ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ Δ' ΑΙΩΝΑ
α. Εξοδος από τις κατακόμβες
Τό πρόσωπο τοΰ Δ' αιώνα στόν ελληνορωμαϊκό χώρο εμφανίζεται ταραγμένο καί διαρκώς γινόμενο. Συγκλονιστικές ανακατατάξεις καί συγκρούσεις διαδέχονται ή μία τήν άλλη. Ό έθνικός έλληνορωμαϊκός κόσμος, ώς πνεύμα καί έξουσία, νιώθει έκπληκτος ένώπιον τοΰ τεράστιου ρεύματος, πού συνιστά ή Εκκλησία. Ό κόσμος αύτός ζού.σε περίοδο πτώσεως καί δχι άνόδου. Δέν είχε τό πνευματικό σθένος ν’ άντιδράσει στήν Εκκλησία. Αύταπατώμενος είχε πιστέψει, κατά τόν Β' καί Γ' αιώνα, ότι άλλοτε μέ τήν αίγλη του, άλλοτε μέ σκληρούς διωγμούς καί άλλοτε μέ τήν άνοχή του, θά συγκροτούσε τήν Εκκλησία σέ μικρές διαστάσεις. "Οταν τελικά συνειδητοποίησε τήν δική του άδυναμία καί τήν όρμή τής Εκκλησίας, άντέδρασε σπασμωδικά. Ό ρωμαίος αύτοκράτορας Διοκλητιανός κήρυξε φοβερό διωγμό (303/4) κατά τών χριστιανών καί οί «πεπτω κότες» δέν ήταν λίγοι. "Ετσι άρχισε ό Δ' αιώνας.Oi Ρωμαίοι, μολονότι είχαν τήν χαρά νά βλέπουν «πεπτωκότες», δηλωσίες χριστιανούς, διαπίστωναν ότι όπου κτυπούσαν έναν γεννιούνταν έκατό κι όπου έκατό χίλιοι. Καί τό πιό δυσάρεστο γι’ αυτούς ήταν ότι πλι,ύαιναν οί χριστιανοί άκόμη καί μέσα στίς κυρίαρχες τάξεις τους. "Επρεπε, λοιπόν, εάν συνέχιζαν τούς διωγμούς, νά αύ τοδιωχτοΰν, νά αύτοκαταστραφοΰν! Επειδή αύτό ήταν άδύνατο, ά ναγκάστηκε ό ρωμαϊκός κόσμος νά δείξει σαφή άνοχή πρός τήν Εκκλησία, τήν όποια όμως ό Μέγας Κωνσταντίνος, άπό τό 324 κυρίως, πού έγινε μονοκράτορας, άντιμετώπιζε σάν νά ήταν μέλος της, ένώ άκόμη δέν ήταν. Ή έξοδος άπό τίς κατακόμβες είχε πραγματοποιηθεί.
’Από τήν πλευρά της ή Εκκλησία, άρχΐζοντας ό Δ' αιώνας μέ τούς διωγμούς, έδειξε δλη τήν δύναμη της πίστεώς της καί την Αντοχή έκεΐνου πού περιμένει νά εξαντληθεί ό σκληρός τύραννός του.
"Οταν ό τύραννος έπεσε έξαντλημένος καί ό μονοκράτορας (324) Κωνσταντίνος πολιτευόταν ως χριστιανός καί προστάτης τής Εκκλησίας, ή Εκκλησία ένιωσε τόση έκπληξη, ώστε πολλοί έπίσκο ποΐ της έχασαν σχεδόν τό μέτρο. *Ησαν άνέτοιμοι νά συλλάβουν καί ν’ άντιμετωπίσουν τήν νέα πρωτόγνωρη πραγματικότητα καί τά νέα συγκλονιστικά προβλήματα. Έπρόκειτο γιά τά προβλήματα πού δημιούργησε ή έλεύθερη ζωή καί δράση τής Εκκλησίας, ή ανάγκη τής στέρεης όργανώσεώς της, ή έμφάνιση νέων επικίνδυνων αίρέσεων καί τό αίτημα γιά όλοένα βαθύτερη κι εύρύτερη θεολογική έξήγηση τής άλήθειας. 'Η έξήγηση όμως αύτή έπρεπε νά γίνει καί μέ τήν βοήθεια τού φιλοσοφικού λόγου, ή όρθή καί διακριτική χρήση τού όποιου άπό τούς χριστιανούς θεολόγους άπέβη άκανθώδες πρόβλημα, πού έλυσαν έπιτυχώς μόνοι οί μεγάλοι Πατέρες.
β. Εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό τό κράτος
Ή έξοδος τής Εκκλησίας άπό τίς κατακόμβες καί ή άνεσή της νά κινείται άνενόχλητη σέ όποιονδήποτε κοινωνικό χώρο, συνδυάστηκε μ’ έναν προστατευτισμό τού αύτοκράτορα πολύ επικίνδυνο. Έπρόκειτο γιά έναγκαλισμό, πού οφειλόταν στούς εξής παράγοντες: α) Ό αύτοκράτορας Κωνσταντίνος ένιωθε καί δροΰσε ως χριστιανός. β) Ώς ρωμαίος αύτοκράτορας ήταν καί μέγιστος Ιερέας. Τώρα, ώς χριστιανός βασιλέας, δέν μπορούσε νά τελεΐ καθήκοντα ιερατικά, π.χ. νά θυσιάζει, αλλά αισθανόταν ότι έχει τήν κορυφαία ευθύνη γιά τήν προκοπή καί τήν πορεία τής Εκκλησίας, γ) 'Ως αύτοκράτορας φρόντιζε πάση θυσία νά έξασφαλΐζει τήν συνοχή καί πειθαρχία τών πολλών λαών καί φυλών, πού συναποτελοΰσαν τήν ρωμαϊκή αύτοκρατορία. Ή συνοχή μέχρι λίγο πρίν έξασφαλιζόταν μέ τήν επιβολή σέ όλη τήν επικράτεια τής λατρείας τού αύτοκράτορα. Τώρα, χωρίς πολλή σκέψη καί μέ τήν επίδραση τής ρωμαϊκής παραδόσεως, έκρινε ότι τόν συνδετικό παράγοντα τής απέραντης αύτοκρατορίας μπορεί νά τόν Αποτελεί ό χριστιανισμός, δ) 'Η Εκκλησία δέν είχε ούτε πλούσια έμπειρία κοινωνικής έλευθερΐας ούτε άκόμη αρκετή θεσμική όργάνωση, ώστε ν’ άποποιηθεΐ Αποφασιστικά τήν έλκυστική προστασία τού αύτοκράτορα. Οί ριζικές διαφοροποιήσεις γιά τήν Εκκλησία καί τό κράτος είχαν πολλαπλές καί βαθιές συνέπειες, θετικές καί Αρνητικές. Τό κράτος βρήκε στόν ραγδαία Αναπτυσσόμενο χριστιανισμό τήν Αλκή καί τό σθένος, πού έλειπαν Από τήν ρωμαϊκή κοινωνία. Ή Εκκλησία πάλι άπέβη ισχυρός κοινωνικός παράγοντας στό νέο ρωμαϊκό κράτος. 'Ικανοί έπΐσκο ποι, μεγάλων κυρίως πόλεων, άρχισαν νά διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην όλη κοινωνική ζωή. Οί αύτοκράτορες δροΰσαν, κοινωνικά τουλάχιστον, ύπολογίζοντας τήν άποψη τής Εκκλησίας καί διευκολύνοντας οικονομικά καί θεσμικά τήν εύρύτερη διάδοση τοΰ χριστιανισμού. Οί χριστιανοί έγιναν μέχρι τό τέλος τού αιώνα ή πνευματική elite τής αύτοκρατορίας, οί έκλεκτοΐ, πού τό κύρος καί ή έπιρροή τους ηύξανε συνεχώς. Μειωνόταν ή 'δύναμη τής έθνικής θρησκείας κι έπεκτεινότανή παρουσία τού χριστιανισμού σέ όλα τά πολιτικοκοινωνικά επίπεδα.Επιβλητικοί χριστιανικοί ναοί άνεγείρονταν σέ όλα τά μήκη καί πλάτη τής αύτοκρατορίας καί ή λατρεία σ’ αυτούς από λιτή καί απέριττη έγινε λαμπρή καί απέκτησε δομική καί θεολογική πληρότητα. Ή 'Αγία Γραφή γνώρισε έκδοτικό οργασμό καί μεταφράστηκε στήν λατινική πληρέστερα καί άκριβέστερα, κάτι πού ισχύει καί γιά άλλες γλώσσες, όπως π.χ. τήν συριακή καί μερικώς τήν γοτθική. Στήν άνάγκη τής Εκκλησίας ν’ άποκτήσει τό άπαραίτητο θεσμικό πλαίσιο βοήθησε τό κράτος πολύ. Διευκόλυνε δηλαδή τήν σύγκληση συνόδων, άπό τις όποιες συντάχτηκαν τά θεμελιώδη κανονιστικά κείμενα τοΰ βίου τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, πού χρειάζονταν γιά τήν εύστάθεια τού όργανισμοΰ της. Οί Κανόνες αύτοΐ άποκτοΰ σαν αύτόματα κύρος νόμου κι έτσι εξασφαλιζόταν γενικά ή έφαρ μογή τους.Δέν άργησαν όμως νά φανούν καί οί αρνητικές γιά τήν Εκκλησία συνέπειες τοΰ εναγκαλισμού. Ό αύτοκράτορας καί γενικά ή κρατική έξουσΐα δέν δίσταζε νά κάνει αισθητή τήν παρουσία της καί απαιτητή ένίοτε τήν άποδοχή τής θελήσεώς της ώς άντάλλαγμα τής προσφερόμενης προστασίας. Σέ πολλά ή ρωμαϊκή νοοτροπία καί ή νομοθεσία άλλαξαν μέ τήν έπίδραση τού χριστιανικού πνεύματος. Καί ή Εκκλησία όμως χρειάστηκε νά κάνει κάποιες υποχωρήσεις, νά δείξει άνεκτικότητα. Τό κανονιστικό πλαίσιο τής Εκκλησίας, οί Κανόνες, χρειάζονταν ένα κύρος γιά νά γίνουν έκτελεστοΐ, άλλά ή αυστηρή έπιβολή τους ώς νόμων άναγκαστικών δέν συμβιβαζόταν μέ τό πνεύμα τής Εκκλησίας. Ακόμα περισσότερο, τό πνεύμα τής Εκκλησίας τραυμάτιζαν σέ πολλές περιπτώσεις οί νόμοι τοΰ κράτους ύπέρ τής Εκκλησίας καί κατά τών έθνικών θρησκειών ή των αιρετικών όμάδων.Ήκεΐ όμως πού ό εναγκαλισμός τής Εκκλησίας άπό τό κράτος Εξελίχτηκε σέ πραγματικό δράμα ήταν ή προσπάθεια τών αύτοκρα τόρων ν’ άναμιχτοΰν έμμεσα κι ενίοτε άμεσα στά θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Οί αύτοκράτορες, ένεκα τής ρωμαϊκής τους πα ραδόσεως καί άκούγοντας εισηγήσεις κακόβουλων ή άφελών επισκόπων, νόμιζαν ότι δικαιούνταν νά έπεμβαίνουν στά έκκλησίαστικά πράγματα, τά όποια χριστιανοί αύλοκόλακες τούς έπειθαν ότι τά κατανοούν. "Ετσι, σ’ έναν αιώνα Οψιστης σημασίας γιά την διατύπωση καί τήν στήριξη τής πίστεώς της, ή Εκκλησία γνώρισε τό έξης αντιφατικό καί δραματικό φαινόμενο: ό πρώτος χριστιανός αύτο κράτορας Κωνσταντίνος βοήθησε Αποτελεσματικά τήν Εκκλησία τό 324 καί 325 (Σύνοδος Νίκαιας) νά διατυπώσει καί νά επιβάλει τήν όρθόδοξη πίστη της κατά τού Αρειανισμού. ’Αμέσως όμως μετά ό ίδιος αύτοκράτορας ήπια καί οί γιοίδιάδοχοί του σκληρά έργάστη καν, έως τό 378, με δλα τά μέσα γιά τήν Ανατροπή τής ορθόδοξης πΐστεως καί τήν έπιβολή τού Αρειανισμού. Τό γεγονός πυροδότησε τόσο μεγάλη κρίση, ώστε νά μή θεωρείται μικρότερη σ’ ένταση Από έκείνην πού τής προκάλεσαν οί διωγμοί, ένώ Αναμφισβήτητα ήταν πιό έπικίνδυνη Από έκείνην. Τόσο έπικίνδυνη, ώστε ή φιλορθόδοξη τακτική τού Μεγάλου Θεοδοσίου, τό 379/380, νά χαιρετιστεί ως ισάξια πρός τήν φιλοχρίστίανική τακτική τού Μ. Κωνσταντίνου (324).
Ό Δ' αιώνας, λοιπόν, άρχισε μέ τόν φοβερό διωγμό τού Διοκλη τιανού, προχώρησε γρήγορα μέ τήν προστασία τής Εκκλησίας Από τόν Μ. Κωνσταντίνο, έξελίχτηκε μέ τόν φιλοαρειανισμό των Μ. Κωνσταντίνου, Κωνσταντΐου, καί Ούάλη (+ 378) καί τελείωσε μέ τήν φι λορθόδοξη τακτική τού Θεοδοσίου, ό όποιος έδωσε Ισχύ νόμου στήν όρθόδοξη πίστη, τήν όποια όμως, χωρίς πιέσεις του, υιοθετούσε προ συνοδικά καί συνοδικά ή πλειοψηφία των έπισκόπων.
γ. Συγκλονιστικές θεολογικές κρίσεις καί θεμελιώδης θεολογία
Μόλις άρχισε ή ’Εκκλησία ν’ αναπνέει έλεύθερα, ένα έτος μετά τήν έκδοση τού διατάγματος (311) τού έτοιμοθάνατου Γαλερίου περί Ανοχής τού χριστιανισμού, έκδηλώθηκε ατούς κόλπους τής βο ρειοαφρικανικής Εκκλησίας τό κίνημα τού Δονατισμοϋ, πού δέν είχε σοβαρά θεολογικά κίνητρα. ’Εξέφραζε αύστηρό, σχεδόν άτεγκτο, χριστιανισμό καί τρεφόταν Από τήν κοινωνικοιίολιτική Αντίθεση των βορειοαφρικανών πρός τήν Ρώμη, ώς κέντρου έξουσΐας καί κατα πιέσεως. Ό Δονατισμός ταλαιπώρησε τήν δυτική ’Εκκλησία μέχρι τό τέλος τού Δ' αιώνα.
Ή θεολογική κρίση, πού συγκλόνισε ολόκληρη τήν ’Εκκλησία καί κάλυψε τόν Δ' αιώνα Από τό 318 μέχρι τό 381 κυρίως, ήταν ό ’Αρειανισμός. Ή κρίση αύτή έκανε φανερό, ότι δσο οί πιστοί ζητούσαν νά κατανοήσουν τήν Αλήθεια μέ τά φιλοσοφικά καί κοσμολογικά δεδομένα τής έποχής, τόσο προκαλοΰνταν συζητήσεις κι έρωτήμα τα, πού κατέληγαν σέ όρθή θεολογία ή σέ κακοδοξΐες. "Οσοι θεολόγοι εισέρχονταν στις συζητήσεις αύτές, υιοθετώντας δλη τήν έκφρασμένη Παράδοση τής ’Εκκλησίας, δημιουργούσαν όρθόδοξη θεολογία. "Οσοι θεολόγοι κινούσαν τέτοιες συζητήσεις, άθετώντας κάτι καίριο άπό την Παράδοση, κατέληγαν σέ κακόδοξες θεωρίες. Περί τό 318 ένας έντυπωσιακός πρεσβύτερος τής ’Αλεξάνδρειας, ό "Αρειος, άπέρριψε την διδασκαλία τής Εκκλησίας ότι ό Υιός είναι άίδιος. Κήρυξε ότι ό Υιός, τό δεύτερο πρόσωπο τής άγιας Τριάδας είναι κτίσμα, πρώτο δημιούργημα τού Θεού έν χρόνω. Έτσι ξέσπασε ή ριζικότερη αίρεση στήν ζωή τής Εκκλησίας, πού άπεΐλησε κυριολεκτικά τήν ταυτότητά της. Στήν πορεία του δ ’Αρειανισμός διακρΐθηκε σέ πολλές όμάδεςάποχρώσεις: Στούς άκραιφνεΐς, τούς άνομοίους καί όμοιους δηλαδή, καί στούς ήμιαρειανούς, δηλ. τούς όμοιουσιανούς. Μέ τήν κρίση πού προκλήθηκε άσχολήθηκαν όλοι σχεδόν οί θεολόγοι τού Δ' αίώνα, άλλά τό βάρος τής ύπερβάσεώς της, τής έκφράσεως δηλαδή τής άλήθεΐας καί τής μέ αύτήν άναιρέ σεως τού άρειανισμοΰ σήκωσαν μεγάλοι θεολόγοι, όπως ό Μ. ’Αθανάσιος πρώτιστα καί οί Εύστάθιος ’Αντιόχειας, Τλάριος Poitiers, Μ. Βασίλειος, Μάρκελλος Άγκύρας, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, ’Αμβρόσιος Μιλάνου καί Δίδυμος Τυφλός. Στούς κόλπους των άρειανικών όμάδων διακρΐθηκαν κυρίως οί μέτριοι θεολόγοι Άστέριος Σοφιστής, Εύσέβιος Καισαρείας, Γεώργιος Λαοδικεΐας, Εύ νόμιος Κυζίκου κ.ά. Κι ένώ ή θεολογική υπέρβαση τού άρειανισμοΰ έπιτεύχτηκε, άρχικά τουλάχιστον, μέ τήν θεολογία τού Μ. ’Αθανασίου, χρειάστηκε δχι μόνο τό έργο των μνημονευθέντων λοιπών θεολόγων, άλλά καί δεκάδες σύνοδοι μέχρι τό 381, διότι, μέ διάλειμμα 23 έτών, οί αύτοκράτορες καί ή αυλή τους υποστήριζαν τούς άρεια νόφρονες. Ό Νεοαρειανισμός μέ τόν Εύνόμιο Κυζίκου άποτελεϊ ά νανέωση τού άρχικοΰ άρειανισμοΰ μέ νέα έπιχειρήματα. Ή κρίση τού άρειανισμοΰ έδρασε ως άφορμή γιά τήν δημιουργία τής θεμελιώδους θεολογίας τής ’Εκκλησίας, δηλαδή τής Τριαδολο γίας, μέ τήν όποια καταδείχτηκε ή φυσική σχέση τών τριών θείων προσώπων, άρα ή όμοουσιότητά τους, καί ή διάκριση στήν θεότητα μιας ούσίας καί τριών υποστάσεων ή προσώπων («μία ούσία έν τρι σίν ύποστάσεσι»). Πρόκειται γιά τό θεμέλιο τής όλης θεολογίας όλων τών αιώνων.Οί Πνευματομάχοι έμφανίστηκαν στό τέλος τής δεκαετίας τού 350, στήν Αίγυπτο άρχικά καί άλλου μετά. Πνευματομάχοι ήταν πρώην άρειανόφρονες, οί όποιοι μετά άπό πολλές διεργασίες καί δισταγμούς δέχτηκαν τήν όμοουσιότητά τού Υιού, άλλ’ άρνούνταν αύτήν γιά τό άγιο Πνεύμα, τό όποιο θεωρούσαν κτίσμα, άγγελον πρώτον κ.λπ. Σημαντικά πνευματομαχικά κείμενα δέν διασώθηκαν. ’Αντίθετα, διασώθηκαν σπουδαία θεολογικά έργα τών Μ. ’Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, ’Αμβροσίου Μιλάνου καί Διδύμου Τυφλού, μέ τά όποια λύνεται τό πρόβλημα τής σχέσεως τοϋ άγ. Πνεύματος μέ τόν Πατέρα καί τόν Υιό κι έξηγεΐται γενικά τό έργο του άγ. Πνεύματος στά πλαίσια τής θείας οικονομίας. Οί Μακεδονιανοί, πού έσφαλμένα ταυτίστηκαν μέ τούς Πνευμα τομάχους, εμφανίστηκαν σχετικώς άργά, στην δεκαετία τοϋ 370. Στην Β' Οίκουμ. Σύνοδο ή όμάδα των 36 Μακεδονιανών έπισκόπων. έδειξε ότι άρνοΰνταν τό όμοούσιον τής Νίκαιας καί άρα προέρχονταν άπό τούς αύστηρούς όμοιουσιανούς. Εναντίον τους έγραψαν π.χ. ό Γρηγόριος Νύσσης κ.ά.Ό Άπολιναρισμός, πού κυοφορήθηκε στην δεκαετία τοϋ 350 κι εκδηλώθηκε δειλά τό 363, συνειδητοποιήθηκε μερικώς στήν Εκκλησία μόνο κατά τήν δεκαετία τοϋ 370. Ό ίδιος ό Άπολινάριος καί οί οπαδοί του έμφανίζονταν ώς όπαδοί τής Νίκαιας καί γι’ αύτό δέν προκάλεσαν γρήγορα τήν αντίδραση των μεγάλων θεολόγων, οί όποιοι άλλωστε άγωνίζονταν ακόμη κατά τοϋ αρειανισμού καί τοϋ ήμιαρειανισμοΰ. Ό Άπολινάριος, θεωρώντας λυμένο τό πρόβλημα τής Τριαδολογίας, προχώρησε στήν αντιμετώπιση έρωτημάτων σχετικών μέ τό πρόσωπο τοϋ Χριστοϋ. Δίδαξε, λοιπόν, ότι στόν Χριστό έχουμε τόν θειο Λόγο καί τήν ανθρώπινη σάρκα. Κατά τήν ενανθρώπηση δηλαδή ό Λόγος προσέλαβε μόνο τήν σάρκα, όχι καί τόν νοϋ, διότι αλλιώς δέν ήταν δυνατή ή τελεία ένωσή τους. Καί αύ τά, μολονότι στό Σύμβολο Νίκαιας έχουμε τόν πολυσήμαντο όρο «ένανθρωπήσαντα», πού προϋποθέτει, έστω έμμεσα, τήν ανάληψη άπό τόν Λόγο όλόκληρου τοϋ άνθρώπου. "Ετσι έγκαινιάστηκαν οί χριστολογικές κακοδοξΐες, οί όποιες (ώς μονοφυσιτισμός, νεστορια νισμός, μονοθελητισμός καί μονοενεργητισμός) θά συγκλονίσουν τήν Εκκλησία τόσο, ώστε οί Οικουμενικές Σύνοδοι άπό τήν Β' μέχρι καί τήν Ζ' θ’ άσχοληθοϋν μέ αυτές. Στόν Δ' αιώνα, όπου ή πρώτη φάση τών χριστολογικών συζητήσεων, τά πολυπληθή έργα τοϋ Άπολιναρίου καί τά λίγα τών όπα δών του θ’ άναιρέσουν ό Γρηγόριος Θεολόγος άρχικά, ό Διόδωρος Ταρσοϋ, ό Γρηγόριος Νύσσης εκτενέστερα κ.ά., ένώ στούς μετέπει τα αιώνες θά προκόψει ευρύτερη άντιαπολιναριστική γραμματεία. Καί γιά τις χριστολογικές κακοδοξίες ή όρθόδοξη άπάντηση θεμελιώθηκε στόν Δ' αί. μέ τήν σχετική θεολογία τοϋ Γρηγορίου Θεολόγου καί τοϋ Γρηγορίου Νύσσης. Παράλληλα έμφανίστηκαν καί άλλες, σχετικές μέ τις προηγούμενες, κακοδοξίες, όπως π.χ. τοϋ Μαρ κέλλου Άγκύρας, πού κοΛ αυτές έγιναν άφορμή γιά τήν σύνταξη κειμένων άπό εκκλησιαστικούς συγγραφείς. ’Ακόμη στόν Δ' αί. συνεχίστηκε ή σύνταξη έργων κατά παλαιότερων αιρέσεων, όπως τοϋ Σα βελλιανισμοϋ, τοϋ Μανιχαϊσμοϋ κ.ά., ένώ άναζωπυρήθηκε ή πολεμική γραμματεία «κατά έθνικών» μέ άφορμή τό έγχείρημα τοϋ Ίουλιανοϋ (361363) πρός άναβίωση τής έθνικής θρησκείας.’Ιδιαίτερα γιά την δυτική Εκκλησία πρέπει νά σημειώσουμε ότι κατά τόν Δ' αΐ. συγκλονίστηκε από τό κίνημα τοϋ ίσπανοΰ «χαρι σματούχου» Πρισκιλλιανοϋ, πού έπιχείρησε άναγέννηση τοϋ χριστιανικού βίου μέ περιφρόνηση πρός τήν ιεραρχία καί την δομή τής Εκκλησίας. Ή καταδίκη του σέ θάνατο τό 385 δεν σήμανε καί τήν λήξη τής κρίσεως, πού τό κήρυγμά του προκάλεσε. Τά έργα τοϋ ίδιου καί των όπαδών του άλλά προπαντός τά άντιπρισκιλλιανικά κείμενα υπογραμμίζουν τήν έκταση τής κρίσεως αύτής.
Τέλος, παρατηρούμε ότι οί μεγάλοι θεολόγοι, άπό τό 325 μέχρι τό 378, έγραψαν καί δημιούργησαν τήν θεολογία τους κυριολεκτικά σέ κλίμα διωγμού, έπείδή αύτοκράτορες καί άνώτεροι άξιωματοϋχοι συμπεριφέρονταν έχθρικά πρός τούς όρθοδόξους.
δ. Ό κόσμος τής φιλοσοφίας
Τό φιλοσοφικό ειδικά καί τό πνευματικό γενικά κλίμα τοϋ Δ' αί., όπου κυριαρχούσε τό άμάλγαμα τοϋ νεοπλατωνισμού, χαρακτηριζόταν άπό τόν έκλεκτικισμό, τά θρησκευτικά παγανιστικά ένδιαφέ ροντα των διανοουμένων καί τήν έντονη κλίση πρός τήν ρητορεία. Οί κυριότεροι έκπρόσωποί του τήρησαν εχθρική στάση έναντι τής Εκκλησίας. Παράδειγμα ό νεοπλατωνικός Πορφύριος (+ λίγο μετά τό 301), πού έγραψε μάλιστα κι ένα έργο κατά των χριστιανών. Ό φιλόσοφος αύτοκράτορας, αργότερα, ό Ίουλιανός (+ 363), όχι μόνο άσκησε κριτική κατά των χριστιανών, άλλά καί προσπάθησε νά τούς κρατήσει σέ άπαιδευσία, κάτι πού συνιστοϋσε είδος έξευγενι σμένου διωγμού. Ό άξιολογότερος ρητοροδιδάσκαλός τού Δ' αί. καί έπιφανέστερος έκπρόσωπος τού έθνισμοΰ μετά τόν θάνατο τού Ίουλιανοΰ, δηλαδή ό Λιβάνιος (314-393), πού άμεσα κι έμμεσα σχετίστηκε μέ θεολόγους Πατέρες, έδειχνε άναγκαστική ανοχή πρός τούς χριστιανούς, τούς όποίους κατά βάθος βδελυσσόταν. Έν τούτοις ό θύραθεν αύτός κόσμος, πού βέβαια συνέχιζε νά τρέφεται άπό τόν Πλάτωνα, τόν Αριστοτέλη καί τούς στωικούς, άποτελοΰσε τό κλίμα, στό όποιο ζοΰσαν οί έκκλησιαστικοί συγγραφείς.
Έλάσσονες θεολόγοι έδειξαν έλλειψη ρεαλισμού: ή νόμισαν ότι μπορούν νά δημιουργήσουν χωρίς τό κλίμα τούτο ή έπηρεάστηκαν άπό αύτό έπικΐνδυνα. Οί μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι έδειξαν ρεαλισμό: ζώντας τό κλίμα τούτο φυσικά, ως δικό τους, οικοδόμησαν τήν θεολογία μέ αύτό, άφοΰ διέκριναν μέ σαφήνεια τήν θεία άλήθεΐα άπό τήν μέθοδο καί τίς λύσεις τών φιλοσοφικών συστημάτων. "Ενεκα τής διακρίσεως αύτής άποφεύχτηκε ό έξελληνισμός τού χριστιανισμού, άλλά καί ό έκχριστιανισμός τοϋ έλληνισμοϋ. Οί φιλόσοφοι τού αιώνα (Πορφύριος, Τάμβλιχος, Ίουλιανός, Chal cidius, Macrobius) καί oi κλασικοί του παρελθόντος διαδραμάτισαν αναμφίβολα θετικό καί άρνητικό ρόλο στην δημιουργία των θεολόγων Πατέρων. Παρείχαν τό οικοδομικό ύλικό γιά την οικοδόμηση τής θεολογίας καί συγχρόνως γίνονταν λίγο ή πολύ μέτρο στήν σκέψη χριστιανών συγγραφέων, πού έτσι άπέβαιναν κακόδοξοι. Αύτούς όφειλαν ν’ άντιμετωπίσουν οί μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, ή καταπολέμηση μιας κακοδοξίας σήμαινε καί αναίρεση κάποιας φιλοσοφικής μεθόδου ή κάποιων φιλοσοφικοκο σμολογικών αντιλήψεων, πού είχαν χρησιμοποιηθεί γιά την άντιμε τώπιση θεολογικοΰ θέματος. Καί ή αναίρεση προχωρούσε άρνητικά μέ την προβολή άλλης φιλοσοφικής μεθόδου καί θετικά μέ τήν φανέρωση τής θείας άλήθειας στό συγκεκριμένο θέμα. Ή άναίρεση μιας φιλοσοφικής μεθόδου ή λύσεως μέ άλλη μέθοδο καί λύση άποτελού σε γιά τούς Πατέρες διαδικασία, μέ τήν όποια έδειχναν άπλώς ότι βάσει τής άλφα ή βήτα μεθόδου ήταν άδύνατη ή λύση θεολογικοΰ θέματος. Καί αφού οί Πατέρες έδειχναν έτσι τό άνέρειστο, τό άβά σίμο, μιας κακοδοξίας, στηριγμένης γιά τό καίριο σημείο της σέ κάποια φιλοσοφική άρχή, προχωρούσαν στήν προβολή τής άλήθειας. 'Η προβολή όμως τής αλήθειας γινόταν καί μέ τήν έπικουρία φιλοσοφικής αρχής, πού σαφώς εΐχε χαρακτήρα καί ρόλο ένδεικτικό καί ποτέ άποδεικτικό. Ή έπικουρικότητα ή ένδείκτικότητα τής φιλοσοφίας στήν διαδικασία τού θεολογεϊν εξηγεί τήν έκλεκτική στάση τών Πατέρων έναντι τών φιλοσοφικών συστημάτων. ’Από αύτά χρησιμοποιούσαν έκάστοτε καί χωρίς αποκλειστικότητα ό,τι νόμιζαν ώς προσφορότερο καί καταλληλότερο γιά τήν κάθε περίπτωση. "Ετσι, έχουμε τόν εκλεκτικισμό τών Πατέρων έναντι τού φιλοσοφικού κόσμου.
ε. Ό Μοναχισμός
Μέγα γεγονός τεράστιας έπιρροής. Τήν έκκλησιαστική ζωή τού Δ' αί. συνιστά ή άλματώδης ανάπτυξη τού μοναχισμού. Λίγα έτη πριν από τό 250 έμφανίστηκαν στήν Αίγυπτο περιπτώσεις ασκητών πλησίον πόλεων ή χωρίων. Στό β' ήμίσυ τού ίδιου αιώνα ό Μ. ’Αντώνιος (356) έγκαινιάζει συνειδητά στήν Αίγυπτο τόν άναχωρητικό μοναχισμό, πού μέ τήν έπιρροή του προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις καί συγκεκριμένη μορφή άσκήσεως κατά τίς πρώτες δεκαετίες τού Δ' αί. Λίγο άργότερα οί αιγυπτιακές έρημοι θά γνωρίσουν χιλιάδες άναχωρητών, γύρω συνήθως άπό έναν πεπειραμένο καί χα ρισματοΰχο άσκητή, όπως π.χ. τόν Μακάριο Αιγύπτιο (+ 390) ή τόν Μακάριο Άλεξανδρέα ( + 394). "Ετσι έχουμε τά περίφημα άναχω ρητικά κέντρα τής Θηβαΐδας, τής Νιτρίας, τής Σκήτης κ.ά.’Ακόμη σημαντικότερο γεγονός είναι της «Κοινωνίας», δηλαδή του κοινοβιακοϋ μοναχισμού άπό τόν Παχώμιο ( + 346) στην Ταβέννη ση, κατά τήν δεκαετία τού 320. Ό όργανωμένος κοινοβιακός βίος θ’ άναπτυχτεϊ έκτοτε ραγδαία στην Αίγυπτο καί άπό έκεΐ στην Μι κρασία, τόν Πόντο καί τήν ’Αρμενία μέ τήν βοήθεια των άσκητικο κανονιστικών κειμένων τού Μ. Βασιλείου. Στίς περιοχές αυτές, πρίν τό 340 περίπου, είχε εισαγάγει άτακτα τόν μοναχισμό ό Ευστάθιος, ό μετέπείτα έπΐσκοπος Σεβαστείας. Στόν χώρο τού συρόφωνου μεσοποταμιακού χριστιανισμού, στήν Νίσιβη καί στήν "Εδεσσα, δέν έχουμε μέχρι τά μέσα τού Δ' αΐ. οργανωμένο μοναχισμό, άλλά όμάδες παρθενευόντων, πού βοηθούσαν τόν έπίσκοπο στό καθόλου έκκλησιαστικό έργο, έντός των πόλεων. Στόν ίδιο αύτό χώρο έμφανίζονται οί άτίθασες καί προβληματικές όμάδες μοναχών καί μοναστριών, πού είναι γνωστοί ώς Εύχίτες ή Μεσσαλιανοΐ καί πού άπλώθηκαν έπειτα στήν Μικρασία καί άλλού. Τά περίφημα Μακαριανικά έργα (έποχής 380;) συνιστούν προσπάθεια όρθοδοξοποιήσεως τού μεσσαλιανικοΰ μοναχισμού. Ή Παλαιστίνη, έπίσης, γνώρισε τόν άναχωρητικό μοναχισμό, πριν άπό τό 350, μέ τόν άναχωρητή καί ιεραπόστολο Ίλαρίωνα (371), μαθητή τού Μ. ’Αντωνίου. Στήν δυτική ’Εκκλησία ό μοναχισμός καθυστέρησε. Ή έξορία στήν Ρώμη (339) τού Μ. ’Αθανασίου έγινε άφορμή νά πληροφορηθεΐ συστηματικά ή Δύση γιά τόν αιγυπτιακό μοναχισμό. Περί τό 360 ό "Αγιος Μαρτίνος συνέστησε είδος μοναστικής άδελφότητας κοντά στήν γαλλική Poitiers, ένώ ό έπισκόπος Εύσέβιος Vercelli ( + 370) ζοΰσε ώς μοναχός μέ τούς περί αύτόν κληρικούς. Νέα ώθηση γιά τήν καθιέρωση τού μοναχισμού έδωσε ή παρουσία στήν Ρώμη (375/7), μετά άπό μαθητεία του στήν ’Ανατολή, τού 'Ιερωνύμου, ένώ άργότερα ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397) βοήθησε τήν συστηματική όργάνω ση τού κοινοβιακού μοναχισμού. Στήν βορειοαφρικανική Ταγάστη ό Αύγουστΐνος μέ φίλους του συνέστησε, τό 388, στό σπίτι του είδος κοινοβίου, άλλά μόνο γιά διανοούμενους χριστιανούς.
Ή άσκητικονηπτική γραμματεία, τήν όποία προκάλεσε τό ευρύτατο κι έντυπωσιακότατο ρεύμα τού μοναχισμού στήν ’Ανατολή, είναι πλουσιότατη καί διακρίνεται σέ κείμενα πρακτικής τής άσκήσεως, διηγηματικά καί σέ περιγραφέςέκθέσείς θείων έμπειριών, τίς όποιες βίωσαν χαρισματοϋχοι άσκητέςμοναχοί. Οί μοναχοί καί οί έκκλη σιαστικοί γενικά άνδρες, πού έδωσαν σχετικά έργα, είναι πολλοί, μεταξύ τών όποιων χρονολογικά οί Παχώμιος ( + 346), Μ. ’Αντώνιος ( + 356), Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. ’Αθανάσιος ( + 373), Έφραΐμ (ό "Ελληνας) (+ 373), Μάρκελλος Άγκύρας (+ 374), Μ. Βασίλειος (+ 379), Ώρσίσιος (+ 386), Γρηγόριος Νύσσης (+ 394), Εύά γριος ( + 399), ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397) κ.ά.
στ. Αιώνας των Συνόδων
Ή Εκκλησία, μέ τήν έξοδό της Από τις κατακόμβες, είχε την ευκαιρία νά θεραπεύσει τήν άνάγκη γιά θέσπιση κανόνων της ζωής της, άπαραίτητων γιά κάθε ζωντανό οργανισμό. Ή ύφή των κανόνων αυτών ήταν ποιμαντική. ’Απέβλεπαν στήν άποτροπή έκτροπων, στήν προστασία τοΰ σώματος τής Εκκλησίας καί όχι στήν τιμωρία. Παράλληλα καί όπωσδήποτε πρίν τό 325, ή Εκκλησία όφειλε ν’ άντι μετωπίσεί τίς άναφυόμενες κακοδοξΐες μέ σαφή διατύπωση τής πίστεώς της. ’Αλλά καί οί κακόδοξοι άρειανοί, όταν έπικρατοΰσαν στό μεγαλύτερο διάστημα τοΰ Δ' αί., έπρατταν τό παν γιά τόν παραμερισμό τής ορθόδοξης πίστεως καί τήν προβολή των κακοδο ξιων τους. "Ολ’ αύτά, γιά νά έχουν γενική άποδοχή καί κύρος, έπρεπε νά είναι άποτέλεσμα κοινής άποφάσεως, συνοδικής διαδικασίας. Οί έπίσκοποι μικρών ή μεγάλων γεωγραφικών περιοχών κι ένίοτε Αντιπρόσωποι όλόκληρου τοΰ χριστιανικού κόσμου συνέρχονταν σέ Σύνοδο καί μέ δημοκρατική διαδικασία κατέληγαν σέ Αποφάσεις.Μέ τίς Συνόδους αύτές, θετικά ή Αρνητικά, θεμελιώθηκε ή πρακτική τής συνοδικής διαδικασίας στήν Εκκλησία, Αλλά τά καθαυτό πρακτικά τους (acta), τά λεπτομερή δηλαδή πεπραγμένα τους, χάθηκαν, όσα είχαν κρατηθεί. Μέ τίς θεολογικές τους Αποφάσεις. (Σύμβολα κι Επιστολές) δηλώθηκε συνοπτικά ή πίστη τής Εκκλησίας καί μέ τίς κανονιστικές Αποφάσεις τους καθορίστηκαν, θετικά ή Αρνητικά, οί δομές τής Εκκλησίας ώς θεανθρώπινου οργανισμού. Δύο άπό τίς δεκάδες Συνόδους τοΰ Δ' αί. ήταν καί Αναγνωρίστηκαν Οικουμενικές: τοΰ 325 στήν μικρασιατική Νίκαια καί τοΰ 381 στήν Κωνσταντινούπολη. 'Η συντριπτική πλειοψηφία τών Συνόδων, τών μεταξύ τών δύο Οικουμενικών, σκοπό είχαν τόν παραμερισμό ή τήν Αποκατάσταση τής Συνόδου τής Νίκαιας.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄ ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου