Τρίτη 7 Ιουνίου 2016
1 ΓΕΝΕΣΙΣ
Το πρώτο βιβλίο της
Παλαιάς Διαθήκης φέρει, σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο'),
τον τίτλο “Γένεσις" (= απαρχή, δημιουργία), ενώ στην Εβραϊκή Βίβλο, κατά
αρχαία συνήθεια των λαών της περιοχής, τιτλοφορείται, όπως και τα υπόλοιπα
βιβλία της Πεντατεύχου, από τις πρώτες λέξεις του κειμένου του:
"Μπερεσίθ" (= Στην αρχή).
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη (κεφ. 1-11
και 12-50), που το καθένα του έχει ως κύριο θέμα του μια δημιουργία: τη
δημιουργία του κόσμου και τη δημιουργία του λαού του Ισραήλ. Κόσμος και Ισραήλ
οφείλουν την ύπαρξή τους στο Θεό, είναι έργα του ίδιου Δημιουργού.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην
περίοδο της προϊστορίας της ανθρωπότητας, όχι για να προσφέρει ιστορικές
πληροφορίες σχετικά με την περίοδο αυτή, αλλά για να εξηγήσει τους λόγους για
τους οποίους ο Θεός, μετά τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, επεμβαίνει
για δεύτερη φορά στην ιστορία δημιουργώντας ένα λαό. Ο κόσμος προήλθε από τα
χέρια του Δημιουργού τέλειος και η διαχείρισή του παραχωρήθηκε στον άνθρωπο. Οι
πρώτες όμως επιλογές που κάνει ο άνθρωπος ως ελεύθερο ον τον οδηγούν σε
διάσπαση της σχέσης του με το Θεό, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια πτωτική πορεία
από την αρχική του κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την αλυσιδωτή διάσπαση των
σχέσεων σε όλα τα επίπεδα: διάσπαση της σχέσης άντρα-γυναίκας, με εξουσιαστική
επιβολή του πρώτου στη δεύτερη (Αδάμ-Εύα), διάσπαση της σχέσης μεταξύ των
αδερφών, που φτάνει μέχρι την αδελφοκτονία (Κάιν-Άβελ), δολοφονίες (Λάμεχ),
ανατροπή της φυσικής τάξης του κόσμου (Γιοι του Θεού, Κατακλυσμός) διάσπαση της
σχέσης πατέρα-γιου (Νώε-Χαμ) και, τέλος, πλήρης διάσπαση της ανθρώπινης κοινωνίας
(Πύργος της Βαβέλ).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται
στην ιστορία των πατριαρχών του Ισραήλ. Με την εκλογή του Αβραάμ, ο οποίος
επιδεικνύει απόλυτη πίστη και υπακοή στο θείο θέλημα, ο Θεός κάνει μια νέα
αρχή. Από τον άνθρωπο αυτόν θα προέλθει ένας λαός, ο οποίος θα καταστεί φορέας
της θείας ευλογίας προς όλους τους λαούς της γης, με σκοπό την τελική πλήρη
αποκατάσταση των σχέσεων θεού και ανθρώπου. Σημείο της επέμβασης του Θεού για
τη δημιουργία του λαού αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο Αβραάμ και η γυναίκα του
Σάρρα αποκτούν, σε βαθιά γεράματα και αντίθετα προς κάθε φυσικό κανόνα, το
μοναχογιό τους Ισαάκ. Αλλά και η συνέχεια της ιστορίας δείχνει καθαρά τη συνεχή
επέμβαση και φροντίδα του Θεού προς υπέρβαση των αρνητικών για την πραγματοποίηση
των σχεδίων του καταστάσεων: Ο Ισαάκ οδηγείται στο θυσιαστήριο αλλά σώζεται, ο
Ιακώβ αυτοεξορίζεται στη Χαρράν αλλά επιστρέφει,ο Ιωσήφ πωλείται ως δούλος στην
Αίγυπτο, αλλά ανέρχεται σε ανώτατο αξίωμα και σώζει τα αδέρφια και τον πατέρα
του.
Παρ’ όλο που το βιβλίο αφηγείται ιστορίες
ανθρώπων, πραγματικός πρωταγωνιστής από την αρχή μέχρι το τέλος του είναι ο
ίδιος ο Θεός, ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο και επεμβαίνει δημιουργικά στην
ιστορία του.
Διάγραμμα του περιεχομένου
1.
Η προϊστορία της ανθρωπότητας: 1-11
1.1- 2,25: Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου
3.1
-24: Η εμφάνιση του κακού
4.1
-6,4: Η περίοδος από τον Αδάμ
μέχρι τον Νώε
6,5-10,32: 0 κατακλυσμός και η νέα αύξηση της
ανθρωπότητας
11.1- 9: 0 πύργος της Βαβέλ
11,10-32: Η περίοδος από τον Σημ μέχρι τον Αβραάμ
2.
Η ιστορία των πατριαρχών του Ισραήλ: 12-50
12.1
-25,18: Η ιστορία του Αβραάμ
25,19-35,29: Η ιστορία του Ισαάκ και του
Ιακώβ
36.1
-43: Οι απόγονοι του Ησαύ
37.1-
45,28: Η ιστορία του Ιωσήφ και των αδερφών του
46.1-
50,26: Η εγκατάσταση του Ιακώβ και των γιων του στην Αίγυπτο
ΓΕΝΕΣΙΣ 1
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
(Κεφ. 1–11)
Η δημιουργία του κόσμου
και του ανθρώπου
1Στην αρχή ο Θεός
δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. 2Η γη όμως ήταν έρημη και ασχημάτιστη· ήταν
σκοτάδι πάνω από την άβυσσο, και πάνω στα νερά έπνεε Πνεύμα Θεού.α
3Τότε είπε ο Θεός: «Να
γίνει φως»· κι έγινε φως. 4Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από
το σκοτάδι. 5Το φως το ονόμασε «ημέρα» και το σκοτάδι «νύχτα». Ήρθε το βράδυ,
ήρθε το πρωί· πρώτη ημέρα.
6Μετά είπε ο Θεός:
«Στερέωμα να γίνει στα νερά ανάμεσα, για να χωρίζει νερά από νερά». 7Έτσι κι
έγινε· δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα και χώρισε τα νερά που ήταν κάτω απ’
αυτό, από κείνα που ήταν πάνω απ’ αυτό. 8Κι ονόμασε ο Θεός το στερέωμα
«ουρανό». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· δεύτερη ημέρα.
9Τότε είπε ο Θεός: «Να
συναχθούν σε έναν τόπο τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό, και να φανεί η
στεριά». Έτσι κι έγινε. Τα νερά που ήταν κάτω από τον ουρανό συνάχθηκαν στον
τόπο τους, και φάνηκε η στεριάβ 10Κι ονόμασε ο Θεός «γη» τη στεριά, και το
σύναγμα των υδάτων το είπε «θάλασσες». Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
11Μετά είπε ο Θεός: «Να
πρασινίσει η γη: Να βλαστήσουν πάνω σ’ αυτήν χορτάρια που να βγάζουν σπόρους,
και καρποφόρα δέντρα, που ανάλογα με το είδος τους να κάνουν καρπούς, οι οποίοι
να περιέχουν τους σπόρους τους». Έτσι κι έγινε. 12Πρασίνισε η γη: Βλάστησε
χορτάρια που έβγαζαν σπόρους ανάλογα με το είδος τους, και καρποφόρα δέντρα,
που οι καρποί τους περιείχαν τους σπόρους τους, ανάλογα με το είδος τους. Και
είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 13Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τρίτη ημέρα.
14Τότε είπε ο Θεός: «Να
γίνουν φωτεινά σώματα στο στερέωμα του ουρανού, για να χωρίζουν την ημέρα από
τη νύχτα, για να είναι σημάδια για τις εποχές,γ τις ημέρες και τα έτη, 15ώστε
από το στερέωμα του ουρανού να φωτίζουν τη γη». Έτσι κι έγινε. 16Δημιούργησε ο
Θεός τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα –το μεγαλύτερο για να κυριαρχεί την ημέρα,
και το μικρότερο για να κυριαρχεί τη νύχτα· δημιούργησε και τ’ αστέρια. 17Και
τα έβαλε όλα στο στερέωμα του ουρανού για να φωτίζουν τη γη, 18για να
κυριαρχούν την ημέρα και τη νύχτα και να χωρίζουν το φως απ’ το σκοτάδι. Και
είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 19Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τέταρτη ημέρα.
20Τότε είπε ο Θεός: «Να
γεμίσουν τα νερά με ζωντανές υπάρξεις πλήθος, και να πετάνε πτηνά πάνω από τη
γη προς το στερέωμα του ουρανού». 21Έτσι δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη και
όλα τα είδη των ζωντανών οργανισμών, που κολυμπούν και γεμίζουν τα νερά. Επίσης
δημιούργησε όλα τα είδη των πτηνών. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. 22Τα
ευλόγησε λοιπόν όλα ο Θεός και τους είπε: «Να πολλαπλασιάζεστε και να γεμίσετε
τα νερά των θαλασσών· και τα πτηνά ας πληθαίνουν πάνω στη γη». 23Ήρθε το βράδυ,
ήρθε το πρωί· πέμπτη ημέρα.
24Τότε είπε ο Θεός: «Να
βγάλει η γη κάθε είδος ζωντανού οργανισμού: Όλα τα είδη των ζώων, των ερπετών
και των θηρίων». Έτσι κι έγινε. 25Δημιούργησε ο Θεός όλα τα είδη των αγρίων
ζώων, των ήμερων ζώων και των ερπετών της γης. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
26Μετά είπε ο Θεός: «Ας
φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση, κι ας
εξουσιάζει στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά, στα ζώα και γενικά σ’
όλη τη γη και στα ερπετά που σέρνονται πάνω σ’ αυτήν». 27Δημιούργησε, λοιπόν, ο
Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του την εικόνα, «κατ’ εικόνα Θεού» τον
δημιούργησε, τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα. 28Τους ευλόγησε και τους είπε:
«Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε να πολλαπλασιαστείτε, να γεμίσετε τη γη και να
κυριαρχήσετε σ’ αυτήν. Να εξουσιάσετε στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα
πτηνά και σε κάθε ζώο που κινείται πάνω στη γη». 29Και συνέχισε ο Θεός: «Να,
όλα τα φυτά πάνω στη γη, που βγάζουν σπόρους, σάς τα δίνω, καθώς και όλα τα
δέντρα που έχουν καρπούς γεμάτους σπόρους· αυτά θα είναι για τροφή σας. 30Και
όλα τα χλωρά χόρτα τα δίνω για τροφή στα ζώα της γης, σε όσα πετούν στον ουρανό
και σε όσα έρπουν στη γη κι έχουν ζωή». Έτσι κι έγινε.
31Ο Θεός είδε τα
δημιουργήματά του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί·
έκτη ημέρα.
ΓΕΝΕΣΙΣ 2
1Έτσι ολοκληρώθηκαν ο
ουρανός και η γη και ό,τι υπάρχει σ’ αυτά. 2Μέχρι την έκτη μέρα ο Θεός είχε
τελειώσει το έργο του και την έβδομη μέρα σταμάτησε να δημιουργεί. 3Την έβδομη
ημέρα την ευλόγησε και την καθαγίασε, γιατί αυτή την ημέρα ολοκλήρωσε τη
δημιουργία του και αναπαύθηκε. 4Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκαν σταδιακά ο ουρανός
και η γη.δ
Ο Θεός βάζει τον άνθρωπο
στον κήπο της Εδέμ
Την ημέρα που ο Κύριος ο
Θεός δημιούργησε τη γη και τον ουρανό, 5δεν υπήρχαν θάμνοι στη γη ούτε είχαν
φυτρώσει χόρτα, γιατί ο Κύριος ο Θεός δεν είχε ακόμη βρέξει πάνω στη γη και δεν
υπήρχε άνθρωπος για να καλλιεργήσει το έδαφος. 6Από τη γη όμως ανέβλυζε νερό
και πότιζε όλη την επιφάνεια του εδάφους. 7Τότε ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον
άνθρωπο από το χώμα της γης και φύσηξε μέσα στα ρουθούνια του πνοή ζωής. Έτσι
έγινε ο άνθρωπος ζωντανό ον.
8Ύστερα ο Κύριος ο Θεός
φύτεψε έναν κήπο στην Εδέμ προς την ανατολή, όπου έβαλε τον άνθρωπο που είχε
πλάσει. 9Έκανε να βλαστήσουν από τη γη όλα τα είδη των δέντρων. Ήταν ωραία στην
εμφάνιση και οι καρποί τους ήταν εύγευστοι. Στη μέση του κήπου ήταν το δέντρο
της ζωής· εκεί ήταν και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.
10Από την Εδέμ πήγαζε ένα
ποτάμι και πότιζε τον κήπο, κι από ’κει διαχωριζόταν σε τέσσερις παραποτάμους.
11Το όνομα του ενός είναι Φισών και περικυκλώνει όλη τη χώρα Ευειλά, όπου
υπάρχει το χρυσάφι. 12Το χρυσάφι εκείνης της χώρας είναι καθαρό· εκεί υπάρχει
και το βδέλλιο και ο λίθος όνυχας. 13Το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιχών
και περικυκλώνει όλη τη χώρα Χους. 14Το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Τίγρης.
Αυτός ρέει ανατολικά της Ασσυρίας. Κι ο τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης.
15Πήρε, λοιπόν, ο Κύριος
ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε μέσα στον κήπο της Εδέμ για να τον καλλιεργεί
και να τον προσέχει. 16Του έδωσε αυτήν την εντολή: «Απ’ όλα τα δέντρα του κήπου
μπορείς να τρως. 17Από το δέντρο όμως της γνώσης του καλού και του κακού να μη
φας· γιατί την ίδια μέρα που θα φας απ’ αυτό, εξάπαντος θα πεθάνεις».ε
18Ο Κύριος ο Θεός είπε:
«Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Θα του φτιάξω έναν σύντροφο όμοιον
μ’ αυτόν».
19Ο Κύριος έπλασε από το
έδαφος όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα έφερε μπροστά στον
άνθρωπο, για να δει πώς θα τα ονομάσει. Και ό,τι όνομα έδινε ο άνθρωπος σε κάθε
ζωντανή ύπαρξη, αυτό ήταν και το όνομά της. 20Έδωσε ονόματα σε όλα τα ζώα, στα
πτηνά του ουρανού και στα άγρια θηρία. Για τον άνθρωπο όμως δεν βρέθηκε
σύντροφος όμοιός του. 21Τότε ο Κύριος ο Θεός τον έριξε σε βαθύ ύπνο κι
αποκοιμήθηκε· πήρε μία από τις πλευρές του και τη θέση της τη συμπλήρωσε με
σάρκα. 22Μετά, από την πλευρά που πήρε από τον Αδάμ, σχημάτισε μια γυναίκα και
την οδήγησε σ’ αυτόν. 23Τότε ο Αδάμ είπε:
«Αυτό επιτέλους είναι
κόκαλο
από τα κόκαλά μου
και σάρκα από τη σάρκα
μου.
“Γυναίκα”ς αυτή θα
λέγεται,
γιατί απ’ τον άντρα
πάρθηκε».
24Γι’ αυτόν το λόγο θα
εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη
γυναίκα του· θα γίνονται ένας άνθρωπος.
25Ο Αδάμ και η γυναίκα
του ήταν και οι δύο γυμνοί και δεν ντρέπονταν.
ΓΕΝΕΣΙΣ 3
Η πτώση του ανθρώπου
1Απ’ όλα τα ζώα του
αγρού, που είχε δημιουργήσει ο Κύριος ο Θεός, το φίδι ήταν το πιο πανούργο.
Είπε λοιπόν το φίδι στη γυναίκα: «Αλήθεια είπε ο Θεός να μη φάτε απο κανένα
δέντρο του κήπου;» 2Η γυναίκα τού απάντησε: «Μπορούμε να φάμε καρπούς απ’ όλα
τα δέντρα, 3εκτός από κείνο που βρίσκεται στη μέση του κήπου. Ο Θεός είπε να μη
φάμε τον καρπό του, ούτε καν να τον αγγίξουμε, για να μην πεθάνουμε». 4Τότε το
φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι βέβαια! Δε θα πεθάνετε· 5ξέρει όμως ο Θεός ότι την
ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί,
και θα γνωρίζετε το καλό και το κακό».
6Η γυναίκα είδε ότι οι
καρποί του δέντρου ήταν εύγευστοι, ελκυστικοί και ξεσήκωναν την επιθυμία για
την απόκτηση γνώσης. Πήρε, λοιπόν, από τους καρπούς του κι έφαγε· έδωσε και
στον άντρα της που ήταν μαζί της, και έφαγε κι αυτός. 7Τότε άνοιξαν τα μάτια
και των δύο και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί. Έραψαν, λοιπόν, φύλλα συκιάς και
έφτιαξαν καλύμματα για να σκεπάσουν τη γύμνια τους.
8Τότε άκουσαν το θόρυβο
που έκανε ο Κύριος ο Θεός, καθώς περπατούσε στον κήπο το δειλινό, και κρύφτηκαν
απ’ αυτόν ο Αδάμ και η γυναίκα του ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. 9Αλλά ο Κύριος
ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Πού είσαι;»
10Εκείνος απάντησε: «Σε
άκουσα στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, γιατί είμαι γυμνός».
11«Ποιος σου είπε πως
είσαι γυμνός;» ρώτησε ο Θεός. «Μήπως έφαγες από το δέντρο που σου είχα
απαγορέψει να φας;»
12Ο Αδάμ αποκρίθηκε: «Η
γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα».
13Ο Κύριος ο Θεός ρώτησε
τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;» Εκείνη απάντησε: «Το φίδι με εξαπάτησε και
έφαγα».
14Τότε είπε ο Κύριος ο
Θεός στο φίδι: «Γι’ αυτό που έκανες, καταραμένο να ’σαι μόνο εσύ απ’ όλα τα ζώα
της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι, και χώμα θα τρως σ’ όλη σου τη ζωή. 15Έχθρα
θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο
σπέρμαζ της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη
φτέρνα».
16Και στη γυναίκα είπε:
«Θ’ αυξήσω κατά πολύ τη θλίψη και τους πόνους της κυοφορίας σου, και με πόνους
θα γεννάς τα παιδιά σου. Η επιθυμία σου θα στρέφεται προς τον άντρα σου, αλλά
αυτός θα σε εξουσιάζει». 17Μετά είπε στον Αδάμ: «Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου
κι έφαγες από το δέντρο, απ’ το οποίο σε είχα διατάξει να μη φας, καταραμένη θα
είναι η γη εξαιτίας σου. Με μόχθο θα την καλλιεργείς σ’ όλη σου τη ζωή.
18Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει και θα τρως το χορτάρι του αγρού. 19Με
τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη
από την οποία προήλθες, γιατί χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις».
20Ο Αδάμ ονόμασε τότε τη
γυναίκα του «Εύα»η γιατί αυτή έγινε μητέρα όλης της ανθρωπότητας. 21Ο Κύριος ο
Θεός έφτιαξε για τον Αδάμ και τη γυναίκα του δερμάτινους χιτώνες και τους
έντυσε. 22Και σκέφτηκε: «Τώρα πια ο άνθρωπος έγινε σαν ένας από μας στο να
γνωρίζει το καλό και το κακό. Υπάρχει, λοιπόν, κίνδυνος ν’ απλώσει το χέρι του
και να φάει από το δέντρο της ζωής και να ζήσει αιώνια». 23Ετσι, ο Κύριος ο
Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον κήπο της Εδέμ, για να καλλιεργεί τη γη απ’ την
οποία είχε προέλθει.
24Αφού, λοιπόν, έδιωξε
τον άνθρωπο, έβαλε στα ανατολικά του κήπου τα χερουβίμ και το πύρινο
περιστρεφόμενο ξίφος, για να φυλάνε το δρόμο που οδηγούσε στο δέντρο της ζωής.
ΓΕΝΕΣΙΣ 4
Ο Κάιν και ο Άβελ
1Ο Αδάμ συνευρέθηκε με
την Εύα τη γυναίκα του, κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Κάινθ και είπε:
«Απέκτησα άνθρωπο με τη βοήθεια του Κυρίου». 2Έπειτα γέννησε τον αδερφό του τον
Άβελ.ι Ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων και ο Κάιν γεωργός.
3Ύστερα από καιρό, ο Κάιν
πρόσφερε στον Κύριο θυσία από τους καρπούς της γης. 4Ο Άβελ πρόσφερε κι αυτός
από τα πρωτότοκα πρόβατα του κοπαδιού του και μάλιστα τα παχύτερα μέρη τους. Ο
Κύριος είδε με ευμένεια τον Άβελ και τη θυσία του. 5Στον Κάιν όμως και στη δική
του θυσία δεν έδειξε ευμένεια. Τότε εξοργίστηκε ο Κάιν και σκυθρώπιασε. 6Κι ο
Κύριος του είπε: «Γιατί οργίστηκες και σκυθρώπιασες; 7Αν πράξεις το σωστό, θα
ξαναβρείς το κέφι σου. Αν όχι, η αμαρτία δεν παύει να παραμονεύει σαν θηρίο
στην πόρτα. Εσένα επιθυμεί· εσύ όμως πρέπει να κυριαρχήσεις πάνω της».ια
8Τότε ο Κάιν είπε στον
Άβελ, τον αδερφό του: «Πάμε στα χωράφια». Κι εκεί, στα χωράφια, όρμησε ο Κάιν
εναντίον του Άβελ και τον σκότωσε.
9Ο Κύριος ρώτησε τον
Κάιν: «Πού είναι ο αδερφός σου ο Άβελ;» Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως
φύλακας του αδερφού μου είμαι εγώ;» 10Είπε τότε ο Κύριος: «Τι πήγες κι έκανες;
Άκου! Το αίμα του αδερφού σου μου φωνάζει γοερά από τη γη! 11Από ’δω και πέρα
θα σε καταριέται η ίδια η γη, που άνοιξε για να δεχτεί το αίμα του αδερφού σου,
που εσύ τον σκότωσες. 12Όταν θα την καλλιεργείς, δεν θα σου δίνει πια τους
καρπούς της.ιβ Φυγάς θα είσαι και περιπλανώμενος για πάντα πάνω στη γη».
13Τότε ο Κάιν είπε στον
Κύριο: «Βαριά είναι η τιμωρία μου! Δεν μπορώ να την αντέξω! 14Σήμερα με
διώχνεις από τη χώρα, και πρέπει να χαθώ από μπροστά σου και να γίνω φυγάς,
περιπλανώμενος στη γη. Όποιος με βρει θα με σκοτώσει». 15Κι ο Κύριος του
αποκρίθηκε: «Δε θα συμβεί αυτό, γιατί οποιοσδήποτε σκοτώσει τον Κάιν, θα
αντιμετωπίσει επταπλάσια εκδίκηση». Κι έβαλε σημάδι στον Κάιν, ώστε όποιος θα
τον συναντούσε να μην τον σκοτώσει. 16Έτσι ο Κάιν έφυγε από τον τόπο όπου του
είχε μιλήσει ο Κύριοςιγ και πήγε να ζήσει στη χώρα Νωδ, ανατολικά της Εδέμ.
Οι απόγονοι του Κάιν
17Ο Κάιν συνευρέθηκε με
τη γυναίκα του κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Ενώχ. Έπειτα έχτισε μια
πόλη και την ονόμασε με το όνομα του γιου του, Ενώχ. 18Από τον Ενώχ γεννήθηκε ο
Ιράδ και ο Ιράδ απέκτησε το Μεχουϊαήλ· ο Μεχουϊαήλ απέκτησε το Μαθουσάλα κι ο
Μαθουσάλα απέκτησε το Λάμεχ.
19Ο Λάμεχ πήρε δύο
γυναίκες. Το όνομα της μιας ήταν Αδά και της άλλης Σιλλά. 20Η Αδά γέννησε τον
Ιαβάλ. Αυτός έγινε ο γενάρχης των σκηνιτών και των κτηνοτρόφων. 21Το όνομα του
αδερφού του ήταν Ιουβάλ. Αυτός έγινε γενάρχης εκείνων που παίζουν κιθάρα και
αυλό. 22Η Σιλλά γέννησε κι αυτή τον Τουβάλ-Κάιν, το γενάρχη εκείνων που
επεξεργάζονται το χαλκό και το σίδερο. Αδερφή του Τουβάλ-Κάιν ήταν η Νααμά.
23Τότε είπε ο Λάμεχ στις γυναίκες του, την Αδά και τη Σιλλά:
«Ακούστε με, γυναίκες του
Λάμεχ,
στα λόγια μου δώστε
προσοχή:
Άνθρωπο σκότωσα γιατί με
πλήγωσε,
έναν νέο γιατί με
χτύπησε.
24Αν στην περίπτωση του
Κάιν
προβλεπόταν επταπλάσια
εκδίκηση,
στην περίπτωση του Λάμεχ
προβλέπεται εβδομήντα
εφτά φορές μεγαλύτερη».
Ο Σηθ και οι απόγονοί του
25Ο Αδάμ συνευρέθηκε πάλι
με τη γυναίκα του κι εκείνη γέννησε γιο. «Ο Θεός μού έδωσε άλλον απόγονο»,
είπε, «αντί για τον Άβελ, που τον σκότωσε ο Κάιν». Και τον ονόμασε Σηθ.ιδ 26Ο
Σηθ απέκτησε κι εκείνος γιο και τον ονόμασε Ενώς. Τότε ήταν που οι άνθρωποι
άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό ονομάζοντάς τον «Κύριο».ιε
ΓΕΝΕΣΙΣ 5
Οι απόγονοι του Αδάμ
(Α΄ Χρ 1,1-4)
1Αυτό είναι το βιβλίο των
γενεαλογιών του ανθρώπου. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον δημιούργησε
«καθ’ ομοίωση Θεού». 2Τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα, τους ευλόγησε και
τους ονόμασε «άνθρωπο».ις
3Όταν ο Αδάμ ήταν εκατόν
τριάντα ετών, απέκτησε γιο όμοιόν τουιζ και τον ονόμασε Σηθ. 4Μετά τη γέννηση
του Σηθ ο Αδάμ έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 5Όλη η
διάρκεια της ζωής του Αδάμ ήταν εννιακόσια τριάντα χρόνια· έπειτα πέθανε.
6Όταν ο Σηθ ήταν εκατό
πέντε ετών, απέκτησε τον Ενώς. 7Μετά τη γέννηση του Ενώς ο Σηθ έζησε οχτακόσια
εφτά χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 8Ο Σηθ έζησε συνολικά εννιακόσια
δώδεκα χρόνια· έπειτα πέθανε.
9Όταν ο Ενώς ήταν
ενενήντα ετών, απέκτησε τον Καινάν. 10Μετά τη γέννηση του Καινάν ο Ενώς έζησε
οχτακόσια δεκαπέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 11Ο Ενώς έζησε
συνολικά εννιακόσια πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε.
12Όταν ο Καινάν ήταν
εβδομήντα ετών, απέκτησε το Μααλαλεήλ. 13Μετά τη γέννηση του Μααλαλεήλ ο Καινάν
έζησε οχτακόσια σαράντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 14Ο Καινάν έζησε
συνολικά εννιακόσια δέκα χρόνια· έπειτα πέθανε.
15Όταν ο Μααλαλεήλ ήταν
εξήντα πέντε ετών, απέκτησε τον Ιάρεδ. 16Μετά τη γέννηση του Ιάρεδ ο Μααλαλεήλ
έζησε οχτακόσια τριάντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 17Ο Μααλαλεήλ
έζησε συνολικά οχτακόσια ενενήντα πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε.
18Όταν ο Ιάρεδ ήταν
εκατόν εξήντα δύο ετών, απέκτησε τον Ενώχ. 19Μετά τη γέννηση του Ενώχ ο Ιάρεδ
έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 20Ο Ιάρεδ έζησε συνολικά
εννιακόσια εξήντα δύο χρόνια· έπειτα πέθανε.
21Όταν ο Ενώχ ήταν εξήντα
πέντε ετών, απέκτησε το Μαθουσάλα. 22Ο Ενώχ ζούσε θεάρεστα. Μετά τη γέννηση του
Μαθουσάλα έζησε τριακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 23Ο Ενώχ έζησε
συνολικά τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια. 24Έζησε θεάρεστα και εξαφανίστηκε,
γιατί τον παρέλαβε ο Θεός.
25Όταν ο Μαθουσάλα ήταν
εκατόν ογδόντα εφτά ετών, απέκτησε το Λάμεχ. 26Μετά τη γέννηση του Λάμεχ ο
Μαθουσάλα έζησε εφτακόσια ογδόντα δύο χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 27Ο
Μαθουσάλα έζησε συνολικά εννιακόσια εξήντα εννέα χρόνια· έπειτα πέθανε.
28Όταν ο Λάμεχ ήταν
εκατόν ογδόντα δύο ετών, απέκτησε γιο. 29«Αυτός θα μας ανακουφίσει από τα έργα
μας», είπε, «από τον κόπο της χειρωνακτικής δουλειάς κι από τη γη, που την
καταράστηκε ο Κύριος». Και τον ονόμασε Νώε.ιη 30Μετά τη γέννηση του Νώε ο Λάμεχ
έζησε πεντακόσια ενενήντα πέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. 31Ο Λάμεχ
έζησε συνολικά εφτακόσια εβδομήντα εφτά χρόνια· έπειτα πέθανε.
32Όταν ο Νώε ήταν
πεντακοσίων ετών, απέκτησε το Σημ, το Χαμ, και τον Ιάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ 6
Η διαφθορά του ανθρώπινου
γένους
1Όταν άρχισαν οι άνθρωποι
να γίνονται πολλοί πάνω στη γη και απέκτησαν κόρες, 2είδαν οι γιοι του Θεού τις
κόρες των ανθρώπων ότι ήταν όμορφες, και πήραν για γυναίκες τους εκείνες που
τους άρεσαν. 3Τότε είπε ο Κύριος: «Δε θα παραμείνει το ζωοποιό Πνεύμα μου στους
ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί· η ζωή τους θα διαρκεί μόνον εκατόν
είκοσι χρόνια». 4Εκείνο τον καιρό και αργότερα, ζούσαν στη γη οι γίγαντες,
απόγονοι των γιων του Θεού από την ένωσή τους με τις κόρες των ανθρώπων. Αυτοί
οι γίγαντες έζησαν την πανάρχαια εποχή και ήταν άντρες ονομαστοί. 5Όταν ο
Κύριος είδε πόσο είχε αυξηθεί η κακία των ανθρώπων στη γη και ότι όλες τους οι
σκέψεις ήταν πάντα μόνο πονηρές, 6μετάνιωσε που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο
στη γη και λυπήθηκε κατάκαρδα. 7Τότε είπε: «Θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της
γης τους ανθρώπους που δημιούργησα. Ακόμη θα εξαφανίσω όλα τα κτήνη, τα ερπετά
και τα πτηνά του ουρανού. Μετάνιωσα που τα δημιούργησα». 8Ο Νώε όμως ευνοήθηκε
από τον Κύριο.
Ο Νώε κατασκευάζει την
κιβωτό
9Αυτές είναι οι διηγήσεις
για το Νώε:
Ο Νώε ήταν άνθρωπος
δίκαιος και τέλειος ανάμεσα στους συγχρόνους του, ζούσε θεάρεστα, 10και
απέκτησε τρεις γιους: το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ. 11Ο υπόλοιπος κόσμος, όμως,
ζούσε μέσα στη διαφθορά κι οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τη γη με τις αδικίες τους.
12Ο Θεός, όταν είδε τη γη
πως είχε διαφθαρεί, γιατί όλοι είχαν πάρει στραβό δρόμο, 13είπε στο Νώε: «Για
μένα έφτασε το τέλος των ανθρώπων, γιατί γέμισε η γη από τις αδικίες τους. Θα
τους εξαφανίσω, λοιπόν, μαζί με τη γη. 14Εσύ όμως κάνε μια κιβωτό από ξύλα
ρητινοφόρου δέντρου, χώρισέ την σε δωμάτια και άλειψέ την από μέσα και απ’ έξω
με πίσσα. 15Να πώς θα την κατασκευάσεις: Το μήκος της θα είναι τριακόσιοι
πήχεις, το πλάτος της πενήντα πήχεις και το ύψος της τριάντα. 16Θα της βάλεις
στέγη, αφήνοντας ανάμεσα σ’ αυτήν και στην κουπαστή απόσταση ενός πήχεως, και
την πόρτα της θα την τοποθετήσεις στο πλευρό της. Θα κατασκευάσεις ένα
χαμηλότερο όροφο, ένα δεύτερο και έναν τρίτο. 17Κι εγώ θα φέρω κατακλυσμό νερών
για να καταστρέψω κάθε σάρκινο ον, που έχει πνοή ζωής. Καθετί που υπάρχει πάνω
στη γη θα πεθάνει. 18Μ’ εσένα όμως θα συνάψω τη διαθήκη μου· θα μπεις στην
κιβωτό εσύ και μαζί σου οι γιοι σου, η γυναίκα σου και οι γυναίκες των γιων
σου. 19Επίσης μαζί σου στην κιβωτό θα μπουν από ένα ζευγάρι απ’ όλα τα ζώα, όλα
τα όντα, για να επιζήσουν μαζί σου –ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. 20Ένα ζευγάρι
απ’ όλα τα είδη των πτηνών, των κτηνών και των ερπετών της γης θα έρθουν σ’
εσένα στην κιβωτό, για να επιζήσουν. 21Πάρε και κάθε είδους τροφή και
αποθήκευσέ τες μαζί σου, για να τρώτε εσύ κι εκείνα». 22Ο Νώε έκανε ακριβώς όλα
όσα τον διέταξε ο Θεός.
ΓΕΝΕΣΙΣ 7
1Μετά ο Κύριος είπε στο
Νώε: «Μπες στην κιβωτό εσύ και όλη σου η οικογένεια, γιατί μέσα από τούτη τη
γενιά μόνον εσένα βρήκα δίκαιο. 2Μαζί σου πάρε εφτά ζευγάρια από κάθε είδος από
τα καθαρά ζώα κι από ένα ζευγάρι από κάθε είδος από τά μη καθαρά. 3Επίσης από
τα πτηνά πάρε από εφτά ζευγάρια απ’ το κάθε είδος, για να διατηρηθεί το είδος
τους πάνω στη γη. 4Κι εγώ ύστερα από εφτά μέρες θα στείλω βροχή επί σαράντα
μέρες και σαράντα νύχτες, και θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης κάθε
ύπαρξη που δημιούργησα». 5Ο Νώε έκανε όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος.
Ο Κατακλυσμός
6Όταν έγινε ο
κατακλυσμός, ο Νώε ήταν εξακοσίων ετών. 7Μπήκε λοιπόν στην κιβωτό αυτός, και
μαζί του οι γιοι του, η γυναίκα του και οι γυναίκες των γιων του, για να
προστατευτούν από τα νερά. 8Από τα καθαρά και τα μη καθαρά ζώα, από τα πτηνά κι
απ’ όλα τα ερπετά 9ανά δύο, αρσενικό και θηλυκό, μπήκαν μαζί με το Νώε στην
κιβωτό, όπως είχε διατάξει ο Θεός. 10Ύστερα από εφτά μέρες, άρχισαν να πέφτουν
τα νερά του κατακλυσμού στη γη. 11Το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, τη
δέκατη έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα, ξεχύθηκαν από κάτω όλες οι πηγές της
μεγάλης αβύσσου κι από πάνω άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. 12Για σαράντα
μερόνυχτα έβρεχε στη γη. 13Εκείνη ακριβώς την ημέρα μπήκε στην κιβωτό ο Νώε, οι
γιοι του ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ και μαζί τους η γυναίκα του Νώε και οι τρεις
γυναίκες των γιων του. 14Μαζί μ’ αυτούς μπήκαν και όλα τα είδη των θηρίων, των
κτηνών και των ερπετών της γης και όλα τα είδη των πτηνών και των φτερωτών.
15Μπήκαν στην κιβωτό ζευγάρια από κάθε ον που είχε πνοή ζωής, 16αρσενικά και
θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός το Νώε. Μετά την είσοδο και του Νώε ο Κύριος
έκλεισε την κιβωτό πίσω του.
17Σαράντα μέρες κράτησε ο
κατακλυσμός. 18Τα νερά πλήθαιναν και σήκωναν την κιβωτό πάνω από τη γη.
Ανέβαιναν και πλήθαιναν, η κιβωτός όμως επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. 19Τα
νερά συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ και σκέπασαν όλα τα ψηλά βουνά
κάτω από τον ουρανό. 20Έφτασαν δεκαπέντε πήχεις πάνω από τα βουνά και τα
σκέπασαν. 21Κάθε ζωντανή ύπαρξη που εκινείτο πάνω στη γη χάθηκε: τα πτηνά, τα
ζώα, τα άγρια θηρία, τα ερπετά της γης και όλοι οι άνθρωποι. 22Ό,τι ανέπνεε και
βρισκόταν πάνω στη στεριά πέθανε.
23Έτσι ο Θεός εξαφάνισε
κάθε ύπαρξη από την επιφάνεια της γης: τους ανθρώπους, τα ζώα, τα ερπετά και τα
πτηνά του ουρανού. Όλα εξαφανίστηκαν και δεν απέμεινε παρά ο Νώε και ό,τι ήταν
μαζί του μέσα στην κιβωτό. 24Τα νερά έμειναν στη γη για εκατόν πενήντα μέρες.
ΓΕΝΕΣΙΣ 8
Το τέλος του κατακλυσμού
1Ο Θεός όμως δεν είχε
ξεχάσει το Νώε και τα θηρία και τα ζώα που ήταν μαζί του στην κιβωτό· έστειλε
λοιπόν έναν άνεμο στη γη και τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. 2Οι πηγές της
αβύσσου και οι καταρράχτες του ουρανού έκλεισαν και σταμάτησε η βροχή. 3Τα νερά
διαρκώς αποτραβιούνταν από τη γη, και ύστερα από εκατόν πενήντα μέρες είχαν
κατέβει αρκετά. 4Τον έβδομο μήνα, τη δέκατη μέρα, η κιβωτός κάθισε πάνω στην
οροσειρά του Αραράτ. 5Τα νερά διαρκώς υποχωρούσαν ως το δέκατο μήνα. Και την
πρώτη μέρα του δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.
6Ύστερα από σαράντα
μέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο της κιβωτού του, 7κι άφησε ελεύθερο τον κόρακα.
Αυτός πήγαινε κι ερχόταν, ώσπου στέγνωσαν τα νερά πάνω στη γη. 8Στο μεταξύ ο
Νώε άφησε ελεύθερο και το περιστέρι, για να δει αν τα νερά είχαν υποχωρήσει.
9Αλλά το περιστέρι δε βρήκε μέρος να πατήσει το πόδι του, και γύρισε πίσω στην
κιβωτό, γιατί υπήρχαν ακόμα νερά στην επιφάνεια της γης. Ο Νώε άπλωσε το χέρι
του, έπιασε το περιστέρι και το έφερε μέσα στην κιβωτό.
10Περίμενε άλλες εφτά
μέρες κι έστειλε πάλι το περιστέρι από την κιβωτό. 11Εκείνο γύρισε πίσω το
βράδυ, και στο ράμφος του είχε ένα χλωρό φύλλο ελιάς. Έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι η
στάθμη του νερού είχε πια κατέβει αρκετά. 12Περίμενε ακόμη άλλες εφτά μέρες και
ξανάστειλε το περιστέρι, που όμως δε γύρισε πια πίσω.
13Το εξακοσιοστό πρώτο
έτος της ζωής του Νώε, την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα τα νερά είχαν
αποτραβηχτεί για καλά από τη γη. Ο Νώε σήκωσε τη σκεπή της κιβωτού, κοίταξε,
και είδε την επιφάνεια της γης ότι ήταν στεγνή. 14Την εικοστή έβδομη μέρα του
δεύτερου μήνα η γη είχε τελείως στεγνώσει.
15Τότε ο Θεός είπε στο
Νώε: 16«Βγες από την κιβωτό εσύ, και μαζί σου η γυναίκα σου, οι γιοι σου και οι
γυναίκες τους. 17Όλα τα ζώα, τα πτηνά, και τα ερπετά που σέρνονται στο χώμα, ας
βγουν κι αυτά μαζί σου για ν’ αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται και να εξαπλωθούν
πάνω στη γη». 18Βγήκε λοιπόν από την κιβωτό ο Νώε μαζί με τους γιους του, τη
γυναίκα του και τις γυναίκες των γιων του. 19Επίσης βγήκαν και όλα τα θηρία, τα
κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά της γης κατά τα είδη τους.
20Τότε ο Νώε έχτισε ένα
θυσιαστήριο για τον Κύριο και πήρε απ’ όλα τα καθαρά κτήνη και τα καθαρά πτηνά
και τα πρόσφερε θυσία πάνω στο θυσιαστήριο. 21Ο Κύριος δέχτηκε με ευχαρίστηση
τη θυσίαιθ και σκέφτηκε: «Δε θα καταραστώ πια τη γη εξαιτίας του ανθρώπου,
γιατί η σκέψη του είναι πονηρή από τη νεότητά του. Δε θα καταστρέψω πια καμιά
ζωή, όπως έκανα τώρα. 22Στο εξής, όσο θα υπάρχει η γη, δε θα πάψουν να υπάρχουν
σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, καλοκαίρι και χειμώνας, ημέρα και νύχτα».
ΓΕΝΕΣΙΣ 9
Η διαθήκη του Θεού με το
Νώε
1Ο Θεός ευλόγησε το Νώε
και τους γιους του και τους είπε: «Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας
να εξαπλωθούν πάνω στη γη. 2Όλα τα ζώα της γης, τα πτηνά του ουρανού και καθετί
που κινείται πάνω στη γη, καθώς και τα ψάρια της θάλασσας θα σας φοβούνται και
θα σας τρέμουν· έχουν όλα παραδοθεί στην εξουσία σας. 3Κάθε ερπετόκ που έχει
ζωή μπορείτε να το τρώτε. Όλα αυτά σας τα δίνω, όπως σας έχω δώσει και τα χλωρά
χόρτα. 4Μόνο δε θα τρώτε κρέας στο οποίο υπάρχει η ζωή, δηλαδή το αίμα του.
5Αλλά και το δικό σας αίμα, που είναι η ζωή σας, θα το απαιτήσω· θα το ζητήσω
από κάθε ζώο και από κάθε άνθρωπο· για κάθε άνθρωπο, θα ζητήσω τη ζωή του από
το συνάνθρωπό του. 6Όποιος αφαιρέσει τη ζωή άλλου ανθρώπου, κάποιος άλλος θα
του πάρει και τη δική του τη ζωή· γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’
εικόνα του. 7Κι εσείς να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας να
εξαπλωθούν πάνω στη γη».
8Ακόμα ο Θεός είπε στο
Νώε και στους γιους του: 9«Θα συνάψω τώρα τη διαθήκη μου μαζί σας και με τους
απογόνους σας, 10με κάθε ζωντανή ύπαρξη, με όλα τα πτηνά, τα κτήνη και τα θηρία
της γης που βγήκαν μαζί σας από την κιβωτό. 11Η διαθήκη μου είναι να μην
καταστραφεί πια καμιά ύπαρξη με κατακλυσμό. Δε θα ξαναγίνει κατακλυσμός που να
καταστρέψει τη γη. 12Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης μου μαζί σας και με κάθε
ζωντανή ύπαρξη για όλες τις γενιές στο μέλλον: 13Βάζω το τόξο μου στα σύννεφα,
ως σημείο της διαθήκης μου με τη γη. 14Όταν θα συνάζω σύννεφα πάνω από τη γη
και θα παρουσιάζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, 15τότε θα θυμάμαι τη διαθήκη μου
μ’ εσάς και με τα ζώα, και ο κατακλυσμόςκα δε θα καταστρέφει τις ζωντανές
υπάρξεις. 16Όταν λοιπόν θα εμφανίζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, εγώ θα το
βλέπω και θα θυμάμαι την αιώνια διαθήκη μου με τις ζωντανές υπάρξεις πάνω στη
γη. 17Αυτό», είπε ο Θεός στο Νώε, «είναι το σημείο της διαθήκης που συνάπτω
ανάμεσα σ’ εμένα και σε κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στη γη».
Ο Νώε και οι γιοι του
18Οι τρεις γιοι του Νώε,
που βγήκαν από την κιβωτό, ήταν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήταν ο πατέρας
του Χαναάν. 19Από αυτούς τους τρεις γιους του Νώε προήλθαν οι άνθρωποι όλης της
γης.
20Ο Νώε ήταν γεωργός, και
ο πρώτος που άρχισε να φυτεύει αμπέλια. 21Μια μέρα ήπιε πολύ κρασί, μέθυσε και
ξεγυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. 22Ο Χαμ, πατέρας του Χαναάν, όταν είδε τη
γύμνια του πατέρα του, βγήκε έξω και το είπε στους δύο αδερφούς του. 23Τότε, ο
Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα μανδύα, τον έβαλαν στον ώμο τους και με τα πρόσωπα
γυρισμένα αλλού, πήγαν πισωπατώντας και σκέπασαν τη γύμνια του πατέρα τους,
χωρίς να τη δουν. 24Όταν ο Νώε συνήλθε απ’ το μεθύσι και έμαθε τι του είχε
κάνει ο νεότερος γιος του, 25είπε: «Καταραμένος να είναι ο Χαναάν! Χειρότερος
κι από δούλος να γίνει για τ’ αδέρφια του». 26Μετά είπε: «Ευλογημένος να είναι
ο Κύριος, ο Θεός του Σημ! Ο Χαναάν να είναι δούλος του. 27Να αυξήσει ο Θεός το
λαό τού Ιάφεθ!κβ Οι απόγονοί του να κατοικούν μαζί με το λαό του Σημ, κι ο
Χαναάν να είναι δούλος του Ιάφεθ».
28Μετά τον κατακλυσμό, ο
Νώε έζησε τριακόσια πενήντα χρόνια. 29Συνολικά έζησε εννιακόσια πενήντα χρόνια·
έπειτα πέθανε.
ΓΕΝΕΣΙΣ 10
Οι απόγονοι των γιων του
Νώε
(Α΄ Χρ 1,5-23)
1Αυτές είναι οι
γενεαλογίες των γιων του Νώε, δηλαδή του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ, από τους
γιους που αυτοί απέκτησαν μετά τον κατακλυσμό.
2Απόγονοι του Ιάφεθ ήταν
οι Γόμερ, Μαγώγ, Μαδαΐ, Ιαυάν, Τουβάλ, Μεσέχ και Θειράς. 3Απόγονοι του Γόμερ
ήταν οι Ασκενάζ, Ριφάθ και Θωγαρμά. 4Απόγονοι του Ιαυάν ήταν οι Ελισά, Θαρσείς,
Κίτιοι και Δωδανίμ. 5Απ’ αυτούςκγ προήλθαν οι παράκτιοι λαοί σε διάφορες χώρες·
κάθε λαός με την ιδιαίτερη γλώσσα του και τη φυλή του, διαφοροποιήθηκαν σε
έθνη.
6Οι γιοι του Χαμ ήταν ο
Χους, ο Μισραΐμ, ο Φουτ και ο Χαναάν –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. 7Απόγονοι
του Χους ήταν οι λαοί Σεβά, Ευειλά, Σαβτά, Ραγμά και Σαβτεχά· απόγονοι του
Ραγμά ήταν οι λαοί Σεβά και Δεδάν.
8Ο Χους απέκτησε το
Νεμρώδ. Αυτός ήταν ο πρώτος κατακτητής πάνω στη γη. 9Ήταν γενναίος κυνηγός
ενώπιον του Κυρίου. Γι’ αυτό συνηθίζεται να λέγεται: «Γενναίος κυνηγός ενώπιον
του Κυρίου, όπως ο Νεμρώδ». 10Η πρώτη περιοχή της κυριαρχίας του ήταν η Βαβέλ,
η Έρεχ, η Αχάδ και η Χαλνή στη χώρα Σεναάρ. 11Από ’κει έφυγε και πήγε στην
Ασσούρ, όπου έχτισε τη Νινευή, τη Ρεχωβώθ-Είρ, την Κάλαχ 12και τη Ρεσέν,
ανάμεσα στη Νινευή και στη μεγάλη πόλη Κάλαχ.
13Από τον Μισραΐμ
προήλθαν οι λαοί: Λουδίμ, Ανανίμ, Λεεβίμ, Ναφτουχίμ, 14Πατρουσίμ, Κασλουχίμ και
οι Καφθωρίμ, από τους οποίους προήλθαν οι Φιλισταίοι.
15Ο Χαναάν απέκτησε τον
Σιδώνα, που ήταν ο πρωτότοκος, και το Χετταίο –γενάρχες των αντίστοιχων λαών.
16Επιπλέον από το Χαναάν προήλθαν οι Ιεβουσαίοι, οι Αμορραίοι, οι Γεργεσαίοι,
17οι Ευαίοι, οι Αρουκαίοι, οι Ασενναίοι, 18οι Αραδαίοι, οι Σεμαραίοι και οι
Αμαθαίοι. Στη συνέχεια διαχωρίστηκαν οι φυλές των Χαναναίων, 19που τα όριά τους
έφταναν από τη Σιδώνα προς τα Γέραρα ως τη Γάζα, και προς τα Σόδομα και
Γόμορρα, Αδαμά και Σεβωίμ ως τη Λασά.
20Αυτοί ήταν οι γιοι του
Χαμ κατά τις φυλές τους, καθεμιά στις χώρες τους με τις ιδιαίτερες γλώσσες
τους.
21Ο Σημ, ο μεγαλύτερος
αδερφός του Ιάφεθ, είναι ο γενάρχης όλων των Εβραίων. 22Γιοι του Σημ ήταν οι
Αιλάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λουδ και Αράμ –γενάρχες των αντίστοιχων λαών.
23Απόγονοι του Αράμ ήταν οι λαοί Ουτς, Ουλ, Γεθέρ και Μας. 24Ο Αρφαξάδ απέκτησε
το Σελάχ και ο Σελάχ τον Έβερ. 25Ο Έβερ απέκτησε δύο γιους: Ο ένας ονομαζόταν
Πελέγ, επειδή στην εποχή του διαιρέθηκε η ανθρωπότητα, και ο αδερφός του
ονομαζόταν Ιεκτάν.κδ 26Ο Ιεκτάν απέκτησε τον Αλμωδάδ, το Σαλέφ, τον Ασαρμαβέθ,
τον Ιαράχ, 27τον Αδωράμ, τον Ουζάλ, το Δικλά, 28τον Οβάλ, τον Αβιμαήλ, το Σεβά,
29τον Οφείρ, τον Ευειλά και τον Ιωβάβ. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ιεκτάν.
30Κατοικούσαν απ’ τη Μισά ως τη Σεφαρά των ανατολικών ορέων. 31Αυτοί ήταν οι
απόγονοι του Σημ κατά τις φυλές τους, καθεμιά στις χώρες τους, με τις
ιδιαίτερες γλώσσες τους.
32Αυτές είναι οι φυλές
των γιων του Νώε, από τις οποίες προήλθαν οι διάφοροι λαοί. Από αυτούς, μετά
τον κατακλυσμό, εξαπλώθηκαν οι λαοί πάνω στη γη.
ΓΕΝΕΣΙΣ 11
Ο πύργος της Βαβέλ
1Αρχικά οι κάτοικοι της
γης μιλούσαν όλοι μία γλώσσα και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες λέξεις. 2Καθώς
μετακινούνταν από την ανατολή, βρήκαν μια πεδιάδα στη χώρα της Σεναάρ κι
εγκαταστάθηκαν εκεί. 3Τότε είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε να κατασκευάσουμε πλίθρες
και να τις ψήσουμε στη φωτιά». Έτσι για τις οικοδομές άρχισαν να χρησιμοποιούν
πλίθρες αντί για πέτρες και πίσσα αντί για λάσπη. 4Μετά είπαν: «Ελάτε να
χτίσουμε μια πόλη, κι έναν πύργο που η κορφή του να φτάνει στους ουρανούς. Έτσι
θα γίνουμε ονομαστοί και δε θα διασκορπιστούμε πάνω στη γη».
5Κατέβηκε, λοιπόν, ο
Κύριος να δει την πόλη και τον πύργο, που έχτιζαν οι άνθρωποι. 6Και είπε ο
Κύριος: «Τώρα όλοι αυτοί αποτελούν ένα λαό με κοινή γλώσσα· και τούτο ’δω είναι
η αρχή των πράξεών τους. Από ’δω και πέρα τίποτε απ’ όσα θα σκέφτονται να
κάνουν δε θα τους είναι αδύνατο. 7Εμπρός, ας κατεβούμε κι ας επιφέρουμε εκεί σύγχυση
στη γλώσσα τους, ώστε να μην καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλού». 8Έτσι ο
Κύριος τους διασκόρπισε από ’κει σε όλη τη γη και σταμάτησαν να χτίζουν την
πόλη. 9Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Βαβέλ,κε γιατί εκεί ο Κύριος προκάλεσε
σύγχυση στη γλώσσα των ανθρώπων και από ’κει τους διασκόρπισε σε όλη τη γη.
Οι απόγονοι του Σημ
(Α΄ Χρ 1,24-27)
10Αυτές είναι οι
γενεαλογίες του Σημ:
Δυο χρόνια μετά τον
κατακλυσμό, όταν ο Σημ ήταν εκατό ετών, απέκτησε τον Αρφαξάδ. 11Μετά τη γέννηση
του Αρφαξάδ ο Σημ έζησε πεντακόσια χρόνια, και απέκτησε γιους και κόρες.
12Όταν ο Αρφαξάδ ήταν
τριάντα πέντε ετών, απέκτησε το Σαλάχ. 13Μετά τη γέννηση του Σαλάχ ο Αρφαξάδ
έζησε τετρακόσια τρία χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
14Όταν ο Σαλάχ ήταν
τριάντα ετών, απέκτησε τον Έβερ. 15Μετά τη γέννηση του Έβερ ο Σαλάχ έζησε
τετρακόσια τρία χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
16Όταν ο Έβερ ήταν
τριάντα τεσσάρων ετών, απέκτησε τον Πελέγ. 17Μετά τη γέννηση του Πελέγ ο Έβερ
έζησε τετρακόσια τριάντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
18Όταν ο Πελέγ ήταν
τριάντα ετών, απέκτησε το Ρεού. 19Μετά τη γέννηση του Ρεού ο Πελέγ έζησε
διακόσια εννέα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
20Όταν ο Ρεού ήταν
τριάντα δύο ετών, απέκτησε το Σερούγ. 21Μετά τη γέννηση του Σερούγ ο Ρεού έζησε
διακόσια εφτά χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
22Όταν ο Σερούγ ήταν
τριάντα ετών, απέκτησε το Ναχώρ. 23Μετά τη γέννηση του Ναχώρ ο Σερούγ έζησε
διακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
24Όταν ο Ναχώρ ήταν
είκοσι εννέα ετών, απέκτησε το Θάρα. 25Μετά τη γέννηση του Θάρα ο Ναχώρ έζησε
εκατόν δέκα εννέα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες.
26Όταν ο Θάρα ήταν
εβδομήντα ετών, απέκτησε τον Άβραμ, το Ναχώρ και τον Αράν.
27Αυτοί είναι οι απόγονοι
του Θάρα:
Ο Θάρα απέκτησε τον
Άβραμ, το Ναχώρ και τον Αράν και ο Αράν απέκτησε το Λωτ. 28Ο Αράν πέθανε πριν
από το Θάρα, τον πατέρα του, στην πατρίδα του, την Ουρ των Χαλδαίων. 29Ο Άβραμ
και ο Ναχώρ πήραν γυναίκες. Η γυναίκα του Άβραμ λεγόταν Σάρα και του Ναχώρ
Μελχά, κόρη του Αράν, ο οποίος ήταν επίσης πατέρας της Ιεσκά. 30Η Σάρα όμως
ήταν στείρα· δεν είχε παιδιά.
31Ο Θάρα πήρε το γιο του
τον Άβραμ, τον εγγονό του το Λωτ, γιο του Αράν, και τη νύφη του τη Σάρα,
γυναίκα του Άβραμ και τους οδήγησε έξω από την Ουρ των Χαλδαίων, για να πάνε
στη Χαναάν. Έφτασαν όμως μέχρι τη Χαρράν κι εγκαταστάθηκαν εκεί. 32Ο Θάρα έζησε
διακόσια πέντε χρόνια και πέθανε εκεί στη Χαρράν.
ΓΕΝΕΣΙΣ 12
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
(12,1–25,18)
Η κλήση του Άβραμ από το
Θεό
1Ο Κύριος είπε στον
Άβραμ: «Φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου κι από το σπίτι του πατέρα
σου, και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. 2Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο
έθνος και θα σε ευλογήσω. Θα κάνω το όνομά σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία
για τους άλλους. 3Θα ευλογώ όποιον σε ευλογεί και θα καταριέμαι όποιον σε
καταριέται. Μ’ εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης».
4Έτσι ο Άβραμ αναχώρησε
όπως του είπε ο Κύριος και μαζί του πήγε και ο Λωτ. Ήταν εβδομήντα πέντε ετών
όταν έφυγε από τη Χαρράν. 5Μαζί του πήρε τη γυναίκα του τη Σάρα και το Λωτ, γιο
του αδερφού του, όλα τα υπάρχοντά τους που είχαν συγκεντρώσει, καθώς επίσης
τους δούλους και τις δούλες που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν· και έφτασαν στη
Χαναάν.
6Ο Άβραμ διέσχισε τη χώρα
ως την περιοχή της Συχέμ, στη Δρυ Μορέχ. Στη χώρα τότε κατοικούσαν οι
Χαναναίοι. 7Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε: «Αυτήν τη γη θα τη δώσω
στον απόγονό σου». Τότε ο Άβραμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο, που
του φανερώθηκε. 8Από ’κει προχώρησε προς τα βουνά, ανατολικά της Βαιθήλ και
στρατοπέδευσε ανάμεσα στη Βαιθήλ δυτικά, και στη Γαι ανατολικά. Εκεί έχτισε
ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ’ αυτόν. 9Έπειτα συνέχισε
την πορεία του με κατεύθυνση προς νότον.
Ο Άβραμ στην Αίγυπτο
10Εκείνο τον καιρό
ξέσπασε πείνα στη Χαναάν και ο Άβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να μείνει εκεί,
γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. 11Όταν πλησίαζε στην Αίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη
γυναίκα του: «Ξέρω πως είσαι γυναίκα με ωραία εμφάνιση. 12Αν σε δουν οι
Αιγύπτιοι θα καταλάβουν πως είσαι γυναίκα μου. Τότε θα με σκοτώσουν· εσένα όμως
θα σ’ αφήσουν να ζήσεις. 13Να λες λοιπόν ότι είσαι αδερφή μου, για να μου
φερθούν καλά και να μ’ αφήσουνε να ζήσω για χάρη σου».
14Όταν ο Άβραμ έφτασε
στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι είδαν πράγματι ότι η γυναίκα ήταν πάρα πολύ ωραία.
15Την είδαν και οι αυλικοί του Φαραώ, τού την παίνεψαν και την έφεραν στο
ανάκτορό του. 16Για χάρη της Σάρας φέρθηκαν καλά στον Άβραμ, και του έδωσαν
πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια αρσενικά και θηλυκά, δούλους, δούλες, και καμήλες.
17Αλλά ο Κύριος χτύπησε
με μεγάλες συμφορές το Φαραώ και τους αυλικούς του εξαιτίας της Σάρας, της
γυναίκας του Άβραμ. 18Τότε ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ και του είπε: «Τι ήταν αυτό
που μου έκανες! Γιατί δε μου το είπες ότι αυτή είναι γυναίκα σου; 19Γιατί είπες
ότι είναι αδερφή σου, κι εγώ την πήρα γυναίκα μου; Τώρα λοιπόν να η γυναίκα
σου. Πάρ’ την και φύγε». 20Και έδωσε ο Φαραώ διαταγή στους άντρες του να
συνοδέψουν έξω από τη χώρα τον Άβραμ, τη γυναίκα του και όλα όσα είχε.
ΓΕΝΕΣΙΣ 13
Αποχωρισμός Άβραμ και Λωτ
1Ο Άβραμ ανέβηκε από την
Αίγυπτο προς το νότιο τμήμα της Χαναάν, μαζί με τη γυναίκα του και όλα τα
υπάρχοντά του· μαζί του ήταν και ο Λωτ. 2Ο Άβραμ ήταν πάρα πολύ πλούσιος σε
κοπάδια, ασήμι και χρυσάφι. 3Προχώρησε με ενδιάμεσους σταθμούς από τα νότια της
Χαναάν ως τη Βαιθήλ. Ήρθε και στον τόπο όπου είχε κατασκηνώσει την προηγούμενη
φορά, δηλαδή μεταξύ Βαιθήλ και Γαι, 4και είχε χτίσει αρχικά το θυσιαστήριο.
Εκεί ο Άβραμ προσευχήθηκε στον Κύριο.
5Ο Λωτ, που συνόδευε τον
Άβραμ, είχε κι αυτός αποκτήσει πρόβατα, βόδια και σκηνές. 6Η χώρα όμως δεν
επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, γιατί τα υπάρχοντά τους ήταν πάρα
πολλά. 7Οι βοσκοί του Άβραμ μάλωναν με τους βοσκούς του Λωτ. Στη χώρα τότε
κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι.
8Είπε λοιπόν ο Άβραμ στο
Λωτ: «Ας μην υπάρχει διαμάχη ανάμεσά μας κι ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους
βοσκούς σου. Εμείς είμαστε αδέρφια.κς 9Όλη η χώρα είναι στη διάθεσή σου. Ας
χωρίσουμε, λοιπόν. Αν εσύ πας προς τα αριστερά, εγώ θα πάω προς τα δεξιά· κι αν
εσύ πας προς τα δεξιά, εγώ θα πάω προς τα αριστερά».
10Ο Λωτ κοίταξε ολόγυρα
και είδε την κοιλάδα του Ιορδάνη, που ποτιζόταν ολόκληρη μέχρι τη Σηγώρ. Πριν
καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος,
σαν τη χώρα της Αιγύπτου. 11Διάλεξε λοιπόν για τον εαυτό του την κοιλάδα του
Ιορδάνη και μετακόμισε προς τ’ ανατολικά· έτσι χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο.
12Ο Άβραμ έμεινε στη Χαναάν και ο Λωτ έστησε τις σκηνές του ανάμεσα στις πόλεις
της κοιλάδας, κοντά στα Σόδομα. 13Οι άνθρωποι όμως των Σοδόμων ήταν κακοί και
πάρα πολύ αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου.
14Αφού ο Άβραμ είχε
αποχωριστεί από το Λωτ, ο Κύριος του είπε: «Σήκωσε τα μάτια σου και κοίτα ένα
γύρο από τον τόπο που βρίσκεσαι, προς το βορρά και το νότο, προς την ανατολή
και τη δύση. 15Όλη τη χώρα που βλέπεις θα τη δώσω σ’ εσένα και στους απογόνους
σου για πάντα. 16Θα σου δώσω τόσους πολλούς απογόνους σαν τους κόκκους της
σκόνης στη γη. Αν ποτέ κανείς μπορέσει να μετρήσει τους κόκκους της σκόνης πάνω
στη γη, τότε θα είναι δυνατό να μετρηθούν και οι απόγονοί σου. 17Σήκω να
περιδιαβείς τη χώρα σε μάκρος και σε πλάτος, γιατί σ’ εσένα θα τη δώσω». 18Έτσι
ο Άβραμ μάζεψε τις σκηνές του και ήρθε να κατοικήσει κοντά στη Δρυ Μαμβρή, στη
Χεβρών, όπου και έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο.
ΓΕΝΕΣΙΣ 14
Ο Άβραμ ελευθερώνει το
Λωτ
1Εκείνη την εποχή, ο
Αμραφέλ, βασιλιάς της Σεναάρ, ο Αριώχ, βασιλιάς της Ελλασάρ, ο Χοδολλογομέρ,
βασιλιάς της Αιλάμ, και ο Θιδάλ, βασιλιάς των Γκογίμ,κζ 2κήρυξαν τον πόλεμο στο
Βερά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, στο Σινόβ, βασιλιά
της Αδαμά, στο Σεμαίβερ, βασιλιά της Σεβωίμ, κι επίσης στο βασιλιά της Βελά,
δηλαδή της Σηγώρ. 3Όλοι αυτοί οι τελευταίοι συγκεντρώθηκαν στην Κοιλάδα Σιδδίμ,
δηλαδή στη Νεκρά Θάλασσα. 4Δώδεκα χρόνια ήταν υπόδουλοι στο Χοδολλογομέρ, και
το δέκατο τρίτο έτος επαναστάτησαν.
5Το δέκατο τέταρτο έτος,
όμως, ο Χοδολλογομέρ και οι σύμμαχοί του βασιλιάδες ήρθαν και σύντριψαν τους
Ρεφαΐτες στην Ασταρώθ-Καρνάιμ, τους Ζουζίτες κοντά στην Αμ, τους Εμαίους στην
πεδιάδα της Κιριαθάιμ, 6και τους Χορραίους στα βουνά Σηείρ, ως την Ελ-Φαράν,
στην έρημο. 7Έπειτα ξαναγύρισαν στην Αιν-Μισπά,κη δηλαδή στην Κάδης·
κατέστρεψαν όλη τη χώρα των Αμαληκιτών και νίκησαν τους Αμορραίους, που
κατοικούσαν στη Χασεσών-Ταμάρ.
8Τότε οι βασιλιάδες των
Σοδόμων, των Γομόρρων, της Αδαμά, της Σεβωίμ και της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ)
βγήκαν στην Κοιλάδα Σιδδίμ και παρατάχθηκαν για πόλεμο 9εναντίον του
Χοδολλογομέρ βασιλιά της Αιλάμ, του Τιδάλ βασιλιά των Γκογίμ, του Αμραφέλ
βασιλιά της Σεναάρ και του Αριώχ βασιλιά της Ελλασάρ –τέσσερις βασιλιάδες
εναντίον πέντε. 10Αλλά η Κοιλάδα Σιδδίμ είχε πολλούς λάκκους με πίσσα και κατά
την υποχώρησή τους οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων έπεσαν μέσα εκεί·
οι υπόλοιποι έφυγαν προς τα βουνά. 11Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα
Γόμορρα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. 12Πήραν ακόμη αιχμάλωτο τον ανηψιό
του Άβραμ, το Λωτ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και όλα τα υπάρχοντά του, και
έφυγαν.
13Κάποιος όμως που
γλίτωσε, ήρθε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Άβραμ τον Εβραίο. Αυτός κατοικούσε
κοντά στη Δρυ του Μαμβρή του Αμορραίου, αδερφού του Εσκώλ και του Ανέρ, οι
οποίοι ήταν σύμμαχοι του Άβραμ. 14Όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο
συγγενής του, εξόπλισε τριακόσιους δεκαοχτώ από τους υπηρέτες του, που είχαν
γεννηθεί στο σπίτι του, και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες ως τη Δαν. 15Τη
νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους
κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως τη Χοβά, βόρειακθ της Δαμασκού, 16και πήρε πίσω
όλα τους τα λάφυρα. Έφερε πίσω και τον συγγενή του το Λωτ και όλα του τα
υπάρχοντα, μαζί με τις γυναίκες και τους άλλους αιχμαλώτους.
Ο Μελχισεδέκ ευλογεί τον
Άβραμ
17Καθώς ο Άβραμ
επέστρεφε, μετά τη συντριβή του Χοδολλογομέρ και των συμμάχων του βασιλιάδων,
βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων να τον προϋπαντήσει στην Κοιλάδα Σαβέ, που λέγεται
και «Κοιλάδα του Βασιλιά». 18Επίσης και ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, που
ήταν και ιερέας του ύψιστου Θεού, ήρθε κι έφερε στον Άβραμ ψωμί και κρασί.
19Τον ευλόγησε και του είπε: «Ευλογημένος να είσαι, Άβραμ, από τον ύψιστο Θεό,
το δημιουργό του ουρανού και της γης! 20Ευλογημένος να είναι κι ο ύψιστος Θεός,
που παρέδωσε τους εχθρούς σου στην εξουσία σου!» Ο Άβραμ τότε έδωσε στο
Μελχισεδέκ το ένα δέκατο απ’ όλα του τα λάφυρα.
21Ο βασιλιάς των Σοδόμων
είπε στον Άβραμ: «Δώσ’ μου μόνο τους άντρες και κράτησε για τον εαυτό σου τα
λάφυρα». 22Αλλά ο Άβραμ τού απάντησε: «Ορκίζομαι στον Κύριο,λ τον ύψιστο Θεό,
που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη: 23Ούτε μία κλωστή, ούτε ένα κορδόνι από
σανδάλι, τίποτα δε θα κρατήσω απ’ όσα σου ανήκουν, για να μην πεις, “εγώ έκανα
πλούσιο τον Άβραμ”. 24Τίποτα δε θα κρατήσω για τον εαυτό μου, παρά μόνον όσα
έφαγαν οι άντρες μου. Επίσης οι σύμμαχοί μου Ανέρ, Εσκώλ και Μαμβρή θα πάρουν
το μερίδιο τους».
ΓΕΝΕΣΙΣ 15
Η διαθήκη του Θεού με τον
Άβραμ
1Ύστερα απ’ αυτά τα
γεγονότα, ο Κύριος είπε σε όραμα στον Άβραμ: «Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η
ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη».
2Ο Άβραμ απάντησε:
«Δέσποτα Κύριε, τι θα μου δώσεις; Εγώ φεύγω άτεκνος· και κληρονόμοςλα του σπιτιού
μου είναι ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό». 3Και πρόσθεσε: «Αφού δεν μου έδωσες
απογόνους, θα με κληρονομήσει ο δούλος του σπιτιού μου».
4Ο Κύριος του αποκρίθηκε:
«Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου».
5Τον έφερε τότε έξω και του είπε: «Κοίτα τον ουρανό και μέτρα τ’ αστέρια, αν
μπορείς να τα μετρήσεις. Έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοί σου».
6Ο Άβραμ πίστεψε στον
Κύριο και γι’ αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο.
7Του είπε ακόμα: «Εγώ
είμαι ο Κύριος, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη
χώρα για ιδιοκτησία σου». 8Ο Άβραμ ρώτησε: «Δέσποτα Κύριε, πώς θα ξέρω ότι θα
είναι δική μου;» 9Τότε ο Κύριος του είπε: «Φέρε μου ένα δαμάλι τριών ετών κι
ένα κατσίκι τριών ετών, ένα κριάρι τριών ετών, ένα τρυγόνι και ένα περιστέρι».
10Ο Άβραμ έφερε όλα αυτά τα ζώα, τα έκοψε στη μέση και τα έβαλε σε δύο σειρές,
κάθε μισό απέναντι στο άλλο. Μόνο τα πουλιά δεν τα έκοψε στα δύο.λβ 11Πάνω στα
σφαγμένα ζώα άρχισαν να ορμούν αρπακτικά όρνια κι ο Άβραμ τα έδιωχνε.
12Καθώς ο ήλιος άρχισε να
βασιλεύει, ο Άβραμ έπεσε σε βαθύ ύπνο, και τον έπιασε έντονο και φοβερό άγχος.
13Τότε του είπε ο Κύριος: «Να το ξέρεις καλά πως κάποτε οι απόγονοί σου θα πάνε
να ζήσουν σε μια ξένη χώρα. Εκεί θα γίνουν δούλοι και θα τους καταπιέσουν για
τετρακόσια χρόνια.
14»Αλλά εγώ θα τιμωρήσω
το λαό που θα τους υποδουλώσει και τότε θα φύγουν από τη χώρα εκείνη με πλούτη
πολλά. 15Εσύ θα πεθάνεις ειρηνικά σε βαθιά γεράματα και θα ταφείς. 16Όταν
φτάσουν στην τέταρτη γενιά θα επιστρέψουν εδώ, γιατί ως τότε δεν θα έχει ακόμη
ολοκληρωθεί η ανομία των Αμορραίων για να τιμωρηθούν».
17Όταν ο ήλιος βασίλεψε
τελείως κι έπεσε το σκοτάδι, φάνηκε ξαφνικά ένα καμίνι να καπνίζει, και μια
πύρινη φλόγα πέρασε ανάμεσα σ’ εκείνα τα κομμάτια των ζώων. 18Μ’ αυτόν τον
τρόπο ο Κύριος έκανε διαθήκη με τον Άβραμ και του είπε: «Στους απογόνους σου θα
δώσω αυτή τη χώρα, από τον ποταμό της Αιγύπτου μέχρι το μεγάλο ποταμό, δηλαδή
τον Ευφράτη, 19που τώρα την κατοικούν οι Κεναίοι, οι Κενεζαίοι, οι Κεδμωναίοι,
20οι Χετταίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ρεφαΐτες,λγ 21οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι
Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι».
ΓΕΝΕΣΙΣ 16
Η Άγαρ και ο Ισμαήλ
1Η Σάρα, η γυναίκα του
Άβραμ, δεν του γεννούσε παιδιά. Στην υπηρεσία της είχε μια δούλη Αιγύπτια, που
ονομαζόταν Άγαρ. 2Είπε λοιπόν η Σάρα στον Άβραμ: «Ο Κύριος μου στέρησε την
ικανότητα να γεννώ. Πήγαινε, λοιπόν, στη δούλη μου, και ίσως αποκτήσω μέσω
αυτής ένα γιο».λδ Ο Άβραμ άκουσε τα λόγια της Σάρας. 3Έτσι, δέκα χρόνια μετά
την εγκατάστασή του στη Χαναάν, η γυναίκα του η Σάρα του έδωσε την Άγαρ, την
Αιγύπτια δούλη της, για γυναίκα.
4Ο Άβραμ, λοιπόν,
συνευρέθηκε με την Άγαρ κι εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν
έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. 5Τότε είπε η Σάρα στον
Άβραμ: «Εσύ είσαι η αιτία για την προσβολή που μου γίνεται. Εγώ σου έδωσα τη
δούλη μου στην αγκαλιά σου κι εκείνη όταν είδε ότι έμεινε έγκυος άρχισε να με
περιφρονεί. Ο Κύριος ας είναι κριτής ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα». 6Ο Άβραμ
απάντησε στη Σάρα: «Ορίστε η δούλη σου, στη διάθεσή σου. Κάνε της ό,τι σου
αρέσει». Τότε η Σάρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, κι εκείνη έφυγε από
κοντά της.
7Κοντά σε μια νεροπηγή
στην έρημο, στο δρόμο προς τη Σουρ, τη συνάντησε ένας άγγελος του Κυρίου 8και
της είπε: «Άγαρ, δούλη της Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;» Εκείνη
απάντησε: «Έφυγα απ’ την κυρά μου τη Σάρα». 9Ο άγγελος της είπε: «Γύρνα πίσω
στην κυρά σου και υποτάξου σ’ αυτήν». 10Της είπε ακόμα: «Θα σου δώσω τόσους
πολλούς απογόνους, που κανείς δε θα μπορεί να τους μετρήσει. 11Τώρα είσαι
έγκυος· θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ισμαήλ,λε γιατί ο Κύριος άκουσε
τον πόνο σου. 12Αυτός θα είναι άνθρωπος αγροίκος. Θα φέρεται σε όλους με
σκληρότητα και όλοι γύρω του θα του φέρνονται με σκληρότητα· θα ζει χώρια από
τους υπόλοιπους συγγενείς του».
13Η Άγαρ απέδωσε στον
Κύριο που της μιλούσε το όνομα: «Εσύ είσαι ο Ελ-Ροΐ» (ο Θεός που με βλέπει),
επειδή σκέφτηκε: «Είδα άραγε εδώ εκείνον που με βλέπει;» 14Γι’ αυτό και το
πηγάδι εκείνο το ονόμασε «Μπεέρ-Λαχαΐ-Ροΐ», δηλαδή «Πηγάδι του αληθινού Θεού
που με βλέπει» –αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και στη Βαράδ.
15Η Άγαρ γέννησε στον
Άβραμ γιο κι εκείνος τον ονόμασε Ισμαήλ. 16Εκείνη την εποχή ο Άβραμ ήταν
ογδόντα έξι ετών.
ΓΕΝΕΣΙΣ 17
Η περιτομή σημείο της
διαθήκης
1Όταν ο Άβραμ ήταν
ενενήντα εννέα ετών, του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε: «Εγώ είμαι ο
Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας). Να ζεις σύμφωνα με το θέλημά μου και να είσαι
τέλειος. 2Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους».
3Ο Άβραμ έπεσε με το
πρόσωπό του στη γη και ο Θεός τού είπε: 4«Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί
σου: Θα γίνεις πατέρας ενός πλήθους εθνών. 5Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά
Αβραάμ,λς γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. 6Θα κάνω ν’ αποκτήσεις πολλούς
απογόνους και να γίνεις γενάρχης λαών· και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα.
7Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των
απογόνων –διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου.
8Σ’ εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα όπου τώρα κατοικείς σαν ξένος,
όλη τη χώρα της Χαναάν, για αιώνια ιδιοκτησία και θα είμαι Θεός τους».
9Είπε ακόμα ο Θεός στον
Αβραάμ: «Θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες
γενιές των απογόνων σου. 10Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε: Κάθε
αρσενικό παιδί σας θα περιτέμνεται. 11Θα κάνετε την περιτομή, κι αυτή θ’
αποτελεί σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσάς. 12Κάθε παιδί θα
περιτέμνεται την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του. Αυτό ισχύει για κάθε αρσενικό
παιδί σε όλες τις γενιές σας, καθώς και για κάθε δούλο, είτε είναι γεννημένος στο
σπίτι είτε αγορασμένος από ξένους και δεν περιλαμβάνεται στους απογόνους σας.
13Θα πρέπει οπωσδήποτε καθένας που γεννήθηκε στο σπίτι σου ή αγοράστηκε με
χρήματα, να περιτέμνεται. Έτσι η διαθήκη μου θα μαρτυρείται στο σώμα σας,
διαθήκη αιώνια. 14Ο απερίτμητος, δηλαδή αυτός που δε θα έχει κάνει περιτομή, θα
αποκόπτεται από το λαό του, γιατί θα έχει παραβεί τη διαθήκη μου».
Η υπόσχεση του Θεού για
τη Σάρρα
15Έπειτα ο Θεός είπε στον
Αβραάμ: «Η Σάρα η γυναίκα σου δεν θα ονομάζεται πια Σάρα, αλλά Σάρρα.λζ 16Θα
την ευλογήσω και θα σου δώσω γιο απ’ αυτήν. Θα την ευλογήσω και θα προέλθουν
απ’ αυτήν λαοί και βασιλιάδες λαών».
17Τότε ο Αβραάμ έσκυψε το
πρόσωπο και γέλασε, γιατί σκέφτηκε: «Είναι δυνατόν ένας άντρας εκατό χρονών ν’
αποκτήσει γιο, και η Σάρρα, ενενήντα χρονών, να γεννήσει;» 18Και είπε στο Θεό:
«Μακάρι ν’ αφήσεις να ζήσει ο Ισμαήλ!»
19Αλλά ο Θεός απάντησε:
«Και όμως, η Σάρρα η γυναίκα σου θα σου γεννήσει γιο και θα τον ονομάσεις
Ισαάκ.λη Μ’ αυτόν θα συνάψω τη διαθήκη μου και με τους απογόνους του, διαθήκη
αιώνια. 20Σχετικά με τον Ισμαήλ σε άκουσα. Θα τον ευλογήσω, και θα του δώσω
αμέτρητα παιδιά και απογόνους. Δώδεκα ηγεμόνες θα προέλθουν απ’ αυτόν· θα τον
κάνω μεγάλο έθνος. 21Τη διαθήκη μου όμως θα τη συνάψω με τον Ισαάκ, που θα σου
γεννήσει η Σάρρα, του χρόνου τέτοιον καιρό». 22Όταν ο Θεός τελείωσε τη
συνομιλία με τον Αβραάμ έφυγε απ’ αυτόν.
23Την ίδια εκείνη μέρα, ο
Αβραάμ έκανε περιτομή στο γιο του τον Ισμαήλ και σε κάθε αρσενικό από το
προσωπικό του, δηλαδή στους δούλους που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του και σ’
εκείνους που τους είχε αποκτήσει με χρήματα, όπως του είπε ο Θεός. 24Ο Αβραάμ
ήταν ενενήντα εννέα ετών όταν έκανε περιτομή στον εαυτό του, 25κι ο γιος του ο
Ισμαήλ δεκατριών. 26Την ίδια εκείνη μέρα, λοιπόν, περιτμήθηκαν ο Αβραάμ και ο
γιος του ο Ισμαήλ, 27μαζί και όλοι οι υπηρέτες του σπιτιού του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 18
Η επαγγελία για τη
γέννηση του Ισαάκ
1Ο Κύριος παρουσιάστηκε
στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του
κατά το μεσημέρι.
2Σήκωσε τα μάτια του και
είδε τρεις άντρες να στέκονται απέναντί του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει
και τους προσκύνησε ως τη γη. 3«Κύριέ μου», είπε, «αν έχω την εύνοιά σου, μην
προσπεράσεις το δούλο σου. 4Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και
μετά μπορείτε ν’ αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. 5Θα φέρω και λίγο ψωμί να
πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε. Περάστε λοιπόν από το δούλο
σας». Εκείνοι απάντησαν: «Κάνε όπως είπες». 6Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και
είπε στη Σάρρα: «Πάρε γρήγορα τρεις γαβάθες αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσέ το και κάνε
πίττες». 7Μετά έτρεξε στα βόδια, πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε
στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. 8Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και
το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άντρες. Αυτός στεκόταν
απέναντί τους κάτω από τα δέντρα κι εκείνοι έτρωγαν.
9Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ:
«Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;» Αυτός απάντησε: «Εκεί, στη σκηνή». 10Κι ο
Κύριος είπε: «Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα
έχει γιο».
Η Σάρρα τα άκουγε όλα
αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. 11Ο Αβραάμ και η
Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. 12Η
Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατό να έχω
ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας». 13Αλλά ο Κύριος είπε στον
Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που
γέρασε; 14Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα
από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο». 15Η Σάρρα αρνήθηκε
και είπε: «Δε γέλασα» –γιατί φοβήθηκε. Αλλά κείνος της είπε: «Κι όμως,
γέλασες».λθ
Ο Αβραάμ μεσολαβεί για τα
Σόδομα
16Από ’κει οι άντρες
έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους
κατευοδώσει. 17Τότε ο Κύριος είπε: «Είναι σωστό να κρύψω από τον Αβραάμ αυτό
που πρόκειται να πράξω; 18Ένα μεγάλο και ισχυρό έθνος θα προέλθει, λοιπόν, από
τον Αβραάμ και στο πρόσωπό του θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. 19Αυτόν
διάλεξα για να διατάξει τους γιους του και τους απογόνους του ν’ ακολουθούν το
δρόμο του Κυρίου, να κάνουν το σωστό και το δίκαιο, ώστε ο Κύριος να
πραγματοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον Αβραάμ».
20Είπε λοιπόν ο Κύριος:
«Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους
είναι πολύ βαριά. 21θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι
διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». 22Οι δύο από τους άντρες έφυγαν από ’κει και
κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.
23Πλησίασε τότε ο Αβραάμ
και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; 24Ίσως
υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα
συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν;
25Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους κι αμαρτωλούς
μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν
πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;»
26Ο Κύριος απάντησε: «Αν
βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους, θα συγχωρήσω για χάρη τους ολόκληρη
την περιοχή».
27Ο Αβραάμ αποκρίθηκε:
«Συγχώρησέ με, Κύριέ μου, που τολμώ να σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη.
28Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε· θα καταστρέψεις
εξαιτίας τών πέντε όλη την πόλη;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα την καταστρέψω αν
βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους».
29Ο Αβραάμ συνέχισε:
«Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα». Ο Κύριος απάντησε: «Για χάρη των σαράντα
δε θα κάνω τίποτα».
30Ο Αβραάμ ξαναμίλησε:
«Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω πάλι: Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα
δίκαιοι». Κι ο Κύριος απάντησε: «Δε θα κάνω τίποτα αν βρω εκεί τριάντα».
31Ο Αβραάμ επέμεινε:
«Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριό μου, ας πω κάτι ακόμα: Αν βρεθούν εκεί
είκοσι;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι».
32Ο Αβραάμ επανήλθε: «Μη
θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω για μια φορά ακόμα: Ίσως βρεθούν εκεί
δέκα δίκαιοι». Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη, για χάρη των
δέκα».
33Μόλις ο Κύριος τελείωσε
τη συνομιλία του με τον Αβραάμ έφυγε· κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 19
Η καταστροφή των Σοδόμων
και των Γομόρρων
1Οι δύο άγγελοι έφτασαν
στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στην πύλη της πόλης. Μόλις τους είδε,
σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε, πέφτοντας με το πρόσωπο στη
γη. 2«Παρακαλώ, κύριοί μου», τους είπε, «ελάτε στο σπίτι του δούλου σας να
περάσετε τη νύχτα. Να πλύνετε τα πόδια σας, και το πρωί σηκώνεστε και
συνεχίζετε το δρόμο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Όχι, θα περάσουμε τη νύχτα έξω».
3Ο Λωτ όμως επέμενε κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του και πήγαν σπίτι του.
Τους ετοίμασε δείπνο, έψησε άζυμα ψωμιά και έφαγαν.
4Πριν όμως κοιμηθούν, οι
άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός
πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. 5Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού
είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να
συνευρεθούμε μαζί τους!»
6Τότε ο Λωτ βγήκε έξω να
τους μιλήσει κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. 7«Σας παρακαλώ αδέρφια μου», τους
έλεγε, «μην κάνετε κανένα κακό. 8Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει
άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ό,τι σας αρέσει. Μόνο στους
ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε· είναι φιλοξενούμενοί μου κι ήρθαν να
προστατευτούν στο σπίτι μου». 9Εκείνοι όμως φώναζαν: «Φύγε από ’κει!» Και
μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου
κάνουμε χειρότερα απ’ ό,τι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ
προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα. 10Τότε οι φιλοξενούμενοι άπλωσαν το χέρι
τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. 11Και τύφλωσαν
όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να
βρουν την πόρτα του σπιτιού.
12Είπαν τότε οι δυο
άντρες στο Λωτ: «Ποιον άλλον έχεις εδώ; Το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις
κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη πάρ’ τους από δωπέρα, 13γιατί θα
καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο
ενάντια στους κατοίκους της περιοχής κι ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε
τα Σόδομα». 14Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να
παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από δωπέρα
γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς
του.
15Όταν ξημέρωσε, οι
άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο
σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της
πόλης». 16Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη
γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους
λυπήθηκε ο Κύριος.
17Καθώς τους έβγαζαν έξω,
είπε ο ένας: «Φύγε, για να σώσεις τη ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη
σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην
καταστραφείς». 18Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, μην το κάνεις
αυτό! 19Ξέρω πως ευεργετήθηκα από σένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου
έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό
και θα πεθάνω. 20Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν.
Είναι αρκετά ασήμαντημ και θα είμαι ασφαλής εκεί».
21Ο Κύριος του είπε: «Θ’
ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. 22Τρέξε να
καταφύγεις σ’ αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί».
Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ.μα
23Είχε ανατείλει ο ήλιος
όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. 24Τότε ο Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά
στα Σόδομα και στα Γόμορρα εκ μέρους του Κυρίου, από τον ουρανό. 25Οι πόλεις
εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της
καταστράφηκαν. 26Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος.
27Το άλλο πρωί, σηκώθηκε ο Αβραάμ και πήγε στον τόπο όπου είχε συναντηθεί με το
Θεό. 28Κοίταξε προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και σ’ όλη τη γύρω περιοχή και
είδε ν’ ανεβαίνει από τη γη καπνός, σαν να ήταν καπνός από καμίνι. 29Όταν ο
Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον
Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή.
Η καταγωγή των Μωαβιτών
και των Αμμωνιτών
30Ο Λωτ φοβόταν να μείνει
στη Σηγώρ. Γι’ αυτό έφυγε από ’κει και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί
με τις δύο κόρες του. 31Μια μέρα, η μεγαλύτερη κόρη είπε στη μικρότερη: «Ο
πατέρας μας γέρασε και δεν υπάρχει στην περιοχή άντρας να συνευρεθεί μαζί μας,
όπως γίνεται σ’ όλον τον κόσμο. 32Έλα να μεθύσουμε τον πατέρα μας με κρασί και
να πλαγιάσουμε μαζί του για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν».
33Μέθυσαν λοιπόν τον
πατέρα τους με κρασί εκείνη τη νύχτα, και πήγε η μεγαλύτερη και κοιμήθηκε μαζί
του. Εκείνος όμως δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε. 34Την
άλλη μέρα η μεγάλη κόρη είπε στη μικρή: «Χτες βράδυ πλάγιασα εγώ με τον πατέρα
μας. Έλα να τον μεθύσουμε κι απόψε και μετά πήγαινε να κοιμηθείς κι εσύ μαζί
του, για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν». 35Μέθυσαν λοιπόν και εκείνη τη νύχτα
τον πατέρα τους και πήγε η μικρότερη και πλάγιασε μαζί του. Αλλά και πάλι
εκείνος δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε.
36Έτσι οι δύο κόρες του
Λωτ έμειναν έγκυοι από τον πατέρα τους. 37Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον
ονόμασε Μωάβ.μβ Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών Μωαβιτών. 38Γέννησε κι η
μικρότερη γιο και τον ονόμασε Βεν-Αμμί.μγ Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών
Αμμωνιτών.
ΓΕΝΕΣΙΣ 20
Αβραάμ και Αβιμέλεχ
1Ο Αβραάμ αναχώρησε από
’κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε ανάμεσα στην Κάδης και στη Σουρ,
κατοικώντας ως ξένος στα Γέραρα. 2Εκεί έλεγε για τη γυναίκα του τη Σάρρα ότι
ήταν αδερφή του. Έτσι, ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη
Σάρρα στο παλάτι του. 3Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρό του και
του είπε: «Πρόσεξε, θα πεθάνεις εξαιτίας της γυναίκας που πήρες, γιατί αυτή
είναι γυναίκα άλλου».
4Ο Αβιμέλεχ όμως δεν είχε
ακόμα πλησιάσει τη Σάρρα, και είπε: «Κύριε, μη με θανατώσεις δίκαιο άνθρωπο! 5Ο
ίδιος ο Αβραάμ μού είπε ότι είναι αδερφή του, κι αυτή η ίδια με βεβαίωσε ότι
αυτός είναι αδερφός της. Εγώ ό,τι έκανα το έκανα με καλή πρόθεση· δεν έπραξα
τίποτε κακό».
6Τότε ο Θεός τού είπε,
στο όνειρό του πάντα: «Το ξέρω κι εγώ ότι το έκανες με καλή πρόθεση· γι’ αυτό
και σε προφύλαξα από του να αμαρτήσεις ενώπιόν μου, και δε σε άφησα να την
αγγίξεις. 7Τώρα λοιπόν δώσε πίσω τη γυναίκα αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι
προφήτης· θα προσευχηθεί για σένα και θα ζήσεις. Αν όμως δεν του την
επιστρέψεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις εσύ και όλοι οι δικοί σου».
8Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε
νωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τους αξιωματούχους του και τους ανακοίνωσε τα
συμβάντα. Όλοι τους φοβήθηκαν πολύ. 9Έπειτα κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: «Τι
μας έκανες! Τι σου έφταιξα εγώ, και έφερες σ’ εμένα και στο βασίλειό μου μια
τόσο μεγάλη αμαρτία; Μου έκανες κάτι, που δεν επιτρέπεται να κάνει κανείς.
10Πού απέβλεπες όταν έκανες αυτό το πράγμα;»
11Ο Αβραάμ απάντησε:
«Σκέφτηκα απλώς ότι δεν υπάρχει καθόλου φόβος Θεού σ’ αυτόν τον τόπο, και θα με
σκότωναν εξαιτίας της γυναίκας μου. 12Κι έπειτα είναι πράγματι αδερφή μου·
είναι κόρη του πατέρα μου, όχι όμως και της μάνας μου. Γι’ αυτό και έγινε
γυναίκα μου. 13Όταν ο Θεός με οδήγησε μακριά από την πατρίδα μου στην ξενητειά,
τής είπα: “Έτσι θα δείξεις την αγάπη σου σ’ εμένα: σε κάθε τόπο που θα πηγαίνουμε,
θα λες για μένα ότι είμαι αδερφός σου”».
14Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε
πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε στον Αβραάμ. Μαζί τού έδωσε
πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του. 15Και του είπε ο Αβιμέλεχ: «Όλη η χώρα είναι
μπροστά σου. Μείνε όπου σου αρέσει». 16Και στη Σάρρα είπε: «Δίνω στον αδερφό
σου χίλια αργύρια. Αυτά θα αποτελούν απόδειξη για όλους τους δικούς σου, που θα
βεβαιώνει σε όλους την αθωότητά σου».μδ
17Τότε ο Αβραάμ
προσευχήθηκε για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε από την ποινή. Επίσης
θεράπευσε τη γυναίκα του και τις δούλες του και μπορούσαν πάλι να γεννούν·
18γιατί εξαιτίας του περιστατικού με τη Σάρρα, τη γυναίκα του Αβραάμ, ο Κύριος
είχε κάνει ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι του Αβιμέλεχ να μην μπορεί να
γεννήσει.
ΓΕΝΕΣΙΣ 21
Η γέννηση του Ισαάκ
1Ο Κύριος φρόντισε για τη
Σάρρα, όπως είχε πει, και έκανε γι’ αυτήν ό,τι είχε υποσχεθεί. 2Έτσι η Σάρρα
έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, το χρόνο που
του είχε ορίσει ο Θεός. 3Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ,
4και μετά από οκτώ μέρες τού έκανε περιτομή, όπως τον είχε διατάξει ο Θεός.
5Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών
όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο γιος του. 6Και είπε η Σάρρα: «Περίγελωμε μ’ έκανε ο
Θεός. Όποιος ακούει ότι έκανα γιο θα γελάει μ’ εμένα!» 7Και συνέχισε: «Ποιος να
το ’λεγε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά! Στα γηρατειά του του γέννησα
παιδί».
8Το παιδί μεγάλωσε και
ήρθε η μέρα να το απογαλακτίσουν κι ο Αβραάμ έκανε μεγάλο δείπνο την ημέρα
εκείνη.
Εκδίωξη της Άγαρ και του
Ισμαήλ
9Μια μέρα η Σάρρα είδε το
γιο που γέννησε στον Αβραάμ η Άγαρ, η Αιγύπτια, να παίζει.μς 10Και είπε στον
Αβραάμ: «Διώξε αυτή τη δούλα και το παιδί της, γιατί το παιδί αυτηνής δεν
πρέπει να κληρονομήσει μαζί με το γιο μου, τον Ισαάκ».
11Τα λόγια αυτά για το
γιο του δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ. 12Αλλά ο Θεός τού είπε: «Μη λυπάσαι για
το παιδί και τη δούλη σου. Κάνε ό,τι σου λέει η Σάρρα, γιατί από τον Ισαάκ θ’
αποκτήσεις τους απογόνους σου. 13Αλλά και από το γιο της δούλης θα κάνω ένα
λαό· γιος σου είναι κι εκείνος».
14Την άλλη μέρα σηκώθηκε
ο Αβραάμ, πήρε ψωμί κι ένα ασκί νερό και τα έδωσε στην Άγαρ. Έβαλε στους ώμους
της το παιδί και την έδιωξε. Εκείνη έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της
Βέερ-Σεβά. 15Όταν το νερό από το ασκί τελείωσε, έριξε το παιδί κάτω από ένα
θάμνο 16κι εκείνη πήγε και κάθισε αντίκρυ σε απόσταση βολής τόξου, γιατί δεν
μπορούσε να βλέπει το παιδί της να πεθαίνει. Καθόταν, λοιπόν, εκεί και έκλαιγε
με γοερές κραυγές.
17Ο Θεός όμως άκουσε τις
φωνές του παιδιού, κι ένας άγγελος Θεού φώναξε στην Άγαρ από τον ουρανό και της
είπε: «Τι σου συμβαίνει Άγαρ; Μη φοβάσαι! Ο Θεός άκουσε το παιδί σου που
φωνάζει πέρα ’κει. 18Σήκω, πάρε το παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά σου, γιατί
απ’ αυτό θα κάνω ένα μεγάλο λαό».
19Τότε ο Θεός τής άνοιξε
τα μάτια και είδε ένα πηγάδι με νερό. Πήγε και γέμισε το ασκί της νερό, και
έδωσε στο παιδί να πιει. 20Ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί. Όταν μεγάλωσε πήγε κι
έζησε στην έρημο και έγινε τοξότης. 21Εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και η μάνα
του του διάλεξε γυναίκα μια από την Αίγυπτο.
Συμφωνία μεταξύ Αβραάμ
και Αβιμέλεχ
22Εκείνη την εποχή, ο
Αβιμέλεχ κι ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ είπαν στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί
σου ό,τι κι αν επιχειρείς. 23Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα
εξαπατήσεις ποτέ ούτε εμένα ούτε τα παιδιά μου ούτε τους απογόνους μου. Τη
φιλία που σου έδειξα εγώ, την ίδια θα δείξεις κι εσύ σ’ εμένα και σ’ αυτή τη
χώρα, όπου έχεις εγκατασταθεί ως ξένος».
24Ο Αβραάμ απάντησε: «Σου
το υπόσχομαι με όρκο». 25Ο Αβραάμ όμως παραπονέθηκε στον Αβιμέχελ για το πηγάδι
με το νερό που οι δούλοι του Αβιμέχελ το είχαν πάρει με τη βία. 26Εκείνος
απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος το έκανε αυτό· ούτε εσύ μου ανέφερες ποτέ κάτι τέτοιο
ούτε εγώ άκουσα τίποτα μέχρι σήμερα».
27Τότε ο Αβραάμ πήρε
πρόβατα και βόδια, τα έδωσε στον Αβιμέλεχ και έκαναν οι δυο τους συμφωνία. 28Ο
Αβραάμ ξεχώρισε εφτά θηλυκά αρνιά. 29«Τι σημαίνουν αυτά τα εφτά αρνιά, που
ξεχωρίζεις;» τον ρώτησε ο Αβιμέλεχ. 30Εκείνος του απάντησε: «Θα πάρεις αυτά τα
εφτά αρνιά από μένα, ως απόδειξη ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». 31Έτσι ονόμασαν
τον τόπο εκείνο Βέερ-Σεβά,μζ γιατί εκεί ορκίστηκαν οι δυο τους. 32Αφού έκαναν
τη συμφωνία τους εκεί, ο Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ επέστρεψαν
στη χώρα των Φιλισταίων. 33Ο Αβραάμ φύτεψε στη Βέερ-Σεβά ένα κυπαρίσσι και
προσευχήθηκε εκεί στον Κύριο, τον αιώνιο Θεό. 34Και έμεινε σαν ξένος στη χώρα
των Φιλισταίων για πολύν καιρό.
ΓΕΝΕΣΙΣ 22
Η θυσία του Ισαάκ
1Ύστερα από τα γεγονότα
αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Αβραάμ και του είπε: «Αβραάμ!» Εκείνος απάντησε:
«Ορίστε». 2«Πάρε το γιο σου», του λέει ο Θεός, «το μονογενή, που τον αγαπάς,
τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη χώρα Μοριά,μη σ’ ένα από τα βουνά
που εγώ θα σου δείξω».
3Ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς
το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδουράκι του και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του
και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο
που του είπε ο Θεός. 4Την τρίτη μέρα κοίταξε πέρα και είδε τον τόπο από μακριά.
5Τότε είπε στους δούλους του: «Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το
παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε».
6Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα
της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη
φωτιά και το μαχαίρι, και βάδιζαν οι δυο μαζί. 7Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον
πατέρα του: «Πατέρα μου». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Ορίστε, παιδί μου». «Έχουμε
τη φωτιά και τα ξύλα», είπε το παιδί, «αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;» 8Ο
Αβραάμ αποκρίθηκε: «Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου». Και
συνέχισαν το δρόμο τους.
9Όταν έφτασαν στον τόπο
που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα
ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα
ξύλα. 10Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί
του. 11Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τού φώναξε από τον ουρανό και του είπε:
«Αβραάμ, Αβραάμ!» Κι εκείνος απάντησε: «Ορίστε». 12Και του είπε: «Μην απλώσεις
χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό
και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου».
13Ο Αβραάμ κοίταξε
τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ’ ένα θάμνο. Έτρεξε, το
πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. 14Τον τόπο εκείνο ο Αβραάμ τον ονόμασε
Γιαχβέ-Ιερέ,μθ γι’ αυτό μέχρι σήμερα λέγεται: «Σ’ αυτό το βουνό παρουσιάστηκε ο
Κύριος».
15Ο άγγελος του Κυρίου
φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό 16και του είπε: «Εγώ ο
Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου
αρνήθηκες το μοναχογιό σου, 17θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω
αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι
στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονός σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών
του. 18Με τον απόγονό σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες
στην εντολή μου».
19Μετά ο Αβραάμ γύρισε
στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Βέερ-Σεβά, κι ο Αβραάμ
εγκαταστάθηκε εκεί.
Οι απόγονοι του Ναχώρ
20Ύστερα από τα γεγονότα
αυτά, αναγγέλθηκε στον Αβραάμ ότι και η Μελχά γέννησε γιους στο Ναχώρ τον
αδερφό του: 21Τον Ουτς, που ήταν πρωτότοκος, τον αδερφό του το Βουζ και τον
Κεμουήλ, γενάρχη των Αραμαίων, 22τον Κέσεδ, τον Αζό, τον Πιλδάς, τον Ιδλάφ και
το Βεθουήλ. 23Ο Βεθουήλ απέκτησε τη Ρεβέκκα. Αυτούς τους οκτώ γιους γέννησε η
Μελχά στο Ναχώρ, τον αδερφό τού Αβραάμ. 24Αλλά και μια παλλακίδα του, η Ρεουμά,
γέννησε κι αυτή τον Τεβάχ, το Γαχάμ, τον Ταχάς και το Μααχά.
ΓΕΝΕΣΙΣ 23
Θάνατος και ταφή της
Σάρρας
1Η Σάρρα έζησε εκατόν
είκοσι εφτά χρόνια 2και πέθανε στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή στη Χεβρών, στη Χαναάν.
Ο Αβραάμ ήρθε να κάνει επικήδειο θρήνο για τη γυναίκα του και να την πενθήσει
εκεί. 3Ύστερα έφυγε από τον τόπο όπου κειτόταν η νεκρή του και μίλησε στους
Χετταίους: 4«Εγώ είμαι ένας ξένος, πάροικος ανάμεσά σας. Δώστε μου έναν
ιδιόκτητο τάφο εδώ κοντά σας για να θάψω τη νεκρή μου».
5Οι Χετταίοι τού αποκρίθηκαν:
6«Άκουσέ μας, κύριε: Εμείς σε θεωρούμε άρχοντα ευνοημένο απ’ το Θεό. Θάψε τη
νεκρή σου στον καλύτερο τάφο που έχουμε. Κανείς από μας δε θα σου αρνηθεί τον
τάφο του για να θάψεις τη νεκρή σου».
7Ο Αβραάμ σηκώθηκε,
προσκύνησε το λαό της χώρας, τους Χετταίους, 8και τους είπε: «Αν θέλετε να θάψω
τη νεκρή μου, ακούστε με και παρακαλέστε για χάρη μου τον Εφρών γιο του Σωχάρ
9να μου δώσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ’ αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του
αγρού του· ας μου το πουλήσει στην πραγματική του αξία εδώ μπροστά σας, για
ιδιόκτητο τάφο».
10Ο Εφρών βρισκόταν μαζί
με άλλους Χετταίους στην πύλη της πόλης. Αποκρίθηκε λοιπόν στον Αβραάμ για να
τον ακούσουν όλοι όσοι περνούσαν από ’κει: 11«Όχι, κύριε μου! Άκουσέ με: Σου
χαρίζω τον αγρό, σου χαρίζω και το σπήλαιο που βρίσκεται σ’ αυτόν. Σου τα
χαρίζω με μάρτυρες τους ομοεθνείς μου. Μπορείς να θάψεις τη νεκρή σου».
12Τότε ο Αβραάμ
προσκύνησε πάλι τους Χετταίους 13και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι:
«Αν θέλεις, άκουσέ με: Εννοώ να σου πληρώσω την αξία του αγρού. Δέξου από μένα
το τίμημα και θα θάψω τη νεκρή μου εκεί». 14Ο Εφρών απάντησε στον Αβραάμ:
15«Κύριέ μου, άκουσέ με: Η γη αξίζει τετρακόσιους ασημένιους σίκλους· αλλά τι
σημασία έχει αυτό για μένα και για σένα; Θάψε τη νεκρή σου».
16Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε
με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει
παρουσία των Χετταίων: τετρακόσιους ασημένιους σίκλους, με βάση το ζύγι που
χρησιμοποιούσαν οι έμποροι μεταξύ τους. 17Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά,ν
απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ’
αυτόν σε όλη του την έκταση, 18περιήλθε στην ιδιοκτησία του Αβραάμ. Το δικαίωμά
του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην
πύλη της πόλης.
19Έπειτα απ’ αυτά, ο
Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά απέναντι
από τη Μαμβρή, δηλαδή τη Χεβρών, στη Χαναάν. 20Έτσι ο αγρός μαζί με το σπήλαιο,
περιήλθε από τους Χετταίους στην ιδιοκτησία του Αβραάμ, ως ιδιόκτητος τάφος.
ΓΕΝΕΣΙΣ 24
Ο γάμος του Ισαάκ και της
Ρεβέκκας
1Ο Αβραάμ τώρα είχε
φτάσει σε βαθιά γεράματα και ο Κύριος τον είχε ευλογήσει σε όλα. 2Μια μέρα, ο
Αβραάμ είπε στον πιο ηλικιωμένο δούλο του σπιτιού του, που διαχειριζόταν την
περιουσία του: «Βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μου,να 3και ορκίσου στον
Κύριο, το Θεό του ουρανού και της γης, ότι δε θα πάρεις για το γιο μου τον
Ισαάκ γυναίκα από τις θυγατέρες των Χαναναίων, που εδώ ανάμεσά τους κατοικώ,
4αλλά θα πας στη χώρα μου και στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο
μου».
5Ο δούλος τού είπε: «Ίσως
η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Θα πρέπει τότε
να πάω το γιο σου στη χώρα απ’ όπου έφυγες;» 6«Πρόσεξε», του είπε ο Αβραάμ, «να
μην πας το γιο μου εκεί! 7Ο Κύριος, ο Θεός του ουρανού, που με πήρε από το
σπίτι του πατέρα μου, από την πατρίδα μου, που μου μίλησε και μου ορκίστηκε ότι
θα δώσει στους απογόνους μου αυτή τη χώρα, αυτός θα στείλει τον άγγελό του
μπροστά σου, ώστε να μπορέσεις να πάρεις από ’κει γυναίκα για το γιο μου. 8Κι
αν η γυναίκα δε θελήσει να σε ακολουθήσει, τότε είσαι ελεύθερος από τον όρκο
σου. Αλλά το γιο μου σε καμιά περίπτωση δε θα τον πας εκεί».
9Ο δούλος έβαλε το χέρι
του κάτω απ’ το μηρό του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ορκίστηκε γι’ αυτό το
θέμα. 10Μετά πήρε δέκα από τις καμήλες του κυρίου του και διάφορα δώρα από τα
αγαθά του σπιτιού, κι έφυγε να πάει στη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε
ο Ναχώρ. 11Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να
ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι· ήταν η ώρα που έρχονταν οι γυναίκες για να
πάρουν νερό. 12Και προσευχήθηκε: «Κύριε, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε,
«βοήθησέ με σήμερα, και δείξε την εύνοιά σου στον κύριό μου. 13Εγώ θα σταθώ
κοντά στην πηγή του νερού, όπου οι θυγατέρες των κατοίκων της πόλης έρχονται να
πάρουν νερό. 14Θα πω σε μια κόρη: “κατέβασέ μου τη στάμνα σου να πιω”. Αν
εκείνη μου αποκριθεί: “πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, τότε θα
καταλάβω ότι αυτή θα είναι που προόρισες για το δούλο σου τον Ισαάκ. Έτσι θα
ξέρω ότι έδειξες την εύνοιά σου στον κύριό μου».
15Δεν είχε ακόμα
τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βεθουήλ, γιου της
Μελχά, γυναίκας του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο.
16Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και παρθένα· κανένας άντρας δεν την
είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε. 17Τότε
έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησέ με να πιω λίγο νερό απ’
το σταμνί σου». 18Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριέ μου». Και πρόθυμα κατέβασε το
σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. 19Όταν πια είχε πιει αρκετά, του
είπε: «Θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». 20Έτρεξε,
άδειασε το σταμνί της στην ποτίστρα, και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για
όλες τις καμήλες. 21Ο άνθρωπος την κοιτούσε σιωπηλός και με προσοχή, για να
διακρίνει αν ο Κύριος είχε φέρει σε αίσιο τέλος το ταξίδι του ή όχι. 22Όταν
ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου,
και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. 23Και τη
ρώτησε: «Πες μου, ποιανού κόρη είσ’ εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου
για να διανυκτερεύσουμε απόψε;»
24Εκείνη απάντησε: «Εγώ
είμαι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. 25Στο σπίτι μας
υπάρχει και χορτάρι κι άφθονο άχυρο· υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη
νύχτα».
26Τότε ο άνθρωπος έπεσε
στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: 27«Ας είν’ ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του
κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την
πιστότητά του στον κύριό μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι
του αδερφού του κυρίου μου».
28Η κόρη έτρεξε στο σπίτι
της μητέρας της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα.
Το συνοικέσιο για τη
Ρεβέκκα
29-30Η Ρεβέκκα είχε έναν
αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός είδε τον κρίκο και τα βραχιόλια στα
χέρια της αδερφής του και άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε
να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με
τις καμήλες και περίμενε. 31«Έλα στο σπίτι μας, ευλογημένε του Κυρίου!» του
είπε. «Τι στέκεσαι εδώ έξω; Έχω ετοιμάσει το σπίτι και υπάρχει τόπος και για
τις καμήλες σου».
32Ήρθε λοιπόν, ο άνθρωπος
στο σπίτι, έβγαλε τα χαλινάρια από τις καμήλες, τούς έδωσαν χορτάρι και άχυρο,
και έφεραν νερό σ’ αυτόν και στους άντρες που ήταν μαζί του για να πλύνουν τα
πόδια τους. 33Έπειτα του έφεραν να φάει· αυτός όμως είπε: «Δε θα φάω πριν σας
πω αυτό που έχω να σας πω». Τότε του είπαν: «Μίλα». 34Κι εκείνος είπε:
«Εγώ είμαι δούλος του
Αβραάμ. 35Ο Κύριος ευλόγησε πολύ τον κύριό μου κι έχει γίνει πάρα πολύ
πλούσιος. Ο Θεός τού έδωσε πρόβατα και βόδια, ασήμι και χρυσάφι, δούλους και
δούλες, καμήλες και γαϊδούρια. 36Η Σάρρα, η γυναίκα του κυρίου μου, του γέννησε
γιο στα γεράματά της κι ο κύριός μου μεταβίβασε σ’ αυτόν όλα όσα του ανήκαν.
37Και με όρκισε ο κύριός μου: “Δε θα πάρεις γυναίκα για το γιο μου από τις
θυγατέρες των Χαναναίων, που στη χώρα τους κατοικώ, 38αλλά θα πας στο σπίτι του
πατέρα μου, στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο μου”. 39Είπα τότε
στον κύριό μου: “Μπορεί η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει”. 40Κι
εκείνος μου απάντησε: “Ο Κύριος, που σύμφωνα με το θέλημά του εγώ έζησα, θα
στείλει τον άγγελό του μαζί σου και θα σε βοηθήσει να πετύχεις στο ταξίδι σου.
Θα πάρεις για το γιο μου γυναίκα από τους συγγενείς μου, από το σπίτι του
πατέρα μου. 41Αν όμως πας στους συγγενείς μου κι εκείνοι δε θελήσουν να σου
δώσουν γυναίκα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου”. 42Όταν σήμερα έφτασα
στην πηγή, είπα: “Κύριε, Θεέ, του κυρίου μου, του Αβραάμ, βοήθησε να πετύχει το
ταξίδι που ανέλαβα! 43Εγώ θα σταθώ κοντά στη νεροπηγή. Από το κορίτσι που θα
’ρθεί να πάρει νερό, θα ζητήσω να πιω λίγο απ’ το σταμνί της. 44Αν μου
απαντήσει: ’πιες εσύ κι εγώ θα φέρω νερό να πιουν και οι καμήλες σου’, θα
καταλάβω ότι αυτή είναι η γυναίκα που έχει προορίσει ο Κύριος για το γιο του
κυρίου μου”. 45Πριν ακόμα τελειώσω την προσευχή μου, η Ρεβέκκα ερχόταν με το
σταμνί στον ώμο, και κατέβηκε στην πηγή να πάρει νερό. Τότε της είπα: “δώσ’ μου
να πιω”. 46Εκείνη κατέβασε πρόθυμα το σταμνί της από τον ώμο και μου είπε:
“πιες, και θα δώσω και στις καμήλες σου να πιουν”. Τότε εγώ ήπια, κι εκείνη
πότισε τις καμήλες μου. 47Έπειτα τη ρώτησα: “ποιανού κόρη είσ’ εσύ;” Και μου
απάντησε ότι είναι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ.
Τότε έβαλα τον κρίκο στη μύτη της και τα βραχιόλια στα χέρια της. 48Ύστερα
έπεσα και προσκύνησα τον Κύριο, το Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ. Τον
ευχαρίστησα που με είχε οδηγήσει στο σωστό δρόμο, ώστε να πάρω την κόρη του
αδερφού τού κυρίου μου σύζυγο για το γιο του. 49Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να
δείξετε αγάπη κι εμπιστοσύνη στον κύριό μου, δηλώστε το μου. Αν όχι, πέστε μου,
για να στραφώ αλλού».
50Ο Λάβαν και ο Βεθουήλ
αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να
σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. 51Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεσή σου. Πάρ’ την
και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο
Κύριος». 52Όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και
προσκύνησε τον Κύριο. 53Έπειτα έβγαλε κοσμήματα ασημένια και χρυσά και φορέματα
και τα έδωσε στη Ρεβέκκα. Κι ακόμη έκανε πλούσια δώρα στον αδερφό της και στη
μητέρα της. 54Μετά, αυτός και οι άντρες, που ήταν μαζί του, έφαγαν και ήπιαν
και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ο δούλος είπε: «Επιτρέψτε
μου τώρα να γυρίσω πίσω στον κύριο μου». 55Τότε ο αδερφός της και η μητέρα της
είπαν: «Ας μείνει η κόρη μαζί μας λίγον καιρό ακόμα, καμιά δεκαριά μέρες, κι ύστερα
φεύγεις». 56«Μη με καθυστερείτε», τους απάντησε εκείνος. «Αφού ο Θεός έκανε να
πετύχει ο σκοπός του ταξιδιού μου, αφήστε με να φύγω και να πάω στον κύριό
μου». 57Εκείνοι είπαν: «Ας καλέσουμε και το κορίτσι να το ρωτήσουμε».
58Φώναξαν, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και τη ρώτησαν: «Θέλεις να πας μαζί μ’ αυτόν τον
άνθρωπο;» «Θέλω», απάντησε εκείνη. 59Τότε άφησαν να φύγει η αδερφή τους και η
παραμάνα της μαζί με το δούλο τού Αβραάμ και τους ανθρώπους του. 60Επίσης
ευλόγησαν τη Ρεβέκκα μ’ αυτά τα λόγια: «Εσύ αδερφή μας, χιλιάδες μυριάδων ας
γίνουν τα παιδιά σου, κι οι απόγονοί σου ας κατακτήσουν τις πόλεις των εχθρών
τους!» 61Σηκώθηκε τότε η Ρεβέκκα και οι δούλες της, ανέβηκαν στις καμήλες τους
για ν’ ακολουθήσουν τον άνθρωπο, και ξεκίνησαν όλοι μαζί.
62Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε
έρθει στην περιοχή του πηγαδιού Λαχαΐ-Ροΐνβ και κατοικούσε στα νότια της
Χαναάν. 63Ένα βράδυ που είχε βγει στους αγρούς για να περπατήσει, κοίταξε πέρα
και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν. 64Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, κατέβηκε
αμέσως από την καμήλα, 65και ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που
έρχεται από τους αγρούς να μας συναντήσει;» Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος
μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε. 66Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ
όλα όσα είχε πράξει. 67Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας
του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του. Την αγάπησε, και έτσι
παρηγορήθηκε για το θάνατο της μητέρας του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 25
Οι απόγονοι του Αβραάμ
και της Χεττούρας
(Α΄ Χρ 1,32-33)
1Ο Αβραάμ πήρε κι άλλη
γυναίκα, που ονομαζόταν Χεττούρα. 2Αυτή του γέννησε το Ζιμράν, τον Ιοξάν, το
Μαδά, το Μαδιάν, τον Ισβάκ και το Σουάχ. 3Ο Ιοξάν απέκτησε το Σεβά και το
Δεδάν. Απόγονοι του Δεδάν ήταν οι Ασσουρίμ, οι Λετουσίμ και οι Λεουμίμ. 4Οι
γιοι του Μαδιάν ήταν ο Γαιφά, ο Εφέρ, ο Χανώχ, ο Αβειδά και ο Ελδαγά. Όλοι
αυτοί ήταν παιδιά της Χεττούρας.
5Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη
του την περιουσία στον Ισαάκ. 6Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα
έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ το γιο του, στη χώρα της
Ανατολής.
Θάνατος και ταφή του
Αβραάμ
7Ο Αβραάμ έζησε εκατόν
εβδομήντα πέντε χρόνια 8και πέθανε σε βαθιά γεράματα· πήγε μαζί με τους νεκρούς
του λαού του. 9Τον έθαψαν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ οι γιοι του, στο σπήλαιο
Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, γιου του Σωχάρ του Χετταίου, απέναντι από τη
Μαμβρή. 10Είναι ο αγρός, που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους Χετταίους. Εκεί
ενταφιάστηκαν ο Αβραάμ και η γυναίκα του η Σάρρα.
11Μετά το θάνατο του
Αβραάμ, ο Θεός ευλόγησε τον Ισαάκ, το γιο του. Ο Ισαάκ κατοικούσε κοντά στο
πηγάδι Λαχαΐ-Ροΐ.
Οι απόγονοι του Ισμαήλ
(Α΄ Χρ 1,28-31)
12Αυτές είναι οι φυλές
του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ που του γέννησε η Άγαρ η Αιγύπτια, δούλη της
Σάρρας. 13Τα ονόματα των γιων του κατά σειρά γεννήσεως είναι: Νεβαϊώθ ο
πρωτότοκος του Ισμαήλ, Κηδάρ, Αδβεήλ και Μιβσάμ, 14Μισμά, Δουμά, Μασσά,
15Χαδάδ, Θαιμά, Ιετούρ, Ναφίς και Κεδμά. 16Αυτοί ήταν και οι αρχηγοί των δώδεκα
φυλών του Ισμαήλ. Καθένας έδωσε το όνομά του στη φυλή του και στους διάφορους
τόπους όπου η φυλή εγκαθίστατο και κατασκήνωνε. 17Ο Ισμαήλ έζησε εκατόν τριάντα
εφτά χρόνια και πέθανε· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του. 18Οι απόγονοί
του εγκαταστάθηκαν από την Ευειλά ως τη Σουρ, ανατολικά της Αιγύπτου, προς την
κατεύθυνση της Ασσυρίας. Εγκαταστάθηκαν δηλαδή χώρια από τους άλλους απογόνους
του Αβραάμ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
(25,19–35,29)
Η γέννηση του Ησαύ και
του Ιακώβ
19Αυτό είναι το βιβλίο
των γενεαλογιών του Ισαάκ:
Ο Ισαάκ ήταν γιος του
Αβραάμ. 20Σε ηλικία σαράντα ετών πήρε γυναίκα του τη Ρεβέκκα, κόρη του Βεθουήλ
του Αραμαίου από τη Μεσοποταμία, αδερφή του Λάβαν, του Αραμαίου. 21Η Ρεβέκκα
όμως ήταν στείρα, κι ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι’ αυτό. Ο Κύριος άκουσε
την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. 22Τα
παιδιά όμως συγκρούονταν μέσα της, κι εκείνη φώναζε: «Αν είναι έτσι, γιατί να
μείνω έγκυος;» Πήγε λοιπόν να ρωτήσει τον Κύριο. 23Ο Κύριος της απάντησε:
«Δύο έθνη είναι στην
κοιλιά σου,
δύο λαοί θα βγουν από τα
σπλάχνα σου.
Ο ένας λαός θα υποτάξει
τον άλλο,
ο μεγαλύτερος θα γίνει
δούλος στον μικρότερο».
24Όταν έφτασε η μέρα της
γέννας, η Ρεβέκκα έκανε πράγματι δίδυμους γιους. 25Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν
εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ.νγ 26Μετά
βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον
ονόμασαν Ιακώβ.νδ Ο Ισαάκ ήταν εξήντα χρονών όταν γεννήθηκαν οι γιοι του.
Ο Ησαύ πουλάει τα
δικαιώματα του πρωτοτόκου
27Τα παιδιά μεγάλωσαν. Ο
Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος
άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. 28Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί
του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού· η Ρεβέκκα όμως αγαπούσε τον Ιακώβ.
29Κάποτε που ο Ιακώβ
ετοίμαζε ένα φαγητό, έτυχε να γυρίσει ο Ησαύ κατάκοπος από τους αγρούς. 30Ο
Ησαύ είπε στον Ιακώβ: «Έλα, άσε με να φάω απ’ αυτό το κοκκινωπό φαγητό, γιατί
είμαι εξαντλημένος». Γι’ αυτό και τον Ησαύ τον ονόμασαν Εδώμ.νε
31Ο Ιακώβ του απάντησε:
«Πούλησέ μου σήμερα τα δικαιώματά σου του πρωτοτόκου».
32Κι ο Ησαύ είπε: «Εγώ
πεθαίνω τώρα! Τι να τα κάνω τα δικαιώματα του πρωτοτόκου;»
33«Ορκίσου τό μου τώρα!»
του είπε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ τού το ορκίστηκε και πούλησε στον αδερφό του τα
δικαιώματα του πρωτοτόκου. 34Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και φακή.
Εκείνος έφαγε, ήπιε κι ύστερα σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι ο Ησαύ παραιτήθηκε από
τα δικαιώματα του πρωτοτόκου.
ΓΕΝΕΣΙΣ 26
Ο Ισαάκ στα Γέραρα
1Στη χώρα έπεσε πείνα,
εκτός από την πρώτη πείνα που είχε πέσει τον καιρό του Αβραάμ, κι ο Ισαάκ πήγε
στον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. 2Ο Κύριος είχε
παρουσιαστεί στον Ισαάκ και του είχε πει: «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο· μείνε στη
χώρα που εγώ σου λέω. 3Μείνε σαν ξένος σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, κι εγώ θα είμαι
μαζί σου και θα σε ευλογήσω· γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα
αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάμ. 4Θα
σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού· σ’ εκείνους θα δώσω
όλες αυτές τις περιοχές και μέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης·
5γιατί ο Αβραάμ με υπάκουσε και τήρησε όλες τις προσταγές μου και τις εντολές
μου, τους όρους μου και τους νόμους μου».
6Έτσι, ο Ισαάκ
εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. 7Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη
γυναίκα του, εκείνος έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε
πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν εξαιτίας της Ρεβέκκας, επειδή ήταν όμορφη.
8Είχε μείνει εκεί πολύν
καιρό. Κάποτε ο βασιλιάς των Φιλισταίων Αβιμέλεχ, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
είδε τον Ισαάκ να ερωτοτροπεί με τη Ρεβέκκα, τη γυναίκα του. 9Τον κάλεσε και
του είπε: «Ώστε αυτή είναι γυναίκα σου! Γιατί είπες πως είναι αδερφή σου;» Ο Ισαάκ
του απάντησε: «Σκέφτηκα ότι αλλιώς θα κινδύνευα να πεθάνω εξαιτίας της». 10«Τι
ήταν αυτό που μας έκανες!» του είπε ο Αβιμέλεχ. «Εύκολα θα μπορούσε ένας από το
λαό να κοιμηθεί με τη γυναίκα σου, και τότε θα γινόσουν αιτία να αμαρτήσουμε».
11Τότε ο Αβιμέλεχ έδωσε σ’ όλο το λαό αυτή τη διαταγή: «Όποιος πειράξει τον
άνθρωπο αυτό και τη γυναίκα του, εξάπαντος θα θανατωθεί».
12Ο Ισαάκ έσπειρε σ’
αυτήν τη χώρα και θέρισε τη χρονιά εκείνη το εκατονταπλάσιο –ο Κύριος τον είχε
ευλογήσει. 13Τα αγαθά του όλο και πλήθαιναν, ωσότου έγινε πάμπλουτος.
14Απέκτησε πρόβατα, βόδια και πολλούς δούλους, και γι’ αυτό οι Φιλισταίοι τον
φθόνησαν. 15Όλα τα πηγάδια που είχαν ανοίξει οι δούλοι του πατέρα του τον καιρό
του Αβραάμ, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν και τα γέμισαν με χώμα.
16Ο Αβιμέλεχ είπε τότε
στον Ισαάκ: «Φύγε από κοντά μας, γιατί έγινες πολύ δυνατότερος από μας». 17Έτσι
ο Ισαάκ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε κοντά στην Κοιλάδα των Γεράρων και
εγκαταστάθηκε εκεί. 18Απέφραξε τα πηγάδια, που είχαν ανοιχθεί τον καιρό του πατέρα
του του Αβραάμ, και οι Φιλισταίοι τα είχαν κλείσει μετά το θάνατό του· και τους
έδωσε τα ίδια ονόματα που τους είχε δώσει κι ο πατέρας του.
19Μια μέρα οι δούλοι του
Ισαάκ έσκαψαν στο φαράγγι και ανακάλυψαν μια πηγή με δροσερό νερό. 20Οι βοσκοί
των Γεράρων άρχισαν τότε να φιλονικούν με τους βοσκούς του Ισαάκ κι έλεγαν: «Σ’
εμάς ανήκει το νερό». Γι’ αυτό ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Εσέκ (Φιλονικία),
γιατί φιλονίκησαν μαζί του. 21Άνοιξαν κι άλλο πηγάδι και φιλονίκησαν και για
κείνο· κι ο Ισαάκ το ονόμασε Σιτνά (Εχθρότητα). 22Μετά έφυγε από ’κει και
άνοιξε άλλο ένα πηγάδι, που γι’ αυτό όμως δεν φιλονίκησαν πια. Έτσι το ονόμασε
Ρεχωβώθ, (Άνεση - Ευρυχωρία). «Επιτέλους», είπε, «ο Κύριος μας έδωσε άνεση κι
έτσι θα προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο».
23Από ’κει ανηφόρισε προς
τη Βέερ-Σεβά. 24Ο Κύριος του παρουσιάστηκε εκείνη τη νύχτα και του είπε: «Εγώ
είμαι ο Θεός του Αβραάμ, του πατέρα σου. Μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι μαζί σου· θα
σε ευλογήσω και θα σου δώσω πάρα πολλούς απογόνους, για χάρη του Αβραάμ του
δούλου μου».
25Εκεί ο Ισαάκ έχτισε
θυσιαστήριο και προσευχήθηκε στον Κύριο. Εκεί κατασκήνωσε, και οι δούλοι του
άνοιξαν ένα πηγάδι.
Συμφωνία μεταξύ Ισαάκ και
Αβιμέλεχ
26Ο Αβιμέλεχ ήρθε από τα
Γέραρα να βρει τον Ισαάκ. Μαζί του ήταν ο Αχουζάθ ο έμπιστός του, κι ο Φιχόλ, ο
αρχηγός του στρατού του. 27Ο Ισαάκ τους είπε: «Γιατί ήρθατε σ’ εμένα, αφού με
μισείτε και με διώξατε από κοντά σας;»
28Εκείνοι απάντησαν:
«Είδαμε καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και γι’ αυτό είπαμε να κάνουμε μια
ένορκη συμφωνία. Να συνάψουμε δηλαδή συνθήκη μαζί σου, 29ότι δε θα μας κάνεις
κανένα κακό, όπως κι εμείς δε σε πειράξαμε και δε σου κάναμε παρά μόνο καλό,
και σε αφήσαμε να φύγεις ειρηνικά. Εσύ τώρα είσαι ο ευλογημένος του Κυρίου».
30Ο Ισαάκ τους παρέθεσε
πλούσιο γεύμα, έφαγαν και ήπιαν. 31Την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί κι
ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο. Έπειτα, ο Ισαάκ τους κατευόδωσε, κι εκείνοι έφυγαν
ειρηνικά.
32Την ίδια εκείνη μέρα οι
δούλοι του Ισαάκ ήρθαν να του μιλήσουν για το πηγάδι που έσκαβαν, και του
είπαν: «Βρήκαμε νερό». 33Κι ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Σεβά (Όρκος). Γι’ αυτό
και το όνομα της πόλης μέχρι σήμερα είναι Βέερ-Σεβά (Πηγάδι του Όρκου).
34Ο Ησαύ σε ηλικία
σαράντα ετών πήρε γυναίκες την Ιουδίθ, κόρη του Βεηρί του Χετταίου, και τη
Βασεμάθ, κόρη του Αιλών του Χετταίου. 35Αυτές έγιναν αιτία να πικραθούν ο Ισαάκ
και η Ρεβέκκα.
ΓΕΝΕΣΙΣ 27
Ο Ιακώβ παίρνει την
ευλογία του Ισαάκ
1Ο Ισαάκ είχε πια
γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα
κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου!» Εκείνος
απάντησε: «Ορίστε». 2«Εγώ γέρασα», του λέει ο πατέρας του, «και δεν ξέρω ποια
μέρα θα πεθάνω. 3Πάρε, λοιπόν, τα κυνηγετικά σου όπλα, τη φαρέτρα και το τόξο
σου, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. 4Ετοίμασέ μου ένα νόστιμο
φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω».
5Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά
που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να
κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, 6εκείνη είπε στο γιο της τον
Ιακώβ: «Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον Ησαύ: 7“φέρε μου
κυνήγι και κάνε μου ένα νόστιμο φαγητό για να φάω και να σε ευλογήσω ενώπιον
του Κυρίου πριν πεθάνω”. 8Τώρα λοιπόν γιε μου πρόσεξέ με και κάνε ό,τι σου πω:
9Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε μου δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για
τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. 10Εσύ θα του τα πας, και θα τα
φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».
11Ο Ιακώβ της λέει: «Ναι,
αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. 12Ίσως ο πατέρας
μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω· έτσι θα προκαλέσω κατάρα
εναντίον μου αντί για ευλογία».
13Αλλά η μητέρα του του
είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε
να μου φέρεις τα κατσίκια».
14Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε
και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το
ήθελε ο πατέρας του. 15Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου
της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ, το μικρότερο γιο
της. 16Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του
17και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το
ψωμί.
18Ο Ιακώβ πήγε στον
πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε: «Ορίστε! Ποιος
είσαι γιε μου;» 19Ο Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου.
Έκανα όπως μου είπες. Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με
ευλογήσεις». 20Αλλά ο Ισαάκ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο
γρήγορα;» Εκείνος απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου».
21«Πλησίασε λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου», του είπε ο Ισαάκ, «για να δω αν
είσαι εσύ το παιδί μου ο Ησαύ ή όχι». 22Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι
εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ».
23Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του
Ησαύ. Και τον ευλόγησε. 24Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο
Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι». 25«Φέρε μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για
να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και
κρασί και ήπιε. 26Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου».
27Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα
του, και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια:
«Αλήθεια, η μυρωδιά του
γιου μου
είναι σαν του αγρού
που τον έχει ευλογήσει ο
Κύριος.
28Ο Θεός να σου δώσει απ’
τη δροσιά
του ουρανού
κι από την ευφορία της
γης,
άφθονο στάρι και κρασί.
29Λαοί ας δουλεύουνε για
σένα
κι έθνη μπροστά σου ας
προσκυνούν·
των αδερφών σου να γίνεις
κύριος
και της μητέρας σου οι
γιοι να σε προσκυνούν.
Καταραμένος όποιος σε
καταριέται.
κι ευλογημένος όποιος σε
ευλογεί».
30Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε
την ευλογία του προς τον Ιακώβ κι ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του,
γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. 31Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο
φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. «Σήκω, πατέρα μου», του λέει, «να φας απ’
το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις». 32Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι
εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ». 33Τότε ο
Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το
κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει
ευλογημένος».
34Όταν ο Ησαύ άκουσε τα
λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα: «Ευλόγησέ με κι
εμένα, πατέρα μου!» έλεγε. 35Ο Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και
πήρε την ευλογία σου». 36Ο Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ,νς αφού δύο
φορές με υποσκέλισε: Άρπαξε τα δικαιώματά μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και
την ευλογία μου!» Και συνέχισε: «Δεν κράτησες καμιά ευλογία και για μένα;» 37Ο
Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριό σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για
δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε
μου;» 38Ο Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με κι
εμένα!» και έκλαιγε με δυνατές φωνές. 39Τότε είπε ο Ισαάκ:
«Μακριά από τα εύφορα
μέρη της γης
θα κατοικείς,
στερημένος απ’ τη δροσιά
του ουρανού.
40Από το ξίφος σου θα
ζεις
και δούλος θα ’σαι του
αδερφού σου.
Αν όμως επαναστατήσεις
θ’ αποτινάξεις το ζυγό
του
από τον τράχηλό σου».
Η φυγή του Ιακώβ στη
Χαρράν
41Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ
εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του. «Κοντεύει ο καιρός»,
έλεγε, «που θα πενθήσουμε για το θάνατο του πατέρα μου. Τότε θα σκοτώσω τον
αδερφό μου τον Ιακώβ». 42Όταν έφτασαν στ’ αυτιά της Ρεβέκκας τα λόγια του
μεγαλύτερου γιου της, έστειλε και κάλεσε τον Ιακώβ, και του είπε: «Ο αδερφός
σου ο Ησαύ σχεδιάζει εκδίκηση και θέλει να σε σκοτώσει. 43Άκουσέ με λοιπόν,
παιδί μου: Σήκω και φύγε. Πήγαινε στον αδερφό μου το Λάβαν, στη Χαρράν, 44και
μείνε εκεί μαζί του λίγον καιρό, ώσπου να περάσει ο θυμός του αδερφού σου.
45Όταν, λοιπόν, ξεθυμάνει η οργή του αδερφού σου εναντίον σου και ξεχάσει τι
του έκανες, τότε εγώ θα στείλω και θα σε πάρω από ’κει. Γιατί να σας χάσω και
τους δύο μέσα σε μια μέρα;»
46Η Ρεβέκκα είπε στον
Ισαάκ: «Αρκετά είμαι αηδιασμένη από τις θυγατέρες των Χετταίων. Αν κι ο Ιακώβ
πάρει γυναίκα σαν κι αυτές, τότε τι τη θέλω πια τη ζωή;»
ΓΕΝΕΣΙΣ 28
1Ο Ισαάκ κάλεσε τον
Ιακώβ, τον ευλόγησε και τον πρόσταξε: «Μην πάρεις γυναίκα από τις κόρες της
Χαναάν. 2Σήκω, πήγαινε στη Μεσοποταμία, στο σπίτι του Βεθουήλ, του πατέρα της
μητέρας σου, και πάρε από ’κει για γυναίκα σου μια απ’ τις κόρες του Λάβαν, του
αδερφού της. 3Κι ο παντοδύναμος Θεός να σε ευλογήσει, να σου δώσει πάρα πολλούς
απογόνους, και να σε κάνει γενάρχη ενός πλήθους λαών. 4Να σου δώσει την ευλογία
του Αβραάμ σ’ εσένα και στους απογόνους σου, ώστε να πάρεις ιδιοκτησία σου τη
χώρα όπου τώρα σαν ξένος κατοικείς, και που την έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ».
5Έτσι, ο Ισαάκ κατευόδωσε
τον Ιακώβ, κι εκείνος έφυγε για τη Μεσοποταμία να πάει στο Λάβαν, γιο του
Βεθουήλ του Αραμαίου και αδερφό της Ρεβέκκας, μάνας του Ιακώβ και του Ησαύ.
6Ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ
ευλόγησε τον Ιακώβ και τον έστειλε να φύγει στη Μεσοποταμία για να πάρει από
’κει γυναίκα. Επίσης είδε ότι καθώς ο Ισαάκ τον ευλογούσε, τον πρόσταξε να μην
πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν, 7κι ότι ο Ιακώβ άκουσε τον πατέρα του
και τη μητέρα του και έφυγε στη Μεσοποταμία. 8Τότε κατάλαβε ότι οι κόρες της
Χαναάν δεν άρεσαν στον πατέρα του. 9Γι’ αυτό πήγε στον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ
και πήρε για γυναίκα την κόρη του τη Μαχαλάθ, αδερφή του Νεβαϊώθ, χώρια απ’ τις
άλλες γυναίκες που είχε.
Το όνειρο του Ιακώβ στη
Βαιθήλ
10Ο Ιακώβ έφυγε από τη
Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν. 11Όταν έδυε ο ήλιος έφτασε σ’ έναν τόπο
όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε ένα λιθάρι για προσκέφαλό του και
κοιμήθηκε εκεί. 12Στον ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη
και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι
του Θεού. 13Κι ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο
Θεός των πατέρων σου Αβραάμ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα που κοιμάσαι θα τη δώσω σ’
εσένα και στους απογόνους σου. 14Πλήθος θα είναι οι απόγονοί σου όπως οι κόκκοι
της σκόνης στη γη. Θα επεκταθείς δυτικάνζ και ανατολικά, βόρεια και νότια, και
θα ευλογηθούν στο πρόσωπό σου και μέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης.
15Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω
πίσω σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω ώσπου να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή
μου».
16Ο Ιακώβ ξύπνησε
τρομαγμένος και είπε: «Αλήθεια, ο Κύριος είναι σ’ αυτό τον τόπο κι εγώ δεν το
ήξερα! 17Τι φοβερός τόπος! Εδώ δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού, κι αυτή είναι η
πύλη του ουρανού». 18Το πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για
προσκέφαλό του, το έστησε ως ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της.
19Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ (Οίκος Θεού), ενώ πρωτύτερα ονομαζόταν
Λουζ. 20Τότε ο Ιακώβ έκανε τάξιμο: «Αν ο Θεός είναι μαζί μου και με
προστατεύσει στο ταξίδι που τώρα αρχίζω, αν μου δίνει τροφή να τρώω και ρούχα
να φορώ, 21και με βοηθήσει να γυρίσω γερός στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο
Κύριος θα είναι ο Θεός μου. 22Αυτό το λιθάρι που έστησα ως ιερή στήλη θα γίνει
τόπος λατρείας του Θεού· κι από όλα όσα αυτός θα μου δίνει, εγώ θα του δίνω το
ένα δέκατο».
ΓΕΝΕΣΙΣ 29
Ο Ιακώβ δουλεύει στο
Λάβαν για τη Ραχήλ και τη Λεία
1Ο Ιακώβ κίνησε προς τις
χώρες της Ανατολής. 2Μια μέρα κοίταξε και είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί
πλάι τρία κοπάδια πρόβατα που ξαπόσταιναν, γιατί απ’ το πηγάδι εκείνο πότιζαν
τα κοπάδια. Ένα μεγάλο λιθάρι έκλεινε το στόμιο του πηγαδιού. 3Όταν
συγκεντρώνονταν εκεί όλα τα κοπάδια, κυλούσαν το λιθάρι από το στόμιο του
πηγαδιού, πότιζαν τα πρόβατα κι έβαζαν πάλι το λιθάρι στη θέση του.
4Ο Ιακώβ ρώτησε τους
βοσκούς: «Αδέρφια μου, από πού είστε;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε από τη
Χαρράν». 5«Μήπως γνωρίζετε το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ;» ξαναρώτησε. «Τον
γνωρίζουμε», του απάντησαν. 6«Είναι καλά;» ρώτησε ο Ιακώβ. «Καλά είναι», είπαν
εκείνοι· «να κι η κόρη του η Ραχήλ, που έρχεται με τα πρόβατα». 7Ο Ιακώβ τους
είπε: «Ακόμα είναι μέρα· δεν ήρθε η ώρα να μαζευτούν τα κοπάδια. Γιατί δεν
ποτίζετε τα πρόβατα κι ύστερα να πάτε να τα βοσκήσετε;» 8Εκείνοι αποκρίθηκαν:
«Αυτό δε γίνεται πριν να μαζευτούν όλα τα κοπάδια. Τότε κυλάμε το λιθάρι από
πάνω από το άνοιγμα του πηγαδιού και ποτίζουμε τα πρόβατα».
9Ενώ ακόμα μιλούσε ο
Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λάβαν, γιατί
αυτή τα έβοσκε. 10Μόλις ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, αδερφού της
μητέρας του, με τα πρόβατα, πήγε μπροστά, κύλισε το λιθάρι από το άνοιγμα του
πηγαδιού και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν. 11Έπειτα φίλησε τη Ραχήλ κι άρχισε να
κλαίει δυνατά. 12Ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και
γιος της Ρεβέκκας, κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της. 13Μόλις ο
Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να
τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του. Ο
Ιακώβ διηγήθηκε στο Λάβαν όλα αυτά τα γεγονότα. 14Ο Λάβαν του είπε: «Πράγματι,
είσαι συγγενής μου και αίμα μου».νη Και έμεινε ο Ιακώβ κοντά του ένα μήνα. 15Ο
Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι συγγενής μου δε σημαίνει ότι πρέπει να μου
δουλεύεις χωρίς μισθό. Πες μου, ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;» 16Ο Λάβαν
είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ.
17Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο
πρόσωπο. 18Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Απάντησε λοιπόν: «Θα σου δουλέψω
εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου». 19«Είναι προτιμότερο να τη
δώσω σ’ εσένα», του λέει ο Λάβαν, «παρά σ’ έναν ξένο. Μείνε κοντά μου».
20Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε
για τη Ραχήλ εφτά χρόνια· του φάνηκαν όμως σαν λίγες μέρες, γιατί την αγαπούσε.
21Μετά είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε· δώσ’ μου τη
γυναίκα μου να μείνω μαζί της». 22Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους
του τόπου και οργάνωσε συμπόσιο. 23Όταν όμως νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία
και την έφερε στον Ιακώβ, κι εκείνος πλάγιασε μαζί της. 24Ο Λάβαν έδωσε στη
Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.
25Όταν όμως ξημέρωσε το
πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Τι ήταν αυτό
που μου έκανες; Δε σου δούλεψα για τη Ραχήλ; Γιατί με εξαπάτησες;» 26Ο Λάβαν
απάντησε: «Δεν έχουμε τη συνήθεια στον τόπο μας να δίνουμε τη μικρότερη πριν
από τη μεγαλύτερη. 27Πέρασε αυτή τη βδομάδα μαζί της και θα σου δώσω και την
άλλη αν μου δουλέψεις άλλα εφτά χρόνια».
28Ο Ιακώβ συμφώνησε, και
πέρασε την εβδομάδα εκείνη με τη Λεία. Μετά ο Λάβαν τού έδωσε την κόρη του τη
Ραχήλ για γυναίκα. 29Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική
του δούλη. 30Ο Ιακώβ πλάγιασε και με τη Ραχήλ· και την αγαπούσε περισσότερο από
τη Λεία. Δούλεψε λοιπόν στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια.
Τα παιδιά του Ιακώβ
31Όταν ο Κύριος είδε ότι
η Λεία παραγκωνιζόταν, της έδωσε την ικανότητα να κάνει παιδιά, ενώ η Ραχήλ
έμενε στείρα. 32Η Λεία λοιπόν έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός είδε τη
δυστυχία μου», είπε· «ασφαλώς τώρα θα με αγαπήσει ο άντρας μου»· και τον
ονόμασε Ρουβήν.νθ 33Ξανάμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ασφαλώς ο Κύριος με
άκουσε», είπε, «γιατί είμαι παραγκωνισμένη, και μου έδωσε κι ετούτον το γιο»·
και τον ονόμασε Συμεών.ξ
34Έμεινε πάλι έγκυος και
γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα προσηλωθεί περισσότερο σ’ εμένα»,
είπε, «γιατί του γέννησα τρεις γιους»· και τον ονόμασε Λευί.ξα
35Μετά έμεινε πάλι έγκυος
και γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Κύριο», είπε· και τον ονόμασε
Ιούδα.ξβ Κι έπαψε να γεννάει.
ΓΕΝΕΣΙΣ 30
1Βλέποντας η Ραχήλ ότι δε
γεννούσε παιδιά στον Ιακώβ, ζήλεψε την αδερφή της και είπε στον άντρα της:
«Δώσ’ μου παιδιά, αλλιώς θα πεθάνω». 2Ο Ιακώβ θύμωσε με τη Ραχήλ και της είπε:
«Θεός είμ’ εγώ; Αυτός σου στέρησε την ικανότητα να γεννάς». 3Τότε η Ραχήλ είπε:
«Να η δούλη μου η Βαλλά. Πήγαινε μαζί της κι ας γεννήσει στα γόνατά μου. Έτσι
θ’ αποχτήσω κι εγώ παιδιά μέσω αυτής».ξγ 4Του έδωσε, λοιπόν, τη δούλη της τη
Βαλλά για γυναίκα, κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε μαζί της. 5Η Βαλλά έμεινε έγκυος και
του γέννησε γιο. 6Τότε είπε η Ραχήλ: «Ο Θεός με δικαίωσε! Άκουσε την προσευχή
μου και μου έδωσε γιο»· και τον ονόμασε Δαν.ξδ 7Η Βαλλά έμεινε πάλι έγκυος και
γέννησε δεύτερο γιο στον Ιακώβ. 8Τότε είπε η Ραχήλ: «Μεγάλους αγώνες έκανα
ενάντια στην αδερφή μου και νίκησα»· και τον ονόμασε Νεφθαλί.ξε 9Η Λεία
βλέποντας ότι έπαψε να γεννάει, πήρε τη δούλη της τη Ζελφά και την έδωσε στον Ιακώβ
για γυναίκα.ξς 10Η Ζελφά γέννησε στον Ιακώβ γιο. 11Τότε είπε η Λεία: «Τι
ευτυχία!» –και τον ονόμασε Γαδ.ξζ 12Η Ζελφά γέννησε και δεύτερο γιο στον Ιακώβ.
13Τότε είπε η Λεία: «Είμαι ευτυχισμένη και θα με καλοτυχίζουν οι γυναίκες»· και
τον ονόμασε Ασήρ.ξη
14Την εποχή του θερισμού
των σιτηρών ο Ρουβήν βγήκε στους αγρούς και βρήκε μήλα του μανδραγόρα και τα
έφερε στη Λεία τη μητέρα του. Τότε η Ραχήλ είπε στη Λεία: «Δώσ’ μου από τα μήλα
του μανδραγόρα που βρήκε ο γιος σου». 15Εκείνη της απάντησε: «Λίγο είναι που
μου πήρες τον άντρα μου, θέλεις να μου πάρεις και τα μήλα του μανδραγόρα του
γιου μου;» Και είπε η Ραχήλ: «Σε αντάλλαγμα για τα μήλα του μανδραγόρα του γιου
σου, θα κοιμηθεί ο Ιακώβ μαζί σου απόψε».
16Το βράδυ, την ώρα που ο
Ιακώβ γύριζε από τον αγρό, βγήκε η Λεία να τον προϋπαντήσει και του είπε: «Σ’
εμένα θα έρθεις, γιατί σε πλήρωσα με αντίτιμο τα μήλα του μανδραγόρα του γιου
μου». Ο Ιακώβ κοιμήθηκε μ’ αυτήν εκείνη τη νύχτα 17και ο Θεός άκουσε τη Λεία.
Έμεινε έγκυος και γέννησε πέμπτο γιο στον Ιακώβ. 18«Ο Θεός με αντάμειψε», είπε,
«γιατί έδωσα τη δούλη μου στον άντρα μου»· και τον ονόμασε Ισσάχαρ.ξθ 19Μετά
έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε έκτο γιο στον Ιακώβ. 20«Ο Θεός μού έδωσε ένα
ωραίο δώρο», είπε. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα με παραδεχτεί, γιατί του
γέννησα έξι γιους»· και τον ονόμασε Ζαβουλών.ο 21Έπειτα γέννησε κόρη και την
ονόμασε Δείνα.οα
22Τότε ο Θεός θυμήθηκε τη
Ραχήλ· άκουσε την προσευχή της και της έδωσε την ικανότητα να ξανακάνει παιδιά.
23Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός έβγαλε από πάνω μου την ντροπή
μου», είπε. 24«Άς μου δώσει ο Κύριος κι άλλον γιο»· και τον ονόμασε Ιωσήφ.οβ
Ο Λάβαν και ο Ιακώβ
χωρίζουν την περιουσία τους
25Όταν πια η Ραχήλ
γέννησε και τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και να πάω στον
τόπο μου, στην πατρίδα μου. 26Δώσε μου τις γυναίκες μου, που γι’ αυτές σου
δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα».
27Ο Λάβαν του είπε: «Αν
μου επιτρέπεις να σου πω,ογ έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας
σου. 28Όρισέ μου», του λέει, «την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω». 29Ο Ιακώβ
του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με τη
δική μου φροντίδα. 30Είχες λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά· πράγματι, ο Θεός
σε ευλόγησε με τον ερχομό μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου».
31Ο Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου
δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατά
σου και θα σου τα φυλάξω: 32Θα περάσω σήμερα απ’ όλα τα κοπάδια σου. Βάλε στην
άκρη όσα πρόβατα είναι διάστικτα και παρδαλά, και όσα είναι τελείως μαύρα· κι
από τα κατσίκια όσα είναι διάστικτα και παρδαλά. Αυτά θα είναι ο μισθός μου.
33»Έτσι θ’ αποδεικνύεται
η εντιμότητά μου στο μέλλον, όταν θα έρχεσαι για να ελέγξεις το μισθό μου: Αν
θα έχω κατσίκια που δε θα είναι διάστικτα ή παρδαλά ή πρόβατα που δε θα είναι
μαύρα, αυτά θα θεωρούνται ότι τα έχω κλέψει».
34«Σύμφωνοι», είπε ο
Λάβαν, «ας γίνει όπως το λες». 35Την ίδια μέρα όμως ξεχώρισε ο Λάβαν όσους
τράγους είχαν ραβδώσεις ή ήταν διάστικτοι και παρδαλοί κι όσες κατσίκες ήταν
διάστικτες και παρδαλές, καθώς και όλα τα πρόβατα που ήταν σκουρόχρωμα ή
τελείως μαύρα, και τα έδωσε να τα φυλάνε οι γιοι του. 36Και απομακρύνθηκε σε
απόσταση τριών ημερών από τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έβοσκε τα υπόλοιπα πρόβατα του
Λάβαν. 37Τότε κι ο Ιακώβ πήρε χλωρές βέργες από λεύκα, αμυγδαλιά και πλάτανο,
τις ξεφλούδισε σε ορισμένα σημεία, για να φανεί το άσπρο, 38και τις έβαλε μέσα
στις ποτίστρες όπου θα πήγαιναν τα κοπάδια να ποτιστούν, ακριβώς εκεί που
κυλούσε το νερό, για να τις βλέπουν τα ζώα. Καθώς εκείνα έρχονταν να πιουν,
ζευγάρωναν. 39Τα θηλυκά πρόβατα ζευγάρωναν μπροστά στις παρδαλές βέργες κι έτσι
γεννούσαν αρνιά ραβδωτά και διάστικτα ή παρδαλά. 40Ο Ιακώβ ξεχώριζε τα αρνιά
από τις κατσίκες, και τα έβαζε να κοιτάζουν προς τα ραβδωτά και προς τα μαύρα
πρόβατα των κοπαδιών του Λάβαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκανε δικά του κοπάδια, τα
οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν. 41Κάθε φορά που τα δυνατά θηλυκά
πρόβατα ήταν σε οργασμό, έβαζε ο Ιακώβ τις παρδαλές βέργες μπροστά τους μέσα
στις ποτίστρες, για να ζευγαρώνουν μπροστά στις βέργες. 42Όταν όμως τα θηλυκά
πρόβατα ήταν ασθενικά δεν έβαζε τις βέργες. Έτσι, τα πρόβατα που ανήκαν στο
Λάβαν ήταν τα αδύνατα, ενώ του Ιακώβ ήταν τα δυνατά.
43Έτσι ο άνθρωπος αυτός
έγινε πάμπλουτος· απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια, δούλες και δούλους, καμήλες και
γαϊδούρια.
ΓΕΝΕΣΙΣ 31
Ο Ιακώβ φεύγει από το
Λάβαν
1Μια μέρα ο Ιακώβ άκουσε
τα παιδιά του Λάβαν να λένε: «Ο Ιακώβ τα πήρε όλα όσα είχε ο πατέρας μας· από
την περιουσία του πατέρα μας έκανε όλον αυτό τον πλούτο». 2Πρόσεξε επίσης ο
Ιακώβ ότι ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα. 3Τότε, είπε ο Κύριος στον
Ιακώβ: «Γύρνα στη χώρα των προγόνων σου, εκεί όπου γεννήθηκες, κι εγώ θα είμαι
μαζί σου».
4Ο Ιακώβ έστειλε και κάλεσε
τη Ραχήλ και τη Λεία στους αγρούς, εκεί που έβοσκε τα κοπάδια του, 5και τους
είπε: «Βλέπω ότι ο πατέρας σας δε μου φέρνεται πια όπως πρώτα. Ο Θεός όμως του
πατέρα μου ήταν πάντα μαζί μου. 6Εσείς οι ίδιες ξέρετε ότι δούλεψα στον πατέρα
σας με όλη μου τη δύναμη. 7Αλλά εκείνος με εξαπάτησε και μου άλλαξε δέκα φορές
το μισθό μου. Κι όμως, ο Θεός δεν τον άφησε να μου κάνει κακό. 8Όταν έλεγε “όσα
έχουν στίγματα θα είναι η αμοιβή σου”, τότε όλα τα κοπάδια γεννούσαν με
στίγματα. Όταν έλεγε “τα ραβδωτά θα είναι η αμοιβή σου”, όλα τα κοπάδια
γεννούσαν ραβδωτά. 9Έτσι πήρε ο Θεός τα πρόβατα από τον πατέρα σας και τα έδωσε
σ’ εμένα. 10Την εποχή που ζευγάρωναν τα κοπάδια, είδα στον ύπνο μου ότι τα
κριάρια που ανέβαιναν στις προβατίνες ήταν ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά. 11Ο
άγγελος του Θεού μού είπε μέσα στο όνειρο: “Ιακώβ” κι απάντησα: “Ορίστε”.
12“Κοίτα ένα γύρω”, μου είπε, “και δες: Όλα τα κριάρια που ανεβαίνουν στις
προβατίνες είναι ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά· είδα, πράγματι, αυτά που σου
έκανε ο Λάβαν. 13Εγώ είμαι ο Θεός της Βαιθήλ, που του αφιέρωσες εκεί μια ιερή
στήλη και του έκανες τάξιμο. Τώρα, λοιπόν σήκω και φύγε από τη χώρα αυτή και
γύρνα στην πατρίδα σου”».
14Η Ραχήλ και η Λεία
αποκρίθηκαν: «Μήπως έχουμε εμείς πια μερίδιο στην κληρονομιά από το σπίτι του
πατέρα μας; 15Εμάς μας θεωρεί ξένες· μας πούλησε κι ύστερα έφαγε τα χρήματά
μας. 16Όλη η περιουσία που ο Θεός αφαίρεσε απ’ τον πατέρα μας ανήκει σ’ εμάς
και στα παιδιά μας. Τώρα λοιπόν κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός». 17Τότε ο Ιακώβ
ανέβασε τους γιους του και τις γυναίκες του στις καμήλες, 18πήρε κι όλα τα
κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντά του που τα είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και
ξεκίνησε να πάει στον Ισαάκ, τον πατέρα του, στη Χαναάν. 19Ο Λάβαν είχε πάει να
κουρέψει τα πρόβατά του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα ειδώλια του πατέρα
της. 20Ο Ιακώβ εξαπάτησε το Λάβαν τον Αραμαίο, γιατί έφυγε χωρίς να του το
αναγγείλει. 21Έφυγε βιαστικά μαζί με όλα όσα του ανήκαν. Πέρασε τον ποταμό
Εφράτη και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Γαλαάδ.
Ο Λάβαν καταδιώκει τον
Ιακώβ
22Μετά από τρεις μέρες
ανάγγειλαν στο Λάβαν τον Αραμαίο ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. 23Τότε αυτός πήρε μαζί
του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ εφτά μέρες δρόμο, και τον
πρόφτασε στα βουνά της Γαλαάδ. 24Ο Θεός όμως την ίδια εκείνη νύχτα του παρουσιάστηκε
στ’ όνειρό του και του είπε: «Πρόσεξε, να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε
κακό». 25Πρόφτασε λοιπόν ο Λάβαν τον Ιακώβ, όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα
βουνά. Ο Λάβαν με τους συγγενείς του κατασκήνωσε κι αυτός στα βουνά της Γαλαάδ.
26Ο Λάβαν άρχισε να
ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί με ξεγέλασες και πήρες μαζί σου τις θυγατέρες μου, σαν
να ήταν αιχμάλωτες πολέμου; 27Γιατί έφυγες κρυφά και με εξαπάτησες; Γιατί δεν
με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με
κιθάρες; 28Γιατί δε μ’ άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου;
Φέρθηκες ανόητα! 29Θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου
είπε χτες τη νύχτα: “Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό”.
30Τώρα λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες πολύ το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως
έκλεψες τους θεούς μου;»
31Ο Ιακώβ αποκρίθηκε στο
Λάβαν: «Φοβήθηκα, και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις θυγατέρες σου. 32Αλλά
εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους
συγγενείς μας και ό,τι είναι δικό σου και το έχω εγώ, πάρ’ το». Αλλά ο Ιακώβ
δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς.
33Ο Λάβαν πήγε στη σκηνή
του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο δούλων γυναικών, αλλά δε
βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. 34Η
Ραχήλ είχε πάρει τα ειδώλια, τα είχε βάλει κάτω από το σαμάρι της καμήλας και
είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα. 35Η
Ραχήλ είπε στον πατέρα της: «Μη θυμώσεις, κύριέ μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ
μπροστά σου, αλλά έχω την περίοδό μου». Ο Λάβαν έψαξε αλλά δε βρήκε τα είδωλα.
36Θύμωσε λοιπόν ο Ιακώβ
κι άρχισε να φιλονικεί με το Λάβαν: «Ποια είναι η ανομία μου», του λέει, «και
ποια η αμαρτία μου που με καταδιώκεις; 37Έψαξες όλα μου τα υπάρχοντα. Βρήκες
τίποτε που ν’ ανήκει στο σπίτι σου; Βάλ’ τα μπροστά στους δικούς μου συγγενείς
και στους δικούς σου για να κρίνουν ανάμεσά μας. 38Είκοσι χρόνια τώρα είμαι
μαζί σου. Οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου ποτέ δεν απέβαλαν, κι ένα
κριάρι απ’ τα κοπάδια σου ποτέ δεν έφαγα. 39Ποτέ δε σου έφερα ένα
κατασπαραγμένο ζωντανό· εγώ σου το αντικαθιστούσα από τα δικά μου. Από μένα
ζητούσες αυτό που μου έκλεβαν, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα. 40Την ημέρα μ’
έτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο. Είχα χάσει τον ύπνο μου. 41Είκοσι χρόνια
τώρα είμαι στο σπίτι σου. Δεκατέσσερα χρόνια σού δούλεψα για τις δύο κόρες σου
και έξι για τα κοπάδια σου, κι άλλαξες δέκα φορές την αμοιβή μου. 42Αν ο Θεός
του προπάτορά μου του Αβραάμ, ο Θεός που τον τρέμει ο Ισαάκ, δεν ήταν μαζί μου,
ασφαλώς τώρα θα με ξαπόστελνες με χέρια αδειανά. Αλλά ο Θεός είδε την
ταλαιπωρία και τους κόπους μου, κι έβγαλε κρίση χτες τη νύχτα».
Η συμφωνία μεταξύ Ιακώβ
και Λάβαν
43Ο Λάβαν αποκρίθηκε στον
Ιακώβ: «Οι κόρες αυτές είναι κόρες μου, κι αυτά τα παιδιά παιδιά μου· τα
κοπάδια σου είναι κοπάδια μου και καθετί που βλέπεις ανήκει σ’ εμένα. Κι όμως
δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις θυγατέρες μου και για τα παιδιά, που έφεραν
στον κόσμο! 44Έλα τώρα λοιπόν να κάνουμε μια συμφωνία εγώ κι εσύ, κι ας βάλουμε
κάτι για μνημείο ανάμεσά μας». 45Πήρε τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για
αναμνηστική στήλη. 46«Μαζέψτε πέτρες», είπε στους συγγενείς του. Εκείνοι
μάζεψαν πέτρες και έκαναν ένα σωρό, και έφαγαν εκεί, απάνω στο σωρό. 47Ο Λάβαν
ονόμασε το σωρό εκείνο Ιεγάρ-Σαχαδουθά,οδ κι ο Ιακώβ τον ονόμασε Γαλεέδ.οε
48Ο Λάβαν είπε: «Ο σωρός
αυτός οι πέτρες ας είναι σήμερα μάρτυρας ανάμεσά μας». Γι’ αυτό η τοποθεσία
ονομάστηκε Γαλεέδ. 49Ο Λάβαν επίσης είπε: «Ο Κύριος ας επιβλέπει ανάμεσά μας
όταν χωρίσουμε ο ένας από τον άλλο». Έτσι ονόμασαν την τοποθεσία και Μισπά.ος
50«Αν κακομεταχειριστείς τις κόρες μου ή αν πάρεις κι άλλες γυναίκες εκτός από
τις κόρες μου, ακόμη κι αν κανένας μάρτυρας δεν θα βρίσκεται μπροστά, σκέψου
ότι ο Θεός θα είναι μάρτυρας ανάμεσά μας».
51Ο Λάβαν είπε στον
Ιακώβ: «Να ο σωρός αυτός, και η στήλη, που έστησα ανάμεσά μας. 52Μάρτυρας θα
είναι και ο σωρός και η στήλη, ότι εγώ δε θα τα διαβώ προς εσένα ούτε εσύ θα τα
διαβείς προς εμένα με κακό σκοπό. 53Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώροζ ας
κρίνει μεταξύ μας».
Και έδωσε όρκο ο Ιακώβ
στο Θεό που τον έτρεμε ο πατέρας του ο Ισαάκ. 54Μετά πρόσφερε θυσία πάνω στο
βουνό, και κάλεσε τους συγγενείς του να φάνε όλοι μαζί. Έφαγαν και πέρασαν τη
νύχτα στο βουνό.
ΓΕΝΕΣΙΣ 32
1Ο Λάβαν σηκώθηκε το
πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους ευλόγησε. Ύστερα έφυγε
και γύρισε στον τόπο του.οη
Ο Ιακώβ ετοιμάζεται να
συναντήσει τον αδερφό του
2Ο Ιακώβ εξακολούθησε το
δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού. 3Μόλις τους είδε είπε:
«Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Μαχαναΐμ.οθ
4Ο Ιακώβ έστειλε
αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη χώρα Σηείρ,
στους αγρούς της Εδώμ,π 5και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου
Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα. 6Απέκτησα
βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το
αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου».
7Οι αγγελιοφόροι γύρισαν
στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ αλλά κι εκείνος
έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του».
8Ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα
πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα τους ανθρώπους που
ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες. 9Και σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ
έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να διαφύγει». 10Ύστερα ο
Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ,
Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ
θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα. 11Δεν αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την
πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί
μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα. 12Γλίτωσέ με τώρα λοιπόν από τον αδερφό
μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις
γυναίκες ούτε τα παιδιά. 13Εσύ είπες ότι θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα,
και θα κάνεις τους απογόνους μου σαν την άμμο της θάλασσας, που από την πληθώρα
της δεν μπορεί να μετρηθεί».
14Ο Ιακώβ πέρασε εκεί τη
νύχτα εκείνη. Από τα υπάρχοντά του ξεχώρισε ένα μέρος για δώρο στον αδερφό του
τον Ησαύ: 15Διακόσιες κατσίκες και είκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες και
είκοσι κριάρια, 16τριάντα καμήλες που θήλαζαν τα μικρά τους, σαράντα αγελάδες
και δέκα ταύρους, είκοσι θηλυκά γαϊδούρια και δέκα πουλάρια. 17Τα παρέδωσε
στους δούλους του, κάθε κοπάδι χωριστά, και τους είπε: «Περάστε εσείς μπροστά,
κι αφήστε απόσταση ανάμεσα στα κοπάδια».
18«Όταν σε συναντήσει ο
αδερφός μου ο Ησαύ», διέταξε τον πρώτο, «και σε ρωτήσει τίνος είσαι, πού
πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν αυτά που είναι μπροστά σου, 19θα απαντήσεις:
“ανήκω στο δούλο σου τον Ιακώβ. Αυτά είναι ένα δώρο που στέλνει στον κύριό μου
τον Ησαύ, και έρχεται κι ο ίδιος πίσω μας”».
20Την ίδια διαταγή έδωσε
και στο δεύτερο και στον τρίτο και σε όλους όσοι συνόδευαν τα κοπάδια: «Έτσι θα
μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον συναντήσετε. 21Θα του πείτε: “Ο δούλος σου ο Ιακώβ
έρχεται κι εκείνος πίσω μας”». Στην πραγματικότητα σκεφτόταν: «Ας τον καλοπιάσω
με τα δώρα που θα προπορεύονται, και μετά να τον συναντήσω. Ίσως μου φερθεί
φιλικά».
22Πέρασαν λοιπόν μπροστά
απ’ αυτόν τα δώρα, ενώ ο ίδιος έμεινε εκείνη τη νύχτα στο στρατόπεδο.
Η πάλη του Ιακώβ
23Την ίδια εκείνη νύχτα ο
Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο δούλες του και τους
έντεκα γιους του και τους πέρασε από το χείμαρρο του Ιαβόκπα αντίπερα. 24Μαζί
μ’ αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα τα υπάρχοντά του. 25Εκείνος έμεινε
πίσω μόνος.
Τότε πάλεψε κάποιος μαζί
του ως την αυγή. 26Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιακώβ, τον χτύπησε
καθώς πάλευαν στην κλείδωση του μηρού του και εξαρθρώθηκε ο γοφός του. 27Τότε ο
άνθρωπος του είπε: «Άφησέ με! Ξημέρωσε». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα σε αφήσω
αν δεν με ευλογήσεις».
28Εκείνος τον ρώτησε:
«Ποιο είναι το όνομά σου;» Κι απάντησε: «Ιακώβ». 29«Το όνομά σου» του λέει, «δε
θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ,πβ γιατί αγωνίστηκες με το Θεό και τους
ανθρώπους και νίκησες».
30Ο Ιακώβ τον ρώτησε:
«Πες μου το όνομά σου». Κι εκείνος είπε: «Τι ζητάς το όνομά μου;» Και τον
ευλόγησε εκεί. 31Τότε ο Ιακώβ είπε: «Είδα το Θεό κατά πρόσωπο κι ακόμα ζω!» Κι
ονόμασε τον τόπο εκείνο Φανουήλ.πγ 32Ο ήλιος έβγαινε όταν ο Ιακώβ περνούσε τη
Φανουήλ, και κούτσαινε στην κλείδωση του μηρού. 33Γι’ αυτό οι Ισραηλίτες μέχρι σήμερα
δεν τρώνε το μέρος εκείνο γύρω από την κλείδωση του μηρού, γιατί εκεί χτυπήθηκε
ο Ιακώβ, στο ισχυακό νεύρο.πδ
ΓΕΝΕΣΙΣ 33
Συμφιλίωση Ιακώβ και Ησαύ
1Ο Ιακώβ κοίταξε πέρα και
είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Τότε μοίρασε τα παιδιά
στη Λεία, στη Ραχήλ και στις δύο δούλες. 2Έβαλε μπροστά τις δούλες με τα παιδιά
τους, έπειτα τη Λεία με τα παιδιά της, και ύστερα τη Ραχήλ με τον Ιωσήφ. 3Ο
ίδιος πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό
του.
4Τότε ο Ησαύ έτρεξε να
τον συναντήσει και τον αγκάλιασε· έπεσε στο λαιμό του και τον φιλούσε κι
έκλαιγαν μαζί. 5Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες με τα παιδιά
ρώτησε: «Τι σου είναι αυτά;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Είναι τα παιδιά που χάρισε ο
Θεός στο δούλο σου». 6Πλησίασαν οι δούλες με τα παιδιά τους και προσκύνησαν,
7έπειτα πλησίασε η Λεία με τα παιδιά της και προσκύνησαν, τέλος πλησίασε ο
Ιωσήφ με τη Ραχήλ και προσκύνησαν κι αυτοί.
8Ο Ησαύ ρώτησε τον αδερφό
του: «Τι σκόπευες να κάνεις με όλο εκείνο το πλήθος που συνάντησα;» Ο Ιακώβ
απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοιά σου, κύριέ μου».
9Ο Ησαύ του είπε: «Έχω
αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησέ τα· σου ανήκουν».
10«Όχι, σε παρακαλώ!» του
απάντησε ο Ιακώβ. «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, δέξου τα δώρα μου. Γιατί όταν
είδα το πρόσωπό σου, ήταν σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού. Τόσο καλά με
δέχτηκες. 11Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω
απ’ όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε. 12Τότε ο Ησαύ είπε: «Ας
ξεκινήσουμε, λοιπόν, κι ας πάμε. Εγώ θα έρχομαι μαζί σου».
13Ο Ιακώβ όμως του
απάντησε: «Ξέρεις, κύριέ μου, ότι τα παιδιά είναι αδύνατα, και ότι τα πρόβατα
και τα μοσχάρια που θηλάζουν χρειάζονται φροντίδα· έστω και μία μέρα αν
κουραστούν, όλα τα κοπάδια θα ψοφήσουν. 14Πήγαινε εσύ, κύριέ μου, μπροστά απ’
το δούλο σου. Εγώ θα προχωρώ σιγά, σύμφωνα με το βάδισμα των ζώων, που θα
προπορεύονται, και με το βάδισμα των παιδιών, ωσότου σε φτάσω στη Σηείρ». 15Ο
Ησαύ είπε: «Να σου αφήσω ένα τμήμα από τους άντρες που είναι μαζί μου». Αλλά ο
Ιακώβ απάντησε: «Τι χρειάζεται; Φτάνει μόνο που κέρδισα την εύνοια του κυρίου
μου».
16Ο Ησαύ πήρε την ίδια
μέρα το δρόμο της επιστροφής στη Σηείρ. 17Ο Ιακώβ όμως προχώρησε προς τη
Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια
του. Γι’ αυτό ο τόπος ονομάστηκε Σουκκώθ.πε
18Ο Ιακώβ επιστρέφοντας
απ’ τη Μεσοποταμία έφτασε ασφαλής στην πόλη Συχέμ, που βρίσκεται στη Χαναάν.
Εκεί κατασκήνωσε κοντά στην πόλη, 19σ’ ένα τμήμα γης που το αγόρασε γιά εκατό
νομίσματαπς από τους απογόνους του Χαμώρ, πατέρα του Συχέμ. 20Εκεί έστησε
θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός είναι Θεός του Ισραήλ».
ΓΕΝΕΣΙΣ 34
Εκδίκηση για την ατίμωση
της Δείνας
1Μια μέρα η Δείνα, η κόρη
που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής.
2Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Χαμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής·
την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε. 3Τη συμπάθησε όμως πολύ τη
Δείνα· το αγάπησε το κορίτσι και μίλησε στην καρδιά του. 4Και είπε ο Συχέμ στον
πατέρα του: «Πάρε μου το κορίτσι αυτό για γυναίκα μου».
5Ο Ιακώβ έμαθε ότι ο
Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι γιοι του ήταν με τα
κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν. 6Ο Χαμώρ, πατέρας του
Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει. 7Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από
τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση
για το Συχέμ. Πλάγιασε με την κόρη του Ιακώβ ατιμάζοντας έτσι ολόκληρη την
οικογένεια του Ισραήλ. Τέτοιο πράγμα δεν έπρεπε να γίνει. 8Ο Χαμώρ όμως τους
έλεγε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας. Δεχτείτε να του τη
δώσετε για γυναίκα. 9Συγγενέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις
δικές μας. 10Κατοικήστε εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεσή σας.
Εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, κινηθείτε ελεύθερα σ’ αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ’
αυτήν». 11Ο Συχέμ ο ίδιος έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού και στ’ αδέρφια της:
«Την εύνοιά σας να κερδίσω και ό,τι μου ζητήσετε θα το δώσω. 12Αυξήστε όσο
θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω –ό,τι κι αν μου ζητήσετε.
Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα».
13Επειδή ο Συχέμ είχε
ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και
στον πατέρα του το Χαμώρ με πονηριά: 14«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», τους
είπαν, «να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι
τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας. 15Μόνο μ’ αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να
γίνετε όπως κι εμείς· δηλαδή κάθε αρσενικό σας να περιτμηθεί. 16Τότε θα σας
δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες· θα
κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός. 17Αν όμως δε δεχτείτε να
περιτμηθείτε, θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».
18Τα λόγια τους αυτά
φάνηκαν σωστά στο Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του. 19Ο νέος δεν δίστασε να το
κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Ο ίδιος ήταν ο πιο σπουδαίος σ’
όλη την οικογένεια του πατέρα του.
20Πήγαν λοιπόν ο Χαμώρ
και ο γιος του ο Συχέμ στην πύλη της πόλης τους και μίλησαν στους άντρες της:
21«Οι άνθρωποι αυτοί», τους είπαν, «έχουν ειρηνικές διαθέσεις απέναντί μας. Ας
εγκατασταθούν στη χώρα μας κι ας κινηθούν ελεύθερα σ’ αυτήν. Η χώρα μας είναι
αρκετά μεγάλη και γι’ αυτούς. Θα παίρνουμε γυναίκες τις κόρες τους και θα τους
δίνουμε τις κόρες μας. 22Αλλά οι άνθρωποι αυτοί θα δεχτούν να κατοικήσουν μαζί μας
και να γίνουμε ένας λαός μονάχα με μία προϋπόθεση: Ότι όλα τα αρσενικά μας θα
περιτμηθούν όπως είναι κι αυτοί περιτμημένοι. 23Τα κοπάδια τους, τα υπάρχοντά
τους και τα ζώα τους θα είναι όλα δικά μας, αρκεί να δεχτούμε τον όρο τους και
να κατοικήσουν μαζί μας». 24Όλοι οι άντρες της πόλης, όλοι όσοι διάβαιναν την
πύλη της, υπάκουσαν στον Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του, και έκαναν περιτομή
σε όλα τα αρσενικά τους. 25Αλλά την τρίτη μέρα, ενώ είχαν ακόμη πόνους, οι δυο
γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους,
μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. 26Έσφαξαν και το
Χαμώρ και το Συχέμ το γιο του, πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και
έφυγαν. 27Οι υπόλοιποι γιοι του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την
πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους. 28Τους πήραν τα
πρόβατά τους, τα βόδια τους, τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην πόλη και
στους αγρούς. 29Πήραν για λάφυρα όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους και τις
γυναίκες τους, κι άρπαξαν ό,τι βρήκαν στα σπίτια. 30Αλλά ο Ιακώβ είπε στο
Συμεών και στο Λευί: «Δυστυχία μού φέρατε, γιατί με κάνατε μισητό στους
κατοίκους της χώρας, στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους. Εγώ έχω λίγους
ανθρώπους, ενώ αυτοί μπορούν να συνασπιστούν εναντίον μου και να με χτυπήσουν,
και να καταστραφώ εγώ και το σπίτι μου». 31Κι εκείνοι του απάντησαν: «Έπρεπε να
μεταχειριστούν σαν πόρνη την αδερφή μας;»
ΓΕΝΕΣΙΣ 35
Ο Θεός ευλογεί τον Ιακώβ
στη Βαιθήλ
1Ο Θεός είπε στον Ιακώβ:
«Σήκω, πήγαινε στη Βαιθήλ και μείνε εκεί. Και χτίσε εκεί θυσιαστήριο σ’ εμένα
το Θεό, που σου φανερώθηκα όταν έφευγες για να γλιτώσεις απ’ τον αδερφό σου τον
Ησαύ». 2Τότε ο Ιακώβ είπε στην οικογένειά του και σ’ όλους όσοι ήταν μαζί του:
«Πετάξτε τους ξένους θεούς που βρίσκονται ανάμεσά μας. Καθαριστείτε, αλλάξτε
ρούχα 3κι ας ετοιμαστούμε ν’ ανεβούμε στη Βαιθήλ. Εκεί θα χτίσω θυσιαστήριο στο
Θεό που με άκουσε τις μέρες της θλίψης μου και που ήταν μαζί μου στο δρόμο που
πορεύτηκα». 4Εκείνοι έδωσαν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς που είχαν στην
κατοχή τους και τα σκουλαρίκια που κρεμούσαν στ’ αυτιά τους, κι ο Ιακώβ τα
έθαψε κάτω απ’ τη βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ. 5Έπειτα έφυγαν. Και φόβος
Θεού απλώθηκε στις πόλεις γύρω τους· γι’ αυτό δεν καταδίωξαν τους γιους του
Ιακώβ.
6Έτσι ο Ιακώβ και όλος ο
λαός που ήταν μαζί του, έφτασαν στη Λουζ, δηλαδή στη Βαιθήλ, στη χώρα της
Χαναάν. 7Εκεί ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήριο, και ονόμασε την τοποθεσία «Θεός της
Βαιθήλ», γιατί εκεί του αποκαλύφθηκε ο Θεός, όταν έφευγε για να γλιτώσει από
τον αδερφό του.
8Εκείνη την εποχή πέθανε
η Δεβόρα, η τροφός της Ρεβέκκας, και την έθαψαν νότια της Βαιθήλ, κάτω απ’ τη
βελανιδιά, που έκτοτε την ονόμασαν «Βελανιδιά των Θρήνων».
9Ο Θεός εμφανίστηκε πάλι
στον Ιακώβ, όταν επέστρεφε από τη Μεσοποταμία και τον ευλόγησε: 10«Το όνομά σου
είναι Ιακώβ», του είπε. «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ».πζ Έτσι ο Θεός
τον ονόμασε Ισραήλ. 11Επίσης του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελ-Σαδδάι (Θεός
παντοκράτορας). Πολυάριθμοι να είναι οι απόγονοί σου. Από σένα θα βγει λαός και
άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. 12Σ’ εσένα και στους
απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ».
13Μετά ο Θεός
απομακρύνθηκε από τον τόπο όπου μιλούσε με τον Ιακώβ. 14Ο Ιακώβ έστησε μια
λίθινη στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του ο Θεός, και πάνω σ’ αυτήν
πρόσφερε σπονδή και έχυσε λάδι. 15Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ.
Θάνατος της Ραχήλ
16Στη συνέχεια ο Ιακώβ
και η οικογένειά του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση
για να φτάσουν στην Εφραθά, ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει· είχε δύσκολη
γέννα. 17Όταν οι πόνοι της γέννας είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, η μαμή τής
είπε: «Μη φοβάσαι, έκανες πάλι αγόρι». 18Τη στιγμή που έβγαινε η ψυχή της,
γιατί τελικά πέθανε, τον ονόμασε Βεν-Ονί,πη αλλά ο πατέρας του τον ονόμασε
Βενιαμίν.πθ 19Πέθανε η Ραχήλ, και την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή
στη Βηθλεέμ. 20Ο Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη. Είναι η
λίθινη στήλη του τάφου της Ραχήλ, που σώζεται μέχρι σήμερα.
21Μετά ο Ισραήλ έφυγε από
’κει και κατασκήνωσε πέρα από τη Μιγδάλ-Έδερ.
Οι γιοι του Ιακώβ
(Α΄ Χρ 2,1-2)
22Την εποχή που ο Ισραήλ
έμενε σ’ αυτήν τη χώρα, ο Ρουβήν πήγε και πλάγιασε με τη Βαλλά, την παλλακίδα
του πατέρα του, και το ’μαθε αυτό ο Ισραήλ. Οι γιοι του Ιακώβ ήταν δώδεκα: 23Ο
Ρουβήν, που ήταν πρωτότοκος, ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο
Ζαβουλών από τη Λεία. 24Ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν, από τη Ραχήλ. 25Ο Δαν και ο
Νεφθαλί από τη Βαλλά, δούλη της Ραχήλ, 26και ο Γαδ κι ο Ασήρ από τη Ζελφά,
δούλη της Λείας. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία.
Θάνατος του Ισαάκ
27Ο Ιακώβ ήρθε στον
πατέρα του τον Ισαάκ στη Μαμβρή, κοντά στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή στη Χεβρών. Εδώ
είχαν κατοικήσει ως ξένοι ο Αβραάμ και ο Ισαάκ. 28Ο Ισαάκ έζησε εκατόν ογδόντα
χρόνια. 29Πέθανε και πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του γέροντας και
μακροήμερος. Τον έθαψαν οι γιοι του ο Ησαύ και ο Ιακώβ.
ΓΕΝΕΣΙΣ 36
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΗΣΑΥ
(36,1-43)
Οι απόγονοι του Ησαύ
(Α΄ Χρ 1,34-37)
1Αυτές εδώ είναι οι
γενεαλογίες του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ: 2Ο Ησαύ πήρε γυναίκες από τις κοπέλες
της Χαναάν, την Αδά, κόρη του Αιλών του Χετταίου, την Ολιβαμά, κόρη του Ανά και
εγγονή του Σιβεγών του Ευαίου, 3και τη Βασεμάθ, κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του
Νεβαϊώθ. 4Η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάζ, η Βασεμάθ γέννησε το Ρεγουήλ,
5και η Ολιβαμά γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ. Αυτοί είναι οι γιοι
που απέκτησε ο Ησαύ στη Χαναάν.
6Ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες
του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι ήταν στο σπίτι του, τα
κοπάδια του, όλα τα ζώα του και όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει στη
Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον αδερφό του τον Ιακώβ.
7Η περιουσία τους ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν
μαζί, και η χώρα όπου έμεναν ως ξένοι δεν ήταν δυνατό να τους χωρέσει απ’ τα
πολλά κοπάδια τους. 8Έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στα βουνά Σηείρ. Ο Ησαύ είναι ο
Εδώμ.
9Αυτές εδώ είναι οι
γενεαλογίες του Ησαύ, του γενάρχη των Εδωμιτών, στα βουνά Σηείρ. 10Τα ονόματα
των γιων του Ησαύ είναι: Ελιφάζ και Ρεγουήλ από τις γυναίκες του Αδά και
Βασεμάθ αντίστοιχα. 11Οι γιοι του Ελιφάζ είναι ο Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σεφώ, ο
Γαετάμ και ο Κενάζ. 12Η Τιμνά ήταν παλλακή του Ελιφάζ και του γέννησε τον
Αμαλήκ. Αυτοί ήταν εγγονοί της Αδά, γυναίκας του Ησαύ. 13Οι γιοι του Ρεγουήλ
είναι ο Ναχάθ, ο Ζεράχ, ο Σαμμά και ο Μιζζά. Αυτοί ήταν εγγονοί της Βασεμάθ,
γυναίκας του Ησαύ. 14Αυτοί εδώ είναι οι γιοι της Ολιβαμά, κόρης του Ανά και
εγγονής του Σιβεγών, γυναίκας του Ησαύ: του γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και
τον Κορέ.
15-16Αυτοί εδώ είναι οι
αρχηγοί των φυλών που προήλθαν από τον Ησαύ: Θαιμάν, Ωμάρ, Σεφώ, Κενάζ, Κορέ,
Γαετάμ, Αμαλήκ. Είναι γιοι του Ελιφάζ, πρωτοτόκου του Ησαύ από τη γυναίκα του
την Αδά, και ζούσαν στη χώρα της Εδώμ. 17Οι αρχηγοί Ναχάθ, Ζεράχ, Σαμμά, Μιζζά,
που κατοικούσαν στη χώρα της Εδώμ, ήταν γιοι του Ρεγουήλ και εγγονοί της
Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ. 18Οι αρχηγοί Ιεούς, Ιεγλάμ και Κορέ ήταν γιοι του
Ησαύ από τη γυναίκα του την Ολιβαμά, κόρη του Ανά. 19Όλοι αυτοί λοιπόν ήταν
γιοι του Ησαύ και αρχηγοί των φυλών που προήλθαν απ’ αυτούς. Αυτοί αποτελούν
τους Εδωμίτες.
Οι απόγονοι του Σηείρ
(Α΄ Χρ 1,38-42)
20-21Οι πρώτοι κάτοικοι
της χώρας του Εδώμ ήταν οι απόγονοι του Σηείρ του Χορραίου. Οι αρχηγοί των
Χορραίων ήταν ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Εσέρ και ο Δισάν,
γιοι του Σηείρ. 22Οι γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορρί και ο Αιμάμ. Αδερφή του Λωτάν
ήταν η Τιμνά. 23Οι γιοι του Σωβάλ ήταν ο Αλβάν, ο Μαναχάθ, ο Αιβάλ, ο Σεφώ και
ο Ωνάμ. 24Οι γιοι του Σιβεγών ήταν ο Αϊά και ο Ανά. Ο Ανά είν’ εκείνος που
βρήκε πηγές στην έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια του Σιβεγών του πατέρα του.
25Τα παιδιά του Ανά ήταν ο γιος του ο Δισών και η κόρη του η Ολιβαμά. 26Οι γιοι
του Δισών είναι ο Χεμδάν, ο Εσβάν, ο Ιθράν και ο Χεράν. 27Οι γιοι του Αισέρ
είναι ο Βιλάν, ο Ζααβάν και ο Ακάν. 28Οι γιοι του Δισάν είναι ο Ουτς και ο
Αράν. 29-30Οι αρχηγοί των φυλών των Χορραίων στη χώρα Σηείρ είναι ο Λωτάν, ο
Σωβάλ, ο Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Αισέρ και ο Δισάν.
Οι βασιλιάδες των
Εδωμιτών
(Α΄ Χρ 1,43-50)
31-39Αυτοί εδώ είναι οι
βασιλιάδες που βασίλεψαν διαδοχικά στην Εδώμ, πριν αναδειχθεί βασιλιάς στους
Ισραηλίτες:
Ο Βελά, γιος του Βεώρ,
στην πόλη Διναβά.
Ο Ιωβάβ, γιος του Ζαράχ,
από τη Βοσρά.
Ο Χουσάμ από τη χώρα των
Θαιμανιτών.
Ο Αδάδ, γιος του Βεδάδ,
στην πόλη Αβίθ· αυτός νίκησε τους Μαδιανίτες στους αγρούς της Μωάβ.
Ο Σαμλά από τη Μαρσεκά.
Ο Σαούλ από τη Ρεχωβώθ,
κοντά στον ποταμό.
Ο Βάαλ-Χανάν, γιος του
Αχβώρ.
Ο Αδάρ στην πόλη Παού. Η
γυναίκα του ονομαζόταν Μεεταβεήλ· ήταν κόρη του Ματραΐδ και εγγονή του Με-Ζαάβ.
Οι φυλές των Εδωμιτών
(Α΄ Χρ 1,51-54)
40-43Οι αρχηγοί των φυλών
των Εδωμιτών είναι οι Τιμνά, Αλβά, Ιεθέθ, Ολιβαμά, Ηλάς, Πινών, Κενάζ, Θαιμάν,
Μιβσάρ, Μαγεδιήλ, Ιράν. Όλοι αυτοί κατοίκησαν σε διάφορες περιοχές με τις φυλές
τους στη χώρα που κατέλαβαν, και έδωσαν στις περιοχές το όνομα της φυλής τους.
Ο Ησαύ ήταν ο γενάρχης τους.
ΓΕΝΕΣΙΣ 37
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΤΟΥ
(37,1–45,28)
Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια
του
1Ο Ιακώβ κατοικούσε στη
Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει και ο πατέρας του ως ξένος. 2Αυτές είναι οι
διηγήσεις για την οικογένειά του:
Ο γιος του ο Ιωσήφ, όταν
ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του,
τους γιους της Βαλλάς και της Ζελφάς, γυναικών του πατέρα του. Κι ο Ιωσήφ
ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη.
3Ο Ισραήλ περισσότερο απ’
όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά
του. Γι’ αυτό και του έκανε έναν πολύχρωμο χιτώνα. 4Όταν είδαν οι αδερφοί του
ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους, άρχισαν να τον
μισούν· δεν μπορούσαν πια να του φέρονται φιλικά.
5Κάποτε ο Ιωσήφ είδε ένα
όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του, κι εκείνοι τότε τον μίσησαν ακόμη
περισσότερο. 6«Ακούστε ένα όνειρο που είδα!» τους είπε. 7«Δέναμε, λέει, δεμάτια
από άχυρα καταμεσίς στους αγρούς. Ξάφνου το δικό μου δεμάτι σηκώθηκε και
στάθηκε όρθιο, και τα δικά σας δεμάτια περικύκλωσαν και προσκύνησαν το δικό
μου». 8Τότε τ’ αδέρφια του του είπαν: «Σιγά μη βασιλέψεις κιόλας σ’ εμάς και
μας γίνεις κι άρχοντας!» Και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του
και για τα λόγια του.
9Είδε ακόμη ένα όνειρο
και το διηγήθηκε στους αδερφούς του: «Είδα κι άλλο όνειρο», τους είπε. «Ο
ήλιος, λέει, και το φεγγάρι και έντεκα αστέρια με προσκυνούσαν». 10Το όνειρο
αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του. Εκείνος
τον μάλωσε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως τάχα θα
έρθουμε εγώ, η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου να πέσουμε στη γη και να σε
προσκυνήσουμε;» 11Τ’ αδέρφια του λοιπόν τον φθόνησαν, ενώ ο πατέρας του
συγκρατούσε στη μνήμη του αυτά τα όνειρα.
Ο Ιωσήφ πουλιέται στην
Αίγυπτο
12Μια μέρα, τα αδέρφια
του Ιωσήφ είχαν πάει να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ. 13Τότε
είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Τ’ αδέρφια σου βόσκουν τα πρόβατα στη Συχέμ. Έλα να
σε στείλω σ’ αυτούς». Κι εκείνος του απάντησε: «Είμαι πρόθυμος». 14«Πήγαινε
λοιπόν», του είπε, «δες αν είναι καλά τ’ αδέρφια σου και τα πρόβατα, και φέρε
μου τα νέα».
Τον έστειλε, κι ο Ιωσήφ
πήγε απ’ την Κοιλάδα της Χεβρών στη Συχέμ. 15Καθώς περιπλανιόταν στα χωράφια,
τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;» 16Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ψάχνω
για τ’ αδέρφια μου. Μπορείς να μου πεις πού βόσκουν τα κοπάδια;» 17Ο άνθρωπος
του είπε: «Έφυγαν από ’δω, γιατί τους άκουσα να λένε: “πάμε προς τη Δωθάν”». Ο
Ιωσήφ ακολούθησε τα ίχνη τους και τους βρήκε στη Δωθάν.
18Μόλις εκείνοι τον είδαν
από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν.
19«Να, έρχεται αυτός που βλέπει τα όνειρα», είπαν μεταξύ τους. 20«Μπρος λοιπόν
να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Μετά θα πούμε ότι τον
κατασπάραξε ένα άγριο θηρίο. Και να δούμε τότε τι θ’ απογίνουν τα όνειρά του!»
21Όταν το άκουσε αυτό ο
Ρουβήν, προσπάθησε να τον γλιτώσει απ’ τα χέρια τους και τους είπε: «Ας μην του
στερήσουμε τη ζωή». 22Και πρόσθεσε: «Μη χύσετε αίμα. Ρίξτε τον σ’ αυτό το
ξεροπήγαδο, εδώ στην έρημο, αλλά χέρι μη βάλετε πάνω του» –είχε σκοπό να τον
ελευθερώσει και να τον πάει πίσω στον πατέρα του.
23Όταν ο Ιωσήφ έφτασε
κοντά στ’ αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε, 24και τον
πήραν και τον έριξαν σ’ ένα πηγάδι. Αυτό το πηγάδι ήταν άδειο, δεν είχε νερό.
25Ύστερα κάθισαν να φάνε. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Ισμαηλιτών να
έρχονται από τη Γαλαάδ. Μετέφεραν με τις καμήλες τους αρώματα, μαστίχα και
λάβδανο, και πήγαιναν να τα πουλήσουν στην Αίγυπτο. 26Τότε είπε ο Ιούδας στους
αδερφούς του: «Τι θα κερδίσουμε αν σκοτώσουμε τον αδερφό μας και αποκρύψουμε το
θάνατό του; 27Ας τον πουλήσουμε σ’ εκείνους τους Ισμαηλίτες κι ας μη βάλουμε
χέρι πάνω του, γιατί είναι αδερφός μας και αίμα μας». Και τον άκουσαν οι
αδερφοί του.
28Καθώς, λοιπόν,
περνούσαν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ’ το πηγάδι και τον
πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες· εκείνοι τον μετέφεραν στην
Αίγυπτο.
29Όταν γύρισε ο Ρουβήν
πίσω στο πηγάδι κι ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του.Ϟ 30Πήγε στ’
αδέρφια του και τους είπε: «Το παιδί δεν είν’ εκεί! Τι θα κάνω τώρα, που είμαι
υπεύθυνος γι’ αυτό;» 31Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι
και τον έβαψαν με το αίμα. 32Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν
στον πατέρα τους, και του μήνυσαν: «Κοίτα τι βρήκαμε. Μπορείς ν’ αναγνωρίσεις
αν αυτό είναι ο χιτώνας του γιου σου;»
33Ο Ιακώβ τον αναγνώρισε
και είπε: «Ο χιτώνας του παιδιού μου! Κάποιο άγριο θηρίο τον έφαγε. Πάει,
κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!» 34Έσκισε τότε τα ρούχα του,Ϟα φόρεσε στη μέση του ένα
πένθιμο τρίχινο ρούχο και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό. 35Ήρθαν κι
όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν
απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» –και
συνέχεια τον έκλαιγε.
36Οι Μαδιανίτες πούλησαν
τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, τον αυλικό του Φαραώ, που ήταν και
αρχηγός της σωματοφυλακής του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 38
Ο Ιούδας και η Ταμάρ
1Εκείνον τον καιρό ο
Ιούδας έφυγε από τ’ αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ’ έναν Οδολλαμίτη, που
λεγόταν Ιράς. 2Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που τον έλεγαν
Σουά, την πήρε γυναίκα του και πλάγιασε μαζί της. 3Εκείνη έμεινε έγκυος και
γέννησε γιο που τον ονόμασε Ηρ. 4Έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε γιο που τον
ονόμασε Αυνάν. 5Και ξαναγέννησε γιο και τον ονόμασε Σηλά. Ο Ιούδας βρισκόταν
στη Χαζβί όταν γεννήθηκε ο Σηλά.
6Για τον πρωτότοκο γιο
του τον Ηρ ο Ιούδας τού πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Ταμάρ. 7Ο Ηρ
όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε. 8Τότε ο Ιούδας είπε στον
Αυνάν: «Πήγαινε στη γυναίκα του αδερφού σου και εκπλήρωσε το καθήκον σου ως
αδερφός του άντρα της, να δώσεις απόγονο στον αδερφό σου».Ϟβ 9Ο Αυνάν, επειδή
ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ’ αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα
του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό
του. 10Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι’ αυτό τον θανάτωσε κι
αυτόν. 11Τότε ο Ιούδας είπε στην Ταμάρ τη νύφη του: «Μείνε χήρα στο σπίτι του
πατέρα σου, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά»Ϟγ –γιατί φοβήθηκε μήπως
θανατωθεί κι αυτός όπως τ’ αδέρφια του. Έτσι, η Ταμάρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι
του πατέρα της.
12Μετά από καιρό, πέθανε
η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σουά. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί
με το φίλο του τον Ιρά τον Οδολλαμίτη στην Τιμνά, να δει αυτούς που κούρευαν τα
κοπάδια του. 13Ειδοποίησαν λοιπόν την Ταμάρ ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην
Τιμνά για το κούρεμα των κοπαδιών. 14Τότε εκείνη έβγαλε τα φορέματα της χηρείας
της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που
οδηγεί στην Τιμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αιναΐμ· γιατί έβλεπε ότι
ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα.
15Ο Ιούδας όταν την είδε τη
νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της. 16Πήγε λοιπόν προς το
μέρος της και της είπε: «Άσε με να πλαγιάσω μαζί σου». Δεν την αναγνώριζε
βέβαια ότι ήταν νύφη του. Εκείνη όμως του είπε: «Τι θα μου δώσεις για να
πλαγιάσεις μαζί μου;» 17Αυτός απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσίκι από το
κοπάδι μου». «Σύμφωνοι», του λέει εκείνη, «αλλά θα μου αφήσεις ένα ενέχυρο
ώσπου να μου στείλεις το κατσίκι». 18Εκείνος τη ρώτησε: «Τι ενέχυρο να σου
δώσω;» Και του απάντησε: «Το δαχτυλίδι σου με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό
σου και το ραβδί που κρατάς στο χέρι σου». Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι
εκείνη έμεινε έγκυος απ’ αυτόν. 19Έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε· έβγαλε το πέπλο από
πάνω της, και ξαναφόρεσε τα φορέματα της χηρείας της.
20Ο Ιούδας έστειλε το
κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη
γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. 21Ρώτησε τους ανθρώπους του τόπου εκεί:
«Πού είν’ εκείνη η πόρνη που καθόταν στην Αιναΐμ, πλάι στο δρόμο;» Αλλά αυτοί
του απάντησαν: «Δεν ήταν εδώ καμιά πόρνη». 22Τότε γύρισε πίσω στον Ιούδα και
του είπε: «Δεν τη βρήκα· κι οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μου είπαν ότι δεν
ήταν εκεί καμιά πόρνη». 23Ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει· μόνο να μη
γελοιοποιηθούμε. Εγώ το κατσίκι το ’στειλα αλλά εσύ δεν τη βρήκες».
24Μετά από τρεις περίπου
μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα: «Η νύφη σου η Ταμάρ πόρνεψε, και μάλιστα
έμεινε έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Βγάλτε την έξω από την
πόλη για να καεί». 25Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό
της: «Από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ’ αυτόν είμαι έγκυος.
Αναγνώρισε, λοιπόν», του λέει, «ποιανού είναι αυτό το περιλαίμιο, το ραβδί και
το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο;» 26Ο Ιούδας τα αναγνώρισε και είπε: «Αυτή
είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλά το γιο μου για
γυναίκα». Και δεν ξαναπλάγιασε μαζί της.
27Όταν ήρθε ο καιρός να
γεννήσει η Ταμάρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της. 28Την ώρα της γέννας, το ένα
παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα,
και είπε: «Αυτός βγήκε πρώτος». 29Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως
βγήκε ο αδερφός του. Τότε η μαμή είπε: «Τι σκίσιμο έκανες!» Γι’ αυτό τον
ονόμασαν Φαρές.Ϟδ 30Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το
κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαράχ.
ΓΕΝΕΣΙΣ 39
Ο Ιωσήφ και η σύζυγος του
Πετεφρή
1Όταν οι Ισμαηλίτες
έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, τον αγόρασε απ’ αυτούς ο Πετεφρής ο Αιγύπτιος,
αξιωματούχος του Φαραώ και αρχηγός των σωματοφυλάκων. 2Ο Κύριος όμως ήταν μαζί
με τον Ιωσήφ, κι αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός. Έμενε στο σπίτι του αφεντικού του
του Αιγυπτίου. 3Το αφεντικό του είδε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του και πως αυτός
με τη βοήθεια του Κυρίου πετύχαινε κάθε έργο που αναλάμβανε. 4Έτσι ο Ιωσήφ
κέρδισε την εύνοια του αφεντικού του, κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο σπίτι
του· όλα τα υπάρχοντά του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του. 5Από τότε που τον
έκανε επιστάτη στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος ευλόγησε το
σπίτι, τα υπάρχοντα και τα κτήματα του Αιγυπτίου, εξαιτίας του Ιωσήφ. 6Ο
Πετεφρής είχε αφήσει όλα του τα υπάρχοντα στα χέρια του Ιωσήφ, και ενόσω είχε
εκείνον, δε φρόντιζε για τίποτε εκτός απ’ την τροφή που έτρωγε.
Ο Ιωσήφ είχε ωραίο
παράστημα κι όμορφο πρόσωπο. 7Ύστερα από τα γεγονότα εκείνα, η γυναίκα του
αφεντικού του έριξε τα μάτια της στον Ιωσήφ και του είπε: «Έλα να πλαγιάσεις
μαζί μου». 8Αλλά εκείνος αρνήθηκε και της είπε: «Ο αφέντης μου δε φροντίζει για
τίποτε σ’ αυτό το σπίτι ενόσω είμ’ εγώ, και όλη του την περιουσία την έχει
εμπιστευθεί στα χέρια μου. 9Δεν έχει άλλος μεγαλύτερη δύναμη από μένα στο σπίτι
αυτό. Τίποτα δε μου στέρησε, εκτός από σένα, που είσαι γυναίκα του. Πώς θα
μπορούσα να κάνω ένα τόσο μεγάλο κακό και ν’ αμαρτήσω στο Θεό;»
10Αυτή εξακολούθησε να
προκαλεί κάθε μέρα τον Ιωσήφ, αλλά εκείνος δεν πειθόταν να πάει μαζί της.
11Κάποια μέρα ο Ιωσήφ ήρθε στο σπίτι για να κάνει την εργασία του, και κανείς
από τους υπηρέτες του σπιτιού δεν ήταν εκεί. 12Τότε εκείνη τον άρπαξε απ’ τα
ρούχα και του έλεγε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου». Εκείνος, όμως, έτρεξε και
βγήκε έξω αφήνοντας το ρούχο του στα χέρια της. 13Όταν αυτή είδε ότι το ρούχο
του Ιωσήφ είχε μείνει στο χέρι της κι εκείνος είχε φύγει έξω, 14φώναξε τους
υπηρέτες του σπιτιού της και τους είπε: «Βλέπετε; Ο άντρας μου μας έφερε έναν
Εβραίο να παίξει μαζί μας! Ήρθε εδώ να πλαγιάσει μαζί μου κι εγώ έβαλα τις
φωνές. 15Μόλις αυτός είδε ότι άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε το ρούχο
του εδώ».
16Η γυναίκα κράτησε το
ρούχο του Ιωσήφ ως την ώρα που γύρισε στο σπίτι το αφεντικό του. 17Τότε του
διηγήθηκε την ίδια ιστορία: «Ο δούλος ο Εβραίος που μας έφερες ήρθε εδώ για να
παίξει μαζί μου. 18Αλλά μόλις εγώ άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε εδώ
δίπλα το ρούχο του». 19Όταν ο Πετεφρής άκουσε τη γυναίκα του να του λέει: «αυτά
μου έκανε ο δούλος σου», άναψε απ’ το θυμό του. 20Έδωσε διαταγή να πιάσουν τον
Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή, όπου κρατούνται οι φυλακισμένοι του
βασιλιά. Έτσι ο Ιωσήφ έμεινε εκεί στη φυλακή.
21Ο Κύριος όμως ήταν μαζί
του και τον ελέησε, ώστε να κερδίσει την εύνοια του αρχιδεσμοφύλακα. 22Εκείνος
εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη
φυλακή αυτός το φρόντιζε. 23Ο αρχιδεσμοφύλακας δεν νοιαζόταν για τίποτα απ’ όσα
είχε αναλάβει ο Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, και με τη βοήθεια του
Κυρίου κάθε έργο που αναλάμβανε πετύχαινε.
ΓΕΝΕΣΙΣ 40
Ο Ιωσήφ εξηγεί τα όνειρα
των φυλακισμένων
1Ύστερα από τα γεγονότα
αυτά, ο οινοχόος του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός, έκαναν κάτι που
πρόσβαλε τον κύριό τους το βασιλιά. 2Ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών
αυλικών του, 3και τους έβαλε σε περιορισμό στο σπίτι του αρχηγού των
σωματοφυλάκων, στη φυλακή, στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ.
4Έμειναν σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων τοποθέτησε
κοντά τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί.
5Μια νύχτα, τόσο ο
οινοχόος όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν εκεί στη φυλακή από ένα όνειρο, με τη
δική του ξεχωριστή σημασία το καθένα. 6Το πρωί, όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει,
πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι. 7Τους ρώτησε λοιπόν, «Γιατί σήμερα τα πρόσωπά σας
είναι σκυθρωπά;» 8«Είδαμε ένα όνειρο», του αποκρίθηκαν, «και δεν υπάρχει κανείς
να το εξηγήσει». Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Στο Θεό δεν ανήκει κάθε εξήγηση;
Διηγηθείτε το λοιπόν σ’ εμένα».
9Ο οινοχόος τού είπε:
«Στο όνειρό μου είδα μπροστά μου ένα κλήμα, 10με τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα
βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα σταφύλια. 11Στα χέρια μου
κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα σταφύλια, τα έστιψα στο ποτήρι του και του
το έδωσα στα χέρια».
12Ο Ιωσήφ τού είπε: «Να
ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις μέρες.
13Τρεις μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει και θα σε αποκαταστήσει στη θέση
σου. Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι του, όπως έκανες και πρωτύτερα, που
ήσουν ο οινοχόος του. 14Αλλά θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν πάει για σένα
καλά, και δείξε μου καλοσύνη. Μίλησε για μένα στο Φαραώ και βγάλε με απ’ αυτό
εδώ το μέρος. 15Με άρπαξαν απ’ τη χώρα των Εβραίων κι εδώ δεν έκανα τίποτε για
να με ρίξουν στη φυλακή». 16Ο αρχιαρτοποιός είδε ότι η εξήγηση που έδωσε ο
Ιωσήφ ήταν ευνοϊκή, και του είπε: «Κι εγώ είδα στο όνειρό μου ότι είχα τρία
καλάθια με αρτοσκευάσματα πάνω στο κεφάλι μου. 17Στο πάνω καλάθι ήταν διάφορα
γλυκίσματα για το Φαραώ, απ’ αυτά που ψήνονται στο φούρνο, αλλά τα πουλιά τα
έτρωγαν απ’ το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου». 18Ο Ιωσήφ τού αποκρίθηκε:
«Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις μέρες. 19Τρεις μέρες
ακόμα και ο Φαραώ θα σου πάρει το κεφάλι, θα σε κρεμάσει σ’ ένα ξύλο και τα
πουλιά θα τρώνε τις σάρκες σου».
20Την τρίτη μέρα, που
ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ’ όλους τους αυλικούς του.
Θυμήθηκε τότε τον οινοχόο και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα στους αυλικούς του.
21Τον οινοχόο τον αποκατέστησε στο αξίωμά του, κι εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι
στο χέρι του Φαραώ. 22Τον αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε
εξηγήσει ο Ιωσήφ. 23Αλλά ο οινοχόος δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ· τον είχε ξεχάσει.
ΓΕΝΕΣΙΣ 41
Τα όνειρα του Φαραώ
1Μετά από δύο χρόνια, ο
Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, 2και είδε ν’
ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο
χορτάρι. 3Ύστερα απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες
και καχεκτικές και στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. 4Οι
εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες
και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε. 5Ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά
στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος, μεστωμένα και ωραία. 6Και μετά από
κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα· 7και τα λεπτά
στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα τα μεστωμένα και παχειά. Ο Φαραώ ξύπνησε και
κατάλαβε πως ήταν όνειρο.
8Το πρωί ο Φαραώ ήταν
ανήσυχος. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της
Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρά του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα
εξηγήσει.
9Τότε ο οινοχόος είπε:
«Κύριέ μου, Φαραώ, τώρα θυμάμαι ένα λάθος που ’χω κάνει! 10Όταν είχες οργιστεί
εναντίον των δούλων σου και με είχες φυλακίσει εμένα και τον αρχιαρτοποιό στο
σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, 11είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ κι
εκείνος, διαφορετικό όνειρο καθένας, με τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. 12Εκεί
μαζί μας ήταν κι ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχηγού των σωματοφυλάκων. Του
διηγηθήκαμε λοιπόν τα όνειρά μας, κι εκείνος μας εξήγησε τη σημασία τους. 13Και
όπως μας τα εξήγησε έτσι κι έγινε: Εμένα με αποκατέστησαν στη θέση μου και τον
αρχιαρτοποιό τον κρέμασαν».
Ο Ιωσήφ εξηγεί τα όνειρα
του Φαραώ
14Τότε ο Φαραώ έστειλε
και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του,
άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. 15Ο Φαραώ τού είπε: «Είδα ένα όνειρο,
αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς
ένα όνειρο όταν το ακούσεις».
16Ο Ιωσήφ τού απάντησε:
«Όχι εγώ· ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ». 17Τότε ο Φαραώ του
είπε: «Είδα στο όνειρό μου ότι στεκόμουν κοντά στην όχθη του Νείλου. 18Και
ξάφνου από το Νείλο ανέβηκαν εφτά αγελάδες, παχιές και εύρωστες, κι έβοσκαν στο
χορτάρι. 19Ύστερα, μετά απ’ αυτές, ανέβηκαν άλλες εφτά αγελάδες ισχνές, πολύ
άσχημες και καχεκτικές. Ποτέ δεν έχω δει σ’ όλη την Αίγυπτο τόσο άσχημες
αγελάδες όσο αυτές. 20Οι αγελάδες λοιπόν οι αδύνατες και άσχημες έφαγαν τις
πρώτες, τις παχιές. 21Και αφού τις κατάπιαν στην κοιλιά τους, κανείς δεν
καταλάβαινε ότι ήταν εκεί μέσα. Τόσο η όψη τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως και
πριν. Και τότε ξύπνησα. 22Κοιμήθηκα πάλι και είδα άλλο όνειρο, ότι εφτά στάχυα
βλάστησαν από ένα στέλεχος, γεμάτα και ωραία. 23Και άλλα εφτά στάχυα ξερά,
λεπτά και καμένα από το λίβα βλάστησαν μετά απ’ αυτά. 24Και τα λεπτά στάχυα
κατάπιαν τα εφτά στάχυα, τα ωραία. Τα διηγήθηκα αυτά στους μάγους, αλλά κανείς
δεν μπόρεσε να μου τα εξηγήσει».
25Ο Ιωσήφ τότε είπε στο
Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που
πρόκειται να κάνει. 26Οι εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα
εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο.
27Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν
εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και καμένα από το λίβα, σημαίνουν
εφτά χρόνια πείνας. 28Αυτό είναι που είπα στο Φαραώ, ότι ο Θεός τού φανέρωσε
εκείνο που πρόκειται να κάνει: 29Θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ’
ολόκληρη τη Αίγυπτο. 30-31Ύστερα όμως απ’ αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια πείνας, η
οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που κανένας στην
Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την προηγούμενη αφθονία στη χώρα. 32Το γεγονός ότι ο
Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, σημαίνει ότι το
πράγμα είναι αποφασισμένο απ’ το Θεό, και ότι θα το πραγματοποιήσει γρήγορα.
33Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και
να τον διορίσει άρχοντα σ’ όλη την Αίγυπτο. 34Επίσης, ας φροντίσει ώστε να
διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ’ αυτήν το ένα πέμπτο κατά τα
εφτά χρόνια της αφθονίας. 35Θα συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων
που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ για τη
διατροφή των πόλεων, και θα τα φυλάξουν. 36Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για
τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα
αφανιστεί από την πείνα».
Ο Ιωσήφ γίνεται άρχοντας
στην Αίγυπτο
37Αυτή η πρόταση φάνηκε
καλή στο Φαραώ και σ’ όλους τους αξιωματούχους του, 38και τους είπε: «Υπάρχει
άλλος άνθρωπος σαν αυτόν εδώ, που να έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού» 39Και
στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει
κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. 40Εσύ θα προΐστασαι στο
ανάκτορό μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς
το θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. 41Σ’ εσένα», του είπε, «παραδίδω την εξουσία
πάνω σε όλη την Αίγυπτο».
42Μ’ αυτά τα λόγια ο
Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό του και το πέρασε
στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε τη χρυσή αλυσίδα
στο λαιμό του. 43Τον ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι
προπορευόμενοι αξιωματούχοι φώναζαν: «Γονατίστε!»
Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον
Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. 44«Εγώ είμαι ο Φαραώ», του είπε. «Χωρίς
όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει τίποτα σ’ όλη τη χώρα». 45-46Ο
Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ, το βασιλιά της
Αιγύπτου. Αυτός τον ονόμασε Σοφνάχ-Πανεάχ, και του έδωσε για γυναίκα την
Ασενάθ, κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης.
Μετά ο Ιωσήφ έφυγε να
επιθεωρήσει όλη τη χώρα. 47Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας
ήταν υπερεπαρκής. 48Ο Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων
στην Αίγυπτο και αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την
παραγωγή των χωραφιών που ήταν γύρω απ’ αυτήν. 49Έτσι συσσώρευσε σιτηρά
αναρίθμητα σαν την άμμο της θάλασσας. Τόσο πολλά ήταν, ώστε έπαψε πια να τα
μετράει.
50Πριν έρθουν τα χρόνια
της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασενάθ, που ήταν κόρη του Ποτιφερά, ιερέα
της Ηλιούπολης, δύο παιδιά. 51Τον πρώτο τον ονόμασε Μανασσή,Ϟε και είπε: «Ο
Θεός μ’ έκανε να λησμονήσω όλες μου τις δυστυχίες και το σπίτι του πατέρα μου».
52Τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ,Ϟς και είπε: «Ο Θεός μού έδωσε παιδιά στη χώρα
της δυστυχίας μου».
53Τα εφτά χρόνια της
αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, 54κι άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της
πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε
πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. 55Όταν όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να
πεινάει και ο λαός φώναζε στο Φαραώ για ψωμί, ο Φαραώ είπε στους Αιγυπτίους:
«Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάνετε ό,τι σας πει». 56Η πείνα γινόταν όλο και
μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες
και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ’ αυτές. 57Απ’ όλες τις χώρες
έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά, γιατί η πείνα ήταν
φοβερή σ’ ολόκληρη τη γη.
ΓΕΝΕΣΙΣ 42
Τα αδέρφια του Ιωσήφ
έρχονται στην Αίγυπτο για σιτάρι
1Ο Ιακώβ έμαθε ότι στην
Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, και είπε στους γιους του: «Τι περιμένετε;» 2Άκουσα πως
υπάρχει σιτάρι στην Αίγυπτο. Κατεβείτε λοιπόν εκεί να μας αγοράστε για να
ζήσουμε και να μην πεθάνουμε. 3Κατέβηκαν λοιπόν στην Αίγυπτο οι δέκα από τους
αδερφούς του Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτάρι. 4Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του
Ιωσήφ, ο Ιακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τ’ αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του
συμβεί κανένα κακό.
5Έφτασαν λοιπόν οι γιοι
του Ισραήλ στην Αίγυπτο για ν’ αγοράσουν σιτάρι, μαζί με άλλους που έρχονταν κι
αυτοί, γιατί η πείνα είχε επικρατήσει παντού στη Χαναάν.
6Ο Ιωσήφ ήταν ο άρχοντας
στη χώρα. Αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Έτσι ήρθαν
τα αδέρφια του και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. 7Εκείνος τους είδε και
τους αναγνώρισε, αλλά έκανε σαν να τους ήταν ξένος και τους μίλησε σκληρά: «Από
πού ερχόσαστε;» τους ρώτησε. «Από τη Χαναάν», απάντησαν αυτοί, «για ν’
αγοράσουμε τροφές».
8Τ’ αδέρφια του Ιωσήφ δεν
τον αναγνώρισαν, εκείνος όμως τους αναγνώρισε. 9Θυμήθηκε τα όνειρα που είχε δει
γι’ αυτούς, και τους είπε: «Εσείς είστε κατάσκοποι, και ήρθατε για να επισημάνετε
τα ανοχύρωτα σημεία της χώρας». 10Εκείνοι του απάντησαν: «Όχι, κύριε, οι δούλοι
σου ήρθαμε ν’ αγοράσουμε τροφές. 11Είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου ανθρώπου. Οι
δούλοι σου είμαστε ειλικρινείς άνθρωποι· δεν είμαστε κατάσκοποι». 12«Όχι», τους
ξαναείπε εκείνος. «Ήρθατε για να παρατηρήσετε σε ποια σημεία η χώρα είναι
ανοχύρωτη».
13Εκείνοι άρχισαν πάλι:
«Οι δούλοι σου είμαστε δώδεκα αδέρφια, παιδιά του ίδιου ανθρώπου, που ζει στη
χώρα της Χαναάν. Ο μικρότερος είναι τώρα μαζί με τον πατέρα μας κι ο άλλος δεν
υπάρχει πια». 14«Καλά σάς είπα εγώ πως είσαστε κατάσκοποι!» τους φώναξε ο
Ιωσήφ. 15«Και να πώς θ’ αποδειχτεί το αντίθετο: Μα τη ζωή του Φαραώ, δε θα
φύγετε από ’δω αν δεν έρθει εδώ ο αδερφός σας ο μικρότερος. 16Στείλτε έναν από
σας να τον πάρει. Όσο για σας θα μείνετε φυλακισμένοι. Έτσι θ’ αποδειχτεί αν
είναι αληθινά αυτά που λέτε. Κι αν δεν είναι, μα τη ζωή του Φαραώ, είστε
κατάσκοποι!»
17Τους έβαλε λοιπόν στη
φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. 18Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ τούς είπε: «Να τι
θα κάνετε για να ζήσετε, γιατί εγώ φοβάμαι το Θεό: 19Αν είστε ειλικρινείς, ένας
από όλους σας θα μείνει κλεισμένος στη φυλακή, κι εσείς οι άλλοι να φύγετε και
να πάτε σιτάρι στις πεινασμένες οικογένειές σας. 20Ύστερα θα μου φέρετε τον
αδερφό σας το μικρότερο, για να φανεί αν είναι αληθινά τα λόγια σας και να μην
πεθάνετε».
Έτσι κι έκαναν. 21Τότε
είπαν αναμεταξύ τους: «Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό μας.
Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι’ αυτό
μας βρήκε αυτή η στενοχώρια». 22Ο Ρουβήν τούς είπε: «Δε σας έλεγα εγώ να μην
κάνετε κακό σ’ αυτό το παιδί; Εσείς όμως δεν ακούγατε. Να που τώρα ήρθε η ώρα
της τιμωρίας». 23Αυτοί όμως δεν ήξεραν ότι ο Ιωσήφ τους καταλάβαινε, γιατί
χρησιμοποιούσε διερμηνέα. 24Τότε εκείνος αποσύρθηκε και έκλαψε. Έπειτα ξανάρθε
και τους μίλησε. Πήρε απ’ ανάμεσά τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα
μάτια τους.
Η επιστροφή των αδερφών
του Ιωσήφ στη Χαναάν
25Ο Ιωσήφ διέταξε να
γεμίσουν τα σακιά των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα χρήματα του καθενός
στο σακί του και να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι και τους έκαναν.
26Εκείνοι φόρτωσαν το σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν.
27Όταν όμως ένας άνοιξε
το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του, εκεί που διανυκτέρευαν, είδε μέσα
τα χρήματά του. Ήταν στο άνοιγμα του σάκου του. 28«Μου επέστρεψαν τα χρήματά
μου!» φώναξε στους αδερφούς του. «Να τα, εδώ μέσα στο σακί μου». Τους ήρθε
λιποθυμία και τρέμοντας έλεγε ο ένας στον άλλο: «Τι είναι αυτό που μας έκανε ο
Θεός!»
29Όταν ήρθαν στον πατέρα
τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί και του είπαν:
30«Ο άνθρωπος, που είναι ο άρχοντας της χώρας, μάς μίλησε σκληρά και μας
φέρθηκε σαν να ήμασταν κατάσκοποι. 31Εμείς όμως του είπαμε ότι είμαστε
ειλικρινείς κι όχι κατάσκοποι. 32Ότι είμαστε αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα,
κι ότι ο ένας δεν υπάρχει πια και ο μικρότερος είναι με τον πατέρα μας στη
Χαναάν. 33Αλλά εκείνος μας είπε: “Να πώς θα εξακριβώσω αν είστε ειλικρινείς: ο
ένας από σας θα παραμείνει κοντά μου, κι εσείς πάρτε σιτάρι για τις οικογένειές
σας που πεινούν και φύγετε. 34Αλλά θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο,
και τότε θα πεισθώ ότι δεν είστε κατάσκοποι αλλά άνθρωποι ειλικρινείς. Θα σας
απελευθερώσω και τον αδερφό σας, και θα είστε ελεύθεροι να κυκλοφορείτε στη
χώρα”».
35Μετά άρχισαν ν’
αδειάζουν τα σακιά τους. Κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του το κομπόδεμά
του. Όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα χρήματά τους, φοβήθηκαν. 36Ο Ιακώβ
τούς είπε: «Μου παίρνετε τα παιδιά μου. Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει· ο Συμεών δεν είν’
εδώ· και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν. Πάνω σ’ εμένα πέφτουν όλα!»
37Τότε ο Ρουβήν είπε στον
πατέρα του: «Έχεις το δικαίωμα να θανατώσεις τα δύο μου παιδιά, αν δε σου φέρω
πίσω το Βενιαμίν. Εμπιστέψου τον σ’ εμένα προσωπικά και εγώ θα σου τον
ξαναφέρω».
38Αλλά ο Ιακώβ είπε:
«Όχι. Ο γιος μου δεν θα έρθει μαζί σας· γιατί ο αδερφός του πέθανε, και μόνον
αυτός έχει απομείνει. Αν του συμβεί κάτι κακό στο ταξίδι σας, τότε θα κάνετε τ’
άσπρα μου μαλλιά να κατεβούνε με πόνο στον άδη».
ΓΕΝΕΣΙΣ 43
Νέα μετάβαση των αδερφών
του Ιωσήφ στην Αίγυπτο
1Η πείνα όμως δυνάμωνε
στη χώρα. 2Κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το στάρι που είχαν
φέρει από την Αίγυπτο, τους είπε ο πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι να μας
αγοράσετε λίγα τρόφιμα». 3Ο Ιούδας όμως του απάντησε: «Ο άνθρωπος εκείνος μας
προειδοποίησε ξεκάθαρα: “δε θα παρουσιαστείτε μπροστά μου αν δεν έχετε μαζί σας
τον αδερφό σας”. 4Αν λοιπόν έχεις τη διάθεση να στείλεις μαζί μας τον αδερφό
μας, τότε θα κατεβούμε να σου αγοράσουμε τροφές. 5Αν όμως δε θέλεις να τον
στείλεις, εμείς δεν κατεβαίνουμε, γιατί ο άνθρωπος μας είπε: “δε θα
παρουσιαστείτε μπροστά μου χωρίς να έχετε μαζί σας τον αδερφό σας”».
6Τότε ο Ισραήλ είπε:
«Γιατί μου κάνατε αυτό το κακό να φανερώσετε σ’ εκείνον τον άνθρωπο ότι έχετε
έναν ακόμη αδερφό;» 7Αυτοί απάντησαν: «Ο άνθρωπος εκείνος μας ρωτούσε συνέχεια
για μας και για την οικογένειά μας: “Ζει ακόμα ο πατέρας σας;” έλεγε. “Έχετε
άλλον αδερφό;” Κι εμείς του αποκριθήκαμε σ’ αυτά τα ερωτήματα. Πού να ξέραμε
ότι θα μας ζητούσε να του πάμε τον αδερφό μας!» 8Τότε ο Ιούδας είπε στον
Ισραήλ: «Άσε το παιδί να ’ρθεί μαζί μου, και να σηκωθούμε να φύγουμε για να
επιβιώσουμε και να μην πεθάνουμε της πείνας κι εμείς κι εσύ και τα παιδιά μας.
9Μπαίνω εγώ εγγυητής γι’ αυτό το παιδί· από μένα θα το ζητήσεις. Αν δεν σου το
φέρω πάλι πίσω και δε σου το παρουσιάσω, εγώ θα είμαι ο ένοχος απέναντί σου για
όλη μου τη ζωή. 10Αν δεν είχαμε καθυστερήσει, τώρα θα είχαμε γυρίσει πίσω για
δεύτερη φορά».
11Τότε ο πατέρας τους
τους είπε: «Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να γίνει αυτό, έτσι να κάνετε. Πάρτε στις
αποσκευές σας τα καλύτερα από τα προϊόντα της χώρας για να τα προσφέρετε δώρα
σ’ εκείνον τον άνθρωπο: λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, αρώματα, λάβδανο, φιστίκια και
μύγδαλα. 12Πάρτε μαζί σας και διπλάσια χρήματα: πάρτε δηλαδή κι εκείνα που
είχαν βάλει στο άνοιγμα των σάκων σας· ίσως έγινε κάποιο λάθος. 13Πάρτε και τον
αδερφό σας και σηκωθείτε να πάτε πίσω σ’ εκείνον τον άνθρωπο. 14Κι ο
παντοδύναμος Θεός ας κάνει ώστε ο άνθρωπος αυτός να σας σπλαχνιστεί και ν’
αφήσει να ξανάρθει μαζί σας ο άλλος αδερφός σας και ο Βενιαμίν. Και εγώ, αν
πρέπει να στερηθώ τα παιδιά μου, ας τα στερηθώ».
15Εκείνοι πήραν τα δώρα,
πήραν μαζί τους και διπλάσια χρήματα και το Βενιαμίν, και ξεκίνησαν να κατεβούν
στην Αίγυπτο. Εκεί παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. 16Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν
μαζί τους το Βενιαμίν, είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Οδήγησε αυτούς
τους ανθρώπους στο σπίτι, σφάξε κάτι και ετοίμασε, γιατί θα φάνε μαζί μου το
μεσημέρι». 17Εκείνος έκανε όπως τον διέταξε ο Ιωσήφ, κι οδήγησε τους ανθρώπους
στο σπίτι του. 18Αυτοί φοβήθηκαν που τους οδήγησαν στο σπίτι του Ιωσήφ, και
είπαν: «Το χρήμα που βρέθηκε την πρώτη φορά στα σακιά μας είναι η αιτία που μας
έφεραν εδώ. Θέλουν να μας συκοφαντήσουν και να μας επιτεθούν για να μας πάρουν
τα γαϊδούρια, και εμάς να μας πάρουν δούλους».
19Τότε πλησίασαν τον προϊστάμενο
του σπιτιού του Ιωσήφ και του ’πιασαν κουβέντα στην είσοδο του σπιτιού:
20«Παρακαλούμε, κύριε», του έλεγαν, «εμείς έχουμε έρθει κι άλλη φορά για ν’
αγοράσουμε τρόφιμα. 21Όταν όμως φτάσαμε στον τόπο που θα διανυκτερεύαμε και
ανοίξαμε τα σακιά μας, ο καθένας μας βρήκε τα χρήματά του στο άνοιγμα του
σακιού του. Τα χρήματά μας ακριβώς. Και τα φέραμε πάλι μαζί μας. 22Φέραμε ακόμα
κι άλλα χρήματα για ν’ αγοράσουμε τρόφιμα. Δεν ξέρουμε ποιος είχε βάλει τα
χρήματά μας στα σακιά μας». 23Εκείνος τους είπε: «Ησυχάστε και μη φοβόσαστε. Ο
Θεός σας κι ο Θεός του πατέρα σας αυτός έβαλε το θησαυρό στα σακιά σας. Το
χρήμα σας έφτασε στα χέρια μου». Και τους έφερε το Συμεών. 24Ο άνθρωπος τους
έφερε μέσα στο σπίτι του Ιωσήφ και τους έδωσε νερό να πλύνουν τα πόδια τους
καθώς και τροφή για τα γαϊδούρια τους. 25Εκείνοι ετοίμασαν τα δώρα τους ώσπου
να έρθει ο Ιωσήφ το μεσημέρι, γιατί τους είχαν πει ότι θα έτρωγαν εκεί μαζί
του.
26Όταν ο Ιωσήφ γύρισε στο
σπίτι, τού πρόσφεραν τα δώρα που τα είχαν φέρει μαζί τους, μέσα στο σπίτι, και
τον προσκύνησαν ως τη γη. 27Αυτός τους ρώτησε για την υγεία τους και ύστερα
τους είπε: «Είναι καλά ο γέροντας πατέρας σας, που μου ’χετε μιλήσει γι’ αυτόν;
Ζει ακόμη;» 28Αυτοί απάντησαν: «Καλά είναι ο δούλος σου ο πατέρας μας. Ζει
ακόμη». Κι έσκυψαν και προσκύνησαν.
29Όταν ο Ιωσήφ είδε το
Βενιαμίν, τον αδερφό του από την ίδια μάνα, ρώτησε: «Αυτός είναι ο αδερφός σας
ο μικρότερος που μου λέγατε; Ο Θεός να σε ευλογεί παιδί μου», του είπε.
30Ύστερα έφυγε βιαστικά, γιατί άρχισε να δακρύζει· είχε συγκινηθεί βαθιά που
είδε τον αδερφό του και ήθελε να κλάψει. Μπήκε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του κι
εκεί έκλαψε. 31Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του, βγήκε απ’ το δωμάτιο και
προσπαθώντας να συγκρατηθεί πρόσταξε: «Φέρτε το φαγητό».
32Έφεραν το φαγητό,
χωριστά σ’ αυτόν και χωριστά στους Αιγύπτιους, που έτρωγαν μαζί του. Δεν
επιτρεπόταν στους Αιγύπτιους να τρώνε μαζί με τους Εβραίους· ήταν γι’ αυτούς
βδελυρό. 33Τ’ αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντί του κατά σειρά ηλικίας, από
τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. 34Ο
Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι.
Και η μερίδα του Βενιαμίν ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από όλων των άλλων. Ήπιαν
μαζί του και μέθυσαν.
ΓΕΝΕΣΙΣ 44
Το ασημένιο ποτήρι του
Ιωσήφ στο σακί του Βενιαμίν
1Ο Ιωσήφ διέταξε τον
προϊστάμενο του σπιτιού του: «Γέμισε τα σακιά αυτών των ανθρώπων με τρόφιμα,
όσο χωράνε, και βάλε τα χρήματα του καθενός στο άνοιγμα του σακιού του. 2Στο
άνοιγμα του σακιού του νεότερου, μαζί με τα χρήματα για το σιτάρι του, βάλε και
το ποτήρι μου το ασημένιο». Εκείνος έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ.
3Το πρωί μόλις χάραξε,
άφησαν τους ανθρώπους να φύγουν με τα γαϊδούρια τους. 4Βγήκαν απ’ την πόλη,
αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Σήκω,
τρέξε πίσω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, κι όταν τους φτάσεις θα τους πεις: “γιατί
ανταποδώσατε κακό αντί καλού; 5Εσείς δεν έχετε το ποτήρι που χρησιμοποιεί ο
κύριός μου για να πίνει και να προλέγει το μέλλον; Κάνατε πολύ άσχημα που
φερθήκατε έτσι!”» 6Ο άνθρωπος τους έφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια.
7Αυτοί απάντησαν: «Γιατί
μιλάει έτσι ο κύριός μας; Δεν είναι δυνατόν οι δούλοι σου να κάναμε τέτοιο
πράγμα! 8Αν το χρήμα που βρήκαμε στο άνοιγμα των σακιών μας σου το επιστρέψαμε
από τη Χαναάν, πώς είναι δυνατό να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι μέσ’ από το σπίτι
του κυρίου σου; 9Σε όποιον απ’ τους δούλους σου βρεθεί αυτό το ποτήρι, να
θανατωθεί, κι εμείς θα γίνουμε δούλοι του κυρίου μας». 10«Ας γίνει λοιπόν όπως
είπατε», απάντησε αυτός. «Αλλά μόνον εκείνος στον οποίο θα βρεθεί το ποτήρι, θα
γίνει δούλος μου· οι υπόλοιποι θα είστε ελεύθεροι». 11Αμέσως κατέβασαν ο
καθένας το σακί τους στη γη και το άνοιξαν. 12Ο προϊστάμενος άρχισε την έρευνα
ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε
στο σακί του Βενιαμίν. 13Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους,Ϟζ φόρτωσαν
καθένας το γαϊδούρι του και γύρισαν πίσω στην πόλη. 14Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο
σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά
του στο έδαφος. 15Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Τι πράξη ήταν αυτή που κάνατε; Δεν
ξέρετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ μπορεί και μαντεύει σωστά;» 16Ο Ιούδας
απάντησε: «Τι να πούμε στον κύριό μας; πώς να μιλήσουμε και πώς να
δικαιολογηθούμε; Ο Θεός αποκάλυψε την αμαρτία των δούλων σου. Είμαστε δούλοι
του κυρίου μας και εμείς και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι». 17Ο Ιωσήφ
όμως είπε: «Δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο! Ο άνθρωπος στον οποίο
βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου. Εσείς, γυρίστε ήσυχα πίσω στον
πατέρα σας». 18Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε: «Παρακαλώ, κύριέ μου.
Επίτρεψε στο δούλο σου να σου μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να οργιστείς εναντίον μου
γιατί εσύ είσαι σαν Φαραώ. 19Ο κύριός μου ήταν που είχε ρωτήσει τους δούλους
του αν έχουμε πατέρα ή αδερφό. 20Και απαντήσαμε στον κύριό μου ότι έχουμε ένα
γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό, που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα
γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού πέθανε· αυτός έμεινε ο μόνος από την
ίδια μάνα, και ο πατέρας μας τον αγαπάει. 21Τότε είπες στους δούλους σου να σου
τον φέρουμε για να τον δεις με τα μάτια σου. 22Και απαντήσαμε στον κύριό μου
ότι δεν μπορεί το παιδί ν’ αφήσει τον πατέρα του. “Αν αφήσει τον πατέρα του
τότε εκείνος θα πεθάνει”, σου είπαμε. 23Τότε είπες στους δούλους σου πως αν δεν
ερχόταν μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας δε θα είχαμε την άδεια να
παρουσιαστούμε μπροστά σου. 24Όταν λοιπόν γυρίσαμε πίσω στον πατέρα μου το
δούλο σου, του μεταφέραμε όλα όσα μας είχες πει. 25Και όταν ο πατέρας μας μας
είπε να ξαναπάμε να τους αγοράσουμε λίγα τρόφιμα, 26εμείς απαντήσαμε ότι δεν
μπορούμε να κατεβούμε στην Αίγυπτο, εκτός αν είναι μαζί μας ο μικρότερος
αδερφός μας· “δεν μπορούμε”, είπαμε, “να παρουσιαστούμε σ’ εκείνον τον άνθρωπο,
χωρίς να είναι μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας”. 27Τότε ο δούλος σου ο
πατέρας μου μας είπε: “εσείς ξέρετε ότι δύο παιδιά μού γέννησε η γυναίκα μου.
28Το ένα με άφησε, και φαντάζομαι ότι θα κατασπαράχτηκε, γιατί μέχρι τώρα δεν
το έχω ξαναδεί. 29Αν μου πάρετε από κοντά μου κι αυτόν εδώ και του συμβεί
κανένα κακό, θα κάνετε να κατεβούν τα άσπρα μου μαλλιά με πόνο στον άδη”.
30Τώρα, λοιπόν, αν γυρίσω πίσω στο δούλο σου τον πατέρα μου, και δεν είναι μαζί
μας αυτό το παιδί, η ζωή του είναι τόσο δεμένη με τη ζωή του πατέρα του, 31ώστε
εκείνος, μόλις δει ότι το παιδί δεν υπάρχει, θα πεθάνει. Κι εμείς οι δούλοι σου
θα γίνουμε αιτία να κατεβούν τα άσπρα μαλλιά του δούλου σου πατέρα μας με θλίψη
στον άδη. 32Ο δούλος σου έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν
του το φέρω πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντί του. 33Τώρα λοιπόν, επίτρεψε
να παραμείνει ο δούλος σου αντί για το παιδί δούλος στον κύριό μου, και το
παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του. 34Πώς μπορώ να γυρίσω πίσω στον
πατέρα μου, χωρίς να είναι μαζί μου και το παιδί; Καλύτερα να μη δω τη δυστυχία
που θα τον βρει».
ΓΕΝΕΣΙΣ 45
Ο Ιωσήφ φανερώνεται στους
αδερφούς του
1Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια
να συγκρατηθεί μπροστά σ’ όλους εκείνους που τον περιστοίχιζαν και φώναξε: «Να
φύγουν όλοι από μπροστά μου!» Έτσι, ήταν μόνος με τ’ αδέρφια του όταν τους
φανερώθηκε. 2Τότε ξέσπασε σ’ ένα κλάμα τόσο δυνατό, που τον άκουγαν οι
Αιγύπτιοι και το έμαθαν ακόμα και στο ανάκτορο του Φαραώ. 3Ο Ιωσήφ είπε στους
αδερφούς του: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ! Ζει ακόμα ο πατέρας μου;» Οι αδερφοί του όμως
δεν μπορούσαν να του απαντήσουν και στέκονταν μπροστά του εμβρόντητοι.
4«Πλησιάστε με, λοιπόν!»
τους είπε ο Ιωσήφ. Εκείνοι τον πλησίασαν, και τους είπε: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο
αδερφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο. 5Αλλά τώρα μη λυπάστε και μην
έχετε τύψεις που με πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ πριν από σας για να
σας σώσω τη ζωή. 6Είναι δύο χρόνια τώρα που η πείνα κυριαρχεί στη χώρα. Και για
πέντε ακόμα χρόνια δε θα υπάρχει ούτε όργωμα ούτε θερισμός. 7Ο Θεός όμως με
έστειλε εδώ πριν από σας για να σας διασώσω με θαυμαστό τρόπο, και να μπορέσετε
να επιβιώσετε στη χώρα. 8Δε με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Με
έκανε σύμβουλο του Φαραώ, υπεύθυνο στο ανάκτορό του, και κυβερνήτη όλης της
Αιγύπτου. 9Τώρα βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μου και να του πείτε ότι ο
γιος του ο Ιωσήφ λέει: “ο Θεός με έκανε κύριο όλης της Αιγύπτου. Έλα σ’ εμένα,
μην αργείς. 10Θα εγκατασταθείς στην περιοχή της Γεσέν, και θα είσαι κοντά μου
εσύ, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου, και
ό,τι άλλο έχεις. 11Εγώ θα φροντίσω για τη συντήρησή σου εκεί, γιατί μένουν
ακόμα πέντε χρόνια πείνας. Δε θα στερηθείς τίποτα εσύ και το σπίτι σου και τα
κοπάδια σου”. 12Βλέπετε λοιπόν με τα ίδια σας τα μάτια, και με βλέπει κι ο
αδερφός μου ο Βενιαμίν, ότι εγώ είμαι που σας μιλάω. 13Διηγηθείτε στον πατέρα
μου όλη τη δόξα που έχω εδώ στην Αίγυπτο και όλα όσα είδατε, και βιαστείτε να
τον φέρετε εδώ».
14Ύστερα έπεσε στο λαιμό
του Βενιαμίν του αδερφού του και έκλαψε. Έκλαψε κι ο Βενιαμίν πεσμένος στον
τράχηλό του. 15Φίλησε ακόμα όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας. Μετά απ’ αυτά
οι αδερφοί του μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί του.
16Το γεγονός μαθεύτηκε
στο ανάκτορο του Φαραώ, ότι είχαν έρθει τ’ αδέρφια του Ιωσήφ, και χάρηκαν ο
Φαραώ και οι άρχοντές του. 17Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Να πεις στ’ αδέρφια σου
να φορτώσουν τα ζώα τους και να φύγουν για τη Χαναάν. 18Να πάρουν τον πατέρα
τους και τις οικογένειές τους και να έρθουν κοντά μου. Θα σας δώσω ό,τι
καλύτερο υπάρχει στην Αίγυπτο και θ’ απολαύσουν την αφθονία της χώρας. 19Πες
τους επίσης να πάρουν από την Αίγυπτο αμάξια για τα παιδιά τους και τις
γυναίκες τους, ν’ ανεβάσουν τον πατέρα τους και να έρθουν. 20Να μη λυπηθούν τα
πράγματά τους που θ’ αφήσουν πίσω, γιατί τα καλύτερα αγαθά όλης της Αιγύπτου θα
είναι δικά τους». 21Έτσι κι έκαναν οι γιοι του Ισραήλ. Ο Ιωσήφ τούς έδωσε
αμάξια, σύμφωνα με τη διαταγή του Φαραώ, τούς έδωσε και εφόδια για το δρόμο.
22Έδωσε σ’ όλους τους από μια γιορτινή φορεσιά, αλλά στο Βενιαμίν έδωσε
τριακόσιους σίκλους ασήμι και πέντε γιορτινές φορεσιές. 23Στον πατέρα του
έστειλε δέκα γαϊδούρια φορτωμένα με τα καλύτερα προϊόντα της Αιγύπτου, και δέκα
θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι, ψωμί και τρόφιμα για το ταξίδι του πατέρα
του. 24Ύστερα κατευόδωσε τους αδερφούς του, και καθώς ξεκινούσαν τους είπε: «Μη
μαλώνετε στο δρόμο».
25Εκείνοι ανέβηκαν από
την Αίγυπτο και ήρθαν στη Χαναάν, στον πατέρα τους τον Ιακώβ. 26«Ζει ακόμα ο
Ιωσήφ!» του είπαν. «Και μάλιστα αυτός είναι που διοικεί όλη την Αίγυπτο». Αλλά
ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε. 27Του επανέλαβαν τότε όλα
όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ’ αμάξια που είχε στείλει ο Ιωσήφ για
να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε. 28Και είπε: «Μου φτάνει ότι ζει
ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου· θα πάω να τον δω πριν πεθάνω».
ΓΕΝΕΣΙΣ 46
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
(46,1–50,26)
Ο Θεός ενθαρρύνει τον
Ιακώβ να κατέβει στην Αίγυπτο
1Ο Ισραήλ έφυγε
παίρνοντας μαζί του όλα του τα υπάρχοντα. Όταν έφτασε στη Βέερ-Σεβά, πρόσφερε
θυσία στο Θεό του πατέρα του, του Ισαάκ. 2Κι ο Θεός τού είπε τη νύχτα στ’
όνειρό του: «Ιακώβ, Ιακώβ». Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». 3Και του είπε: «Εγώ
είμαι ο Θεός, ο Θεός του πατέρα σου. Μη φοβηθείς να κατεβείς στην Αίγυπτο,
γιατί εκεί θα σε κάνω μεγάλο έθνος. 4Εγώ ο ίδιος θα κατεβώ μαζί σου στην
Αίγυπτο κι εγώ ο ίδιος θα σε φέρω πάλι πίσω. Και ο Ιωσήφ θα σου κλείσει τα
μάτια».
5Τα παιδιά λοιπόν του
Ισραήλ ανέβασαν τον πατέρα τους, μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους
πάνω στ’ αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Έτσι έφυγε ο
Ιακώβ από τη Βέερ-Σεβά. 6Πήραν ακόμη τα κοπάδια τους και όλη τους την
περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν, και ήρθαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ μαζί
με τους απογόνους του. 7Έφερε μαζί του στην Αίγυπτο τα παιδιά του και τα
εγγόνια του, τις θυγατέρες του και τις θυγατέρες των παιδιών του –όλους τους
απογόνους του.
8Τα ονόματα των γιων του
Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο, είναι: Ρουβήν, ο πρωτότοκος, 9και οι γιοι του:
Χανώχ, Φαλλού, Χεσρών και Χαρμί. 10Ο Συμεών και οι γιοι του: Ιεμουήλ, Ιαμείν,
Οάδ, Ιαχείν, Σωχάρ και Σαούλ, ο γιος της Χαναναίας. 11Ο Λευί και οι γιοι του:
Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. 12Ο Ιούδας και οι γιοι του: Ηρ, Αυνάν, Σηλά, Φαρές και
Ζάραχ· αλλά ο Ηρ και ο Αυνάν πέθαναν στη Χαναάν. Γιοι του Φαρές ήταν ο Χεσρών
και ο Χαμούλ. 13Ο Ισσάχαρ και οι γιοι του: Τωλά, Φουβά, Ιώβ και Σιμρών. 14Ο
Ζαβουλών και οι γιοι του: Σερέδ, Αιλών και Ιαχσεήλ. 15Αυτοί ήταν οι γιοι που
γέννησε η Λεία στον Ιακώβ, στη Μεσοποταμία, καθώς και τη Δείνα την κόρη του. Οι
γιοι και οι κόρες του ήταν συνολικά τριάντα τρία άτομα.
16Ο Γαδ και οι γιοι του:
Σιφών, Αγγί, Σουνί, Εσβών, Ηρί, Αροδί και η Αριηλί. 17Ο Ασήρ και οι γιοι του:
Ιεμνά, Ισβά, Ισβί, Βεριά, και η αδερφή τους Σεράχ. Γιοι του Βερά ήταν ο Χέβερ
και ο Μαλχιήλ. 18Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Ζελφά, που την
είχε δώσει ο Λάβαν δούλη στη θυγατέρα του τη Λεία –συνολικά δεκάξι άτομα.
19Οι γιοι της Ραχήλ,
γυναίκας του Ιακώβ, ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. 20Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο
απέκτησε το Μανασσή και τον Εφραΐμ από την Ασενάθ, την κόρη του Ποτιφερά, ιερέα
της Ηλιούπολης. 21Ο Βενιαμίν και οι γιοι του: Βελά, Βεχέρ, Ασβήλ, Γηρά, Νααμάν,
Ηχί, Ρως, Μουπίμ, Χουπίμ και Αρέδ. 22Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε η Ραχήλ στον
Ιακώβ, όλοι μαζί δεκατέσσερα άτομα. 23Ο Δαν και ο γιος του ο Χουσίμ. 24Ο
Νεφθαλί και οι γιοι του: Ιαχσεήλ, Γουνί, Ιέσερ και Σιλλήμ. 25Αυτοί ήταν οι γιοι
που γέννησε στον Ιακώβ η Βαλλά, που ο Λάβαν την είχε δώσει δούλη στην κόρη του
τη Ραχήλ, συνολικά εφτά άτομα.
26Όλοι όσοι ήρθαν μαζί με
τον Ιακώβ στην Αίγυπτο και προέρχονταν απ’ αυτόν, εκτός απ’ τις γυναίκες των
γιων του, ήταν εξήντα έξι άτομα. 27Οι γιοι του Ιωσήφ που του γεννήθηκαν στην
Αίγυπτο ήταν δύο. Όλοι όσοι ανήκαν στην οικογένεια του Ιακώβ και ήρθαν στην
Αίγυπτο ήταν εβδομήντα άτομα.
Ο Ιακώβ και η οικογένειά
του στην Αίγυπτο
28Ο Ιακώβ έστειλε τον
Ιούδα να προπορευτεί προς τον Ιωσήφ, ώστε να είναι στη Γεσέν πριν απ’ αυτόν.
29Σαν έφτασαν στην περιοχή της Γεσέν, ο Ιωσήφ έζεψε το αμάξι του κι ανέβηκε να
συναντήσει τον πατέρα του τον Ισραήλ εκεί. Μόλις τον είδε, έπεσε στο λαιμό του
και έκλαιγε συνέχεια στην αγκαλιά του. 30«Ας πεθάνω τώρα», είπε ο Ισραήλ, «αφού
σε είδα και ακόμα ζεις». 31Ύστερα ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του και στην
οικογένεια του πατέρα του: «Ανεβαίνω να ειδοποιήσω το Φαραώ ότι τ’ αδέρφια μου
και η οικογένεια του πατέρα μου που ήταν στη Χαναάν, ήρθαν κοντά μου. 32Θα πω
ότι είστε κτηνοτρόφοι, βοσκοί προβάτων και ότι φέρατε τα πρόβατά σας και τα
βόδια σας και όλα όσα έχετε. 33Έτσι, αν ο Φαραώ σάς καλέσει και σας ρωτήσει
ποιο είναι το επάγγελμά σας, 34θα του απαντήσετε: “οι δούλοι σου είμαστε
κτηνοτρόφοι από την παιδική μας ηλικία μέχρι σήμερα, κι εμείς και οι πρόγονοί
μας”. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κατοικήσετε στην περιοχή της Γεσέν. Γιατί όλοι οι
βοσκοί προβάτων είναι βδελυροί για τους Αιγύπτιους».
ΓΕΝΕΣΙΣ 47
1Ο Ιωσήφ πήγε και
ειδοποίησε το Φαραώ: «Ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια μου έφτασαν από τη Χαναάν με
τα πρόβατά τους, τα βόδια τους και όλα τους τα υπάρχοντα, και τώρα βρίσκονται
στην περιοχή της Γεσέν». 2Είχε πάρει μαζί του και πέντε από τους αδερφούς του
και τους παρουσίασε στο Φαραώ. 3Εκείνος τους ρώτησε: «Ποιο είναι το επάγγελμά
σας;» Αυτοί απάντησαν στο Φαραώ: «Οι δούλοι σου είμαστε βοσκοί όπως κι οι
πρόγονοί μας». 4Και πρόσθεσαν: «Ήρθαμε να μείνουμε ως ξένοι στη χώρα, γιατί δεν
υπάρχουν πια βοσκότοποι για τα πρόβατα των δούλων σου. Πείνα μεγάλη έχει
κατακλύσει τη Χαναάν. Επίτρεψε λοιπόν τώρα στους δούλους σου να εγκατασταθούμε
στην περιοχή της Γεσέν».
Ο Ιακώβ παρουσιάζεται στο
Φαραώ
5Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ:
«Ο πατέρας σου και τ’ αδέρφια σου ήρθαν κοντά σου. 6Η Αίγυπτος είναι στη
διάθεσή σου. Εγκατάστησε τον πατέρα σου και τ’ αδέρφια σου στο καλύτερο μέρος
της χώρας. Ας κατοικήσουν στην περιοχή της Γεσέν. Και αν βρεις ανθρώπους ικανούς,
βάλε τους επόπτες στα δικά μου κοπάδια». 7Μετά ο Ιωσήφ έφερε τον πατέρα του τον
Ιακώβ και τον παρουσίασε στο Φαραώ. Ο Ιακώβ χαιρέτησε το Φαραώ με λόγους
ευλογίας. 8Ο Φαραώ ρώτησε τον Ιακώβ: «Πόσων ετών είσαι;» 9Κι εκείνος απάντησε:
«Τα χρόνια των περιπλανήσεών μου είναι εκατόν τριάντα. Λίγα και δύστυχα ήταν τα
χρόνια της ζωής μου, και δε φτάνουν τα χρόνια της ζωής των προγόνων μου, που
πέρασαν στις περιπλανήσεις τους». 10Ο Ιακώβ αποχαιρέτησε το Φαραώ πάλι με
λόγους ευλογίας και αποχώρησε.
11Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον
πατέρα του και τ’ αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της Αιγύπτου· τους παραχώρησε
για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ, 12και φρόντιζε
για τη διατροφή του πατέρα του, των αδερφών του και όλης της οικογένειας του
πατέρα του, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων.
Η Αίγυπτος πωλείται στο
Φαραώ
13Έφτασε να μην υπάρχει
πια τροφή σ’ ολόκληρη τη χώρα, γιατί η πείνα είχε γίνει πολύ βαριά· η Αίγυπτος
και η Χαναάν είχαν εξαντληθεί τελείως από την πείνα. 14Ο Ιωσήφ μάζεψε όλο το
χρήμα που υπήρχε στην Αίγυπτο και στη Χαναάν κι ήταν το αντάλλαγμα για το
σιτάρι που αγόραζε ο κόσμος, και το έφερε στο ανάκτορο του Φαραώ. 15Όταν το
χρήμα έλειψε από την Αίγυπτο και τη Χαναάν, έρχονταν όλοι οι Αιγύπτιοι στον
Ιωσήφ και του έλεγαν: «Δώσε μας ψωμί! Γιατί να πεθάνουμε εδώ μπροστά σου; Το
χρήμα τελείωσε». 16Ο Ιωσήφ τούς αποκρίθηκε: «Φέρτε τα κοπάδια σας κι εγώ σε
αντάλλαγμα θα σας δώσω ψωμί, αφού το χρήμα σας τέλειωσε». 17Έφεραν λοιπόν τα
κοπάδια τους στον Ιωσήφ, κι αυτός εκείνη τη χρονιά τούς αντάλλαξε τα άλογα, τα
πρόβατα, τα βόδια και τα γαϊδούρια με ψωμί.
18Όταν πέρασε εκείνη η
χρονιά, ήρθαν στον Ιωσήφ και την άλλη χρονιά και του είπαν: «Δεν κρύβουμε από
τον κύριό μας ότι το χρήμα τελείωσε και τα κοπάδια των ζώων ανήκουν σ’ εσένα.
Δε μένει πια παρά να σου προσφέρουμε τα σώματά μας και τα χωράφια μας. 19Γιατί
να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου, και να ερημωθούν τα χωράφια μας; Αγόρασε
εμάς και τα χωράφια μας ως αντάλλαγμα για το ψωμί, και θα γίνουμε εμείς δούλοι
του Φαραώ, και τα χωράφια μας ιδιοκτησία του. Αλλά δώσε μας σπόρο να σπείρουμε
για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε, και να μην ερημωθούν τα χωράφια μας».
20Ο Ιωσήφ, λοιπόν,
αγόρασε όλα τα χωράφια των Αιγυπτίων για λογαριασμό του Φαραώ, αφού οι
Αιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, γιατί τους είχε αναγκάσει η πείνα.
Έτσι όλη η χώρα έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ. 21Και μετέβαλε το λαό σε δούλους
από άκρη σ’ άκρη στην Αίγυπτο. 22Μόνο τα χωράφια των ιερέων δεν αγόρασε, γιατί
ο Φαραώ είχε χορηγήσει επίδομα στους ιερείς για να συντηρούνται μ’ αυτό. Γι’
αυτό το λόγο δεν ήταν ανάγκη οι ιερείς να πουλήσουν τα χωράφια τους.
23Ο Ιωσήφ είπε στο λαό:
«Σήμερα αγόρασα εσάς και τα χωράφια σας για το Φαραώ. Θα έχετε σπόρο για να
σπείρετε τα χωράφια. 24Από τη σοδειά θα δώσετε το ένα πέμπτο στο Φαραώ, και θα
έχετε τα άλλα τέσσερα πέμπτα για να σπείρετε τα χωράφια και για να φάτε εσείς
και οι οικογένειές σας». 25Εκείνοι του έλεγαν: «Μας έσωσες τη ζωή! Ας έχουμε
την εύνοια του κυρίου μας και θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ». 26Ο Ιωσήφ το έκανε
αυτό νόμο, που ισχύει μέχρι σήμερα για τα χωράφια της Αιγύπτου. Σύμφωνα με το
νόμο αυτό, το ένα πέμπτο από τα εισοδήματά τους ανήκει στο Φαραώ. Μόνο τα
χωράφια των ιερέων δεν ανήκουν στο Φαραώ.
Η τελευταία επιθυμία του
Ιακώβ
27Έτσι οι Ισραηλίτες
εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Γεσέν. Εκεί απέκτησαν κτήματα,
και πάρα πολλά παιδιά. 28Ο Ιακώβ έζησε στην Αίγυπτο δεκαεφτά χρόνια. Η διάρκειά
της ζωής του ήταν εκατό σαράντα εφτά χρόνια. 29Όταν πλησίαζε ο καιρός του
θανάτου του, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του είπε: «Αν έχω την εύνοιά σου,
βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μουϞη και δείξε μου καλοσύνη και πιστότητα.
Μη με θάψεις στην Αίγυπτο. 30Όταν πεθάνω να με πάρεις απ’ την Αίγυπτο και να με
θάψεις στον τάφο των πατέρων μου». Ο Ιωσήφ απάντησε: «Θα κάνω ό,τι μου πεις».
31Τότε ο Ιακώβ είπε: «Ορκίσου το μου». Ο Ιωσήφ του το ορκίστηκε, κι ο Ισραήλ
προσκύνησε εκεί πάνω στο προσκέφαλο του κρεβατιού του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 48
Ο Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά
του Ιωσήφ
1Μετά απ’ αυτά τα
γεγονότα ανάγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Πήρε τότε τα
δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον Εφραΐμ, κι έφυγε να πάει στον πατέρα του.
2Όταν ανάγγειλαν και στον Ιακώβ ότι ο γιος του ο Ιωσήφ πήγαινε να τον δει, ο
Ισραήλ έβαλε όλες του τις δυνάμεις και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι του. 3Και
είπε στον Ιωσήφ: «Ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας), που μου εμφανίστηκε στη
Λουζ, στη Χαναάν, με ευλόγησε 4και μου είπε: “θα σου δώσω πολλά παιδιά· θα κάνω
να προέλθει από σένα πλήθος λαών και θα δώσω τη χώρα αυτή στους απογόνους σου
για παντοτινή ιδιοκτησία”. 5Τα δύο παιδιά, ο Εφραΐμ και ο Μανασσής, που τα
απέκτησες εδώ στην Αίγυπτο πριν έρθω εγώ, θα είναι δικά μου. Θα μου είναι όπως
ο Ρουβήν κι ο Συμεών. 6Αλλά τα παιδιά που θα αποκτήσεις μετά απ’ αυτούς θα
ανήκουν σ’ εσένα και θα λάβουν το κληρονομικό τους μερίδιο στα εδάφη των
πρωτότοκων αδερφών τους. 7Όταν επέστρεφα από τη Μεσοποταμία, μού πέθανε η Ραχήλ
στη Χαναάν, στο δρόμο προς την Εφραθά, λίγο πριν από την πόλη, και την έθαψα
εκεί». (Η Εφραθά σήμερα είναι γνωστή ως Βηθλεέμ).
8Ο Ισραήλ είδε τους γιους
του Ιωσήφ και ρώτησε: «Αυτοί εδώ ποιοι είναι;» 9Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Είναι οι
γιοι που μου έδωσε ο Θεός εδώ». Ο Ισραήλ είπε: «Φέρε τους σε παρακαλώ κοντά μου
να τους ευλογήσω». 10Τα μάτια του ήταν αδυνατισμένα από τα γεράματα και δεν
μπορούσε πια να δει. Ο Ιωσήφ τους έφερε κοντά του, κι ο Ισραήλ τους αγκάλιασε
και τους φίλησε. 11Μετά είπε στον Ιωσήφ: «Δεν έλπιζα να σε ξαναδώ, και να τώρα,
που ο Θεός με αξιώνει να δω και τους απογόνους σου». 12Ο Ιωσήφ τους πήρε από τα
γόναταϞθ του πατέρα του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. 13Ύστερα πήρε τους δυο
γιους του, τον Εφραΐμ με το δεξί του χέρι, ώστε να σταθεί στ’ αριστερά του
Ισραήλ και τον Μανασσή με το αριστερό του, ώστε να σταθεί στα δεξιά, και τους
έφερε κοντά του. 14Αλλά ο Ισραήλ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε στο
κεφάλι του Εφραΐμ, σαν να ήταν ο πρωτότοκος, και το αριστερό του χέρι στο
κεφάλι του Μανασσή. Διασταύρωσε δηλαδή τα χέρια του, γιατί πρωτότοκος ήταν ο
Μανασσής.ρ 15Ύστερα ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπε: «Ο Θεός, που ενώπιόν του
έζησαν οι πατέρες μου Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός, που ήταν οδηγός μου αφ’ ότου
υπάρχω μέχρι σήμερα, 16ο άγγελος που μ’ έσωσε από κάθε κακό, ας ευλογήσει αυτά
τα παιδιά. Χάρη σ’ αυτά ας συνεχίσουν να επικαλούνται το όνομά μου και το όνομα
των πατέρων μου Αβραάμ και Ισαάκ· ας κάνουν πολλά παιδιά, πολλούς απογόνους
πάνω στη γη».
17Ο Ιωσήφ είδε με
δυσαρέσκεια ότι ο πατέρας του έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Εφραΐμ. Γι’
αυτό έπιασε το χέρι του πατέρα του για να το πάρει πάνω απ’ το κεφάλι του
Εφραΐμ και να το φέρει πάνω στο κεφάλι του Μανασσή. 18«Όχι έτσι πατέρα μου!»
του είπε. «Αυτός εδώ είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι πάνω σ’ αυτού το
κεφάλι». 19Αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Κι
αυτός επίσης θα γίνει λαός, κι αυτός επίσης θα γίνει μεγάλος. Αλλά ο μικρότερος
αδερφός του θα γίνει μεγαλύτερος απ’ αυτόν και οι απόγονοί του θ’ αποτελέσουν
πλήθος λαών».
20Τους ευλόγησε λοιπόν ο
Ιακώβ εκείνη την ημέρα και είπε: «Το δικό σας όνομα θα χρησιμοποιεί ο λαός του
Ισραήλ όταν θα ευλογούν ο ένας τον άλλο, και θα λένε: “Ο Θεός να σε κάνει σαν
τον Εφραΐμ και το Μανασσή”». Έτσι έβαλε τον Εφραΐμ πριν από το Μανασσή.
21Ύστερα είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί σας και
θα σας φέρει πίσω στη γη των πατέρων σας. 22Σ’ εσένα, όμως, δίνω περισσότερα
απ’ ό,τι στους αδερφούς σου: Μια περιοχή, που την πήρα από τους Αμορραίους, με
το ξίφος και το τόξο μου».
ΓΕΝΕΣΙΣ 49
Ο Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά
του
1Ο Ιακώβ κάλεσε τους
γιους του και τους είπε: «Συγκεντρωθείτε για να σας αναγγείλω τι θα συμβεί στο
μέλλον. 2Μαζευτείτε γιοι του Ιακώβ, ν’ ακούσετε τον Ισραήλ, τον πατέρα σας:
3Ρουβήν εσύ, πρωτότοκέ
μου,
δύναμή μου και απαρχή του
ανδρισμού μου,
υπέροχε σε αξία κι
υπέροχε σε δύναμη,
4ξεχειλίζεις σαν τα νερά.
Δε θα υπερισχύσεις,
γιατί στο κρεβάτι του
πατέρα σου ανέβηκες,
και μόλυνες το στρώμα μου
όταν ανέβηκες σ’ αυτό.
5Ο Συμεών και ο Λευί
είναι αδέρφια,
όργανα του κακού τα ξίφη
τους.
6Ας μην πάει η ψυχή μου
στη συνωμοσία τους,
στη συνάθροισή τους ας
μην παρευρεθεί η καρδιά μου·
μέσ’ στο θυμό τους
ανθρώπους δολοφόνησαν,
με την αυθαιρεσία τους
ακρωτηρίασαν ταύρους.
7Καταραμένος ο θυμός
τους,
γιατ’ ήταν βίαιος·
και η οργή τους,
γιατ’ ήταν βάναυση.
Θα τους διαμοιράσω μέσα
στον Ιακώβ,
θα τους διασκορπίσω μέσα
στον Ισραήλ.
8Εσένα, Ιούδα, θα σε
εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου.
Η δύναμή σου θα
εξουσιάζει
τους εχθρούς σου,
θα σε προσκυνήσουν του
πατέρα σου οι γιοι.
9Λιονταρόπουλο είναι ο
Ιούδας.
Γιε μου, με αρπαγές
μεγάλωσες.
Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν
το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο·
να τον ξυπνήσει ποιος
τολμά;
10Ποτέ ο Ιούδας την
εξουσία δε θα χάσει,
ούτε το σκήπτρο του
αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του,
ωσότου έρθει
“άρχοντας”,ρα
σ’ αυτόν που οι λαοί θα
υπακούσουν.
11Στ’ αμπέλι δένει το
πουλάρι του,
το γαϊδουράκι του στο
κλήμα.ρβ
Πλένει μες στο κρασί τα
ρούχα του,
στο αίμα των σταφυλιών τη
φορεσιά του.
12Θολά τα μάτια του είν’
απ’ το κρασί
κι άσπρα τα δόντια του
απ’ το γάλα.ργ
13Ο Ζαβουλών στην παραλία
θα κατοικήσει
κι αυτός λιμάνι για τα
πλοία θα ’ναι.
Θ’ απλώνονται τα σύνορα
προς της Σιδώνας τη μεριά.
14Ο Ισσάχαρ, γεροδεμένος
γάιδαρος,
που κείτεται μες στο
φραγμένο το λιβάδι.
15Είδε πως η ησυχία είναι
καλή
κι η χώρα τόσο ευχάριστη.
Γι’ αυτό χαμήλωσε τη ράχη
του να φορτωθεί
και θεληματικά έγινε
δούλος.
16Ο Δαν θα κυβερνήσει το
λαό του
σαν μια από τις φυλές του
Ισραήλ.
17Ο Δαν θα είναι σαν φίδι
μες στο δρόμο,
σαν έχιδνα στο μονοπάτι,
τις φτέρνες που δαγκώνει
του αλόγου
κι ο καβαλάρης πέφτει
πίσω ανάποδα.
18Τη σωτηρία μου από σένα
περιμένω, Κύριε!
19Στο Γαδ ενάντια
συμμορίες θα επιτεθούν,
αλλά θα τους καταδιώξει
εκείνος κατά πόδας.
20Του Ασήρ πλούσιο είναι
το ψωμί
και φαγητά βασιλικά θα
δίνει.
21Σαν το ελάφι το
ελεύθερο ο Νεφθαλί,ρδ
λόγια ομορφιάς προφέρει.
22Σαν νέο δέντρο
καρποφόρο ο Ιωσήφ. Νέο καρποφόρο δέντρο στην πηγή κοντά·
τα κλαδιά του υψώνονται
πάνω απ’ τον τοίχο.ρε
23Τον πίκραναν, τον
τόξεψαν·
εκείνοι που τα βέλη
ρίχνουν τον πολέμησαν.
24Αλλά συντρίφτηκε το
τόξο τους,
παρέλυσαν τα μπράτσα
τους,
με τη βοήθεια του ισχυρού
τού Ιακώβ,
βοήθεια από το βράχο του
Ισραήλ,
25απ’ του πατέρα σου το
Θεό
που σε βοηθάει,
απ’ το Θεό τον
παντοδύναμο, που σ’ ευλογεί.
Του ουρανού ευλογίες από
πάνω
και της αβύσσου ευλογίες,
που κάτω απλώνεται,
των μαστών ευλογίες και της
μήτρας.
26Οι ευλογίες του πατέρα
σου ξεπέρασαν
τις ευλογίες των αιώνιων
βουνών,
την ομορφιά των αιωνίων
λόφων.
Ας έρθουν στο κεφάλι του
Ιωσήφ,
στο μέτωπο εκείνου
που ξεχωρίζει από τ’
αδέρφια του.
27Ο Βενιαμίν είναι σαν
λύκος που ξεσκίζει.
Το πρωί τρώει το θήραμα
και το βράδυ τα λάφυρα
μοιράζει».
Θάνατος και ταφή του
Ιακώβ
28Όλοι αυτοί αποτελούν
τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, κι αυτά ήταν τα λόγια που τους είπε ο πατέρας
τους, καθώς τους ευλογούσε, τον καθένα με ξεχωριστή ευλογία. 29Ύστερα τους
έδωσε αυτές τις προσταγές: «Τώρα εγώ θα πάω μαζί με τους νεκρούς του λαού μου.
Να με θάψετε κοντά στους προγόνους μου, στο σπήλαιο που βρίσκεται στο χωράφι
του Εφρών, του Χετταίου, 30στον αγρό Μαχπελά, απέναντι στη Μαμβρή, στη Χαναάν.
Τον αγρό εκείνο τον έχει αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών το Χετταίο, για
ιδιόκτητο τάφο. 31Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και τη γυναίκα του τη Σάρρα. Εκεί
έθαψαν τον Ισαάκ και τη γυναίκα του τη Ρεβέκκα, και εκεί έθαψα εγώ τη Λεία,
32στον αγρό που αγοράστηκε από το Χετταίο, μαζί με το σπήλαιό του».
33Όταν ο Ιακώβ τελείωσε
τις εντολές του προς τους γιους του, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και
ξεψύχησε· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 50
Ο θρήνος για τον Ιακώβ
1Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω
στο πρόσωπο του πατέρα του και τον έκλαιγε και τον φιλούσε. 2Ύστερα διέταξε
τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του τον
Ισραήλ. 3Οι γιατροί τον βαλσάμωναν σαράντα μέρες –τόσος χρόνος απαιτείται γι’
αυτή την εργασία. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον
Ιακώβ.
4Όταν πέρασαν οι μέρες
του θρήνου, είπε ο Ιωσήφ στους αυλικούς του Φαραώ: «Αν έχω την εύνοιά σας,
πείτε στο Φαραώ αυτά τα λόγια: 5Ο πατέρας μου πεθαίνοντας με όρκισε να τον θάψω
στον τάφο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του στη Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, θα
ήθελα να πάω να θάψω τον πατέρα μου και να επιστρέψω». 6Ο Φαράω απάντησε:
«Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου, όπως σε όρκισε».
7Τότε ο Ιωσήφ ανέβηκε να
θάψει τον πατέρα του, και μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες του Φαραώ, οι αξιωματούχοι
των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της Αιγύπτου. 8Επίσης ανέβηκε όλη η
οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ’ αδέρφια του. Δεν άφησαν στην
περιοχή της Γεσέν παρά μόνο τα παιδιά τους, τα πρόβατά τους και τα βόδια τους.
9Ανέβηκαν ακόμη μαζί του άμαξες και καβαλλάρηδες, πάρα πολύ μεγάλη συνοδεία.
10Όταν έφτασαν στο Αλώνι
Ατάδ, που είναι πέρα από τον Ιορδάνη, έκαναν εκεί μεγάλο και επίσημο θρήνο, κι
ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος εφτά ημερών. 11Όταν οι κάτοικοι της
χώρας, οι Χαναναίοι, είδαν τις εκδηλώσεις του πένθους στο Αλώνι Ατάδ, είπαν:
«Πένθος επίσημο έχουν οι Αιγύπτιοι». Γι’ αυτό, τον τόπο πέρα από τον Ιορδάνη
τον ονόμασαν Αβέλ-Μισραΐμ.ρς 12Έπειτα, οι γιοι του Ιακώβ έκαναν γι’ αυτόν όπως
τους είχε διατάξει. 13Τον έφεραν στη Χαναάν και τον έθαψαν στο σπήλαιο του
αγρού Μαχπελά, που το είχε αγοράσει ο Αβραάμ για τάφο από τον Εφρών το Χετταίο,
και που βρίσκεται απέναντι από τη Μαμβρή.
14Μετά την ταφή του
πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τ’ αδέρφια του και με όλους
όσους είχαν πάει μαζί του.
Ο Ιωσήφ καθησυχάζει τους
αδερφούς του
15Όταν τ’ αδέρφια του
Ιωσήφ είδαν ότι πέθανε ο πατέρας τους, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τούς φερθεί
εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. 16Γι’ αυτό έστειλαν
μήνυμα στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου πριν πεθάνει έδωσε αυτή την εντολή: 17“να
πείτε στον Ιωσήφ να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους,
το μεγάλο κακό που του έκαναν”. Συγχώρησε λοιπόν τώρα την αμαρτία των δούλων
του Θεού του πατέρα σου». Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε.
18Μετά οι αδερφοί του
ήρθαν οι ίδιοι και έπεσαν μπροστά του και του είπαν: «Να, εμείς είμαστε δούλοι
σου». 19Ο Ιωσήφ τούς είπε: «Μη φοβάστε! Μήπως εγώ μπορώ ν’ αντικαταστήσω το
Θεό; 20Εσείς σκεφτήκατε να μου κάνετε κακό, ο Θεός όμως το μετέτρεψε σε καλό,
για να κάνω αυτό που γίνεται σήμερα, να διατηρήσω δηλαδή στη ζωή έναν
πολυάριθμο λαό. 21Τώρα λοιπόν μη φοβάστε! Εγώ θα σας συντηρήσω εσάς και τα
παιδιά σας». Έτσι τους παρηγόρησε μιλώντας τους στοργικά.
Θάνατος του Ιωσήφ
22Ο Ιωσήφ εξακολουθούσε
να κατοικεί στην Αίγυπτο, μαζί με την οικογένεια του πατέρα του. Έζησε εκατόν
δέκα χρόνια. 23Είδε γιους από τον Εφραΐμ, ως την τρίτη γενιά· και τα παιδιά του
Μαχίρ, γιου του Μανασσή, γεννήθηκαν πάνω στα γόνατα του Ιωσήφ. 24Τέλος ο Ιωσήφ
είπε στους αδερφούς του: «Εγώ θα πεθάνω. Αλλά ο Θεός το δίχως άλλο θα σας
προστατέψει, και θα σας φέρει από τη χώρα αυτή πίσω στη χώρα, που ορκίστηκε να
δώσει στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ». 25Μετά όρκισε τ’ αδέρφια του,
τους γιους του Ισραήλ, μ’ αυτά τα λόγια: «Όταν ο Θεός σάς δείξει μ’ αυτό τον
τρόπο την προστασία του, τότε να πάρετε από ’δω τα οστά μου».
26Ο Ιωσήφ πέθανε σε
ηλικία εκατόν δέκα ετών. Τον βαλσάμωσαν και τον έβαλαν σε μια σαρκοφάγο στην
Αίγυπτο.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα
Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να
το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην
πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου