Άγιος Νεκτάριος - Ταπεινός καί συκοφάντη μένος όσο ελάχιστοι στην εποχή μας...
Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
Εμφανίσεις τού Άγίου
Εμφανίσεις τού Άγίου
Άγιος Νεκτάριος - Ταπεινός καί συκοφάντη μένος όσο ελάχιστοι στην εποχή μας...
Άγιος Νεκτάριος - Ταπεινός καί συκοφάντη μένος όσο ελάχιστοι στην εποχή μας...
Ό π. Νεκτάριος Βιτάλης, γνωστότατος στο
Λαύριο για τήν δράση τον και γιά την συμπαράστασή του στον φτωχό και ξεγραμμένο
κόσμο τής υποβαθμισμένης αυτής περιοχής, διηγείται τό παρακάτω περιστατικό όπως
τού συνέβη, όταν έτοιμοθάνατος άπό καρκίνο, περίμενε άπλώς τήν ώρα τού θανάτου
τον...
Τά όσα παρουσιάζονται στήν συνέχεια έχουν
προβληθεί έπανειλημμένως στά μέσα ένημέρωσης, είναι δέ καταχωρημένα και στο
βιβλίο «ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ» -Αθήνα 1997, τού γνωστού συγγραφέα κ.
Μανώλη Μελινού.
Διηγείται ό π. Νεκτάριος Βιτάλης:
- Είχα
προσβληθεί άπό σοβαρή μορφή καρκίνου. Τό στήθος μου ήταν μιά πληγή άνοικτή πού
έτρεχε άδιάκοπα αίμα καί πύον. Άπό τούς πόνους έσκιζα τις φανέλες μου.
Κατάσταση τραγική, πήγαινα κατ’ εύθείαν στον θάνατο. Νάφαντασθεΐτε, είχα
έτοιμάσει άκόμη καί τά σάβανά μου...
Στις 26 Μαρτίου 1980 τό πρωί, συζητώντας
στο γραφείο μου στο ύπόγειο τού Ναού, μαζί μέ τήν νεωκόρο Σοφία Μπούρδου καί
τήν άγιογράφο Ελένη Κιτράκη άνοιξε ξαφνικά ή πόρτα καί μπήκε ένα άγνωστό μου
γεροντάκι.
Είχε τά γένια του κατάλευκα, κοντός καί μέ έλαφριά φαλάκρα. Ίδιος
άκριβώς όπως ό Άγιος Νεκτάριος στις φωτογραφίες πού βλέπουμε. Πήρε τρία κεριά
χωρίς νά ρίξει χρήματα κι’ άναψε μόνο τάδυό. Προσκύνησε όλες τις εικόνες τού
τέμπλου, προσπερνώντας τήν εικόνα τού Άγιου Νεκταρίου χωρίς νά τήν προσκυνήσει.
Εμένα δέν μ’ έβλεπε στο σημείο πού βρισκόμουνα. Είχα φοβερούς πόνους όταν
τράβηξα τήν κουρτίνα τού γραφείου καί προχώρησα προς τό μέρος του. Μπροστά στήν
Ωραία Πύλη σταύρωσε τις παλάμες του καί χωρίς νά κοιτάξει πουθενά, ρώτησε-
- Ό
γέροντας είν’ έδώ;
Ή νεωκόρος ξέροντας τήν άρρώστια μου
θέλησε νά μέ «προστατεύσει»...
- Όχι,
όχι...είναι μέ γρίπη στο σπίτι του...
- Δέν
πειράζει. Εύχεσθε, καί καλή Ανάσταση, είπε έκεϊνος καί έφυγε.
Ήρθε ή νεωκόρος τρέχοντας καί μού λέει·
- Πάτερ
Νεκτάριε, ό γέροντας πού μόλις έφυγε έμοιαζε ίδιος με τον Άγιο Νεκτάριο! Τά
μάτια του πετούσαν φλόγες. Μού φαίνεται ότι ήταν ό Άγιος Νεκτάριος κι’ ήλθε νά
σάς βοηθήσει...
Την ευχαρίστησα νομίζοντας ότι μοϋ έλεγε
αυτά για να με παρηγορήσει. Όμως κατά βάθος «κάτι» δεν πήγαινε καλά. Τήν
έστειλα μαζί μέ τήν άγιογράφο νά βρούνε γρήγορα τον άγνωστο καί νά τον φέρουν
πίσω. Μπήκα στο Ιερό καί προσκυνώντας τον Εσταυρωμένο κλαίγοντας, γιά μιά άκόμη
φορά παρακαλοϋσα τον Χριστό νά μέ θεραπεύσει. Τά βήματά τους μέ διέκοψαν,
- Πάτερ,
ό Γέροντας ήρθε!
Πλησίασα νά τού φιλήσω τό χέρι, άλλά μέ
ταπείνωση δέν μ’ άφησε. Έσκυψε καί φίλησε αύτός τό δικό μου! Τον ρώτησα-
- Πώς
λέγεσθε γέροντα;
- Αναστάσιος
παιδί μου, είπε, λέγοντας τό βαπτιστικό όνομα πού είχε πριν γίνει μοναχός...
Τού ύπέδειξα νά προσκυνήσει τά άγια
λείψανα. Έβγαλε ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλάκια, μ ένα μόνο μπρατσάκι. Μόλις τά
είδαμε, όλοι άνατριχιάσαμε!
Ήταν τά ίδια γυαλιά τού Αγίου Νεκταρίου
πού είχαμε στήν προθήκη μέ τά άγια λείψανα. Μού τά είχε δωρήση ή παλιά
γερόντισσα τού μοναστηριού του, στήν Αίγινα, μοναχή Νεκταρία.
- Ή
πίστη είναι τό πάν !..., είπε ό άγνωστος, καθώς φορούσε τά γυαλιά του.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΎ ΧΡΙΣΤΟΎ ΖΟΎΝ ΑΙΩΝΙΑ...
Άρχισε νά άσπάζεται μέ εύλάβεια όλα τά
άγια λείψανα καθώς τον ξεναγούσε ή νεωκόρος. Στά λείψανα τού Αγίου Νεκταρίου
Αδιαφόρησε, προσπερνώντας τα...
- Γέροντα,
μέ συγχωρείτε τού είπα. Κι’ ό Άγιος Νεκτάριος θαυματουργός είναι. Γιατί δέν τον
άσπάζεστε;
Γύρισε καί μέ κοίταξε χαμογελώντας. Τον
ρώτησα-
- Πού
μένετε Γέροντα;
Μού έδειξε τό ταβάνι, έκεί πού κτίζαμε τήν
καινούργια έκκλησία, λέγοντας,
- Τό
σπίτι μου δέν είναι άκόμη έτοιμο καί στενοχωρούμαι. Ή θέση μου δέν μού τό
έπιτρέπει νά μένω έδώ κι’ έκεί...
- Γέροντα,
τού έξομολογήθηκα, σάς είπαν ψέμματα ότι έχω γρίπη. Έχω καρκίνο! Θέλω όμως νά
γίνω καλά, νά φτιάξω τήν Αγία Τράπεζα, νά τελειώσω τήν Έκκλησία πρώτα, καί μετά
άς πεθάνω...
- Μή
στενοχωρείσαι, μού είπε. Έγώ τώρα άναχωρώ. Πηγαίνω στήν Πάρο νά προσκυνήσω τον
Άγιο Αρσένιο καί νά έπισκεφτώ καί τον παπα-Φιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας νά
φύγει. Προσπέρασε τήν μεγάλη εικόνα του χωρίς νά δώσει σημασία...
Τον σταμάτησα καί άκούμπησα τά χέρια μου
στο πρόσωπό του.
- Γεροντάκο
μου, γεροντάκο μου, του είπα, τό προσωπάκι σου μοιάζει ’ίδιο με του άγιου
Νεκταρίου πού τιμάει αυτή έδώ ή ’Εκκλησία μας...
Τότε, κύλησαν δάκρυα άπό τά μάτια του...
Με σταύρωσε, και με άγκάλιασε με τά χέρια του... Παίρνοντας θάρρος κι’ έγώ
άνοιξα τά χέρια μου νά τον άγκαλιάσω. Μόλις ' άπλωσα όμως, κι’ ένώ τον έβλεπα
μπροστά μου, τά χέρια μου έκλεισαν στο κενό !...
Ανατρίχιασα καί σταυροκοπήθηκα. Τού λέω
πάλι·
- Γέροντά
μου, σέ παρακαλώ, θέλω νά ζήσω, νά κάνω τήν πρώτη μου λειτουργία. Βοήθησέ με νά
ζήσω...
Έφυγε άπό κοντά μου καί άφού στάθηκε πέρα,
στήν εικόνα του μπροστά, μού είπε-
- Ώ,
παιδί μου Νεκτάριε, μή στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστική είναι, καί θά γίνεις
καλά! Θά γίνει τό θαύμα πού ζητφς καί θ ’ άκουστεί σέ όλο τον κόσμο. Μή
φοβάσαι...
Αμέσως χάθηκε άπό μπροστά μας μέσα άπό τήν
κλ ε ιστή πόρτα...
Έτρεξαν οί γυναίκες νά τον προφθάσουν. Τον
πρόλαβαν στήν στάση τού λεωφορείου. Μπήκε μέσα καί άπό έκεί έξαφανίσθηκε, πριν
ξεκινήσει τό λεωφορείο!...
Αύτά άναφέρει ό π. Νεκτάριος Βιτάλης, ένα
σεβαστό καί κατά πάντα άξιόπιστο πρόσωπο, παρουσίμ μαρτύρων, πού τελικά έγινε
καλά, διαψεύδοντας γιατρούς, άκτινογραφίες, καί προβλέψεις θανάτου. Γιατί επάνω
όλων βρίσκεται ό Χριστός, ό ζωντανός Θεός μας καί οί μεσίτες Άγιοί του, σύν τήν
Παναγία Μητέρα του!
Γ ιατί «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως
τάξη...:
Άγιος Νεκτάριος
Η ΖΩΗ ΤΟΥ, ΕΝΑΡΘΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΛΟΓΟ
(Από τό βιβλίο τού Μοναχού Θεόκλητου
Διονυσιάτου: Ό Άγιος Νεκτάριος ό θαυματουργός. Εκδόσεις «Ύπακοή», 1992. σελ.
153-159)
Σπάνια μπορεί να βρει κανείς δασκάλους
ύψηλών ιδεών πού προηγουμένως τις έζησαν. Κατά κανόνα οί άνθρωποι διδάσκουν
θεωρίες, πού οί ίδιοι δεν τις έχουν βιώσει, γι' αύτό καί γίνονται άντικείμενο
λαϊκού σαρκασμού. Υψηλότερη διδασκαλία άπό την εύαγγελική δέν ύπάρχει. Καί έδώ
άκριβώς δημιουργεΐται ένα δίλημμα γιά τούς δασκάλους τού Εύαγγελίου. Ποιος άπ'
αύτούς μπορεί νά ίσχυρισθεΐ ότι βιώνει τη διδασκαλία τού Κυρίου; Καί άφού δέν
την βιώνει, δέν είναι Αξιολύπητο πλάσμα νά έξαγγέλλει τις άλήθειες τού Θεού, οί
όποιες φυσικά διδάσκονται γιά νά έφαρμοσθούν στη ζωή;
Μόνο οί Άγιοι τού Θεού είναι πλήρως
έναρμονισμένοι μέ τή θεωρία καί τήν πράξη. Αύτοί διδάσκουν πράττοντες ή
πράξαντες. Ό,τι λένε βγαίνει άπό τό πλήρωμα τής ζωής τής καρδιάς των. Καί όπως
ό Κύριός των, καθώς γράφει ό ιερός Λουκάς: «ών ήρξατο ό Ιησούς ποιεΐν τέ καί
διδάσκειν», έτσι κι αύτοί: «λαβόντες τον σταυρόν, ήκολούθησαν τφ Χριστφ καί
πράττοντες έδίδασκον...».
Καί ό άγιος Νεκτάριος πλήρης άπό τούς
«καρπούς» τού Αγίου Πνεύματος ζούσε όλες τις ιδιαίτερες ένέργειές τους. Καί
φιλάδελφα τις έδίδασκε προφορικώς καί γραπτώς. Τήν προφορική, κηρυκτική
διδασκαλία του δέν τήν έχουμε. Υπάρχει όμως ή γραπτή. Τά κείμενα τού θείου
Πατέρα μας δέν είναι μία ξηρά έκθεση γνώσεων. Είναι μία άνάβλυση μέσα άπό ολόκληρο
τό είναι του. Αισθάνεται κανείς ότι, όταν περιγράφει τις ένέργειες καί τά
ιδιώματα τών άρετών, δέν κάνει τίποτε άλλο άπό τό νά έκφράζει τήν προσωπική
πείρα του. Περιγράφει τον τρόπο μέ τον όποιο ζεΐ.
Ήδη στο πρώτο μέρος τού βιβλίου
παρουσιάσαμε, κατά τό δυνατό, τήν ιστορική πορεία τού θεοφόρου ιεράρχη, άπό τή
γένεση μέχρι τό μακάριο τέλος του καί μέσα άπό τις διάφορες φάσεις τής άγιας
ζωής τού προσπαθήσαμε νά έρμηνεύσουμε, όσο μας προσεφέρετο, τήν έσωτερική έν
Χριστφ ζωή του.
Στο δεύτερο μέρος πρέπει νά συμπληρώσουμε
τή θεία εικόνα του, κάνοντας άναφορά στά βιβλία του. Γιατί, όπως σημειώσαμε, τά
κείμενα αύτά δέν άποτελούν ένα σύνολο θεωρητικής διδασκαλίας, άλλά παλμούς τής
καρδιάς, μία αύτοζωγράφηση ύστερα άπό έσωσκόπηση καί αύτοεποπτεία, ύστερα άπό
ένα άκρόαμα τών ψυχικών δονήσεων, πού οφείλονται στή θέα τού θείου φωτός, πού
έλαμπε στο νοερό όμμα τής ψυχής του.
Δέν πρέπει δέ νά μάς διαφύγει ότι ό Άγιος,
μέ τήν άγιοπνευματική διάκρισή του καί τή βαθειά ταπείνωση πού συνείχε όλο τον
ψυχοπνευματικό του κόσμο, δέν παρεσύρετο ώς προς τήν πνευματική άξια τών έκ
πίστεως θαυμάτων του, ούτε άπό τις σημαντικώτατες γιά τήν έποχή τού γνώσεις
του, ούτε άπό τά συγγράμματά του, ή άπό τις τιμές τών άνθρώπων καί τή δόξα τής
άρχιερωσύνης.
Έχοντας άσφαλή καί πνευματικά κριτήρια,
άγωνιζόταν νά ομοιωθεί μέ τό Θεό διά τών άρετών καί τών ένεργημάτων τού Αγίου
Πνεύματος, γιατί έγνώριζε μέ πνευματική πείρα, ότι χωρίς τις θεολογικές άρετές
τής πίστεως, τής έλπίδος καί κυρίως τής άγάπης, ή
ψυχή ύστερε! και αδυνατεί να κοινωνήσει με
τό Θεό τής αγάπης. Αλλά και στις αρετές μόνες δεν ήρκειτο ό θεοφόρος άνήρ.
Προχωρούσε στήν ένωση μέ τό Θεό διά τής καθαράς καί συντετριμμένης προσευχής,
πού τον έγέμιζε μέ άρρητη εύφροσύνη.
Άλλωστε είναι κοινή συνείδηση στήν
Εκκλησία ή διδασκαλία τού μεγάλου Παύλου:
«Εάν ταϊς γλώσσαις των άνθρώπων λαλώ καί
των άγγέλων, άγάπην δέ μή έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον άλαλάζον. Καί έάν
έχω προφητείαν καί είδώ τά μυστήρια πάντα καί πάσαν τήν γνώσιν, καί έάν έχω
πάσαν τήν πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν... Καί έάν ψωμίσω πάντα τά ύπάρχοντά
μου, καί έάν παραδώ τό σώμα μου ϊνακαυθήσωμαι, άγάπην δέ μή έχω, ούδέν
ώφελούμαι» (Α' Κορ. ιγ', 1-8). Καί ό θείος Πατέρας ποτέ δέν ξεγελάστηκε άπό τις
έπιφάνειες: τις γνώσεις του καί τις γλώσσες του -έγνώριζε καλά Γαλλική καί Λατινική-
ούτε άπό τά έμφυτα καί τά έπίκτητα χαρίσματά του, πού έντυπωσιάζουν τούς
πολλούς, ούτε άπό τις θαυματουργίες του, πού προκαλούν θαυμασμό.
Άλλωστε, όταν έχεις δυο πράγματα άπό τά
όποια τό μέν ένα κυριαρχεί σ' όλη σου τήν ύπόσταση, τό δέ άλλο άπλώς ύπάρχει
χωρίς νά έχει τή δύναμη νά σέ συγκινήσει, έπόμενο είναι τό δεύτερο νά τό
θεωρείς ώς μή ύπάρχον. Όταν λοιπόν ή «ύπέρ νούν ειρήνη», άδελφωμένη μέ τήν
άγάπη, τήν έλπίδακαί τή χαρά, πού ένεργούσε τό Άγιο Πνεύμα μονίμως στή θεοφόρα
καρδιά του, «συνείχαν» ολόκληρο τό ψυχοσωματικό είναι του καί προγευόταν άπό
έδώ τήν παραδείσια μακαριότητα, έπόμενο ήταν νά μή ύπήρχαν κενά στήν άγια του
ψυχή γιά άλλότριες χαρές καί μωμητές ικανοποιήσεις.
Επίσης, είναι άπαραίτητο νά σημειώσουμε,
ότι ή γλώσσα τού θεοειδούς διδασκάλου είναι στον τύπο, πού έγραφαν καί μιλούσαν
οί μορφωμένοι τής έποχής του καί πού μάθαιναν τά Ελληνόπουλα στά σχολεία. Αλλά
καί οί θεολογικοί όροι φυσικά δέν είναι οί έν χρήσει σήμερα, ούτε έπίσης οί
ψυχολογικοί. Όμως γι' αύτό δέν είναι όλιγώτερο πατερικοί, άκριβεΐς καί
έκφραστικοί τής άνθρωπολογικής, τής δογματικής καί τής πνευματικής διδασκαλίας
τής Εκκλησίας.
Τελικά θά έπρεπε νά παρατηρήσουμε ότι καί
μόνο τά κείμενα άπό τό έργο τού «Γνώθι σαυτόν» λύνουν τό μεγαλύτερο πρόβλημα
τού κόσμου: τό πρόβλημα τού άνθρώπου, πού βασανίζεται μέσα στή διαλεκτική του
κόσμου τούτου, άναζητώντας τή λύση τών προβλημάτων του έξω άπό τον έαυτό του,
ένφ τό πρόβλημα βρίσκεται μέσα του, είναι τό ίδιο τό είναι του.
Ό σατανάς έπέτυχε νά άποσπάσει τήν προσοχή
τού άνθρώπου άπό τήν προσωπική μέριμναγιά τήν έσωτερική του θεραπεία έκ τών
ψυχικών νοσημάτων του καί νά τον παρασύρει σέ μία άλόγιστη έξωστρεφή
περιπλάνηση, σέ μία διανοητική καί συναισθηματική άλητεία, μέ άποτέλεσμα νά μήν
ξέρει «πόθεν έρχεται καί πού ύπάγει», σύροντας τά κουρασμένα καί άσταθή βήματά
του έδώ κι έκεΐ, τραγικός κυνηγός σκιών, «άσωτος υιός», μακριά άπό τήν πατρική
του στέγη, πού είναι ό έντός άνθρωπος, ένοποιη μένος έν τφ Χριστφ.
Γιατί όταν ό Χριστός γεμίσει τήν ψυχή μέ
τά ένεργήματα τής πίστεως, τής έλπίδος, τής χαράς, τής άγάπης, πού μεθούν τον
άνθρωπο καί τον κάνουν «ώραιότερο άπ' όλους τούς εδραίους, πλουσιώτερο άπ'
όλους τούς πλουσίους καί δυνατώτερο άπ' όλους τούς αύτοκράτορες», πώς μπορεί νά
παγιδευθεΐ στο χώρο τών άτελείωτων άνταγωνισμών καί διεκδικήσεων καί
δικαιωμάτων σέ διαφόρων μορφών άγαθά, τή στιγμή πού σάν άληθινό τέκνο τού Θεού
τρέφεται μέ τά ύπεραγαθά, πού μας πρόσφερε ό γλυκύτατος Κύριος;
Βέβαια ό άγιος Νεκτάριος δεν φέρνει τίποτε
νέο στην έποχή μας. Τό δώρο, ή Χάρη, ή άλήθεια έχουν δοθεί έδώ καί είκοσι
αιώνες διά τού Σαρκωθέντος Λόγου. Αλλά τότε γιατί είμαστε εύγνώμονες στον
γλυκύτατο Πατέρα μας; Διότι σέ μία έποχή πού ώς Χριστιανοί κινδυνεύουμε νά
χάσουμε μαζί μέ τον προσανατολισμό κι αύτή την πίστη μας, έπειδή δέν τή ζούμε,
έρχεται σάν «ύετός έπί πόκον» μέ την άθόρυβη παρουσία τής ταπεινώσεως, νά
έπανευαγγελισθεΐ μέ τήν πράξη τών έμπειριών του καί μέ τήν έν Άγίψ Πνεύματι
έλλαμψη τών θεωριών του, τά μεγαλεία της άγιωτάτης Πίστεώς μας. Κι αύτό, όσο
ήταν «έν σαρκί». «Μετά πότμον» όμως, μετά τό σιωπηλό πέρασμά του άπό τό άστρο
μας, θορυβεί έκκωφαντικά καί ύψώνεται άπό τον Κύριο, κατά τήν ύπόσχεσή του -«ό
ταπεινών έαυτόν ύψωθήσεται»- στή θέα όλου τού κόσμου μέ τά θαύματά του.
ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΛΟΓΙΟΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Στήν έποχή τού θείου Νεκταρίου είναι
γνωστό ότι ύπήρχε πολλή άμάθεια στο λαό καί τον κλήρο, καί τά βιβλία ήταν
σπάνιο είδος. Αύτό δέν ήταν δυνατό νά διαφύγει τήν προσοχή τού σοφού ήδη καί
πολυμαθέστατου ιεράρχη, πολύ περισσότερο δέν ήταν δυνατό νά μή σπλαγχνισθεΐ
«έπί τον όχλον τούτον». Αποδίδοντας δέ ξεχωριστή σημασία στή διανοητική
καλλιέργειακαί τή μορφωτική συγκρότηση τού Χριστιανού -όπως θά κάνομε ειδικό
λόγο- έπέλεξε τον άποτελεσματικότερο τρόπο άντιμετωπίσεως τού προβλήματος: τή
συγγραφή βιβλίων.
Οί προφορικές διδασκαλίες του, ώς ιεροκήρυκα
καί ώς διευθυντού τής Ριζαρείου, προκαλούσαν βέβαια ισχυρές έντυπώσεις καί
ένθουσιασμούς. Αλλά αύτά τά είδη τής ύποδοχής τού λόγου τού Θεού δέν είναι
άνθεκτικά καί δέν παραμένονν μόνιμα στο γνωστικό της ψυχής. Γι1 αύτό ό
φιλάδελφος διδάσκαλος, ύστερα άπό έκτίμηση τών πνευματικών άναγκών τού λαού,
κινούσε έπάνω στο χαρτί τον «όξυγράφο κάλαμό» του κι έγραφε βιβλία, όσο τού
έπέτρεπαν οί τόσες άλλες άπασχολήσεις του.
Τά βιβλία πού μέχρι τώρα έξεδόθησαν -γιατί
ύπάρχουν άκόμη άνέκδοτα άπό τά κατάλοιπα τού σοφού διδασκάλου- άνήκουν σέ
διάφορα είδη τού έκκλησιαστικού λόγου: δογματικά, ήθικοπνευματικά, άπολογητικά
του Χριστιανισμού, έρμηνευτικά τών Εύαγγελίων, συγγραφές ποιμαντικής έπιστήμης
καί έκκλησιαστικής ιστορίας, έκκλησιαστική ποίηση, ύμνολογία, κατηχητικά,
άνθολογίες φιλοσοφικών καί θρησκευτικών κειμένων, κηρυγματικοί λόγοι, μελέτες
μοναχικού βίου, λειτουργικά καί πατερικές έκδόσεις.
Ή όγκωδεστάτη αύτή συγγραφική έργασία
οφείλεται στήν άκαταπόνητη φροντίδα καί τον πόθο του γιά τήν οικοδομή τών
Χριστιανών καί τή δημιουργία Ορθοδόξου συνειδήσεως, έκτος άπό τή σημαντική
παραγωγή σέ διάφορα ποιητικά μέτρα ύμνων καί φδών, πού ήταν τό «τραγούδι» του,
ή κιθάρα του, ή κινύρα τού Πνεύματος, τό μέσο μέ τό όποιο έξεδήλωνε τούς θείους
πόθους καί έρωτές του προς τήν Αγία Τριάδα καί τή βαθειά εύγνωμοσύνη του στήν
Παναγία. Τό ύμνογραφικό έργο τού θεοφόρου Νεκταρίου άνέβλυσε άπό τήν ψυχή του
πρώτα γιά προσωπική του χρήση καί κατά δεύτερο λόγο γιά νά ψάλλουν τις
ένθουσιαστικές στροφές του οί μοναχές.
Βέβαια στήν κυριολεξία δέν ήταν
ύμνογράφος, άλλά άπλώς ύμνολόγος, ύμνητής τού θείου, ένθεος στιχουργός, ψυχή
πού έμόρφωνε σέ στίχους τούς έκ βαθέων στεναγμούς του, θεόληπτος καρδιά πού
σκιρτούσε άγαλλομένη άπό τά άφόρητα ένεργήματα τού Αγίου Πνεύματος καί τά
μετουσίωνε σέ ψαλμούς καί φδές πνευματικές. Καί συχνά, άπό τή βαθειά του
ταπείνωση, ικέτευε τή Θεοτόκο καί Μητέρα τού Θεού νά τον συνδράμει
στις «κατά άνθρωπον» θλίψεις καί στους
πειρασμούς του καί νά τον βοηθήσει στις προσπάθειες του γιά τή δόξα τού Τίού
της.
Στις άξιόλογες συγγραφές τού θεοσόφου
Πατέρα μας άντανακλάται ό Ορθόδοξος θεολόγος, ό δόκιμος συγγραφέας, ό πολυμαθής
λόγιος, ό εύσυνείδητος έπιστήμων, ό ποιμένας ό καλός, ό πνευματικός άνθρωπος, ό
φωτεινός νούς, ό έμπειρος διδάσκαλος, ή άγιασμένη ψυχή, ό τέλειος Χριστιανός, ό
Άγιος της Εκκλησίας. Έγραψε κείμενα γιά όλα τά θέματα πού άφορούν στήν
έσωτερική ζωή, τά όποια σέ τελευταία άνάλυση, άντιφεγγίζουν τήν δική του ζωή
καί άγάπη καί θείο έρωτα, σάν τέλεια πίστη στο Θεό, σάν έλπίδα ζωντανή, σάν έν
Κυρίψ χαρά, σάν άδιάλειπτη προσευχή, κ.λ.π. Θά έπρεπε έδώ νά σημειωθεί, ότι στά
δυο κεφάλαια περί προσευχής, πού διδάσκει ό άγιος άρχιερέας στο βιβλίο τού
«Γνώθι σαυτόν», περιλαμβάνονται στοιχεία διαφόρων «παραδόσεων» καί διεκρίναμε
έμπειρίες καί διατυπώσεις τού Εύαγρίου, Μαξίμου Όμολογητού, Χρυσοστόμου, Μ.
Βασιλείου, Αρεοπαγίτου Διονυσίου καί Διαδόχου Φωτικής, πράγμα έκφραστικό τής
κινήσεώς του στούς πατερικούς λειμώνες μέ έλευθερία καί άνεση.
Επομένως τόσο τά βιογραφικά στοιχεία, όσο
καί τά κείμενά του συνθέτουν τήν ώραιότατη εικόνα τού θείου καί άγγελικού
ιεράρχη, στεφανωμένου μέ τά άνθη τών θεοποιών άρετών, μέ τούς «καρπούς τού
Πνεύματος», μέ τά χαρίσματα τών ιαμάτων καί τού διδασκάλου τής Εκκλησίας.
Άγιος Νεκτάριος
ΤΟ ΤΜΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
(Από τό βιβλίο τού Άχιλλέως Γ. Χαλδαιάκη:
Ό Άγιος Νεκτάριος και ή αγάπη τον γιά την ποίηση και την μουσική. Εκδόσεις
Αρμός, Αθήνα 1998, σελ. 17-32)
Σύγχρονος καθηγητής τής Υμνολογίας
διετύπωσε παλαιότερα τήν εξής σχέση: «Αν ή θρησκεία είναι ποίηση καί ή ποίηση
είναι είδος θρησκείας τής ψυχής». Πιστεύουμε ότι καί ή ύπό εξέταση ένασχόληση
τού Αγίου Νεκταρίου μέ τήν ποίηση παρομοίως έρμηνεύεταν τό μεγαλύτερο τμήμα τού
ύμνογραφικού του έργου δέν είναι απλώς ποίηση, άλλα ένας «παφλασμός» ιερών
συναισθημάτων μίας κατ’ έξοχήν θρησκευούσης ψυχής, πού βιώνει, προσεύχεται,
κηρύττει καί κατηχεί σέ λόγο έμμετρο, οίστρηλατουμένη άπό βαθειά ποιητική έξη.
Κατ’ ακρίβειαν, μάλιστα, πρέπει νά σημειωθεί ότι καταχρηστικώς άποδίδουμε στον
Άγιο τον χαρακτηρισμό «ύμνογράφος». «Στήν κυριολεξία - όπως όρθώς ήδη έχει
γραφεί- δέν ήταν ύμνογράφος, άλλά άπλώς ύμνολόγος, ύμνητής τού θείου, ένθεος
στιχουργός, ψυχή πού έμόρφωνε σέ στίχους τούς έκ βαθέων στεναγμούς του,
θεόληπτος καρδιά πού σκιρτούσε άγαλλομένη άπό τά άφόρητα ένεργήματα τού Αγίου
Πνεύματος καί τά μετουσίωνε σέ ψαλμούς καί φδές πνευματικές».
Σέ παλαιότερη πρόδρομη άνακοίνωσή μας περί
τού ύμνογραφικού έργου τού Αγίου Νεκταρίου, διετυπώσαμε έν κατακλείδι δυο
προσωπικές έκτιμήσεις γιά τήν ιδιαιτερότητα πού έκλαμβάνουν τά ύμνογραφήματά
του. Τις έπαναλαμβάνουμε καί έδώ, αύτήν τήν φορά ώς άφορμή γιά περαιτέρω
συλλογισμό έπί τού προκειμένου θέματος καί ώς έναυσμαγιά τήν προσαγωγή καί
λοιπών στοιχείων πού ή ώς σι)μέρα σχετική έρευνά μας έχει φέρει σέ φώς.
Ή πρώτη εκτίμηση συνοψίζεται στά έξής· τά
ύμνογραφήματα τού Αγίου Νεκταρίου Αποτελούν ούσιαστικώς «μεγαλοφωνώτατες
κραυγές» ένός άγωνιώντος ιεράρχου, ό όποιος μέ λόγο έμμετρο προσπαθεί νά
κατευθύνει τά διανοήματα τών πνευματικών του τέκνων προς μίαν ομαλότερη καί όσο
τό δυνατόν Απρόσκοπτη κατανόηση τών κατά τήν Θεία Λατρεία τελουμένων. Δέν είναι
τυχαίο τό γεγονός ότι -συμφώνως προς τά στοιχεία πού προκύπτουν άπό τις
κατηχητικές του έπιστολές- τελικός άποδέχτης τών ποιημάτων τού Αγίου είναι είτε
οί πιστοί πού συνέρρεαν στούς Ιερούς Ναούς τών Αθηνών όταν ό ίδιος ιερουργούσε,
είτε οί μαθητές του στήν Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, είτε πρωτίστως καί κατά
κύριο λόγο οί μοναχές της νεοπαγούς τότε Μονής τής Αίγίνης. Θά παρατηρούσαμε
μάλιστα ότι, κατά τά πρώτα τουλάχιστον στάδια της «ποιητικής του δημιουργίας»,
τά «έρεθίσματα» πού ώθούν τον Άγιο στήν ύμνογραφία προέρχονται Ακριβώς έκ τών
Ανωτέρω έξονομασθέντων Αποδεκτών. Έπιπροσθέτως ιεραρχώντας τις μαρτυρίες πού
έχουμε στήν διάθεσή μας, μπορούμε συνοπτικώς νά έπισημάνουμε τρεις έπί μέρους
στόχους προς τούς όποιους άπέβλεπε ό Άγιος διά τών έν λόγψ ποιητικών του
δημιουργιών.
Πρώτον νά ικανοποιήσει πνευματικώς τούς
άκροωμένους πιστούς: «Προχθές τήν έορτήν τών Είσοδίων τής Θεοτόκου έγένετο
Αγρυπνία εις τον ναόν τής Ύπεραγίας Θεοτόκου τον έπικαλούμενον τής Καπνικαρέας
-γράφει ό ίδιος διαζωγραφών τήν, προς αύτήν τήν κατεύθυνση, ποιμαντική του
μέριμνα-. Ή συρροή τού κόσμου ήτο έκτακτος· έψαλλον εις ήχον πλ. α' τήν φδήν
τήν έχουσαν κατ’ άλφάβητον τήν άκροστοιχίδα (sic) «Άσπιλε άμόλυντε άγνή
Παρθένε» εις τό τέλος τής λιτής. Έμαθον δ’ ότι οί πάντες ηύχαριστήθησαν».
Ιδιαίτερη εύχαρίστηση τού προξενεί ή σκέψη ότι εύσεβεΐς πιστοί θά
ευρίσκουν πνευματική ευφροσύνη καί αναψυχή
άναγινώσκοντες ή ψάλλοντες τα ποιήματα του: «...αισθάνομαι μίαν εύχαρίστησιν
-σημειώνει καί πάλι άναγγέλλων τήν αποπεράτωση τού Θεοτοκαρίου του- ού μόνον έκ
τής συγγραφής, άλλα καί έκ τής σκέψεώς του ότι αί εύσεβεΐς ψυχαί θά εύρίσκωσι
πνευματικήν εύφροσύνην διά τήν εύχαρίστησιν ταύτην, ήν ή Κυρία Θεοτόκος με
ήξίωσε νά Λάβω. Σάς παρακαλώ νά ψάλητε μίαν εύχαριστήριον φδήν εις τήν Κυρίαν
Θεοτόκον καί μία παράκλησιν, όπως με ένισχύη εις όμοια έργα καί φέρω ταύτα εις
αίσιον πέρας». Μέ παρόμοια, έ π ίσης, λόγια διατυπώνει τήν πρόθεσή του νά
έκδώσει τούς έν λόγψ θεοτοκίους ύμνους: «Προτίθεμαι, νά τυπώσω όλους τούς ύμνους
εις μικρόν σχήμα, τό ήμισυ του Προσευχηταρίου καί νά τό ονομάσω «Θεοτοκάριον
μικρόν», όπως διαδοθή καί ύμνήται ή Κυρία Θεοτόκος ύπό τών ευσεβών». Στον
πρόλογο δέ τόσο του «μικρού όσο καί τού «μεγάλου» Θεοτοκαρίου του, καταγράφει
σαφώς τον σκοπό πού έξυπηρετεΐ ή δημοσίευση τών ύμνων: «Τούς ύμνους τούτους
άπεφάσισα νά δημοσιεύσω, όπως παράσχω τοΐς άγαπώσι καί τιμώσι τήν Μητέρα τού
Κυρίου έγκόλπιόν τι έν φ νά εύρίσκωσι διατετυπωμένα τά έαυτών συναισθήματα καί
ίκανοποιώσιν αύτά ψδοντες καί ύμνούντες τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον τήν μητέρα τού
Θεού ήμών».
Δεύτερον νά συγκινήσει καί πληρώσει χαράς
τις καρδιές τών πνευματικών του τέκνων καί παραλλήλως νά προκαλέσει άρέσκεια
καί εύχαρίστηση σέ ρφθυμες, νωθρές καί νοσούσες πνευματικώς συνειδήσεις,
λειτουργών άφυπνιστικώς καί -μέσψ τών ποιημάτων του- παρακινών αύτές σέ
προσευχή καί θερμή έπίκληση τής θεϊκής βοήθειας. Μεταφέρουμε χαρακτηριστικό
σχετικό απόσπασμα από μίαν έπιστολή του προς τήν «όσια Ξένη»: «Έλαβον τήν
έπιστολήν σου καί έχάρην διά τήν ειρήνην καί τήν χαράν τής ψυχής σας καί τήν
ύγείαν σας καί εύχομαι νά ώσιν άδιάπτωτοι. Μόνον τής άγαθής Εύφημίας ή
κατάστασις μειοΐ τήν χαράν μου. Νά τή είπήτε, θέλω νά βιάση τήν καρδίαν της νά
χαίρη, θέλω νά ψάλλη ύμνους τής Κυρίας Θεοτόκου, όπως εύφρανθή ή ψυχή της. Εν
ταΐς θλίψεσιν ύμών ύμνεΐτε τήν Κυρίαν Θεοτόκον καί πάντως θ’ άπαλλαγήτε τής
θλίψεώς σας. Βιάσατε τήν καρδίαν σας ψάλλουσαι τφ Θεφ καί ύμνούσαι τήν Κυρίαν
Θεοτόκον. Θέλω νά χαίρητε πάσαι, ϊνα μή ή Λύπη εύρίσκη είσοδον εις τήν καρδίαν
σας». Σέ άλλη πάλι άδελφή, τήν Αίκατερίνα, ή όποια ώς φαίνεται άντιμετώπιζε
παρόμοια πνευματικά προβλήματα, ό Άγιος άποστέλλει -άντί άλλης άποκρίσεως καί
νουθεσίας-ποίημά του «προς τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον Γοργοεπήκοον» καί σημειώνει
σχετικώς: «...όπερ άναγινώσκουσα άνύψου τον νούν σου καί τήν καρδίαν σου προς
τήν φιλεύσπλαγχνον Μητέρα τού Κυρίου καί τεύξη τής ταχείας Αύτής βοήθειας καί
άντιλήψεως». Ή έπιδίωξη πνευματικής χαράς καί συγκινήσεως άπό τήν άνάγνωση ή
ψαλμώδηση τών ύμνογραφημάτων του άποτελεΐ βασικό μέλη μα τού Αγίου- τούτο μαρτυρεΐται
καταφανώς καί άπό όσα ό ίδιος σημειώνει, όταν στις έπιστολές πού άποστέλλει
προς τις μοναχές τής Αίγινας έπισυνάπτει καί νέους ίδικούς του ύμνους: «Σήμερον
σάς στέλλω ένα Παρακλητικόν Κανόνα προς τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον καί Αειπάρθενον
Μαρίαν έξ 24 τροπαρίων έμμέτρων, ήτοι έξ είκοσιτεσσάρων οίκων, τον όποιον
συνέταξα, όπως έκφράσω τό συναίσθημά μου καί τό φρόνημά μου. Φρονώ, ότι ή
άνάγνωσίς του θά συγκινήση τάς εύσεβεΐς καρδίας σας...». Σέ άλλην έπιστολή τού
έπισημαίνει παρεμφερώς τά άκόλουθα: «Πέμπω ύμΐν έγκλείστως τέσσαρας ώδάς, ας
συνέταξα προς τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον, ϊνα πληρωθή χαράς ή καρδία ύμών καί
άνυμνήσητε τήν Κυρίαν Θεοτόκον μέ νέους ύμνους». Επισημαίνουμε, τέλος, ότι
ορισμένες φορές ζητεί νά ένημερωθεΐ γιά τήν έντύπωση πού προξενούν τά ποιήματά
του στις μοναχές, άγων ιών προφανώς γιά τήν έκ μέρους τών μοναζουσών άποδοχή
αύτών καί ώς έκ τούτου γιά τήν έπιτυχία τού δι’ αύτών έπιδιωκομένου σκοπόν γιά
παράδειγμα, συχνώς στις έπιστολές του τήν άποστολή ύμνων συνοδεύει ή φράση
«Πιστεύω ότι θά εύχαριστήσωσιν» κ.τ.ό.
Τρίτον νά παρωθήσει σέ ενσυνείδητη
συμμετοχή τούς ευρισκομένους στήν θεία μυσταγωγία, μετερχόμενος προς τούτο τήν
ύμνογραφία ή καί τήν ψαλμψδία ώς μέσον. Συγκεκριμένως, κατά τήν περίοδο πού
διηύθυνε τήν Έιζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή «έπήνει (τούς'Ριζαρείτες) ότι έψαλλον
καλώς εις τον ναόν τής Σχολής των, πράγμα τό οποίον τον ένεθουσίαζε». 'Ομοίως
-κατά τις διηγήσεις των μαθητών του- «παρηκολούθει τούς μαθητάς εις τήν
έκδήλωσιν τού εκκλησιαστικού των ζήλου, παρευρισκόμενος εις τον ναόν εύθύς εξ
αρχής τής ακολουθίας τούΌρθρου και τού'Εσπερινού και καθ' ύλην τήν ακολουθίαν
ίστατο όχι εις τον θρόνον, άλλα εις στασίδιον κοινόν εύρισκόμενον εντός τού
δεξιού χορού, άφ' ενός μέν διά νά δίδη εις τούς μαθητάς ύπόδειγμα εκκλησιασμού,
άφ' έτέρου δέ διά νά καμαρώνη τούς δυο χορούς μέ 140 μαθητάς ψάλλοντας όλας τάς
άκολουθίας». Γενικώς έχει παρατηρηθεί ότι «ήτο μέγας ο ένθουσιασμός του, όταν
ήκουε τούς Έιζαρείτας νά ψάλλουν (τούς ύμνους του)»· μάλιστα δέ, όταν καί ό
ίδιος συνέψαλλε μετ’ αύτών «έν χορό) τό «Άνυμνόυν μεγαλύνω Σέ άχραντε»,
μετηρσιούτο» κυριολεκτικόυς. Προς τήν κατεύθυνση τής συνειδητής μετοχής στήν
θεία λατρεία άποσκοπεΐ καί ή άκόλουθη προτροπή τού Αγίου προς τις μοναχές τής
Αίγίνης, ή όποια, σημειωτέον, άπαιτεΐ ιδιαίτερη προσοχή στήν έρμηνεία της,
προκειμένου νά άποφευχθούν λανθασμένα συμπεράσματα. Γράφει συγκεκριμένως ό
Άγιος: «Τούς ύμνους, τάς ώδάς καί τούς κανόνας θά τάς δώσω εις τήν κ.
Ζερβουλάκου νά τά άντιγράψη όλα καί νά σάς τά στείλω. Έδεσα έπί τούτω έν
βιβλίον μέ τό χαρτί τούτο εις ολόκληρον τό μέγεθος, όπως γραφόυσιν έντός αύτού.
Πιστεύω ότι θά μείνητε πολύ εύχαρισττ)μέναι καί δύνασθε νά άναγινώσκητε έξ
αύτού άντί έτέρου άναγνώσματος ή κανόνος, διότι φέρουσι κατάνυξιν καί διότι αί
προς τήν Κυρίαν Θεοτόκον παρακλήσεις έχουσι τί τό όποιον δέν έχουσιν οί κανόνες
τόυν Αγίων, οϊτινες δέν είναι προσευχή, άλλ’ έπαινος τού άγιου, δυνάμεθα δέ νά
περιορισθόυμεν εις όλιγωτέρους έπαίνους. Ή άνάγνωσις τόυν Κανόνων τόυν Άγιων
καί τόυν Μηναίων καί τής Παρακλητικής δέν είναι άπολύτως άναγκαΐοι (sic),
δύνασθε άντ’ αύτόυν νά άναγινώσκητε ένα Κανόνα τής Κυρίας Θεοτόκου έκ τού
Μεγάλου Θεοτοκαρίου τού χειρογράφου, τό όποιον θά σάς στείλω. Θέλω οί λόγοι νά
όμιλόυσιν εις τήν καρδίαν σας. Θέλω νά μή έκτελήτε τύπον προσευχής, άλλά
λατρείαν διότι ή καρδία έκ τής λατρείας ικανοποιείται καί ούχί έκ τόυν τύπων
ούχί έκ τής άναγνώσεως όλων τόυν Κανόνων, οϊτινες έγράφησαν διά τον
πανηγυρισμόν τόυν Άγιων, άλλ’ έκ τού ποιού τής προσευχής. Έπιθυμόυ νά μέ
έννοήτε τί λέγω». Ή άνωτέρω προτροπή θά προκαλούσε άσφαλόυς μεγάλη φιλολογία
περί τόυν φρονημάτων τού Άγιου Νεκταρίου -γιά τήν άναγκαιότητα ή μή τόυν
κανόνων καί τόυν λοιπόυν έορταστικόυν έγκωμίων πού άναγινώσκονται στήν
Εκκλησία, γιά τήν ώφέλεια πού προέρχεται άπό αυτά ή, τέλος, γιά τήν δυνατότητα
άντικαταστάσεως τής παραδοσιακής ορθοδόξου ύμνολογίας άπό νεώτερα ποιήματα,
εύληπτότερα καί ένδεχομένως πλέον κατανυκτικά καί ψυχωφέλιμα-έάν δέν έλαμβάνετο
ύπ’ όψιν ή ίδιάζουσακατάσταση προς τήν όποιαν άποσκοπούσε ή συγκεκριμένη
ποιμαντική του μέριμνα- «έπιθυμόυ νά μέ έννοήτε τί λέγω», σημείωνε έναγωνίως ό
Άγιος κατακλείων τον προεκτεθέντα συλλογισμό του, άμφιβάλλων οπωσδήποτε γιά
τήν, έκ μέρους τόυν όλιγογραμμάτων πνευματικόυν του θυγατέρων, δυνατότητα
κατανοήσεως τής μεταξύ «τύπου προσευχής» καί «λατρείας» λεπτής διακρίσεως. Ένα
θαυμάσιο σχόλιο έπί τού προκειμένου θέματός μας παρέδωκε εσχάτως ό
όσιολογιώτατος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, παρατηρόυν σχετικόυς τά άκόλουθα:
«Όμολογόυ ότι, ύστερα άπό ζωή λατρευτική μισού ήδη αίόυνος μέσα στο αύστηρό
Κοινόβιο, μόλις τώρα άντιλαμβάνομαι αισθανόμενος αύτήν τήν λεπτή διάκριση
λατρείας καί προσευχής διά τού άκάμπτου Τυπικού, πού μ’ όλα ταύτακαλύπτει τά
τέσσερα είδη τής προσευχής: τήν δέηση, τήν αίτηση, τήν εύχαριστία καί τήν
δοξολογία διά ψαλμψδιόυν καί άναγνώσεων, όλων ώφελίμων καί άπαραιτήτων γιά τήν
διαμόρφωση έκκλησιαστικού ήθους. Άλλά ό θείος Νεκτάριος, έχοντας ύπ’ όψει του
τήν άδύνατη γυναικεία φύση, τήν όλιγομάθεια ή δυσκολία τόυν μοναζουσόυν στήν
κατανόηση καί τής γλώσσης καί τόυν νοημάτων τόυν λειτουργικόυν βιβλίων, άλλά
καί θέλοντας νά τούς
προσφέρει πιο άμεσες πνευματικές γνώσεις
μέ προσιτούς στην ψυχολογία τούς ύμνους προς την Θεοτόκον, συνιστούσε ό,τι ό
ίδιος παρήγε άπό τό πλήρωμα τού θείου έρωτός του, χωρίς, βεβαίως, να καταργεί
τα καθιερωμένα. Καί όμολογουμένως ήταν μέσα στήν αλήθεια, αφού οί απόψεις τού
αποτελούν έκφραση των αγίων έμπειριών του, γιατί έπιθυμούσε να βιώνουν όπως καί
ό ίδιος τα τέκνα του. Τό να προσπαθούν είναι νοητόν. Αλλά νά φτάσουν άμέσως,
άδύνατον. Άλλωστε καί ό άγιος Πατέρας σέ έπιστολές του παραδέχεται ότι
χρειάζεται πολύς χρόνος γιά νά φθάσει κανείς σέ πνευματικές ύψηλές καταστάσεις
καί ότι τό θειον δέν έκβιάζεται». Έπεκτείνοντας τον συλλογισμό τού γέροντος
Θεοκλήτου, σημειώνουμε έπιπροσθέτως ότι ή πρόθεση τού Αγίου νά ύποβοηθήσει τις
μοναχές -μέσψ τών ύμνων του- προς άμεσότερη βιωματική προσέγγιση τού
λειτουργικού λόγου, πιστοποιείται καί άπό τήν έξής άπολύτως ένδεικτική
παρατήρηση· τό μεγαλύτερο τμήμα τού ποιητικού του έργου ούδόλως άφίσταται τής
καθεστηκυίας ορθοδόξου ύμνογραφίας. Ό Άγιος ώς ποιητής δέν καινοτομεύ τούτο
τεκμαίρεται άπό άπλή καί μόνον φυλλομέτρηση τών ύμνογραφικών του πονημάτων: τό
Κεκραγάριον είναι τά τέσσερα βιβλία τών Εξομολογήσεων τού ιερού Αύγουστίνου,
κατά μετάφραση Εύγενίου τού Βουλγάρεως, τά όποια ό Άγιος άνήγαγεν «άπό τού πεζού
λόγου εις τον έμμετρον». Τό Ψαλτήριον είναι πάντες οί Ψαλμοί τού Δαβίδ, τούς
όποιους ό Άγιος, «ένέτεινεν εις μέτρα ποικίλα, Θεού εύδοκούντος καί έμπνέοντος,
κατά τονικήν βάσιν». Τό Θεοτοκάριον, τέλος, καί τό Τριαδικόν δέν είναι παρά τά
θεοτοκία καί τριαδικά άντιστοίχως τροπάρια τής Παρακλητικής, τού Τριωδίου ή καί
λοιπών λειτουργικών βιβλίων, έντεταμένα σέ ένιαία ή πολυποίκιλα μέτρα. Γιά τού
λόγου τό άληθές έπικαλούμεθα τήν έπομένη άπερίφραστη ομολογία τού ίδιου περί
τού Θεοτοκαρίου: «...άναγγέλλω ύμΐν εύχαρίστως, ότι ή Κυρία Θεοτόκος μέ ήξίωσε
νά φέρω εις πέρας τήν βουλήν τήν όποιαν έπεθύμουν, ήτοι νά έντείνω εις μέτρα
τής άρχαίας Ελληνικής ποιήσεως τά Θεοτοκία όλα όσα έχει ή Παρακλητική καί τούς
Κανόνας τής Κυρίας Θεοτόκου. Ή βουλή αύτη σήμερον άκριβώς τήν ένάτη έδραν
έγένετο τέλειον έργον. Άπαντα τά Θεοτοκία καί οί Κανόνες τής Θεοτόκου έγένοντο
έμμετροι». Αλλά καί περί τού Τριαδικού σημειώνει παρομοίως τά έξής: «Τούς
κανόνας τής Παρακλητικής, τούς Αναστάσιμους, τούς Σταυρωσίμους καί τούς
Κατανυκτικούς, τούς ένέτεινα εις μέτρα καί έγιναν εδραίοι, έν πολλοΐς έγένοντο
Αγνώριστοι». Τά άμιγώς προσωπικά ποιήματα τού Αγίου έλλείπουν ούσιαστικώς άπό
τό σύνολο τού ύμνογραφικού του έργου, ή ορθότερα περιορίζονται σέ μικρό
-σχετικώς προς τήν ογκώδη «ποιητική του παραγωγή»- ποσοστό ποιημάτων, τά όποια
ό ίδιος συνήθως χαρακτηρίζει φδές· πρόκειται κατά κύριο λόγο περί Θεοτοκίων
ύμνων, συμπίλημα πολυποίκιλων προσωνυμίων τής Θεοτόκου, πού στοιχειοθετούν έναν
ένθουσιαστικό χαιρετισμό προς τήν Παναγία, ξεχείλισμα τής τετρωμένης άπό οίστρο
ποιητικό ψυχής τού Αγίου. Μέ άλλα λόγια, ό Άγιος δέν άφίσταται τής
«καθεστηκυίας τάξεως», άλλά -έννοών τήν πνευματική κατάσταση αύτών προς τούς
όποιους Απευθύνεται- Αποπειράται νά μεταποιήσει καί μεταπλάσει τον κατά τήν
θεία Άατρεία ύμνογραφικό λόγο, προκειμένου νά καταστήσει αύτόν εύληπτότερο καί
ώς έκ τούτου πλέον κατανοητό.
Ή δεύτερη εκτίμηση -περί τής
ίδιαιτερότητος τού ύμνογραφικού έργου τού Αγίου Νεκταρίου- είναι έξ ίσου,
σημαντική καί ένδεχομένως πλέον ούσιώδης· τά ύμνογραφήματα τού Αγίου Νεκταρίου
Αποτελούν άναντιρρήτως άριστη έκφανση μίας Αδήριτης προσωπικής του «Ανάγκης»,
νά κοινοποιήσει τό συναίσθημα, τήν εύχαρίστηση τής καρδίας του, τον διαπνέοντα
τήν καθόλου ύπαρξή του άκόρεστον πόθο τής άνυμνήσεως καί τήν πηγαία διάθεση νά
συνθέτει ύμνους· «...ό λόγος δι’ όν δέν σοί έγραφον, -σημειώνει ό ίδιος
Απευθυνόμενο προς τήν «όσιωτάτη Ξένην» -ήτο ή διάθεσις νά γράψω ύμνους καί
ώκνουν προς έπιστολογραφίαν». Σέ άλλην έπίσης έπιστολή του παραδέχεται: «Είχον
βαρυνθή τήν έπίπονον έργασίαν τής Αειτουργικής, καί έστράφην έπί τρεις ήμέρας
εις τήν Ύμνογραφίαν, έξ ής οί τρεις ούτοι Κανόνες». Ή παρατήρηση
τούτη προσεπιμαρτυρεΐται από τό
περιεχόμενο των προλογικών σημειωμάτων όλων σχεδόν των ύμνογραφικών πονημάτων
τού Αγίου- ήδη στον πρόλογο τού μικρού Θεοτοκαρίου επισημαίνει: «Διδαχθείς ύπό
τής άγιωτάτης ήμών Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας, ότι άξιον έστίν, ώς
άληθώς, μακαρίζειν τήν Θεοτόκον καί άειπάρθενον Μαρίαν, έποίησα φδάς τινας καί
ύμνους προς αϊνεσιν καί άνύμνησιν τής παναγίας Μητρός τού Κυρίου τής
Γοργοεπηκόου καί ταχείας εις άντίληψιν, βοήθειαν καί προστασίαν των
επικαλούμενων αύτήν, καί προς έκφρασιν τής άπειρου προς Αύτήν εύγνωμοσύνης μου
διά τάς πολλάς προς εμέ Αύτής εύεργεσίας, άς παραπέλαυσα». Στον πρόλογο δε τού
Κεκραγαρίου άναγινώσκουμε τήν επομένη ένδιαφέρουσα διευκρίνηση, ή όποια,
πιστεύουμε, μαρτυρεί σαφέστατα τό «μέτρον» τής ποιητικής έξεως τού Αγίου,
δυναμένου νά άναγινώσκει πεζόν λόγον καί ή ύμνολόγος καρδία του νά μετατρέπει
αύτόν -μέ χαρακτηριστική, μάλιστα, εύκολία- σέ έμμετρον: «Τό Κεκραγάριον
-γράφει συγκεκριμένως ό Άγιος- καίτοι έν πεζφ λόγψ γεγραμμένον ούχ ήττον
δύναται νά θεωρηθή ποίημα ύψηλόν διότι έστίν άληθής ποίησις. Τό όλον
περιεχόμενον των πνευματεμφόρων τούτων συγγραμμάτων μαρτυρεί θειον ένθουσιασμόν
καί ένθεον ποιητικήν έξαρσιν, δι’ ών ό ιερός θεοφόρος συγγραφεύς μεταρσιούται
καί άνάγεται άπό των έπιγείων προς τά Ούράνια καί καθίσταται Ούρανοπολίτης. Τό
θαυμάσιον τούτο Ιερόν Βιβλίον καί Ιερόν Κεκραγάριον άναγνώσαντες καί
άγαπήσαντες καί έλκυσθέντες έκ τέ των θείων νοημάτων καί τού ποιητικού αύτού
ύφους έπεποθήσαμεν νά άναγάγωμεν αύτό άπό τού πεζού λόγου εις τον έμμετρον καί
νά περιβάλωμεν τό πεζόν διά ποιητικού περιβολαίου, ποιήσωμεν δέ τελείως
καταφανή τήν ποίησιν, καί άποδώμεν τφ Βιβλίψ τήν μάλλον άρμόζουσαν αύτφ
περιβολήν. Τήν έπιποθίαν ήμών ταύτην θείμ συνάρσει ήγάγομεν εις πέρας καί τό
λαμπρόν Κεκραγάριον τού Ιερού Αύγουστίνου περιεβλήθη τήν ποιητικήν περιβολήν
καί έποχεΐται ήδη έπί ποιητικού άρματος». Είναι, τέλος, ιδιαιτέρως
άξιοπαρατήρητον τό γεγονός ότι τά ποιήματά του έπιδρούν πρωτίστως στο προσωπικό
του συναίσθημα- ή άνωτέρω έπισημανθεΐσα άδήριτη «άνάγκη» πού τον ώθεΐ στήν
ποίηση, άντικατοπτρίζει ούσιαστικώς ψυχή πού έπιθυμεΐ νά «γεύεται» πρώτη τους
πνευματικούς καρπούς πού προκύπτουν άπό τά έν λόγψ ποιήματα καί στή συνέχεια,
βεβαίως, νά μετακενοΐ αύτούς καί στά πνευματικά του άναθρέμματα γιά κοινή,
πλέον, προσευχή καί λατρεία τού θείου. Τούτο προκύπτει άβιάστως άπό τήν έπομένη
θαυμάσια «έξομολόγηση» τού Αγίου προς τις μοναχές τής Αίγίνης, ή όποια άναφέρεται
στήν Απροσμέτρητη ώφέλεια πού προσωπικώς άπεκόμισε άπό τήν έπί τού Ψαλτηρίου
έργασία του. «Ταύτην τήν στιγμήν Θεού συνεργήσαντος έτελείωσα τό Ψαλτήριον. Ήδη
δύναμαι νά εϊπω, ότι γινώσκω τον Ψαλτήρα. Ήδη κατενόησα τό τών νοημάτων αύτού
ύψος. ’Ήδη συνησθάνθην τό μεγάλε Ιον του Ψαλτηρίου. ’Ήδη άντελήφθην τό έν τοΐς
ψαλμοΐς διαπνέον πνεύμα λατρείας προς τό Θειον. Ήδη ήσθάνθην τον πόθον τής προς
τον Θεόν άνυψώσεως. Ήδη σύνοιδα όποιον πύρ θείας άγάπης διαχέεται έν τοΐς
ψαλμοΐς. Ήδη κατενόησα τήν διαπλαστικήν τών ψαλμών έπί τής ψυχής καί τής
καρδίας δύναμιν. Ήδη ήννόησα πόσον εις προσευχήν είσίν έπιτήδειοι καί εις
έκφρασιν τού τής προς τον Θεόν λατρείας συναισθήματος. Ήδη κατενόησα, διατί
συνεστήθη ύπό τών Αγίων Ήατέρων, ώς καθημερινόν Ανάγνωσμα έν ταΐς προσευχαΐς
τών Ακολουθιών. Εγώ τού λοιπού, όταν σύν Θεφ Άγίψ τφ καταξιώσαντί με καί
φωτίσαντί με νά έντείνω εις μέτρα Αρχαία τό δυσκολώτατον τούτο βιβλίον καί νά
έρμηνεύσω καί καταστήσω κατανοητόν καί τερπνόν Ανάγνωσμα, όταν λέγω τό
έκτυπώσω, θά τό έχω έγκόλπιόν μου καί θά τό φέρω έπάνω μου όπου άν πορευθώ. Μέ
αύτό θά αινώ καί θά ύμνώ καί θά εύλογά) τον Θεόν. Δοξάσατε καί ύμεΐς άπασαι τον
Θεόν διά τήν ένίσχυσιν τήν όποιαν μοί έδωκε νά φέρω εις πέρας τό θαυμαστόν αύτό
έργον. Εύχαριστήσατε Αύτφ έπί πάσι καί δεηθήτε Αύτού νά μέ άξιώση νά τό
έκτυπώσω καί σάς τό προσφέρω ώς δώρον ιερόν προς προσευχήν καί λατρείαν τού
Θεού».
Ώς έπισφράγισμα των περί τοϋ ύμνογραφικοϋ
έργου τοϋ Άγιου Νεκταρίου συνοπτικών εδώ σχολίων, αρμόζει άναντιλλέκτως ή
επομένη έπιγραμματική, πλήν όμως αρκούντως εύγλωττη, σημείωση τού ίδιου στον
πρόλογο τού Τριαδικού του, ή όποια, φρονούμε, μάς δίδει ταυτοχρόνως καί τό
στίγμα τής αγάπης τού όσιου ιεράρχου γιά την ποίηση: «Τούς ύμνους τούτους
-γράφει- ύπηγόρευσε τό τής λατρείας συναίσθημα καί ό πόθος τού ύμνεϊν έν ύμνοις
τον Θεόν. Ή ιερά ποίησις ήν έν έμοί εύφρόσυνός τις πνευματική άσχολία
ικανοποιούσα τό θρησκευτικόν μου συναίσθημα. Διά τών ύμνων έξέφραζον τον
θαυμασμόν μου εις τά τού θείου Δημιουργού θαυμάσια έργα καί έξύμνουν τήν θείαν
σοφίαν, τήν θείαν άγαθότητακαί τήν θείαν παντοδυναμίαν».
Ή ολοκλήρωση στον μοναχισμό (Μνήμη Άγιου
Νεκταρίου)
Κείμενο ΓέροντοςΊωσήφ τού Ησυχαστή
Ό σήμερον εορταζόμενος Άγιος (Νεκτάριος)
με τό μέγεθος τής άγιαστικής του καταστάσεως, πού άπεκόμισε διά τής ορθής του
πολιτείας, συνεκλόνισε τον κόσμο ολόκληρο. Είναι δε πραγματικά ένα παρήγορο
όνομα εις όλα τά στόματα των πιστών.
Γιά τήν Εκκλησία μας αυτό δεν είναι
παράδοξο, διότι οδηγεί τά τέκνα της εις αυτό τό ύψος καί σ’ αυτές τις
διαστάσεις. Σέ μάς όμως, πού πραγματικά μάς περισφίγγουν οί τόσες μας
άδυναμίες, είναι ένα παρήγορο σημείο, τό ότι καί στις δύσκολες αύτές ή μέρες
βρίσκονται ομοιοπαθείς μέ μάς άνθρωποι, οί όποιοι όχι μόνο άπλώς κατενίκησαν τά
πάθη τους, έπέρασαν άπό τήν παρά - φύσι στήν κατά φύσι ζωή, άλλά έπέρασαν καί
τις φυσικές διαστάσεις καί έφθασαν στήν ύπέρ - φύσι, μέσα στον άγιασμό, στο
τέρμα τής τελειότατης έπαγγελίας πού είναι αύτη ή υιοθεσία. Ό σημερινός λοιπόν
Άγιος είναι άκριβώς αύτού τού ύψους.
* * * * *
Εκείνο τό όποιο έχαρακτήριζε πάντοτε αύτόν
τον ούρανομήκη φωστήρα τής Εκκλησίας μας, ήτο ότι άπό τήν μικρή του ήλικία
έπερίσσευσε μέσα του ή άγάπη προς τον πλησίον καί ή πίστι προς τον Θεό.
Κάποτε, όταν έταξίδευε μέ τό καράβι,
συνέβη μεγάλη τρικυμία. Αύτός ήτο πολύ νέος. Οί άλλοι έφοβήθησαν, αύτός όμως μέ
τήν παιδική του άπλότητακαί τήν άκεραία του πίστι προς τον Θεό, είπε σάν
προσευχή, άλλά καί σάν άπορία προς τούς συμπλέοντας: «Καλά, πώς είναι δυνατό ό
Θεός τον όποιο πιστεύομε καί έπικαλούμεθα, νά μάς άφήση νά χαθούμε καινά μήν
μάς σώση;» Καί πράγματι δέν διεψεύσθη, διότι όντως έκινδύνευσαν άλλά έσώθησαν.
Εκείνο τό όποιο, όπως είπα, τον
έχαρακτήριζε ήταν ή άγάπη προς τον πλησίον. Αύτή τον παρακινούσε, ούτως έόστε
έάν κάτι έμάνθανε άπό τήν Γραφή, ή άπό κάποιο πατερικό κείμενο τό όποιο
συντελούσε προς μετάνοια καί σωτηρία, ήθελε νά τό μεταδώση καί στον πλησίον
του. Καί έγραφε τήν πρότασι σέ χαρτάκιακαί τήν έβαζε κάπου, ή τήν έσκόρπιζε σέ
σημεία πού έπίστευε ότι θά ήμπορούσε κάποιος νά τήν διαβάση. Μέ αύτό τον τρόπο
τότε, τής παιδικότητός του, έφήρμοζε τήν προς τον πλησίον άγάπη. Ήτο ένα
δείγμα, τού τί περιείχε μέσα στήν άγια του ψυχή, διότι βλέπετε, άγκάλιασε όλο
τό πλήρωμα τών πιστών, στά τετραπέρατα τής οικουμένης.
* * * * *
Όπου έπικαλούνται τό γλυκύ του όνομα, έκεΐ
παρίσταται μέ τήν θαυματουργική του ένέργεια. Σάν ποταμός ρέουν τά θαύματα, τά
όποια άκριβώς πηγάζουν άπό τήν πλήρη άγάπης καρδία του, πού συνεχώς θέλει νά
συμπαρίσταται στον πανανθρώπινο πόνο.
Αύτός, διαπιστώνοντας τήν παχυλή άγνοια
πού εύρίσκετο ή φυλή μας, έπίστευσε ότι έάν κατορθώση νά μάθη γράμματα, θά
ήμπορούσε νά όφελήση τον πλησίον του. Έτσι λοιπόν μέσα στήν φροντίδα του αύτή,
εύρέθησαν τά κατάλληλα έκεΐνα όργανα πού έβοήθησαν σιγά-σιγά στις κλιμακώσεις
τής παιδείας, νά μεταφερθή άπό τήν στοιχειώδη
παιδεία στην μέση. Καί όταν έτελείωσε τις γυμνασιακές
του σπουδές, πού ήταν περισσότερο ανώτερες από τις σημερινές, έξασκούσε τό
έπάγγελμα τού δημοδιδασκάλου στην νήσο Χίο. Περισσότερο έπεδίδετο, όχι τόσο στο
να μάθη γράμματα τούς μικρούς μαθητές, όσο στο νά μεταδώση στούς χριστιανούς τό
νόημα τής πίστεως, τής χριστιανικής μας άγωγής. Εκεί ήτο ό πόθος του.
Αφού διεπίστωσαν οί χριστιανοί τής
περιφέρειας έκείνης τον πόθο τού νέου αύτού μέσα στήν παιδεία, έφρόντισαν καί
τον έστειλαν νά προχωρήση σέ πανεπιστημιακές σπουδές. Καί άφού έτελείωσε,
έξεδηλώνετο μέ τον τρόπο αύτό ή πεποίθησί του, ότι ήθελε οπωσδήποτε νά πλήρωσή
τήν γεμάτη χριστιανική άγάπη καρδία του καί νά ή μπορέση νά μεταδώση μέ όλες
του τις δυνάμεις στον συνάνθρωπό του τά μέσα τής σωτηρίας, τής σωστής πίστεως
καί τού βιωματισμού. Αύτό ένόμιζε, ότι θά ή μπορούσε νά τό πετύχη διά τής
μαθήσεως καί τού λόγου. Έτσι ή νεανική του τότε καί άγνή ψυχή έπίστευσε, ότι
αύτό τό έργαλεΐο τής χρειαζόταν. Γι’ αύτό καί έπεδόθη μέσα στήν έκτασι τής
παιδείας.
Όταν στο Πανεπιστήμιο έτελείωσε τήν
Θεολογία, όπως έπιθυμούσε, έγύρισε κατ’ εύθείαν προς τήν Εκκλησία. Προσελήφθη
άπό τό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας όπου έγινε Επίσκοπος μιάς Μητροπόλεως, τής
λεγομένης Πενταπόλεως. Καί ή μεγάλη του δράσι ήταν ότι δέν ύπεχώρησε ούτε στο
παραμικρό, άλλά όλες του τις δυνάμεις τις διέθετε συνεχώς στο στήριγμα τής
Εκκλησίας. Έφρόντισε άκόμα καί τούς ναούς νά καλλωπίση, είτε μέ άγιογραφίες,
είτε μέ τά ύπόλοιπα τελετουργικά καί λειτουργικά μέσα πού τούς έχρειάζοντο,
ούτως ώστε μέ αύτό τον τρόπο νά έλκύωνται περισσότερο οί πιστοί καί νά
καταρτίζωνται.
Αλλά έδώ άκριβώς άπεδείχθη ένα γεγονός·
ότι μόνο ή προσφορά τής προσπάθειας καί μόνο τό έργαλεΐο τής μαθήσεως, τά όποια
διέθετε τότε, δέν ήταν ικανά νά όλοκληρεόσουν τον πόθο τής φλέγόμενης προς τό
Θεό καρδίας του. Αναζητούσε συνεχώς νά εύρη αύτό τον τρόπο, τον οποίο έπίστευε
μέν ότι ύπάρχει, άλλά δέν τον κατείχε, ούτε στον ζήλο τον θερμό, ούτε στήν
μάθησι. Κάπου άλλού ήτο. Βλέποντας τις άτασθαλίες τών άνθρώπων καί τήν
σύγκρουσι τής έξουσίας καί τον ύπέρμετρο έναντίον του φθόνο πού έφθασε μέχρι
διωγμού, φεύγει άπό τήν έπισκοπική του θέσι καί έπιδίδεται περισσότερο μέσα
στήν προσπάθειά του αύτή, τήν όποια συνεχίζει στο νά όφελήση τον συνάνθρωπό
του.
Διωκόμενος ήλθε στήν Ελλάδα. Άρχισε ώς ίεροκήρυξ
άπό τον άμβωνα, συγγράφων καί έκφωνών πύρινους λόγους περί μετάνοιας. Ερμήνευε
τά δόγματα καί γενικά ολόκληρο τήν έκκλησιαστική μας παράδοσι. Καί εις αύτό τον
τομέα έπέδειξε ολόκληρο τον ζήλο του, πιστεύοντας ότι μέσψ αύτού τού τρόπου θά
εύρισκε αύτό τό όποιο περιείχε μέσα στήν δίψα τής άναζητήσεώς του. Έζητούσε νά
εύρη κάτι, πού καί αύτός ό ίδιος νά όλοκληρωθή καί μέσψ έκείνου νά έπιτύχη
ολόκληρο τήν άποστολή του.
Έπειτα ύπηρέτησε μέσα στήν έκκλησιαστική
έκπαίδευσι καί συγκεκριμένα στήν Ριζάρειο σχολή. Προσέφερε πολλούς καρπούς,
όπως ήδη άναφέρουν καί ζωντανά πρόσωπα, πού ύπήρξαν μαθηταί του.
Ό ζήλος του, ή εύσέβειά του δέν έμειώθη
ούτε εις αύτό τό σημείο- όμως δέν συνήντησε τό μυστικό έκεΐνο τό όποιο
άναζητούσε ή ψυχή του. Ούτε ως ίεροκήρυξ, ούτε ως ύπεύθυνος τής Ριζαρείου
Σχολής έπλήρωσε αύτό τον πόθο. Καί τότε άλλαξε πάλι, άναζητώντας συνεχώς τούς
καταλλήλους έκείνους τρόπους πού θά ολοκληρωνόταν καί αύτός ως προσωπικότης,
άλλά καί θά ήμπορούσε νά μεταδώση καί στον πλησίον του έξ ολοκλήρου πλέον αύτό
τό όποιο έχρειάζετο.
Και τότε έπίστευσε στις πατερικές γραμμές,
ότι αυτό θά τό έπετύγχανε διά τής άπολύτου συνεργασίας τής Χάριτος. Θά μού πήτε
έως τότε δεν υπήρχε μαζί του ή Χάρις; Ασφαλώς υπήρχε. Δεν υπάρχει χριστιανός
πιστός πού νά μήν έχη μαζί του τήν Θεία Χάρι. Όμως δεν είχε άκόμη εκείνη τήν
Χάρι, τήν όποια οί Πατέρες μας άκριβώς έπέτυχαν στο τέρμα τής άγωνιστικής τους
ζωής· έκείνη ή όποια πηγάζει άπό τήν πράξι καί οδηγεί τον άνθρωπο στήν θεωρία,
στον τέλειο βαθμό τού άγιασμού, στο πλήρωμα τής Θείας έπαγγελίας πού είναι ή
υιοθεσία.
Τότε έγκατέλειψε πλέον όλες τις
προσπάθειες αύτές καί άποσύρθηκε στήν ήσυχία. Ιδού πάλι ό θρίαμβος τής
πατερικής μας παραδόσεως. Ό φλογερός ρήτωρ, ό έπιτυχής ιεράρχης, ό άριστος
συγγραφεύς, διεπίστωσε ότι διά τής ήσυχίας θά έφθανε άπό τήν πράξι στήν θεωρία,
άλλά τον έμπόδιζε ό τρόπος έκεΐνος τού κοινωνισμού. Έτσι άπεσύρθη στήν ήσυχία
καί έκεΐ ίδρυσε μικρό μονήδριο, στο όποιο έγινε καί πατήρ καί προστάτης των
μοναζουσών. Μαζί μέ αύτές, έξασκώντας τήν ήσυχία καί έφαρμόζοντας άπόλυτα τό
πατερικό πνεύμα τής μοναστικής μας ίδιότητος, έπέτυχε τό πλήρωμα καί
ολοκληρώθηκε σάν προσωπικότης.
’Εδώ όμως χρειάζεται μία διευκρίνησι. Όπως
είπα καί πρίν, δέν τού έλειπε τό έφόδιο τής εισόδου προς τον άγιασμό καί τό
εύρήκε τότε μόνο. Τό κρατούσε, τό συνέχιζε. Αλλά έκεΐ τό ολοκλήρωσε. Μέσα
λοιπόν στήν ήσυχία ολοκλήρωσε τήν προσωπικότητά του- έπέτυχε τον θρίαμβο τού
άγιασμού- έγινε φωστήρας τέλειος- έτέθη έπί τήν λυχνία καί έκτοτε καί μέχρι τής
συντέλειας θά είναι ό πραγματικός λύχνος τής σημερινής μας Εκκλησίας, τό
παρήγορο σημείο όλων τών πιστών, ό θρίαμβος τής Ορθοδοξίας. Έκεΐ είναι τό
πλήρωμα τής όλοκληρώσεώς του.
Πέρασε όλα τά στάδια τής κοινωνικότητας
τής Εκκλησίας. Εις όλα προσέφερε καί έπέτυχε. Τό πλήρωμά του όμως, τό έπέτυχε
μέσα στήν πραγματική ήσυχία, όπου ή πατερική μας παράδοσι εύρίσκει τό θρίαμβό
της. Καί άκριβώς έδώ εύρίσκομε τον Άγιο Νεκτάριο ώς μοναχό. Χωρίς νά ύστερηθή
τής Ίεραρχικής του άξίας καί όλης τής προσφοράς του, μέ τό πλήρωμα τής άγάπης
του προς τούς πιστούς, ολοκληρώθηκε μέσα στήν ήσυχία σάν ήσυχαστής μοναχός.
Βλέπετε λοιπόν τήν συνέχεια τής πατερικής μας παραδόσεως;
Υπάρχουν πολλά περιστατικά πού δέν
έσχολίασα, τά όποια πραγματοποιήθηκαν κατά τήν διάρκεια τής ήσυχαστικής του
ζωής, στούς άγώνες πού έκανε στο κελλί του, άγωνιζόμενος μέ τούς λογισμούς, μέ
τούς δαίμονες, μέ τά πάθη καί μέ τήν εύχή.
* * * * *
Θά άναφέρω ένα έλάχιστο πού ένθυμούμαι,
άπό τήν έπαφή του μέ τον άείμνηστο π. Ιωακείμ Σπετσιέρη, πού τον πρόφθασε πολύ
καλά καί ήταν καί φίλοι. Όταν έρωτούσε ό π. Ιωακείμ τον Άγιο Νεκτάριο γιά τό
θέμα τής εύχής, τού έλεγε: «π. Ιωακείμ, όταν λές τήν εύχή νά συγκλονίζεσαι
ολόκληρος. Νά βγαίνη ή εύχή μέσα άπό τήν καρδιά σου, νά μήν τήν λές μόνο μέ τά
χείλη»- πού αύτό ήταν τό άπαύγασμα τής έσωτερικής του καταστάσεως στο πώς αύτός
έβιούσε τήν έσωστρέφεια, τήν νήψι καί τήν εύχή, τήν όποια ολοκλήρωσε μέσα στήν
ήσυχαστική του περίοδο σάν Νεκτάριος μοναχός.
Βλέπετε πόσο χρήσιμος, πόσο τελεία καί
πόσο βεβαία είναι ή ίδική μας άγωγή, καί πώς τήν παρέδωσαν οί Πατέρες εις έμάς
τόσο έξονυχιστικά καί λεπτομερώς οργανωμένη, καθορισμένη, έσφραγισμένη καί
έπιτυχή; Λοιπόν τώρα μέ θάρρος περισσότερο στήν ζωή
μας αυτή, τίποτε να μην μάς Λειψή. Με τα
παραδείγματα των παλαιοτέρων άΛΛά καί των προσφάτων, οί όποιοι μέσα εις αυτή
τήν ζωή επέτυχαν τό πλήρωμά τους, θά συνεχίσωμε καί έμεΙς μέ πολύ θάρρος καί
έλπίδα στον Χριστό μας, έχοντες σάν άγκυρα βεβαιότητας τήν πρεσβεία τού μεγάλου
αύτού άγιου.
Αύτά θά σάς ένθύμιζα, πού είναι γιά μάς
καύχημα. Έχοντες παρρησία στήν πρεσβεία των Αγίων μας καί άτενίζοντες στήν
πατρική τους στοργή, πιστεύομε ότι θά συνδράμουν τήν εύτέλειά μας καί θά μάς
βοηθήσουν νά έπιτύχωμε.
* * * * *
Γιατί ό Πανάγαθος Δεσπότης μας, πού
έκάλεσε καί έμάς όπως καί αύτούς, δέν έχει κάνει Λάθος στήν άπόφασι τής
άγαθότητός Του. 'Οπωσδήποτε θά δώση καί εις έμάς τό βραβείο τής έπιτυχίας.
Αμήν.
Άγιος Νεκτάριος
Ό Άγιος Νεκτάριος ώς δείκτης αληθούς
προσανατολισμοί) τού
ανθρώπου
Προέλευση κειμένου: Ιερά Μονή Ταξιαρχών
Πηλίου
Οι Άγιοι, σχολιάζει ό λόγιος μοναχός
Θεόκλητος Διονυσιάτης, είναι αυτοί πού διήνυσαν τό μακρύτερο δρόμο, άπό τή γή
στον ουρανό. Αυτοί πού πάλεψαν με τούς άόρατους εχθρούς καί τούς νίκησαν, αύτοί
πού άντέστρεψαν μέσα τους τον εμπαθή ρυθμό τής ψυχής, έγιναν ταπεινοί καί
πράοι, σκηνώματα τού Άγιου Πνεύματος, θεοί κατά χάριν. Θεός κατά χάριν είναι
καί ό παγκόσμιος Άγιος καί Διδάσκαλος τής Εκκλησίας, ό άγιος Νεκτάριος, ό
θαυματουργός Επίσκοπος Πενταπόλεως.
Ιδιαίτερα σήμερα, σέ μιά έποχή έντονα
ύλιστική, άνθρωποκεντρική, άντιπνευματική, ό θεόσοφος Ιεράρχης, έχοντας ώς
πρότυπο τό Χριστό, νηστεύοντας, άγρυπνώντας καί θέτοντας τό θέλημά του κάτω άπό
τό θείο Θέλημα, δίδει τον άληθινό προσανατολισμό τού άνθρώπου- «Μόνον τό άγαθόν
έμελέτησακαθ όλην τήν ζωήν μου καί αύτού έραστής καί έργάτης έγενόμην».
Έκθαμβο άφήνει τό μελετητή τού βίου του ή
άμνησικακία τού άνεξίκακου Άγιου- δέχεται τον άδικο διωγμό του άπό τήν
Αλεξάνδρεια μέ μακροθυμία, συνεχίζοντας νά έπικοινωνεΐ μέ τό διώκτη του
Πατριάρχη Σωφρόνιο, άποστέλλοντάς του τά βιβλία του καί γράφοντας γιά όσους τον
πίκραναν- «Έγώ ήδη άφήκα πάντα καί δέομαι ύπέρ τών άμαρτησάντων εις έμέ»,
διδάσκοντάς μας πρακτικά πώς νά σηκώνουμε τό σταυρό τών θλίψεων. Σφζεται δέ καί
μία θαυμάσια έπιστολή του γιά τήν παιδαγωγική καί πνευματική άξια τών θλίψεων
προς τον ένάρετο Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη.
Γιά τούς άπανταχού τής γής έραστές τού
πλούτου καί τής δόξας, ή άκτημοσύνη καί ή κατά Χριστόν πενία τού Άγιου
άποτελούν σκάνδαλο. Άνθρωπος τού «είναι» καί όχι τού «έχειν», πάντοτε
εύχαριστεΐ τό Θεό γιά τήν πτωχεία του, ή δέ έλεημοσύνη του είναι παροιμιώδης.
Τίποτε δέν κρατφ γιά τον έαυτό του. Όλα τά μοιράζει, τά λίγα χρήματά του, τά
ράσα του, τά παπούτσια του. Ή δέ έργασία του στο μοναστήρι τής Αίγινας
(κατασκευή λάσπης γιά τό χτίσιμο τής Μονής) γίνεται κάποτε αιτία νά δεχθεί τήν
παρατήρηση τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών ότι τάχα ύποβιβάζει τό άξίωμα τής
άρχιερωσύνης. Ό άγιώτατος Πατέρας ούτε γιά τά γεράματά του δέν άγωνιάκαί
πεθαίνει φτωχότατος στο θάλαμο ενός νοσοκομείου γιά άπορους.
Ένα μικρό «δείγμα γραφής» άξίζει νά
προσεγγίσουμε άπό τά πάμπολλα ιστορικά, ήθικά, δογματικά, έρμηνευτικά,
ύμνολογικά, κηρυκτικά κ.ά. συγγράματά του. Ώς ύποστηρικτής τής γνήσιας
ορθοδόξου έλληνικής παιδείας, τονίζει στούς συγχρόνους του- «Θρησκεία χωρίς
παιδεία οδηγεί στή δεισιδαιμονία, ένώ παιδεία χωρίς θρησκεία οδηγεί στήν
άσέβεια καί τήν άθε'ια».
Ύπεραγαπώντας τούς μαθητές του στή
Ριζάρειο Σχολή, όπου ύπηρέτησε έπί άρκετά έτη ώς Διευθυντής, είναι ένα
διαχρονικό πρότυπο ορθοδόξου χριστιανικού ήθους, πού διδάσκει τούς έφήβους κάθε
έποχής- «Ή άρετή είναι κόσμος (στολίδι) τής νεότητος».
Τέλος, ό βαρύτατα πληγωμένος άπό τη
βαυαρική προτεσταντική λαίλαπα ορθόδοξος Μοναχισμός βρίσκει στο πρόσωπο τού
θεοσόφου Ιεράρχου τον άνανεωτή καί Πατέρα του. Οί έπιστολές του προς τη
γυναικεία αδελφότητα της Ί. Μονής Άγιας Τριάδος Αίγίνης αποκαλύπτουν ένα γνήσιο
οδηγό τού μοναχικού βίου, πού διατηρεί καί συγκρατε! καί σήμερα τό Μοναχισμό
στο ύψος τής ορθοδόξου ήσυχαστικής παραδόσεως.
Τον μεγάλο τούτο διακριτικό, νηπτικό καί
θαυματουργό Πατέρα τής Εκκλησίας μας εύγνωμόνως γιά όλα εύχαριστούμε καί τον
παρακαλούμε, ώς έμπειρος ιατρός καί διδάσκαλος, ώς κανών άρετής καί πίστεως, ώς
πρεσβευτής μέ παρρησία προς τό Θεό, νά μεσιτεύει ύπέρ τού σύμπαντος κόσμου καί
τής σωτηρίας κάθε χριστιανού. Αμήν.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου