ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ (351)

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ (351)




ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ (351)

Τό 350 ό Κώνστας, αύτοκράτορας τής Δύσεως, δολοφονήθηκε Από τόν σφετεριστή τού θρόνου Μαγνέντιο, τόν όποιο έπειτα νίκησε κοντά στά Μοΰρσα ό Κωνστάντιος, πού έτσι έμεινε μόνος αύτοκράτορας, Ανατολικού καί δυτικού κράτους. Τότε ό Κωνστάντιος νόμισε ότι, χωρίς τόν φι λορθόδοξο Κώνστα, θά μπορούσε νά συνενώσει καί τίς διιστάμενες Εκκλησίες. Επηρεαζόμενος έντονα Από τόν Μουρσών Ούάλη, πού έπα νήλθε στόν φιλοαρειανισμό του, κάλεσε τό 351 σύνοδο στό Σίρμιο (πόλη δυτικά τού Βελιγραδιού, ή Τριαδίτσα) μέ σκοπό νά παρακαμφθεΐ τό σύμβολο τής Νίκαιας, νά καταδικαστεί ό Ακραίος Αρειανισμός καί νά έπιβλη θοϋν οι Ανατολικοί ήμιαρειανοί, πού ζήτησαν καί πέτυχαν τήν καταδίκη τού Φωτεινού Σιρμίου, μαθητή καί όπαδοΰ τού Μαρκέλλου Άγκύρας.Τό σύμβολο, πού οί συνοδικοί μέ πρωτεργάτες τόν Ούάλη Μουρσών καί τόν Ούρσάκιο Singidunum (Βελιγράδι) συνέταξαν, ταυτίζεται μέ τό τέταρτο σύμβολο ’Αντιόχειας (341), στό όποιο πρόσθεσαν 26 άκόμη άναθεματι σμούς, γιά ν’ άποκλείσουν από τήν Εκκλησία τόν Μάρκελλο Άγκυρας καί παρακλάδια του αρειανισμού. Δήλωναν όμως ότι «ού συντάσσομεν Υιόν τω Πατρί, άλλ’ ύποτεταγμένον τω Πατρί», ιδέα γνωστή άπό τό σύμβολο ’Αντιόχειας τού 344.




49. ΙΟΥΛΙΟΣ Α' ΡΩΜΗΣ (337352)


Ό ’Ιούλιος υπήρξε ορθόδοξος καί δραστήριος έπίσκοπος Ρώμης. Μέ τόν ’Ιούλιο ή δυτική Εκκλησία εΐσήλθε στήν δίνη των κρίσιμων εκκλησιαστικών θεμάτων τού Δ' αί. "Εμεινε πιστός στις αποφάσεις τής Νίκαιας (325) καί έναντιώθηκε στόν Εύσέβιο Νικομήδειας (τότε Κωνσταντινουπόλεως) καί σέ όλους τούς άρειανόφρονες καί ήμια ρειανόφρονες άνατολικούς έπισκόπους, πού συγκροτούσαν στήν ’Αντιόχεια (341) τήν σύνοδο των ’Εγκαινίων. Έκεΐ πιέστηκε νά δεχτεί άπόφασή τους πού καταδίκαζε τόν ’Αθανάσιο ’Αλεξάνδρειάς καί τόν Μάρκελλο Άγκύρας, τούς όποιους όμως ό ’Ιούλιος άπάλλαξε άπό κάθε κατηγορία τάξεως καί πίστεως σέ σύνοδο (Ρώμη 341). Μέ αφορμή τά γεγονότα αύτά έγραψε μακροσκελή Επιστολή πρός τούς συνοδικούς τής ’Αντιόχειας, απαντώντας σέ δικό τους γράμμα καί έξηγώντας τίς ένέργειές του ύπέρ των ’Αθανασίου καί Μαρκέλλου. Έπέμενε ότι οί ανατολικοί έπρεπε νά γράψουν στήν Ρώμη καί νά ζητήσουν τήν κρίση γενικής συνόδου. Στό κείμενο τούτο, πού εσφαλμένα έρμηνεύτήκε ως πρώτη έκφραση πρωτείου δικαιοδοσίας τής Ρώμης, ό ’Ιούλιος έπιμένει ότι εκφράζει τίς απόψεις καί των επισκόπων τής ’Ιταλίας καί ότι κρίση έπισκόπων άποστολικών ’Εκκλησιών πρέπει νά γίνεται «παρά πάντων», άπό σύνοδο γενική όλων τών έπισκόπων. Τήν άπαίτηση αύτή άπέρριψαν οί άρειανόφρονες τής ’Ανατολής μέ τό έπιχείρημα ότι έπρόκειτο γιά συμβάντα πού άφοροΰσαν μόνο τήν ’Ανατολή. Ό ’Ιούλιος άνέπτυξε πρωτοβουλία γιά τήν σύγκληση τής συνόδου τής Σαρδικής (343), όπου δέν παρέστη, καί τό 346 έγραψε καί άλλη Επιστολή, πρός τήν Εκκλησία τής ’Αλεξάνδρειας, πληροφορώντας καί συγχαίροντας αυτήν γιά τήν όριστική δικαίωση τού ’Αθανασίου. Καί οί δύο Επιστολές σώθηκαν καταχωρισμένες στόν «’Απολογητικόν κατά Άρειανών» (2133 καί 5253) τού Μ· ’Αθανασίου (ΒΕΠ 31, 6577 καί 9293).


50. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ έτους 354:
Depositio episcoporum καί Depositio martyrum
Συμπιληματικό ποικίλης ύλης έγχειρίδιο πού κυκλοφόρησε τό 354 στήν Ρώμη, άντιγραμμένο μάλλον άπό τόν καλλιγράφο Furius Dionysius Filocalus, πού αργότερα φιλοτέχνησε στό μάρμαρο επιγράμματα τού Δαμάσου Ρώμης. Περιέχει, μέ πολλές παραστάσεις, ήμε ρολόγιο εθνικών ρωμαϊκών έορτών, χρονικά τού ρωμαϊκού κράτους καί της Ρώμης, καταλόγους έπάρχων Ρώμης κ.λπ. ’Ανεξάρτητα περιέχει καί χριστιανικό ιστοριογραφικό ύλικό, πού είναι βέβαια κα ταλογικό, άλλά συνιστά σπουδαία ιστορική πηγή γιά τούς ρωμαίους επισκόπους καί έγινε ό πρόδρομος τών μεταγενέστερων Μαρτυρολογίων. Συγκεκριμένα περιέχει:
Πασχάλιον 100 έτών, άπό τό 312 μέχρι τό 410.
Depositio episcoporum καί Depositio martyrum. Καταγραφή ήμερομη νίας θανάτου καί τόπου ταφής τών έπισκόπων Ρώμης άπό τόν Λούκιο (254) έως τόν ’Ιούλιο (352). Τό ίδιο καί γιά τούς γνωστούς μάρτυρες τής Ρώμης. ’Ακριβώς ή μέ λίγα Ιστορικά στοιχεία άναφορά αυτή στούς μάρτυρες άποτέλεσε τόν πυρήνα τής λατινικής άγιολογικής γραμματείας, δηλ. τών Μαρτυρολογίων καί τών Βίων άγιων, πού άντιστοιχοΰν στά έλληνικά Μηναία (Μηνολόγια) ή Συναξάρια.
Κατάλογον έπισκόπων Ρώμης έως τόν Λιβέριο (352), γιά τόν όποιο δέν σημειώνει έτος θανάτου (366), έπειδή τό έγχειρίδιο συντάχτηκε τό 354. Είναι ό πρόδρομος τού Liber pontificalis.
Chronica Horosii. Μέ τόν τίτλο αυτόν περιλαμβάνει χριστιανικού χαρακτήρα παγκόσμιο χρονικό (μέχρι τό έτος 334), πού μάλιστα είναι μόνο μετάφραση κι έπεξεργασία τού Χρονικού τού 'Ιππολύτου Ρώμης («Συναγωγή χρόνων καί έτών άπό κτίσεως κόσμου...»).
Ό Θεόδωρος άνήκει ατούς έλάσσονες έρμηνευτές τής Γραφής, ατούς μετριοπαθείς άλλα δραστήριους άρειανόφρονες καί ατούς ακούραστους διώκτες τού Μ. Αθανασίου. Καταγόταν από τήν 'Ηράκλεια τής Θράκης, μορφώθηκε στήν ’Αντιόχεια (ή γενικά στό έρμη νευτικό της κλίμα), έπιδόθηκε μέ ζήλο στήν εξήγηση καί τόν ύπο μνηματισμό τής Γραφής, αλλά συγχρόνως είχε τόν καιρό καί τήν διάθεση νά πρωτοστατεί στίς έκκλησιαστικοθεολογικές διαμάχες τής εποχής. "Ετσι βρίσκεται στό προσκήνιο άπό τό 334, όπότε μάλλον έγινε κι επίσκοπος 'Ηράκλειας, μέχρι τό 355, όταν πέθανε. Άπό τό 340 κυμάνθηκε μεταξύ όμοιων καί όμοιουσιανών, καθώς φαίνεται άπό τήν στάση του στήν σύνοδο των Εγκαινίων (341). Ένώ καί αυτός ύπέγραψε τό σύμβολό της, πού μιλούσε γιά όμοια ουσία Πατρός καί Υιού, τό έπόμενο έτος πρωτοστάτησε στήν άφαίρεση των σχετικών φράσεων, ώστε τό σύμβολο νά μήν κάνει λόγο γιά ομοιότητα ουσίας. Αυτό συνέβη, όταν ή παραπάνω σύνοδος, μέ τήν θέληση τού αύτοκράτορα Κωνσταντίου, έστειλε τόν Θεόδωρο καί τρεις άκόμα έπισκόπους στά Τρέβιρα (Γαλατία), γιά νά εξηγήσουν στον αύτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα τό νέο σύμβολο τής συνόδου τών Εγκαινίων καί τό γιατί αύτή καταδίκασε τόν Αθανάσιο καί τόν Παύλο Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ό Θεόδωρος παρουσίασε σύμβολο διαφορετικό άπό αυτό πού είχε άποδεχτεί ή σύνοδος. Στήν σύνοδο τής Σαρδικής (343) καταδικάστηκε άπό τούς δυτικούς έπισκόπους, διότι είχε συμπαραταχτεί μέ τούς άρειανούς ανατολικούς. Μετέσχε καί στήν σύνοδο τού Σιρμίου (351).
Ό 'Ιερώνυμος (De viris ill. 90 καί ά.) μιλάει γιά ύπ ο μνήματα ή έ ξηγήσεις τού Θεοδώρου στά Ευαγγέλια τού Ματθαίον καί τού Ιωάννη, στό «άποστολικόν», στήνΠρός Γαλάτας καί ατούς Ψαλμούς. Καί μολονότι κανένα τέτοιο υπόμνημα δέν σώθηκε, μεγάλος αριθμός έρμηνευτικών αποσπασμάτων σέ Σειρές, γιά τόν Ήσαΐα, τόν Ματθαίο καί τόν 5Ιωάννη, προσγράφονται στόν Θεόδωρο 'Ηράκλειας, κάτι πού δείχνει ότι δυνατόν νά συνέταξε καί όλόκληρα υπομνήματα. Τού άποδίδονται άκόμη άποσπάσματα ερμηνευτικά στόν Λουκά (άνέκδοτα), στίς Πράξεις, στό Λ' Κορ. 15, 51 καί στούς Ψαλμούς
ΓΕΝΙΚΑ
Στις άρχές τοΰ Δ' αι., πριν άκόμα έμφανιστεϊ ό αρειανισμός, τήν λατινόφωνη Εκκλησία καί μάλιστα τής Βορείου ’Αφρικής άναστά τωσε ό δονατισμός, πού οφείλει τό όνομά του στον σχισματικό έπί σκοπο Καρθαγένης Δονάτο (+ 355). Αύτός οργάνωσε από τό 312 καί μετά τήν ομάδα των χριστιανών τής Νουμιδίας, κυρίως, οί όποιοι τό 311, μετά τούς διωγμούς τοΰ Διοκλητιανοΰ καί τοΰ Γαλερίου (303311), διακρίθηκαν σε ιδιαίτερη Εκκλησία, άρνούμενοι νά συνυπάρχουν με τήν κανονική Εκκλησία, έπειδή μέλη τής τελευταίας έγιναν στήν διάρκεια των διωγμών traditores, δηλ. παρέδωσαν ή προσποιήθηκαν ότι παρέδωσαν, Ιερά βιβλία ή σκεύη ναών στίς ρωμαϊκές άρχές, γιά ν’ άποφύγουν τό μαρτύριο. Τό 311 πέθανε ό Καρθαγένης Μενσούριος, πού κράτησε πολύ εφεκτική στάση στούς διωγμούς, καί χωρίς τήν παρουσία νουμιδών έπισκόπων στήν θέση του έξελέγη ό διάκονος Καικιλιανός, πού άτυχώς είχε στενοχωρήσει ένωρίτερα τήν πλούσια καί δραστήρια χήρα Λουκίλλα. Αύτή έ ξώθησε κι ένΐσχυσε τήν δυσαρέσκεια 70 ύπεραυστηρών νουμιδών έπισκόπων, οί όποιοι τό 312 έξέλεξαν έπίσκοπο Καρθαγένης τόν προ στατευόμενο τής Λουκίλλας Majorinus. Αύτός πέθανε γρήγορα καί τόν άντικατέστησαν μέ τόν Δονάτο, άνδρα ικανό, δραστήριο, καί δημαγωγό, αλλά μικρής θεολογικής μορφώσεως. Ό Δονάτος άρχι κά καί ό Παρμενιανός (362391) μετά κατόρθωσαν νά όργανώσουν τήν όμάδα τους καί νά ιδρύσουν έπισκοπές σέ πολλές πόλεις τής Βο
ρείου ’Αφρικής. “Ετσι ό δονατισμός μέχρι τις αρχές τοϋ Ε' αί. συγκλόνισε τήν δυτική Εκκλησία, ή όποια γιά νά τόν αντιμετωπίσει χρησιμοποίησε άλλοτε ήπια καί άλλοτε αυστηρά μέτρα, συνόδους πολυάριθμες καί τόνΐδιο τόν αύτοκράτορα, πού από τό 313 ήταν χριστιανός, δηλ. ό Μ. Κωνσταντίνος.
'Η θεμελιώδης άποψη καί τακτική των δονατιστών ήταν συνοπτικά: άρνηση γνησιότητας καί θείας χάρης στήν κανονική Εκκλησία, έπειδή αυτή δεν έδειξε στους διωγμούς αύστηρότητα καί αυτοθυσία κι έπειδή κάποια μέλη της έγιναν άμεσα ή έμμεσα traditores. Συνεπώς καί τό βάπτισμα των μελών τής Εκκλησίας έπρεπε νά έπανα ληφτεΐ, άν ήθελαν νά ένταχτοΰν στήν έκκλησία τών δονατιστών, οί όποιοι ήταν κι εμφανίζονταν ως μόνοι άκριβεΐς τηρητές τοϋ πνεύματος τοΰ χριστιανισμού, ώς μόνοι τέλειοι μαθητές τού Κυρίου καί γι! αύτό αύτοί συγκροτούσαν τήν Έκκλησία τών τελείων, τών μαρτύρων καί τών καθαρών. Αύτά συνδυάζονταν μέ θεολογικές παρεκκλίσεις, όπως τής ύποταγής  κατωτερότητας  τού Υιού πρός τόν Πατέρα καί τής έξαρτήσεως τής έγκυρότητας τοΰ βαπτίσματος από τήν ήθική τελειότητα έκείνου πού τό τελεί, τού ιερέα.
Ή μεγάλη όμως ζωτικότητα τού δονατισμοϋ καί ή άντοχή του στόν χρόνο όφειλόταν περισσότερο στούς έξής τρεις παράγοντες: α) Στό αίσθημα ύπεροχής, στό άναζωπυρημένο μοντανιστικό κλίμα, στήν ιδέα ότι οί όπαδοΐ του είναι τέλειοι καί καθαροί καί στόν θρησκευτικό φανατισμό, πού τράφηκε ακόμα καί μέ τό αίμα τών δονατιστών στήν διάρκεια τών εναντίον τους διωγμών. Συγχρόνως βέβαια καί οί δονατιστές, όταν μπορούσαν, καταδίωκαν καί κακοποιούσαν μέλη τής κανονικής Εκκλησίας, β) Πολύ περισσότερο, στήν εξαιρετικά έντονη δυσαρέσκεια κι έχθρότητα τών βορειοαφρικανών πρός τούς Ρωμαίους, τούς οποίους έβλεπαν ώς αιμοσταγείς διώκτες (πρός τούς όποιους συνέπραττε ή συμφωνούσε ή κανονική Εκκλησία) καί ώς κατακτητές, πού βρίσκονταν στήν πατρίδα τους γιά νά καταπιέζουν τούς πτωχούς, νά τούς φορολογούν άνελέητα καί νά τούς υποχρεώνουν σέ άθλιο βιοτικό καί κοινωνικό έπίπεδο. Ό δονατισμός δηλ. αποτελούσε είδος λαϊκής άντιστάσεως καί κίνηση έθνικοκοινωνικών διεκδικήσεων, έστω καί άν αύτά τότε ήσαν δυσδιάκριτα. Καί ή άν τίσταση πρός τήν κανονική Έκκλησία έξηγεΐται από τό ότι αυτή ταυτιζόταν τουλάχιστον τότε  μέ τήν Έκκλησία τών Ρωμαίων (τής Ρώμης). Ανάλογο κλίμα μέ διαφορετικές προϋποθέσεις καί προοπτική ύπήρχε στήν περιοχή κατά τόν Γ' καί Ε' αί., όταν ή βορειοα φρικανική Έκκλησία προσπαθούσε ν’ άποφύγει τήν ύποταγή της στήν Έκκλησία τής Ρώμης, γ) 'Η κανονική Εκκλησία δένεϊχε στούς κόλπους της θεολόγους τόσο ικανούς, ώστε νά θεμελιώσουν τήν στάση της καί νά δείξουν πειστικά πόσο άνέρειστος θεολογικά ήταν ό δο νατισμός. Αύτό έγινε μόνο στίς τελευταίες δεκαετίες τοΰ Δ' αί. μέ τούς Όπτάτο Μιλέβης καί Αύγουστϊνο, οπότε άρχισε νά έξασθενεΐ τό σχίσμα, γεγονός βέβαια, στό όποιο συνετέλεσε καί ή κρατική έ ξουσΐα, όχι πάντοτε μέ τρόπο ανεκτό. Παράλληλα άπουσίασαν καί άπό τούς κόλπους τού δονατισμοϋ οί άξιόλογοι θεωρητικοί, κενό πού άναπλήρωσαν μερικώς ό Δονάτος αρχικά καί μόλις στίς τελευταίες δεκαετίες τού Δ' αί. οί Παρμενιανός καί Τυκόνιος, όπως θά δούμε.
Ό Δονάτος (+ 355) διαδέχτηκε τόν σχισματικό επίσκοπο Καρθα γένης Majorinus ( + 312), όργάνωσε τό σχίσμα πού ονομάστηκε δο νατισμός κι έγραψε, γιά νά στηρίξει τίς απόψεις του, τρία έργα, τά όποια γνωρίζουμε μόνο άπό άναφορές σ’ αυτά ('Ιερώνυμος, Αυγουστίνος): Epistula de baptismo, Περί'Αγίου Πνεύματος καί Περί Τριά δος. ΤΗσαν έργα μικρής θεολογικής αξίας, πού έξαντλοΰνταν στην παρουσίαση μερικών βιβλικών χωρίων.
Βιβλιογραφία βλ. στό κεφάλαιο Παρμενιανός καί Τυκόνιος.

53.    ΔΟΝΑΤΙΣΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΗ/ACTA
Ό cod. Parisinus (Colbert. 1951) 1711 στά ff. 137 περιέχει, ώς παράρτημα τού έργου Adversus Parmenianum donatistam τού Όπτάτου Μιλέβης ( + 392/400), μία συλλογή επίσημων κειμένων, πού αφορούν στό θέμα τού δονατισμοϋ. Ή συλλογή, πού όνομάστηκε Gesta purgationis Caeciliani et Felicis, έγινε άπό δονατιστή στήν Β. Αφρική μέ σκοπό νά δείξει μή νόμιμη την έκλογή τού Καικιλιανοϋ ώς επισκόπου Καρθαγένης (311) καί ώς νόμιμες τίς ένέργειες των δονατιστών (βλ. Δονάτος). Τά κείμενα χρησιμοποίησε στό έργο του ό Όπτάτος καί Αργότερα ό Αυγουστίνος. Παλαιότεροι έρευνητές άρνήθηκαν την γνησιότητα τής συλλογής, αλλά σήμερα ή αμφισβήτηση έχει καμφθεί. Τής συλλογής σώζεται μέρος. Εκδόσεις βλ. στό κε φάλ. Όπτάτος Μιλέβης.

54.    ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ( + 356) διαμορφωτής τοϋ άναχωρητικοΰ μοναχισμού
ΓΕΝΙΚΑ
”Εναρξη καί καθιέρωση τον άναχωρητικοΰ μοναχισμού
'Η άσκηση υπήρξε πάντοτε μόνιμο γνώρισμα των μελών τής Εκκλησίας, αλλά μόλις τόν Γ' αι. καί δη στην Αίγυπτο έχουμε τίς πρώτες άναφορές άσκητών. Ό Μ. ’Αθανάσιος (Βίος ’Αντωνίου 3) πληροφορεί ότι άσκητές ζοΰσαν περί τό 270 λίγο έξω από πόλεις καί χωριά του Νείλου ή, άπλούστερα, έξω από τά σπίτια τους. Τό γεγονός όμως ότι ό ’Αντώνιος ήδη τό 270 γνώρισε γέροντες άσκητές, πού είχαν νά δείξουν σπουδαίες άλλά καί ποικίλες αρετές, πού μ’ επιτυχία καλλιεργούσαν διαμορφωμένη ό καθένας άσκηση, προϋποθέτει μία πείρα, τουλάχιστον 20 καί 30 ετών. Τό φαινόμενο λοιπόν τού ά σκητικομοναστικοϋ βίου άρχισε λίγο πρίν τόν διωγμό τού Δεκίου (251) (μέ τόν όποιο εσφαλμένα οί έρευνητές συνέδεσαν τόν ασκητικό βίο των άναχωρητών μοναχών) καί πηγάζει καί τρέφεται άμεσα άπό την φύση καί τό βίωμα τής Εκκλησίας. ’Αναμφίβολα, παράγοντες ιστορικοί καί συνθήκες τοπικές εύκόλυναν τήν διαμόρφωσή του, χωρίς όμως αύτά νά συνιστούν τήν αιτία του. Είναι θαυμαστό ότι οί αίγύ πτιοι ένσαρκωτές τού άναχωρητικοΰ καί τοϋ κοινοβιακοϋ μοναχι. σμοϋ δέν έμπνεύστηκαν τό νέο αύτό είδος εκκλησιαστικού βίου άπό καμμία τάση τής άλεξανδρινής θεολογίας· ήταν άγράμματοι κόπτες, πού θεμελίωσαν ένα τεράστιο οικοδόμημα, τήν στιγμή άκριβώς πού δίπλα τους δημιουργούσαν ό ’Ωριγένης, ό Διονύσιος ’Αλεξάνδρειάς, ό Θεόγνωστος, ό ’Άρειος καί ό ’Αθανάσιος. Είναι όμως άλήθεια ότι ό άναχωρητισμός ειδικά καί ό μοναχισμός γενικά πήραν τήν μεγάλη τους θέση στήν συνείδηση τής Εκκλησίας καί άναπτύχτηκαν ραγδαία μέ τήν θεολογική δικαίωση καί θεμελίωση πού τούς προσέφερε τό 357 ό Μ. ’Αθανάσιος στό έργο «Βίος καί πολιτεία... τοϋ ’Αντωνίου». Στό έργο τούτο δίνεται τό θεολογικό βάθος τής άσκήσεως, άναφέρονται ποικίλα εΐδη πνευματικού άγώνα, άξιολογούνται ή κάθαρση τής καρδΐας καί οί δαιμονικοί πειρασμοί μέσω τής περιγραφής κι έρμηνεΐας των πράξεων καί τών λόγων τού πρώτου μεγάλου άναχωρητή, τού Ά. Γι’ αύτό δίκαια ό «Βίος» έκτιμήθηκε στήν ’Εκκλησία ώς διάγραμμα τού άσκητικοϋ καί μοναχικού βίου καί ως πρότυπο τής μετέπειτα άσκητικής φιλολογίας.
Τό πρόβλημα τοϋ «Βίον»
Ή φύση καί ή έκπληκτική έπίδραση του «Βίου τοϋ ’Αντωνίου» προ κάλεσαν έντονες συζητήσεις γιά την γνησιότητα καί την ίστορικό τητά του. Τήν γνησιότητά του βεβαιώνουν συγγραφείς τοϋ Δ' αί., όπως ό Γρηγόριος Θεολόγος (Λόγος 21,5), ό 'Ιερώνυμος (De viris ill. 87 καί 88) καί ό Εύάγριος ’Αντιόχειας, πού μάλιστα περί τό 375 μετέφρασε τόν «Βίο» στά λατινικά ώς έργο τοϋ ’Αθανασίου. Τήν ιστορικότητα του άμφισβήτησαν ό Reitzenstein τό 1914 καί άλλοι μετά, στηριζόμενοι σε μορφολογικά στοιχεία κυρίως, σε έπιδράσεις, πού έπισήμαναν άπό παλαιότερα χριστιανικά καί δή έλληνιστικά κείμενα, καί στόν προγραμματικό χαρακτήρα τοϋ έργου.
Οί έλληνιστικοί φιλολογικοί τύποι τοϋ «Βίου» έπισημαίνονται κυρίως στήν κατάταξη τοϋ ύλικοϋ καί τήν φιλολογική ένδυση πράξεων κι ένεργειών τοϋ Ά. "Επειτα ή έκθεση τής διδασκαλίας τοϋ αγράμματου θεμελιωτή τοϋ άναχωρητισμοΰ με τήν μορφή συνεχούς λόγου (κεφ. 1643) αποτελεί ασφαλώς κατάλληλη σύνδεση των όσων κατά καιρούς έλεγε ό Ά. Οί λόγοι του καί τά άποφθέγματά του, όπως καί ή πρακτική τής άσκήσεώς του, κυκλοφορούσαν πολύ πρίν πεθάνει μεταξύ των άναχωρητών, πλησίον των όποιων έζησε γιά μερικούς μήνες ό ’Αθανάσιος. Αύτά σύναξε καί αύτά σε περιθωριακά μόνο σημεία διασκεύασε ό ’Αθανάσιος γιά νά οικοδομήσει τόν «Βίο». Ό Μέγας Ά. καί άρα ό «Βίος» είναι όντως «μοναχοΐς ικανός χαρα κτήρ πρός άσκησιν» (1), είναι δηλαδή είδος προγράμματος άναχω ρητικοϋ βίου ή μοναστικός κανόνας με μορφή διηγήματος (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 21, 5), αλλά δεν είναι κάτι πού δημιούργησε αυθαίρετα ή επινόησε ό ’Αθανάσιος. Αυτός, διαπιστώνοντας τήν με γαλωσύνη τοϋ Ά. κι εντυπωσιασμένος άπό αύτήν, παρουσίασε μέ όσο καλύτερη μορφή μπορούσε 6,τι ήδη υπήρχε, δ,τι γνώριζαν πολλοί καί άσφαλώς ό,τι συντελούσε στήν ανάδειξη τοϋ Ά. ώς προτύπου, ώς ηρώα, τοϋ άναχωρητικοϋ μοναχισμού.
Υπάρχουν όμως καί δύο ισχυρά έπιχειρήματα γιά τήν ιστορικότητα των ίστορουμένων στόν «Βίο». Τό πρώτο είναι ό ίδιος ό ’Αθανάσιος, ό όποιος α) γνώριζε προσωπικά τόν Ά., β) πήρε πληροφορίες άπό τόν άναχωρητήμάρτυρα τών τελευταίων ετών καί στιγμών τοϋ Ά., γ) είχε ήδη συντάξει άδιαμφισβήτητης ιστορικής άξίας έργα μέ θέμα τά γεγονότα τής εποχής του καί δ) έγραφε τόν «Βίο» σέ περιβάλλον, στό όποιο ήταν άδύνατο νά παρουσιάσει έναν Ά. διαφορετικό άπό τόν πραγματικό, γιατί όλοι γύρω του γνώριζαν καλά τόν βιογραφούμενο, οί λιγότεροι άπό προσωπική σχέση καί οί άλλοι άπ’ όσα κυκλοφορούσαν ήδη γι’ αυτόν. Τό δεύτερο επιχείρημα προσφέρουν οί πηγές τής έποχής, τά στοιχεία τών όποιων ή συμφωνοΰν ή δέν έρχονται σέ άντίθεση μέ τήν εικόνα τοϋ «Βίου». Σχετικές πληροφορίες δίνουν π.χ. ό Παλλάδιος (σημειώνει δ,τι άκουσε από τόν Δίδυμο Τυφλό καί τόν Ισίδωρο Πηλουσιώτη, πού γνώρισαν τόν Ά.), ό Ιερώνυμος (Επιστολή 68), ό Ρουφινος (Historia ecclesiastica II 7 καί Apol. II 12) καί ό Άμμούν (Επιστολή πρός Θεόφιλον). Είναι λοιπόν φανερό πώς ό ’Αθανάσιος δεν μπορούσε νά παραχαράξει την φυσιογνωμία του Ά.
Μέ τόν Ά. λοιπόν καί τόν «Βίο» του, πού έγραψε ό Αθανάσιος, άρχισε νά διαμορφώνεται ό άναχωρητικός μοναχισμός, αλλά καινά καθιερώνεται πρακτικά καί θεολογικά.
Τό πρότυπο τοϋ άναχωρητή
Στην περίπτωση τοϋ Μ. ’Αντωνίου πρέπει νά μιλάμε κυρίως γιά τό πρότυπο πού αυτός ένσαρκώνει ή δημιουργεί καί όχι γιά την διδασκαλία του. Αύτό, διότι ό άναχωρητής Ά. δεν έγραψε θεωρητικό ασκητικό έργο, διότι ό ’Αθανάσιος στόν «Βίο» έκθέτει εκείνους κυρίως τούς λόγους τοΰ Ά. πού τόν προβάλλουν ως πρότυπο καί διότι ό Ά., 6ταν δίδασκε, έδειχνε πρακτικά ποιος πρέπει νά είναι γενικά ό μοναχός καί ειδικά ό ασκητής. Τό διδάσκεΐν στόν Ά. σήμαινε έκ θέτειν τήν εμπειρία των πνευματικών του αγώνων χωρίς θεολογική επεξεργασία.
’Έτσι ό Άντώνιοςπρότυπο είναι ό απλός χριστιανός, πού δέχεται κλήση εσωτερική καί άρχίζει τόν ασκητικό του βίο κοντά στό χωριό του καί κοντά στούς Ανθρώπους. ’Έπειτα, κινημένος από έφεση γιά αυστηρότερη άσκηση καί ησυχία γίνεται άναχωρητής καί πραγματικός ερημίτης, χωρίς εντούτοις ν’ αποξενωθεί τελείως από άλλους μοναχούς καί από τήν ζωή τής Εκκλησίας. Στήν έρημο γίνεται απόλυτα ολιγαρκής καί καλλιεργεί τήν γη γιά τήν ελάχιστη τροφή του. Ό έρημιτικός βίος τοΰ Ά. γνωρίζει πορεία εξελικτική, ανάλογη μέ τόν βαθμό άσκήσεως καί μέ τήν νίκη κατά των δαιμόνων. ’Αναχωρεί γιά ερημικότερη έρημο, δταν γίνεται ώριμότερος γιά αύ στηρότερη άσκηση καί γενναιότερους αγώνες. Κριτήριο τών αναζητήσεων καί τών μετακινήσεών του είναι ό «τόνος τής άσκήσεως» καί ή δυνατότητα γιά τό «άδιαλεΐπτως προσεύχεσθαι» (Βίος 3). Ό πνευματικός του άγώνας διεξάγεται μέ προσευχή καί άσκηση, ή οποία γιά πρώτη φορά χαρακτηρίζεται «μαρτύριον συνειδήσεως» καί εξισώνεται μέ τό μαρτύριο τοΰ αίματος. Ό Ά. έχει άριστη μνήμη τής Γραφής, άπό τήν εποχή πού τήν άκουε νέος. Τήν μελέτη όμως γενικά, πού Αποβλέπει στήν γνώση τής άλήθειας, ό ίδιος (πού ήταν Αγράμματος) Αντικαθιστά μέ τήν άσκηση πρός κάθαρση τοϋ νοΰ καί τής καρδίας, εφόσον ό Θεός Αποκαλύπτει τήν άλήθειά του στούς καθαρούς:
«ή καθαρεύουσα ψυχή, πανταχόθεν καί κατά φύσιν έστώσα, δύ ναται, διορατική γενομένη, πλείονα καί μακρότερα βλέπειν των δαιμόνων, έχουσα τόν άποκαλύπτοντα Κύριον αυτή» (Βίος 34).
Τήν προχωρημένη πνευματική καθαρότητα ή καταλληλότητα χαρακτηρίζει κατάσταση «φυσική». Σ’ αυτήν, στήν όποια φθάνει μέ τήν θεία χάρη καί ή όποια δέν είναι άπόλυτα μόνιμη, ό άνθρωπος άπαλ λάσσεται άπό τόν πόλεμο των δαιμόνων, ηρεμεί, γαληνεύει, κοινω νεΐ μέ τόν Κύριο.
Κάθε είδους ψυχική άναταραχή, ό φόβος, ή λύπη κ.λπ., οφείλονται στήν δράση των δαιμόνων. ’Αντίθετα ή άφοβία, ή χαρά καί ή διάκριση των πνευμάτων (πονηρών καί αγαθών) αποτελούν τά σύμβολα τής άγιότητας καί μακαριότητας, τά σύμβολα τής νίκης κατά των δαιμόνων. 'Η κατάσταση μακαριότητας σφραγίζεται συχνά μέ άρρητες θεοπτικές εμπειρίες:
«ήσθετο έαυτόν άρπαγέντα τή διανοίςι· καί, τό παράδοξον, έστώς έβλεπεν έαυτόν ώσπερ έξωθεν έαυτοΟ γινόμενον» (65).
Γενικά ό άναχωρητής Ά. ένσαρκώνει τόν προορατικό άνδρα, τόν απόστολο, τόν μάρτυρα, τόν άγγελο, τόν θεόπτη. Ό έρημίτης, πού ανέρχεται στό έπίπεδο τούτο, αποβαίνει, χωρίς νά τό έχει σχεδιάσει, πνευματικός πατέρας, άββάς. Πλήθος πιστών έπιθυμοΰν νά καθοδηγηθούν άπό τόν άββά, νά τόν μιμηθοΰν, νά τόν βλέπουν ώς πρότυπο καί ηρώα. Αυτοί είναι ή γίνονται άναχωρητές, στήνουν ξεχωριστά καί σπάνια σέ μικρές όμάδες τίς ύποτυπώδεις καλύβες τους σέ μικρή ή προσιτή απόσταση άπό τόέρημητήριο τού άββά, ό όποιος καθοδηγεί μέ συμβουλές τήν προσωπική τους άσκηση. Τό σύνολο των μοναχώνάναχωρητών κάθε τόπου ονομάζεται «μονα στήριον» ή «μονή».
"Ετσι εμφανίστηκε γιά πρώτη φορά μέ συγκεκριμένη μορφή ό ά ναχωρητισμός, μέ κέντρο πνευματικής άναφοράς τόν άββά καί στήν άκτΐνα πολλούς έπιμέρους μοναχούς, πού συχνά τήν Κυριακή εκκλησιάζονταν στόν ίδιο ναό, όπου τότε ήταν δυνατό ν’ άκούσουν όλοι μαζί τίς παραινέσεις καί τις όδηγίες τού άββά γιά τόν πνευματικό άγώνα. Αύτά πού ό άββάς διδάσκει καί συμβουλεύει ενώπιον πολλών ή σ’ έναν μοναχό είναι συνήθως λόγοι σύντομοι, φράσεις άπλές κι εύμνημόνευτες, πού συγκροτούνται στήν μνήμη τών μοναχών. Καί αύτές, συχνά μέ κάποιες γλωσσικές επεμβάσεις, άποβαίνουν «άπο φθέγματα», τών οποίων πρώτος δημιουργός είναι, φαίνεται, ό Ά.
Ό άββάς Ά., πιστός στήν άρχή τής ελευθερίας τού έρημιτικοϋ βίου, δέν έδωσε συγκεκριμένο κανόνα, τόν όποιο θά όφειλαν νά εφαρμόζουν οί άναχωρητές μαθητές του. Είδος κανόνα όμως καί μάλιστα ισχυρού άποβαίνει τό Ιδιο τό πρόσωπο καί ό τρόπος άσκήσεως τού άββά, όπως άκριβώς συνέβη μέ τόν Ά. Τό θαυμαστό μάλιστα είναι ότι σέ δλο τό πρώτο ήμισυ του Δ' αί. τό παράδειγμα του *Α. ένέ πνευσε πάρα πολλές εκατοντάδες πιστών νά ζήσουν δπως αύτός, ώς άναχωρητές, σέ πολλές αιγυπτιακές έρημους, δπως στην Θηβαΐδα, στην Νιτρία, στην Ταβέννηση, στά Κελλΐα, στην Σκήτη, άλλά καί στήν Παλαιστίνη. Τό γεγονός τοΰτο τοΰ άναχωρητισμοΟ συμπληρώνεται μέ την ίδρυση τοΰ πρώτου κοινοβιακοϋ μοναστηριού, τής κοινωνίας, περί τό 325, άπό τόν Παχώμιο.
Τέλος, έντυπωσιακή γίνεται ή σχέση τοΰ άναχωρητή μέ τόν κόσμο. Ό Ά. είναι κι αισθάνεται μέλος τοΰ σώματος τής Εκκλησίας, τούς ποιμένες τής όποιας τιμά καί σέβεται. νΑφησε την έρημο δύο μόνο φορές: τό 311, γιά νά παρασταθεΐ στούς όμολογητές τής πίστεως καί νά μαρτυρήσει καί ό ίδιος (χωρίς αποτέλεσμα), καί τό 354/5, γιά νά ένισχύσει τήν Εκκλησία στόν αγώνα της έναντίον τών αιρετικών. Τό 354/5 ύπήρξε μεγάλη στιγμή γιά τήν άλεξανδρινή Εκκλησία* έ ζησε τήν ταυτόχρονη παρουσία καί δράση τών πιό χαριτωμένων άν δρών τής έποχής: τοΰ ’Αθανασίου, Μεγάλου τής ποιμαντορίας καί τής θεολογίας, καί τοΰ ’Αντωνίου, Μεγάλου τής άσκήσεως καί τής θεοπτίας. Ό άναχωρητής Ά. στήν διάρκεια τής πολύχρονης άσκή σεώς του γνωρίζει ή έπικοινωνεΐ δχι μόνο μέ απλούς ανθρώπους, άλλά καί μέ πολλούς έπιφανεΐς άνδρες τής έποχής, έκπροσώπους τής Εκκλησίας, τοΰ μοναχισμού, τής κακοδοξίας, τών γραμμάτων, τής πολιτικής ζωής, καί μέ αύτοκράτορες.
Οί συναντήσεις του, στήν έρημο πάντα, μέ άνθρώπους τών γραμμάτων καί τής φιλοσοφίας, έχουν μεγάλη σημασία, διότι ό Ά., αγράμματος κόπτης, ανέπτυσσε τήν θέση ότι ό σκοπός τής σπουδής καί τής μελέτης, δηλ. ή γνώση τής άλήθειας, παρέχεται άπό τόν Θεό στόν άνθρωπο, δταν καί δσο αύτός καθαρίζει μέ άσκηση καί προσευχή τόν νοΰ καί τήν καρδιά του.
ΒΙΟΣ
Σύμφωνα μέ τόν «Βίο τοΰ ’Αντωνίου», πού έγραψε ό ’Αθανάσιος, καί άλλες δευτερεύουσες πηγές ό Ά. γεννήθηκε τό 250/1 στήν κωμόπολη Κομά τής Μέσης Αίγυπτου, τήν σημερινή QemanelArous. Οϊ γονείς του ήταν πλούσιοι, χριστιανοί καί άπαίδευτοι, δπως έμεινε καί δ ίδιος. Ό Ά. ήταν βαθιά θρησκευτική φύση κι έμαθε άπό στήθους τήν Γραφή, άκούοντάς την. Περί τό 271, δταν πέθαναν οί γονείς του, έπηρεασμένος άπό τήν όρφάνια, άκουσε τόΜατθ. 19,21 καί πούλησε ή χάρισε τά ύπάρχοντά του. ’Αμέσως άρχισε τήν άσκητική του ζωή, πρώτα έξω άπό τό σπίτι του κι έπειτα έξω άπό τό χωριό του. Τότε ζήτησε τίς συμβουλές γηραιού άσκητή τής περιοχής, άπό τόν όποιο καρπώθηκε πνευματική πείρα καί πρακτική άσκήσεως. Προσευχόταν, άσκήτευε αύστηρά, έργαζόταν γιά τόν έπιούσιο, έπισκεπτόταν καί άκουε καί άλλους άσκητές, πού ζούσαν λίγο έξω άπό τίς πόλεις τους, καί γιά ένα διάστημα κατοίκησε σέ παλαιό τάφο, όπου γνώρισε τόν πιό φοβερό πόλεμο των δαιμόνων.
Τό 285, σέ ηλικία 35 έτών, προηγμένος καί ώριμος πνευματικά, ό Ά. αποφάσισε (παρά τίς αντίθετες συμβουλές άλλων ασκητών) γιά μεγαλύτερο «τόνο άσκήσεως» νά αναχωρήσει γιά την μακρινή έρημο, όπου δέν θά ήταν εύκολη ή δυνατή ή επικοινωνία μέ ανθρώπους. "Ετσι εγκαινιάστηκε ό καθαυτό άναχωρητικός βίος στήν Εκκλησία. Πέρασε λοιπόν τόν Νείλο, βάδισε πρός τόν κόλπο τού Σουέζ, έφθασε στήν έρημο Πισπίρ κι έγκλεί στηκε στά ερείπια παλαιού σπιτιού. Έκεΐ έζησε γιά 20 χρόνια μέ πολύ αύ στηρή άσκηση καί χωρίς νά βλέπει ανθρώπους. Ή φήμη τού έγκλειστου άναχωρητή άπλώθηκε πολύ καί άρχισαν νά τόν πολιορκούν, ζητώντας του συμβουλές καί θεραπείες. Στίς παρακλήσεις ύπέκυψε περί τό 305/7. Τότε άρχισε νά δέχεται επισκέψεις. Δέχτηκε μάλιστα νά στήσουν μερικοί άσκητές καλύβες στήν κοντινή περιοχή καί νά ασκούνται μέ τήν καθοδήγησή του. Αύτοί πλήθυναν πολύ καί είχαν άββά τόν Ά., πού τούς δίδασκε όχι μόνο ιδιαιτέρως αλλά καί στίς συγκεντρώσεις τους. "Ετσι ό Ά. έγινε πολι στής τής έρήμου.
Τό 311, στόν μεγάλο διωγμό τού Μαξιμίνου, αΐσθάνθηκε τήν άνάγκη νά συμπαρασταθεί στούς χριστιανούς. Πήγε στήν ’Αλεξάνδρεια κι έκδήλωσε επιθυμία νά μαρτυρήσει, χωρίς αποτέλεσμα. Τότε βοήθησε κι ένίσχυσε τούς όμολογητές χριστιανούς καί τό 312, όταν έπαυσε ό διωγμός, επανήλθε στήν έρημο τού Πισπίρ. Τά γεγονότα τόν βοήθησαν νά συνειδητοποιήσει, αύτός πρώτος, ότι όπως γιά τόν ομολογητή τής πίστεως έσχατη θυσία είναι τό μαρτύριο, έτσι γιά τόν ασκητή έσχατη θυσία είναι τό «μαρτύριο τής συνει δήσεως», ό έντονος δηλ. πνευματικός αγώνας. Χάριν αυτού κι επειδή αφόρητα πυκνές επισκέψεις τού διέκοπταν τήν προσευχή καί τήν ησυχία, αναζήτησε πιό απρόσιτη έρημη τοποθεσία. "Εφθασε στούς πρόποδες τού βουνού Qolzoum, 30 μίλια περίπου άπό τόν Νείλο. "Εστησε τήν καλύβα του κι έπιδόθηκε στήν άσκηση καί τήν άδιάλειπτη προσευχή, καλλιεργώντας τήν γή γιά τόν επιούσιο. Πάλι όμως ύπέκυψε στίς παρακλήσεις των άνα χωρητών καί κάθε 15 ή 20 ήμέρες τούς έπισκεπτόταν στό Πισπίρ, γιά νά τούς κατευθύνει καί νά τούς νουθετεί, άλλα χωρίς νά τούς επιτρέπει νά τόν άκολουθούν έπειτα στήν άπόλυτη έρημία του. "Εγινε όμως καί αυτό, 15 χρόνια πριν τόν θάνατό του. Οί μοναχοί Μακάριος καί Άμαθάς ήρθαν κι έμειναν κοντά του, όταν ό άββάς ήταν πιά 90 ετών.
Τό 354/5, ένα χρόνο πρίν τήν κοίμησή του, έπισκέφτηκε τήν ’Αλεξάνδρεια γιά νά βοηθήσει τήν Εκκλησία καί τόν φίλο του ’Αθανάσιο στόν ά γώνα κατά τής άρειανικής αίρέσεως. Ή παρουσία τού πολυφημισμένου (γιά τις άρετές, τά θαύματα, τίς θεραπείες, τό προορατικό χάρισμα καί τήν εκδίωξη των δαιμόνων) άναχωρητή καί άββά εντυπώσιασε βαθιά κι επηρέασε πολύ. Στήριξε τούς ορθοδόξους, έπανέφερε πλανημένους στήν ’Εκκλησία καί μετέστρεψε πολλούς εθνικούς στόν χριστιανισμό.
Στόν μακροχρόνιο βίο του ό Ά. σχετίστηκε μέ άνδρες πού έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στήν εποχή τους, όπως ό Μ. Αθανάσιος, ό Σεραπίων Θμούεως, ό Δίδυμος Τυφλός, ό επιβήτορας ".οΰ άλεξανδρινού θρόνου Γρηγόριος, ό δσιος 'Ιλαρίων, ό Παύλος Ερημίτης, ό Μακάριος Αιγύπτιος, ό Άμμούν Νιτριώτης καί πολλοί φιλοσοφούντες. ’Ακόμα καί οί αύτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος καί Κώνστας έπιδίωξαν τήν γνωριμία του, την φιλία του, τίς συμβουλές του καί τίς ευχές του.
Μετά τήν έπίσκεψη τής ’Αλεξάνδρειας ό Ά. επανήλθε στην έρημο καί βρήκε τούς μοναχούς του Πισπίρ, στούς όποιους άφησε τίς τελευταίες του νουθεσίες καί εύλογίες. Προβλέποντας τόν θάνατό του σύντομα, πήρε μαζί τούς δύο υποτακτικούς του κι έφυγαν γιά τό έρημητήριό του. ’Εκεί τούς έπέβαλε νά μή φανερώσουν τόν τόπο τής ταφής του, άφησε εντολή νά δώσουν τήν μία του μηλωτή (τρίχινο ράσο) στόν Μ. ’Αθανάσιο καί τήν άλλη στόν Σεραπίωνα Θμούεως καί είπε τούς λόγους: «καί λοιπόν σώζεσθε, τέκνα* ό γάρ ’Αντώνιος μεταβαίνει καί ούκέτι μεθ’ ύμών έστίν» (91). Λίγο αργότερα «ίλαρω τώ προσώπω έξέλιπε» (92), κατά τήν παράδοση στίς 17 Ίανουαρίου τοΰ 356, ήμέρα πού τιμάται ή μνήμη του.
ΕΡΓΑ
Ό Μ. ’Αθανάσιος (Βίος 81 καί 88), ό 'Ιερώνυμος (De viris ill. 88) κ.ά. βεβαιώνουν ότι ό Ά. έγραψε έπιστολές στούς αύτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο καί Κώνστα, στόν δούκα Βαλάκιο, στόν Μ. ’Αθανάσιο, στόν επιβήτορα τοΰ Αλεξανδρινού θρόνου Γρηγόριο, στόν Θεόδωρο Ταβεν νησιώτη καί σέ άλλους πού δέν κατονομάζονται. ”Αρα ό Ά. έγραψε Έπιστολές πού οί περισσότερες χάθηκαν. Επειδή όμως γνωρίζουμε έπίσης καλά, ότι ό Ά. δέν γνώριζε νά γράφει όχι μόνο έλληνικά άλλά πιθανότατα ούτε καί κοπτικά, τό «έγραψε» σημαίνει ύπαγόρευσε καί ύπέγραψε. Πολυ πλοκότερο είναι τό πρόβλημα των άσκητικοδιδακτικών λόγων τού Ά., τούς όποιους ό ’Αθανάσιος παραθέτει στόν Βίο, καί των άποφθεγράτων, πού τού προσγράφουν οί συλλογείς των «Γεροντικών». Καί στίς δύο περιπτώσεις δέν μπορούμε ν’ άρνηθοΰμε τήν γνησιότητα τουλάχιστον τού πυρήνα τους. Στούς λόγους έπενέβη οπωσδήποτε διαμορφωτικά ό ’Αθανάσιος. Τά αποφθέγματα γνώρισαν έπίσης κάποιο βελτιωτικό δούλεμα, καθώς μεταδίδονταν άπό στόμα σέ στόμα καί καθώς ό Ά. ήταν ό πρώτος άββάς, τού όποιου έπιγραμματικές γνώμες καί συμβουλές ή σύντομες παραδειγματικές διηγήσεις κυκλοφόρησαν στούς κύκλους των μοναχών καί άπέβησαν «αποφθέγματα», τά όποια αύξησαν πολύ σύγχρονοι καί μεταγενέστεροί του Αββάδες.
Φυσικά τά «έργα» του τά είπε στήν κοπτική καί άπό αυτήν μεταφράστηκαν στήν ελληνική, τήν λατινική, τήν γεωργιανή, τήν συριακή καί τήν Αραβική. Στήν Αραβική μάλιστα σώζεται ένα όλόκληρο (Αμφίβολης γνησιότητας) Corpus, πού περιλαμβάνει λόγους, κανόνα, παραινέσεις καί ομιλία, μεταφρασμένα έπειτα στά λατινικά.
Έπιστολαί έπτά. Σώζονται στήν λατινική καί πιθανόν νά είναι αυτές πού Αναφέρει ό 'Ιερώνυμος. Καί όλική ή μερική μετάφραση υπάρχει στήν γε ωργιανή, τήν Αραβική καί τήν συριακή γλώσσα.
PG 40, 9771000. CPG II 2330.
Πρός Θεόδωρον. Εξελληνισμένο κείμενο στόν Βίο Παχωμΐον.
’Αποσπάσματα έπιστολών. Κοπτικά καί αραβικά.
’Αποφθέγματα 38.
Λόγοι πρός μοναχούς. Πρόκειται γιά τούς άσκητικοδιδακτικούς λόγους, πού ό ’Αθανάσιος καταχωρίζει στόνΒίον τον ’Αντωνίου § 1643. Βλ. έκδοση τοϋ έργου στό κεφ. Μ. ’Αθανάσιος.
’Αμφιβαλλόμενα. Σώζονται στήν έλληνική σύντομη επιστολή πρός Άμ μωνάν καί άποσπάσματα άλλης.
Νόθα
Περί ήθους άνθρώπων καί χρηστής πολιτείας: Φιλοκαλία, I, σσ. 427. Sermo de vanitate mundi et de resurrectione mortuorum: PG 40, 961964.
’Αραβική συλλογή δήθεν έργων τοϋ ’Αντωνίου. 'Υπάρχει λατινική μετάφραση. Βλ. G. Graf, Geschichte der christlichen arabischen Literatur, I, Citt& del Vaticano 1944, σσ. 457458.
Περί μετάνοιας όμιλΐα. Μόνο στά άραβικά. ’Ανέκδοτη.


55.    ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΙΡΜΙΟΥ (357)
Μετά τό 352 καί δή άπό τό 355 ή τακτική των άνατολικών καί δυτικών άρειανοφρόνων έναντι των όρθοδόξων έγινε αδίστακτη. Τό βάρος τοϋ αγώνα κατά των όρθοδόξων άνέλαβε προσωπικά ό αύτοκράτορας Κωνστάν τιος, έμπνεόμενος βέβαια καί άπό τούς έπισκόπους Μουρσών Ούάλη καί Singidunum Ούρσάκιο. Ένώ μέχρι τό 351 καταδικαζόταν άπό τούς άρεια νόφρονες ό άκρος άρειανισμός, τώρα αύτός άναζωπυρωνόταν καί καταδικαζόταν ό ’Αθανάσιος, πού έγινε πρωταρχικός στόχος τοϋ Κωνσταντίου. "Οσοι άρνήθηκαν νά ύπογράψουν την άποφασισμένη στην σύνοδο τοϋ Μιλάνου (355) καταδίκη τοϋ ’Αθανασίου διώκονταν. ΤΗταν ό 'Ιλάριος Poitiers, ό Εύσέβιος Vercelli, ό Λουκίφερ Καλάρεως καί ό Διονύσιος Μιλάνου καί λίγο μετά ό Λιβέριος Ρώμης.
"Ετσι ό Κωνστάντιος μπόρεσε νά καλέσει τό 357 σύνοδο ομοϊδεατών στό Σίρμιο (δυτικά τοϋ Βελιγραδιού), δπου παραβρέθηκε ό ίδιος κι έλαβαν μέρος ό Λιβέριος Ρώμης, άφοϋ ύπέκυψε κι έγραψε κατά τοϋ ’Αθανασίου, καί ό Κορδούης "Οσιος.
Οί συνοδικοί συνέταξαν στην λατινική σύμβολο (δεύτερο Σιρμίου), στό όποιο γιά πρώτη φορά άναφέρεται ρητά ότι δέν πρέπει νά χρησιμοποιείται ό δρος «όμοούσιος» (αλλά καί «όμοιούσιος»), έπειδή άπουσιάζει στήν Γραφή. 'Η τακτική αύτή θά συνεχιστεί μέχρι τό 380. Θά έχουμε δηλαδή σύμβολα, τά όποια δχι μόνο θά παρακάμπτουν, δπως τά μέχρι τώρα, αλλά καί θ’ άπορρίπτουν τόν δρο όμοούσιος. Στό ίδιο σύμβολο επανέρχεται ή ιδέα ότι ό Πατέρας είναι «μείζων» τού Υίοΰ σέ «αξία καί θειότητα», μολονότι όμολογεΐται σ’ αύτό Τριάδα τελεία. Τό σύμβολο υπέγραψαν ό Κορδούης "Οσιος καί ό Λιβέριος Ρώμης (πού έτσι τοϋ έπιτράπηκε νά έπανέλθει στόν θρόνο του) καί στάλθηκε σέ δλες τίς Εκκλησίες ώς υποχρεωτική πίστη των χριστιανών του ρωμαϊκού κράτους.


56.    ΟΣΙΟΣ ΚΟΡΔΟΥΗΣ ( + 357/8)
ό «πατήρ των έπισκόπων»
ΓΕΝΙΚΑ
Ό "Οσιος Κορδούης ύπήρξε ή επιβλητικότερη φυσιογνωμία τής Δυτικής Εκκλησίας τοϋ Δ' αί. Μέ τό κΰρος τοϋ ομολογητή, τοϋ παραδοσιακού καί τοϋ συμβούλου τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στήν άντιμετώπιση τοϋ άρχικοϋ άρειανισμοΰ, στήν άπο δοχή τοϋ όμοουσίου στήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) καί στήν άπο τροπή τής έπικρατήσεως τοϋ άρχικοϋ άρειανισμοΰ στήν Δύση.
Ό "Οσιος (Hosius ή Ossius ή Osius) γεννήθηκε περί τό 256, έγινε επίσκοπος στήν Cordoba τής δυτικής 'Ισπανίας περί τό 300 καί τό 303/5 άναδείχτηκε όμολογητής στόν διωγμό τοϋ Μαξιμιανοϋ. "Αγνωστο πώς, μετά τό 313, έγινε σύμβουλος τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, μέ έντολή τοϋ όποιου τό 324 ταξίδεψε στήν ’Ανατολή γιά τήν επίλυση τής κρίσεως πού δημιούργησε ό "Αρειος. Επειδή όμως ή διαμάχη δεν έπαυε, πρότεινε στόν αύτοκράτορα τήν σύγκληση τής Α' Οικουμενικής συνόδου (325). Έκεΐ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιά τήν υιοθέτηση τής όρθής πίστεω'ς καί τήν καταδίκη των άρεια νών, αλλά ή ύπόθεση ότι προήδρευσε ώς «πρωτεύων» δεν εύσταθεΐ. «Πρωτεύων» στήν σύνοδο ήταν ό Ευστάθιος Αντιόχειας. Καί ή άποψη ότι αυτός πρότεινε στήν σύνοδο τόν δρο «όμοούσιος» δεν έχει έρεισμα. Στήν μεταγενέστερη άντιαθανασιανή καί φιλοαρειανική στάση του Μ. Κωνσταντίνου καί των διαδόχων του ό "Οσιος άντέδρασε καί ορθά κατανόησε ότι καταδίκη του ’Αθανασίου σήμαινε έπικρό τηση τοΰ Αρειανισμού. "Ετσι καί στην σύνοδο τής Σαρδικής (343), όπου προήδρευσε (μολονότι ύπήρχαν άντιπρόσωποι τοΰ επισκόπου Ρώμης), καί αργότερα ύπεράσπισε τόν ’Αθανάσιο. Οί πιέσεις στόν πολιό γέροντα "Οσιο κορυφώθηκαν τό 356. Ό αύτοκράτορας Κων στάντιος ζητούσε φορτικά καί απειλητικά από αυτόν τήν καταδίκη του ’Αθανασίου. Τότε ό πανσεβάσμιος γέροντας τής Δύσεως, ό «πατήρ των έπισκόπων», όπως τόν χαρακτηρίζει ό ’Αθανάσιος (Περί τών γεγενημένων παρ’ Άρειανών 46,2), έγραψε πολυσήμαντη Επιστολή στόν αύτοκράτορα μέ τήν όποια διαχωρίζεται γιά πρώτη φορά ή ευθύνη τών εκκλησιαστικών πραγμάτων από τήν κοσμική εξουσία. Στό κείμενο αυτό ό εκατόχρονος γέροντας συμβουλεύει πατρικά τόν αύτοκράτορα, ό ομολογητής ορθώνει άφοβα τήν πίστη Απέ ναντι στην εξουσία καί ό πολύπειρος έπίσκοπος τής Εκκλησίας προστάζει τόν κοσμικό άρχοντα νά μήν άναμιγνύεταί στά εκκλησιαστικά:
«... έγώ μέν ώμολόγησα καί τό πρώτον, ότε διωγμός γέγονεν έπί τώ πάππφ σου Μαξιμιανω. Εί δε καί σύ μέ διώκεις, έτοιμος καί νϋν παν ότιοϋν ύπομένειν... σέ δέ ούκ άποδέχομαι τοιαϋτα γρά φοντα καί άπειλοΰντα. Παϋσαι τοΰ τοιαϋτα γράφειν καί μή φρόνει τά Άρείου... Πίστευε μοι, Κωνστάντιε, πάππος είμί σου καθ’ ήλι κίαν... Μή τίθει σεαυτόν εϊς τά έκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ήμΐν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ήμών σύ μάνθανε ταϋτα. Σοί βασιλείαν ό Θεός ένεχείρισεν, ήμΐν τά τής ’Εκκλησίας έπίστευ σε. Καί ώσπερ ό τήν σήν αρχήν ύποκλέπτων Αντιλέγει τφ διατα ξαμένω Θεφ, οΰτω ψοβήθητι, μή καί σύ, τά τής ’Εκκλησίας εις έαυτόν έλκων, ύπεύθυνος έγκλήματι μεγάλφ γένη. ‘Άπόδοτε’, γέ γραπται, ‘τά καίσαρος καίσαρί καί τά τοΰ Θεοϋ τφ Θεφ’. Οϋτε τοί νυν ήμΐν άρχειν έπί τής γης έξεστιν, ούτε σύ τοΰ θυμιάν εξουσίαν έχεις, βασιλεύ...» (ίδιο έργο 44).
Λίγες δεκαετίες μετά τό 313, δηλ. μετά τούς διωγμούς, ή Εκκλησία συνειδητοποιούσε τά προβλήματα πού δημιουργούσε ό εναγκαλισμός της μέ τήν πολιτεία καί γιά πρώτη φορά στό πρόσωπο τοΰ Όσιου Αναγκάζεται μέ τόση σαφήνεια καί οξύτητα νά διακρίνει τόν εαυτό της από τήν «χριστιανική» κοσμική εξουσία. ’Αναγκάζεται νά άρνηθεΐ τήν «προστασία» τής πολιτείας, γιά νά διασώσει τήν ταυτότητά της καί νά μπορέσει νά συνεχίσει τό σωτηριώδες έργο της. Ή σαφής αύτή διάκριση, ή όποια έγινε από τόν "Οσιο καί τήν όποια υιοθέτησε καί πρόβαλε τόσο έντονα ό ’Αθανάσιος, δέν συνειδητοποιήθηκε όσο έπρεπε, ούτε από τούς έκφραστές τής Εκκλησίας οϋτε από τούς φορείς τής κοσμικής έξουσίας.
Ό Κωνστάντιος έμενε άνυποχώρητος. νΕφερε τόν "Οσιο στό Σίρ μιο (357) καί στις πιέσεις ό γέροντας ύπέκυψε, ύπέγραψε τό δεύτερο σύμβολο του Σιρμίου, σαφώς άρειανικό. "Ετσι τό Ιερό καύχημα τής δυτικής ’Ορθοδοξίας έπεσε. Οί κεφαλές τής Δύσεως δέχτηκαν τόν αρειανισμό, άφοϋ τό ίδιο είχε κάνει καί ό Ρώμης Λιβέριος, γεγονός πού προκάλεσε την εναντίον τους άντΐδραση των 'Ιλαρίου, Phoebadius καί των οπαδών τοΰ Λουκίφερ. Ό "Οσιος έπέστρεψε στήν έπισκοπή του καί σέ λίγο πέθανε (357/8), άφοϋ μάλλον μετανόησε γιά την πράξη του. Ή ορθόδοξη Εκκλησία (μόνη) τιμά την μνήμη του στίς 27 (καί άλλοτε στίς 28) Αύγουστου.
ΕΡΓΑ
Ή συγγραφική δραστηριότητα τοϋ Όσιου, πού άγνοοϋσε την έλληνική, είναι μικρή. "Ελαβε μέρος, μέ προτάσεις του, στήν σύνταξη των κανόνων τής συνόδου στήν Σαρδική (340). Δημοσίευσε λίγα κηρύγματά του κι έγραψε Επιστολές, δπως οί δύο σωζόμενες πρός τόν Ρώμης ’Ιούλιο καί τόν αύ τοκράτορα Κωνστάντιο.
Osii sententiae sive Canones Patrum qui Serdicae convenerant. Ό "Οσιος έχει τήν ευθύνη γιά τό πνεύμα ή τό θέμα μερικών κανόνων τής συνόδου αύτής.
Epistula ad Iulium papain. Τήν έγραψε μέ τόν Πρωτογένη Σαρδικής, γιά νά πληροφορήσει τόν Ρώμης σχετικά μέ τήν σύνοδο (343).
Επιστολή πρός Κωνστάντιον. Γράφηκε τό 356 καί σώζεται από τόν ’Αθανάσιο (Περί των γεγενημένων παρ' Άρειανών 44).
Άπολεσθέντα. Ό ’Ισίδωρος Σεβίλλης (De viris ill. 5) προσγράφει στόν "Οσιο τά έργα De laude virginitatis καί De interpretation vestium sacerdo talium. Καί τά δύο χάθηκαν.
Νόθο. De observation disciplinae Domenicae.

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄   ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |