Τρίτη 7 Ιουνίου 2016
19 ΙΟΥΔΙΘ
Η Ιουδίθ είναι η κεντρική ηρωίδα του
φερώνυμου βιβλίου, η οποία με το θάρρος και την πίστη της στο Θεό σώζει την
πατρίδα της από την καταστροφή.
Το
πρωτότυπο κείμενο δεν σώζεται και το έργο δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βιβλίων
της Εβραϊκής Βίβλου. Παρατίθεται από την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα
(Ο') και κατατάσσεται στα "Ιστορικά Βιβλία” της Παλαιάς Διαθήκης.
Το περιεχόμενο του έργου αναφέρεται στη
σωτηρία της μικρής πόλης Βαιτυλούα από την πολιορκία των εχθρών. Η Ιουδίθ, μια
νέα Ιουδαίο χήρα, κατορθώνει με την εμπιστοσύνη της στο Θεό να εμψυχώσει τους
πολιορκημένους συμπατριώτες της και να σκοτώσει τον αρχηγό των εχθρικών
στρατευμάτων, τα οποία πανικοβάλλονται και αποχωρούν.
Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η έκθεση
ιστορικών γεγονότων, αλλά η διακήρυξη της αλήθειας ότι κύριος του κόσμου και
της ιστορίας είναι ο Θεός. Για το σκοπό αυτόν αφηγείται μια ιστορία, στην οποία
πρωταγωνιστούν πρόσωπα από διάφορες εποχές. Γραμμένη σε μια εποχή, κατά την
οποία ο μικρός ιουδαϊκός λαός αγωνίζεται κατά της πολιτικής των Σελευκιδών,
τονίζει την παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος σώζει το λαό του με τα αδύναμα
χέρια μιας γυναίκας.
Διάγραμμα του περιεχομένου
1. Εκστρατεία του Ολοφέρνη και πολιορκία
της Βαιτυλούα: 1,1 -7,32
2. 0 ηρωισμός της Ιουδίθ: 8,1-13,20
3. Η νίκη κατά των εχθρών: 14,1-16,25
ΙΟΥΔΙΘ 1
Πόλεμος του
Ναβουχοδονόσορ εναντίον του Αρφαξάδ
1Ήταν ο δωδέκατος χρόνος
που ο Ναβουχοδονόσορ βασίλευε στους Ασσυρίους στη μεγάλη πόλη Νινευή. Εκείνη
την εποχή στους Μήδους βασίλευε ο Αρφαξάδ, με πρωτεύουσά του τα Εκβάτανα.α 2Ο
Αρφαξάδ οχύρωσε τα Εκβάτανα με τείχη από πελεκητές πέτρες. Το πλάτος κάθε
πέτρας ήταν τρεις πήχεις και το μήκος της έξι. Το ύψος των τειχών ήταν
εβδομήντα πήχεις και το πλάτος τους πενήντα. 3Οι πύργοι του τείχους που
προστάτευαν τις πύλες είχαν ύψος εκατό πήχεις και κάτω στα θεμέλια το πλάτος
τους ήταν εξήντα πήχεις. 4Κατασκεύασε πύλες ύψους εβδομήντα πήχεων με σαράντα
πήχεις άνοιγμα, για να μπορούν να περνούν ο ισχυρός στρατός του και το πεζικό
σε σχηματισμό μάχης.
5Εκείνη την εποχή ο
βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ έκανε πόλεμο εναντίον του βασιλιά Αρφαξάδ στη μεγάλη
πεδιάδα που βρίσκεται στα σύνορα της Ραγαύ.β 6Με τις δυνάμεις του Αρφαξάδ είχαν
συνενωθεί όλοι οι λαοί που κατοικούσαν στην περιοχή της Αρμενίας, στην περιοχή
των ποταμών Τίγρη, Ευφράτη και Υδάσπη, και στις πεδιάδες όπου βασίλευε ο Αριώχ,
βασιλιάς των Ελαμιτών. Έθνη πολλά, που είχαν συμμαχήσει για να εκστρατεύσουν
μαζί με το λαό Χελεούδ.γ
7Ο Ναβουχοδονόσορ έστειλε
μήνυμα για συμμαχία στους Πέρσες και στους λαούς της δύσης στις περιοχές της
Κιλικίας, της Δαμασκού, του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου· στους κατοίκους των
παραλίων 8καθώς και στους κατοίκους του όρους Κάρμηλος, της Γαλαάδ, της βόρειας
Γαλιλαίας και της μεγάλης πεδιάδας Εσδρηλών.δ 9-10Επίσης το μήνυμα στάλθηκε στη
Σαμάρεια και στις γύρω πόλεις και δυτικά του Ιορδάνη μέχρι τις πόλεις
Ιερουσαλήμ, Βατάνη, Χελούς, Κάδης και στην περιοχή της Γεσέμ. Τέλος έστειλε τη
διαταγή στις πόλεις της Αιγύπτου Ταφνάς, Ραμεσσή, Τάνις και Μέμφις και στην
περιοχή μέχρι το Νείλο ποταμό στα σύνορα της Αιθιοπίας. 11Όλοι όμως οι κάτοικοι
των χωρών αυτών αγνόησαν το Ναβουχοδονόσορ και δε συμμάχησαν μαζί του στον
πόλεμο που τους καλούσε. Δεν τον φοβούνταν, γιατί τον θεωρούσαν σαν έναν κοινό
άνθρωπο. Έτσι έστειλαν πίσω τους αγγελιοφόρους του άπρακτους και
ντροπιασμένους.
Πόλεμος του
Ναβουχοδονόσορ εναντίον των εθνών της Δύσεως
12Τότε ο Ναβουχοδονόσορ
οργίστηκε φοβερά εναντίον όλων αυτών των λαών κι ορκίστηκε στο θρόνο του και
στη βασιλεία του να τους εκδικηθεί. Ορκίστηκε δηλαδή να εξοντώσει ολοκληρωτικά
τους κατοίκους της Κιλικίας, της Δαμασκού, της Συρίας, της Μωάβ, της Αμμών, της
Ιουδαίας και της Αιγύπτου, μέχρι τους παραπόταμους του Νείλου.
13Το δέκατο έβδομο έτος
της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ οδήγησε το στρατό του σε πόλεμο εναντίον του
βασιλιά Αρφαξάδ. Τον νίκησε και κατέστρεψε όλο του το στρατό, το ιππικό του και
τις άμαξές του. 14Στη συνέχεια κατέλαβε όλες τις πόλεις της Μηδίας κι έφτασε
μέχρι τα Εκβάτανα. Κυρίεψε τους πύργους της πόλης, λεηλάτησε τις αγορές της και
μετέβαλε την όμορφη εκείνη πόλη σε ερείπια. 15Συνέλαβε τον Αρφαξάδ στα όρη
Ραγαύ, τον διαπέρασε με τη λόγχη του και τον φόνευσε. 16Μετά απ’ αυτά ο
Ναβουχοδονόσορ κι όλος ο πολυάριθμος στρατός των πολεμιστών του γύρισαν πίσω
στη Νινευή. Εκεί αναπαύτηκαν τρώγοντας και πίνοντας και γιόρτασαν τη νίκη τους
επί τέσσερις μήνες.
ΙΟΥΔΙΘ 2
Ο Ναβουχοδονόσορ
στρέφεται εναντίον των λαών της Δύσεως
1Το δέκατο όγδοο έτος της
βασιλείας του, στις είκοσι δύο του πρώτου μήνα, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ και
οι σύμβουλοί του αποφάσισαν να τιμωρήσουν όλη την οικουμένη, πραγματοποιώντας
προηγούμενη απειλή του. 2-3Συγκέντρωσε λοιπόν όλους τους αυλικούς του και τους
ανώτατους αξιωματικούς του και τους αποκάλυψε τη μυστική του απόφαση να
καταστρέψει όλους τους λαούς της οικουμένης, όσους δεν είχαν ανταποκριθεί στην
πρόσκλησή του να μπουν στον πόλεμο. Τους παρουσίασε το σχέδιο της επίθεσης και
όλοι συμφώνησαν με την απόφασή του.
4Μόλις τελείωσε το συμβούλιο,
ο Ναβουχοδονόσορ κάλεσε τον Ολοφέρνη, που ήταν ο αρχιστράτηγος και ο δεύτερος
μετά απ’ αυτόν στην ιεραρχία και τον διέταξε: 5«Εγώ, ο μεγάλος βασιλιάς, ο
κύριος όλης της γης, σε προστάζω να διαλέξεις άντρες εμπειροπόλεμους, εκατόν
είκοσι χιλιάδες πεζούς και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, 6και να πας να εκστρατεύσεις
στη δύση, εναντίον όλων εκείνων των χωρών που αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στη
θέλησή μου. 7Ειδοποίησέ τους να ετοιμάσουν τις προσφορές τους σε γη και ύδωρ
για να μου παραδοθούν άνευ όρων. Θα εκστρατεύσω εναντίον τους οργισμένος και θα
ποδοπατήσω όλη τη γη τους με το στρατό μου, και τους ίδιους θα τους παραδώσω
στη λεηλασία. 8Οι τραυματίες τους θα γεμίσουν τα φαράγγια· τα πτώματα των
νεκρών τους θα φράξουν τους χειμάρρους και τα ποτάμια τους, έτσι που να
πλημμυρίσουν. 9Κι όσους απομείνουν θα τους οδηγήσω αιχμαλώτους στα πέρατα της
γης. 10Εσύ όμως, Ολοφέρνη, θα πας πριν από μένα και θα κυριέψεις για λογαριασμό
μου όλες εκείνες τις περιοχές. Πρέπει να τους κάνεις να σου παραδοθούν και να
τους φυλάξεις, μέχρις ότου έρθω εγώ να τους τιμωρήσω. 11Αυτούς που δε θα σε
υπακούν μην τους λυπηθείς. Εξολόθρεψέ τους και λεηλάτησε τη χώρα τους.
12Ορκίζομαι στη ζωή μου και στη βασιλική μου δύναμη, ότι εγώ ο ίδιος θα τα
πραγματοποιήσω όλα αυτά. 13Πρόσεξε να μην παραβείς καμιά από τις εντολές του
κυρίου σου. Θα εκτελέσεις όλα όσα σε διέταξα και μάλιστα χωρίς καθυστέρηση».
Η εκστρατεία του Ολοφέρνη
14Ο Ολοφέρνης, λοιπόν,
έφυγε από το παλάτι του κυρίου του και συγκέντρωσε όλους τους ηγεμόνες, τους
στρατηγούς και τους αξιωματικούς του στρατού των Ασσυρίων. 15Στρατολόγησε
επίλεκτους άντρες για τον πόλεμο, σύμφωνα με τη διαταγή του κυρίου του –εκατόν
είκοσι χιλιάδες πεζούς και δώδεκα χιλιάδες ιππείς τοξότες– 16τους οποίους
οργάνωσε σε τακτικό ετοιμοπόλεμο στρατό. 17Πήρε επίσης μαζί του πολλές καμήλες,
όνους και ημίονους για τη μεταφορά των αποσκευών τους, καθώς και αμέτρητα
αιγοπρόβατα και βόδια για τη διατροφή του στρατού. 18Κάθε πολεμιστής πήρε πολλά
τρόφιμα καθώς και άφθονο χρυσάφι και ασήμι από το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά.
19Ύστερα, ο Ολοφέρνης και
όλος ο στρατός παρατάχθηκαν κι άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά στο βασιλιά
Ναβουχοδονόσορ. Τα άρματα, οι ιππείς και το επίλεκτο πεζικό διάβαιναν προς τη
δύση και πλημμύριζαν την περιοχή. 20Μαζί τους συνενώθηκε κι ένα μεγάλο βοηθητικό
στράτευμα από άλλα έθνη. Ήταν ένας αναρίθμητος στρατός σαν ακρίδες, σαν την
άμμο της ερήμου.
21Ξεκίνησαν από τη Νινευή
και μετά από πορεία τριών ημερών έφτασαν στην πεδιάδα της πόλης Βεκτιλέθ,ε και
συνέχισαν μέχρι τα βουνά αριστερά της Κιλικίας, όπου και στρατοπέδευσαν. 22Από
’κει το πεζικό του Ολοφέρνη, οι ιππείς και τα άρματα ξεκίνησαν για την ορεινή
Μικρά Ασία. 23Εκεί κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις χώρες όπου κατοικούσαν οι λαοί
Φουδ και Λουδ και λεηλάτησε το λαό της Ρασσίς και τους Ισμαηλίτες, που κατοικούσαν
στα σύνορα της ερήμου, νότια της Χελεών.
24Στη συνέχεια ο
Ολοφέρνης διάβηκε τον Ευφράτη και βάδισε μέσα από τη Μεσοποταμία, όπου
ισοπέδωσε όλες τις οχυρωμένες πόλεις που βρίσκονταν κοντά στον ποταμό Αβρωνά,ς
και μετά στράφηκε προς τις παράλιες χώρες. 25Κατέλαβε την περιοχή της Κιλικίας
και κατέσφαξε όλους όσοι του αντιστάθηκαν κι έφτασε μέχρι την περιοχή Ιάφεθ
νότια, στα σύνορα της ερήμου της Αραβίας. 26Εκεί περικύκλωσε τους Μαδιανίτες,
έκαψε τις σκηνές τους και λεηλάτησε τα μαντριά τους.
27Τέλος, κατέβηκε στις
πεδιάδες της Δαμασκού, την εποχή που θέριζαν τα σιτηρά. Εκεί έκαψε όλα τους τα
χωράφια, κατέσφαξε τα κοπάδια των προβάτων και των βοδιών τους, λεηλάτησε τις
πόλεις τους, ερήμωσε την ύπαιθρο και θανάτωσε όλα τα νέα παιδιά.
Τα άλλα έθνη ζητούν να
συνάψουν ειρήνη
28Ο φόβος και ο τρόμος
του Ολοφέρνη κατέλαβε όλους τους λαούς των παραλίων της Μεσογείου. Οι κάτοικοι
της Σιδώνας, της Τύρου, της Σουρ, της Οκινά, της Ιάμνειας, της Αζώτου και της
Ασκάλωνος είχαν όλοι τρομοκρατηθεί.ζ
ΙΟΥΔΙΘ 3
1Έστειλαν, λοιπόν, όλοι
αυτοί απεσταλμένους στον Ολοφέρνη για να συνάψουν ειρήνη μαζί του. 2«Εμείς οι
δούλοι του μεγάλου βασιλιά Ναβουχοδονόσορ», του έλεγαν, «πέφτουμε τώρα στα
πόδια σου. Κάνε μας ό,τι θέλεις. 3Να τα σπίτια μας, όλη μας η χώρα, τα σπαρτά
μας, τα κοπάδια των προβάτων και των βοδιών μας, τα μαντριά μας, όλα είναι στη
διάθεσή σου να τα κάνεις ό,τι θέλεις. 4Ακόμα και οι πόλεις μας σου ανήκουν, να
τις κάνεις ό,τι θέλεις· οι κάτοικοί τους είναι δούλοι σου».
5Αυτές ήταν οι προτάσεις
που οι απεσταλμένοι ανακοίνωσαν στον Ολοφέρνη. 6Τότε εκείνος κατέβασε το στρατό
του στα παράλια. Τοποθέτησε παντού φρουρές στις οχυρωμένες πόλεις και πήρε από
τις πόλεις επίλεκτους άντρες για βοηθητικό στρατό. 7Οι κάτοικοι όλων των πόλεων
και των περιχώρων τους τον υποδέχτηκαν με στεφάνια, τυμπανοκρουσίες και χορούς.
8Ο Ολοφέρνης όμως ισοπέδωσε όλες τις περιοχές τους και εξαφάνισε τα δάση στους
ιερούς τόπους τους, γιατί η διαταγή που είχε ήταν να καταστρέψει όλους τους
θεούς της γης, ώστε όλα τα έθνη και οι φυλές να λατρεύουν μόνο το
Ναβουχοδονόσορ και να προσεύχονται σ’ αυτόν σαν σε θεό.
9Μετά ο Ολοφέρνης ήρθε
στην περιοχή απέναντι από την Εσδρηλώνη κοντά στη Δωταία,θ που βλέπει προς τη
μεγάλη οδοντωτή κορυφογραμμή της Ιουδαίας. 10Έστησε το στρατόπεδό του ανάμεσα
στη Γαιβαί και στη Σκυθόπολη,ι κι έμειναν εκεί για ένα μήνα, ώσπου να
συγκεντρωθούν όλες οι αποσκευές του στρατού.
ΙΟΥΔΙΘ 4
Το σχέδιο άμυνας των
Ισραηλιτών
1Οι Ισραηλίτες της
Ιουδαίας πληροφορήθηκαν τα όσα έκανε στα έθνη ο Ολοφέρνης, αρχιστράτηγος του
Ασσύριου βασιλιά Ναβουχοδονόσορ και με ποιον τρόπο λεηλάτησε τα πάντα και
εξαφάνισε όλους τους ιερούς τόπους. 2Φοβήθηκαν λοιπόν πάρα πολύ κι άρχισαν ν’
ανησυχούν για την Ιερουσαλήμ και το ναό του Κυρίου του Θεού τους. 3Πριν λίγον
καιρό είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία και είχαν εγκατασταθεί στην Ιουδαία·
τα ιερά σκεύη, το θυσιαστήριο και ο ναός είχαν εξαγνισθεί εκ νέου μετά τη
βεβήλωση που είχαν υποστεί. 4Έστειλαν λοιπόν σχετική ειδοποίηση σ’ όλη την
περιοχή της Σαμάρειας και στις πόλεις Κωνά, Βαιθωρών, Αβελμαΐν, Ιεριχώ, Χωβά
και Αισωρά και στην κοιλάδα Σαλήμ.
5Αμέσως κατέλαβαν τις
κορυφές των βουνών, οχύρωσαν τα χωριά εκεί και αποθήκευσαν τρόφιμα για να είναι
έτοιμοι για τον πόλεμο, αφού πριν από λίγο είχαν θερίσει κιόλας τα χωράφια
τους.
6Ο Ιωακίμ, που εκείνη την
εποχή ήταν αρχιερέας στην Ιερουσαλήμ, έγραψε στους κατοίκους της Βαιτυλούας και
της Βαιτομεσθαΐμ, η οποία βλέπει προς την κοιλάδα Εσδρηλών κοντά στη Δωθαΐμ,ια
7και τους παράγγειλε να φυλάνε καλά τις διαβάσεις της ορεινής περιοχής. Από
εκεί ήταν το πέρασμα για την Ιουδαία και ήταν εύκολο να αναχαιτιστούν όσοι
ανέβαιναν προς αυτήν. Η διάβαση ήταν τόσο στενή, που μόνο δυο δυο μπορούσαν να
περνούν από αυτήν οι εχθροί. 8Οι Ισραηλίτες έκαναν όπως τους διάταξαν ο Ιωακίμ
και οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών που συνεδρίαζαν στην Ιερουσαλήμ.
9Τότε οι Ισραηλίτες
προσευχήθηκαν στο Θεό και ταπεινώθηκαν ενώπιόν του με όλη τους την καρδιά.
10Φόρεσαν πένθιμα ρούχα άντρες και γυναίκες, τα παιδιά τους, τα ζώα τους, οι
ξένοι, οι εργάτες και οι δούλοι. 11-12Τύλιξαν το θυσιαστήριο με πένθιμα ρούχα
κι όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έπεσαν με το
πρόσωπο στη γη μπροστά στο ναό· έμειναν εκεί στην παρουσία του Κυρίου φορώντας
πένθιμα ρούχα και με στάχτη στα κεφάλια τους.ιβ Προσεύχονταν όλοι μαζί ένθερμα
στο Θεό του Ισραήλ και τον παρακαλούσαν να μην παραδώσει τα παιδιά τους στη
διαρπαγή, τις γυναίκες τους στην ταπείνωση, τις πόλεις που είχαν κληρονομήσει
στη λεηλασία και το ναό στη βεβήλωση και στη ντροπή, και να μη γίνουν το
περίγελο των εθνών.
13Ο Κύριος άκουσε την
προσευχή του λαού και είδε τη μεγάλη τους θλίψη. Νήστευαν πολλές μέρες σ’ όλη
την Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ μπροστά στο ναό του Κυρίου του σύμπαντος.
14Ο αρχιερέας Ιωακίμ, οι
ιερείς και οι λευίτες που είχαν υπηρεσία ενώπιον του Κυρίου ντύθηκαν κι αυτοί
στα πένθιμα και πρόσφεραν το καθημερινό ολοκαύτωμα, τα τάματα και τις
προαιρετικές προσφορές του λαού. 15Είχαν βάλει στάχτη στα καλύμματα της κεφαλής
τους και προσεύχονταν στον Κύριο με όλη τους τη δύναμη να σπλαχνιστεί τους
Ισραηλίτες.
ΙΟΥΔΙΘ 5
Πολεμικό συμβούλιο στο
στρατόπεδο του Ολοφέρνη
1Όταν ο αρχιστράτηγος των
Ασσυρίων Ολοφέρνης έμαθε ότι οι Ισραηλίτες είχαν προετοιμαστεί για πόλεμο, ότι
είχαν αποκλείσει τις διαβάσεις της ορεινής περιοχής, είχαν οχυρώσει όλες τις
κορυφογραμμές και είχαν στήσει οδοφράγματα στις πεδιάδες, 2οργίστηκε αφάνταστα
εναντίον τους. Κάλεσε λοιπόν όλους τους άρχοντες των Μωαβιτών, τους στρατηγούς
των Αμμωνιτών και τους διοικητές των παραλίων περιοχών της Μεσογείου 3και τους
ρώτησε: «Πείτε μου, εσείς που κατοικείτε στη Χαναάν, ποιος είναι αυτός ο λαός,
που κατοικεί σ’ αυτά τα βουνά; ποιες είναι οι πόλεις τους; πόσο μεγάλος είναι ο
στρατός τους; από πού αντλούν τη δύναμή τους και την αμυντική τους ικανότητα;
ποιος είναι ο βασιλιάς που ηγείται του στρατού τους; 4Και γιατί μόνον αυτοί απ’
όλους τους άλλους που κατοικούν στη δύση αρνήθηκαν να έρθουν και να μου
παραδοθούν;»
Ο λόγος του Αχιώρ
5Τότε του απάντησε ο
Αχιώρ, αρχιστράτηγος των Αμμωνιτών: «Άκου, κύριέ μου, τι έχει να σου πει ο
δούλος σου. Για το λαό αυτό, που κατοικεί την ορεινή περιοχή, κοντά στο
στρατόπεδό σου, θα σου πω την αλήθεια και μόνο. 6Ο λαός αυτός είναι απόγονοι
των Χαλδαίων. 7-8Κάποτε άφησαν την πατρογονική τους λατρεία και προσκύνησαν το
Θεό του ουρανού, που τον αναγνώρισαν ως τον μόνο αληθινό. Τελικά, επειδή
αρνήθηκαν να λατρεύουν τους θεούς των προγόνων τους, έφυγαν μακριά απ’ αυτούς
τους θεούς, στη Μεσοποταμία, όπου εγκαταστάθηκαν κι έζησαν για πολύν καιρό.
9Μετά ο θεός τους τους διέταξε να φύγουν από τη Μεσοποταμία και να πάνε στη
Χαναάν, όπου εγκαταστάθηκαν κι απέκτησαν χρυσάφι, ασήμι και πάρα πολλά ζώα.
10»Αργότερα κατέβηκαν
στην Αίγυπτο, γιατί έπεσε πείνα σ’ όλη τη Χαναάν. Εκεί έμειναν όσο έβρισκαν
τροφή. Γρήγορα όμως πολλαπλασιάστηκαν κι έγιναν ένας πολυάριθμος λαός. 11Τότε ο
βασιλιάς της Αιγύπτου στράφηκε εναντίον τους κι άρχισε να τους εκμεταλλεύεται.
Τους υποχρέωσε να δουλεύουν και να φτιάχνουν πλίθρες. Τους καταπίεζε και τους
μεταχειριζόταν σαν δούλους. 12Εκείνοι όμως προσευχήθηκαν στο θεό τους κι αυτός
τιμώρησε όλη την Αίγυπτο με αγιάτρευτες πληγές, έτσι που οι Αιγύπτιοι τους
έδιωξαν από τη χώρα τους. 13Ο θεός τους ξήρανε την Ερυθρά Θάλασσα για να
περάσουν 14και τους οδήγησε προς το όρος Σινά και την Κάδης Βαρνή.
»Λίγο αργότερα οι
Ισραηλίτες έδιωξαν όλους όσοι κατοικούσαν στην έρημο,ιγ 15και κατοίκησαν
εκείνοι στη χώρα των Αμορραίων. Εξολόθρευσαν όλους τους Εσεβωνίτες, διάβηκαν
τον Ιορδάνη και κατέκτησαν όλη την ορεινή περιοχή. 16Έδιωξαν τους Χαναναίους,
τους Φερεζαίους, τους Ιεβουσαίους, τους Συχεμίτες και όλους τους Γεργεσαίους,
και κατοίκησαν σ’ αυτά τα βουνά για πολλά χρόνια.
17»Ο θεός τους
αποστρέφεται την αδικία κι έτσι, όσον καιρό δεν αμάρταναν εναντίον του,
ευτυχούσαν, γιατί αυτός ήταν μαζί τους. 18Όταν όμως ξεστράτισαν από το δρόμο
του, τότε καταστράφηκαν από μακροχρόνιους πολέμους και τελικά οδηγήθηκαν
αιχμάλωτοι σε ξένη χώρα· ο ναός του θεού τους ισοπεδώθηκε και οι πόλεις τους
κυριεύτηκαν από τους εχθρούς τους.
19»Τώρα όμως έχουν
εκδηλώσει εκ νέου πίστη στο θεό τους· έτσι ξαναγύρισαν από τις χώρες όπου είχαν
διασκορπιστεί, ανακατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκεται κι ο ναός τους και
εγκαταστάθηκαν στην ορεινή περιοχή, που ήταν ακατοίκητη. 20Αν, λοιπόν, στρατηγέ
μου, μπορούμε να βεβαιωθούμε πως υπάρχει κάποια αμαρτία, με την οποία αυτός ο
λαός προσβάλλει το θεό του, έστω και χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν, τότε μπορούμε
ν’ ανεβούμε και να τους επιτεθούμε αποτελεσματικά. 21Αν όμως το έθνος αυτό δεν
έχει διαπράξει καμιά αμαρτία, τότε κύριέ μου πρέπει να μείνεις μακριά απ’
αυτούς, γιατί ο θεός τους θα τους βοηθήσει και θα εξευτελιστούμε σ’ όλο τον
κόσμο».
Η παράδοση του Αχιώρ
στους Ισραηλίτες
22Μόλις ο Αχιώρ τέλειωσε
την ομιλία του, όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω από τη σκηνή αγανάκτησαν. Οι ανώτατοι
αξιωματικοί του Ολοφέρνη καθώς και οι αρχηγοί των Μωαβιτών και των παραλίων
λαών της Μεσογείου, ζητούσαν να χτυπηθεί ο Αχιώρ και να πεθάνει. 23«Σίγουρα δε
θα φοβηθούμε τους Ισραηλίτες», έλεγαν, «ένα λαό που δεν έχει τη δύναμη ούτε το
θάρρος να μας αντισταθεί. 24Πάμε να τους επιτεθούμε κι ο στρατός σου θα τους
καταβροχθίσει, στρατηγέ Ολοφέρνη!»
ΙΟΥΔΙΘ 6
1Όταν σταμάτησε ο θόρυβος
του κόσμου που είχε μαζευτεί γύρω από το συμβούλιο, ο αρχιστράτηγος Ολοφέρνης
είπε στον Αχιώρ, μπροστά σ’ όλο το πλήθος των ξένων και στους Μωαβίτες:
2«Και ποιος είσαι εσύ,
Αχιώρ, κι όλοι οι πληρωμένοι των Ισραηλιτών, που μας προφήτεψες σήμερα να μην
πολεμήσουμε το έθνος τους, επειδή θα τους βοηθήσει ο θεός τους; Και ποιος άλλος
θεός υπάρχει εκτός από το Ναβουχοδονόσορ; Αυτός θα στείλει το στρατό του και θα
τους εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης. Και δε θα μπορέσει να τους σώσει ο θεός
τους! 3Εμείς, οι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ, θα τους χτυπήσουμε σαν έναν άνθρωπο
και δε θ’ αντέξουν τη δύναμη του ιππικού μας. 4Θα κατακάψουμε τις πόλεις τους·
τα βουνά τους θα ποτιστούν με το αίμα τους, οι πεδιάδες τους θα γεμίσουν με
τους νεκρούς τους· δε θα μπορέσουν να μας αντισταθούν. Ίχνος δε θα μείνει απ’
αυτούς. Αυτή είναι η διαταγή του Ναβουχοδονόσορ. Αυτός είναι ο κύριος όλης της
γης και τα λόγια του δε θα μείνουν ανεφάρμοστα.
5»Εσύ όμως, Αχιώρ, φτωχέ
μισθοφόρε Αμμωνίτη, που ξεστόμισες αυτά τα λόγια, συμφορά που σε βρήκε σήμερα!
Θα τα ξαναπούμε όταν εγώ θα έχω εκδικηθεί όλους αυτούς τους φυγάδες δούλους της
Αιγύπτου. 6Όταν γυρίσω, το ξίφος των πολεμιστών μου και το ακόντιό τους θα σου
τρυπήσουν τα πλευρά και θα προστεθείς κι εσύ στους τραυματίες τους. 7Τώρα οι
δούλοι μου θα σε μεταφέρουν και θα σ’ εγκαταλείψουν κοντά σε μια από τις πόλεις
απ’ όπου οι Ισραηλίτες ελέγχουν τα περάσματα. 8Δε θα πεθάνεις τώρα, αλλά τότε,
όταν θα σκοτωθείς μαζί μ’ εκείνους.
9»Αλλά αν μέσα σου
πιστεύεις ότι οι Ισραηλίτες δεν θα νικηθούν, τότε γιατί χλόμιασες; Εγώ μίλησα
και θα πραγματοποιήσω όλες τις απειλές μου».
10Τότε ο Ολοφέρνης διάταξε
τους δούλους που υπηρετούσαν στη σκηνή του, να συλλάβουν τον Αχιώρ και να τον
μεταφέρουν στην πόλη Βαιτυλούα και να τον παραδώσουν στους Ισραηλίτες. 11Οι
δούλοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν έξω από το στρατόπεδο στην πεδιάδα. Από
’κει ανέβηκαν στην ορεινή περιοχή κι έφτασαν στις νεροπηγές κάτω από τη
Βαιτυλούα.
12Μόλις τους είδαν από
ψηλά οι άντρες της πόλης, πήραν τα όπλα τους και έτρεξαν στην κορυφή του
βουνού. Οι σφενδονίτες έριχναν συνέχεια λιθάρια κι εμπόδιζαν τους δούλους του
Ολοφέρνη ν’ ανεβούν. 13Εκείνοι κατάφεραν να φτάσουν στους πρόποδες του βουνού·
άφησαν εκεί τον Αχιώρ κι έφυγαν να πάνε πίσω, στον κύριό τους.
14Οι Ισραηλίτες κατέβηκαν
από τη Βαιτυλούα, έλυσαν τον Αχιώρ και τον οδήγησαν στην πόλη, όπου τον
παρουσίασαν στους άρχοντές της. 15Τον καιρό εκείνο άρχοντες ήταν ο Οζίας, γιος
του Μιχά, από τη φυλή Συμεών, ο Χαβρίς, γιος του Γοθονιήλ και ο Χαρμίς, γιος
του Μελχιήλ. 16Οι αξιωματικοί συγκέντρωσαν όλους τους πρεσβυτέρους της πόλης,
και όλοι οι νέοι και οι γυναίκες έτρεξαν κι αυτοί να παρακολουθήσουν τη
συνέλευση. Έφεραν τον Αχιώρ μπροστά στο λαό και ο Οζίας άρχισε να τον ανακρίνει
για το τι είχε συμβεί. 17Ο Αχιώρ τούς αφηγήθηκε όλα όσα είχαν ειπωθεί στο
συμβούλιο του Ολοφέρνη: τι ο ίδιος είχε πει στους αρχηγούς των Ασσυρίων και
πόσο υπερήφανα είχε μιλήσει ο Ολοφέρνης εναντίον των Ισραηλιτών.
18Τότε ο λαός έπεσε
καταγής και προσκύνησε το Θεό και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: 19«Κύριε, Θεέ
του ουρανού, δες την υπερηφάνεια των εχθρών μας με την οποία ταπείνωσαν το
έθνος μας. Δείξε μας το έλεός σου και μη μας εγκαταλείψεις σήμερα, εμάς που
τόσο σου είμαστε πιστοί». 20Μετά παρηγόρησαν τον Αχιώρ και τον συγχάρηκαν
θερμότατα για όσα είχε κάνει. 21Ο Οζίας τον πήρε σπίτι του και παρέθεσε
συμπόσιο στους πρεσβυτέρους. Όλη εκείνη τη νύχτα επικαλούνταν το Θεό του Ισραήλ
να τους βοηθήσει.
ΙΟΥΔΙΘ 7
Πολιορκία της Βαιτυλούας
1-2Την επομένη, ο
Ολοφέρνης συγκέντρωσε όλο το στρατό του, μαζί με τις βοηθητικές δυνάμεις, για
να πολεμήσει εναντίον των Ισραηλιτών. Ήταν ένας πολυάριθμος στρατός πολεμιστών,
που τον αποτελούσαν εκατόν εβδομήντα χιλιάδες πεζοί και δώδεκα χιλιάδες ιππείς,
εκτός από τα μεταγωγικά ζώα και τους άντρες που τα οδηγούσαν πεζοί. Τους
διέταξε να βαδίσουν προς τη Βαιτυλούα, να αποκλείσουν πρώτα τα ορεινά περάσματα
και μετά να επιτεθούν στους Ισραηλίτες. 3Ξεκίνησαν λοιπόν και στρατοπέδευσαν
στην κοιλάδα κοντά στη νεροπηγή. Κατασκήνωσαν σ’ όλο το πλάτος από τη Δωθαΐμ
μέχρι τη Βελβαΐμ και κατά μήκος από τη Βαιτυλούα μέχρι την Κυαμώνα, που βλέπει
στην κοιλάδα της Εσδρηλών.
4Όταν οι Ισραηλίτες είδαν
όλο αυτό το πλήθος, αναστατώθηκαν φοβερά και είπαν μεταξύ τους: «Τώρα όλοι
αυτοί θα γλείψουν την επιφάνεια της γης και ούτε τα ψηλά βουνά ούτε τα φαράγγια
ούτε όλοι οι λόφοι μαζί δε θα μπορέσουν να τους θρέψουν». 5Πήραν όμως ο καθένας
τα όπλα τους, άναψαν φωτιές στους πύργους τους κι έμειναν εκεί να φυλάνε όλη τη
νύχτα.
6Τη δεύτερη μέρα ο
Ολοφέρνης έφερε όλο το ιππικό του σε θέση που να το βλέπουν οι Ισραηλίτες από
τη Βαιτυλούα. 7Έψαξε για τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη τους, βρήκε τις
πηγές του νερού και τις κατέλαβε. Εγκατέστησε σ’ αυτές φρουρές κι ο ίδιος
γύρισε πίσω στο στρατόπεδο.
8Οι στρατηγοί των
Ιδουμαίων,ιδ των Μωαβιτών και των παραλίων της Μεσογείου ήρθαν στον Ολοφέρνη
και του είπαν: 9«Άκουσε, κύριέ μας, αυτό που θα σου πούμε, για να μη συμβεί στο
στρατό σου καμιά συμφορά: 10Ο λαός αυτός των Ισραηλιτών δεν στηρίζονται στα
δόρατά τους αλλά στα ψηλά βουνά τους όπου κατοικούν· δεν είναι εύκολο ν’ ανέβει
κανείς στις κορφές αυτών των βουνών. 11Αν λοιπόν, κύριέ μας, δε θέλεις να
σκοτωθεί κανείς από τους άντρες σου, μην τους επιτεθείς σε τακτική παράταξη
μάχης. 12Μείνε στο στρατόπεδο με το στρατό σου και λίγοι άντρες σου να
καταλάβουν την πηγή του νερού στους πρόποδες του βουνού, 13γιατί από ’κει
έρχονται και παίρνουν νερό οι κάτοικοι της Βαιτυλούας. Έτσι θα πεθάνουν από τη
δίψα και θα σου παραδώσουν την πόλη τους. Στο μεταξύ, εμείς θα έχουμε ανέβει με
το στρατό μας στις πλησιέστερες κορυφές των βουνών και θα παραφυλάμε εκεί να μη
βγει κανείς τους από την πόλη. 14Θα εξαντληθούν από την πείνα αυτοί, οι γυναίκες
τους και τα παιδιά τους, πριν επιτεθούμε στην πόλη και τους σκοτώσουμε. 15Κι
αυτή θα είναι μια σκληρή τιμωρία εκ μέρους σου για την αντίσταση που σου
πρόβαλαν και δε σου παραδόθηκαν ούτε ζήτησαν να κάνουν συνθήκη ειρήνης μαζί
σου».
16Οι προτάσεις αυτές
άρεσαν στον Ολοφέρνη και στους αξιωματούχους του κι αποφάσισε να τις βάλει σ’
εφαρμογή. 17Ο στρατός λοιπόν των Αμμωνιτώνιε και μαζί τους πέντε χιλιάδες
Ασσύριοι πήγαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα και κατέλαβαν τις πηγές απ’ όπου
οι Ισραηλίτες προμηθεύονταν νερό. 18Οι Ιδουμαίοι και οι Αμμωνίτες ανέβηκαν και
στρατοπέδευσαν στην ορεινή περιοχή, απέναντι από την πόλη Δωθαΐμ. Μερικούς από
τους άντρες τους τους έστειλαν προς τα νότια και προς τα ανατολικά, απέναντι
από την πόλη Εγρεβήλ, κοντά στη Χους, στον ξεροπόταμο Μοχμούρ. Ο υπόλοιπος
στρατός των Ασσυρίων στρατοπέδευσε στην πεδιάδα και απλώθηκαν σ’ όλη την
περιοχή, γιατί οι σκηνές τους και οι αποσκευές τους ήταν αναρίθμητες.
19Τότε οι Ισραηλίτες
προσευχήθηκαν στον Κύριο το Θεό τους. Είχαν λιποψυχήσει, γιατί οι εχθροί τους
τους είχαν περικυκλώσει και δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής. 20Όλος ο στρατός
των Ασσυρίων, δηλαδή το πεζικό, οι άμαξες και το ιππικό, τούς πολιορκούσε
τριάντα τέσσερις μέρες. Στα σπίτια της Βαιτυλούα όλα τα δοχεία νερού είχαν
αδειάσει. 21Στέρεψαν οι στέρνες και το νερό τούς το ’διναν με μέτρο. Αλλά δεν
έφτανε ούτε για τις ανάγκες μιας μέρας. 22Τα μωρά τους άρχισαν να εξαντλούνται.
Γυναίκες κι άντρες έπεφταν λιπόθυμοι στους δρόμους της πόλης και στα περάσματα
των πυλών. Είχαν χάσει πια κάθε δύναμη.
23Τότε όλος ο λαός,
άντρες, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Οζία και τους άρχοντες
της πόλης κι άρχισαν να διαμαρτύρονται ενώπιον των πρεσβυτέρων: 24«Ο Θεός να
σας τιμωρήσει για το κακό που μας κάνατε να μη συζητήσετε για ειρήνη με τους
Ασσυρίους. 25Τώρα δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει. Ο Θεός μάς παρέδωσε στην
εξουσία τους να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια τους από τη δίψα. 26Καλέστε λοιπόν
τώρα τους Ασσυρίους και παραδώστε τους την πόλη να τη λεηλατήσει ο Ολοφέρνης με
το στρατό του. 27Καλύτερα να μας πάρουν αιχμαλώτους. Θα γίνουμε δούλοι αλλά
τουλάχιστο θα ζήσουμε· δε θα αργοπεθαίνουν τα μωρά μας, οι γυναίκες μας και τα
παιδιά μας μπροστά στα μάτια μας. 28Ας είναι μάρτυρες εναντίον σας ο ουρανός
και η γη, και ο Θεός μας, ο Κύριος των προγόνων μας. Αυτός μας τιμωρεί για τις
δικές μας αμαρτίες και των προγόνων μας. Ας μη φέρει πάνω μας σήμερα τον
τρομερό θάνατο που έχει προαναγγείλει εναντίον μας!» 29Έκλαψαν τότε όλοι μαζί
με δυνατές κραυγές και προσευχήθηκαν στον Κύριο το Θεό.
30Μετά ο Οζίας τους είπε:
«Πάρτε θάρρος, αδέρφια, κι ας περιμένουμε ακόμα πέντε μέρες. Μπορεί στο μεταξύ
ο Κύριος ο Θεός μας να ξαναδείξει σ’ εμάς το έλεός του. Δε θα μας εγκαταλείψει
τελείως. 31Αν όμως περάσουν αυτές οι μέρες και δε μας στείλει τη βοήθειά του,
τότε θα κάνω ό,τι μου είπατε». 32Έτσι ο Οζίας απέλυσε το λαό και πήγαν ο
καθένας στις θέσεις τους πάνω στα τείχη και στους πύργους της πόλης. Οι
γυναίκες και τα παιδιά πήγαν στα σπίτια τους. Το ηθικό σ’ όλη την πόλη ήταν
πολύ πεσμένο.
ΙΟΥΔΙΘ 8
Παρέμβαση της Ιουδίθ
1Εκείνες τις μέρες έμαθε
τα συμβάντα η Ιουδίθ, η οποία ήταν κόρη του Μεραρί. Οι άλλοι πρόγονοί της
κατευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι: Ωξ, Ιωσήφ, Οζιήλ, Ελκίας, Ανανίας, Γεδεών,
Ραφαΐν, Αχιτώβ, Ηλίας, Χελκίας, Ελιάβ, Ναθαναήλ, Σαλαμιήλ, Σαρασαδάιις και
Ισραήλ.ιζ 2Ο άντρας της ο Μανασσής καταγόταν από την ίδια μ’ αυτήν φυλή κι από
την ίδια συγγένεια, και είχε πεθάνει την εποχή του θερισμού των κριθαριών. 3Μια
μέρα, εκεί που επιτηρούσε τους εργάτες που έδεναν τα δεμάτια στον κάμπο, τον
χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι και πέθανε. Τον έθαψαν στη Βαιτυλούα μαζί με τους
προγόνους του, στο χωράφι ανάμεσα στη Δωθαΐμ και στη Βαλαμών. 4Η Ιουδίθ είχε
μείνει σπίτι της χήρα τρία χρόνια και τέσσερις μήνες. 5Έμενε σε μια σκηνή που
την είχε στήσει στην οροφή του σπιτιού της· φορούσε πένθιμη φορεσιά κι από πάνω
τα ρούχα της χηρείας. 6Όλη τη διάρκεια της χηρείας της νήστευε, εκτός από το
Σάββατο και την παραμονή, τη νουμηνία και την παραμονή, τις γιορτές και τις
πανηγυρικές ημέρες των Ισραηλιτών. 7Είχε ωραίο σώμα και πάρα πολύ όμορφο
πρόσωπο. Ο σύζυγός της ο Μανασσής τής είχε αφήσει μεγάλη περιουσία: χρυσάφι και
ασήμι, δούλους και δούλες, ζώα και χωράφια. 8Και κανείς δεν είχε να πει κακό
λόγο εναντίον της, γιατί σεβόταν πολύ το Θεό.
9Η Ιουδίθ, λοιπόν, έμαθε
τα πικρά λόγια που ο λαός είπε στον Οζία όταν έχασαν το ηθικό τους από την
έλλειψη του νερού. Επίσης έμαθε τα όσα τους απάντησε ο Οζίας, ότι τους
ορκίστηκε να παραδώσει την πόλη στους Ασσυρίους σε πέντε μέρες. 10Τότε η Ιουδίθ
έστειλε τη δούλη της, που ήταν η διαχειρίστρια της περιουσίας της και
προσκάλεσε σπίτι της τον Χαβρίν και τον Χαρμίν, τους πρεσβυτέρους της πόλης.
Συνομιλία της Ιουδίθ με
τους άρχοντες της πόλης
11Όταν οι άρχοντες της
Βαιτυλούας ήρθαν στην Ιουδίθ, εκείνη τους είπε:
«Ακούστε με, εσείς
άρχοντες της πόλης. Δε μιλήσατε σήμερα σωστά μπροστά στο λαό, όταν ορκιστήκατε
στο Θεό να παραδώσετε την πόλη στους εχθρούς, αν στο μεταξύ ο Κύριος δεν σας
στείλει βοήθεια. 12Ποιοι είστε σεις όμως που προκαλείτε το Θεό και τον υποκαθιστάτε
στις σχέσεις του με τους ανθρώπους; 13Βάζετε σε δοκιμασία τον Κύριο του
σύμπαντος, αλλά ποτέ δε θα εξιχνιάσετε τις βουλές του. 14Αφού δεν μπορείτε να
μετρήσετε τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς ούτε να κατανοήσετε τη σκέψη του
ανθρώπου, πώς θα εξερευνήσετε το Θεό, που τα δημιούργησε αυτά ή θα κατανοήσετε
το νου και τη σκέψη του;
»Μην εξοργίζετε λοιπόν
τον Κύριο, το Θεό μας, αδερφοί! 15Είναι δυνατόν να μη θέλει να μας βοηθήσει
μέσα στις επόμενες πέντε μέρες· μπορεί πάλι να μας βοηθήσει οποιαδήποτε άλλη μέρα
ή ακόμη ν’ αφήσει να μας καταστρέψουν οι εχθροί μας. 16Μην εκβιάζετε λοιπόν τη
βούληση του Κυρίου. Ο Θεός μας δεν είναι άνθρωπος να απειληθεί ή να δεχθεί
διαιτητή.
17»Επειδή λοιπόν
περιμένουμε μόνο απ’ αυτόν τη σωτηρία, ας τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει κι
αν θέλει θα ακούσει την προσευχή μας. 18Ούτε στις αμέσως προηγούμενες γενιές
μας ούτε σήμερα καμιά φυλή, συγγένεια, χωριό ή πόλη δεν προσκυνάμε θεούς που
είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Αυτά γίνονταν τον παλιό καιρό· 19και γι’ αυτό ο
Θεός παρέδωσε τους προγόνους μας στους εχθρούς μας, οι οποίοι τους εξολόθρευσαν
και άρπαξαν τα υπάρχοντά τους. 20Εμείς όμως δεν γνωρίσαμε άλλον Θεό εκτός απ’
αυτόν κι έτσι ελπίζουμε πως κι εκείνος δεν θα απορρίψει ούτε έναν άνθρωπο από
το έθνος μας.
21»Αν αφήσουμε τους
εχθρούς να καταλάβουν την πόλη μας, αυτοί θα κυριέψουν όλη την Ιουδαία και θα
λεηλατήσουν το ναό. Και τότε ο Θεός θα κάνει να πληρώσουμε με τη ζωή μας τη
λεηλασία του ναού. 22Θα τιμωρηθούμε για τη θανάτωση των συμπατριωτών μας, την
κατάληψη της χώρας και την ερήμωση των περιουσιών μας. Τα έθνη όπου θα
μεταφερθούμε αιχμάλωτοι θα μας ταπεινώσουν και θα μας εξευτελίσουν διεθνώς.
23Τίποτε καλό δε θα προκύψει από την αιχμαλωσία μας, γιατί ο Κύριος θα τη
μεταβάλει σε όνειδος. 24Τώρα λοιπόν, αδερφοί, ας γίνουμε παράδειγμα στους
συμπατριώτες μας. Από μας εξαρτάται όχι μόνο η ζωή τους αλλά και ολόκληρη η
περιοχή του ναού και το θυσιαστήριο.
25»Παρ’ όλα αυτά ας
ευχαριστήσουμε τον Κύριο το Θεό μας που μας δοκιμάζει, όπως δοκίμαζε και τους
προγόνους μας. 26Θυμηθείτε με πόσους τρόπους δοκίμασε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ
και πόσα συνέβηκαν στον Ιακώβ, όταν αυτός ήταν στη Μεσοποταμία της Συρίαςιη και
φύλαγε τα πρόβατα του Λάβαν, αδερφού της μητέρας του. 27Ο Θεός πέρασε τους
προγόνους μας μέσα από τη φωτιά για να δοκιμάσει την πίστη τους. Έτσι και τώρα
μαστιγώνει εμάς που τον λατρεύουμε, για να μας νουθετήσει· δεν το κάνει για να
μας εκδικηθεί».
28Τότε ο Οζίας της
απάντησε: «Όλα όσα μας είπες τα είπες καλοπροαίρετα, και κανείς δεν φέρνει
αντίρρηση. 29Δεν είναι σήμερα μόνο που δείχνεις τη σύνεσή σου. Από μικρή που
ήσουν, όλος ο λαός ήξερε τη φρόνησή σου και την υπέροχη σκέψη σου. 30Αλλά ο
λαός πεθαίνει από τη δίψα και μας ανάγκασε να του ορκιστούμε ότι θα ενεργήσουμε
έτσι. Δεν μπορούμε τώρα να παραβούμε τον όρκο μας. 31Προσευχήσου λοιπόν για
μας, σαν γυναίκα ευσεβής που είσαι κι ο Κύριος θα στείλει τη βροχή να γεμίσουν
οι δεξαμενές και δε θα πεθάνουμε από τη δίψα».
32Η Ιουδίθ απάντησε:
«Ακούστε· θα κάνω κάτι που οι συμπατριώτες μας θα το θυμούνται για πάντα.
33Εσείς σταθείτε απόψε να φυλάτε την πύλη κι εγώ θα βγω έξω με τη δούλη μου.
Και πριν έρθει η μέρα που ορκιστήκατε να παραδώσετε την πόλη στους εχθρούς μας,
ο Κύριος θα χρησιμοποιήσει εμένα να ελευθερώσω τον Ισραήλ. 34Μη με ρωτήστε όμως
τι θα κάνω. Δε θα σας πω, μέχρις ότου πραγματοποιήσω το σχέδιό μου».
35Ο Οζίας και οι άρχοντες
της είπαν: «Πήγαινε με την ευχή μας. Ο Κύριος ο Θεός ας είναι μαζί σου για να
εκδικηθείς τους εχθρούς μας». 36Έπειτα έφυγαν από τη σκηνή της Ιουδίθ και πήγαν
στις θέσεις τους.
ΙΟΥΔΙΘ 9
Προσευχή της Ιουδίθ
1Τότε η Ιουδίθ προσκύνησε
ως τη γη, έβαλε στάχτη στο κεφάλι τηςιθ και έβγαλε την πένθιμη φορεσιά της. Το
ίδιο βράδυ, την ώρα που προσφερόταν στο ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ το
θυμίαμα, προσευχήθηκε με δυνατή φωνή στον Κύριο και είπε:
2«Κύριε, Θεέ του
προπάτορά μου Συμεών, εσύ όπλισες το χέρι του με ξίφος για να εκδικηθεί τους
αλλογενείς, που ξεγύμνωσαν και βίασαν την αδερφή του τη Δείνα, που ήταν
παρθένα, για να την εξευτελίσουν. Βέβαια, εσύ τους είχες διατάξει να μην
ενεργήσουν έτσι, αλλά εκείνοι το έκαναν. 3Γι’ αυτό θανάτωσες τους άρχοντές τους
πάνω στο ίδιο κρεβάτι της ντροπής, όπου είχαν διαπράξει το βιασμό. Φονεύτηκαν
οι δούλοι μαζί με τους κυρίους που κάθονταν στους θρόνους. 4Τις γυναίκες τους
τις παρέδωσες να τις απαγάγουν και τις κόρες τους να τις αιχμαλωτίσουν. Τα
υπάρχοντά τους τα έδωσες λάφυρα στους γιους σου που σου ήταν αφοσιωμένοι,
αποστράφηκαν την αισχρή αυτή πράξη και ζήτησαν τη βοήθειά σου. Θεέ μου, Θεέ
μου, άκουσε κι εμένα τη χήρα.
5»Εσύ επέτρεψες τότε να
γίνουν όλα αυτά, όσα είχαν προηγηθεί και όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα. Ακόμα
εσύ έχεις σχεδιάσει αυτά που θα γίνουν στο μέλλον. Όλα σου τα σχέδια
πραγματοποιήθηκαν. 6Ο,τιδήποτε σκεφτείς εσύ να γίνει, πραγματοποιείται με τον
καλύτερο τρόπο. Εσύ γνωρίζεις το καθετί από πριν κι ό,τι αποφασίζεις γίνεται·
τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά σου.
7»Οι Ασσύριοι τώρα
υπερηφανεύονται για τον πολυάριθμο στρατό τους –το ισχυρό πεζικό τους και το
ιππικό. Στηρίζονται στις ασπίδες τους, στα ακόντια, στα τόξα και στις σφενδόνες
τους και δεν αναγνωρίζουν ότι εσύ είσαι αυτός που δίνεις τέλος στους πολέμους,
που τ’ όνομά σου είναι “Κύριος”. 8Σύντριψε, λοιπόν, τη δύναμή τους με τη δική
σου δύναμη και το θυμό σου. Αυτοί θέλουν να βεβηλώσουν το ναό σου, όπου
λατρεύεσαι και να κόψουν με τα σπαθιά τους τα κέρατα του θυσιαστηρίου σου. 9Δες
την υπερηφάνεια τους και άσε την οργή σου να ξεσπάσει πάνω στα κεφάλια τους.
Δώσε και σ’ εμένα που είμαι χήρα τη δύναμη να πραγματοποιήσω αυτό που σκέφτηκα.
10Κάνε να νικηθεί ο αρχιστράτηγός τους μαζί με το στρατό του από τ’ απατηλά μου
λόγια, να συντριφτεί η υπερηφάνεια τους από μια γυναίκα. 11Η δύναμή σου δεν
είναι με τους πολλούς ούτε η εξουσία σου με τους δυνατούς. Εσύ είσαι Θεός των
ταπεινών, βοηθός των μικρών και αδυνάτων, προστάτης των απογοητευμένων, σωτήρας
των απελπισμένων.
12»Θεέ του προπάτορά μου
Συμεών, εσένα εμπιστεύεται ο λαός του Ισραήλ. Εσύ είσαι ο Κύριος του ουρανού
και της γης, ο δημιουργός των θαλασσών, ο βασιλιάς της δημιουργίας σου. Άκουσε
λοιπόν την προσευχή μου. 13Δώσε μου τη δύναμη να εξαπατήσω με το λόγο μου και
να καταστρέψω αυτούς που σκέφτηκαν τόσο σκληρά ενάντια στο λαό της διαθήκης σου
και στη χώρα τους κι ενάντια στον άγιο σου ναό, που βρίσκεται στην κορυφή της
Σιών. 14Κάνε ώστε ολόκληρο το έθνος σου,κ όλες του οι φυλές, να αναγνωρίσουν
ότι εσύ είσαι ο Θεός, απ’ τον οποίο προέρχεται κάθε δύναμη και εξουσία· δεν
υπάρχει άλλος υπερασπιστής του ισραηλιτικού έθνους εκτός από σένα».
ΙΟΥΔΙΘ 10
Η Ιουδίθ πηγαίνει στο
στρατόπεδο του Ολοφέρνη
1Όταν η Ιουδίθ τελείωσε
την προσευχή της στο Θεό του Ισραήλ, 2σηκώθηκε από το έδαφος και κάλεσε τη
δούλη της να κατέβει μαζί της στο σπίτι, όπου έμενε μόνο τα Σάββατα και τις
γιορτές. 3Έβγαλε τα πένθιμα και τα φορέματα της χηρείας της, έκανε ένα μπάνιο
κι άλειψε το σώμα της με πολύτιμα μυρωδικά. Χτένισε τα μαλλιά της και τα
στόλισε με μια κορδέλα κι έβαλε τα γιορτινά της φορέματα, που τα φορούσε τον
καιρό που ζούσε ο άντρας της ο Μανασσής. 4Φόρεσε τα σανδάλια της κι όλα τα
κοσμήματά της: περιδέραια, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια. Στολίστηκε τόσο
πολύ, που όσοι άντρες θα την έβλεπαν να θαμπώνονται. 5Έδωσε στη δούλη της ένα
ασκί με κρασί κι ένα δοχείο λάδι· γέμισε ένα σακούλι με κριθαρόψωμο, σύκα και
καθαρό ψωμί, τα τύλιξε όλα σ’ ένα σεντόνι και τα φόρτωσε κι αυτά στην πλάτη της
δούλης της.
6Βγήκαν από το σπίτι και
έφτασαν στην πύλη της Βαιτυλούα. Εκεί βρήκαν να κάθεται ο Οζίας και οι
πρεσβύτεροι της πόλης Χαβρίν και Χαρμίν. 7Εκείνοι όταν είδαν την Ιουδίθ να έχει
αλλάξει την εμφάνισή της και την ενδυμασία της θαμπώθηκαν από την ομορφιά της
και της είπαν: 8«Ο Θεός των προγόνων μας να σε βοηθήσει να πετύχεις στο σχέδιό
σου. Να δοξαστεί ο λαός του Ισραήλ και να γίνει ξακουστή η Ιερουσαλήμ!» 9Τότε
εκείνη προσκύνησε το Θεό και τους είπε: «Δώστε διαταγή να μου ανοίξουν την πύλη
για να πάω να πραγματοποιήσω αυτά που συζητήσαμε μαζί». Εκείνοι διάταξαν τους
φύλακες ν’ ανοίξουν την πύλη 10και βγήκε η Ιουδίθ με τη δούλη της. Οι άντρες
την παρατηρούσαν ώσπου κατέβηκε το βουνό. Μετά πέρασε την κοιλάδα και χάθηκε
από τα μάτια τους.
11Καθώς οι δυο γυναίκες
βάδιζαν στην κοιλάδα, τις συνάντησε η εμπροσθοφυλακή των Ασσυρίων. 12Αμέσως τις
συνέλαβαν και ρώτησαν την Ιουδίθ: «Σε ποιους ανήκεις, από πού έρχεσαι και πού
πηγαίνεις;» Εκείνη απάντησε: «Εβραία είμαι, αλλά έφυγα απ’ αυτούς, γιατί ο Θεός
θα τους παραδώσει σ’ εσάς να τους καταστρέψετε. 13Θέλω να συναντήσω τον
Ολοφέρνη, τον αρχιστράτηγό σας, για να του ανακοινώσω κάποιο σπουδαίο μήνυμα.
Θα του δείξω εγώ έναν τρόπο να κυριέψει όλη την περιοχή χωρίς να χάσει ούτε
έναν από τους άντρες του».
14Όταν οι στρατιώτες
άκουσαν τα λόγια της και είδαν την ομορφιά της, της είπαν: 15«Θα σωθείς τώρα
που κατέφυγες στο στρατηγό μας. Να πας αμέσως στη σκηνή του. Μερικοί από μας θα
σε συνοδέψουν και θα σε παρουσιάσουν σ’ αυτόν. 16Όταν όμως σταθείς μπροστά του
μην ταραχτείς. Πες του αυτά που είπες και σ’ εμάς και θα σου φερθεί με
καλοσύνη». 17Μετά τους διέθεσαν για σωματοφυλακή εκατό άντρες και οδήγησαν τις
δυο γυναίκες στο αρχηγείο του Ολοφέρνη.
18Σ’ όλο το στρατόπεδο,
από σκηνή σε σκηνή, κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε έρθει η Ιουδίθ. Έτσι, όσο χρόνο
αυτή περίμενε έξω από το αρχηγείο του Ολοφέρνη να την αναγγείλουν, μαζεύτηκαν
γύρω της πολλοί Ασσύριοι στρατιώτες. 19Καθώς θαύμαζαν την ομορφιά της άρχισαν
ν’ αναρωτιούνται τι άνθρωποι θα ’πρεπε να είναι αυτοί οι Ισραηλίτες: «Δεν
πρέπει να υποτιμήσουμε ένα λαό που έχει τέτοιες γυναίκες!» έλεγαν. «Κανείς τους
δεν πρέπει να μας γλιτώσει, γιατί όσοι ξεφύγουν θα είναι ικανοί να πλανέψουν με
την ομορφιά τους όλο τον κόσμο».
20Κάποτε ήρθαν έξω οι
σωματοφύλακες και οι υπηρέτες του Ολοφέρνη και οδήγησαν την Ιουδίθ μέσα στο αρχηγείο.
21Ο Ολοφέρνης ξεκουραζόταν στο κρεβάτι του κάτω από μια κουνουπιέρα, υφασμένη
από πορφύρα κι από νήματα χρυσού και στολισμένη με σμαράγδια κι άλλα πολύτιμα
πετράδια. 22Του ανήγγειλαν την Ιουδίθ κι εκείνος βγήκε μέχρι τον προθάλαμο της
σκηνής, ενώ προπορεύονταν ασημένιες λαμπάδες. 23Όταν όμως η Ιουδίθ εμφανίστηκε
μπροστά σ’ αυτόν και τους υπηρέτες του, όλοι γοητεύτηκαν από την ομορφιά της.
Εκείνη έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε, αλλά οι δούλοι του
Ολοφέρνη τη σήκωσαν.
ΙΟΥΔΙΘ 11
Η συζήτηση της Ιουδίθ με
τον Ολοφέρνη
1Ο Ολοφέρνης είπε στην
Ιουδίθ: «Πάρε θάρρος, καλή μου, και μη φοβάσαι. Εγώ ποτέ δεν έβλαψα κανέναν που
αποφάσισε να υπηρετεί το Ναβουχοδονόσορ, το βασιλιά όλης της γης. 2Ούτε και
τώρα θα κήρυττα τον πόλεμο στο λαό σου, αν δεν με πρόσβαλλαν πάνω ’κει στα
βουνά που κατοικούν. Ζημιώνουν όμως οι ίδιοι τους εαυτούς τους. 3Πες μου όμως
τώρα για ποιον λόγο έφυγες από αυτούς και ήρθες σ’ εμάς; Ασφαλώς ήρθες για να
γλιτώσεις. Μη φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής απόψε και για πάντα. 4Κανείς δε θα σου
κάνει κακό· θα σου φερθούν όλοι καλά, όπως αξίζει στους δούλους του κυρίου μου,
του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ».
5Η Ιουδίθ απάντησε:
«Επίτρεψε, κύριέ μου, να
σου μιλήσω εγώ, η δούλη σου. Δε θα σου πω απόψε παρά μόνο την αλήθεια. 6Κι αν
κάνεις αυτά που θα σου πω, ο Θεός θα ολοκληρώσει το έργο σου και δε θ’
αποτύχουν τα σχεδιά σου. 7Μα τη ζωή του Ναβουχοδονόσορ, του βασιλιά όλης της
γης, και μα τη δύναμή του που σ’ έστειλε να βάλεις τάξη σ’ όλο τον κόσμο, χάρη
σ’ εσένα όχι μόνο άνθρωποι τον υπηρετούν αλλά και τα θηρία στους αγρούς, τα
κτήνη, και τα πουλιά με τη δική σου δύναμη θα ζήσουν για χάρη του
Ναβουχοδονόσορ και της δυναστείας του. 8Έχουμε μάθει για τη σοφία σου και τα
μεγάλα σου κατορθώματα. Όλος ο κόσμος ξέρει πως εσύ είσαι ο πιο ικανός σ’
ολόκληρο το βασίλειο και πως κανένας δεν μπορεί να σε ξεπεράσει στη σοφία αλλά
και στην ικανότητα να διοργανώνεις πολεμικές επιχειρήσεις.
9»Τώρα όμως, επίτρεψέ μου
ν’ αναφερθώ στα λόγια που είπε στο συμβούλιό σου ο Αχιώρ. Τα μάθαμε, γιατί ο
ίδιος φανέρωσε στους άντρες της Βαιτυλούα, που τον περιποιήθηκαν, όλα όσα σου
είπε. 10Για το καλό σου, κύριέ μου, μην περιφρονήσεις τα λόγια του· σκέψου τα
σοβαρά, γιατί λέει την αλήθεια. Κανένας δεν μπορεί να τιμωρήσει το λαό μας και
να τον υποτάξει με τη δύναμη των όπλων, αν αυτοί δεν αμαρτήσουν στο Θεό τους.
11»Δεν πρέπει λοιπόν τώρα
να εγκαταλείψεις την επιχείρηση στη μέση και να γυρίσεις πίσω άπρακτος. Σύντομα
θα έχουν όλοι τους πεθάνει, γιατί είναι κιόλας έτοιμοι να αμαρτήσουν στον Κύριο
το Θεό τους. 12Τους έχουν τελειώσει οι τροφές και παντού το νερό λιγόστεψε. Γι’
αυτό έχουν αποφασίσει να σφάξουν όλα τους τα ζώα και να τα φάνε, ακόμη κι
εκείνα που ο Θεός στο νόμο του τους έχει απαγορέψει να τρώνε. 13Επίσης έχουν
αποφασίσει να φάνε τα πρωτογεννήματα και τις δεκάτες του κρασιού και του
λαδιού, που πρέπει να τα φυλάνε ως άγια προσφορά για τους ιερείς που υπηρετούν
στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Θεού μας. Αυτά κανείς από το λαό δεν επιτρέπεται
να τ’ αγγίξει. 14Έστειλαν μάλιστα αγγελιοφόρους στο συνέδριο των πρεσβυτέρων
στην Ιερουσαλήμ, να ζητήσουν την άδεια γι’ αυτή την πράξη, γιατί και ο λαός της
Ιερουσαλήμ έκανε το ίδιο. 15Έτσι, την ημέρα που οι πρεσβύτεροι θα τους δώσουν
την άδεια, ο Θεός θα τους παραδώσει σ’ εσένα να τους καταστρέψεις.
16»Γι’ αυτό κι εγώ η
δούλη σου, όταν τα έμαθα αυτά έφυγα από κείνους. Ο Θεός όμως μ’ έστειλε να κάνω
μαζί σου και κάτι, που όσοι το μάθουν θα μείνουν κατάπληκτοι. 17Εγώ, κύριέ μου,
είμαι γυναίκα θεοσεβής και λατρεύω το Θεό του ουρανού μέρα και νύχτα. Τώρα
λοιπόν θα μείνω μαζί σου και θα βγαίνω κάθε νύχτα στο φαράγγι να προσεύχομαι
στο Θεό, κι εκείνος θα μου πει πότε έκαναν οι Ισραηλίτες αυτή την αμαρτία.
18Τότε θα έρθω να σου το πω κι εσύ θα τους επιτεθείς με όλο το στρατό σου.
Κανείς τους δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί. 19Εγώ θα σε οδηγήσω μέσα από την
Ιουδαία στην Ιερουσαλήμ. Εκεί θα σε στέψω βασιλιά στο κέντρο της πόλης, και θα
οδηγήσεις το λαό της σαν πρόβατα που δεν έχουνε ποιμένα. Κι ούτε ένας σκύλος δε
θα γαυγίσει εναντίον σου. Όλα αυτά μου τα αποκάλυψε ο Θεός και με διάταξε να
έρθω να σου τα αναγγείλω».
20Αυτά τα λόγια άρεσαν
στον Ολοφέρνη και στους υπηρέτες του. Θαύμασαν τη γυναίκα για τη σοφία της και
έλεγαν: 21«Δεν υπάρχει σ’ όλη τη γη άλλη γυναίκα τόσο όμορφη αλλά και τόσο
συνετή!» 22Κι ο Ολοφέρνης της είπε: «Καλά έκανε ο Θεός και σ’ έστειλε στο λαό
μου για να μας χαρίσει τη νίκη. Μακάρι να καταστραφούν όλοι αυτοί που
περιφρόνησαν τον κύριό μου το Ναβουχοδονόσορ. 23Τώρα λοιπόν άκουσέ με. Εσύ
είσαι όμορφη γυναίκα και τα λες κι ωραία. Αν κάνεις ό,τι μας είπες, ο Θεός σου
θα γίνει θεός μου κι εσύ θα εγκατασταθείς στο ανάκτορο του βασιλιά
Ναβουχοδονόσορ, και θα είσαι ξακουστή σ’ όλη τη γη».
ΙΟΥΔΙΘ 12
Η Ιουδίθ στο στρατόπεδο
των εχθρών
1Ο Ολοφέρνης διέταξε να
οδηγήσουν την Ιουδίθ στο τραπέζι με τα ασημένια σκεύη και να της προσφέρουν από
τα πιο εκλεκτά φαγητά του και από το κρασί του. 2Η Ιουδίθ όμως του είπε: «Εγώ
δε θα φάω απ’ αυτά τα φαγητά, για να μην παρανομήσω στο Θεό μου. Ας μου δοθούν
όμως από τα τρόφιμα που έχω φέρει μαζί μου». 3Ο Ολοφέρνης τη ρώτησε: «Όταν όμως
αυτά που έχεις μαζί σου τελειώσουν, πού θα βρούμε να σου φέρουμε άλλα; Ανάμεσά
μας δεν υπάρχει κανείς ομοεθνής σου». 4Η Ιουδίθ απάντησε: «Μα τη ζωή σου, κύριέ
μου, η δούλη σου δε θα προλάβω να ξοδέψω τις τροφές που έχω μαζί μου κι ο
Κύριος θα πραγματοποιήσει μ’ εμένα το σχέδιό του».
5Τότε οι δούλοι του
Ολοφέρνη οδήγησαν την Ιουδίθ σε μια σκηνή και κοιμήθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Την
ώρα που άλλαζε η πρώτη πρωϊνή φρουράκα αυτή σηκώθηκε, 6κι έστειλε και ζήτησε
από τον Ολοφέρνη να της δώσει την άδεια να βγει από το στρατόπεδο και να πάει
να προσευχηθεί. 7Ο Ολοφέρνης διάταξε τους σωματοφύλακες να μην την εμποδίσουν.
Η Ιουδίθ έμεινε στο
στρατόπεδο τρεις μέρες και κάθε νύχτα έβγαινε στο φαράγγι της Βαιτυλούα και
έπαιρνε το λουτρό της στη νεροπηγή που βρισκόταν κοντά στο στρατόπεδο. 8Όταν
τελείωνε, προσευχόταν στον Κύριο το Θεό του Ισραήλ να την οδηγήσει στο σχέδιό
της, για να δοξαστεί ο λαός του. 9Μετά έμπαινε καθαρή στη σκηνή της κι έμενε
εκεί όλη την ημέρα ως το βράδυ, που της έφερναν το φαγητό.
Το συμπόσιο του Ολοφέρνη
10Την τέταρτη μέρα ο
Ολοφέρνης έκανε συμπόσιο μόνο για το υπηρετικό του προσωπικό –κανέναν από τους
αξιωματικούς του δεν κάλεσε. 11Λέει λοιπόν στο Βαγώα τον ευνούχο, που ήταν
υπεύθυνος για όλες του τις υποθέσεις: «Πήγαινε να πείσεις εκείνη την Εβραία που
έχεις υπό την προστασία σου να ’ρθεί να φάει και να πιει μαζί μας. 12Θα ’ναι
ντροπή να χάσω την ευκαιρία και να μην πλαγιάσω με μια τόσο γοητευτική γυναίκα.
Αν δεν προσπαθήσω να τη δελεάσω, θα γελάει μαζί μου».
13Ο Βαγώας βγήκε από τη
σκηνή του Ολοφέρνη και πήγε στη σκηνή της Ιουδίθ. «Μη διστάσεις», της λέει,
«ωραία μου κοπέλα να έρθεις στον κύριό μου, που θέλει να σε τιμήσει απόψε. Θα
πιεις μαζί μας κρασί και θα διασκεδάσεις όπως τα κορίτσια των Ασσυρίων, που
ζουν στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορ». 14Η Ιουδίθ απάντησε: «Ποια είμαι εγώ να
φέρω αντίρρηση στον κύριό μου; Με μεγάλη μου χαρά θα εκπληρώσω πρόθυμα την
επιθυμία του. Αυτή η νύχτα θα είναι η ωραιότερη νύχτα της ζωής μου».
15Έτσι σηκώθηκε κι έβαλε
τα φανταχτερά φορέματά της κι όλα τα στολίδια που φοράνε οι γυναίκες. Η δούλη
της πήγε πριν απ’ αυτήν κι έστρωσε, απέναντι από ’κει που θα καθόταν ο
Ολοφέρνης, τις προβιές που της είχε δώσει ο Βαγώας για να κάθεται και να τρώει
ξαπλωμένη πάνω σ’ αυτές. 16Η Ιουδίθ μπήκε στη σκηνή και κάθισε στη θέση της. Ο
Ολοφέρνης άρχισε μέσα του ν’ αναστατώνεται· φλεγόταν από τον ασίγαστο πόθο να
πλαγιάσει μαζί της. Άλλωστε από την πρώτη κιόλας μέρα που την είδε, περίμενε την
ευκαιρία να την κατακτήσει. 17Της είπε λοιπόν: «Έλα να πιεις και να γλεντήσεις
μαζί μας». 18Εκείνη απάντησε: «Θα πιω, κύριέ μου, γιατί σήμερα με τιμούν
περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου». 19Έφαγε και ήπιε όμως μόνον αυτά
που της είχε ετοιμάσει η δούλη της. 20Ο Ολοφέρνης ενθουσιάστηκε μαζί της και
ήπιε κρασί, όσο δεν είχε ξαναπιεί ποτέ στη ζωή του.
ΙΟΥΔΙΘ 13
1Όταν προχώρησε η νύχτα,
βιάστηκαν οι υπηρέτες να διαλυθούν. Ο Βαγώας έκλεισε απ’ έξω τη σκηνή του
Ολοφέρνη και δεν άφηνε κανένα να μπαινοβγαίνει σ’ αυτήν. Έτσι πήγαν όλοι να
κοιμηθούν κουρασμένοι, γιατί το φαγοπότι είχε κρατήσει πολύ. 2Η Ιουδίθ έμεινε
μόνη στη σκηνή με τον Ολοφέρνη, που κειτόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τύφλα
στο μεθύσι. 3Η Ιουδίθ είχε βάλει από πριν τη δούλη της να την περιμένει έξω από
τη δική της σκηνή για να πάνε να προσευχηθούν, όπως κάθε βράδυ. Τα ίδια είχε
πει και στο Βαγώα.
4Είχαν φύγει λοιπόν όλοι
από τη σκηνή, καλεσμένοι και υπηρέτες. Η Ιουδίθ στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του
Ολοφέρνη και προσευχήθηκε μέσα της: «Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, βοήθησέ με σ’ αυτό
που πάω τώρα να κάνω, για να δοξαστεί η Ιερουσαλήμ. 5Ήρθε η ώρα να βοηθήσεις το
λαό σου και να ολοκληρώσεις το σχέδιό μου, για να κατατροπωθούν οι εχθροί μας
που μας επιτεθήκαν». 6Μετά πλησίασε το στύλο του κρεβατιού κοντά στο προσκέφαλο
του Ολοφέρνη και τράβηξε το ξίφος του. 7Στηρίχτηκε στο κρεβάτι, τον έπιασε γερά
από τα μαλλιά, και είπε: «Δυνάμωσέ με, Κύριε, Θεέ του Ισραήλ». 8Χτύπησε το
λαιμό του δυο φορές με όλη της τη δύναμη και του έκοψε το κεφάλι. 9Μετά έκανε να
κυλίσει το σώμα του από το κρεβάτι στο έδαφος, και τράβηξε και την κουνουπιέρα
από τους στύλους. Βγήκε έξω κι έδωσε το κεφάλι του Ολοφέρνη στη δούλη της, 10κι
εκείνη το ’βαλε μέσα στο σακούλι που κουβαλούσαν τις τροφές τους.
Επιστροφή της Ιουδίθ στη
Βαιτυλούα
Οι δυο γυναίκες βγήκαν
μαζί από το στρατόπεδο, όπως συνήθιζαν κάθε βράδυ που πήγαιναν να προσευχηθούν.
Διέσχισαν το στρατόπεδο, πέρασαν το φαράγγι, ανέβηκαν το βουνό της Βαιτυλούα κι
έφτασαν στις πύλες της. 11Η Ιουδίθ φώναξε από μακριά: «Ανοίξτε, ανοίξτε! Μαζί
μας είναι ο Θεός μας. Απόψε απέδειξε ακόμη μια φορά στον Ισραήλ τη δύναμή του
και την εξουσία του ενάντια στους εχθρούς μας!»
12Όταν οι άντρες της
Βαιτυλούας άκουσαν τη φωνή της Ιουδίθ, κατέβηκαν γρήγορα στην πύλη και φώναξαν
και τους πρεσβυτέρους της πόλης. 13Έτρεξαν όλοι εκεί, μικροί και μεγάλοι, γιατί
δεν πίστευαν ότι ξαναγύρισε η Ιουδίθ. Άνοιξαν την πύλη και υποδέχτηκαν τις δυο
γυναίκες. Μετά άναψαν φωτιές για να έχουν φως και μαζεύτηκαν γύρω τους.
14Η Ιουδίθ άρχισε να
αλαλάζει: «Υμνήστε το Θεό, υμνήστε τον! Δοξάστε τον γιατί δεν έπαψε να αγαπάει
το ισραηλιτικό έθνος, αλλά σύντριψε απόψε τους εχθρούς μας με το δικό μου
χέρι». 15Έβγαλε μετά το κεφάλι από το σακούλι, τους το ’δειξε και τους είπε:
«Να το κεφάλι του Ολοφέρνη, του αρχιστράτηγου των Ασσυρίων. Να και η
κουνουπιέρα του, που από κάτω της ξάπλωνε όταν μεθοκοπούσε. Ο Κύριος τον
χτύπησε με γυναικείο χέρι. 16Μα τον αληθινό Κύριο, ο Ολοφέρνης παρασύρθηκε μόνο
από την εμφάνισή μου κι οδηγήθηκε στην καταστροφή. Δεν αμάρτησα μαζί του για να
μολυνθώ και να ντροπιαστώ. Ο Κύριος με προστάτεψε σ’ όλη αυτή την επιχείρηση».
17Τότε όλος ο λαός έμεινε
κατάπληκτος. Έσκυψαν και προσκύνησαν το Θεό κι έλεγαν όλοι μαζί: «Δοξασμένος να
είσαι Θεέ μας, που κατατρόπωσες σήμερα τους εχθρούς του λαού σου!»
18Κι ο άρχοντας Οζίας
είπε στην Ιουδίθ: «Ο ύψιστος Θεός σε ευλόγησε κοπέλα μου, περισσότερο απ’ όλες
τις γυναίκες του κόσμου. Δόξα να ’χει ο Κύριος ο Θεός, ο δημιουργός του ουρανού
και της γης, που σε οδήγησε να πάρεις το κεφάλι του αρχηγού των εχθρών μας!
19Όσοι θα διηγούνται τη δύναμη του Θεού, ποτέ δε θα ξεχάσουν ότι εσύ πάντοτε
έλπιζες σ’ αυτόν για το έθνος σου. 20Είθε ο Θεός να σου δώσει αιώνια δόξα και
τιμή και να σε ανταμείψει με πολλά αγαθά, γιατί έβαλες σε κίνδυνο τη ζωή σου,
προκειμένου να σώσεις το ταπεινωμένο έθνος μας και απέτρεψες την πτώση μας
ακολουθώντας τον ορθό δρόμο ενώπιόν του. Κι όλος ο λαός απάντησε: «Αμήν».
ΙΟΥΔΙΘ 14
Συμβουλή της Ιουδίθ
1Η Ιουδίθ τότε τους είπε:
«Ακούστε με τώρα, αδέρφια μου. Πάρτε το κεφάλι αυτό και κρεμάστε το στις
πολεμίστρες του τείχους σας. 2Το πρωί που θα βγει ο ήλιος, ορίστε έναν αρχηγό,
πάρτε τα όπλα σας και βγείτε από την πόλη όλοι όσοι έχετε δυνάμεις, σαν να
επρόκειτο να κατεβείτε στην πεδιάδα για να επιτεθείτε στην εμπροσθοφυλακή των
Ασσυρίων. Δε θα κατεβείτε όμως. 3Αυτοί τότε θα πάρουν τα όπλα τους και θα πάνε
στο κεντρικό στρατόπεδό τους για να ξυπνήσουν τους στρατηγούς του ασσυριακού
στρατού. Μετά θα συγκεντρωθούν μπροστά στο αρχηγείο του Ολοφέρνη, αλλά δε θα
τον βρουν ζωντανό. Έτσι θα φοβηθούν και θα τραπούν σε φυγή. 4Εσείς μαζί με
όλους τους άλλους Ισραηλίτες θα τους καταδιώξετε και θα τους εξολοθρέψετε,
καθώς εκείνοι θα υποχωρούν. 5Πριν όμως τα κάνετε αυτά, φωνάξτε μου τον Αχιώρ
τον Αμμωνίτη, για να δει και ν’ αναγνωρίσει αυτόν που καταφρόνησε τον
ισραηλιτικό λαό και είχε στείλει εδώ και τον ίδιο, για να πεθάνει μαζί μας».
Μεταστροφή του Αχιώρ
6Κάλεσαν λοιπόν τον Αχιώρ
από το σπίτι του άρχοντα Οζία. Εκείνος, όταν ήρθε κι είδε το κεφάλι του
Ολοφέρνη που το κρατούσε ένας άντρας από το λαό, έπεσε μπρούμυτα στη γη και
λιποθύμησε. 7Μόλις τον συνέφεραν, έπεσε στα πόδια της Ιουδίθ και την
προσκυνούσε λέγοντας: «Δοξασμένη να ’σαι απ’ όλες τις οικογένειες του Ιούδα κι
είθε τα έθνη ν’ ακούνε το όνομά σου και να ταράζονται. 8Πες μου, σε παρακαλώ,
τι έγινε όλο αυτό το διάστημα;»
Η Ιουδίθ τότε του
διηγήθηκε μπροστά σ’ όλο το λαό όσα είχε κάνει, από τη στιγμή που βγήκε από τη
Βαιτυλούα ως εκείνη την ώρα που τους μιλούσε. 9Όταν τέλειωσε τη διήγησή της, ο
λαός αλάλαξε δυνατά και η πόλη πήρε χαρούμενη όψη. 10Ο Αχιώρ, βλέποντας τα όσα
είχε κάνει ο Θεός των Ισραηλιτών, πίστεψε σ’ αυτόν μ’ όλη του την καρδιά, δέχτηκε
να του κάνουν περιτομή και προστέθηκε στον ισραηλιτικό λαό, όπου υπάρχουν
απόγονοί του μέχρι σήμερα.
Θρίαμβος ενάντια στους
πολιορκητές
11Όταν φώτισε, οι
στρατιώτες κρέμασαν από το τείχος το κεφάλι του Ολοφέρνη, πήραν τα όπλα τους κι
άρχισαν να βγαίνουν κατά τμήματα στα μονοπάτια του βουνού. 12Όταν τους είδαν οι
Ασσύριοι, έστειλαν το μήνυμα στους ανωτέρους τους. Εκείνοι το μεταβίβασαν στους
άλλους αξιωματικούς, στους χιλίαρχους και στους στρατηγούς. 13Αυτοί ήρθαν στη
σκηνή του Ολοφέρνη και διάταξαν τον επικεφαλής του υπηρετικού προσωπικού:
«Ξύπνα γρήγορα τον αρχηγό μας, γιατί εκείνοι οι σκλάβοι τόλμησαν να κατεβούν σε
πόλεμο εναντίον μας. Θέλουν να καταστραφούν εντελώς».
14Ο Βαγώας μπήκε και
χτύπησε τα παραπετάσματα της σκηνής, γιατί νόμιζε πως ο Ολοφέρνης κοιμόταν με
την Ιουδίθ. 15Επειδή, όμως, κανείς δεν απαντούσε, παραμέρισε τα παραπετάσματα,
μπήκε στο υπνοδωμάτιο και βρήκε ακέφαλο το πτώμα του Ολοφέρνη, να ’ναι πεσμένο
πάνω στο υποπόδιο του κρεβατιού. 16Τότε άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει, ν’
αναστενάζει και να σκίζει απ’ την απόγνωση τα ρούχα του. 17Μετά μπήκε στη σκηνή
της Ιουδίθ αλλά δεν την βρήκε εκεί. Τότε έτρεξε στους αξιωματικούς και φώναξε:
18«Εκείνοι οι σκλάβοι μάς φέρθηκαν ύπουλα! Μια Εβραία ρεζίλεψε το ανάκτορο του
Ναβουχοδονόσορ! Ελάτε να δείτε: Ο Ολοφέρνης χάμω νεκρός χωρίς κεφάλι!» 19Οι
στρατηγοί των Ασσυρίων όταν άκουσαν αυτά τα λόγια ταράχτηκαν κι έσκισαν τα
ρούχα τους, και σ’ όλο το στρατόπεδο ξέσπασαν θρήνοι και γοερές κραυγές.
ΙΟΥΔΙΘ 15
1Όταν ο υπόλοιπος στρατός
έμαθαν τα νέα στις σκηνές τους, τα ’χασαν, 2κι άρχισαν να σκορπίζουν εδώ κι
εκεί πανικόβλητοι. Ξεχύθηκαν γύρω κι έτρεχαν όλοι μαζί προς κάθε κατεύθυνση,
στην πεδιάδα και στα βουνά. 3Όσοι είχαν στρατοπεδεύσει στην ορεινή περιοχή γύρω
από τη Βαιτυλούα έφευγαν κι εκείνοι τρομοκρατημένοι. Τότε όλος ο στρατός των
Ισραηλιτών όρμησε εναντίον τους.
4Στο μεταξύ ο άρχοντας
Οζίας έστειλε αγγελιοφόρους στις πόλεις Βαιτομασθαΐμ, Βηθαΐ, Χωβαΐ και Κωλά,
και σ’ όλη τη χώρα των Ισραηλιτών, για ν’ αναγγείλουν τα συμβάντα, και τους
καλούσε να επιτεθούν εναντίον των εχθρών και να τους καταστρέψουν. 5Όταν έμαθαν
τα νέα οι υπόλοιποι Ισραηλίτες επιτεθήκαν όλοι μαζί στους Ασσυρίους και τους
έσφαζαν καταδιώκοντάς τους μέχρι τη Χωβά. Επίσης οι στρατιώτες που ήταν στην
Ιερουσαλήμ και στα ορεινά της Ιουδαίας ήρθαν κι αυτοί, όταν έμαθαν τα γεγονότα
που είχαν συμβεί στο στρατόπεδο των Ασσυρίων. Οι στρατιώτες των περιοχών της
Γαλαάδ και της Γαλιλαίας βγήκαν μπροστά από τους εχθρούς και επέφεραν ισχυρό
πλήγμα σ’ αυτούς, και τους κυνήγησαν πέρα από τη Δαμασκό και τη γύρω περιοχή.
6Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι
κάτοικοι της Βαιτυλούα μπήκαν στο στρατόπεδο των Ασσυρίων και πήραν πάρα πολλά
λάφυρα ώστε έγιναν πλούσιοι μ’ αυτά. 7Εκείνοι που γύρισαν από την καταδίωξη
πήραν τα υπόλοιπα. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα, που οι χωρικοί στην πεδιάδα και
στα γύρω βουνά πήραν κι εκείνοι μεγάλο μέρος απ’ αυτά.
Η Ιουδίθ δοξάζεται και
δοξάζει το Θεό
8Ο αρχιερέας Ιωακίμ και
το συνέδριο των Ισραηλιτών, που βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, ήρθαν για να δουν
από κοντά τα μεγαλεία που είχε κάνει ο Κύριος για τους Ισραηλίτες, να γνωρίσουν
την Ιουδίθ, να μιλήσουν μαζί της και να τη συγχαρούν. 9Μόλις παρουσιάστηκαν
μπροστά της άρχισαν όλοι με μια φωνή να την εγκωμιάζουν και της έλεγαν: «Εσύ
είσαι το καμάρι της Ιερουσαλήμ, η χαρά του Ισραήλ, η μεγάλη περηφάνια του
έθνους μας! 10Ο Θεός ευχαριστήθηκε με τα κατορθώματά σου, που ήταν πράγματι
μεγάλα για τον ισραηλιτικό λαό. Ευλογημένη να είσαι από τον παντοδύναμο Κύριο
για όλη σου τη ζωή». Και όλος ο λαός απάντησε: «Αμήν».
11Τριάντα μέρες
χρειάστηκε ο λαός να συγκεντρώσει τα λάφυρα από το στρατόπεδο των Ασσυρίων.
Στην Ιουδίθ δόθηκε η σκηνή του Ολοφέρνη, τα ασημένια σκεύη, τα κρεβάτια, οι
λεκάνες, και γενικά όλος ο εξοπλισμός της. Εκείνη φόρτωσε όσα μπόρεσε πάνω στο
μουλάρι της, αλλά τα περισσότερα τα έβαλε στην άμαξά της. 12Όλες οι
Ισραηλίτισσες έτρεχαν να δουν την Ιουδίθ. Της τραγουδούσαν εγκωμιαστικά
τραγούδια και χόρευαν για χάρη της. 13Η Ιουδίθ και οι γυναίκες έφτιαχναν
στεφάνια με κλαδιά από ελιά και τα έβαζαν στα κεφάλια τους. 14Εκείνη πήγαινε
μπροστά απ’ όλο το λαό, κορυφαία του χορού των γυναικών και οι άντρες των
Ισραηλιτών ακολουθούσαν με τα όπλα τους και στεφανωμένοι τραγουδούσαν τη νίκη.
ΙΟΥΔΙΘ 16
1Η Ιουδίθ τραγουδούσε κι
εκείνη:
«Εμπρός να δοξάσετε όλοι
τον Κύριο,
με τύμπανα ύμνους υψώστε
σ’ εκείνον·
ψαλμούς στο Θεό μου με
κύμβαλα ηχήστε,
και πάντα ζητάτε βοήθεια
απ’ αυτόν.
2Ο Κύριος νικάει παντού
στους πολέμους!
Με γλίτωσε απ’ των
διωκτών μου τα χέρια
και μ’ έφερε εδώ στο λαό
του κοντά.
3»Δεκάδες χιλιάδες
στρατός οι Ασσύριοι
κατέβηκαν απ’ τα βουνά
του βορρά,
ποτάμια στερέψανε στο
πέρασμά τους,
οι ιππείς τους καλύψαν
πλαγιές και βουνά.
4»Ορμούν απειλώντας να
κάψουν τη γη μας,
να σφάξουν παρθένες,
αγόρια και βρέφη,
ν’ αρπάξουν τα νήπια στην
ξενιτιά.
5»Μα ο Κύριος, ο
παντοδύναμος Κύριος,
με χέρι γυναίκας τους
σύντριψε όλους.
6»Δε σκότωσαν νέοι το
μέγα στρατάρχη,
δεν του επιτεθήκαν
τιτάνες,κβ γιγάντοι,
της Ιουδίθ, κόρης του
Μεραρή, η ομορφιά
παρέλυσε τη δύναμη του
ισχυρού.
7»Τα πένθιμα ρούχα βγάζει
της χήρας,
κι αρώματα βάζει,
πολύτιμα μύρα,
για να δοξαστεί ο λαός
του Ισραήλ.
8Κορδέλα φορεί στα
μαλλιά, στο κεφάλι,
φορέματα βάζει λινά,
ελκυστικά.
9»Τα μάτια του αυτός
ρίχνει στα σάνδαλά της,
του πήρε το νου του η
ομορφιά της,
το ξίφος τού σφάζει με
μιας το λαιμό.
10»Τους Πέρσες τούς
τρόμαξε η τόλμη της κόρης,
τους Μήδους τούς τάραξε
το θάρρος της.
11»Τότε αλαλάξαν οι
ταπεινωμένοι,
κι οι εχθροί τους
φωνάζοντας φεύγαν’ σκιαγμένοι·
τους τρόμαξ’ ο φοβισμένος
λαός μου.
12»Απόγονοι σκλάβων και
κατατρεγμένων
τη δύναμη σπάσαμε μύριων
εχθρών μας·
ξοπίσω τους τρέξαμε που
υποχωρούσαν,
στρατός του Κυρίου μου
τους νίκησε πια!
13»Θα ψάλω καινούριο στο
Θεό μου τραγούδι:
Κύριε είσαι μέγας και
δοξασμένος,
αξιοθαύμαστη η δύναμή
σου,
κι ακατανίκητος
παντοτινά.
14»Ας σε υπηρετούν όλα τα
πλάσματά σου,
εσύ είπες κι ήρθαν στην
ύπαρξη ετούτη.
Χτιστήκαν με τη ζωογόνα
πνοή σου,
στο λόγο σου ποιος ν’
αντιστέκει μπορεί;
15»Συθέμελα τα όρη κι οι
θάλασσες τρέμουν,
μπροστά σου σαν κέρινοι
λιώνουν οι βράχοι.
Μα αυτοί που σε σέβονται
χάρη θα βρουν.
16»Ασήμαντες είναι οι
ευωδιαστές θυσίες,
το λίπος από τ’
ολοκαύτωμα λίγο·
μα κείνος που εσένα, τον
Κύριο, λογάει
μεγάλος θα είναι για
πάντα αυτός.
17»Τα έθνη που ενάντια
ξεσπούν στο λαό μου
αλίμονο, ο Κύριος θα τα
τιμωρήσει!
Τη μέρα της κρίσης ο
Παντοδύναμος
φωτιά θα τους στείλει,
σκουλήκια στη σάρκα τους,
θα κλαίνε τον πόνο τους
παντοτινά».
Τα επινίκια στην
Ιερουσαλήμ
18Όταν η πομπή έφτασε
στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησαν όλοι το Θεό κι όταν εξαγνίστηκε ο ναός πρόσφεραν
ολοκαυτώματα, τάματα και δώρα. 19Η Ιουδίθ αφιέρωσε στο ναό, δώρο στο Θεό, όλα
τα αντικείμενα του Ολοφέρνη, που της είχε χαρίσει ο λαός, μέχρι και την
κουνουπιέρα που είχε πάρει η ίδια από τη σκηνή του. 20Τρεις μήνες πανηγύριζε ο
λαός στην Ιερουσαλήμ γύρω από το ναό κι ήταν και η Ιουδίθ μαζί τους.
Η υπόλοιπη ζωή της Ιουδίθ
21Όταν τελείωσαν οι
γιορτές, γύρισαν όλοι στα σπίτια τους. Η Ιουδίθ πήγε πίσω, στη Βαιτυλούα κι
έζησε κοντά στην περιουσία της τιμημένη απ’ όλο το λαό την υπόλοιπη ζωή της.
22Πολλοί άντρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά εκείνη δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ από
τότε που πέθανε ο άντρας της ο Μανασσής. 23-24Έζησε στο σπίτι που της άφησε ο
άντρας της κι έφτασε σε βαθιά γεράματα, σε ηλικία εκατόν πέντε ετών. Πριν
πεθάνει μοίρασε την περιουσία της στους συγγενείς του άντρα της του Μανασσή και
στους δικούς της και ελευθέρωσε τη δούλη της. Πέθανε στη Βαιτυλούα και την
έθαψαν στη σπηλιά που είχαν θάψει και τον άντρα της. Οι Ισραηλίτες την πένθησαν
εφτά μέρες. 25Όσο ζούσε η Ιουδίθ και για πολύν καιρό μετά το θάνατό της, κανείς
δεν τολμούσε να απειλήσει τους Ισραηλίτες.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα
Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην
πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου