Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
7. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
(Απόσπασμα από τό βιβλίο τού Αγίου
Νεκταρίου «Μελέται περί των Θείων Μυστηρίων» έκδοθέν τό πρώτον τό 1915)
Ή θεία Ευχαριστία είναι μυστήριον, έν φ
υπό τα είδη τού άρτου καί τού οίνου αληθώς καί κυρίως μεταδίδοται τοΐς
μεταλαμβάνουσι τό σώμα καί αίμα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις άοράτως
έστί παρών έν τφ μυστηρίψ. Ό Ίώβ έν τφ περί Όφφικίων λέγει: «Εύχαριστία έστί
μυστήριον λήψεως τού μετουσιωθέντος άρτου καί οίνου εις τήν τού Σωτήρος ήμών
Ιησού Χριστού σάρκα καί αίμα, άπερ έναργώς παριστώσι τήν ταφήν καί τήν τού
Κυρίου άνάστασιν». Τό Μυστήριον τής Εύχαριστίας λέγεται λειτουργία, διότι πας
ίερεύς καί πάσα τέλεσις τού μυστηρίου ύπέρ παντός τού πιστού λαού γίνεται καί
ύπέρ πάντων των ζεόντων καί έν Χριστφ κεκοιμημένων έν τφ Θεφ προσφέρεται. Τήν
λειτουργίαν ταύτην πρώτος έτέλεσεν ό άκρος καί μόνος άγιος Αρχιερεύς, ό Κύριος
ήμών Ιησούς Χριστός, όστις προσήγαγε θυσίαν έαυτόν τφ Θεφ καί Πατρί, θύτης καί
θύμα γενόμενος. Ή λειτουργία λέγεται καί διακονία, ύπηρεσία, ύπουργία,
ιερουργία, λέγεται έτι θυσία άναίμακτος, προσφορά καί λατρεία λογική, τίμια
δώρα καί άγια κοινωνία. Τελικόν αίτιον τής θείας λειτουργίας είναι τό
μεταβαλείν τήν τού άρτου καί τού οίνου ούσίαν καί γενέσθαι αυτά σάρκα καί αίμα
Χριστού.
Ή θεία λειτουργία έπιτελείται: α) εις
δόξαν καί αίνον τού μεγάλου Θεού καί Σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού καί εις μνήμην
τού θανάτου καί τής άναστάσεως αύτού κατά τό γεγραμμένον «τούτο ποιείτε εις τήν
έμήν άνάμνησιν» β) εις άγιασμόν των ψυχών καί των σωμάτων ήμών, εις άφεσιν
άμαρτιών, εις κοινωνίαν τού άγιου Πνεύματος, εις βασιλείας καί ούρανών πλήρωμα,
εις παρρησίαν εις Χριστόν, καί εις ζωήν αιώνιον γ) ύπέρ άναπαύσεως των ψυχών
τών εύσεβώς κεκοιμημένων ορθοδόξων Χριστιανών, ώσπερ φασίν οί μακάριοι Πατέρες
παρά τών άγιων καί πανευφήμων Αποστόλων παρειληφέναι, ώς Διονύσιος ό
Αρεοπαγίτης φησί, καί ό Βασίλειος καί ό Χρυσόστομος έν ταίς αύτών άγίαις
λειτουργίαις, καί δ) ύπέρ τών ζεόντων ορθοδόξων Χριστιανών, Αρχιερέων φη μί καί
Βασιλέων καί παντός τού Χριστωνύμου λαού ( Ιώβ). Προς τέλεσιν τού μυστηρίου τής
θείας Εύχαριστίας άνάγκη είναι κατά τήν Αποστολικήν τής Εκκλησίας παράδοσιν να
συνυπάρχωσι τέσσαρά τινα: α) Ίερεύς Ορθόδοξος κανονικώς χειροτονηθείς, β)
θυσιαστήριον ή άντιμήνσιον, γ) άρτος ένζυμος καί οίνος άκρατος καί ύδωρ, κατά
τό γραφικόν «εις τών στρατιωτών λόγχη τήν πλευράν αύτού ένυξε καί εύθέως
έξήλθεν αίμα καί ύδωρ» καί δ) πίστις άδιάκριτος καί άδίστακτος τής Εκκλησίας,
ότι ό άρτος καί ό οίνος διά τής έπικλήσεως τού άγιου Πνεύματος ύπερφυώς εις τό
σώμα καί αίμα τού Κυρίου μεταβάλλεται. Πιστεύομεν περί τής θείας Εύχαριστίας:
α) ότι ό άρτος καί ό οίνος έν τή άγίμ Εύχαριστίμ μεταβάλλονται κατ’ άνέφικτον
δι’ ή μάς τρόπον εις Σώμα καί Αίμα τού Κυρίου άληθώς, πραγματικώς καί ούσιωδώς.
β) Πιστεύομεν ότι οί μεταλαμβάνοντες είσδέχονται ύπό τό είδος τού άρτου καί τού
οίνου τό άληθές Σώμα καί τό άληθές Αίμα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού καί δή
κατά τρόπον πραγματικόν καί σωματικώς, ούτως ώστε τό Πανάγιον σώμα καί αίμα τού
Κυρίου εισέρχεται εις τά στόματα καί τά σπλάγχνα τών μεταλαμβανόντων, τών τε
εύσεβών καί τών άσεβών, τών μέν πρώτων εις σωτηρίαν, τών δέ τελευταίων εις
κατάκρισιν. γ) Εί καί ταυτοχρόνως πολλαί άνά τήν οικουμένην τελούνται
λειτουργίαι, ούχί όμως πολλά Σώματα τού Χριστού, άλλ’ έν Σώμα καί έν Αίμα
ύπάρχει έν πάσαις ταίς έπί μέρους έκκλησίαις τών πιστών. Τούτο δέ γίνεται, ούχί
διότι τό Σώμα τού Κυρίου τό έν τοίς ούρανοίς κατέρχεται έπί τά θυσιαστήρια,
άλλά διότι ό άρτος τής προθέσεως, ό μεμερισμένος έν άπάσαις ταίς
έκκλησίαις, προτιθέμενος και διά τής
καθαγιάσεως μεταβαλλόμενος καί μετουσιούμενος, γίνεται εν καί τό αυτό μετά τού
Σώματος τού έν τοϊς ούρανοϊς (κατά τά γράμματα των Πατριάρχων, άρθρον 17). δ)
Όμολογούμεν ότι ή Άγια Εύχαριστία είναι θυσία άληθινή, έξιλαστική, προσφερομένη
διά τάς άμαρτίας πάντων των έν πίστει ζώντων καί τεθνεώτων. Την θείαν ταύτην
καί ίεράν Μυσταγωγίαν προδιετύπουν τά εξής έν τή Παλαιφ Διαθήκη: α) ό άμνός, ό
έν τφ νομικφ Πάσχα έσθιόμενος, (Εξ. β', Λευιτ. γ', Αριθμ. η', Δευτ. στ' 2), β)
τό μάννα (Εξ. στ', Αριθμ. α', Δευτ. η'), γ) ό άνθραξ, όν είδεν Ήσάιας έπί τού
θυσιαστηρίου, όν άγγελος έλαβε διά λαβίδος καί ήψατο των χειλέων αύτού καί
είπε: «τούτο ήψατο των χειλέων σου καί άφελεϊ τάς άμαρτίας σου καί τάς άνομίας
σου περικαθαριεϊ» (Ήσ. στ'), όπερ καί σήμερον έτι ό Ίερεύς λέγει προς τούς
μεταλαμβάνοντας. Τό θυσιαστήριον προδιετύπου τήν Αγίαν Τράπεζαν, ό άνθραξ τό
σώμα τού Χριστού (ώς καί σι)μερον λέγομεν «άνθραξ γάρ έστι τούς άναξίους
φλέγων»), τά Σεραφείμ δέ τον Ιερέα (Α' Ίω. α' 7), δ) ή θυσία τού Μελχισεδέκ
(Γεν. ιστ' 16) ήτις ήν προδιατύπωσις τής μυστικής θυσίας, καί ε) αί περί
άληθούς Πνευματικής θυσίας τών Προφητών (Μαλαχ. α' 11).
Ό Άγιος Ιγνάτιος ό θεοφόρος λέγει περί τής
άγιας Εύχαριστίας τά έξής: «Εύχαριστίας καί προσευχής άπέχονται (οί αιρετικοί
Δοκηταί) διά τό μή όμολογεϊν τήν Εύχαριστίαν σάρκα είναι τού Σωτήρος ήμών Ιησού
Χριστού, τήν ύπέρ τών άμαρτιών ήμών ποθούσαν, ήν τή χρηστότητι ό Πατήρ
ήγειρεν». Αλλαχού δέ πάλιν ό άγιος Ιγνάτιος καλεϊ τήν θείαν Εύχαριστίαν
φάρμακον άθανασίας, άντίδοτον τού μή άποθανεϊν. «Ένα άρτον κλώντες, ός έστι
φάρμακον άθανασίας, άντίδοτον τού μή άποθανεϊν, άλλά ζήν έν Ιησού Χριστφ διά
παντός» (προς Έφεσ. §20). Ό δέ Κοντογόνης άποφαίνεται, όρμώμενος έκ τών ρήσεων
τούτων τού άγιου Ιγνατίου, τάδε: «Εύκόλως πειθόμεθα ότι ό Ιερός Μάρτυς σκοπόν
έχει να βεβαιώση τήν άληθή τού κυριακού σώματος παρουσίαν έν τφ τής θείας
Εύχαριστίας μυστηρίψ, καί τφ όντι, τί σαφέστερον ή τι βεβαιότερον δύναταί τις
να εϊπη περί ταύτης τής άληθείας προς τάς νύν έπικρατούσας δοξασίας
χριστιανικών τινων θρησκειών ή όσα δογματίζει ένταύθα ό Ιγνάτιος, τουτέστιν,
ότι ή Εύχαριστία είναι ή σάρξ, τό σώμα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, αύτό
έκεΐνο τό σώμα τό παθόν ύπέρ τών άμαρτιών ήμών, τό όποιον έπειτα ό Πατήρ
άνέστησεν;» (Φιλολογ. καί κριτ. ίστορ. τών άγιων Πατέρων τόμ. α' σελ. 113). Καί
ό Ίερομάρτυς Κυπριανός περί τής θείας Εύχαριστίας λέγει τά έξής: «"Ωστε
ούς παρορμώμεν καί προτρεπόμεθα εις μάχην, μή καταλείπωμεν άοπλους καί γυμνούς,
άλλά τή σκέπη τού σώματος καί αίματος τού Χριστού σκεπάζωμεν, καί ούς θέλομεν
άσφαλεΐς νά ώσι κατά τού έναντίου, τή σκέπη τού κορεσμού τού Κυρίου όπλίζωμεν,
έπειδή προς τούτο γίνεται ή Εύχαριστία, ϊνα δύνηται να φυλάττη τούς
μεταλαμβάνοντας. Διότι πώς διδάσκομεν ή προκαλούμεν έκείνους να έκχέωσι τό
έαυτών αίμα έπί τή όμολογίμ τού ονόματος αύτού, όταν άρνώμεθα αύτοΐς, μέλλουσι
νά έκστρατεύσωσι, τό αίμα τού Χριστού; Ή πώς εις τού μαρτυρίου τό ποτήριον
έπιτηδείους έργαζόμεθα, έάν μή πρότερον αύτούς έν τή Έκκλησίμ δεχώμεθα εις
κοινωνίαν τού ποτηριού τού Κυρίου;» (Έπιστ. κεφ. 2). Καί αύθις εις τήν
έρμηνείαν τής Κυριακής προσευχής: «Προϊούσης τής προσευχής αίτούμεθακαί
λέγομεν: «τον άρτον ήμών τον έπιούσιον δός ήμΐν σι)μερον». Τούτο δύναται καί
πνευματικώς καί άπλώς να νοηθή, έπειδή καί έκατέρα ή έρμηνεία θείμ εύδοκίμ
λυσιτελεΐ εις σωτηρίαν. Διότι άρτος ζωής ό Χριστός έστι, καί ό άρτος ούτος ούκ
έστι πάντων, άλλά ήμέτερός έστι. Καί ώς λέγομεν «Πάτερ ήμών», έπειδή τών
πιστευόντων Πατήρ έστιν, ούτω καί άρτον ήμών καλούμεν αύτόν, έπειδή ό Χριστός
έστιν ό άρτος τών πεινώντων, οϊτινες γεύονται τού σώματος αύτού. Τούτον δέ τον
άρτον αίτούμεθα να διδώται ήμΐν καθ ’ έκάστην, ϊνα μή όσοι έν Χριστφ έσμεν καί
τήν Εύχαριστίαν ώς τροφήν σωτηρίας καθ’ έκάστην λαμβάνομεν, γενομένου μεταξύ
βαρύτερού τίνος πλημμελήματος, καθ’ όν χρόνον άφεστώτες καί μή κοινωνούντες
άπεχόμεθα άπό τού θείου άρτου, χωριζώμεθα άπό τού σώματος τού Χριστού, αύτού
κηρύττοντας καί παραινούντος: « Εγώ είμι ό άρτος ό ζών, ό έκ τού
Ουρανού καταβάς κτλ.». Όπως Λοιπόν, Λέγει,
εις ζωήν αιώνιον τρώγει, όν τις τρώγη έκ τού άρτου αύτού, (ώς είναι πρόδηΛον
ότι εκείνοι ζώσιν, οϊτινες τού σώματος αύτού άπτονται καί την Εύχαριστίαν τφ
δικαίψ τής κοινωνίας Λαμβάνουσιν), ούτω τουναντίον πρέπει να φοβώμεθα καί να
προσευχώμεθα, μή τις, καθ ’ όν χρόνον άφεστώς χωρίζεται από τού σώματος τού
Χριστού, άπομένη μακράν τής σωτηρίας αύτού άπειΛούντος καί Λέγοντος: «Εάν μή
φάγητε τήν σάρκα τού Τίού τού άνθρώπου καί πίητε αύτού τό αίμα, ούκ έχετε ζωήν
έν έαυτοΐς». Καί διά τούτο «τον άρτον ήμών», τουτέστι τον Χριστόν, καθ’ έκάστην
να διδώται ήμΐν αίτούμεθα, ϊνα πάντοτε οί έν Χριστφ μένοντες καί ζώντες άπό τής
άγιωσύνης αύτού καί τού σώματος μή άπομακρυνώμεθα» (Περί Κυριακής προσευχής).
Έν φ δέ ούτω ό Άγιος Κυπριανός προτρέπεται
πάντας να μή άπέχωνται τής θείας Κοινωνίας, άφ’ έτέρου νουθετεί τούς άναξίους
να άπέχωνται ταύτης, πριν ή διαΛΛαγώσι προς τον Κύριον, προς όν καί μόνον
ήμάρτησαν. Ό Κυπριανός προς ύπόδειξιν τού μεγάλου κινδύνου τού έπαπειλούντος
τούς άναξίως μεταλαμβάνοντας άναφέρει τήν τιμωρίαν δύο προσώπων, μιάς γυναικός
καί ένός άνδρός, διηγούμενος ώς έξής: «Ήμών τελούντων τήν θυσίαν, έλαθεν
ύπεισελθούσα τις θύσασα τοΐς είδώλοις, αύτή, λαβούσα τον άγιον άρτον, ούχί
τροφήν, άΛλά ξίφος έαυτή προσφερομένη καί έόσπερ δηλητήριά τινα θανατηφόρα
έντός τού φάρυγγας καί τού στήθους είσδεχομένη, ήρξατο να άγχηται καί
άσπαίρουσα καί τρέμούσα κατέπεσεν. Άλλος δέ τις ύπεισδύσας, καί αύτός
έσπιλωμένος, τής θυσίας ύπό τού Ίερέως τελουμένης, έτόλμησε μετά τών λοιπών να
μετάσχη Λάθρα τού Άγιου Σώματος τού Κυρίου, καί ούκ ήδυνήθη να φάγη καί να
μολύνη, άλλ’ άνοίξας τάς χεΐρας εύρεν ότι έφερε τέφραν» (περί τών έκπεπτωκότων
κεφ. 26). Τό μάλιστα άξιοσημείωτόν έστι απόσπασμά τι έκ τής έρμηνείας εις τάς
Παροιμίας τού άγιου ΊπποΛύτου, έν φ ό θείος πατήρ Λέγει περί τού άγιωτάτου
μυστηρίου τής Εύχαριστίας τάδε: «...Καί ήτοίμασε τήν έαυτής τράπεζαν, τήν
έπίγνωσιν τής άγιας Τριάδος κατεπαγγελλομένην καί τό τίμιον καί άχραντον αύτού
σώμα καί αίμα, όπερ έν τή μυστική καί θείμ τραπέζη καθ’ έκάστην έπιτελούνται,
θυόμενα εις άνάμνησιν τής άειμνήστου καί πρώτης έκείνης τραπέζης τού μυστικού
θείου δείπνου. Τό δέ, άπέστειλε τούς έαυτής δούλους ή σοφία, ό Χριστός
δηλονότι, συγκαλούσα μετά ύψηλού κηρύγματος, ός έστιν άφρων, έκκλινάτω πρός με,
φάσκουσα, τούς Ιερούς Αποστόλους δηλοΐ τούς εις τον σύμπαντα κόσμον
διαδραμόντας, καί προσκαλέσαντας τά έθνη εις τήν έκείνου έπίγνωσιν άληθώς τφ
ύψηλφ καί θείψ τούτψ κηρύγματι. Τό δέ καί τοΐς ένδεέσι φρενών είπε, τοΐς μήπω
κεκτημένοις τήν τού άγιου Πνεύματος δύναμιν δηλονότι,
Λάβετε, φάγετε τον έμόν άρτον καί πίετε
οίνον, όν κεκέρακα ύμϊν, τήν θείαν αύτού σάρκα καί τό τίμιον αύτού αίμα δέδωκεν
ήμΐν, φησίν, έσθίειν καί πίνειν εις άφεσιν αμαρτιών» (έκ τής Ίστορ. διδασκ.
Φιλάρετου Παγίδα τομ. α' σελ. 187). Ιουστίνος δέ ό φιλόσοφος καί μάρτυς έν τή
έαυτού άπολογίμ Λέγει περί τής άγιας Εύχαριστίας τά έξής: «Τή τού ήλιου
Λεγομένη ήμέρμ, πάντων κατά πόλεις ή άγρούς μενόντων, έπί τό αύτό συνέλευσις
γίνεται καί τά άπομνημονεύματα τών Αποστόλων ή τά συγγράμματα τών Προφητών
άναγινώσκεται μέχρις έγχωρεϊ. Είτα παυσαμένου τού άναγινώσκοντος, ό προεστώς
διά Λόγου τήν νουθεσίαν καί πρόσκλησιν τής τών καλών τούτων μιμήσεως ποιείται.
Έπειτα άνιστάμεθα κοινή πάντες καί εύχάς πέμπομεν, καί, ώς προέφημεν,
παυσαμένων ήμών τής εύχής, άρτος προσφέρεται καί οίνος καί ύδωρ, καί ό προεστώς
εύχάς ομοίως καί εύχαριστίας, όση δύναμις αύτφ, άναπέμπει, καί ό Λαός έπευφημεϊ
λέγων τό «Αμήν» καί ή διάδοσις καί ή μετάδοσις άπό τών εύχαριστηθέντων έκάστψ
γίνεται, καί τοΐς ού παρούσι διά τών διακόνων πέμπεται. Οί εύπορούντες δέ καί
βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος τήν έαυτού ό βούλεται δίδωσι, καί τό
συλλεγόμενον παρά τφ προεστώτι άποτίθεται καί αύτός έπικουρεϊ όρφανοϊς τε καί
χήραις καί τοΐς διά νόσον ή δΤ άλλην αιτίαν λειπομένοις καί τοΐς έν δεσμοϊς
ούσι καί τοΐς παρεπιδήμοις ούσι ξένοις καί άπλώς πάσι τοΐς έν χρείμ ούσι
κηδεμών γίνεται. Τήν δέ τού
ήλιου ημέραν κοινή πάντες συνέλευσιν
ποιούμεθα, επειδή πρώτη έστίν ήμερα, έν ή ό Θεός, τό σκότος καί τήν ύλη τρέψας,
κόσμον έποίησε, καί Ιησούς Χριστός, ό ήμέτερος Σωτήρ, τή αυτή ήμέρμ έκ νεκρών
άνέστη» (Απολογία πρώτη §67).
Ό Ιεροσολύμων Κύριλλος έν τή πρώτη
μυσταγωγική κατηχήσει λέγει: ό άρτος καί ό οίνος τής εύχαριστίας προ τής άγιας
έπικλήσεως τής προσκυνητής Τριάδος άρτος ήν καί οίνος λιτός, έπικλήσεως δέ
γενομένης, ό μέν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ό δέ οίνος αίμα Χριστού. Καί έν
πέμπτη κατηχήσει μυσταγωγική: «Διά τούτο γάρ τήν παραδοθεϊσαν ήμ'ιν έκ τών
Σεραφείμ θεολογίαν ταύτην λέγομεν, όπως κοινωνοί τής ύμνψδίας ταϊς ύπερκοσμίοις
γενώμεθα στρατιαϊς, ϊνα άγιάσαντες έαυτούς διά τών πνευματικών τούτων ύμνων
παρακαλώμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν τό άγιον Πνεύμα έξαποστείλαι έπί τά προκείμενα
ϊνα ποιήση τον μέν άρτον σώμα Χριστού, τον δέ οίνον αίμα Χριστού, παντός γάρ,
ου έάν έφάψηται τό άγιον Πνεύμα, τούτο ήγίασται καί μεταβέβληται». Καί Ιωάννης
ό Χρυσόστομος έν τόμψ ε', λόγψ πα': «Όταν έστήκη προ τής τραπέζης ό Ίερεύς, τάς
χεϊρας άνατείνων εις τον ούρανόν, καλών τό Πνεύμα τό άγιον τού παραγενέσθαι καί
άψασθαι τών προκειμένων, πολλή ήσυχία, πολλή σιγή, όταν δίδη τήν χάριν τό
Πνεύμα, όταν κατέλθη, όταν άψηται τών προκειμένων». Καί ό Δαμασκηνός Ιωάννης:
«ό τής προθέσεως άρτος, οίνος τε καί ύδωρ διά τής έπικλήσεως καί έπιφοιτήσεως
τού άγιου Πνεύματος ύπερφυώς μεταποιούνται εις τό σώμα τού Χριστού καί τό αίμα,
καί ούκ είσι δύο άλλ’ έν καί τό αύτό». Καί κατωτέρω: «εί δέ καί τινες άντίτυπα
τού σώματος καί αίματος τού Κυρίου τον άρτον καί τον οίνον έκάλεσαν, ως ό
θεοφόρος Βασίλειος, ού μετά τό άγιασθήναι είπον, άλλά προ τού άγιασθήναι, αύτήν
τήν προσφοράν ούτω καλέσαντες (βιβλ. δ' περί μυστηρίων κεφ. στ'). Καί άληθώς
μέγας Βασίλειος άντίτυπα λέγει τον άρτον καί τον οίνον έν τή αύτού λειτουργίμ
προ τής έπικλήσεως τού άγιου Πνεύματος, μετά τό «Λάβετε φάγετε», καί μετά τό
«Τά σά έκ τών σών σοί προσφέρομεν» έκεϊ. Ένθα δέεται καί παρακαλεϊ, ϊνα έλθη τό
Πνεύμα τό άγιον καί άγιάση τά δώρα, έχει δέ ούτω «τά σά έκ τών σών σοί
προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα. Διά τούτο, Δέσποτα πανάγιε, καί ήμεΐς οί
άμαρτωλοί προσεγγίζομεν τφ άγίψ σου θυσιαστηρίψ, καί προθέντες τά άντίτυπα τού
άγιου σώματος καί αίματος τού Χριστού σου, σού δεόμεθα καί σέ παρακαλούμεν,
άγιε άγιων, εύδοκίμ τής σής άγαθότητος έλθεΐν τό Πνεύμά σου τό άγιον έφ’ ή μάς
καί έπί τά προκείμενα δώρα ταύτα καί εύλόγησαι αύτά καί άγιάσαι» κτλ. Διότι,
ότε μέν ό Χριστός είπε τοΐς μαθηταΐς αύτού καί άποστόλοις «Λάβετε, φάγετε,
τούτο έστι τό σώμά μου» καί «Πίετε έξ αύτού πάντες, τούτο έστι τό αίμά μου»,
τότε μέν τέλειον ήν έκάτερον, διότι εύλόγησε πρότερον αύτά καί ήγίασεν ό
Δεσπότης, ώς ή λειτουργία του τε μεγάλου Βασιλείου καί τού Ίωάννου τού
Χρυσοστόμου λέγει: «Εύλόγησας, άγιάσας, κλάσας, έδωκε τοΐς άγίοις αύτού
μαθηταΐς καί άποστόλοις είπών: λάβετε, φάγετε, τούτο έστι τό σώμά μου καί πίετε
έξ αύτού πάντες, τούτο έστι τό αίμά μου». Νύν δέ ό ίερεύς τφ Πατρί διηγούμενος,
ίστορικώς ταύτα φθέγγεται». Καί αύθις ό χρυσούς τήν γλώτταν Ιωάννης, έν τόμψ β'
ομιλία ν' «προσερχώμεθα τοίνυν μετά πίστεως έκαστος άσθένειαν έχων, εί γάρ ή
του κρασπέδου τού ίματίου αύτού άψαμένη τοσαύτην εϊλκυε δύναμιν, πόσω μάλλον οί
όλον αύτόν κατέχοντες. Τό δέ προσελθεΐν μετά πίστεως ού τό λαβεΐν έστι μόνον τό
προκείμενον, άλλά καί τό μετά καθαράς καρδίας άψασθαι, τό ούτω διακεΐσθαι, ώς
αύτφ προσιόντας τφ Χριστφ. Τί γάρ εί μή φωνής άκούεις, άλλ’ όρφς αύτόν
κείμενον; Μάλλον δέ καί φωνής αύτού άκούεις, φθεγγομένου αύτού διά τών
εύαγγελιστών. Πιστεύσατε τοίνυν ότι καί νύν έκεΐνο τό δεΐπνόν έστιν, έν φ καί
αύτός άνέκειτο ούδέν γάρ έκεΐνο τούτου διενήνοχεν. Ούδέ γάρ τούτο μέν άνθρωπος
έργάζεται, έκεΐνο δέ αύτός άλλά καί τούτο κακεΐνο αύτός. Όταν τοίνυν τον ιερέα
έπιδιδόντα σοί ϊδης, μή τον ιερέα νόμιζε τον τούτο ποιούντα, άλλά τήν τού
Χριστού χεΐρα είναι τήν έκτεινομένην. Ώσπερ γάρ όταν βαπτίζη, ούκ αύτός σέ
βαπτίζει, άλλ’ ό Θεός έστιν ό κατέχων σου τήν κεφαλήν άοράτψ δυνάμει, καί ούτε
άγγελος, ούτε άρχάγγελος, ούτε άλλος τις τολμφ προσελθεΐν καί άψασθαι, ούτω καί
νύν
όταν γάρ ό Θεός μόνος γεννφ, αυτού μόνον
έστιν ή δωρεά». Και έν τφ αύτφ τόμψ, ομιλία πβ'. «Ούκ έστιν ανθρώπινης δυνάμεως
έργα τα προκείμενα. Ό τότε ταύτα ποιήσας έν έκείνψ τφ δείπνεη ούτος καί νύν
αυτά έργάζεται ήμΐν ύπηρετεον τάξιν έπέχομεν ημείς, ό δέ άγιάζων αυτά καί μετασκευάζων
αυτός έστι». Καί έν τόμψ δ'. «Ούδέν πλέον έχει τό έν τφ Πάσχα μυστήριον τού νύν
τελουμένου, έν έστι καί τό αύτφ ή αύτή τού Πνεύματος χάρις άεί Πάσχα έστιν
(ιστέ οί μύσται τό είρημένον) καί έν Παρασκευή καί έν Σαββάτψ καί έν Κυριακή
καί έν ήμέρμ Μαρτύρων ή αύτή θυσία έπιτελεϊται. Οσάκις γάρ άν έσθίητε τον
άρτον, φησί, τούτον ή τό ποτήριον τούτο πίνετε, τον θάνατον τού Κυρίου
καταγγέλλετε ούχ όριο καιρού περιέγραψε τήν θυσίαν. Πώς ούν τότε, φησί, Πάσχα
λέγεται; Ότι τότε έπαθεν ό Χριστός ύπέρ ήμών. Μηδείς τοίνυν έτέρως έκείνψ
προσίτω καί τούτψ άλλως. Μία δύναμίς έστι, μία άξια, μία χάρις. Έν σώμα καί τό
αύτό, ούκ έκεϊνο τούτου άγιώτερον, ούδέ τούτο έκείνου έλαττον (προς Τιμόθ. λογ.
ε'). Εί δέ μετά φόβου Θεού καί πίστεως προσέρχεσθαι τοϊς θείοις καί φρικτοϊς
τού Χριστού μυστηρίοις ή Εκκλησία προστάσσει τοϊς έξω τού θυσιαστηρίου
μεταλαμβάνουσι λάίκοΐς, καί ζητείται αύτοΐς πίστις, πολλφ μάλλον τοϊς ένδον τού
βήματος ίερεύσι προσευχομένοις καί λέγουσι, κατάπεμψον τό Πνεύμά σου τό άγιον
έφ’ ή μάς καί έπί τά προκείμενα δώρα ταύτα. Καί ποίησον τον μέν άρτον τούτον
τίμιον Σώμα τού Χριστού σου, τό δέ έν τφ ποτηρίψ τούτψ τίμιον αίμα τού Χριστού
σου, μεταβαλών τφ Πνεύματί σου τφ άγίψ. Μετά δέ τά ρήματα ταύτα, εύθύς ή
μετουσίωσις γίνεται καί μεταβάλλεται ό άρτος εις τό άληθινόν Σώμα τού Χριστού
καί ό οίνος εις τό άληθινόν αύτού αίμα, έν οίς μόνον τά φαινόμενα είδη μένει
καί τούτο κατά θείαν οικονομίαν. Πρώτον μέν, ϊνα μή βλέπωμεν Σώμα Χριστού, άλλά
πιστεύωμεν ότι έστιν, οίς είπε λόγοις ό Κύριος, τούτο έστι τό σώμά μου καί
τούτο έστι τό αίμά μου πιστεύοντες τή δυνάμει έκείνου καί τοϊς λόγοις μάλλον ή
ταΐς ήμετέραις αίσθήσεσιν, όπερ ήμάς εις τον μακαρισμόν εισάγει τής πίστεως.
Μακάριοι γάρ, φησίν, οί μή ίδόντες καί πιστεύσαντες. Δεύτερον δέ, μέλλοντος τού
άνθρώπου τφ Χριστφ ένωθήναι διά τής μεταλήψεως τής τε σαρκός αύτού καί τού
αίματος, είτ’ άποστρεφομένου φύσει τήν τών ώμών σαρκών κρεάτων μετάληψιν καί
άηδώς προς ταύτας έχοντος, τί οίκονομεΐ ό Δεσπότης, δίδωσιν ήμΐν τήν αύτού
σάρκα, καί τό αύτού αίμα εις βρώσίν τε καί πόσιν τοϊς πιστοίς κατά τήν θείαν
αύτού πρόνοιαν ύπό τά φαινόμενα είδη τού άρτου καί τού οίνου. Τούς δέ γε
μεταλαμβάνοντας τών Μυστηρίων, είτε ιερείς, είτε λαϊκούς, έπίσης πάντας καί έκ
τών δύο μεταλαμβάνειν, τού τε σώματος δηλαδή καί αίματος τού Κυρίου, ώς αύτός
είπεν. «Αμήν άμήν, λέγω ύμΐν, έάν μή φάγητε τήν σάρκα τού υιού τού άνθρώπου καί
πίητε αύτού τό αίμα, ούκ έχετε ζωήν έν έαυτοΐς. Ό τρώγων μου τήν σάρκα καί
πίνων μου τό αίμα έχει ζωήν αιώνιον. Διότι ούτω καί οί άπόστολοι άπό Χριστού
παρέλαβαν, ώς λέγει ό Παύλος: «Έγώ γάρ παρέλαβον άπό τού Κυρίου, δ καί παρέδωκα
ύμΐν, ότι ό Κύριος Ιησούς τή νυκτί ή παρεδίδοτο, έλαβεν άρτον καί εύχαριστήσας
έκλασε καί είπε: Λάβετε, φάγετε, τούτο μού έστι τό Σώμα, τό ύπέρ ύμών κλώμενον
τούτο ποιείτε εις τήν έμήν άνάμνησιν. Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό
δειπνήσαι, λέγων: Τούτο τό ποτήριον ή Καινή Διαθήκη έστιν έν τφ έμφ αϊματι
τούτο ποιείτε, οσάκις άν πίνητε, εις τήν έμήν άνάμνησιν». Έτι μίαν τιμήν καί
προσκύνησιν τφ Χριστφ καί τοϊς φρικτοϊς προσφέρομεν μυστηρίοις καί άδιάφορον.
Καί καθάπερ ό Κορυφαίος τών Αποστόλων
Πέτρος έκ στόματος τών Αποστόλων πάντων είπεν αύτφ: Σύ εί ό Χριστός, ό Τίός τού
Θεού τού ζέοντος, ούτω καί ήμεΐς λατρεύοντες τφ σώματικαί αϊματι τού Δεσπότου,
λέγομεν έκαστος ήμών. «Πιστεύω Κύριε καί ομολογώ, ότι σύ εί αληθώς ό Χριστός, ό
Τίός τού Θεού τού ζέοντος, ό έλθεον εις τον κόσμον άμαρτεολούς σεοσαι, εον
πρεοτός είμι έγεό». Καί προσέτι τό μυστήριον τούτο προσφέρεται θυσία ύπέρ
πάντεον τεον όρθοδόξεον Χριστιανεον, ζεόντεον τε καί κεκοιμημένεον επ' έλπίδι
άναστάσεεος ζεοής αίεονίου. Οί καρποί τού μυστηρίου τούτου είναι τρεις: α) Ή
άνάμνησις τού πάθους καί τού θανάτου τού Χριστού, κατά τό είρημένον «Οσάκις γάρ
άν έσθίητε τον άρτον τούτον καί τό ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον τού
Κυρίου καταγγέλλετε,
άχρις ού άν έλθη» β') Ό ίλασμός, διότι τό
μυστήριον τούτο ίλασμός ήμΐν προς τον Θεόν διά τάς αμαρτίας ημών, είτε ζώντων
είτε τεθνεώτων, γίνεται- Λέγει γάρ ή θεία γραφή «Τεκνία μου, ταύτα γράφω ύμϊν,
ϊνα μή άμάρτητε καί εάν τις άμάρτη, παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα Ίησοϋν
Χριστόν δίκαιον, καί αυτός ίλασμός έστι περί των άμαρτιών ήμών ού περί των
ήμετέρων δέ μόνον, άλλάκαί περί όλου τού κόσμου». Καί άλλαχού: «έν τούτψ
έφανερώθη ή άγάπη τού Θεού έν ήμΐν, ότι τον υιόν αύτού τον μονογενή άπέσταλκεν
ό Θεός εις τον κόσμον, ϊνα ζήσωμεν δι’ αύτού». Εν τούτψ έστΐν ή άγάπη, ούχ ότι
ήμεΐς ήγαπήσαμεν τον Θεόν, άλλ’ ότι αύτός ήγάπησεν ή μάς καί άπέστειλε τον υιόν
αύτού ίλασμόν περί των άμαρτιών ήμών. γ') Ό καθαρισμός, διότι τό αίμα τού
Κυρίου Ιησού Χριστού, τού Τίού τού Θεού, καθαρίζει ήμάς άπό πάσης άμαρτίας (Α'
Ίω. a 7). Ό θείος Γρηγόριος Λέγει περί τού μυστηρίου τής θείας Εύχαριστίας: «Τό
γάρ ίερώτατον τού Χριστού δώρον καλώς έσθιόμενον τοΐς πολεμούσι μέν έστιν
όπλον, άποδημούσι δέ έπάνοδος, τούς άσθενεΐς ένισχύει, τούς έρρωμένους
εύφραίνει, τάς νόσους ίάται, τήν ύγείαν διαφυλάττει, διά τούτου γινόμεθα
πραότεροι, προς διόρθωσιν σπουδαιότεροι, προς τούς πόνους μακροθυμότεροι,
θερμότεροι προς τήν άγάπην, προς γνώσιν άγχινούστεροι, προθυμότεροι προς
ύπακοήν, όξύτεροι προς τήν τών χαρισμάτων ένέργειαν». Ό τών Νυσσαέων φωστήρ
Γρηγόριος Λόγον ποιείται περί τού μυστηρίου τής θείας Εύχαριστίας έν Λόγψ ζ'
εις τούς μακαρισμούς. Ό δέ Μέγας Βασίλειος Λέγει: «Ούχ άπλώς έσθίειν
προστέτακται, άλλάκαί διακρίνειν τό τού Κυρίου παρακελευόμεθα σώμα, δηλονότι
σαρκός μολυσμόν καί πνεύματος άποθεμένους καί δοχεΐον τού πνευματικού μύρου
παρασκευάσαντας έαυτούς, ούτω τή καθαρφ προσεγγίσαι θυσίμ (ομιλία περί τού
άγιου Πνεύματος) ό γάρ έσθίων καί πίνων άναξίως κρίμα έαυτψ έσθίει καί πίνει μή
διακρίνων τό σώμα τού Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 29). Τήν ίεράν τής Λειτουργίας
τελετήν οί άγιοι τής Εκκλησίας πατέρες παρέδωκαν καλεΐσθαι θυσίαν άναίμακτον.
Επίσης παρέδωκαν καλεΐσθαι θυσιαστήριον τήν άγίαν τράπεζαν, έφ’ ής ή τελετή τής
ίεράς έπιτελείται Λειτουργίας. Τήν έννοιαν τής θυσίας έκφράζουσι σαφώς καί
καθαρώς άπασαι αί σψζόμενοι Λειτουργικοί βίβλοι, εί ούν θυσία ή έπΐ τής άγιας
τραπέζης προσφερομένη, άρα έστΐ ζώσα, εί δέ ζώσα, άρα ό άρτος καί ό οίνος
μετουσιούνται εις σώμα καί αίμα Χριστού. Έν τή λειτουργίμ τού άγιου ’Ιακώβου
φέρονται τά έξής έκφραστικά περί τής πίστεως τής άρχαιοτάτης Εκκλησίας: «Καί
όταν σφραγίζη τον άρτον Λέγει ιδού ό άμνός τού Θεού, ό α’ίρων τήν άμαρτίαν τού
κόσμου, σφαγιασθείς ύπέρ τής του κόσμου ζωής καί σωτηρίας». Πλανιόνται άρα οί Λέγοντες
ότι ού μετουσιούνται, άλλ’ ότι τή αίσθήσει τής ψυχής άντιλαμβανόμενοι έν πίστει
μεταλαμβάνουσι. Οί άρνούμενοι τήν μετουσίωσιν τού άρτου καί οίνου εις σώμα καί
αίμα Χριστού άρνούνται τήν έννοιαν τής θυσίας, διότι έάν δέν έγένετο
μετουσίωσις, πώς ό ψιλός άρτος καί οίνος έκλήθη θυσία, πώς δέ ή άγια τράπεζα
έκλήθη θυσιαστήριον, πώς δέ, μή μετουσιωμένων, πίστει έσθίουσι τού σώματος καί
αίματος τού Χριστού; Πώς δέ τή αίσθήσει τής ψυχής άντιλαμβάνονται ότι έσθίουσι
τού σώματος καί αίματος τού Χριστού, άρτον άπλούν καί οίνον κοινόν έσθίοντες
καί πίνοντες; Πώς δέ άνευ θυσίας έσθίουσι καί πίνουσι σώμα καί αίμα Χριστού;
Βεβαίως τή φαντασίμ έσθίουσι καί πίνουσι σώμα καί αίμα Χριστού, πράγματι δέ
έσθίουσι καί πίνουσιν άρτον καί οίνον κοινόν. Οί άρνούμενοι τήν θυσίαν άθετούσι
τήν πίστιν τής άρχαίας Εκκλησίας. Ό μέγας Βασίλειος έν τοίς κατ’ έπιτομήν
όροις, έρωτήσει ροβ', ποταπψ φόβψ ή ποίμ πληροφορίμ μεταλάβωμεν τού σώματος καί
τού αίματος τού Χριστού, άποκρινόμενος Λέγει: «Τον μέν φόβον διδάσκει ήμάς ό
Απόστολος λέγων, ό έσθίων καί πίνων άναξίως κρίμα έαυτψ έσθίει καί πίνει, μή
διακρίνων τό σώμα καί αίμα τού Κυρίου, τήν δέ πληροφορίαν έμποιεί ή πίστις τών
ρημάτων τού Κυρίου είπόντος, «τούτο έστι τό σώμά μου τό ύπέρ υμών διδόμενον.
Τούτο ποιείτε εις τήν έμήν άνάμνησιν». Τί προς ταύτα Λέγουσιν οί άθετούντες τήν
άρχαίαν πίστιν; Εάν ούδεμία έγένετο μεταβολή τής ούσίας τού άρτου καί τού
οίνου, κοινωνεί δέ τή αίσθήσει τής ψυχής ό πιστεύων, ό δέ μή πιστεύων ούδέν
καρπούται, ώς μή είσδεχόμενος πίστει τό σώμα καί αίμα Χριστού, τότε πρός τι ό
φόβος, άφού εις ούδεμίαν
έρχεται επικοινωνίαν προς τό θειον; Άλλα
μή προς τούς πιστεύοντας μόνον την μετά τού σώματος νοεράν επικοινωνίαν
εϊρηκεν; Άλλ’ εάν προς τούτους μόνον την εντολήν δίδωσι, τότε οί μή πιστεύοντες
τή κοινωνίμ άμαρτάνουσιν έσθίοντες άναξίως, οί δε μή πιστεύοντες τή επικοινωνία
δεν άμαρτάνουσιν άλλ’ εάν οί πιστεύοντες τή κοινωνία τού σώματος καί αίματος
τού Χριστού άμαρτάνουσιν, ώς άναξίως είσδεχόμενοι πίστει τό ύπό τον άρτον καί
έν τφ άρτψ καί μετά τού άρτου σώμα τού Κυρίου καί ύπό τον οίνον τό αίμα τού
Κυρίου, τότε πώς, άνάξιοι όντες προς κοινωνίαν, τή πίστει κοινωνούσι τού
σώματος καί αίματος τού Κυρίου; Ή πίστις αυτών μετέδωκε τού σώματος καί αίματος
τού Κυρίου; Καί έν φ ή πίστις τού άναξίου μέγα τι είργάσατο καί θαυμαστόν,
έγένετο αύτφ πρόξενος κρίματος ταύτα, δι’ ή μάς είσιν άκατάληπτακαί άκατανόητα,
ή πίστις τού άναξίου νά δύνηται νά φέρη εις έπικοινωνίαν τον άνάξιον προς τό
θειον, καί ή αύτή πίστις νά γίνηται πρόξενος κρίματος. Τον χαρακτήρα τής
πίστεως ταύτης ήμεΐς άδυνατούμεν να νοήσωμεν άλλ’ άραγε καί ή του άξιου πιστού
πίστις έχει τήν δύναμιν να μεταδώση ύπό τον άρτον καί τον οίνον τό σώμα καί
αίμα τού Χριστού; Δύναται ή πίστις τού πιστού τού έσθίοντος άρτον καί οίνον να
καταστήση αύτόν τή αίσθήσει τής ψυχής κοινωνόν τού σώματος καί αίματος τού
Κυρίου; Δύναται λοιπόν πάς Χριστιανός άξιος ή άνάξιος να παραθέτη άρτον καί
οίνον καί έσθίων καί πίνων έξ αύτών να κοινωνή τού σώματος καί αίματος τού
Κυρίου; Δύναται λοιπόν πάς πιστός άξιος ή άνάξιος, οσάκις άν βούληται, να λέγη,
κοινωνφ τού σώματος καί αίματος τού Χριστού, καί να κοινωνή; Πόθεν τούτο
έμαθον; Παρά τίνος έδιδάχθησαν; Έν τίνι βίβλψ τής Καινής Διαθήκης άνέγνωσαν;
Πώς άνευ θυσίας, άνευ θυσιαστηρίου θυσίαν έπετέλεσαν; Πώς άνευ ιεραρχίας ιερείς
άνεδείχθησαν; Πώς άνευ εύχής τήν κοινωνίαν παρεσκεύασαν; Πώς δέ ή βούλησις, ή
άντικαταστήσασα κατά μέγα μέρος τήν πίστιν, τήν τού Χριστού παρουσίαν
έθαυματούργησεν; Ό θείος Χρυσόστομος έν τφ εις τήν προδοσίαν τού Ιούδα καί τήν
παράδοσιν τών μυστηρίων λόγψ λέγει: «Πάρεστι Χριστός καί νύν έκεΐνος ό τήν
τράπεζαν έκείνην κοσμήσας, ούτος καί ταύτην διακοσμεί νύν ώστε τράπεζα, ιερόν
θυσιαστήριον ύπό τού Χριστού κατακοσμούμενον άπαιτεΐται προς τέλεσιν τού
μυστηρίου τής θείας εύχαριστίας καί ούχί άπλή βούλησις καί πίστις», άκούσωμεν
δέ τί έν συνεχείμ λέγει ό άγιος Πατήρ «ού γάρ έστιν άνθρωπος ό ποιών τά
προκείμεναγενέσθαι σώμα καί αίμα Χριστού, άλλ’ ό σταυρωθείς ύπέρ ήμών Χριστός».
Ταύτα άς ένωτισθώσι καλώς οί τής Καλβινικής κακοδοξίας διδάσκαλοι, οί πάντα
άνθρωπον αύθαιρέτψ γνώμη τελετουργόν τού μυστηρίου άναδεικνύοντες. Καί αύθις
«σχήμα πληρών έστηκεν ό ίερεύς τά ρήματα έκεΐνα φθεγγόμενος τής προσευχής».
Ώστε καί ίερέως ύπό τής έκκλησίας άναδεδειγμένου δεΐται τό μυστήριον καί
προσευχής πώς λοιπόν πάς τις δι’ αύθαιρέτου γνώμης γίνεται κοινωνός τού
μυστηρίου; Τολμηρά δοξασία. Καί αύθις «ή δύναμις καί ή χάρις τού Θεού έστιν».
Ώστε ούδ’ ό ίερεύς αύτός, άλλ’ ή δύναμις καί ή χάρις τού Θεού έστιν ή τελειούσα
τό μυστήριον τής Εύχαριστίας καί μεταποιούσα τον άρτον καί οίνον εις σώμα καί
εις αίμα Χριστού. Εάν ούν ή δύναμις καί ή χάρις τού Θεού μεταποιή τον άρτον καί
οίνον εις σώμα καί αίμα Χριστού, πώς ή αύθαίρετος βούλησις καί ή πίστις τού
άξιου καί τού άναξίου προκαλεΐ τήν παρουσίαν τού Χριστού καί καθιστά τήν
κοινωνίαν Θεού καί άνθρώπου; Οί ταύτα λέγοντες πλανιόνται πλάνην δεινήν. Εν τή
άποδοκιμασίμ καί κατακρίσει τής επ' όνόματι Κυρίλλου τού Λουκάρεως Πατριάρχου
Κων/πόλεως έκδοθείσης Καλβινικής ομολογίας πίστεως, φέρονται τά έξής: «Εί
τοίνυν είρήκει ό Σωτήρ, ό άρτος ούτός έστι τό σώμά μου, ήν όν τις ίσως τοΐς τού
Καλβίνου μύσταις φαινομένη τού κακώς φρονεΐν πρόφασις είπών δέ, «τούτο μού έστι
τό σώμα», πάσαν άπέκοψε πρόφασιν. Καί δήλον ότι καί τής κυριολεξίας ή έμφασις
καί τής εύαγγελικής άληθείας ή δύναμις καί τών Αποστόλων ή παράδοσις καί τής
Καθολικής Εκκλησίας ή γνήσια πίστις καί τής ίεράς λειτουργίας ή άδιάκοπος
χρήσις καί πάντων τών θεοπνεύστων διδασκάλων ή σύμψηφος άπόφασις βιάζεται
όμολογεΐν, τοΐς ρήμασι τοΐς Δεσποτικοΐς μή ένδέχεσθαι νούν έτερον ένθεωρεΐσθαι
ή τον σημαινόμενον κατά τό γράμμα. Τούτον ούν τον τρόπον σημαντικός ών καί
έναργής έστιν ό του Χριστού λόγος ή φησι καί Χρυσόστομος έν τφ εις
την προδοσίαν λόγψ ότι σχήμα πληροί ό
Ίερεύς τα Δεσποτικά φθεγγόμενος ρήματα ρηθένταγαρ άπαξ παρά τού Χριστού, έξ
εκείνου καί μέχρι τής αύτού παρουσίας καθ’ έκάστην τράπεζαν ταΐς Έκκλησίαις
άγιάζει τήν θυσίαν, τού Ίερέως δηλαδή πάλιν εκείνα φθεγγομένου εναργές λοιπόν ό
σημαίνει ό του Χριστού λόγος, καί σημαίνει σώμα, ούκ άρτου ούσίαν μεταποιεί γάρ
έξ άνάγκης τήν ούσίαν τού άρτου εις θείου σώματος ούσίαν καί τούτο έστιν ή
μετουσίωσις, μυστήριον τής παντοδυνάμου μεγαλόπρεπείας τού Χριστού τφ όντι
έπάξιον καί λόγψ άνέκφραστον καί λογισμοΐς άνθρωπίνοις άπερινόητον.
Ή έν Κων/πόλει Ιερά Σύνοδος ή έπί
Διονυσίου Πατριάρχου Κων/πόλεως συγκροτηθεΐσα τό 1672 έν τή όμολογίμ τής
πίστεως τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας λέγει ταύτα: «Περί τού φρικτού
Μυστηρίου τής Εύχαριστίας πιστεύομεν καί όμολογούμεν άδιστάκτως, ότι τό ζών
σώμα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού πάρεστιν άοράτως πραγματική παρουσία έν τφ
μυστηρίψ. Έν γάρ τφ είπεΐν τον λειτουργούντα Ιερέα μετά τά Κυριακολόγια,
«ποίησον τον μέν άρτον τούτον τίμιον σώμα τού Χριστού σου, τό δέ έν τφ ποτηρίψ
τούτψ τίμιον αίμα τού Χριστού σου, μεταβαλών τφ πνεύματί σου τφ Άγίψ», τότε τή
ένεργείμ τού Παναγίου Πνεύματος ύπερφυώς καί άρρήτως ό μέν άρτος μεταποιείται
εις αύτό έκεΐνο τό ίδιον σώμα τού Σωτήρος Χριστού πραγματικώς καί άληθώς καί
κυρίως, ό δέ οίνος εις τό ζωηρόν αίμα αύτού. Καί αύτόν όλον τον Χριστόν
πιστεύομεν είναι τον προσφέροντα καί προσφερόμενον καί προσδεχόμενον καί
διαδιδόμενον άπαξάπασι, καί ολόκληρον άπαθώς έσθιόμενον. Οί μέντοι άξίως
μεταλαμβάνοντες αύτού ζωοποιούνται, ένούμενοι αύτφ τφ Χριστφ οί δέ άναξίως,
κατακρίνονται καί εις όλεθρον ρίπτουσιν έαυτούς. Όπερ μυστήριον καί λατρεία
έστί καί λέγεται. Καί θεοπρεπώς έν αύτή λατρεύεται τό τεθεωμένον σώμα τού
Σωτήρος Χριστού καί θυσία προσφέρεται ύπέρ πάντων τών ορθοδόξων χριστιανών,
ζεόντων καί κεκοιμημένων».
Καί ό Δοσίθεος δέ έν τή έαυτού ομολογία
λέγει περί τού Μυστηρίου τής θείας Εύχαριστίας τά έξής: «Πιστεύομεν τό πανάγιον
μυστήριον τής ίεράς Εύχαριστίας, όπερ άνωτέρω κατά τάξιν τέταρτον έθέμεθα,
έκεΐνο είναι, όπερ ό Κύριος παρέδωκε τή νυκτί, ή παρεδίδου έαυτόν ύπέρ τής του
κόσμου ζωής. Λαβών γάρ άρτον καί εύλόγησας έδωκε τοΐς άγίοις Αύτού μαθηταΐς καί
Αποστόλοις είπών, «λάβετε, φάγετε τούτο έστι τό σώμά μου». Καί λαβών τό
ποτήριον εύχαριστήσας εϊρηκε «πίετε έξ αύτού πάντες, τούτο έστι τό αίμά μου, τό
ύπέρ ύμών έκχυνόμενον εις άφεσιν άμαρτιών». Τούτου έν τή ίερουργίμ πιστεύομεν
παρεΐναι τον Κύριον Ίησούν Χριστόν ού τυπικώς, ούδ’ είκονικώς, ούδέ χάριτι
ύπερβαλλούση, ώς έν τοΐς λοιποΐς μυστηρίοις, ούδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς
τινες τών Πατέρων είρήκασι περί τού βαπτίσματος, ούδέ κατ’ άναρτισμόν, εόστε
ένούσθαι τήν θεότητα τού Λόγου τφ προκειμένψ τής Εύχαριστίας άρτψ ύποστατικός,
καθώς οί άπό Λουθήρου λίαν άμαθώς καί άθλίως δοξάζουσιν άλλ’ άληθώς καί
πραγματικώς, εόστε μετά τον άγιασμόν τού άρτου καί τού οίνου μεταβάλλεσθαι,
μετουσιούσθαι, μεταποιεΐσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τον μέν άρτον εις αύτό τό άληθές
τού Κυρίου σώμα, όπερ έγεννήθη έν Βηθλεέμ έκ τής Αειπαρθένου, έβαπτίσθη έν
Ιορδάνη, έπαθεν, έτάφη, άνέστη, άνελήφθη, κάθηται έκ δεξιών τού Θεού καί
Πατρός, μέλλει έλθεΐν έπί τών νεφελών τού ούρανού, τον δ’ οίνον μεταποιεΐσθαι
καί μετουσιούσθαι εις αύτό τό άληθές τού Κυρίου αίμα, όπερ κρεμάμενου έπί τού
σταυρού έχύθη ύπέρ τής του κόσμου ζωής.
Έτι μετά τον άγιασμόν τού άρτου καί τού
οίνου ούκ έτι μένειν τήν ούσίαν τού άρτου καί τού οίνου εϊδει καί τύπψ, ταυτόν
είπεΐν, ύπό τοΐς τού άρτου συμβεβηκόσιν. Έτι αύτό τό πανακήρατον τού Κυρίου
σώμα καί αίμα μεταδίδοσθαι καί είσδύειν εις τό στόμα καί τον στόμαχον τών
μετεχόντων εύσεβών καί άσεβών πλήν τοΐς μέν εύσεβέσι καί άξίοις άφεσιν άμαρτιών
καί ζωήν αιώνιον προξενεΐν τοΐς δ’ άσεβέσι καί άναξίοις κατάκρισιν καί κόλασιν
αιώνιον παραχωρεΐν. Έτι τέμνεσθαι μέν καί διαιρεΐσθαι είτε χερσίν είτε καί
όδούσι τό σώμα καί τό αίμα τού Κυρίου, κατά συμβεβηκός μέντοι, ήτοι κατά τά
συμβεβηκότα τοϋ άρτου και τού οίνου, καθ ’
ά και ορατά και άπλά είναι όμοΛογούνται, καθ’ έαυτά δε μένειν άτμητα πάντοι καί
άδιαίρετα.
Όθεν καί ή Καθολική Εκκλησία φησί
μερίζεται καί διαμελίζεται ό μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ό πάντοτε
έσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος, άλλά τούς μετέχοντας, δηλονότι άξίως,
άγιάζων. Έτι έν έκάστψ μέρει καί τμήματι έλαχίστψ τού μεταβληθέντος άρτου καί
οίνου ούκ είναι μέρος τού σώματος καί αίματος τού Κυρίου, βλάσφημον γάρ τούτο
καί άθεον, άλλ’ όλον όλικώς τον Δεσπότην Χριστόν κατ’ ούσίαν, μετά ψυχής
δηλονότι καί θεότητας, ήτοι τέλειον Θεόν καί τέλειον άνθρωπον. Όθεν καί πολλών
γινομένων έν τή οικουμένη έν μιφ καί τή αύτή ζύρμ ιερουργιών, μή γίνεσθαι
πολλούς Χριστούς ή πολλά σώματα Χριστού, άλλ’ ένα καί τον αύτόν Χριστόν
παρεϊναι άληθώς καί πραγματικώς, καί έν Αύτφ τό σώμα καί τό αίμα έν πάσαις ταϊς
κατά μέρος τών πιστών έκκλησίαις καί τούτο ούχ ότι τό έν ούρανοϊς τού Δεσπότου
έν τοϊς θυσιαστηρίοις κάτεισι σώμα, άλλ’ ότι ό τής προθέσεως έν πάσαις ταϊς
κατά μέρος έκκλησίαις προκείμενος άρτος μεταποιούμενος καί μετουσιούμενος μετά
τον άγιασμόν γίνεται καί έστιν έν καί τό αύτό τφ έν ούρανοϊς. Έν γάρ τό σώμα
τού Κυρίου, έν πολλοΐς τόποις καί ού πολλά, καί διά τούτο τό μυστήριον τούτο
μάλιστά έστι καί λέγεται θαυμαστόν καί πίστει μόνη καταληπτόν, ού σοφίσμασι
σοφίας άνθρωπίνης τήν ματαίαν καί άνόητον έν τοϊς θείοις περιέργειαν άποσείεται
ή εύσεβής καί θεοπαράδοτος ήμών θρησκεία. Έτι αύτό τό σώμα καί αίμα τού Κυρίου
τό έν τφ τής Εύχαριστίας μυστηρίψ οφείλειν τιμάσθαι ύπερβάλλοντας καί
προσκυνεΐσθαι λατρευτικώς. Μία γάρ ή προσκύνησις τής Άγιας Τριάδος καί τού
σώματος καί αίματος τού Κυρίου. Έτι είναι θυσίαν άληθή καί ίλαστικήν
προσφερομένην ύπέρ πάντων τών εύσεβών, ζώντων καί τεθνεώτων καί ύπέρ ώφελείας
πάντων, ώς κεΐται ρητώς έν ταϊς τού μυστηρίου προσευχαΐς ύπό τών Αποστόλων τή
Έκκλησίμ παραδοθείσαις κατά τήν προς αύτούς διαταγήν τού Κυρίου. Έτι καί προ
τής χρήσεως εύθύς μετά τον άγιασμόν καί μετά τήν χρήσιν τό φυλαττόμενον έν ταϊς
ίεραΐς θήκαις προς μετάληψιν τών άποδημήσαι μελλόντων άληθές είναι τού Κυρίου
σώμα, καί κατά μηδέν διάφορον έαυτού, έόστε προ τής χρήσεως μετά τον άγιασμόν,
έν τή χρήσει καί μετά τήν χρήσιν, είναι κατά πάντα τό άληθές τού Κυρίου σώμα.
Έτι τή μετουσίωσις λέξει ού τον τρόπον πιστεύομεν δηλούσθαι, καθ’ ήν ό άρτος
καί ό οίνος μεταποιούνται εις τό σώμα καί τό αίμα τού Κυρίου, τούτο γάρ άληπτον
πάντη καί άδύνατον, πλήν αύτού τού Θεού, καί τοϊς πιστεύουσιν άμάθειαν άμα καί
άσέβειαν έπιφέρει, άλλ’ ότι ό άρτος καί ό οίνος μετά τον άγιασμόν ού τυπικώς
ούδ’ είκονικώς, ούδέ χάριτι ύπερβαλλούση, ούδέ τή κοινωνίμ ή τή παρουσίμ τής
θεότητας μόνης τού Μονογενούς μεταβάλλεται εις τό σώμα καί αίμα τού Κυρίου,
ούδέ συμβεβηκός τι τού άρτου καί τού οίνου εις συμβεβηκός τι τού σώματος καί
αίματος τού Χριστού κατά τίνα τροπήν ή άλλοίωσιν μεταποιείται, άλλ’ άληθώς καί
πραγματικώς καί ούσιωδώς γίνεται ό μέν άρτος αύτό τό άληθές τού Κυρίου σώμα, ό
δ’ οίνος αύτό τό τού Κυρίου αίμα, ώς ε’ίρηται άνωτέρω. Έτι μή γίνεσθαι ύπό
τίνος άλλου τό τής Ίεράς Εύχαριστίας τούτο μυστήριον, εί μή μόνον ύπό Ίερέως
εύσεβούς καί ύπό εύσεβούς καί νομίμου έπισκόπου τήν Ίερωσύνην λαβόντος, καθ’ όν
τρόπον ή Ανατολική Εκκλησία διδάσκει. Αύτη έστίν έν συντόμψ ή τής καθολικής
Εκκλησίας καί περί τού μυστηρίου τούτου δόξα καί άληθής ομολογία καί άρχαιοτάτη
παράδοσις, ήν ού δει κολοβούσθαι κατ’ ούδένα τρόπον ύπό τών εύσεβών βουλομένων
καί άποσειομένων τούς νεωτερισμούς καί τάς βεβήλους τών αιρετικών κενοφωνίας,
άλλ’ άναγκαίως σώαν καί άδιάσειστον τηρεΐσθαι τήν νομοθετηθεΐσαν παράδοσιν.
Τούς γάρ παραβαίνοντας άποποιεΐται καί άναθεματίζει ή καθολική τού Χριστού
Εκκλησία» (Ομολογίας Δοσιθέου όρος ΙΖ).
Τήν πίστιν τής Εκκλησίας έν τή θείμ
Εύχαριστίμ έκύρωσεν ή πρώτη, ή τρίτη καί ή έβδομη Οικουμενική Σύνοδος.
Τονίζουσι δέ ότι ό έν τή θείμ Εύχαριστίμ άρτος καί οίνος μεταβάλλεται εις σώμα
καί αίμα Χριστού. Έν άπάσαις ταϊς άρχαίαις λειτουργίαις καί έν
αύταΐς ταΐς των άποσχισθεισών Εκκλησιών
ύπάρχουσιν εύχαί προς μεταβολήν τοϋ άρτου καί τοϋ οίνου εις σώμα καί αίμα
Χριστού, άλλα πλήν όλων τούτων ή μυστική πληροφορία τών έπαξίως κοινωνούντων,
αύτή μόνη μαρτυρεί τό αληθές φρόνημα τής Εκκλησίας. Μέγεθος καί άξια τοϋ
Μυστηρίου τής θείας Εύχαριστίας. Τό παραδοθέν παρά τοϋ Κυρίου μυστήριον τής
θείας Εύχαριστίας είναι τό άνώτερον όλων τών μυστηρίων είναι τό θαυμασιώτερον
τών θαυμάτων, όσα ή δύναμις τοϋ Θεού έξετέλεσεν, είναι τό ύψηλότερον έξ όσων ή
σοφία τοϋ Θεού έπενόησεν, είναι δέ καί τό τιμιώτερον όλων τών χαρισμάτων, όσα ή
άγάπη τοϋ Θεού έχαρίσατο τοϊς άνθρώποις, διότι τούτο ύπερέχει όλων τών άλλων
κατά τήν άριθμητικήν ύπερβασίαν τών όρων τής φύσεως, διότι πάντα μέν τά θαύματα
προέρχονται έξ ύπερβασίας νόμων τινών τής φύσεως, τό μυστήριον όμως τής θείας
μεταλήψεως ύπερέβη πάντας, διό καί δικαίως τό θαύμα τών θαυμάτων καί τό
μυστήριον τών μυστηρίων δύναται νακληθή καί να θεωρηθή. Ό Αριστοτέλης όρίζων
τούς τρόπους τής ύπάρξεως τών φυσικών πραγμάτων άνάγει αύτούς εις δέκα, οΰς
ονομάζει κατηγορίας, είσί δέ αί έξής: ούσία, ποσόν, ποιόν, πρός τι, πού, πότε,
κεϊσθαι, έχειν, ποιεϊν, (είτε ένεργεϊν) καί πάσχειν.
Τό μυστήριον τής θείας Εύχαριστίας
ύπερβαίνει πάντας τούς είρημένους τύπους διό καί δικαίως θαύμα θαυμάτων δύναται
να κληθή. Καί ιδού ή άπόδειξις. Θαύμα κατά τήν ούσίαν διότι τά άγια δώρα, ένώ
προ τής εύλογίας είσίν ούσία άρτου καί οίνου, μετά τήν εύλογίαν καί τον
άγιασμόν είναι ούσία τοϋ σώματος καί αίματος τοϋ Χριστού. Θαύμα κατά ποσόν
διότι όλον τό σώμα τοϋ Χριστού εις όλον τον άγιον άρτον καί έπίσης ολόκληρον
εις πάσαν μερίδα. Θαύμα κατά ποιόν διότι αίσθανόμεθα μέν τήν ποιότητα τοϋ άρτου
καί τοϋ οίνου, άλλά τρώγομεν καί πίνομεν σώμα καί αίμα Χριστού. Θαύμα κατά πρός
τι δηλαδή κατά τήν σχέσιν, διότι εις τήν θείαν Εύχαριστίαν είναι μέν αύτός ό
Τίός, όν έγέννησεν έν χρόνψ ή Παρθένος Μαρία, πλήν ένταϋθα δεν γεννάται κυρίως
έκ πατρός ή μητρός, άλλά τελεσιουργεϊται μυστηριωδώς, ώστε έν τψ τρόπψ τής
μετουσιώσεως, ήτοι τής μεταβολής τοϋ άρτου καί οίνου εις σώμα αύτοϋ, δεν
άναφέρεται ούτε εις πατέρα ούτε εις μητέρα. Θαύμα κατά τό ποϋ διότι ό αύτός
Ιησούς Χριστός είναι καί εις τον Ούρανόν καί εις τήν Τήν, καί ό αύτός εις τό
Ιερόν ήμών θυσιαστήριον. Θαύμα κατά τό πότε διότι ώς σώμα Χριστού είναι
άφθαρτον καί άθάνατον ώς αίμα Χριστού είναι πηγή ζωής αιωνίου άλλά διαμένουσι
τά θεία ιδιώματα έν τή θείμ Εύχαριστίμ ένόσω διαμένουσι τά είδη τοϋ άρτου καί
τοϋ οίνου. Θαύμα κατά τό κεϊσθαι διότι εις τήν θείαν λειτουργίαν θεωρείται ό
Ιησούς κείμενος έν τή φάτνη, ώς γεννηθείς, ώς έπί τοϋ σταυρού, ώς πάσχων, ώς
άναστάς καί άνερχόμενος εις ούρανούς, ώς άναληφθείς καί καθήμένος έν δεξιφ τοϋ
Πατρός, ώς Τίός καί Θεός. Θαύμα κατά τό έχειν διότι τό σώμα καί αίμα τοϋ Κυρίου
έχει έξωτερικήν περιβολήν τά είδη τοϋ άρτου καί τοϋ οίνου. Θαύμα κατά τό ποιεϊν
(είτε ένεργεϊν), διότι ή μετάληψις τών άχράντων μυστηρίων έγγίζει μέν τήν
αϊσθησιν, άλλ’ άγιάζει τό πνεύμα. Θαύμα τέλος κατά τό πάσχειν, διότι ό θείος
άρτος μελίζεται μέν, άλλ’ ώς σώμα Χριστού δεν διαιρείται, τρώγεται μέν, άλλ’ ώς
σώμα Χριστού δεν δαπανάται. Όθεν ή θεία Εύχαριστία, έπειδή ύπερβαίνει πάντας
τούς όρους ή τάς κατηγορίας, ύφ’ άς έκδηλοϋνται οί νόμοι τής φύσεως, είναι τό
μεγαλύτερον όλων τών θαυμάτων, έπίσης είναι καί τό ύψηλότερον, έπειδή
ύπερβαίνει πάσαν κατάληψιν. Τό μέγεθος τοϋ θαύματος τούτου θέλει γίνει
καταληπτόν, έάν λάβωμεν ύπ’ όψιν έτερον θαύμα. Ή έκ Παρθένου γέννησις τοϋ
Σωτήρος είναι μέν θαύμα, διότι δεν έννοοϋμεν, τίνι τρόπψ γεννάται έν χρόνψ καί
έκ γυναικός ό άιδιος Θεός, νοοϋμεν όμως, ότι γεννάται, διότι βλέπομεν αύτόν
τέλειον άνθρωπον, ύπερβαίνει μέν πολλούς όρους, ή πολλάς κατηγορίας, άλλά
μένουσι καί τινες, ύφ’ άς άντιλαμβανόμεθα αύτοϋ. Εις τό μυστήριον όμως, τής
θείας μεταλήψεως κρύπτεται ού μόνον ή θεότης, άλλά καί ή άνθρωπότης έόστε είναι
μυστήριον τών μυστηρίων, τόκατά πάντα τρόπον άπόκρυφον, τό ύπερβαΐνον πάντας
τούς όρους τής φυσικής γνώσεως· διά τοϋ μυστηρίου τούτου ό Θεός έδειξεν εις
ήμάς, ώς δυνατός, τό μέγιστον κράτος τής θείας αύτοϋ παντοδυναμίας, ώς σοφός
δέ, τό
μέγιστον ύψος τής θείας άγαθότητος. Τούτο
τό μυστήριον τής θείας Ευχαριστίας. Ύποδείξαντες δε τό μέγεθος καί τήν αξίαν
αυτού, ήδη μεταβαίνομεν εις τήν ύπόδειξιν τού τρόπου καθ’ δν πρέπον είναι να
προσερχώμεθα εις τήν μετάληψιν αύτού.
Πώς πρέπει να προσερχώμεθα εις τήν
μετάληψιν τών θείων μυστηρίων
Τον τρόπον, καθ’ όν ανάγκη να προσερχώμεθα
εις τήν θείαν Εύχαριστίαν, διδάσκει ήμάς ό Απόστολος Παύλος, λέγων: «Δοκιμαζέτω
δέ άνθρωπος έαυτόν, καί ούτως έκ τού άρτου έσθιέτω, καί έκ τού ποτηριού πινέτω,
ό γάρ έσθίων καί πίνων άναξίως, κρίμα έαυτφ έσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σώμα
τού Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 28-29). Ό θείος Χρυσόστομος έρμηνεύων τούτο τό ρητόν
λέγει τά έξής: «Ένδον έν τφ συνειδότι ένώπιον τού Θεού τού τά πάντα όρώντος
ποιού τήν κρίσιν καί τών ήμαρτημένων τήν έξέτασιν, καί πάντα τού βίου
άναλογιζόμενος ύπό τού νού τό κριτήριον άγε τά άμαρτήματα, διώρθου τά
πλημμελήματα, καί ούτω μετά καθαρού συνειδότος τής Ίεράς άπτου τραπέζης καί τής
άγιας μέτεχε θυσίας. Σύ σεαυτού γενού κριτής καί τών βεβιωμένων άκριβής
δικαστής, έρευνφ τό συνειδός καί τότε δέχου τό δώρον. Αν τούτο κατορθώσωμεν,
δυνησόμεθα μετά καθαρού συνειδότος καί τή Ίερφ ταύτη καί φρικτή τραπέζη
προσελθεΐν καί τά ρήματα έκεΐνα τά τή εύχή συνεζευγμένα μετά παρρησίας
φθέγξασθαι, ϊσασιν οί μεμυημένοι τό λεγόμενον διό τφ έκάστου συνειδότι
καταλιμπάνω είδέναι, πώς μέν κατορθωκότες τήν έντολήν μετά παρρησίας προέσθαι
ταύτα δυνάμεθα κατά τον καιρόν έκεΐνον τον φοβερόν». Ας έξετάζη λοιπόν έκαστος
τήν έαυτού συνείδησιν πρώτον, ϊναγνωρίση τήν ήθικήν αύτού κατάστασιν καί τήν
σχέσιν αύτού προς τον Θεόν καί τον πλησίον αύτού, καί άν εύρη αύτάς έν θεαρέστψ
καταστάσει, άς προσέλθη νά κοινωνήση, άλλως άς έπιφυλαχθή διότι ούδέν κοινόν
μεταξύ άγιου καί έναγούς.
Ό Απόστολος Παύλος νουθετών τούς
Κορινθίους μή έτεροζυγεΐν άπίστοις, ήτοι μή λαμβάνειν συζύγους άπιστους, λέγει
«Τις γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί άνομία; Τις δέ κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δέ
συμφώνησις Χριστού προς Βελίαρ;» (Β' Κορ. στ' 14), ώστε τις κοινωνία άμαρτωλφ
προς τήν θείαν μετάληψιν; Ότι δέ μετ’ εύλαβείας πρέπει να προσερχώμεθα,
διδάσκει ήμάς αύτός ό Θεός, διατάξας τφ Μωϋσή να μή πλησίαση τή καιομένη βάτψ
ύποδεδεμένος, άλλά να λύση τό ύπόδημα τών ποδών αύτού εις σημεΐον εύλαβείας
διότι ό τόπος, έν φ ϊστατο ήν άγιος. «Μωϋσή! Μή έγγίσης Φδε, λύσαι τό ύπόδημά
σου έκ τών ποδών σου ό γάρ τόπος, έν φ σύ έστηκας επ' αύτοϋ, γή άγια έστί» (Εξ.
γ' 3). Όφείλομεν άρα πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετά πάσης εύλαβείας, καθαροί
παντός μολυσμοϋ σαρκός καί πνεύματος, ϊνα άξίως μεταλαμβάνωμεν, διότι άφοϋ ό
Θεός διέταξε τφ Μωϋσή να λύση τό ύπόδημα, ϊνα πλησίαση τόπον άγιον, πόσον οφείλεις
σύ, Χριστιανέ, να λύσης πάντα δεσμόν άμαρτίας, ϊνα δεχθής έν σοί όλον τον Θεόν;
Διότι ό Άγιος έκεΐνος άρτος ούχί τό σώμα τοϋ Κυρίου έστί; Καί τό άγιον ποτήριον
ούχί τό αίμα τοϋ Κυρίου έστί; «Τό ποτήριον τής εύλογίας, δ εύλογοϋμεν, ούχί
κοινωνία τοϋ αίματος τοϋ Χριστού έστι; τον άρτον, δν κλώμεν, ούχί κοινωνία τοϋ
σώματος τοϋ Χριστού έστι;» (Α' Κορ. Τ 16). Πώς λοιπόν θά πλησίασης μέ
βεβαρημένην συνείδησιν τό πϋρ, τό φλέγον άναξίους; Άνθραξ γάρ έστι τούς
άναξίους φλέγων. Όθεν λϋσον πάντα προς τον πλησίον σου δεσμόν έχθρας, λϋσον
πάσαν άδικον συναλλαγήν, άποδος τό άλλότριον, έκκλινον άπό κακού καί ποίει
χρηστότητα, έπίστρεψον εις τον Κύριον καί πρόσελθε, ϊνα άγιασθής όλος, φωτισθής
καί γίνης ταμεΐον τής θείας χάριτος, ϊνα ένωθής μετά τοϋ Χριστού, ϊνα μείνης έν
αύτφ καί αύτός έν σοί. «Ό τρώγων μου τό σώμα καί πίνων μου τό αίμα έν έμοί
μένει καγώ έν αύτφ» (Ίω. στ' 54). Χαρακτήρ τοϋ έπαξίως μεταλαμβάνοντος. Ώ!
Πόσον εύδαίμων καί μακάριος δέον να λογίζηται ό έπαξίως τών θείων μεταλαμβάνων
μυστηρίων! Ούτος έξέρχεται τοϋ ναού όλος άνακαινισθείς, διότι τό πϋρ τής
θεότητος, τό διά τής θείας μεταλήψεως κοινωνήσαν μετά τής ψυχής τοϋ
ανθρώπου, τάς μέν αμαρτίας αυτής
κατέφλεξεν, αυτήν δε θείας ένέπλησε χάριτος, τάς φρένας ήγίασε, τάς δυνάμεις
τής ψυχής ένίσχυσε, τον νοϋν διεφώτισε καί τήν καρδίαν τφ φόβψ τού Θεού
καθήλωσε καί τέλος άνέδειξε σκήνωμα πνεύματος μόνου. Ό έπαξίως κοινωνήσας
έλαβεν ώς άρραβώνα τήν ουράνιον βασιλείαν, εύρίσκεται δε ένδεδυμένος τήν θείαν
πανοπλίαν, ήτις προφυλάττει αυτόν άπό παντός κακού καί πάσης τού πονηρού
επιβουλής, καί καθιστφ έπίφοβον καί αύτοΐς τοΐς δαίμοσιν. Ή καρδία τού έπαξίως
κοινωνήσαντος πληρούται χαράς άφάτου καί θυμηδίας άρρήτου, ούτος μόνος
αισθάνεται τήν έπελθούσαν άλλοίωσιν, έπί δέ τφ άνακαινισμφ αύτού εύφραίνεται.
Αί άρεταί πάσαι περικοσμούσι τήν καρδίαν αύτού, πόθος δέ αύτού είναι ή μετά τού
Κυρίου ένωσις. Ή ψυχική γαλήνη, ήν δίδωσιν ή συναίσθησις τής μετά τού Θεού
διαλλαγής καί κοινωνίας, καί ή βασιλεύουσα έν αύτφ ούρανία ειρήνη,
κατοπτρίζονται έπί τού ιλαρού προσώπου, τού έπαξίως κοινωνήσαντος, πάσα δέ
αύτού ή έξωτερική όψις μαρτυρεί τήν έσωτερικήν αύτού ήθικήν κατάστασιν, άγνότης
καί άθψότης, δύο περιστέφουσαι αύτόν χάριτές είσιν, άί προς πάντας περί αύτού
όμιλούσαι. Ιδού ό χαρακτήρ τού άληθώς καί έπαξίως μεταλαμβάνοντος, τοιαύτα τά
άποτελέσματα τής θείας μεταλήψεως.
Ταύτα έχων τις ύπ’ όψιν, πόσον δεν
οίκτείρει, ούχί πλέον τούς άναξίως μεταλαμβάνοντας, ή τούς μή δυναμένους έκ
κωλύοντας άμαρτήματος να μεταλάβωσιν, άλλά τούς έξ άδιαφορίας καί
περιφρονήσεως, ούτως είπεΐν, προς τήν έκ τής θείας μεταλήψεως προσγινομένην
ώφέλειαν, ψυχικήν τε καί σωματικήν άπέχοντας τής θείας Εύχαριστίας, διότι ή
ύγεία τής ψυχής έπιδράκαί έπί τής ύγείας τού σώματος, ώς γινώσκομεν ότι
συμβαίνει, καί τανάπαλιν - τι εϊπωμεν περί αύτών; ΤΙ καλέσωμεν αύτούς; Εις
ποιαν τάξιν χριστιανών κατατάξωμεν αύτούς; Ή στάσις αύτών προς τον
χριστιανισμόν είναι τοιαύτη, όποιαν μόνον οί ψυχροί καί άδιάφοροι έχουσιν, άλλ’
άραγε ούτοί είσιν άληθεΐς χριστιανοί; Τούτο ήμΐν άδηλον ό,τι δέ ή μεΐς δυνάμεθα
να γινώσκωμεν είναι, ότι οί τοιούτοι πελαγοδρομούσιν άνευ πυξίδας, άνευ
πηδαλίου καί άνευ κυβερνήτου, ούαί δέ αύτοΐς τή ήμέρμ έκείνη, ότε έπαναστήσεται
κατ’ αύτών ή θάλασσα καί πνεύσουσιν ισχυροί οί άνεμοι καί τά κύματα
κατακλύσουσι τό σκάφος αύτών. Έρημοι τότε καί έστερημένοι τής θείας παρηγοριάς,
θέλουσιν άτενίζει μέ οφθαλμόν ένδακρυν καί μέ βλέμμα άπελπισίας τά άνοιγόμενα
προ τών ποδών αύτών βάραθρα τά άπειλούντα καταποντισμόν καί παντελή άφανισμόν.
Προς τούς τοιούτους μίαν έχομεν να άποτείνωμεν άδελφικήν συμβουλήν, να σπεύσωσι
να κοινωνήσωσιν, όπως σωθώσι, διότι ούδεμία έτέρα ύπάρχει σωτηρίας έξοδος.
Μετά τήν θείαν Εύχαριστίαν
Μετά τήν θείαν Εύχαριστίαν ύμνησον εύθύς
καί εύχαρίστησον τον Κύριον, διότι σέ Ήξίωσε να γίνης κοινωνός τού σώματος καί
αίματος αύτού, δΤ άξιων τή ήμέρμ έργων δίελθε αύτήν καί άγίασον αύτήν καί έχε
αύτήν ώς παράδειγμα καί διά τάς λοιπάς τού βίου σου ήμέρας, μή άνεχθής τού
λοιπού να λυπήσης τον Άγγελον τον φύλακα τής ψυχής καί τού σώματός σου
έπιστρέφων εις τάς πρώτας σου κακίας, ώς ές λουσαμένη έπί τον βόρβορον, καί ώς
κύων έπί τό ίδιον έξέραμα, διότι δύσκολος έσται ή έπιστροφή σου, μή εϊπης, ότι
καί πάλιν μετανοώ καί πάλιν καθαρίζομαι, διότι ούχί άπολύτως έκ τής ιδίας σου
έξαρτάται θελήσεως ή μετάνοιά σου καί ή σωτηρία σου, άλλά καί έκ τής θελήσεως
τού Θεού, διότι εις τήν σωτηρίαν τού ανθρώπου δύο ένεργούσι παράγοντες, ή χάρις
τού Θεού καί ή θέλησις τού άνθρώπου. Όθεν δέον άμφότεροι να συνεργασθώσιν, όπως
τό τής σωτηρίας άποτέλεσμα έπέλθη, ή σωτηρία άραήμών, ώς μή έξαρτωμένη άπολύτως
έκ τής ήμετέρας βουλήσεως, δεν διατελεί ύπό τάς διαθέσεις ήμών, διό καί δεν
δυνάμεθα να φρονώμεν, ότι εϊμεθα κύριοι τής σωτηρίας ήμών καί ότι, όπόταν είναι
ήμΐν άρεστόν, δυνάμεθα να μετανοώμεν καί έπιστρέφωμεν άπό τών πονηριών ήμών
προς τον Κύριον, ούχί! ούχί! Αληθές, ότι ό Κύριος πάντας θέλει σωθήναι καί εις
έπίγνωσιν άληθείας
έλθεΐν, αναμένει δε την μετάνοιαν τού
αμαρτωλού, ότι είπεν, «ού θέλω θελήσει τον θάνατον τού άμαρτωλού ώς τό
έπιστρέψαι καί ζην αύτόν», άλλ’ άναμένει τον άμαρτωλόν τον έξ άγνοιας
άμαρτάνοντα, ή τον έν γνώσει μέν άμαρτάνοντα συνεπείμ ηθικής άδυναμίας, άλλά μή
όλιγωρούντα διά τά ίδια άμαρτήματα, ούχί δέ καί τον έν γνώσει άμαρτάνοντα καί
περί των άμαρτιών αύτού όλιγωρούντα, έπειδή ό τοιούτος ούδέποτε θέλει
μετανοήσει, διότι έπί σαθρών όλως θεμελίων οίκοδομεϊ, καί διότι φρονεί, ότι τό
γήρας θέλει φέρει τήν έξάλειψιν τών παθών, τήν άρσιν τών έλατηρίων προς τήν
άμαρτίαν καί τήν εύκολον προπαρασκευήν αύτού προς τήν μετάνοιαν, τήν άγουσαν
προς τήν σωτηρίαν, φρονεί δέ ότι ή φυσική άδυναμία προς διάπραξιν τής άμαρτίας
είναι ή οδός προς τήν σωτηρίαν! Πόσον πλανιόνται οί τοιούτοι! Πόσον άπέχουσιν
ούτοι τού άληθούς πνεύματος τού χριστιανισμού καί έπομένως πόσον ολίγον
δύνανται να όνομασθώσι χριστιανοί! Πόσον δέ άπέχουσι καί τού τών χριστιανών
κλήρου! Οί τοιούτοι πλανιόνται άναμένοντες μετάνοιαν καί σωτηρίαν, γνωστόν
γενέσθω αύτοΐς ότι σωτηρία ούκ έστιν αύτοΐς, διότι ούδέ μετάνοια έσται, καί
ιδού διατί, διότι οί τοιούτοι δεν έξετίμησαν τον χριστιανισμόν, είσί δέ οί κατά
τού Πνεύματος βλασφημήσαντες, διότι βλασφημία κατά τού Πνεύματος δεν είναι
μόνον τό άπρεπώς περί αύτού λαλήσαι καί άντειπείν, άλλά καί τό έμμένειν τινά
μετά τήν άμαρτίαν άδιάφορον καί άμετανόητον, διότι ό μή μετά τήν άμαρτίαν
μετανοών, ούτος ού μόνον τον θειον προσβάλλει νόμον, άλλά καί τον νομοθέτην
περιφρονεί καί περιυβρίζει, άπαξιών να δώση δίκας τών πεπραγμένων επ' αύτού.
Ό λόγος τής πλάνης τού άναβάλλοντος τήν
μετάνοιαν είναι ή τε άγνοια τού πνεύματος τού χριστιανισμού καί ή τής σημασίας
τής μετάνοιας, διότι ούτος άγνοών τό χριστιανικόν δόγμα, «Έκκλινον άπό κακού
καί ποίει χρηστότητα», καί τό «άγιοι γίνεσθε», καί τό «φρόνιμοι γίνεσθε» καί
όλας τάς λοιπάς χριστιανικός έντολάς, δι’ ών προτρεπόμεθα εις τήν άρετήν,
φρονεί, ότι ό Θεός περί τών σωμάτων μόνον φροντίδα ποιείται καί ότι αύτά ζητεί
να ώσιν άπηλλαγμένα ρύπου, όθεν δήποθεν καί άν προσλαμβάνεται ούτος, είτε έκ
τής άσθενείας τού σώματος είτε έξ έτέρου τίνος κωλύματος, ότι δέ ούτω φρονούσι,
τούτο δείκνυται έκ τών σκέψεων καί τών φρονημάτων αύτών, μάλιστα δέ έκ τής
περιλαλήτου καταστάσεις πλέον φράσεως, όταν γηράσωμεν ούχί δι’ αύτής θέλουσι να
φανερώσωσι τον χρόνον τής άδυναμίας καί άνικανότητος προς άμαρτίαν; Ούχί λοιπόν
άληθές, ότι ούτοι ούδέ μίαν περί πνευματικού βίου έχουσι γνώσιν; Ούχί άρετήν
θεωρούσιν ώς τφ Θεφ άρέσκουσαν, τήν άνικανότητα προς τήν άμαρτίαν καί τήν όπως
δήποτε άποχήν άπό τής άμαρτίας άνευ όμως τής μορφώσεως τής καρδίας, άνευ τής
προσκτήσεως άρετών καί άνευ άγώνων, άνευ τελειώσεως κτλ.; Ή άκριβής αύτή
ομολογία αύτών περί τού τρόπου, καθ’ όν άντελήφθησαν τό πνεύμα τών ήθικών άρχών
τού Χριστιανισμού, διαβεβαιοΐ ήμάς καί περί τής άληθείας, τής άγνοιας τής
σημασίας τής μετάνοιας, ούτοι ταυτίζουσι τήν μετάνοιαν μετά τής άδυναμίας προς
τήν άμαρτίαν, διό καί νομίζουσιν, ότι εύρίσκονται έν μετάνοιμ μή κατεργαζόμενοι
τά πονηρά, έστω καί έξ άδυναμίας καί άνικανότητος, διότι άλλως δεν θά έφρόνουν
ώς άποφαίνονται. Τό τιθέναι τήν μετάνοιαν έν τή άδυναμίμ, ήτοι τό λέγειν θά
μετανοήσω όταν γηράσω, τούτ’ αύτό δηλοΐ, ότι δεν έχει ό λέγων γνώσιν τής
σημασίας τής λέξεως, διότι ή μετάνοια ένώ είναι προϊόν τού συναισθητικού, ούτοι
έξαρτώσιν αύτήν έκ τού βουλητικού, άν είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να όρίσωσιν
ό,τι δεν έξαρτάται έκ τής βουλήσεως αύτών, καί άν δύνανται να μετανοήσωσιν,
άφού ή συναίσθησις καθεύδη. Πόσον πλανάται, όστις νομίζει, ότι δύναται, χωρίς να
διεγερθή ή συναίσθησις, νά άποφασιση τήν μετάνοιαν αύτού. Εάν ή συναίσθησις δέν
διεγερθή, εις μάτην άποφασιζει περί τής μετάνοιας του, ή μετάνοια προσκαλουμένη
φεύγει, άδύνατον άρα ό τοιούτος να τύχη σωτηρίας. Αλλά καί άν έννοήση ό
τοιούτος, ότι ή συναίσθησις είναι ό παράγων τής μετάνοιας, ούχήττον, έάν
παραμέληση τήν ίκανοποίησιν τής προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν
δύναται να μετανοήση, διότι ό Θεός διά τήν μεγάλην κακίαν τού πολλάκις
άμαρτήσαντος καί μή
ίκανοποιήσαντος την θείαν δικαιοσύνην δεν
εγείρει έκ τού Λήθαργου την ναρκωθεΐσαν καρδίαν αύτού, άλλ’ εγκαταλείπει αύτόν,
όπως μή έπιστρέψη, ίαθή καί σωθή, ανάγκη άρα οί όρεγόμενοι σωτηρίας καί
μελλούσης ζωής να μή άναβάλλωσι τήν μετάνοιαν αύτών, άΛΛά να σπεύδωσι να
μετανοήσωσι καί έργα άξια τής μετάνοιας να πράττωσι, δι’ ών ή θεία
ικανοποιείται δικαιοσύνη.
Άγιος Νεκτάριος
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου