Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
Η Διακονοία στή Ριζάρειο
(Απόσπασμα από τό βιβλίο τού Σοφοκλή Γ.
Δημητρακόπουλου: Ό Άγιος Νεκτάριος Πενταηόλεως- Ή πρώτη άγια Μορφή των καιρών
μας. Αθήνα 1998, σελ. 188-198)
Καθήκοντα στή Ριζάρειο άνέλαβε στις 10
Μαρτίου 1894, αφού προηγουμένως έδωσε «τήν νόμιμο διαβεβαίωση ενώπιον τού
νομάρχου Αττικής και Βοιωτίας». Γράφει ή έφημερίδα «Ακρόπολις» τής ιδίας ή
μέρας: «Σήμερον άναλαμβάνει τά καθήκοντα αυτού ό νεωστί διορισθείς διευθυντής
τής'Ριίαρείου Σχολής πρώην μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ό νέος διευθυντής τής
Σχολής είναι εις εκ τών μάλλον μορφωμένων κληρικών μας καί διετέλει μέχρι τούδε
ίεροκήρυξ τού νομού Φθιώτιδος». Επίσης ή «Νέα Έφημερίς» έγραψε τήν έπομένη:
«Άφίκετο καί άνέλαβε τά καθήκοντα αύτού ό νέος διευθυντής τής 'Ριζαρείου Σχολής
Σεβ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως, γνωστός καί διά τον χαρακτήρα καί διά τά φώτα
αύτού, άπολαμβάνων ύπολήψεως καί τιμής έν τώ ήμετέρω κλήρω». Ή έπίσημη
έγκατάστασή του έγινε τήν Κυριακή, 13 Μαρτίου 1894. Έγραψε ή «Εστία» τής
έσπέρας τής ίδιας ή μέρας: «Σήμερον περί τήν 10 1/2 ώραν παρουσία τού Υπουργού
Παιδείας, τού Σεβ. Μητροπολίτου καί τής όλομελείας τού διοικητικού Συμβουλίου
τής Ριζαρείου Σχολής έγένετο ή έγκατάστασις τού νέου διευθυντού τής σχολής Σ.
Μητροπολίτου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου Κεφαλά»
. Στις 14 Μαρτίου ή «Έφημερίς»,
έγραψε: «Πανηγυρικώς έγένετο χθές ή έγκατάστασις τού νέου διευθυντού τής'Ριζαρείου
Σχολής, πρώην Μητροπολίτου Πενταπόλεως Σεβ. Νεκταρίου Κεφαλά. Κατά ταύτην
παρήσαν τό Διοικητικόν Συμβούλων αύτής, ό Σύλλογος τών καθηγητών καί πολλοί
άλλοι. Ό Σεβασμιώτατος κ. Νεκτάριος Κεφαλάς, μετά τήν λειτουργίαν, τελεσθείσα
έν τή έκκλησία τής Σχολής, έδέχθη έν τή Μεγάλη Αιθούση τά συγχαρητήρια τών
άνωτέρω καί έξεφώνησε σύντομο λόγο, δύ ου ηύχαρίστησε τό Συμβούλιο (...)
Αποτεινόμενος εις τούς μαθητάς τής Σχολής, παραινετικούς άπηύθυνε λόγους καί
ύπέδειξεν όποια καθήκοντα έπιβάλλονται εις αύτούς (,..)Ό δέ έκ τών μελών τού
Διοικητικού Συμβουλίου κ. Δ. Χασιώτης άντεφώνησε, έκφράσας τήν πεποίθησιν, ότι
ή Σχολή διά τού νέου Διευθυντού της θά έπανακτήση τήν πρώτην αύτής λαμπρότητα
καί ότι διά τής όμονοίας καί τής ειρήνης θά είσέλθη ή Σχολή εις τήν κανονικήν τροχιάν
της, άγλαούς άποφέρουσα καρπούς.»
Τό θρησκευτικό περιοδικό της έποχής
έκείνης «Σωτήρ», γνωστό για τις προσπάθειές του για τήν αναγέννηση τών
έκκλησιαστικών πραγμάτων, σχολιάζοντας τήν προσωπικότητα τού νέου διευθυντή τής
Ριζαρείου έγραφε: «Χρηστότης ήθών, διοικητική ίκανότης, έπιστημονική μόρφωσις,
άγαθότης καί εύγένεια τρόπων, ιδού έν όλίγοις αί άρεταί, αϊτινες κοσμούσι τον
Σεβ. Ιεράρχην».
Όταν άνελάμβανε τή διεύθυνση τής Ριζαρείου
Σχολής, ό Πενταπόλεως Νεκτάριος βρισκόταν στήν έόριμη ήλικία τών 48 έτών καί ή
πνευματική του άκτινοβολία ήταν ήδη έντονη καί φυσικά μέ τό πέρασμα τού χρόνου
γινόταν άκόμη μεγαλύτερη. Νά πέος φυσιογνωμικά τον περιέγραψε τό 1948 -πριν
άκόμη άνακηρυχθεΐ έπίσημα άγιος- ένας παλαιός, τής περιόδου 1902-1907, μαθητής
του: Ανάστημα κανονικόν (...) Πρόσωπον εις τό όποιον ήμιλλάτο ή άρμονική
άναλογία τών μερών μέ τήν γλυκύτητα τής έκφράσεως. Άπό τούς γαλανούς οφθαλμούς
του διεχύνετο μία άκτινοβολία, όμοια μέ τό άνοιξιάτικο γλυκοχάραμα. Καί τό
άκτινοβολούν έκείνο πρόσωπο έστεφανούτο άπό χιονόλευκη συμμετρικήν γενειάδα.
Ήτο ώραία Βιβλική μορφή.
Ό Άγιος Νεκτάριος παρά τις ποικίλες
άντιξοότητες, πού προερχόταν τόσο άπό την φύση τού παιδαγωγικού έργου καί την
ποικιλία προέλευσης των μαθητών (στη Σχολή φοιτούσαν καί παιδιά πολλών εύπορων άθηναϊκών
οικογενειών κλπ., πού δέν ένδιαφέρονταν γιά νά ίερωθούν, άλλά μαθήτευαν σέ αύτή
έπειδή τό ποιοτικό της έπίπεδο ήταν πολύ ύψηλό), όσο καί άπό τήν άπιστία τών
καιρών, άλλά καί άπό έπεμβάσεις τού Συμβουλίου τής Σχολής, διηύθυνε- τό
σημαντικότερο μετά τή Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών- έκκλησιαστικό
αύτό έκπαιδευτήριο γιά δεκατέσσερα συνεχή χρόνια, χωρίς ποτέ ν’ άπουσιάζει άπό
τή θέση του, μέ αισθήματα άνθρωπιστικά, όπως αύτά τά γνώριζε άπό τή δαψιλή
μελέτη τών άρχαίων συγγραφέων, μέ άγάπη Χριστού, μέ πατρική στοργή, πολλή
φρόνηση καί ένδιαφέρον άνύστακτο, μέ προσευχή διαρκή, προκειμένου νά έπιτύχει
τήν άποστολή του. Άναφέρεται πώς όταν ένας μαθητής έκανε κάποιο σοβαρό
παράπτωμα, ό Άγιος θεωρούσε τον έαυτό τού ύπεύθυνο, προσευχόταν έκτενώς καί
ύποβαλλόταν σέ αύστηρή νηστεία. Τό μέτρο αύτό είχε έπίδραση στούς εύαίσθητους
μαθητές, οί όποιοι συνήθως μεταμελούνταν καί άπέφευγαν νά έπαναλάβουν τις
άταξίες τους. Άλλά καί όταν, σπάνια, ήταν άναγκασμένος, νά έπιβάλει κάποια
ποινή, στεναχωρούνταν πολύ, ιδίως μάλιστα όταν έβλεπε πολλοί σημαίνοντες νά
παρεμβαίνουν ύπέρ αύτών. Έγραφε στις μοναχές της Αίγινας: «Πλήν τής στενοχώριας
ταύτης (έλλειψη χρημάτων νά στείλει στο μοναστήρι) είχον καί έτέρα πολύ
σπουδαίαν, ήτις καί αύτη σήμερον έπαυσε. Έδιωξα έκ τής Σχολής τέσσερας μαθητάς,
δυό της τετάρτης τάξεως καί δυό της πέμπτης, οϊτινες μετά ένα μήνα άκριβώς θά
έλάμβανον τό δίπλωμά των. Οί ύπέρ αύτών ένδιαφερόμενοι ήσαν ισχυροί, άλλ’ έπί
τέλους σήμερον άπεβλήθησαν, άλλ’ άνευ πράξεως άποβολής», ή όποια άποβολή, άς
σημειωθεί, θά τούς στιγμάτιζε καί θά τούς άκολουθούσε στή σταδιοδρομία τους. Ό
Πενταπόλεως δέν ύπήρξε ποτέ έκδικητικός ούτε ήθελε τήν έξόντωση έκείνων πού
παρεκτρέπονταν, παράλληλα όμως ήταν καί άνυποχώρητος στήν διαφύλαξη τής ήθικής
καί τού κύρους τής Ριζαρείου, ώς Εκκλησιαστικής Σχολής.
Αίγα χρόνια μετά τήν άνάληψη τών
καθηκόντων του, τό Πολυμελές Συμβούλιο τού Ιδρύματος, σύμφωνα μέ τά Πρακτικά
του, έπισημαίνει «τον προς τήν Σχολήν ζήλον τού Σεβασμιωτάτου Διευθυντού, τήν
άφοσίωσιν αύτού προς αύτήν καί τήν εύδόκιμον ύπηρεσίαν του, προς δέ καί ότι
άνευ ιδίας άμοιβής διδάσκει μαθήματα έν τή Σχολή». Αργότερα, ένας άπό τούς
έκτελεστές της διαθήκης τού Γ. Έιζάρη, ό Νικόλαος Ράδος, έγραψε πώς «ό Σεβασμ.
Μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος Κεφαλάς (...) διευθύνει μέχρι τού νύν ώς
άριστα τά τής Σχολής». ’Επίσης, ό διάδοχός του στή Ριζάρειο, Χρυσόστομος
Παπαδόπουλος έγραψε γιά τό έργο του:
Ευτυχώς (...) ή Ριζάρειος Σχολή, διά τού
διευθυντού Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ένεκα τού κύρους αύτού ώς
Ιεράρχου, έπανεύρε τήν έσωτερικήν αύτής γαλήνη καί διά τού έκλεκτού αύτής
διδακτικού προσωπικού έχώρησε προς τά πρόσω, μετά τής συνήθους αύτή μεγάλης
πνευματικής έπιδόσεως. Ό διευθυντής άποκατέστησε τελείως τον έκκλησιαστικόν
χαρακτήρα τής έσωτερικής ζωής τής Σχολής.
Ό άρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρης, πού είχε
φοιτήσει στή Ριζάρειο καί πριν τήν άνάληψη τής διεύθυνσης άπό τον Άγιο
Νεκτάριο, γράφει:
Καί είναι άληθές ότι προ τού διορισμού τού
Πενταπόλεως ώς διευθυντού, ή Ριζάρειος Σχολή εύρίσκετο πάντοτε έν ταραχή. Μόλις
όμως άνέλαβε τήν διεύθυνσιν ούτος, είρήνευσεν αύτη καί έλαβε τήν κανονικήν της
κατεύθυνσιν.
Ό Δανιήλ ό Κατουνακιώτης (1844-1829),
άναφερόμενος τό 1918 στι'ιν εκκλησιαστική εκπαίδευση, αναφέρει ότι ένας από
εκείνους πού με πολύ ορθόδοξο πνεύμα καί χριστιανική μαρτυρία έπιτέλεσαν τό
έργο τούς ήταν καί ό Πενταπόλεως Νεκτάριος.
Αλλά καί ό παλαιός τρόφιμος τής Σχολής καί
κατόπιν Υφηγητής τού Πανεπιστημίου Σοφοκλής Λωλής έγραψε:
Επί Νεκταρίου έθραύσθησαν αί άντιδικίαι
μεταξύ Υπουργείου καί Συμβουλίου τής Σχολής καί έπαυσαν αί συχναί, μέχρι
λεπτομερειών, έπεμβάσεις τού Συμβουλίου εις τά καθήκοντα τού Διευθυντού καί των
καθηγητών.
Ειδικότερα:
Θεωρώντας ό Άγιος Νεκτάριος ώς κύριο έργο
του τήν καλλιέργεια στούς ιεροσπουδαστές ζέουσας πίστης καί τήν έμφύτευση ιερού
ζήλου γιά τήν ιεροσύνη, ήδη, άπό τις 16 Ιουνίου 1894, κατά τήν πρώτη, μετά τήν
άνάληψη τών καθηκόντων του, έπίσημη ομιλία του, ένώπιόν του μητροπολίτη Αθηνών,
Αρχιερέων, εκπροσώπου τού Υπουργείου Εκκλησιαστικών καί τών έφορων τής Σχολής,
άναφέρθηκε στήν άξια τού Έλληνα ιερέα καί ύποδείκνυε πώς ή Σχολή δέν ήταν
δυνατόν νά έπιτελέσει Αποτελεσματικά τό ειδικό έργο της, άν δέν λαμβάνονταν
μέτρα, Ανάμεσα στά όποια καί ή έπαγγελματική Αποκατάσταση τών Αποφοίτων της ώς
τον χρόνο τής χειροτονίας τους.
Χαρακτηριστικά είναι καί τά όσα έλεγε τον
Ιούνιο τού 1905 στι'ιν προσφώνησή του «προς τούς Αποφοιτώντας έξ αύτής
μαθητάς»:
Προς ύμάς ήδη τούς αποφοιτώντας τής Σχολής
στρέφω τον λόγον, προς ύμάς τούς επ' εύλογίαις άπερχομένονς τού ιερού τούτου
καθιδρύματος, όπερ επί πενταετίαν ύλην ώς τέκνα φιλόστοργα διέθρεφε,
διεπαιδαγώγησε και έξεπαίδευσε. Προς ύμάς στρέφω τον λόγον, διότι ύμείς έστέ ό
καρπός πολυετούς πολυμόχθου φροντίδος καί, αδιάλειπτου μερίμνης τού τε Σ.
Συμβουλίου, τών κυρίων καθηγητών καί έμού. Υμείς έστέ τό τέλος καί ό σκοπός τής
ίεράς ταύτης Εκκλησιαστικής Σχολής, τής ίδρυθείσης ύπό τών άειμνήστων 'Ριίαρών
Μάνθου καί Γεωργίου, όπως χορηγή τή Εκκλησία άξιους λειτουργούς καί ιερείς τού
Θεού τού Ύφίστου. Ή Σχολή έξεπλήρωσε τό οποίον άνέλαβεν έργον ώς προς ύμάς μετά
πάσης άκριβείας καί άγαθής συνειδήσεως. Ήδη άπόκειται ύμϊν νά έπιστέψητε τό
έργον τής άποστολής τής έκθρεφάσης ύμάς Σχολής, τής ύμετέρας ίεράς τροφού, καί
πληρώσητε τάς προσδοκίας πάντων τών ύπέρ ύμών έργασθέντων, οίτινες ούδέν έτερον
παρ' ύμών ίητούσιν, ή τήν πλήρωσιν τού έργου, εις ό έκλήθητε, καί τήν τήρησιν
τών ύμετέρων ύποσχέσεων. Οί ύπέρ ύμών πονήσαντες ούδέν έτερον εύχονται, ή νά
ϊδωσιν ύμάς ήμέραν τινά άγαθούς καί έναρέτους ιερείς, κοσμούντας τάς τάξεις τού
κλήρου, έργαζομένους ύπέρ τής Εκκλησίας τού Χριστού καί πονούντας ύπέρ τής
έξαπλώσεως τού έργου αύτού.
Όθεν οφείλετε νά άναδειχθήτε έν τώ βίω τής
δράσεως άξιοι μέν τής Σχολής τρόφιμοι, άξιοι λειτουργοί τής Εκκλησίας καί τών
δικαίων τής Εκκλησίας καί τής Πατρίδος ικανοί ύπέρμαχοι. Έξερχόμενοι τής Σχολής
ταύτης είσέρχεσθε έν τώ σταδίω τού ήθικού άγώνος, έν ώ οφείλετε νά άγωνισθήτε
καί νά νικήσητε. Ό άγών ήδη άπέβη κρατερός, διότι προς πολλούς καί ισχυρούς
πολεμίους τής πίστεως καί τής πατρίδος έχετε νά άνταγωνισθήτε, διότι φορά μέν καί
κατακλυσμός έτεροδόξων προσηλυτιστών κατέχει ήδη σόμπαν τό έλληνικόν, ό δέ τών
καθ' ήμάς χρόνων ύλισμός πανταχού έν τώ βίω άγωνίίεται νά καθαιρέση τάς ιδέας
τού άληθούς καί τού δικαίου, τού άγαθού καί τού θεοφιλούς, μεθ' ών άρρήκτως τά
τού άνθρώπου ιδεώδη καί ό πνευματικός βίος συνάπτονται καί ή άληθής αύτού
εύδαιμονία συνδέεται, πλήθος δέ παντοίων άπαιτητών καί διεκδικητών άλλοτρίων
της κληρωθείσης ήμϊν άπό αιώνων χώρας, έν
ή έίησε και έδρασεν ύπέρ τού πολιτισμού τής άνθρωπότητος έλληνισμός. Οί εχθροί
ούτοι είσίν σήμερον ούχ'ι οι άσυνετώτεροι, ώσπερ πρότερον, άλλα οι
κακονούστεροι και έν ταϊς ένεργείαις αύτών συνετώτεροι. Τό πλήθος τών πολεμίων
και τό μέγεθος τής αξίας τών κτημάτων τής πίστεως καί τής πατρίδος, ών ούδέν
τιμιώτερον τω άνθρώπω, έπιβάλλει ύμϊν τήν ύποχρέωσιν τής άμύνης μετά σθένους
καί αύταπαρνήσεως προς διάσωσιν αύτών κινδυνευόντων καί παράδοσιν τούτων τοίς
έπιγόνοις σώων καί άσφαλών. Προς τοιούτον αγώνα ή ίερά αύτη Άκρόπολις, έν ή έπί
πενταετίαν έξεπαιδεύθητε καί έγνμνάσθητε, παρεσκεύασεν ίκανώς καί καθώπλισεν
ύμάς δι' όλων τών άναγκαίων ήθικών καί πνευματικών όπλων, όπως έπιτυχώς
άγωνισθήτε ύπέρ τού έργου τής Εκκλησίας ήμών.
Εκ τής διδασκαλίας τοϋ μαθήματος τής
Ποιμαντικής: έγνωτε τήν ιερότητα τού ιερατικού άξιώματος, τήν περιωπήν τής
τιμής, τήν μεγάλην άξίαν καί τό δυσθέατον ύψος αύτού, έγνωτε τήν θείαν χάριν,
ήν έχει καί μεταδίδωσι, καί τήν ύπερφυσικήν αύτού δύναμιν, έγνωτε ότι οί ιερείς
είσίν οί τού Χριστού στρατιώται, οί τό έργον τής σωτηρίας άπεργαίόμενοι. Έγνωτε
ότι οί ιερείς έξ άνθρώπων λαμβανόμενοι ύπέρ άνθρώπων καθίστανται τά προς τον
Θεόν. Μή λοιπόν πλανηθήτε έκ τής ρεούσης δόξης τού κόσμου, μή άπηυδήσητε έν τω
έργω τής ύπομονής καί τής θλίψεως, ίνα μή στερηθήτε τής τιμής τής κληρωθείσης
ύμϊν.
Ενδεικτική τοϋ αγωνιώδους ενδιαφέροντος τοϋ
Αγίου για τήν πληρέστερη κατάρτιση τών μαθητών του καί τήν προσέλευσή τους στις
τάξεις τοϋ ίεροϋ κλήρου, είναι καί ή έπιστολή πού είχε άπευθύνει στις 4 Ιουνίου
1894 στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, στον όποιο έθετε τό πρόβλημα καί
πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις, όπως είναι ή άναπροσαρμογή τής ύλης τοϋ σχολικού
προγράμματος, ή άπασχόληση τών άποφοίτων ώς δασκάλων μέχρι τό τριακοστό έτος
τής ήλικίας τους πού θεωρείται ώς ό κατάλληλος χρόνος χειροτονίας τους, ή
ικανοποιητική ρύθμιση τών άποδοχών τούς ώς μορφωμένων ιερέων κ.λπ. Επίσης
πρότεινε στή Σχολή τήν εισαγωγή τοϋ μαθήματος τών Γεωπονικών, ώστε οί άπόφοιτοι
νά είναι καί εύρύτερα ώφέλιμοι στήν κοινωνία, άλλά καί νά μπορούν μέ τις
γνώσεις πού θά άποκτοϋσαν γιά τήν καλλιέργεια τής γής νά βοηθοϋνται βιοποριστικά,
άφοϋ, όπως είναι γνωστό, τότε οί ιερείς δέν μισθοδοτούνταν άπό τό κράτος. Καί
όλα αύτά ταυτόχρονα μέ τήν άοκνη φροντίδα του γιά τή βελτίωση τής διατροφής καί
τήν άθληση τών ιεροσπουδαστών.
Παράλληλα, δέν έπαυε σέ κάθε εύκαιρία νά
τονώνει περισσότερο καί τό έθνικό συναίσθημα τών ιεροσπουδαστών, άφοϋ πίστευε
είλικρινά, όπως καί παραπάνω είδαμε, στήν ιδιαίτερη άποστολή τοϋ Έλληνα καί
μάλιστα τοϋ Έλληνα ιερέα, χωρίς νά παραλείπει νά προβαίνει καί σέ συγκεκριμένες
άλλες ένέργειες. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά δυο άπό αύτές. Ή πρώτη: Όταν στις 18
Οκτωβρίου τοϋ 1904 έγινε γνωστός ό θάνατος τοϋ μακεδονομάχου Παύλου Μελά (13
Οκτωβρίου 1904), έγιναν, έκτος τών άλλων, όπως διαπιστώνει κανείς άπό τήν
άνάγνωση τών έφημερίδων τής έποχής, καί παλλαϊκά μνημόσυνα. Σ’ αύτό, πού
τελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου στή μητρόπολη τών Αθηνών, παρέστησαν καί
οί'Ριζαρεΐτες, ένφ, στή συνέχεια, έρανος μεταξύ τών καθηγητών καί μαθητών τής
Σχολής ύπέρ τής Μακεδονίας άπέφερε τό ποσόν τών 155 δρχ. Τέλος, στις 21 Μάιου
τοϋ 1905 στήν έκκλησία τής Ριζαρείου έγινε καί άλλο μνημόσυνο «ύπέρ τών έν
Μακεδονία πεσόντων». Καί ή δεύτερη: Μέ ένέργειές του πέτυχε τή χορήγηση κάθε
χρόνο τεσσάρων ύποτροφιών σέ μαθητές προερχομένους άπό τήν Μικρά Ασία, ένφ είχε
στενή συνεργασία μέ τον καθηγητή τής Φιλοσοφικής Σχολής καί πρόεδρο τοϋ
Μικρασιατικού Συλλόγου «Ή Ανατολή» Μαργαρίτη Εύαγγελίδη.
Γενικά, για τό πώς αντιλαμβανόταν ό Άγιος
τον ρόλο τού Έλληνος, μάς πληροφορεί ή ομιλία του με θέμα «Περί κλήσεως καί
άποστολής τού Έλληνος», πού έγινε πάλι στη Ριζάρειο, κατά την άπονομή των
διπλωμάτων των άπολυθέντων ιεροσπουδαστών τό 1906, έποχή πού ό Μακεδονικός
Αγώνας βρισκόταν σέ έξαρση. Νομίζει κανείς πώς ό Άγιος Διευθυντής της μιλάει
γιά τή σημερινή έποχή. Τόνιζε άνάμεσα στά άλλα:
Εν τοϊς έθνεσιν έπεκράτησεν εθνικός τις
εγωισμός ζητών νά έπικρατήση αυτός μεταξύ πάντων, δεν έσεβάσθη ούτε θεϊα ούτε
ανθρώπινα δίκαια και έκήρυξε πόλεμον κατά τέ τών θείων καί ανθρωπίνων δικαίων,
άνακηρύξας ώς δίκαιον τό έαυτού συμφέρον καί ώς δικαιοσύνην την έαυτού ίσχύν
(...) Ό Σταυρός ήν καί έσται έσαεί τώ'Ελληνι τό σύμβολον τών ηθικών καί
θρησκευτικών αρχών αύτού, ύπέρ ών ήγωνίσθη καί ας τώ α'ιματι αύτού ύπεστήριξεν.
Διά τού Σταυρού τό έλληνικόν έθνος περιεγένετο τον κατακλυσμόν, τού
κατακλύσαντος τά άρχαία έθνη (...) Τό έλληνικόν άρα έθνος οφείλει έν
συναισθήσει γενόμενον τής κλήσεως καί τής άποστολής αύτού νά έργασθή πρώτον,
όπως τελειωθή αύτό έν σοφία καί άρετή, έν τή έπιγνώσει τών θείων καί άνθρωπίνων
πραγμάτων, καί δεύτερον, όπως έργασθή ύπέρ τών άδελφών καί τών πλησίων αύτού,
συνεχίζων ούτω τό έργον τών εύκλεών αύτού προγόνων, τών άνεγνωρισμένων
εύεργετών τής άνθρωπότητος (...) Ή πατρίς καί ή έκκλησία έχει σήμερον ύπέρ ποτέ
άνάγκην άνδρών άφοσιωμένων εις τάς άρχάς τού Σταυρού, άνδρών άκαταπονήτων,
άνδρών ζώντων ούχί δΤ έαυτούς, άλλά διά τό γένος καί τήν έκκλησίαν. Εις ύμάς,
άγαπητοί μαθηταί, προσβλέπει ή σχολή καί τό έθνος καί ή έκκλησία ήμών άναμένει
τήν φιλοπάτριδα έργασίαν καί τήν λόγω καί έργω ύποστήριξιν τών άρχών τής
άληθείας, τών άρχών τού δικαίου καί τών δικαίων τής πατρίδος καί τής έκκλησίας.
Πέρα άπό όλα αύτά, στήν καθημερινή
άναστροφή του στή σχολή, άπλός καί ταπεινός ό Διευθυντής της δέν δίσταζε,
δίνοντας τό καλό παράδειγμα, ν’ άσχοληθεΐ καί ό ίδιος προσωπικά μέ διάφορες
χειρωνακτικές έργασίες, άκόμακαί μέ τήν καθαριότητα κοινοχρήστων χώρων, πράγμα
πού άλλοι ούτε θά διανοούνταν νά κάνουν, καί άδιαφορώντας άν καμιά φορά μερικοί
έκμεταλλεύονταν τήν καλοσύνη του ή τού ζητούσαν ν’ άσκήσει τά καθήκοντά του μέ
μεγάλη αύστηρότητα. Ή διαμόρφωση τού κήπου τής σχολής είναι δικό του δημιούργημα.
Γράφει ό Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Κατέστη δυνατόν, δι’ άτρύτων άληθώς μόχθων
τού Διευθυντού, νάκαλλιεργηθή καί διακοσμηθή ό κήπος τής Σχολής». Ένας μαθητής
τής περιόδου 1892-1897 έγραφε άργότερα ότι πολλές φορές ιεροσπουδαστές
μελετούσαν «έν τώ άγροκηπίω τής Σχολής παρά τήν κρήνην τού τέως διευθυντού
άγιου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου παρά τάς άειθαλείς μυρσίνας».
Βασικότατο στοιχείο τής σχολικής
παιδαγωγικής πράξης ο Άγιος θεωρούσε τήν ύπαρξη έντονης λατρευτικής ζωής.
ΈΓΡιζάρειος, πού τότε οί διδακτηριακές της έγκαταστάσεις βρίσκονταν, όπως
άναφέραμε, στήν όδό Βασιλίσσης Σοφίας (τότε οδός Κηφισίας), είχε γίνει έπί τών
ή μερών τού σπουδαίο λατρευτικό κέντρο, άφού πολλοί ήσαν έκεΐνοι, πού
συναγωνίζονταν νά προμηθευτούν μία άδεια εισόδου καί νά παρακολουθήσουν στήν
έκκλησία τού Άγιου Γεωργίου τήν Θεία Άειτουργίακαί τις άλλες ιερές άκολουθίες.
Ένδεικτικώς άναφέρουμε τά όσα έγραφε ή
έφημερίδα τών Αθηνών «Πρωία» γιά τον έορτασμό τής έκκλησίας καί τήν τέλεση τού
καθιερωμένου μνημοσύνου ύπέρ τών Ιδρυτών τό 1896: Εν τώ ναώ τής 'Ριζαρείου
Σχολής έτελέσθη χθές μετά μεγάλης εύλαβείας καί τάξεως τό έτήσιον μνημόσυνον
τών άοιδίμων ιδρυτών αύτής. Τό κατάστημα ήν μυρτοστόλιστον, αί εικόνες δέ τού
άειμνήστου Εεωργίου'Ριζάρη έστεμμέναι δΤ άνθέων. Εν τώ ναώ παρίστατο τό τέ
διοικητικόν καί πολυμελές συμβούλων τής σχολής, οί καθηγηταί, οί μαθηταί καί
πολλοί άλλοι χριστιανοί. Ή άκολουθία έφάλη μετά πολλής κατανύξεως καί
μουσικής αρμονίας χοροστατούντος τού σεβ.
ιεράρχου και ευδόκιμου διευθυντοϋ τής σχολής κ. Νεκταρίου καί βοηθοϋντος τού
διακεκριμένου μουσικού κ. Σακελλαρίδου διά τού πολυτίμου ταλάντου του
έξαίροντος τάς ψυχάς των έκκλησιαζομένων μέχρι τού θείου ύψους. Πάντες οί
μαθηταί εύγνωμονούντες ήνουν τον Θεόν καί τούς μεγάλους ίδρυτάς ύπέρ των ψυχών
των όποιων πάντες άπερχόμενοι τού Ναού καί τής Σχολής διαπύρως ηύχοντο.
Σ’ αυτά άς προστεθούν και οι κατά καιρούς
διαλέξεις, πού γίνονταν σ’ αύτή άπό σπουδαίους επιστήμονες καί οί όποιες
Ανέβαζαν σημαντικά τό κύρος της καί την έκαναν άκτινοβόλο πνευματικό ίδρυμα.
’Επίσης μεγάλη ύπήρξε ή φροντίδα τού Αγίου καί γιά τον έμπλουτισμό τής
βιβλιοθήκης τής Σχολής. Σφζεται, π.χ., έγγραφο τού Σχολάρχη, μέ τό όποιο
εύχαριστεΐ τον ύποπρόξενο τής Αμερικής καί έφορο τής Ριζαρείου σχολής Λ.
Νικολάιδη γιά τή δωρεά 479 βιβλίων, ένφ ταυτόχρονα τού στέλνει κι αύτός ώς
άντίδωρο, γιά νά τά διαθέσει κατά βούλησιν άπό πέντε άντίτυπα των βιβλίων του
Ιερά Κατήχησις, Ποιμαντική καί Έπικαί καί έλεγειακαί γνώμαι.
Επιπλέον ό ίδιος, πέρα άπό τή διαρκή καί
γνήσια συμμετοχή του στις έκκλησιαστικές συνάξεις, προσευχόταν άενάως γιά τούς
νεαρούς βλαστούς τής'Ριζαρείου, έγραψε παλαιός μαθητής:
Τάς δέ νυκτερινάς ώρας, ότε ή Σχολή
ήσύχαζε τελείως καί οί πάντες έκοιμώντο, έλέγετο ότι ό Νεκτάριος κατήρχετο έκ
τού δωματίου του καί έξήρχετο τής Σχολής καί έκεΐ έξω χαμηλά εις τήν νοτίαν
έξοδον τής Σχολής, κατά τον κήπον, ύπό παντοίας καιρικάς συνθήκας γονυπετής
προσηύχετο έπί μακρόν πλησίον τού φυλασσομένου διά σιδηρού κιγκληδώματος μικρού
χώρου, όπου ήτο φυτευμένος φοΐνιξ. Εις τον χώρον τούτον ήτο άλλοτε μικρόν
παρεκκλήσιον.
Τήν όλη άγαθή έπιρροή τού Αγίου έπάνω
στούς μαθητές έπιμαρτυρούν καί οί τρόφιμοι τής Σχολής, πολλοί άπό τούς όποιους
διακρίθηκαν ώς έπίσκοποι, πρεσβύτεροι, καθηγητές Πανεπιστημίου, καθηγητές μέσης
έκπαίδευσης, δάσκαλοι, δημόσιοι ύπάλληλοι, έπιχειρηματίες, κλπ. Ενδεικτικά
μνημονεύουμε, σημειώνοντας καί τον χρόνον πού φοίτησαν στή Ριζάρειο, τούς
έπισκόπους Κίτρους Παρθένιον Βάρδακα (1894-1895), Κισάμου καί Σέλινου Άνθιμο
Λελεδάκη (1894-1895), Πάφου Ιάκωβο Άντζουλάτο (1894-1897), Τρίκκης καί Σταγών
Πολύκαρπο Θωμά (1894-1897), Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Γερμάνο Χατζηανέστη
(1895-1899), Άρδαμερίου Καλλίνικο Κρεατσούλη (1896-1901), Βερατίου καί κατόπιν
άρχιεπίσκοπον Αλβανίας Χριστόφορο Κίσση (1897-
1898) ,
Δρυϊνουπόλεως Χριστόφορο Χατζή (1900-1907), Φωκίδος Αθανάσιο Παρίσι]
(1903-1908), Άργολίδος Ιωάννη Παπασαράντου (1904-1908), Περιστεράς Εύστάθιο
Σκάρπα (1904-1908), Καρυστίας, καί Σκύρου Άνανία Μάνο (1907-1908) καί Πέτρο
Τζοβάνη έπίσκοπο στήν Αλβανία, πού μετά τήν έγκατάσταση τού κομμουνιστικού
καθεστώτος τού Χότζα έκτελέστηκε, τούς άρχιμανδρϊτες Ιωακείμ Σπετσιέρη
(1894-1897) καί Γερβάσιο Παρασκευόπουλο (1905-1907), τούς πρεσβυτέρους
Κωνσταντίνο Ρωμανό (1895-1898), Νικόλαο Μυλωνά (1896-1901), Μάρκο Τσακτάνη
(1902-1908), Άγγελο Νησιώτη (1904-1908), Ήλία Μπερτόλη (1904-1908) καί
Θεμιστοκλή Παπακωνσταντίνου (1904-1908), τούς θεολόγους πανεπιστημιακούς
καθηγητές καί Ακαδημαϊκούς Γεώργιο Σωτηρίου (1895-
1899) ,
Νικόλαο Λούβαρη (1900-1903) καί Παναγιώτη Παπάίωάννου - Μπρατσιώτη (1902
-1907), τον καθηγητή τής φιλοσοφίας Χαράλαμπο Γιερό (1903-1907) κ. ά.
Άγιος Νεκτάριος
Σοφοκλής Δημητρακόττουλος - Προσκύνημα τού
Άγιου Νεκταρίου
στο Άγιον Όρος
Ό Σοφοκλής Δημητρακόπουλος είναι φιλόλογος
- συγγραφέας.
Τό καλοκαίρι τού 1898 ό Άγιος Νεκτάριος,
μητροπολίτης Πενταπόλεως, διωγμένος άπό τή θέση του στην Αίγυπτο καί όντας τότε
ύστερα άπό πολλές ταπεινώσεις καί ταλαιπωρίες, τις όποιες όμως ύπέμενε
άγόγγυστακαί μέ χριστιανική καρτερία διευθυντής τής Ριζαρείου Σχολής,
πραγματοποίησε προσκυνηματική έπίσκεψη στο Άγιον Όρος, στο όποιο πάντοτε μέ
ιδιαίτερο πόθο προσέβλεπε καί στο όποιο, μετά τήν έκδίωξή του άπό τήν Αίγυπτο,
σκόπευε νά μονάσει.
Στο ιστορικό Πρωτάτο των Καρύων προσκύνησε
τήν έφέστιο τού Όρους θαυματουργή εικόνα «Αξιόν έστι», θαύμασε τις περίφημες
τοιχογραφίες τού Πανσέληνου καί χοροστάτησε σέ κάποιες ιερές Ακολουθίες, όπου
ένιωσε βαθιά τήν κατάνυξη, πού μόνο όσοι έχουν βρεθεί έκεΐ κατά καιρούς, καί
μάλιστα όταν είναι πρώτη φορά, έχουν αισθανθεί.
Ώς καλόγερος
Στή συνέχεια, φορώντας τον σκούφο καί τό
ταπεινό ράσο τού καλόγερου, μέ χοντρά άρβυλα, καί είτε πεζοπορώντας γιά ώρες,
είτε μέ ζώα πού μέ προθυμία έθεταν στή διάθεσή του οί μοναχοί, είτε μέ τά
πλοιάρια, έπεσκέφθη πολλά μοναστήρια, καθίσματα, καλύβες, κελλιά, σκήτες καί
ήσυχαστήρια. Θαυμαστής της φύσης καθώς ήταν, μέσα στις μακρές πορείες του στον
παρθενικό αύτό τόπο μέ τά πυκνά δάση, τις ύψίκορμες καστανιές καί τις οξιές, τά
κυπαρίσσια καί τά έλατα, στον παραδεισένιο αύτό χώρο μέ τήν πλούσια βλάστηση,
τά γάργαρα νερά καί τάκελάίδίσματα τών πτηνών, μέ τήν άπέραντη βαθυκύανη
θάλασσα νά άπλώνεται μπροστά στά μάτια του, ένιωσε πιο κοντά στον Δημιουργό.
Στά ιερά καθιδρύματα προσκύνησε Τίμιο
Ξύλο, άγια λείψανα μαρτύρων καί όσιων, καθώς καί θαυματουργεί εικόνες, ένώ στά
εικονοστάσια καί στούς «ιστορημένους» τοίχους τών έκκλησιών θαύμασε ταπεινών
καί εύλαβών άγιογράφων τήν ένθεη τέχνη. Εκεί γνώρισε καί συναναστράφηκε μέ
άγιους μοναχούς, κοινοβιάτες καί άσκητές καί γεμάτος ταπείνωση, άς ήταν
άρχιερέας, μαθήτευσε κατά Χριστόν κοντά τους.
Στις ιερές Ακολουθίες, είτε χοροστατούσε
άπό τον άρχιερατικό Θρόνο, είτε στεκόταν στο ταπεινό στασίδι πού τό είχαν
γυαλίσει μέ τούς τριμμένους άγκώνες τούς γενιές μοναχών, είτε γονυπετούσε στά
πλακόστρωτα δάπεδα, πού τά είχαν βρέξει μέ τούς κρουνούς τών δακρύων τους καί
τά είχαν σφουγγίσει μέ τις πολυάριθμες στρωτές τους μετάνοιες μοναχοί αιώνων,
άκούγοντας νά ψάλλονται μέ θεσπέσιο πραγματικά τρόπο τά διάφορα έκκλησιαστικά
μέλη, βλέποντας τούς μοναχούς με τά κουκούλια άκίνητους σάν σκιές μέσα στο
μισοσκόταδο, μεταφερόταν σέ ούράνιους κόσμους.
Προσκυνή ματα
Παράλληλα, ώς άνθρωπος τών γραμμάτων,
θαύμασε τα σκευοφυλάκια με τούς άμύθητους θησαυρούς καί όσο ό χρόνος τού
έπέτρεπε, μελέτησε καί κάποια χειρόγραφα, πού τον ένδιέφεραν ιδιαίτερα.
Παραθέτουμε έλάχιστα στοιχεία γιά μερικά συγκεκριμένα προσκυνή ματά του:
Στις 6 Αύγούστου, γιορτή τής Μεταμόρφωσης
τού Σωτήρος, βρισκόταν στή Μεγίστη Λαύρα, ένώ στις 15 Αύγούστου, γιορτή τής
Κοίμησης, λειτούργησε στο μοναστήρι των Ίβήρων, όπου καί προσκύνησε τή δεύτερη
έφέστιο εικόνα τού Άγιώνυμου Όρους, τή φημισμένη θαυματουργό εικόνα τής
«Πορτάιτισσας».
Ενδιάμεσα των Καρύων, τής Λαύρας καί των
Ίβήρων έπεσκέφθη τον Μυλοπόταμο, όπου άσκήτευε ό πρ. Οικουμενικός Πατριάρχης
Ιωακείμ ό Τ', μετά τήν πρώτη του πατριαρχία. Αύτό ήταν φυσικό, δεδομένης τής
φωτεινής προσωπικότητας τού μεγάλου έκείνου Πατριάρχη.
Όπως έγραφε ό άείμνηστος π. Γαβριήλ
Διονυσιάτης, μοναχός στο Όρος άπό τό 1910, «Εύλογία Θεού διά τον άγιώνυμον
τόπον. Ή έλευσις τού Πατριάρχου ήλέκτρισε τά πλήθη των Ορθοδόξων καί παρετηρήθη
έξαιρετική συρροή εις άριθμόν καί ποιότητα θεοφιλών ψυχών (...). Ούδείς
τουλάχιστον τών ήμετέρων παρέλειψε νά διέλθη έκ Μυλοποτάμου, ϊνα λάβη έκεϊθεν
σύν τή εύλογίμ καί τά ψυχικά έφόδια (...). Οσάκις δέ έν Κωνσταντινουπόλει
μετέπειτα έδέχετο άγιορείτας έπιπτε κυριολεκτικώς έπί τον τράχηλον αύτών καί
κατεφίλει αύτούς».
Αποκάλυψη
Στά Κατουνάκια καί στήν Αδελφότητα τών
Δανιηλαίων δέν άποκάλυψε τήν ταυτότητά του, άλλά παρουσιάστηκε σάν άγνωστος
άπλός μοναχός. Κάποια ώρα, σέ έναν περίπατο στά γειτονικά κακοτράχαλα, άλλά
άγιασμένα Καρούλια, έγινε ή άποκάλυψη. Πρόκειται γιά τή συγκινητική συνάντησή
του μέ έναν διακριτικό έρημίτη, τού όποιου, δυστυχώς δέν διασώθηκε τό όνομα καί
ό όποιος, χωρίς νά τον έχει δει, τον άναγνώρισε καί έπισήμανε τήν άγιότητά του.
Ή έπίσκεψη τού Αγίου στά Κατουνάκια έγινε
άπαρχή στενών πνευματικών δεσμών τού Αγίου με τον Οίκο τών Δανιηλαίων καί
ειδικότερα μέ τον Γέροντα Δανιήλ, ό όποιος σέ έπιστολές του ζώντα τον
χαρακτήριζε «άγιώτατον, διάσημον, Αρχιερέα κοιμώντα ταϊς άρεταΐς καί τοϊς
παλαιοϊς Άγίοις Πατράσιν έφάμιλλον (...) Μέγαν της Εκκλησίας Πατέρα (...)
διορατικώτατον Πατέρα».
Στήν Αγία Άννα συναντήθηκε μέ άγιασμένους
άνθρώπους, όπως τον «άγιώτατον καί άσκητικώτατον» έπίσκοπο πρώην Μετρών
Δοσίθεο, τον χαρισματικό παπα-Μηνά τον Μαυροβούνιο καί τον ταπεινό καί διακριτικό
μοναχό Ίωάσαφ, μέ τον όποιο μάλιστα διατηρούσε κατόπιν συχνή άλληλογραφία.
Σέ ένα γράμμα τού Αγίου άπό τήν
έπικοινωνία αύτή, γίνεται μία «θαυμάσια άναλυτική σύγκριση μεταξύ τής αξίας
ενός άρχιερέως ώς άξιώματος καί ένός μοναχού έναρέτου» (Θεόκλητος Διονυσιάτης).
Στή Σιμωνόπετρα
Στή Σιμωνόπετρα έμεινε ζωντανή ή άνάμνηση
τής έπίσκεψής του στο γηροκομείο της, ένώ ιδιαίτερος παρέμεινε ό πνευματικός
σύνδεσμος μέ τον Άγιο τού Ιερωνύμου τού
Σιμωνοπετρίτη. Ό νεαρός τότε μοναχός
έντυπωσιάστηκε πολύ καί όταν κατά καιρούς κατέβαινε στην Αθήνα καί στο Μετόχι
τής Ανάληψης στον Βύρωνα, πήγαινε καί ώς τήν Αίγινα γίά να πάρει τήν εύλογία
του καί άργότερα, τον Οκτώβριο τού 1920, τού συμπαραστάθηκε στή νοσηλεία του
στο ΑρεταίείΟ νοσοκομείο.
Τότε ό Άγιος τού έξομολογήθηκε τον μύχιο
πόθο του: «Αν ό Θεός μού δώσει τήν ύγείαν μου, θά ξαναέλθω εις Άγιον Όρος».
Έγκαταλείποντας τό Άγιον Όρος ό
Πενταπόλεως Νεκτάριος έφυγε εύχαριστη μένος, πνευματικά ώφελημένος καί,
οπωσδήποτε, ή βιωτή τών Αγιορειτών πατέρων τον βοήθησε στή διοργάνωση τού
μοναστηριού του στήν Αίγινα. Είχε πάει μέ καλή προαίρεση, γι’ αύτό μπόρεσε καί
είδε όσα θαυμάσια έπρεπε νά δει.
'Ομολογία άσκητού περί τής Άγιότητος τού
έν Άγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως
Άποφεύγοντας λοιπόν νά παρασταθούμε καί
παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στή
χερσόνησο τού Άθω, τήν καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση καί δέος, θά βρεθούμε κοντά
σέ μία έπίσκεψη πού έκανε μιά άπό κείνες τις ή μέρες στά Καυσοκαλύβια, στή
δροσερή Κερασιά κι άπό έκεϊ στά Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων
Δανιηλαίων, στήν άκροτοπιά, πού, όπως λένε, ψέλνουν άγγελικά. Ήταν μία
ταλαιπωρία, γιά νά φθάσει ώς έκεϊ. Αλλά ύπερνικήθηκε άπό τον έρωτα πού ένοιθε
γιά βυζαντινές μελψδίες, γιά κατανυκτικούς ύμνους στήν Ύπεραγία Θεοτόκο.
Στά Κατουνάκια οί περίφημοι ζωγράφοι
Δανιηλαϊοι άπό άδελφό σέ άδελφό φύλαγαν τό θησαυρό τού άρχαίου μέλους,
ίσοκρατούσαν καί έμελπαν τήν ύμνολογία χρωματίζοντας τό λόγο σάν άγγελοι. Κάτι
τό άσύλληπτο, τό «ραντίζον τήν ψυχήν θεϊκήν δρόσον καί άγαλλίασιν». Στο
Ησυχαστήριό τους, περίφημο γιά τήν Άβραμιαία φιλοξενία του, έμόναζαν καί τότε
κάπου δώδεκα άδελφοί, οί όποιοι ζούσαν μεταξύ τους μέ άκρα ύπακοή, άπλότητακαί
άγάπη. Έκτελούσαν τις ιερές άκολουθίες μέ τέτοια κατάνυξη, πού ό έπισκέπτης
λησμονούσε τά πάντα, αίθεροπιανόταν, ξέφευγε άπό τή χοϊκή ούσία καί έπιθυμούσε
νά μή σαλέψει ποτέ άπό κεΐ. Κάπου δέκα λεπτά τής έδρας πορεία, κάτω άπό τό
Ησυχαστήριό τους, ήταν τό φρικτό Καρούλι, ένας άπόκρημνος βράχος πάνω άπό έκατό
μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις άκριές του βρεχόταν άπό τό μανιασμένο κύμα.
Οί Δανιηλαϊοι δέν είχαν ειδοποιηθεί γιά
τήν έπίσκεψή του, δέν ήξεραν ποιος είναι. Παρουσιάστηκε μέ καλογερικό σκούφο,
μέ τά παλαιά ράσα πού χρησιμοποιούσε στήν καλλιέργεια των λουλουδιών τού κήπου
τής Ριζαρείου, μέ χοντρές καλογερίστικες άρβύλες. Είπε πέος ήταν ένας μοναχός
άπό τήν Αθήνα. Τον ύποδέχθηκαν όμως όπως πάντα μέ έγκαρδιότητα, μέ Αβραμιαία,
όπως είπαμε, καλοσύνη καί, άφού τον έκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια μέ
άγριόμελο, εύχαριστήθηκαν πού θά έμενε μερικές μέρες κοντά τους νά
παρακολουθήσει τις ιερές άκολουθίες.
Αλλά τά λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν
ούσία, τόξευαν άκτΐνες «Θείου Φωτός!». Όπου καθώς σέ μιά στιγμή ύστερα άπό τις
πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν μέ έναν άπό τούς άδελφούς Δανιηλαίους, τον
πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς τό φοβερό βράχο τού Καρουλιού,
συναπαντούν έναν άγνωστο «περίεργο» έρημίτη, μελαμψό, μέ καταμπαλωμένο κίτρινο
ράσο, λιπόσαρκο, μέ δύο μεγάλα μάτια πού σέ καθήλωναν...
-Εύλογεΐτε...ψιθύρισε ό Νεκτάριος. Κι
άπόμεινε έκστατικός.
-Ό Κύριος, άποκρίθηκε αύτός. Καί μονομιάς
έκανε παρατήρηση στον άδελφό Δανιήλ.
-Πώς προπορεύεσθε, άδελφέ, άπό τον
Πενταπόλεως, τον προ πολλού ένταχθέντα μεταξύ τών άγιων ιεραρχών; Σά νά τούς
κόπηκε ή άναπνοή. Ό Δανιήλ άπόμεινε νά κυττάζει χαύνος. Εκείνος έκύτταζε τά
μάτια τού έρημίτη καί σώπαινε. Ή καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα
του μίαν άγνωστη άγωνιστική ψυχή, εύλογημένη μέ τό ποορατικό χάρισμα; Άθελά του
δάκρυσε.
-'Ύπερευλογημένο τό όνομα τού Κυρίου μας,
αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετε τι διά τον ταπεινόν δοϋλον του.
Παρακαλώ... παρακαλώ, δεχθείτε... τον ασπασμόν μου. Κι έπλησίασε κι έσκυψε να
φιλήσει τό ροζιασμένο χέρι τού έρημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε μέ φόβο. Καί σκύβοντας
μέ τη σειρά του να φιλήσει τό χέρι τού έπισκέπτη, βρέθηκαν οί δύο πρόσωπο μέ
πρόσωπο. Αντάλλαξαν έγκάρδιο άσπασμό.
-Χθές οί δαίμονες φρύαξαν... ψιθύρισαν τά
χείλη τού άσκητή. Μεταβλήθησαν σέ σμήνος μεγάλων κωνώπων, μέ έπληττον καί
προσπαθούσαν νά μέ άφήσουν χάμου άναίσθητον. Πλήν όμως δέν ϊσχυσαν εις τό
σημεΐον τού Τίμιου Σταυρού. Εις δέ τήν φράσιν «Άναστήτω ό θεός καί
διασκορπισθήτωσαν οί έχθροί Αύτού», έξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θά μού έδίδετο ή εύκαιρία νά
γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα άπό τον κόσμο;
-Τί νέα... Πόλεμοι, άτασθαλίαι, ζυμώσεις
καί...
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ό έρημίτης.
Κομπασμός, ύπερηφάνεια, νοησιαρχία. Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ό άδελφός Δανιήλ παρατηρούσε μέ
έκσταση τον Απρόσμενο έκεΐνο έπισκέπτη, πού ήταν Επίσκοπος, καί προσπαθούσε μέ
λόγια συντριβής νά έπανορθώση τήν παράλειψη προσφοράς τού Ανάλογου σεβασμού.
-Σάς Αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,έπίασε
νά λέει ό Ασκητής. Νοσταλγείτε τήν μόνωσιν. Αλλ’ έφόσον θεωρήσατε καθήκον νά
ύπηρετήσετε αύτοπροσώπως τον λαόν, έφόσον ύπελογίσατε τούς συνανθρώπους καί
τούς Αγαπήσατε έκ μέσης καρδίας... Θάρθεικαίή μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στά μάτια καί
ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε διά τον εικοστόν αιώνα πού
έρχεται; σιγορώτησε.
Ό έρημίτης δέν άποκρίθηκε Αμέσως. Σήκωσε
τό βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά Αναπνοή καί είπε:
-Τέλος τά βασίλεια. Πόλεμοι... άνησυχίαι,
σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ό φόβος.
-Ό φόβος... έπαναλαβαν τά χείλη τού
Δανιήλ.
Δέν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν καί οί
τρείς γιά τό φοβερό βράχο...
Πηγή:
http://dimitriosmamoglou.blogspot.com/
Άγιος Νεκτάριος
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ
(Από τό βιβλίο τού Σώτου Χονδρόπουλου: Ό
άγιος τον αιώνα μας -Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις
Ίεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αίγίνης. Δεύτερη Έκδοση- Διορθωμένη, σελ.
269-274)
Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό
νοσοκομείο τής Αθήνας, τό Αρεταίειο, ή γραμματεία έπαιρνε απ' έξω έντολή καί
έδινε μέσα έντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο γιά
έναν γέροντα καλόγερο, άπό τήν Αίγινα.
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυόκαλόγρηες κι
ένας μέτριος στο άνάστημα σαραντάρης πού άπό τήν πρώτη στιγμή πού μπήκαν
άνησυχούσε καί κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις τής εισόδου καί παραμονής
του στο θεραπευτήριο καί ή μία άπό τις δυο καλόγρηες, έφυγε.
Στον θάλαμο πού τον τοποθέτησαν ήταν άλλα
τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τά δυο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό τού γέροντα τής
Αίγινας Αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης πού έπασχε άπό παράλυση των
κάτω άκρων. Ήταν έπαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό άπό τό ζψο
του, χτύπησε κι άπό τότε τον έσερναν μέ τά φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος
γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, μέ ούρολογική κι αύτός πάθηση.
»Τί νομίζεις γερόντισσα Εύφημία, έκανε
κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας καί σκουπίζοντας τά δάκρυά του ό άντρας,
θά κάνει τήν έγχείρηση, θ' άντέξει στο μαχαίρι;»
Εκείνη άπόμεινε συλλογισμένη.
»Τί θ' Απογίνουμε δίχως τήν εύλογημένη του
καθοδήγηση, πώς θά ζήσουμε χωρίς τήν προσευχή του;» συνέχισε ό άντρας.
«Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, άποκρίθηκε
τέλος ή καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ό καλός Θεός θά λυπηθεί τήν Αδελφότητα, δέν θά
έπιτρέψει ν' άπομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές.»
»Ώ Αδελφή Εύφημία, σ' αύτόν οφείλω τά
πάντα. Καί κυρίως τον θησαυρό τής ψυχής μου. Αύτός μέ είσήγαγε εις τό εύρος, τό
ύψος καί τό κάλλος πού έχει ό Κύριος. Από νωρίς έχασα τήν μητέρα μου καί τό
ξεπέρασα, πρόπερσι άναπαύθηκε κι ό πατέρας μου, άνθρωπος όλο αύταπάρνηση κι
εύγένεια καί τό κατάπια. Αν μάς έγκαταλείψει κι ό άγιος γέροντας, ό πνευματικός
πατέρας καί οδηγός καί μεσίτης εις τον Θεόν, θά καταντήσω δυστυχής, θά
παραμείνω δεντρί στήν έρημο...»
Ή καλόγρηα τον άνακύτταξε μέ κάποια στοργή
καί κούνησε τό κεφάλι.
Πέρασε ό πρώτος μήνας, πέρασε κι ό
δεύτερος.
Δέν πρόλαβε νά κάνει έγχείρηση, δέν
πρόλαβε νά περάσει άπό μαχαίρι.
Ή Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές καί
άλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα τού Βενιζέλου, για τις αλλαγές στήν
Κυβέρνηση, για τήν έπαναφορά τού έξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οί
έκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν τήν έκπτωση τού Μελετίου καί τήν
έπανανθρόνιση τού Θεοκλήτου, όταν ό χλωμός ασκητικός έκεϊνος γέροντας, ό
καλόγερος τής Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τούς ούρανούς
καί τούς αγγέλους κατά χιλιάδες νά τον ύποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι
άφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια όλόγλυκια φωνή σέ ξένη
χώρα, τον καλούσε.
«Εϊσελθε τέκνον, εϊσελθε εις τήν χαράν τού
Κυρίου σου. Σέ άναμένει ό τής δικαιοσύνης στέφανος.»
» Εις έμέ, εις έμέ τό λέγεις Κύριε;»
πρόλαβαν νά ψιθυρίσουν γιά στερνή φορά τά χείλη του.
Κι άνοίγοντας τό στόμα νά πάρει άνασεμιά,
είδε πώς μεταφέρεται. Παρέδωσε τήν άγια του ύπομονετική ψυχή στον άγαπημένο του
Αφέντη. Στον Αφέντη τών ούρανίων, τών έπιγείων καί καταχθονίων.
Ή γερόντισσα Εύφημία Αναστατώθηκε.
«Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, άνάκραξε μέ
λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ό κύριος Σακκόπουλος;... Τό τηλέφωνο
παρακαλώ, τό τηλέφωνο...
Ήρθε μία σαβανώτρα άπό τό προσωπικό τού
νοσοκομείου νά βοηθήσει τή γερόντισσα.
Τό νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ καί
Κύριε ! ... Κάτι πήγε νά πεϊ ή γερόντισσα δέν τό μπόρεσε. Γιά μία στιγμή
έβγαλαν τή μάλλινη φανέλλα καί τήν πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι
ζύσπου νά προχωρήσουν νά τελειώσουν μέ τά σάβανα, ό διπλανός άρρωστος, ό
άνθρωπος πού έπασχε άπό παράλυση τών κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος,
άμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στά πόδια του κι έκανε τό σταυρό του.
«Σηκώθηκα, περπατάω! άνάκραξε δυνατά, Θεέ
μου, έγινα καλά! Τί έχει αύτή ή φανέλλα;»
Γ ιά δές, ήταν στ' άλήθεια όρθιος,
περπατούσε !
Δέν καλοκατάλαβαν, άπόμειναν νά χάσκουν.
Τό νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Ή γερόντισσα πήρε τή φανέλλα τήν έβαλε ένα κουβάρι
στο ράσο της. Τά χέρια τής έτρεμαν.
Απόρησαν οί γιατροί, άπόρησε καί τό
προσωπικό τού νοσοκομείου όταν έμαθαν πώς ό φτωχός ρασοφόρος άπό τήν Αίγινα,
ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στή Ριζάρειο καί ήταν λέει... δεσπότης!
Μία νύχτα θρήνου πέρασε ή γερόντισσα
Εύφημία.
Αργά τό πρωί έφθασε ένας φίλος
Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ό Παντελεήμων Φωστίνης καί λίγο πιο έπειτα ό
πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στή Ριζάρειο καί
δημιουργός Αργότερα κατηχητικών σχολείων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ό
Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν τό φέρετρο παράγγειλαν τή νεκροφόρα καί λίγο
Αργότερα ξεκίνησαν γιά τον Πειραιά.
To βαποράκι τής γραμμής ή «Πτερωτή», θά
σήκωνε άγκυρα γιά τήν Αίγινα άκριβώς στις δυο τό μεσημέρι. Ή νεκροφόρα με λογίς
- λογίς διατυπώσεις πού έπρεπε νά γίνουν, έφθασε έμπρός στον καθεδρικό ναό τής
Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, Λίγο μετά τις δώδεκα. Ό ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι
οί άρμόδιοι κι ό νεωκόρος, έλειπαν γιά μεσημεριάτικη διακοπή.
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι
κόσμος. Από Λαλιά σέ Λαλιά, άκούστηκε, μαθεύτηκε στήν έργατική πόλη, ή κοίμηση
τού γέροντα τής'Ριζαρείου. Κι ένας Λαός περικύκλωσε τό φέρετρο.
Καθώς τό έφεραν σιμά στά σκαλοπάτια τού
ναού γιά νά πάρουν τουλάχιστον μία φωτογραφία στήν πόλη καί στο χώρο πού τόσο
είχε κηρύξει κι άγαπήσει κι άνοιξαν τό καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν...
Παρατήρησαν κάτι τό άσυνήθιστο, τό καταπληκτικό. Από τήν ήρεμη καί γαλήνια
μορφή έσταζε κάτι σάν ιδρώτας πού μοσκομύριζε... Θεέ καί Κύριε !
Ό Κώστας ό Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε
κι άγόρασε άπό τό περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι καί σκούπισε σιγά - σιγά καί
άπαλά άπό τό πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν έπάνω του,
τού άρπαξαν τις τούφες τό μπαμπάκι, τόφερναν εύλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι
τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι τό παράχωναν στο στήθος.
»Δέν έχει βάρος, δέν έχει βάρος, είναι
Άαφρύς σάν πούπουλο», φώναξαν καί οί άνδρες πού σήκωναν τό φέρετρο, έτοιμοι νά
τό ξαναφέρουν στή νεκροφόρα.
Τό βαποράκι τής γραμμής ή «Πτερωτή» έφθασε
στις τέσσερις παρά κάτι, άπόγευμα στήν Αίγινα μέ τή σημαία «μετζάστρα» στο
πλωριό κατάρτι.
Προτού άράξει στο μώλο, ό καπετάνιος
σφύριξε τρεις φορές πένθιμα καί συνθηματικά.
Στά γαλανά νερά τού Σαρωνικού ταξίδευε τό
ιερό Λείψανο ένός άνθρώπου τού Θεού. Ενός κληρικού πού δέν καυχήθηκε ποτέ γιά
κάτι δικό του. Ένός ιερομόναχου πού εύαρέστησε τον άγιο Θρόνο μέ τήν ύπακοή, τό
ταπεινό φρόνημα, τήν ύπομονή, τήν πίστη, τήν άγάπη.
Αμέτρητος Λαός πλημμύρισε κάτω τήν
παραλία. Όλος σχεδόν ό κλήρος, όλοι οί ιερομόναχοι, όλες οί καλόγρηες άπό τά
ντόπια μοναστήρια.
Οί γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές
στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
«Παππούλη μας, προστάτη τής φτωχολογιάς,
τί θ' άπογίνουμε τώρα πού μάς άφησες ορφανές καί μόνες;»
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θά
σηκώσει τό φέρετρο. Ήταν οί φίλοι του, οί ψαράδες τού γυαλού, οί σφουγγαράδες
πού ταξίδευαν καί βουτούσαν πέρα στήν Τζιμπεράλτακαί στο Τούνεζικι έφερναν
σφουγγάρια τής εύλογίας μέ χαραγμένο στή μέση τον τίμιο σταυρό, έργάτες πού
δούλεψαν στή μονή κι έφαγαν ψωμί άπό τά χέρια του, οικοδόμοι, άγρότες
άμπελουργοί, έπαγγελματίες καί πλανόδιοι.
Ό δήμαρχος μέ τον άστυνόμο γιά νά τούς
φέρουν σέ Λογαριασμό, τούς χώρισαν σέ τετράδες καί ύπολόγισαν τό δρόμο κάπου
δυο ώρες καί κάτι, ώσαμε τό μοναστήρι.
Σέ Λίγο τά πάντα τακτοποιήθηκαν καί ή
πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι τό ριγηλό καί συγκινητικό. Ποτέ
ή Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι.
Αυθόρμητα ή λαϊκή ψυχή Αγκάλιασε τό
Λείψανο - θησαυρό τού διαλεκτού παιδιού της καί τόφερνε μέ σφιχτή άνασεμιά στή
θέση Ξάντος.
Πένθιμη διακόσμησε] γυρόφερνε τήν πόλη καί
τήν παραλία. Οί καμπάνες στούς ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τή μεγάλη Παρασκευή.
Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες καί δροσερά Λουλούδια έπεφταν άπό γρηές καί
νιές καί δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρεΐτες Ακολουθούσαν
σιωπηλοί.
»Δέν έχει βάρος, δέν έχει βάρος, είναι
Λαφρύς σάν πούπουλο», φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οί άνδρες άπό τά
σταυροδρόμια καί τις Λαγκαδιές, καθώς σήκωναν τό φέρετρο κι έτοιμάζονταν ν'
Αλλάξουν βάρδια.
Τό μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη
μυρμηγκιά, κάθε Λογής άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες τού βουνού,
τού Λόγγου, τής άκρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση νά παρασταθούν, νά
προσευχηθούν, νά ξενυκτίσουν, νάκλάψουν.
Σ' όλο τούτο τό πλήθος καί στις καλόγρηες
τής Αδελφότητας πού έκλαιγαν σάν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε ή φυσιογνωμία
τής ήγουμένης, τής όσιας Ξένης, τής τυφλής.
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο
φέρετρο, πάνω στή γαλήνια κι εύγενική μορφή, πού θαρρούσες ότι Λαφροκοιμόταν,
τή μορφή τού πνευματικού πατέρα καί οδηγού, τού εύεργέτη καί προστάτη της καί
μή μπορώντας μέ τά τυφλά μάτια νά δει, νά προσέξει τον ιδρώτα - μύρο πού
κυλούσε άπό τό μέτωπο, τόνοιωσε σάν όσφρηση, σάν εύωδιάκαί μένοντας Ακίνητη καί
κάνοντας τρεις φορές τό σημείο τού σταυρού, είπε:
»Ό πατέρας μας δέν πέθανε. Ζεΐ, μάς βλέπει
καί προσεύχεται Απόψε γιά μας. Τό μοναστήρι μας θά προκόψει δέν θά τό άφίσει ό
Κύριος. Όταν ζούσε καί τον Απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο καί οδηγό,
αύτό πάντα μας έλεγε. Αύτή τήν προφητεία: Από δώ, μάς έλεγε, κόρες μου, Απ'
αύτές τις έρημιές, σέ μερικά χρόνια θά διαβαίνουν άμαξες, θά περνφ πλήθος ό
κόσμος μέ Αφιερώματα, χρυσάφια καί Λαμπάδες. Καί μεΐς οί άπραγες στεκόμασταν
δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ό σεβασμιώτατος,
Αναρωτιόμασταν μέ Ανησυχία. Αδελφές μου, μή κλαΐτε, Αδέλφια μου μή θρηνείτε. Ή
Αίγινα καί ή Ελλάδα Απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη έμπρός εις τον
Εσταυρωμένο».
Τά Λόγια της σκέπαζαν τούς κρυφούς Λυγμούς
της άπό μία θεϊκή δύναμη καί χάρη. Τά Λόγια της έπεσαν στο πλήθος μέ τέτοια
Αρμονία πού γλύκαναν εύθύς όλες τις καρδιές καί γιά κάμποσο χρονικό διάστημα
τής νύχτας άπόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις τού θανάτου.
Τρεις μέρες καί τρεις νύχτες κράτησε τό
Λαϊκό τούτο προσκύνημα. Καί τό Λείψανο Αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο καί
σκορπούσε όλοτρόγυρα εύωδία!
Μία άπό τις τρόφιμες τής Αδελφότητας
Ανησύχησε.
»Θά πρέπει νά έπισπεύσουμε τον ένταφιασμό,
πέταξε μέ σπουδή στήν όσια Ξένη. Δέν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θά
βρωμίσει».
To βράδυ πού κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο
σιμά τής τον γέροντα ντυμένο στά άρχιερατικά του άμφια.
» Σεβασμιώτατε», άνάκραξε. Καί γονάτισε νά
τού άσπασθεΐ τό χέρι.
«Βρωμά παιδί μου, τό χέρι μου;» τή ρώτησε
έπιτιμητικά.
» Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε», ψιθύρισε.
»Τί μυρίζει;»
«Λιβάνι καί άλόη.»
«Τότε μή φοβείσαι καί διά τό λείψανον.»
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο,
άσπάσθηκε τρεις φορές τά κρινοδάχτυλα τών χεριών. Καί ξαναπρόσεξε πού έτρεχε
συνέχεια στή μορφή ιδρώτας - μύρο.
Φυσικά φρόντισαν καί γιά τον ένταφιασμό.
Θά τον τοποθετούσαν έκεΐ πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο καί
φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί πού τόσο αύτός καμάρωνε κι άγαπούσε. Εκεί, πού
κάποτε ή πρώτη έκείνη γερόντισσα κάτοικος, σάν έσκαβε γιά νά τό φυτέψει,
τοσοδούλικα! μικράκι, άκουσε τήν παράδοξη φωνή : «άφισε τόπο γιά ένα τάφο».
Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ό καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο γιά τό σκήνωμα
τού διαλεκτού παιδιού του.
Προτού σκεπάσουν τό φέρετρο γιά τον
ένταφιασμό, όλες σχεδόν οί μαθήτριες καί ύποτακτικές έφεραν κι έρριξαν
λεμονανθούς άπό τις λεμονίτσες πού είχε φυτέψει ό ίδιος ό γέροντας μέ τό χέρι
του, σέ διάφορες πρασιές ολόγυρα άπό τό ναό καί παράπλευρα έξω.
Άγιος Νεκτάριος
ΠΗΓΑΖΩΝ ΙΑΣΕΙΣ ΔΑΨΙΛΕΙΣ ΚΑΤΕΤΦΡΑΙΝΩΝ ΤΟΥΣ
ΠΡΟΣΤΡΕΧΟΝΤΑΣ
Άπό τό βιβλίο τού Μανώλη Μελινού «Μίλησα
μέ τον Άγιο Νεκτάριο», Β' Τόμος
Λίγα χρόνια μετά τη κοίμηση του, στα 1939,
φέρανε στο μαναστήρι ένα δαιμονισμένο. Τον πήγαν στον τάφο τού Δεσπότη. Τότες
δέν υπήρχε τα έκκλησάκι πάνω άπό τον τάφο. Κι ό τάφος ήτανε χαμηλός. Τό πεύκο
μόνο ήταν κοντά. Οί παπάδες λοιπόν μνημονεύανε τό δαιμονισμένο καί τόνε
διαβάζανε πάνω στον τάφο. Τον κρατούσαν δεμένο μέ άλυσίδες δυο χωροφύλακες καί
δυο ναύτες. Δέν μπορούσανε νά τον κάνουνε καλά. Τούς συντάραζε. Χάλαγε ό
κόσμος. Μιά στιγμή λοιπόν, ό δαιμονισμένος άρχισε νά φωνάζει τόσο δυνατά, πού
φοβηθήκαμε όλοι: «Άγιε Νεκτάριε, μ’ έκαψες». Φώναζε τό δαιμόνιο πού
ταλαιπωριόταν άπό τον Άγιο. Σέ λίγο, ό άνθρωπος έπεσε σά νεκρός. Αύτό ήταν.
Θεραπεύτηκε! Σηκώθηκε καί μέ δάκρυα στά μάτια προσκύνησε τον τάφο, λέγοντας καί
ξαναλέγοντας: «Άγιε Νεκτάριε, μ έσωσες, σ’ εύχαριστώ»!
Άλλη μιά φορά, φέρανε μία κοπέλα
δαιμονισμένη. Ούρλιαζε σάν τό θεριό. Όλοι όσοι ήμασταν γύρω-τριγύρω,
φοβόμασταν. Τό πρόσωπό της ήταν άγριωπό σάν άγρίμι. Τήν έόρα πού βαγίνανε τά
Άγια, έγινε καλά. Μέρεψε. Γαλήνεψε ή μορφή της. Έγινε πεντάμορφη. Κλαίγαμε όλοι
μας. Βάραγαν οί καμπάνες.
Κάποιος νέος διηγόταν:
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις έπέστρεψα άπό τό
άλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου άκριβώς, έπεσε μία οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο
πηγάδι. Εκείνη τή στιγμή, έρχεται άστραπιαία ένας παπάς - πού βρέθηκε; - καί
μού δίνει μία γερή σπρωξιά. Μ' έριξε στο χώμα, άντίθετα άπό τήν οβίδα. Γλίτωσα,
κυριολεκτικά άπό θαύμα. Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα νά ρωτώ γνωστούς
παπάδες καί νά κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, γιά νά βρώ τον παπά πού μ'έσωσε.
Εκείνος, μόλις μ' έσπρωξε, έξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε πού μού
κόψε νά τον άναζητήσω έκείνη τή στιγμή. Ανάμεσα στις φωτογραφίες πού μού
δείξανε, ήταν καί μία του Αγίου Νεκταρίου. Αύτός είναι! Φώναξα Ανατριχιασμένος.
Γι’ αύτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι έγώ, κάτι νά προσφέρω στο μοναστήρι
του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τά κεραμίδια τους καί δέν είχαν χρήματα οί
μοναχές νά τά έπισκευάσουν. Άνέλαβα έγώ. Θά τά κάνω καινούργια άπ'τήν άρχή. Γι’
αύτό πηγαίνω. Είναι ή δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, μέ Αποδέχτηκαν οί μοναχές,
δίχως νά μέ γνωρίζουν. «Ήρθατε γιά τά κεραμίδια;» μέ ρώτησαν! Τά’ χασα. Δέν
είχα πει τίποτα σέ κανένα. Βλέποντας τήν άπορία μου, μοϋ είπαν: «Ήρθε χτές
βράδυ χαρούμενος ό Δεσπότης μας (σ.σ. ό Άγιος) καί μάς τό είπε!...».
Αύτά μού διηγήθηκε τό παληκάρι. Ανεβήκαμε
όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα νά κλαίω μέ
λυγμούς. Εκείνη τή στιγμή μίαύπέροχη μυρωδιά γιασεμιού Απλώθηκε. Άρχισα νά
ψάχνω μέσα στήν αύλή τήν κρεβατίνα μέ τό γιασεμί. Ή
Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω.
Όταν τής εξήγησα, μοϋ είπε: «Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό.
Σε υποδέχτηκε ό Άγιος, παιδί μου!». Από τότε, πίστεψα πιο δυνατά στή χάρη του.
Ό Δεσπότης ήταν άγιος άπό ζωντανός. Ένα
πρωί, ήρθε μία πλουσιοτάτη οικογένεια άπό τις Κυκλάδες. Οί γονιοί κι ένα
κορίτσι. Τή μικρή τήν είχαν πάει στήν Αγγλία. Τήν εξέτασαν οί γιατροί καί είπαν
ότι, άμα γίνει δεκατριών χρονών θά πεθάνει. Τό λοιπόν, ξαναπήγαν τό παιδί στήν
Αγγλία, γιά δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν καί πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε ή
μάνα τού παιδιού είδε στον ύπνο της τό Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Τής είπε:
-Παντού τό πήγατε τό παιδί, παντού τό
γυρίσατε. Φέρτε το καί στο σπίτι μου, στήν Αίγινα. Μέ λένε Νεκτάριο. Μήν τό
ταλαιπωρείτε. Αύτό είναι όπως τό γέννησες, όλόκαλο!...
Γί αύτό ήρθαν στήν Αίγινα. Τούς πήγα στο
μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία καί κοινωνήσανε άπό τό Δεσπότη. Εκείνος τό
σταύρωσε καί τούς είπε ότι ό Θεός θά τό κάνει καλά. Φύγανε οί άνθρωποι.
"Τστερ'άπό λίγο καιρό, νά'σου κι ήρθανε πάλι. Τό κορίτσι τους ήταν
πεντάγερο. Μέ βρήκανε στήν άγορά καί σαλτάραν πάνω στήν καρότσα νά τούς πάω στο
μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε καί γελούσανε μαζί, άπ'τή χαρά
τους. Ό Δεσπότης τό θεράπευσε τό παιδί.
...Αμέτρητα θαύματα γίνονταν άπό τότε
(όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυό. Τά
μαθαίναμε όλοι οί Αίγινήτες καί σταυροκοπ ιό μασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο πού
τον έβλεπες, αισθανόσουνα πώς ήταν θαυματουργός. Γαλήνια ή μορφή του. Πράος,
γλυκός. Άνθρωπος μέ πνεύμα Θεού.
... Τρέχω στο κελί τού Αγίου. Μόλις μπήκα
στήν τραπεζαρία του, βλέπω τήν έσωτερική πόρτα άνοιχτή. Αύτό πού άντίκρυσα στή
συνέχεια - όπως θά καταλάβετε μέ άφησε άναυδη. Μέ γέμισε θαυμασμό. Ό Άγιος δέν
πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον άέρα, δυό σπιθαμές πάνω άπό τό έδαφος! Τά
χέρια του ήσαν ύψωμένα προς τό είκονοστάσιό του, στήν Παναγία καί προσευχόταν.
Τό πρόσωπό του είχε ύποστεΐ μίαν άλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αύτό τό
θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...
...Όταν γύρισα τό 1920 άπό τή Μικρασιατική
οπισθοχώρηση, έμαθα πώς λίγες ήμέρες πριν, μιά φτώχιά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο
μοναστήρι. Μόλις τήν είδε ό Αγιος, έβγαλε τις παντόφλες του καί τις έδωσε.
"Τστερ’ άπό λίγο, πήγε μά άλλη φτώχιά πού πείναγε. Λέει τότε ό Άγιος στις
Γερόντισσες:
-Δώστε της νά φάει.
-Δέν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, έκτος
άπό λιγοστό ψωμάκι.
-Νά τό δώσετε αμέσως τούς είπε... κι έχει
ό Θεός!...
Τό πρωί, να σου ένας πλούσιος με δυο
γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, άλεύρι. Δωρεά στη μονή. Τό
ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ό Άγιος έκείνη τή στιγμή καί
λέει μέ σημασία στήν ήγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ό Θεός...
Κι έκανε τό σταυρό του.
... Άλλη μιά φορά, πήγανε χωρικοί άπό τον
Κοντό καί τού είπαν ότι μέ τήν άνομβρία θά πάθουνε πολλές ζημιές. Ό Αγιος έκανε
δέηση καί άρχισε άμέσως δυνατή βροχή! Τά θυμάμαι πολύ καλά.
Τί εύλογία, γιαγιά, νά ζήσει στο νησί σας
ό Άγιος Νεκτάριος!...
-Άκου δύο. Παντού γίνανε τού κόσμου τά
έγκλήματα. Κάψανε τά Καλάβρυτα, κάψαν τά χωριά όλα. Εδώ, δέν έράγισε ούτε
πέτρα. Δέν άνοιξε μύτη. Γιά τή χάρη τού Αγίου. Μιλώ γιά τήν Κατοχή. Ό γερμανός
διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ’ άεροπλάνα τους καί πήγαιναν στήν
Κρήτη, δέν βλέπανε τήν Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα
πουθενά. Τή σκέπαζε ό Άγιος. Άπό τον καιρό πού ήρθε ό Άγιος στον τόπο μας, πάμε
άπό τό καλό στο καλύτερο...
Άγιος Νεκτάριος
Πανθαύμαστη θεραπεία
Στο θάλαμο 2 τού δεύτερου ορόφου, εκεί στο
Άρεταίειο, όπου ό Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμέρα
διαρκώς ένα καντήλι μπρος στήν πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν άπό κεΐ πλήθος πιστών,
κυρίως άρρώστων, οί όποιοι στέκονται γιά λίγο καί νοερά άφήνουν τούς στεναγμούς
τής καρδιάς τους, σάν μία θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο.
Καί κείνος φαίνεται νά συγκατανεύει. Τούς
δίνει κουράγιο μέ τό ιλαρό του βλέμμα καί ένισχύει τήν πίστη τους. Τούς θυμίζει
ότι καί ό ίδιος πόνεσε ψυχικά καί σωματικά άλλά ένισχυόταν πάντα άπό τήν
άδιάκοπη έπαφή του μέ τό Θεό.
Τά Θαύματα τού Αγίου μας είναι πολλά.
Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί γιά αύτά. Θά άναφέρω μία ιστορία γεμάτη με τήν
«παρουσία» καί παρέμβαση τού άγιου Νεκταρίου, άρκετά πρόσφατη, πού έγινε άφορμή
πολλοί συνάνθρωποί μας νά δούν καί νά ζήσουν τήν εύεργεσία τού Κυρίου μας Ιησού
Χριστού προσφερομένη διαμέσψ των θείων δοχείων χάριτος, τών Αγίων μας.
Ήταν άνήμερα τού Αγίου Πνεύματος όταν ή
μικρή Βαρβάρα στήν ήλικία τών 10 έτών χτυπήθηκε άπό έγκεφαλική αιμορραγία. Ή
μεταφορά στο νοσοκομείο Παίδων ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, έγινε σχετικά γρήγορα καί σέ
διάστημα 2 ώρών τό κοριτσάκι χειρουργήθηκε άπό τον Διευθυντή Νευροχειρουργικής
Προδρόμου. Στο μετεγχειρητικό διάστημα καί μετά άπό 3 ώρες ή μικρή παρουσίασε
καί νέα αιμορραγία. Χειρουργήθηκε ξανά, άλλά οί γιατροί ήταν άπαγορευτικοί σε
αισιόδοξες προβλέψεις.
Κατά τή διάρκεια τής δεύτερης χειρουργικής
έπέμβασης οί γονείς παρακάλεσαν τον άγιο Νεκτάριο νά τούς βοηθήσει. Καί
πράγματι καί οί δυο ένιωθαν τήν παρουσία του μέσα στούς διαδρόμους τού
νοσοκομείου καί είχαν τήν έντύπωση πώς είναι παρών στο χειρουργικό τραπέζι! Οί
έγχειρήσεις ολοκληρώθηκαν άλλά οί γιατροί δέν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας
στούς γονείς.
Ό Διευθυντής τής Νευροχειρουργικής Μονάδας
κ. Προδρόμου ήταν κατηγορηματικός: Παιδιά μέ τέτοιο χτύπημα σέ ποσοστό 80%
πεθαίνουν κατά τή μεταφορά στο νοσοκομεΐο[!!!]... άν έπιζήσουν τής έπέμβασης
πεθαίνουν σέ διάστημα 10-20 ήμερών μετά άπό αύτή... καί φυσικά ούτε λόγος γιά
φυσική άποκατάσταση άν παρόλα αύτά καταφέρουν νά έπιζήσουν!!!! Οί γονείς σέ
καμία περίπτωση δέν έχασαν τό κουράγιο τους καί τήν πίστη τους.
... έχουν περάσει 3 μήνες άπό τότε. Ή
μικρή Βαρβάρα, σύμφωνα μέ τά λεγάμενα τής ιατρικής ομάδας, θά έμενε τουλάχιστον
3 μήνες στο νοσοκομείο καί φυσικά δέν μπορούσε νά καθορίσει ούτε κατά
προσέγγιση τον άπαιτούμενο χρόνο φυσικοθεραπείας γιά τήν ΜΕΡΙΚΗ άποκατάσταση.
Ή Βαρβαρούλα ήδη ολοκλήρωσε τήν
φυσικοθεραπευτική αγωγή έπιτυχώς καί ακολουθεί μαθήματα ε' δημοτικού με δάσκαλο
κατ’ οίκον, γίά ψυχολογικούς λόγους. Ό άγιος Νεκτάριος έκανε άλλο ένα θαύμα.
Τελειώνοντας τήν μικρή αύτή εύχαριστία
προς δόξαν Θεού θα άναφέρω τά λεγάμενα Ιατρού τής έντατικής μονάδας τού ΠΑΙΔΩΝ,
σέ έρώτηση άν πιστεύει στο Θεό.
- Πιστεύω στο Θεό γιατί τον βλέπω έδώ μέσα
καθημερινά!!!
Άγιος Νεκτάριος
Ένα πρόσφατο θαύμα τού άγιου Νεκταρίου
στην Αθήνα
Γράφει (άνωνύμως) καθηγητής χειρουργικής.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τόλμη,
Ιανουάριος 2007
Τήν 7.11.2006 είσήχθη γιά θεραπεία στο
Εύγενίδειο Θεραπευτήριο ή άσθενής Μ.Φ., ετών 68, άπό τον Θεολόγο Σπάρτης. Ή
άσθενής παρουσίαζε παροδικά κρίσεις με άπώλεια τής όράσεως (έχανε τό φως) τού
δεξιού οφθαλμού λόγω μεγάλης στένωσης τής καρωτίδας άρτηρίας, διότι ό οφθαλμός
της δέν αίματωνόταν άρκετά.
Αφού έγινε όλος ό προεγχειρητικός της
έλεγχος καί έξετάσθηκε καί άπό νευρολόγο (Γ.Σ.) χωρίς νά διαπιστωθούν
παθολογικά εύρήματα, μέ γενική άναισθησία χειρουργήθηκε στις 8.11.2006, ή
καρωτίδα άνοίχθηκε, καθάρισε καίκλείσθηκε πάλι. Έγινε, όπως έπιστημονικά
λέγεται, ένδαρτηριεκτομή τής καρωτίδας καί ή άσθενής οδηγήθηκε στή Μονάδα
Εντατικής Θεραπείας.
Ή άσθενής ξύπνησε άπό τή νάρκωση, ήταν
όμως συγχυτική καί διεγερτική καί ή έπικοινωνία μαζί της ήταν πρακτικά άδύνατη.
Δέν καταλάβαινε καί δέν συνεργαζόταν μαζί μας, άλλά μέ τό δεξί χέρι καί πόδι
προσπαθούσε νά πετάξει τούς όρους. Τό άριστερό χέρι καί πόδι είχαν πλήρη
παραλυσία.
Ή σοβαρή πνευματική διαταραχή, σέ
συνδυασμό μέ τήν ήμιπληγία άριστερά, μάς ύποχρέωσε νά κάνουμε άμεσο έλεγχο τής
κυκλοφορίας τού έγκεφάλου μέ άγγειογραφία, ή όποια, όπως ό άκτινολόγος
(Καθηγητής Δ.Κ.) διέγνωσε, δέν παρουσίαζε καμία άπόφραξη των άγγείων καί ή
κυκλοφορία ήταν έλεύθερη στήν περιοχή πού είχε χειρουργηθεΐ. Ερωτηματική μία
ήπια άνευ σημασίας στένωση ή έλαφράγωνίωση τής πορείας τού άγγείου.
Όμως, ή σοβαρή κατάσταση τής άσθενούς μάς
είχε άνησυχήσει, γι’ αύτό οδηγήθηκε πάλι στο χειρουργείο, όπου ό έλεγχος τού
έγχειρητικού πεδίου άπέδειξε ότι ήταν άνέπαφο καί μέ πολύ καλές σφύζεις ή
άρτηρία. Γιά νά έλεγχθεΐ καί τό έσωτερικό της καρωτίδας, έγινε διάνοιξη τού
άγγείου, τό όποιο όμως ήταν καί έσωτερικά άνέπαφο. Χρησιμοποιώντας ένα μικρό
συνθετικό έμβάλωμα συνερράφη ή καρωτίδα καί τό ύπόλοιπο έγχειρητικό πεδίο, καί
ή άσθενής οδηγήθηκε περί τήν 3η μεσημβρινή πάλι στή Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Ή άναισθησιολόγος (Έπίκ. Καθηγήτρια Ε.Α.)
συνέστησε νά μείνει ή άρρωστη σέ καταστολή (βαθύ ύπνο) στο άναπνευστικό
μηχάνημα, παρακολουθώντας τά ζωτικά σημεία (πίεση, σφύζεις, άναπνοή κ.ά.) στις
οθόνες έλεγχου, προκειμένου νά σταθεροποιηθεί καί νά έπιχειρήσουμε άφύπνιση τό
βράδυ ή τήν άλλη μέρα τό πρωί.
Περί τήν 7η βραδινή έδρα, δοκιμαστική
μείωση τών άναισθητικών φαρμάκων, προκειμένου νά έκτιμηθεΐ ή κατάστασή της,
οδήγησε τήν άσθενή σέ διέγερση καί έντονη άνησυχία, όπως τις πρωινές ώρες μετά
τό πρώτο χειρουργείο, δύστε οί γιατροί τής Μονάδος νά τήν καταστείλουν
(κοιμήσουν) καί πάλι μέ φάρμακα.
OL ώρες περνούσαν καί σε Λίγο θά έορτάζαμε
τη μνήμη τού άγιου Νεκταρίου. Δεδομένου ότι την άλλη ήμερα τό πρωί 6:45 είχα άπλό
προγραμματισμένο χειρουργείο καί δέν θά μπορούσα νά έκκλησιαστώ στο ναό τού
Άγιου Νεκταρίου στο Άρεταίειο Νοσοκομείο (ένα μικρό ναό, τον όποιο ό ίδιος είχα
φτιάξει στή μνήμη τού Άγιου καί είχε άγιογραφηθεί Αποκλειστικά μέ θαύματα τού
Άγιου, ό όποιος είχε κοιμηθεί έκεί θαυματουργικά «θεραπεία τού παραλυτικού» στο
δωμάτιο 2 τής Χειρουργικής Κλινικής πού είχα τήν τιμή καί τήν εύλογία τά
τελευταία χρόνια νά διευθύνω), άποφάσισα νά έκκλησιαστώ στον περικαλλή ναό τού
Άγιου Νεκταρίου μέ τήν έξαίρετη χορωδία στο Νέο Ηράκλειο, πού είχε ολονυχτία.
Στο εύγενικό τηλεφώνημα τού
Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτου π. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου, Γραμματέως τής
Αρχιεπισκοπής, γιά Λειτουργία στο ναό τού Άγιου Νεκταρίου στο Άρεταίειο
Νοσοκομείο, μέ Λύπη μου είχα άπαντήσει άρνητικά, έχοντας Αφυπηρετήσει άπό
τριμήνου άπό τό Πανεπιστήμιο καί μή έχοντας άρμοδιότητες στή Διοίκηση.
Στο Ναό τού Άγιου Νεκταρίου στο Ν.
Ηράκλειο έφθασα περί τήν 11:30 νυχτερινή, ψυχικά συντετριμμένος καί πνευματικά
προβληματισμένος γιά τήν κατάσταση τής άσθενούς καί τήν άγνωστη έξέλιξή της.
Παρακάλεσα τον Άγιο νά παρέμβει βοηθώντας τήν άρρωστη, ήξερα όμως τήν
άναξιότητά μου καί δέν πίστεψα ούτε Λεπτό ότι ό Άγιος θά ήσχολειτο μέ τό
πρόβλημά μου. Αφού κοινώνησα τήν 2:35 πρωινή, μέ τό τέλος τής Θείας Άειτουργίας
έγκατέλειψα τό ναό, πάντα άνήσυχος καί προβληματισμένος γιά τήν άρρωστη.
Τό πρωί τού άγιου Νεκταρίου 6:45, είχα
όπως προανέφερα χειρουργείο στο Εύγενίδειο Θεραπευτήριο (άσθενής Μ.Π.), έχοντας
τό κλειδί τού ναού τού Άγιου Νεκταρίου.
Ακριβώς 6:30 πρωινή, πέρασα άπό τό
Άρεταίειο, άνοιξα τό ναό, προσκύνησα τον Άγιο, ζήτησα καί πάλι τή βοήθειά του
καί πήγα καί χειρούργησα, έχοντας περίεργη καί ιδιόρρυθμη συμπεριφορά, όπως οί
γιατροί πού μέ βοηθούσαν (Θ.Γ. καί Β.Σ.) έλεγαν άργότερα μεταξύ τους καί
έμμέσως κάποιοι άλλοι μού μετέφεραν.
Περί τήν 9η πρωινή, ή άσθενής, ή όποια
καθ’ όλο τό 24ωρο εύρίσκετο σέ καταστολή στή Μονάδα Εντατικής Θεραπείας τού
Θεραπευτηρίου μπήκε στή διαδικασία άφύπνισης. Ώ τού θαύματος! Ή άσθενής
ξύπνησε, είχε θαυμάσια έπικοινωνία μέ τό περιβάλλον, κινούσε έλεύθερα όλα τά
άκρα (χέρια καί πόδια) πήρε τό πρόγευμά της κανονικά σάν νά μήν είχε συμβεί
τίποτε.
Τό άπόγευμα τής ίδιας ή μέρας, περί τήν 7η
βραδινή ώρα, ό έφημερεύων γιατρός Θ. Τ. μέ πήρε τηλέφωνο καί μού Λέει: «Κύριε
Καθηγητά, ή άσθενής περπατά στο διάδρομο, κάνει τον περίπατό της καί θέλει νά
σάς μιλήσει στο τηλέφωνο». Πράγματι μου έδωσε τήν άσθενή στο τηλέφωνο, ή όποια
μου είπε; «Γιατρούλη μου, είμαι μία χαρά καί θέλω νά σάς φιλήσω τά χρυσά σας
χεράκια».
Συγκινημένος τήν εύχαρίστησα άπό τήν άλλη
μεριά τού τηλεφώνου, γεμάτος άπό αισθήματα εύγνωμοσύνης στον Άγιό μας...
Τό θαύμα είχε γίνει.
"Ο Άγιος παρενέβη άλλη μιά φορά προς
Δόξαν τού Κυρίου μας. Ποιος άραγε συγκίνησε τον Άγιο, ώστε νά προστεθεί άλλη
μιά θαυματουργός παρουσία του; Ό ίερεύς τού χωρίου Θεολόγος Σπάρτης, πού, όπως
ή άσθενής μού είπε, προσηύχετο γι’ αύτήν, ή άγια ψυχή
της ασθενούς, ή όποια φαίνεται να
ευλαβείται τού Κυρίου μας -είναι αδελφή δυο ίερέων-ή ή αυτόματη έπίσκεψη τού
άγιου Νεκταρίου δηλώνοντας θαυματουργικά άλλη μια φορά την παρουσία του την
ήμερα τής άγιας μνήμης του, τό έτος 2006.
Άς σημειωθεί ότι καί ή άξονική τομογραφία
τού έγκεφάλου τήν τρίτη μετεγχειρητική ήμερα δεν έδειξε καμία βλάβη έγκεφάλου.
Ή άσθενής έγκατέλειψε υγιής τό θεραπευτήριο καί βρίσκεται πάλι στο χωριό της,
τον Θεολόγο Σπάρτης.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου