ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 2. Θέσεις - Κατηγορίες τών Νεο-Εἰδωλολατρών ἐναντίον τών Χριστιανών

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

2. Θέσεις - Κατηγορίες τών Νεο-Εἰδωλολατρών ἐναντίον τών Χριστιανών


pigeon

Πολύ συνοπτικά θά ἀναφέρουμε μερικές ἀπό τίς κυριώτερες, κατά τήν γνώμη μας, θέσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἑλληνικοῦ αὐτοῦ νεο-παγανιστικοῦ κινήματος, πού εἶναι ἄλλωστε καί κατηγορίες τους πρός τήν Χριστιανική μας Πίστι καί εὐσέβεια. Ἀπαντοῦμε πρός αὐτές δι᾿ ὀλίγων, μέ ἀγάπη, εἰλικρίνεια καί καλή πρόθεσι, μή ἔχοντας ἄλλον στόχο καί σκοπό, παρά τήν Ἀλήθεια, πού βοηθεῖ καί ἐλευθερώνει ὅλους μας. Πιστεύουμε δέ ὅτι εἶναι ἀρκετά ὥστε νά πληροφορήσουν καί νά στηρίξουν ὅσους προβληματίζονται μέ καλή διάθεσι.
Α. Καταφέρονται κατά τῆς Πίστεώς μας, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμός μέ τήν περί ἁμαρτίας καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία του, ὅσο καί μέ τήν ἀναγωγή τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καί αἰωνίου ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο στήν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατέστρεψε μιά ἀνέμελη, γλυκειά καί ὡραία, ξέγνοιαστη ζωή ἐδῶ πάνω στήν γῆ. Μιά ζωή, ὅπως λέγουν, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἔρωτος. «Ὁ Χριστιανισμός -ἰσχυρίζονται- ἔστρεψε τό βλέμμα τῆς ψυχῆς ἀπό τό ἐνθάδε στό ἐπέκεινα, ἀναβάλλοντας τήν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά μεταθανάτια ζωή καί ἀρνούμενος τήν παροῦσα ζωή»7, καί ἐπιβάλλοντας δῆθεν ἕνα σκυθρωπό τρόπο ζωῆς, γεμᾶτο στερήσεις καί ἀπαγορεύσεις.

Κατ᾿ ἀρχήν πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο πώς βρισκόταν κάτω ἀπό τήν σκιά καί τό βάρος πολλῶν ἀρνητικῶν γιά τήν ζωή ἀντιλήψεων.
Χωρίς τήν γνῶσι καί τήν κοινωνία τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθινοῦ Θεοῦ, τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου κυβερνᾶ μιά ἄτεγκτη εἰμαρμένη, στήν ὁποία ὑποτάσσονται «θεοί" καί ἄνθρωποι, χωρίς καμμία δυνατότητα καί ἐλπίδα διαφυγῆς. Ὅσο προσπαθεῖ ὁ δυστυχής καί ἄθλιος Οἰδίπους νά ἀποφύγη τήν σκληρή μοῖρα του, τόσο πιό πολύ ἐμπλέκεται στά δίκτυά της. Οἱ τραγικοί ἥρωες εἶναι εὐγενεῖς ἀλλά δυστυχεῖς ὑπάρξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἀνταρσία στήν ἀναπότρεπτη μοῖρα τους θά συντριβῆ ἀμείλικτα.
Ὁ ἄνθρωπος κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι «βροτός», «θνητός», καί «σκιᾶς ὄναρ».
Ὅταν ὁ Διομήδης ἐρωτᾶ τόν Γλαῦκο γιά τό γένος του, πρό τῆς μονομαχίας τους, δέχεται τήν ἑξῆς ἀπάντησι, χαρακτηριστική μιᾶς μελαγχολικῆς ἀντιλήψεως τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ζωή: «Τυδεΐδη μεγάθυμε, τί ἤ γενεήν ἐρεείνεις; οἴῃ περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν· φύλλα τά μέν τ᾿ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾿ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾿ ἐπιγίνεται ὥρη· ὥς ἀνδρῶν γενεή ἡ μέν φύει, ἡ δ᾿ ἀπολήγει».
Δηλ.: «Γιέ τοῦ Τυδέα μεγαλόκαρδε, γιατί ρωτᾶς γιά τή γενιά μου; Τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά εἶναι σάν τή γενιά τῶν φύλλων, πού ἄλλα τά σκορπάει χάμω ὁ ἄνεμος, κι ἄλλα φουντώνουν μέ τήν ἄνοιξη στά πράσινα τά δέντρα. Ἔτσι εἶναι καί τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά. Ἡ μιά φυτρώνει κι᾿ ἡ ἄλλη ἀφανίζεται"8.
Ὁμοίως καί στόν Ἡσίοδο ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι μία διαρκής ἔκπτωσις ἀπό τό χρυσό, τό ἀργυρό, τό χαλκό, τό ἡρωικό καί τέλος τό σιδηροῦν γένος, πού διέπει τόν σύγχρονό του ἄνθρωπο. Ὁ μῦθος αὐτός ἀποδίδει τήν ἀθλία μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προοδευτική χειροτέρευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους9.
Κατά τόν Φώτιο Σχοινᾶ: «Τήν ἴδια μελαγχολική καί ἀπαισιόδοξη ἀντίληψη τῆς ζωῆς πού διαπερνᾶ τήν ἑλληνική ψυχή συναντοῦμε καί στήν φιλοσοφία. Γιά τούς Ἕλληνες φιλοσόφους ἐν γένει, ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι μία ἀνταύγεια, μία ὠχρή σκιά τοῦ νοητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ὄντως ὄν. Ὁ αἰσθητός κόσμος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα ὀντολογικά καί ἀξιολογικά ὑποδεέστερο τρόπο ὑπάρξεως. Ὁ χρόνος ὡς στοιχεῖο τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι μία «κινητή εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος" (Πλάτωνος Τίμαιος), ἡ ὁποία αἰωνιότης ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν νοητό κόσμο. Ὁμοίως μέ τόν αἰσθητό κόσμο καί ὁ χρόνος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ἀνακυκλοῦται ἀεννάως. Εἶναι ἕνας κύκλος πού ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς καί περιοδικά. Ὅ, τι ὑπῆρξε, θά ξαναϋπάρξη τό ἴδιο ἀπαράλλακτα ἤ ἔστω παραπλήσια. Ἡ ψυχή ξέπεσε ἀπό τόν νοητό κόσμο καί ἐγκλωβίστηκε στό σῶμα, πού εἶναι ὁ τάφος της. Ἔτσι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου στόν παρόντα κόσμο εἶναι μία ἔκπτωσις, ἕνας μειωμένος, ἕνας κατώτερος τρόπος ὑπάρξεως. Ὅ, τι ἀπομένει στόν ἄνθρωπο εἶναι νά προσπαθήση νά διαφύγη ἀπό αὐτόν τόν ἄθλιο τρόπο ὑπάρξεως, νά λυτρωθῆ ἀπό τόν ἐφιάλτη τῶν συνεχῶν ἀνακυκλήσεων καί νά μετατεθῆ στήν ἀκίνητη, μόνιμη, ἀλλά καί παγερή αἰωνιότητα τοῦ νοητοῦ κόσμου»10.
Ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος σέ παραμυθητικό λόγο του ὅτι, κατά κάποια παράδοσι, ὅταν ὁ βασιλεύς Μίδας συνέλαβε τόν δαίμονα Σειληνό καί τόν ἐρώτησε νά τοῦ πῆ, ποιό πρᾶγμα εἶναι τό πολυτιμώτερο στόν κόσμο αὐτό, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
«...δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι; μετ᾿ ἀγνοίας γάρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δέ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τό πάντων ἄριστον οὐδέ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως· ἄριστον γάρ πᾶσι καί πάσαις τό μή γενέσθαι· τό μέντοι μετά τοῦτο καί πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τό γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα»11.
Δηλ.: «ἐφήμερε ἄνθρωπε, τέκνο τῆς κακῆς τύχης καί τοῦ πόνου, γιατί μέ πιέζεις νά σοῦ πῶ, αὐτά πού θά ἦταν προτιμότερο νά μή γνώριζες; ἀφοῦ ἡ ζωή θά ἦταν ἀσύγκριτα καλλίτερη, ἄν δέν ἐγνώρίζε ὁ καθένας τίς συμφορές καί τίς θλίψεις του. Δέν μποροῦν δέ παντελῶς οἱ ἄνθρωποι νά ἀποκτήσουν τό μεγαλύτερο ἀγαθό, κι οὔτε νά χαροῦν τό ἀνώτερο ἀπ᾿ αὐτά· ἐπειδή τό καλλίτερο ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαθά γιά ἄνδρες καί γυναῖκες εἶναι τό νά μή εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, νά μή εἶχαν ὑπάρξει. Μετά ἀπό αὐτό τό ἐπιθυμητό ἀγαθό στούς ἀνθρώπους, σέ δεύτερη μοῖρα ἔρχεται τό ἑξῆς: Ἀφοῦ γεννήθηκαν, νά πεθάνουν τό γρηγορώτερο».
Βέβαια, ἄς τονίσουμε, μέσα στήν ἀρνητικότητα καί τήν ἀπαισιοδοξία αὐτή, ἀποδεικνύεται καί περίτρανα διακηρύσσεται ὁ πόθος καί ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνος γιά τό ὄντως «καλόν κἀγαθόν», τό τέλειο, τό ἀληθινά ὡραῖο καί ἄφθαρτο. Μή ἀναπαυόμενος στίς πτωχές καί φθαρτές μετριότητες τῆς γηίνης χαρᾶς καί εὐδαιμονίας, χωρίς νά γνωρίζη, ἀναζητεῖ κάτι ἀνώτερο· καί μή εὑρίσκοντάς το τότε ἀκόμη στόν καιρό πρό τῆς Χάριτος, μελαγχολεῖ καί ἀπελπίζεται.
Πῶς λοιπόν τώρα, μετά τήν Θεία Ἀποκάλυψι καί Ἐπιφάνεια, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας νά ἀποκρύψη ἀπό τούς ἀνθρώπους τό ὄντως χαρμόσυνο μήνυμα, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, τήν πραγματική καί σωτήρια Θεολογία, κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία, πού Θεόθεν δέχθηκε; Πῶς νά μή ὁμιλήση καί κατευθύνη τούς πιστούς στήν θέωσι, χάριν μιᾶς οὐτοπικῆς καί ψευδοῦς γηίνης ἀπολαύσεως;
Γιά μᾶς, τούς Χριστιανούς, δέν ἰσχύει ἡ πλατωνική φιλοσοφία ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχή καί σῶμα, ἐνδεδυμένος τούς δερματίνους χιτῶνας, ἀγωνίζεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο γιά νά κερδίση τήν αἰωνία συνοίκησι μέ τόν Θεό. Ὁ αἰσθητός κόσμος, ὁ χρόνος καί ἡ ζωή δέν ἔχουν μία καταθλιπτική διάστασι, δέν εἶναι φορτία δυσβάστακτα γιά τόν Χριστιανό ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ πλέον ἔχουν ἀποκτήσει οὐράνιες καί αἰώνιες διαστάσεις καί προεκτάσεις.
Ὅπως πολύ οὐσιαστικά καί παραστατικά θεολογεῖ ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «... ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινο γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποῖα, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»12.
Ἀγνοοῦν οἱ Νεο-παγανιστές καί ὅσοι ἔχουν τίς ἴδιες ἰδέες μ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή τῶν Χριστιανῶν καί ἡ ἕνωσίς τους μέ τόν Θεό, ἀρχίζει ἀπ᾿ ἐδῶ καί κορυφώνεται στήν μετά θάνατο ζωή. Κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή φυτρώνει μέν σ᾿ αὐτόν τόν βίο καί ἀπ᾿ αὐτόν λαμβάνει τήν ἀρχή της, ὁλοκληρώνεται ὅμως στόν μέλλοντα, ὅταν φθάσουμε σ᾿ ἐκείνη τήν ἡμέρα· καί οὔτε ὁ παρών βίος μπορεῖ νά τήν ἐντυπώση τελείως στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁ μέλλων, ἄν δέν λάβη ἀπό ἐδῶ τίς ἀρχές...»13
Ὁ πιστός Χριστιανός δέν μεταθέτει στό «μετά-θάνατον», στό ἐπέκεινα, τήν χαρά καί τήν εὐτυχία του, ἀλλά τήν γεύεται ἀπό τώρα μέσα στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του. Ζῆ ἀπό τώρα, μέσα στόν κόσμο αὐτό, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μία «ἐγκαινιασμένη" ἐσχατολογία. Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἀπό τήν ζωή αὐτή ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός Χριστιανός προ-απολαμβάνει τούς ἀρραβῶνες, τίς προγεύσεις τῆς οὐρανίου μακαριότητος, ἀνερχόμενος ἀπό τήν παθητική καί ὑλώδη ζωή διαδοχικά τά στάδια τῆς μετανοίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, κατά τήν ἐμπειρία καί τήν φωτισμένη διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Δέν ἀρνούμαστε αὐτήν τήν ζωή, δέν μισοῦμε τόν ὁρατό τοῦτο κόσμο. Εἶναι ἀνεκτίμητα δῶρα τοῦ Θεοῦ, πού πολύ σεβόμαστε καί μέ τά ὁποῖα -ἔχοντες τίς καλές προτεραιότητες καί ἱεραρχήσεις- μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν «καλήν ἐμπορίαν», νά κερδίσουμε τήν «ἀγήρω μακαριότητα», τήν αἰώνιο ζωή.
Πολλοί ἀπό τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ἀσχολήθηκαν ἰδιαίτερα μέ τά μεταφυσικά, ἐπιθυμῶντας καί προσπαθῶντας νά ἐμβαθύνουν σέ περισσότερο σταθερούς παράγοντες καί συνθῆκες τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας. Πολλοί φιλόσοφοι ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητος ἀμφισβήτησαν τήν πρόσκαιρη, φθαρτή, γήινη ἀπόλαυσι καί ἡδονή, διαβλέποντας καί διαισθανόμενοι τήν ὕπαρξι μιᾶς ἄλλης οὐράνιας καί ἄφθαρτης, καί ἐλέγχοντας φανερά –καί πολλές φορές καί πολύ σκωπτικά- τούς ὀπαδούς τῆς πρώτης μέ τίς χοϊκές καί παχυλές εἰδωλολατρικές δοξασίες τους. Ὁ Ξενοφάνης, οἱ Τραγικοί, οἱ Σοφιστές, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ Στωικοί, ὁ Πλούταρχος, εἶναι μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς.
Κεντρικός καί κύριος ἐκπρόσωπος τούτων ὑπῆρξε ὁ Πλάτων, μέ τήν λίαν ἀξιόλογο σκέψι καί φιλοσοφία του, μέ τήν ὁποία «δίδει ὀντολογική καί ἀξιολογική προτεραιότητα στό Ἐπέκεινα ἔναντι τοῦ παρόντος αἰσθητοῦ, γήινου κόσμου». «Καταδικάζει τήν τέχνη, τό θέατρο, τήν ἄμετρη ἡδονή, γενικά τό Διονυσιακό Πνεῦμα...» Ὁ Φ. Νίτσε τό ἀναγνωρίζει αὐτό, κατηγορῶντας τόν Πλάτωνα μέ βαρειές ἐκφράσεις λέγοντας, ὅτι ἐπέφερε «τήν «ἐκλογίκευσι" καί «ἠθικοποίησι" τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Μάλιστα ἀποκαλεῖ τόν Πλάτωνα «κατάρα τῆς Εὐρώπης" καί πρό Χριστοῦ χριστιανό καί τοῦ καταλογίζει ὅτι ἀπό αὐτόν προῆλθε ὁ ἐκφυλισμός τοῦ ἀρχαίου πνεύματος καί ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου»14.
Β.   Κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς οἱ Νεο-εἰδωλολάτρες γιά βαρβαρότητα καί ἀπαιδευσία, ἐπειδή φρονοῦν, ὅτι τάχα ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως στόν Χριστό κατέστρεψαν τά ἔξοχα ἔργα τέχνης τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου καί πολιτισμοῦ.
Μή ἔχοντας διάθεσι νά καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ἐνέργειες, μέσα στά συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς καί φυσικά (ἄς μή λησμονῆται αὐτό) μετά ἀπό αἰῶνες ἀπηνῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν, ἀναφέρουμε σέ ἀντιδιαστολή ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἀναφορές γιά Χριστιανούς πού μέ προσωπική τους πρωτοβουλία ἔσωσαν καί διετήρησαν ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
«Ἡ Helen Saradi π.χ., καταδεικνύει ὅτι ἡ ἐχθρική στάση τῶν χριστιανῶν πρός τά παγανιστικά ἱερά οὔτε γενικό φαινόμενο ὑπῆρξε, οὔτε συστηματική πολιτική. Ἀφ᾿ ἑνός, πολλά παγανιστικά ἱερά ἐρήμωσαν ἐπειδή ἁπλούστατα ἐγκατελείφθησαν...» καί «Ἀφ᾿ ἑτέρου, πολλά ἱερά διατηρήθηκαν εἴτε ἐπειδή ἔγινε σεβαστή ἡ αἰσθητική τους ἀξία, εἴτε ἐπειδή συνέχισαν νά χρησιμοποιοῦνται μετατρεπόμενα σέ χριστιανικές ἐκκλησίες»15.
Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος μάλιστα τό 399 μ.Χ. ἀπευθυνόμενος στούς Χριστιανούς τῆς Καρθαγένης, τούς ἀποτρέπει «ἀπό τήν εἰσβολή στίς ἰδιοκτησίες τῶν ἐθνικῶν προκειμένου νά καταστρέψουν τά εἴδωλά τους. Εἶναι προτιμότερο ἔλεγε, νά ξερριζώσουμε τά εἴδωλα ἀπό τίς καρδιές τους καί νά προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, ἀντί νά ἀποπνέουμε μένος ἐναντίον τους»16.
Ἡ ἐκτίμησις πάλι πρός ὅλα τά ὡραῖα τῆς ἀρχαιότητος εἶναι δεδομένη γιά τούς Χριστιανούς. Νά τί λέγει πρός τούς νέους, ὁ Μέγας Ἕλληνας καί Χριστιανός Ἱεράρχης ἅγιος Βασίλειος, προτρέποντάς τους νά ἐπιλέγουν ὅ,τι καλό ὑπάρχει στά γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων:
«... δέν πρέπει εἰς ὅλα κατά σειράν τά διδάγματα αὐτῶν νά προσέχετε, ἀλλ᾿ ὅταν μέν σᾶς διηγοῦνται κατορθώματα ἤ λόγους ἀνδρῶν ἀγαθῶν, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶτε καί νά μιμῆσθε αὐτούς καί νά προσπαθῆτε, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὅμοιοι πρός τούτους νά εἶσθε· ὅταν ὅμως πονηρούς εἰκονίζουν ἀνθρώπους, τάς εἰκόνας ταύτας ν᾿ ἀποφεύγετε πρέπει, μέ φραγμένα τά ὦτα, ὅπως ὁ Ὀδυσσεύς, κατά τήν διήγησίν των, ἀπέφυγε τήν μουσικήν τῶν Σειρήνων, διότι ἡ τῶν κακῶν λόγων συνήθεια καί πρός τάς πράξεις τάς πονηράς ὁδηγεῖ. Διά τοῦτο ἀκριβῶς πρέπει μέ πάντα τρόπον τήν ψυχήν μας νά προφυλάττωμεν, μήπως μέ τῶν λόγων τήν ἡδονήν καί κακόν τι ἀπό ἀπροσεξίαν δεχθῶμεν, ὅπως ὅσοι μέ τό μέλι καταπίνουν καί δηλητήρια.
Δέν θά ἐπαινέσωμεν λοιπόν τούς ποιητάς οὔτε ὅταν εἰκονίζουν ἀνθρώπους ὑβριστάς ἤ ἐμπαίκτας ἤ ἐρωτευμένους ἤ μεθυσμένους, οὔτε ὅταν τήν εὐτυχίαν περιορίζουν εἰς τράπεζαν πλουσίαν καί διεφθαρμένα ᾄσματα· δέν θά προσέξωμεν δέ καθόλου, ὅταν ὁμιλοῦν περί θεῶν καί πρό πάντων ὅταν διηγοῦνται ὅτι οὗτοι εἶναι πολλοί καί μάλιστα οὐδέ εἰρηνεύουν μεταξύ των· διότι, ὡς γνωρίζετε, ἐκεῖνοι πολεμοῦν ἀδελφός πρός ἀδελφόν καί πατήρ τέκνα καί ταῦτα πάλιν κρυφά πολεμοῦν τούς γονεῖς των. Τάς μοιχείας δέ τῶν θεῶν καί τούς ἔρωτας καί τάς φανεράς σαρκικάς αὐτῶν μείξεις, καί μάλιστα τοῦ κορυφαίου ὅλων -ὅπως λέγουν οἱ ποιηταί- καί ἀνωτάτου, τοῦ Διός, ὅσα καί περί ζώων δέ θά ἔλεγε τις χωρίς νά κοκκινήση, αὐτά θά τ᾿ ἀφήσωμεν εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου.
Τά αὐτά ἀκριβῶς ἔχω νά εἴπω καί περί τῶν πεζογράφων, καί μάλιστα ὅταν συγγράφουν πρός διασκέδασιν τῶν ἀκροατῶν. Δέν θά μιμηθῶμεν ἐπίσης καί τῶν ρητόρων τήν τέχνην τῆς ψευδολογίας· διότι οὔτε εἰς τά δικαστήρια οὔτε εἰς τάς ἄλλας πράξεις εἶναι τό ψεῦδος ὠφέλιμον, ἀφοῦ ἐπροτιμήσαμεν τόν ὀρθόν καί ἀληθινόν δρόμον τῆς ζωῆς... Θά προτιμήσωμεν ὅμως νά παραδεχθῶμεν ἐκεῖνα τά διδάγματά των, εἰς τά ὁποῖα τήν ἀρετήν ἐπήνεσαν ἤ τήν κακίαν κατέκριναν. Διότι, ὅπως ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀνθέων διά μέν τούς ἄλλους εἰς μόνην τήν εὐωδίαν καί τό χρῶμα περιορίζεται, ἐνῶ αἱ μέλισσαι, ὡς γνωστόν, καί μέλι ἀπό τούτων λαμβάνουν, ὁμοίως καί ἐδῶ, ὅσοι εἰς τά συγγράμματα ταῦτα δέν ἐπιδιώκουν μόνον τήν ἡδονήν καί τήν χάριν τοῦ λόγου, δύνανται καί ὠφέλειάν τινα ἀπ᾿ αὐτῶν ν᾿ ἀποθησαυρίσουν εἰς τήν ψυχήν.
Πρέπει λοιπόν ἡμεῖς τά συγγράματα ταῦτα σύμφωνα πρός τήν ὅλην εἰκόνα τῶν μελισσῶν νά μελετῶμεν· διότι καί ἐκεῖναι οὔτε εἰς ὅλα τά ἄνθη πετοῦν μέ τόν ἴδιο τρόπον, οὔτε ὅπου ἐπικαθήσουν ὅλα νά λάβουν ἐπιχειροῦν· ἀλλ᾿ ἀφοῦ παραλάβουν ὅσον εἰς τήν ἐργασίαν των χρήσιμον εἶναι, τό ἄλλο ἀφήνουν καί φεύγουν. Καί ἡμεῖς ἄν εἴμεθα φρόνιμοι, θά παραλάβωμεν ἀπό τούτων ὅσα μᾶς εἶναι κατάλληλα καί πρός τήν ἀλήθειαν συγγενῆ, τό δέ ὑπόλοιπον θά παρατρέξωμεν. Καί ὅπως τό τριαντάφυλλον κόπτομεν, ἀλλ᾿ ἀποφεύγομεν τάς ἀκάνθας τοῦ θάμνου του, ὁμοίως καί τῶν συγγραμμάτων τούτων θά παραλάβωμεν ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμον, ἀλλά θά προφυλαχθῶμεν ἀπό τά βλαβερά»17.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξανίσταται καί διαμαρτύρεται γιά τήν ἀπόφασι τοῦ Ἰουλιανοῦ νά στερήση τήν ἑλληνική παιδεία ἀπό τούς Χριστιανούς18.
Δέν θά ἔπρεπε πάλι νά παραβλέψουμε ὅτι τά πλεῖστα τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων, καί ἔργα Ἑλλήνων φιλοσόφων, διεσώθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τούς Χριστιανούς καί πιό συγκεκριμένα σέ Μοναστήρια. Ἐπί παραδείγματι στό Ἅγιον Ὄρος σώζονται, συντηροῦνται καί διαφυλάσσονται περισσότερα ἀπό τά μισά ἑλληνικά χειρόγραφα ὅλου τοῦ κόσμου. Τοῦτο μάλιστα, κατά τίς γνῶμες εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς σημαντικώτερες προσφορές τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντίου στόν πολιτισμό τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, ἄν ὄχι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ διάσωσις δηλαδή καί παράδοσις τοῦ συνόλου σχεδόν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Γνωρίζουμε τά ἔργα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ποιητῶν, τραγικῶν, ἱστορικῶν -ἀπό τόν Ὄμηρο, τόν Πλάτωνα καί τόν Θουκυδίδη μέχρι τόν Μένανδρο, τόν Λογγίνο καί τόν Πλωτῖνο- στήν συντριπτική τους πλειοψηφία ἀπό χειρογράφους κώδικες πού ἐγράφησαν κυρίως κατά τήν μέση βυζαντινή περίοδο, ὅταν ἀνακαλύφθηκε ἡ μικρογράμματος ἐπισεσυρμένη γραφή. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα σώζονται μόνον λίγοι πάπυροι πού περιέχουν συνήθως ἀποσπάσματα τῶν συγγραμμάτων καί τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν καί ποιητῶν. Ἀρκεῖ νά συγκρίνη κανείς, σέ μία κριτική στερεότυπη ἔκδοσι (π.χ. τῆς Ὀξφόρδης), τό πλῆθος τῶν χειρογράφων κωδίκων ἀπό τόν 11ο ἕως τόν 15ο αἰῶνα μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀρχαίων παπύρων, γιά νά ἀντιληφθῆ τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν ἀντιγραφέων πού πολύ ἀγαποῦσαν καί ἐκτιμοῦσαν τόν ὡραῖο ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Δέν μαρτυροῦν ὅλ᾿ αὐτά τήν ἐγνωσμένη ἐκτίμησι καί ἀναγνώρισι τοῦ πλούτου τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων τῆς ἀρχαιότητος ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν;
Ἄν οἱ εἰδωλολάτρες ἄδικα κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς γιά συστηματικές βιαιότητες στά ἔργα τέχνης καί πολιτισμοῦ καί ἐν ὀνόματι μάλιστα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, οἱ Χριστιανοί ἀποκρούοντας καί ἀντιστρέφοντας τίς κατηγορίες τούς καταγγέλλουμε γιά ἀνεπανάληπτες καί ἀμίμητες σ᾿ ὅλη τήν Ἱστορία ὠμότητες καί φρικιαστικές ἐκτελέσεις ἑκατομμυρίων ἀνθρωπίνων προσώπων γιά λόγους καί μόνο συνειδήσεως καί πίστεως στόν Χριστό.
Γ.            Πολλοί ἀπό τούς Νεο-παγανιστές μᾶς ἐγκαλοῦν ὅτι ἀμελήσαμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί, γιά τίς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἀφοσιωθήκαμε μέ ζῆλο πολύ στά Ἰουδαιο-χριστιανικά πράγματα, μέ ἀποτέλεσμα νά συντελέσουμε ἔτσι κατά πολύ στήν ὑποβάθμισι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τήν συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Πόσο ἄστοχα ὁμιλοῦν, ὡσάν νά μή ἔγινε τίποτε ἄλλο καλό σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο μετά τήν ἀρχαιότητα!
Οἱ Χριστιανοί Ἕλληνες ἀγαπῶντας καί σεβόμενοι τόν ἀληθινό Θεό δέν παραμελοῦσαν, καί δέν παραμελοῦμε, τήν πατρίδα καί τόν ὡραῖο πολιτισμό της.
Τό Χριστοκεντρικό Βυζάντιο, πού τόσο πολέμησαν καί πολεμοῦν ἄνθρωποι πού δέν βλέπουν τήν χριστιανική συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, ἔχει νά ἐπιδείξη ἄπειρα παραδείγματα φιλοπατρίας καί ἀγάπης πρός τήν ἔνδοξη καταγωγή μας: Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων, στρατιωτικῶν, λογίων, ὡς καί ἁπλῶν ἀνθρώπων.
ΝΕΟ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ  Η ΑΛΗΘΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Συγγραφή: Ἱερομόναχος π. Φιλόθεος Γρηγοριάτης

© Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. ISBN 960-7553-18-7.
Δημοσιεύεται στὸ Διαδίκτυο κατόπιν εὐλογίας ποὺ ἔδωσε ὁ Καθηγούμενος
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |