ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΨΑΛΜΟΙ - 100 - 109

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΨΑΛΜΟΙ - 100 - 109



ΓΡΑΦΗ

ΨΑΛΜΟΙ 100
Είμαστε λαός του Κυρίου
1Ψαλμός ευχαριστήριος.
Στον Κύριο αλαλάξτε ολόκληρη η γη!
2Τον Κύριο λατρέψτε με χαρά!
Ελάτε μπρος του μ’ αγαλλίασης κραυγές!
3Καλά γνωρίστε ότι ο Κύριος,
αυτός είν’ ο Θεός·
αυτός μας έφτιαξε κι όχι εμείς·Ϟθ
λαός δικός του είμαστε, κοινότητα που τη φροντίζει.
4Τις πύλες του μ’ ευχαριστία περάστε,
με ύμνο μπείτε στου ναού του τις αυλές·
δοξολογήστε τον, το όνομά του ευλογήστε!
5Είναι καλός ο Κύριος!
Αιώνια διαρκεί η αγάπη του,
κι η αξιοπιστία του σε όλες τις γενιές.
ΨΑΛΜΟΙ 101
Υπόσχεση του βασιλιά
1Ψαλμός του Δαβίδ.
Θα τραγουδήσω την αγάπη και τη δίκαιη κρίση·
σ’ εσένα τον ψαλμό μου, Κύριε, θα πω.
2Θα προσπαθώ την τέλεια να ’χω διαγωγή
–πότε θα ’ρθείς σ’ εμένα;
Μ’ ευθύτητα θα φέρομαι καρδιάς
μέσα στο σπίτι μου.
3Για καμιά πράξη ποταπή δε θα ενδιαφερθώ·
τα έργα της αποστασίας τ’ αποστρέφομαι·
δε θα ’χω τίποτα κοινό μ’ αυτά.
4Μακριά μου θα κρατήσω κάθε διεστραμμένον·
τον μοχθηρό δεν θέλω να τον ξέρω.
5Αυτόν, που στα κρυφά θα μου διαβάλει τον πλησίον του,
θα τον εξολοθρέψω·
τον υπερόπτη και τον άπληστο
δε θα τους ανεχτώ.
6Θα βλέπω ποιοι είναι μες στη χώρα οι πιστοί,
για να μένουν μαζί μου·
όποιος μ’ ευθύτητα πορεύεται,
αυτός και θα με υπηρετεί.
7Ο απατεώνας δε θα μείνει μες στο σπίτι μου,
ο ψευδολόγος μπρος μου δε θα σταθεί.
8Κάθε πρωί θα εξολοθρεύω
όλους της χώρας τους κακούς·
για να ξεριζωθούν από την πόλη του Κυρίου
όσοι τη δυστυχία προκαλούν.
ΨΑΛΜΟΙ 102
Απόγνωση και ελπίδα
1Προσευχή του δυστυχισμένου, όταν είναι περίλυπος και ξεσπάει σε παράπονα ενώπιον του Κυρίου.
2Άκουσε, Κύριε, την προσευχή μου
κι ας φτάσει ως εσένα η κραυγή μου για βοήθεια.
3Το πρόσωπό σου μη μου το κρύβεις
σήμερα που θλίβομαι·
στρέψε την προσοχή σου κατά μένα·
τη μέρα ετούτη που σου φωνάζω
μην αργήσεις να μου αποκριθείς.
4Γιατί η ζωή μου χάνεται σαν τον καπνό
και σαν τα φρύγανα ξεραίνονται τα κόκαλά μου.
5Καταπατιέται σαν τη χλόη η καρδιά μου και μαραίνεται,
και το ψωμί μου να το φάω λησμονώ.
6Από τους θρήνους και τους στεναγμούς
έμεινα μοναχά πετσί και κόκαλο.
7Μοιάζω με πελεκάνο στην ερμιά·
με κουκουβάγια στα χαλάσματα.
8Ύπνο δεν έχω, κι έγινα
σαν το μοναχικό σπουργίτι στη σκεπή.
9Όλη τη μέρα με περιγελούν οι εχθροί μου·
αν κάποιον θέλουν να καταραστούν,
του λέν’ να καταντήσει σαν εμένα.
10Τρώω το χώμα αντίς ψωμί
και δάκρυα στο ποτό μου ανακατεύω.
11Αιτία γι’ αυτό η αγανάκτησή σου κι η οργή σου,
γιατί, αφού μ’ ανύψωσες,
τώρα με ταπεινώνεις.
12Χάνονται οι μέρες μου καθώς το απόσπερο οι σκιές
κι εγώ μαραίνομαι σαν το χορτάρι.
13Αλλά, Κύριε, εσύ αιώνια μένεις
και σε θυμούνται όλες οι γενιές.
14Θα σηκωθείς και τη Σιών θα σπλαχνιστείς
–είναι καιρός να της χαρίσεις το έλεός σου–
γιατ’ ήρθε η στιγμή.
15Εμείς οι δούλοι σου αγαπάμε
ως και τις πέτρες της·
ως και το χώμα της το πονάμε.
16Οι ειδωλολάτρες τότε θα φοβηθούν
τ’ όνομα του Κυρίου
και όλοι οι βασιλείς της γης τη δόξα του.
17Όταν ο Κύριος θα οικοδομήσει τη Σιών,
όταν θα παρουσιαστεί μέσα στη δόξα του.
18θα προσέξει τότε των απόκληρων την προσευχή,
την ικεσία τους δε θα την παραβλέψει.
19Ετούτο να γραφτεί για την επόμενη γενιά·
ώστε ο λαός που θα δημιουργηθεί,
να υμνεί τον Κύριο.
20Έσκυψε ο Κύριος απ’ το απρόσιτο άγιό του
από τους ουρανούς επέβλεψε στη γη,
21τους στεναγμούς των αιχμαλώτων για ν’ ακούσει
και να ελευθερώσει τους μελλοθάνατους.
22Έτσι τ’ όνομα του Κυρίου στη Σιών θα διακηρύσσεται
κι ο ύμνος του στην Ιερουσαλήμ,
23όταν όλοι οι λαοί θα συγκεντρώνονται
και τα βασίλεια,
τον Κύριο να λατρέψουν.
24Εκείνος μου εξασθένησε, καθώς πορεύομαι, τη δύναμή μου,
λιγόστεψε τις μέρες μου.
25Και λέω: «Θεέ μου, μη μ’ αρπάξεις
μες στης ζωής μου τα μισά».
Εσένα, Κύριε, τα χρόνια σου
διαρκούν αιώνια.
26Εσύ αρχικά θεμέλιωσες τη γη
κι οι ουρανοί δικά σου είναι έργα.
27Αυτοί θ’ αφανιστούν, μα εσύ θα παραμένεις,
και όλοι τους σαν ρούχο θα παλιώσουν·
θα τους αλλάξεις σαν μια φορεσιά
και θα χαθούν.
28Αλλά εσύ είσαι πάντα ο ίδιος·
τα χρόνια σου δεν έχουν τελειωμό.
29Οι γιοι των αφοσιωμένων σου θα ζουν στον τόπο τους
κι οι απόγονοί τους με τη χάρη σου θα επιβιώνουν.
ΨΑΛΜΟΙ 103
Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου!
1Του Δαβίδ.
Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου,
και όλο μου το είναι
το όνομά του τ’ άγιο!
2Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου,
και μην ξεχνάς καμιά απ’ τις καλοσύνες του!
3Αυτός σου συγχωρεί όλες τις ανομίες σου,
και θεραπεύει τις αρώστιες σου όλες.
4Αυτός από το θάνατο γλιτώνει τη ζωή σου,
σε πλημμυρίζει μ’ έλεος κι αγάπη.
5Σου δίνει όσα πόθησες αγαθά,
η νιότη σου καθώς του αϊτού θ’ ανανεώνεται.ρ
6Έργα δικαιοσύνης κάνει ο Κύριος
και δίκαιη κρίση σ’ όλους τους κατατρεγμένους.
7Φανέρωσε τα σχέδιά του στο Μωυσή
και στους Ισραηλίτες τα έργα του.
8Ο Κύριος είναι πονετικός και γενναιόδωρος,
ανεκτικός κι άμετρα σπλαχνικός.
9Δεν είναι η οργή του αδιάκοπη
και δεν κρατά ο θυμός του για παντοτινά.
10Ό,τι μας έπρεπε για τις αμαρτίες μας
δε μας το ’κανε,
κι ανάλογα με τις παρανομίες μας
δε μας τιμώρησε.
11Όσο είναι το ύψος τ’ ουρανού πάνω απ’ τη γη,
τόσο απέραντη είναι η αγάπη του
για κείνους που τον σέβονται.
12Όσο απέχει από τη δύση η ανατολή,
τόσο απομάκρυνε από μας τις ανομίες μας.
13Όπως σπλαχνίζεται ο πατέρας τα παιδιά του,
έτσι σπλαχνίζεται ο Κύριος εκείνους που τον σέβονται.
14Ξέρει αυτός από τι πλαστήκαμε,
θυμάται πως είμαστε χώμα.
15Σαν το χορτάρι είναι του ανθρώπου η ζωή,
σαν το λουλούδι του αγρού·
έτσι ανθίζει.
16Μα άνεμος πάνω του περνά και δεν υπάρχει πια
κι ούτε που φαίνεται ο τόπος που βρισκόταν.
17Αλλά η αγάπη του Κυρίου για κείνους που τον σέβονται
είναι από πάντα και για παντοτινά·
όπως κι η δικαιοσύνη του
για των παιδιών τους τα παιδιά,
18για κείνους που τηρούν τη διαθήκη του
και που τις εντολές του τις θυμούνται
και τις κάνουνε πράξη.
19Ο Κύριος έστησε στον ουρανό το θρόνο του
κι η εξουσία του απλώνεται στα πάντα.
20Τον Κύριο ευλογείτε όλοι του οι άγγελοι,
δυνάμεις ισχυρότατες, που εκτελείτε ό,τι σας πει,
υπάκουοι στη φωνή της προσταγής του!
21Τον Κύριο ευλογείτε όλες οι ουράνιες δυνάμεις του,
που τον υπηρετείτε και κάνετε ό,τι κι αν θελήσει!
22Το Κύριο ευλογείτε όλα τα έργα του,
σε κάθε τόπο που αυτός εξουσιάζει!
Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου!
ΨΑΛΜΟΙ 104
Ευχαριστία στο Θεό δημιουργό
1Ψυχή μου, ευλόγησε τον Κύριο!
Κύριε, Θεέ μου, πόσο είσαι μεγάλος!
Ντύθηκες λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια.
2Φόρεσες για μανδύα σου το φως·
καθώς σκηνή τον ουρανό απλώνεις.
3Τα δώματά σου είναι μες στα ουράνια ύδατα,
τα σύννεφα τα κάνεις άρμα σου,
πορεύεσαι πάνω στου ανέμου τα φτερά.
4Κάνεις ωσάν ανέμους τους αγγέλους σου,
κι αυτούς που σε υπηρετούν, σαν της φωτιάς τη φλόγα.ρα
5Θεμέλιωσες τη γη πάνω στις βάσεις της,
δεν πρόκειται ποτέ να κλονιστεί.
6Με τον ωκεανό σαν μ’ ένδυμα την κάλυψες,
πάνω απ’ τα βουνά στέκονταν τα νερά.
7Θα φύγουνε κάτω απ’ την απειλή σου
κάτω απ’ τον ήχο της βροντής σου θα διασκορπιστούν.
8Ανέβηκαν στα όρη και κατεβήκαν στις πεδιάδες,
στον τόπο που καθόρισες γι’ αυτά.
9Έβαλες σύνορα που δε θα τα διαβούνε·
κι ούτε πια θα ξανάρθουν για να σκεπάσουνε τη γη.
10Κάνεις πηγές να τρέχουν στα φαράγγια,
ανάμεσα από τα βουνά περνούν νερά.
11Σ’ αυτά ποτίζονται όλα τα ζώα του αγρού,
τ’ άγρια γαϊδούρια σβήνουνε τη δίψα τους.
12Στις όχθες τους τα πουλιά χτίζουν φωλιές,
ανάμεσα στους θάμνους κελαηδούνε.
13Ποτίζεις τα βουνά απ’ τα ψηλά σου δώματα,
απ’ τους καρπούς των έργων σου χορταίνει η γη.
14Κάνεις χορτάρι να βλασταίνει για τα ζώα
κι άλλα φυτά για να καλλιεργεί ο άνθρωπος,
για να βγάζει από τη γη τροφή:
15Κρασί για να του δίνει ευθυμία,
το λάδι, ώστε το πρόσωπό του να λαμποκοπά
και το ψωμί για να τον δυναμώνει.
16Θα χορτάσουνε τα μεγάλα δέντρα του Κυρίου,
οι κέδροι του Λιβάνου, που εκείνος φύτεψε.
17Εκεί τα πουλιά χτίζουν φωλιές,
του πελαργού η κατοικία στις κορφές τους.
18Βουνά ψηλά για τ’ αγριοκάτσικα,
βράχοι για καταφύγιο των ασβών.
19Έκανες το φεγγάρι για το μέτρημα του χρόνου,
ο ήλιος ξέρει πότε πάει στη δύση του.
20Φέρνεις σκοτάδι και γίνεται νύχτα,
ώρα όπου όλα τριγυρνούν τα ζωντανά του δάσους.
21Βρυχιούνται λιονταρόπουλα
να βρουν κάτι ν’ αρπάξουν·
από σένα γυρεύουνε τροφή.
22Με την ανατολή του ήλιου αποτραβιούνται,
μες στις σπηλιές τους πάν’ ν’ αναπαυτούν.
23Βγαίνει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του
και με τα έργα του ως το βράδυ να ασχοληθεί.
24Πόσο πολλά τα έργα σου είναι, Κύριε!
Τα ’κανες όλα με σοφία·
με όσα έφτιαξες εσύ, γέμισε η γη!
25Να, η μεγάλη κι η πλατιά η θάλασσα·
εκεί μέσα κινούνται αναρίθμητα ζώα, μικρά όπως και μεγάλα.
26Εκεί καράβια ταξιδεύουν·
κι ετούτος ο Λεβιάθαν, που τον έφτιαξες
για να παίζει σ’ αυτήν.ρβ
27Αυτά όλα από σένα περιμένουν,
για να τους δώσεις την τροφή τους στην κατάλληλη στιγμή.
28Τους την παρέχεις κι αυτά τη συνάζουν,
τη χούφτα σου ανοίγεις κι αυτά χορταίνουν αγαθά.
29Κρύβεις το πρόσωπό σου, τρέμουνε·
παίρνεις πίσω το Πνεύμα σου, πεθαίνουν
και χώμα ξαναγίνονται.
30Στέλνεις πάλι το Πνεύμα σου και δημιουργούνται
κι ανακαινίζεις το πρόσωπο της γης.
31Ας είναι αιώνια η δόξα του Κυρίου·
ας χαίρεται ο Κύριος για τα έργα του!
32Ρίχνει το βλέμμα του στη γη κι εκείνη τρέμει,
αγγίζει τα βουνά και βγάζουνε καπνό.
33Όσο θα ζω στον Κύριο θα ψάλλω·
όσο θα υπάρχω το Θεό θα υμνολογώ.
34Ας του είναι το τραγούδι μου ευχάριστο·
εγώ στον Κύριο θα βρίσκω τη χαρά μου.
35Ας εξαφανιστούν από τη γη οι αμαρτωλοί
και πια οι ασεβείς ας μην υπάρχουν.
Τον Κύριο ευλόγησε, ψυχή μου!
Αινείτε τον Κύριο!
ΨΑΛΜΟΙ 105
Η πιστότητα του Θεού μένει στην Ιστορία
(Στ. 1-15: Α΄ Χρ 16,8-22)
1Δοξολογήστε τον Κύριο!
Το όνομά του επικαλείσθε·
γνωρίστε στους λαούς τα έργα του!
2Ψάλτε σ’ αυτόν και τραγουδήστε του παιάνες,
όλα αναφέροντας τα θαυμαστά του έργα!
3Να ’στε περήφανοι για τ’ όνομά του το άγιο!
Όσοι τον Κύριο αναζητούν
ας χαίρεται η καρδιά τους!
4Τον Κύριο ζητήστε και τη δύναμή του,
γυρεύετε ακατάπαυστα την παρουσία του.
5Φέρτε στο νου σας τα έργα του τα θαυμαστά,
τα θαύματά του και τις αποφάσεις του,
6εσείς οι απόγονοι του Αβραάμ, του αφοσιωμένου του,
εσείς, οι γιοι του Ιακώβ, οι εκλεκτοί του!
7Ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός μας·
ισχύουν οι αποφάσεις του για ολόκληρη τη γη.
8Θυμάται στους αιώνες τη διαθήκη του,
τις υποσχέσεις του σε χίλιες γενιές.
9Ό,τι συμφώνησε με τον Αβραάμ
και το υποσχέθηκε με όρκο στον Ισαάκ
10και νόμο το ’κανε για τον Ιακώβ,
για τον Ισραήλ αιώνια διαθήκη,
11όταν του είπε:
«Τη χώρα σού χαρίζω της Χαναάν·
μερίδιο για ιδιοκτησία σας».
12Εκείνοι τότε ήταν μετρημένοι,
ελάχιστοι και ξένοι στη χώρα αυτή·
13και πήγαιναν από έθνος σ’ άλλο έθνος,
από βασίλειο σ’ άλλον λαό.
14Μα ο Κύριος δεν άφησε κανένα να τους καταπιέσει
και βασιλιάδες προειδοποίησε για χάρη τους,
λέγοντας:
15«Μην αγγίξετε τους εκλεκτούς μου
και τους προφήτες μου μην τους βλάψετε».
16Όταν πείνα προκάλεσε στη χώρα
και κάθε στάχυ σύντριψε, που θα ’δινε ψωμί,
17πριν από κείνους έστειλε έναν άνθρωπο,
τον Ιωσήφ, που είχε πουληθεί σαν δούλος.
18Μες σε αλυσίδες σφίξανε τα πόδια του
και περιλαίμιο του περάσαν σιδερένιο,
19ώσπου εκπληρώθηκε του Κυρίου η πρόρρηση·
ο λόγος του Κυρίου με τη δοκιμασία τον ανέδειξε.ργ
20Ο βασιλιάς έστειλε και τον έλυσε,
ο άρχοντας λαών τον ελευθέρωσε.
21Κύριο τον διόρισε του ανακτόρου του
κι άρχοντα σ’ όλη του την ιδιοκτησία·
22για να διευθύνει του τιτλούχους του
όπως ήθελε,
και στους συμβούλους του
σοφία να διδάξει.
23Τότε ο Ιακώβ ήρθε στην Αίγυπτο
και μετανάστης έγινε ο Ισραήλ
στου Χαμ τη χώρα.
24Και πλήθυνε πάρα πολύ ο Κύριος το λαό του
κι απ’ τους εχθρούς του πιο ισχυρό τον έκανε.
25Των Αιγυπτίων τις διαθέσεις άλλαξε,
έτσι που να μισήσουν το λαό του
και με πανουργία να φέρνονται στους αφοσιωμένους του.
26Έστειλε το Μωυσή, τον έμπιστό του,
και τον Ααρών, τον εκλεγμένο του,
27που κάναν τα σημεία του Θεού σ’ αυτούς στην Αίγυπτο,
στου Χαμ τη χώρα τα θαύματά του.
28Σκοτάδι έστειλε ο Θεός κι η χώρα όλη σκοτείνιασε,
γιατί αυτοί στα λόγια του αντιταχθήκαν.ρδ
29Άλλαξε τα νερά τους κι αίμα τα ’κανε,
τα ψάρια τους θανατικό τα βρήκε.
30Η χώρα τους από βατράχια κατακλύστηκε
ως τα ιδιαίτερα βασιλικά δωμάτια.
31Είπ’ ο Θεός κι ήρθανε σμήνη οι μύγες,
κουνούπια σ’ όλη τους την επικράτεια.
32Τους έδωσε αντίς βροχή, χαλάζι,
φλόγες φωτιάς στη χώρα τους.
33Κατάστρεψε τ’ αμπέλια τους και τις συκιές τους·
και μες στα σύνορά τους τα δέντρα τους όλα τα τσάκισε.
34Είπ’ ο Θεός κι ήρθαν ακρίδες,
ακριδολόι αναρίθμητο.
35Και φάγανε της χώρας όλο το χορτάρι
και φάγαν τους καρπούς της γης.
36Θανάτωσε ο Θεός όλα τα πρωτογέννητα στη χώρα τους,
τον πιο πολύτιμο καρπό της ζωτικότητάς τους.
37Τότε τους έφερε έξω απ’ τα σύνορα
με ασήμι και χρυσάφι·
κι ούτ’ ένας μέσα στις φυλές τους
δε βρέθηκε άρρωστος.
38Χάρηκε η Αίγυπτος για την έξοδό τους,
γιατί τους είχαν φοβηθεί.
39Άπλωσε ο Κύριος για προκάλυμμά τους σύννεφο,
και φωτιά που τη νύχτα να φωτίζει.
40Ζήτησαν κι έκανε ο Κύριος να ’ρθούν ορτύκια
και με ψωμί απ’ τον ουρανό τούς χόρτασε.
41Το βράχο άνοιξε κι ανάβρυσαν νερά,
σαν ποταμοί κυλήσανε στις άνυδρες εκτάσεις.
42Γιατί θυμήθηκε την άγια του υπόσχεση
στον αφοσιωμένο του, τον Αβραάμ.
43Απελευθέρωσε τον εκλεκτό λαό του
κάνοντάς τους ν’ αγάλλονται και να σκορπούν
κραυγές χαράς.
44Τους έδωσε των ειδωλολατρών τις χώρες
κι έκαναν κτήμα τους το μόχθο των λαών.
45Για να τηρούν τις εντολές του
και να εφαρμόζουνε τους νόμους του.
Αινείτε τον Κύριο!
ΨΑΛΜΟΙ 106
Η απιστία του Ισραήλ και η πιστότητα του Θεού
1Αλληλούια, αινείτε τον Κύριο!
Δοξολογείτε τον Κύριο,
γιατί είναι καλός
κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2Ποιος μπορεί για τα θαυμαστά
τα έργα του Κυρίου να πει,
να κάνει ν’ ακουστούν όλα τα εγκώμια
που του πρέπουν;
3Μακάριοι εκείνοι που τηρούν τις αποφάσεις του Θεού,
που ενεργούν πάντα με δικαιοσύνη!
4Θυμήσου με κι εμένα, Κύριε,
μέσα στην εύνοια που δείχνεις στο λαό σου·
έλα σε βοήθειά μου όταν τους σώσεις.
5Για ν’ απολαύσω την ευτυχία των εκλεκτών σου,
να χαίρομαι με τη χαρά του έθνους σου,
να συμμερίζομαι την καύχηση εκείνων που σου ανήκουν.
6Αμαρτήσαμε, όπως οι πρόγονοί μας,
παρανομήσαμε και ασεβήσαμε.
7Οι πρόγονοί μας στην Αίγυπτο
δεν κατανόησαν τα θαυμαστά τα έργα, του Κυρίου,
ξέχασαν τις πολλές ευεργεσίες του·
κι εξεγερθήκανε κοντά στη θάλασσα,
στη Θάλασσα την Ερυθρά.
8Κι όμως αυτός τους έσωσε για την τιμή του ονόματός του·
ώστε η δύναμή του να φανερωθεί.
9Την Ερυθρά Θάλασσα πρόσταξε
κι εκείνη στέγνωσε·
και τους οδήγησε ανάμεσα από τα νερά,
ωσάν στην έρημο να περπατούσαν.
10Τους έσωσε από τα χέρια εκείνων που τους μάχονταν,
τους γλίτωσε απ’ την εξουσία των εχθρών τους.
11Τα νερά σκέπασαν τους αντιπάλους τους·
δεν έμεινε απ’ αυτούς ούτ’ ένας.
12Και τότε πίστεψαν στα λόγια του Θεού
και τον ύμνο του ψάλαν.
13Μα δεν αργήσαν να ξεχάσουνε τα έργα του
και δεν περίμεναν το σχέδιό του να τελειώσει.
14Τους έπιασε η πλεονεξία μες στην έρημο
και το Θεό προκάλεσαν μέσα στις ερημιές.
15Αυτός τους έδωσε εκείνο που ζητούσαν
αλλά μαζί τούς έστειλε κακό θανατικό.
16Μες στο στρατόπεδο ζηλοφθονήσαν το Μωυσή
και τον Ααρών, που ήταν στον Κύριο αφιερωμένος.
17Τότε η γης εσχίστηκε και κατάπιε το Δαθάν
και σκέπασε του Αβιρώμ τους συνενόχους.
18Φωτιά έπεσε πάνω στη φατρία τους,
και φλόγα τούς κατάκαψε τους ασεβείς.
19Και φτιάξανε μοσχάρι στο Χωρήβ
και λάτρεψαν ένα κομμάτι μέταλλο.
20Κι αντικατέστησαν τη δόξα του Θεού τους
με το ομοίωμα χορτοφάγου μοσχαριού.
21Ξεχάσαν το Θεό, τον ελευθερωτή τους,
που είχε κάνει έργα μέγιστα στην Αίγυπτο,
22έργα αξιοθαύμαστα στου Χαμ τη χώρα
και τρομερά σημεία στη Θάλασσα την Ερυθρά.
23Κι όπως το είχε πει, θα τους αφάνιζε ο Θεός
αν δε στεκόταν ο Μωυσής, ο εκλεκτός του,
μπροστά του καθώς πρόμαχος,
για ν’ αποστρέψει την οργή του
ώστε να μην καταστραφούν.
24Περιφρονήσανε τη χώρα των ονείρων τους
και δεν πιστέψανε το λόγο του Θεού.
25Μες στις σκηνές τους διαμαρτύρονταν
και στου Κυρίου τη φωνή δεν υπακούσαν.
26Τότε, το χέρι υψώνοντας αυτός ορκίστηκε
να πέσουνε στην έρημο νεκροί·
27ανάμεσα σε ειδωλολάτρες
οι απόγονοί τους να πεθάνουνε
και μες στις χώρες να διασκορπιστούν.
28Κατόπι στη λατρεία προσχώρησαν
του Βάαλ, στη Φεγώρ,
κι έφαγαν απ’ τις θυσίες που προσφέρθηκαν
σε θεούς νεκρούς.
29Κι ερέθισαν τον Κύριο με τα έργα τους,
κι έπεσε πάνω τους θανατικό.
30Αλλά σηκώθηκε ο Φινεές
και τους εξιλέωσε,
και το θανατικό πήρε έτσι τέλος.
31Αυτό σαν πράξη δίκαιη του καταλογίστηκε
από τη μια γενιά στην άλλη και για πάντα.
32Και στα νερά της Μεριβά εξόργισαν τον Κύριο
και κακό βρήκε το Μωυσή εξαιτίας τους.
33Επειδή πίκραναν το Πνεύμα του
και δίχως σκέψη μίλησαν τα χείλη του.
34Δεν εξοντώσαν τους λαούς,
όπως τους το ’χε ο Κύριος διατάξει.
35Αλλά με τους ειδωλολάτρες αναμείχθηκαν
και μάθανε να ζουν καθώς εκείνοι.
36Λατρεία στα είδωλά τους πρόσφεραν
που γίνανε γι’ αυτούς παγίδα.
37Θυσίασαν στους δαίμονες
τους γιους τους και τις κόρες τους.
38Και αίμα αθώο χύσανε
των αγοριών τους και των κοριτσιών τους,
που τα θυσίασαν στα είδωλα της Χαναάν·
και μιάνθηκε η χώρα με το αίμα τους.
39Αμάρτησαν με τα έργα τους
και με τις πράξεις τους απίστησαν.
40Κι άναψε του Κυρίου η οργή
ενάντια στο λαό του
και τους δικούς του τους αποστράφηκε.
41Στην εξουσία τούς έδωσε των ειδωλολατρών
και δέσποσαν επάνω τους αυτοί που τους μισούσαν.
42Τους καταπίεσαν οι εχθροί τους,
κι αυτοί υποτάχτηκαν στην εξουσία τους.
43Πολλές φορές ο Κύριος τους απελευθέρωσε,
μα αυτοί στην ανταρσία τους με πείσμα μένανε
και μες στην ανομία τους βυθίζονταν.
44Ωστόσο ο Κύριος είδε τη θλίψη τους,
όταν τους άκουγε να του φωνάζουν·
45θυμήθηκε τη διαθήκη του για χάρη τους,
κι ως πολυεύσπλαχνος άλλαξε γνώμη.
46Κι έκανε να τους σπλαχνιστούν
όλοι αυτοί που τους κρατούσαν αιχμαλώτους.
47Σώσε μας, Κύριε, Θεέ μας,
συγκέντρωσέ μας μέσ’ απ’ τους ειδωλολάτρες
για να δοξολογούμε το άγιο σου το όνομα
και καύχημά μας να ’χουμε πως σε υμνούμε.
48Ευλογητός ας είναι ο Κύριος,
ο Θεός του Ισραήλ,
από πάντα και για παντοτινά·
κι ας πει όλος ο λαός:
«Αμήν! Αλληλούια!»

ΨΑΛΜΟΙ 107
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
(Ψαλμοί 107–150)
Ευχαριστία στο Θεό ελευθερωτή
1Δοξολογήστε τον Κύριο, γιατί είναι καλός
κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!
2Έτσι ας λένε αυτοί που ο Κύριος τους λύτρωσε,
που τους λευτέρωσε απ’ την εξουσία του εχθρού,
3και που τους σύναξε μέσ’ απ’ τις χώρες όλες,
από τη δύση κι από την ανατολή,
απ’ το βορρά κι από το νότο.ρε
4Περιπλανιούνταν μέσ’ στην έρημο την άβατη,
για πόλη να την κατοικήσουνε δρόμο δε βρίσκαν.
5Από την πείνα και τη δίψα υπέφεραν
και κάθε ελπίδα για ζωή
τούς είχ’ εγκαταλείψει.
6Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν
κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
7Και τους οδήγησε μέσ’ από δρόμο ολόισιο,
σε πολιτεία να πάνε που να μπορούν να κατοικήσουν.
8Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του
και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
9Αυτός ξεδίψασε τους διψασμένους,
τους πεινασμένους τους γέμισε αγαθά.
10Άλλοι είχανε για κατοικία τους το ζοφερό σκοτάδι
δεσμώτες με χειροπέδες στην αθλιότητα,
11γιατ’ είχαν απειθήσει στα λόγια του Θεού,
του Ύψιστου τη συμβουλή είχαν καταφρονήσει.
12Κάτω απ’ τον κόπο λύγισε την καρδιά τους,
απόκαμαν κι ούτ’ ένας δε βρέθηκε βοηθός.
13Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν
κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
14Τους έβγαλε απ’ το ζοφερό σκοτάδι
και τα δεσμά τους τα ’σπασε.
15Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του·
και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
16Αυτός σύντριψε χάλκινες πύλες
και σιδερένιους θρυμμάτισε μοχλούς.
17Άλλοι απ’ τη διαγωγή τους την παράνομη είχαν παραφρονήσει
κι υπέφεραν από τις παραβάσεις τους·
18τους προκαλούσε αηδία κάθε λογής τροφή
και πλησιάζανε στις πύλες του θανάτου.
19Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν
κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
20Το λόγο του έστειλε και τους γιάτρεψε
και τη ζωή τους γλίτωσε απ’ τον τάφο.
21Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του
και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
22Θυσίες ευχαριστήριες ας προσφέρουνε,
μ’ ενθουσιασμό τα έργα του ας κηρύττουν.
23Άλλοι ταξίδευαν στη θάλασσα με πλοία
κι εργάζονταν μέσ’ στα πολλά νερά·
24αυτοί είδανε τι μπορεί να κάνει ο Κύριος,
τα θαυμαστά του έργα στα βάθη του ωκεανού.
25Πρόσταξε αυτός κι ανεμοθύελλα σηκώθηκε,
που ύψωσε τα κύματα της θάλασσας.
26Κι αυτοί ανεβαίνουν ως τον ουρανό,
και κατεβαίνουν ως τα βάθη της αβύσσου·
λιώνει η ψυχή τους μπρος στον κίνδυνο.
27Τρικλίζουν και παραπατούν σαν μεθυσμένοι
κι όλη η επιδεξιότητά τους χάνεται.
28Τότε μέσα στη θλίψη τους στον Κύριο κραυγάσαν,
κι αυτός τους λύτρωσε απ’ όλες τους τις αγωνίες.
29Κατασιγάζει την ανεμοζάλη
και ησυχάζουνε τα κύματα.
30Κι ετούτοι χαίρονται για τη γαλήνη που ξανάρθε·
κι ο Κύριος τους οδηγεί στο ποθητό λιμάνι τους.
31Τον Κύριο ας δοξολογούν για την αγάπη του
και για τα θαυμαστά του έργα στους ανθρώπους.
32Ας λέν’ το μεγαλείο του μες στου λαού τη σύναξη
κι ας τον υμνούνε στο συνέδριο των πρεσβυτέρων.
33Εκείνος μεταβάλλει τους ποταμούς σ’ έρημη γη
και τις νεροπηγές
σ’ άνυδρους τόπους.
34Την καρποφόρα γη σε αλμυρή
για των κατοίκων της την κακία.
35Άλλοτε πάλι αλλάζει την έρημο σε λίμνες με νερό,
και την άνυδρη γη σε νερομάνες.
36Τους πεινασμένους τούς εγκαθιστά εκεί
και πόλη ιδρύουν για να κατοικήσουν.
37Σπέρνουν αγρούς
και φυτεύουν αμπέλια
και τη συγκομιδή κάνουνε του καρπού.
38Τους ευλογεί ο Κύριος και πλήθος γίνονται μεγάλο
και δεν αφήνει τα κοπάδια τους να λιγοστέψουν.
39Αλλά όταν λιγοστεύουν κι εξευτελίζονται
από την καταπίεση, τη συμφορά, τις θλίψεις,
40στέλνει ο Κύριος την καταφρόνεση στους άρχοντες,
σ’ έρημο αδιάβατη τους κάνει να περιπλανιούνται.
41Μα τους φτωχούς τούς εξυψώνει απ’ την ανέχεια
και κάνει τις φαμίλιες τους
ν’ αυξαίνουν σαν κοπάδια.
42Τα βλέπουν τούτα οι τίμιοι και χαίρονται·
κι αποστομώνεται ο κάθε μοχθηρός.
43Εκείνος που ’χει φρόνηση
ετούτα ας τα παρατηρεί·
και την αγάπη του Κυρίου θα καταλάβει.
ΨΑΛΜΟΙ 108
Θα την ξυπνήσω την αυγή
1Ωδή του Δαβίδ.
2Θεέ, είν’ η καρδιά μου στεριωμένη.
Θα ψάλω και θα παίξω μουσική.
Εμπρός, ψυχή μου!
3Ξύπνα άρπα και κιθάρα μου,
θέλω εγώ τον ήλιο να ξυπνήσω.
4Θα σε δοξολογήσω στους λαούς μέσα, Κύριε,
στα έθνη μέσα ύμνους θα σου ψάλω.
5Γιατ’ είναι πιο μεγάλη
κι απ’ τους ουρανούς η αγάπη σου,
και φτάνει ως τα σύννεφα η πιστότητά σου.
6Υψώσου ως απάνω στους ουρανούς, Θεέ,
πάνω σ’ ολόκληρη τη γη ας είναι η δόξα σου!
7Για να ελευθερωθούν οι αγαπητοί σου,
σώσε μας με τη δύναμή σου
και δώσ’ μου απόκριση.
8Ο Θεός μίλησε
μέσα στον άγιο του ναό:
«Θα θριαμβεύσω, θα σας μοιράσω τη Συχέμ
και την κοιλάδα της Σουκώθ
θα σας παραχωρήσω.
9Δικός μου είν’ ο Γαλαάδ,
δικός μου ο Μανασσής·
ο Εφραΐμ, η περικεφαλαία μου,
και νομοθέτης μου ο Ιούδας.
10Είν’ η Μωάβ λεκάνη όπου νίβομαι,
και ρίχνω το σανδάλι μου στη χώρα του Εδώμ·ρς
πολεμική ιαχή ενάντια στων Φιλισταίων τη χώρα θ’ αλαλάξω».
11Ποιος θα με φέρει στην οχυρωμένη πόλη;
και ποιος θα μ’ οδηγήσει ως την Εδώμ;
12Ποιος άλλος από σένα, Θεέ, που μας απέρριψες,
και που δε βγαίνεις πια στον πόλεμο,
Θεέ, με τις στρατιές μας;
13Δώσ’ μας βοήθεια στον εχθρό ενάντια·
είναι ανώφελη η ανθρώπινη βοήθεια.
14Με το Θεό μαζί μας
θα κάνουμε σπουδαία κατορθώματα·
εκείνος θα συντρίψει τους εχθρούς μας.
ΨΑΛΜΟΙ 109
Επίκληση στο Θεό να επέμβει
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
Θεέ, που σ’ εξυμνώ,
μη μένεις σιωπηλός!
2Γιατί, το στόμα του ασεβή
και του ύπουλου το στόμα
μιλάνε εναντίον μου·
με γλώσσα που λέει ψέματα μίλησαν για μένα.
3Με λόγια μίσους με κυκλώνουνε
κι αναίτια με πολεμούν.
4Ενώ εγώ τους αγαπώ,
αντιδικούν μαζί μου,
αλλά εγώ προσεύχομαι γι’ αυτούς.
5Μου ανταποδίδουνε κακό για το καλό,
αντί για την αγάπη μίσος.
6Λένε: «Ας τον καταγγείλουμε ως ασεβή
κι ας του ορίσουμε δολερό συνήγορο.
7Ώστε όταν θα δικάζεται, ένοχος να βρεθεί
κι η προσευχή του να του λογιστεί αμαρτία.
8Ας γίνουν λιγοστές οι μέρες του
κι άλλος ας πάρει το αξίωμά του.
9Ας γίνουν τα παιδιά του ορφανά
κι η γυναίκα του χήρα.
10Οι γιοι του ας πλανιούνται κι ας παρακαλούν,
ας ζητιανεύουνε μακριά
απ’ των σπιτιών τους τα ερείπια.
11Ας απαιτήσει ο δανειστής
όλα τα υπάρχοντά του,
και ξένοι ας αρπάζουνε το μόχθο του.
12Κανείς να μην του είναι στοργικός,
κανένας σπλαχνικός για τα ορφανά του.
13Οι απόγονοί του να ξολοθρευτούν,
σε μια γενιά να σβήσει τ’ όνομά τους.
14Ας τη θυμάται ο Κύριος
την ανομία των προγόνων του,
η αμαρτία της μάνας του ας μην εξαλειφτεί.
15Να τα θυμάται όλ’ αυτά για πάντα ο Κύριος,
μα η θύμηση των ίδιων από τη γη να εξαλειφθεί.
16Γιατί δε νοιάστηκε να δείξει έλεος,
τον δύστυχο κατάτρεξε και τον φτωχό,
τον ταλαιπωρημένο για να τον σκοτώσει.
17Να καταριέται του άρεσε·
ας πέσει πάνω του η κατάρα.
Την ευλογία δεν την ήθελε·
ας φύγει μακριά απ’ αυτόν.
18Ντύθηκε την κατάραρζ όπως το ρούχο του·
ας μπει αυτή μέσα του σαν το νερό
και σαν το λάδι ας μείνει πάνω του.
19Λοιπόν, ας μείνει πάνω του
καθώς η φορεσιά που πάντα τον σκεπάζει
κι όπως η ζώνη που πάντα του την περιζώνεται».
20Μ’ αυτή την τιμωρία πλήρωσέ τους, Κύριε,
αυτούς που με κατηγορούν
και με συκοφαντούνε.
21Εσύ, Κύριε, Θεέ, πράξε για μένα
όπως αυτό που είσαι σου επιβάλλει·
η καλοσύνη σου είναι τέλεια,
γλίτωσέ με.
22Γιατί, εγώ είμαι φτωχός και πένητας,
και πληγωμένη είναι μέσα μου η καρδιά μου.
23Σαν τη σκιά που αποτραβιέται, λίγο λίγο χάνομαι,
μ’ αποτινάξανε σαν να ’μουνα ακρίδα.
24Τα γόνατά μου απ’ τη νηστεία τρέμουνε
και το κορμί μου απόμεινε ισχνό.
25Κι εγώ τους έγινα περίγελως·
όταν με βλέπουνε κουνάνε το κεφάλι.
26Βοήθησέ με, Κύριε, Θεέ μου,
με την πολλή σου αγάπη σώσε με.
27Κι ας δουν σ’ αυτήν την πράξη σου τη δύναμή σου,
και πως δικό σου έργο είναι, Κύριε.
28Κι αν καταριούνται αυτοί,
εσύ θα μ’ ευλογείς·
κι αν σηκωθούνε εναντίον μου,
θα καταντροπιαστούνε,
και θα χαρεί ο αφοσιωμένος σου.
29Οι συκοφάντες μου ας ντυθούνε την ντροπή,
και την αισχύνη τους καθώς μανδύα
ας τη φορέσουν.
30Τον Κύριο με τα λόγια μου
πολύ θα τον δοξολογώ,
και μες στο πλήθος ύμνους θα του ψάλλω.
31Αυτός τον φτωχό τον παραστέκεται,
για να τον σώζει από κείνους
που τον καταδικάζουν.

ΔΑΥΙΔ





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |