8,1-12) και
ένα άλλο μέρος στα αραμαϊκά (2,4β-7,28), β) Το κείμενο των Ο'που ουνιστά μάλλον
παράφραση στα ελληνικά παρά μετάφραση του έργου και γ) Το κείμενο του
Θεοδοτίωνα, μια πιστότερη στο πρωτότυπο ελληνική μετάφραση, που εκπονήθηκε κατά
το 2ο μ.Χ. αιώνα. Η τελευταία αυτή παργή αντικατέστησε τελικά το κείμενο των
Ο'στον κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα ελληνικά κείμενα περιέχουν, εκτός από
το υλικό του πρωτότυπου κειμένου, εκτενείς προσθήκες σε πεζό και έμμετρο λόγο.
Η πρώτη ουνιστά μια αφήγηση που αναφέρεται στην περιπέτεια της εξόριστης στη
Βαβυλώνα ενάρετης Ιουδαίος Σουσάννας, η οποία κατηγορήθηκε άδικα και σώθηκε από
τον Δανιήλ. Η αφήγηση αυτή τίθεται συνήθως επικεφαλής του βιβλίου. Μετά το
στίχο 3,23 του πρωτοτύπου ακολουθούν στα ελληνικά κείμενα η προσευχή του Αζαρία
και ο ύμνος των Τριών Παίδων σε έμμετρο λόγο και στο τέλος του έργου
παρατίθενται δύο επεισόδια που αναφέρονται στην αποκάλυψη από τον Δανιήλ της
απάτης των ειδωλολατρών ιερέων του θεού Βηλ και στη θανάτωση, επίσης από τον
Δανιήλ, ενός ιερού δράκοντα, που είχε ως συνέπεια το να ριχτεί ο προφήτης στο
λάκκο με τα λιοπάρια. Οι ελληνικές προσθήκες μεταφράστηκαν στην παρούσα έκδοση
από το κείμενο του Θεοδοτίονα και σημειώνοπαι με τα γράμματα του ελληνικού
αλφαβήτου Α, Β, Γ, κλπ.
Το περιεχόμενο του έργου
διακρίνεται σε δύο μέρη, ένα αφηγηματικό (κεφ. 1-6) και ένα προφητικό -
αποκαλυπτικό (κεφ. 7-12). Στο αφηγηματικό μέρος περιέχονται βιογραφικά στοιχεία
και περιγράφονται οι περιπέτειες του Δανιήλ και τριών φίλων του, οι οποίοι
μεταφέρονται σε νεαρή ηλικία αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα και εκπαιδεύονται στην
αυλή του Ναβουχοδονόσορ. Παρά την ανατροφή τους σε ειδωλολατρικό περιβάλλον,
παραμένουν πιστοί στο Θεό και ανυποχώρητοι στην τήρηση του νόμου του και
κατορθώνουν έτσι να υπερνικήσουν με θεία βοήθεια όλα τα εμπόδια και τις απειλές
κατά της ζωής τους (πυρακτωμένο καμίνι, λάκκος με λιοντάρια, κλπ). Το θείο,
μάλιστα, χάρισμα του Δανιήλ να ερμηνεύει όνειρα του δίνει τη δυνατότητα να
ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα, αρχικά στη βαβυλωνιακή και αργότερα στην περσική
αυλή. Στο δεύτερο μέρος περιέχονται πολυσύνθετα οράματα, τα οποία είδε ο Δανιήλ
κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βαβυλώνα. Στα οράματα αυτά
πρωταγωνιστούν διάφορα θηρία που συμβολίζουν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Περιγράφεται η διαδοχή τους στην κυριαρχία του κόσμου και η συπριβή τους, την
οποία θα ακολουθήσει η αιώνια βασιλεία του ‘Υιού του Ανθρώπου”. Στο τελευταίο
όραμα του βιβλίου περι-γράφονται τα βασικότερα γεγονότα της ιστορίας από τους
περσικούς χρόνους μέχρι τη μακκαβαϊκή εποχή. Με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο
περιγράφεται ο ανταγωνισμός Σελευκιδών και Πτολεμαίων και με ακόμη περισσότερες
λεπτομέρειες η περίοδος της βασιλείας του Αντιόχου Δ' του Επιφανούς. Το έργο
ολοκληρώνεται με την εξαγγελία της πτώσης του τυράννου και της εγκαθίδρυσης της
βασιλείας του Θεού.
Τα βιογραφικά τμήματα του
βιβλίου (1-6), παρ’ όλο που στοχεύουν στο να δώσουν πληροφορίες για την
προσωπικότητα του προφήτη, έχουν διδακτικό χαρακτήρα. Στόχος των αφηγήσεων
αυτών είναι να τονίσουν από τη μια μεριά ότι η υποχρέωση της υ-πακοής στο νόμο
του Κυρίου δεν εξαρτάται από τις περιστάσεις, και από την άλλη ότι ο Θεός
προστατεύει και αναδεικνύει όποιον υπακούει στο νόμο του. Τονίζοπας ο
συγγραφέας την παντοδυναμία και την παρουσία του Θεού στην ιστορία του κόσμου,
θέλει να παρηγορήσει, αλλά και να ενθαρρύνει το δοκιμαζόμενο λαό, ώστε να
προσβλέπει με εμπιστοσύνη στο μέλλον. Η ίδια ιδέα υπόκειται και στα οράματα του
προφήτη. Κύριος της ιστορίας είναι ο Θεός, ο οποίος την οδηγεί σύμφωνα με το
προαιώνιο σχέδιό του προς την τελική της έκβαση που είναι η εγκαθίδρυση της
αιώνιας βασιλείας του. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής παριστάνονται σαν
εύθραυστα κατασκευάσματα που διαδέχονται το ένα το άλλο, για να αντικατασταθούν
τελικά από την αιώνια κυριαρχία του ‘Υιού του Ανθρώπου” με την απεριόριστη
εξουσία. Τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο για τον ‘Ύιό του Ανθρώπου” συμπληρώνουν
την εικόνα του αναμενόμενου από τους άλλους προφήτες Μεσαία. Αυτή η απεριόριστη
εξουσία θα αποκαλυφθεί στο έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως 'Υιός του
Ανθρώπου" συγχωρεί αμαρτίες (Μκ 2,10) και εξουσιάζει το Σάββατο (Μκ 2,28).
Διάγραμμα του
περιεχομένου
ΣΟΥΣΑΝΝΑ:
Α.1-64
1.Ο Δανιήλ και οι φίλοι
του στη Βαβυλώνα: 1,1-6,29
Β: 3,24-45: ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΤΟΥΑΖΑΡΙΑ Γ: 3,46-90:
ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΟΝ
2. Τα οράματα του
Δανιήλ:
7,1-12,13
ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ: Δ,1-42
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 1
ΣΟΥΣΑΝΝΑ
Η αθώα Σουσάννα σε
δύσκολη θέση
1Στη Βαβυλώνα κατοικούσε
ένας Ιουδαίος που ονομαζόταν Ιωακίμ. 2Αυτός είχε σύζυγο μια γυναίκα που την
έλεγαν Σουσάννα, κόρη του Χελκία· ήταν πάρα πολύ όμορφη και θεοσεβής. 3Οι
γονείς της ήταν ευσεβείς και είχαν διαπαιδαγωγήσει την κόρη τους σύμφωνα με το
νόμο του Μωυσή. 4Ο Ιωακίμ ήταν πάρα πολύ πλούσιος και είχε στο σπίτι του κήπο.
Πολλοί Ιουδαίοι τον επισκέπτονταν για να τον συμβουλευθούν, γιατί τον
εκτιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλον.
5Το χρόνο εκείνο
αναδείχθηκαν από το λαό δύο πρεσβύτεροι ως δικαστές, οι οποίοι όμως πολύ
απείχαν από του να κυβερνούν σωστά το λαό. Για ανθρώπους σαν κι αυτούς ο Κύριος
είχε πει ότι «η αδικία προέρχεται από τη Βαβυλώνα από πρεσβυτέρους δικαστές,
που νόμιζαν ότι κυβερνούσαν το λαόα». 6Σύχναζαν κι αυτοί στο σπίτι του Ιωακίμ,
και έρχονταν σ’ αυτούς όλοι όσοι είχαν διαφορές.
7Το μεσημέρι, που έφευγε
ο κόσμος, ερχόταν η Σουσάννα και έκανε τον περίπατό της στον κήπο του άντρα
της. 8Οι δύο πρεσβύτεροι την παρατηρούσαν κάθε μέρα που πήγαινε και περπατούσε,
και καταλαμβάνονταν από φλογερή επιθυμία γι’ αυτήν. 9Με το μυαλό σκοτισμένο
προσήλωναν τα μάτια τους σ’ αυτήν, αντί να τα στρέφουν στον ουρανό για
προσευχή· δε σκέφτονταν πως ήταν υπεύθυνοι δικαστές του λαού. 10Ήταν και οι δυο
κυριευμένοι από το πάθος τους γι’ αυτήν 11αλλά δε φανέρωνε ο ένας στον άλλο τα
αισθήματά τους, γιατί ντρέπονταν που ήθελαν να πλαγιάσουν μαζί της.
12Αναζητούσαν, λοιπόν, με λαχτάρα κάθε μέρα ευκαιρία για να την κοιτάζουν.
13Ένα μεσημέρι είπε ο
ένας στον άλλο: «Ας πάμε σπίτι τώρα· είναι ώρα για φαγητό». 14Φεύγοντας, όμως,
πήραν διαφορετικούς δρόμους και σε λίγο γύρισαν και οι δύο πίσω και
συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο. Ρωτώντας ο ένας τον άλλο για το λόγο που είχαν
επιστρέψει, φανερώθηκε η κοινή τους επιθυμία. Τότε αποφάσισαν μαζί ποια θα ήταν
κατάλληλη μέρα που θα μπορούσαν να ξεμοναχιάσουν τη Σουσάννα.
15Όταν ήρθε εκείνη η
μέρα, οι δύο πρεσβύτεροι παραμόνευαν και είδαν τη Σουσάννα, που μπήκε ως
συνήθως με δύο μόνο δούλες· ήθελε να κάνει το μπάνιο της στον κήπο, γιατί έκανε
ζέστη. 16Δεν ήταν κανείς εκεί, εκτός από τους δυο πρεσβυτέρους, που ήταν
κρυμμένοι και την αποθαύμαζαν. 17Η Σουσάννα είπε στις δούλες: «Φέρτε μου λάδι
και την αλοιφή και κλείστε τις πόρτες του κήπου για να κάνω μπάνιο». 18Εκείνες
έκαναν όπως τις διέταξε: έκλεισαν τις πόρτες του κήπου και βγήκαν από τις
πλαϊνές πόρτες, για να φέρουν ό,τι τους παρήγγειλε· δεν είδαν όμως τους
πρεσβυτέρους στην κρυψώνα τους.
19Όταν οι δούλες είχαν
φύγει, σηκώθηκαν οι δυο πρεσβύτεροι και έτρεξαν κοντά στη Σουσάννα 20και της
είπαν: «Οι πόρτες του κήπου είναι κλειστές και κανείς δε μας βλέπει· σε ποθούμε
κι οι δυο· έλα και μην αρνηθείς να πλαγιάσεις μαζί μας, 21αλλιώς θα σε
κατηγορήσουμε ότι ήταν μαζί σου κάποιος νεαρός και γι’ αυτό έδιωξες τις δούλες
από κοντά σου».
22Η Σουσάννα στέναζε κι
έλεγε: «Αχ, πώς έμπλεξα έτσι! Αν υποκύψω με περιμένει ο θάνατος για μοιχεία· αν
δεν υποκύψω, πάλι δε γλιτώνω από τα χέρια σας. 23Καλύτερα να μην υποκύψω κι ας
πέσω στα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω στον Κύριο».
24Ξαφνικά έβαλε τις φωνές,
αλλά άρχισαν να φωνάζουν κι οι δυο πρεσβύτεροι εναντίον της. 25Ο ένας μάλιστα
έτρεξε κι άνοιξε τις πόρτες του κήπου. 26Μόλις, όμως, άκουσαν τις φωνές από τον
κήπο αυτοί που ήταν στο σπίτι, πήδησαν μέσα από την πλαϊνή πόρτα για να δουν τι
συνέβαινε στη Σουσάννα. 27Οι πρεσβύτεροι είπαν την αιτία που φώναζαν και οι
υπηρέτες καταντροπιάστηκαν, γιατί ουδέποτε μέχρι τότε είχε ακουστεί κάτι τέτοιο
για τη Σουσάννα.
28Την άλλη μέρα, όταν
είχε συγκεντρωθεί κόσμος στο σπίτι του άντρα της, του Ιωακίμ, ήρθαν οι δύο πρεσβύτεροι
για να πραγματοποιήσουν το παράνομο σχέδιό τους εναντίον της Σουσάννας και να
πετύχουν τη θανατική της καταδίκη. 29Είπαν, λοιπόν, μπροστά σε όλους: «Στείλτε
ανθρώπους να φέρουν εδώ τη Σουσάννα, κόρη του Χελκία και γυναίκα του Ιωακίμ».
Έτσι κι έκαναν. 30Ήρθε τότε εκείνη, οι γονείς της, τα παιδιά της και όλοι οι
συγγενείς της. 31Η Σουσάννα ήταν πάρα πολύ κομψή και όμορφη εξωτερικά. 32Είχε
όμως καλύψει το πρόσωπό της και γι’ αυτό τη διέταξαν να το ξεσκεπάσει για ν’
απολαύσουν την ομορφιά της. 33Οι δικοί της και όλοι όσοι την έβλεπαν ακάλυπτη
έκλαιγαν.
34Τότε σηκώθηκαν οι δύο
πρεσβύτεροι μπροστά στη σύναξη και έβαλαν τα χέρια τους στο κεφάλι της. 35Αυτή
όμως κλαίγοντας κοίταξε στον ουρανό, γιατί η καρδιά της είχε εμπιστοσύνη στον
Κύριο. 36Τότε είπαν οι πρεσβύτεροι: «Ενώ εμείς περπατούσαμε στον κήπο μόνοι,
μπήκε αυτή με δύο δούλες, έκλεισε τις πόρτες του κήπου κι άφησε τις δούλες
ελεύθερες να φύγουν. 37Τότε την πλησίασε ένας νεαρός που μέχρι τότε ήταν κάπου
εκεί κρυμμένος και πλάγιασε μαζί της. 38Εμείς ήμασταν στη γωνία του κήπου,
είδαμε την παρανομία, τρέξαμε προς τα ’κει 39και τους είδαμε να συνευρίσκονται.
Εκείνον δεν μπορέσαμε να τον πιάσουμε, γιατί ήταν πιο δυνατός από μας· άνοιξε
τις πόρτες κι έφυγε. 40Πιάσαμε, όμως, αυτήν και τη ρωτούσαμε ποιος ήταν ο
νεαρός, 41αλλά δεν ήθελε να μας τον φανερώσει. Αυτά είχαμε να καταθέσουμε».
Η σύναξη τους πίστεψε,
επειδή ήταν πρεσβύτεροι και δικαστές, και την καταδίκασαν σε θάνατο. 42Τότε η
Σουσάννα φώναξε δυνατά και είπε: «Αιώνιε Θεέ, εσύ που είσαι γνώστης των κρυπτών
και γνωρίζεις τα πάντα πριν γίνουν, 43ξέρεις καλά ότι αυτοί οι πρεσβύτεροι
μαρτύρησαν ψέματα εναντίον μου· και τώρα πρέπει να πεθάνω χωρίς να έχω κάνει
τίποτε απ’ όσα αυτοί μηχανεύτηκαν εναντίον μου».
Ο Δανιήλ αποκαλύπτει τους
κατηγόρους και γλιτώνει τη Σουσάννα
44Ο Κύριος άκουσε τη
Σουσάννα που του ζήτησε βοήθεια, 45κι ενώ την οδηγούσαν στο θάνατο, αφύπνισε
την άγια συνείδηση κάποιου νέου που ονομαζόταν Δανιήλ, 46και φώναξε δυνατά:
«Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με το φόνο αυτής της γυναίκας!» 47Ο κόσμος στράφηκε
τότε προς αυτόν και τον ρώτησε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια. 48Ο Δανιήλ στάθηκε
ανάμεσά τους και τους είπε: «Μα είστε στα καλά σας, Ισραηλίτες; Καταδικάσατε σε
θάνατο μια Ισραηλίτισσα χωρίς ανάκριση και χωρίς ν’ αποδειχτεί η αλήθεια.
49Γυρίστε πίσω στο δικαστήριο! Ψέματα είπαν αυτοί εναντίον της».
50Έτσι γύρισαν όλοι
αμέσως πίσω. Τότε οι άλλοι πρεσβύτεροι του είπαν: «Εμπρός, πάρε θέση δικαστή
ανάμεσά μας και πες μας τι ξέρεις, γιατί σ’ εσένα έχει δώσει ο Θεός σοφία
γερόντων». 51Ο Δανιήλ τους είπε: «Πάρτε μακριά τον ένα πρεσβύτερο από τον άλλο
και θα τους εξετάσω χωριστά».
52Κάλεσε τον πρώτο και
του είπε: «Γέρασες αμαρτάνοντας. Τώρα θα τιμωρηθείς για όλες τις αμαρτίες που
έχεις κάνει. 53Μέχρι τώρα έβγαζες αποφάσεις άδικες· καταδίκαζες τους αθώους και
αθώωνες τους ενόχους, ενώ ο Κύριος λέει να μη θανατώσεις τον αθώο και τον
δίκαιο. 54Τώρα λοιπόν, εάν πράγματι την είδες, λέγε: κάτω από τι δέντρο τους
είδες να συνευρίσκονται;» Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα σχίνο». 55Τότε ο
Δανιήλ είπε: «Να, που είπες ψέματα, γιατί ο άγγελος του Θεού έχει λάβει κιόλας
εντολή από το Θεό να σε σχίσειβ στα δύο».
56Τον κράτησε μακριά και
διάταξε να φέρουν τον άλλο. «Απόγονε του Χαναάν και όχι του Ιούδα», του είπε,
«η ομορφιά σε παρέσυρε και η παράνομη επιθυμία διέφθειρε το μυαλό σου. 57Έτσι
κάνατε στις Ισραηλίτισσες, κι εκείνες, επειδή φοβόντουσαν, πλάγιαζαν μαζί σας.
Αλλά αυτή η Ιουδαία δεν υπέκυψε στην παρανομία σας. 58Τώρα λοιπόν πες μου: Κάτω
από τι δέντρο τους έπιασες να συνευρίσκονται;» Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα
πουρνάρι». 59Κι ο Δανιήλ του είπε: «Νάτο, ψέμα είπες κι εσύ, που μάλιστα
στρέφεται εναντίον σου! Ο άγγελος του Θεού σε περιμένει με το ξίφος του για να
σε κόψει στα δύο και να σ’ εξαφανίσει».
60Όλη η σύναξη τότε
αλάλαξε και δόξασε το Θεό, που σώζει όσους ελπίζουν σ’ αυτόν. 61Έπειτα
επιτέθηκαν εναντίον των δύο πρεσβυτέρων και τους έκαναν ό,τι εκείνοι είχαν
σκεφτεί να κάνουν στη συμπατριώτισσά τους, γιατί ο Δανιήλ απέδειξε ότι έλεγαν
ψέματα. 62Εφήρμοσαν το νόμο του Μωυσή και τους εκτέλεσαν.
Έτσι σώθηκε μια αθώα εκείνη
την ημέρα. 63Ο Χελκίας και η γυναίκα του δόξασαν το Θεό για την κόρη τους τη
Σουσάννα μαζί με τον Ιωακίμ, τον άντρα της, και όλους τους συγγενείς τους,
γιατί δε βρέθηκε ένοχη για καμιά αισχρή πράξη. 64Όσο για το Δανιήλ, από την
ημέρα εκείνη και μετά απέκτησε μεγάλη φήμη μέσα στο λαό.
Ο Δανιήλ και οι φίλοι του
στο παλάτι του Βαβυλώνιου βασιλιά
1 Τον τρίτο χρόνο του
Ιωακίμ, βασιλιά του Ιούδα, ήρθε ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ στην
Ιερουσαλήμ και την πολιόρκησε.α 2 Τότε ο Κύριος παρέδωσε στην εξουσία του τον
Ιωακίμ και μερικά από τα σκεύη του ναού του Θεού.
Ο Ναβουχοδονόσορ έφερε
τους αιχμαλώτους στη χώρα Σινάρ,β και τα ιερά σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του ναού
του θεού του. 3 Διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να
επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από
οικογένειες ευγενών. 4 Αυτοί δεν έπρεπε να έχουν κανένα σωματικό ελάττωμα·
έπρεπε να είναι εμφανίσιμοι, να έχουν μεγάλη μόρφωση και να διαθέτουν γνώση και
αντίληψη, προκειμένου να προσληφθούν στα ανάκτορα, στην υπηρεσία του βασιλιά.
Θα τους δίδασκαν να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα των Βαβυλωνίων. 5 Ο
βασιλιάς είχε διατάξει να τους δίνουν κάθε μέρα από το φαγητό και το κρασί που
έτρωγε κι έπινε ο ίδιος. Και μετά από τριετή εκπαίδευση θα προσλαμβάνονταν στην
υπηρεσία του.
6 Ανάμεσα σ’ αυτούς τους
άντρες της φυλής Ιούδα ήταν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας. 7 Αλλά
ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς έδωσε άλλα ονόματα: ονόμασε το Δανιήλ,
Βαλτάσαρ· τον Ανανία, Σεδράχ· το Μισαήλ, Μισάχ και τον Αζαρία, Αβέδ-Νεγώ.γ
Η πίστη του Δανιήλ
ανταμείβεται
8 Ο Δανιήλ αποφάσισε να
μη μιανθείδ από τις τροφές και το κρασί του βασιλιά· γι’ αυτό παρακάλεσε τον
προϊστάμενο του προσωπικού να τον απαλλάξει απ’ αυτήν την υποχρέωση. 9 Ο Θεός
βοήθησε το Δανιήλ να κερδίσει την εύνοια και την καλοσύνη του προϊσταμένου. 10
Είπε όμως στο Δανιήλ: «Εγώ φοβάμαι τον κύριό μου το βασιλιά, που καθόρισε το
φαγητό σας και το πιοτό σας. Αν αυτός δει ότι φαίνεσθε πιο αδύνατοι από τους
άλλους νέους της ηλικίας σας, θα θεωρηθώ εγώ υπεύθυνος και θα με θανατώσει». 11
Τότε ο Δανιήλ είπε στον επόπτη, που είχε διοριστεί από τον προϊστάμενο του
προσωπικού για να φροντίζει αυτόν, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία: 12
«Δοκίμασε, λοιπόν, τους δούλους σου δέκα μέρες. Ας μας δώσουν όσπρια να φάμε
και νερό να πιούμε. 13 Και μετά ας συγκρίνουν μπροστά σου τα πρόσωπά μας με τα
πρόσωπα των νέων που τρώνε από το φαγητό του βασιλιά· τότε θ’ αποφασίσεις τι θα
κάνεις μ’ εμάς».
14 Ο επόπτης τούς άκουσε
και τους δοκίμασε δέκα μέρες. 15 Όταν πέρασαν οι δέκα μέρες, τα πρόσωπά τους
φάνηκαν ωραιότερα και παχύτερα απ’ όλους τους άλλους νέους που έτρωγαν από το
φαγητό του βασιλιά. 16 Έτσι ο επόπτης συνέχισε να μην τους παρέχει το φαγητό
και το κρασί του βασιλιά και τους έδινε όσπρια. 17 Ο Θεός όμως έδωσε στους
τέσσερις αυτούς νέους γνώση και αντίληψη να κατανοούν όλα τα γράμματα και τη
σοφία· επιπλέον ο Δανιήλ κατανοούσε κάθε όραμα και όνειρο.
18 Αφού πέρασε ο χρόνος
που είχε ορίσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ για να παρουσιάσουν σ’ αυτόν τους
νέους, ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς οδήγησε μπροστά του. 19 Ο βασιλιάς
συζήτησε μ’ όλους αυτούς, αλλά δε βρήκε κανέναν σαν τον Δανιήλ, τον Ανανία, το
Μισαήλ και τον Αζαρία. Έτσι τους προσέλαβε στην υπηρεσία του. 20 Και για
οποιοδήποτε ζήτημα τους ρωτούσε ο βασιλιάς και απαιτείτο σοφία και ευφυΐα, τούς
έβρισκε δέκα φορές καλύτερους απ’ όλους τους μάγους και τους μάντεις του
βασιλείου του.
21 Ο Δανιήλ παρέμεινε στο
ανάκτορο μέχρι τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Κύρου.ε
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 2
Το πρώτο όνειρο του
Ναβουχοδονόσορ
1Το δεύτερο χρόνο της
βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ είδε ένα όνειρο που τόσο τον αναστάτωσε, ώστε
έχασε τον ύπνο του. 2Διέταξε τότε να καλέσουν τους μάγους, τους μάντεις, τους
εξορκιστές και τους αστρολόγους για να του εξηγήσουν το όνειρο. Ήρθαν, λοιπόν,
αυτοί και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά. 3Ο βασιλιάς τούς είπε: «Είδα ένα όνειρο
κι αναστατώθηκα· θέλω να μάθω τι σημαίνει».
4Οι αστρολόγοι τού
απάντησαν:ς «Να ζεις αιώνια, βασιλιά! Πες το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς
θα σου το εξηγήσουμε».
5Ο βασιλιάς είπε στους
αστρολόγους: «Η απόφασή μου είναι οριστική: Αν δεν μου φανερώσετε και το όνειρο
και την ερμηνεία του, θα κατατεμαχιστείτε όλοι, και τα σπίτια σας θα
μεταβληθούν σε ερείπια. 6Αν όμως μου τα φανερώσετε, θα έχετε από μένα πλούσια
δώρα κι αμοιβές και μεγάλες τιμές. Γι’ αυτό, φανερώστε μου και το όνειρο και
την ερμηνεία του».
7Αυτοί για δεύτερη φορά
είπαν στο βασιλιά: «Πες, βασιλιά, το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς θα σου
φανερώσουμε την ερμηνεία του».
8Ο βασιλιάς απάντησε:
«Ξέρω, βέβαια, ότι θέλετε να κερδίσετε χρόνο, γιατί βλέπετε ότι η απόφασή μου
είναι αμετάκλητη. 9Αλλά αν δεν μου αποκαλύψετε το όνειρο, έχω πάρει την απόφασή
μου για σας. Εσείς όμως συμφωνήσατε να με παραπλανήσετε με ψέματα περιμένοντας
να δείτε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Γι’ αυτό πείτε μου το όνειρο για να
πεισθώ ότι μπορείτε να μου φανερώσετε και την ερμηνεία του».
10Οι αστρολόγοι απάντησαν
στο βασιλιά: «Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μπορεί να σου φανερώσει,
βασιλιά, αυτό που ζητάς· γι’ αυτό άλλωστε και κανείς βασιλιάς όσο μεγάλος και
ισχυρός κι αν ήταν, δεν ζήτησε ποτέ τέτοιο πράγμα από τους μάγους του, τους
μάντεις ή τους αστρολόγους του. 11Αυτό που ζητάς, βασιλιά, είναι πολύ δύσκολο.
Κανένας δεν είναι σε θέση να σου το φανερώσει παρά μόνον οι θεοί, που όμως η
κατοικία τους δεν βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο των θνητών».
12Έτσι ο βασιλιάς
οργίστηκε πάρα πολύ και διέταξε να σφάξουν όλους τους σοφούςζ της Βαβυλώνας.
13Κι όταν δημοσιεύτηκε το διάταγμα, μαζί με τους σοφούς έψαχναν να βρουν και το
Δανιήλ με τους φίλους του για να τους σκοτώσουν. 14Όταν ο Αριώχ,
αρχισωματοφύλακας του βασιλιά, πήγε να τους σκοτώσει, ο Δανιήλ φέρθηκε με
φρόνηση και σοφία: 15«Γιατί βγήκε μια τόσο σκληρή διαταγή από το βασιλιά;» τον
ρώτησε. Τότε ο Αριώχ φανέρωσε στο Δανιήλ όλα όσα είχαν συμβεί. 16Αμέσως ο
Δανιήλ μπήκε στο ανάκτορο και παρακάλεσε το βασιλιά να του δώσει καιρό για να
του φανερώσει το όνειρο και την ερμηνεία του. 17Έπειτα πήγε στο σπίτι του και
διηγήθηκε στους φίλους του τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία όλη την
ιστορία. 18Παράλληλα τους πρότρεψε να ζητήσουν έλεος από το Θεό του ουρανού για
να του αποκαλύψει το μυστήριο, ώστε να μην τον σκοτώσουν και μαζί του τους
ίδιους και όλους τους άλλους σοφούς της Βαβυλώνας.
19Πράγματι, την ίδια εκείνη
νύχτα αποκαλύφθηκε το μυστήριο στο Δανιήλ με όραμα· κι εκείνος ύμνησε το Θεό
του ουρανού 20μ’ αυτά τα λόγια:
«Ευλογημένο να ’ναι
αιώνια τ’ όνομα του Θεού,
γιατί δική του είναι η
σοφία και η δύναμη!
21Αυτός καιρούς και
χρόνους μεταβάλλει,
βασιλιάδες κατεβάζει κι
ανεβάζει·
τη σοφία αυτός δίνει
στους σοφούς
και τη γνώση στους
συνετούς.
22Αυτός φανερώνει τα
μύχια, τα κρυφά,
γνωρίζει τι συμβαίνει στο
σκοτάδι,
και φως τον περιβάλλει.
23Εσένα, Θεέ των προγόνων
μου,
δοξάζω και υμνώ,
γιατί σοφία μου ’δωσες
και δύναμη
κι ό,τι ζητήσαμε μας το
αποκάλυψες,
μας φανέρωσες τ’ όνειρο
του βασιλιά».
24Πήγε, λοιπόν, ο Δανιήλ
στον Αριώχ, στον οποίον ο βασιλιάς είχε δώσει τη διαταγή να φονεύσει τους
σοφούς της Βαβυλώνας, και του είπε: «Μη φονεύσεις τους σοφούς της Βαβυλώνας!
Οδήγησέ με μπροστά στο βασιλιά κι εγώ θα του εξηγήσω το όνειρο». 25Ο Αριώχ
οδήγησε αμέσως το Δανιήλ στο βασιλιά και του τον παρουσίασε: «Βασιλιά», του
είπε, «βρήκα έναν άνθρωπο από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που θα σου εξηγήσει
το όνειρο». 26Τότε εκείνος ρώτησε το Δανιήλ, που ονομαζόταν και Βαλτάσαρ:
«Μπορείς να μου φανερώσεις το όνειρο που είδα και να μου πεις την ερμηνεία
του;»
27Ο Δανιήλ απάντησε: «Το
μυστήριο που ζήτησες να μάθεις, βασιλιά, δεν μπορούν να σου το φανερώσουν οι
σοφοί, οι μάντεις, οι μάγοι και οι αστρολόγοι. 28-29Υπάρχει όμως Θεός στον
ουρανό, που φανερώνει τα μυστήρια. Αυτός θέλει να σου κάνει γνωστό, βασιλιά
Ναβουχοδονόσορ, τι θα συμβεί στο τέλος των καιρών. Να, λοιπόν, ποιο ήταν το
όνειρο που είδες την ώρα που κοιμόσουνα. Εκεί που βρισκόσουν ξαπλωμένος στο
κρεβάτι σου, ήρθε στο πνεύμα σου ένα όραμα σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί
στο μέλλον. Εκείνος που φανερώνει τα μυστήρια, σου φανέρωσε τα μελλούμενα. 30Κι
όσο για μένα, το μυστήριο αυτό δε μου φανερώθηκε επειδή είμαι πιο σοφός απ’
όλους τους άλλους αλλά για ν’ αποκαλύψω σ’ εσένα, βασιλιά, την ερμηνεία του και
να μπορέσεις να μάθεις τι ήταν αυτό που τάραξε τη σκέψη σου.
31»Να, λοιπόν, τι είδες,
βασιλιά: Ήρθε και στάθηκε μπροστά σου ένα άγαλμα, πολύ μεγάλο, με εξαιρετική
λαμπρότητα και φοβερή όψη. 32Το κεφάλι του ήταν από καθαρό χρυσάφι, το στήθος
του και οι βραχίονές του από ασήμι, η κοιλιά του και οι μηροί του από χαλκό,
33οι κνήμες του από σίδηρο, και τα πόδια του ήταν ένα μέρος από σίδηρο κι ένα
μέρος από πηλό. 34Ενώ εσύ κοίταζες το άγαλμα, ένα λιθάρι κόπηκε από κάποιο
βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι, και χτύπησε το άγαλμα στα πόδια τα
καμωμένα από σίδηρο κι από πηλό και τα σύντριψε. 35Τότε ο σίδηρος, ο πηλός, ο
χαλκός, το ασήμι και το χρυσάφι έγιναν όλα κομμάτια και διασκορπίστηκαν όπως το
άχυρο στο αλώνι το καλοκαίρι· τα πήρε ο άνεμος και δε βρέθηκε ίχνος απ’ αυτά.
Το λιθάρι όμως που χτύπησε το άγαλμα, έγινε ένα μεγάλο βουνό και σκέπασε όλη τη
γη.
36»Αυτό ήταν το όνειρο,
βασιλιά. Και τώρα θα πούμε εδώ μπροστά σου την ερμηνεία του: 37Εσύ είσαι
πραγματικά ο υπέρτατος βασιλιάς, που ο Θεός του ουρανού σού έδωσε αυτή τη
βασιλεία, τη δύναμη, την εξουσία και τη δόξα. 38Παρέδωσε στην εξουσία σου τους
ανθρώπους όλης της οικουμένης, τα άγρια θηρία και τα πτηνά και σ’ έκανε κυρίαρχο
πάνω σε όλα αυτά. Εσύ λοιπόν, βασιλιά, είσαι το χρυσό κεφάλι. 39Μετά από σένα
θα έρθει άλλη βασιλεία, όχι τόσο ισχυρή όσο η δική σου και μετά τρίτη βασιλεία
από χαλκό, που θα κυριαρχήσει πάνω στη γη. 40Μετά θα ακολουθήσει τέταρτη
βασιλεία, που θα είναι δυνατή σαν το σίδερο, που όλα τα συντρίβει και τα
καταστρέφει· κι όπως το σίδερο τα κομματιάζει όλα, έτσι κι αυτή θα συντρίβει
και θα καταστρέφει.η 41Το γεγονός ότι τα πόδια και τα δάχτυλα ήταν ένα μέρος
από πηλό και ένα μέρος από σίδηρο, αυτό σημαίνει ότι η βασιλεία αυτή θα είναι
διαιρεμένη. Όμως, θα μείνει κάτι σ’ αυτήν από τη δύναμη του σιδήρου, επειδή
είδες τον σίδηρο ανακατωμένο με τον πηλό. 42Κι όπως τα δάχτυλα των ποδιών ήταν
ένα μέρος από σίδηρο κι ένα μέρος από πηλό, έτσι η βασιλεία θα είναι εν μέρει
δυνατή και εν μέρει αδύνατη. 43Το ότι ο σίδηρος ήταν ανακατωμένος με πηλό, αυτό
σημαίνει ότι οι λαοί θα κάνουν μικτούς γάμους, αλλά δε θα ενωθούν ο ένας με τον
άλλο, όπως δεν μπορεί να ενωθεί ο σίδηρος με τον πηλό.
44»Στις ημέρες των
βασιλιάδων εκείνων, ο Θεός του ουρανού θα ιδρύσει μια βασιλεία, που δε θα
καταστραφεί ποτέ ούτε θα παραδοθεί σε άλλον λαό. Αυτή η βασιλεία θα διαλύσει
και θα συντρίψει όλα τα προηγούμενα βασίλεια, η ίδια όμως θα μείνει στεριωμένη
για πάντα· 45αυτό σημαίνει το λιθάρι που είδες ότι κόπηκε από το βουνό, χωρίς
να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι και κατασύντριψε το σίδηρο, το χαλκό, τον πηλό, το
ασήμι και το χρυσάφι του αγάλματος.θ Ο μεγάλος Θεός γνωστοποίησε στο βασιλιά τι
θα γίνει στο μέλλον. Το όνειρο είναι αληθινό και η ερμηνεία του σωστή».
46Τότε ο βασιλιάς
Ναβουχοδονόσορ έσκυψε και προσκύνησε το Δανιήλ και πρόσταξε να του προσφέρουν
θυσίες και θυμίαμα. 47«Αλήθεια, Δανιήλ», του είπε, «ο Θεός σας είναι ο
υπέρτατος Θεός και ο Κύριος όλων των βασιλιάδων! Είναι αυτός που αποκαλύπτει τα
μυστικά, αφού μπόρεσες να μου φανερώσεις αυτό το μυστήριο». 48Τότε ο βασιλιάς
τίμησε το Δανιήλ και του έδωσε πολλά και μεγάλα δώρα· τον έκανε διοικητή σ’ όλη
την επαρχία της Βαβυλώνας και επικεφαλής όλων των σοφών της. 49Ο Δανιήλ ζήτησε
από το βασιλιά και διόρισε σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας το
Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ, κι ο ίδιος έγινε σύμβουλος στο παλάτι του
βασιλιά.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 3
Οι φίλοι του Δανιήλ
αρνούνται να προδώσουν την πίστη τους
1Ο βασιλιάς
Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε ένα χρυσό άγαλμα εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις
πλάτος και το έστησε στην πεδιάδα Δουρά της επαρχίας της Βαβυλώνας. 2Μετά
έστειλε και συγκέντρωσε όλους τους σατράπες, τους διοικητές, τους νομάρχες,
τους συμβούλους, τους ταμίες, τους δικαστές, τους δημόσιους υπαλλήλους και τους
κυβερνήτες των επαρχιών, να παρευρεθούν στα εγκαίνια του αγάλματος που ο ίδιος
είχε στήσει. 3Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι αυτοί στα εγκαίνια του αγάλματος,
και στάθηκαν μπροστά σ’ αυτό. 4Τότε ο κήρυκας φώναξε δυνατά: «Σ’ εσάς άνθρωποι
κάθε λαού, εθνότητας και γλώσσας, δίνεται η διαταγή: 5Όταν ακούσετε τον ήχο της
σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου
και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό
άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. 6Όποιος δεν πέσει να το
προσκυνήσει, θα ριχτεί αμέσως στο φλογερό καμίνι». 7Γι’ αυτό, μόλις άκουσαν
όλοι οι λαοί τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του
ψαλτηρίου και των άλλων μουσικών οργάνων, προσκύνησαν το χρυσό άγαλμα, που είχε
στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ.
8Αμέσως μετά, έτρεξαν
μερικοί Βαβυλώνιοι και κατηγόρησαν τους Ιουδαίους 9στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ:
«Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!» του είπαν. 10«Εσύ έδωσες διαταγή, κάθε
άνθρωπος που θ’ ακούσει τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της
άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσει και
να προσκυνήσει το χρυσό άγαλμα. 11Κι όποιος δεν πέσει να προσκυνήσει, διέταξες
να ριχτεί στο κέντρο του φλογερού καμινιού. 12Υπάρχουν όμως κάτι Ιουδαίοι, που
εσύ τους έχεις διορίσει σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας, ο
Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβέδ-Νεγώ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμιά σημασία στη
διαταγή σου, βασιλιά· τους θεούς σου δεν τους λατρεύουν και το χρυσό άγαλμα που
έστησες δεν το προσκυνούν».
13Τότε ο Ναβουχοδονόσορ
με θυμό και μανία διέταξε να του φέρουν μπροστά του το Σεδράχ, το Μισάχ και τον
Αβέδ-Νεγώ. Όταν τους έφεραν, 14τους ρώτησε: «Είν’ αλήθεια, Σεδράχ, Μισάχ και
Αβέδ-Νεγώ, ότι δε λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε το χρυσό άγαλμα
που έστησα; 15Τώρα, λοιπόν, να είστε έτοιμοι, όταν θ’ ακούσετε τον ήχο της
σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου,
και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα που
κατασκεύασα. Αν δεν προσκυνήσετε, θα ριχτείτε στο κέντρο του φλογερού καμινιού·
και να δω τότε, ποιος θεός θα σας γλιτώσει από την εξουσία μου!»
16Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο
Αβέδ-Νεγώ απάντησαν στο Ναβουχοδονόσορ: «Βασιλιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη να
προβάλουμε καμιά δικαιολογία. 17Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, ο Θεός, που εμείς
λατρεύουμε, μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι και να μας γλιτώσει έτσι
από την εξουσία σου. 18Αλλά κι αν αυτό δε γίνει, πρέπει να ξέρεις, βασιλιά, ότι
εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το
προσκυνάμε».
19Τότε ο Ναβουχοδονόσορ
θύμωσε πολύ εναντίον του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ και η όψη του
αλλοιώθηκε. Αμέσως διέταξε να κάψουν το καμίνι εφτά φορές περισσότερο απ’ ό,τι
χρειαζόταν. 20Μετά διέταξε μερικούς από τους πιο ισχυρούς άντρες του στρατού
του να δέσουν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ και να τους ρίξουν στο
καμίνι που φλεγόταν. 21Οι τρεις άντρες δέθηκαν όπως ήταν, φορώντας τους χιτώνες
τους, τις τιάρες τους και τ’ άλλα ρούχα τους και ρίχτηκαν στο κέντρο του
φλογερού καμινιού. 22Η διαταγή του βασιλιά ήταν αυστηρή και το καμίνι είχε
πυρωθεί υπερβολικά, τόσο που οι φλόγες έκαψαν τους στρατιώτες, που οδηγούσαν το
Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ. 23Έτσι οι τρεις άντρες ρίχτηκαν δεμένοι στο
κέντρο της φωτιάς.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΖΑΡΙΑ
24Οι τρεις άντρες (ο
Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ) περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες και έψαλλαν
διάφορους ύμνους δοξολογώντας τον Κύριο το Θεό. 25Σε μια στιγμή ο Αζαρίας
στάθηκε και προσευχήθηκε εκεί μες στη φωτιά μ’ αυτά τα λόγια:
26«Δοξασμένος είσαι
Κύριε, Θεέ των προγόνων μας και άξιος να εξυμνείσαι! Δοξασμένο είναι τ’ όνομά
σου για πάντα! 27Είσαι δίκαιος ό,τι κι αν έκανες εναντίον μας. Όλες οι πράξεις
και οι αποφάσεις σου είναι γνήσιες και οι τρόποι που ενεργείς άδολοι.
28Αλήθεια, είσαι αμερόληπτος. Όλες οι τιμωρίες που έφερες ενάντια σ’ εμάς και
στην Ιερουσαλήμ, την άγια πόλη των προγόνων μας, ήταν αντίστοιχες με τις
αμαρτίες μας, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση σου. 29Αμαρτήσαμε, πράγματι, και
ανομήσαμε, γιατί απομακρυνθήκαμε από σένα· αμαρτήσαμε σε κάθε μας εκδήλωση και
δεν υπακούσαμε στις εντολές σου· 30δεν τις τηρήσαμε ούτε κάναμε όπως μας
διάταξες για να ευτυχήσουμε. 31Όλα τα δεινά που έφερες εναντίον μας και οι
τιμωρίες σου ήταν αποτέλεσμα της δίκαιης κρίσης σου. 32Μας παρέδωσες στην
εξουσία σκληρών εχθρών, που δε σέβονται το νόμο σου και μάλιστα στον πιο άδικο
και πονηρό βασιλιά όλης της γης.
33»Τώρα δεν μπορούμε να
πούμε το παράπονό μας ούτε να υποφέρουμε την ντροπή και τον εξευτελισμό, που
προκλήθηκε σ’ εμάς που εξακολουθούμε να είμαστε δούλοι σου και να σε σεβόμαστε.
34Χάρη στο όνομά σου μη μας αποξεχάσεις και μη διαλύσεις τη διαθήκη σου μαζί
μας· 35μην πάρεις το έλεός σου από μας, για χάρη του Αβραάμ, του αγαπημένου
σου, του Ισαάκ του δούλου σου και του Ισραήλ, του εκλεκτού σου. 36Εσύ τους
υποσχέθηκες ότι θα πολλαπλασιάσεις τους απογόνους τους σαν τ’ αστέρια του
ουρανού και σαν την άμμο στην ακρογιαλιά. 37Τώρα όμως, Κύριε, έχουμε γίνει
λιγότεροι απ’ όλα τα άλλα έθνη κι έχουμε ταπεινωθεί σήμερα στα μάτια όλου του
κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών μας. 38Σήμερα δεν έχουμε άρχοντα, προφήτη ή
αρχηγό· δεν γίνονται πια ολοκαυτώματα ούτε θυσίες ούτε προσφορές ή θυμιάματα·
δεν υπάρχει τόπος ιερός να σου προσφέρουμε θυσία και να μας δώσεις τη συγγνώμη
σου.
39»Δέξου, όμως, τη
συντριμμένη μας ψυχή και το ταπεινό μας πνεύμα, όπως θα δεχόσουν τα
ολοκαυτώματα των κριαριών και των ταύρων ή τις μυριάδες τα παχιά αρνιά. 40Αυτό
είναι το μόνο που μπορούμε να σου προσφέρουμε σήμερα και μακάρι να
συμφιλιωθούμε μαζί σου. Πράγματι, δε θα ντροπιαστούν εκείνοι που στηρίζουν την
πεποίθησή τους σ’ εσένα. 41Τώρα εμείς σε ακολουθούμε μ’ όλη μας την καρδιά, σε
σεβόμαστε και σε αποζητάμε. Μη μας ντροπιάσεις. 42Μεταχειρίσου μας σύμφωνα με
τη φιλανθρωπία σου και τη μεγάλη σου ευσπλαχνία. 43Ελευθέρωσέ μας, όπως παλιά,
με τις θαυμαστές σου ενέργειες και δόξασε το όνομά σου, Κύριε. 44Ας
ντροπιαστούν όλοι αυτοί που κάνουν κακό στους δούλους σου κι ας εξευτελιστούν
χάνοντας κάθε δύναμη και εξουσία· ας συντριφθεί η δύναμή τους. 45Ας γνωρίσουν
ότι εσύ, Κύριε, είσαι ο μόνος Θεός και είσαι δοξασμένος σ’ όλη την οικουμένη».
ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ
46Οι υπηρέτες του
βασιλιά, που έβαλαν στο καμίνι (τους τρεις φίλους του Δανιήλ), δε σταματούσαν
να καίνε το καμίνι με νάφθα, πίσσα και στουπιά και με άφθονα ξερά κλήματα. 47Οι
φλόγες ξεπηδούσαν ως απάνω από το καμίνι μέχρι σαράντα εννέαιβ πήχεις, 48τόσο,
που πέρασαν κι έκαψαν όσους ήταν γύρω από το καμίνι εκείνο των Βαβυλωνίων.
49Αλλά μαζί με τους συντρόφους του Αζαρία μπήκε στο καμίνι και ο άγγελος του
Κυρίου. Παραμέρισε τις φλόγες 50και μετέβαλε το κέντρο του καμινιού σε δροσερή
περιοχή, σαν να την είχε φυσήξει δροσερή αύρα. Η φωτιά ούτε που τους άγγιξε· δε
φοβήθηκαν ούτε υπέφεραν το παραμικρό.
51Τότε οι τρεις νέοι μ’
ένα στόμα άρχισαν να υμνολογούν, να δοξάζουν και να ευλογούν το Θεό μέσα στο
καμίνι, μ’ αυτά τα λόγια:
52«Δοξασμένος είσαι
Κύριε, Θεέ των προγόνων μας!
Αξίζει να σε υμνούν και
να σε δοξολογούν για πάντα.
Δοξασμένο το άγιο, το
ένδοξο όνομά σου!
Αξίζει να το υμνούν και
να το δοξολογούν για πάντα.
53Δοξασμένος είσαι στον
άγιο, στον ένδοξο ναό σου!
Αξίζει να σε υμνούν και
να σε δοξάζουν για πάντα.
54Δοξασμένος είσαι εσύ
που επιβλέπεις στις αβύσσους
και κάθεσαι πάνω στα
χερουβίμ!
Αξίζει να σε υμνούν και
να σε δοξολογούν για πάντα.
55Δοξασμένος είσαι πάνω
στο θρόνο της βασιλείας σου!
Αξίζει να σε υμνούν και
να σε δοξολογούν για πάντα.
56Δοξασμένος είσαι στο
στερέωμα του ουρανού!
Σε εξυμνούμε και σε
δοξάζουμε για πάντα.
57»Δοξάστε τον Κύριο όλα
εσείς τα δημιουργήματά του·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
58Δοξάστε τον Κύριο
ουρανοί·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
59Δοξάστε τον Κύριο εσείς
οι άγγελοί του·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
60Δοξάστε τον Κύριο όλα
τα νερά που είστε πάνω από τον ουρανό·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
61»Δοξάστε τον Κύριο όλες
οι δυνάμεις·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
62Δοξάστε τον Κύριο ήλιε
και φεγγάρι·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
63Δοξάστε τον Κύριο
αστέρια του ουρανού·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
64Δοξάστε τον Κύριο εσείς
βροχή και δροσιά·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
65Δοξάστε τον Κύριο όλοι
οι άνεμοι·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
66Δοξάστε τον Κύριο εσείς
φωτιά και καύσωνας·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
67Δοξάστε τον Κύριο εσείς
το κρύο και η λάβα·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
68Δοξάστε τον Κύριο εσείς
δροσιές και οι χιονονιφάδες·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
71Δοξάστε τον Κύριο εσείς
οι νύχτες και οι μέρες·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
72Δοξάστε τον Κύριο εσείς
το φως και το σκοτάδι·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
69Δοξάστε τον Κύριο εσείς
παγετώνες και ψύχος·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
70Δοξάστε τον Κύριο
ομίχλες και χιόνια·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
73Δοξάστε τον Κύριο
αστραπές και σύννεφα·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
74»Δόξασε τον Κύριο γη·
εξύμνησε κι εξύψωσέ τον
για πάντα.
75Δοξάστε τον Κύριο, όρη
και βουνά·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
76Δοξάστε τον Κύριο όλα
όσα φυτρώνετε στη γη·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
78Δοξάστε τον Κύριο
θάλασσες και ποταμοί·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
77Δοξάστε τον Κύριο
πηγές·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
79Δοξάστε τον Κύριο
μεγάλα ψάρια και καθετί που κολυμπάει στα νερά·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
80Δοξάστε τον Κύριο, όλα
τα πουλιά στον ουρανό·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
81Δοξάστε τον Κύριο, όλα
τα θηρία και τα κτήνη·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
82»Δοξάστε τον Κύριο,
εσείς οι άνθρωποι·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
83Δοξάστε τον Κύριο,
Ισραηλίτες·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
84Δοξάστε τον Κύριο,
εσείς οι ιερείς του·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
85Δοξάστε τον Κύριο,
εσείς οι δούλοι του·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
86Δοξάστε τον Κύριο,
εσείς οι αφοσιωμένοι και πιστοί του·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
87Δοξάστε τον Κύριο,
εσείς που είστε ευσεβείς
κι έχετε ταπεινή καρδιά·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα.
88»Δοξάστε τον Κύριο
εσείς, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ·
εξυμνήστε κι εξυψώστε τον
για πάντα,
γιατί αυτός μας έβγαλε
από τον άδη,
μας έσωσε από το θάνατο,
και μας γλίτωσε μέσα από
τη λάβα του φλογερού καμινιού,
μας λύτρωσε από τη φωτιά.
89»Ευχαριστήστε τον
Κύριο, γιατί είναι αγαθός,
κι αιώνια διαρκεί η αγάπη
του.
90Δοξάστε τον Κύριο, το
Θεό των θεών, όλοι εσείς που τον σέβεστε·
εξυμνήστε τον κι
ευχαριστήστε τον,
γιατί αιώνια διαρκεί η
αγάπη του».
Ο Θεός σώζει τους τρεις
φίλους
24 Ξάφνου ο βασιλιάς
Ναβουχοδονόσορ ταράχτηκε· σηκώθηκε αναστατωμένος και ρώτησε τους συμβούλους
του: «Τρεις άντρες δεν ρίξαμε δεμένους στο κέντρο της φωτιάς;» Εκείνοι του
απάντησαν: «Ασφαλώς, βασιλιά». 25 «Πώς εγώ βλέπω τέσσερις άντρες», είπε ο
βασιλιάς, «να περπατούν λυμένοι στο κέντρο του καμινιού, χωρίς να καίγονται;
Και μάλιστα η όψη του τέταρτου μοιάζει με θείο ον!»
26 Τότε ο Ναβουχοδονόσορ
πλησίασε στο στόμιο του καμινιού και φώναξε: «Σεδράχ, Μισάχ και Αβέδ-Νεγώ,
δούλοι του ύψιστου Θεού, βγείτε και ελάτε εδώ». Εκείνοι βγήκαν από τη φωτιά. 27
Οι σατράπες, οι διοικητές, οι νομάρχες και οι σύμβουλοι του βασιλιά
συγκεντρώθηκαν για να τους εξετάσουν: Η φωτιά δεν είχε προξενήσει καμιά βλάβη
στο σώμα τους· οι τρίχες του κεφαλιού τους δεν είχαν καεί και τα ρούχα τους
είχαν μείνει ανέπαφα· ούτε καν μυρωδιά φωτιάς δεν είχε περάσει από πάνω τους.
28 Τότε ο Ναβουχοδονόσορ
είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ, που
έστειλε τον άγγελό του και έσωσε τους δούλους του, που είχαν εμπιστοσύνη σ’
αυτόν και παράκουσαν τη διαταγή μου. Προτίμησαν να παραδοθούν στη φωτιά, παρά
να λατρεύσουν και να προσκυνήσουν άλλο θεό, εκτός απ’ το Θεό τους. 29 Γι’ αυτό
δίνω τώρα διαταγή, ότι όποιος πει κακό εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ
και του Αβέδ-Νεγώ, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λαός του, η εθνικότητά του ή η
γλώσσα του, αυτός θα κατατεμαχισθεί και το σπίτι του θα καταστραφεί, γιατί
άλλος θεός δεν υπάρχει, που να μπορεί να σώζει από μια τέτοια κατάσταση». 30
Μετά ο βασιλιάς έδωσε στο Σεδράχ, στο Μισάχ και στον Αβέδ-Νεγώ σπουδαιότερες
θέσεις στην επαρχία της Βαβυλώνας, απ’ αυτές που κατείχαν ως τότε.
Δεύτερο όνειρο του
Ναβουχοδονόσορ
31 Ο βασιλιάςι
Ναβουχοδονόσορ απηύθυνε σ’ όλους τους λαούς των διαφόρων εθνοτήτων και γλωσσών
που κατοικούσαν στη γη, το ακόλουθο μήνυμα: Ειρήνη κι ευτυχία σε όλους! 32 Θέλω
να σας γνωστοποιήσω τα σημεία και τα θαύματα που έκανε σ’ εμένα ο ύψιστος Θεός.
33 Πόσο μεγάλα είναι τα σημεία του και πόσο δυνατά τα θαύματά του! Η βασιλεία
του είναι βασιλεία αιώνια, και η εξουσία του δεν έχει τέλος.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 4
1Εγώ, ο Ναβουχοδονόσορ,
αναπαυόμουν ευτυχισμένος στο ανάκτορό μου. 2Μια νύχτα, ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο
κρεβάτι μου, είδα ένα όνειρο, που μου δημιούργησε ανησυχητικές σκέψεις·
πράγματι, το όραμα αυτό ήταν τρομερό! 3Γι’ αυτό διέταξα να οδηγηθούν μπροστά μου
όλοι οι σοφοίια της Βαβυλώνας, για να μου εξηγήσουν το όνειρο. 4Ήρθαν, λοιπόν,
οι μάγοι, οι μάντεις και οι αστρολόγοι, τούς είπα το όνειρό μου, αλλά δεν
μπόρεσαν να το εξηγήσουν. 5Τέλος παρουσιάστηκε μπροστά μου κι ο Δανιήλ. Ο
άνθρωπος αυτός, που ονομάζεται και Βαλτάσαρ (όνομα που προέρχεται απ’ αυτό του
θεού μου), έχει το Πνεύμα των αγίων θεών,ιβ κι έτσι του είπα το όνειρό μου:
6«Βαλτάσαρ, αρχηγέ των μάγων, ξέρω πως σ’ εσένα υπάρχει το Πνεύμα των αγίων
θεών και κανένα μυστήριο δεν είναι δύσκολο για σένα. Πες μου, λοιπόν, την
ερμηνεία του ονείρου που είδα:
7»Ενώ κοιμόμουν στο
κρεβάτι μου, είδα σε όραμα ένα δέντρο στη μέση της γης, που το ύψος του ήταν
πολύ μεγάλο. 8Το δέντρο μεγάλωσε κι άλλο και δυνάμωσε· άγγιξε τον ουρανό και
ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης. 9Τα φύλλα του ήταν ωραία και οι καρποί του
ήταν τόσοι πολλοί, ώστε όλος ο κόσμος μπορούσε να φάει απ’ αυτούς. Κάτω από τη
σκιά του αναπαύονταν τα άγρια θηρία, στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα πουλιά κι
από αυτό τρεφόταν κάθε ζωντανός οργανισμός. 10Πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου
είδα ακόμα ότι ένας άγρυπνος άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό. 11Αυτός φώναξε
δυνατά και είπε: “κόψτε το δέντρο και σπάστε τα κλαδιά του, τινάξτε τα φύλλα
του και σκορπίστε τους καρπούς του! Διώξτε τα θηρία κάτω από τη σκιά του και τα
πουλιά από τα κλαδιά του! 12Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του αφήστε στη γη πάνω
στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά. Με τη δροσιά του
ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί με τα θηρία.
13Για εφτά χρόνια δεν θα έχει ανθρώπινο λογικό αλλά λογικό θηρίου. 14Αυτή είναι
η διαταγή των άγρυπνων αγγέλων, που μεταβιβάζεται στους θνητούς, για να
γνωρίσουν ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων. Σ’
όποιον αυτός θέλει, τα δίνει και τον πιο ταπεινό από τους ανθρώπους τον κάνει
κυρίαρχο πάνω στους άλλους”. 15Αυτό το όνειρο είδα εγώ, ο βασιλιάς
Ναβουχοδονόσορ. Και τώρα εσύ, Βαλτάσαρ, εξήγησέ το, γιατί όλοι οι σοφοί του
βασιλείου μου δεν μπόρεσαν να το ερμηνεύσουν. Εσύ όμως μπορείς, γιατί έχεις το
Πνεύμα των αγίων θεώνιγ».
16Τότε ο Δανιήλ, που
ονομαζόταν και Βαλτάσαρ, για μια στιγμή τρόμαξε και ταράχτηκε με τις σκέψεις
του. Ο βασιλιάς τού είπε: «Βαλτάσαρ, το όνειρο και η ερμηνεία του ας μη σε
ταράζουν». Κι ο Βαλτάσαρ απάντησε: «Κύριέ μου, βασιλιά, το όνειρο που είδες ας
πραγματοποιηθεί σ’ αυτούς που σε μισούν, και η ερμηνεία του ας βρει τους
εχθρούς σου. 17Είπες πως είδες ένα δέντρο που μεγάλωσε και θέριεψε, έτσι που το
ύψος του ν’ αγγίζει τον ουρανό και ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης· 18τα φύλλα
του ήταν ωραία και οι καρποί του πολλοί, ώστε να θρέψει όλους τους ανθρώπους·
κάτω απ’ αυτό αναπαύονταν τα άγρια θηρία και στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα
πουλιά. 19Εσύ είσαι το δέντρο αυτό, βασιλιά! Μεγάλωσες και θέριεψες· η δύναμή
σου αυξήθηκε κι άγγιξε τον ουρανό και η εξουσία σου έφτασε σ’ όλα τα άκρα της
γης. 20Μετά όμως είδες έναν άγρυπνο άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό κι
έλεγε: “κόψτε το δέντρο και καταστρέψτε το! Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του
αφήστε στη γη, πάνω στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά.
Με τη δροσιά του ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί
με τ’ άγρια θηρία για εφτά χρόνια”. 21Κύριέ μου, βασιλιά, αυτή είναι η ερμηνεία
και η απόφαση του Υψίστου, που διακηρύσσεται εναντίον σου: 22Θα αποπεμφθείς από
την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να μείνεις μαζί με τ’ άγρια θηρία. Χορτάρι θα
τρως, σαν το βόδι, και θα βρέχεσαι απ’ τη δροσιά του ουρανού. Κι όταν περάσουν
εφτά χρόνια θα καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων
βασιλείων και σ’ όποιον αυτός θέλει, τα δίνει. 23Το ότι δόθηκε διαταγή ν’
αφήσουν τον κορμό με τις ρίζες του δέντρου, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειό σου
θα σου αποδοθεί πάλι, όταν αναγνωρίσεις ότι ο Θεός είναι ο μόνος εξουσιαστής.
24Γι’ αυτό, βασιλιά, ακολούθησε τη συμβουλή μου: Απαρνήσου την αμαρτία σου,
πράξε το σωστό και δείξε καλοσύνη στους φτωχούς, μήπως και συνεχιστεί η ευτυχία
σου».
25Πράγματι, όλα αυτά
ξέσπασαν εναντίον του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ. 26Αφού πέρασαν δώδεκα μήνες, εκεί
που βημάτιζε πάνω σε κάποιον εξώστη των ανακτόρων της Βαβυλώνας, 27φώναξε:
«Αυτή είναι η μεγάλη Βαβυλώνα, που την έχτισα για πρωτεύουσα του βασιλείου μου!
Με τη μεγάλη δύναμή μου την ολοκλήρωσα, για να δείχνει σ’ όλους τη δόξα και το
μεγαλείο μου!» 28Ενώ ακόμα ο βασιλιάς μιλούσε, ήρθε μια φωνή από τον ουρανό,
που έλεγε: «Άκου αυτό το μήνυμα, Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά: Η βασιλεία αφαιρέθηκε
από σένα. 29Θα αποπεμφθείς μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να
μείνεις μαζί με τα άγρια θηρία. Χορτάρι θα τρως, σαν το βόδι, εφτά χρόνια, ώσπου
να καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων και
σ’ όποιον θέλει αυτός, τα δίνει». 30Την ίδια στιγμή εκπληρώθηκε αυτός ο λόγος
εναντίον του Ναβουχοδονόσορ: Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία κι
έτρωγε χορτάρι, σαν το βόδι. Το σώμα του βρεχόταν από τη δροσιά του ουρανού, οι
τρίχες του μεγάλωσαν σαν φτερά αετών και τα νύχια του έγιναν σαν του όρνιου.
31«Αφού πέρασαν τα εφτά
χρόνια, εγώ ο Ναβουχοδονόσορ σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και ξαναβρήκα τα
λογικά μου. Ευλόγησα τότε τον Ύψιστο· ύμνησα και δοξολόγησα αυτόν που ζει
αιώνια μ’ ετούτα τα λόγια:
Παντοτινή είν’ η εξουσία
του
κι από γενιά σ’ άλλη
γενιά η βασιλεία του!
32Όλοι οι κάτοικοι της
γης
μπροστά του υπολογίζονται
σαν τίποτα.
Κάνει ό,τι θέλει στις
θεότητες του ουρανούιδ
και στα ανθρώπινα όντα·
κανένας δεν υπάρχει
τα σχέδιά του να
εμποδίσει
ούτε τα έργα του ν’
αμφισβητήσει.
33»Όταν ξαναβρήκα τα
λογικά μου, ξαναβρήκα και τη μεγαλοπρέπειά μου, τη λαμπρότητά μου και τη δόξα
του βασιλείου μου. Οι σύμβουλοί μου και οι μεγιστάνες μου με καλωσόρισαν κι
αποκαταστάθηκα πάλι στο βασίλειό μου· και μάλιστα μου αποδόθηκαν τιμές
μεγαλύτερες από πριν.
34»Τώρα εγώ ο
Ναβουχοδονόσορ υμνώ, τιμώ και δοξολογώ το βασιλιά του ουρανού! Όλες του οι
ενέργειες είναι σωστές, όλες οι πράξεις του δίκαιες. Αυτός μπορεί και
ταπεινώνει όσους υπερηφανεύονται».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 5
Η αινιγματική γραφή στον
τοίχο
1Κάποτε ο βασιλιάς
Βαλτάσαριε παρέθεσε μεγάλο δείπνο σε χίλιους μεγιστάνες του για να πιει μαζί
τους κρασί. 2Όταν άρχισε να πίνει, διέταξε να φέρουν τα χρυσά και τα ασημένια
σκεύη, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορ είχε αρπάξει από το ναό της
Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο ίδιος, οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του
και οι παλλακίδες του. 3Έφεραν λοιπόν τα σκεύη που είχαν αφαιρεθεί από το ναό,
από τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ· και έπιναν σ’ αυτά ο βασιλιάς κι όλοι οι
συνδαιτυμόνες. 4Έπιναν κρασί και υμνούσαν τους θεούς τους, τους καμωμένους από
χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες.
5Εκείνη την ώρα
παρουσιάστηκε ένα ανθρώπινο χέρι πλάι στη λυχνία κι άρχισε κάτι να γράφει πάνω
στην αμμοκονία του τοίχου του παλατιού. Όταν ο βασιλιάς είδε το χέρι που
έγραφε, 6το πρόσωπό του χλώμιασε και οι σκέψεις του τον κατατρόμαξαν· παρέλυσε
ολόκληρος και τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. 7Πανικόβλητος φώναξε να έρθουν
όλοι οι σοφοί της Βαβυλώνας: οι εξορκιστές, οι μάντεις και οι αστρολόγοι,ις και
τους είπε: «Όποιος διαβάσει τη γραφή αυτή και μου την εξηγήσει, θα του φορέσουν
πορφύρα και γύρω από το λαιμό του αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζει σαν τρίτος άρχοντας
στο βασίλειο». 8Παρουσιάστηκαν τότε όλοι οι σοφοί του βασιλιά, αλλά δεν
μπόρεσαν να διαβάσουν τη γραφή ούτε να του την εξηγήσουν. 9Έτσι ο Βαλτάσαρ
συνταράχθηκε ακόμα περισσότερο κι έγινε κάτωχρος· οι μεγιστάνες του ταράχτηκαν
κι αυτοί.
Ο Δανιήλ εξηγεί τη γραφή
10Η μητέρα του βασιλιά,
όταν άκουσε απ’ έξω τα λόγια του ίδιου και των μεγιστάνων του, μπήκε στην
αίθουσα του συμποσίου και είπε στο γιο της: «Να ζεις αιώνια βασιλιά! Σταμάτα ν’
αναστατώνεσαι από τις σκέψεις σου και να χλωμιάζεις έτσι. 11Βρίσκεται στο
βασίλειό σου ένας άνθρωπος, που έχει το Πνεύμα των αγίων θεών.ιζ Τον καιρό του
πατέρα σου, αυτός είχε τη φήμη φωτισμένου ανθρώπου με φρόνηση και σοφία, όμοια
με τη σοφία των θεών. Και μάλιστα, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, ο πατέρας σου,
τον είχε κάνει αρχηγό των μάγων, των εξορκιστών, των μάντεων και των
αστρολόγων. 12Πράγματι, αυτός ο Δανιήλ, που ο βασιλιάς τον ονόμασε Βαλτάσαρ,
είναι έξοχο μυαλό και διαθέτει φρόνηση, γνώση και ικανότητα να ερμηνεύει
όνειρα, να εξηγεί αινίγματα και να λύνει προβλήματα. Στείλε, λοιπόν, να φέρουν
το Δανιήλ κι αυτός θα σου ερμηνεύσει τη γραφή».
13Έτσι, ο Δανιήλ
οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τού είπε: «Εσύ είσαι ο Δανιήλ, από
τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που ο βασιλιάς πατέρας μου έφερε από την Ιουδαία;
14Άκουσα για σένα ότι έχεις το Πνεύμα των θεών, φωτισμό, φρόνηση κι εξαιρετική
σοφία. 15Τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά μου οι σοφοί και οι μάντεις για να
διαβάσουν τη γραφή αυτή και να την ερμηνεύσουν αλλά δεν μπόρεσαν να μου
εξηγήσουν τι σημαίνει. 16Άκουσα για σένα ότι μπορείς να ερμηνεύεις και να
ξεδιαλύνεις τα μυστήρια. Τώρα λοιπόν, αν μπορείς να διαβάσεις αυτή τη γραφή και
να μου φανερώσεις την ερμηνεία της, θα σου φορέσουν πορφύρα και γύρω από το
λαιμό σου αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζεις σαν τρίτος άρχοντας στο βασίλειο».
17Τότε ο Δανιήλ απάντησε
στο βασιλιά: «Τα δώρα σου κράτησέ τα για τον εαυτό σου, βασιλιά, και τις
αμοιβές δώσ’ τες σε άλλους· εγώ θα σου διαβάσω τη γραφή και θα σου την εξηγήσω:
18Βασιλιά, ο ύψιστος Θεός είχε δώσει στον πατέρα σου το Ναβουχοδονόσορ
βασίλειο, μεγαλοπρέπεια, δόξα και τιμή. 19Για τη μεγαλοπρέπεια που του έδωσε,
οι λαοί όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών τον έτρεμαν και τον φοβούνταν.
Όποιον αυτός ήθελε τον θανάτωνε και όποιον ήθελε τον άφηνε να ζήσει· όποιον
αυτός ήθελε τον εξύψωνε και όποιον ήθελε τον ταπείνωνε. 20Όταν όμως
αλαζονεύτηκε μέσα του και γέμισε υπερηφάνεια, ανατράπηκε από το βασιλικό του
θρόνο κι έχασε τη δόξα του. 21Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία,
γιατί το μυαλό του είχε γίνει σαν των ζώων. Έτσι πήγε και ζούσε μαζί με τ’
άγρια γαϊδούρια και τρεφόταν με χορτάρι σαν τα βόδια· το σώμα του βρεχόταν από
τη δροσιά του ουρανού, μέχρις ότου κατάλαβε ότι ο ύψιστος Θεός είναι που
εξουσιάζει όλα τα ανθρώπινα βασίλεια, κι όποιον αυτός θέλει τον αναδεικνύει σ’
αυτά. 22Τώρα κι εσύ, ο γιος του ο Βαλτάσαρ, αν και τα γνώριζες όλα αυτά, δεν
έδειξες ταπεινή διάθεση. 23Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να
φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι
μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου. Ύμνησες τους θεούς που
είναι κατασκευασμένοι από ασήμι και χρυσάφι, από χαλκό, σίδερο, ξύλα και
πέτρες, θεούς που δε βλέπουν, δεν ακούν και δεν καταλαβαίνουν. Το Θεό όμως, που
στα χέρια του βρίσκεται η πνοή σου και το μέλλον σου, δεν τον δοξολόγησες.
24Γι’ αυτό, λοιπόν, έστειλε ο Θεός το χέρι για να γράψει αυτά τα λόγια. 25Οι
λέξεις που γράφτηκαν είναι: “μενέ, μενέ, τεκέλ, ου-φαρσίν”. 26Η ερμηνεία τους
είναι η ακόλουθη: “Μενέ”, σημαίνει ότι μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου και την
έφερε στο τέλος της. 27“Τεκέλ”: ζυγίστηκες στην πλάστιγγα και βρέθηκες λειψός.
28“Περές”,ιη σημαίνει “διαίρεση”. Διαιρέθηκε το βασίλειό σου και δόθηκε στους
Μήδους και στους Πέρσες».
29Τότε ο Βαλτάσαρ διέταξε
να φορέσουν στο Δανιήλ την πορφύρα και τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του και ν’
αναγγείλουν ότι αυτός είναι ο τρίτος άρχοντας στο βασίλειο. 30Την ίδια εκείνη
νύχτα φονεύθηκε ο Βαλτάσαρ, βασιλιάς των Βαβυλωνίων.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 6
Οι αντίπαλοι του Δανιήλ
του στήνουν παγίδα
1Ο Δαρείος ο Μήδιοςιθ
έγινε βασιλιάς στη θέση του Βαλτάσαρ, σε ηλικία εξήντα δύο ετών. 2Αυτός
αποφάσισε να διορίσει στο βασίλειό του εκατόν είκοσι διοικητές που να το
διοικούν εκ μέρους του. 3Σ’ αυτούς διόρισε επόπτες το Δανιήλ και δύο άλλους
άρχοντες· οι διοικητές θα έδιναν αναφορά σ’ αυτούς κι έτσι θα διασφαλίζονταν τα
συμφέροντα του βασιλιά. 4Ο Δανιήλ υπερείχε από τους δύο άλλους άρχοντες και απ’
όλους τους διοικητές, γιατί είχε ιδιαίτερες ικανότητες, κι έτσι ο βασιλιάς σκέφτηκε
να τον τοποθετήσει υπεύθυνο σ’ όλο το βασίλειο. 5Τότε οι άρχοντες και οι
διοικητές προσπάθησαν να βρουν κάποιο παράπτωμα στο Δανιήλ σχετικά με τις
υποθέσεις του βασιλείου αλλά δεν μπόρεσαν να του βρουν κανένα σφάλμα ή
παράλειψη, γιατί ήταν απόλυτα τίμιος. Έτσι δεν είχαν τίποτε να τον
κατηγορήσουν.
6Τότε είπαν οι άνθρωποι
αυτοί: «Δε θα βρούμε καμιά αφορμή εναντίον του Δανιήλ, εκτός αν του βρούμε κάτι
σχετικά με το νόμο του Θεού του». 7Ήρθαν, λοιπόν, οι άρχοντες και οι διοικητές
εκείνοι στο βασιλιά και του είπαν: «Να ζεις αιώνια, βασιλιά Δαρείε! 8Όλοι οι
άρχοντες του βασιλείου, οι κυβερνήτες, οι διοικητές και οι σατράπες, οι
σύμβουλοι και οι τοπάρχες συσκεφθήκαμε κι αποφασίσαμε να εκδοθεί βασιλικό
διάταγμα, που να ορίζει ότι για τριάντα μέρες, όποιος απευθύνει παράκληση σε
οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο εκτός από σένα, βασιλιά, να ριχτεί στο λάκκο με τα
λιοντάρια. 9Τώρα, λοιπόν, βασιλιά, επικύρωσε την απαγόρευση και υπόγραψε το
έγγραφο, για να μην μπορεί ν’ αλλάξει, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών,
ο οποίος δεν μεταβάλλεται». 10Έτσι, ο βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε το έγγραφο με
την απαγόρευση.
11Όταν έμαθε ο Δανιήλ ότι
υπογράφτηκε ένα τέτοιο έγγραφο, πήγε στο σπίτι του και προσευχήθηκε όπως πάντα.
Είχε στο άνω μέρος του σπιτιού του ανοιχτά παράθυρα προς την Ιερουσαλήμ, και
τρεις φορές την ημέρα γονάτιζε εκεί και προσευχόταν και δοξολογούσε το Θεό.
12Τότε οι άνθρωποι εκείνοι ήρθαν και βρήκαν το Δανιήλ να προσεύχεται και ν’
απευθύνει ικεσίες στο Θεό του.
13Κατόπιν ήρθαν και
μίλησαν στο βασιλιά για την απαγόρευσή του: «Βασιλιά, εσύ δεν υπέγραψες
απαγόρευση, ότι για τριάντα μέρες όποιος απευθύνει παράκληση σε οποιονδήποτε
θεό ή άνθρωπο, εκτός από σένα, θα ριχτεί στο λάκκο με τα λιοντάρια;» Ο βασιλιάς
απάντησε: «Πράγματι, έτσι είναι, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο
οποίος δε μεταβάλλεται». 14«Ε, λοιπόν, βασιλιά», είπαν αυτοί, «ο Δανιήλ, που
προέρχεται από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, δε σέβεται ούτε εσένα ούτε την
απαγόρευση που υπέγραψες, αλλά προσεύχεται στο Θεό του τρεις φορές την ημέρα».
Ο Θεός προστατεύει το
Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων
15Μόλις ο βασιλιάς άκουσε
αυτά τα λόγια, στενοχωρήθηκε πολύ και σκεφτόταν πώς να καλύψει το Δανιήλ. Μέχρι
τη δύση του ήλιου προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τον γλιτώσει. 16Αλλά οι
κατήγοροι του Δανιήλ έτρεξαν πάλι στο βασιλιά και του υπενθύμισαν: «Ξέρεις,
βασιλιά, ότι σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών καμιά απαγόρευση ή
διάταγμα, που εκδίδεται από το βασιλιά, δεν μεταβάλλεται». 17Τότε ο βασιλιάς
διέταξε να φέρουν το Δανιήλ και να τον ρίξουν στο λάκκο των λεόντων. Και είπε
στο Δανιήλ: «Ο Θεός σου, που τον λατρεύεις συνεχώς, ας σε σώσει». 18Αυτοί
έφεραν ένα λιθάρι και το έβαλαν στο στόμιο του λάκκου και ο βασιλιάς το
σφράγισε με τη σφραγίδα του και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μην
μπορεί κανείς να απελευθερώσει το Δανιήλ.
19Μετά ο βασιλιάς πήγε
στο παλάτι του και πέρασε τη νύχτα του άυπνος, νηστικός και χωρίς διασκέδαση.
20Το πρωί σηκώθηκε πολύ νωρίς και πήγε τρέχοντας στο λάκκο με τα λιοντάρια.
21Όταν πλησίασε στο λάκκο, φώναξε με φωνή θλιμμένη στο Δανιήλ: «Δανιήλ, δούλε
του αληθινού Θεού, που τον λατρεύεις συνεχώς, μπόρεσε αυτός να σε σώσει απ’ τα
λιοντάρια;» 22Τότε ο Δανιήλ τού απάντησε: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!
23Πράγματι, ο Θεός μου έστειλε τον άγγελό του και έφραξε το στόμα των
λιονταριών και δεν με έβλαψαν, γιατί είμαι αθώος απέναντί σου, βασιλιά, τίποτε
κακό δεν έχω κάνει».
24Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα
πολύ και διέταξε να βγάλουν το Δανιήλ από το λάκκο. Κι ο Δανιήλ βγήκε έξω χωρίς
να έχει πάθει το παραμικρό, γιατί έμεινε πιστός στο Θεό του. 25Μετά ο βασιλιάς
διέταξε κι έφεραν τους ανθρώπους εκείνους, που είχαν συκοφαντήσει το Δανιήλ,
και τους έριξαν στο λάκκο των λεόντων μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες
τους. Και πριν φτάσουν στο κάτω μέρος του λάκκου, τα λιοντάρια τούς άρπαζαν και
τους έσπαζαν τα κόκαλα.
26Μετά ο βασιλιάς Δαρείος
έστειλε γραπτό μήνυμα στους λαούς όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών, που
κατοικούσαν στην επικράτεια: «Μακάρι όλοι σας να ευτυχείτε! 27Εκδίδεται από
μένα διαταγή σ’ όλη την επικράτεια του βασιλείου μου, οι άνθρωποι να φοβούνται
και να σέβονται το Θεό του Δανιήλ, γιατί είναι Θεός που ζει και θα υπάρχει
αιώνια. Η βασιλεία του δεν θα καταστραφεί ποτέ και η κυριαρχία του θα είναι
παντοτινή. 28Αυτός σώζει κι ελευθερώνει και κάνει σημεία και θαύματα στον
ουρανό και στη γη. Αυτός έσωσε και το Δανιήλ από τη δύναμη των λιονταριών».
29Έτσι ο Δανιήλ ζούσε
ευτυχισμένος όσον καιρό βασίλευαν ο Δαρείος και ο Κύρος στους Πέρσες.κ
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 7
Το πρώτο όραμα του
Δανιήλ: Τα κοσμικά βασίλεια και το βασίλειο του Θεού
1Τον πρώτο χρόνο της
βασιλείας του Βαλτάσαρκα στη Βαβυλώνα, ο Δανιήλ, εκεί που κοιμόταν στο κρεβάτι
του, είδε διάφορα όνειρα και οράματα. Αργότερα, τα έγραψε όλα και τα διηγήθηκε:
2Μια νύχτα, είδα σε όραμα
ότι οι τέσσερις άνεμοι του ουρανού συντάραξαν τη μεγάλη θάλασσα, 3και τέσσερα
μεγάλα θηρίακβ έβγαιναν απ’ αυτήν, το ένα διαφορετικό απ’ το άλλο. 4Το πρώτο
ήταν σαν λιοντάρι αλλά είχε φτερά αετού. Παρατηρούσα μέχρις ότου τα φτερά του
αποσπάστηκαν απ’ αυτό· μετά σηκώθηκε από το έδαφος και στάθηκε στα δυο του
πόδια· ήταν σαν άνθρωπος και του δόθηκε ανθρώπινος νους. 5Το δεύτερο θηρίο ήταν
όμοιο με αρκούδα. Ήταν μισοσηκωμένο και στο στόμα του, ανάμεσα στα δόντια του,
κρατούσε τρία πλευρά· η διαταγή που πήρε ήταν «Σήκω και φάγε κρέας πολύ».
6Μετά, εκεί που κοίταζα, είδα ένα άλλο θηρίο όμοιο με λεοπάρδαλη. Είχε στη ράχη
του τέσσερα φτερά πουλιού και τέσσερα κεφάλια, και του δόθηκε εξουσία
κυριαρχίας. 7Το νυχτερινό μου όραμα, όμως, συνεχίστηκε: Είδα ένα τέταρτο θηρίο
φοβερό και τρομερό και πάρα πολύ δυνατό με μεγάλα σιδερένια δόντια. Έτρωγε και
σύντριβε κι ό,τι απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του. Αυτό το θηρίο ήταν
διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα και είχε στο κεφάλι του δέκα κέρατα. 8Εκεί
που παρατηρούσα τα κέρατα, ξεφύτρωσε ανάμεσα σ’ αυτά ένα άλλο, πολύ μικρό
κέρατο, το οποίο έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα κέρατα· το μικρό
αυτό κέρατο είχε ανθρώπινα μάτια και στόμα, που λαλούσε λόγια αλαζονικά.
9Συνέχισα να παρατηρώ,
μέχρις ότου τοποθετήθηκαν θρόνοι και κάθισε ο Προαιώνιος.κγ Το ένδυμά του ήταν
λευκό σαν το χιόνι και η κόμη του κεφαλιού του σαν καθαρό μαλλί. Ο θρόνος του
ήταν από φλόγες φωτιάς και είχε πύρινους τροχούς. 10Από μπροστά του ξεπηδούσε
και κυλούσε ένα ποτάμι φωτιάς. Εκατομμύρια και δισεκατομμύρια όντα στέκονταν
μπροστά του έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Στήθηκε, λοιπόν, το δικαστήριο κι
ανοίχτηκαν τα βιβλία. 11Καθώς παρατηρούσα, είδα ότι το τέταρτο θηρίο, εξαιτίας
των αλαζονικών λόγων που λαλούσε το κέρατο, σκοτώθηκε και το πτώμα του
καταστράφηκε και ρίχτηκε στη φωτιά. 12Η εξουσία αφαιρέθηκε κι από τα άλλα
θηρία, αλλά τους επιτράπηκε να ζήσουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
13Τα οράματά μου
συνεχίζονταν στη διάρκεια της νύχτας: Μέσα στα σύννεφα του ουρανού είδα να
έρχεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο· έφτασε μέχρι τον Προαιώνιο και
οδηγήθηκε μπροστά του. 14Σ’ αυτόν δόθηκαν εξουσία και δόξα και βασίλεια, ώστε
όλοι οι λαοί, κάθε εθνικότητας και γλώσσας, να τον υπηρετούν. Η εξουσία του θα
είναι αιώνια κι ατελεύτητη και το βασίλειό του δεν θα καταστραφεί ποτέ.
Η σημασία του οράματος
15Εγώ, ο Δανιήλ,
καταταράχτηκα και τρόμαξα με τα οράματα που έβλεπα. 16Πλησίασα τότε έναν από
κείνους που βρίσκονταν εκεί και παρακάλεσα να μάθω τι σήμαιναν στην
πραγματικότητα όλα αυτά. Εκείνος μου απάντησε και μου φανέρωσε τη σημασία των
οραμάτων: 17«Αυτά τα τέσσερα μεγάλα θηρία», μου είπε, «είναι τέσσερις
βασιλιάδες, που θα εμφανιστούν στη γη.κδ 18Αλλά στο τέλος τη βασιλεία θα την
παραλάβει ο άγιος λαός του ύψιστου Θεού και θα τη διατηρήσει για πάντα σ’ όλους
τους αιώνες».
19Μετά θέλησα να μάθω τι
σήμαινε το τέταρτο θηρίο, που ήταν διαφορετικό από τα άλλα, αφάνταστα τρομερό.
Τα δόντια του ήταν σιδερένια και τα νύχια του χάλκινα· έτρωγε, σύντριβε κι ό,τι
απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του. 20Κυρίως ενδιαφερόμουν να μάθω για τα
δέκα κέρατα που ήταν στο κεφάλι του και για το άλλο κέρατο, που ξεφύτρωσε και
έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα· το κέρατο εκείνο είχε μάτια και
στόμα που λαλούσε λόγια αλαζονικά και εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερο απ’ τους
συντρόφους του. 21Επίσης είδα ότι το κέρατο εκείνο έκανε πόλεμο εναντίον του
αγίου λαού και τον νίκησε. 22Τότε όμως ήρθε ο Προαιώνιος κι έστησε το
δικαστήριο για χάρη του αγίου λαού του ύψιστου Θεού· κι όταν έφτασε ο
κατάλληλος καιρός, ο άγιος λαός παρέλαβε τη βασιλεία.
23Η εξήγηση που μου
δόθηκε ήταν η ακόλουθη: «Το τέταρτο θηρίο θα είναι μια τέταρτη βασιλεία πάνω
στη γη, που θα διαφέρει απ’ όλες τις άλλες· αυτή θα καταφάει ολόκληρη τη γη, θα
την καταπατήσει και θα τη συντρίψει. 24Τα δέκα κέρατα είναι δέκα βασιλιάδες που
θα προέλθουν απ’ αυτήν τη βασιλεία. Μετά θα παρουσιαστεί ένας άλλος βασιλιάς,
που θα διαφέρει από τους προηγούμενους και θα καταβάλει τρεις απ’ αυτούς.κε
25Θα ξεστομίσει λόγια εναντίον του ύψιστου Θεού και θα καταδιώξει τον άγιο λαό
του· θα προσπαθήσει ν’ αλλάξει τις γιορτές και τους νόμους, και ο λαός του Θεού
θα παραδοθεί στην εξουσία του για τριάμισυ χρόνια.κς 26Μετά θα στηθεί το
ουράνιο δικαστήριο· η εξουσία του θ’ αφαιρεθεί απ’ αυτόν κι ο ίδιος θα
αφανιστεί και θα καταστραφεί για πάντα. 27Η βασιλεία, η εξουσία και η
μεγαλοπρέπεια όλων των βασιλείων της γης θ’ αποδοθούν στον άγιο λαό του ύψιστου
Θεού· η βασιλεία αυτού του λαού θα είναι αιώνια κι όλοι οι άρχοντες θα τον
υπηρετούν και θα τον υπακούουν».
28Εδώ τελειώνει το όραμα.
Εμένα το Δανιήλ πολύ με τάραξαν οι σκέψεις μου κι έγινα κατάχλωμος. Συγκράτησα
όμως στο μυαλό μου όλα όσα είδα.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 8
Το δεύτερο όραμα:
Μονομαχία των κριαριών και του τράγου
1Τον τρίτο χρόνο της
βασιλείας του Βαλτάσαρκζ εγώ, ο Δανιήλ, είδα ένα δεύτερο όραμα. 2Είδα ότι
βρισκόμουν στα Σούσα, πόλη της κατοικίας του βασιλιά στην επαρχία Ελάμ, κοντά
στον ποταμό Ουλαΐ.κη 3Εκεί που κοίταζα, είδα ένα κριάρι με δύο κέρατα να
στέκεται κοντά στο ποτάμι. Τα κέρατά του ήταν ψηλά, αλλά το ένα ήταν ψηλότερο
από το άλλο και το ψηλότερο φύτρωσε αργότερα στο κεφάλι του. 4Είδα ότι το
κριάρικθ χτυπούσε με τα κέρατα προς τη δύση, προς το βορρά και το νότο και
κανένα από τ’ άλλα ζώα δεν μπορούσε να του αντισταθεί, ούτε κανένας μπορούσε να
τα γλιτώσει από την εξουσία του. Έκανε ό,τι ήθελε, και γινόταν όλο και πιο
δυνατό.
5Ενώ προσπαθούσα να
καταλάβω αυτά που έβλεπα, ήρθε από τη δύση ένας τράγοςλ που έτρεχε πάνω σ’ όλη
τη γη, χωρίς ν’ αγγίζει το έδαφος. Ο τράγος είχε ένα εντυπωσιακό κέρατο ανάμεσα
στα μάτια του. 6Ήρθε ως το κριάρι που είχε τα δύο κέρατα και το είχα δει να
στέκεται κοντά στο κανάλι, κι έτρεξε εναντίον του με όλη την ορμή της δύναμής
του. 7Τον είδα να πλησιάζει το κριάρι και να εξαγριώνεται εναντίον του, να το
χτυπάει και να συντρίβει τα δυο του κέρατα. Το κριάρι δεν είχε τη δύναμη ν’
αντισταθεί μπροστά του κι έτσι ο τράγος το έριξε στη γη και το καταπάτησε.
Κανένας δεν μπορούσε να γλιτώσει το κριάρι από την εξουσία του τράγου.
8Ο τράγος μεγάλωσε πάρα
πολύ σε δύναμη, αλλά όταν έφτασε στο αποκορύφωμά του συντρίφθηκε το μεγάλο
κέρατο, και στη θέση του βγήκαν τέσσερα άλλα εντυπωσιακά κέρατα, που καθένα
ήταν στραμμένο προς ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.λα 9Από το καθένα
απ’ αυτά τα κέρατα βγήκε ένα καινούριο κέρατο, μικρό αρχικά, που επεξέτεινε τη
δύναμή του προς το νότο, προς την ανατολή και προς τη δοξασμένη χώρα.λβ
10Επίσης στράφηκε ενάντια στη στρατιά του ουρανούλγ κι έριξε στη γη ένα μέρος
της στρατιάς και πολλά από τ’ αστέρια και τα καταπάτησε. 11Το κέρατο αυτό
προσπάθησε ν’ αναδειχτεί μεγαλύτερο ακόμη κι από τον Άρχοντα της στρατιάς·
κατήργησε την καθημερινή θυσία που προσφερόταν σ’ αυτόν και γκρέμισε τον άγιο
του ναό. 12Μέσα στην ασέβειά του απαγόρευσε την καθημερινή θυσία. Κατέστρεψε τη
στρατιά του ουρανού και είχε επιτυχία σε ό,τι κι αν επιχειρούσε.λδ
13Τότε άκουσα έναν άγγελο
να μιλάει, κι ένας άλλος άγγελος τον ρωτούσε: «Μέχρι πότε θα διαρκέσουν τα
γεγονότα που αναγγέλλονται με το όραμα; Δηλαδή η απαγόρευση της καθημερινής
θυσίας, η αδικία που όλα τα ερημώνει, η καταπάτηση του αγιαστηρίου και της
στρατιάς του ουρανού;» 14Κι εκείνος του απάντησε:λε «Σε χίλιες εκατόν πενήντα
μέρες το αγιαστήριο θα εξαγνιστεί».
Η σημασία του δεύτερου
οράματος
15Ενώ εγώ, ο Δανιήλ,
έβλεπα το όραμα και ζητούσα να το καταλάβω, στάθηκε μπροστά μου κάποιος με όψη
άντρα. 16Τότε άκουσα μια ανθρώπινη κραυγή μέσα από τον ποταμό Ουλαΐ, που έλεγε:
«Γαβριήλ, κάνε να καταλάβει αυτός το όραμα». 17Ο Γαβριήλ ήρθε κοντά μου. Τότε
εγώ τρόμαξα κι έπεσα με το πρόσωπο στη γη. Αυτός όμως μου είπε: «Κατάλαβε, εσύ
άνθρωπε· το όραμα αναφέρεται στο τέλος των καιρών».λς
18Ενώ αυτός μου μιλούσε,
εγώ κοιμόμουν βαθιά με το πρόσωπό μου στη γη. Με άγγιξε όμως και μ’ έκανε να
σταθώ όρθιος. 19«Εγώ», μου είπε, «θα σου γνωρίσω τι θα γίνει στο τέλος, σε
συγκεκριμένο χρόνο, όταν η οργή του Θεού θα πάψει. 20Το κριάρι που είδες με τα
δύο κέρατα, είναι οι βασιλιάδες των Μήδων και των Περσών. 21Ο τράγος είναι το
βασίλειο των Ελλήνων, και το κέρατο το μεγάλο ανάμεσα στα μάτια του, αυτός
είναι ο πρώτος βασιλιάς. 22Το ότι το κέρατο συντρίφθηκε και στη θέση του βγήκαν
άλλα τέσσερα, σημαίνει ότι τέσσερα βασίλεια θα προέλθουν από το έθνος αυτό,
αλλά δε θα έχουν τη δική του δύναμη. 23Στο τέλος της βασιλείας τους, όταν οι
αμαρτίες τους θα έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα, θα παρουσιαστεί ένας ασεβής και
πανούργος βασιλιάς. 24Θα γίνει πολύ ισχυρός αλλά όχι από δική του δύναμη· Θα
προξενεί τρομερές καταστροφές και θα κατορθώνει τα πάντα· επίσης θα εξολοθρεύει
τους ισχυρούς και τον άγιο λαό. 25Με την ικανότητά του θα φτάσει να εξαπατάει
όλους τους άλλους. Μέσα στην αλαζονεία του θα εξαφανίσει αιφνιδιαστικά πολλούς.
Τέλος θα στραφεί και εναντίον του υπέρτατου άρχοντα, αλλά θα συντριφθεί όχι από
ανθρώπινο χέρι. 26Όσο για το όραμα το σχετικό με τις μέρες και τις νύχτες,
είναι κι αυτό αληθινό. Εσύ τώρα κράτησε μυστικό το όραμα, γιατί αναφέρεται στο
απώτερο μέλλον».λζ
27Εκείνη τη στιγμή εγώ, ο
Δανιήλ, ήμουν εξαντλημένος κι ένιωθα έτσι καταβεβλημένος για αρκετόν καιρό.
Μετά σηκώθηκα και τελείωσα τις υποθέσεις του βασιλιά. Δεν μπορούσα να ησυχάσω
από το όραμα που είχα δει και δεν μπορούσα να το καταλάβω.
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 9
Ο Δανιήλ παρακαλεί το Θεό
για ευσπλαχνία και φωτισμό
1-2Τον πρώτο χρόνο που
είχε ανέβει στο θρόνο της Βαβυλώνας ο Δαρείος, γιος του Ξέρξη, από το λαό των
Μήδων,λθ εγώ ο Δανιήλ συμβουλεύτηκα τα ιερά βιβλία· κατάλαβα, λοιπόν, τη
σημασία αυτού που ο Κύριος είχε πει στον προφήτη Ιερεμία, ότι δηλαδή η
Ιερουσαλήμ θα πρέπει να παραμείνει ερειπωμένη για εβδομήντα χρόνια. 3Άρχισα
τότε νηστεία ντυμένος στα πένθιμα· είχα ρίξει στάχτη στο κεφάλι μουμ και
προσευχόμουν με στεναγμούς στον Κύριο το Θεό μου. 4Του απηύθυνα την ακόλουθη
προσευχή εξομολόγησης:
«Αχ, Κύριε, μεγάλε και
φοβερέ Θεέ», του είπα. «Εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και αγαπάς αυτούς που σε
αγαπούν κι εφαρμόζουν τις εντολές σου. 5Αμαρτήσαμε κι ανομήσαμε, ασεβήσαμε,
επαναστατήσαμε και στρέψαμε τα νώτα μας στις εντολές σου και στις υποδείξεις
σου. 6Δεν ακούσαμε τους δούλους σου τους προφήτες, που μίλησαν εξ ονόματός σου
στους βασιλιάδες μας, στους άρχοντές μας, στους προγόνους μας και σ’ όλο το λαό
της χώρας. 7Εσύ, Κύριε, είσαι δίκαιος, ενώ εμείς μέχρι σήμερα ζούμε όλοι μας
μες στην καταφρόνια, δηλαδή ο λαός του Ιούδα, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ κι
όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες που είναι διασκορπισμένοι στις διάφορες χώρες, κοντά
μας ή μακριά μας, όπου εσύ τους έχεις διασκορπίσει, επειδή έδειξαν απιστία σ’
εσένα. 8Ναι, Κύριε, ο λόγος που σήμερα ζούμε στην ντροπή εμείς, οι βασιλιάδες
μας, οι άρχοντές μας κι οι πρόγονοί μας, είναι ότι αμαρτήσαμε σ’ εσένα. 9Εσύ,
όμως, Θεέ μας, είσαι σπλαχνικός και συγχωρητικός, μολονότι επαναστατήσαμε
εναντίον σου. 10Πράγματι, δεν ακούσαμε τους λόγους σου, Κύριε Θεέ μας, να
ζήσουμε σύμφωνα με τους νόμους σου, που μας έδωσες με τους δούλους σου τους
προφήτες. 11Όλος ο λαός του Ισραήλ παρέβηκε το νόμο σου και σου έστρεψε τα νώτα
για να μην ακούει πια τις εντολές σου. Γι’ αυτή μας την αμαρτία ξέσπασαν επάνω
μας οι κατάρες και το ανάθεμα, που έχουν γραφτεί στο νόμο του Μωυσή, του δούλου
σου. 12Έτσι πραγματοποίησες τις απειλές σου εναντίον μας και εναντίον των
αρχόντων μας, που μας κυβερνούσαν· έφερες εναντίον μας, στην Ιερουσαλήμ, κακό
μεγάλο, τέτοιο που δεν ξανάγινε σ’ όλο τον κόσμο. 13Το κακό αυτό ξέσπασε πάνω
μας κατά πώς είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή· κι εμείς δεν αποστραφήκαμε τις
ανομίες μας και δεν κατανοήσαμε την αλήθεια σου, ώστε να σε εξευμενίσουμε, Θεέ
μας. 14Γι’ αυτό κι εσύ, Κύριε, δεν παρέλειψες να ρίξεις επάνω μας όλο αυτό το
κακό. Πράγματι, Κύριε, Θεέ μας, εσύ είσαι δίκαιος ό,τι κι αν κάνεις, ενώ εμείς
δεν λέμε να υπακούσουμε στις εντολές σου.
15»Κύριε Θεέ μας, εσύ
έβγαλες το λαό μας από την Αίγυπτο με την ακαταμάχητη δύναμή σου κι έτσι
απέκτησες μεγάλη φήμη, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· ενώ εμείς στο μεταξύ
αμαρτήσαμε κι ασεβήσαμε. 16Κύριε, δείξε πάλι την καλοσύνη σου! Πάψε να είσαι
οργισμένος ενάντια στην πόλη σου, την Ιερουσαλήμ, κι ενάντια στο άγιο σου
βουνό. Είναι από τις αμαρτίες μας και τις ανομίες των προγόνων μας που όλοι οι
γύρω λαοί χλευάζουν τώρα την Ιερουσαλήμ και το λαό σου. 17Άκουσε, λοιπόν, Θεέ
μας, την προσευχή του δούλου σου και τους στεναγμούς μου και κοίταξε μ’
ευμένεια τον ερημωμένο ναό σου, για χάρη σου, Κύριε. 18Στρέψε το αυτί σου, Θεέ
μου, κι άκουσε· κοίταξε προσεκτικά και δες τις ερημώσεις μας και την πόλη, η
οποία φέρει το όνομά σου. Δεν προσευχόμαστε σ’ εσένα στηριγμένοι στη δικαιοσύνη
μας αλλά στη δική σου άπειρη ευσπλαχνία. 19Άκουσε Κύριε, συγχώρησε Κύριε,
κοίταξε προσεκτικά, Κύριε, και πράξε. Μη βραδύνεις, Θεέ μου, γιατί η πόλη αυτή
και ο λαός της φέρουν το όνομά σου».
Ο άγγελος εξηγεί το
μυστικό των 70 επταετιών
20Συνέχισα να μιλάω, να
προσεύχομαι και να εξομολογούμαι την αμαρτία τη δική μου και του λαού μου, του
Ισραήλ, και παρακαλούσα τον Κύριο το Θεό μου για το άγιο βουνό του. 21Κι εκεί
που προσευχόμουν, ο άντρας που είχα δει στην αρχή του οράματός μου, ο Γαβριήλ,
πέταξε γρήγορα και με άγγιξε την ώρα της βραδινής προσφοράςμα. 22Ήρθε και
μίλησε μαζί μου. «Δανιήλ», μου είπε, «ήρθα για να σε κάνω να καταλάβεις την
έννοια της προφητείας. 23Όταν άρχισες τις ικεσίες σου στο Θεό, ο Θεός μού έδωσε
μια απάντηση για σένα, γιατί του είσαι πολύ αγαπητός. Και τώρα εγώ είμαι εδώ
για να σου την αναγγείλω. Γι’ αυτό πρόσεξε το λόγο μου και προσπάθησε να
καταλάβεις το όραμα: 24Όχι εβδομήντα χρόνια αλλά εβδομήντα επταετίες
καθορίστηκαν για το λαό σου και την άγια σου πόλη. Αυτή η περίοδος είναι
απαραίτητη για να λάβει τέλος η παρακοή, να σταματήσουν οι αμαρτίες, να
συγχωρηθεί η ανομία και να εκδηλωθεί η αιώνια δικαιοσύνη· για να εκπληρωθούν τα
οράματα και οι προφητείες και να καθαγιαστεί εκ νέου το άγιο των αγίων.
25»Μάθε, λοιπόν, και
κατάλαβε ότι από την εξαγγελία της διαταγής για την επιστροφή από την
αιχμαλωσία και για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι την εμφάνιση του
χρισμένου άρχονταμβ, θα περάσουν εφτά επταετίες. Μετά, για εξήντα δύο
επταετίες, θα ανοικοδομείται η Ιερουσαλήμ και τα οχυρά της. Οι καιροί όμως θα
είναι δύσκολοι. 26Στο τέλος των εξήντα δύο αυτών επταετιών θα εξολοθρευτεί ο
χρισμένος άρχοντας χωρίς να δικαστεί. Μετά, ο λαός ενός ξένου άρχοντα θα έρθει
και θα καταστρέψει την πόλη και το αγιαστήριο. Παρ’ όλα αυτά, το τέλος αυτού
του άρχοντα θα έρθει σαν κατακλυσμός και ως το τέλος του πολέμου θα διαρκέσουν
οι καθορισμένες ερημώσειςμγ 27Στη διάρκεια της επταετίας αυτός θα συνάψει
συνθήκη με πολλούς· και στη μέση της επταετίας θα απαγορεύσει τις θυσίες και
τις προσφορές στο ναό. Τότε θα στήσει εκεί το βδέλυγμα της ερημώσεως, μέχρις
ότου εκτελεσθεί η απόφαση που έχει ληφθεί γι’ αυτόν που προκαλεί την ερήμωση».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 10
Το τρίτο όραμα: Ένας
άντρας ντυμένος λινά
1Τον τρίτο χρόνο της
βασιλείας του Κύρουμδ στους Πέρσες, ήρθε μήνυμα Θεού στο Δανιήλ, ο οποίος
ονομαζόταν Βαλτάσαρ. Ο λόγος ήταν αξιόπιστος και προανάγγελλε μεγάλες
δυσκολίες. Ο Δανιήλ προσπάθησε να τον καταλάβει και η εξήγηση δόθηκε σ’ αυτόν
με όραμα.
2Εκείνη την εποχή εγώ ο
Δανιήλ βρισκόμουν επί τρεις εβδομάδες σε πένθος για το λαό μου. 3Μέχρι να
περάσουν οι τρεις εβδομάδες, δεν έφαγα νόστιμα εδέσματα ή κρέας, δεν ήπια
καθόλου κρασί ούτε άλειψα με αλοιφή το σώμα μου. 4Την εικοστή τέταρτη μέρα του
πρώτου μήνα είχα βρεθεί στην όχθη του μεγάλου ποταμού, που ονομαζόταν Τίγρης.
5Εκεί που κοίταζα, είδα έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος λινά ρούχα και στη μέση
του φορούσε ζώνη από χρυσάφι καθαρό. 6Το σώμα του λαμποκοπούσε σαν τοπάζι και
το πρόσωπό του σαν λάμψη αστραπής· τα μάτια του ήταν πύρινα, οι βραχίονές του
και τα πόδια του έλαμπαν σαν αστραφτερός χαλκός κι όταν μιλούσε ήταν σαν ν’
ακουγόταν φωνή πλήθους.
7Μόνον εγώ ο Δανιήλ είδα
το όραμα· οι άντρες που ήταν μαζί μου δεν είδαν τίποτα. Τους κατέλαβε όμως
μεγάλος φόβος κι έτρεξαν να κρυφτούν. 8Έμεινα, λοιπόν, μόνος και είδα το μεγάλο
εκείνο όραμα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, η όψη μου άλλαξε και το πρόσωπό
μου χλώμιασε· κάθε ενεργητικότητα χάθηκε μέσα μου. 9Τότε άκουσα τον άντρα να
μιλάει. Και καθώς άκουγα τη φωνή του βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ, πεσμένος με το
πρόσωπο στη γη. 10Ξάφνου με άγγιξε ένα χέρι, με σήκωσε στα γόνατά μου κι εγώ
στηρίχθηκα στις παλάμες μου.
11«Δανιήλ», μου είπε ο
άντρας, «εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός, προσπάθησε να καταλάβεις τα λόγια που
θα σου πω· στάσου όρθιος στα πόδια σου, γιατί αυτή τη φορά έχω αποσταλεί ειδικά
για σένα». Όταν μου είπε αυτά τα λόγια εγώ σηκώθηκα πάνω τρομαγμένος. 12«Μη
φοβάσαι Δανιήλ», μου είπε, «γιατί απ’ την πρώτη μέρα που ταπεινώθηκες ενώπιον
του Θεού σου και συγκέντρωσες την προσοχή σου για να καταλάβεις όλα αυτά τα
γεγονότα, η προσευχή σου εισακούστηκε κι εγώ ξεκίνησα για να σου φέρω την
απάντηση. 13Αλλά ο αρχάγγελος του βασιλείου των Περσών μού αντιστεκόταν είκοσι
μία μέρες. Τότε ο Μιχαήλ, ένας από τους αρχαγγέλους, ήρθε να με βοηθήσει· είχα
μείνει, λοιπόν, εκεί κοντά στους βασιλιάδες των Περσών.με 14Τώρα όμως ήρθα για
να σε βοηθήσω να καταλάβεις τι θα συμβεί στο λαό σου τις τελευταίες μέρες,
γιατί το όραμα αυτό αναφέρεται στο μέλλον».
15Ενώ μου έλεγε αυτά τα
λόγια, έπεσα με το πρόσωπο στη γη και έμεινα άφωνος. 16Τότε, κάποιος που
έμοιαζε με άνθρωπο, στάθηκε μπροστά μου κι άγγιξε τα χείλη μου, κι εγώ του
είπα: «Κύριέ μου, απ’ αυτό το όραμα μ’ έπιασαν πόνοι κι απόμεινα δίχως δύναμη.
17Πώς είναι δυνατόν εγώ ο δούλος σου, κύριέ μου, να μιλάω μ’ εσένα; Από τότε
που είδα το όραμα δεν έχω δύναμη κι ούτε έμεινε πνοή μέσα μου».
18Τότε, εκείνος που
έμοιαζε με άνθρωπο με άγγιξε πάλι και με δυνάμωσε. 19«Μη φοβάσαι», μου είπε,
«άνθρωπε, εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός. Ειρήνη σ’ εσένα! Να είσαι θαρραλέος
και δυνατός». Κι ενώ μου μιλούσε, ενδυναμώθηκα και είπα: «Μίλα, κύριέ μου. Μου
’δωσες δύναμη!»
20-21Τότε εκείνος με
ρώτησε: «Ξέρεις γιατί ήρθα σ’ εσένα; Για να σου αναγγείλω αυτό που είναι
γραμμένο στο βιβλίο της αλήθειας. Τώρα θα επιστρέψω να πολεμήσω εναντίον του
αρχαγγέλου των Περσών· κι όταν εγώ θα φεύγω, θα έρθει ο αρχηγός των Ελλήνων.
Και δε θα υπάρχει κανείς να με ενδυναμώσει εναντίον αυτών, εκτός από το Μιχαήλ
τον αρχάγγελό σας,
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 11
1όπως τον είχα βοηθήσει
κι εγώ, τον πρώτο χρόνο του Δαρείου του Μήδιου».μς
2Ο άγγελος συνέχισε: «Και
τώρα, το μήνυμα που έχω να σου αναγγείλω είναι αληθινό: Τρεις ακόμη βασιλιάδες
θα βασιλέψουν στους Πέρσες κι ένας τέταρτος θα πλουτίσει περισσότερο απ’ όλους
τους προηγούμενους. Κι αφού γίνει δυνατός με τον πλούτο του, θα ξεσηκώσει τους
πάντες εναντίον του βασιλείου των Ελλήνων. 3Τότε όμως θα εμφανιστεί ένας
γενναίος Έλληνας βασιλιάς,μζ που θα εξουσιάζει με μεγάλη δύναμη και θα
πραγματοποιήσει όλα τα σχέδιά του. 4Αλλά πάνω στο κορύφωμα της δύναμής του το
βασίλειό του θα συντριφθεί και θα διαμοιραστεί στους τέσσερις ανέμους του
ουρανού και όχι στους απογόνους του. Κανένας όμως δε θα έχει την εξουσία που
είχε αυτός, γιατί η βασιλεία του θα ξεριζωθεί και θα μοιραστεί σε άλλους εκτός
από τους απογόνους του».
Ανταγωνισμός Πτολεμαίων
και Σελευκιδών βασιλέων
5«Ο βασιλιάς του νότου,μη
θα αποκτήσει δύναμη αλλά κάποιος από τους στρατηγούς του θα γίνει ισχυρότερος
απ’ αυτόν και θα καταλάβει την εξουσία. Η κυριαρχία του θα είναι ευρύτατη.
6Μετά από χρόνια τα δύο βασίλεια θα ενωθούν, γιατί η κόρη αυτού του βασιλιά θα
παντρευτεί το βασιλιά του βορρά, για να συνάψουν συμμαχία. Αυτή όμως δεν θα
διατηρήσει τη δύναμή της. Ο άντρας της δεν θα μείνει για πολύ ζωντανός ούτε τα
παιδιά τους. Θα εξοντωθεί κι αυτή, την ίδια εποχή που θα εξοντωθεί το
περιβάλλον της, ο πατέρας της και ο άντρας της.μθ 7Εκείνη την εποχή θ’
αναδειχθεί κάποιος άλλος, συγγενής της, στη θέση του πατέρα της και θα
απειλήσει το στρατό του βασιλιά του βορρά μέσα στα ίδια του τα οχυρώματα. Θα
επιτεθεί στο στρατό του και θα τον νικήσει.ν 8Επίσης θα φέρει λάφυρα στην
Αίγυπτο τα αγάλματα των θεών της χώρας μαζί με τα πολύτιμά τους σκεύη, τα
ασημένια και τα χρυσά. Και για μερικά χρόνια δε θα ξαναεπιτεθεί εναντίον του
βασιλιά του βορρά. 9Μετά ο βασιλιάς του βορρά θα εισβάλει στο βασίλειο του
νότου αλλά θα υποχρεωθεί να ξαναγυρίσει στη χώρα του.
10»Οι γιοι του βασιλιά
του βορρά, όμως, θα προετοιμαστούν για πόλεμο και θα συγκεντρώσουν πάρα πολλές
δυνάμεις. Ένας απ’ αυτούς θα προελάσει με το στρατό του εναντίον των εχθρών του
και θα επιτεθεί στα οχυρά τους σαν χείμαρρος που υπερχειλίζει. Και καθώς θα
επιστρέφει στη χώρα του θα επιτεθεί σε μια οχυρή εχθρική πόλη.να 11Τότε ο
βασιλιάς του νότου θα οργιστεί και θα βγει να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά του
βορρά· ο τελευταίος θ’ αντιπαρατάξει πολυάριθμο στρατό, αλλά θα παραδοθεί
ολόκληρος στην εξουσία του πρώτου. 12Ο βασιλιάς του νότου μετά απ’ αυτή τη νίκη
του θα υπερηφανευθεί πολύ· αλλά παρ’ όλο που θα εξουδετερώσει μυριάδες εχθρών
του, τελικά δεν θα επικρατήσει. 13Γιατί ο βασιλιάς του βορρά θα γυρίσει και θ’
αντιπαρατάξει πολυάριθμο στρατό, περισσότερον απ’ ό,τι την πρώτη φορά και καλά
εξοπλισμένον, και το δίχως άλλο θα κάνει επίθεση στον κατάλληλο καιρό.
14»Εκείνη την εποχή
πολλοί θα ξεσηκωθούν εναντίον του βασιλιά του νότου κι επίσης βίαιοι
επαναστάτες από το λαό σου, Δανιήλ, θα κάνουν εξέγερση για να πραγματοποιήσουν
το όραμα, αλλά θα νικηθούν. 15Ο βασιλιάς του βορρά, λοιπόν, θα έρθει και θα
κατασκευάσει ανάχωμα εναντίον μιας οχυρής πόληςνβ και θα την καταλάβει. Ο
βασιλιάς του νότου δεν θ’ αντέξει και οι επίλεκτοι του στρατού του δεν θα έχουν
τη δύναμη ν’ αντισταθούν. 16Ο εισβολέας θα κάνει ό,τι θέλει και κανείς δεν θα
μπορεί να του αντισταθεί. Θα εγκατασταθεί στη δοξασμένη χώρα,νγ αφού στο
πέρασμά του θα έχει προκαλέσει καταστροφές.
17»Μετά θ’ αποφασίσει να
εισβάλει με όλο το στρατό του βασιλείου του στη χώρα και θα προσποιηθεί ότι
συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια: θα δώσει μια από τις κόρες του σε γάμο με το
βασιλιά του νότου, με απώτερο στόχο να ερημώσει τη χώρα του εχθρού του. Δε θα
μπορέσει, όμως, να επιτύχει το σκοπό του. 18Τότε θα στραφεί ενάντια στις
παράκτιες περιοχές και θα κυριέψει πολλές απ’ αυτές. Αλλά ένας ηγεμόνας θα
βάλει τέλος στην υπερηφάνεια του, ώστε να μην την επαναλάβει.νδ 19Τότε θα στραφεί
ενάντια στις οχυρές πόλεις της δικής του χώρας, αλλά θα νικηθεί και θα
εξαφανιστεί τελείως.
20»Στη θέση του θα
εμφανιστεί άλλος βασιλιάς, που θα στείλει κάποιον να καταπιέσει το λαό με βαριά
φορολογία αλλά μετά από λίγον καιρό αυτός ο βασιλιάς θα φονευθεί ύπουλα και όχι
στη μάχη».
Ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής
εχθρός του λαού του Θεού
21«Το βασιλιά αυτόν θα
τον διαδεχθεί ένας μισητός άνθρωπος, ο οποίος δεν θα είναι νόμιμος διάδοχος. Σε
καιρό ειρήνης θα έρθει αιφνίδια και θα καταλάβει το βασίλειο με διάφορες δολοπλοκίες.
22Κανένας στρατός δεν θα μπορεί να εισβάλει στη χώρα του· θα τους κατατροπώνει
όλους. Αυτός θα φονεύσει ακόμα και τον αρχιερέα.νε 23Σε κάθε συμμαχία του με
άλλους λαούς θα μεταχειρίζεται απάτη· έτσι η δύναμή του θα αυξάνει όλο και
περισσότερο, μολονότι οι άντρες του θα είναι λίγοι. 24Σε καιρό ειρήνης θα
εισβάλει στα ευφορότερα μέρη της επαρχίας και θα κάνει ό,τι δεν έκαναν οι
πρόγονοί του ούτε οι πρόγονοι των προγόνων του. Θα λεηλατήσει εκείνους τους
τόπους και θα μοιράσει στους οπαδούς του λάφυρα και αγαθά κι επίσης θα
καταστρώσει σχέδια εναντίον οχυρών πόλεων· αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύν
καιρό.
25»Με τη δύναμή του και
την τόλμη του θα φύγει με πολύ στρατό εναντίον του βασιλιά του νότου.νς Ο
βασιλιάς του νότου θα εμπλακεί μαζί του σε πόλεμο με μεγάλο και ισχυρό στρατό,
αλλά δε θα μπορέσει να του αντισταθεί, γιατί κάποιοι θα έχουν καταστρώσει
σχέδια εναντίον του. 26Πράγματι, άνθρωποι του περιβάλλοντός του θα τον
προδώσουν, ο στρατός του θα κατατροπωθεί και θα σκοτωθούν πολλοί στρατιώτες του.
27Και οι δύο αυτοί βασιλιάδες θα έχουν στο νου τους πώς να κάνουν κακό ο ένας
στον άλλο. Ενώ θα τρώνε στο ίδιο τραπέζι, θα λένε ψέματα ο ένας στον άλλο. Τα
σχέδιά τους όμως δε θα πετύχουν, γιατί δεν θα έχει έρθει ακόμα ο κατάλληλος
καιρός. 28Ο βασιλιάς του βορρά, θα επιστρέψει στη χώρα του με πολλά πλούτη.
Επιστρέφοντας θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά του εναντίον της ιουδαϊκής
θρησκείας.
29»Αργότερα ο ίδιος αυτός
βασιλιάς θα εκστρατεύσει και θα εισβάλει στο νότο· αλλά η τελευταία εκστρατεία
δε θα είναι όπως η πρώτη. 30Θα έρθουν εναντίον του τα πλοία των Κιτιαίωννζ κι
αυτός θα φοβηθεί και θα γυρίσει πίσω. Έπειτα θα στρέψει την οργή του κατά των
Ιουδαίων και θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά του εναντίον τους. Μετά θα επιστρέψει
στη χώρα του και θα συνεννοηθεί μ’ εκείνους από τους Ιουδαίους που πρόδωσαν την
πίστη τους 31και θα έρθει ο στρατός του και θα βεβηλώσει το ναό πάνω στο
φρούριο: Θα καταργήσει την καθημερινή θυσία και θα στήσει εκεί το βδέλυγμα της
ερημώσεως. 32Ο βασιλιάς αυτός με τις δολοπλοκίες του θα παρασύρει αυτούς που
παραβαίνουν τη διαθήκη. Ο λαός όμως που γνωρίζει το Θεό του, θα παραμείνει
σταθερός στον τρόπο ζωής του. 33Οι πιο μυαλωμένοι ανάμεσα στο λαό θα συνετίσουν
και τους άλλους· αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα άλλοι θα σκοτώνονται στη
μάχη, άλλοι θα καίγονται, άλλοι θα αιχμαλωτίζονται ή οι περιουσίες τους θα
λεηλατούνται. 34Και μετά απ’ όλους αυτούς τους διωγμούς ο λαός του Θεού θα έχει
μικρή βοήθεια,νη γιατί πολλοί απ’ αυτούς που θα τους συμπαρασταθούν, θα τους
φερθούν υποκριτικά. 35Από τους συνετούς μερικοί θα σκοτωθούν κι ο θάνατός τους
θα έχει ως αποτέλεσμα ο λαός να εξαγνιστεί, να καθαριστεί και να τελειοποιηθεί,
ώσπου να ’ρθεί το τέλος στον ορισμένο καιρό.
36»Ο βασιλιάς αυτός του
βορρά θα φέρεται αυταρχικά και θα υπερηφανευθεί ότι είναι ανώτερος από κάθε
άλλον θεό· ακόμα κι εναντίον του υπέρτατου Θεού θα κομπορρημονεί. Όλα αυτά θα
τα κάνει μέχρις ότου ξεσπάσει η οργή του Θεού, γιατί ό,τι έχει οριστεί, θα
εκπληρωθεί. 37Δε θα υπολογίζει τους θεούς των προγόνων του ούτε τον αγαπημένο
θεό των γυναικών·νθ θα θεωρεί τον εαυτό του ανώτερον από όλους τους θεούς και
κανένα δε θα σέβεται. 38Στη θέση τους θα τιμήσει το θεό των οχυρών,ξ ένα θεό
που ποτέ δε γνώρισαν οι πρόγονοί του· θα προσφέρει σ’ αυτόν χρυσάφια και
ασήμια, πολύτιμα πετράδια και πλούσια δώρα. 39Με τη βοήθεια αυτού του ξένου
θεού θα επιτεθεί εναντίον διαφόρων πόλεων. Εκείνους που θα τον αναγνωρίσουν θα
τους τιμήσει ανάλογα· θα τους δώσει εξουσία πάνω σε πολλούς ανθρώπους και θα
τους μοιράσει τη χώρα για ανταμοιβή.
40»Στον καιρό του τέλους,ξα
όμως, ο βασιλιάς του νότου θα επαναλάβει τις εχθροπραξίες αλλά ο βασιλιάς του
βορρά θα του επιτεθεί με άμαξες, ιππικό και πολλά πλοία. Θα έρθει στις χώρες
του ορμητικός σαν πλημμύρα και θα διαβεί μέσα απ’ αυτές. 41Θα εισβάλει και στη
δοξασμένη χώραξβ και θα εξολοθρέψει μυριάδες· αλλά οι Εδωμίτες, οι Μωαβίτες και
ένα μέρος των Αμμωνιτών θα διαφύγουν. 42Κι όταν θα έχει εισβάλει σ’ όλες αυτές
τις χώρες δεν θα διστάσει να επιτεθεί και εναντίον της Αιγύπτου 43και ν’
αρπάξει το χρυσάφι και το ασήμι της κι όλους τους πολύτιμους θησαυρούς της.
Επίσης θα υποτάξει τους Λίβυες και τους Αιθίοπες. 44Θα τον αναστατώσουν όμως
δυσάρεστες ειδήσεις, ότι δηλαδή επίκειται εισβολή στη χώρα του εχθρών από
ανατολάς κι από βορρά· έτσι θα στραφεί εναντίον τους και θα τους πολεμήσει με
μεγάλη μανία και θα εξολοθρέψει πολλούς απ’ αυτούς. 45Θα στήσει τις βασιλικές
του σκηνές ανάμεσα στη θάλασσα και στο άγιο βουνό, όπου βρίσκεται ο ναός του
Θεού. Θα πεθάνει όμως χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει».
ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 12
Επίθεση του Μιχαήλ και
ανάσταση των νεκρών
1«Εκείνη την εποχή»,
συνέχισε ο άγγελος, «θα παρουσιαστεί ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο προστάτης του λαού
σου. Θα είναι στενάχωρα χρόνια, που όμοια τους δεν υπήρξαν ποτέ από τότε που
δημιουργήθηκαν τα έθνη. Θα σωθούν, όμως, από το λαό σου όλοι εκείνοι που τα
ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο του Θεού. 2Πολλοί που έχουν πεθάνει θ’
αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν αιώνια κι άλλοι για ν’ αντιμετωπίσουν αιώνια
ντροπή και περιφρόνηση. 3Οι συνετοί όμως θα λάμψουν σαν το λαμπρό στερέωμα, κι
εκείνοι που βοήθησαν πολλούς να μείνουν πιστοί, θα λάμψουν επίσης σαν αστέρια
για πάντα.
4»Τώρα εσύ, Δανιήλ,
κλείσε το βιβλίο μ’ αυτά τα λόγια και κράτησε μυστικό το περιεχόμενό του μέχρι
τον καιρό του τέλους. Πολλοί θα θελήσουν να το διερευνήσουν για ν’ αυξήσουν τις
γνώσεις τους».
Πότε θα έρθει το τέλος
5Εκείνη τη στιγμή εγώ, ο
Δανιήλ, είδα δύο άλλους άντρες να στέκονται ένας από τη μία όχθη του ποταμού κι
ο άλλος απ’ την άλλη. 6Ο ένας ρώτησε τον άντρα που φορούσε λινά και στεκόταν
πάνω από τα νερά του ποταμού: «Πότε θα πάρουν τέλος όλα αυτά τα θαυμαστά
πράγματα;»
7Τότε εκείνος σήκωσε τα
δυο του χέρια στον ουρανό και τον άκουσα που ορκίστηκε στον αιώνιο Θεό ότι θα
περάσουν τριάμισυ χρόνια. Όλα αυτά θα εκπληρωθούν, όταν τελειώσουν και τα δεινά
του άγιου λαού του Θεού.
8Εγώ άκουσα αλλά δεν
κατάλαβα, και ξαναρώτησα: «Κύριέ μου, πότε είπες ότι θα τελειώσουν όλα αυτά;»
9Εκείνος απάντησε:
«Πήγαινε τώρα, Δανιήλ, γιατί το μήνυμά μου πρέπει να παραμείνει σφραγισμένο
μέχρι τον καιρό του τέλους. 10Πολλοί θα εξαγνιστούν, θα καθαριστούν και θα
τελειοποιηθούν με τα δεινά τους· αλλά οι ασεβείς θα εξακολουθήσουν να ασεβούν
και κανένας απ’ αυτούς δε θα καταλάβει τίποτα. Μόνον οι συνετοί θα καταλάβουν.
11Από τον καιρό που θα καταργηθεί η καθημερινή θυσία και θα στηθεί στο
θυσιαστήριο το βδέλυγμα της ερημώσεως, θα περάσουν χίλιες διακόσιες ενενήντα
μέρες. 12Μακάριος όποιος δείξει καρτερία, ώσπου να περάσουν χίλιες τριακόσιες
τριάντα πέντε μέρες! 13Εσύ όμως τώρα, Δανιήλ, πήγαινε κι αναπαύσου, μέχρις ότου
έρθει το τέλος. Αλλά στο τέλος των καιρών θ’ αναστηθείς για να λάβεις την
αμοιβή σου».
ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
Ο Δανιήλ αποκαλύπτει τον
Βηλ
1 Όταν πέθανε ο βασιλιάς
των Μήδων Αστυάγης, τον διαδέχτηκε στο βασίλειό του ο Κύροςξε, βασιλιάς των
Περσών. 2 Ο Δανιήλ ήταν έμπιστος του βασιλιά και ζούσε μαζί του στο παλάτι·
ήταν ο πιο ονομαστός απ’ όλους τους άλλους φίλους του. 3 Οι Βαβυλώνιοι είχαν
ένα άγαλμα, που τ’ όνομά του ήταν Βηλ, και ξόδευαν σ’ αυτό κάθε μέρα δώδεκα
αρτάβες σιμιγδάλι, σαράντα πρόβατα και έξι μετρητές κρασί.ξς 4 Ο βασιλιάς
λάτρευε αυτό το άγαλμα και πήγαινε κάθε μέρα και το προσκυνούσε.
Ο Δανιήλ, όμως,
προσκυνούσε το δικό του Θεό. 5 Μια μέρα ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί εσύ δεν
προσκυνάς το Βηλ;» Ο Δανιήλ απάντησε: «Επειδή δεν λατρεύω αγάλματα καμωμένα από
ανθρώπινα χέρια, αλλά τον αληθινό Θεό, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και
έχει εξουσία πάνω σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη». 6 Ο βασιλιάς τού είπε: «Δεν
πιστεύεις ότι ο Βηλ είναι πραγματικός θεός; Δε βλέπεις πόσα τρώει και πίνει
κάθε μέρα;» 7 Ο Δανιήλ γέλασε και είπε: «Μην πλανάσαι βασιλιά! Αυτός από μέσα
είναι λάσπη κι απ’ έξω χαλκός· ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει φάει ούτε έχει πιει
τίποτα».
8 Ο βασιλιάς θύμωσε και
κάλεσε τους ιερείς του και τους είπε: «Αν δε μου πείτε ποιος είν’ αυτός που
τρώει τις προσφορές για τις οποίες δαπανώνται τόσα χρήματα, θα πεθάνετε· αν
όμως αποδείξετε ότι όλα αυτά τα τρώει πράγματι ο Βηλ, τότε θα θανατωθεί ο
Δανιήλ, γιατί πρόσβαλε το άγαλμα». 9 Ο Δανιήλ είπε στο βασιλιά: «Ας γίνει όπως
διέταξες». Οι ιερείς του Βηλ ήταν εβδομήντα, εκτός από τις γυναίκες και τα
παιδιά τους.
10 Μόλις ο βασιλιάς πήγε
μαζί με το Δανιήλ στο ναό του Βηλ, 11 οι ιερείς του Βηλ είπαν: «Εμείς τώρα
βγαίνουμε έξω, κι εσύ βασιλιά φέρε τις τροφές, βάλε κρασί στο ποτήρι και
τοποθέτησέ τα όλα μπροστά στο Βηλ. Μετά κλείσε την πόρτα και σφράγισέ την με το
δαχτυλίδι σου· και έλα το πρωί κι αν δεν τα βρεις να έχουν φαγωθεί όλα από το
Βηλ, εμείς να πεθάνουμε· αλλιώς να πεθάνει ο Δανιήλ, που είπε ψέματα εναντίον
μας». 12 Στην πραγματικότητα, όμως, αυτοί τα αψηφούσαν όλα, γιατί είχαν κάνει
κάτω από το τραπέζι μια κρυφή καταπακτή, απ’ όπου έμπαιναν κάθε φορά κι έκλεβαν
τα τρόφιμα.
13 Πράγματι, μόλις οι
ιερείς βγήκαν έξω, ο βασιλιάς τοποθέτησε τις τροφές μπροστά στο Βηλ. 14 Ο
Δανιήλ διέταξε τους υπηρέτες του και έφεραν στάχτη και την κοσκίνισαν σ’ όλο το
δάπεδο του ναού· μόνο ο βασιλιάς ήταν παρών. Ύστερα, αφού βγήκαν έξω, έκλεισαν
την πόρτα, τη σφράγισαν με το δαχτυλίδι του βασιλιά και έφυγαν. 15 Οι ιερείς
όμως ήρθαν τη νύχτα, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, μαζί με τις γυναίκες τους και
τα παιδιά τους και τα έφαγαν και τα ήπιαν όλα.
16 Το άλλο πρωί ο
βασιλιάς σηκώθηκε και μαζί του κι ο Δανιήλ. 17 «Είναι άθικτες οι σφραγίδες,
Δανιήλ;» ρώτησε ο βασιλιάς. Κι ο Δανιήλ απάντησε: «Ναι, βασιλιά». 18 Μόλις
άνοιξαν οι πόρτες, ο βασιλιάς κοίταξε πάνω στο τραπέζι και φώναξε: «Είσαι
μεγάλος, Βηλ! Εσύ ποτέ δεν κάνεις απάτες!» 19 Ο Δανιήλ έβαλε τα γέλια και
έπιασε το βασιλιά για να μην μπει μέσα στο ναό. «Κοίτα το δάπεδο», του λέει
μετά, «και βρες ποιανού είναι αυτές οι πατημασιές». 20 Ο βασιλιάς απάντησε:
«Πράγματι, βλέπω εδώ πατημασιές ανδρών, γυναικών και παιδιών». 21 Τότε
οργίστηκε, συνέλαβε τους ιερείς, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και του
έδειξαν τις κρυφές πόρτες, από τις οποίες έμπαιναν και καταβρόχθιζαν τις
προσφορές που ήταν πάνω στο τραπέζι. 22 Ο βασιλιάς τούς εκτέλεσε όλους και
παρέδωσε τον Βηλ στη διάθεση του Δανιήλ, ο οποίος κατέστρεψε κι αυτόν και το
ναό του.
Ο Δανιήλ νικάει το
Δράκοντα
23 Υπήρχε επίσης ένα
μεγάλο φίδι, που το λάτρευαν οι Βαβυλώνιοι. 24 Μια μέρα ο βασιλιάς είπε στο
Δανιήλ: «Δεν μπορείς να πεις ότι αυτός δεν είναι πραγματικός θεός! Εμπρός,
λοιπόν, προσκύνησέ τον!» 25 Ο Δανιήλ απάντησε: «Εγώ τον Κύριο το Θεό μου θα
προσκυνήσω, γιατί αυτός είναι αληθινός Θεός. Δώσε μου όμως, βασιλιά, την άδεια
και θα σκοτώσω το φίδι χωρίς μαχαίρι ή ραβδί». 26 Ο βασιλιάς απάντησε: «Σου τη
δίνω». 27 Τότε ο Δανιήλ πήρε πίσσα, ξύγκι και τρίχες και τα έψησε μαζί· τα
έκανε σβώλους και τα έβαλε στο στόμα του φιδιού. Το φίδι τα έφαγε και έσκασε.
Τότε ο Δανιήλ είπε: «Κοιτάξτε, λοιπόν, πού προσφέρετε τη λατρεία σας!»
28 Μόλις το ’μαθαν αυτό
οι Βαβυλώνιοι, αγανάκτησαν φοβερά και ξεσηκώθηκαν εναντίον του βασιλιά. «Ο
βασιλιάς έγινε Ιουδαίος!» έλεγαν. «Κατέστρεψε το Βηλ, σκότωσε το φίδι και
έσφαξε τους ιερείς». 29 Πήγαν, λοιπόν, στο βασιλιά και του είπαν: «Παράδωσέ μας
το Δανιήλ· αλλιώς θα φονεύσουμε κι εσένα και τους δικούς σου». 30 Ο βασιλιάς
όταν είδε ότι τον πιέζουν αφόρητα, αναγκάστηκε να τους παραδώσει το Δανιήλ.
31 Αυτοί τον έριξαν στο
λάκκο των λεόντων και έμεινε εκεί έξι μέρες. 32 Στο λάκκο βρίσκονταν εφτά
λιοντάρια και τους έδιναν για τροφή κάθε μέρα δύο ανθρώπινα σώματα και δύο
πρόβατα. Εκείνη την ημέρα όμως δεν τους έδωσαν τίποτα, για να κατασπαράξουν το
Δανιήλ.
33 Στην Ιουδαία ζούσε
εκείνον τον καιρό ο προφήτης Αββακούμ. Αυτός είχε βράσει φαγητό, έκοψε ψωμί σε
μικρά κομμάτια, τα ’βαλε όλα μαζί σε μια σουπιέρα και πήγαινε στο χωράφι για να
τα φέρει στους θεριστές. 34 Τότε ένας άγγελος του Κυρίου διέταξε τον Αββακούμ
να πάει το φαγητό αυτό στη Βαβυλώνα και να το δώσει στο Δανιήλ, στο λάκκο με τα
λιοντάρια. 35 Ο Αββακούμ απάντησε: «Κύριε, τη Βαβυλώνα δεν την έχω ξαναδεί κι
ούτε γνωρίζω κανέναν τέτοιο λάκκο». 36 Τότε ο άγγελος του Κυρίου τον έπιασε από
τα μαλλιά και μ’ ένα δυνατό άνεμο τον έφερε στη Βαβυλώνα. 37 Ο Αββακούμ φώναξε
δυνατά: «Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το φαγητό που σου στέλνει ο Θεός». 38 Ο Δανιήλ
απάντησε: «Με θυμήθηκες βέβαια, Θεέ μου· εσύ ποτέ δεν εγκαταλείπεις αυτούς που
σε αγαπούν». 39 Σηκώθηκε κι έφαγε, κι ο άγγελος του Θεού ξανάφερε τον Αββακούμ
αμέσως πίσω στον τόπο του.
40 Την έβδομη μέρα πήγε ο
βασιλιάς να θρηνήσει το Δανιήλ. Όταν όμως ήρθε στο λάκκο και κοίταξε μέσα, ο
Δανιήλ ήταν εκεί καθισμένος. 41 Τότε ο βασιλιάς φώναξε δυνατά και είπε: «Είσαι μεγάλος,
Κύριε, Θεέ του Δανιήλ! Δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα». 42 Και διέταξε να τον
βγάλουν από το λάκκο. Αυτούς όμως που είχαν γίνει αιτία να ταλαιπωρηθεί ο
Δανιήλ, τους έριξε στο λάκκο, και τα λιοντάρια τούς κατασπάραξαν αμέσως μπροστά
στα μάτια του.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου