Από τής έποχής δ’ αύτής παρουσιάζεται ή τού χαρακτήρος αύτού ισχύς καί ή έμμονή εις τάς πεποιθήσεις του. Είτα δέ, όταν ό Πέτρος Αλεξανδρείας άπεκήρυξε τούς συμμέτοχους τού Μελετίου, καί δέν άπεδέχετο τό βάπτισμα αύτών, ό Άρειος έξανέστη τό πρώτον, μεμφόμενος τά γενόμενα καί διεμαρτύρετο κατά τού μέτρου τούτου τού Επισκόπου του. Καί κατ’ άκολουθίαν τούτου άπεπέμφθη άπό τής Αλεξανδρείας. Ότε δέ μετά ταύτα τον Πέτρον άποβιώσαντα διεδέξατο ό πραΰς τούς τρόπους Άχιλλάς, ό Άρειος αίτήσας συγγνώμην έγένετο δεκτός έν τή Έκκλησίμκαϊ τφ 312ψ έχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Τό περί τριαδικού Θεού δόγμα τού Χριστιανισμού, όπερ άπό τής αύτού έμφανίσεως έσκανδάλισεν Ιουδαίους καί Έλληνας, άπό δέ τών μέσων τού β' αίώνος παρουσίασε τήν αϊρεσιν τών Μοναρχιανών καί προεκάλεσε πολλάς έριδας, παρέσυρε καί τό άκάθεκτον πνεύμα τού Αρείου, τό όποιον δυσφόρως έχον προς τον Ανυπέρβλητον τού δόγματος φραγμόν, καί ζητούν τήν τού πνεύματος φίλην έλευθερίαν τήν ύπερπηδώσαν τά πάντα καί τά πάντα ύποτάσσουσαν τή ίδίμ έξουσίμ, διέσπασε τού δόγματος τά δεσμά, ϊνα έν τή έλευθερίμ αύτού είσδύση εις τά βασίλεια τών μυστηρίων καί έρευνήση αυτά καί, εί δυνατόν, ψηλαφήση καί ύπαγάγη αυτά ύπό τήν ιδίαν άντίληψιν. Ό Άρειος μελετήσας καλώς τάς θεωρίας τής Αλεξανδρινής καί τής Αντιοχειανής Σχολής προσέλαβεν έξ αύτών τά προσφυή ταΐς άρχαΐς αύτού καί διεμόρφωσεν ιδίαν θεωρίαν, λαβών παρά μέν τού Ώριγένους τήν ύπόταξιν τού λόγου, παρά δέ τού Λουκιανού τήν άρνησιν τής Όμοουσιότητος. Προς διάδοσιν δέ τής διδασκαλίας αύτού καί έπικράτησιν συνέταξε διάφορα φσματα καί ποιήματα καί διεμοίρασεν αυτά εις τον λαόν. Καί ή διδασκαλία αύτού εύρε πολλούς οπαδούς παρά τε τφ Κλήρψ καί τφ λαφ, έξ ών οί μέν ήσπάζοντο αύτήν ώς ορθήν, οί δέ έθεώρουν αύτήν ώς άκίνδυνον.
Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
9. Η ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
(Επιλεγμένα αποσπάσματα για την Α'
Οικουμενική Σύνοδο, άπό τό βιβλίο τού Αγίου Νεκταρίου
«Αί οικουμενικά! σύνοδοι τής του Χριστού
Εκκλησίας, έκδοθέν τό πρώτον τό 1892)
Ό Άρειος
Ό Άρειος έγεννήθη έν Λιβύη περί τα μέσα
τής γ' μ.Χ. εκατονταετηρίδας, έσπούδασε δε έν Αλεξανδρεία και έγένετο οπαδός
τού Ώριγένους, τού Μελετίου καί τού προϊσταμένου τής Άντιοχειανής Σχολής
Λουκιανού τού πρεσβυτέρου. Ή εύρεία αύτού παιδεία, ή φιλοσοφική αύτού μόρφωσις,
καί ή περί τήν έπιστήμην των θείων Γραφών δεινότης, κατέστησαν αύτόν
γνωστότατον, τό δέ έμβριθές αύτού σχήμα, οί όπωσούν αγέρωχοι τρόποι, τό μεγαλοπρεπές
ανάστημα, καί ή εύειδής αύτού όψις, ένέπνεον πάσι τον σεβασμόν καί συμπάθειαν.
Καί κατ’ άρχάς μέν καταλιπών τον Μελέτιον προεχειρίσθη διάκονος τής Εκκλησίας
Αλεξάνδρειάς ύπό τού Επισκόπου αύτής Πέτρου.
Από τής έποχής δ’ αύτής παρουσιάζεται ή τού χαρακτήρος αύτού ισχύς καί ή έμμονή εις τάς πεποιθήσεις του. Είτα δέ, όταν ό Πέτρος Αλεξανδρείας άπεκήρυξε τούς συμμέτοχους τού Μελετίου, καί δέν άπεδέχετο τό βάπτισμα αύτών, ό Άρειος έξανέστη τό πρώτον, μεμφόμενος τά γενόμενα καί διεμαρτύρετο κατά τού μέτρου τούτου τού Επισκόπου του. Καί κατ’ άκολουθίαν τούτου άπεπέμφθη άπό τής Αλεξανδρείας. Ότε δέ μετά ταύτα τον Πέτρον άποβιώσαντα διεδέξατο ό πραΰς τούς τρόπους Άχιλλάς, ό Άρειος αίτήσας συγγνώμην έγένετο δεκτός έν τή Έκκλησίμκαϊ τφ 312ψ έχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Τό περί τριαδικού Θεού δόγμα τού Χριστιανισμού, όπερ άπό τής αύτού έμφανίσεως έσκανδάλισεν Ιουδαίους καί Έλληνας, άπό δέ τών μέσων τού β' αίώνος παρουσίασε τήν αϊρεσιν τών Μοναρχιανών καί προεκάλεσε πολλάς έριδας, παρέσυρε καί τό άκάθεκτον πνεύμα τού Αρείου, τό όποιον δυσφόρως έχον προς τον Ανυπέρβλητον τού δόγματος φραγμόν, καί ζητούν τήν τού πνεύματος φίλην έλευθερίαν τήν ύπερπηδώσαν τά πάντα καί τά πάντα ύποτάσσουσαν τή ίδίμ έξουσίμ, διέσπασε τού δόγματος τά δεσμά, ϊνα έν τή έλευθερίμ αύτού είσδύση εις τά βασίλεια τών μυστηρίων καί έρευνήση αυτά καί, εί δυνατόν, ψηλαφήση καί ύπαγάγη αυτά ύπό τήν ιδίαν άντίληψιν. Ό Άρειος μελετήσας καλώς τάς θεωρίας τής Αλεξανδρινής καί τής Αντιοχειανής Σχολής προσέλαβεν έξ αύτών τά προσφυή ταΐς άρχαΐς αύτού καί διεμόρφωσεν ιδίαν θεωρίαν, λαβών παρά μέν τού Ώριγένους τήν ύπόταξιν τού λόγου, παρά δέ τού Λουκιανού τήν άρνησιν τής Όμοουσιότητος. Προς διάδοσιν δέ τής διδασκαλίας αύτού καί έπικράτησιν συνέταξε διάφορα φσματα καί ποιήματα καί διεμοίρασεν αυτά εις τον λαόν. Καί ή διδασκαλία αύτού εύρε πολλούς οπαδούς παρά τε τφ Κλήρψ καί τφ λαφ, έξ ών οί μέν ήσπάζοντο αύτήν ώς ορθήν, οί δέ έθεώρουν αύτήν ώς άκίνδυνον.
Από τής έποχής δ’ αύτής παρουσιάζεται ή τού χαρακτήρος αύτού ισχύς καί ή έμμονή εις τάς πεποιθήσεις του. Είτα δέ, όταν ό Πέτρος Αλεξανδρείας άπεκήρυξε τούς συμμέτοχους τού Μελετίου, καί δέν άπεδέχετο τό βάπτισμα αύτών, ό Άρειος έξανέστη τό πρώτον, μεμφόμενος τά γενόμενα καί διεμαρτύρετο κατά τού μέτρου τούτου τού Επισκόπου του. Καί κατ’ άκολουθίαν τούτου άπεπέμφθη άπό τής Αλεξανδρείας. Ότε δέ μετά ταύτα τον Πέτρον άποβιώσαντα διεδέξατο ό πραΰς τούς τρόπους Άχιλλάς, ό Άρειος αίτήσας συγγνώμην έγένετο δεκτός έν τή Έκκλησίμκαϊ τφ 312ψ έχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Τό περί τριαδικού Θεού δόγμα τού Χριστιανισμού, όπερ άπό τής αύτού έμφανίσεως έσκανδάλισεν Ιουδαίους καί Έλληνας, άπό δέ τών μέσων τού β' αίώνος παρουσίασε τήν αϊρεσιν τών Μοναρχιανών καί προεκάλεσε πολλάς έριδας, παρέσυρε καί τό άκάθεκτον πνεύμα τού Αρείου, τό όποιον δυσφόρως έχον προς τον Ανυπέρβλητον τού δόγματος φραγμόν, καί ζητούν τήν τού πνεύματος φίλην έλευθερίαν τήν ύπερπηδώσαν τά πάντα καί τά πάντα ύποτάσσουσαν τή ίδίμ έξουσίμ, διέσπασε τού δόγματος τά δεσμά, ϊνα έν τή έλευθερίμ αύτού είσδύση εις τά βασίλεια τών μυστηρίων καί έρευνήση αυτά καί, εί δυνατόν, ψηλαφήση καί ύπαγάγη αυτά ύπό τήν ιδίαν άντίληψιν. Ό Άρειος μελετήσας καλώς τάς θεωρίας τής Αλεξανδρινής καί τής Αντιοχειανής Σχολής προσέλαβεν έξ αύτών τά προσφυή ταΐς άρχαΐς αύτού καί διεμόρφωσεν ιδίαν θεωρίαν, λαβών παρά μέν τού Ώριγένους τήν ύπόταξιν τού λόγου, παρά δέ τού Λουκιανού τήν άρνησιν τής Όμοουσιότητος. Προς διάδοσιν δέ τής διδασκαλίας αύτού καί έπικράτησιν συνέταξε διάφορα φσματα καί ποιήματα καί διεμοίρασεν αυτά εις τον λαόν. Καί ή διδασκαλία αύτού εύρε πολλούς οπαδούς παρά τε τφ Κλήρψ καί τφ λαφ, έξ ών οί μέν ήσπάζοντο αύτήν ώς ορθήν, οί δέ έθεώρουν αύτήν ώς άκίνδυνον.
Ό Αθανάσιος
Μεταξύ τών περί τον Αλεξανδρείας Επίσκοπον
Κληρικών ηύξανε καί έκραταιούτο νέος τις Διάκονος, μικρός μέν τό δέμας καί
εύτελής τό Ανάστημα, Αλλά περιλαμβάνων έντός σώματος μικρού καί Ασθενούς ψυχήν
φλογέράν, αί λαμπηδόνες τής όποιας έξήστραπτον άπό τών όμμάτων αύτού. Ό
είκοσιετής ούτος νέος ό μέλλων νά πληρώση τήν Χριστιανικήν Οικουμένην διά τών
Αρετών αύτού τών σπανίων ήν ό Αθανάσιος. Νούς βαθύς, λογική ισχυρά, έπιστήμη
εύρεία, Ανθηρόν ύφος λόγου, καί τέχνη ρητορική Απαράμιλλος περιεκόσμουν αύτόν
καί κατέστησαν κρατερόν μαχητήν κατά τήν
προκειμένην σπουδαίαν έριν. Ό Αθανάσιος
κεκτημένος όξύνειαν θαυμαστήν πρακτικώτατον πνεύμα, ευφράδειαν άξιόζηλον, καί
τόλμην άκάθεκτον, έκ πρώτης άρχής ένόησε περί τίνος έπρόκειτο καί ευθύς
κατενόησε τό βάραθρον, εις ό διεκινδύνευεν ή Πίστις ημών νά πέση. Ό Αθανάσιος
βλέπων τό άσταθές τού χαρακτήρος τού άντιπάλου του, τό εύμετάβολον καί
παλίμβουλον, έπείσθη ότι ό Άρειος είτε μή τολμών νά έξηγήση σαφώς, είτε μή έχων
τήν συνείδησιν τού τελικού συμπεράσματος τών συλλογισμών αύτού, έτεινεν όμως
εις τό ν’ άρνηθή τήν θείαν τού Σωτήρος φύσιν καί καταβιβάση τό κήρυγμά του εις
τήν τάξιν άνθρωπίνου δόγματος, παραδίδων αύτό άπογεγυμνωμένον τής πανοπλίας τής
θείας άποκαλύψεως εις τάς προσβολάς τού φιλοσοφικού πνεύματος. Διό ώρμησεν επί
τον άγώνα μετά πολλής πεποιθήσεως καί έξήλθεν άπ’ αύτού επί τέλους νικητής έν
θριάμβψ, άφιερώσας ολόκληρον τήν ζωήν αύτού καί όλας αύτού τάς πνευματικάς καί
σωματικάς δυνάμεις εις τήν άμυναν τού ένσαρκωθέντος Λόγου μετά τοιούτου
άτρομήτου θάρρους, ώστε δικαίως έπεκλήθη κατόπιν «Μέγας, στύλος καί
ύποστηρικτής τής του Χριστού Εκκλησίας».
Ό Μέγας Κωνσταντίνος
Ή Θεία Πρόνοια έν τή μερίμνη αύτής ύπέρ
τής τού Χριστού Εκκλησίας είχεν έμπιστευθή τά σκήπτρα τού άχανούς τότε Ρωμαϊκού
Κράτους εις τον άληθώς Μέγαν καί Ίσαπόστολον Κωνσταντίνον όπως σώση άπό τού
σάλου τό κλυδωνιζόμενον σκάφος τής Εκκλησίας. Ούτος δυσφορών έπί τφ
έπαπειλουμένψ τή Έκκλησίμ σχίσματι άπέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν πρώτον έπιστολήν
πρός τε Αλέξανδρον τον Επίσκοπον καί προς τον Άρειον παραινών αύτούς νά
καταθέσωσι τά όπλα τής συζητήσεως καί συνδιαλλαγέντες νά έπανορθώσωσι τήν
ειρήνην τής Εκκλησίας. Αλλ’ ή φωνή τής συνέσεως καί τής μετριοπάθειας τού
Βασιλέως έπέπρωτο νά μή είσακουσθή. Διότι ό κομιστής τής είρηνοποιού ταύτης
έπιστολής Επίσκοπος Κορδούβης άμα έλθών εις Αλεξάνδρειαν, συνετάχθη μετά τού
Επισκόπου Αλεξάνδρου καί κατεδίκασε τον Άρειον. Ό δέ Άρειος έγραψε πρός τον
Βασιλέα έπιστολήν όπωσούν αύθάδη, παραπονούμενος ότι τού έπεβλήθη ύπό τών
είρημένων άργία (Εύσεβ. βίον Κωντ. 2, 64.-καί Σωκρ. 1, 5.). Ό Κωνσταντίνος ώς
πρός τήν ούσίαν τού ζητήματος δέν είχε σχηματίσει ιδίαν γνώμην καί πεποίθησιν
κατ’ άρχάς δέ μάλιστα έπεδείξατο άδιαφορίαν τινά σχεδόν θίγουσαν τά όρια τής
περιφρονήσεως, ώς έξάγεται έκ τής είρημένης έπιστολής αύτού. Εκ τούτου δέ
εύλόγως δυναταί τις νά συμπεράνη ότι ό Κωνσταντίνος διδούς μάλλον εύήκοον ούς
εις τάς περί τών δοξασιών τού Αρείου πληροφορίας τού Παμφίλου Εύσεβίου, όστις
ήν πιστός αύτού φίλος καί φίλα φρονών τφ Αρείψ, θεωρών τήν αϊρεσιν τού
τελευταίου άσήμαντον, δέν έννόησεν έξ’ άρχής τον κίνδυνον, όν διέτρεχεν ή
Πίστις έκ τών έπιβούλων δοξασιών τού Αρείου. Τής άπάτης όμως αύτής ταχέως
έξήλθεν ό Κωνσταντίνος εύθύς, άφού έπανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν έξ’
Αλεξανδρείας ό Όσιος Κορδούβης άπρακτος καί συγχρόνως, άφού έμαθεν ότι έν’
Αλεξανδρείμ συνέβαινον ταραχαί, καθ’ άς οί όχλοι ούδέ τάς εικόνας αύτού
έσεβάσθησαν. Όργισθείς λοιπόν έπί τούτοις ιδίως κατά τών περί τον Άρειον
έξαπέστειλε νέους έπιτρόπους εις Αλεξάνδρειαν κομίζοντας έπιστολήν πρός τούς
αιρετικούς αύτούς άπειλητικωτάτην, δι’ ής προσεκάλει τον Άρειον νά προσέλθη καί
νά έξηγήση ένώπιον αύτού όπερ έπρέσβευε δόγμα. Ό Άρειος παρέστη άληθώς προ τού
Βασιλέως, άλλ’ έν τή συζητήσει, ήν έπεχείρησε, τοσούτον περιέπλεξε τό πνεύμα
τού Κωνσταντίνου τό περί τάς τοιαύτας λεπτολογίας άνεπιτήδειον, έόστε ένέβαλε
τον ήγεμόνα εις πλείστας όσας άμφιβολίας. Καί έν τούτοις έξηκολούθει ή διχόνοια
καί ή ταραχή τών πνευμάτων, ούδέ έφαίνετο τρόπος θεραπείας, έως ό Βασιλεύς έν
τή συνήθει αύτού μεγαλοφυίμ έπενόησε τό πρακτέον κατά τήν προκειμένην
δυσχέρειαν καί συνεκάλεσεν έν Νικαίμ τής Βιθυνίας τούς πανταχού Ίεράρχας τής
Χριστιανοσύνης εις Οικουμενικήν Σύνοδον, όπως έξετάσασα τήν τού Αρείου
διδασκαλίαν λύση όριστικώς τήν μεγάλην ταύτην διαφοράν καί άποδώση τή Έκκλησίμ
τήν ποθουμένην ειρήνην.
Ή Α' έν Νικαίμ Οικουμενική Σύνοδος
Καί αληθώς ή ρύθμισις καί έξασφάλισις τού
Χριστιανικού δόγματος ήν ζήτημα ζωής καί θανάτου διά τον τότε κόσμον, άπό δε
τής διαρρυθμίσεως ταύτης έξηρτάτο ή γενική τού κόσμου ήθική άνακαίνισις. Διό
προσκληθέντες συνήλθον έν Νικαίμ 318 Πατέρες τής Εκκλησίας περί τά μέσα Ιουνίου
τού 325 μ.Χ. καί συνεκρότησαν τήν Α' έκκλησιαστικήν Οικουμενικήν Σύνοδον.
Τούτων δέ πρόιστανο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ό γηραιός Αλέξανδρος ό
Αλεξανδρείας ύπό τού νεαρού αύτού Συμβούλου καί Διακόνου δορυφορούμένος, τού Μ.
Αθανασίου. Τον δέ Πάπαν Ρώμης Σίλβεστρον καί τον διάδοχον αύτού Ιούλιον άντεπροσώπευσαν
οί παρ’ αύτού άποσταλέντες πληρεξούσιοι, ό Όσιος Κορδούβης Επίσκοπος τής
Ισπανίας καί δύω πρεσβύτεροι, οί Βικέντιος καί Βίτων. Παρ’ αύτοϊς δέ παρέστησαν
οί Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος, Ιάκωβος, Μάξιμος καί άλλοι κεκοσμημένοι
πάντες δΤ άποστολικών χαρισμάτων. Ούχ ήτον προς τούτοις παρίστατο καί πλήθος
άλλο Κληρικών, Πρεσβυτέρων καί Διακόνων. Κατά τήν πρώτην αύτών έπίσημον
συνεδρίαν τήν γενομένην τήν 5ην ή 6ην Ιουλίου ό Βασιλεύς Κωνσταντίνος έξεφώνησε
τον έναρκτήριον λόγον έν τή λατινική γλώσση μεθερμηνευόμενον αύτοστιγμεί εις
τήν έλληνικήν, δι’ ού έλεγεν ότι ό τής ίεράς ταύτης θρησκείας νόμος έκ τών
κόλπων τής Ανατολής προέκυψεν, άποκαλών τούς λειτουργούς αύτής άρχηγούς τής τών
έθνών σωτηρίας. Είτα δέ κατά σειράν καί έν τάξει έξετέθησαν ύπό τού Αρείου καί
τών αύτού οπαδών αί γνώμαι καί δοξασίαι, άλλά γενναίως καί λογικώς έπολεμήθησαν
αύται ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας.
Σπουδαιότης τής Α' Οικουμενικής Συνόδου
Ίνα κατανοηθή δέ ή σπουδαιότης αύτής τής
Συνόδου, πρέπει νά έκτεθή ένταύθα διά βραχέων ό φιλοσοφικός οργασμός τών
πνευμάτων τής έποχής έκείνης, όστις έτεινε νά καθυποτάξη τό δόγμα εις τήν
γνώσιν, ήτις έζήτει τρόπον τινά νά άψηται τή χειρί καί, εί δυνατόν ψηλαφήση πάν
ό,τι ό Χριστιανισμός παρέδιδεν ώς μυστήριον καί ώς δόγμα πίστεως. Τον Χριστιανισμόν
άναφανέντα σκάνδαλον μέν τοϊς Ίουδαίοις, μωρίαν δέ τοϊς Έλλησιν, έζήτουν
άμφότεροι, Ιουδαίοι τε καί Έλληνες, διά τών φιλοσοφικών χωνευτηρίων νά
άναδείξωσιν άπό θρησκείαν έξ άποκαλύψεως, σύστημά τι φιλοσοφικόν μάλλον
ικανοποιούν τάς άπαιτήσεις τής ύπερηφάνου τού άνθρώπου φιλοσοφίας, ή έπαναπαύον
τό θρησκευτικόν αίσθημα τού άνθρώπου. Οί φιλόσοφοι περιφρονήσαντες τάς
άπαιτήσεις τής καρδίας τής τερπομένης έν τφ μυστηρίψ τής θρησκείας έζήτουν νά
ίκανοποιήσωσι τον νούν δι’ άπολύτου τρόπου, ύποτάσσοντες αύτφ πάσαν άλήθειαν.
Αλλ’ ήγνόουν ότι ύπάρχουσι καί άλήθειαι, άνώτεραι, τής νοητικής ήμών
άντιλήψεως, μή γινόμεναι καταληπταί ύπό τού πεπερασμένου νοός τού άνθρώπου,
ήτις λαμβάνει γνώσιν αύτών, πείθεται δέ περί τής πραγματικότητος αύτών, καί
μαρτυρεί περί τής ύπερφυσικής ύπάρξεως αύτών. Ήγνόουν ότι ό άνθρωπος δεν
έγεννήθη, ίνα άποβή μόνον φιλόσοφος, άλλά καί όν θρησκευτικόν. Καίτοι
φιλοσοφούντες έδείκνυντο τό άφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες, διότι ό
άνθρωπος δεν είναι μόνον νούς, άλλά καί καρδία, αί δυνάμεις τών δύο τούτων
κέντρων άμοιβαίως βοηθούμεναι άναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον καί
διδάσκουσιν αύτφ όσα ούδέποτε διά μέσου τού νοός νά διδαχθή ήδύνατο. Εάν ό νούς
είναι ό διδάσκαλος τού φυσικού κόσμου, ή καρδία είναι διδάσκαλος τού
ύπερφυσικού κόσμου, τού όποιου ίσως καθ’ όμοίωσιν έγένετο ό αισθητός κόσμος,
ούτινος τότε μανθάνομεν τά καθ ’ έκαστα άκριβώς, όταν διά τής καρδίας
διδαχθώμεν τά τού ύπερφυσικού κόσμου, φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ
θρησκευτικού αισθήματος, είναι άφιλοσόφητος διότι δεν είδε τό καθ’ όλου, άλλά
τό κατά μέρος. Ενόσω δέ δεν άναχθή εις τό καθ’ όλου, ήτοι εις τήν καθ’ όλου
περί τού κόσμου έννοιαν, έν ή περιέχεται ό τέ αισθητός καί ό ύπέρ αϊσθησιν
κόσμος (διότι ό κατ’ αϊσθησιν κόσμος είναι τό κατά μέρος), ούδέποτε θέλει φθάσει
εις τό καθ’ όλου άνευ θρησκευτικού αισθήματος
διδάσκοντος την έν τφ ύπερφυσικφ κόσμψ
ύπαρξιν τού καθ’ όλου. 'Υπό την μίαν ταύτην όψιν έξήτασεν ανέκαθεν τον
χριστιανισμόν ό τέ Ιουδαϊσμός καί ή Ελληνική φιλοσοφία. Ό Ιουδαϊσμός καί ή
Ελληνική φιλοσοφία συναντηθέντα έν Αίγύπτψ έν κοινώ σταδίψ καί έπωφεληθέντα
άλλήλα έμόρφωσαν διαφόρους θεωρίας καί φιλοσοφικά συστήματα. Ή Αλεξάνδρεια έν
μεταιχμίψ τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασιάς καί Αφρικής κτισθεΐσα έν τφ κέντρψ
ούτως είπεΐν τού άρχαίου κόσμου, ύπήρξεν ή έστία ζώσης τών ιδεών έπικοινωνίας
καί τό γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων. Ή Πυθαγόρειος φιλοσοφία, ή προ ικανών
χρόνων έν ταΐς δέ τοΐς τών έκλιπάντων φιλοσοφικών συστημάτων έγγραφεΐσα,
άνεφάνη μετά τάς άρχάς τής τελευταίας προ Χριστού έκατονταετηρίδος ύπό τήν μορφήν
τής Νεοπυθαγορείου φιλοσοφίας. Οί έν Αλεξανδρείμ Ιουδαίοι φρονούντες ότι διά
τής μελέτης τής Ελληνικής φιλοσοφίας ένεβάθυνον πλειότερον εις τήν μυστηριώδη
τού Μωυσέως σοφίαν, έπεδόθησαν εις αύτήν, παρήγαγε δέ ή έπίδοσις αύτη τοιαύτην
τινά πνευματικήν κίνησιν, ήν συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, καί ής ό
χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσάίκής θεολογίας καί Ελληνικής
φιλοσοφίας, ιδία δέ Πλατωνικών καί Στωικών ιδεών τούτο δείκνυται, προδήλως έν
τφ ώριμωτάτψ τής Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τφ του Φίλωνος συγγράμματι,
εις ου τήν μόρφωσιν συνετέλεσεν έξ ίσου ή τε Μωσάίκή θεολογία καί ή Ελληνική
φιλοσοφία. Τά φιλοσοφικά συστήματα τού Πλάτωνος, τού Αριστοτέλους, καί τό τής
Στοάς, εύρόντα έν Αλεξανδρείμ διαπύρους θιασώτας, έμβριθώς ήρευνώντο τό
φιλοσοφικόν πνεύμα μή δυνάμενον νά άναπαυθή έν τή άποδοχή τής διδασκαλίας τού
Μονοθεϊσμού, τού άπολύτως ύπερβατικώς προς τον κόσμον εύρισκομένου καί έν
ούδεμιφ σχέσει προς τον κόσμον έρχομένου, μηδ’ έν τή Πανθεϊστική θεωρίμ, καθ’
ήν τό θειον άπόλλυται έν τή φύσει, καί τεΐνον μεσαίαν τινά νά άνακαλύψη άρχήν
συμβιβάζουσαν έκατέρωθεν τήν άλήθειαν, εύρίσκετο έν ζωηρφ φιλοσοφικφ όργασμφ.
Έν τφ χρόνψ τούτψ ένεφανίσθη ό χριστιανισμός έπαγγελλόμενος τήν πλήρη τών
άπαιτήσεων ίκανοποίησιν. Οί οπαδοί τών διαφόρων συστημάτων εύρόντες έν αύτφ τον
σύνδεσμον τών μονομερών άληθειών τών έν τε τφ Ίουδάίσμφ καί Έθνισμφ
εύρισκομένων προσωκειώθησαν αύτόν. Επειδή όμως ό χριστιανισμός είναι σοφία έξ
άποκαλύψεως, δέν άποβαίνει δέ καταληπτή καθ’ όλου τοΐς μέτρψ φιλοσοφικώς μετρούσιν
αύτήν, διά τούτο δέν έγίνετο άσπαστος καθ’ όλου, άλλά κατά μέρος. Επειδή όμως
τό μέρος δέν ήδύνατο νά ίκανοποιήση τάς άπαιτήσεις τού φιλοσοφικού νοός, ούτος
έμορφου ίδιον σύστημα, έν φ έφρόνει ότι εύρίσκετο ή όλη άλήθεια. Τό σύστημα
τούτο ύπό τής Εκκλησίας άποδοκιμαζόμενον έκαλεΐτο αϊρεσις τοιούτψ τρόπψ
έμορφώθησαν αί διάφοροι αιρέσεις, αϊτινες ούδέν άλλο ήσαν ή φιλοσοφικά
συστήματα φέροντα άντί τού φιλοσοφικού τρίβωνος τήν χριστιανικήν άλουργίδα. Ό
χριστιανικός αύτών χαρακτήρ ήν άπλώς ή έξωτερική αύτών χροιά ούσιαστικώς όμως
ήσαν καθαρά προϊόντα τής Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Ή άνάπτυξις τής διδασκαλίας
τού Αρείου ίκανώς άπέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα τής διδασκαλίας των. Ή
χριστιανική άρα διδασκαλία, φανεΐσα έν έποχή πλήρει φιλοσοφικής ζωής καί πνευματικού
οργασμού καί ύφ’ άπάντων πολεμουμένη, έξ άπαντος τελείως θά διεστρέφετο καί θά
ήλλοιούτο, έάν μή εύθύς έξ άρχής θεΐαι καί ίεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι καί τάς
έτεροδιδασκαλίας άποτελεσματικώς μή άπέκλειον τής ορθοδόξου διδασκαλίας τής
Εκκλησίας, καί Σύμβολα, καί Δόγματα, καί Κανόνας, καί Διατάξεις μή συνέταττον
προς φρούρησιν καί διατήρησιν τής καθαρότητος καί άγιότητος αύτής.
Ή διδασκαλία τού Αρείου
Ό Άρειος δογματίσας, ώς Ανωτέρω έρρήθη,
ότι ό υιός καί λόγος τού Θεού είναι μέν προ παντός χρόνου, άλλ’ ούχί καί
ύπάρχων, «ήν ότε ούκ ήν» καί ότι δέν έγεννήθη έκ τού πατρός, άλλά θελήματι τού
πατρός έκ τού μηδενός έκτίσθη καί έπομένως ήτο κτίσμα έξ ούκ όντων ότι ό Θεός
δέν ήτο πάντοτε πατήρ, ούδ’ ό υιός ύπήρχε πριν γεννηθή, δηλ.
κτισθή, άλλ’ ουδέ έκ τής ουσίας τοϋ πατρός
άλλα ξένος αυτού κατ’ ουσίαν, και έπομένως ουδέ Θεός αληθινός, άλλα μετοχή
θεοποιηθείς, άνέπτυξε τό φιλοσοφικόν του σύστημα, ήτοι τήν αϊρεσίν του, δι’ ου
φρονεί ότι συμβιβάζει τήν Μοναρχίαν καί Μονοθείιαν προς τήν περί Τριαδικού Θεού
τού Χριστιανισμού διδασκαλίαν.
Κρίσεις έπί τής αίρέσεως τού Αρείου
Ό κατά τού Αρειανισμού άγιον έν τή
Έκκλησίμ έγένετο λίαν σφοδρός διότι ή περί Θεού έννοια αύτού δέν είχεν άπλώς
Ιουδαϊκόν χαρακτήρα, άλλ’ ήτο άνάμιξις Ιουδαϊκών καί Εθνικών στοιχείων, καί
κατά τούτο ό Αρειανισμός άπέβαινε λίαν έπικίνδυνος. Αντί τής ύψηλοτέρας
ένότητος, ήτις συνάπτει έν έαυτή τό έν ταΐς προ Χριστού θρήσκείαις περιεχόμενον
άληθές, ό Αρειανισμός έθετο φαινομένην τινά ένότητα συνάπτουσαν τό έν τφ
Ίουδαϊσμφ καί Έθνισμφ ψευδές καί άποκλείουσαν τό έν αύταΐς άληθές. Τό μέν έν τφ
Ίουδαϊσμφ άληθές είναι ή μεταξύ Θεού καί κόσμου διαφορά τό δέ έν τφ Έθνισμφ
άληθές είναι ή έσωτερική ένότης μεταξύ θεότητος καί άνθρωπότητος. Τάς άληθείας
ταύτας άμφοτέρας περιέχει ή ορθόδοξος χριστιανική Πίστις. Τό έν τφ Ίουδαϊσμφ
ψευδές είναι ό χωρισμός μεταξύ Θεού καί κόσμου, τό δέ έν τφ Έθνισμφ ή άνάμιξις
θεότητος καί άνθρωπότητος. Ό Αρειανισμός άποκλείσας τό έν άμφοτέροις άληθές
άπεδέξατο μόνον τό έν άμφοτέροις ψευδές διότι άποδεχόμενος παρά τού Εθνισμού
τήν άνάμιξιν θεότητος καί άνθρωπότητος άποδίδει εις τήν κτίσιν, εις ήν
κατατάσσει καί τον Τίόν, δν θεωρεί ώς κτίσμα, θείαν ιδιότητα καί καθιστφ
δημιουργόν τού κόσμου καί άντικείμενον θείας προσκυνήσεως, παρά δέ τού
Ιουδαϊσμού άποδεχόμενος τον χωρισμόν μεταξύ Θεού καί κόσμου, ήτοι τον Δυϊσμόν,
θεωρεί τήν γέννησιν τού κόσμου ώς όλως τυχαίαν καί ούτω ή μεταξύ Θεού καί
κόσμου σχέσις στηρίζεται έπί αύθαιρέτου λόγου.
Διδασκαλία τού Αθανασίου καί τών έπισήμων
Πατέρων τής Εκκλησίας
Τοιαύτη ήν ή διδασκαλία τού Αρείου, ήν ώφειλον
νά καταπολεμήσουν οί οπαδοί τής Ορθοδόξου Πίστεως, καί τοιούτος ό λόγος τής
συγκροτήσεως τής πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Οποία δέ ή διδασκαλία τών Πατέρων
καί πόσον σοφώς συνδυάζει τάς δύο άληθείας τάς έν τε τφ Ίουδαϊσμφ καί τφ
Έθνισμφ ταύτην έκθέτομεν έν τοΐς έφεξής. Εις τήν άνάμιξιν τών έκ τού Ιουδαϊσμού
καί τού Εθνισμού ειλημμένων στοιχείων τού ψεύδους, ήν παριστφ ό Αρειανισμός,
έπρεπε νά άντιταχθή ή γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια, ήτις είναι ή άληθής
ύψηλοτέρα ένότης τών έν τφ Ίουδαϊσμφ καί τφ Έθνισμφ περιεχομένων στοιχείων τής
άληθείας. Τήν γνησίαν ταύτην περί Θεού έννοιαν τής Χριστιανικής θρησκείας
άνέπτυξε κατά τού Αρειανισμού πρώτος ό Αθανάσιος, έπειτα δέ καί άλλοι έπίσημοι
Πατέρες, ιδίως ό Ναζιανζηνός Γρηγόριος. Οί Πατέρες τής Εκκλησίας ύπερενίκησαν
τήν πανθεϊστικήν καί δίίστικήν άρχήν άναχθέντες εις έσωτερικάς έν τφ Θεφ
διακρίσεις. Ό Αθανάσιος όρμάται έκ τής άρχής ότι ό Θεός, ώς Θεός ζών, θέλει νά
άποκαλύπτη έαυτόν έν όλη τή δόξη αύτού. Ό δέ άνθρωπος χρήζει τού Θεού καί είναι
έπιδεκτικός αύτού ό άνθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον άρχέτυπον λόγον, προς
κοινωνίαν μετά τού Θεού καί προς γνώσιν τής ούσίας αύτού, δυνάμεθα δέ νά έχωμεν
άμεσον κοινωνίαν προς αύτόν, έάν ό Θεός θέλη νά έχη κοινωνίαν προς ήμάς. Έν τφ
Χριστφ καί Άγίψ Πνεύματι περιέχεται ή πλήρης άποκάλυψις τής άληθείας καί ή
πλήρης αύτομετάδοσις τού Θεού ϊνα δέ ό Χριστός είναι πλήρης άποκαλύψεως τής
άληθείας, άνάγκη νά είναι ό έν τφ Χριστφ ένανθρωπήσας Λόγος τής αύτής ούσίας
προς τον Θεόν έπίσης τέλειος ώς ό Πατήρ διότι άλλως δέν ήθελεν είναι
άποκεκαλυμμένη ή πλήρης άλήθεια, καθ’ όσον ό άποκαλύπτων δέν ήθελε περιέχει
όλην τήν άλήθειαν τό δέ Άγιον Πνεύμα δέν ήθελε προσάγει ήμάς προς τον Θεόν, άν
δέν ήτο Θεός, διότι ούχϊ μετά τίνος κτίσματος ή περιωρισμένου όντος πρέπει νά
συναφθώμεν, άλλ’ άμέσως μετ’ αύτού τού Θεού. Ό Αθανάσιος καί οί μετ’ αύτόν
έπίσημοι Πατέρες τής τετάρτης ΊΟΟρίδος
αποδέχονται ότι ό Θεός πρέπει άναγκαίως να
είναι έν έαυτφ ζών, όπως δυνηθή να προέλθη έξ αυτού όκόσμος. Όθεν κατ’ αυτούς
ψευδής είναι έκείνη ή περί Θεού έννοια, καθ’ ήν ούτος είναι ύπερβατικόν μόνον
όν, διότι κατ’ αύτούς ό Θεός είναι άΐδιος ζωή καί κίνησις. ΑΛΑ’ ϊνα είναι ό
Θεός άιδιος ζωή καί κίνησις, πρέπει να έχη έσωτερικάς διακρίσεις έν έαυτφ άνευ
δέ έσωτερικών διακρίσεων ό Θεός, κατά τον Άγιον Αθανάσιον δέν ήθελε δύνασθαι
ούδ έξ έαυτού έχει ύπαρξιν. Κατ’ αύτόν ή θεία πηγή ούδέποτε είναι ξηρά, εις δέ
τό φως αύτού ούδέποτε έλλείπει ή λάμψις αύτού, ό δέ Θεός δέν είναι άγονος καί
άνευ παραγωγής έν έαυτφ, διότι άλλως έπρεπεν έξ άνάγκης νά είναι καί άνενέργητος,
καί ούδέν ήθελε δυνηθή νά δημιουργήση. Επειδή δέ ό Θεός έν έαυτφ είναι
παραγωγική ζωή, είναι καί δημιουργικός έκτος έαυτού, κατά πρώτον δέ παράγει
άϊδίως έαυτόν διότι ό Θεός είναι άιδιος αίτιότης έαυτού, καθ’ όσον είναι αίτιον
καί αίτιατόν συγχρόνως δέ, καθ’ όσον ό Θεός είναι έν έαυτφ ή άιδιος κίνησις καί
ζωή, δύναται νά παραγάγη τον κόσμον. Ταύτην τήν έν τφ Θεφ αιτιότητα έαυτού, ής
ένεκα αύτός είναι αίτιον καί αίτιατόν, έφαρμόζει ό Άγιος Αθανάσιος εις τάς έν
τφ Θεφ ύποστατικάς διακρίσεις. Τό μέν έν τή Θεότητι αίτιον ή Εκκλησία ονομάζει
Πατέρα, τό δέ αίτιατόν έν αύτή ή Εκκλησία ονομάζει Τίόν, άμφότερα δέ είναι τής
αύτής Ούσίας. Καί κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον ό Θεός δέν είναι άπλή μονάς
διότι αύτη έν τή μονότητι έαυτής ήθελεν είναι έναντία έαυτής, έπρεπεν έξ
άνάγκης νά έκπέση έαυτής, ϊνα είναι κίνησις καί ζωή. Εν τφ Θεφ δέν ύπάρχει
άκάθεκτός τις φυσική πλησμονή ή δέ Μονάς κινηθεΐσα έξ άρχής εις Δυάδα έστη έν
Τριάδι. Ούτω διά τής χριστιανικής περί Θεού έννοιας των Πατέρων τής τετάρτης
ΙΟΟρίδος ήρθη ή άφηρημένη καί άνευ κινήσεως άπλότης τής θείας ούσίας. Κατά τον
άγιον Αθανάσιον καί τον Ίλάριον ό Θεός έχει τήν αύτοσυνείδησιν έαυτού, καθ’
όσον αύτός ό Θεός ό γεννήσας, ή ως Πατήρ ως αίτιον, όρά έαυτόν έν τφ αίτιατφ έν
Είκόνι καί χαίρει έπί ταύτη τή Είκόνι. Όθεν αί διακρινόμεναι έν τφ Θεφ
ύποστάσεις μετέχουσι καί τής θείας αύτογνωσίας κατά τον άγιον Αθανάσιον. Ένεκα
τής έν αύτφ διακρίσεως ό Θεός δέν συγχέεται προς τον κόσμον έν τή προς αύτόν
κοινωνίμ καί μεταδόσει, άλλα διατηρεί τό ύψος καί τήν ύπερβατικότητα έαυτού
διότι πάσα αύτομετάδοσις τού Θεού προϋποτίθησι τήν αύτοσυντήρησιν έαυτού, διά
των εσωτερικών δέ έν τφ Θεφ διακρίσεων ό Θεός έν τή αύτομεταδόσει συντηρεί
έαυτόν καί έν τή αύτοσυντηρήσει μεταδίδει έαυτόν διά τής άγάπης εις τον κόσμον.
Αφού οί Πατέρες τής Εκκλησίας ήμών εις τον προς τούς Άρειανούς άγώνα έδειξαν
ότι ή Μονάς ϊνα νοηθή ώς κίνησις καί ζωή, δέον νά θεωρηθή προβαίνουσα εις Δυάδα
διότι άλλως ό Θεός δέν ήδύνατο νά νοηθή, ώς ό Θεός ζών, εύκόλως ήδύνατο νά
δειχθή ότι, έπειδή διά τής δυάδος δέν πρέπει νά άρθή ή ένότης τού Θεού, ή
νόησις αιτεί καί τρίτον τι, όπερ τήν δυάδα άνάγει εις τήν ένότητα. Τούτο
έδείχθη έν τφ άγώνι τών Πατέρων τής Εκκλησίας περί τού Αγίου Πνεύματος, όπερ ό
Άρειανός Μακεδόνιος έθεώρει ώς κτίσμα άνώτερον μετά τον Τίόν.
Τό Ιερόν Σύμβολον τής ’Ορθοδόξου Πίστεως
Επί είκοσι περίπου ήμέρας [(1) κατ’ άλλους
ή Σύνοδος αύτη διήρκεσε 3V2 έτη, κατά δέ τον Γελάσιον παρά Φωτίφ 6Υι έτη
άποτελουμένη έκ 256 Πατέρων] ένασχοληθεΐσα ή Α' έν Νικαίμ Ιερά Οικουμενική
Σύνοδος εις τά σπουδαιότατα θρησκευτικά ζητήματα έλυσεν έντός τού βραχυτάτου
τούτου χρονικού διαστήματος πλήν άλλων δευτερευόντων τό δυσχερέστατον ζήτημα,
όπερ προ μικρού είχε διαταράξη τήν Εκκλησίαν, καθιερώσασα τήν άρχήν τού
όμοουσίου τού Πατρός καί τού Τίού, ήν παρεδέξατο έκτοτε ή Ορθόδοξος Πίστις διά
τού τοΐς πάσι γνωστού θείου καί ιερού Συμβόλου, έν φ τον Τίόν τού Θεού καί
Λόγον Θεόν άληθινόν άνεκήρυξεν όμοούσιον τφ Πατρί, ήτοι τής αύτής, καί ούχί
όμοιας, φύσεως καί ούσίας τφ Πατρί, έπομένως τήν αύτήν δόξαν καί έξουσίαν καί
κυριότητα καί άίδιότητα καί πάντα τά λοιπά θεοπρεπή τής θείας φύσεως ιδιώματα
έχει δέ έπιλέξει ούτω· «Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων
ορατών καί άοράτων
Ποιητήν. Καί εις ένα Κύριον Ίησοΰν Χριστόν
τον Τίόν τού Θεού τον γεννηθέντα έκ τού Πατρός μονογενή, τουτέστιν έκ τής
ούσίας τού Πατρός, Θεόν έκ Θεού, φως έκ φωτός, Θεόν αληθινόν έκ Θεού αληθινού,
γεννηθέντα ού ττοιηθέντα, όμοούσιον τφ Πατρί, δι’ ού τα πάντα έγένετο τα έν τφ
Ούρανφ καί τα έν τή Γή, τον δι’ ήμάς τούς ανθρώπους καί διά τήν ήμετέραν
σωτηρίαν κατελθόντα, καί σταυρωθέντακαί ένανθρωπήσαντα, παθόντα, καί άναστάντα
τή τρίτη ήμέρμ καί άνελθόντα εις τούς Ούρανούς, καί καθεζόμενον έν δεξιφ τού
Πατρός καί πάλιν έρχόμενον κρϊναι ζώντας καί νεκρούς καί εις τό Πνεύμα τό Άγιον
τούς δέ λέγοντας ότι ήν ποτέ, ότε ούκ ήν, καί πριν γεννηθήναι ούκ ήν, καί ότι
έξ ούκ όντων έγένετο ή έξ έτέρας ύποστάσεως ή ούσίας φάσκοντας είναι, ή τρεπτόν
ή άλλοιωτόν τον Τίόν τού Θεού, τούτους άναθεματίζει ή Καθολική καί Άποστολική
Εκκλησία». Τούτο τό Σύμβολον ό μέν Ιεροσολύμων Θεόδωρος πίστεως ορθήν ομολογίαν
ώνόμασεν, ό δέ 'Ρώμης Δάμασος τείχος ύπεναντίον τών όπλων τού διαβόλου καί
άπλώς παρά πάσης τής Εκκλησίας καλείται ή χαρακτηριστική σημαία τών Ορθοδόξων,
ή διακρίνουσα αύτούς τών ψευδαδέλφων καί κακοδόξων. Η λέξις Σύμβολον έλήφθη
κατά μεταφοράν έκ τών στρατιωτικών όρων διότι σύμβολον παρ’ αύτοΐς καλείται τό
μυστικόν σύνθημα τό διακρΐνον τούς στρατιώτας τών παρεμβολών τών έχθρικών
στρατευμάτων. Ή Σύνοδος αύτη έπελήφθη καί τού ζητήματος περί τού διορισμού τής
ήμέρας καί τού χρόνου τής έορτής τού Πάσχα, τον όποιον σήμερον κρατεί
άπαράλλακτον ή Ανατολική Εκκλησία (Άποστλ. Κν. Ζ', καί τον Α' τής έν Άντιοχείμ
καί Συνγτμ. Ράλλη καί Ποτλή Τόμ. 2ος Σελ, 10), συνέταξε δέ καί 20 Ιερούς
Κανόνας. Τά πρακτικά όμως τής Ίεράς ταύτης Συνόδου δέν σφζονται ούτε Ελληνιστί
ούτε Λατινιστί. Τά σήμερον σψζόμενα είναι έκεΐνα, άτινα συνέγραψεν ό Παμφίλου
Εύσέβιος, Σωκράτης ό Σψζόμενος, ό Θεοδώρητος, ό Ιερώνυμος, καί οί άλλοι, ιδίως
δέ όσα ό Γελάσιος ό Κυζικηνός ό ύστερον καί Επίσκοπος Καισαρείας καί
Παλαιστίνης γενόμενος συνέγραψεν έπί Ζήνωνος τφ 476. Τήν τού Γελασίου συγγραφήν
ό μέν Νικήτας ό Χωνιάτης ονομάζει πρακτικά, ό δέ Φώτιος Ιστορικόν μάλλον ή πρακτικόν
τής Συγγραφής τού Γελασίου μνημονεύει καί ό Ιωάννης ό Κυπαρισσιώτης (Δοσιθέου
δωδεκάβιβλ. Σελ. 108).
Τό άποτέλεσμα τής Α' Οικουμενικής Συνόδου
Διά τής οριστικής λοιπόν λύσεως τού
άκανθωδεστάτου καί σπουδαιοτάτου θρησκευτικού προβλήματος, τού άπό πολλού ήδη
διχοτομήσαντος τήν Εκκλησίαν εις δύω αντίπαλα στρατόπεδα καί τήν Πολιτείαν έκ
τούτου διαταράξαντος, ή μέν Ορθοδοξία έδέξατο τό Ιερόν Σύμβολον τής έν Νικαίμ
Α' άγιας Οικουμενικής Συνόδου, οί δέ άντιδοξούντες άνεθεματίσθησαν καί ό
αίρεσιάρχης Άρειος μετά τών πεισματωδεστέρων όμοφρόνων αύτού έξωρίσθησαν εις
Γαλατίαν τής Μικράς Ασίας. Οί δύω Εύσέβιοι έπί μικρόν διστάσαντες να ύπογράψωσι
τήν ομολογίαν τής Πίστεως ένέδωκαν τέλος εις τήν μεγάλην πλειονοψηφίαν, καθόσον
μάλιστα ό Βασιλεύς Κωνσταντίνος άπέδειξεν ότι έχει άμετάθετον τήν άπόφασιν να
ύποστηρίξη μέχρις έσχάτων τά ύπό τής Ίεράς Συνόδου θεσπισθέντα καί διά τής
βασιλικής αύτού χειρός έπικυρωθέντα, έκδούς συγχρόνως καί ίδιον κατά τών
άντιδοξούντων Βασιλ. διάταγμα, έν φ ρητώς ώνόμαζε τον Άρειον μαθητήν τού
Πορφυρίου, ενός τών οπαδών τής Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, διέτασσε νά καώσι τά
συγγράμματα τού Αρείου καί έπέβαλε ποινήν θανάτου κατά παντός, όστις έμελλε νά
φωραθή ότι κρύπτει τι τούτων τών αιρετικών συγγραμμάτων. Ούτω δέ άπεδόθη
δικαίως δόξα τφ έν Ύψίστοις θεφ καί έπί γής ειρήνη, έν άνθρώποις εύδοκία.
Ή έκ τής Α' Οικουμενικής Συνόδου ώφέλεια
Ή πρώτη έν Νικαίμ Οικουμενική Σύνοδος
άποκηρύξασα τήν διδακαλίαν τού Αρείου έσωσε τον Χριστιανισμόν άπό προφανεστάτης
διαστροφής. Εάν δέ ή Οίκ. αύτη Σύνοδος δέν άπεκήρυττε τον Άρειον ώς κακόδοξον
καί αιρετικόν, ή διδασκαλία αύτού, ώς κατά τό
φαινόμενον ορθολογιστική, ήθελεν άποβή
ταχέως διδασκαλία τής Εκκλησίας, όπερ ολίγου δεΐν καί μετά ταϋτα έγένετο επί
τής βασιλείας τού Αρειανοϋ Ούάλεντος, εάν μή ή Οικουμενική Α' Σύνοδος ϊστατο ώς
προπύργιον διά των άποφάνσεων τής κατά των Αρειανικών προσβολών καί μή
περιεχάραττε τον χώρον τής άληθείας τής έν Χριστφ Πίστεως. Εάν δε εις τον
Σωτήρα Χριστόν όφείλωμεν τήν άληθή γνώσιν τού Θεού, εις τήν Αγίαν Α'
Οικουμενικήν Σύνοδον όφείλομεν τήν ύποστήριξιν αύτής διότι, εάν αύτη μή
συνεκροτεΐτο, τολμώ νά ε’ίπω ότι ή άληθής Ορθόδοξος Πίστις θά έξηφανίζετο, τό
δε έργον τής Σωτηρίας θά έμενεν ήμιτελές. Ή συγκρότησις λοιπόν τής Α' Οίκουμ.
Συνόδου ήτο κατά νεύσιν τής Θείας Βουλής, ϊνα τό έργον τής Σωτηρίας διαφυλάξη
τέλειον, καί ώς άσφαλής θεματοφύλαξ παραδώση αύτό ταΐς κατόπιν γενεαΐς. Πάντως
έκ θείου Πνεύματος έκινήθησαν οί θείοι Πατέρες οί άναλαβόντες τον άγώνα κατά
τού Αρείου, ό δέ Μέγας Αύτοκράτωρ άγιος Κωνσταντίνος κατά θείαν έμπνευσιν
προέβη εις τήν συγκρότησιν τής Αγίας Οίκουμ. Συνόδου τό Πνεύμα τό θειον ήτο τό
δίδον τοΐς Άγίοις Πατράσι στόμα καί σοφίαν, ή ούκ ήδυνήθησαν άντιστήναι, ούδ’
άντειπεΐν πάντες οί άντικείμενοι αύτής. Αύτό έδίδαξεν αύτούς άποφθέγγεσθαι περί
τού Ένανθρωπήσαντος Θεού καί σέβειν Θεόν έν Τριάδι τήν άληθή καί σωτήριον
φιλοσοφίαν .
Ή προς τήν Α' έν Νικαίμ Οικουμενικήν
Σύνοδον όφειλομένη εύγνωμοσύνη τών Χριστιανών καί ίδίμ τών Ελλήνων
Προ τής Ίεράς μνήμης τής Ίεράς ταύτης
Οίκουμ. Συνόδου όφείλομεν οί τήν Πίστιν αύτής όμολογούντες νά άποκαλυπτώμεθα
καί μετά σεβασμού τό όνομα αύτής νά έορτάζωμεν έτησίως, όπως έργψ έκδηλώμεν
ό,τι λόγψ παραδεχόμεθα νά έκχέωμεν δέ τάς καρδίας ήμών προς τον Θεόν έξ
αισθήματος εύγνωμοσύνης καί νά δοξάζωμεν τούς Αγίους Πατέρας, τούς άηττήτους
προμάχους τής ορθοδόξου Πίστεως ψάλλοντες έναρμονίως όσα αύτοί καλώς
έδογμάτισαν καί έμελώδησαν. Καί μεταξύ μέν τών θεσπεσίων άνδρών, οϊτινες
διέλαμψαν κατά τήν μεγάλην έκείνην έποχήν τής κρίσεως καί τής άκμής τής
θρησκείας, έν τή όφειλομένη εύγνωμοσύνη ήμών πρέπει πάντως νάκατέχη τήν
έξαιρετικήν θέσιν ό πρώτος άπάντων καί καθηγούμενος Μέγας Αθανάσιος διότι ούτος
θεσπίσας ότι «Πίστις καθολική αύτη έστίν ϊνα ένα Θεόν έν Τριάδι καί Τριάδα έν
Μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τάς ύποστάσεις, μήτε τήν ούσίαν μερίζοντες»,
άπεσκυβάλισεν εις τούς άπιστους πάντα, όστις δέν άπεδέχετο ολόκληρον τήν σειράν
τών άρρήτων τούτων άληθειών, διήνοιξεν άνυπέρβλητον χάσμα μεταξύ Αρείου καί
Εκκλησίας όχυρώσας τήν Χριστιανικήν ένότηταδιά πανοπλίας, ήτις έπήρκεσεν αύτή
έπί πεντεκαίδεκα όλους αιώνας, καί διά τής άσφαλείας, δι’ ής περιέβαλε τήν
Πίστιν, έμφυσήσας θάρρος καί πειθώ άκαταγώνιστον εις άπαντας τούς Κήρυκας τού
θείου Λόγου άπό τών χρόνων αύτού μέχρι σήμερον. Αλλά καί οί μετά τού Αγίου
Αθανασίου εύθαρσώς καί γενναίως συναγωνισάμενοι 318 Θεοφόροι Πατέρες παρά
πάντων μέν τών Χριστιανών δέον νά ώσι σεβαστοί, κατ’ έξοχήν όμως παρά τών
Ελλήνων διότι ούτοι πλήν τού θρησκευτικού λόγου, δι’ όν όφείλουσιν εύγνωμοσύνην
προς αύτήν, έχουσι καί λόγους πολιτικούς, λόγους έθνικούς, δι’ οΰς όφείλουσι νά
τιμώσι καί γεραίρωσι τήν μνήμην αύτής. Καί τφ όντι έν τή Ίερφ ταύτη Συνόδψ ό
διασπαρείς Ελληνισμός άπό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου τού προπαρασκευάσαντος τήν
οδόν τού Χριστιανισμού ύπό Αύτοκράτορα τον Μέγαν Κωνσταντίνον, Ρωμαΐον μέν τό
γένος καί τήν άρχήν, άλλ’ Έλληνα τήν διάθεσιν διά τήν έπίδρασιν τής θρησκείας
τής Έλληνικώς άναπτυχθείσης, συναθροίζεται άπό τών περάτων τού Ρωμαϊκού κράτους
έν Νικαίμ, ϊνα κανονίση τήν πίστιν τών Ρωμαίων ύπηκόων αύτού, αύθεντικώς
άποφανθή κατά τής παλαιάς πλάνης, καί άνακηρύξη τήν ορθήν διδασκαλίαν, ήν
ώφειλεν ή Οικουμένη άπασα νά άσπασθή, ώς τον κανόνα καί οδηγόν τής άληθείας τής
κανονιζούσης τά εύγενέστερα τού άνθρώπου αισθήματα. Εν ταύτη ό Ελληνισμός
ένίκησεν ούχί μόνον τήν αϊρεσιν, άλλά καί τήν έθνικήν πλάνην τής παλαιάς
λατρείας καί τήν Ρωμαϊκήν έξουσίαν έν ταύτη έξεδηλώθη
ή ισχύς τού Ελληνικού στοιχείου, αύτη δέ
ύπήρξεν ό πρώτος σπινθήρ τού άναλάμψαντος μετά ταύτα Ελληνισμού, αύτη ήτο ή
πρώτη ζύμη ή συγκεντρώσασα περί έαυτήν καί ζυμώσασα όλον τον Ρωμάίσμόν, δν εντός
ολίγου άνέδειξεν Ελληνισμόν, καί αύτη ήν τό χωνευτήριον τό καθαρίσαντα στοιχεία
τού κράτους καί άναχωνεύσαν τό Βυζαντινόν Ελληνικόν βασίλειον. Η Ελληνική
φιλοσοφία έν αύτη διέλαμψεν, ό δέ Πλάτων καί ό Αριστοτέλης ήσαν οί έπίκουροι
τής άληθείας πρόμαχοι. Πάντως λοιπόν ή θεία Πρόνοια παρουσίασεν αύτούς προ τού
Χριστιανισμού, όπως βοηθήσωσιν αύτόν έν τή πάλη κατά τού ψεύδους. Εν τή Συνόδψ
ταύτη έστη τό τρόπαιον τού Ελληνισμού έν ταύτη ό Ελληνισμός, ώς άλλη Αθηνά
άνέθορεν έκ τής κεφαλής τού Ρωμαϊκού κράτους, όπως διευθύνη διά τής σοφίας
αύτής τάς συνειδήσεις των άνθρώπων καί συμβουλεύση τά άριστα. Η Νίκαια, ή
Έλληνικωτάτη αύτη πόλις, ήτο ό θρίαμβος των Αθηνών κατά τής Ρώμης, ήτο ή πτώσις
αύτής καί ή άνόρθωσις τής Κωνσταντινουπόλεως, τής νέας πρωτευούσης τού Ελληνισμού
έν ταύτη άνεφάνη ή ισχύς αύτού, άνεδείχθη τό κράτος αύτού καί διέλαμψεν ή
περιφάνεια τού πνεύματος αύτού. Ιδού έν αύτή τά πάντα Ελληνικά, τάΜέλη τής
Συνόδου, ή Γλώσσα, αί συζητήσεις, τά Πρακτικά, τά Βουλεύματα καί έν γένει πάντα
τά χαρακτηρίζοντα Ελληνικήν Βουλήν. Η Σύνοδος αύτη είναι τιμητικόν παράσημον,
τό όποιον έτίμησε, τιμφ καί θά τιμφ τό στήθος παντός Έλληνος έν αύτή έδείχθη
ότι ό Ελληνισμός δέν θνήσκει, άλλ’ ότι πίπτων έγείρεται ισχυρότερος, ότι έχει
τό μυστήριον νά κατακτφ πνευματικώς τούς κατακτώντας τάς χώρας του, καί ότι
προώρισται νά ζή, όπως ζωογονή. Ή Α' Οικουμενική αύτη Σύνοδος δέον νά διδάξη τά
έθνη καί τούς λαούς ότι όφείλουσι νά σέβωνται καί τιμώσι τον Ελληνισμόν διά τε
τάς μεγάλας έκδουλεύσεις, άς παρέσχε τή άνθρωπότητι έν γένει, καί διά τά
ίδιάζοντα πλεονεκτήματα αύτού, δι’ ών δύναται νά φαίνηται άείποτε ώφέλιμος τή
άνθρωπότητι. Τοιαύτη ή πρώτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος, καί τοιαύται αί άρεταί
καί αί ύπηρεσίαι αύτής πρός τε τήν Ανθρωπότητα καί ιδίως προς τον Ελληνισμόν
διό πάντες μέν όφείλουσι νά τιμώσιν αύτήν, ιδίως όμως ό Ελληνισμός διότι αύτη
ύπήρξε δι’ αύτόν ναύς περισώσασα καί άναδείξασα θρησκείαν καί έθνικότητα.
Άγιος Νεκτάριος
Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
(απόσπασμα από τό βιβλίο τού Αγίου
Νεκταρίου: Μελέτη Ιστορική Περί των αιτίων τού Σχίσματος, περί τής διαιωνίσεως
αυτού καί περί τού δυνατού ή αδυνάτου τής ένώσεως των δύο Εκκλησιών, τής
Ανατολικής καί τής Δυτικής. Άθήναι, 1911)
Ή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική
Εκκλησία, συγκροτούμενη έκ των κατά τόπους Εκκλησιών, ηνωμένων τή πίστει, τή
έλπίδι, τή αγάπη καί τή λατρείμ ύπήρξεν αείποτε ελεύθερα καί ανεξάρτητος, ουδέ
ύπετάγη ποτέ τφ Πάπμ Ρώμης, οΰδ’ άνεγνώρισε ποτέ αύτφ μείζονα ιεραρχίαν καί
πνευματικά χαρίσματα καί πνευματικήν υπεροχήν, άλλ’ έθεώρησεν αυτόν έπίσκοπον,
ώς πάντας τούς έπισκόπους, άφού καί αύτός τήν αύτήν έλαβε χειροτονίαν, ο’ίαν
καί οί λοιποί έπίσκοποι παρά τών άποστόλων, οϊτινες δέν άπεστάλησαν παρά τού
Σωτήρος έπίσκοποι καθεδρών, άλλ’ άπόστολοι τού ιερού Αύτού Εύαγγελίου, φέροντες
τήν δύναμιν τού ίδρύειν έκκλησίας.
Οί άπόστολοι ήσαν ό,τι ό θεόπτης Μωϋσής,
όστις φκοδόμησε θυσιαστήριον καί κατεσκεύασε τήν σκηνήν τού μαρτυρίου καί
διέταξε τά τής λατρείας καί πάσας τάς ίεράς τελετάς· καί συγχρόνως άρχιθύται ώς
ό Ααρών καί τοιούτοι έδει νά ώσιν, άφού ή παλαιά λατρεία τύπος καί σκιά ήν τής
νέας λατρείας, τής γνωσθείσης τοΐς έθνεσι διά τών άγιων άποστόλων έν τοΐς
άγίοις άποστόλοις ύπήρχε τό πλήρωμα τών χαρισμάτων, ούδέ ήν δυνατόν άλλως νά
έχη, άφού πάντες έξ ίσου άπεστέλλοντο· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη
βαπτίζοντες αύτούς εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Τίού καί τού άγιου
Πνεύματος, διδάσκοντες αύτούς τηρεϊν πάντα, όσα ένετειλάμην ύμϊν καί ιδού έγώ
μεθ’ ύμών είμί πάσας τάς ήμέρας έως τής συντέλειας τού αίώνος. Αμήν» (Ματθ. κη'
19-20).
Πώς ήν δυνατόν νά έξαρτώνται οί άπόστολοι
άπό τού Πέτρου, όστις έξ ίσου προς τούς άλλους άπεστέλλετο εις τό κήρυγμα, όπως
ίδρύσωσι τήν Εκκλησίαν καί διδάξωσι τήν λατρείαν τού Χριστού έν τοΐς έθνεσιν,
άφού έκαστος έμελλε νά ένεργή Ανεξαρτήτως άπό τών λοιπών; Αλλά τις ή χρεία τού
πρωτείου τού Αποστόλου Πέτρου, άφού δέν ήτο δυνατόν νά ύπάρχωσι δευτερεϊα, διά
τήν διασποράν τών άποστόλων; Τις ή χρεία τής ύπεροχής τού Πέτρου, άφού έκαστος
Απόστολος ιδίαν είχεν Αποστολήν; Τις ή χρεία ίεραρχικής βαθμολογίας μεταξύ τών
άποστόλων, άφού έν τή διασπορφ έμελλον νά άποθάνωσι μακράν ό εις τού άλλου; Τις
ή χρεία τής δυνάμεως τού Πέτρου, άφού ό Κύριος ύπεσχέθη εις τούς Αποστόλους,
ότι έσεται μετ’ αύτών πάσας τάς ήμέρας, έως τής συντέλειας τού αίώνος; Βεβαίως
ούδεμία χρεία όλων τούτων τών φανταστικών προσόντων τού Αποστόλου Πέτρου, όστις
έξ άπαντος θά διαμαρτύρηται κατά τής τοιαύτης ύπεροχής. Εάν τά προσόντα τού
Πέτρου, ο’ία άξιοι ή ρωμαϊκή Εκκλησία, ήσαν Αληθή, τό πνεύμα τού εύαγγελίου θά
καθίστατο λίαν προβληματικόν καί άδιανόητον, διότι θά παρουσίαζε σύγχυσιν
έννοιών καί σύγκρουσιν Αρχών· θά ήτο Ακατανόητος ή Αρχή τής ίσότητος, καί
ίσότητος μέχρι ταπεινώσεως καί ή Αρχή τής άνισότητος, μέχρι ήγεμονίας καί
ύπεροψίας. Εάν διετάσσετο τοιαύτη ύπεροχή έν τοιαύτη περιπτώσει, πώς θά
ήδυνάμεθμ νά νοήσωμεν τό έξής χωρίον τού Εύαγγελίου; «Ο’ίδατε ότι οί δοκούντες
άρχειν τών έθνών κατακυριεύουσιν αύτών καί οί μεγάλοι αύτών κατεξουσιάζουσιν
αύτών ούχ ούτω δέ έσται έν ύμϊν, άλλ’ ός έάν θέλη γενέσθαι μέγας έν ύμϊν, έσται
ύμών διάκονος, καί ός έάν θέλη ύμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· καί
γάρ ό υιός τού Ανθρώπου ούχ ήλθε διακονηθήναι, Αλλά διακονήσαι, καί δούναι τήν
ψυχήν αύτού λύτρον Αντί πολλών» (Μαρκ. Τ 42-45)· καί ϊνα άφήσωμεν τά πολλά
χωρία, διότι δέν θά
έπαρκέση ό χρόνος, έρωτώμεν. Πώς θά
έπληρούτο ό σκοπός τής αποστολής των αποστόλων μή έχόντων κοινωνίαν μετά τού
άνωτάτου άποστόλου, παρ’ ού θά έλάμβανε κύρος τό άποστολικόν αυτών κήρυγμα;
Άλλ’ αφού συνέστησεν ιεραρχίαν μεταξύ των αποστόλων καί άνέδειξε τον Πέτρον
άνώτατον απόστολον καί ηγεμόνα, διατί ό Κύριος να μή γνωστοποίηση τούτο καί
τοϊς λοιποϊς μαθηταϊς, λέγων αύτοίς· «ιδού καθίστημι Πέτρον τουτονί ποιμένα
ύμών καί άρχοντα καί ήγεμόνα- αύτός ποιμανε'ι ύμάς αύτού άκούσασθαυ καί πφς
όστις παρακούσει αύτού έξολοθρευθήσεται»; Τούτο έπρεπε νά ποιήση τε γνωστόν
τοϊς μαθηταϊς αύτού ό Σωτήρ, έάν όντως καθίστα αύτόν ποιμένα ποιμένων καί
άρχοντα των άποστόλων άλλά δυστυχώς ή εύτυχώς ούδέν τοιούτον ε’ίρηκε, καί
έπομένως ούδεμίαν ιεραρχίαν άποστολικήν συνέστησε, διό ούδ’ ύπάρχει τις φόβος
άπωλείας τφ μή πειθομένψ τφ διαδόχψ τού Πέτρου, είπερ έστι τοιούτος ό έπίσκοπος
Ρώμης.
Ή ένότης τής Εκκλησίας ούχί τφ ένιαίψ
προσώπψ ενός των άποστόλων θεμελιούται καί έδράζεται, άλλ’ έν τφ προσώπψ τού
Σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού, ός έστιν ή κεφαλή τής Εκκλησίας, έν ένί πνεύματι,
έν τή μιφ πίστει, έλπίδι, άγάπη καί λατρείμ. Ή οικουμενική Εκκλησία ούτως
έννόησε τήν έν τή Έκκλησίμ ένότητακαί ταύτην έπεζήτησε καί έπεδίωξε· μαρτύρια
τρανά οί πρώτοι δέκα αιώνες. Εκ τής οικουμενικής Εκκλησίας μόνη ή ρωμαϊκή
Εκκλησία άλλως άντελάβετο τό πνεύμα τής ένότητος καί δι’ άλλων έπεζήτησε καί
έπεδίωξε ταύτην μέσων. Ή διάφορος αύτη άντίληψις τού τρόπου τής ένότητος
προκάλεσε τό σχίσμα, όπερ λαβόν τήν άρχήν άπό τών πρώτων αιώνων ηύξάνετο σύν τφ
χρόνψ καί προέβαίνε κατά τό μέτρο τής έφαρμογής τών άρχών τής ρωμαϊκής
Εκκλησίας, μέχρις ού άφήκετο εις τήν τελείαν άπόσχισιν, ένεκα τής άπαιτήσεως
τών Παπών τής ύποταγής τής οικουμενικής Εκκλησίας, τής Μιάς, Καθολικής καί
Αποστολικής Εκκλησίας, τή έπισκοπή τής Ρώμης. Εν τούτψ δέ κεΐται ό λόγος τού
σχίσματος, όστις άληθώς είναι μέγιστος, διότι άνατρέπει τό πνεύμα τού
Εύαγγελίου, καί ό σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνησις τών άρχών
τού Εύαγγελίου. Οί λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται
θεωρηθώσιν ώς δευτερεύοντες καί άπόρροια τού πρώτου τούτου λόγου. Ίδωμεν ήδη
τίνες αί άρχαί καί πώς διετηρεΐτο ή ένότης έν τή Μίμ, Καθολική καί Αποστολική
Έκκλησίμ.
Ή ένότης τών έκκλησιών
Ένότης τής έκκλησίας κατά τάς άγιας γραφάς
είναι ό μυστικός ιερός σύνδεσμος τών εις Χριστόν πιστευόντων διά τής κοινής
ομολογίας τής πίστεως, τής έλπίδος, τής άγάπης προς τον νυμφίον Χριστόν καί διά
τής αύτής λατρείας.
Τον χαρακτήρα τής ένότητος ταύτης
εύρίσκομεν έν ταΐς έν ταΐς άγίαις γραφαΐς. Εν τή προσευχή τού Σωτήρος ήμών προς
τον Ούράνιον αύτού πατέρα καταδείκνυται ή ένότης τής Εκκλησίας. Ό Ιησούς μέλλων
προς τό έκούσιον αύτού νά πορευθή πάθος άναπέμπει ύψηλήν καί πλήρη στοργής
δέησιν προς τον πατέραν αύτού καί αίτεΐται παρ’ αύτού, ϊνα τηρή πάντας τους εις
αύτόν πιστεύοντας καί πιστεύσοντας έν τφ συνδέσμψ τής άγάπης. «Πάτερ άγίασον
αύτούς έν τή αλήθεια σου· ό λόγος ό σός άλήθειά έστι... Ού περί τούτων δέ
έρωτόυ (=παρακαλώ) μόνον, άλλά καί περί τών πιστευόντων διά τού λόγου αύτών εις
έμέ. Ίνα πάντες έν ώσι, καθώς σύ, πάτερ, έν έμοί, κάγώ έν σοί, ϊνα καί αύτοί έν
ήμΐν έν ώσιν, ϊνα ό κόσμος πιστεύση ότι σύ μέ άπέστειλας. Καί έγώ τήν δόξαν ήν
δέδωκάς μοι δέδωκα αύτοίς, ϊνα ώσιν έν καθώς ήμεΐς έν έσμέν, έγώ έν αύτοίς καί
σύ έν έμοί, ένα ώσι τετελειωμένοι εις έν, καί ϊναγιγνώσκη ό κόσμος ότι σύ μέ
άπέστειλας καί ήγάπησας αύτούς καθώς έμέ ήγάπησας. Πάτερ, οΰς δέδωκάς μοι, θέλω
ϊνα όπου είμί έγώ κάκεΐνοι ώσι μετ’ έμού, ϊνα θεωρώσι τήν δόξαν τήν έμήν ήν
δέδωκάς μοι, ότι ήγάπησάς με προ καταβολής κόσμου. Πάτερ δίκαιε, καί ό κόσμος
σέ ούκ έγνω, έγώ δέ σέ έγνων, καί ούτοι
έγνωσαν ότι συ μέ άπέστειλας. Καί έγνώρισα
αύτο'ις τό όνομά σου καί γνωρίσω, ΐνα ή αγάπη ήν ήγάπησάς με έν αύτο'ις ή, κάγώ
έν αύτο'ις». (Ίω. ιζ' 17-26).
Ή ένότης άρα τής Εκκλησίας έγκειται έν τή
μετά τού Κυρίου ένώσει των μελών αύτής. Πάντες οί εις Χριστόν πιστεύσαντες διά
των άγιων Αποστόλων ήνώθησαν μετά τού Ιησού καί ήγιάσθησαν έν τή αλήθεια τού
Θεού καί Πατρός.
Ή ένότης άρα είναι έσωτερική, μυστική,
άμεσος, θεία, τελεία, τετελειωμένη θεία εύδοκία καί άγάπη καί ούδενός δείται
έξωτερικού συνδέσμου προς σύστασιν τής ένότητος.
Οί πιστεύσαντες έλαβον τήν χάριν καί τήν
άλήθειαν, τό φως καί τήν ζωήν διά Ιησού Χριστού καί ήνώθησαν μετ’ αύτού. Τί
δύναται νά χωρίση αύτούς άπό τής ένότητος τής μετά τού Κυρίου; Εάν δέ ό δεσμός
ούτος έστί τέλειος, τις ή χρεία έτέρων δεσμών, έτέρας πίστεως;
Οί πιστεύσαντες είλκύσθησαν προς τον
Σωτήραν ύπό τού πέμψαντος αύτόν πατρός (Ίω. στ' 44) καί έλαβον τήν χάριν τής
άπολυτρώσεως· ώς δέ ή άλήθεια ήλευθέρωσεν αύτούς άπό τής δουλείας τής άμαρτίας,
τις δύναται νά στερήση αύτούς τής έν Χριστή) έλευθερίας;
Οί πιστεύσαντες έγένοντο υιοί φωτός καί
μέτοχοι δόξης αιωνίου, τις δύναται νά άφαιρέση άπ’ αύτών τον φωτισμόν καί τήν
δόξαν;
Οί πιστεύσαντες έγένοντο υίοθετοί Θεού διά
τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, τις τήν υιοθεσίαν ταύτην δύναται νά άρνηθή ή νά
άρη;
Οί πιστεύσαντες έγένοντο διά τής θείας
μεταλήψεως κοινωνοί τού σώματος καί αίματος τού Κυρίου, μένουσι δέ έν τφ Χριστφ
καί ό Χριστός έν αύτο'ις, τις ισχυρός νά διαρρήξη τά θεία ταύτα δεσμά τής ένότητος;
Οί πιστεύοντες λαμβάνουσι Πνεύμα άγιον, τό
πάντα συγκροτούν τον θεσμόν τής Εκκλησίας καί άναδεικνύον ταύτην Μίαν, Αγίαν
καί Καθολικήν, τις δύναται νά διασπάση τήν ένότητα αύτής; Ματα'ια άρα ή
άπαίτησις έξωτερικού συνδέσμου καί έτέρας πίστεως έκ τών γραφών μάλιστα
άποκρουομένης προς έξασφάλισιν τής σωτηρίας τών πιστεύοντων εις τον Κύριον
Ίησούν Χριστόν.
Μαρτυρίαι έκ τών Πράξεων τών άγιων
Αποστόλων
Ή ένότης τής Εκκλησίας φαίνεται ύπό τών
άγιων άποστόλων έδραιωμένη έπί τής ίσότητος καί τής άμοιβαίας άγάπης.
Έν τα'ις Πράξεσι τών Αποστόλων
Αναγράφονται οί ήθικοί δεσμοί τής ένότητος τής πρώτης Εκκλησίας. Έν τή έκλογή
τού Αποστόλου Ματθία, ό Πέτρος ύπέδειξε τήν Ανάγκην τής έκλογής τού άναπληρωτού
τού Ιούδα. Ή πρότασις έγένετο Αποδεκτή καί πάντες όμού εξέλεξαν δυο άνδρας, οΰς
στήσαντες έν τφ μέσψ καί εύχηθέντες προς τον καρδιογνώστην Θεόν, έρριψαν
κλήρους καί έπεσεν ό κλήρος έπί Ματθίαν καί συγκατηριθμήθη μετά τών 12
Αποστόλων.
Έν τή έκλογή τών διακόνων οί δώδεκα
προσεκάλεσαν τό πλήθος τών μαθητών καί άνέθηκαν τή Έκκλησίμ τήν έκλογήν έπτά
Ανδρών, οΰς οί Απόστολοι διά χειροθεσίας καί προσευχής άνέδειξαν διακόνους
(Πράξ. στ' 1-6).
Ή Εκκλησία άναδεικνύει πρόεδρον τής
Εκκλησίας τον ’Ιάκωβον, οι δε Πέτρος και Ιωάννης άποστέλλονται προς τούς έν
Σαμαρείμ πιστεύσαντας, όπως διά χειροθεσίας μεταδώσωσιν αύτοΐς Πνεύμα άγιον.
Ό Πέτρος άποστέλλεται ύπό τής Εκκλησίας
καί αύθις εις τό κήρυγμα άνά τήν Ίουδαίαν. Περί τού ζητήματος τής περιτομής
άποφαίνεται ή Εκκλησία, ό δέ Πέτρος έν συνεδρίμ τής Εκκλησίας έκφέρει τήν
έαυτού γνώμην ήσαν δέ συνεδριάζοντες οί άπόστολοι καί οί πρεσβύτεροι σύν πάση
τή Έκκλησίμ. Τότε έδοξε τοΐς άποστόλοις καί τοΐς πρεσβυτέροις σύν όλη τή
Έκκλησίμ έκλεξαμένους άνδρας έξ αύτών πέμψαι εις Αντιόχειαν... γράψαντες διά
χειρός αύτών τάδε· «οί άπόστολοι καί οί πρεσβύτεροι καί οί άδελφοί τοΐς κατά
τήν Αντιόχειαν καί Συρίαν καί Κυλικίαν άδελφοΐς τοΐς έξ έθνών χαίρειν κτλ.»
(Πράξ. ιε' 1-29).
Έν ταΐς Πράξεσιν ούδαμού φαίνεται ή
ύποδηλούται τό πρωτεΐον τού Πέτρου. Ούδείς τών Αποστόλων άποδίδωσιν αύτφ
πρωτεία ή έτερόν τι, μαρτυρούν ύπεροχήν ή άρχήν. Ό Απόστολος Παύλος,
άποχωριζόμενος των Έφεσίων καί άποχαιρετών αύτούς έλεγεν αύτοΐς: «Καί νύν
παρατίθεμαι ύμάς τφ Θεφ καί τφ λόγψ τής χάριτος αύτού τφ δυναμένψ έποικοδομήσαι
καί δούναι ύμΐν κληρονομιάν έν τοΐς ήγιασμένοις πάσιν» (Πράξ. κ' 32). Εάν ό
Πέτρος ήτο ό ένωτικός δεσμός τής Εκκλησίας, φρονούμεν ότι ώφειλεν ό Παύλος
νάγνωρίση τούτο τή Έκκλησίμ τών Έφεσίων, όπως μή έξ άγνοιας άθετήση αύτώ
ύποταγήν Αλλά προς ποιαν τού Πέτρου Εκκλησίαν ώφειλε νά συστήση αύτοΐς
ύποταγήν, ό Παύλος όμως έσιώπησε καί ούδεμίαν έποιήσατο τοΐς Έφεσίοις σύστασιν,
Αφού μάλιστα ρητώς είπεν αύτοΐς· «ού γάρ ύπεστειλάμην τού μή άναγγεΐλαι ύμΐν πάσαν
τήν βουλήν τού Θεού» (στίχ. 27)· ώστε ούδέν άπέκρυψεν ή άπεσιώπησεν, Αλλά πάσαν
άνήγγειλεν αύτοΐς τήν βουλήν τού Θεού· καί έν φ πάσαν Ανήγγειλε τήν βουλήν τού
Θεού, δέν Ανήγγειλε καί τήν προς τον Πέτρον ύποταγήν έαυτού, ώστε δήλον ότι ή
ύποταγή αύτη δέν είναι έντολή τής θείας βουλής.
Μαρτυρίαι έκ τών έπιστολών τών Αγίων
Αποστόλων
Έν ταΐς έπιστολαΐς τού Αποστόλου Παύλου
ούδέν ίχνος τού πρωτείου τού Πέτρου έμφαίνεται. Έν αύταΐς Αναπτύσσονται μετά
θείας χάριτος καί δυνάμεως λόγου άπασαι αί σωτηριώδεις άλήθειαι τής
άποκαλυφθείσης θείας πίστεως τού χριστιανισμού, άλλ’ ούδαμού γίνεται ύπαινιγμός
τις περί τού πρωτείου τού Πέτρου. Έν αύταΐς πολλάκις λόγον ποιείται ό Παύλος
περί τής ένότητος τής Εκκλησίας, περί τού συνδέσμου αύτής, περί τής κεφαλής τής
Εκκλησίας, περί τής ιεραρχίας τής Εκκλησίας, άλλ’ ούδέποτε μνημονεύει τού
Πέτρου ώς συνεκτικού δεσμού τής ένότητος τής Εκκλησίας. Καί ού μόνον ού
μνημονεύει, άλλάκαί έλέγχει τούς Κορινθίους ώς σαρκικούς, διακρινομένους εις
μαθητάς τού Παύλου, τού Απολλώ, τού Κηφά (Πέτρου) λέγων: «Μεμέρισται ό Χριστός;
Μή Παύλος έσταυρώθη ύπέρ υμών; Ή εις τό όνομα Παύλου έβαπτίσθητε;» καί διδάσκει
αύτούς ότι κέντρον ένότητος καί θεμέλιος λίθος τής Εκκλησίας έστίν ό σταυρωθείς
ύπέρ ήμών Ιησούς Χριστός, ός έγεννήθη ήμΐν σοφία άπό Θεού, δικαιοσύνη τέ καί
Αγιασμός καί άπολύτρωσις, ϊνα καθώς γέγραπται· «ό καυχώμενος έν Κυρίψ
καυχάσθω»· καί προστίθησι· «τις ούν έστί Παύλος, τις δέ Απολλώς άλλ’ ή διάκονοι
Θεού». Ώστε καί τον Πέτρον ώς διάκονον Θεού καί ούδέν πλέον θεωρεί, τήν δέ
Εκκλησίαν Θεού γεώργιον, Θεού οικοδομήν έκαστος δέ οίκοδομεΐ κατά τήν δοθεΐσαν
αύτφ χάριν θεμέλιον γάρ άλλον ούδείς δύναται θεΐναι παρά τον κείμενον, ός έστίν
Ιησούς Χριστός (Α' Κορινθ. κεφ. α, γ).
Έν τή προς Έφεσίους ό Παύλος γράφει, ότι ή
Εκκλησία έστίν φκοδομημένη έπί τφ θεμελίψ τών Αποστόλων καί προφητών, όντος
Ακρογωνιαίου αύτού Ιησού Χριστού, έν φ
πάσα ή οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις
ναόν άγιον έν Κυρίψ, έν φ καί υμείς συνοικοδομε'ισθε εις κατοικητήριον τού Θεού
έν πνεύματι (β' 18-22)· ώστε ή ένότης είναι ένδεδειγμένη 7τούκείται.
Επίσης έν ταϊς καθοΛικαίς έπιστολαΐς τού
Πέτρου, Ιακώβου, Ιούδα καί Ίωάννου ούδαμού φαίνεται να συνίσταται τό πρωτεΐον
τού Πέτρου ~ ή ηγεμονία αύτού έν τή Εκκλησία ώς ο ένωτικός δεσμός τών Εκκλησιών
τουναντίον ώς ένωτικόν δεσμόν θεωρούσι την αγάπην καί την άλήθειαν, αϊτινες
στηρίζουσι την κοινωνίαν τών Εκκλησιών μετά τού Πατρός καί τού Τίού.
Μαρτυρίαι περί τού ένωτικού δεσμού τών
Εκκλησιών έκ τών συγγραμμάτων τών Πατέρων καί διδασκάλων τής Εκκλησίας
Έν τοϊς συγγράμμασι τών Άποστολικών Πατέρων
ούδέν άπαντφ περί τού πρωτείου καί τής ήγεμονίας τού Πέτρου ώς ένωτικού δεσμού
τής Εκκλησίας. Τό έν αύτοϊς διαπνέον πνεύμα περί τής ένότητος τής Εκκλησίας
είναι τό αύτό τφ πνεύματι τής Καινής Διαθήκης.
Έν τή έπιστολή τού Βαρνάβα γίνεται λόγος
περί τής σχέσεως τών κατά τόπους Εκκλησιών προς τον Σωτήρα Χριστόν, όστις έστίν
ό θεμέλιος λίθος τού Οικοδομήματος τής σωτηρίας (κεφ. στ'). Οί χριστιανοί είσί
τέκνα τής άγάπης, τής συνδεούσης αύτούς προς άλλήλους καί προς τον Χριστόν καί
τής ειρήνης. Ό νόμος τού Κυρίου ούδένα γινώσκει ζυγόν άνάγκης, άλλ’ είναι νόμος
τής έλευθερίας, ώστε άγνοεϊ τήν άνάγκην τής άναγνωρίσεως τής ήγεμονίας τού
Πέτρου έν τή Έκκλησίμ προς τήρησιν τής μετά τού Κυρίου ένότητος. Ό νόμος τού
Κυρίου είναι νόμος έλευθερίας καί ούχί δουλείας καί ούδένα γινώσκει ζυγόν
άνάγκης.
Έν ταϊς έπιστολαΐς τού Κλήμεντος Ρώμης
προς Κορινθίους, έν αίς πολλά διδάσκονται περί έκκλησιαστικής τάξεως, περί
ειρήνης καί περί ιεραρχίας έν τή Έκκλησίμ, ούδέν άναφέρεται περί τής ήγεμονίας
τού Πέτρου έν τή Έκκλησίμ καί περί τής κληρονομικής διαδοχής ταύτης εις αύτόν
καί περί τής άνάγκης τού ύποτάσσεσθαι αύτφ προς τήρησιν τής μετά τού Σωτήρος
ένότητος αύτών. Τουναντίον μάλιστα ό ιερός Κλήμης λέγει: «Ή ούχί ένα Θεόν
έχομεν καί ένα Χριστόν; Καί έν Πνεύμμ τής χάριτος, τό έκχυθέν έφ’ ήμάς; Καί μία
κλήσις έν Χριστφ; Ίνα τί διέλκωμεν καί διασπώμεν τά μέλη τού Χριστού καί
στασιάζωμεν προς τό σώμα τό ίδιον, καί εις τοιαύτην άπόνοιαν έρχόμεθα, έύστε
έπιλαθέσθαι ήμάς, ότι μέλη έσμέν άλλήλων;..» Φρονούμεν ότι ο άγιος πατήρ θά έποιεΐτο
λόγον καί περί τής ήγεμονίας αύτού έν τή Έκκλησίμ, έάν άνεγνώριζεν έαυτώ
τοιαύτην.
Έν τή προς Έφεσίους έπιστολή τού άγιου
Ιγνατίου άναγινώσκομεν: «Όντες λίθοι ναού Θεού Πατρός, ήτοιμασμένοι εις
οικοδομήν Θεού, άναφερόμενοι εις τά ύψη διά τής μηχανής Ιησού Χριστού, ό έστί
σταυρός, σχοινίψ χρώμενοι τφ Πνεύματι τφ άγίψ- καί ή πίστις ήμών, άγωγός ήμών
καί ή άγάπη, οδός ή άναφέρουσα εις Θεόν. Έστέ ούν καί σύνοδοι πάντες, θεοφόροι
καί ναοφόροι, χριστοφόροι, άγνοφόροι».
Κατά τον άγιον Ιγνάτιον άρχή τής ένότητος
είναι αύτός ό Θεός. Ό Ιησούς Χριστός είναι τό άδιάκριτον (=άδιαχώριστον) ήμών
ζήν, καί ή τού Πατρός γνώμη, καθώς καί οί έπίσκοποι οί κατά τά πέρατα
όρισθέντες έν Ιησού Χριστού γνώμη είσίν, έόστε γνώμη Χριστού ώρίσθησαν οί κατά
τά πέρατα έπίσκοποι καί ούχί τού Πέτρου- διατί ήδη οί τούτων διάδοχοι όφείλουσι
νά διορίζωνται γνώμη τού διαδόχου του Πέτρου;
Ό Ιγνάτιος έπαινε! τό των Έφεσίων
πρεσβυτέριον, ότι συνήρμοσται τφ έπισκόπψ ώς χορδαί κιθάρμ· διά τούτο έν τή
όμονοίμ καί συμφώνψ άγάπη Ιησούς Χριστός άδεται. Χρήσιμον έστίν έν άμώμψ
ένότητι είναι, ϊνακαί Θεού πάντοτε πάντες μετέχωσιν. Ή Εκκλησία έστίν έν τφ
Ιησού Χριστφ καί ό Χριστός έν τφ Πατρί, ϊνα πάντα έν ένότητι σύμφωνον ή. Ό
Ιγνάτιος την ένότητα τής Εκκλησίας εύρίσκει έν τή ταυτότητι τής πίστεως, έν τή
άμοιβαίμ άγάπη, έν τή συμφωνίμ τής γνώμης.
Έν τή προς τον Πολύκαρπον έπίσκοπον
Σμύρνης έπιστολή του ό άγιος Ιγνάτιος γράφει περί ένότητος τά έξής: «Τής
ένώσεως φρόντιζε, ής ούδέν άμεινον πάντας βάσταζε, ώς καί σέ Κύριος· πάντων τάς
νόσους βάσταζε, ώς τέλειος άθλητής» (κεφ. α).
Εκ τής προς Έφεσίους έπιστολής τού
Ιγνατίου νοούμεν άριστα ποιαν ένωσιν συμβουλεύει τφ Πολυκάρπψ ό άγιος Πατήρ νά
έπιζητή τήν ένωσιν μετά τού Θεού καί ούχί μετά τών διαδόχων του Πέτρου, ήτις
ούδαμόθεν έπιβάλλεται.
Έν τή προς Μαγνησίους έπιστολή ό άγιος
Ιγνάτιος έπαινών τήν ένότητα τής Εκκλησίας γράφει: «Άδω τάς Εκκλησίας, έν αίς
ένωσιν εύχομαι (=καυχώμαι ότι εύρίσκω) σαρκός καί πνεύματος Ιησού Χριστού». Ό
Κύριος έστίν ό άληθινός καί πρώτος έπίσκοπος καί μόνος φύσει άρχιερεύς· έόστε ένωσις
άληθής, ή ένωσις μετά τού πρώτου καί μόνου φύσει άρχιερέως Χριστού· οί τήν
ένωσιν ταύτην έχοντες άνάγκην έτέρας προς σωτηρίαν ούκ έχουσιν. Έν τή προς
Τραλλησίους έπιστολή τού ό άγιος πατήρ έπίσης ούδέν γράφει περί τής ήγεμονίας
τού Πέτρου.
Έν δέ τή προς Ρωμαίους γράφων δέν
άναφέρεται προς τον έπίσκοπον της Ρώμης, άλλά προς τήν Εκκλησίαν καί εύχεται,
ϊνα τήν έαυτού έπισκοπήν έπισκοπήση μόνος ό Χριστός.
Έν τή συγγραφή τού άποστολικού πατρός Έρμα
«ό Ποιμήν» (Pastor) ή έκκλησία παραβάλλεται προς μέγα Οικοδόμημα, προς ύψηλόν
πύργον, τεθεμελιωμένον έπί τού παντοδυνάμου ονόματος τού Ιησού Χριστού καί
συντηρούμενον ύπό τής άοράτου του Θεού δυνάμεως· ούτω δέ ό όλος πύργος φαίνεται
ύπό ένός μόνου λίθου άποτελούμενος (I. Visio 2.3). Έν δέ ταϊς παραβολαϊς αύτού
(Similitudines), έν αίς γίνεται λόγος περί έκκλησιαστικής πειθαρχίας,
έπαναλαμβάνει ότι ό πύργος έστίν ή Έκκλησία, ή δέ πύλη ή άγουσα εις αύτόν έστίν
ό Τίός τού Θεού, δι’ ής μόνης έστι δυνατή ή προς τον Θεόν είσοδος. «Οί
πιστεύοντες εις Θεόν διά τού Τίού αύτού έλαβον τό άγιον Πνεύμα· ιδού, έσται έν
πνεύμμ καί έν σώμμ».
Καί ένταύθα έπίσης ούδένα λόγον ποιείται
περί τού έπισκόπου Ρώμης ώς άντιπροσώπου τού Χριστού καί ένωτικού δεσμού τής
Εκκλησίας αύτού. Έπίσης καί έν τή προς Διόγνητον έπιστολή αύτού ώς κέντρον ένωτικόν
θεωρεί μόνον τον λόγον, δι’ ού ή Έκκλησία πλουτίζεται καί θεία χάρις διαχέεται
άφθονος εις τό πλήρωμα αύτής (κέφ. ζ' § ια').
Τοιαύτη ή γνώμη τών άποστολικών πατέρων
περί τού κέντρου τής ένότητος τών Εκκλησιών, ήτις είναι σύμφωνος προς τον
Πνεύμα τής άγιας γραφής.
Μαρτυρίαι τών έκκλησιαστικών άνδρών
Κλήμεντος καί Ώριγένους
Ό Κλήμης ό Αλεξανδρεύς, δίδων τον ορισμόν
τής Εκκλησίας λέγειίΗ Έκκλησία έστί σύστημα καί πλήθος άνθρώπων διοικουμένων
ύπό τού θείου λόγου- πόλις άπολιόρκητος καί άκατάθλιπτος ύπό πάσης τυραννίδος,
έν ή πληρούται τό θειον θέλημα- ώς γάρ τό θέλημα αύτού (τού Θεού) έργον έστι,
καί τούτο κόσμος ονομάζεται, ούτω καί τό βούλημα
αύτοϋ ανθρώπου έστι σωτηρία, και τούτο
Εκκλησία καλείται (Παιδαγωγός α' § 6 -Στρώμ. ζ' 5). Ή Εκκλησία έστίν ή μήτηρ
άμα καί παρθένος καί νύμφη Χριστού, ημείς δε έσμέν μέλη Χριστού (Στρ. γ' 6).
Βασιλική κεφαλή τής Εκκλησίας έστίν ό Χριστός (Παιδ. α') καί έπιφέρει: «Εκ τών
είρημένων άρα φανερόν ο’ίμαι γεγενήσθαι, μίαν είναι τήν άληθή Εκκλησίαν, τήν τφ
όντι άρχαίαν, εις ήν οί κατά πρόθεσιν δίκαιοι έγκαταλέγονται· ένός γάρ όντος
τού Θεού καί ένός του Κυρίου, διά τούτο καί τό άκρως τίμιον κατά τήν μόνωσιν
έπαινεΐται, μίμημα δν τής άρχής τής μιάς· τή ούν τού ένός φύσει συγκληρούται ή
Εκκλησία ή μία. Κατά τέ ούν ύπόστασιν, κατά τέ έπίνοιαν, κατά τέ άρχήν, κατά τέ
έξοχήν, μόνην είναι φαμέν τήν άρχαίαν καί καθολικήν Εκκλησίαν εις ένότητα
πίστεως, μιάς της κατά τάς οικείας διαθήκας, μάλλον δέ κατά τήν διαθήκην, τήν
μίαν διαφόροις τοΐς χρόνοις, ένός τού Θεού τφ βουλήματι δι’ ένός τού Κυρίου
συνάγουσιν τούς ήδη κατατεταγμένους, οΰς προώρισεν ό Θεός δικαίους έσομένους,
προ καταβολής κόσμου έγνωκώς. Αλλά καί ή έξοχή τής Εκκλησίας, καθάπερ ή άρχή
τής συστάσεως κατά τήν μονάδα έστί πάντα τά άλλα ύπερβάλλουσα καί μηδέν έχουσα
όμοιον ή ίσον έαυτή» (Στρώμ. βιβλ. Ζ', κεφ. ιζ').
Εν τή θαυμάσιμ ταύτη περιόδψ, τή πλήρει
βαθυτάτων έννοιών, διατυπούται ή κατά τον τρίτον αιώνα διδασκαλία τής
Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Πάσα άποψις τής ένότητος περιελήφθη έν αύτή· ιδέα,
ούσία, τιμή καί κατά πάσας ταύτας τάς σχέσεις εις μόνος έστίν ό Θεός καί εις ό
Κύριος, ό τήν ένότητα παριστών, ένεργών καί σώζων καί ό παρέχων αύτή τό άξίωμα
καί τήν τιμήν.
Ή αίωνία άλήθεια τού θείου λόγου καί τό
θέλημα τού Θεού τό έν αύτή έκπληρούμενον ώς έν τφ Ούρανφ, είσίν οί άναγκαΐοι
όροι τής ύπάρξεως αύτής. Εις άνθρωπος, εις έπίσκοπος Pci)μης, κατέχων τήν άρχήν
καί τό κέντρον τής ένότητος καί θέλων άμα νά είναι ή κεφαλή τής Καθολικής
Εκκλησίας, ήθελε χαρακτηρισθή ύπό τού Κλήμεντος ώς παράφρων.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου