6 ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
1,1 Όταν πέθανε ο δούλος του Κυρίου ο Μωυσής, ο Κύριος είπε στο βοηθό του τον Ιησού, γιο του Ναυή:
1,2 «Ο δούλος μου ο Μωυσής πέθανε. Ετοιμάσου, λοιπόν, τώρα εσύ και όλος αυτός ο λαός, να διαβείτε τον Ιορδάνη που είναι μπροστά σας και να μπείτε στη χώρα που δίνω σ’ εσάς, τους Ισραηλίτες.
1,3 Όπως υποσχέθηκα στο Μωυσή, σας δίνω κάθε τόπο όπου θα πατούν τα πόδια σας.
1,4 Η περιοχή σας θ’ απλώνεται από την έρημο, νότια, ως το Λίβανο, βόρεια, κι απ’ το μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη, ανατολικά, μέσα από τη χώρα των Χετταίων, ως τη Μεσόγειο Θάλασσα, δυτικά.
1,5 Κανείς δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί όσο θα ζεις. Εγώ θα είμαι μαζί σου, όπως ήμουν και με το Μωυσή· δε θα σ’ αφήσω, δε θα σ’ εγκαταλείψω.
1,6 »Να είσαι θαρραλέος και δυνατός, γιατί εσύ θα οδηγήσεις αυτόν το λαό να πάρει ιδιοκτησία του τη χώρα που την υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους.
1,7 Μόνο να είσαι θαρραλέος και δυνατός και να φροντίζεις να ενεργείς απαρέγκλιτα σύμφωνα με το σύνολο του νόμου που σου παρέδωσε ο δούλος μου, ο Μωυσής. Έτσι θα έχεις επιτυχία σε καθετί που θα επιχειρείς.
1,8 Μην πάψεις ποτέ να επαναλαμβάνεις τις εντολές αυτού του βιβλίου του νόμου και να το μελετάς μέρα και νύχτα, για να εφαρμόζεις πιστά όλα όσα είναι γραμμένα σ’ αυτό· τότε θα έχεις επιτυχία στα έργα σου και θα ευημερείς.
1,9 »Σου είπα να είσαι θαρραλέος και δυνατός. Μη φοβάσαι και μη δειλιάζεις, γιατί ο Κύριος ο Θεός σου θα είναι μαζί σου όπου κι αν πας».
1,10 Τότε ο Ιησούς διέταξε τους άρχοντες του λαού
1,11 να διασχίσουν το στρατόπεδο και να δώσουν στο λαό την εξής εντολή: «Εφοδιαστείτε με τρόφιμα, γιατί ύστερα από τρεις μέρες θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να καταλάβετε τη χώρα που σας δίνει για ιδιοκτησία σας ο Κύριος, ο Θεός σας».
1,12 Έπειτα ο Ιησούς μίλησε στους απογόνους του Ρουβήν και του Γαδ και στο μισό της φυλής Μανασσή:
1,13 «Θυμηθείτε», τους είπε, «την εντολή που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, όταν σας δήλωσε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει αυτήν εδώ τη χώρα, για να εγκατασταθείτε.
1,14 Οι γυναίκες σας, λοιπόν, τα παιδιά σας και τα ζώα σας μπορούν να μείνουν από τώρα εδώ, στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ανατολικά του Ιορδάνη. Εσείς όμως, όλοι οι πολεμιστές, θα πάρετε τα όπλα και θα περάσετε επικεφαλής των συμπατριωτών σας για να τους βοηθήσετε,
1,15 ώσπου ο Κύριος, ο Θεός σας, να δώσει και σ’ αυτούς, όπως έδωσε και σ’ εσάς, τη χώρα τους και να εγκατασταθούν σ’ αυτήν. Μετά θα γυρίσετε κι εσείς να εγκατασταθείτε εδώ, στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, για ιδιοκτησία σας, ανατολικά του Ιορδάνη».
1,16 Αυτοί απάντησαν στον Ιησού: «Θα εκτελέσουμε όλες τις προσταγές σου και θα πάμε παντού όπου μας στείλεις.
1,17 Όπως ακούγαμε σε όλα το Μωυσή, έτσι θ’ ακούμε κι εσένα· μόνο να είναι ο Κύριος ο Θεός σου μαζί σου, όπως ήταν και με το Μωυσή.
1,18 Όποιος σου εναντιωθεί και αρνηθεί να υπακούσει οποιαδήποτε προσταγή σου, αυτός θα θανατωθεί· αρκεί εσύ να είσαι θαρραλέος και δυνατός».
2,1 Έπειτα ο Ιησούς, γιος του Ναυή, έστειλε από τη Σιττίμ κρυφά δύο κατασκόπους, με την εντολή να πάνε να δουν την περιοχή και την πόλη της Ιεριχώ. Αυτοί έφυγαν κι έφτασαν στο σπίτι μιας γυναίκας πόρνης, που ονομαζόταν Ραάβ· εκεί έμειναν να διανυκτερεύσουν.
2,2 Αμέσως έφτασε στο βασιλιά της Ιεριχώ η είδηση ότι κάτι Ισραηλίτες είχαν φτάσει εκείνη τη νύχτα, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα.
2,3 Τότε εκείνος έστειλε και είπε στη Ραάβ: «Βγάλε έξω τους ανθρώπους που ήρθαν στο σπίτι σου· αυτοί είναι εδώ για να κατασκοπεύσουν τη χώρα».
2,4 Η γυναίκα έκρυψε τους δυο άντρες κι ύστερα είπε: «Ήρθαν πράγματι στο σπίτι μου αυτοί οι άντρες, αλλά δεν ήξερα από πού ήταν.
2,5 Όταν σκοτείνιασε έφυγαν και βγήκαν απ’ την πόλη πριν κλείσει η πύλη. Δεν ξέρω πού πήγαν αλλά αν τρέξετε γρήγορα πίσω τους, σίγουρα θα τους προλάβετε».
2,6 Στο μεταξύ αυτή τους είχε ανεβάσει στο δώμα και τους είχε κρύψει ανάμεσα σε θημωνιές από λινάρι, που ήταν στοιβαγμένες εκεί.
2,7 Οι άνθρωποι του βασιλιά έτρεξαν να βρουν τους κατασκόπους και μόλις βγήκαν απ’ την πόλη, η πύλη έκλεισε. Στην καταδίωξή τους, πήραν το δρόμο που φτάνει ως τα περάσματα του Ιορδάνη.
2,8 Προτού οι κατάσκοποι κοιμηθούν, η Ραάβ ανέβηκε να τους βρει στο δώμα του σπιτιού της
2,9 και τους είπε: «Εγώ ξέρω πως ο Κύριος σας έχει δώσει αυτήν εδώ τη χώρα. Εξαιτίας σας μας έχει πιάσει φόβος, κι όλοι οι κάτοικοι τρέμουν μπροστά σας.
2,10 Ακούσαμε ότι, καθώς βγήκατε από την Αίγυπτο, ο Κύριος ξέρανε τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας μπροστά σας. Μάθαμε ακόμα τα όσα κάνατε στους δυο βασιλιάδες των Αμορραίων, ανατολικά του Ιορδάνη, στο Σιχόν και στον Ωγ, που τους εξοντώσατε.
2,11 Όταν τ’ ακούσαμε αυτά, έπεσε το ηθικό μας και κανένας από μας δεν είχε το θάρρος να σας αντιμετωπίσει. Πραγματικά, ο Κύριος, ο Θεός σας, είναι Θεός ψηλά στους ουρανούς κι εδώ κάτω στη γη.
2,12 Τώρα, λοιπόν, σας παρακαλώ, ορκιστείτε μου στον Κύριο, ότι θα δείξετε στο σπίτι του πατέρα μου την ίδια καλοσύνη, που έδειξα κι εγώ σ’ εσάς. Δώστε μου κι ένα σίγουρο σημάδι για να σας πιστέψω,
2,13 ότι δε θα σκοτώσετε τους γονείς μου και τ’ αδέρφια μου, ότι θ’ αφήσετε απείραχτα όλα όσα τους ανήκουν».
2,14 Τότε οι άντρες τής είπαν: «Σου ορκιζόμαστε στη ζωή μας να κάνουμε ό,τι ζητάς, αρκεί να μην προδώσεις τα σχέδιά μας. Όταν ο Κύριος μας δώσει αυτήν τη χώρα, εμείς θα σου δείξουμε καλοσύνη και δε θα παρασπονδήσουμε».
2,15 Τότε η γυναίκα τούς κατέβασε με σκοινί απ’ το παράθυρο, γιατί το σπίτι της ήταν χτισμένο μέσα στο τείχος της πόλης.
2,16 «Τρέξτε», τους είπε, «να κρυφτείτε στα βουνά, για να μη σας συναντήσουν αυτοί που σας καταδιώκουν· μείνετε εκεί τρεις μέρες, ώσπου να γυρίσουν πίσω, και έπειτα συνεχίζετε το δρόμο σας».
2,17 Οι άντρες τής είπαν: «Εμείς θα τηρήσουμε όσα μας έβαλες να σου ορκιστούμε:
2,18 Αλλά άκου κι εσύ τι πρέπει να κάνεις: Όταν θα μπούμε μέσα στη χώρα, θα δέσεις αυτό το κόκκινο σχοινί στο παράθυρο απ’ όπου μας κατεβάζεις, και θα έχεις συγκεντρώσει στο σπίτι σου τους γονείς σου και τ’ αδέρφια σου, και όλη την οικογένεια του πατέρα σου.
2,19 Όποιος βγει έξω από την πόρτα του σπιτιού σου, θα είναι ο ίδιος υπεύθυνος για το θάνατό του κι όχι εμείς. Αν όμως, κάποιος πειράξει οποιονδήποτε απ’ αυτούς που θα βρίσκονται μαζί σου, στο σπίτι σου, θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το θάνατό του.
2,20 Αν πάλι μας προδώσεις, εμείς θα είμαστε ελεύθεροι από τον όρκο που μας έβαλες να σου δώσουμε».
2,21 Εκείνη απάντησε: «Θα γίνει όπως τα λέτε». Έπειτα τους φυγάδευσε· κι όταν έφυγαν, έδεσε στο παράθυρό της το κόκκινο σκοινί.
2,22 Οι κατάσκοποι έφυγαν και πήγαν στα βουνά· εκεί έμειναν τρεις μέρες, ώσπου να γυρίσουν πίσω εκείνοι που τους καταδίωκαν. Τους είχαν αναζητήσει παντού αλλά δεν τους βρήκαν.
2,23 Μετά οι δυο άντρες κατέβηκαν από τα βουνά, πέρασαν τον Ιορδάνη και ήρθαν στον Ιησού, γιο του Ναυή, στον οποίο και διηγήθηκαν όλα όσα τους είχαν συμβεί.
2,24 «Είναι βέβαιο», του είπαν, «ότι ο Κύριος μας έχει παραδώσει ολόκληρη τη χώρα και μάλιστα όλοι οι κάτοικοί της μας τρέμουν».
3,1 Νωρίς την άλλη μέρα το πρωί ο Ιησούς και όλος ο λαός έφυγαν από τη Σιττίμ και κατέβηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Εκεί στρατοπέδευσαν ως την ημέρα που θα περνούσαν τον ποταμό.
3,2 Ύστερα από τρεις μέρες, οι αρχηγοί διέσχισαν το στρατόπεδο,
3,3 κι έδωσαν στο λαό την προσταγή: «Όταν θα δείτε τους ιερείς-Λευίτες να σηκώνουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, του Θεού σας, θα ξεκινήσετε κι εσείς από τις θέσεις σας και θα την ακολουθήσετε.
3,4 Πρέπει όμως να υπάρχει ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ αυτήν μία απόσταση δύο χιλιάδες πήχεις. Δε θα πηγαίνετε κοντά της, για να μπορείτε να βλέπετε το δρόμο που θα πρέπει ν’ ακολουθήσετε· γιατί δεν έχετε ποτέ ξαναπεράσει απ’ αυτόν».
3,5 Ο Ιησούς έλεγε στο λαό: «Καθαριστείτε, γιατί ο Κύριος αύριο θα κάνει θαύματα ανάμεσά σας».
3,6 Και στους ιερείς είπε: «Εσείς σηκώστε την κιβωτό της διαθήκης και περάστε μπροστά επικεφαλής του λαού». Έτσι κι έκαναν.
3,7 Τότε είπε ο Κύριος στον Ιησού: «Από σήμερα θ’ αρχίσω να σε αναδεικνύω σε μεγάλον άντρα στα μάτια όλων των Ισραηλιτών, για να ξέρουν ότι εγώ θα είμαι μαζί σου όπως ήμουν και με το Μωυσή.
3,8 Και τώρα δώσε διαταγή στους ιερείς που θα σηκώνουν την κιβωτό της διαθήκης, μόλις φτάσουν στα νερά του Ιορδάνη, να σταθούν εκεί, μέσα στον ποταμό».
3,9 Έπειτα ο Ιησούς είπε στους Ισραηλίτες: «Πλησιάστε εδώ κι ακούστε τα λόγια του Κυρίου, του Θεού σας».
3,10 «Ο αληθινός Θεός είναι ανάμεσά σας και θα διώξει το δίχως άλλο από μπροστά σας τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Ευαίους, τους Φερεζαίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους. Και θα το καταλάβετε απ’ αυτό:
3,11 Η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου όλης της γης θα διαβεί τον Ιορδάνη πρώτη από σας.
3,12 Διαλέξτε, λοιπόν, δώδεκα άντρες από τις φυλές του Ισραήλ, έναν άνδρα από κάθε φυλή.
3,13 Μόλις οι ιερείς που σηκώνουν την κιβωτό του Κυρίου όλης της γης, βάλουν τα πόδια τους στα νερά του Ιορδάνη, η ροή του ποταμού θα διακοπεί και τα νερά που κατεβαίνουν από πάνω θα σταθούν σε ένα σωρό».
3,14 Ο λαός βγήκαν από τις σκηνές τους για να περάσουν τον Ιορδάνη και οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης βάδιζαν πρώτοι μπροστά.
3,15 Ήταν η εποχή του θερισμού και οι όχθες του Ιορδάνη είχαν ξεχειλίσει. Όταν οι ιερείς με την κιβωτό έφτασαν στο ποτάμι και τα πόδια τους βράχηκαν στην άκρη του νερού,
3,16 τότε, τα νερά που κατέβαιναν από πάνω στάθηκαν και μαζεύτηκαν σ’ ένα σωρό, σε μεγάλη απόσταση, κοντά στην πόλη Αδάμ, που βρίσκεται στην περιοχή της Ζαρετάν. Τα νερά που κατέβαιναν προς τη Νεκρά Θάλασσα αποκόπηκαν, κι έτσι ο λαός πέρασε απέναντι από την Ιεριχώ.
3,17 Οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου σταμάτησαν στο στεγνό έδαφος στη μέση του ποταμού, ώσπου πέρασε από ’κει όλος ο λαός Ισραήλ και διάβηκαν τον Ιορδάνη.
4,1 Αφού πέρασε όλος ο λαός τον Ιορδάνη, είπε ο Κύριος στον Ιησού:
4,2 «Διαλέξτε από το λαό δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή,
4,3 και δώστε τους εντολή να βγάλουν δώδεκα πέτρες από την κοίτη του Ιορδάνη, από τον τόπο ακριβώς όπου είχαν σταθεί οι ιερείς και πατούσαν τα πόδια τους, και να τις φέρουν μαζί τους για να τις τοποθετήσουν στον τόπο όπου θα στρατοπεδεύσετε απόψε».
4,4 Ο Ιησούς κάλεσε τους δώδεκα άντρες που διάλεξε μέσα από το λαό, έναν από κάθε φυλή,
4,5 και τους είπε: «Περάστε μπροστά από την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού σας, και κατεβείτε στην κοίτη του Ιορδάνη. Από ’κει θα πάρετε καθένας σας στον ώμο από μια πέτρα, μία για κάθε φυλή του Ισραήλ.
4,6 Αυτές οι πέτρες θα σας θυμίζουν αυτό που συνέβηκε εδώ. Όταν θα σας ρωτούν στο μέλλον τα παιδιά σας τι σημαίνουν αυτές οι πέτρες για σας,
4,7 εσείς θα τους απαντάτε ότι τα νερά του Ιορδάνη σταμάτησαν μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου. Διακόπηκε η ροή του ποταμού, όταν η κιβωτός περνούσε μέσα από τον Ιορδάνη. Έτσι, αυτές οι πέτρες θα είναι για τους Ισραηλίτες μια υπόμνηση παντοτινή».
4,8 Οι άντρες έκαναν όπως τους διέταξε ο Ιησούς: Έβγαλαν δώδεκα πέτρες μέσα από τον Ιορδάνη, μία για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τις έφεραν μαζί τους στον τόπο όπου θα διανυκτέρευαν και τις απόθεσαν εκεί, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου προς τον Ιησού.
4,9 Ο Ιησούς έστησε επίσης δώδεκα πέτρες μέσα στον Ιορδάνη, στο σημείο ακριβώς όπου πάτησαν τα πόδια των ιερέων που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης. Αυτές οι πέτρες σώζονται εκεί μέχρι σήμερα.
4,10 Στο μεταξύ οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό στέκονταν μέσα στον Ιορδάνη, ωσότου έγιναν όλα όσα είχε διατάξει ο Κύριος τον Ιησού να πει στο λαό. Έτσι ο Ιησούς έπραξε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Μωυσή. Ο λαός τάχυνε το βήμα και πέρασε·
4,11 κι όταν πέρασαν όλοι στην άλλη όχθη, πέρασε και η κιβωτός του Κυρίου. Οι ιερείς πήγαν πάλι με την κιβωτό μπροστά από το λαό.
4,12 Η φυλή Ρουβήν, η φυλή Γαδ και το μισό της φυλής Μανασσή πέρασαν με τα όπλα τους επικεφαλής των Ισραηλιτών, όπως τους είχε πει ο Μωυσής.
4,13 Περίπου σαράντα χιλιάδες ένοπλοι πολεμιστές πέρασαν ενώπιον του Κυρίου βαδίζοντας προς τις πεδιάδες της Ιεριχώ.
4,14 Εκείνη τη μέρα ο Κύριος ανέδειξε τον Ιησού μεγάλον άντρα στα μάτια των Ισραηλιτών. Τον σέβονταν σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως είχαν σεβαστεί το Μωυσή.
4,15 Μετά ο Κύριος είπε στον Ιησού:
4,16 «Δώσε διαταγή στους ιερείς που σηκώνουν την κιβωτό του μαρτυρίου ν’ ανεβούν από τον Ιορδάνη».
4,17 Ο Ιησούς διέταξε τους ιερείς ν’ ανέβουν.
4,18 Μόλις αυτοί ανέβηκαν από την κοίτη του ποταμού και τα πόδια τους πάτησαν στην όχθη, τα νερά του Ιορδάνη ξαναγύρισαν στον τόπο τους και πλημμύρισαν όλες τις όχθες του, όπως και πριν.
4,19 Ήταν τη δέκατη μέρα του πρώτου μήνα που ο λαός διάβηκε τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσε στα Γάλγαλα, ανατολικά της Ιεριχώ.
4,20 Εκεί στα Γάλγαλα έστησε ο Ιησούς τις δώδεκα πέτρες που είχαν πάρει από τον ποταμό,
4,21 και είπε στους Ισραηλίτες: «Όταν στο μέλλον ρωτούν τα παιδιά σας τους πατέρες τους τι σημαίνουν αυτές οι πέτρες,
4,22 θα τους εξηγείτε πώς οι Ισραηλίτες πέρασαν αυτόν εδώ τον ποταμό, τον Ιορδάνη, βαδίζοντας σε έδαφος στεγνό.
4,23 Ο Κύριος, ο Θεός σας, αποξέρανε μπροστά σας τα νερά του Ιορδάνη για να περάσατε, όπως ακριβώς είχε αποξηράνει την Ερυθρά Θάλασσα για να περάσουμε εμείς.
4,24 Όλα αυτά τα έκανε ο Κύριος ο Θεός σας για να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μεγάλη είναι η δύναμή του και για να τον σέβεστε πάντοτε».
5,1 Όταν οι βασιλιάδες όλοι των Αμορραίων, που κατοικούσαν στα δυτικά του Ιορδάνη, και οι βασιλιάδες των Χαναναίων, που κατοικούσαν στα παραθαλάσσια, έμαθαν ότι αποξήρανε ο Θεός τα νερά του Ιορδάνη για να περάσουν οι Ισραηλίτες, πανικοβλήθηκαν και δεν είχαν πια το θάρρος να τους αντιμετωπίσουν.
5,2 Εκείνο το χρόνο ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Φτιάξε κοφτερά μαχαίρια από πέτρα και κάνε πάλι περιτομή στους Ισραηλίτες, για δεύτερη φορά».
5,3 Ο Ιησούς έφτιαξε κοφτερά μαχαίρια από πέτρα κι έκανε περιτομή σ’ όλους τους Ισραηλίτες, κοντά στο Λόφο των Ακροβυστιών.
5,4-6 Ο λόγος που ο Ιησούς έκανε την περιτομή, ήταν ο εξής: Όλοι οι μάχιμοι άντρες που είχαν βγει από την Αίγυπτο ήταν ήδη περιτμημένοι· ενώ τα αρσενικά μωρά που γεννήθηκαν μετά στην έρημο, στη διάρκεια της σαραντάχρονης περιπλάνησης του λαού, δεν είχαν περιτμηθεί. Επίσης, ως το τέλος αυτής της περιόδου πέθαναν όλοι όσοι την εποχή της εξόδου από την Αίγυπτο ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, επειδή δεν υπάκουσαν στα λόγια του Κυρίου. Ο Κύριος τους ορκίστηκε ότι δε θα έβλεπαν τη χώρα που είχε υποσχεθεί με όρκο στους πατέρες τους να δώσει σ’ εμάς, τη χώρα που ρέει γάλα και μέλι.
5,7 Στη θέση εκείνων, λοιπόν, ο Κύριος έβαλε τα παιδιά τους, και σ’ αυτά έκανε την περιτομή ο Ιησούς, γιατί δεν είχαν περιτμηθεί στη διάρκεια της πορείας στην έρημο.
5,8 Όταν περιτμήθηκε όλος ο λαός, έμειναν εκεί που είχαν κατασκηνώσει, ώσπου να επουλωθούν οι πληγές τους.
5,9 Ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Σήμερα αφαίρεσα την ντροπή της Αιγύπτου από πάνω σας». Γι’ αυτό ονομάστηκε ο τόπος εκείνος Γάλγαλα, όπως λέγεται μέχρι σήμερα.
5,10 Οι Ισραηλίτες έμειναν στρατοπεδευμένοι στα Γάλγαλα και γιόρτασαν εκεί, στις πεδιάδες της Ιεριχώ, το Πάσχα, το βράδυ της δέκατης τέταρτης μέρας εκείνου του μήνα.
5,11 Την επομένη του Πάσχα έφαγαν άζυμο ψωμί και καβουρδισμένο σιτάρι, όλα φτιαγμένα από τα προϊόντα της περιοχής.
5,12 Από κείνη την ημέρα σταμάτησε να πέφτει το μάννα, αφού πια μπορούσαν κι έτρωγαν από τα προϊόντα της Χαναάν. Έτσι, από τη χρονιά εκείνη οι Ισραηλίτες δεν είχαν πια το μάννα.
5,13 Μια μέρα, όταν ο Ιησούς του Ναυή βρισκόταν κοντά στην Ιεριχώ, είδε ξαφνικά έναν άντρα να στέκεται μπροστά του με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι του. Ο Ιησούς τον πλησίασε και του είπε: «Είσαι μαζί μας ή με τους εχθρούς μας;»
5,14 Ο άντρας απάντησε: «Όχι· εγώ είμαι ο αρχηγός των στρατευμάτων του Κυρίου και τώρα μόλις ήρθα». Τότε ο Ιησούς έπεσε με το πρόσωπο στη γη, τον προσκύνησε και του είπε: «Τι διατάζει ο Κύριός μου το δούλο του;»
5,15 Ο αρχηγός των στρατευμάτων του Κυρίου απάντησε στον Ιησού: «Βγάλε τα ποδήματά σου από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος που πατάς είναι άγιος». Και ο Ιησούς υπάκουσε.
6,1 Η Ιεριχώ είχε τα τείχη της κλειστά κι αμπαρωμένα για να μην μπορέσουν να μπουν οι Ισραηλίτες. Κανείς δεν έβγαινε ούτε έμπαινε στην πόλη.
6,2 Τότε είπε ο Κύριος στον Ιησού: «Σου παραδίνω την Ιεριχώ, το βασιλιά της και τους πολεμιστές της στα χέρια σου.
6,3 Εσύ και όλος ο στρατός θα παρελάσετε γύρω από την πόλη, κάνοντας μια φορά την ημέρα επί έξι μέρες το γύρο της.
6,4 Εφτά ιερείς θα πηγαίνουν μπροστά από την κιβωτό και θα κρατούν εφτά κεράτινες σάλπιγγες. Την έβδομη μέρα θα κάνετε εφτά φορές το γύρο της πόλης, ενώ οι ιερείς θα σαλπίζουν με τις σάλπιγγες.
6,5 Όταν τους ακούσετε να δώσουν παρατεταμένο σάλπισμα, τότε όλος ο στρατός θα βγάλει μεγάλον αλαλαγμό και το τείχος της πόλης θα πέσει κάτω. Αμέσως οι Ισραηλίτες θα ορμήσουν στην επίθεση και θα μπουν κατ’ ευθείαν στην πόλη».
6,6 Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, κάλεσε τους ιερείς και τους είπε: Σηκώστε την κιβωτό της διαθήκης και εφτά ιερείς θα προπορεύονται μπροστά της κρατώντας εφτά κεράτινες σάλπιγγες».
6,7 Έπειτα διέταξε το λαό: «Εμπρός! Αρχίστε να κάνετε το γύρο της πόλης· η εμπροσθοφυλακή, όμως, να πηγαίνει μπροστά από την κιβωτό του Κυρίου».
6,8 Σύμφωνα με τις διαταγές του Ιησού, οι εφτά ιερείς που κρατούσαν τις κεράτινες σάλπιγγες πήγαιναν μπροστά από την κιβωτό και σάλπιζαν, ενώ εκείνοι που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου τούς ακολουθούσαν.
6,9 Η εμπροσθοφυλακή του στρατού βάδιζε μπροστά από τους ιερείς, οι οποίοι σάλπιζαν ασταμάτητα με τις σάλπιγγες, και το υπόλοιπο του στρατεύματος ήταν οπισθοφυλακή της κιβωτού.
6,10 Ο Ιησούς είχε δώσει στο στρατό ρητή διαταγή: «Δε θα βγάλετε άχνα. Λέξη δε θα βγει από το στόμα σας, ως τη μέρα που θα σας πω εγώ να αλαλάξετε. Μόνο τότε θα φωνάξετε».
6,11 Έτσι, η κιβωτός του Κυρίου έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεψαν στο στρατόπεδο και πέρασαν εκεί τη νύχτα.
6,12 Νωρίς το άλλο πρωί σηκώθηκε ο Ιησούς, και οι ιερείς σήκωσαν πάλι την κιβωτό του Κυρίου.
6,13 Οι εφτά ιερείς με τις κεράτινες σάλπιγγες βάδιζαν μπροστά από την κιβωτό σαλπίζοντας συνεχώς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μπροστά τους και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό του Κυρίου.
6,14 Τη δεύτερη μέρα έκαναν μία φορά το γύρο της πόλης και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Έξι μέρες έκαναν το ίδιο.
6,15 Την έβδομη μέρα σηκώθηκαν με την αυγή κι έκαναν εφτά φορές το γύρο της πόλης με τον ίδιο τρόπο. Ήταν η μόνη μέρα που έκαναν το γύρο της πόλης εφτά φορές.
6,16 Την έβδομη φορά, όταν οι ιερείς ήταν να σαλπίσουν με τις σάλπιγγες, ο Ιησούς είπε στο λαό: «Αλαλάξτε τώρα! Ο Κύριος σας παρέδωσε την πόλη!
6,17 Η πόλη και ό,τι υπάρχει σ’ αυτήν θα γίνει ανάθεμα και θα καταστραφεί ως αφιέρωμα στον Κύριο. Μόνο τη Ραάβ την πόρνη θ’ αφήσετε να ζήσει –αυτήν και όλους όσοι είναι μαζί της στο σπίτι της– επειδή έκρυψε τους απεσταλμένους μας.
6,18 Εσείς όμως φυλαχτείτε από το ανάθεμα· μην πάρετε τίποτε απ’ αυτά που είναι προορισμένα να καταστραφούν, γιατί τότε θα επιφέρετε κατάρα στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και θα προξενήσετε σ’ αυτό καταστροφή.
6,19 Όλο το ασήμι και το χρυσάφι, τα χάλκινα και τα σιδερένια σκεύη θα αφιερωθούν στον Κύριο και θα τοποθετηθούν στο θησαυροφυλάκιο του Κυρίου».
6,20 Μετά οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες· και μόλις ο λαός άκουσε τον ήχο της σάλπιγγας, ξέσπασε σε μεγάλον αλαλαγμό και σωριάστηκε το τείχος. Τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη, όρμησαν κατ’ ευθείαν μέσα και την κατέλαβαν.
6,21 Καθετί που υπήρχε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροι, βόδια, πρόβατα και γαϊδούρια, όλα παραδόθηκαν στη σφαγή.
6,22 Τότε είπε ο Ιησούς στους δύο άνδρες, που είχαν κατασκοπεύσει τη χώρα: «Μπείτε στο σπίτι εκείνης της πόρνης και βγάλτε την από ’κει, αυτήν και όλους όσοι είναι μαζί της, όπως της ορκιστήκατε».
6,23 Εκείνοι μπήκαν στο σπίτι κι έβγαλαν έξω τη Ραάβ, τους γονείς της, τ’ αδέρφια της και όλους τους υπόλοιπους συγγενείς της και τα υπάρχοντά της. Τους πήραν και τους εγκατέστησαν σε ασφαλές μέρος έξω από το στρατόπεδο των Ισραηλιτών.
6,24 Ύστερα έβαλαν φωτιά στην πόλη κι έκαναν στάχτη ό,τι βρισκόταν μέσα σ’ αυτήν. Μόνο το ασήμι, το χρυσάφι, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα τα πήραν και τα τοποθέτησαν στο θησαυροφυλάκιο του οίκου του Κυρίου.
6,25 Αλλά ο Ιησούς χάρισε τη ζωή στη Ραάβ την πόρνη, στην οικογένεια του πατέρα της και σε όλους τους δικούς της, επειδή είχε κρύψει τους ανθρώπους που αυτός είχε στείλει για να κατασκοπεύσουν την Ιεριχώ. Η Ραάβ εγκαταστάθηκε ανάμεσα στους Ισραηλίτες και οι απόγονοί της ζουν μέχρι σήμερα.
6,26 Εκείνες τις μέρες, ο Ιησούς έδωσε αυτόν τον όρκο σχετικά με την Ιεριχώ: «Καταραμένος να είναι από τον Κύριο ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει να ξαναχτίσει αυτή την πόλη. Με τίμημα το γιο του τον πρωτότοκο θα βάλει τα θεμέλιά της, τις πύλες της θα στήσει με τίμημα το νιότερο το γιο».
6,27 Ο Κύριος ήταν μαζί με τον Ιησού, και η φήμη του απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα.
7,1 Οι Ισραηλίτες όμως αμάρτησαν σοβαρά στο θέμα των αφιερωμάτων: Ο Αχάν, γιος του Χαρμί, εγγονός του Ζαβδί και δισέγγονος του Ζεράχ, από τη φυλή Ιούδα, πήρε για δικά του μερικά από τα αφιερώματα. Εξαιτίας αυτού, λοιπόν, ο Κύριος οργίστηκε εναντίον των Ισραηλιτών.
7,2 Από την Ιεριχώ ο Ιησούς έστειλε ανθρώπους στη Γαι, που βρίσκεται κοντά στη Βαιθ-Αυέν, ανατολικά της Βαιθήλ με τη διαταγή να κατασκοπεύσουν την περιοχή. Πράγματι, εκείνοι πήγαν και κατασκόπευσαν τη Γαι.
7,3 Όταν επέστρεψαν στον Ιησού του ανάφεραν: «Δεν είναι ανάγκη να πάει όλος ο στρατός για να καταλάβει τη Γαι και να μπουν όλοι σε τέτοιον κόπο. Δεν είναι μεγάλη πόλη. Δυο τρεις χιλιάδες άντρες είναι αρκετοί».
7,4 Ξεκίνησαν, λοιπόν, να πολεμήσουν περίπου τρεις χιλιάδες άντρες, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στους κατοίκους της Γαι.
7,5 Σκότωσαν από τους Ισραηλίτες περίπου τριάντα έξι άντρες και τους υπόλοιπους τους καταδίωξαν από την πύλη της πόλης ως τη Σιβαρίμ, και τους σύντριψαν στην κατωφέρεια. Έτσι ο λαός λύγισε κι έχασε το θάρρος του.
7,6 Τότε ο Ιησούς έσκισε τα ρούχα του, έριξε χώμα στο κεφάλι του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου ως το βράδυ. Τα ίδια έκαναν και οι πρεσβύτεροι του λαού.
7,7 Ο Ιησούς προσευχήθηκε: «Παντοδύναμε Κύριε, γιατί άφησες αυτό το λαό να διαβεί τον Ιορδάνη; Για να μας παραδώσεις στην εξουσία των Αμορραίων και να μας εξοντώσουν; Μακάρι να είχαμε μείνει από την άλλη μεριά του ποταμού.
7,8 Σε παρακαλώ, Κύριε, τι να πω τώρα που οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν από τους εχθρούς τους;
7,9 Όταν το μάθουν οι Χαναναίοι και οι άλλοι κάτοικοι της χώρας θα μας περικυκλώσουν και θα μας εξαφανίσουν από τη γη. Και τι θα κάνεις τότε για να περισωθεί η δόξα του μεγάλου σου ονόματος;»
7,10 Ο Κύριος απάντησε στον Ιησού: «Σήκω πάνω. Τι έπεσες με το πρόσωπο καταγής;
7,11 Οι Ισραηλίτες αμάρτησαν· παρέβηκαν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν απέναντί μου. Πήραν πράγματα από τα αφιερώματα, τα έκλεψαν, τα συγκάλυψαν με ψέματα και τα έκρυψαν ανάμεσα στα πράγματά τους.
7,12 Γι’ αυτό και δε θα μπορέσουν πια ν’ αντισταθούν στους εχθρούς τους. Θα τρέπονται σε φυγή μπροστά τους, γιατί τώρα αυτοί οι ίδιοι καταδίκασαν τους εαυτούς τους. Δε θα είμαι πια μαζί σας, αν δεν πετάξετε μακριά σας τα απαγορευμένα αντικείμενα.
7,13 Σήκω, λοιπόν, προετοίμασε το λαό και πες τους: “καθαριστείτε για αύριο, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, λέει πως το ανάθεμα είναι ανάμεσά σας, Ισραηλίτες. Δε θα μπορέσετε πια ν’ αντισταθείτε στους εχθρούς σας, ωσότου πετάξετε μακριά σας τα απαγορευμένα αντικείμενα.
7,14 Αύριο το πρωί θα πλησιάστε κάθε φυλή χωριστά μία μία· και η φυλή που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει κατά συγγένειες. Η συγγένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο, θα πλησιάσει κατά οικογένειες. Και η οικογένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει, ο ένας άντρας μετά τον άλλο.
7,15 Κι ο Κύριος θα φανερώσει ποιος απ’ αυτούς έχει τα απαγορευμένα αντικείμενα. Τότε θα καεί αυτός μαζί με όλα του τα υπάρχοντα, γιατί παρέβηκε τις υποχρεώσεις του απέναντί μου και ντρόπιασε τους Ισραηλίτες”».
7,16 Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε ο Ιησούς και διέταξε να πλησιάσουν οι Ισραηλίτες κατά φυλές. Πλησίασαν μία μία χωριστά και κληρώθηκε η φυλή Ιούδα.
7,17 Μετά διέταξε να πλησιάσουν μία μία οι συγγένειες της φυλής Ιούδα. Πλησίασαν και κληρώθηκε η συγγένεια των Ζαρχιτών. Κάλεσε τότε τη συγγένεια των Ζαρχιτών να πλησιάσουν κατά οικογένειες μία μία και κληρώθηκε η οικογένεια του Ζαβδί.
7,18 Τέλος κάλεσε να πλησιάσει η οικογένεια του Ζαβδί, ο ένας άντρας μετά τον άλλο και κληρώθηκε ο Αχάν, γιος του Χαρμί, εγγονός του Ζαβδί και δισέγγονος του Ζαρά, από τη φυλή Ιούδα.
7,19 Τότε είπε ο Ιησούς στον Αχάν: «Αναγνώρισε, παιδί μου, το μεγαλείο του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ και εξομολογήσου σ’ αυτόν. Πες μου τώρα τι έχεις κάνει· μη μου κρύψεις τίποτα».
7,20 Ο Αχάν απάντησε στον Ιησού: «Πράγματι, εγώ είμαι που αμάρτησα στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Έκανα το εξής:
7,21 Όταν είδα ανάμεσα στα λάφυρα έναν ωραίο μανδύα από τη Σινάρ, διακόσιους σίκλους ασήμι και ένα χρυσό ραβδί που ζύγιζε πενήντα σίκλους, τα πεθύμησα και τα πήρα. Βρίσκονται κρυμμένα στο έδαφος μέσα στη σκηνή μου· το ασήμι είναι από κάτω.
7,22 Ο Ιησούς έστειλε ανθρώπους στη σκηνή του Αχάν. Αυτοί έτρεξαν εκεί και πραγματικά όλα αυτά ήταν κρυμμένα στη σκηνή του, και το ασήμι ήταν από κάτω.
7,23 Τα έβγαλαν, λοιπόν, απ’ τη σκηνή, τα έφεραν στον Ιησού και στους Ισραηλίτες και τα άπλωσαν ενώπιον του Κυρίου.
7,24 Τότε ο Ιησούς κι όλος ο λαός μαζί του συνέλαβαν τον Αχάν, γιο του Χαρμί και τον έφεραν στην Κοιλάδα Αχώρ, μαζί μ’ αυτόν έφεραν το ασήμι, το μανδύα και το χρυσό ραβδί, τους γιους του, τις κόρες του, τα βόδια του, τα γαϊδούρια του, τα πρόβατά του, τη σκηνή του, όλα του τα υπάρχοντα.
7,25 Ο Ιησούς είπε στον Αχάν: «Γιατί μας προξένησες αυτήν τη δυστυχία; Ο Κύριος σήμερα θα προξενήσει δυστυχία σ’ εσένα». Τότε όλοι οι Ισραηλίτες θανάτωσαν αυτόν και τους συγγενείς του με λιθοβολισμό και μετά τους έκαψαν.
7,26 Έπειτα ύψωσαν πάνω από τον Αχάν έναν μεγάλο σωρό από πέτρες, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Έτσι σταμάτησε η οργή του Κυρίου. Εξαιτίας αυτού του περιστατικού ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Κοιλάδα Αχώρ κι έτσι λέγεται μέχρι σήμερα.
8,1 Ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Μη φοβάσαι και μην δειλιάζεις. Πάρε μαζί σου όλο το στρατό και πήγαινε να επιτεθείς εναντίον της Γαι. Θα παραδώσω στα χέρια σου το βασιλιά της, το λαό του, την πόλη και τη χώρα του.
8,2 Θα κάνεις στη Γαι και στο βασιλιά της ό,τι έκανες στην Ιεριχώ και στο βασιλιά της. Αλλά τα λάφυρά της και τα κτήνη της θα τα πάρετε εσείς. Στήστε ενέδρα από το πίσω μέρος της πόλης».
8,3 Τότε ο Ιησούς ετοιμάστηκε να επιτεθεί στη Γαι με όλο του το στρατό. Διάλεξε τρεις χιλιάδες γενναίους άντρες και τους έστειλε τη νύχτα,
8,4 με την εξής διαταγή: «Προσέξτε, να στήσετε ενέδρα από το πίσω μέρος της πόλης, χωρίς ν’ απομακρυνθείτε πολύ από την πόλη, και να είστε όλοι σας σε επιφυλακή.
8,5 Εγώ θα πλησιάσω με τους άντρες μου στην πόλη. Όταν οι άντρες της Γαι βγουν εναντίον μας, όπως την άλλη φορά, εμείς θα υποχωρήσουμε.
8,6 Όσο αυτοί θα μας καταδιώκουν εμείς θα υποχωρούμε, ώσπου να τους απομακρύνουμε από την πόλη, γιατί θα νομίζουν ότι τραπήκαμε σε φυγή όπως την πρώτη φορά».
8,7 Τότε εσείς θα βγείτε από την ενέδρα και θα καταλάβετε την πόλη. Θα σας την παραδώσει ο Κύριος, ο Θεός σας.
8,8 Κι όταν καταλάβετε την πόλη, θα την παραδώστε στη φωτιά, σύμφωνα με την προσταγή του Κυρίου. Αυτές είναι οι διαταγές που σας δίνω».
8,9 Με διαταγή του Ιησού, λοιπόν, πήγαν κι έστησαν την ενέδρα τους ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι, δυτικά της Γαι· ο Ιησούς πέρασε τη νύχτα εκείνη στο στρατόπεδο.
8,10 Το πρωί σηκώθηκε, επιθεώρησε τους άντρες του και βάδισε επικεφαλής τους, μαζί με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, προς τη Γαι.
8,11 Οι άντρες του προχώρησαν κι έφτασαν απέναντι από τη Γαι και πήραν θέσεις στα βόρεια της πόλης· ανάμεσα σ’ αυτούς και στην πόλη ήταν κοιλάδα.
8,12 Ο Ιησούς διάλεξε περίπου πέντε χιλιάδες άντρες και τους έβαλε σε ενέδρα ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι, στα δυτικά της πόλης.
8,13 Έτσι, ο κυρίως στρατός είχε πάρει θέσεις στα βόρεια της πόλης, με την οπισθοφυλακή στα δυτικά· ο Ιησούς διανυκτέρευσε στην κοιλάδα.
8,14 Μόλις ο βασιλιάς της Γαι είδε τους Ισραηλίτες έσπευσε με όλο το στρατό του να βγει από την πόλη και να τους πολεμήσει στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην ίδια θέση όπως και προηγουμένως. Δεν ήξερε όμως ότι υπήρχε εναντίον του ενέδρα, στα δυτικά της πόλης.
8,15 Ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες προσποιήθηκαν ότι είχαν νικηθεί απ’ αυτούς και τράπηκαν δήθεν σε φυγή προς την έρημο.
8,16 Τότε όλος ο πληθυσμός της πόλης διατάχθηκαν να βγουν και να καταδιώξουν τον Ιησού· έτσι απομακρύνθηκαν από την πόλη.
8,17 Κανείς δεν έμεινε στη Γαι που να μη βγει να καταδιώξει τους Ισραηλίτες· κι άφησαν την πόλη ανυπεράσπιστη.
8,18 Τότε ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Άπλωσε προς τη Γαι τη λόγχη που κρατάς στο χέρι σου, γιατί θα σου παραδώσω την πόλη». Ο Ιησούς άπλωσε τη λόγχη του προς τη Γαι.
8,19 Οι στρατιώτες της ενέδρας σηκώθηκαν γρήγορα από τη θέση τους, έτρεξαν μέσα στην πόλη και την κατέλαβαν, κι αμέσως της έβαλαν φωτιά.
8,20 Όταν οι άντρες της Γαι κοίταξαν πίσω τους και είδαν τον καπνό ν’ ανεβαίνει από την πόλη προς τον ουρανό, κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από πουθενά. Οι Ισραηλίτες που δήθεν έφευγαν κυνηγημένοι προς την έρημο, στράφηκαν τώρα εναντίον τους.
8,21 Όταν ο Ιησούς και ο στρατός του είδαν ότι οι άντρες της ενέδρας είχαν κυριέψει την πόλη, κι είδαν και τον καπνό που ανέβαινε απ’ αυτήν, γύρισαν και χτύπησαν τους άντρες της Γαι.
8,22 Οι Ισραηλίτες από την πόλη βγήκαν κι αυτοί στην καταδίωξη, κι έτσι οι άντρες της Γαι βρέθηκαν περικυκλωμένοι απ’ όλες τις μεριές. Οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και δεν άφησαν ούτε έναν ζωντανό ούτε έναν φυγάδα.
8,23 Το βασιλιά της Γαι, τον συνέλαβαν ζωντανό και τον έφεραν στον Ιησού.
8,24 Οι Ισραηλίτες θανάτωσαν όλους τους κατοίκους της Γαι στους αγρούς και στην έρημο, εκεί όπου κι αυτοί τους είχαν καταδιώξει· δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Μετά γύρισαν πίσω στη Γαι και εξόντωσαν τον υπόλοιπο πληθυσμό.
8,25 Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Γαι, δώδεκα χιλιάδες, άντρες και γυναίκες.
8,26 Στο μεταξύ ο Ιησούς κρατούσε το χέρι του με τη λόγχη τεντωμένο προς την κατεύθυνση της Γαι, ωσότου θανατώθηκαν όλοι οι κάτοικοί της.
8,27 Οι Ισραηλίτες πήραν για τον εαυτό τους μόνο τα κτήνη και τα λάφυρα εκείνης της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει ο Κύριος στον Ιησού.
8,28 Έτσι, ο Ιησούς πυρπόλησε τη Γαι και τη μετέβαλε σε σωρό ερειπίων· και μέχρι σήμερα είναι τόπος έρημος.
8,29 Το βασιλιά της Γαι τον κρέμασε σ’ ένα δέντρο, κι έμεινε εκεί κρεμασμένος ως το βράδυ. Με το ηλιοβασίλεμα ο Ιησούς διέταξε να κατεβάσουν το πτώμα από το δέντρο και να το ρίξουν μπρος στην πύλη της πόλης. Πάνω του έριξαν ένα μεγάλο σωρό πέτρες, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα.
8,30 Στο όρος Εβάλ ο Ιησούς έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ.
8,31 Έτσι είχε διατάξει τους Ισραηλίτες ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, και είναι γραμμένο στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή. Το θυσιαστήριο ήταν από αλάξευτες πέτρες, που δεν τις είχε αγγίξει σιδερένιο εργαλείο. Πάνω σ’ αυτό, πρόσφεραν στον Κύριο ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας.
8,32 Εκεί, πάνω στις πέτρες του θυσιαστηρίου, ο Ιησούς χάραξε ενώπιον των Ισραηλιτών ένα αντίγραφο του νόμου που είχε γράψει ο Μωυσής.
8,33 Έπειτα όλος ο λαός του Ισραήλ με τους πρεσβυτέρους τους, τους αρχηγούς τους και τους κριτές τους, καθώς και οι ξένοι που ζούσαν ανάμεσά τους, στάθηκαν από τη μια κι από την άλλη μεριά της κιβωτού της διαθήκης του Κυρίου· απέναντί τους στέκονταν οι ιερείς-Λευίτες, που βάσταζαν την κιβωτό. Οι μισοί στάθηκαν από τη μεριά του όρους Γεριζίμ και οι άλλοι μισοί από την πλευρά του όρους Εβάλ. Αυτό τους είχε διατάξει για πρώτη φορά ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, όταν θα ’ρχόταν ο καιρός να δεχτεί την ευλογία ο ισραηλιτικός λαός.
8,34 Κατόπιν, ο Ιησούς διάβασε όλες τις εντολές του νόμου, τις ευλογίες και τις κατάρες, που ήταν γραμμένες στο βιβλίο του νόμου.
8,35 Δεν έμεινε καμιά εντολή από όλες όσες είχε δώσει ο Μωυσής, που να μην τη διάβασε ο Ιησούς στους Ισραηλίτες, οι οποίοι ήταν εκεί συναθροισμένοι μαζί με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τους ξένους που ζούσαν ανάμεσά τους.
9,1 Τα κατορθώματα των Ισραηλιτών τα έμαθαν οι βασιλιάδες δυτικά του Ιορδάνη, στις ορεινές και στις πεδινές περιοχές και στα παράλια της Μεσογείου μέχρι το Λίβανο, δηλαδή οι βασιλιάδες των Χετταίων, των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων και των Ιεβουσαίων.
9,2 Συνασπίστηκαν, τότε, για να πολεμήσουν ενωμένοι τον Ιησού και τους Ισραηλίτες.
9,3 Οι κάτοικοι όμως της Γαβαών, οι Ευαίοι, όταν έμαθαν τι είχε κάνει ο Ιησούς στην Ιεριχώ και στη Γαι,
9,4 αποφάσισαν να ενεργήσουν με πανουργία. Ξεκίνησαν, λοιπόν, έχοντας φορτωμένα τα γαϊδούρια τους με παλιά σακιά και με μπαλωμένα ασκιά κρασιού·
9,5 φόρεσαν παλιά παπούτσια και κουρελιασμένα ρούχα και πήραν για το δρόμο ξερό, τριμμένο ψωμί.
9,6 Ήρθαν στο στρατόπεδο, στα Γάλγαλα, και είπαν στον Ιησού και στους Ισραηλίτες: «Εμείς ερχόμαστε από μακρινή χώρα και σας ζητάμε να κάνετε συμμαχία μαζί μας».
9,7 Οι Ισραηλίτες απάντησαν στους Ευαίους: «Εσείς μπορεί να κατοικείτε στη γύρω περιοχή· πώς μπορούμε εμείς να κάνουμε συμμαχία μαζί σας;»
9,8 Τότε εκείνοι είπαν στον Ιησού: «Δούλοι σου είμαστε». Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Μα ποιοι είστε εσείς και από πού έρχεστε;»
9,9 Αυτοί του απάντησαν: «Εμείς, οι δούλοι σου, ερχόμαστε από χώρα πολύ μακρινή. Έφτασε σ’ εμάς η φήμη του Κυρίου του Θεού σου και όλα όσα έκανε στην Αίγυπτο,
9,10 αυτά που έκανε στους δύο βασιλιάδες των Αμορραίων, ανατολικά του Ιορδάνη, δηλαδή στο Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών και στον Ωγ, βασιλιά της Βασάν, που ζούσε στην Ασταρώθ.
9,11 Έτσι οι αρχηγοί μας και ο λαός της χώρας μας μας είπαν να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα για το δρόμο και να έρθουμε να σας συναντήσουμε και να σας δηλώσουμε πως είμαστε δούλοι σας. Τώρα, λοιπόν, κάνετε συνθήκη μαζί μας.
9,12 Κοιτάξτε το ψωμί μας: ζεστό το πήραμε από τα σπίτια μας, όταν ξεκινήσαμε να ’ρθούμε σ’ εσάς, και τώρα είναι ξερό και τριμμένο.
9,13 Αυτά τα ασκιά του κρασιού ήταν καινούρια όταν τα γεμίσαμε, και τώρα είναι σκισμένα· τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας πάλιωσαν απ’ αυτήν την τόσο μακρινή οδοιπορία».
9,14 Οι Ισραηλίτες δοκίμασαν από τα τρόφιμά τους, χωρίς όμως να ζητήσουν τη συμβουλή του Κυρίου.
9,15 Έτσι ο Ιησούς έκανε μαζί τους συνθήκη ειρήνης, να τους αφήσει να ζήσουν. Και οι αρχηγοί της κοινότητας του Ισραήλ τους το επιβεβαίωσαν με όρκο.
9,16 Τρεις μέρες, όμως, μετά τη σύναψη αυτής της συνθήκης, οι Ισραηλίτες πληροφορήθηκαν ότι αυτοί ήταν γείτονές τους και κατοικούσαν εκεί γύρω.
9,17 Οι Ισραηλίτες έφυγαν από ’κει και την τρίτη μέρα έφτασαν στις πόλεις των Γαβαωνιτών, δηλαδή στη Γαβαών, στην Κεφιρά, στη Βερώθ και στην Κιριάθ-Ιαρίμ.
9,18 Δεν μπορούσαν όμως να σκοτώσουν τους κατοίκους, επειδή οι αρχηγοί της κοινότητας τους είχαν δώσει επίσημο όρκο στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Κι όλοι οι Ισραηλίτες είχαν παράπονα εναντίον των αρχηγών τους.
9,19 Οι αρχηγοί όμως τους απάντησαν: «Εμείς έχουμε δώσει όρκο στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ και τώρα δεν μπορούμε να τους βλάψουμε.
9,20 Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αφήσουμε να ζήσουν, για να μην ξεσπάσει πάνω μας η οργή του Θεού, εξαιτίας του όρκου που τους δώσαμε. Να τι θα κάνουμε όμως:
9,21 Θα τους αφήσουμε να ζήσουν, αλλά θα τους υποχρεώσουμε να γίνουν ξυλοκόποι και νεροκουβαλητές, για ολόκληρη την κοινότητα». Αυτά εισηγήθηκαν οι αρχηγοί.
9,22 Τότε ο Ιησούς κάλεσε τους Γαβαωνίτες και τους είπε: «Γιατί μας εξαπατήσατε λέγοντας ότι ερχόσαστε από πολύ μακριά, ενώ κατοικείτε εδώ κοντά μας;
9,23 Καταραμένοι να είστε! Θα είστε παντοτινά δούλοι μας, να κόβετε ξύλα και να βγάζετε νερό για το κατοικητήριο του Θεού μου».
9,24 Εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Οι δούλοι σου ακούσαμε πολλές φορές ότι ο Κύριος ο Θεός σου είχε διατάξει το Μωυσή, το δούλο του, να σας δώσει όλη αυτή τη χώρα και να εξολοθρεύσει όλους τους κατοίκους της στο πέρασμά σας. Σας φοβηθήκαμε, λοιπόν, μήπως μας σκοτώσετε και γι’ αυτό κάναμε αυτή την πράξη.
9,25 Και τώρα, είμαστε στη διάθεσή σου. Κάνε μ’ εμάς ό,τι νομίσεις καλό και σωστό».
9,26 Ο Ιησούς συμπεριφέρθηκε σ’ αυτούς όπως είχε αποφασιστεί: Τους γλίτωσε από τους Ισραηλίτες και δεν τους σκότωσαν.
9,27 Αλλά από κείνη τη μέρα, τους έβαλε να κόβουν ξύλα και να βγάζουν νερό για το θυσιαστήριο του Κυρίου, στον τόπο που ο Κύριος θα διάλεγε· κι αυτό γίνεται μέχρι σήμερα.
10,1 Ο Αδωνισέδεκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, έμαθε τα όσα ο Ιησούς έκανε στη Γαι και στον βασιλιά της, ότι δηλαδή την κατέλαβε και την κατέστρεψε, καθώς και όσα έκανε στην Ιεριχώ και στο δικό της βασιλιά· επίσης έμαθε ότι οι Γαβαωνίτες έκαναν ειρήνη με τους Ισραηλίτες και ζούσαν ανάμεσά τους.
10,2 Φοβήθηκε, λοιπόν, πάρα πολύ, γιατί η Γαβαών ήταν μεγάλη πόλη, ακόμα μεγαλύτερη από τη Γαι, και σημαντική όπως οι πόλεις που έχουν βασιλιά. Επίσης οι άντρες της ήταν όλοι γενναίοι πολεμιστές.
10,3 Έστειλε, λοιπόν, ο Αδωνισέδεκ το εξής μήνυμα στον Ωάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Πιράμ, βασιλιά της Ιαρμούθ, στον Ιαφιά, βασιλιά της Λαχίς και στο Δεβείρ, βασιλιά της Εγλών:
10,4 «Ελάτε να με βοηθήσετε να επιτεθούμε στη Γαβαών, επειδή έκανε ειρήνη με τον Ιησού και με τους Ισραηλίτες».
10,5 Έτσι πέντε Αμορραίοι βασιλιάδες, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιαρμούθ, της Λαχίς και της Εγλών, συμμάχησαν να εκστρατεύσουν με όλα τους τα στρατεύματα. Πολιόρκησαν, λοιπόν, την πόλη της Γαβαών και στη συνέχεια της επιτεθήκαν.
10,6 Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του έλεγαν: «Μην εγκαταλείψεις τους δούλους σου. Έλα γρήγορα κοντά μας, βοήθησέ μας και σώσε μας, γιατί όλοι οι βασιλιάδες των Αμορραίων που κατοικούν στην ορεινή περιοχή έχουν συνασπισθεί εναντίον μας.
10,7 Αμέσως ο Ιησούς έφυγε από τα Γάλγαλα, μαζί με όλο το στρατό του και τους επίλεκτους πολεμιστές.
10,8 Ο Κύριος του είπε: «Μην τους φοβάσαι, γιατί εγώ θα τους παραδώσω στην εξουσία σου· κανένας απ’ αυτούς δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί».
10,9 Έτσι, ο Ιησούς, μετά από ολονύκτια πορεία από τα Γάλγαλα ως τη Γαβαών, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των Αμορραίων.
10,10 Ο Κύριος τότε τους έκανε να υποχωρήσουν μπροστά στους Ισραηλίτες και υπέστησαν φοβερή ήττα εκεί στη Γαβαών. Οι Ισραηλίτες τους καταδίωξαν στην ανωφέρεια προς τη Βαιθ-Χωρών και συνέχισαν να τους χτυπούν ως την Αζεκά και τη Μακκηδά.
10,11 Και ενώ οι Αμορραίοι έφευγαν κυνηγημένοι από τους Ισραηλίτες, και είχαν φτάσει στην κατωφέρεια της Βαιθ-Χωρών, ο Κύριος έριξε πάνω τους από τον ουρανό χαλάζι χοντρό σαν πέτρες ως την Αζηκά· και σκοτώθηκαν από το χαλάζι αυτό πολύ περισσότεροι απ’ όσους εξόντωσαν οι Ισραηλίτες.
10,12 Την ημέρα που ο Κύριος παρέδωσε τους Αμορραίους στους Ισραηλίτες, ο Ιησούς μπροστά σ’ όλους προσευχήθηκε στον Κύριο και φώναξε: «Στάσου, ήλιε, πάνω από τη Γαβαών· κι εσύ, φεγγάρι, πάνω από την κοιλάδα της Αιλών».
10,13 Κι ο ήλιος στάθηκε και το φεγγάρι ακινητοποιήθηκε, ωσότου ο λαός εκδικήθηκε τους εχθρούς του. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει· κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα. Αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των Ηρώων.
10,14 Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει μέρα σαν αυτήν κι ούτε υπήρξε στο μέλλον, που ο Κύριος να υπακούσει σ’ έναν άνθρωπο. Αλλά ο ίδιος ο Κύριος πολεμούσε στο πλευρό των Ισραηλιτών.
10,15 Έπειτα ο Ιησούς και όλοι οι Ισραηλίτες γύρισαν στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα.
10,16 Οι πέντε εκείνοι Αμορραίοι βασιλιάδες έφυγαν και κρύφτηκαν στη σπηλιά της Μακκηδά.
10,17 Όταν αυτό αναφέρθηκε στον Ιησού,
10,18 εκείνος διέταξε: «Κυλήστε μεγάλες πέτρες στην είσοδο της σπηλιάς και βάλτε άντρες να τους φυλάνε.
10,19 Εσείς όμως μη στέκεστε· καταδιώξτε τους εχθρούς σας και χτυπήστε τους από τα νώτα. Μην τους αφήσετε να μπουν στις πόλεις τους· ο Κύριος, ο Θεός σας, τους παρέδωσε στην εξουσία σας!»
10,20 Ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες ολοκλήρωσαν την εξόντωση των Αμορραίων, εξόντωση τελειωτική. Όσοι απ’ αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους.
10,21 Μετά όλοι οι άντρες των Ισραηλιτών γύρισαν σώοι στον Ιησού, στο στρατόπεδο της Μακκηδά. Και κανένας δεν τολμούσε πια να πει κουβέντα εναντίον των Ισραηλιτών.
10,22 Κατόπιν ο Ιησούς διέταξε: «Ανοίξτε την είσοδο της σπηλιάς και φέρτε μου έξω αυτούς τους πέντε βασιλιάδες».
10,23 Άνοιξαν, λοιπόν, τη σπηλιά και του έφεραν έξω τους πέντε βασιλιάδες: Το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιαρμούθ, της Λαχίς και της Εγλών.
10,24 Τότε ο Ιησούς, κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες, και έδωσε την εξής διαταγή στους αρχηγούς του στρατού που είχαν πολεμήσει μαζί του: «Πλησιάστε, βάλτε τα πόδια σας πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών». Εκείνοι πλησίασαν κι έβαλαν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλό τους.
10,25 «Μη φοβάστε και μη δειλιάζετε», τους είπε. «Να είστε θαρραλέοι και δυνατοί, γιατί αυτά θα κάνει ο Κύριος σε όλους τους εχθρούς σας που εναντίον τους θα πολεμήσετε».
10,26 Έπειτα ο Ιησούς θανάτωσε τους βασιλιάδες και τους κρέμασε σε πέντε δένδρα· εκεί έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ.
10,27 Όταν βασίλευε ο ήλιος, ο Ιησούς πρόσταξε και τους κατέβασαν από τα δένδρα και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά όπου είχαν κρυφτεί· στην είσοδο της σπηλιάς κύλισαν μεγάλες πέτρες οι οποίες και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα.
10,28 Την ημέρα εκείνη ο Ιησούς κατέλαβε την πόλη της Μακκηδά και θανάτωσε το βασιλιά της κι όλους τους κατοίκους της· κανένα δεν άφησε να ξεφύγει. Στο βασιλιά της Μακκηδά έκανε ό,τι είχε κάνει και στο βασιλιά της Ιεριχώ.
10,29 Από τη Μακκηδά ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες επιτεθήκαν στη Λιβνά.
10,30 Ο Κύριος τους την παρέδωσε κι αυτήν μαζί με το βασιλιά της. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Κανένα δεν άφησαν να ξεφύγει. Ο Ιησούς έκανε στο βασιλιά της ό,τι είχε κάνει και στο βασιλιά της Ιεριχώ.
10,31 Από τη Λιβνά πήγε μαζί με τους Ισραηλίτες στη Λαχίς, στρατοπέδευσε έξω από την πόλη και της επιτέθηκε.
10,32 Ο Κύριος παρέδωσε τη Λαχίς στους Ισραηλίτες: Τη δεύτερη μέρα της μάχης ο Ιησούς κατέλαβε την πόλη και σκότωσε όλους τους κατοίκους της, όπως ακριβώς είχε κάνει στη Λιβνά.
10,33 Ο Ωράμ, βασιλιάς της Γεζέρ, βγήκε τότε στον πόλεμο για να βοηθήσει τη Λαχίς, αλλά ο Ιησούς τον χτύπησε, αυτόν και το στρατό του, και κανένα δεν άφησε να ξεφύγει.
10,34 Από τη Λαχίς ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες πήγαν στην Εγλών· στρατοπέδευσαν έξω απ’ την πόλη κι επιτεθήκαν εναντίον της.
10,35 Την ίδια μέρα την κατέλαβαν, σκότωσαν όλους τους κατοίκους της, και κατέστρεψαν εντελώς την πόλη, όπως είχαν κάνει και στη Λαχίς.
10,36 Από την Εγλών ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες πήγαν στη Χεβρών. Επιτεθήκαν στην πόλη,
10,37 την κατέλαβαν και σκότωσαν όλους τους κατοίκους της και το βασιλιά της. Επίσης κατέλαβαν όλες τις γύρω πόλεις και σκότωσαν τους κατοίκους τους· δεν άφησαν κανένα να ξεφύγει, όπως ακριβώς είχαν κάνει και στην Εγλών· κατέστρεψαν και την πόλη κι εξολόθρευσαν όλους τους κατοίκους της.
10,38 Στη συνέχεια ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες στράφηκαν εναντίον της Δεβείρ και της επιτεθήκαν.
10,39 Κατέλαβαν την πόλη μαζί με το βασιλιά της, καθώς και όλες τις γύρω πόλεις, και σκότωσαν τους κατοίκους τους· κανένα δεν άφησαν να ξεφύγει. Ο Ιησούς έκανε στη Δεβείρ και στο βασιλιά της, ό,τι ακριβώς είχε κάνει στη Χεβρών κι επίσης στη Λιβνά και στο βασιλιά της.
10,40 Ο Ιησούς κυρίεψε όλη τη χώρα: Την ορεινή περιοχή και τις περιοχές του νότου, την πεδινή περιοχή και τις πλαγιές των βουνών. Εξολόθρευσε όλους τους βασιλιάδες της χώρας, καθώς και κάθε πλάσμα ζωντανό. Δεν άφησε κανένα να ξεφύγει, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ.
10,41 Κατέκτησε όλη τη χώρα από την Κάδης-Βαρνή και τη Γάζα στο νότο, ως και την περιοχή της Γεσέν και τη Γαβαών, στο βορρά.
10,42 Με μία εκστρατεία κατέκτησε όλες αυτές τις περιοχές και νίκησε τους βασιλιάδες τους, γιατί ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, πολεμούσε με το μέρος των Ισραηλιτών.
10,43 Ύστερα ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες επέστρεψαν στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα.
11,1 Όταν έμαθε αυτές τις κατακτήσεις ο Ιαβείν, βασιλιάς της Ασώρ, έστειλε μήνυμα στον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαδών, στους βασιλιάδες της Σιμρών και της Αχσάφ,
11,2 στους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών στα βόρεια, στην κοιλάδα του Ιορδάνη νότια της λίμνης Χιννερώθ, στις πεδινές περιοχές και στα υψώματα της Δωρ, δυτικά.
11,3 Επίσης ήρθε σε συνεννόηση με τους Χαναναίους στα ανατολικά και στα δυτικά, καθώς και με τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους και τους Ιεβουσαίους της ορεινής περιοχής και με τους Ευαίους, στους πρόποδες του όρους Ερμών, στη Μισπά.
11,4 Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, σαν την άμμο στην ακροθαλασσιά, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες.
11,5 Ένωσαν τις δυνάμεις τους κι ήρθαν και στρατοπέδευσαν όλοι μαζί κοντά στα νερά της Μερώμ, με σκοπό να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες.
11,6 Ο Κύριος όμως είπε στον Ιησού: «Μην τους φοβάσαι όλους αυτούς· αύριο τέτοια ώρα, εγώ θα τους παραδώσω νεκρούς στους Ισραηλίτες· θα κόψεις τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων τους και θα κάψεις τις άμαξές τους».
11,7 Έτσι ο Ιησούς και οι πολεμιστές του, ήρθαν και τους επιτεθήκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στα νερά της Μερώμ.
11,8 Ο Κύριος τους παρέδωσε στους Ισραηλίτες· αυτοί τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως τη Σιδώνα, τη μεγάλη πόλη, ως τη Μισρεφώθ-Μαΐμ κι ως τη Κοιλάδα της Μισπά, ανατολικά. Τους εξόντωσαν όλους· δεν ξέφυγε κανένας.
11,9 Ο Ιησούς έκανε σ’ αυτούς ό,τι του είχε πει ο Κύριος· έκοψε τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων τους και έκαψε τις άμαξές τους.
11,10 Την ίδια εποχή, επιστρέφοντας ο Ιησούς κατέλαβε την Ασώρ που άλλοτε ήταν η πρωτεύουσα όλων εκείνων των βασιλείων. Έσφαξε το βασιλιά της
11,11 και παρέδωσε στη σφαγή όλους τους κατοίκους της· δεν έμεινε κανένα πλάσμα ζωντανό. Τέλος έβαλε φωτιά στην πόλη.
11,12 Έτσι, ο Ιησούς κατέκτησε όλες εκείνες τις πόλεις και παρέδωσε τους βασιλιάδες τους και όλους τους κατοίκους τους στη σφαγή, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου.
11,13 Ωστόσο οι Ισραηλίτες, δεν έκαψαν τις πόλεις που βρίσκονταν στα υψώματα, εκτός από την Ασώρ, που την είχε πυρπολήσει ο Ιησούς.
11,14 Πήραν για τον εαυτό τους όλα τα λάφυρα των πόλεων εκείνων και τα κτήνη· τους ανθρώπους όμως τους κατέσφαξαν και τους εξαφάνισαν όλους. Δεν άφησαν κανένα πλάσμα ζωντανό.
11,15 Τις προσταγές που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή, το δούλο του, ο Μωυσής τις μεταβίβασε στον Ιησού, κι εκείνος τις εκτέλεσε, χωρίς να παραλείψει τίποτα.
11,16 Ο Ιησούς κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα: Την ορεινή περιοχή, την περιοχή του νότου, όλη την περιοχή της Γεσέν, την πεδινή περιοχή, την κοιλάδα του Ιορδάνη, καθώς και τα ορεινά και τα πεδινά του βορρά.
11,17 Νίκησε και θανάτωσε τους βασιλιάδες των περιοχών που εκτείνονται από τις ορεινές ερήμους κοντά στο όρος Σηείρ, νότια, μέχρι τη Βάαλ-Γαδ στην Κοιλάδα του Λιβάνου, στους πρόποδες του Ερμών, βόρεια.
11,18 Για πολύν καιρό πολεμούσε ο Ιησούς εναντίον όλων αυτών των βασιλιάδων.
11,19 Καμιά πόλη δεν έκανε ειρήνη με τους Ισραηλίτες, εκτός από τη Γαβαών, που την κατοικούσαν Ευαίοι. Όλες τις άλλες πόλεις τις κατέλαβαν με πόλεμο.
11,20 Κι αυτό, γιατί ο Κύριος επέτρεψε να σκληρυνθεί η καρδιά αυτών των λαών και να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αυτοί όμως τους εξόντωσαν χωρίς έλεος και τους αφάνισαν, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή.
11,21 Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς πήγε και εξολόθρευσε τους Ανακίμ που ζούσαν στα βουνά, στη Χεβρών, στη Δεβείρ και στην Ανάβ και σ’ ολόκληρη την ορεινή περιοχή του Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους.
11,22 Δεν απόμεινε πια απόγονος του Ανάκ στη χώρα των Ισραηλιτών, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γαθ και στην Ασδώδ.
11,23 Έτσι, ο Ιησούς κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα, καθώς είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή, και κατόπιν την έδωσε για ιδιοκτησία στους Ισραηλίτες, κατανέμοντας σε κάθε φυλή το μερίδιό της. Έτσι η χώρα ησύχασε από τους πολέμους.
12,1 Οι Ισραηλίτες είχαν ήδη νικήσει δύο βασιλιάδες ανατολικά του Ιορδάνη και είχαν καταλάβει τις χώρες τους, που εκτείνονταν από τον ποταμό Αρνών ως το όρος Ερμών και καταλάμβαναν την ανατολική περιοχή της κοιλάδας του Ιορδάνη.
12,2 Ο ένας ήταν ο Σιχόν, βασιλιάς των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών. Αυτός βασίλευε στο μισό της κοιλάδας του ποταμού Αρνών, από την πλευρά της Αροήρ, και στο μισό της περιοχής της Γαλαάδ, ως το χείμαρρο Ιαβόκ, που είναι το σύνορο με τη χώρα των Αμμωνιτών.
12,3 Είχε ακόμα στην κατοχή του το ανατολικό μέρος της κοιλάδας του Ιορδάνη, από τη θάλασσα Χιννερώθ στο βορρά, ως τη Νεκρά Θάλασσα, κοντά στη Βαιθ-Ιασιμώθ, και νοτιότερα την περιοχή στους πρόποδες του όρους Φασγά.
12,4 Ο άλλος βασιλιάς ήταν ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, που προερχόταν από τα υπολείμματα των Ρεφαϊτών, και κατοικούσε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ.
12,5 Στο βασίλειό του ανήκε το όρος Ερμών, η Σαλχά, ολόκληρη η Βασάν ως τα σύνορα των Γεσουριτών και των Μααχαθιτών, καθώς και η μισή περιοχή της Γαλαάδ, ως τα σύνορα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών.
12,6 Ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, και οι Ισραηλίτες είχαν νικήσει αυτούς τους δύο βασιλιάδες και ο Μωυσής είχε δώσει τις χώρες τους στις φυλές Ρουβήν και Γαδ και στο μισό της φυλής Μανασσή για ιδιοκτησία.
12,7 Στη συνέχεια ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες νίκησαν τους βασιλιάδες των χωρών δυτικά του Ιορδάνη, από τη Βάαλ-Γαδ της Κοιλάδας του Λιβάνου, στο βορρά, ως τις ορεινές ερήμους κοντά στο όρος Σηείρ, στο νότο. Ο Ιησούς έδωσε τις χώρες αυτών των βασιλιάδων για ιδιοκτησία στους Ισραηλίτες, κατανέμοντας σε κάθε φυλή το μερίδιό της.
12,8 Στο τμήμα αυτό περιλαμβανόταν η ορεινή και η πεδινή περιοχή, η κοιλάδα του Ιορδάνη, η περιοχή με τις βουνοπλαγιές, η έρημος και η νότια περιοχή. Σ’ αυτά τα εδάφη ζούσαν οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι.
12,9 Οι βασιλιάδες που νικήθηκαν ήταν αυτοί των παρακάτω πόλεων: της Ιεριχώ, της Γαι, που βρίσκεται κοντά στη Βαιθήλ,
12,10 της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών,
12,11 της Ιαρμούθ, της Λαχίς,
12,12 της Εγλών, της Γέζερ,
12,13 της Δεβείρ, της Γέδερ,
12,14 της Χορμά, της Αράδ,
12,15 της Λιβνά, της Αδουλλάμ,
12,16 της Μακκηδά, της Βαιθήλ,
12,17 της Ταπουά, της Χέφερ,
12,18 της Αφέκ, της Λασσαρών,
12,19 της Μαδών, της Ασώρ,
12,20 της Σιμρών-Μερών, της Αχσάφ,
12,21 της Τανάχ, της Μεγιδδώ,
12,22 της Κέδες, της Ιοκνεάμ στον Κάρμηλο,
12,23 της Δωρ στις βουνοπλαγιές της Δωρ, της Γαλιλαίας των Εθνών,
12,24 και της Τιρσά –συνολικά τριάντα ένας βασιλιάδες.
13,1 Όταν ο Ιησούς έφτασε σε βαθιά γεράματα, του είπε ο Κύριος: «Εσύ πια γέρασες· αλλά απομένει ακόμα μεγάλο μέρος της χώρας για να κατακτηθεί.
13,2 Απομένει ολόκληρη η περιοχή των Φιλισταίων και των Γεσουριτών·
13,3 δηλαδή από τον ποταμό Σιχώρ, που αποτελεί το ανατολικό σύνορο της Αιγύπτου, ως τα σύνορα της Εκρών, στο βορρά· η περιοχή αυτή θεωρείται ότι ανήκει στους Χαναναίους. Εκεί βρίσκονται τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων με τις πόλεις τους: τη Γάζα, την Ασδώθ, την Ασκάλωνα, τη Γαθ και την Εκρών, καθώς και τα εδάφη των Αβιτών,
13,4 στο νότο. Απομένει επίσης ολόκληρη η χώρα των Χαναναίων, από τη Μεαρά, που ανήκει στους Σιδώνιους, ως την Αφέκ, στα σύνορα των Αμορραίων.
13,5 Επίσης απομένει η περιοχή των Λιβνιτών κι ο Λίβανος ανατολικά της Βάαλ-Γαδ, στους πρόποδες του Ερμών, ως την είσοδο της Χαμάθ.
13,6 Επίσης η ορεινή περιοχή από το Λίβανο ως τη Μισρεφώθ-Μαΐμ, που την κατοικούν Σιδώνιοι. Καθώς οι Ισραηλίτες θα προχωρούν, εγώ θα διώχνω από μπροστά τους τους κατοίκους όλων αυτών των περιοχών. Κι εσύ θα τους μοιράσεις τη χώρα με κλήρο όπως σε διέταξα.
13,7 Χώρισε, λοιπόν, αυτά τα εδάφη σε μερίδια και μοίρασέ τα στις εννέα φυλές και στο μισό της φυλής Μανασσή».
13,8 Οι φυλές Ρουβήν και Γαδ και το πρώτο μισό της φυλής Μανασσή είχαν πάρει ήδη το μερίδιό τους. Τους το είχε δώσει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, ανατολικά του Ιορδάνη.
13,9 Τα εδάφη τους εκτείνονταν νότια της Αροήρ (στην όχθη του ποταμού Αρνών) κι ως την πόλη που βρίσκεται στο μέσο της ίδιας κοιλάδας. Περιλάμβαναν ολόκληρη την πεδιάδα, από τη Μεδεβά ως τη Διβών,
13,10 καθώς και όλες τις πόλεις του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που βασίλευε στην Εσεβών, ως τα σύνορα των Αμμωνιτών.
13,11 Επίσης περιλάμβαναν τη Γαλαάδ και την περιοχή των Γεσουριτών και των Μααχαθιτών, το όρος Ερμών, τη Βασάν ως τη Σαλχά·
13,12 και ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ, ο οποίος βασίλευε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ, στη Βασάν. Μόνον αυτός είχε απομείνει από τους Ρεφαΐτες· όλους τους άλλους ο Μωυσής τους είχε υποτάξει και τους είχε διώξει απ’ τη χώρα.
13,13 Οι Ισραηλίτες όμως δεν μπόρεσαν να διώξουν τους Γεσουρίτες και τους Μααχαθίτες, και έτσι αυτοί έμειναν ανάμεσά τους μέχρι σήμερα.
13,14 Μόνο στη φυλή Λευί δεν έδωσε ο Μωυσής μερίδιο γης, γιατί το μερίδιο που τους ανήκει το παίρνουν από τις θυσίες που προσφέρονται με φωτιά ενώπιον του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, όπως τους το είχε ο ίδιος υποσχεθεί.
13,15 Στη φυλή των απογόνων του Ρουβήν ο Μωυσής είχε δώσει μερίδιο γης ανάλογο με τις συγγένειές τους.
13,16 Τους δόθηκε η περιοχή που ορίζεται από την πόλη Αροήρ, στην όχθη του ποταμού Αρνών, κι από την πόλη που βρίσκεται στο μέσο της ίδιας κοιλάδας. Περιλάμβανε ολόκληρη την πεδιάδα ως τη Μεδεβά·
13,17 επίσης περιλάμβανε την Εσεβών και όλες τις πόλεις της πεδιάδας, δηλαδή τη Διβών, τη Βαμώθ-Βάαλ, τη Βαιθ-Βάαλ-Μεών,
13,18 την Ιασά, την Κεδεμώθ, τη Μεφαάθ,
13,19 την Κιριαθαΐμ, τη Σιβμά και τη Σαρέθ-Σαχάρ στο λόφο πάνω από την κοιλάδα,
13,20 τη Βαιθ-Φεγώρ, τις πλαγιές του όρους Φασγά και τη Βαιθ-Ιεσιμώθ.
13,21 Επίσης περιλαμβάνονταν όλες οι πόλεις της πεδιάδας και ολόκληρο το βασίλειο του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων που βασίλευε στην Εσεβών. Αυτόν τον είχε υποτάξει ο Μωυσής, καθώς και τους ηγεμόνες της Μαδιάμ, τον Ευΐ, τον Ρέκεμ, τον Σουρ, τον Ουρ και τον Ρεβά, οι οποίοι είχαν υποδουλωθεί στο Σιχόν και κατοικούσαν στη χώρα.
13,22 Ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέσφαξαν οι Ισραηλίτες ήταν κι ο Βαλαάμ ο μάντης, γιος του Βεώρ.
13,23 Έτσι, ο Ιορδάνης, ήταν το δυτικό σύνορο της περιοχής των Ρουβηνιτών. Όλες αυτές οι πόλεις και τα γύρω τους χωριά, ήταν το μερίδιο γης που δόθηκε στους Ρουβηνίτες, ανάλογα με τις συγγένειές τους.
13,24 Στη φυλή των απογόνων του Γαδ ο Μωυσής είχε δώσει μερίδιο γης ανάλογα με τις συγγένειές τους.
13,25 Μέσα στα όριά τους ήταν η Ιαζήρ, όλες οι πόλεις της Γαλαάδ και το μισό της χώρας των Αμμωνιτών ως την Αροήρ, απέναντι από τη Ραββά.
13,26 Η περιοχή τους εκτεινόταν από την Εσεβών ως τη Ραμάθ-Μισπέ και τη Βετομίμ, και από τη Μαχαναΐμ ως τα σύνορα της Δεβείρ.
13,27 Στην κοιλάδα του Ιορδάνη περιλάμβανε τη Βαιθ-Αράμ, τη Βαιθ-Νιμρά, τη Σουκκώθ και τη Σαφών, τοποθεσίες του υπολοίπου του βασιλείου του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών. Τα εδάφη αυτά βρίσκονταν ανατολικά του Ιορδάνη, ο οποίος αποτελούσε σύνορο ως την άκρη της Θάλασσας Κιννέρεθ.
13,28 Όλες αυτές οι πόλεις και τα γύρω τους χωριά, ήταν το μερίδιο γης των Γαδιτών, ανάλογα με τις συγγένειές τους.
13,29 Στο μισό της φυλής Μανασσή ο Μωυσής είχε δώσει επίσης μερίδιο γης ανάλογα με τις συγγένειές τους.
13,30 Η περιοχή τους είχε όριο στο νότο τη Μαχαναΐμ, και καταλάμβανε ολόκληρη τη Βασάν, ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ, βασιλιά της Βασάν, και όλες τις κωμοπόλεις του Ιαείρ, συνολικά εξήντα, που βρίσκονται στην ίδια περιοχή.
13,31 Επίσης περιλάμβανε το μισό της χώρας της Γαλαάδ, με τις πόλεις Ασταρώθ και Εδρεΐ, που ήταν άλλοτε πρωτεύουσες του βασιλείου του Ωγ, βασιλιά της Βασάν. Όλα αυτά τα εδάφη δόθηκαν στο μισό της φυλής των απογόνων του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, ανάλογα με τις συγγένειές τους.
13,32 Αυτά είναι τα μερίδια γης της περιοχής ανατολικά της Ιεριχώ και του Ιορδάνη, τα οποία ο Μωυσής τα μοίρασε όταν βρισκόταν στις πεδιάδες της Μωάβ.
13,33 Στη φυλή του Λευί δεν έδωσε μερίδιο γης, αλλά τους είπε ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, αυτός θα ήταν η κληρονομιά τους.
14,1 Ακολουθούν τώρα οι περιοχές που δόθηκαν με κλήρο στους Ισραηλίτες, στη Χαναάν, αυτές που τους μοίρασαν ο ιερέας Ελεάζαρ, ο Ιησούς, γιος του Ναυή, και οι αρχηγοί των οικογενειών των Ισραηλιτικών φυλών.
14,2 Όπως είχε διατάξει ο Κύριος με το Μωυσή, η κατανομή της γης έγινε με κλήρο, στις εννέα φυλές και στη μισή φυλή (του Μανασσή).
14,3 Ο Μωυσής είχε ήδη δώσει μερίδα γης στις υπόλοιπες δυόμισυ φυλές, ανατολικά του Ιορδάνη. Στους Λευίτες, βέβαια, δεν είχε δώσει μερίδιο γης όπως στις άλλες φυλές.
14,4 Αλλά, οι απόγονοι του Ιωσήφ αποτελούσαν δύο φυλές, του Μανασσή και του Εφραΐμ. Δεν έδωσαν, λοιπόν, στους Λευίτες μερίδιο στη χώρα, αλλά μόνο μερικές πόλεις και τις γύρω τους περιοχές για να μένουν σ’ αυτές με τα ζώα τους και τα υπάρχοντά τους.
14,5 Έτσι οι Ισραηλίτες μοίρασαν τη χώρα, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή.
14,6 Οι απόγονοι του Ιούδα πήγαν να συναντήσουν τον Ιησού στα Γάλγαλα κι ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή, ο Κενεζίτης, του είπε: «Εσύ ξέρεις τι είπε ο Κύριος στο Μωυσή, τον άνθρωπο του Θεού, σχετικά μ’ εμένα και μ’ εσένα, στην Κάδης-Βαρνή.
14,7 Ήμουν σαράντα χρονών όταν ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, μ’ έστειλε από την Κάδης-Βαρνή για να κατασκοπεύσω τη χώρα· και του έφερα πολύ σωστές πληροφορίες.
14,8 Οι σύντροφοί μου, όμως, που είχαν έρθει μαζί μου, αποθάρρυναν τον λαό· ενώ εγώ υπάκουσα πλήρως τον Κύριο, το Θεό μου.
14,9 Εκείνη την ημέρα ο Μωυσής μου υποσχέθηκε με όρκο ότι η χώρα όπου πάτησε το πόδι μου θα ήταν το δίχως άλλο ο κλήρος μου· θα ανήκει για πάντα σ’ εμένα και στους απογόνους μου, επειδή υπάκουσα πλήρως στον Κύριο, το Θεό μου.
14,10 Ο Κύριος με φύλαξε στη ζωή, όπως το υποσχέθηκε. Πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια, από τότε που ο Κύριος είπε αυτά τα λόγια στο Μωυσή, τον καιρό που οι Ισραηλίτες πορεύονταν στην έρημο. Και τώρα εγώ είμαι ογδόντα πέντε χρονών.
14,11 Ωστόσο είμαι ακόμα και σήμερα τόσο δυνατός, όπως τότε που ο Μωυσής μου ανέθεσε την αποστολή· έχω τις ίδιες δυνάμεις όπως και τότε, είτε πρόκειται για πόλεμο, είτε για ο,τιδήποτε άλλο.
14,12 Τώρα, λοιπόν, δώσε μου αυτό το βουνό που ο Κύριος μου το υποσχέθηκε εκείνη την ημέρα. Τότε σας είχα φέρει την πληροφορία ότι εκεί κατοικούν οι Ανακίτες και ότι υπάρχουν πόλεις μεγάλες και οχυρές. Αν ο Κύριος είναι μαζί μου, θα τους διώξω, σύμφωνα με την υπόσχεσή του».
14,13 Τότε ο Ιησούς ευλόγησε το γιο του Ιεφοννή, το Χάλεβ, και του έδωσε τη Χεβρών για ιδιοκτησία του.
14,14 Έτσι η Χεβρών πέρασε στην ιδιοκτησία του Χάλεβ, γιου του Ιεφοννή, του Κενεζίτη και εξακολουθεί να ανήκει στους απογόνους του μέχρι σήμερα, γιατί ο Χάλεβ υπάκουσε πλήρως στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ.
14,15 Πρωτύτερα η Χεβρών ονομαζόταν «Κιριάθ-Αρβά» (Πόλη του Αρβά) –ο Αρβά ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος ανάμεσα στους Ανακίτες. Μετά απ’ αυτά η χώρα ησύχασε από τους πολέμους.
15,1 Η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Ιούδα εκτεινόταν ως το νοτιότερο άκρο της ερήμου Σιν, στα σύνορα της Ιδουμαίας.
15,2 Έτσι, τα νότια σύνορα της περιοχής ξεκινούσαν από τον κόλπο που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Νεκράς Θάλασσας,
15,3 προχωρούσαν από τα νότια της ανωφέρειας Ακραββίμ, περνούσαν από τη Σιν κι ύστερα από τα νότια της Κάδης-Βαρνή περνούσαν από την Εσρών και ανέβαιναν στην Αδδάρ, απ’ όπου γύριζαν προς την Καρκαά.
15,4 Έπειτα περνούσαν από την Ασμών, συνέχιζαν ως τον χείμαρρο της Αιγύπτου και κατέληγαν στη θάλασσα. Αυτά ήταν τα νότια σύνορα της φυλής Ιούδα.
15,5 Το ανατολικό σύνορο ήταν η Νεκρά Θάλασσα ως την εκβολή του Ιορδάνη. Από κείνο το σημείο, άρχιζαν τα βόρεια σύνορα.
15,6 Ανέβαιναν προς τη Βαιθ-Χογλά, περνούσαν βόρεια της Βαιθ-Αραβά και ανέβαιναν προς την Πέτρα που ονομαζόταν «του Βοάν», ενός από τους γιους του Ρουβήν.
15,7 Κατόπιν τα σύνορα ανέβαιναν προς τη Δεβείρ περνώντας από την Κοιλάδα Αχώρ, κι έπειτα βορινότερα γύριζαν προς τα Γάλγαλα, που βρίσκονται απέναντι από την ανωφέρεια της Αδουμμίμ, νότια της χαράδρας· στη συνέχεια περνούσαν από τις πηγές της Εν-Σεμές και προχωρούσαν ως την Εν-Ρωγήλ.
15,8 Έπειτα ανέβαιναν την Κοιλάδα Εννόμ, προς τη νότια πλευρά του λόφου της Ιεβούς, δηλαδή της Ιερουσαλήμ· περνούσαν από την κορυφή του βουνού που βρίσκεται στα δυτικά της Κοιλάδας Εννόμ και στο βόρειο άκρο της Κοιλάδας Ρεφαείμ.
15,9 Από ’κει τα σύνορα γύριζαν προς τις πηγές της Νεφτωάχ, έβγαιναν στις πόλεις του όρους Εφρών και κατόπιν συνέχιζαν προς την Βααλά, δηλαδή την Κιριάθ-Ιαρίμ.
15,10 Από τη Βααλά τα σύνορα γύριζαν δυτικά προς το όρος Σηείρ και συνέχιζαν προς τη βόρεια κορυφή του όρους Ιαρίμ, δηλαδή στη Χεσαλών, κατέβαιναν προς τη Βαιθ-Σεμές και περνούσαν από την Τιμνά.
15,11 Έπειτα, συνέχιζαν προς τη βόρεια πλευρά της πόλης Εκρών, γύριζαν προς την Σικρών, περνούσαν από το όρος Βααλά, προχωρούσαν προς την Ιαβνεήλ και κατέληγαν στη θάλασσα.
15,12 Το δυτικό όριο ήταν η Μεγάλη Θάλασσα. Αυτά ήταν τα σύνορα της περιοχής που δόθηκε στη φυλή Ιούδα, ανάλογα με τις συγγένειές τους.
15,13 Στο Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή, ο Ιησούς έδωσε μερίδιο από τα εδάφη της φυλής Ιούδα, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τους έδωσε την πόλη του Αρβά, πατέρα του Ανάκ, τη σημερινή Χεβρών.
15,14 Ο Χάλεβ έδιωξε από ’κει τις τρεις συγγένειες των Ανακιτών: του Σεσαΐ, του Αχιμάν και του Ταλμαΐ.
15,15 Από εκεί ξεκίνησε για να χτυπήσει τους κατοίκους της Δεβείρ, η οποία παλιότερα λεγόταν Κιριάθ-Σεφέρ.
15,16 Τότε ο Χάλεβ έκανε την ανακοίνωση: «Όποιος χτυπήσει την Κιριάθ-Σεφέρ και την κυριέψει, θα του δώσω την κόρη μου Αχσά για γυναίκα».
15,17 Την κυρίεψε ο Οθνιήλ, γιος του Κενά, αδερφού του Χάλεβ, κι έτσι ο Χάλεβ έδωσε σ’ αυτόν την κόρη του για γυναίκα.
15,18 Την ημέρα του γάμου αυτή ζήτησε από τον Οθνιήλ τη συγκατάθεσή του να γυρέψει από τον πατέρα της ένα χωράφι. Χτύπησε τα χέρια της πάνω από το γαϊδούρι κι ο Χάλεβ τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;»
15,19 Αυτή του απάντησε: «Θέλω να μου δώσεις ένα δώρο. Η περιοχή που μου παραχώρησες νότια είναι άνυδρη· γι’ αυτό να μου δώσεις και πηγές με νερό». Έτσι ο Χάλεβ της έδωσε τις πηγές στα ορεινά και στα πεδινά.
15,20 Αυτή είναι λοιπόν η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στη φυλή Ιούδα, ανάλογα με τις συγγένειές τους:
15,21 Στο νότιο τμήμα της περιοχής του Ιούδα, κοντά στα σύνορα της Εδώμ οι πόλεις: Καβσεήλ, Έδερ και Ιαγούρ,
15,22 Κινά, Διμωνά, Αδαδά,
15,23 Κέδες, Ασώρ, Ιθνάν,
15,24 Ζιφ, Τέλεμ, Βεαλώθ,
15,25 Ασώρ-Αδαττά, Κιριώθ-Εσρών, που λέγεται και Ασώρ,
15,26 Αμάμ, Σεμά, Μωλαδά,
15,27 Ασάρ-Γαδδά, Εσμών, Βαιθ-Παλέτ,
15,28 Ασάρ-Σουάλ, Βέερ-Σεβά με τις γύρω περιοχές της,
15,29 Βααλά, Ιείμ, Ασέμ,
15,30 Ελτωλάδ, Χεσίλ, Χορμά,
15,31 Σικλάγ, Μαδμαννά, Σανσαννά,
15,32 Λεβαώθ, Σιλίμ και Άειν-Ριμμών –συνολικά είκοσι εννέα πόλεις με τα χωριά τους.
15,33 Στην πεδιάδα οι πόλεις: Εσταόλ, Σωρεά, Ασνά,
15,34 Ζανωάχ, Εν-Γαννίμ, Ταπουάχ, Ενάμ,
15,35 Ιαρμούθ, Αδουλλάμ, Σοχώ, Αζεκά,
15,36 Σααραΐμ, Αδιδαΐμ, η Γεδερά και οι επαύλεις της –δεκατέσσερις πόλεις με τα χωριά τους.
15,37 Επίσης οι πόλεις: Σενάν, Αδασά, Μιγδάλ-Γαδ,
15,38 Διλεάν, Μισπέ, Ιοκθεήλ,
15,39 Λαχίς, Βασκάθ, Εγλών,
15,40 Χαββών, Λαχμάς, Χιθλίς,
15,41 Γεδερώθ, Βαιθ-Δαγών, Νααμά, και Μακκηδά –δεκαέξι πόλεις με τα χωριά τους.
15,42 Επίσης οι πόλεις: Λιβνά, Έθερ, Ασάν,
15,43 Ιφτάχ, Ασνά, Νεσίβ,
15,44 Κεϊλά, Αχζίβ και Μαρεσά –εννιά πόλεις με τα χωριά τους.
15,45 Επίσης η Εκρών με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της.
15,46 Όλες οι πόλεις που βρίσκονται κοντά στην Ασδώδ με τα χωριά τους, από την Εκρών ως τη θάλασσα.
15,47 Η Ασδώδ με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της, η Γάζα με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της, ως το χείμαρρο της Αιγύπτου και τη Μεγάλη Θάλασσα, που ήταν και το σύνορο.
15,48 Στην ορεινή περιοχή οι πόλεις: Σαμίρ, Ιαθείρ, Σωχώ,
15,49 Δαννά, Κιριάθ-σαννά (η σημερινή Δεβείρ),
15,50 Ανάβ, Εστεμώ, Ανίμ,
15,51 Γεσέν, Χωλών και Γιλώ –έντεκα πόλεις με τα χωριά τους.
15,52 Επίσης οι πόλεις: Αράβ, Δουμά, Εσάν,
15,53 Ιανίμ, Βαιθ-Ταππούαχ, Αφεκά,
15,54 Χουμτά, Κιριάθ-Αρβά, (η σημερινή Χεβρών) και η Σιώρ –εννιά πόλεις με τα χωριά τους.
15,55 Επίσης οι πόλεις Μαών, Καρμέλ, Ζιφ, Ιουτά,
15,56 Ιζρεέλ, Ιοκδεάμ, Ζανωάχ,
15,57 Κάιν, Γιβεά και Τιμνά –δέκα πόλεις με τα χωριά τους.
15,58 Επίσης οι πόλεις: Χαλχούλ, Βαιθ-Σουρ, Γεδώρ,
15,59 Μααράθ, Βαιθ-Ανώθ και Ελτεκών –έξι πόλεις με τα χωριά τους.
15,60 Επίσης η Κιριάθ-Βαάλ, (η σημερινή Κιριάθ-Ιαρίμ) και η Ραββά –δύο πόλεις με τα χωριά τους.
15,61 Επίσης στην έρημο οι πόλεις: Βαιθ-Αραβά, Μιδδίν, Σεχαχά,
15,62 Νιβσάν, η Πόλη του Άλατος, και η Εν-Γεδί –έξι πόλεις με τα χωριά τους.
15,63 Ωστόσο, οι απόγονοι του Ιούδα δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, κατοίκους της Ιερουσαλήμ· έτσι αυτοί ζουν στην πόλη μαζί με τη φυλή Ιούδα μέχρι σήμερα.
16,1 Στους απογόνους του Ιωσήφ δόθηκε με κλήρο μια περιοχή που τα σύνορά της ξεκινούσαν από τον Ιορδάνη κοντά στην Ιεριχώ, ανατολικά της πηγής απ’ όπου υδρευόταν η Ιεριχώ. Από την Ιεριχώ προχωρούσαν στην έρημο και ανέβαιναν στα βουνά της Βαιθήλ·
16,2 συνέχιζαν από τη Βαιθήλ προς την Λουζ και κατευθύνονταν προς τα σύνορα των Αρκιτών, ως την Αταρώθ.
16,3 Έπειτα κατέβαιναν δυτικά, προς τα σύνορα των Ιαφλαιτιτών, ως τα σύνορα της κάτω Βαιθ-Χωρών κι ως τη Γεζέρ, και κατέληγαν στη θάλασσα.
16,4 Οι απόγονοι του Ιωσήφ, δηλαδή οι φυλές Εφραΐμ και Μανασσή, μοιράστηκαν αυτή την περιοχή.
16,5 Οι συγγένειες της φυλής Εφραΐμ έλαβαν ένα μέρος της περιοχής, που τα σύνορά της άρχιζαν από την Αταρώθ-Αδδάρ, νοτιοανατολικά, ως την άνω Βαιθ-Χωρών.
16,6 Από ’κει συνεχίζονταν δυτικά ως τη θάλασσα. Στα βόρεια, περνούσαν κοντά από τη Μιχμεθάθ. Κατόπιν γύριζαν ανατολικά προς την Ταανάθ-Σιλώ, την προσπερνούσαν κι έφταναν στην Ιανωχά.
16,7 Από την Ιανωχά κατέβαιναν προς την Αταρώθ και τη Νααράθ, έφταναν στην Ιεριχώ και κατέληγαν στον Ιορδάνη.
16,8 Δυτικά της Μιχμεθάθ, τα σύνορα συνέχιζαν από την Ταππουάχ ως τον ποταμό Κανά και κατέληγαν στη θάλασσα. Αυτή είναι η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Εφραΐμ.
16,9 Επίσης τους δόθηκαν ορισμένες πόλεις, μαζί με τα χωριά τους, μέσα στην περιοχή της φυλής Μανασσή, οι οποίες ήταν ξεχωρισμένες για τους Εφραϊμίτες.
16,10 Οι απόγονοι του Εφραΐμ δεν εκδίωξαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ· έτσι οι Χαναναίοι παρέμειναν ανάμεσα στους Εφραϊμίτες μέχρι σήμερα, αλλά ήταν υποτελείς τους.
17,1 Μετά απ’ αυτά, έγινε κλήρωση για τη φυλή του Μανασσή, πρωτότοκου γιου του Ιωσήφ. Πρωτότοκος γιος του Μανασσή και γενναίος πολεμιστής, ήταν ο Μαχίρ, πατέρας του Γαλαάδ. Στο Μαχίρ, λοιπόν, δόθηκε η περιοχή της Γαλαάδ και της Βασάν.
17,2 Μερίδιο πήραν και οι υπόλοιπες συγγένειες, που προέρχονταν όλες από τους γιους του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ: Οι συγγένειες του Αβιέζερ, του Χέλεκ, του Ασριήλ, του Συχέμ, του Χέφερ και του Σεμιδά.
17,3 Ο Σαλπαάδ, όμως, γιος του Χέφερ και εγγονός του Γαλαάδ, γιου του Μαχίρ και εγγονού του Μανασσή, δεν είχε γιους· είχε μόνο κόρες· τα ονόματά τους ήταν Μαχλά, Νωά, Χογλά, Μιλχά και Τιρσά.
17,4 Αυτές παρουσιάστηκαν στον ιερέα Ελεάζαρ, στον Ιησού, γιο του Ναυή και στους άρχοντες και τους είπαν: «Ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή να δώσει και σ’ εμάς με κλήρο γη, όπως και στους άντρες της φυλής μας». Έδωσαν, λοιπόν, και σ’ αυτές, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, μερίδιο γης όπως και στους αδερφούς του πατέρα τους.
17,5 Έτσι στη φυλή Μανασσή έπεσαν δέκα μερίδια, εκτός από τη Γαλαάδ και τη Βασάν, που βρίσκονται ανατολικά του Ιορδάνη,
17,6 γιατί πήραν μερίδιο γης όχι μόνον οι άντρες απόγονοι του Μανασσή, αλλά και γυναίκες της ίδιας φυλής· η περιοχή της Γαλαάδ δόθηκε στους υπόλοιπους απογόνους του Μανασσή.
17,7 Τα σύνορα της φυλής Μανασσή άρχιζαν από την περιοχή της φυλής Ασήρ κι έφταναν στην Μιχμεθάθ, ανατολικά της Συχέμ· από ’κει κατέβαιναν νότια ως τις κατοικίες της Εν-Ταππουάχ.
17,8 Η περιοχή της Ταππουάχ ανήκε στη φυλή Μανασσή, ενώ η πόλη Ταππουάχ, που ήταν χτισμένη πάνω στα σύνορα του Μανασσή, ανήκε στη φυλή Εφραΐμ.
17,9 Έπειτα, τα σύνορα κατέβαιναν στη νότια όχθη του ποταμού Κανά, ενώ οι πόλεις στα νότια του ποταμού ανήκαν στους Εφραϊμίτες, μολονότι βρίσκονταν στην περιοχή του Μανασσή· από ’κει, τα σύνορα προχωρούσαν βόρεια του ποταμού και κατέληγαν στη θάλασσα.
17,10 Η νότια περιοχή ανήκε στη φυλή Εφραΐμ και η βόρεια στη φυλή Μανασσή· η θάλασσα αποτελούσε το δυτικό σύνορό τους· προς βορράν συνόρευαν με την περιοχή της φυλής Ασήρ και ανατολικά με την περιοχή της φυλής Ισσάχαρ.
17,11 Μέσα στις περιοχές των φυλών Ισσάχαρ και Ασήρ, η φυλή Μανασσή έλαβε τις πόλεις Βαιθ-Σαν και Ιβλεάμ με τα περίχωρά τους, κι επίσης τις πόλεις Δωρ, Εν-Δωρ, Τανάχ και Μεγιδδώ με τους κατοίκους τους και τα περίχωρά τους.
17,12 Οι απόγονοι όμως του Μανασσή δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Χαναναίους, τους κατοίκους αυτών των πόλεων· έτσι οι Χαναναίοι παρέμειναν στην περιοχή.
17,13 Ακόμα κι όταν οι Ισραηλίτες απέκτησαν μεγαλύτερη ισχύ, δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τελείως τους Χαναναίους· τους έκαναν όμως υποτελείς τους.
17,14 Οι απόγονοι του Ιωσήφ ήρθαν και είπαν στον Ιησού: «Γιατί μας έδωσες μόνο ένα κληρονομικό μερίδιο; Εμάς ο Κύριος εξακολουθεί ως τώρα να μας ευλογεί, κι έχουμε γίνει πολυάριθμοι».
17,15 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Αφού είστε τόσο πολυάριθμοι, και δε σας αρκεί η ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, ανεβείτε και ξεχερσώστε χώρο στα δάση που ανήκουν στους Φερεζαίους και στους Ρεφαΐτες».
17,16 Οι απόγονοι του Ιωσήφ απάντησαν: «Πράγματι δε μας αρκεί η ορεινή μας περιοχή· ωστόσο οι Χαναναίοι που κατοικούν στην πεδιάδα, έχουν σιδερένια άρματα, το ίδιο κι αυτοί που κατοικούν στη Βαιθ-Σαν και στα περίχωρά της, κι αυτοί που κατοικούν στην πεδιάδα Ιζρεέλ».
17,17 Τότε ο Ιησούς είπε στους απογόνους του Ιωσήφ, δηλαδή στις φυλές Εφραΐμ και Μανασσή: «Πράγματι είστε πολυάριθμοι κι έχετε μεγάλη δύναμη. Δε θα πάρετε μόνο έναν κλήρο,
17,18 αλλά θα σας δοθεί όλη η ορεινή περιοχή που είναι γεμάτη δάση· θα τα ξεχερσώσετε και θα είναι δική σας απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη. Και τους Χαναναίους θα κατορθώσετε να τους διώξετε, μολονότι έχουν σιδερένια άρματα και είναι ισχυροί».
18,1 Όταν η χώρα είχε πια υποταχθεί στους Ισραηλίτες, συγκεντρώθηκε όλη η κοινότητα στη Σιλώ κι εγκατέστησαν εκεί τη σκηνή του Μαρτυρίου.
18,2 Από τους Ισραηλίτες είχαν μείνει εφτά φυλές που δεν είχαν ακόμα λάβει το μερίδιό τους σε γη.
18,3 Τότε τους είπε ο Ιησούς: «Ως πότε θα αμελείτε να πάτε να καταλάβετε τη χώρα που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σας;
18,4 Διαλέξτε τρεις άντρες από κάθε φυλή, κι εγώ θα τους στείλω να πάνε να γυρίσουν όλη τη χώρα, να τη σχεδιάσουν πώς θα μοιραστεί σε κάθε φυλή και να γυρίσουν να μου την περιγράψουν.
18,5 Έπειτα, θα τη χωρίσουν σε εφτά μερίδια· η φυλή Ιούδα θα παραμείνει στη περιοχή της νότια, και οι φυλές του Ιωσήφ θα παραμείνουν στην περιοχή τους βόρεια.
18,6 Θα κάμετε ένα σχέδιο της χώρας, χωρισμένης σε εφτά μερίδια και θα μου το φέρετε· κι εγώ θα ρίξω για σας κλήρο εδώ, ενώπιον του Κυρίου του Θεού μας.
18,7 Οι Λευίτες δεν θα πάρουν μερίδιο γης όπως εσείς, γιατί το μερίδιό τους είναι τα ιερατικά τους καθήκοντα προς τον Κύριο. Οι φυλές Γαδ, Ρουβήν και το μισό της φυλής Μανασσή έχουν ήδη πάρει την περιοχή τους ανατολικά του Ιορδάνη, αυτήν που τους έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου».
18,8 Οι άντρες ετοιμάστηκαν να φύγουν και ο Ιησούς, πριν πάνε να κάνουν το σχέδιο της χώρας, τους έδωσε την εξής εντολή: «Πηγαίνετε, περιδιαβείτε όλη τη χώρα, κάμετε το σχέδιό της και γυρίστε να μου την περιγράψετε. Κι εγώ θα ρίξω για σας κλήρο εδώ, στη Σιλώ, ενώπιον του Κυρίου».
18,9 Οι άντρες πήγαν και περιηγήθηκαν τη χώρα, κατέγραψαν σε βιβλίο τα εφτά μερίδια κι έκαναν έναν κατάλογο με όλες τις πόλεις· έπειτα γύρισαν στον Ιησού, στο στρατόπεδο της Σιλώ.
18,10 Ο Ιησούς έριξε γι’ αυτούς εκεί κλήρο, ενώπιον του Κυρίου, κι έτσι τους μοίρασε τη χώρα δίνοντας στην κάθε φυλή την περιοχή της.
18,11 Ο πρώτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν, και κληρώθηκε γι’ αυτούς η περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στα εδάφη της φυλής Ιούδα και σ’ εκείνα των απογόνων του Ιωσήφ.
18,12 Τα βορινά τους σύνορα άρχιζαν από τον Ιορδάνη, ανέβαιναν βόρεια της Ιεριχώ και συνέχιζαν μέσα από την ορεινή περιοχή προς τα δυτικά καταλήγοντας στην έρημο Βαιθ-Αυέν.
18,13 Από ’κει κατευθύνονταν προς τη Λουζ, που ονομάζεται και Βαιθήλ, περνούσαν από τη νότια πλευρά της και κατέβαιναν προς την Αταρώθ-Αδδάρ, μέσα απ’ το βουνό που βρίσκεται νότια της κάτω Βαιθ-Χωρών.
18,14 Στα δυτικά αυτού του βουνού, τα σύνορα άλλαζαν κατεύθυνση: Γύριζαν προς τα νότια και κατέληγαν στην Κιριάθ-Βαάλ, τη σημερινή Κιριάθ-Ιαρίμ, που ανήκει στη φυλή Ιούδα. Αυτή ήταν η δυτική μεριά των συνόρων.
18,15 Τα νότια σύνορα άρχιζαν από το άκρο της Κιριάθ-Ιαρίμ, προχωρούσαν στα δυτικά και συνέχιζαν ως την πηγή της Νεφτωάχ.
18,16 Από ’κει κατέβαιναν στην άκρη του βουνού αντίκρυ στην Κοιλάδα Εννόμ, βόρεια της κοιλάδας Ρεφαείμ· κατόπιν κατέβαιναν την Κοιλάδα Εννόμ προς την νότια πλαγιά της Ιεβούς και έφθαναν στην Εν-Ρωγήλ.
18,17 Από ’κει γύριζαν προς τα βορινά και κατευθύνονταν προς την Εν-Σεμές, έφθαναν στην Γελιλώθ, απέναντι στην ανωφέρεια Αδουμμίμ και έπειτα κατέβαιναν προς την Πέτρα του Βοάν, ενός γιου του Ρουβήν·
18,18 περνούσαν από τη βόρεια πλαγιά αντίκρυ στην κοιλάδα του Ιορδάνη και κατέβαιναν αυτή την κοιλάδα.
18,19 Συνέχιζαν στη βόρεια πλευρά της Βαιθ-Χογλά και κατέληγαν στον βόρειο κόλπο της Νεκράς Θάλασσας, στις εκβολές του Ιορδάνη. Αυτά ήταν τα νότια σύνορα.
18,20 Ο Ιορδάνης αποτελούσε το ανατολικό σύνορο. Αυτά ήταν τα σύνορα της περιοχής που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν.
18,21 Οι πόλεις που ανήκαν στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν ήταν οι Ιεριχώ, Βαιθ-Χογλά, Εμέκ-Κεσείς,
18,22 Βαιθ-Αραβά, Σεμαραΐμ, Βαιθήλ,
18,23 Αυΐμ, Παράχ, Οφρά,
18,24 Χεφάρ-Αμμωναΐ, Οφνεί, Γαβαά –δώδεκα πόλεις με τα χωριά τους.
18,25 Επίσης οι Γαβαών, Ραμά, Βερώθ,
18,26 Μισπέ, Κεφιρά, Μωσά,
18,27 Ρεκέμ, Ιρπεήλ, Ταραλά,
18,28 Σηλά, Έλεφ, Ιεβούς, που είναι η Ιερουσαλήμ, Γιβεάθ, Κιριάθ-Ιαρίμ –δεκατέσσερις πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν.
19,1 Ο δεύτερος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Συμεών. Η περιοχή τους περιτριγυριζόταν από εκείνη της φυλής Ιούδα.
19,2 Για τη φυλή Συμεών κληρώθηκαν οι πόλεις: Βέερ-Σεβά, Σεμά, Μωλαδά,
19,3 Ασάρ-Σουάλ, Βαλά, Άσεμ,
19,4 Ελτωλάδ, Βεθούλ, Χορμά,
19,5 Σικλάγ, Βαιθ-Μαρκαβώθ, Ασάρ-Σουσά,
19,6 Βαιθ-Λεβαώθ και Σαρουχέν –δεκατρείς πόλεις με τα χωριά τους.
19,7 Επίσης η Άειν, η Ριμμών, η Εθέρ, η Ασάν –τέσσερις πόλεις με τα χωριά τους–
19,8 καθώς και όλες οι περιοχές γύρω απ’ αυτές τις πόλεις, ως τη Βαλάθ-Βηρ και τη Ραμάθ, του νότου. Όλα αυτά αποτελούσαν το μερίδιο που έπεσε στις συγγένειες της φυλής Συμεών.
19,9 Από το μερίδιο της φυλής Ιούδα δόθηκε ένα μέρος ως κλήρος γης στη φυλή Συμεών, επειδή η φυλή Ιούδα είχε λάβει μια περιοχή υπερβολικά μεγάλη γι’ αυτούς. Έτσι η φυλή Συμεών έλαβε μια περιοχή περικυκλωμένη από την περιοχή που είχε δοθεί στη φυλή Ιούδα.
19,10 Ο τρίτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ζαβουλών· η περιοχή που τους δόθηκε εκτεινόταν νότια ως τη Σαρείδ.
19,11 Από κεί τα σύνορά τους ανέβαιναν δυτικά ως τη Μαραλά, έπειτα ως τη Δαββασαίθ και πλησίαζαν τον ποταμό που ρέει ανατολικά της Ιοκνεάμ.
19,12 Από την άλλη μεριά της Σαρείδ γύριζαν ανατολικά, έφταναν στα σύνορα της Κισλώθ-Ταβώρ, περνούσαν από τη Δαβεράθ κι ανέβαιναν προς την Ιαφιά.
19,13 Από ’κει προχωρούσαν πιο ανατολικά ως τη Γιτά-Χέφερ και την Ιττά-Κασίν, συναντούσαν τη Ριμμών και έστριβαν προς τη Νεά.
19,14 Στο βορρά τα σύνορα περικύκλωναν την Ανναθών και κατέληγαν στην Κοιλάδα Ιφταχήλ.
19,15 Η περιοχή τους περιλάμβανε επίσης τις πόλεις Καττάθ, Νααλάλ, Σιμρών, Ιδαλά και Βηθλεέμ –συνολικά δώδεκα πόλεις με τα χωριά τους.
19,16 Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ζαβουλών, με τις πόλεις και τα χωριά τους.
19,17 Ο τέταρτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ισσάχαρ.
19,18 Στην περιοχή τους βρίσκονταν οι πόλεις: Ιζρεέλ, Κεσουλώθ, Σουνήμ,
19,19 Αφεραΐμ, Σαιών, Αναχαράθ,
19,20 Δαβεράθ, Κισιών, Αβές,
19,21 Ρεμέθ, Εν-Γαννίμ, Εν-Αδδά και Βαιθ-Πασσής.
19,22 Τα σύνορά τους άγγιζαν τη Θαβώρ, τη Σαχασειμά και τη Βαιθ-Σεμές και κατέληγαν στον Ιορδάνη –συνολικά δεκαέξι πόλεις με τα χωριά τους.
19,23 Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ισσάχαρ, με τις πόλεις και τα χωριά τους.
19,24 Ο πέμπτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ασήρ.
19,25 Στην περιοχή τους βρίσκονταν οι πόλεις Χελκάθ, Αλεί, Βετέν, Αχσάφ·
19,26 Αλαμμέλεχ, Αμάδ και Μισάλ· και δυτικά τα σύνορά της έφταναν στο όρος Κάρμηλος ακολουθώντας τον ποταμό Σιώρ-Λιβνάθ.
19,27 Ανατολικά ανέβαιναν ως τη Βαιθ-Δαγών, άγγιζαν την περιοχή της φυλής Ζαβουλών και την Κοιλάδα της Ιφταχήλ, έπειτα κατευθύνονταν βόρεια για να συναντήσουν τη Βαιθ-Εμέκ και τη Νεϊήλ· συνέχιζαν στην ίδια κατεύθυνση, περνούσαν από τη Χαβούλ,
19,28 την Αβδών, τη Ρεχώβ, την Αμμών και την Κανά, για να καταλήξουν στη μεγάλη πόλη Σιδώνα.
19,29 Τα σύνορα γύριζαν προς την Ραμά και την οχυρή πόλη της Τύρου, έπειτα κατευθύνονταν προς τη Χοσά και κατέληγαν στη θάλασσα, περνώντας από τη Χέλεβ, την Αχζιβά,
19,30 την Ουμμά, την Αφέκ και τη Ρεχώβ –συνολικά είκοσι δύο πόλεις με τα χωριά τους.
19,31 Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ασήρ, με τις πόλεις και τα χωριά τους.
19,32 Ο έκτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Νεφθαλί.
19,33 Τα νότια σύνορά τους άρχιζαν από την Ελέφ, περνούσαν από την Αλλόν-Βεσααναννίμ, την Αδαμί-Νεκέβ και την Ιαβνεήλ έφθαναν στη Λακκούμ και κατέληγαν στον Ιορδάνη.
19,34 Δυτικά τα σύνορα έστριβαν προς την Αζνώθ-Θαβώρ, συναντούσαν την Ουκκώκ και έφταναν νότια ως την περιοχή Ζαβουλών, δυτικά στην περιοχή Ασήρ και ανατολικά στην περιοχή του Ιούδα, στον Ιορδάνη.
19,35 Οι οχυρωμένες πόλεις ήταν οι Σιδδίμ, Σερ, Χαμμάθ, Ρακκάθ, Κιννέρεθ,
19,36 Αδαμά, Ραμά, Ασώρ,
19,37 Κέδες, Εδρεΐ, Εν-Ασώρ,
19,38 Ιρών, Μιγδάλ-Ηλ, Ωρέμ, Βαιθ-Ανάθ και Βαιθ-Σεμές –συνολικά δεκαεννιά πόλεις με τα χωριά τους.
19,39 Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Νεφθαλί, με τις πόλεις και τα χωριά τους.
19,40 Ο έβδομος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Δαν.
19,41 Στην περιοχή που κληρώθηκε σ’ αυτούς, περιλαμβάνονταν οι πόλεις: Σωρεά, Εσταόλ, Ιρ-Σαμές,
19,42 Σααλαββίν, Αϊαλών, Ιθελά,
19,43 Αιλών, Τιμναθά, Εκρών,
19,44 Ελτεκώ, Γιβεθών, Βααλάθ,
19,45 Ιούδ, Βενί-Βεράκ, Γαθ-Ριμμών,
19,46 Μεϊαρκών, Ρακκών και η περιοχή γύρω στην Ιόππη.
19,47 Όταν τα μέλη της φυλής Δαν έχασαν την περιοχή τους, πήγαν κι επιτεθήκαν στη Λεσέμ· την κυρίεψαν και κατέσφαξαν τους κατοίκους της, την υπέταξαν εντελώς και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν, και την ονόμασαν Λεσέμ-Δαν, όπως το όνομα του Δαν, του γενάρχη τους.
19,48 Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Δαν, με τις πόλεις και τα χωριά τους.
19,49 Όταν οι Ισραηλίτες τελείωσαν τη διανομή όλης της χώρας, έδωσαν στον Ιησού, γιο του Ναυή, έναν κλήρο γης από τα εδάφη τους.
19,50 Σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, τού έδωσαν την πόλη που ζήτησε, τη Θαμνάθ-Σαράχ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Ο Ιησούς ανοικοδόμησε την πόλη και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν.
19,51 Αυτά ήταν τα μερίδια που μοίρασαν με κλήρο στις φυλές των Ισραηλιτών ο ιερέας Ελεάζαρ, ο Ιησούς, γιος του Ναυή και οι αρχηγοί των οικογενειών τους. Αυτό έγινε ενώπιον του Κυρίου στη Σιλώ, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Έτσι τελείωσαν με τη διανομή της χώρας.
20,1 Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ιησού
20,2 να πει στους Ισραηλίτες: «Διαλέξτε τις πόλεις που θα χρησιμεύουν για άσυλο, για τις οποίες σας μίλησα μέσω του Μωυσέως.
20,3 Εκεί θα καταφεύγει ο φονιάς που θα τύχει να σκοτώσει άνθρωπο από αμέλεια, χωρίς να το θέλει· οι πόλεις αυτές θα σας χρησιμεύουν για άσυλο από τον εκδικητή του θύματος.
20,4 Όταν ο φονιάς καταφύγει σε μια απ’ αυτές τις πόλεις, θα σταθεί στην είσοδο της πύλης και θ’ αναπτύξει στους πρεσβυτέρους της την περίπτωσή του· τότε αυτοί θα τον πάρουν στην πόλη και θα του παραχωρήσουν έναν τόπο, όπου θα μπορεί να μείνει μαζί τους.
20,5 Κι αν καταδιώξει το φονιά ο εκδικητής του θύματος, δε θα του τον παραδώσουν, γιατί σκότωσε άνθρωπο χωρίς να το θέλει, χωρίς προηγουμένως να τον μισεί.
20,6 Ο φονιάς θα μείνει σ’ εκείνη την πόλη ωσότου παρουσιαστεί μπροστά στην κοινότητα για να κριθεί απαλλακτικά, όταν θα πεθάνει ο αρχιερέας που θα ιερατεύει εκείνη την εποχή. Τότε μπορεί ο φονιάς να επιστρέψει στο σπίτι του, στην πόλη απ’ όπου είχε δραπετεύσει».
20,7 Ξεχώρισαν, λοιπόν, την Κέδες στη Γαλιλαία, στην ορεινή περιοχή της φυλής Νεφθαλί, τη Συχέμ στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ και την Κιριάθ-Αρβά, που είναι η σημερινή Χεβρών, στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα.
20,8 Πέρα από τον Ιορδάνη, ανατολικά της Ιεριχώ, διάλεξαν τη Βεσέρ στην έρημο του οροπεδίου, για τη φυλή Ρουβήν, τη Ραμώθ στη Γαλαάδ, για τη φυλή Γαδ και τη Γωλάν στη Βασάν, για τη φυλή Μανασσή.
20,9 Αυτές ήταν, λοιπόν, οι πόλεις που ορίστηκαν για όλους τους Ισραηλίτες και για τους ξένους που έμεναν ανάμεσά τους. Θα μπορούσε να καταφεύγει σ’ αυτές καθένας που θα σκότωνε άνθρωπο εξ αμελείας, κι έτσι δεν θα κινδύνευε να θανατωθεί από τον εκδικητή του θύματος, μέχρις ότου ο δράστης παρουσιαστεί στην κοινότητα για να δικαστεί.
21,1-2 Στη Σιλώ, στη Χαναάν, οι αρχηγοί των συγγενειών των Λευιτών, πήγαν και συνάντησαν τον ιερέα Ελεάζαρ, τον Ιησού, γιο του Ναυή και τους αρχηγούς των συγγενειών των φυλών του λαού Ισραήλ, και τους είπαν: «Ο Κύριος διέταξε με το Μωυσή να μας δώσετε πόλεις να μείνουμε και βοσκοτόπια για τα ζώα μας».
21,3 Έτσι, οι Ισραηλίτες έδωσαν στους Λευίτες από το μερίδιό τους, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, μερικές πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους.
21,4 Ο πρώτος κλήρος έπεσε στους Κααθίτες. Όσοι απ’ αυτούς ήταν απόγονοι του ιερέα Ααρών, έλαβαν με κλήρο δεκατρείς πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ιούδα, Συμεών και Βενιαμίν.
21,5 Οι υπόλοιποι Κααθίτες έλαβαν με κλήρο δέκα πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Εφραΐμ, Δαν και της μισής φυλής Μανασσή, η οποία είχε εγκατασταθεί δυτικά.
21,6 Οι Γηρσωνίτες έλαβαν με κλήρο δεκατρείς πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ισσάχαρ, Ασήρ, Νεφθαλί και της μισής φυλής Μανασσή, η οποία είχε εγκατασταθεί στη Βασάν.
21,7 Οι Μεραρίτες έλαβαν δώδεκα πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ρουβήν, Γαδ και Ζαβουλών.
21,8 Οι Ισραηλίτες έδωσαν με κλήρο στους Λευίτες όλες αυτές τις πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους, όπως είχε διατάξει ο Κύριος με το Μωυσή.
21,9 Στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Συμεών έδωσαν τις πόλεις που αναφέρονται εδώ ονομαστικά:
21,10 Τις έλαβαν όσοι από τους απογόνους του Καάθ, γιου του Λευί ήταν απόγονοι του Ααρών, γιατί σ’ αυτούς έπεσε ο πρώτος κλήρος.
21,11 Τους έδωσαν, λοιπόν, την Κιριάθ-Αρβά με τα βοσκοτόπια της, που είναι η σημερινή Χεβρών (ο Αρβά ήταν πατέρας του Ανάκ), στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα.
21,12 Τους αγρούς όμως της πόλης και τα χωριά της τα έδωσαν στο Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή, για ιδιοκτησία του.
21,13 Στους απογόνους του ιερέα Ααρών, μαζί με τη Χεβρών και τα βοσκοτόπια της, που ήταν πόλη καταφυγής, έδωσαν και τις πόλεις: Λιβνά,
21,14 Ιαθείρ, Εστεμοά,
21,15 Χωλών, Δεβείρ,
21,16 Άειν, Ιουττά και Βαιθ-Σεμές, συνολικά εννιά πόλεις, καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους, μέσα στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Συμεών.
21,17 Στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν τους έδωσαν τη Γαβαών, τη Γεβά,
21,18 την Αναθώθ και την Αλμών, συνολικά τέσσερις πόλεις, καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους.
21,19 Έτσι, όλες οι πόλεις των απογόνων του Ααρών, των ιερέων, ήταν δεκατρείς μαζί με τα βοσκοτόπια τους.
21,20 Οι υπόλοιπες οικογένειες της λευιτικής συγγένειας των Κααθιτών έλαβαν με κλήρο ορισμένες πόλεις στην περιοχή της φυλής Εφραΐμ:
21,21 Τους έδωσαν τη Συχέμ, πόλη καταφυγής, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, τη Γεζέρ,
21,22 την Κιβσαείμ και τη Βαιθ-Χωρών συνολικά τέσσερις πόλεις, καθεμιά με τα βοσκοτόπια τους.
21,23 Στην περιοχή της φυλής Δαν την Ελτεκώ, τη Γιββεθών,
21,24 την Αιαλών και τη Γαθ-Ριμμών με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις.
21,25 Στην περιοχή της μισής φυλής Μανασσή στα δυτικά, έδωσαν την Τανάχ και τη Γαθ-Ριμμών με τα βοσκοτόπια τους –δύο πόλεις.
21,26 Όλες οι πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους, που δόθηκαν στις υπόλοιπες οικογένειες των Κααθιτών, ήταν συνολικά δέκα.
21,27 Στη λευιτική συγγένεια των Γηρσωνιτών δόθηκαν: Στην περιοχή της μισής φυλής Μανασσή στα ανατολικά, η Γωλάν, πόλη καταφυγής στη Βασάν, και η Βεεστερά με τα βοσκοτόπια τους –δύο πόλεις.
21,28 Στην περιοχή της φυλής Ισσάχαρ έλαβαν την Κισιών, τη Δαβεράθ,
21,29 την Ιαρμούθ και την Εν-Γαννίμ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις.
21,30 Στην περιοχή της φυλής Ασήρ έλαβαν τη Μισάλ, την Αβδών,
21,31 τη Χελκάθ και τη Ρεχώβ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις.
21,32 Στην περιοχή της φυλής Νεφθαλί έλαβαν την Κέδες, πόλη καταφυγής στη Γαλιλαία, την Χαμμώθ-Δωρ και την Καρτάν με τα βοσκοτόπια τους –τρεις πόλεις.
21,33 Οι οικογένειες των Γηρσωνιτών, έλαβαν συνολικά δεκατρείς πόλεις καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους.
21,34 Οι υπόλοιπες λευιτικές οικογένειες, οι Μεραρίτες, έλαβαν: Στην περιοχή της φυλής Ζαβουλών, την Ιοκνεάμ, την Κερτά,
21,35 τη Διμνά και τη Νααλάλ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις.
21,36 Στην περιοχή της φυλής Ρουβήν έλαβαν τη Βεσέρ, την Ιασά,
21,37 την Κεδεμώθ και τη Μεφαάθ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις.
21,38 Στην περιοχή της φυλής Γαδ έλαβαν τη Ραμώθ, πόλη καταφυγής στη Γαλαάδ, τη Μαχαναΐμ,
21,39 την Εσεβών και την Ιαζέρ με τα βοσκοτόπια τους –συνολικά τέσσερις πόλεις.
21,40 Οι πόλεις που δόθηκαν στις υπόλοιπες λευιτικές οικογένειες, στους Μεραρίτες, ήταν συνολικά δώδεκα.
21,41 Οι πόλεις των Λευιτών, που τους δόθηκαν μέσα στις περιοχές των άλλων ισραηλιτικών φυλών, ήταν συνολικά σαράντα οκτώ, μαζί με τα βοσκοτόπια τους.
21,42 Καθεμιά από τις πόλεις αυτές είχε γύρω της τα βοσκοτόπια της.
21,43 Έτσι, ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες ολόκληρη τη χώρα που είχε υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές τους να τους δώσει· την πήραν ιδιοκτησία τους κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν.
21,44 Ο Κύριος τους εξασφάλισε ειρήνη ολόγυρά τους, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του στους προπάτορές τους. Τους βοήθησε να νικήσουν όλους τους εχθρούς τους· κανένας δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί.
21,45 Απ’ τις ωραίες υποσχέσεις που είχε δώσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες καμιά δεν έμεινε απραγματοποίητη. Εκπληρώθηκαν όλες.
22,1 Ο Ιησούς κάλεσε τους Ρουβηνίτες, τους Γαδίτες και τη μισή φυλή Μανασσή,
22,2 και τους είπε: «Εσείς τηρήσατε όλα όσα σας διέταξε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου· επίσης υπακούσατε και όσα εγώ σας διέταξα.
22,3 Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα δεν εγκαταλείψατε τους συμπατριώτες σας, και τηρήσατε πιστά την εντολή του Κυρίου, του Θεού σας.
22,4 Τώρα, όμως, ο Κύριος ο Θεός σας βοήθησε τους συμπατριώτες σας να εγκατασταθούν στις περιοχές τους, όπως τους το είχε υποσχεθεί· μπορείτε λοιπόν κι εσείς να επιστρέψετε στις σκηνές σας, να κατοικήσετε στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, πέρα από τον Ιορδάνη, και να την έχετε ιδιοκτησία σας.
22,5 Μόνο, να φροντίζετε να τηρείτε τις εντολές και το νόμο που σας μετέδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, να βαδίζετε πάντα στο δρόμο του, να είστε προσηλωμένοι σ’ αυτόν και να τον λατρεύετε μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή σας».
22,6 Έπειτα, ο Ιησούς τους ευλόγησε και τους άφησε να φύγουν και να πάνε στις σκηνές τους.
22,7 Στο ένα μισό της φυλής Μανασσή, ο Μωυσής είχε δώσει μια περιοχή στη Βασάν, και στο άλλο μισό ο Ιησούς έδωσε μια περιοχή ανάμεσα στους υπόλοιπους συμπατριώτες τους, δυτικά του Ιορδάνη. Όταν ο Ιησούς τους άφησε να πάνε στις σκηνές τους, τους ευλόγησε
22,8 μ’ αυτά τα λόγια: «Γυρίστε στις σκηνές σας μαζί με όλο σας το ασήμι, το χρυσάφι, το χαλκό, το σίδερο, με τ’ αναρίθμητα ζώα και το ρουχισμό, όλον αυτό το θησαυρό. Πηγαίνετε και μοιραστείτε αυτά τα λάφυρα με τους άλλους συμπατριώτες σας στις φυλές σας».
22,9 Έτσι, οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή άφησαν τους άλλους Ισραηλίτες, κι έφυγαν από τη Σιλώ, στη Χαναάν, για να πάνε στη Γαλαάδ, τη χώρα που είχαν λάβει για ιδιοκτησία τους και είχαν ήδη εγκατασταθεί, σύμφωνα με τη διαταγή που ο Κύριος τους είχε δώσει με το Μωυσή.
22,10 Όταν έφτασαν στην περιοχή του Ιορδάνη, κι ενώ ήταν ακόμα στη μεριά της Χαναάν, έχτισαν εκεί ένα επιβλητικό θυσιαστήριο πλάι στον ποταμό.
22,11 Οι άλλοι Ισραηλίτες άκουσαν να λέγεται ότι οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή έχτισαν θυσιαστήριο στο σύνορο της Χαναάν, στην περιοχή του Ιορδάνη, κοντά στη διάβαση των Ισραηλιτών.
22,12 Συγκεντρώθηκε τότε ολόκληρη η κοινότητα των Ισραηλιτών στη Σιλώ, για να εκστρατεύσουν εναντίον των δυόμισυ φυλών.
22,13 Οι Ισραηλίτες έστειλαν στις δυόμισυ αυτές φυλές, στη Γαλαάδ, το Φινεές, γιο του ιερέα Ελεάζαρ,
22,14 και μαζί του δέκα αρχηγούς, έναν από κάθε φυλή· καθένας τους ήταν αρχηγός κάποιας από τις χιλιάδες οικογένειες των Ισραηλιτών.
22,15-16 Ήρθαν λοιπόν και τους είπαν εξ ονόματος όλης της κοινότητας του Κυρίου: «Τι προδοσία είναι αυτή που διαπράξατε εναντίον του Θεού του Ισραήλ; Γιατί ξεστρατίσατε σήμερα από το δρόμο του Κυρίου; Χτίζοντας το δικό σας θυσιαστήριο, επαναστατήσατε σήμερα εναντίον του.
22,17 Δεν ήταν αρκετή η αμαρτία μας στη Φεγώρ, από την οποία ακόμα μέχρι σήμερα δεν καθαριστήκαμε, μολονότι έπεσε πληγή πάνω στην κοινότητα του Κυρίου;
22,18 Και παρεκκλίνετε σήμερα κι εσείς από το δρόμο του Κυρίου; Αν εσείς σήμερα επαναστατείτε εναντίον του, αύριο η οργή του θα πέσει πάνω σε ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα.
22,19 Αν νομίζετε ότι η χώρα που σας δόθηκε για ιδιοκτησία είναι ακάθαρτη, τότε ελάτε στη χώρα που ανήκει στον Κύριο, όπου είναι στημένη η σκηνή του Κυρίου και πάρτε για ιδιοκτησία σας γη ανάμεσά μας. Αλλά, προπάντων, μην επαναστατείτε εναντίον του Κυρίου, ούτε εναντίον μας, χτίζοντας άλλο, δικό σας θυσιαστήριο, εκτός από το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας.
22,20 Όταν ο Αχάν, γιος του Ζεράχ, διέπραξε απιστία σχετικά με το απαγορευμένο αφιέρωμα, ξέρετε πολύ καλά ότι έπεσε η οργή πάνω σ’ ολόκληρη την κοινότητα του Ισραήλ. Και δεν ήταν μόνο εκείνος που θανατώθηκε για την ανομία του».
22,21 Τότε οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή απάντησαν στους αρχηγούς των οικογενειών των άλλων φυλών:
22,22 «Ο Θεός, ο Κύριος ο Θεός, ας είναι μάρτυρας! Ο Θεός, ο Κύριος ο Θεός, αυτός γνωρίζει και όλος ο λαός του Ισραήλ πρέπει να μάθει. Αν σκοπεύαμε να γίνουμε στασιαστές και ν’ απιστήσουμε στον Κύριο, να μη μας βοηθήσει σήμερα!
22,23 Κι αν χτίσαμε δικό μας θυσιαστήριο για ν’ απομακρυνθούμε απ’ αυτόν και να προσφέρουμε πάνω σ’ αυτό ολοκαυτώματα, προσφορές αναίμακτες και θυσίες κοινωνίας, ο Κύριος να μας τιμωρήσει.
22,24 Εμείς το χτίσαμε αυτό περισσότερο από φόβο για ένα πράγμα: Σκεφτήκαμε ότι κάποτε στο μέλλον είναι δυνατό οι απόγονοί σας να πούνε στους δικούς μας απογόνους: “ποια σχέση έχετε εσείς με τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ;
22,25 Ο Κύριος έβαλε τον Ιορδάνη ως σύνορο ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς, Ρουβηνίτες και Γαδίτες. Δεν υπάρχει για σας θέση κοντά στον Κύριο”. Έτσι οι απόγονοί σας θα μπορούσαν να κάνουν τους απογόνους μας να πάψουν να φοβούνται τον Κύριο.
22,26 Γι’ αυτό είπαμε: Ας επιχειρήσουμε να χτίσουμε ένα θυσιαστήριο, όχι για να προσφέρουμε σ’ αυτό ολοκαυτώματα ή άλλες θυσίες,
22,27 αλλά για να είναι σαν μαρτυρία ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς κι ανάμεσα στους απογόνους μας στο μέλλον, ότι έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να λατρεύουμε τον Κύριο με τα ολοκαυτώματά μας, τις θυσίες μας και τις ειρηνικές προσφορές μας· και να μην μπορούν να πουν αύριο οι απόγονοί σας στους απογόνους μας ότι δεν έχουν θέση κοντά στον Κύριο.
22,28 Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι αν αύριο τα πουν αυτά σ’ εμάς ή στους απογόνους μας, εμείς θ’ απαντήσουμε: “κοιτάξτε αυτό το θυσιαστήριο του Κυρίου, που το έχτισαν οι πρόγονοί μας· δεν το έχτισαν για να προσφέρουν ολοκαυτώματα ή άλλες θυσίες, αλλά σαν μαρτυρία ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς”.
22,29 Μακριά από μας, όμως, η σκέψη να επαναστατήσουμε εναντίον του Κυρίου και ν’ απιστήσουμε σήμερα σ’ αυτόν χτίζοντας θυσιαστήριο για να προσφέρουμε ολοκαυτώματα, προσφορές αναίμακτες και θυσίες αλλού, εκτός από το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας, που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή του».
22,30 Όταν ο ιερέας Φινεές, οι άρχοντες της κοινότητας και οι αρχηγοί των οικογενειών των άλλων φυλών που ήταν μαζί του άκουσαν τα λόγια που είπαν οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και οι Μανασσίτες, τους φάνηκαν λογικά.
22,31 Κι ο Φινεές, γιος του ιερέα Ελεάζαρ, τους απάντησε: «Τώρα ξέρουμε ότι ο Κύριος είναι ανάμεσά μας, γιατί δεν διαπράξατε εναντίον του αυτή την απιστία που φοβόμασταν· έτσι γλιτώσατε όλους τους Ισραηλίτες από την τιμωρία του Κυρίου».
22,32 Τότε ο Φινεές και οι αρχηγοί άφησαν τους Ρουβηνίτες και τους Γαδίτες στη Γαλαάδ, κι αυτοί γύρισαν στη Χαναάν, στους υπόλοιπους Ισραηλίτες και τους έφεραν την απάντηση.
22,33 Η απάντηση άρεσε στους Ισραηλίτες και δόξασαν το Θεό· κι ούτε που ξανασκέφτηκαν πια να εκστρατεύσουν εναντίον των φυλών Ρουβήν και Γαδ και να καταστρέψουν τη χώρα τους.
22,34 Οι Ρουβηνίτες και οι Γαδίτες τότε είπαν: «Αυτό το θυσιαστήριο είναι μαρτυρία ανάμεσα σ’ όλους μας ότι ο Κύριος είναι ο Θεός μας». Και το ονόμασαν «Εδ» (Μαρτυρία).
23,1 Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο Θεός εξασφάλισε την ειρήνη στο λαό Ισραήλ από όλους τους γύρω εχθρούς του. Ο Ιησούς είχε πια γεράσει και είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία.
23,2 Τότε κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες, τους πρεσβυτέρους τους, τους αρχηγούς τους, τους κριτές τους, τους άρχοντές τους και τους αξιωματούχους τους και τους είπε: «Εγώ πια γέρασα. Έχω φτάσει σε μεγάλη ηλικία.
23,3 Εσείς είδατε τα όσα έκανε ο Κύριος, ο Θεός σας, σε όλα αυτά τα έθνη για χάρη σας· αυτός ήταν που πολέμησε για σας.
23,4 Βλέπετε ότι μοίρασα με κλήρο στις φυλές σας αυτά τα έθνη που έχουν απομείνει για να τα πάρετε ιδιοκτησία σας, μαζί με όλα τα έθνη που εξόντωσα από τον Ιορδάνη ως τη Μεγάλη Θάλασσα, δυτικά.
23,5 Ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός θα τους εκδιώξει από μπροστά σας και θα τους κάνει να τραπούν σε φυγή μόλις σας δουν· κι εσείς θα πάρετε ιδιοκτησία σας τη χώρα τους, όπως σας το υποσχέθηκε ο Κύριος, ο Θεός σας.
23,6 »Πάρτε, λοιπόν, σταθερά την απόφαση να τηρείτε και να εκτελείτε απαρέγκλιτα όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή.
23,7 Να μην αναμιχθείτε μ’ αυτά τα έθνη που έχουν απομείνει ανάμεσά σας· ούτε να μνημονεύετε το όνομα των θεών τους ή να ορκίζεστε σ’ αυτούς ή να τους λατρεύετε ή να τους προσκυνάτε.
23,8 Αλλά να είστε προσκολλημένοι στον Κύριο, το Θεό σας, όπως κάνατε μέχρι σήμερα.
23,9 »Γι’ αυτό ο Κύριος έδιωξε από μπροστά σας μεγάλα και ισχυρά έθνη και κανείς δεν μπόρεσε να σας αντισταθεί μέχρι σήμερα.
23,10 Ένας άντρας από σας μπορούσε να καταδιώξει χίλιους, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός πολεμούσε για σας, όπως σας το είχε υποσχεθεί.
23,11 Γι’ αυτό προσέχετε πολύ να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας.
23,12 Αν όμως ποτέ αποστατήσετε απ’ αυτόν και ενωθείτε με τα κατάλοιπα των εθνών που απόμειναν ανάμεσά σας, αν έρθετε σ’ επιμειξία μ’ αυτούς, κι αυτοί μ’ εσάς,
23,13 τότε να είστε βέβαιοι, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σταματήσει να διώχνει τα έθνη αυτά από μπροστά σας. Έτσι αυτά θα γίνουν για σας παγίδα και ενέδρα, μαστίγια στα πλευρά σας και αγκάθια στα μάτια σας. Ώσπου στο τέλος να εξαφανιστείτε από την όμορφη αυτή χώρα, που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας.
23,14 »Βλέπετε, εγώ σήμερα παίρνω το δρόμο που κάποτε παίρνει όλος ο κόσμος· αλλά εσείς πρέπει ν’ αναγνωρίσετε με όλη την καρδιά σας και την ψυχή σας ότι καμιά από τις ωραίες υποσχέσεις που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας, δεν έμεινε ανεκπλήρωτη. Εκπληρώθηκαν όλες στο ακέραιο.
23,15 Όπως όμως εκπληρώθηκαν όλες οι ωραίες υποσχέσεις που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας, έτσι ο Κύριος θα πραγματοποιήσει εναντίον σας όλες τις απειλές του, ωσότου σας εξαφανίσει από την όμορφη αυτή χώρα που σας έδωσε.
23,16 Αν παραβείτε τη διαθήκη που αυτός σας έδωσε και πάτε και λατρεύσετε άλλους θεούς και τους προσκυνήσετε, τότε θα ξεσπάσει ο θυμός του εναντίον σας και θα εξαφανιστείτε στη στιγμή από την όμορφη αυτή χώρα που σας έδωσε ο Κύριος».
24,1 Ο Ιησούς συγκέντρωσε όλες τις φυλές του Ισραήλ στη Συχέμ. Κάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού, τους αρχηγούς, τους κριτές και τους αξιωματούχους του και παρουσιάστηκαν όλοι ενώπιον του Θεού.
24,2 Τότε είπε ο Ιησούς στο λαό: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “Τα παλιά τα χρόνια οι πρόγονοί σας κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη και λάτρευαν άλλους θεούς. Ένας απ’ τους προγόνους σας ήταν και ο Θάρα, πατέρας του Αβραάμ και του Ναχώρ.
24,3 Πήρα λοιπόν τον προπάτορά σας, τον Αβραάμ, από την χώρα που εκτείνεται πέρα από τον Ευφράτη και τον οδήγησα μέσα από ολόκληρη τη Χαναάν. Του έδωσα πολλούς απογόνους· του έδωσα και τον Ισαάκ,
24,4 και στον Ισαάκ έδωσα γιους τον Ιακώβ και τον Ησαύ· στον Ησαύ έδωσα το όρος Σηείρ για ιδιοκτησία του, ενώ ο Ιακώβ και οι γιοι του κατέβηκαν στην Αίγυπτο.
24,5 ”Αργότερα έστειλα το Μωυσή και τον Ααρών και χτύπησα την Αίγυπτο με πληγές, πριν να βγάλω το λαό σας από ’κει.
24,6 Αφού έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο κι έφτασαν στην Ερυθρά Θάλασσα, οι Αιγύπτιοι τους καταδίωξαν ως εκεί με άμαξες και ιππικό.
24,7 Τότε οι πρόγονοί σας επικαλέσθηκαν εμένα, τον Κύριο, κι άπλωσα ανάμεσα σ’ εκείνους και στους Αιγυπτίους ένα σκοτεινό σύννεφο και γύρισα καταπάνω τους τη θάλασσα και τους σκέπασε. Ξέρετε πολύ καλά τα όσα έκανα εναντίον των Αιγυπτίων. ”Στην έρημο μείνατε για πολύν καιρό.
24,8 Έπειτα σας έφερα στη χώρα των Αμορραίων, που κατοικούσαν ανατολικά του Ιορδάνη. Αυτοί πολέμησαν εναντίον σας, αλλά τους παρέδωσα στην εξουσία σας· και καταλάβατε τη χώρα τους γιατί εγώ τους εξολόθρευσα στο πέρασμά σας.
24,9 Τότε ήρθε να πολεμήσει εναντίον σας ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ, γιος του Σιππώρ. Έστειλε μάλιστα και κάλεσε το Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, για να σας καταραστεί.
24,10 Εγώ όμως δε θέλησα ν’ ακούσω το Βαλαάμ· αναγκάστηκε μάλιστα να σας ευλογήσει πλούσια, κι έτσι σας γλίτωσα από την εξουσία του Βαλάκ.
24,11 ”Ύστερα περάσατε τον Ιορδάνη και φτάσατε στην Ιεριχώ. Οι άντρες της Ιεριχώ πολέμησαν εναντίον σας, το ίδιο και οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Εγώ όμως τους παρέδωσα όλους στην εξουσία σας.
24,12 Έστειλα πριν από σας σφήκες που έδιωξαν στο πέρασμά σας τους δύο βασιλιάδες των Αμορραίων. Δεν ήταν ούτε το ξίφος σας ούτε το τόξο σας που τους έδιωξαν!
24,13 Ακόμα σας έδωσα μια χώρα, που γι’ αυτήν δεν εργαστήκατε και πόλεις που δεν τις χτίσατε εσείς αλλά απλώς εγκατασταθήκατε σ’ αυτές· αμπέλια και λιοστάσια, που τρώτε τους καρπούς τους, αν και δεν τα φυτέψατε εσείς”».
24,14 «Τώρα λοιπόν», συνέχισε ο Ιησούς, «να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύετε με ειλικρίνεια και αφοσίωση. Πετάξτε μακριά τους θεούς που λάτρεψαν οι πρόγονοί σας, όταν ακόμα βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη ή στην Αίγυπτο, και λατρέψτε τον Κύριο.
24,15 Αν όμως δεν σας αρέσει να λατρεύετε τον Κύριο, τότε διαλέξτε σήμερα τους θεούς που θέλετε να λατρεύετε: Αυτούς που λάτρευαν οι πρόγονοί σας, όταν ήταν πέρα από τον Ευφράτη, ή τους θεούς των Αμορραίων, που τώρα κατοικείτε στη χώρα τους. Εγώ όμως και η οικογένειά μου θα λατρεύουμε τον Κύριο».
24,16 Τότε ο λαός απάντησε και είπε: «Μακριά από μας η σκέψη να εγκαταλείψουμε τον Κύριο και να λατρέψουμε άλλους θεούς!
24,17 Ο Κύριος, ο Θεός μας, είναι αυτός που έβγαλε εμάς και τους προγόνους μας από την Αίγυπτο, τη χώρα της δουλείας, κι αυτός έκανε μπροστά στα μάτια μας εκείνα τα μεγάλα θαύματα. Αυτός είναι που μας φύλαξε σε όλη την πορεία μας, κι απ’ όλους τους λαούς από τους οποίους περάσαμε.
24,18 Κι ακόμα ο Κύριος έδιωξε στο πέρασμά μας όλους εκείνους τους λαούς, ιδιαίτερα τους Αμορραίους, που κατοικούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εμείς θα λατρεύουμε τον Κύριο, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας».
24,19 Αλλά ο Ιησούς είπε στο λαό: «Δε θα μπορέσετε να λατρεύσετε τον Κύριο, γιατί αυτός είναι Θεός άγιος, Θεός που απαιτεί αποκλειστικότητα, και δε θα συγχωρήσει τις ανομίες σας και τις αμαρτίες σας.
24,20 Αν τον εγκαταλείψετε και λατρέψετε ξένους θεούς, τότε κι αυτός θα στραφεί εναντίον σας. Θα σας προξενήσει συμφορές, θα σας εξολοθρεύσει, μολονότι στο παρελθόν σάς ευεργέτησε».
24,21 Και ο λαός απάντησε στον Ιησού: «Όχι! Τον Κύριο θα λατρεύουμε».
24,22 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Είστε μάρτυρες για τον εαυτό σας, ότι εσείς διαλέξατε να λατρεύετε τον Κύριο». Και αυτοί απάντησαν: «Είμαστε μάρτυρες».
24,23 «Τότε, λοιπόν», τους είπε, «πετάξτε μακριά τους ξένους θεούς που έχετε μαζί σας και προσκολληθείτε μ’ όλη σας την καρδιά στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ».
24,24 Και ο λαός απάντησε στον Ιησού: «Ναι, θα λατρεύουμε τον Κύριο, το Θεό μας, και θα υπακούμε στα λόγια του».
24,25 Έτσι εκείνη την ημέρα στη Συχέμ ο Ιησούς έκανε διαθήκη με το λαό και τους έδωσε νόμους και εντολές.
24,26 Τα λόγια αυτά τα έγραψε στο βιβλίο του νόμου του Θεού. Έπειτα πήρε μια μεγάλη πέτρα και την έστησε εκεί, κάτω από τη βελανιδιά που βρισκόταν κοντά στο αγιαστήριο του Κυρίου,
24,27 και είπε στο λαό: «Να, αυτή η πέτρα ας είναι μάρτυρας για μας. Αυτή άκουσε όλα τα λόγια που μας είπε ο Κύριος· θα είναι, λοιπόν, μάρτυρας εναντίον σας, που θα σας εμποδίσει να αρνηθείτε το Θεό σας».
24,28 Τέλος ο Ιησούς απέλυσε το λαό και πήγαν καθένας στο μερίδιο γης που του ανήκε.
24,29 Μετά τα γεγονότα αυτά πέθανε ο Ιησούς γιος του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, σε ηλικία εκατόν δέκα ετών.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου