ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 21 Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

21 Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ




ΓΡΑΦΗ

Εισαγωγή


    Βιβλία των “Μακκαβαίων" ονομάζονται τα έργα που αναφέρονται σε γεγονότα της μακκαβαικής περιόδου. Το όνομα "Μακκαβαίος” δόθηκε ως παρωνύμιο στον Ιούδα, ηγέτη της ιουδαϊκής επανάστασης του 166 π.Χ. εναντίον του ηγεμόνα του βασιλείου των Σελευκιδών Αντιόχου Δ' του Επιφανούς (2,4). Το επίθετο είτε προέρχεται από την εβραϊκή λέξη “μακκέβεθ" (= σφυρί) ή την αραμαϊκή αντίοτοιχή της “μακκαμπά” (=σφύρα), οπότε μπορεί να σημαίνει αυτόν που οφυροκόπηοε τους εχθρούς του· επίσης μπορεί να έχει σχέση με κάποιο ιδιόμορφο σχήμα του κεφαλιού του, είτε είναι συντετμη μένος τύπος του ονόματος “Μακκαβγιάχου”, οπότε σημαίνει αυτόν που είναι ορισμένος από τον Κύριο (πρβλ. Ησ 62,2). Το ίδιο επίθετο χαρακτηρίζει στη συνέχεια και τους διαδόχους του Ιούδα, παράλληλα με το οικογενειακό τους όνομα Ασμοναίοι.
    To A' Μακκαβαίων γράφτηκε πρωτοτύπως στα εβραϊκά, αλλά το κείμενο αυτό χάθηκε και σώζεται μόνο στα ελληνικά, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται στην Εβραϊκή Βίβλο. Στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο') κατατάσσεται στα Ιστορικά Βιβλία" της Παλαιάς Διαθήκης.
    Το περιεχόμενο του βιβλίου αναφέρεται στην επανάσταση που προκάλεσαν τα αν-τιιουδαικά μέτρα του Αντιόχου Δ' του Επιφανούς (175-164 π.Χ.) και στους αγώνες που ακολούθησαν. Η αφήγηση, που καλύπτει περίοδο 40 ετών (175-135 π.Χ.), αρχίζει με την ανάρρηση του Αντιόχου στο θρόνο, τα μέτρα που πήρε εναντίον των Ιουδαίων και την εξέγερση του ιερέα Ματταθία. Το κύριο μέρος του βιβλίου διαιρείται σε τρεις ενότητες που αναφέρονται στη δράση των τριών γιων του Μαπαθία, οι οποίοι αναλαμβάνουν διαδοχικά την ηγεσία της επανάστασης.

    Ο Ιούδας Μακκαβαίος (166-161 π.Χ.) διεξάγει νικηφόρους αγώνες και αποκαθιστά τη λατρεία του ναού της Ιερουσαλήμ. Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται και τελικά ο Ιούδας σκοιώνεται στη μάχη. Τον διαδέχεται ο αδερφός του ο Ιωνάθαν (161-143 π.Χ.), ο οποίος εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των Σελευκιδών, για να διευρύνει την κυριαρχία του, αναλαμβάνει το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά τελικά συλλαμ-βάνεται από τους εχθρούς του και φονεύεται. Ανάλογη πολιτική, με μεγαλύτερη επιτυχία, ακολουθεί και ο αδερφός και διάδοχός του Σιμών (142-135 π.Χ.), ο οποίος αναγορεύεται μέγας αρχιερέας, στρατηγός και ηγούμενος των Ιουδαίων, αλλά τελικά πέφτει και αυτός θύμα πολιτικής δολοφονίας.
    Το βιβλίο αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ιστορία της περιόδου στην οποία αναφέ-ρεται Ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει ένα πλήρες χρονικό της μακκαβαικής εξέγερσης και ταυτόχρονα να εξυμνήσει τους αγώνες των Ασμοναίων υπέρ της πατρικής
πίοτης, των ιουδαϊκών εθίμων, αλλά και της πολιτικής ελευθερίας. Στη δράση των η. ρώων του διαβλέπει την προσπάθεια αποκατάστασης του θεοκρατικού ιδεώδους

    Διάγραμμα του περιεχομένου
    1.  Εισαγωγή:                                                       1,1-,70
    2.  Ιούδας Μακκαβαίος:                                             3,1-9,22
    3.  Ιωνάθαν:                                                     9,23-12,53
    4.  Σίμων:                                                       13,1-16,24






 

Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 1
Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του
1Ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, γιος του βασιλιά Φίλιππου, ήρθε από τη χώρα των Χετιίμ και νίκησε το Δαρείο, βασιλιά των Μήδων και Περσών, κι έγινε βασιλιάς στη θέση του Δαρείου, όπως βασίλευε ήδη και στην Ελλάδα.α 2Ο Αλέξανδρος έκανε πολλούς πολέμους, κυρίεψε πολλές οχυρωμένες πόλεις και θανάτωσε τους τοπικούς βασιλιάδες. 3Έφτασε μέχρι τα πέρατα της οικουμένης, πήρε λάφυρα από πολλά έθνη και χάρη σ’ αυτόν επικράτησε ειρήνη στη γη. Η φήμη του απλώθηκε παντού κι ο ίδιος έγινε υπερήφανος και αλαζών. 4Με το μεγάλο και ισχυρό στρατό που είχε συγκεντρώσει, υπέταξε χώρες, έθνη και τους τυράννους τους, οι οποίοι έγιναν φόρου υποτελείς σ’ αυτόν.
5Μετά όμως απ’ όλα αυτά αρρώστησε και κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του. 6Γι’ αυτό κάλεσε τους στρατηγούς του, άντρες επιφανείς, που είχαν μεγαλώσει μαζί από παιδιά και τους μοίρασε το βασίλειό του, ενώ ακόμα ζούσε. 7Έτσι, μετά από δώδεκα χρόνια βασιλείας ο Αλέξανδρος πέθανε.
8Οι στρατηγοί του κυβέρνησαν καθένας την περιοχή που του είχε δοθεί. 9Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αυτοανακηρύχθηκαν όλοι τους βασιλιάδες: αυτοί και τα παιδιά τους ως διάδοχοί τους για πολλές γενιές· και τα δεινά πλήθαιναν στη γη.
10Από τους διαδόχους αυτών προήλθε μια αμαρτωλή φύτρα, ο Αντίοχος ο Επιφανής, γιος του βασιλιά Αντιόχου. Αυτός ήταν αιχμάλωτος στη Ρώμη και μετά έγινε βασιλιάς το έτος 137, όπως υπολογιζόταν η βασιλεία στους Έλληνες.β
Οι Ισραηλίτες προδίδουν την πίστη τους
(Β΄ Μακ 4,10-17)
11Εκείνες τις μέρες εμφανίστηκαν μερικοί ασεβείς Ισραηλίτες, οι οποίοι κατάφεραν να παρασύρουν πολλούς λέγοντάς τους: «Πάμε να κάνουμε συμφωνία με τα γύρω έθνη. Από τότε που αποξενωθήκαμε απ’ αυτούς μας βρήκαν πολλά δεινά».
12Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή σε πολλούς. 13Μερικοί μάλιστα προθυμοποιήθηκαν και πήγαν στο βασιλιά, ο οποίος τους έδωσε την άδεια να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής των εθνών αυτών. 14Έχτισαν, λοιπόν, γυμναστήριο στην Ιερουσαλήμ, όπως είχαν και οι εθνικοί. 15Κάλυψαν με εγχείρηση την περιτομή τους, ώστε να φαίνονται απερίτμητοι, εγκατέλειψαν τη διαθήκη για να συγχρωτισθούν με τους εθνικούς και πουλήθηκαν έτσι στο να πράττουν ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο.



Ο ναός της Ιερουσαλήμ λεηλατείται
(Β΄ Μακ 5,1.11-16)
16Όταν ο Αντίοχος έκρινε πως το βασίλειό του ήταν αρκετά ισχυρό, αποφάσισε να καταλάβει και την Αίγυπτο, ώστε να βασιλεύει σε δύο χώρες. 17Έτσι εισέβαλε στην Αίγυπτο με πολυάριθμο στρατό και άμαξες, ελέφαντες, ιππικό και πολλά πλοία. 18Τελικά επικράτησε στις μάχες εναντίον του Πτολεμαίου,γ βασιλιά της Αιγύπτου, κι εκείνος οπισθοχώρησε και τράπηκε σε φυγή· πολλοί στρατιώτες του τραυματίστηκαν θανάσιμα. 19Έτσι ο Αντίοχος κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις της Αιγύπτου και λαφυραγώγησε τη χώρα.
20Αφού κυρίεψε την Αίγυπτο, το έτος 143,δ ο Αντίοχος γύρισε και επιτέθηκε εναντίον του Ισραήλ και της Ιερουσαλήμ με πολύ στρατό. 21Μπήκε με μεγάλη αλαζονεία στο ναό και άρπαξε το χρυσό θυσιαστήριο των θυμιαμάτων, τη λυχνία και όλα τα εξαρτήματά της. 22Πήρε επίσης την τράπεζα της προθέσεως και τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για τις σπονδές, τις φιάλες και τα χρυσά θυμιατήρια, τις κουρτίνες και τα στεφάνια και τις χρυσές διακοσμήσεις που υπήρχαν στην πρόσοψη του ναού· απ’ όλα αφαίρεσε το χρυσάφι. 23Επίσης πήρε το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη, καθώς και τους κρυμμένους θησαυρούς που βρήκε. 24Αφού τα πήρε όλα γύρισε περήφανος στη χώρα του αφήνοντας πίσω του αναρίθμητους νεκρούς.
25Μεγάλο πένθος κήρυξαν
σ’ ολόκληρη τη χώρα οι Ισραηλίτες.
26Βογγούν θρηνώντας οι άρχοντες
και του λαού οι πρεσβύτεροι·
έφυγε κάθε δύναμη από τα νιάτα του λαού,
χάθηκε η ομορφιά των γυναικών.
27Θρηνήσαν οι γαμπροί
και πένθησαν οι νύφες στα νυφικά δωμάτια.
28Όλη η χώρα συγκλονίστηκε απ’ το πένθος των κατοίκων της·
βυθίστηκαν μες στην ντροπή οι Ισραηλίτες.
Οι εχθροί κυριεύουν την άγια πόλη
(Β΄ Μακ 5,24-26)
29Δύο χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς Αντίοχος έστειλε έναν αξιωματούχο του για να εισπράξει τους φόρους από τις πόλεις του Ιούδα. Αυτός ήρθε στην Ιερουσαλήμ με πολυάριθμο στρατό 30και μίλησε στο λαό της ειρηνικά αλλά με δόλο. Ο λαός τού έδειξε εμπιστοσύνη. Τότε αυτός επετέθη στην πόλη αιφνιδιαστικά, της επέφερε σκληρότατο χτύπημα και θανάτωσε πολλούς Ισραηλίτες. 31Λαφυραγώγησε την πόλη, την πυρπόλησε και γκρέμισε τα σπίτια της και τα τείχη της. 32Οι στρατιώτες αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα κτήνη.
33Μετά απ’ αυτά οχύρωσαν την Πόλη Δαβίδ με μεγάλο και ισχυρό τείχος με οχυρωμένους πύργους και τη χρησιμοποιούσαν για ακρόπολη. 34Εκεί έβαλαν να κατοικήσει ένα αμαρτωλό έθνος, ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι οχυρώθηκαν στην πόλη. 35Επίσης αποθήκευσαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Συγκέντρωσαν στο φρούριο όλα τα λάφυρα της Ιερουσαλήμ κι έτσι το οχυρό έγινε μεγάλη απειλή για την πόλη.
36Ορμητήριο έγινε το οχυρό ενάντια στο ναό,
και ύπουλος, παντοτινός εχθρός
για το λαό του Ισραήλ.
37Αθώο έχυσαν αίμα γύρω από το ναό
και τον εμόλυναν.
38Γίναν αιτία να φύγουν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ·
η πόλη έγινε των ξένων αποικία·
πρόσφυγες γίνανε στην πόλη τους
όσοι σ’ αυτήν γεννήθηκαν,
και την εγκαταλείψαν τα παιδιά της.
39Ο ναός της ρήμαξε, όμοια μ’ έρημη γη,
οι γιορτές της άλλαξαν σε πένθος,
τα Σάββατά της παραδόθηκαν στον εμπαιγμό,
στην καταφρόνια η υπόληψή της.
40Όσο μεγάλη ήταν άλλοτε η δόξα της,
τόση είναι τώρα η ατίμωσή της·
το μεγαλείο της έγινε πένθος.

Ένας βασιλιάς - ένας λαός - μία πίστη
(Β΄ Μακ 6,1-11)
41-42Ο βασιλιάς Αντίοχος έστειλε γραπτή διαταγή σ’ όλα τα έθνη του βασιλείου του, σύμφωνα με την οποία αυτά θα εγκατέλειπαν τα έθιμά τους και θα γίνονταν όλοι ένας λαός. Κι όλα τα έθνη υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά. 43Ακόμη και από τους Ισραηλίτες πολλοί συμφώνησαν και δέχτηκαν τη θρησκεία του βασιλιά· θυσίασαν στα είδωλα και βεβήλωσαν την ημέρα του Σαββάτου.
44Ο βασιλιάς έστειλε επίσης επιστολές με αγγελιοφόρους στην Ιερουσαλήμ και στις πόλεις του Ιούδα και διάταζε τους Ισραηλίτες να υιοθετήσουν ξενόφερτα έθιμα στη χώρα. 45Απαγόρευσε την προσφορά των ολοκαυτωμάτων και κάθε άλλης θυσίας και σπονδής στο ναό. Επέτρεψε τη βεβήλωση των Σαββάτων και των εορτών, 46του ναού και των ιερέων του.ε 47Επιπλέον τους διάταξε να οικοδομήσουν βωμούς και ειδωλολατρικούς ναούς και να ιδρύσουν ιερούς τόπους, να θυσιάζουν χοιρινά κρέατα και γενικά ακάθαρτα ζώα. 48Τους απαγόρευσε να κάνουν περιτομή στα παιδιά τους και απαίτησε να μιανθούν με διάφορες ακάθαρτες, μιαρές τροφές· 49να ξεχάσουν το νόμο και να αλλάξουν όλα τα έθιμά τους. 50Όποιος δεν θα συμμορφωνόταν με τη διαταγή του βασιλιά θα τιμωρείτο με θάνατο.
51Μ’ αυτό το πνεύμα έστειλε ο βασιλιάς γραπτή διαταγή σ’ όλο το βασίλειό του· διόρισε αξιωματούχους για να επιβλέπουν το λαό του Ισραήλ και διέταξε τις πόλεις του Ιούδα να θυσιάζουν χωριστά η καθεμιά στα είδωλα. 52Πολλοί από το λαό που είχαν εγκαταλείψει το Μωσαϊκό νόμο, συντάχθηκαν με τους αξιωματούχους του βασιλιά και προξένησαν κακό στη χώρα. 53Έτσι οι πιστοί Ισραηλίτες αναγκάστηκαν να κρύβονται όπου μπορούσαν για να σωθούν.
Η ειδωλολατρία στο ναό του Θεού
54Στις δεκαπέντε του μήνα Χασελεύ, το έτος 145,ς έστησαν το βδέλυγμα της ερημώσεως πάνω στο θυσιαστήριο. Έχτισαν βωμούς ειδώλων στις άλλες πόλεις του Ιούδα, 55και θυμιάτιζαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών και στις πλατείες. 56Επίσης όσα βιβλία του νόμου βρήκαν, τα έσχισαν και τα έκαψαν. 57Αν κάποιος είχε ένα βιβλίο του νόμου ή τηρούσε το νόμο, αυτόν τον σκότωναν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. 58Αυτά λοιπόν έκαναν οι αξιωματούχοι κάθε μήνα με την εξουσία που είχαν, στους πιστούς Ισραηλίτες, που τους ανακάλυπταν σ’ όλες τις πόλεις.
59Στις είκοσι πέντε του ίδιου μήνα πρόσφεραν θυσία στον ειδωλολατρικό βωμό, που είχε στηθεί πάνω στο θυσιαστήριο. 60-61Σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά κρεμούσαν τα βρέφη στο λαιμό των γυναικών που είχαν κάνει περιτομή στα παιδιά τους και τις σκότωναν μαζί μ’ αυτά. Επίσης λεηλατούσαν τα σπίτια τους και σκότωναν εκείνους που είχαν κάνει περιτομή. 62Πολλοί όμως από τους Ισραηλίτες είχαν αποφασίσει σταθερά και αμετάκλητα να μη φάνε τίποτε ακάθαρτο. 63Έτσι, προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να μιανθούν με τις τροφές και να βεβηλώσουν την άγια διαθήκη. 64Η οργή του Κυρίου είχε ξεσπάσει εναντίον των Ισραηλιτών.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 2
Το πένθος των πιστών Ισραηλιτών
1Εκείνο τον καιρό ένας ιερέας από την οικογένεια του Ιωαρίβ, που ονομαζόταν Ματταθίας, γιος του Ιωάννη και εγγονός του Συμεών, έφυγε από την Ιερουσαλήμ και πήγε να μείνει στη Μωδεΐν. 2Ο Ματταθίας είχε πέντε γιους: Τον Ιωάννη, που επονομαζόταν Γαδδίς, 3το Σίμωνα, που επονομαζόταν Θασσί, 4τον Ιούδα, που επονομαζόταν Μακκαβαίος,ζ 5τον Ελεάζαρ, που επονομαζόταν Αυαράν και τον Ιωνάθαν, που επονομαζόταν Απφούς.
6Όταν ο Ματταθίας είδε τις ασεβείς πράξεις που γίνονταν στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, 7είπε:
«Αλίμονο! Γιατί γεννήθηκα;
Για να δω του λαού μου
και της άγιας πόλης την καταστροφή;
Ή μήπως για να κατοικώ εκεί,
όταν η πόλη θα ’πεφτε στα χέρια των εχθρών
και ο ναός στα χέρια αλλοφύλων;
8Ο ναός της έγινε σαν άνθρωπος δίχως καμιά τιμή,
9τα δοξασμένα σκεύη της τα πήραν λάφυρα·
τα βρέφη της τα θανατώσαν στις πλατείες,
τα παλικάρια της τα φόνευσε το ξίφος του εχθρού.
10Ποιο έθνος μερίδιο δεν πήρε
απ’ το βασίλειο της πόλης
και ποιο δεν άρπαξε από τους θησαυρούς της;
11Όλα τα στολίδια της τα πήραν
κι από ελεύθερη έγινε σκλάβα.
12Κοιτάξτε πώς ερημώθηκαν τα ιερά μας,
η ομορφιά μας και η δόξα μας.
Μιάνθηκαν όλα από τα έθνη.
13Τι ωφελεί, λοιπόν, να ζούμε πια;»
14Στο σημείο αυτό ο Ματταθίας και οι γιοι του διέρρηξαν τα ιμάτιά τους,η φόρεσαν πένθιμες ποδιές και ξέσπασαν σε γοερό θρήνο.
Η αντίσταση αρχίζει
15Μια μέρα οι άνθρωποι του βασιλιά που εξανάγκαζαν το λαό να παραβαίνει το νόμο ήρθαν στην πόλη Μωδεΐν, για να θυσιάσουν. 16Πολλοί από τους Ισραηλίτες ήρθαν να τους συναντήσουν και μαζί τους ο Ματταθίας και οι γιοι του.
17Οι απεσταλμένοι του βασιλιά είπαν στο Ματταθία: «Εσύ είσαι άρχοντας δοξασμένος και πρόσωπο σπουδαίο σ’ αυτή την πόλη κι επίσης υποστηρίζεσαι από τους γιους σου και τους συμπατριώτες σου. 18Έλα, λοιπόν, τώρα πρώτος εσύ να εκτελέσεις τη διαταγή του βασιλιά, όπως έκαναν όλα τα άλλα έθνη, ο λαός της Ιουδαίας και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Έτσι εσύ και τα παιδιά σου θα ονομαστείτε “φίλοι του βασιλιά”, και θα τιμηθείτε με ασήμι και χρυσάφι και με άλλα πλούσια δώρα».
19Τότε ο Ματταθίας απάντησε με δυνατή φωνή: «Κι αν ακόμη όλα τα έθνη που είναι υπόδουλα στο βασιλιά υποκύψουν και απαρνηθούν τη θρησκεία των προγόνων τους προκειμένου να υπακούσουν τις διαταγές του, 20εγώ, οι γιοι μου και οι συμπατριώτες μου θα παραμείνουμε πιστοί στη διαθήκη που έκανε ο Θεός με τους προγόνους μας. 21Θεός φυλάξοι, που θ’ απαρνηθούμε το νόμο και τις εντολές! 22Δεν πρόκειται να υπακούσουμε στις διαταγές του βασιλιά και να προδώσουμε τη λατρεία μας και ν’ αποκλίνουμε δεξιά ή αριστερά».
23Μόλις ο Ματταθίας σταμάτησε να μιλάει, κάποιος άντρας Ιουδαίος πλησίασε, μπροστά στα μάτια όλων, για να προσφέρει θυσία στο βωμό της Μωδεΐν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. 24Όταν το είδε αυτό ο Ματταθίας, άναψε ο ζήλος του κι άρχισε να τρέμει ολόκληρος. Φουρκισμένος από δίκαιη οργή, έτρεξε σύμφωνα με το νόμο του Θεού κι έσφαξε τον άντρα εκείνον πάνω στο βωμό. 25Μετά γκρέμισε το βωμό και σκότωσε και τον απεσταλμένο του βασιλιά, που εξανάγκαζε το λαό να θυσιάζει στα είδωλα. 26Έτσι υποστήριξε με ζήλο το νόμο του Μωυσή, όπως τότε που ο Φινεές σκότωσε τον Ζαμβρί, γιο του Σαλώμ.
27Μετά απ’ αυτό το γεγονός ο Ματταθίας περιδιάβηκε την πόλη φωνάζοντας δυνατά: «Όποιος υποστηρίζει με ζήλο το νόμο του Μωυσή και τηρεί σταθερά τη διαθήκη, ας με ακολουθήσει!» 28Τότε αυτός και οι γιοι του κατέφυγαν στα βουνά και εγκατέλειψαν όλα τους τα υπάρχοντα στην πόλη.
Αγώνας ακόμα και το Σάββατο
29Πολλοί που ήθελαν να ζήσουν με δικαιοσύνη, σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή, βγήκαν στην έρημο με σκοπό να μείνουν εκεί, 30μαζί με τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους και τα ζώα τους, γιατί αντιμετώπιζαν μεγάλους κατατρεγμούς.
31Οι αξιωματικοί του βασιλιά και ο στρατός τους, που ήταν στην Ιερουσαλήμ, στην Πόλη Δαβίδ, έμαθαν ότι μερικοί είχαν περιφρονήσει τη διαταγή του βασιλιά και είχαν καταφύγει στις κρυψώνες της ερήμου. 32Τότε ένα τμήμα στρατού τούς αναζήτησαν, τους ανακάλυψαν και στρατοπέδευσαν ένα Σάββατο εναντίον τους. 33«Φτάνει πια», τους έλεγαν· «βγείτε και κάνετε όπως διατάζει ο βασιλιάς και θα σωθείτε».
34Εκείνοι απάντησαν: «Δεν θα βγούμε, ούτε θα εκτελέσουμε τη διαταγή του βασιλιά, για να μη βεβηλώσουμε το Σάββατο».
35Τότε οι στρατιώτες τούς επιτεθήκαν αμέσως. 36Οι Ιουδαίοι όμως δεν ανταπάντησαν, ούτε τους πέταξαν έστω κι ένα λιθάρι, ούτε προστάτεψαν τις κρυψώνες τους, 37αλλά αποφάσισαν: «Καλύτερα να πεθάνουμε όλοι με καθαρή τη συνείδησή μας· επικαλούμαστε μάρτυρες τον ουρανό και τη γη ότι μας σκοτώνετε χωρίς να μας δικάσετε». 38Έτσι, οι εχθροί έκαναν επίθεση ανήμερα το Σάββατο και σκότωσαν αυτούς και τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τα κτήνη τους, περίπου χίλιους ανθρώπους.
39Όταν ο Ματταθίας και οι φίλοι του έμαθαν τα καθέκαστα, τους έκλαψαν πικρά. 40Μετά είπαν μεταξύ τους: «Αν όλοι μας κάνουμε όπως έκαναν αυτοί οι συμπατριώτες μας και δεν πολεμήσουμε για τη ζωή μας και τα έθιμά μας εναντίον των εθνών, πολύ γρήγορα αυτοί θα μας εξαφανίσουν από τη γη». 41Εκείνη την ημέρα λοιπόν κατέληξαν στην εξής απόφαση: «Όποιος έρθει να μας πολεμήσει ανήμερα Σάββατο, θα τον πολεμήσουμε κι εμείς, για να μην πεθάνουμε όλοι, όπως πέθαναν οι συμπατριώτες μας στους κρυψώνες».
Οι πρώτες επιτυχίες του απελευθερωτικού αγώνα
42Τότε ενώθηκαν μ’ αυτούς πολλοί από τους Ασιδαίους,θ που ήταν άντρες φημισμένοι στο Ισραήλ για την ανδρεία τους, καθώς και όσοι άλλοι ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι στο Μωσαϊκό νόμο· 43επίσης, όλοι όσοι είχαν διαφύγει τις διώξεις, ενώθηκαν μ’ αυτούς και τους υποστήριξαν. 44Έτσι συγκροτήθηκε ένας στρατός, ο οποίος στη φοβερή οργή τους χτύπησε τους αμαρτωλούς και ασεβείς ανθρώπους. Όσοι διέφυγαν, κατέφυγαν ανάμεσα στα ειδωλολατρικά έθνη για να γλιτώσουν.
45Τότε ο Ματταθίας και οι φίλοι του πήγαν σ’ όλη τη χώρα και γκρέμισαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς, 46κι όσα βρήκαν παιδιά απερίτμητα μέσα στα όρια του Ισραήλ, τους έκαναν περιτομή με την βία. 47Καταδίωξαν τους αλαζόνες εχθρούς και το έργο τους είχε αίσιο τέλος. 48Έτσι, υπερασπίστηκαν το νόμο του Μωυσή έναντι των ειδωλολατρικών εθνών και των βασιλιάδων τους και δεν άφησαν τον ασεβή βασιλιά Αντίοχο να θριαμβεύσει.
Τελευταίες υποθήκες του Ματταθία
49Όταν ο Ματταθίας κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε τους γιους του και τους είπε:
«Στην εποχή μας κυριαρχεί η αλαζονεία και η απελπισία· ζούμε σε μέρες καταστροφής και μεγάλης οργής. 50Γι’ αυτό, παιδιά μου, αφοσιωθείτε με ζήλο στο Μωσαϊκό νόμο, και θυσιάστε και τη ζωή σας ακόμα για τη διαθήκη του Θεού με τους προγόνους μας. 51Θυμηθείτε τα κατορθώματα των προγόνων μας στην εποχή τους και έτσι, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, θα αποκτήσετε μεγάλη δόξα και αιώνια φήμη.
52»Ο Αβραάμ έμεινε πιστός την ώρα του πειρασμού, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο.
53»Ο Ιωσήφ στον καιρό της δυστυχίας του τήρησε τις εντολές του Θεού και έτσι έγινε άρχοντας της Αιγύπτου.
54»Ο πρόγονος μας Φινεές, με το να επιδείξει ένθερμο ζήλο, έλαβε την υπόσχεση για μια αιώνια ιεροσύνη.
55»Ο Ιησούς τήρησε τον λόγο του Θεού κι έγινε Κριτής του Ισραήλ.
56»Κι ο Χάλεβ έδωσε ενθαρρυντική μαρτυρία μπροστά στη σύναξη του λαού κι απέκτησε μερίδιο στη χώρα.
57»Ο Δαβίδ με την πιστότητά του κληρονόμησε για πάντα στο μέλλον το βασιλικό θρόνο.
58»Κι ο Ηλίας έδειξε ένθερμο ζήλο για το νόμο του Θεού και γι’ αυτό αναλήφθηκε στον ουρανό.
59»Ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ με την πίστη τους σώθηκαν από τη φωτιά.
60»Κι ο Δανιήλ με τη δικαιοσύνη του γλίτωσε από το στόμα των λιονταριών.
61»Έτσι θα σας βλέπουν κι εσάς οι επόμενες γενιές, γιατί όποιος ελπίζει στο Θεό δεν θα μείνει δίχως υποστήριξη. 62Μη φοβηθείτε τις απειλές κανενός αμαρτωλού, γιατί η δόξα του είναι προορισμένη να γίνει κοπριά και σκουλήκια. 63Σήμερα μπορεί να φαίνεται ισχυρός, αύριο όμως θα εξαφανιστεί, γιατί θα επιστρέψει στο χώμα κι όλες οι μηχανορραφίες του θα εκλείψουν. 64Εσείς όμως, παιδιά μου, να φανείτε ισχυροί και ανδρείοι υπερασπιστές του νόμου του Θεού, γιατί μόνο μ’ αυτόν θα μεγαλουργήσετε.
65»Τώρα λοιπόν είναι εδώ ο αδερφός σας ο Συμεών· γνωρίζω καλά ότι είναι άνθρωπος μυαλωμένος· να τον ακούτε πάντοτε· αυτός θα είναι σαν πατέρας σας. 66Κι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είναι ισχυρός και δυνατός από τα νιάτα του· αυτός θα είναι αρχηγός σας στο στράτευμα και θα πολεμήσει εναντίον των εχθρικών λαών. 67Μαζέψετε κοντά σας όλους όσοι εφαρμόζουν το νόμο και πάρτε εκδίκηση για το λαό σας. 68Ανταποδώστε στα έθνη αυτά που σας έκαναν και φροντίστε να τηρείτε με προσοχή τις προσταγές του νόμου».
69-70Μετά ο Ματταθίας τούς ευλόγησε και πήγε με τους νεκρούς προγόνους του λαού του. Πέθανε το έτος 146.ι Οι γιοι του τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων τους στη Μωδεΐν και τον έκλαψαν όλοι οι Ισραηλίτες.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 3
Ιούδας ο Μακκαβαίος (3,1–9,22)
1Ο Ιούδας, που επονομαζόταν Μακκαβαίος, γιος του Ματταθία, έγινε αρχηγός στη θέση του πατέρα του. 2Τ’ αδέρφια του και οι σύντροφοι του πατέρα του τον υποστήριξαν και ήταν όλοι τους ευτυχείς που πολεμούσαν υπέρ του Ισραήλ.
3Δόξα μεγάλη έφερε ο Ιούδας στο λαό του!
Φόρεσε θώρακα σαν γίγαντας,
ζώστηκε τις πολεμικές του εξαρτύσεις
και έκανε πολέμους,
προστάτης του στρατού του με το ξίφος του.
4Όμοιος λιοντάρι με τα κατορθώματά του,
όμοιος με λιονταρόπουλο,
που για το θήραμα βρυχάται.
5Βρήκε και καταδίωξε τους ασεβείς,
φωτιά έβαλε σ’ όλους εκείνους
που το λαό αναστάτωναν.
6Ζαρώσαν όλοι απ’ το φόβο τους γι’ αυτόν,
ταράχτηκαν οι ασεβείς κι όλοι οι άνομοι.
Χάρη στα κατορθώματα του Ιούδα
οι Ιουδαίοι σώθηκαν.
7Πολλούς πίκρανε βασιλιάδες,
μα στους Ισραηλίτες έδωσε με τις πράξεις του χαρά!
Αιώνια τον θυμούνταν, τον εξυμνούσαν
και τον καλοτύχιζαν.
8Τις πόλεις του Ιούδα περιδιάβηκε
κι εξόντωσε τους ασεβείς που ζούσανε σ’ αυτές.
Έτσι απέτρεψε απ’ τους Ισραηλίτες
την οργή του Θεού.
9Γύρω του μάζεψε όλους όσους τους απειλούσε η καταστροφή.
Και έφτασε η φήμη του μέχρι τα πέρατα της γης.
Ο Ιούδας νικάει τον Απολλώνιο και τον Σήρωνα
10Ο Απολλώνιοςια συγκέντρωσε εθνικούς στρατιώτες και ισχυρά στρατεύματα από τη Σαμάρεια, για να πολεμήσει εναντίον των Ισραηλιτών. 11Όταν το έμαθε ο Ιούδας, βγήκε να τον αντιμετωπίσει. Του επιτέθηκε και τον σκότωσε. Πολλοί επίσης έπεσαν στη μάχη και οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. 12Όταν λεηλάτησαν τα πτώματα, ο Ιούδας πήρε το ξίφος του Απολλώνιου και πολεμούσε μ’ αυτό σ’ όλη του τη ζωή.
13Όταν ο Σήρων, αρχηγός των συριακών δυνάμεων έμαθε ότι ο Ιούδας συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό από πιστούς Ιουδαίους έτοιμους να βγουν εναντίον του σε πόλεμο, 14είπε: «Τώρα η φήμη μου θ’ απλωθεί παντού και θα δοξαστώ στο βασίλειό μου πολεμώντας τον Ιούδα και τους ανθρώπους του, που περιφρονούν τη διαταγή του βασιλιά». 15Ετοιμάστηκε λοιπόν να κάνει εκστρατεία. Μαζί του ενώθηκε ισχυρή δύναμη απίστων ειδωλολατρών, για να τον βοηθήσουν να εκδικηθεί τους Ισραηλίτες. 16Όταν έφτασαν στον ανήφορο που οδηγεί στη Βαιθωρών, βγήκε ο Ιούδας με μικρή δύναμη να αντιμετωπίσει το Σήρωνα. 17Καθώς όμως είδαν όλο εκείνο το στράτευμα να έρχεται εναντίον τους, οι άντρες του Ιούδα του είπαν: «Πώς είναι δυνατόν εμείς οι λίγοι να πολεμήσουμε εναντίον αυτού του ισχυρού στρατού; Εδώ κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε από την πείνα». 18Ο Ιούδας τους απάντησε: «Είναι εύκολο πράγμα οι πολλοί να πέσουν στα χέρια των λίγων· για το Θεό του ουρανού είναι το ίδιο να εξασφαλίζει σωτηρία και με πολλούς και με λίγους. 19Γιατί η νίκη στον πόλεμο δεν εξαρτάται από τη μεγάλη δύναμη αλλά από τη δύναμη που έρχεται απ’ τον ουρανό. 20Αυτοί έρχονται εναντίον μας γεμάτοι υπερηφάνεια και αδικία για να καταστρέψουν εμάς, τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας και για να μας πάρουν σαν λάφυρα. 21Εμείς όμως πολεμάμε για τη ζωή μας και τους νόμους μας 22κι ο Κύριος θα τους εξαφανίσει από μπροστά μας· φτάνει εσείς να μην τους φοβόσαστε». 23Όταν τελείωσε τα λόγια του ο Ιούδας, έκανε αμέσως αιφνιδιαστική επίθεση και κατατρόπωσε το Σήρωνα και το στρατό του. 24Οι άντρες του τους καταδίωξαν στον κατήφορο που οδηγεί από τη Βαιθωρών στην πεδιάδα. Οκτακόσιοι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι έφυγαν στη χώρα των Φιλισταίων. 25Έτσι, όλα τα γύρω έθνη άρχισαν να φοβούνται τον Ιούδα και τους αδερφούς του. 26Η φήμη του Ιούδα έφτασε μέχρι το βασιλιά Αντίοχο, και όλα τα έθνη μιλούσαν για τις μάχες που είχε δώσει.
Ο βασιλιάς αναθέτει στο Λυσία να εξοντώσει τους Ιουδαίους
27Όταν ο βασιλιάς Αντίοχος έμαθε τι είχε συμβεί, οργίστηκε φοβερά κι έστειλε και συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του κράτους του και συγκρότησε έναν πανίσχυρο στρατό. 28Άνοιξε το θησαυροφυλάκιό του κι έδωσε στους στρατιώτες του μισθούς για ένα χρόνο και τους διέταξε να είναι έτοιμοι για όπου τους χρειαστεί. 29Αντιλήφθηκε όμως ότι τα θησαυροφυλάκια είχαν αδειάσει, ενώ οι φόροι της χώρας ήταν μηδαμινοί εξαιτίας του διχασμού και των ζημιών που είχαν προκληθεί επειδή είχαν παραβιαστεί οι νόμοι που ίσχυαν από τους προηγούμενους βασιλιάδες. 30Φοβήθηκε λοιπόν μήπως δε μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τις δαπάνες ή να δώσει δώρα, όπως είχε δώσει προηγουμένως απλόχερα μια δυο φορές, έτσι ώστε να ξεπερνάει σε γενναιοδωρία τούς πριν απ’ αυτόν βασιλιάδες. 31Βρισκόταν σε μεγάλο αδιέξοδο και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στην Περσία για να εισπράξει τους φόρους από τις εκεί επαρχίες. Έτσι θα συγκέντρωνε πολύ χρήμα. 32Στη θέση του άφησε το Λυσία, άνθρωπο ευγενή, που ανήκε στη βασιλική οικογένεια, να επιβλέπει τις υποθέσεις του βασιλείου στην περιοχή από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου, 33και ν’ ανατρέφει το γιο του τον Αντίοχο,ιβ μέχρις ότου ο ίδιος επιστρέψει. 34Ακόμα του έδωσε το μισό στρατό και τους ελέφαντες· του έδωσε εντολές τι να κάνει μ’ αυτούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ: 35Τον διάταζε να στείλει εναντίον τους στρατό για να καταστρέψει και να εξαφανίσει κάθε ίχνος τους από τη γη, 36να φέρει ξένους να κατοικήσουν σ’ όλη τη χώρα τους και να μοιράσει τη γη τους με κλήρο. 37Ο βασιλιάς ο ίδιος πήρε τον άλλο μισό στρατό και ξεκίνησε από την Αντιόχεια, την πρωτεύουσα, το έτος 147. Διάβηκε τον Ευφράτη και διάβαινε μέσα από τις ορεινές χώρες.ιγ
Ο Λυσίας στέλνει στην Ιουδαία το Γοργία και το Νικάνορα
(Β΄ Μακ 8,8-11)
38Ο Λυσίας διάλεξε τον Πτολεμαίο, γιο του Δορυμένους, το Νικάνορα και το Γοργία, άντρες δυνατούς, από τους “φίλους του βασιλιά”. 39Μ’ αυτούς έστειλε σαράντα χιλιάδες άντρες πεζούς και εφτά χιλιάδες καβαλάρηδες, για να έρθουν στη χώρα του Ιούδα και να την καταστρέψουν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. 40Ξεκίνησαν, λοιπόν, αυτοί με όλο το στρατό τους και ήρθαν και στρατοπέδευσαν κοντά στην Αμμαούς, στην πεδινή περιοχή. 41Όταν οι έμποροι της περιοχής έμαθαν γι’ αυτόν τον τεράστιο στρατό, πήραν άφθονο ασήμι και χρυσάφι, ακόμα κι αλυσίδες και ήρθαν στο στρατόπεδο να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτες για δούλους. Μαζί τους ήρθε και στρατιωτική δύναμη από την Ιδουμαίαιδ και τη Φιλισταία.
Οι Ισραηλίτες προετοιμάζονται για τη μάχη
(Β΄ Μακ 8,12-23)
42Ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του κατάλαβαν ότι η κατάσταση γινόταν όλο και πιο κρίσιμη, γιατί ξένες δυνάμεις άρχισαν να συγκεντρώνονται στα σύνορά τους· κατάλαβαν επίσης καλά πως ο βασιλιάς ήταν αυτός που είχε διατάξει να καταστρέψουν το λαό τους και να τους εξοντώσουν ολοκληρωτικά. 43Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους: «Εμπρός να αποκαταστήσουμε το γόητρο του λαού μας! Να πολεμήσουμε για το λαό μας και για τους ιερούς τόπους μας». 44Έτσι συγκεντρώθηκαν όλοι για να ετοιμαστούν για πόλεμο και να προσευχηθούν για να ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού.
45Άδεια σαν έρημος είναι η Ιερουσαλήμ,
κανείς απ’ τους κατοίκους της
σ’ αυτήν δεν μπαινοβγαίνει.
Καταπατήθηκε ο ναός,
ξένοι περιδιαβάζουν την ακρόπολη,
που κατοικία έχει γίνει των εθνών.
Κάθε χαρά έχει χαθεί απ’ τους Ισραηλίτες·
σταμάτησαν ν’ ακούγονται η άρπα κι ο αυλός.
46Οι Ιουδαίοι συγκεντρώθηκαν και ήρθαν στη Μασσηφά, απέναντι απ’ την Ιερουσαλήμ, γιατί η Μασσηφά ήταν παλιά τόπος προσευχής των Ισραηλιτών. 47Εκείνη την ημέρα νήστεψαν και φόρεσαν πένθιμες ποδιές, έβαλαν στάχτη στα κεφάλια τους και ξέσκιζαν τα ρούχα τους. 48Έπειτα άνοιξαν το βιβλίο του νόμου για να το συμβουλευτούν, όπως τα έθνη ζητούσαν οδηγία από τα ομοιώματα των ειδώλων τους. 49Έφεραν τις στολές των ιερέων, τα πρωτογεννήματα και τις δεκάτες· ξεσήκωσαν όσους Ναζηραίους είχαν συμπληρώσει τις ημέρες της αφιέρωσής τους 50και προσευχήθηκαν με θέρμη στο Θεό και είπαν: «Τι να κάνουμε, Κύριε, μ’ αυτούς και πού να τους μεταφέρουμε; 51Ο ναός σου έχει καταπατηθεί κι έχει βεβηλωθεί και οι ιερείς σου υποφέρουν κι εξευτελίζονται. 52Τα έθνη έχουν συνασπισθεί εναντίον μας για να μας εξοντώσουν. Εσύ γνωρίζεις τι σκέπτονται εναντίον μας. 53Πώς θα μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε αν εσύ, Κύριε, δε μας βοηθήσεις;» 54Τότε σάλπισαν με τις σάλπιγγες κι αλάλαξαν δυνατά.
55Ύστερα ο Ιούδας τοποθέτησε αρχηγούς στο λαό, χιλίαρχους, εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους και δέκαρχους. 56Και πρόσταξε, όσοι έχτιζαν σπίτια, όσοι ήταν αρραβωνιασμένοι, όσοι φύτευαν αμπέλια και όσοι φοβούνταν, να γυρίσουν καθένας σπίτι του, όπως όριζε ο νόμος. 57Έπειτα ο στρατός μετακινήθηκε και στρατοπέδευσε νότια της Αμμαούς. 58Τότε ο Ιούδας τους είπε: «Ζωστείτε τα όπλα σας, πάρτε θάρρος και ετοιμαστείτε, ώστε το πρωί να πολεμήσουμε αυτά τα έθνη που έχουν συνασπιστεί εναντίον μας, για να εξαφανίσουν εμάς και τα ιερά μας. 59Είναι προτιμότερο να σκοτωθούμε στον πόλεμο παρά να δούμε την καταστροφή του έθνους μας και των ιερών τόπων μας. 60Ας πράξουμε κατά πώς θέλει ο Θεός».
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 4
Ήττα του Γοργία
(Β΄ Μακ 8,24-27)
1Ο Γοργίας πήρε πέντε χιλιάδες άντρες και χίλιους εκλεκτούς καβαλάρηδες και βγήκε νύχτα απ’ το στρατόπεδό του, 2με σκοπό να επιτεθεί στο στρατόπεδο των Ιουδαίων και να τους χτυπήσει αιφνιδιαστικά με την καθοδήγηση των φρουρών της ακρόπολης. 3Όταν το πληροφορήθηκε ο Ιούδας, έφυγε με τους άντρες του, για να χτυπήσουν το στρατό του βασιλιά στην Αμμαούς, 4ενώ ακόμη οι δυνάμεις του Γοργία θα ήταν διασκορπισμένες έξω από το στρατόπεδο. 5Πράγματι, ο Γοργίας ήρθε στο στρατόπεδο του Ιούδα νύχτα, αλλά δε βρήκε κανένα κι άρχισε να τους αναζητάει στα βουνά, γιατί υπολόγισε ότι θα είχαν καταφύγει εκεί από το φόβο του στρατού του.
6Όταν όμως ξημέρωσε, εμφανίστηκε ο Ιούδας στην πεδιάδα με τρεις χιλιάδες άντρες· πλην όμως δεν είχαν θώρακες και ξίφη όπως θα ’θελαν. 7Όταν είδαν το στρατό των εθνών που ήταν ισχυρός και εξοπλισμένος και προστατευμένος ολόγυρα από το ιππικό, και ότι όλοι τους ήταν εμπειροπόλεμοι, 8είπε ο Ιούδας στους συντρόφους του: «Μη τους φοβηθείτε που είναι πολλοί, ούτε να δειλιάσετε αν σας επιτεθούν. 9Θυμηθείτε πώς σώθηκαν οι πρόγονοί μας στην Ερυθρά Θάλασσα, όταν τους καταδίωκε ο Φαραώ με το στρατό του. 10Τώρα λοιπόν ας επικαλεστούμε το Θεό, μήπως μας σπλαχνιστεί και θυμηθεί τη διαθήκη του με τους προγόνους μας και εξολοθρεύσει σήμερα αυτό το στρατό όταν θα επιτεθούμε. 11Τότε θα γνωρίσουν όλα τα έθνη ότι υπάρχει κάποιος που σώζει και λυτρώνει τους Ισραηλίτες».
12Όταν τα ειδωλολατρικά έθνη είδαν τους Ιουδαίους να έρχονται εναντίον τους, 13βγήκαν από το στρατόπεδο να τους πολεμήσουν. Τότε οι άντρες του Ιούδα σάλπισαν 14και τους χτύπησαν· και τα έθνη διαλύθηκαν κι έφυγαν πέρα στην πεδιάδα. 15Κι όσοι έμειναν πίσω τελευταίοι, τους κατέσφαξαν. Στη συνέχεια τους καταδίωξαν μέχρι τη Γαζηρών και μέχρι τις πεδιάδες της Ιδουμαίας, της Αζώτου και της Ιάμνειας και σκοτώθηκαν απ’ αυτούς περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες.
16Όταν ο Ιούδας και ο στρατός του γύρισαν πίσω από την καταδίωξή τους, 17είπε ο Ιούδας στους άντρες του: «Μη διανοηθείτε να πάρετε τα λάφυρα, γιατί έχουμε πόλεμο μπροστά μας. 18Ο Γοργίας και ο στρατός του είναι στο βουνό εδώ κοντά μας. Κρατήστε τώρα γερή αντίσταση ενάντια στους εχθρούς μας και πολεμήστε τους και έπειτα θα μπορείτε να πάρετε ανενόχλητοι τα λάφυρα». 19Ενώ έλεγε αυτά ο Ιούδας, φάνηκαν μερικοί απ’ τους εχθρούς που τους παρατηρούσαν από πάνω απ’ το βουνό. 20Είδαν ότι είχαν πράγματι κατατροπωθεί και ότι οι Ιουδαίοι έκαιγαν κιόλας το στρατόπεδό τους, γιατί ο καπνός που έβγαινε μαρτυρούσε το γεγονός. 21Όταν τα είδαν όλα αυτά πανικοβλήθηκαν· όταν μάλιστα είδαν και το στρατό του Ιούδα στην πεδιάδα να έχει παραταχθεί για μάχη, 22έφυγαν όλοι τους στη Φιλισταία.
23Τότε ο Ιούδας γύρισε να πάρει τα λάφυρα από το στρατόπεδο. Μάζεψαν πολύ χρυσάφι και ασήμι, υφάσματα βιολετιά και κόκκινα και πολλά άλλα αγαθά. 24Γύρισαν υμνώντας και δοξολογώντας το Θεό. «Μεγάλη είναι η καλοσύνη του», έλεγαν «κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!» 25Εκείνη την ημέρα ο Θεός έσωσε τους Ισραηλίτες με πολύ θαυμαστό τρόπο.
Ήττα και σύλληψη του Λυσία
(Β΄ Μακ 11,1-12)
26Όσοι από τους αλλοφύλους γλίτωσαν, πήγαν κι ανάφεραν στο Λυσία όλα τα συμβάντα. 27Εκείνος όταν τα άκουσε, συγχύστηκε κι έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε εναντίον των Ισραηλιτών και μάλιστα συνέβη το αντίθετο απ’ ό,τι είχε διατάξει ο βασιλιάς. 28Τον επόμενο χρόνο, λοιπόν, ο Λυσίας στρατολόγησε εξήντα χιλιάδες εκλεκτούς άντρες και πέντε χιλιάδες καβαλάρηδες για να πολεμήσει τους Ισραηλίτες. 29Ήρθαν λοιπόν στην Ιδουμαία και στρατοπέδευσαν στη Βαιθσούρα, όπου ήρθε να τους αντιμετωπίσει ο Ιούδας με δέκα χιλιάδες άντρες.ιε
30Όταν είδε ο Ιούδας τον ισχυρό στρατό, προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Ευλογημένος να ’σαι εσύ, σωτήρα του Ισραήλ! Εσύ εξουδετέρωσες την επίθεση του ισχυρού εκείνου γίγαντα μέσω του δούλου σου του Δαβίδ και παρέδωσες το στρατό των αλλοφύλων στην εξουσία του Ιωνάθαν, γιου του Σαούλ και του υπασπιστή του. 31Έτσι και τώρα, παράδωσε στην εξουσία του λαού σου του Ισραήλ κι ετούτον εδώ το στρατό και κάνε κι αυτούς τους ειδωλολάτρες να ντροπιαστούν για το στρατό τους και το ιππικό τους. 32Κάνε τους να πανικοβληθούν και διάλυσε την αυτοπεποίθηση που τους δίνει η δύναμή τους· ας κλονιστούν όταν θ’ αντικρύζουν την καταστροφή τους. 33Σύντριψέ τους με το ξίφος αυτών που σε αγαπούν, κι ας σε δοξολογήσουν με ύμνους όλοι όσοι πιστεύουν σ’ εσένα».
34Στην επίθεση που έγινε, σκοτώθηκαν κατά τη συμπλοκή περίπου πέντε χιλιάδες άντρες απ’ το στρατό του Λυσία. 35Όταν ο Λυσίας είδε ότι ο στρατός του τράπηκε σε φυγή, ενώ ο στρατός του Ιούδα έδειξε θάρρος κι ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν ή να πεθάνουν ηρωικά, έφυγε στην Αντιόχεια. Εκεί στρατολόγησε ξένους και υπολόγιζε να ξαναγυρίσει στην Ιουδαία με ακόμα μεγαλύτερο στρατό.
Εξαγνισμός του ναού
36Ο Ιούδας και τα αδέρφια του είπαν: «Τώρα που οι εχθροί μας εξουδετερώθηκαν, ας ανεβούμε να εξαγνίσουμε το ναό και να τον καθαγιάσουμε. 37Μαζεύτηκε, λοιπόν, όλος ο στρατός και ανέβηκαν στο όρος Σιών. 38Εκεί βρήκαν το ναό ερημωμένο και το θυσιαστήριο να έχει βεβηλωθεί. Οι πύλες του ναού ήταν καμένες και οι αυλές γεμάτες χορτάρια όπως στο δάσος ή στα βουνά· τα δωμάτια των ιερέων ήταν γκρεμισμένα.
39Τότε διέρρηξαν τα ιμάτιά τους, έβαλαν στάχτη στο κεφάλι τους κι έγινε μεγάλος θρήνος.ις 40Έπεσαν με το πρόσωπο στη γη· κι όταν οι σάλπιγγες έδωσαν το σύνθημα, άρχισαν όλοι να φωνάζουν στον Κύριο του ουρανού. 41Τότε ο Ιούδας όρισε μερικούς άντρες να πολεμούν τους εθνικούς που υπερασπίζονταν την ακρόπολη, όσο διάστημα εκείνος θα εξάγνιζε το ναό.
42Μετά διάλεξε άψογους ιερείς, που ήταν προσηλωμένοι στο Μωσαϊκό νόμο 43κι αυτοί καθάρισαν το ναό και πέταξαν τα βεβηλωμένα λιθάρια σε ακάθαρτο τόπο. 44Επίσης συσκέφθηκαν τι να κάνουν το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων που είχε βεβηλωθεί 45και κατέληξαν στην ορθή απόφαση να το γκρεμίσουν, για να μην αποτελεί εκεί μνημείο ντροπής, αφού είχε βεβηλωθεί από τους εθνικούς.
Γκρέμισαν, λοιπόν, το θυσιαστήριο 46κι έβαλαν τα λιθάρια του σ’ ένα κατάλληλο μέρος στο βουνό του ναού, ωσότου πάει εκεί ένας προφήτης για να πει τι θα ’πρεπε να γίνει μ’ αυτά. 47Μετά πήραν, όπως όριζε ο νόμος, απελέκητα λιθάρια και έχτισαν καινούριο θυσιαστήριο, όμοιο με το προηγούμενο. 48Επίσης επισκεύασαν το ναό και τα άλλα εσωτερικά μέρη του και καθαγίασαν τις αυλές. 49Ακόμη κατασκεύασαν καινούρια ιερά σκεύη και τοποθέτησαν τη λυχνία, το θυσιαστήριο των θυμιαμάτων και την τράπεζα μέσα στο ναό. 50Θυμίασαν στο θυσιαστήριο, άναψαν τα λυχνάρια της λυχνίας και φώτισαν το ναό. 51Τέλος τοποθέτησαν τους άρτους της προθέσεως πάνω στην τράπεζα, κρέμασαν και τις κουρτίνες κι έτσι τέλειωσαν όλες οι απαραίτητες εργασίες.
Εγκαίνια του ναού
(Β΄ Μακ 10,1-8)
52Στις είκοσι πέντε του ένατου μήνα, του Χασελεύ, το έτος 148,ιζ σηκώθηκαν οι Ιουδαίοι πρωί πρωί 53και πρόσφεραν θυσία, σύμφωνα με το νόμο, πάνω στο καινούριο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων που είχαν χτίσει. 54Ήταν την ίδια εποχή, που το θυσιαστήριο το είχαν μολύνει οι εθνικοί· την ίδια μέρα μάλιστα έγιναν τα εγκαίνια του νέου θυσιαστηρίου με ψαλμωδίες και με κιθάρες, άρπες και κύμβαλα. 55Όλος ο λαός έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησαν και δοξολόγησαν τον Κύριο του ουρανού, που τους βοήθησε να νικήσουν. 56Για οκτώ μέρες γιόρταζαν τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου και πρόσφεραν πανευτυχείς ολοκαυτώματα, θυσίες κοινωνίας κι ευχαριστήριες προσφορές στον Κύριο.
57Έπειτα στόλισαν την πρόσοψη του ναού με χρυσά στεφάνια κι άλλα στολίδια σε σχήμα ασπίδας και εγκαινίασαν τις πύλες και τα δωμάτια των ιερέων και έβαλαν σ’ αυτά πόρτες. 58Η ευφροσύνη του λαού ήταν μεγάλη, γιατί η ντροπή που ένιωθαν από την προσβολή που τους είχαν κάνει οι εθνικοί, είχε εξαλειφθεί. 59Τότε ο Ιούδας, τα αδέρφια του και όλη η συνάθροιση των Ισραηλιτών όρισαν να γιορτάζονται με πανηγυρισμούς οι μέρες των Εγκαινίων του θυσιαστηρίου τον ίδιο καιρό κάθε χρόνο για οκτώ μέρες, αρχίζοντας από τις είκοσι πέντε του μήνα Χασελεύ.
60Μετά έχτισαν γύρω γύρω από το όρος Σιών ψηλά τείχη και οχυρωμένους πύργους, μήπως κάποτε έρθουν πάλι τα έθνη και καταπατήσουν τους άγιους τόπους όπως έκαναν και πρωτύτερα. 61Ο Ιούδας τοποθέτησε εκεί φρουρά για να φυλάει το όρος Σιών και οχύρωσε το βουνό για να υπερασπίζεται τη Βαιθσούρα, ώστε ο λαός να έχει ένα οχύρωμα απέναντι από την Ιδουμαία.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 5
Πόλεμος εναντίον των Εδωμιτών και των Αμμωνιτών
(Β΄ Μακ 10,15-37)
1Οι γύρω λαοί έμαθαν ότι χτίστηκε το θυσιαστήριο και επισκευάστηκε ο ναός και ότι όλα αποκαταστάθηκαν όπως ήταν πριν. Αυτό προκάλεσε την οργή τους 2και αποφάσισαν να εξοντώσουν όλους τους Ισραηλίτες που ζούσαν ανάμεσά τους. Έτσι άρχισαν να δολοφονούν και να σκοτώνουν πολλούς από το λαό μας.
3Ο Ιούδας πολεμούσε στην Ιδουμαία, στην Ακραβαττήνη εναντίον των Εδωμιτών, οι οποίοι πολιορκούσαν τους Ισραηλίτες. Τους επέφερε τρομερά χτυπήματα, τους ταπείνωσε και τους πήρε πολλά λάφυρα.
4Θυμήθηκε ακόμα την εχθρότητα που είχαν δείξει οι απόγονοι του Βαιάν, τότε που παγίδευαν τους Ισραηλίτες κρυμμένοι σε ενέδρες στους δρόμους. 5Τους απέκλεισε στους πύργους τους, τους πολιόρκησε και τους παρέδωσε στο ανάθεμα. Μετά έβαλε φωτιά στους πύργους και έκαψε όλους όσοι ήταν μέσα.
6Έπειτα στράφηκε εναντίον των Αμμωνιτών αλλά συνάντησε έναν μεγάλο και δυνατό στρατό υπό τις διαταγές του Τιμόθεου. 7Διεξήγαγε εναντίον τους πολλές μάχες, ώσπου τελικά τους νίκησε και τους σύντριψε. 8Αφού κυρίεψε την Ιαζήρ και τα περίχωρά της, γύρισε στην Ιουδαία.
Οι Ισραηλίτες της Γαλαάδ και της Γαλιλαίας ζητούν βοήθεια
9Οι ειδωλολατρικοί λαοί που κατοικούσαν στη Γαλαάδ συνασπίστηκαν εναντίον των Ισραηλιτών που ζούσαν ανάμεσά τους για να τους εξοντώσουν· οι Ισραηλίτες όμως κατέφυγαν στο οχυρό της Δαθεμά. 10Παράλληλα έστειλαν επιστολές στον Ιούδα και στ’ αδέρφια του και τους έλεγαν:
«Τα γύρω μας έθνη έχουν συμμαχήσει εναντίον μας για να μας εξοντώσουν. 11Ετοιμάζονται μάλιστα να έρθουν με αρχηγό τους τον Τιμόθεο και να καταλάβουν το οχυρό όπου έχουμε καταφύγει. 12Έλα λοιπόν τώρα να μας γλιτώσεις απ’ αυτούς, γιατί πολλοί από μας έχουν κιόλας σκοτωθεί. 13Όλοι οι συμπατριώτες μας που ήταν στην περιοχή του Τωβία έχουν σκοτωθεί, οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους έχουν αιχμαλωτιστεί και τα υπάρχοντά τους έχουν διαρπαχθεί. Εκεί σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι άντρες».
14Ενώ ακόμη διαβάζονταν τα γράμματα, έφτασαν άλλοι αγγελιοφόροι από τη Γαλιλαία με σκισμένα τα ρούχα τους κι ανάγγειλαν την ίδια είδηση, 15ότι δηλαδή από την Πτολεμαΐδα, την Τύρο και τη Σιδώνα κι από όλη τη Γαλιλαία έχουν συνασπισθεί όλοι οι αλλοεθνείς εναντίον τους για να τους εξοντώσουν.
16Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά ο Ιούδας και ο λαός, συγκάλεσαν μεγάλη συνέλευση για να σκεφθούν τι έπρεπε να κάνουν για τους συμπατριώτες τους που ήταν σε δύσκολη θέση και καταδιώκονταν από τους αλλοφύλους. 17Τότε ο Ιούδας είπε στον αδερφό του το Σίμωνα: «Διάλεξε όσους άντρες χρειάζεσαι και πήγαινε να σώσεις τους συμπατριώτες σου που βρίσκονται στη Γαλιλαία· εγώ με τον αδερφό μας τον Ιωνάθαν θα πάμε στη Γαλαάδ». 18Και άφησε επικεφαλής του λαού τον Ιωσήφ, γιο του Ζαχαρία, και τον Αζαρία με τον υπόλοιπο στρατό στην Ιουδαία για να τη φυλάνε. 19Σ’ αυτούς έδωσε τις εξής διαταγές: «Θα διοικείτε απλώς το λαό, αλλά δε θα κάνετε πόλεμο με τα άλλα έθνη μέχρις ότου γυρίσουμε». 20Στο Σίμωνα δόθηκαν τρεις χιλιάδες άντρες για να πάει στη Γαλιλαία, και στον Ιούδα οκτώ χιλιάδες άντρες για να πάει στη Γαλαάδ.
Απελευθέρωση των Ισραηλιτών στη Γαλιλαία και στη Γαλαάδ
(Β΄ Μακ 12,10-28)
21Ο Σίμωνας μπήκε στη Γαλιλαία και έκανε πολλές μάχες με τα έθνη. Τα νίκησε 22και τα καταδίωξε μέχρι την πύλη της Πτολεμαΐδας. Σκότωσε απ’ αυτούς περίπου τρεις χιλιάδες άντρες και τους λαφυραγώγησε. 23Μετά παρέλαβε όσους ήταν στη Γαλιλαία και στα Άρβαττα, μαζί με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τα υπάρχοντά τους και τους έφερε στην Ιουδαία με πανηγυρισμούς.
24Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος κι ο αδερφός του ο Ιωνάθαν διαβήκαν τον Ιορδάνη και βάδισαν τρεις μέρες πορεία μέσα στην έρημο. 25Εκεί συνάντησαν τους Ναβαταίους,ιη οι οποίοι τους υποδέχτηκαν φιλικά και τους διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί στους συμπατριώτες τους, που ζούσαν στη Γαλαάδ. 26Επίσης τους είπαν ότι πολλοί απ’ αυτούς είχαν συλληφθεί στη Βοσόρρα και στη Βοσόρ, στα Άλεμα, στη Χασφώρ, στη Μακέδ και στην Καρναΐν, όλες πόλεις μεγάλες και οχυρωμένες. 27Τους είπαν επίσης ότι και στις υπόλοιπες πόλεις της Γαλαάδ είχαν συλληφθεί Ισραηλίτες κι επρόκειτο την άλλη μέρα οι εχθροί να πολιορκήσουν τα οχυρώματα για να τα κυριέψουν και να τους εξοντώσουν όλους αυτούς μέσα σε μια μέρα.
28Τότε ο Ιούδας και ο στρατός του γύρισαν αιφνιδιαστικά προς το δρόμο της ερήμου που οδηγεί στη Βοσόρρα. Την κυρίεψαν, κατέσφαξαν όλους τους άντρες της, τους λαφυραγώγησαν και έκαψαν την πόλη. 29Μετά έφυγαν και βάδισαν όλη τη νύχτα μέχρι το ιουδαϊκό οχυρό της Δαθεμά. 30Τα ξημερώματα είδαν από το παρατηρητήριο να έρχεται ένα αναρίθμητο πλήθος κι έφερναν σκάλες και μηχανήματα για να καταλάβουν το οχυρό, κι αμέσως άρχισαν κιόλας την επίθεση. 31Όταν ο Ιούδας, άκουσε από την πόλη το θόρυβο του πολέμου, τον ήχο των σαλπίγγων και τις φωνές των πολεμιστών που ανέβαιναν στην πόλη, κατάλαβε πως η μάχη είχε αρχίσει. 32Είπε τότε στους άντρες του: «Εμπρός, αγωνιστείτε σήμερα για τους συμπατριώτες μας». 33Βγήκαν λοιπόν εναντίον των εχθρών από τα νώτα τους σε τρεις ομάδες, σαλπίζοντας με τις σάλπιγγες και φωνάζοντας διάφορες προσευχές. 34Όταν ο στρατός του Τιμόθεου κατάλαβε ότι ήταν ο Μακκαβαίος, τράπηκαν όλοι σε φυγή. Τότε ο Ιούδας τους χτύπησε αμείλικτα και σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα απ’ αυτούς οκτώ χιλιάδες άντρες.
35Έπειτα στράφηκε και πολέμησε εναντίον της Αλεμά. Την κυρίεψε, σκότωσε όλους τους άντρες της, τη λαφυραγώγησε και της έβαλε φωτιά. 36Από ’κει έφυγε και κυρίεψε τη Χασφώ, τη Μακέδ, τη Βοσόρ και τις υπόλοιπες πόλεις της Γαλαάδ.
37Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Τιμόθεος συγκέντρωσε άλλον στρατό και στρατοπέδευσε μπροστά στη Ραφών πέρα από το χείμαρρο. 38Ο Ιούδας έστειλε να κατασκοπεύσουν το στρατό· οι άντρες του γύρισαν και του ανέφεραν: «Όλα τα γύρω μας έθνη έχουν σχηματίσει έναν πολύ μεγάλο στρατό υπό τις διαταγές του Τιμόθεου. 39Ακόμη και Άραβες έχουν μισθώσει για να τους βοηθήσουν, και έχουν στρατοπεδεύσει πέρα από το χείμαρρο, έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον σου».
Τότε ο Ιούδας ξεκίνησε να τους συναντήσει για πόλεμο. 40Όταν πλησίαζε με το στρατό του στο χείμαρρο, και τον είδε ο Τιμόθεος, είπε στους στρατηγούς του: «Αν ο Ιούδας περάσει προς το μέρος μας πρώτος, δεν θα μπορούμε να τον αναχαιτίσουμε και θα μας νικήσει. 41Αν όμως φοβηθεί και στρατοπεδεύσει πέρα από το ποτάμι, θα περάσουμε εμείς προς το μέρος του και τότε θα μπορέσουμε να τον νικήσουμε».
42Όταν όμως ο Ιούδας πλησίαζε στο χείμαρρο, τοποθέτησε τους αξιωματικούς του εκεί με τη διαταγή να μην αφήσουν κανένα να μείνει πίσω, αλλά να έρθουν όλοι για πόλεμο. 43Έπειτα πέρασε πρώτος αυτός το ποτάμι εναντίον των εχθρών και πίσω του ακολούθησε όλος ο στρατός του. Τότε όλα τα έθνη εκείνα διαλύθηκαν μπροστά του, πέταξαν τα όπλα τους και ζήτησαν καταφύγιο στο ναό της Καρναΐν. 44Ο Ιούδας όμως με το στρατό του κυρίεψαν την πόλη, έβαλαν φωτιά στο ναό κι έκαψαν όλους όσοι είχαν καταφύγει σ’ αυτόν. Αφού υποτάχθηκε η Καρναΐν, τα εχθρικά έθνη δεν μπορούσαν τώρα πια να αντισταθούν στον Ιούδα.
45Κατόπιν ο Ιούδας συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, που ήταν στη Γαλαάδ, μικρούς και μεγάλους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους μαζί με τα υπάρχοντά τους, πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, για να γυρίσουν στην Ιουδαία.
46Έφτασαν και στην Εφρών, μια μεγάλη πόλη και πολύ καλά οχυρωμένη. Η πόλη βρισκόταν πάνω στο δρόμο τους και δεν μπορούσαν να την παρακάμψουν ούτε από δεξιά, ούτε από αριστερά· έπρεπε να περάσουν μέσα απ’ αυτήν. 47Οι κάτοικοι της πόλης όμως τους εμπόδισαν να μπουν και έφραξαν τις πύλες με λιθάρια. 48Τότε ο Ιούδας τους έστειλε αγγελιοφόρους με φιλικές προτάσεις και τους είπε: «Αφήστε μας να περάσουμε από το έδαφός σας για να πάμε στη χώρα μας· κανένας δε θα σας βλάψει, απλώς θα περάσουμε πεζοί». Αυτοί όμως δεν ήθελαν να του ανοίξουν.
49Τότε ο Ιούδας διέταξε να ειδοποιήσουν το στρατό να σταματήσει καθένας στον τόπο που βρίσκεται. 50Παρατάχθηκαν λοιπόν όλοι οι άντρες του στρατού και πολέμησαν εναντίον της πόλης όλη εκείνη την ημέρα και τη νύχτα· στο τέλος η πόλη παραδόθηκε σ’ αυτούς. 51Ο Ιούδας θανάτωσε όλους τους άντρες και ξεθεμέλιωσε την πόλη· πήρε τα λάφυρά της και μετά πέρασε μέσα απ’ αυτήν πατώντας πάνω στους σκοτωμένους. 52Διάβηκαν τον Ιορδάνη και έφτασαν στη μεγάλη πεδιάδα μπροστά στη Βαιθσάν. 53Ο Ιούδας περιμάζευε όσους έμεναν τελευταίοι και ενθάρρυνε το λαό σ’ όλη την πορεία, μέχρις ότου έφτασαν στην Ιουδαία. 54Μετά, ανέβηκαν στο όρος Σιών με πανηγυρισμούς και πρόσφεραν ολοκαυτώματα, γιατί κανείς τους δεν είχε σκοτωθεί, μέχρις ότου γύρισαν σώοι στη χώρα τους.
Ο πραγματικός αρχηγός των Ισραηλιτών
55Τον καιρό που ο Ιούδας και ο Ιωνάθαν βρίσκονταν στη Γαλαάδ κι ο αδερφός τους ο Σίμωνας είχε πάει να επιτεθεί εναντίον της Πτολεμαΐδας στη Γαλιλαία, 56ο Ιωσήφ γιος του Ζαχαρία και ο Αζαρίας, που ήταν αρχηγοί του στρατού στην Ιουδαία, πληροφορήθηκαν τα ανδραγαθήματα και τα πολεμικά κατορθώματα εκείνων. 57Τότε είπαν: «Πάμε να πολεμήσουμε τα γύρω μας έθνη για ν’ αποκτήσουμε κι εμείς φήμη». 58Έδωσαν λοιπόν τις σχετικές διαταγές στους άντρες του στρατού τους και έκαναν επίθεση εναντίον της Ιάμνειας. 59Τότε βγήκε από την πόλη ο Γοργίας με τους άντρες του για να τους αντικρούσουν με πόλεμο. 60Νίκησαν τον Ιώσηπο και τον Αζαρία και τους καταδίωξαν μέχρι τα σύνορα της Ιδουμαίας. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν από τους Ισραηλίτες περίπου δύο χιλιάδες άντρες.
61Έτσι κατατροπώθηκαν οι Ισραηλίτες, γιατί δεν άκουσαν τον Ιούδα και τ’ αδέρφια του και νόμισαν ότι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί τα ίδια κατορθώματα. 62Αυτοί όμως δεν ήταν απόγονοι εκείνης της οικογένειας, που ο Θεός τής είχε αναθέσει να ελευθερώσει τους Ισραηλίτες. 63Έτσι ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του απέκτησαν πάρα πολύ μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Ισραηλίτες και σ’ όλα τα έθνη, όπου ακουγόταν το όνομά τους. 64Μαζεύονταν όλοι γύρω τους και τους επευφημούσαν.
65Έπειτα ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του βγήκαν να πολεμήσουν εναντίον των Εδωμιτών στα νότια της χώρας. Χτύπησαν τη Χεβρών και τις γύρω πόλεις της, γκρέμισαν τα φρούριά της και έκαψαν τους πύργους της ολόγυρα. 66Μετά ξεκίνησαν να πάνε στη Φιλισταία περνώντας μέσα από τη Σαμάρεια.ιθ 67Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν μερικοί ιερείς, που θέλησαν να βγουν σε πόλεμο χωρίς να πάρουν διαταγή από κανένα και να κάνουν ανδραγαθήματα. 68Ο Ιούδας βάδισε προς την Άζωτο, στη Φιλισταία, γκρέμισε τους βωμούς των Φιλισταίων και πυρπόλησε τα αγάλματα των θεών τους. Λαφυραγώγησε τις πόλεις τους και γύρισε στην Ιουδαία.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 6
Το τέλος του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς και ο διάδοχός του Αντίοχος Ε΄
(Β΄ Μακ 1,11-17· 9,1-29)
1Καθώς ο βασιλιάς Αντίοχος περνούσε μέσα από ορεινές χώρες έμαθε ότι στην Περσία υπήρχε μια πόλη, η Ελυμαΐδα, ονομαστή για τον πλούτο της σε ασήμι και χρυσάφι.κ 2Επίσης έμαθε ότι είχε έναν πολύ πλούσιο ναό, όπου υπήρχαν χρυσές ασπίδες, θώρακες και όπλα, τα οποία είχε αφήσει εκεί ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, γιος του Φιλίππου, ο βασιλιάς που βασίλεψε πρώτος στους Έλληνες. 3Πήγε, λοιπόν, εκεί ο Αντίοχος και προσπαθούσε να κυριέψει την πόλη και να πάρει τους θησαυρούς της. Δεν κατάφερε όμως τίποτα, γιατί οι κάτοικοι της πόλης είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα τον ερχομό του βασιλιά· 4πρόβαλαν αντίσταση, έτσι που τον εξανάγκασαν να φύγει άπρακτος και να γυρίσει με βαριά καρδιά στη Βαβυλώνα.
5Στην Περσία πήγε κάποιος και του ανάγγειλε ότι τα στρατεύματα που είχε στείλει εναντίον της Ιουδαίας εξοντώθηκαν· 6του είπε επίσης ότι πρώτος είχε πάει ο Λυσίας με ισχυρό στρατό, αλλά τράπηκε σε φυγή από τους Ιουδαίους. Αυτοί στο μεταξύ είχαν αυξήσει τη δύναμή τους σε όπλα και έμψυχο υλικό από τη λαφυραγώγηση των βασιλικών στρατευμάτων, που τα είχαν καταστρέψει. 7Επίσης του είπε ότι οι Ιουδαίοι είχαν γκρεμίσει το βδέλυγμα της ερημώσεως, που είχε στήσει ο βασιλιάς στο θυσιαστήριο της Ιερουσαλήμ, και περιέβαλαν με ψηλά τείχη το ναό, όπως ήταν πριν· τέλος ότι είχαν καταλάβει και οχυρώσει τη βασιλική πόλη της Βαιθσούρα.
8Όταν ο βασιλιάς τ’ άκουσε όλα αυτά, εξεπλάγη και ταράχτηκε. Έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος από τη στενοχώρια, γιατί τα πράγματα δεν του είχαν έρθει όπως τα περίμενε. 9Έμεινε κλινήρης για πολλές ημέρες, γιατί η λύπη του όλο και μεγάλωνε, και κατάλαβε ότι θα πεθάνει. 10Τότε κάλεσε όλους όσοι είχαν τον τίτλο “φίλοι του βασιλιά” και τους είπε: «Δεν έχω πια ύπνο κι έχω εξαντληθεί από την αγωνία. 11Αναρωτήθηκα πού οφείλεται αυτή μου η κατάθλιψη και η μεγάλη φουρτούνα της αγωνίας μου, αφού εγώ τόσους είχα ευεργετήσει και ήμουν απ’ όλους αγαπητός σαν βασιλιάς. 12Κι αναλογίζομαι τώρα τις συμφορές που προξένησα στην Ιερουσαλήμ· πήρα όλα τα χρυσά και ασημένια σκεύη, που υπήρχαν στο ναό της κι έστειλα ανθρώπους να εξαφανίσουν τους κατοίκους της Ιουδαίας χωρίς καμιά αιτία. 13Κατάλαβα, λοιπόν, ότι εκεί βρίσκεται η αιτία για όλες αυτές τις συμφορές μου. Και να τώρα που πεθαίνω σε ξένη χώρα απ’ τη μεγάλη θλίψη μου».
14Τότε κάλεσε το Φίλιππο, έναν από τους «φίλους του» και του ανέθεσε τη διακυβέρνηση όλου του βασιλείου του. 15Του έδωσε το στέμμα του, τη στολή του και το δαχτυλίδι του. Μετά του ανέθεσε την επιτροπεία του γιου του, του Αντίοχου,κα ώστε να τον προετοιμάσει να αναλάβει τη βασιλεία. 16Και πέθανε εκεί ο βασιλιάς Αντίοχος, το έτος 149.κβ
17Όταν έμαθε ο Λυσίας ότι πέθανε ο βασιλιάς Αντίοχος, όρισε αυτός διάδοχο βασιλιά το νεαρό Αντίοχο, που τον είχε αναθρέψει από παιδί· και τον ονόμασε Ευπάτορα.
Οι Ισραηλίτες πολιορκούν την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ
18Εκείνο τον καιρό, οι εχθροί που κατοικούσαν ακόμα στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, εμπόδιζαν τους Ισραηλίτες να συγκεντρώνονται στην περιοχή γύρω από το ναό· προσπαθούσαν να τους παραβλάπτουν με κάθε τρόπο, ενώ επεδίωκαν να ενισχύουν τη θέση των ειδωλολατρών. 19Ο Ιούδας, λοιπόν, αποφάσισε να τους εξοντώσει και συγκέντρωσε όλο το λαό για να τους πολιορκήσει. 20Μαζεύτηκαν, λοιπόν, οι Ισραηλίτες κι άρχισαν την πολιορκία το έτος 150·κγ κατασκεύασαν μάλιστα πολιορκητικές μηχανές και ειδικές εξέδρες για να ρίχνουν βέλη εναντίον τους.
21Μερικοί όμως από τους πολιορκημένους δραπέτευσαν και μαζί με μερικούς άπιστους Ισραηλίτες, που προσχώρησαν σ’ αυτούς, 22πήγαν στο βασιλιά Αντίοχο τον Ευπάτορα και του είπαν: «Τι περιμένεις και δεν αποφασίζεις να τιμωρήσεις τους εχθρούς μας και να τους εκδικηθείς για λογαριασμό των συμπατριωτών μας; 23Εμείς είχαμε δεχτεί να υπηρετούμε τον πατέρα σου, να εκτελούμε τις διαταγές του και να υπακούμε στους νόμους του. 24Γι’ αυτόν το λόγο οι συμπολίτες μας έγιναν εχθροί μας και πολιορκούν τώρα την ακρόπολη· και μάλιστα, όσους από μας ανακαλύπτουν, τους σκοτώνουν κι αρπάζουν τις περιουσίες τους. 25Και δεν βιαιοπραγούν μόνο ενάντια σ’ εμάς, αλλά επιτεθήκαν και σ’ όλους τους λαούς με τους οποίους συνορεύουν. 26Τώρα, λοιπόν, πολιορκούν την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ για να την κυριέψουν· κι επίσης οχύρωσαν το ναό και τη Βαιθσούρα. 27Αν δεν τους προλάβεις γρήγορα, θα κάνουν ακόμη χειρότερα και δε θα μπορείς πια να τους σταματήσεις».
Ο Λυσίας και ο Αντίοχος Ε΄ στην Ιουδαία
(Β΄ Μακ 13,1-17)
28Όταν τ’ άκουσε αυτά ο βασιλιάς οργίστηκε. Συγκέντρωσε όλους που ονομάζονταν «φίλοι του», τους αρχηγούς του στρατού του και του ιππικού. 29Ακόμη συγκέντρωσε μισθοφορικό στρατό από άλλα βασίλεια κι από τα ελληνικά νησιά. 30Έτσι, ο αριθμός του στρατού του έφτασε τους εκατό χιλιάδες πεζούς, είκοσι χιλιάδες ιππείς και τριάντα δύο ελέφαντες εκπαιδευμένους για πόλεμο. 31Πέρασαν, λοιπόν, μέσα από την Ιδουμαία και στρατοπέδευσαν εναντίον της Βαιθσούρα. Κατασκεύασαν πολιορκητικές μηχανές και την πολιορκούσαν για πολύν καιρό. Οι άντρες όμως της Βαιθσούρα βγήκαν από την πόλη και τους έβαλαν φωτιά και τους πολέμησαν με γενναιότητα.

Η μάχη της Βαιθζαχαρία
32Τότε ο Ιούδας αποσύρθηκε από την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στη Βαιθζαχαρία, απέναντι από το στρατόπεδο του βασιλιά.
33Νωρίς το επόμενο πρωί ο βασιλιάς προέλασε αστραπιαία με το στρατό του προς τη Βαιθζαχαρία. Εκεί παρέταξε τις δυνάμεις του για πόλεμο κι άρχισαν να σαλπίζουν με τις σάλπιγγες. 34Κατόπιν έδειξαν στους ελέφαντες ένα κόκκινο υγρό από σταφύλια και μούρα για να τους εξαγριώσουν και να πολεμήσουν. 35Στη συνέχεια διαίρεσαν τα θηρία σε φάλαγγες και έβαλαν μαζί με κάθε ελέφαντα χίλιους άνδρες που φορούσαν θώρακες από αλυσίδες και στο κεφάλι τους χάλκινες περικεφαλαίες· επίσης, μαζί με κάθε θηρίο είχαν παραταχθεί πεντακόσια εκλεκτά άλογα. 36Όλοι αυτοί είχαν εκπαιδευτεί από καιρό να είναι ταυτισμένοι με τους ελέφαντες, ώστε να μην αποχωρίζονται ποτέ απ’ αυτούς, όπως κι αν κινούνταν. 37Πάνω στους ελέφαντες είχαν δεθεί με ειδικούς μηχανισμούς ξύλινοι πύργοι, που κάλυπταν το σώμα του θηρίου· πάνω σε κάθε θηρίο ήταν τέσσερις εκπαιδευμένοι άντρες, που πολεμούσαν από ψηλά και μαζί τους ήταν ο Ινδός που οδηγούσε το θηρίο. 38Το υπόλοιπο ιππικό ο Λυσίας το έβαλε εκατέρωθεν του στρατού για να δίνει σήματα, και να προστατεύουν πλευρικά τις φάλαγγες. 39Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στις χρυσές και χάλκινες ασπίδες και τα βουνά φωτίζονταν απ’ αυτές και φεγγοβολούσαν σαν αναμμένοι δαυλοί. 40Ένα μέρος του βασιλικού στρατού απλώθηκε ψηλότερα, στις πλαγιές των βουνών και ένα μέρος στα χαμηλά μέρη· και προέλαυναν σταθερά και με τάξη. 41Επρόκειτο για έναν τεράστιο και ισχυρότατο στρατό. Οι φωνές του πλήθους, το βάδισμά τους και η κλαγγή των όπλων τους σκορπούσαν τον τρόμο.
42Τότε προέλασε κι ο Ιούδας με το στρατό του σε παράταξη μάχης· απ’ το στρατό του βασιλιά σκοτώθηκαν εξακόσιοι άντρες. 43Ο Ελεάζαρ, ο επονομαζόμενος Αυαράν,κδ είδε ένα από τα θηρία που ήταν προστατευμένο με βασιλικούς θώρακες και ψηλότερο απ’ όλα τα άλλα θηρία, και νόμισε ότι σ’ αυτό επέβαινε ο βασιλιάς. 44Τότε έσπευσε να σώσει το λαό του και ν’ αποκτήσει αιώνια δόξα. 45Επιτέθηκε εναντίον του ελέφαντα με θάρρος στο μέσο της φάλαγγας, σφάζοντας στρατιώτες δεξιά κι αριστερά, για ν’ ανοίγει δρόμο, 46και τέλος μπήκε κάτω από το θηρίο, το χτύπησε και το σκότωσε· ο ελέφαντας όμως έπεσε από πάνω του και τον σκότωσε κι εκείνον. 47Όταν οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν την ισχύ του βασιλικού στρατού και την αποφασιστικότητά του, οπισθοχώρησαν.
Πολιορκία της Σιών
(Β΄ Μακ 13,18-23)
48Ο βασιλιάς με το στρατό του προέλασε να πολεμήσει τους Ιουδαίους στην Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στην Ιουδαία και στο όρος Σιών. 49Έκανε ειρήνη με τους Ιουδαίους της Βαιθσούρας κι έτσι αυτοί μπόρεσαν να βγουν από την πόλη. Δεν είχαν απομείνει αρκετές τροφές εκεί και δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν άλλο την πολιορκία, γιατί ο χρόνος εκείνος ήταν έτος αγρανάπαυσης.κε 50Ο βασιλιάς κυρίεψε τη Βαιθσούρα και τοποθέτησε εκεί στρατιωτική φρουρά.
51Έπειτα πολιόρκησε το ναό για πολλές μέρες. Έστησε ειδικές εξέδρες για να ρίχνουν βέλη, και άλλες μηχανές για να ρίχνουν φωτιά, λιθάρια και βέλη. 52Οι πολιορκημένοι Ιουδαίοι κατασκεύασαν κι εκείνοι μηχανές για ν’ αντικρούσουν τις μηχανές του βασιλιά και αντιστάθηκαν για πολλές ημέρες. 53Τρόφιμα όμως δεν υπήρχαν στις αποθήκες τους, γιατί ήταν ο έβδομος χρόνος και όσοι είχαν καταφύγει στην Ιουδαία κυνηγημένοι από τους εθνικούς είχαν καταναλώσει όσα από τα αποθηκευμένα τρόφιμα είχαν απομείνει. 54Επειδή λοιπόν τους είχε θερίσει η πείνα, είχαν πάει οι περισσότεροι στα σπίτια τους και λίγοι είχαν μείνει στο ναό.
Ειρήνη με τον Λυσία και τον Αντίοχο Ε΄
(Β΄ Μακ 11,13-15)
55Στο μεταξύ ο Φίλιππος, στον οποίο ο βασιλιάς Αντίοχος Δ΄, ενώ ακόμη ζούσε, είχε αναθέσει να μεγαλώσει το γιο του τον Αντίοχο και να τον εκπαιδεύσει για να γίνει βασιλιάς, 56γύρισε από την Περσία και τη Μηδία, μαζί με το στρατό που είχε συνοδεύσει το βασιλιά, και επιδίωκε ν’ αναλάβει τον έλεγχο των βασιλικών υποθέσεων. Όταν έμαθε αυτά τα νέα ο Λυσίας, 57προετοιμάστηκε να λύσει την πολιορκία. Είπε στο νεαρό βασιλιά, στους αξιωματικούς του και στους άντρες του: «Κάθε μέρα που περνάει, όλο και καταρρέουμε· τα τρόφιμά μας λιγοστεύουν και ο τόπος που εναντίον του έχουμε στρατοπεδεύσει είναι καλά οχυρωμένος· επιπλέον έχουμε επιφορτισθεί όλες τις υποθέσεις του βασιλείου. 58Τώρα, λοιπόν, ας συνθηκολογήσουμε μ’ αυτούς εδώ τους ανθρώπους και ας κάνουμε ειρήνη μαζί τους και με όλο το έθνος τους. 59Ας τους επιτρέψουμε ν’ ακολουθούν τους νόμους τους, όπως και πρωτύτερα· γιατί εξαιτίας των νόμων τους, που εμείς τους καταργήσαμε, αυτοί εξαγριώθηκαν και έκαναν όσα έκαναν».
60Ο βασιλιάς και οι άρχοντες βρήκαν σωστή την πρόταση και έστειλαν σ’ αυτούς ανθρώπους να συνάψουν ειρήνη, και οι Ιουδαίοι δέχτηκαν. 61Ο βασιλιάς και οι άρχοντες τους έδωσαν ένορκη διαβεβαίωση, κι έτσι οι Ιουδαίοι βγήκαν από την ακρόπολη. 62Όταν όμως ο βασιλιάς Αντίοχος έφτασε στο όρος Σιών και είδε μέχρι ποιο σημείο είχε οχυρωθεί όλη η περιοχή, παρέβηκε τον όρκο του και διέταξε να γκρεμίσουν το τείχος ολόγυρα. 63Μετά έφυγε γρήγορα και γύρισε στην Αντιόχεια, όπου βρήκε το Φίλιππο να έχει κυριέψει την πόλη· πολέμησε εναντίον του και την πήρε πίσω με τη βία.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 7
Ο Δημήτριος Α΄ γίνεται βασιλιάς
(Β΄ Μακ 14,1-10)
1Το έτος 151 ο Δημήτριος, γιος του Σέλευκου, ξεκίνησε από τη Ρώμη και κατευθύνθηκε με λίγους άντρες σε μια παραθαλάσσια πόλη και αυτοαναγορεύτηκε εκεί βασιλιάς.κς 2Καθώς έμπαινε στο ανάκτορο των προγόνων του, ο στρατός συνέλαβε τον Αντίοχοκζ και το Λυσία για να τους φέρουν σ’ αυτόν. 3Αυτός όταν το έμαθε είπε: «Ούτε να τους δω δεν θέλω». 4Ο στρατός τούς σκότωσε επιτόπου κι έτσι ο Δημήτριος κατέλαβε το θρόνο.
5Τότε ήρθαν σ’ αυτόν όλοι οι άπιστοι και ασεβείς Ισραηλίτες με αρχηγό τους τον Άλκιμο, ο οποίος ήθελε να γίνει αρχιερέας. 6Αυτοί κατηγόρησαν όλους τους άλλους Ιουδαίους στο βασιλιά: «Ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του», του είπαν, «σκότωσαν όλους τους συντρόφους σου, κι εμάς μας έδιωξαν από τη χώρα μας. 7Στείλε, λοιπόν, έναν έμπιστό σου να πάει και να δει όλη την καταστροφή, που έχει προξενήσει ο Ιούδας στις περιοχές μας και στις βασιλικές κτήσεις κι ας τιμωρήσει τον Ιούδα, τ’ αδέρφια του και όλους τους συνεργάτες τους».
Βακχίδης και Άλκιμος
8Τότε ο βασιλιάς Δημήτριος διάλεξε το Βακχίδη, έναν από τους ονομαζόμενους φίλους του, που κυβερνούσε στην περιοχή πέρα από τον Ευφράτη ποταμό.κη Αυτός ήταν άνθρωπος επιφανής στο βασίλειο και έμπιστος του βασιλιά. 9Μαζί του ο Δημήτριος έστειλε και τον ασεβή Άλκιμο, τον οποίο έκανε αρχιερέα και τον διέταξε να εκδικηθεί τους Ισραηλίτες για το κακό που είχαν κάνει. 10Έφυγαν, λοιπόν, ο Άλκιμος και ο Βακχίδης και ήρθαν με πολύ στρατό στην Ιουδαία. Ο Βακχίδης έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιούδα και στ’ αδέρφια του, με προτάσεις φιλικές, αλλά δόλιες. 11Αυτοί δεν πίστεψαν στα λόγια τους, γιατί είδαν ότι είχαν έρθει με πολύ στρατό.
12Μια ομάδα γραμματέων, όμως, ήρθαν στον Άλκιμο και στο Βακχίδη και ζητούσαν να επιτύχουν δίκαιους όρους. 13Πρώτοι ήταν οι Ασιδαίοικθ από τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ζητούσαν να κάνουν ειρήνη μ’ αυτούς. 14«Ο Άλκιμος», σκέφτηκαν, «που ήρθε εδώ με στρατό, είναι ιερέας, απόγονος του Ααρών και δεν είναι δυνατό να μας κάνει κακό». 15Μίλησε, λοιπόν, μαζί τους ο Άλκιμος με ειρηνικές διαθέσεις και τους ορκίστηκε ότι δε θα έκανε κακό ούτε σ’ αυτούς ούτε τους φίλους τους. 16Εκείνοι τον εμπιστεύτηκαν. Μετά όμως συνέλαβε απ’ αυτούς εξήντα άντρες και τους σκότωσε μέσα σε μια μέρα, σύμφωνα με τη γραφή που έλεγε:
17«Τις σάρκες των αγίων σου
και το αίμα τους τα σκόρπισαν γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ,
κανείς δε βρέθηκε για να τους θάψει».
18Τότε ο λαός κυριεύτηκε από πανικό και είπαν όλοι: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι ψεύτες και ύπουλοι, αφού παραβίασαν τη συμφωνία μας και τον όρκο που έδωσαν».
19Ο Βακχίδης αναχώρησε από την Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στη Βηθζαίθ. Έστειλε και συνέλαβε πολλούς από κείνους που είχαν αυτομολήσει μαζί του, καθώς και άλλους Ιουδαίους και τους έριξε σ’ ένα μεγάλο πηγάδι. 20Έπειτα παρέδωσε τη διοίκηση της Ιουδαίας στον Άλκιμο, του άφησε και στρατό για να τον βοηθάει, κι αυτός γύρισε στο βασιλιά.
21Ο Άλκιμος τότε άρχισε αγώνα για να γίνει ο ίδιος αρχιερέας. 22Γύρω του συσπειρώθηκαν όλοι όσοι προξενούσαν αναστάτωση στο λαό. Επικράτησαν στην Ιουδαία και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους Ισραηλίτες. 23Τότε αντιλήφθηκε ο Ιούδας το κακό που είχε κάνει ο Άλκιμος και η παρέα του στους Ισραηλίτες. Ήταν μεγαλύτερο κι απ’ το κακό που τους είχαν κάνει οι ειδωλολάτρες. 24Τότε ο Ιούδας βγήκε με το στρατό του σ’ όλη την περιοχή της Ιουδαίας και εκδικήθηκε όσους είχαν αυτομολήσει προς τον Άλκιμο, έτσι που κανείς τους να μην τολμάει πια να εμφανιστεί στη χώρα. 25Όταν ο Άλκιμος είδε ότι υπερίσχυσε ο Ιούδας και οι άντρες του και ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει, πήγε πίσω στο βασιλιά και τους κατηγόρησε ότι δήθεν είχαν διαπράξει μεγάλα εγκλήματα.
Οριστική ήττα του Νικάνορα
(Β΄ Μακ 14,11-36· 15,1-36)
26Τότε ο βασιλιάς έστειλε το Νικάνορα, έναν από τους φημισμένους άρχοντές του που μισούσε και εχθρευόταν τους Ισραηλίτες, με διαταγή να εξολοθρεύσει το λαό. 27Πράγματι, ο Νικάνορας ήρθε με πολύ στρατό στην Ιερουσαλήμ και έστειλε στον Ιούδα και τα αδέρφια του, ανθρώπους με ειρηνικές προτάσεις αλλά γεμάτες δολιότητα: 28«Ας μην κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας», τους έλεγε. «Θα έρθω εγώ με λίγους άνδρες να σας γνωρίσω προσωπικά, με ειρηνικές διαθέσεις». 29Ήρθε, λοιπόν, στον Ιούδα και αντάλλαξαν τις συνήθεις φιλοφρονήσεις. Οι εχθροί όμως ήταν έτοιμοι να απαγάγουν τον Ιούδα με βία. 30Όταν όμως έγινε γνωστό στον Ιούδα ότι ο Νικάνορας είχε πάει να τον συναντήσει με δόλο, ο Ιούδας τον φοβήθηκε και δεν ήθελε πια να τον ξαναδεί. 31Ο Νικάνορας βλέποντας ότι το σχέδιό του αποκαλύφθηκε, βγήκε από την Ιερουσαλήμ για να πολεμήσει τον Ιούδα κοντά στη Χαφαρσαλαμά. 32Εκεί σκοτώθηκαν από τους άντρες του Νικάνορα περίπου πεντακόσιοι· οι υπόλοιποι κατέφυγαν στην Πόλη Δαβίδ.
33Έπειτα απ’ αυτά, ο Νικάνορας ανέβηκε στη Σιών. Μερικοί από τους ιερείς κι από τους πρεσβυτέρους του λαού βγήκαν από το ναό για να τον υποδεχτούν φιλικά και να του δείξουν τη θυσία του ολοκαυτώματος, που είχαν προσφέρει υπέρ του βασιλιά. 34Ο Νικάνορας όμως τους φέρθηκε περιπαικτικά, γελούσε εις βάρος τους, βεβήλωσε τα ιερά τους και τους μίλησε με μεγάλη υπεροψία. 35Ορκίστηκε με οργή και είπε: «Αν δεν μου παραδοθεί ο Ιούδας και ο στρατός του τώρα, όταν με το καλό ξαναγυρίσω εδώ, αυτόν τον ναό θα τον κάψω». Και βγήκε να φύγει πολύ θυμωμένος. 36Τότε οι ιερείς μπήκαν στο ναό και στάθηκαν μπροστά στο θυσιαστήριο και στο αγιαστήριο, και με κλάματα στα μάτια είπαν: 37«Κύριε, εσύ επέλεξες ετούτο τον ναό για να λατρεύεται εδώ το όνομά σου και να είναι τόπος προσευχής και παράκλησης για το λαό σου. 38Τιμώρησε, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο και το στρατό του και ας σκοτωθούν σε κάποια μάχη. Θυμήσου τις βλασφημίες τους και μην τους επιτρέψεις άλλο να ζήσουν».
39Ο Νικάνορας βγήκε από την Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε στη Βαιθωρών· εκεί ήρθε κι ενώθηκε μαζί του στρατός από τη Συρία. 40Στο μεταξύ ο Ιούδας, με τρεις χιλιάδες άντρες στρατοπέδευσε στην Ασαδά και προσευχήθηκε: 41«Κύριε, κάποτε που οι αγγελιοφόροι ενός βασιλιά σε βλασφήμησαν, βγήκε ο άγγελός σου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες απ’ αυτούς. 42Με τον ίδιο τρόπο σύντριψε εσύ μπροστά μας κι ετούτο ’δω το στράτευμα σήμερα, για να μάθουν οι υπόλοιποι να μη μιλούν προσβλητικά για το ναό σου. Τιμώρησε το Νικάνορα για την ασέβειά του».
43Στις δέκα τρεις του μήνα Αδάρ τα στρατεύματα συνεπλάκησαν σε πόλεμο και ο στρατός του Νικάνορα εξοντώθηκε. Πρώτος σκοτώθηκε ο ίδιος στη μάχη. 44Όταν ο στρατός είδε ότι σκοτώθηκε ο Νικάνορας, πέταξαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε φυγή. 45Οι Ιουδαίοι τους καταδίωξαν επί μία ολόκληρη ημέρα από την Αδασά μέχρι τη Γάζηρα. Σάλπιζαν με τις σάλπιγγες από πίσω τους συνθηματικά, 46κι από όλα τα γύρω χωριά της Ιουδαίας έβγαιναν άνθρωποι και περικύκλωναν τους εχθρούς που έφευγαν. Τότε αυτοί γύριζαν αναγκαστικά πίσω προς τους Ιουδαίους που τους καταδίωκαν. Έτσι σκοτώθηκαν όλοι στη μάχη εκείνη και δεν επέζησε ούτε ένας.
47Οι Ιουδαίοι πήραν όλα τα όπλα και άφθονη λεία από τους εχθρούς· έκοψαν το κεφάλι του Νικάνορα και το δεξί του χέρι, που το άπλωνε περήφανα εναντίον τους, και τα έφεραν και τα κρέμασαν κοντά στην Ιερουσαλήμ. 48Ο λαός ξέσπασε σε πανηγυρισμούς, και ξεχώρισαν την ημέρα εκείνη να είναι μέρα γιορτής. 49Την όρισαν να γιορτάζεται κάθε χρόνο στις δέκα τρεις του μήνα Αδάρ.
50Έτσι ησύχασε η Ιουδαία για λίγον καιρό.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 8
Πρώτη εμφάνιση των Ρωμαίων
1Ο Ιούδας είχε ακούσει για τη φήμη των Ρωμαίων, ότι αυτοί είναι μεγάλη στρατιωτική δύναμη· δέχονταν με ευχαρίστηση όλους όσοι ήθελαν να συνδεθούν μαζί τους και πρόσφεραν τη φιλία τους σε όσους προσέφευγαν σ’ αυτούς.
2Του είχαν διηγηθεί για τους πολέμους τους και τα κατορθώματά τους εναντίον των Γαλατών, και ότι τους νίκησαν και τους έκαναν φόρου υποτελείς. 3Επίσης έμαθε τι είχαν κάνει στην Ισπανία για να καταλάβουν τα ορυχεία του αργύρου και του χρυσού, που υπήρχαν εκεί· 4και ότι με την πολιτική τους σκέψη και την υπομονή τους κυρίεψαν όλη τη χώρα, μολονότι αυτή απείχε πάρα πολύ από τη Ρώμη. Χτύπησαν σκληρά και νίκησαν όσους βασιλιάδες είχαν έρθει από τα πέρατα της γης να τους πολεμήσουν, και οι υπόλοιποι κατέβαλλαν σ’ αυτούς φόρο υποτελείας κάθε χρόνο.
5Είχαν νικήσει σε πόλεμο και είχαν υποτάξει το Φίλιππο και τον Περσέα,λ βασιλιά της Μακεδονίας, που τόλμησαν να επαναστατήσουν εναντίον τους. 6Επίσης είχαν νικήσει το μεγάλο βασιλιά της Ασίας, τον Αντίοχο το Μέγα, που πολέμησε εναντίον τους με εκατόν είκοσι ελέφαντες και ιππικό και άρματα και με πάρα πολύ στρατό. 7Τον έπιασαν ζωντανό και υποχρέωσαν αυτόν και τους διαδόχους του να τους δίνουν υπέρογκο φόρο, ομήρους και ό,τι άλλο θα συμφωνούσαν, 8και να τους παραχωρήσουν την Ινδία, τη Μηδία και τη Λυδία, από τις καλύτερες επαρχίες του βασιλείου τους. Οι Ρωμαίοι τις πήραν από τον Αντίοχο και τις έδωσαν στο βασιλιά Ευμένη.λα
9Επίσης πληροφόρησαν τον Ιούδα ότι και οι Έλληνες σχεδίαζαν να κάνουν πόλεμο για ν’ αποτινάξουν το ζυγό των Ρωμαίων. 10Κι όταν οι Ρωμαίοι έμαθαν τα σχέδιά τους, έστειλαν εναντίον τους έναν στρατηγό να τους πολεμήσει. Σκότωσαν πολλούς και πήραν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους αιχμαλώτους. Κυρίεψαν τη χώρα τους και τη λεηλάτησαν, γκρέμισαν τα φρούριά τους και τους υποδούλωσαν μέχρι σήμερα. 11Επίσης όλα τα άλλα βασίλεια και τα νησιά, που κάποτε είχαν προβάλει αντίσταση στους Ρωμαίους, εκείνοι τα κατέστρεψαν και τα υποδούλωσαν. 12Με τους συμμάχους τους όμως και μ’ εκείνους που εξαρτώνταν απ’ αυτούς, οι Ρωμαίοι διατηρούσαν τη φιλία τους. Κυρίευαν βασίλεια, κοντινά και απομακρυσμένα· κι όσοι μάθαιναν τη φήμη τους τους φοβούνταν. 13Όποιους αυτοί ήθελαν να βοηθήσουν, τους βοηθούσαν και στήριζαν το βασίλειό τους· κι όποιους αυτοί ήθελαν να εκθρονίσουν, τους εκθρόνιζαν. Είχαν γίνει πολύ μεγάλη δύναμη.
14Παρ’ όλα αυτά, κανένας Ρωμαίος δεν φόρεσε ποτέ στέμμα, ούτε ντύθηκε με πορφύρα, για να αναδειχθεί μ’ αυτήν. 15Είχαν συγκροτήσει σύγκλητο, στην οποία καθημερινά τριακόσιοι είκοσι άντρες παρακάθονταν σε συμβούλιο και συσκέπτονταν συνεχώς για το λαό και την εύρυθμη διαβίωσή του. 16Αναθέτουν τη διοίκηση και τον έλεγχο όλης της χώρας σ’ έναν άνθρωπο κάθε χρόνο· όλοι υπακούουν σ’ αυτόν και δεν υπάρχει ανάμεσά τους φθόνος ή ζήλεια.
Συνθήκη του Ιούδα με τη Ρώμη
17Έτσι ο Ιούδας διάλεξε τον Ευπόλεμο, γιο του Ιωάννη, γιου του Ακκώς, και τον Ιάσονα, γιο του Ελεάζαρου και τους έστειλε στη Ρώμη να συνάψουν σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας με τους Ρωμαίους. 18Αυτό ο Ιούδας το έκανε για ν’ απαλλαγούν από την καταπίεση της Συρίας, γιατί ήταν πια σαφές ότι η βασιλεία των Ελλήνων οδηγούσε τους Ισραηλίτες στη δουλεία. 19Πράγματι, ο Ευπόλεμος και ο Ιάσων πήγαν στη Ρώμη –πολύ μεγάλο ταξίδι– παρουσιάστηκαν στη σύγκλητο και τους είπαν: 20«Ερχόμαστε εδώ ως απεσταλμένοι του Ιούδα του Μακκαβαίου, των αδερφών του και όλου του λαού των Ιουδαίων, για να συνάψουμε μαζί σας σύμφωνο ειρήνης και φιλίας και να συγκαταλεχθούμε στους συμμάχους σας και τους φίλους σας».
21Οι Ρωμαίοι βρήκαν καλές τις προτάσεις τους. 22Ακολουθεί αντίγραφο της επιστολής, που το αντέγραψαν σε χάλκινες πλάκες, και το έστειλαν στην Ιερουσαλήμ, για να θυμίζουν στους Ιουδαίους τη συμφωνία ειρήνης και φιλίας που είχαν συνάψει:
23«Ευχόμαστε οι Ρωμαίοι και το έθνος των Ιουδαίων να έχουν πάντα επιτυχίες σε θάλασσα και σε στεριά! Ας μην έχουν ποτέ πόλεμο και εχθροί να μην τους πλησιάζουν. 24Αν ξεσπάσει πόλεμος πρώτα στη Ρώμη ή στους συμμάχους τους, σ’ όλη την επικράτειά τους, 25το έθνος των Ιουδαίων υποχρεούται να παράσχει την αμέριστη βοήθειά του, ανάλογα με τις περιστάσεις. 26Δε θα προμηθεύουν ούτε θα δανείζουν στους εχθρούς των Ρωμαίων σιτάρι, όπλα, ασήμι ή πλοία, όπως συμφωνήθηκε στη Ρώμη. Οι Ιουδαίοι θα τηρήσουν αυτή τη συμφωνία χωρίς αντάλλαγμα.
27»Το ίδιο θα συμβεί αν το έθνος των Ιουδαίων εμπλακεί πρώτο σε πόλεμο· οι Ρωμαίοι αναλαμβάνουν να τους παράσχουν αμέριστη τη βοήθειά τους, ανάλογα με τις περιστάσεις. 28Δε θα δώσουν στους εχθρούς των Ιουδαίων σιτάρι, όπλα, ασήμι ή πλοία, όπως συμφωνήθηκε στη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι υποχρεούνται να τηρήσουν αυτή τη συμφωνία χωρίς δόλο.
29»Αυτοί είναι οι όροι υπό τους οποίους οι Ρωμαίοι συνάπτουν συνθήκη με το λαό των Ιουδαίων. 30Και αν μετά τη συμφωνία αυτή, τα δύο μέρη συμφωνήσουν να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν κάποιον όρο, θα είναι ελεύθεροι να το κάνουν και ο όρος θα είναι έγκυρος.
31»Ως προς το κακό, που ο βασιλιάς Δημήτριος προξενεί εναντίον των Ιουδαίων, γράψαμε σ’ αυτόν τα εξής: “γιατί καταπιέζεις τους φίλους και συμμάχους μας Ιουδαίους; 32Αν μας παραπονεθούν πάλι εναντίον σου, εμείς θα τους υποστηρίξουμε και θα σε πολεμήσουμε από θάλασσα κι από ξηρά”».
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 9
Θάνατος του Ιούδα του Μακκαβαίου
1Όταν ο Δημήτριος έμαθε πως ο Νικάνορας είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και ο στρατός του είχε νικηθεί, αποφάσισε να στείλει το Βακχίδη και τον Άλκιμο για δεύτερη φορά στην Ιουδαία, με το σπουδαιότερο μέρος του στρατού τους. 2Ο Βακχίδης και ο Άλκιμος βάδισαν προς τα Γάλγαλαλβ και στρατοπέδευσαν εναντίον της Μαισαλώθ, στα Άρβηλα. Την κυρίεψαν και σκότωσαν πολλούς. 3Τον πρώτο μήνα του έτους 152λγ στρατοπέδευσαν εναντίον της Ιερουσαλήμ. 4Από ’κει έφυγαν και πήγαν στη Βερέα με είκοσι χιλιάδες άντρες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς.
5Από την πλευρά του, ο Ιούδας είχε στρατοπεδεύσει στην Ελασά με τρεις χιλιάδες επίλεκτους άντρες. 6Όταν όμως είδαν ότι το πλήθος του στρατού ήταν μεγάλο, φοβήθηκαν πάρα πολύ. Έτσι, πολλοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο και δεν έμειναν παρά μόνον οκτακόσιοι άντρες. 7Όταν ο Ιούδας είδε ότι ο στρατός του διαλύθηκε και ότι σύντομα θα άρχιζε η μάχη, απογοητεύτηκε, γιατί δεν είχε χρόνο ν’ ανασυγκροτηθεί. 8Ξέσπασε, λοιπόν, και διάταξε όσους του είχαν απομείνει: «Πάμε να επιτεθούμε εναντίον των εχθρών μας! Μπορεί να καταφέρουμε να τους νικήσουμε».
9Εκείνοι τον απέτρεπαν και του έλεγαν: «Δε θα τα καταφέρουμε! Είμαστε πολύ λίγοι. Πάμε να φύγουμε τώρα να γλιτώσουμε, και ξαναγυρίζουμε με τους συμπατριώτες μας να πολεμήσουμε». 10Ο Ιούδας όμως απάντησε: «Προς Θεού! Δε θα κάνουμε κάτι τέτοιο, να υποχωρήσουμε! Αν ήρθε η ώρα μας να πεθάνουμε, ας το κάνουμε γενναία για χάρη των συμπατριωτών μας κι ας μην κηλιδώσουμε την φήμη μας».
11Βγήκε, λοιπόν, ο στρατός των Συρίων από το στρατόπεδο και κίνησαν να επιτεθούν στους Ιουδαίους. Το ιππικό χωρίστηκε σε δύο μέρη και οι σφενδονήτες και οι τοξότες προπορεύονταν από το στράτευμα. Όλοι όσοι βάδιζαν μπροστά ήταν γενναίοι πολεμιστές. 12Ο Βακχίδης ήταν στη δεξιά πτέρυγα· η φάλαγγα πλησίαζε από τα δύο μέρη και σάλπιζαν με τις σάλπιγγες. 13Μετά σάλπισαν και οι άντρες του Ιούδα με τις σάλπιγγες, κι όλος ο τόπος σείστηκε από τις ιαχές των δυο στρατευμάτων. Πολεμούσαν ασταμάτητα από το πρωί ως το βράδυ.
14Όταν είδε ο Ιούδας ότι ο Βακχίδης και το στήριγμα του στρατού ήταν στα δεξιά, πήρε μαζί του τους πιο θαρραλέους άντρες 15κι εξόντωσαν τη δεξιά πτέρυγα των Συρίων, και τους καταδίωξαν μέχρι το όρος Άζωτο.λδ 16Όταν η αριστερή πτέρυγα του εχθρού είδε ότι η δεξιά πτέρυγα είχε εξοντωθεί, γύρισαν και καταδίωκαν κατά πόδας τον Ιούδα και τους άντρες του. 17Η μάχη άναψε και σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δύο παρατάξεις. 18Σκοτώθηκε και ο Ιούδας, ενώ οι υπόλοιποι έφυγαν.
19Ο Ιωνάθαν και ο Σίμωνας πήραν τον αδερφό τους τον Ιούδα και τον έθαψαν στον τάφο των προγόνων τους στη Μωδεΐν. 20Όλοι οι Ισραηλίτες τον έκλαψαν· έκαναν μεγάλο θρήνο και πενθούσαν για πολλές ημέρες. 21«Πώς έγινε και σκοτώθηκε ο ισχυρός αυτός άντρας», έλεγαν, «ο σωτήρας των Ισραηλιτών!»
22Οι υπόλοιπες πράξεις του Ιούδα και τα ανδραγαθήματά του δεν καταγράφηκαν, γιατί ήταν πάρα πολλά.
Ο Ιωνάθαν ο Μακκαβαίος διαδέχεται τον αδερφό του
23Μετά το θάνατο του Ιούδα, σήκωσαν πάλι κεφάλι όσοι Ισραηλίτες είχαν απορρίψει το νόμο του Θεού, και εμφανίστηκαν πάλι σ’ όλες τις περιοχές του Ισραήλ. 24Εκείνη την εποχή ξέσπασε πάρα πολύ μεγάλη πείνα, και γι’ αυτό όλος ο λαός συμπαρατάχθηκε μαζί τους. 25Ο Βακχίδης διάλεξε ασεβείς άντρες και τους διόρισε να κυβερνούν τη χώρα. 26Αυτοί αναζητούσαν κι έβρισκαν τους φίλους του Ιούδα και τους έφερναν στο Βακχίδη, ο οποίος τους εκδικείτο και τους ταπείνωνε. 27Οι Ισραηλίτες τότε πέρασαν τέτοια δεινά, όσα δεν είχαν περάσει ούτε τον καιρό που είχαν εκλείψει οι προφήτες απ’ ανάμεσά τους.
28Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι φίλοι του Ιούδα και είπαν στον Ιωνάθαν: 29«Από τότε που πέθανε ο αδερφός σου ο Ιούδας, δε βρέθηκε άνθρωπος σαν κι αυτόν να εκστρατεύει εναντίον των εχθρών μας, εναντίον του Βακχίδη και όλων εκείνων που μισούν το έθνος μας. 30Διαλέγουμε, λοιπόν, σήμερα εσένα για να γίνεις κυβερνήτης και αρχηγός μας στη θέση του αδερφού σου και να διεξάγεις τους πολέμους μας». 31Ο Ιωνάθαν δέχτηκε την αρχηγία και πήρε τη θέση του Ιούδα του αδερφού του.
Ανταρτοπόλεμος στα ανατολικά σύνορα της Ιουδαίας
32Όταν το ’μαθε αυτό ο Βακχίδης ήθελε να σκοτώσει τον Ιωνάθαν. 33Ο Ιωνάθαν όμως κι ο αδερφός του ο Σίμωνας καθώς και όλοι οι σύντροφοί τους το πληροφορήθηκαν και κατέφυγαν στην έρημο Θεκωέ και στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Ασφάρ. 34(Ο Βακχίδης το έμαθε, ενώ ήταν Σάββατο, και πήγε μαζί με όλο το στρατό του στην περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη).λε 35Τότε ο Ιωνάθαν έστειλε τον αδερφό του τον Ιωάννη, που ήταν αρχηγός του άμαχου λαού, να παρακαλέσει τους φίλους του τους Ναβαταίουςλς να δεχτούν να αποθηκεύσουν στην περιοχή τους τις προμήθειές τους, που ήταν πολλές. 36Εκεί που πήγαιναν, όμως, βγήκαν από την πόλη Μηδαβά οι Ιαμβρίτες, έπιασαν αιχμάλωτο τον Ιωάννη μαζί με όλες του τις προμήθειες κι έφυγαν.
37Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ανακοίνωσαν στον Ιωνάθαν και στον αδερφό του το Σίμωνα ότι οι Ιαμβρίτες επρόκειτο να κάνουν κάποιον επίσημο γάμο. Η νύφη ήταν κόρη ενός από τους μεγάλους μεγιστάνες της Χαναάν, και θα την έφερναν με μεγάλη πομπή από τη Ναδαβάθ. 38Ο Ιωνάθαν κι ο Σίμων θυμήθηκαν τον αδερφό τους τον Ιωάννη κι ανέβηκαν και κρύφτηκαν σε μια κρυψώνα του βουνού. 39Σε μια στιγμή εκεί που παρατηρούσαν κάτω, άκουσαν θόρυβο από κόσμο και μετά είδαν να μεταφέρουν τεράστιες αποσκευές. Ήταν ο γαμπρός με τους φίλους του και τ’ αδέρφια του που είχαν βγει και έρχονταν να προϋπαντήσουν την άλλη πομπή με τύμπανα και άλλα μουσικά όργανα· ήταν βαριά οπλισμένοι. 40Τότε τα δυο αδέρφια βγήκαν από την ενέδρα τους και οι άντρες τους επιτεθήκαν στο καραβάνι και σκότωσαν πολλούς· όσοι επέζησαν κατέφυγαν στο βουνό ενώ οι Ιουδαίοι τούς πήραν όλα τα υπάρχοντά τους. 41Έτσι ο γάμος μεταβλήθηκε σε πένθος και οι μελωδίες σε θρήνο. 42Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιωνάθαν κι ο Σίμων πήραν εκδίκηση για το θάνατο του αδερφού τους και γύρισαν στα βαλτοτόπια του Ιορδάνη.
43Όταν ο Βακχίδης πληροφορήθηκε αυτά τα γεγονότα, ήρθε ένα Σάββατο με πολύ στρατό μέχρι τις όχθες του Ιορδάνη. 44Τότε ο Ιωνάθαν είπε στους συντρόφους του: «Ετοιμαστείτε τώρα να πολεμήσουμε για τη ζωή μας! Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαμε βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση όσο σήμερα. 45Ο εχθρός είναι μπροστά μας και τα νερά του Ιορδάνη πίσω μας, και στα πλάγια μας βρίσκεται ο βάλτος και το δάσος· δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε. 46Ελάτε, λοιπόν, να φωνάξουμε στον Κύριο του ουρανού, για να μας γλιτώσει από τους εχθρούς μας».
47Όταν άρχισε η μάχη, ο Ιωνάθαν όρμησε να χτυπήσει το Βακχίδη, αλλά εκείνος του ξέφυγε προς τα πίσω. 48Τότε ο Ιωνάθαν και οι άντρες του πήδησαν μέσα στον Ιορδάνη και πέρασαν κολυμπώντας στις απέναντι όχθες· έτσι οι Σύριοι δεν πέρασαν τον Ιορδάνη να τους κυνηγήσουν. 49Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι από τους άντρες του Βακχίδη.
Ο Βακχίδης κατοχυρώνει τη βασιλεία του
50Μετά ο Βακχίδης γύρισε στην Ιερουσαλήμ και οι Σύριοι οχύρωσαν πολλές πόλεις της Ιουδαίας με τείχη ψηλά, πύλες και αμπάρες: την Αμμαούς, τη Βαιθωρών, τη Βαιθήλ, τη Θαμναθά, τη Φαραθών και την Τεφών, καθώς και το τείχος της Ιεριχώ. 51Εγκατέστησε και φρουρά σ’ αυτές, για να παρενοχλούν τους Ισραηλίτες. 52Επίσης οχύρωσε την πόλη Βαιθσούρα και τη Γάζαρα, καθώς και την ακρόπολη στην Ιερουσαλήμ. Παντού εγκατέστησε φρουρές και αποθήκευσε μεγάλες ποσότητες τροφίμων. 53Μετά συνέλαβε ομήρους τους γιους των αρχόντων της χώρας και τους φυλάκισε στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ.
Θάνατος του Άλκιμου
54Το δεύτερο μήνα του έτους 153,λζ ο αρχιερέας Άλκιμος διέταξε να γκρεμίσουν το τείχος της εσωτερικής αυλής του ναού· αλλά έτσι γκρέμιζε κάτι που είχαν φτιάξει οι προφήτες. Όταν όμως άρχισε να γκρεμίζει το τείχος, 55ο Άλκιμος χτυπήθηκε βαριά από μια πάθηση: έκλεισε το στόμα του και παρέλυσε, και δεν μπορούσε πια να μιλήσει ούτε να δώσει εντολές για τη διαθήκη του. Έτσι τα έργα του ματαιώθηκαν 56κι αυτός πέθανε με πολλούς πόνους. 57Όταν ο Βακχίδης είδε ότι πέθανε ο Άλκιμος, γύρισε στο βασιλιά και έτσι η Ιουδαία ησύχασε για δυο χρόνια.
Νέος ανταρτοπόλεμος
Ο Βακχίδης εγκαταλείπει τη χώρα
58Τότε όλοι οι άπιστοι Ισραηλίτες έκαναν συμβούλιο και είπαν: «Ο Ιωνάθαν και οι άντρες του ζουν ήσυχοι με ειρήνη και ασφάλεια· θα φέρουμε, λοιπόν, το Βακχίδη και θα τους πιάσει όλους σε μια νύχτα». 59Έτσι πήγαν και συνεννοήθηκαν με το Βακχίδη, 60ο οποίος και ξεκίνησε να έρθει με πολύ στρατό. Παράλληλα έστειλε επιστολές κρυφά σε όλους τους συμμάχους του στην Ιουδαία, να συλλάβουν τον Ιωνάθαν και τους ανθρώπους του. Δεν τα κατάφεραν όμως, γιατί το σχέδιό τους αποκαλύφθηκε. 61Τότε ο Ιωνάθαν και οι άντρες του συνέλαβαν πενήντα περίπου άντρες από τους πρωταίτιους των ταραχών στη χώρα και τους σκότωσαν. 62Μετά ο Ιωνάθαν, ο Σίμων και οι άντρες τους κατέφυγαν στην έρημο της Βαιθβασί, έχτισαν τα χαλάσματά της και την οχύρωσαν.
63Όταν το έμαθε ο Βακχίδης, συγκέντρωσε όλο το στρατό του και κινητοποίησε τους φίλους του στην Ιουδαία. 64Μετά ήρθε και στρατοπέδευσε στη Βαιθβασί και πολέμησε εναντίον της πολλές ημέρες με πολιορκητικές μηχανές. 65Τότε ο Ιωνάθαν άφησε τον αδερφό του το Σίμωνα στην πόλη κι αυτός βγήκε με λίγους άντρες στην ύπαιθρο. 66Χτύπησε τον Οδομηρά και την οικογένειά του, καθώς και το στρατόπεδο των Φασιριτών.λη Όταν ο Βακχίδης άρχισε να επιτίθεται στους Ισραηλίτες και να ξεμακραίνει με τις στρατιωτικές δυνάμεις του, 67ο Σίμωνας και οι άντρες του βγήκαν από την πόλη και έκαψαν τις πολιορκητικές μηχανές του. 68Στη συνέχεια πολέμησαν εναντίον του Βακχίδη και τον σύντριψαν· τον πίεσαν τόσο, ώστε τα σχέδιά του για επίθεση απέτυχαν ολοσχερώς. 69Τότε οργίστηκε φοβερά εναντίον των απίστων εκείνων Ισραηλιτών που τον είχαν συμβουλεύσει να έρθει στην Ιουδαία. Σκότωσε πολλούς απ’ αυτούς κι αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του.
70Όταν το έμαθε αυτό ο Ιωνάθαν, έστειλε πρεσβευτές σ’ αυτόν με σκοπό να συνάψουν μαζί του ειρήνη και να τους δώσει πίσω τους αιχμαλώτους. 71Ο Βακχίδης δέχτηκε και συμφώνησε με τους όρους του Ιωνάθαν, και τον διαβεβαίωσε με όρκο ότι δε θα επιδίωκε πάλι να τον βλάψει σ’ όλη του τη ζωή. 72Επίσης του επέστρεψε τους αιχμαλώτους που είχε πιάσει πρωτύτερα στην Ιουδαία κι έφυγε για τη χώρα του, χωρίς καμιά σκέψη πια να ξαναγυρίσει στις περιοχές τους.
73Έτσι σταμάτησαν οι πόλεμοι στη χώρα των Ισραηλιτών. Ο Ιωνάθαν εγκαταστάθηκε στη Μαχμάς· εκεί έγινε κριτής του λαού κι εξαφάνισε τους άπιστους Ισραηλίτες από τη χώρα.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 10
Ο Δημήτριος Α΄ κάνει συμμαχία με τον Ιωνάθαν
1Το έτος 160 ο Αλέξανδρος ο Επιφανής, γιος του Αντίοχου, επιτέθηκε και κυρίεψε την Πτολεμαΐδα, όπου οι κάτοικοί της τον υποδέχτηκαν και τον ανακήρυξαν βασιλιά.λθ 2Όταν το έμαθε ο βασιλιάς Δημήτριος, συγκέντρωσε πάρα πολύ στρατό και βγήκε να τον συναντήσει και να τον πολεμήσει. 3Επίσης ο Δημήτριος έστειλε επιστολή στον Ιωνάθαν με διάφορες φιλικές προτάσεις και με την οποία του απέδιδε υπερβολικές τιμές. 4«Ας προλάβουμε», σκέφτηκε, «να κάνουμε ειρήνη μ’ αυτόν, προτού συμμαχήσει με τον Αλέξανδρο εναντίον μας. 5Είναι φυσικό να θυμηθεί όλα τα δεινά που προξενήσαμε στ’ αδέρφια του και στο έθνος του». 6Του έδωσε λοιπόν το δικαίωμα να συγκεντρώσει στρατό και να κατασκευάσει όπλα και του πρότεινε να γίνει σύμμαχός του. Επίσης του υποσχέθηκε να του δώσει πίσω τους αιχμαλώτους που κρατούσε στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ. 7Ο Ιωνάθαν ήρθε στην Ιερουσαλήμ και διάβασε τη βασιλική επιστολή μπροστά σ’ όλο το λαό και στους στρατιώτες που βρίσκονταν στην ακρόπολη. 8Όταν οι στρατιώτες της ακρόπολης άκουσαν ότι ο βασιλιάς έδωσε στον Ιωνάθαν το δικαίωμα να συγκεντρώσει στρατό, φοβήθηκαν πάρα πολύ. 9Παρέδωσαν αμέσως στον Ιωνάθαν τους ομήρους κι αυτός τους παρέδωσε ο ίδιος πίσω στους γονείς τους.
10Ο Ιωνάθαν εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ κι άρχισε να ξαναχτίζει και να ανακαινίζει την πόλη. 11Διέταξε τους εργάτες να χτίσουν τα τείχη της πόλης και να περιτειχίσουν το όρος Σιών με τετράγωνα λιθάρια για να είναι οχυρωμένο. Έτσι κι έκαναν. 12Τότε οι αλλογενείς στρατιώτες που κατείχαν τις πόλεις τις οποίες είχε οχυρώσει ο Βακχίδης, έφυγαν. 13Εγκατέλειψαν όλοι τις θέσεις τους και γύρισαν στη χώρα τους. 14Μερικοί Ισραηλίτες, όμως, που είχαν αρνηθεί να υπακούουν στο νόμο και στις προσταγές του Βακχίδη, παρέμειναν στη Βαιθσούρα, η οποία τους χρησίμευε για καταφύγιο.
Ο Αλέξανδρος διορίζει αρχιερέα τον Ιωνάθαν
15Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έμαθε για τις υποσχέσεις που έστειλε ο Δημήτριος στον Ιωνάθαν και του διηγήθηκαν τους πολέμους και τα κατορθώματα που είχε κάνει αυτός και οι συμπατριώτες του, και όλους τους αγώνες τους, 16είπε: «Πού θα βρούμε άλλον τέτοιον άνθρωπο; Ας τον κάνουμε τώρα φίλο και σύμμαχό μας». 17Μ’ αυτή τη σκέψη, λοιπόν, του έστειλε επιστολή και του έλεγε:
18«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στέλνει χαιρετισμούς στον αδερφό τουμ τον Ιωνάθαν.
19»Έχουμε ακούσει για σένα πως είσαι γενναίος κι άξιος άντρας κι ότι έχεις τη διάθεση να γίνεις φίλος μας.
20»Σήμερα, λοιπόν, σε καθιστούμε αρχιερέα του έθνους σου και θα έχεις το δικαίωμα να ονομάζεσαι φίλος του βασιλιά. Παράλληλα, από ’δω και στο εξής θα οφείλεις να συμφωνείς με όλες τις αποφάσεις μας και να διατηρείς φιλία μαζί μας».
Του έστειλε μάλιστα έναν πορφυρό μανδύα κι ένα χρυσό στεφάνι.μα 21Ο Ιωνάθαν φόρεσε την ιερή στολή τον έβδομο μήνα του έτους 160μβ με την ευκαιρία της γιορτής της Σκηνοπηγίας. Επίσης συγκέντρωσε στρατό και κατασκεύασε πολλά όπλα.
Ο Δημήτριος κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις στους Ιουδαίους
22Όταν ο Δημήτριος έμαθε όλα αυτά τα γεγονότα, στενοχωρήθηκε και είπε: 23«Γιατί επιτρέψαμε να γίνει κάτι τέτοιο; Ο Αλέξανδρος πρόλαβε κι έκανε πριν από μας φιλία με τους Ιουδαίους και τώρα η θέση του ισχυροποιείται! 24Θα γράψω, λοιπόν, κι εγώ στους Ιουδαίους για να ενθαρρύνω τη φιλία τους τάζοντάς τους αξιώματα και δώρα· έτσι θα έρθουν μαζί μου και να με βοηθήσουν».
25Μ’ αυτό λοιπόν το πνεύμα έγραψε τα εξής:
«Ο βασιλιάς Δημήτριος στέλνει χαιρετισμούς στο έθνος των Ιουδαίων. 26Μάθαμε ότι τηρήσατε τις συμφωνίες μαζί μας, ότι μείνατε πιστοί στη φιλία μας και δεν πήγατε με το μέρος των εχθρών μας, και χαρήκαμε γι’ αυτό. 27Αν εξακολουθήσετε, λοιπόν, να μας είστε πιστοί, εμείς θα σας ανταμείψουμε πλουσιοπάροχα για όλες τις υπηρεσίες σας. 28Θα σας δώσουμε πολλές απαλλαγές φόρου και άφθονα δώρα. 29Από τώρα, μάλιστα, σας χαρίζω ελευθερία και σας απαλλάσσω όλους τους Ιουδαίους από τους θρησκευτικούς φόρους, από το δασμό του αλατιού κι από τους ειδικούς βασιλικούς φόρους.
30»Από σήμερα και στο εξής παραιτούμαι από το δικαίωμά μου να εισπράττω το ένα τρίτο της συγκομιδής των γεννημάτων και το ήμισυ των καρπών των οπωροφόρων στην Ιουδαία, στις τρεις περιοχές της Σαμάρειας που προστέθηκαν σ’ αυτήν.μγ 31Η Ιερουσαλήμ θα είναι ιερή κι ελεύθερη, με τα σύνορά της, τις δεκάτες της και τους φόρους της. 32Παραιτούμαι από την εξουσία μου στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ· την παραχωρώ στον αρχιερέα, για να εγκαταστήσει σ’ αυτήν φρουρά από άντρες της δικής του επιλογής. 33Επίσης αφήνω ελεύθερους, χωρίς αντάλλαγμα, όλους τους Ιουδαίους αιχμαλώτους, που έχω συλλάβει στην Ιουδαία και είναι εγκατεστημένοι σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι αξιωματούχοι μου διατάζονται να χαρίσουν τους φόρους που πλήρωναν οι Ιουδαίοι για τα κτήνη τους. 34Όλες οι γιορτές, τα Σάββατα, οι νουμηνίες και οι καθιερωμένες μέρες, τρεις μέρες πριν τη γιορτή και τρεις μέρες μετά, ας είναι όλες μέρες απαλλαγής από φόρους ή χρέη για όλους τους Ιουδαίους, που ζουν στο βασίλειό μου. 35Κανείς δε θα έχει το δικαίωμα να παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο κανέναν Ιουδαίο για οποιαδήποτε οφειλή του.
36»Επιπλέον, παρέχεται το δικαίωμα να εγγραφούν στο βασιλικό στρατό περίπου τριάντα χιλιάδες άντρες, στους οποίους θα δίνεται ο μισθός που δίνεται σ’ όλο τον υπόλοιπο στρατό του βασιλιά. 37Μερικοί απ’ αυτούς θα τοποθετηθούν στα μεγάλα οχυρώματα του βασιλιά και άλλοι σε εμπιστευτικές θέσεις του βασιλείου· τους επιτρέπεται οι αξιωματικοί τους και οι αρχηγοί τους να προέρχονται απ’ αυτούς. Επίσης τους επιτρέπεται να τηρούν τους δικούς τους νόμους, σύμφωνα με όσα έχει διατάξει ο βασιλιάς για τους κατοίκους της Ιουδαίας.
38»Οι τρεις περιοχές της Σαμάρειας, που προστέθηκαν στην Ιουδαία, θ’ αποτελούν ενιαίο έδαφος με αυτήν, και θα θεωρούνται ότι είναι υπό ενιαία διοίκηση, αυτήν του αρχιερέα και μόνον. 39Την Πτολεμαΐδα και την περιοχή που της ανήκει τη δίνω δώρο στο ναό της Ιερουσαλήμ, για να καλύπτονται οι αναγκαίες δαπάνες του. 40Επίσης δίνω κάθε χρόνο δεκαπέντε χιλιάδες σίκλους ασήμι από τους λογαριασμούς που τηρώ στα θησαυροφυλάκιά μου. 41Και όσα ακόμα χρήματα οι αξιωματικοί μου δεν κατέβαλαν στο ναό, όπως έκαναν τα πρώτα χρόνια, από τώρα θα τα δίνουν για τις εργασίες του. 42Εκτός απ’ αυτά, θα χαρίσω στους ιερείς για την υπηρεσία τους στο ναό τις πέντε χιλιάδες σίκλους ασήμι, που έπαιρνα κάθε χρόνο ως φόρο από τα εισοδήματα του ναού. 43Όλοι όσοι χρωστάνε χρήματα ή έχουν ο,τιδήποτε άλλο χρέος προς τα βασιλικά ταμεία και καταφύγουν στο ναό των Ιεροσολύμων ή στις περιοχές που ανήκουν σ’ αυτόν, δεν θα συλλαμβάνονται· ούτε θα δημεύεται η περιουσία τους, που βρίσκεται στα όρια του βασιλείου μου. 44Όλες οι δαπάνες για την ανοικοδόμηση και για την επισκευή του ναού, θα καταβάλλονται από το βασιλικό λογαριασμό. 45Επίσης, οι δαπάνες για την ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ και για τα οχυρωματικά τους έργα, καθώς και οι δαπάνες για την ανοικοδόμηση των τειχών σ’ όλη την Ιουδαία, θα καταβληθούν όλες από το βασιλικό λογαριασμό».
Ο Ιωνάθαν στρέφεται στον Αλέξανδρο
Το τέλος του Δημητρίου
46Όταν ο Ιωνάθαν και ο λαός άκουσαν τα λόγια του Δημητρίου, δεν τα πίστεψαν ούτε τα δέχτηκαν, γιατί θυμούνταν τη μεγάλη ζημιά που είχε κάνει ο βασιλιάς αυτός στους Ισραηλίτες και πόσο τους είχε πληγώσει. 47Γι’ αυτό προτίμησαν τον Αλέξανδρο, γιατί αυτός πρώτος τους έκανε ειρηνικές προτάσεις και έτσι συμμάχησαν μαζί του όσο αυτός ζούσε.
48Ο βασιλιάς Αλέξανδρος συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και στρατοπέδευσε απέναντι στο Δημήτριο. 49Όταν οι δυο βασιλιάδες άρχισαν να πολεμούν, ο στρατός του Δημητρίου τράπηκε σε φυγή· τότε ο Αλέξανδρος τον καταδίωξε και τον κατατρόπωσε. 50Η μάχη συνεχίστηκε με μεγάλη σφοδρότητα μέχρι τη δύση του ήλιου, κι εκείνη την ημέρα σκοτώθηκε ο Δημήτριος.
Ο Αλέξανδρος ζητάει σύζυγο την κόρη του Πτολεμαίου ΣΤ΄
51Τότε ο Αλέξανδρος έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο, βασιλιά της Αιγύπτου, με τις εξής προτάσεις:
52«Έχω πλέον επιστρέψει στο βασίλειό μου και είμαι απόλυτος κύριος του θρόνου των προγόνων μου· νίκησα το Δημήτριο και ανακατέλαβα τα εδάφη μας. 53Στη συνέχεια πολέμησα το Δημήτριο και τον εξόντωσα μαζί με το στρατό του κι έτσι κατέλαβα το βασίλειό του. 54Τώρα, λοιπόν, σου προτείνω να γίνουμε σύμμαχοι. Δώσε μου την κόρη σου για γυναίκα κι εγώ ως γαμπρός σου θα προσφέρω σ’ εσένα και σ’ αυτήν δώρα αντάξια του αξιώματός σου».
55Ο βασιλιάς Πτολεμαίος απάντησε:
«Ευτυχισμένη ας είναι η ημέρα που γύρισες στη χώρα των προγόνων σου κι ανέλαβες το θρόνο του βασιλείου τους. 56Δέχομαι να κάνω μαζί σου όσα έγραψες. Έλα, λοιπόν, να με συναντήσεις στην Πτολεμαΐδα, να ιδωθούμε προσωπικά και να σε κάνω γαμπρό μου, όπως πρότεινες».
57Έτσι, ο Πτολεμαίος έφυγε από την Αίγυπτο μαζί με την κόρη του, την Κλεοπάτρα, και ήρθαν στην Πτολεμαΐδα. Ήταν το έτος 162.μδ 58Ο βασιλιάς Αλέξανδρος συναντήθηκε με τον Πτολεμαίο κι εκείνος του έδωσε την κόρη του την Κλεοπάτρα. Ο γάμος έγινε στην Πτολεμαΐδα, με ξεχωριστή βασιλική μεγαλοπρέπεια.
Ο Ιωνάθαν γίνεται βασιλικός διοικητής στην Ιουδαία
59Έπειτα ο βασιλιάς Αλέξανδρος έγραψε στον Ιωνάθαν να πάει να τον συναντήσει. 60Ο Ιωνάθαν πήγε στην Πτολεμαΐδα με πολλή μεγαλοπρέπεια και συνάντησε τους δυο βασιλιάδες. Τους πρόσφερε χρυσάφι και ασήμι και δώρα πολλά στους ίδιους και στους φίλους τους και κέρδισε την εύνοιά τους. 61Τότε μερικοί προδότες και άπιστοι Ισραηλίτες, άνθρωποι ασεβείς, συνασπίστηκαν εναντίον του Ιωνάθαν· προσπάθησαν μάλιστα να τον κατηγορήσουν στο βασιλιά, αλλά ο βασιλιάς δεν τους έδωσε σημασία. 62Αντιθέτως, διέταξε να αντικαταστήσουν τη φορεσιά του Ιωνάθαν με πορφυρή στολή, κι έτσι κι έκαναν. 63Έπειτα ο βασιλιάς τον έβαλε να καθίσει πλάι του και είπε στους μεγιστάνες του: «Βγείτε μ’ αυτόν και πηγαίνετε στο κέντρο της πόλης και διακηρύξτε να μην τον κατηγορήσει κανείς για τίποτε ούτε να του δημιουργήσει κανείς προβλήματα για οποιονδήποτε λόγο». 64Όταν οι κατήγοροι του Ιωνάθαν είδαν την τιμή που του απονεμήθηκε με αυτή τη διακήρυξη και ότι ήταν ντυμένος με πορφύρα, τράπηκαν όλοι αμέσως σε φυγή. 65Ο βασιλιάς τον τίμησε, τον κατέταξε ανάμεσα στους καλύτερους φίλους του και τον διόρισε στρατηγό και διοικητή επαρχίας. 66Μετά ο Ιωνάθαν γύρισε πανευτυχής στην Ιερουσαλήμ με ειρήνη.
Ο Δημήτριος Β΄ – Ο Ιωνάθαν νικάει τον Απολλώνιο
67Το έτος 165 ο Δημήτριος, γιος του Δημητρίου Α΄, επανήλθε από την Κρήτη στη χώρα των προγόνων του.με 68Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ανησύχησε πάρα πολύ και επέστρεψε στην Αντιόχεια. 69Ο Δημήτριος έκανε τον Απολλώνιο, τον κυβερνήτη της Κοίλης Συρίας,μς στρατηγό κι αυτός συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και στρατοπέδευσε κοντά στην Ιάμνεια. Μετά παρήγγειλε στον αρχιερέα Ιωνάθαν τα εξής:
70«Είσαι ο μόνος που τα βάζεις εναντίον μας. Εξαιτίας σου όλοι γελάνε μαζί μου και με εμπαίζουν. Με ποιο δικαίωμα στρέφεις την εξουσία σου εναντίον μας εκεί στις ορεινές περιοχές; 71Τώρα λοιπόν, αν έχεις καθόλου εμπιστοσύνη στις στρατιωτικές δυνάμεις σου, κατέβα εναντίον μας στην πεδιάδα και θ’ αναμετρηθούμε εκεί, γιατί οι δυνάμεις των πόλεων είναι μαζί μου. 72Ρώτησε να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιοι είναι με το μέρος μας, και θα σου πουν ότι δεν έχετε την ικανότητα να σταθείτε μπροστά μας, γιατί δύο φορές κατατροπώθηκαν οι πρόγονοί σου μέσα στη χώρα τους. 73Έτσι, ούτε και τώρα θα μπορέσεις ν’ αντιμετωπίσεις το ιππικό και τη μεγάλη στρατιωτική δύναμή μου εδώ κάτω στον ανοιχτό χώρο, όπου δεν υπάρχουν κρυψώνες να καταφύγεις· δεν υπάρχει ούτε ένας βράχος ούτε μία πέτρα».
74Όταν ο Ιωνάθαν άκουσε τα λόγια του Απολλώνιου αντέδρασε άμεσα. Διάλεξε αμέσως δέκα χιλιάδες άντρες και βγήκε από την Ιερουσαλήμ να συναντήσει τον αδερφό του το Σίμωνα, που είχε πάει για να τον βοηθήσει. 75Στρατοπέδευσε μπροστά στην Ιόππη, αλλά οι κάτοικοι της πόλης έκλεισαν τις πύλες με διαταγή της φρουράς του Απολλώνιου, που υπήρχε εκεί. Τότε ο Ιωνάθαν και οι άντρες του άρχισαν την επίθεση. 76Οι κάτοικοι της πόλης από φόβο τού άνοιξαν να μπει κι έτσι ο Ιωνάθαν κυρίεψε την Ιόππη. 77Όταν το ’μαθε αυτό ο Απολλώνιος, πήρε τρεις χιλιάδες ιππείς και πολύ πεζικό και προχώρησε προς την Άζωτο προσποιούμενος ότι πήγαινε ταξίδι. Στην πραγματικότητα, όμως, προωθήθηκε προς την πεδιάδα για να παρασύρει εκεί τον Ιωνάθαν, γιατί ο Απολλώνιος είχε πολύ ιππικό και είχε στηρίξει τις ελπίδες του σ’ αυτό. 78Ο Ιωνάθαν τον καταδίωξε στην Άζωτο και τα στρατεύματά τους συνεπλάκησαν. 79Ο Απολλώνιος είχε κρύψει χίλιους καβαλάρηδες πίσω από το στρατό του Ιωνάθαν. 80Ο Ιωνάθαν αντιλήφθηκε ότι υπάρχει ενέδρα στα νώτα του και ότι είχαν κυκλώσει το στρατό του χτυπώντας τους με βέλη από το πρωί ως το βράδυ. 81Ο στρατός όμως παρέμεινε στις θέσεις του χωρίς καμιά αντίδραση, όπως είχε διαταγή από τον Ιωνάθαν κι έτσι κουράστηκε το ιππικό των εχθρών. 82Τότε ο Σίμωνας έφερε το δικό του στρατό και πολέμησε το πεζικό του εχθρού· αφού το ιππικό είχε πια διαλυθεί. Έτσι εξολοθρεύτηκαν οι εχθροί και τράπηκαν σε φυγή. 83Το ιππικό σκορπίστηκε στην πεδιάδα και κατέφυγε στην Άζωτο· εκεί μπήκαν στο ναό του ειδωλολατρικού θεού τους, του Δαγών, για να σωθούν. 84Τότε ο Ιωνάθαν πυρπόλησε την Άζωτο και τις γύρω πόλεις της και πήρε τα λάφυρά τους. Έβαλε φωτιά και στο ναό του Δαγών κι έκαψε όλους όσοι είχαν καταφύγει μέσα σ’ αυτόν. 85Αυτοί που παραδόθηκαν στη σφαγή, μαζί μ’ εκείνους που κάηκαν στο ναό έφτασαν τις οχτώ χιλιάδες άντρες.
86Έπειτα ο Ιωνάθαν έφυγε από ’κει και στρατοπέδευσε μπροστά στην Ασκάλωνα· οι κάτοικοι της πόλης, όμως βγήκαν και τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. 87Στη συνέχεια ο Ιωνάθαν γύρισε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τους άντρες του και με πολλά λάφυρα.
88Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έμαθε όλα αυτά τα γεγονότα θέλησε να τιμήσει ακόμη περισσότερο τον Ιωνάθαν. 89Γι’ αυτό του έστειλε μια χρυσή πόρπη, όπως ήταν το έθιμο να δίνεται σ’ αυτούς που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια, κι ακόμα του έδωσε ιδιοκτησία την Ακκαρών μαζί με όλα τα περίχωρά της.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 11
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου εξαπατά τον Αλέξανδρο και κερδίζει τη Συρία με το μέρος του
1Ο βασιλιάς Πτολεμαίοςμζ της Αιγύπτου συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, σαν την άμμο της θάλασσας και πολλά πλοία, με σκοπό να κυριέψει με δόλο το βασίλειο του Αλέξανδρου και να το προσαρτήσει στο δικό του. 2Άρχισε, λοιπόν, να περιοδεύει τη Συρία προβαίνοντας σε ειρηνικές διακηρύξεις προς κάθε κατεύθυνση. Οι κάτοικοι των πόλεων άνοιγαν τις πύλες και τον υποδέχονταν, γιατί υπήρχε διαταγή από το βασιλιά Αλέξανδρο να δέχονται τον Πτολεμαίο, επειδή ήταν πεθερός του. 3Μπαίνοντας όμως ο Πτολεμαίος στις πόλεις, εγκαθιστούσε σ’ αυτές φρουρές από τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις. 4Όταν έφτασε στην Άζωτο, του έδειξαν το ναό του Δαγών που ήταν καμένος, τα περίχωρά της πόλης όλα κατεστραμμένα και πτώματα σκορπισμένα παντού· επίσης του έδειξαν τα πτώματα που ο Ιωνάθαν είχε βάλει σε σωρούς από ’δω κι από ’κει στο δρόμο, γιατί από ’κει θα περνούσε ο Πτολεμαίος. 5Διηγήθηκαν, λοιπόν, στο βασιλιά όσα είχε κάνει ο Ιωνάθαν, για να τον κατηγορήσουν σ’ αυτόν. Ο βασιλιάς όμως δε μίλησε. 6Ο Ιωνάθαν υποδέχτηκε το βασιλιά στην Ιόππη με τιμές, κι αφού αντάλλαξαν επίσημες φιλοφρονήσεις, διανυκτέρευσαν στην πόλη. 7Στη συνέχεια ο Ιωνάθαν συνόδευσε το βασιλιά μέχρι τον ποταμό Ελεύθερο,μη κι ύστερα γύρισε στην Ιερουσαλήμ. 8Έτσι ο Πτολεμαίος κυρίεψε τις παραλιακές πόλεις μέχρι την παραθαλάσσια Σελεύκεια, κι εξακολούθησε να καταστρώνει υστερόβουλα σχέδια εναντίον του Αλεξάνδρου.
9Έστειλε πρεσβευτές στο βασιλιά Δημήτριομθ με την εξής πρόταση:
«Έλα να συνάψουμε συμφωνία. Θα σου δώσω την κόρη μου, που είναι σύζυγος του Αλέξανδρου και έτσι θα βασιλέψεις εσύ στο βασίλειο του πατέρα σου. 10Μετάνιωσα που έδωσα σ’ αυτόν την κόρη μου, γιατί επιδίωξε να με σκοτώσει».
11Ο Πτολεμαίος κατηγόρησε τον Αλέξανδρο, γιατί ο τελευταίος ήθελε να του πάρει το βασίλειο. 12Πήρε λοιπόν την κόρη του απ’ τον Αλέξανδρο και την έδωσε στο Δημήτριο· διέκοψε κάθε σχέση με τον Αλέξανδρο κι έτσι δημοσιοποιήθηκε η έχθρα τους. 13Έπειτα ο Πτολεμαίος μπήκε στην Αντιόχεια και φόρεσε το στέμμα της Ασίας. Έτσι φόρεσε δύο στέμματα: το στέμμα της Ασίας και το στέμμα της Αιγύπτου.
Θάνατος του Αλέξανδρου και του βασιλιά της Αιγύπτου
14Εκείνο τον καιρό ο βασιλιάς Αλέξανδρος βρισκόταν στην Κιλικία, γιατί οι κάτοικοι εκείνων των περιοχών είχαν επαναστατήσει. 15Όταν όμως έμαθε αυτά που είχε κάνει ο Πτολεμαίος, ήρθε εναντίον του για να τον πολεμήσει. Ο Πτολεμαίος βγήκε να τον αντιμετωπίσει με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και τον κατατρόπωσε. 16Κι όταν ο βασιλιάς Πτολεμαίος έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του, ο Αλέξανδρος κατέφυγε στην Αραβία για να βρει προστασία. 17Εκεί όμως ένας Άραβας, ο Ζαβδιήλ, του ’κοψε το κεφάλι και το έστειλε στον Πτολεμαίο. 18Μετά από τρεις μέρες πέθανε κι ο Πτολεμαίος· τότε οι κάτοικοι των οχυρωμένων πόλεων κατέσφαξαν τους στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί ως φρουρά σ’ αυτές. 19Έτσι έγινε βασιλιάς ο Δημήτριος το έτος 167.ν
Συμμαχία μεταξύ Ιωνάθαν και Δημητρίου Β΄
20Εκείνο τον καιρό ο Ιωνάθαν συγκέντρωσε τους κατοίκους της Ιουδαίας με σκοπό να ανακαταλάβουν την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ και έστησε πολλές πολιορκητικές μηχανές εναντίον της. 21Μερικοί ασεβείς Ιουδαίοι, όμως, που μισούσαν το έθνος τους, πήγαν στο βασιλιά Δημήτριο και τον πληροφόρησαν ότι ο Ιωνάθαν είχε πολιορκήσει την ακρόπολη. 22Αυτός όταν το άκουσε οργίστηκε. Ξεκίνησε αμέσως και μετέφερε το αρχηγείο του στην Πτολεμαΐδα, και έγραψε στον Ιωνάθαν να λύσει την πολιορκία της ακρόπολης και να πάει να τον συναντήσει στην Πτολεμαΐδα το συντομότερο δυνατόν, για να έχουν διαβουλεύσεις.
23Όταν ο Ιωνάθαν τα πληροφορήθηκε αυτά, διέταξε να εξακολουθήσουν την πολιορκία. Διάλεξε όμως μερικούς από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και μερικούς ιερείς για συνοδεία και ανέλαβε ο ίδιος τον κίνδυνο του ταξιδιού. 24Πήρε μαζί του ασήμι, χρυσάφι, ενδυμασίες και πολλά και διάφορα άλλα δώρα κι επισκέφθηκε το βασιλιά στην Πτολεμαΐδα κερδίζοντας την εύνοιά του. 25Έτσι, μολονότι τον είχαν κατηγορήσει μερικοί ασεβείς συμπατριώτες του, 26ο βασιλιάς τον μεταχειρίστηκε όπως και οι προκάτοχοί του βασιλιάδες και τον τίμησε μπροστά σ’ όλους τους φίλους του. 27Του ξανάδωσε την αρχιεροσύνη και όλες τις άλλες τιμές που είχε προηγουμένως και τον όρισε να είναι πρώτος ανάμεσα στους φίλους του.
28Ο Ιωνάθαν ζήτησε από το βασιλιά να εξαιρέσει από τη φορολογία την Ιουδαία και τις τρεις περιφέρειες της Σαμάρειας,να και του υποσχέθηκε να του δώσει τριακόσια τάλαντα. 29Ο βασιλιάς συμφώνησε και κατάρτισε έγγραφο προς τον Ιωνάθαν για όλα αυτά τα θέματα ως εξής:
30«Ο βασιλιάς Δημήτριος στέλνει χαιρετισμούς στον αδερφόνβ του τον Ιωνάθαν και στο έθνος των Ιουδαίων.
31»Το αντίγραφο της επιστολής που γράψαμε στο Λασθένη το συγγενή μας για σας, το στέλνουμε και σ’ εσάς για να ενημερωθείτε σχετικά:
32“Ό βασιλιάς Δημήτριος στέλνει χαιρετισμούς στον πατρικό του φίλο, το Λασθένη. 33Αποφάσισα να ευεργετήσω το έθνος των Ιουδαίων που διάκειται φιλικά απέναντί μας και διατηρεί τη συμφωνία που κάναμε. 34Κατακυρώνω, λοιπόν, σ’ αυτούς την περιοχή της Ιουδαίας και τους τρεις νομούς: Αφαίρεμα, Λύδδα και Ραθαμίν, που προσαρτώνται στην Ιουδαία από την περιοχή της Σαμάρειας, μαζί με όλα τα εδάφη που τους ανήκουν. Αυτό είναι προς όφελος αυτών που πάνε να θυσιάσουν στα Ιεροσόλυμα, γιατί τους απαλλάσσουμε από το φόρο που έπαιρνε απ’ αυτούς ο βασιλιάς κάθε χρόνο στο παρελθόν, από τα προϊόντα της γης και τους καρπούς των δέντρων. 35Επίσης τους απαλλάσσω από κάθε άλλη πληρωμή που μου οφείλουν. Τους χαρίζω τις δεκάτες και τους συνήθεις φόρους, τους φόρους για τις αλυκές και τους ειδικούς βασιλικούς δασμούς. 36Δεν πρόκειται να αθετήσω τίποτε απ’ αυτά από τώρα και για πάντα.
37”Τώρα, λοιπόν, φροντίστε να κάνετε αντίγραφο αυτού του εγγράφου και να δοθεί στον Ιωνάθαν και να τοποθετηθεί στο όρος του ναού σε εμφανές μέρος”».
Ο Ιωνάθαν σώζει το Δημήτριο Β΄ από μεγάλο κίνδυνο
38Όταν ο βασιλιάς Δημήτριος είδε ότι η χώρα ηρέμησε και οι επαναστάσεις εναντίον του σταμάτησαν, διέλυσε το στρατό του και τους έστειλε όλους στα σπίτια τους, εκτός από το στρατό των ξένων, που τους είχε στρατολογήσει από τα ελληνικά νησιά. Γι’ αυτό και τον μίσησαν όλοι αυτοί οι στρατιώτες, που είχαν υπηρετήσει υπό τις διαταγές των προκατόχων του. 39Κάποιος Τρύφων, που προηγουμένως ανήκε στο περιβάλλον του Αλέξανδρου, όταν είδε ότι όλος ο στρατός ήταν δυσαρεστημένος εναντίον του Δημητρίου, πήγε σ’ έναν Άραβα, τον Ειμαλκουέ, ο οποίος ανέτρεφε το μικρό γιο τού Αλέξανδρου, τον Αντίοχο,νγ 40και τον πίεζε πολύ να του παραδώσει το παιδί, για να τον κάνει βασιλιά στη θέση του πατέρα του. Έμεινε εκεί πολλές μέρες και του διηγήθηκε όσα είχε κάνει ο Δημήτριος καθώς και την έχθρα που αισθανόταν εναντίον του ο στρατός του.
41Από την πλευρά του ο Ιωνάθαν παράγγειλε στο βασιλιά Δημήτριο ν’ απομακρύνει τις φρουρές από την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ κι από τα οχυρά της Ιουδαίας, γιατί οι στρατιώτες τους βρίσκονταν διαρκώς σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες. 42Ο Δημήτριος έστειλε πρεσβευτές στον Ιωνάθαν και του απάντησε: «Όχι μόνον αυτά που ζητάς θα κάνω σ’ εσένα και στο έθνος σου, αλλά με πρώτη ευκαιρία θα σας δοξάσω με κάθε τιμή. 43Τώρα όμως καλά θα κάνεις να μου στείλεις άντρες να πολεμήσουν στο πλευρό μου, γιατί όλος ο στρατός μου έχει διαλυθεί».
44Ο Ιωνάθαν του έστειλε στην Αντιόχεια τρεις χιλιάδες άντρες δυνατούς κι εμπειροπόλεμους κι ο βασιλιάς όταν τους είδε χάρηκε ιδιαίτερα. 45Τότε συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι στο κέντρο της πόλης, περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες, αποφασισμένοι να σκοτώσουν το βασιλιά. 46Ο Δημήτριος κατέφυγε στα ανάκτορα, αλλά οι κάτοικοι έπιασαν τα περάσματα της πόλης κι άρχισαν να πολεμούν. 47Εκείνος κάλεσε τους Ιουδαίους να τον βοηθήσουν, κι αυτοί συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω του. Μετά διασκορπίστηκαν στην πόλη και σκότωσαν εκείνη την ημέρα περίπου εκατό χιλιάδες άντρες. 48Στη συνέχεια έκαψαν την πόλη και τη λαφυραγώγησαν. Έτσι ο βασιλιάς γλίτωσε. 49Όταν είδαν οι κάτοικοι της Αντιόχειας ότι οι Ιουδαίοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι της πόλης, έχασαν το θάρρος τους και φώναζαν ικετευτικά στο βασιλιά: 50«Κάνε ειρήνη μαζί μας! Δώσε διαταγή στους Ιουδαίους να πάψουν να μας πολεμούν και να καταστρέφουν την πόλη». 51Ταυτόχρονα πέταξαν τα όπλα κι έκαναν ειρήνη. Έτσι οι Ιουδαίοι απέκτησαν μεγάλη εκτίμηση στα μάτια του Δημητρίου και των υπηκόων του και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με πολλά λάφυρα.
Ο Ιωνάθαν στην υπηρεσία του αντιβασιλέα Αντιόχου ΣΤ΄
52Ο βασιλιάς Δημήτριος εδραιώθηκε στο θρόνο του και στη χώρα επικρατούσε ειρήνη υπό την κυριαρχία του. 53Δεν τήρησε όμως τίποτε απ’ όσα είχε υποσχεθεί στον Ιωνάθαν. Άρχισε να γίνεται εχθρικός και δεν του ανταπέδωσε τις εξυπηρετήσεις που είχε δεχτεί απ’ αυτόν· συνέχισε μάλιστα να τον παρενοχλεί με επιθέσεις εναντίον του.
54Πολύ αργότερα γύρισε ο Τρύφων με το νέο παιδί μαζί του, τον Αντίοχο, ο οποίος έγινε βασιλιάς και φόρεσε το στέμμα. 55Με το νεαρό βασιλιά συμπαρατάχθηκαν όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν διαλυθεί από το Δημήτριο· πολέμησαν εναντίον του Δημητρίου, τον νίκησαν και τον έτρεψαν σε φυγή. 56Ο Τρύφων, κυρίαρχος των πολεμικών ελεφάντων, κατέλαβε μ’ αυτούς την Αντιόχεια.
57Τότε ο Αντίοχος ο νεότερος έγραψε στον Ιωνάθαν τα εξής: «Σε καθιστώ αρχιερέα· σε διορίζω κυβερνήτη στις τέσσερις περιοχέςνδ και σε συγκαταλέγω στους φίλους του βασιλιά». 58Στη συνέχεια του έστειλε δώρα χρυσά αντικείμενα και επιτραπέζια σκεύη και του επέτρεψε να πίνει σε χρυσά κύπελα, να φοράει πορφύρα και να χρησιμοποιεί χρυσή πόρπη. 59Τον αδερφό του το Σίμωνα τον έκανε στρατηγό στην περιοχή από τη Σκάλα της Τύρου μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου.
60Τότε ο Ιωνάθαν βγήκε από την Ιερουσαλήμ και άρχισε να περιέρχεται τη χώρα πέρα από τον ποταμό στις πόλεις που ήταν εκεί· όλος ο στρατός της Συρίας πήγε μαζί του. Μετά ήρθε στην Ασκάλωνα και οι κάτοικοι της πόλης τον υποδέχτηκαν με τιμές. 61Από ’κει έφυγε για τη Γάζα. Οι κάτοικοι της Γάζας όμως του έκλεισαν τις πύλες. Αυτός πολιόρκησε την πόλη, και τα περίχωρά της τα λεηλάτησε και τα έκαψε. 62Τότε οι κάτοικοι της Γάζας ζήτησαν κι έκαναν συνθήκη με τον Ιωνάθαν. Εκείνος πήρε αιχμαλώτους τα παιδιά των αρχόντων της πόλης και τα έστειλε στην Ιερουσαλήμ. Μετά διέσχισε τη χώρα μέχρι τη Δαμασκό.
63Ο Ιωνάθαν πληροφορήθηκε ότι οι στρατηγοί του Δημητρίου είχαν έρθει στην Κάδης της Γαλιλαίας με πολύ στρατό για να τον εμποδίσουν να εκπληρώσει την αποστολή του. 64Πήγε, λοιπόν, να τους αντιμετωπίσει, αλλά άφησε τον αδερφό του το Σίμωνα στην Ιουδαία.
65Ο Σίμων στρατοπέδευσε εναντίον της Βαιθσούρας και την απέκλεισε με πολιορκία για πολλές ημέρες. 66Οι κάτοικοί της ζήτησαν να συνάψουν ειρήνη μαζί του κι αυτός συμφώνησε. Τους έδιωξε από την πόλη, την κατέλαβε και τοποθέτησε σ’ αυτήν φρουρά.
67Ο Ιωνάθαν και ο στρατός του στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ και το πρωί μπήκαν στην κοιλάδα Ασώρ. 68Ένα τμήμα, όμως, του στρατού των Συρίων του είχε στήσει παγίδα στα βουνά, ενώ το κύριο σώμα του στρατού τους του επιτέθηκε στην πεδιάδα. 69Όταν οι άντρες της ενέδρας βγήκαν από τις κρυψώνες τους κι άρχισαν να πολεμούν, οι άντρες του Ιωνάθαν τράπηκαν όλοι σε φυγή. 70Κανείς δεν έμεινε εκτός από το Ματταθία, γιο του Αβεσσαλώμ, και τον Ιούδα, γιο του Χαλφί, που ήταν αρχηγοί του στρατού. 71Τότε ο Ιωνάθαν έσχισε τα ρούχα του, έβαλε χώμα στο κεφάλι τουνε και προσευχήθηκε. 72Μετά γύρισε πίσω και πολέμησε τους εχθρούς και τους έτρεψε σε φυγή. 73Όταν το είδαν αυτό οι άντρες του, που είχαν τραπεί σε φυγή, γύρισαν κοντά του να τον βοηθήσουν· τους καταδίωξαν μαζί μέχρι την Κάδης και μέχρι το εχθρικό στρατόπεδο και κατασκήνωσαν εκεί. 74Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν από τους εχθρούς περίπου τρεις χιλιάδες άντρες. Έπειτα ο Ιωνάθαν γύρισε στην Ιερουσαλήμ.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 12
Οι συμμαχίες του Ιωνάθαν με τη Ρώμη και τη Σπάρτη
1Όταν ο Ιωνάθαν κατάλαβε ότι οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές, διάλεξε πρεσβευτές και τους έστειλε στη Ρώμη για να ανανεώσει τη φιλία με τους Ρωμαίους. 2Επίσης έστειλε επιστολές στη Σπάρτη και σε άλλες πόλεις με ανάλογο περιεχόμενο. 3Οι πρεσβευτές πήγαν στη Ρώμη, παρουσιάστηκαν στη σύγκλητο και είπαν: «Ερχόμαστε ως απεσταλμένοι του αρχιερέα Ιωνάθαν και του ιουδαϊκού έθνους για ν’ ανανεώσουμε τη φιλία και τη συμμαχία, την οποία έχουμε στο παρελθόν υπογράψει μαζί σας». 4Οι Ρωμαίοι τούς έδωσαν συστατικές επιστολές για τους κατά τόπους κυβερνήτες, ώστε να τους επιτρέψουν να περνούν ανενόχλητοι από τις χώρες τους, καθώς θα επέστρεφαν στην Ιουδαία.
5Το περιεχόμενο της επιστολής που ο Ιωνάθαν έστειλε στους Σπαρτιάτες είναι το εξής:
6«Ο αρχιερέας Ιωνάθαν, οι πρεσβύτεροι του έθνους, οι ιερείς και όλος ο ιουδαϊκός λαός στέλνουν χαιρετισμούς στον αδερφό λαό των Σπαρτιατών. 7Στο παρελθόν είχαν σταλεί επιστολές στον αρχιερέα Ονία από το βασιλιά σας Άρειο,νς οι οποίες έλεγαν ότι είστε αδέρφια μας, όπως δείχνει το επισυναπτόμενο αντίγραφο. 8Ο Ονίας είχε δεχτεί τότε τον απεσταλμένο σας με τιμές και δέχτηκε τις επιστολές, οι οποίες σαφώς μιλούσαν για συμμαχία και φιλία. 9Βέβαια εμείς δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιες συμμαχίες, αφού κατέχουμε τα ιερά βιβλία που μας ενισχύουν, αλλά 10αποφασίσαμε να στείλουμε πρεσβευτές για ν’ ανανεώσουμε την αδερφική και φιλική σχέση μας μαζί σας, ώστε να μην αποξενωθούμε από σας, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μας στείλατε εκείνες τις επιστολές. 11Εμείς σε κάθε εποχή, στις γιορτές και στις άλλες επίσημες ημέρες σάς θυμόμαστε αδιάκοπα όταν προσφέρουμε θυσίες και προσευχές στο Θεό μας, όπως άλλωστε επιβάλλεται και είναι πρέπον να θυμόμαστε τους αδερφούς μας. 12Χαιρόμαστε μάλιστα για τη δόξα σας. 13Εμάς μας βρήκαν πολλές συμφορές και πολλοί πόλεμοι από τους γύρω μας βασιλιάδες. 14Δε θέλαμε όμως να ενοχλήσουμε εσάς και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας μ’ αυτούς τους πολέμους μας. 15Εμείς έχουμε βοήθεια από τον Κύριο. Αυτός μας βοήθησε και γλιτώσαμε από τους εχθρούς μας, που τους νικήσαμε.
16»Επιλέξαμε λοιπόν το Νουμήνιο, γιο του Αντιόχου, και τον Αντίπατρο, γιο του Ιάσονα, και τους στείλαμε στους Ρωμαίους για ν’ ανανεώσουμε μ’ αυτούς τη φιλία μας και την παλιά συμμαχία μας. 17Τους δώσαμε επίσης εντολή να έρθουν και σ’ εσάς με τους χαιρετισμούς μας και να σας παραδώσουν τις επιστολές μας σχετικά με την ανανέωση της φιλίας μας και της συναδέλφωσης των λαών μας. 18Τώρα, λοιπόν, θα χαρούμε να μας απαντήσετε σχετικά με τα παραπάνω».
19Το αντίγραφο της επιστολής που είχαν στείλει στον Ονία είναι το εξής:
20«Ο Άρειος, βασιλιάς των Σπαρτιατών, στέλνει χαιρετισμούς στον αρχιερέα Ονία. 21Βρέθηκε γραμμένο για τους Σπαρτιάτες και τους Ιουδαίους ότι είναι αδερφοί λαοί και ότι κατάγονται και οι δύο λαοί από τον Αβραάμ. 22Τώρα λοιπόν που το ανακαλύψαμε αυτό, γράψτε μας, παρακαλούμε, σχετικά με την ευημερία σας. 23Εμείς σας απαντούμε γραπτώς, ότι τα κτήνη σας και τα υπάρχοντά σας είναι δικά μας και τα δικά μας είναι δικά σας. Και δίνουμε εντολή στους απεσταλμένους μας να σας διαβεβαιώσουν για όλα αυτά και προφορικά».
Μάχες με στρατιωτικά τμήματα και συμμάχους του Δημητρίου Β΄
24Όταν ο Ιωνάθαν άκουσε ότι οι στρατηγοί του Δημητρίου γύρισαν για να τον πολεμήσουν με στρατό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως, 25ξεκίνησε από την Ιερουσαλήμ και βάδισε εναντίον τους στην Αμαθίτιδα χώρα,νζ με σκοπό να τους στερήσει κάθε ευκαιρία να εισβάλουν στη χώρα του. 26Έπειτα έστειλε κατασκόπους στο στρατόπεδό τους, οι οποίοι γύρισαν και του είπαν ότι οι εχθροί παρατάσσονταν για να του επιτεθούν τη νύχτα. 27Όταν βασίλευε ο ήλιος, ο Ιωνάθαν διέταξε τους άντρες του να αγρυπνούν οπλισμένοι και έτοιμοι για να πολεμήσουν όλη τη νύχτα. Επίσης έβαλε και προφυλακές γύρω από το στρατόπεδο. 28Έτσι, όταν οι εχθροί έμαθαν ότι ο Ιωνάθαν και οι άντρες του ήταν έτοιμοι για πόλεμο πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας όμως αναμμένες τις φωτιές στο στρατόπεδό τους. 29Ο Ιωνάθαν κι ο στρατός του ως το πρωί δεν τους αντιλήφθηκαν ότι είχαν φύγει, γιατί έβλεπαν τις φωτιές να καίνε. 30Το πρωί τους καταδίωξαν αλλά δεν τους πρόλαβαν, γιατί εκείνοι είχαν ήδη περάσει τον ποταμό Ελεύθερο.
31Τότε ο Ιωνάθαν στράφηκε ενάντια σε μια αραβική φυλή που ονομάζονταν Ζαβαδαίοι, τους χτύπησε και τους λαφυραγώγησε. 32Από ’κει έφυγε και ήρθε στη Δαμασκό διατρέχοντας όλη την περιοχή.
33Στο μεταξύ ο Σίμων βγήκε από την Ιερουσαλήμ για εκστρατεία και προχώρησε μέχρι την Ασκάλωνα και τις γύρω οχυρές πόλεις. Από ’κει στράφηκε εναντίον της Ιόππης, την κυρίεψε, 34και τοποθέτησε στρατιωτική φρουρά στην πόλη, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι οι κάτοικοι είχαν σκοπό να παραδώσουν το οχυρό της στους άντρες του Δημητρίου.
Ο Ιωνάθαν χτίζει οχυρά στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ
35Όταν ο Ιωνάθαν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού και συσκέφθηκε μαζί τους για να χτίσουν οχυρά στην Ιουδαία, 36να αυξήσουν το ύψος των τειχών της Ιερουσαλήμ και να ανεγείρουν ένα μεγάλο τοίχο που να χωρίζει την ακρόπολη από την πόλη. Έτσι οι στρατιώτες του Δημητρίου θα απομονώνονταν μέσα στην ακρόπολη και δε θα μπορούσαν να πηγαίνουν και να κάνουν αγοραπωλησίες σ’ αυτήν. 37Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι να χτίσουν την πόλη γιατί ένα μέρος της ανατολικής πλευράς του τείχους, κοντά στο χείμαρρο των Κέδρων, είχε πέσει. Επίσης επισκεύασαν και το τμήμα που ονομαζόταν Χαφεναθά.
38Ακόμη ο Σίμων ανοικοδόμησε την Αδιδά στη Σεφήλα, την οχύρωσε και τοποθέτησε πύλες και αμπάρες.
Ο Ιωνάθαν συλλαμβάνεται από τον προδότη Τρύφωνα
39Ο Τρύφων όμως επιδίωκε να κυριαρχήσει στη Μείζονα Συρία και να στεφθεί βασιλιάς της, αφού σκοτώσει το βασιλιά Αντίοχο ΣΤ΄. 40Φοβόταν, όμως, πως ο Ιωνάθαν θα τον εμπόδιζε στα σχέδιά του και θα του κήρυττε τον πόλεμο. Γι’ αυτό και ζητούσε τρόπο να συλλάβει τον Ιωνάθαν και να τον θανατώσει. Ξεκίνησε, λοιπόν, και ήρθε στη Βαιθσάν. 41Ο Ιωνάθαν βγήκε να τον αντιμετωπίσει στη Βαιθσάν με στρατό σαράντα χιλιάδες επίλεκτους άντρες. 42Όταν ο Τρύφων είδε ότι ο Ιωνάθαν είχε πάει με πολύ στρατό, φοβήθηκε να τα βάλει μαζί του. 43Αντίθετα, μάλιστα, τον υποδέχτηκε με τιμές και τον παρουσίασε σ’ όλους τους φίλους του· του πρόσφερε δώρα, και διέταξε τους φίλους του και το στρατό του να υπακούουν σ’ αυτόν όπως στον ίδιο. 44Τότε είπε στον Ιωνάθαν: «Γιατί ταλαιπώρησες όλον αυτό το στρατό, αφού δεν έχουμε πόλεμο μεταξύ μας; 45Στείλε τους όλους στα σπίτια τους! Διάλεξε λίγους άντρες να τους έχεις για συνοδεία σου κι έλα μαζί μου στην Πτολεμαΐδα να σου την παραδώσω μαζί με τα γύρω οχυρά και τα στρατιωτικά τους τμήματα και τους αρχηγούς τους. Μετά εγώ θα γυρίσω πίσω, γιατί μόνο γι’ αυτό το σκοπό βρίσκομαι εδώ».
46Ο Ιωνάθαν τον πίστεψε κι έκανε όπως του είπε: Έστειλε το στρατό του πίσω στην Ιουδαία, 47κρατώντας μαζί του μόνο τρεις χιλιάδες άντρες, από τους οποίους δύο χιλιάδες τους άφησε στη Γαλιλαία και πήρε μαζί του τους χίλιους. 48Όταν όμως ο Ιωνάθαν μπήκε στην Πτολεμαΐδα, οι κάτοικοί της έκλεισαν τις πύλες, συνέλαβαν τον ίδιο και σκότωσαν όλους τους άντρες που είχαν μπει μαζί του στην πόλη.
49Στη συνέχεια ο Τρύφων έστειλε στρατό και ιππικό στη Γαλιλαία και στην πεδιάδα Ιζρεέλ, για να εξολοθρέψει τους υπόλοιπους άντρες του Ιωνάθαν. 50Όταν αυτοί κατάλαβαν ότι ο Ιωνάθαν και οι άντρες του συνελήφθησαν και θανατώθηκαν, έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλο, ανασυντάχθηκαν και βάδιζαν έτοιμοι για πόλεμο. 51Οι εχθροί που τους καταδίωκαν αντιλήφθηκαν ότι αυτοί ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για τη ζωή τους, και ξαναγύρισαν στον Τρύφωνα. 52Ύστερα ο στρατός των Ιουδαίων ήρθε σώος στην πατρίδα του, αλλά ήταν όλοι πάρα πολύ φοβισμένοι.
Το έθνος σύσσωμο πένθησε για πολύν καιρό τον Ιωνάθαν και τους άντρες του. 53Εκείνο τον καιρό όλα τα γύρω έθνη επιδίωκαν να τους καταστρέψουν. «Αυτοί τώρα δεν έχουν αρχηγό», σκέφτονταν, «ούτε κανένα σύμμαχο. Εμπρός, λοιπόν, να τους πολεμήσουμε και να τους εξαφανίσουμε, έτσι που κανένας να μην τους θυμάται πια».
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 13
Ο Σίμων συμπληρώνει το έργο του αδερφού του
(13,1–16,24)
1Όταν ο Σίμων έμαθε ότι ο Τρύφων είχε συγκεντρώσει πολύ στρατό για να έρθει στην Ιουδαία και να ερημώσει τη χώρα, 2και είδε ότι ο λαός είχε πανικοβληθεί, ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ και συγκέντρωσε όλους τους Ιουδαίους. 3Τους έδωσε θάρρος και τους είπε: «Γνωρίζετε καλά τα όσα εγώ και τ’ αδέρφια μου και γενικά η οικογένειά μου έχουμε κάνει για χάρη των νόμων και των ιερών μας, καθώς και τους πολέμους που διεξαγάγαμε και τις θυσίες που υποστήκαμε. 4Τ’ αδέρφια μου θυσιάστηκαν για χάρη του Ισραήλ, κι εγώ τώρα είμαι ο μόνος που έχω απομείνει. 5Μακριά, λοιπόν, από μένα να λυπηθώ τη ζωή μου σε περίπτωση κινδύνου! Εγώ δεν είμαι καλύτερος από τ’ αδέρφια μου. 6Θα πάρω εκδίκηση για το έθνος μου και για το ναό, για τις γυναίκες και τα παιδιά μας, γιατί όλα τα έθνη μάς μισούν κι έχουν συνασπιστεί εναντίον μας να μας εξαφανίσουν».
7Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο λαός πήρε θάρρος, 8και του αποκρίθηκαν με δυνατή φωνή: «Εσύ είσαι τώρα ο αρχηγός μας στη θέση των αδερφών σου Ιούδα και Ιωνάθαν! 9Ανάλαβε λοιπόν εσύ να μας οδηγήσεις στον πόλεμο και ό,τι μας πεις θα το κάνουμε».
10Τότε ο Σίμων συγκέντρωσε όλους τους πολεμιστές· έσπευσε να τελειώσει τα τείχη της Ιερουσαλήμ και ενίσχυσε τις οχυρώσεις ολόγυρα. 11Έπειτα έστειλε τον Ιωνάθαν, γιο του Αβεσσαλώμ, μαζί με αρκετό στρατό στην Ιόππη, έδιωξε τους κατοίκους της κι εγκαταστάθηκε αυτός εκεί.
Ήττα του Τρύφωνα
και το τέλος του Ιωνάθαν
12Τότε ο Τρύφων αναχώρησε από την Πτολεμαΐδα με πολύ στρατό για να εισβάλει στην Ιουδαία και μαζί του έφερνε αιχμάλωτο τον Ιωνάθαν, αδερφό του Σίμωνα. 13Ο Σίμων στρατοπέδευσε στην Αδιδά μπροστά στην πεδιάδα. 14Όταν ο Τρύφων πληροφορήθηκε ότι ο Σίμων είχε διαδεχτεί τον αδερφό του στην αρχηγία και ότι επρόκειτο να κάνει πόλεμο εναντίον του, του έστειλε αγγελιοφόρους και του είπε: «Κρατάμε όμηρο τον αδερφό σου, 15επειδή χρωστούσε χρήματα στο βασιλιά για τις ανάγκες του. 16Στείλε μας, λοιπόν, εκατό τάλαντα ασήμι και δυο από τους γιους του ως ομήρους, μην τυχόν και επαναστατήσει όταν τον ελευθερώσουμε, κι εμείς θα τον αφήσουμε».
17Ο Σίμων κατάλαβε ότι του μιλούσαν με δόλο, αλλά έστειλε να φέρει το ασήμι και τα παιδιά, γιατί φοβόταν μήπως προκαλέσει την εχθρότητα του ίδιου του λαού του. 18«Θα πουν», σκέφτηκε, «ότι επειδή δεν έστειλα στον Τρύφωνα το ασήμι και τα παιδιά, σκοτώθηκε ο Ιωνάθαν». 19Έστειλε λοιπόν τα νέα παιδιά και τα εκατό τάλαντα ασήμι, αλλά ο Τρύφων αποδείχτηκε ψεύτης και δεν ελευθέρωσε τον Ιωνάθαν.
20Μετά απ’ αυτά ο Τρύφων βάδισε εναντίον της Ιουδαίας για να την καταστρέψει. Γι’ αυτό απέκλεισε το δρόμο προς τα Άδωρα. Ο Σίμων όμως με το στρατό του τον παρακολουθούσε στενά όπου κι αν πήγαινε. 21Εκείνο τον καιρό οι στρατιώτες του εχθρού, που κατείχαν την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, έστελναν αγγελιοφόρους στον Τρύφωνα και τον παρακινούσαν να σπεύσει σ’ αυτούς μέσα από την έρημο για να τους πάει τροφές. 22Ο Τρύφων ετοίμασε όλο το ιππικό του για να φτάσει σ’ αυτούς την ίδια εκείνη νύχτα. Το χιόνι, όμως, ήταν πάρα πολύ και γι’ αυτό δεν πήγε· έτσι έφυγε από ’κει και πήγε προς τη Γαλαάδ. 23Όταν πλησίασε στη Βασκαμά φόνευσε τον Ιωνάθαν, ο οποίος και ενταφιάστηκε εκεί. 24Μετά ο Τρύφων γύρισε κι έφυγε για τη χώρα του.
Το μαυσωλείο της Μωδεΐν
25Ο Σίμων έστειλε και πήρε τα οστά του Ιωνάθαν του αδερφού του και τα έθαψε στη Μωδεΐν, την πόλη των προγόνων του. 26Όλοι οι Ισραηλίτες έκλαψαν τον Ιωνάθαν με μεγάλο θρήνο και τον πένθησαν για πολλές ημέρες. 27Ο Σίμων έχτισε ένα μνημείο στον τάφο του πατέρα του και των αδερφών του· το έκανε ψηλό ώστε να φαίνεται από μακριά, με λαξευμένη πέτρα απ’ όλες τις πλευρές. 28Επίσης έστησε εφτά πυραμίδες τη μια πλάι στην άλλη για τον πατέρα του, τη μητέρα του και τα τέσσερα αδέρφια του. 29Έβαλε ακόμη γύρω από τις πυραμίδες μια σειρά από πανύψηλες κολόνες που τις διακόσμησε με πανοπλίες για να θυμούνται όλοι τους Μακκαβαίους. Πλάι στις πανοπλίες έβαλε ανάγλυφα καράβια, έτσι που να τα βλέπουν όλοι όσοι έπλεαν στη θάλασσα.νη 30Αυτό είναι το μαυσωλείο που έφτιαξε ο Σίμων στη Μωδεΐν και σώζεται μέχρι σήμερα.
Νέα συμμαχία με το Δημήτριο Β΄
31Εκείνη την εποχή ο Τρύφων φερόταν με δολιότητα στο νεαρό βασιλιά Αντίοχο. Τελικά τον δολοφόνησε 32και στη θέση του στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς της Μείζονος Συρίας, και προξένησε μεγάλες συμφορές στη χώρα εκείνη.
33Παράλληλα ο Σίμων έχτισε τα οχυρά της Ιουδαίας και τα περιέβαλε με ψηλούς πύργους, με μεγάλα τείχη, με πύλες και αμπάρες κι εφοδίασε με τρόφιμα τις αποθήκες τους. 34Έπειτα διάλεξε άντρες και τους έστειλε στο βασιλιά Δημήτριο Β΄, ζητώντας του να απαλλάξει τη χώρα από την υποχρέωση καταβολής δασμών, γιατί ο Τρύφων δεν έκανε τίποτε άλλο από του να λεηλατεί τη χώρα. 35Ο βασιλιάς Δημήτριος του έστειλε αγγελιοφόρους και του απάντησε στις προτάσεις του αυτές με την παρακάτω επιστολή:
36«Ο βασιλιάς Δημήτριος στέλνει χαιρετισμούς στον αρχιερέα Σίμωνα, φίλο των βασιλιάδων, στους πρεσβυτέρους του λαού και στο ιουδαϊκό έθνος.
37»Λάβαμε το χρυσό στεφάνι και τη ράβδο από φοίνικα, που μας στείλατε και είμαστε έτοιμοι να συνάψουμε μαζί σας μόνιμη ειρήνη και να γράψουμε στους αξιωματούχους μας να σας απαλλάξουν από τις φορολογικές σας υποχρεώσεις. 38Οι προηγούμενες συμφωνίες που έχουμε συνάψει μαζί σας ισχύουν, και τα οχυρώματα που κατασκευάσατε μένουν δικά σας. 39Επίσης σας συγχωρούμε για κάθε παράλειψη ή παράπτωμα στα οποία έχετε υποπέσει μέχρι σήμερα· σας χαρίζουμε το φόρο του στέμματος, που μας πληρώνετε, και ό,τι άλλο φορολογείτο στην Ιερουσαλήμ, από ’δω και στο εξής δε θα φορολογείται. 40Επίσης, όσοι από σας είναι κατάλληλοι να συμπεριληφθούν στη βασιλική φρουρά, ας γραφτούν κι ας γίνει ειρήνη μεταξύ μας».
41Το έτος 170,νθ λοιπόν, έπαυσε η υποδούλωση των Ισραηλιτών στα ειδωλολατρικά έθνη. 42Τότε άρχισαν οι Ισραηλίτες να χρονολογούν τα συμβόλαια και τα συμφωνητικά ως εξής: «Το πρώτο έτος του μεγάλου αρχιερέα Σίμωνα, κυβερνήτη και αρχηγού των Ιουδαίων».
Ο Σίμων καταλαμβάνει τη Γάζαρα
43Εκείνη την εποχή ο Σίμων στρατοπέδευσε εναντίον της πόλης Γάζαρα και την περικύκλωσε με στρατεύματα. Έφτιαξε πολιορκητικές μηχανές, τις έφερε κοντά στην πόλη και χτύπησε δυνατά έναν πύργο και τον κυρίεψε. 44Οι στρατιώτες που ήταν μέσα στην πολιορκητική μηχανή πήδησαν έξω, μπήκαν στην πόλη και δημιούργησαν μεγάλο πανικό. 45Τότε οι κάτοικοι της πόλης με τις γυναίκες και τα παιδιά τους ανέβηκαν στο τείχος σκίζοντας τα ρούχα τους, και με δυνατές φωνές παρακαλούσαν το Σίμωνα να κάνει ειρήνη μαζί τους. 46«Μη μας μεταχειριστείς», του έλεγαν, «όπως μας αξίζει για τις κακίες μας, αλλά με ευσπλαχνία». 47Ο Σίμων συγκινήθηκε και δεν τους χτύπησε· τους έδιωξε όμως από την πόλη και καθάρισε τα σπίτια στα οποία υπήρχαν είδωλα· μετά μπήκε στην πόλη με ύμνους και δοξολογίες στο Θεό. 48Έβγαλε από την πόλη καθετί που τη βεβήλωνε κι εγκατέστησε σ’ αυτήν ανθρώπους που τηρούσαν το νόμο. Την οχύρωσε περισσότερο από πριν και έχτισε σ’ αυτήν κι ένα σπίτι για τον εαυτό του.
Η ακρόπολη της Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ιουδαίων
49Στην Ιερουσαλήμ, αυτοί που κατείχαν την ακρόπολη δυσκολεύονταν να μπαινοβγαίνουν στη χώρα για να κάνουν τις αγοραπωλησίες τους.ξ Άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα και πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα πέθαναν από την πείνα. 50Τότε παρακάλεσαν το Σίμωνα να συνάψει ειρήνη μαζί τους. Αυτός δέχτηκε· τους έβγαλε από ’κει και καθάρισε την ακρόπολη από τα είδωλα.
51Στις είκοσι τρεις του δεύτερου μήνα του έτους 171ξα οι Ιουδαίοι μπήκαν στην ακρόπολη με ευχαριστήριους ύμνους κρατώντας κλάδους βαΐων, με άρπες, με κύμβαλα και βιολιά, με ύμνους και ωδές, επειδή είχε εκλείψει ένας μεγάλος εχθρός από το Ισραήλ. 52Ο Σίμων όρισε να γιορτάζεται κάθε χρόνο αυτή η ημέρα με πανηγυρισμούς. Οχύρωσε περισσότερο το βουνό όπου ήταν κτισμένος ο ναός, κοντά στην ακρόπολη και εγκαταστάθηκε εκεί ο ίδιος με τους στρατιώτες του. 53Όταν είδε ότι ο γιος του ο Ιωάννης ήταν γενναίος άντρας, τον έκανε αρχιστράτηγο του στρατού του. Ο Ιωάννης εγκατέστησε το αρχηγείο του στη Γάζαρα.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 14
Ο Δημήτριος Β΄ φυλακίζεται από το βασιλιά των Περσών
1Το έτος 172 ο βασιλιάς Δημήτριος συγκέντρωσε το στρατό του και πήγε στη Μηδία για να εξασφαλίσει βοήθεια και να πολεμήσει εναντίον του Τρύφωνα.ξβ 2Όταν ο Αρσάκης, βασιλιάς της Περσίας και της Μηδίας, έμαθε ότι ο Δημήτριος μπήκε στα σύνορά του, έστειλε έναν από τους στρατηγούς του να τον συλλάβει ζωντανό.ξγ 3Ο στρατηγός επιτέθηκε στο στρατό του Δημητρίου και τον νίκησε· συνέλαβε το Δημήτριο και τον έφερε στον Αρσάκη, ο οποίος τον έβαλε στη φυλακή.
Ύμνος στο Σίμωνα
4Όλο το διάστημα της διακυβέρνησης του Σίμωνα η Ιουδαία είχε ειρήνη. Ο Σίμων και οι δικοί του επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα κι ο λαός ήταν ευχαριστημένος από τον ίδιο κι από τον τρόπο διακυβέρνησής του. 5Η δόξα του αυξήθηκε όταν κατέλαβε την Ιόππη και την έκανε λιμάνι, εξασφαλίζοντας έτσι πρόσβαση στα νησιά της Μεσογείου. 6Διεύρυνε τα σύνορα του έθνους του κι απέκτησε τον έλεγχο όλης της χώρας, 7κι επίσης συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους πολέμου. Κυρίεψε τη Γάζαρα, τη Βαιθσούρα και την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, από την οποία εξαφάνισε όλα τα είδωλα. Κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί.
8Ο κόσμος καλλιεργούσαν τη γη τους ειρηνικά κι αυτή τους έδινε τα γεννήματά της, και στις πεδιάδες τα δέντρα έδιναν τον καρπό τους. 9Οι γέροντες κάθονταν στις πλατείες και μιλούσαν όλοι για τη μεγάλη ευημερία, ενώ οι νέοι φορούσαν πάντοτε τις ένδοξες πολεμικές στολές τους. 10Ο Σίμων προμήθευε τις πόλεις με τρόφιμα και τους παρείχε όλα τα μέσα οχυρώσεως. Έτσι η μεγάλη του φήμη είχε διαδοθεί παντού. 11Εξασφάλισε ειρήνη στη χώρα και η ικανοποίηση των Ισραηλιτών ήταν πολύ μεγάλη. 12Καθένας καθόταν κάτω από το αμπέλι του και τη συκιά του και κανένας δεν τους απειλούσε. 13Εξαφανίστηκαν από την Ιουδαία οι εισβολείς που τους πολεμούσαν· οι ξένοι βασιλιάδες εκείνη την εποχή είχαν όλοι νικηθεί. 14Ο Σίμων υποστήριξε τους φτωχούς του λαού του. Επιδίωξε την εφαρμογή του νόμου και εξόντωσε τους βέβηλους Ισραηλίτες που είχαν προδώσει αυτόν το νόμο. 15Έκανε βελτιώσεις στο ναό και αύξησε τα ιερά σκεύη του.
Ανανέωση της συμμαχίας με τη Ρώμη και τη Σπάρτη
16Όταν μαθεύτηκε στη Ρώμη και στη Σπάρτη ότι πέθανε ο Ιωνάθαν, λυπήθηκαν πάρα πολύ. 17Όταν όμως πληροφορήθηκαν ότι μετά τον Ιωνάθαν είχε γίνει αρχιερέας ο αδερφός του ο Σίμων και ότι κυριαρχούσε απόλυτα στη χώρα, σ’ όλες τις πόλεις της, 18του έγραψαν επιστολή σε χάλκινες πλάκες για ν’ ανανεώσουν και μ’ αυτόν τη φιλία και τη συμμαχία που είχαν συνάψει με τ’ αδέρφια του, τον Ιούδα και τον Ιωνάθαν. 19Οι επιστολές διαβάστηκαν μπροστά στη συνάθροιση του λαού στην Ιερουσαλήμ. 20Το κείμενο της επιστολής που έστειλαν οι Σπαρτιάτες είναι το εξής:
«Οι άρχοντες των Σπαρτιατών και η πόλη στέλνουν χαιρετισμούς στο μεγάλο αρχιερέα Σίμωνα, στους πρεσβυτέρους, στους ιερείς και στον αδερφό λαό των Ιουδαίων.
21»Οι αντιπρόσωποι που στείλατε στο λαό μας μας μίλησαν για τη δόξα και το σεβασμό που απολαμβάνετε από όλους και χαρήκαμε ιδιαίτερα με την επίσκεψή τους. 22Καταγράψαμε τα όσα μας είπαν στο συμβούλιο του λαού ως εξής: “Ο Νουμήνιος, γιος του Αντιόχου και ο Αντίπατρος, γιος του Ιάσονα, οι πρεσβευτές των Ιουδαίων, ήρθαν σ’ εμάς για να ανανεώσουν τη φιλία τους μαζί μας.
23”Στο λαό μας φάνηκε αρεστό να υποδεχθούμε τους άντρες αυτούς με τιμές και να καταχωρήσουμε αντίγραφο αυτών των δηλώσεων στα επίσημα αρχεία του δήμου, ώστε ο λαός των Σπαρτιατών να τους θυμάται. Επίσης αντίγραφο αυτού του εγγράφου στείλαμε στον αρχιερέα Σίμωνα”».
24Μετά απ’ αυτά ο Σίμων έστειλε το Νουμήνιο στη Ρώμη με μια μεγάλη χρυσή ασπίδα βάρους χιλίων μνων, για να ανανεώσει τη συμμαχία του μαζί τους.
Οι Ιουδαίοι τιμούν το Σίμωνα και την οικογένειά του
25Όταν ο λαός των Ισραηλιτών έμαθε όλα αυτά τα γεγονότα, είπαν: «Πώς να εκδηλώσουμε την ευγνωμοσύνη μας στο Σίμωνα και τους γιους του; 26Αυτός, τ’ αδέρφια του και η οικογένεια του πατέρα του υπερασπίστηκαν το Ισραήλ και πολέμησαν και έδιωξαν τους εχθρούς μας μακριά, διασφαλίζοντας έτσι την ελευθερία μας». Χάραξαν, λοιπόν, ένα κείμενο σε χάλκινες πλάκες, τις οποίες κρέμασαν σε ειδικές κολόνες στο όρος Σιών. 27Αντίγραφο αυτού του κειμένου είναι το εξής:
«Στις δεκαοκτώ του μήνα Ελούλ του έτους 172ξδ –δηλαδή το τρίτο έτος της εξουσίας του αρχιερέα Σίμωνα– 28στην Ασαραμέλ,ξε σε μεγάλη συγκέντρωση των ιερέων, του λαού, των αρχόντων του έθνους και των πρεσβυτέρων της χώρας, ανακοινώθηκαν σ’ εμάς τα ακόλουθα γεγονότα: 29Πολλές φορές έγιναν πόλεμοι στη χώρα, αλλά ο Σίμων, γιος του ιερέα Ματταθία και απόγονος του Ιωαρίβ, και τα αδέρφια του, έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους και αντιστάθηκαν στους εχθρούς του έθνους, για να σώσουν το ναό τους και το νόμο. Έτσι εξασφάλισαν μεγάλη δόξα στο έθνος τους. 30Ο Ιωνάθαν συνένωσε το έθνος και έγινε αρχιερέας τους. Όταν πέθανε, 31οι εχθροί του θέλησαν να εισβάλουν στη χώρα και να την εξαφανίσουν και να καταστρέψουν το ναό. 32Αλλά ανέλαβε ο Σίμων και αγωνίστηκε για το έθνος του. Δαπάνησε πολλά χρήματα από τα δικά του κι εξασφάλισε όπλα και μισθούς για τους άντρες του, που αποτέλεσαν το στρατό του έθνους. 33Οχύρωσε τις πόλεις της Ιουδαίας και τη Βαιθσούρα, που βρίσκεται στα σύνορα της Ιουδαίας, όπου στο παρελθόν οι εχθροί αποθήκευαν τα όπλα τους, και εγκατέστησε εκεί Ιουδαίους στρατιώτες να τη φρουρούν. 34Επίσης οχύρωσε την Ιόππη, πόλη παραθαλάσσια και τη Γάζαρα, στα σύνορα της Αζώτου, στην οποία προηγουμένως κατοικούσαν οι εχθροί. Εκεί εγκατέστησε Ιουδαίους και τους έδωσε όλα όσα τους χρειάζονταν για να αναπτυχθούν. 35Όταν ο λαός είδε το έργο του Σίμωνα και τη δόξα που θέλησε να εξασφαλίσει στο έθνος του, τον έκαναν αρχηγό τους και αρχιερέα για όλες αυτές τις υπηρεσίες του κι επίσης επειδή κατοχύρωσε τη δικαιοσύνη και διατήρησε την πίστη στο έθνος του και με κάθε τρόπο φρόντισε να ανυψώσει το λαό του.
36»Στις μέρες του ο Σίμων κατάφερε με τις ενέργειές του να διώξει τους ειδωλολάτρες από τη χώρα του, καθώς και τους εχθρούς που είχαν οικοδομήσει δική τους ακρόπολη στην Πόλη Δαβίδ, την Ιερουσαλήμ. Από ’κει έβγαιναν και βεβήλωναν τους ιερούς χώρους γύρω από το ναό. Έτσι αυτή η ακρόπολη αποτελούσε μόνιμη πληγή για την αγιότητα του ναού. 37Στην ακρόπολη ο Σίμων εγκατέστησε Ιουδαίους και την οχύρωσε ώστε η χώρα και η πόλη να είναι ασφαλισμένες και αύξησε το ύψος των τειχών της Ιερουσαλήμ. 38Για όλα αυτά ο βασιλιάς Δημήτριος τον αναγνώρισε αρχιερέα, 39τον συμπεριέλαβε στους φίλους του και του απένειμε μεγάλες τιμές. 40Αυτά ο Δημήτριος τα έκανε επειδή είχε μάθει ότι οι Ρωμαίοι ονόμαζαν τους Ιουδαίους φίλους, συμμάχους τους και αδερφό λαό, κι ότι είχαν δεχτεί τους πρεσβευτές του Σίμωνα με πολλές τιμές.
41»Γι’ αυτό οι Ιουδαίοι είχαν συμφωνήσει με τους ιερείς να θεωρούν το Σίμωνα και τους απογόνους του αρχηγούς και αρχιερείς, μέχρις ότου αναδειχθεί κάποιος αξιόπιστος προφήτης στον Ισραήλ. 42Συμφώνησαν να είναι αυτός κυβερνήτης τους, να φροντίζει για το ναό, να διορίζει τους επικεφαλής των δημοσίων έργων, της στρατιωτικής διοίκησης και των οχυρωματικών έργων της χώρας. 43Ως υπεύθυνος λοιπόν για τις υποθέσεις του ναού, ορίστηκε να υπακούν όλοι σ’ αυτόν, στο όνομά του να συντάσσονται όλα τα δημόσια έγγραφα κι ο ίδιος να έχει το δικαίωμα να φοράει την πορφυρή στολή και τα χρυσά εμβλήματα.
44»Επίσης ορίστηκε να μην επιτρέπεται σε κανέναν από το λαό ή τους ιερείς να παραβαίνει κάποια απ’ αυτές τις διατάξεις ούτε να φέρνει αντίρρηση σε ό,τι θα προστάζει ο Σίμων· κανείς δε θα επιτρέπεται να συγκαλεί το λαό στη χώρα χωρίς την έγκρισή του ούτε να φοράει πορφύρα ή να χρησιμοποιεί χρυσή πόρπη. 45Κι όποιος θα έκανε κάτι αντίθετο απ’ αυτές τις διατάξεις ή θα παρέβαινε κάποια απ’ αυτές, θα ετιμωρείτο.
46»Έτσι ο λαός συμφώνησε να ανατεθούν στο Σίμωνα όλες αυτές οι εξουσίες, σύμφωνα με τα παραπάνω. 47Ο Σίμων δέχτηκε και συγκατατέθηκε να είναι αρχιερέας, κυβερνήτης και αρχηγός του έθνους των Ιουδαίων και των ιερέων του και να φροντίζει για την υπεράσπισή τους».
48Τέλος αποφασίστηκε όλα αυτά να γραφτούν σε χάλκινες πλάκες, οι οποίες και τοποθετήθηκαν στον περίβολο του ναού σε περίβλεπτη θέση· 49τα αντίγραφά τους αποφασίστηκε να τοποθετηθούν στο θησαυροφυλάκιο για να είναι στη διάθεση του Σίμωνα και των γιων του.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 15
Ο Αντίοχος Ζ΄ επαναλαμβάνει τις υποσχέσεις των προκατόχων του
1Από τα νησιά της Μεσογείου ο Αντίοχος,ξς γιος του βασιλιά Δημητρίου Α΄, έστειλε επιστολές στο Σίμωνα, αρχιερέα και εθνικό ηγέτη των Ιουδαίων, κι επίσης σε όλο το έθνος, 2με το εξής περιεχόμενο:
«Ο βασιλιάς Αντίοχος στέλνει χαιρετισμούς στο Σίμωνα, αρχιερέα και εθνικό ηγέτη των Ιουδαίων κι επίσης σε όλο το έθνος. 3Άνθρωποι προδότες σφετερίστηκαν το βασίλειο των προγόνων μας και σκοπεύω να το διεκδικήσω για να το αποκαταστήσω όπως ήταν πριν. Γι’ αυτό συγκρότησα μεγάλο στρατό από ξένους μισθοφόρους και κατασκεύασα πολεμικά πλοία. 4Επιθυμώ, λοιπόν, να περάσω μέσα από τη χώρα σας για να εκδικηθώ τους καταστροφείς της χώρας μας, οι οποίοι ερήμωσαν πολλές πόλεις του βασιλείου μου.
5»Σε αντάλλαγμα σου χαρίζω όλους τους φόρους που σου είχαν χαρίσει οι πριν από μένα βασιλιάδες και όλα τα άλλα δώρα που σου παραχώρησαν. 6Επίσης σου επιτρέπω να κόψεις δικά σου νομίσματα για τη χώρα σου, 7και η Ιερουσαλήμ και ο ναός να είναι ελεύθερα. Όλα τα όπλα που κατασκεύασες και τα οχυρά που έχτισες και έχεις στην εξουσία σου ας παραμείνουν δικά σου. 8Ό,τι χρωστάς στο βασιλιά και ό,τι θα χρωστάς στο μέλλον, από τώρα και στο εξής θα σου χαριστούν. 9Κι ακόμη, όταν θα αποκτήσω πάλι τη βασιλεία μου, θα απονείμω μεγάλες τιμές σ’ εσένα, στο έθνος σου και στο ναό, έτσι που η δόξα σας να γίνει γνωστή σ’ όλο τον κόσμο».
10Το έτος 174 ο Αντίοχος αποβιβάστηκε στη χώρα των προγόνων του. Όλος ο στρατός συσπειρώθηκε μαζί του και λίγοι μόνο άντρες έμειναν με τον Τρύφωνα.ξζ 11Τότε ο Αντίοχος έδιωξε τον Τρύφωνα, ο οποίος τελικά κατέφυγε στη Δωρά, πόλη παραθαλάσσια. 12Είχε καταλάβει πια ότι θα ’πεφταν επάνω του όλες οι συμφορές, αφού ο στρατός τον είχε εγκαταλείψει. 13Ο Αντίοχος στρατοπέδευσε εναντίον της Δωρά με εκατόν είκοσι χιλιάδες γενναίους πολεμιστές και οχτώ χιλιάδες ιππείς. 14Με το στρατό περικύκλωσε την πόλη από την ξηρά και με τα πλοία που ενώθηκαν μαζί του την περικύκλωσε από τη θάλασσα. Έτσι ο κλοιός ήταν τόσο ασφυκτικός, που κανείς δεν μπορούσε ούτε να μπει στην πόλη ούτε να βγει απ’ αυτήν.
Οι Ρωμαίοι επικυρώνουν τη συμμαχία τους με τους Ιουδαίους
15Στο μεταξύ γύρισε από τη Ρώμη ο Νουμήνιος και οι σύντροφοί του με τις επιστολές για τους βασιλιάδες των άλλων χωρών. Το περιεχόμενό τους ήταν το εξής:
16«Ο Λεύκιος, Ύπατος των Ρωμαίων, στέλνει χαιρετισμούς στο βασιλιά Πτολεμαίο. 17Ήρθαν σ’ εμάς οι πρεσβευτές των Ιουδαίων, φίλοι μας και σύμμαχοι, σταλμένοι από τον αρχιερέα Σίμωνα και το λαό των Ιουδαίων, για ν’ ανανεώσουν μαζί μας την παλιά τους φιλία και συμμαχία. 18Έφεραν και μια χρυσή ασπίδα αξίας χιλίων μνων. 19Θεωρήσαμε, λοιπόν, σκόπιμο να απαιτήσουμε εγγράφως από τους βασιλιάδες των άλλων χωρών να μην επιζητούν να βλάψουν τους Ιουδαίους και να μην πολεμούν αυτούς, τις πόλεις τους και τη χώρα τους ούτε να συμμαχούν με τους εχθρούς τους. 20Επίσης θεωρήσαμε ορθό να δεχτούμε την ασπίδα που μας έφεραν. 21Αν, λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι προδότες της χώρας τους έχουν δραπετεύσει σ’ εσάς, να τους παραδώσετε στον αρχιερέα Σίμωνα για να τους τιμωρήσει σύμφωνα με το νόμο τους».
22Παρόμοια επιστολή ο Λεύκιος έστειλε στο βασιλιά Δημήτριο και στον Άτταλο, στον Αριαράθη και στον Αρσάκη, 23και στις παρακάτω χώρες: Στη Σαμψάμη, στη Σπάρτη, στη Δήλο, στη Μύνδο, στη Σικυώνα, στην Καρία, στη Σάμο, στην Παμφυλία, στη Λυκία, στην Αλικαρνασσό, στη Ρόδο, στη Φασηλίδα, στην Κω, στη Σίδη, στην Άραδο, στη Γόρτυνα, στην Κνίδο, στην Κύπρο και στην Κυρήνη. 24Αντίγραφο της επιστολής αυτής έστειλαν και στον αρχιερέα Σίμωνα.
Εχθρότητα ανάμεσα στον Αντίοχο Ζ΄ και στο Σίμωνα
25Ο βασιλιάς Αντίοχος πολιορκούσε τη Δωρά με συνεχείς επιθέσεις εναντίον της, και πλησίαζε όλο και περισσότερο στα τείχη της με πολιορκητικές μηχανές. Έτσι απέκλεισε τον Τρύφωνα, ώστε να μην μπορεί κανείς από τους άντρες του να μπαινοβγαίνει στην πόλη. 26Ο Σίμων εξάλλου έστειλε στον Αντίοχο δυο χιλιάδες επίλεκτους άντρες για να πολεμήσουν μαζί του κι επίσης του έστειλε ασήμι, χρυσάφι και πολλά πολύτιμα σκεύη. 27Ο Αντίοχος όμως αρνήθηκε να δεχτεί τη βοήθεια του Σίμωνα· ακύρωσε όλα όσα είχαν συμφωνήσει κι έτσι διέκοψε κάθε φιλική σχέση μαζί του. 28Στη συνέχεια του έστειλε έναν από τους φίλους του, τον Αθηνόβιο, ο οποίος του ανακοίνωσε τα εξής: «Εσείς οι Ιουδαίοι εξουσιάζετε την Ιόππη, τη Γάζαρα και την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, πόλεις που ανήκουν στο δικό μου βασίλειο. 29Ερημώσατε τα εδάφη τους, προκαλέσατε μεγάλες καταστροφές στη χώρα και κυριέψατε πολλές περιοχές του βασιλείου μου. 30Τώρα, λοιπόν, παραδώστε τις πόλεις που έχετε καταλάβει και πληρώστε τους φόρους των τόπων που έχετε κυριέψει έξω από τα σύνορα της Ιουδαίας. 31Αλλιώς, δώστε για αντάλλαγμα πεντακόσια τάλαντα ασήμι· δώστε επίσης άλλα πεντακόσια τάλαντα για τις φθορές που προκαλέσατε και για τους φόρους των πόλεων. Αν αρνηθείτε να πληρώσετε, θα έρθουμε και θα σας πολεμήσουμε».
32Ο Αθηνόβιος, ο φίλος του βασιλιά, ήρθε στην Ιερουσαλήμ και εντυπωσιάστηκε από την πολυτέλεια του Σίμωνα, την ποτηροθήκη του με τα χρυσά και τ’ ασημένια δοχεία και τη μεγάλη συνοδεία του. Του ανακοίνωσε τα λόγια του βασιλιά, 33κι ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Ούτε ξένη γη έχουμε πάρει ούτε κρατάμε πράγματα που ανήκουν σε άλλους. Εμείς κατέχουμε την ιδιοκτησία των προγόνων μας, την οποία για ένα χρονικό διάστημα είχαν καταλάβει άδικα οι εχθροί μας. 34Επωφεληθήκαμε της ευκαιρίας και επανακτήσαμε την ιδιοκτησία των προγόνων μας. 35Σχετικά, όμως, με την Ιόππη και τη Γάζαρα που ζητάς, θα σου δώσουμε αντάλλαγμα γι’ αυτές εκατό τάλαντα, αν και οι κάτοικοί τους έχουν προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στο λαό μας».
Ο Αθηνόβιος δεν απάντησε τίποτε. 36Γύρισε όμως θυμωμένος στο βασιλιά και του μεταβίβασε αυτά τα λόγια· ακόμα του περιέγραψε την πολυτέλεια του Σίμωνα και όλα όσα είδε. Τότε ο βασιλιάς οργίστηκε φοβερά.
Οι γιοι του Σίμωνα νικούν τον Κενδεβαίο
37Στο μεταξύ, ο Τρύφων μπήκε σ’ ένα πλοίο και κατέφυγε στην πόλη Ορθωσιάδα. 38Ο βασιλιάς Αντίοχος διόρισε στρατηγό της παραθαλάσσιας περιοχής, τον Κενδεβαίο, του έδωσε στρατό και ιππικό, 39και τον διέταξε να στρατοπεδεύσει στα σύνορα της Ιουδαίας. Να επεκτείνει την Κεδρών, να οχυρώσει τις πύλες της και να πολεμήσει εναντίον των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς ο ίδιος καταδίωκε τον Τρύφωνα.
40Ο Κενδεβαίος έφτασε πράγματι στην Ιάμνεια κι άρχισε να προκαλεί τους Ιουδαίους. Πραγματοποιούσε επιδρομές στην Ιουδαία, έπιανε αιχμαλώτους από το λαό και τους εκτελούσε. 41Επεξέτεινε την Κεδρών κι εγκατέστησε εκεί ιππικό και πεζούς, ώστε να μπορούν να βγαίνουν και να ελέγχουν το οδικό δίκτυο της Ιουδαίας, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά.
Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 16
1Ο Ιωάννης ήρθε από τη Γάζαρα και ανέφερε στον πατέρα του το Σίμωνα όλα όσα έκανε ο Κενδεβαίος. 2Τότε ο Σίμων κάλεσε τους δυο μεγαλύτερους γιους του, τον Ιούδα και τον Ιωάννη και τους είπε: «Εγώ και τα αδέρφια μου, όλη η οικογένεια του πατέρα μου, πολεμήσαμε τους εχθρούς του Ισραήλ από τα νιάτα μας μέχρι σήμερα, κι ευτυχήσαμε να σώσουμε εμείς πολλές φορές τους Ισραηλίτες. 3Τώρα όμως εγώ έχω γεράσει, ενώ εσείς με τη βοήθεια του Θεού είστε σε κατάλληλη ηλικία. Πάρτε λοιπόν τη θέση μου και τη θέση του αδερφού μου και βγείτε να πολεμήσετε για το έθνος μας. Και η βοήθεια του Θεού να είναι μαζί σας».
4Αμέσως ο Ιωάννης στρατολόγησε από τη χώρα είκοσι χιλιάδες γενναίους πολεμιστές και ιππείς και βάδισαν εναντίον του Κενδεβαίου. Διανυκτέρευσαν στη Μωδεΐν, 5και το πρωί σηκώθηκαν και βάδιζαν προς την πεδιάδα. Εκεί ήρθε να τους αντιμετωπίσει μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη από πεζούς και ιππείς. Ανάμεσα όμως στους δυο στρατούς υπήρχε ένας χείμαρρος. 6Ο Ιωάννης και ο στρατός του στρατοπέδευσαν μπροστά στον εχθρό. Είδε όμως ότι ο στρατός του φοβόταν να περάσει το χείμαρρο, γι’ αυτό πέρασε αυτός πρώτος. Όταν τον είδαν οι άντρες του πέρασαν κι εκείνοι πίσω απ’ αυτόν. 7Μετά ο Ιωάννης χώρισε το στρατό κι έβαλε τους καβαλάρηδες ανάμεσα στους πεζούς, γιατί το ιππικό των εχθρών ήταν πάρα πολύ μεγάλο. 8Στη συνέχεια σάλπισαν με τις ιερές σάλπιγγες και ο Κενδεβαίος με το στρατό του κατατροπώθηκαν. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, κι όσοι επέζησαν κατέφυγαν στο οχυρό. 9Ο Ιούδας, αδερφός του Ιωάννη, τραυματίστηκε, αλλά ο Ιωάννης τους καταδίωξε μέχρι την Κεδρών, που την είχε ανοικοδομήσει ο Κενδεβαίος. 10Πολλοί κατέφυγαν στους πύργους που βρίσκονταν στα χωράφια της Αζώτου, αλλά ο Ιωάννης έβαλε φωτιά στους πύργους και περίπου δυο χιλιάδες άντρες απ’ αυτούς βρήκαν το θάνατο. Μετά γύρισε ασφαλής στην Ιουδαία.
Θάνατος του Σίμωνα
Αρχή της βασιλείας του Ιωάννη
11Ο Πτολεμαίος, γιος του Αβούβου, είχε διοριστεί στρατηγός στην πεδιάδα της Ιεριχώ και διέθετε άφθονο ασήμι και χρυσάφι, 12γιατί ήταν γαμπρός του αρχιερέα Σίμωνα. 13Με την υπερηφάνεια που είχε, όμως, φιλοδόξησε να κυριέψει τη χώρα. Γι’ αυτό σχεδίαζε να δολοφονήσει το Σίμωνα και τους γιους του. 14Εκείνο τον καιρό ο Σίμων μαζί με τους γιους του, Ματταθία και Ιούδα, επιθεωρούσε τις πόλεις της χώρας και φρόντιζε για την καλή τους διοίκηση. Κατέβηκαν λοιπόν και στην Ιεριχώ, το έτος 177, τον ενδέκατο μήνα, δηλαδή το μήνα Σαβάτ.ξη 15Ο γιος του Αβούβου τους υποδέχτηκε σ’ ένα μικρό οχυρό που είχε χτίσει και ονομαζόταν Δωκ. Εκεί με δόλο διοργάνωσε γι’ αυτούς μεγάλο συμπόσιο αλλά στο ίδιο μέρος είχε κρύψει δικούς του άντρες. 16Όταν λοιπόν ο Σίμων και οι γιοι του μέθυσαν, σηκώθηκε ο Πτολεμαίος με τους άντρες του, πήραν τα όπλα τους και επιτεθήκαν εναντίον του αρχιερέα εκεί στον τόπο του συμποσίου και σκότωσαν αυτόν, τους δυο γιους του και μερικούς από τους δούλους του. 17Έτσι διέπραξε μεγάλη προδοσία και ανταπέδωσε συμφορά στο καλό.
18Αμέσως ο Πτολεμαίος τα έγραψε όλα αυτά τα συμβάντα στο βασιλιά και του παράγγειλε με αγγελιοφόρους να του στείλει στρατό για να τον βοηθήσει κι αυτός θα του παρέδιδε τη χώρα των Ιουδαίων και τις πόλεις τους. 19Επίσης με επιστολές του διέταξε τους χιλιάρχους να τον επισκεφθούν για να τους προσφέρει ασήμι, χρυσάφι και δώρα. Ακόμη έστειλε άντρες του στη Γάζαρα να σκοτώσουν τον Ιωάννη. 20Τέλος έστειλε άλλους να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ και το λόφο όπου ήταν κτισμένος ο ναός. 21Κάποιος όμως έτρεξε πρωτύτερα στον Ιωάννη στη Γάζαρα και του ανάγγειλε ότι σκοτώθηκαν ο πατέρας του και τ’ αδέρφια του και ότι ο Πτολεμαίος είχε στείλει να σκοτώσουν κι εκείνον. 22Ο Ιωάννης όταν τα άκουσε αυτά ταράχτηκε πάρα πολύ. Συνέλαβε τους άντρες που είχαν έρθει να τον δολοφονήσουν και τους εκτέλεσε, αφού είχε ενημερωθεί για τα σχέδιά τους.
23-24Τα υπόλοιπα έργα του Ιωάννη, αφότου έγινε αρχιερέας μετά το θάνατο του πατέρα του, οι πόλεμοι που έκανε τα ανδραγαθήματά του, η επισκευή των τειχών, έχουν όλα καταγραφεί στο βιβλίο των ημερών της αρχιερατείας του.

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση  κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |