ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (344)
Οί αύτοκράτορες Κώνστας τής Δύσεως καί Κωνστάντιος τής ’Ανατολής διαπίστωναν συνεχώς τίς αρνητικές συνέπειες τού όριστικού ρήγματος, τό όποιο δημιουργήθηκε μεταξύ των δυτικών καί τών ανατολικών έπισκόπων μετά την σύνοδο τής Σαρδικής (343 ή 342). Φαίνεται μάλιστα πώς οί Αρεια νόφρονες ανατολικοί, άφοϋ είχε πεθάνει ό Ευσέβιος Νικομήδειας (341/2), αυτός δηλ. πού όργάνωνε τήν παράταξη τών άρειανοφρόνων, ήταν περισσότερο διατεθειμένοι νά κάνουν παραχωρήσεις πρός τούς όρθόδοξους δυτικούς, κάτι πού ένθάρρυνε καί ό Κωνστάντιος. Σέ τέτοιο κλίμα συνήλθε άγνωστος Αριθμός Ανατολικών έπισκόπων στήν ’Αντιόχεια καί συνέταξαν θεολογικό κείμενο, τήν λεγάμενη «Μακρόστιχον έκθεσιν», ή όποια περιλαμβάνει: α) τό κάπως ούδέτερο τέταρτο σύμβολο τής ’Αντιόχειας (341), β) τούς αναθεματισμούς τής Νίκαιας (325), τούς όποιους αναλύει καί αντι κρούει, γ) απόρριψη καί Αντίκρουση τών αντιλήψεων τών Μαρκέλλου Άγκύρας καί Φωτεινού Σιρμίου καί δ) αντίκρουση πατροπασχιτικών καί σαβελλιανικών Αντιλήψεων.
Πρόκειται, φαίνεται, γιά προσπάθεια συγκερασμού απόψεων καί προπαντός διάθεση των ανατολικών ν’ απαλλαγούν από την εναντίον τους κατηγορία των δυτικών ότι παρέμεναν άρειανοί. "Ετσι, ενώ παραθέτουν τό παλαιότερό τους τέταρτο σύμβολο της ’Αντιόχειας, στό όποιο δέν γίνεται λόγος γιά την ουσία, όμολογούν (§ 4) τόν Υιό φύσει Υιό τού Πατέρα: «πρό των αιώνων γεννηθέντα έκ τού Θεού, Θεόν κατά φύσιν τέλειον είναι καί Αληθή». ’Ακόμη όμολογούν πίστη «εις τήν παντέλειον Τριάδα τήν Αγιωτά την... Θεόν μέν τόν Πατέρα λέγοντες, Θεόν δέ καί τόν Υιόν, ού δύο τούτους Θεούς, αλλ’ έν όμολογούμεν τής θεότητος αξίωμα καί μίαν Ακριβή τής βασιλείας τήν συμφωνίαν, πανταρχούντος μέν καθόλου πάντων καί αυτού τού Υίοΰ μόνου τού Πατρός, τού δέ Υίοϋ ύποτεταγμένου τώ Πατρί». Κι ενώ κάνουν τό πολυσήμαντο βήμα, δεχόμενοι τόν Υιό Θεό «κατά φύσιν τέλειον», Αφήνουν νά φανεί ή ιδέα τής υποταγής, ότι παρ’ όλα αυτά ό Υιός «ύποτέτακται τώ Πατρί», είναι κάπως κατώτερος τού Πατέρα. Ή τάση αύτή θά έμφανιστεΐ στά σύμβολα τών συνόδων στό Σίρμιο (Από τό 351 καί μετά) καί δείχνει τήν δυσκολία τών πρώην Ακραίων άρειανοφρόνων νά δεχτούν τήν συναϊδιότητα τού Πατέρα καί τού Υιού, όπως τήν πίστευαν οί όμοουσιανοί. Τήν «Μακρόστιχον έκθεσιν» παρουσίασε τετραμελής αντιπροσωπεία σέ σύνοδο δυτικών στό Μιλάνο (345), αλλά δέν έφερε τήν προσ δοκώμενη συμφιλίωση, Αφού μάλιστα δέν περιείχε άθώωση τού Μ. ’Αθανασίου.
Τό κείμενο διέσωσε ό ’Αθανάσιος (Περί τώνέν Άριμίνφ... συνόδων 26) καί ό Σωκράτης (Έκκλησ. ιστορία Β' 9, 328). ΒΕΠ3\, 310313. A. HAHNG. L. HAHN, Bibliothck der Symbole,.., Breslau 1897, σσ. 192196. H. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, σσ. 251254.
39. ΑΦΡΑΑΤ(ΗΣ) (+ λίγο μετά τό 345)
πρώτος σύρος όρθόδοξος συγγραφέας
Ό Άφραάτης (στά συριακά: Άφραάτ) υπήρξε ό πρώτος σύρος όρθόδοξος συγγραφέας καί ό πρώτος χριστιανός πού έγραψε στην επικράτεια τών σασσανιδών Περσών. Γεννήθηκε μάλλον μεταξύ 260 καί 275, στά σύνορα Συρίας καί ’Ιράκ, καί έζησε μεταξύ τών λίγων χριστιανών τής περσικής κοινωνίας, στήν όποια οί ’Ιουδαίοι ασκούσαν αποφασιστική επίδραση, πνευματική καί οίκονομική. "Εμεινε κι έδρασε στούς κόλπους τής κοινωνίας, καλλιέργησε τήν άσκηση, πρόβαλε τήν έγκράτεια καί τήν παρθενία, χωρίς ό ίδιος νά είναι έπι κεφαλής μοναχών καί χωρίς νά γίνει έπίσκοπος, όπως ύποστηρίχτη κε. ΓΗ παιδεία του βρισκόταν στά πλαίσια τής χριστιανικής κατη χήσεως του Γ' αί. Αυτό, γενικά γιά τόν περσοσυριακό χώρο καί ειδικά γιά τόν Άφραάτη, σήμαινε άγνοια τής ελληνικής παιδείας, άγνοια τής θεολογικής διεργασίας, πού είχε συντελεστεΐ έξω από τόν έλληνοσυριακό χώρο, εύρεία γνώση του σημιτικού πνεύματος καί τής ραββινικής γραμματείας καί οικειότητα πρός τό ίουδαιοχριστιανι κό πνεύμα. Την κατάσταση αύτή άπηχοΰν τά έργα τού Άφραάτη, πού άρχισε νά γράφει τό 337. Αισθάνεται μάλιστα ύπερήφανος καί τό δηλώνει (Έπίδειξις 22, 26) σαφώς ότι γράφει άποκλειστικά ώς «μαθητής» των Γραφών καί ότι αφήνει κατά μέρος κάθε φιλοσοφική γνώση. Ή έρευνα όμως έδειξε ότι έκτος άπό τήν σημιτική άνθρωπολογία καί εσχατολογία τόν επηρέασαν περιθωριακά ό γνωστικισμός τοϋ Ούαλεντίνου (βλ. τήν ίδια Έπίδειξιν 22) καί οί κουμρανικές άντι λήψεις.
Τήν Γραφή, τήν όποια γνωρίζει στήν μορφή τής συριακής πεσιτ(τ)ώ καί τού Διατεσσάρων Ευαγγελίου τού Τατιανοΰ, ερμηνεύει ίστορι κογραμματικά καί μέ τήν ϊδια τήν Γραφή. Εμφανίζεται όμως καί στόν Άφραάτη τό ένδιαφέρον γιά τυπολογική ερμηνεία. Αξιολογεί γεγονότα τής 77Δ ώς raza (μυστήριο/τύπος/σύμβολο), πού στήν ΚΔ γίνονται seraza (αλήθεια). Τήν αλήθεια κατανοούν μόνο οί χριστιανοί, πού αποτελούν τήν συνέχεια τού ιουδαϊκού λαού, ώς δέκτη τών θείων επαγγελιών. Ή έρμηνεΐα του, πού σπάνια γίνεται θεολογική, έγκλωβίζεται κυρίως στήν παλαιοδιαθηκική καί ίουδαιοχριστιανική παράδοση καί αποβλέπει σέ δύο σκοπούς. Πρώτον, στήν θεμελίω ση καί προβολή τής παρθενίας καί τής άσκήσεως, πού συνιστοΰν τό έσχατο ιδεώδες τής Εκκλησίας. Οί έγκρατιτικές τάσεις τόν επηρεάζουν τόσο πολύ, ώστε συχνά δίνει τήν εντύπωση ότι στήν Εκκλησία άνήκουν μόνο ή κατ’ εξοχήν οί παρθενεύοντες άσκητές («υιοί /θυγατέρες τής Διαθήκης»), ιδέα τήν όποια πήρε ίσως άπό τήν κοινότητα τού Κουμράν. Στήν 7η Έπίδειξιν μάλιστα θέλει τούς βαπτι ζόμενους όλους παρθένους. Αυτοί πάντως δέν συνίστοΰσαν μοναστικές κοινότητες, ούτε ζούσαν έρημιτικό βίο. Ζοϋσαν στούς κόλπους τής έκκλησιαστικής κοινότητας, όπου, φαίνεται, σχημάτιζαν είδος ομάδων τών εκλεκτών. Δεύτερον, άποβλέπει στήν προβολή τού χριστιανισμού ώς άληθίνοΰ αποδέκτη τών εκπληρωμένων πλέον έ παγγελιών, πού άρχικά δόθηκαν στόν Ισραήλ. Ό Άφραάτης είναι στήν άπλοϊκή του θεολογία όρθόδοξος (μολονότι άγνοοΰσε ακόμα καί τό θεολογικό γεγονός τής Συνόδου τής Νίκαιας), χωρίς αυτό νά σημαίνει ότι μέ τήν επίδραση τού ιουδαϊκού πνεύματος δέν άπέφυγε παρεκκλίσεις, όπως π.χ. ότι οί ψυχές μετά τόν θάνατο ναρκώνονται μέχρι τήν δευτέρα παρουσία κ.ά. Παρά ταΰτα μέ τό έργο του θεμελίωσε ούσιαστικά την συριακή χριστιανική γραμματεία καί δημιούργησε τις προϋποθέσεις γιά την έμφάνιση τοϋ έντυπωσιακοΰ έργου τοϋ Έφραίμ. Γι’ αύτό καί δίκαια έμεινε στην Ιστορία ώς «ό σοφός Πέρσης».
Επιδείξεις. Ό Άφραάτης άναδεΐχτηκε, παρά την θεολογική του ρηχό τητα, ταλαντούχος συγγραφέας, μέ διάθεση μάλιστα ποιητική. Συνέταξε 23 σύντομα καί γλαφυρά άσκητικοοικοδομητικά, παραινετικά, υμνητικά καί άντιιουδαϊκά έργίδια ή λόγους πού ονόμαζε Tahw‘jata = Επιδείξεις ή 'Εκθέσεις. Τά 10 πρώτα έγραψε τό 337, τά έπόμενα 11 τό 344 (μέ άφορμή καί τόν ρόλο των ’Ιουδαίων στόν διωγμό κατά των χριστιανών τοϋ πέρση μονάρχη Σαπ(φ)ώρ τό 338 καί μετά) καί τό 23ο τό 345.
Τά δέκα πρώτα πραγματεύονται αντίστοιχα περί πίστεως, άγάπης, νηστείας, προσευχής, πολέμου, άσκητών («υιών τής διαθήκης»), μετανοίας, άναστάσεως, ταπεινοφροσύνης καί ποιμένων. ’Αποτελούν θαυμάσιο άσκη τικοπνευματικό βοήθημα μέ σκοπό τήν τελείωση καί ειρήνη τοϋ πιστού μέ τήν πίστη, τήν εγκράτεια καί τήν παρθενία. Τά έργα του αυτά δημιούργησαν τό χαρακτηριστικό ασκητικό κλίμα τής συριακής Εκκλησίας, αλλά δέν φθάνουν στό ϋψος τής νηπτικής θεολογίας καί δέν υποδεικνύουν στάδια άσκητικοϋ βίου. ’Απευθύνονται στούς «υίούς (καί θυγατέρας) τής διαθήκης». Τά λοιπά 13 έργίδια συναστούν προσπάθεια άντιπαραθέσεως χριστιανισμού καί ιουδαϊσμού, κάτι πού τήν ίδια έποχή στόν έλληνοσυριακό χώρο έπιχείρησε καί ό Σοφιστής Άστέριος ( + 341/2).
ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΙΣΙΒΕΩΣ (+ 338). Πρώτος επίσκοπος Νισίβεως, πού βοήθησε αποφασιστικά στήν δημιουργία τοϋ συροχριστιανικοϋ πνευματικού κλίματος καί ένθάρρυνε στό συγγραφικό θεολογικό έργο τόν θεμελιωτή τής συριακής χριστιανικής γραμματείας Άφραάτη. Ή μεγάλη φήμη τοϋ ’Ιακώβου, τοϋ όποιου δέν γνωρίζουμε κανένα κείμενο, έγινε αιτία νά τοϋ αποδοθούν διάφορα έργα καί ή άρμενική μετάφραση των Επιδείξεων τοϋ Άφραάτη (Κ. Krueger, Jacob von Nisibis in syrischer und armenischer Oberlieferung: Mu 81 [1968] 161 179).
40. ΠΑΧΩΜΙΟΣ ( + 346)
γενάρχης τής «κοινωνίας»κοινοβίου
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Εισαγωγή
Ό άπαίδευτος κόπτης Παχώμιος έγινε μεταξύ τού 320 καί τού 330 ό γενάρχης τού κοινοβιακοΰ μοναχισμού, δταν ή Εκκλησία πανηγύριζε την όριστική της έξοδο άπό τις κατακόμβες καί συγχρόνως κλονιζόταν άπό τήν αίρεση τού Άρείου. Ή σημασία τής πρωτοβουλίας τού Π. είναι τεράστια, εφόσον τό κοινόβιο έκτοτε απορρόφησε τό μέγιστο μέρος τοϋ άναχωρητισμού κι έφόσον ό μοναχισμός άποτελεΐ νόμιμο καί ιερό είδος έκκλησιαστικοΟ βίου.
’Από τά μέσα κυρίως τοϋ Γ' αί. εμφανίστηκε στό πλαίσιο ή στό περιθώριο τής χριστιανικής κοινωνίας ό μοναστικός βίος, πού στις άρχές του Δ' αί. έγινε μέγα καί άμορφο ρεύμα, κατακλύζοντας τις αιγυπτιακές καί συριακές ερήμους. Ό άναχωρητισμόςή έρημητικός βίος ήταν έπιβλητική πραγματικότητα, πού συγκίνοΰσε μέ τούς χαρισματικούς θεόπτες άββάδες ολόκληρη την ’Εκκλησία. Ό Παχώ μιος κατόρθωσε νά μεταπλάσει μέρος τού ισχυρού καί άμορφου τούτου ρεύματος σε δομημένη μοναστική «κοινωνία», δηλ. σέ κοινόβιο.
Οί πηγές πού πληροφορούν τήν κοινοβιογονία καί την ζωή τού Π. είναι κείμενα, πού γνώρισαν πολλαπλές επεξεργασίες καί νοθείες. Πρόκειται γιά τούς «Βίους» τού Π. καί τά έργα πού αποδίδονται στόν ίδιο καί τούς διαδόχους του Θεόδωρο καί Ώρσΐσιο. Τά πρωτότυπά τους έχουν χαθεί, αλλά μέ φιλολογική έρευνα μπορούμε ώς ένα σημείο νά διακρίνουμε τά αυθεντικά τους μέρη. Παλαιότερα ή γνώση τού παχωμιανοΰ μοναχισμού στηριζόταν κυρίως στό κεφάλαιο 32 τής Λαυσαϊκής ιστορίας τού Παλλαδίου, πού όμως έχει μικρή ιστορική αξία, όπως φάνηκε μετά άπό τήν δημοσίευση καί των σχετικών κο πτικών πηγών.
Προϋποθέσεις τής «κοινωνίας»
Ή προσωπική περιπέτεια καί ιστορία τού Γ1. άποτελεΐ τόν έρμη νευτικό όρο τής δημιουργίας του. ’Όντας φυλακισμένος, έντυπωσιά στηκε άπό τήν άγάπη πού τού έδειξαν οί χριστιανοί, στήν Εκκλησία τών όποιων κατηχήθηκε καί βαπτίστηκε. Αμέσως έπιδόθηκε στήν ύλική διακονία τών πλησίον του, μέχρις ότου έγινε ύποτακτικός τού άναχωρητή Παλαίμωνα. Έκεΐ έμαθε κι έζησε τήν άσκηση, εκτίμησε τόν ρόλο τού πνευματικού πατέρα, τού άββά, καί τής ύπακοής σ’ αυτόν, καί μέ θεία επέμβαση έδωσε νέο περιεχόμενο στήν διακονία, στήν οποία είχε τάξει τόν έαυτό του: οφείλε στό έξής νά έργα στεΐ γιά τήν συμφιλίωση τών ανθρώπων μέ τόν Θεό. "Ετσι δημιούργησε τό μέγα έργο του, τήν «κοινωνία» ή τό κοινόβιο, τό όποιο συγχρόνως άποτελεΐ καί τό σχήμα, μέ τό όποιο ύπηρέτησε τόν σκοπό του. Εφόδια είχε τύν άπόλυτη αφοσίωση στόν σκοπό του, τήν θεληματικότητα, τήν όργανωτικότητα, τήν πλούσια άσκητική πείρα, τήν εύρεία γνώση τής Γραφής στά κοπτι: ά καί τά χαρίσματα τού ποιμένα, τής καθοδηγήσεως τών άνθρώπων, τής ταπεινοφροσύνης, τής αγάπης, τής μετάνοιας καί τής διακρίσεως πνευμάτων. "Οσο καλά γνώριζε τόν άναχωρητικό ασκητικό βίο τής Αίγύπτου, τόσο πολύ αγνοούσε τήν θεολογική προβληματική τής εποχής του· ΤΗταν όμως αρκετά κατατοπισμένος, ώστε νά μένει στην Παράδοση τής Εκκλησίας καί νά άποστρέφεται τόν ώριγενίσμό καί τόν αρειανισμό, όπως έκαναν καί οί διάδοχοί του. Ή ασκητική του έμεινε σέ πρακτικό επίπεδο καί μόνο πρός τό τέλος τής ζωής του είχε φαινόμενα έκτακτων θείων εμπειριών καί χαρισμάτων.
Τό πνεύμα τής «κοινωνίας»
Ό Π., μετά τήν έπταετή άσκηση καί μαθητεία στόν άναχωρητή Παλαΐμωνα, άποσύρθηκε στην Ταβέννηση γιά εντονότερη άσκηση. Έκεΐ τού άποκαλύφτηκε ότι πρέπει νά άφιερωθεΐ στην συμφιλίωση των ανθρώπων μέ τόν Θεό, δηλ. στό έργο τής σωτηρίας γενικά καί τής τελειώσεως ειδικά των ανθρώπων. 'Υπάκουσε καί άρχισε νά ιδρύει μονή κοίνοβιακή, τήν όποια οί πρώτες πηγές ονομάζουν «κοινωνία» καί ή όποια θ’ άποβεΐ νέα πολυσήμαντη πραγματικότητα στήν ζωή τής Εκκλησίας. Τό έργο τούτο ονομάζουμε όρθότερα παχωμιανό μοναχισμό, γιατί γνώρισε εσωτερική εξέλιξη από τά χρόνια τού Π. μέχρι τό τέλος τού Δ' αί., καί δύσκολα διακρίνουμε τά καθαυτό στοιχεία τού Π. από αυτά πού τού προσέγραψαν ή πρόσθεσαν οί άμεσοι διάδοχοί του.
Ό όρος «κοινωνία» είναι χαρακτηριστικός τού πνεύματος τού πα χωμιανοΰ μοναχισμού, πού στηρίζεται: α) Στόν κοινοβιακόβίο. Γιά πρώτη φορά στόν μοναχισμό τά πάντα είναι κοινά: τροφή, ένδυση, εργασία, προσευχή, λειτουργική ζωή. Πρότυπο τής κοίνοβιακότη τας μνημονεύεται συμβατικά ή πρώτη ίεροσολυμιτική κοινότητα, β) Στήν άπολυτοποίηση τής σχέσεως γέροντα καί μοναχού (υποτακτικού). Ή σχέση αυτή, πού ήταν ήδη γνωστή στόν άναχωρητισμό, γίνεται εξελικτικά κανόνας άπόλυτος. Ό γέροντας (ή άββάς ή ηγούμενος) τής «κοινωνίας» κοινοβίου αποβαίνει ό μόνος εγγυητής καί διδάσκαλος μετά τόν Θεό γιά τήν όρθή άσκηση καί τήν σωτηρία τού μοναχού* αποβαίνει «πατήρ», στόν όποιο οί κοινοβιάτες οφείλουν απόλυτη ύπακοή, διότι αύτός έχει επωμιστεί άμεσα τήν εύθύνη τής σωτηρίας καί τελειώσεως τού μοναχού, αύτός έχει τό χάρισμα τής πνευματικής καθοδηγήσεως. γ) Στήν τήρηση τον Κανόνα. Ό τρόπος τού κοινοβιακού βίου καί ή άπόλυτη ύπακοή των μοναχών στόν άββά έκφράζονται σέ σύντομα κείμενα πού ονομάστηκαν «Κανών Παχωμίον» καί έπρεπε νά τηρούνται. Ιδιαίτερα, μετά τόν θάνατο τού Π., ό Κανόνας ύψώθηκε σέ άπόλυτο, Ιερό καί απαραβίαστο κείμενο, ώστε νά υπηρετεί τήν συνοχή τής «κοινωνίας» καί ν’ άποθαρ ρύνει τίς διασπαστικές τάσεις ή τούς νεωτερισμούς, πού πάντως δεν έλειψαν. δ) Στην άμοιβαία διακονία καί άμοιβαία ευθύνη. Γιά πρώτη φορά στόν μοναχισμό θεσπίζονται ή διακονία (ώς μίμηση Χριστού) τού ένός μοναχού πρός τόν άλλο καί μάλιστα ή εύθύνη τού ένός γιά την σωτηρία τού άλλου. 'Η άμοιβαιότητα αύτή προσδιορίζει περισσότερο άπό κάθε άλλο στοιχείο την «κοινωνία» τού Π. ε) Στην έκ κληοιαστικότητα καί την κοινή κατήχηση. Τό κοινόβιο τού Π. συνιστούσε είδος πλήρους έκκλησιαστικής κοινότητας, διότι ζοΰσε κατά τήν παράδοση τής Εκκλησίας, τελούσε τήν Λειτουργία Σάββατο καί Κυριακή (οπότε κοινωνοϋσαν δλοι οί μοναχοί), χρησιμοποιούσε τά λειτουργικά ήθη των αιγυπτιακών κοινοτήτων καί τό σπουδαιότερο άσκούσε τό κατηχητικό έργο γιά έθνικούς καί γιά μοναχούς. Ό Π. δεχόταν στήν μονή του όχι μόνο χριστιανούς, πού ήθελαν με τήν άσκηση καί τήν ύπακοή νά τελειωθούν, άλλά καί εθνικούς τής περιοχής, τούς όποιους κατηχούσε, γιά νά γίνουν πρώτα χριστιανοί καί μετά νά ζήσουν άν ήθελαν κοινοβιακά. Μοναδική βάση τής κατηχήσεως καί τής διδασκαλίας του ήταν ή Γραφή. Ή διδασκαλία καί ή ασκητική μέθοδός του ήταν πρακτική, χωρίς θεωρητικές άπόψεις καί άναλύσεις θεοπτικών έμπειριών, όπως τού Εύαγρίου. Έκκλησιολογικά τό κοινόβιο τού Π. έμοιαζε ώς έναν βαθμό μέ ενορία, τής όποιας τούς ιερείς χειροτονούσε ό έπί σκοπος, μέ τόν όποιο συνήθως βρισκόταν σέ καλές σχέσεις κανονικής κοινωνίας ή καί έξαρτήσεως. 'Η εξάρτηση αύτή δεν είχε καί θεσμοποιηθεΐ, μέ αποτέλεσμα νά μή λείπουν οί προστριβές.
Δομή καί οργάνωση τής «κοινωνίας»
Ό Π. δέν οργάνωσε άπλώς ομάδα μοναχών, άλλά τήν ανύψωσε σέ «κοινωνία», μέ στοιχεία τού άναχωρητικοΰ καί ήμιαναχωρητικού βίου, των αιγυπτιακών πολιτικοθρησκευτικών δομών, τής στρατιωτικής του εμπειρίας καί τής φωτισμένης ιδιοφυίας του. Αρχικά ίδρυσε ένα κοινόβιο, στό όποιο ό ίδιος ήταν ό πατήρ ή άββάς (apa) ή ήγούμενος. Ή προσέλευση μεγάλου πλήθους μοναχών τόν ύποχρέ ωσε νά ιδρύσει έντεκα συνολικά κοινόβια (9 ανδρικά, 2 γυναικεία), στά όποια έγκαθιστοΰσε τόν πρώτον (τόν πατέρα ή ηγούμενο), τόν δεύτερον (ή τόν οίκονόμον) καί τούς λοιπούς υπευθύνους τών δια κονημάτων, τούς οικιακούς. Στά κοινόβια ανήκαν πολλά οικήματα, στό καθένα άπό τά όποια έμεναν μαζί όσοι άσχολοΰνταν μέ τό ίδιο διακόνημα, γιά τό όποιο υπεύθυνος ήταν ό οικιακός. Ό ίδιος ό Π., εγκατεστημένος τελικά στό Βαϋ, διατηρούσε ώς «πατήρ τής κοινωνίας» τήν τελική εύθύνη καί πατρότητα γιά όλα τά κοινόβια, χε ώς βοηθούς τόν γενικόν δεύτερον, τόν γενικόν οικονόμον (πού φρόντιζε κι έπέβλεπε οικονομικά καί διοικητικά όλα τά κοινόβια) καί άλλους τιτλούχους μοναχούς μέ άνάλογες ευθύνες. Οί όροι πού χρησιμοποιούνται στις πηγές γιά τό παχωμιανό κοινόβιο, έκτος από τόν όρο «κοινωνία», είναι μονή καί μοναστήριόν, γνωστοί καί στόν λοιπό τότε μοναχισμό, πού σήμαιναν τό είδος τού κτηρίου, τόν ήσυχο τόπο τού άναχωρητή, άλλα καί τό κτήριο ή τόν τόπο ομάδας ή μιαναχωρητών.
ΒΙΟΣ
Ό Π. γεννήθηκε άπό εθνικούς στην Θηβαίδα τής ’Άνω Αίγυπτου (στό Sne, δηλ. στην άρχαία Λατόπουλη) περί τό 287. Τό 313/4 ή καί νωρίτερα υπηρέτησε ακούσια στόν ρωμαϊκό στρατό. Γιά λόγους άγνωστους φυλακίστηκε στην Θήβα ή Θηβαΐδα. Κάτοικοι τής περιοχής άπάλυναν τις κακουχίες τού ίδιου καί των συστρατιωτών του. Τό γεγονός τού κίνησε τόν θαυμασμό. "Οταν πληροφορήθηκε ότι αυτοί πού τόν βοηθούσαν άνιδιοτε λώς ήταν χριστιανοί, πήρε την διπλή άπόφαση: νά γίνει χριστιανός καί νά αφιερωθεί καί ό ίδιος στην διακονία των συνανθρώπων του. Μετά την άπο φυλάκισή του βρέθηκε στό Seneset, τό άρχαΐο Χηνοβοσκίο, όπου πραγμάτωσε την υπόσχεσή του. Κατηχήθηκε, στήν κοπτική, βαπτίστηκε καί άφιερώθηκε γιά τρία χρόνια στήν διακονία εκείνων πού είχαν ύλικές ανάγκες. "Υστερα έπισκέφτηκε γνωστό άναχωρητή τής γειτονικής έρήμου, τόν Παλαίμωνα, κοντά στόν όποιο άσκήτεψε έπτά χρόνια.
Μέ δραματική υπόδειξη αγγέλου άφησε τόν άββά του κι έγκαταστάθηκε σ’ έγκαταλελειμμένο χωριό, τήν Ταβέννηση. Νόμισε όμως ότι έτσι απομακρυνόταν άπό τήν άπόφασή του νά διακονήσει. Στήν έντονη αύτή προβληματική τού άπάντησε ό Θεός, ύποδεικνύοντάς του νά μείνει έκεΐ καί νά συνάξει άνθρώπους γιά νά τούς συμφιλιώσει μέ τόν Θεό. Αύτό άποτέλεσε τήν αιτία, γιά νά αποφασίσει (μεταξύ 320 καί 325;) τήν ίδρυση τής πρώτης κοινοβιακής μονής, πρόπλασμα τής «κοινωνίας», πού συνιστοϋσε τό νέο είδος τής διακονίας του πρός τούς άνθρώπους μέ βάση τήν κοινοκτημοσύνη, κατά τό πρότυπο τής πρώτης χριστιανικής κοινότητας των 'Ιεροσολύμων (Πράξ. 4, 32).
Ό Π. έπιδόθηκε μέ ζήλο στό έργο του, άλλά οί κόπτες χωρικοί πού προ σήλθαν, βλέποντας τόσο άπλοϊκό, ταπεινό καί διακονικό τόν προϊστάμενο, δεν πειθάρχησαν. Διασκορπίστηκαν κι έτσι ή προσπάθεια συστάσεως τής πρώτης «κοινωνίας» άπέτυχε.
Ό Π. δέν άποθαρρύνθηκε. "Αρχισε πάλι τό έργο του, μέ πλουσιότερη τώρα πείρα. ’Έτσι, σύναξε πάλι μοναχούςμαθητές, των όποιων κατηύθυ νε τήν όλη ζωή, πνευματική καί ύλική, μέ βάση «Κανόνα», τόν όποιο δημιούργησε σταδιακά γιά τόν σκοπό αύτό καί τόν όποιο έπρεπε νά έφαρμό ζουν όλα τά μέλη του κοινοβίου. Σύντομα οί μοναχοί αυξήθηκαν καί ό ΓΙ.
αναγκάστηκε νά ιδρύσει, σέ μικρή άπόσταση συνήθως, άλλες δμοιες μονές, στίς όποιες καθιστούσε καί έναν άββά ή αρχιμανδρίτη, διατηρώντας ό ίδιος τήν τελική γενική εύθύνη γιά όλες τίς μονές, πού όλες μαζί αποτελούσαν τήν «κοινωνία». Πρός τό τέλος, μάλλον, τής ζωής του άφησε τήν πρώτη μονή τής Ταβέννησης κι έγκαταστάθηκε στήν μονή τού Βαύ ή Παβού (Faou) ιδρυμένη περί τό 328. ’Από εκεί καθοδηγούσε όλες τίς μονές μέ τήν βοήθεια καί τού «οικονόμου», πού είχε τήν διαχείριση των οικονομικών τής όλης «κοινωνίας». Περί τό 346 καταγγέλθηκε γιά όράματα πού έβλεπε καί θαύματα πού έκανε. Σύνοδος στήν Λατόπολη τόν αθώωσε, άλλά στίς 9 Μαΐου τού 346 ή τού 347 ύπέκυψε στήν πανώλη, πού άποδεκάτιζε τήν περιοχή. Είχε ήδη ιδρύσει 9 ανδρικά καί 2 γυναικεία κοινόβια, όπου κατά τήν παράδοση μόναζαν περισσότερα από 5.000 πρόσωπα. Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 15 Μαΐου.
ΕΡΓΑ
Κατά τήν παράδοση ό Π. έγραψε Κανόνες, μέ τούς οποίους καθόριζε τόν τρόπο ζωής καί άσκήσεως των κοινοβιακών μοναστηριών του, Κατηχήσεις, έπίσης γιά τούς μοναχούς υποτακτικούς του, καί Επιστολές. "Ολα γράφηκαν στήν κοπτική, άλλά γρήγορα καί μάλιστα οί Κανόνες μεταφράστηκαν στήν ελληνική, διότι μέ τήν έναρξη (346) τής ηγουμενίας τού Θεοδώρου, πού γνώριζε καί τήν έλληνική, αυξήθηκαν καί οί έλληνόφωνοι μοναχοί. Δυστυχώς όμως ή σημερινή μορφή τους προϋποθέτει, έξαιρουμέ νων τών Επιστολών, επανειλημμένες επεξεργασίες, πού έγιναν ήδη άπό τά χρόνια τών άμεσων διαδόχων τού Π., δηλ. τού Θεοδώρου καί τού Ώρ σισίου, ίχνη τών έργων τών όποιων βρίσκουμε στά παχωμιανά κείμενα καί αντίστροφα. Επίμονες έρευνες κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι τουλάχιστον ό πυρήνας τών έργων αυτών όφείλεται στόν Π. καί ότι όπωσδήποτε έκφράζουν τό πνεύμα άλλά καί τήν εξέλιξη τού παχωμιανού γενικά κοινοβίου πριν άπό τό τέλος τού Δ' αι.
Κανών. Γράφηκε στήν κοπτική, προφανώς πρίν τό 340, διακρίνεται σέ τέσσερα τμήματα (Praecepta Praecepta καί Instituta Praecepta καί Judica Praecepta καί Leges) καί σώθηκε άποσπασματικά. Τά κοπτικά άποσπάσμα τα διαφέρουν αισθητά άπό τά έλληνικά, τά όποια μαρτυρούν έντονότερη επεξεργασία καί μεταγενέστερη παράδοση. Μεταφράστηκε άκόμα στήν λατινική, τήν αΐθιοπική καί τήν άραβική.
Κατηχήσεις. Τρία κείμενα στά κοπτικά. Κατηχήσεις πρός μνησίκακον μοναχόν. Τό έκτενέστερο παχωμιανό κείμενο, πού γνώρισε επεξεργασίες άλλά διασώζει τόν άρχικό του πυρήνα. ’Έχει ένσωματωθεΐ σ’ αύτό καί μέρος κοπτικής όμιλίας τοϋ Μ. ’Αθανασίου. Κατήχησις είς τάς £ξ ήμέρας τοΰ Πάσχα. Σύντομο κείμενο μέ παχωμιανό πυρήνα. Έκλογαί, δηλ. Αποσπά σματα λόγων τοϋ Π.
Έπιστολαί: Πρόκειται γιά 13 σύντομα οίκοδομητικοσυμβουλευτικά καί συνθηματικά κείμενα. Οί έρευνητές δέν Αμφιβάλλουν γιά την γνησιότητά τους. Κρίνοντας όμως άπό τό έλληνικό κείμενο, διερωτάται κανείς άν ό Π. είχε την δυνατότητα νά συντάξει περίπλοκα κείμενα μέ χαρακτήρα Αποφθεγματικό καί κάποια τάση ποιητική. Μοναδικό φαινόμενο στήν χριστιανική γραμματεία καί άλυτο πρόβλημα συνιστά ή συμβολική, συνθηματική, αίνιγματική ή Απόκρυφη γλώσσα των ’Επιστολών, οί όποιες ένεκα τούτων δεν κατανοοΰνται πλήρως. Τά συμβολικά στοιχεία ή γράμματα καί στήν έλληνική μετάφραση είναι άπό τό κοπτικό Αλφάβητο. Εκτός άπό τήν μετάφραση τοϋ 'Ιερωνύμου καί τών λίγων κοπτικών Αποσπασμάτων, έχουμε σήμερα μέ πρόσφατη Ανακάλυψη όλόκληρο τό έλληνικό κείμενο τών Έ πιστ. 1, 2, 3, 7, 10 καί 11α.
’Αποφθέγματα: Είναι Αποσπασμένα Από τούς «Βίους» (βλ. πιό κάτω) τοϋ Π. καί καταχωρισμένα στις διάφορες συλλογές «Γεροντικών». Βλ. J. C1. Guy, Recherches sur la tradition greque de Apophtegmata Patrum, Bruxelles 1962 (κατά τόν πίνακα) καί R. Draguet: Mu 35 (1965) 4461.
Νόθα: Παραινέσεις πνενματικαί. Σύντομο προτρεπτικό κείμενο πού σώζεται στήν λατινική. A. Boon, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 151 έξ. Ή Λαυσαϊκή ιστορία τοϋ Παλλαδίου (§32) καί τό Florilegium Patristicum (έκδ. Albers, Bonn 1923, σσ. 6072) παραδίδουν «Κανόνα» τοϋ Π. Πρόκειται γιά τό ίδιο κείμενο μέ μικρές παραλλαγές. Χρησιμοποιεί μάλιστα γράμματα τοΰ έλληνικοϋ Αλφαβήτου, Αντί τοϋ κοπτικοϋ πού είδαμε στίς Επιστολές, γιά νά συμβολίσει τήν τάξη καί τήν ποιότητα των μοναχικών ταγμάτων ή όμάδων μοναχών σέ κάθε κοινόβιο κοινωνία. Μέ τό όνομα τοϋ Π. κυκλοφόρησαν καί άλλα κείμενα, όπως τά «Κεφάλαια έπιτιμίων μοναχών»: Τ. Th. Lefort: Mu 40 (1928) 6064.
Βίοι. Τραχύ φιλολογικό πρόβλημα συνιστοΰν οί πολλοί «Βίοι» τοϋ Πα χωμίου στήν κοπτική (σαχιδική καί βοχαϊρική), τήν έλληνική, τήν Αραβική καί τήν λατινική γλώσσα. Δυστυχώς έχει χαθεί δ,τι θά δνομάζαμε Αρχικό Βίο ή πρώτη συλλογή λόγων τοϋ Π. καί παραδόσεων γι’ αύτόν. ’Από τό κείμενο τοϋτο, πού μάλλον όφείλεται σέ πρωτοβουλία τοϋ μαθητή του Θεοδώρου, προήλθαν οί δύο κοπτικοί Βίοι (S = σαχιδικός καί Βο = βοχαϊρικός) καί ό πρώτος έλληνικός (G 1), οί όποιοι άλληλοκαθαιρόμενοι, διασταυρούμενοι καί συμπληρούμενοι μέ στοιχεία των λοιπών σχετικών κειμένων, αποτελούν τήν βάση πρός αποκρυπτογράφηση τού βίου καί τού κοινοβιακοϋ έργου τού Π. Στά κείμενα αύτά είναι πολύ σαφής ή εισβολή μεταγενέστερων καί έξωπαχωμιανών στοιχείων, πού νοθεύουν τήν εικόνα τού γενάρχη τού κοινοβιακοϋμοναχισμού. Τελείως πρόσφατα (1982) έκδόθηκε από τ.όν Halkin καί άλλος έλληνικός Βίος, ίδιου όμως περιεχομένου μέ τούς προηγούμενους. Ό πρώτος έλληνικός Βίος (G 1) φαίνεται ότι διατηρεί αύθεντι κότερα καί ίστορικότερα στοιχεία σέ σύγκριση μέ τούς κοπτικούς Βίους.
Α. "Οταν τό 346 ό αύτοκράτορας Κωνστάντιος, ύποχωρώντας στόν συ ναυτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα, κάλεσε τόν Μ. ’Αθανάσιο νά έπανέλ θει στήν έδρα του ’Αλεξάνδρεια, συγκροτήθηκε στά "Ιεροσόλυμα σύνοδος 16 έπισκόπων, οί όποιοι έστειλαν έγκύκλιο γράμμα πρός τούς επισκόπους Αίγύπτου καί Λιβύης, γιά νά τούς πληροφορήσουν την άποκατάσταση τού ’Αθανασίου καί νά τούς συγχαρούν γιά τό γεγονός.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ’Απολογητικός Β' 57, 26: ΒΕΠ 31, 9596. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, σσ. 136137.
Β, Ή τροπή των πραγμάτων ύπέρ τοΰ Αθανασίου έγινε άφορμή νά έμ φανιστοΰν ώς άντιαρειανοί καί φιλοαθανασιανοί δύο άρειανόφρονες έπίσκο ποι, φίλοι καί σύμβουλοι άργότερα τοϋ Κωνσταντίου, ό Ούάλης Μουρσών (Παννονία) καί ό Ούρσάκιος Singidunum (Βελιγράδι). Αύτοί πέτυχαν σύγκληση συνόδου στό Μιλάνο τό 347, δπου συντάχτηκε άντιαρειανικό σύμβολο. Τό μη σωζόμενο αύτό κείμενο μετέφεραν στον Ρώμης ’Ιούλιο, στον όποιο παρέδωσαν (οί δύο έπίσκοποι) καί δική τους Επιστολή, μέ τήν οποία τοΰ ζητούσαν συγγνώμη γιά τήν προγενέστερη στάση τους, άναγνώ ριζαν τόν ’Αθανάσιο καί τό σπουδαιότερο γιά τόν Ρώμης — του δήλωναν ώς δυτικοί έπίσκοποι ότι στό έξης δέν θά λάβουν μέρος σέ συνάξεις άνα τολικών χωρίς τήν γνώμη τοΰ Ιουλίου. ’Αναγνωριζόταν δηλ. άπό τούς δύο ό Ιούλιος Ρώμης ώς ό πρώτος έπίσκοπος τής Δύσεως, ώς Πατριάρχης των δυτικών.
42. ΗΓΕΜΟΝΙΟΣ
άντιμανιχαϊστής
Μέ τόν συνοπτικό τίτλο Acta Archelai καί τόν πλήρη Thesaurus verus sive disputatio habita in Carcharis civitate Mesopotamiae Archelai episcopi adversus Manen σώζεται σέ κακή λατινική μετάφραση τοΰ Δ' αί. συζήτηση μεταξύ τοΰ όρθόδοξου έπισκόπου ’Αρχελάου (στην δυσκαθόριστη πόλη Κάρχαρη τής Μεσοποταμίας) καί κάποιου μα νιχαίου. Ή συζήτηση, πού έγινε περί τό 275 δήθεν άπό τόν ’Αρχέλαο, γράφηκε μάλλον μεταξύ 325 καί 348 άπό τόν Ήγεμόνιο, ό όποιος δέν είναι γνωστός άπό άλλες πηγές. Ό Ήγεμόνιος άπλώς έπινόησε τό σκηνικό τής συζητήσεως, γιά νά καταπολεμήσει μανιχαϊκές άν τιλήψεις. Τό έργο είναι μία άπό τίς παλαιότερες προσπάθειες άντι κρούσεως τοΰ μανιχαϊσμοΰ καί γι’ αύτό άποτελεΐ άξιόλογη πηγή πληροφοριών γι’ αύτόν. "Οσοι έκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραψαν γιά τόν μανιχαϊσμό δανείστηκαν στοιχεία ή αύτούσια χωρία τοΰ Ή γεμονίου. ’Από τό πρωτότυπο έλλην.κό κείμενο καί άπό κοπτική μετάφραση σώζονται μόνο άποσπάσματα. Ό μεταφραστής ή κάποιος έκδοτης έπισύναψε ήδη στόν Δ' αί. κατάλογο αιρέσεων μέ τόν τίτλο Adversus haereses, άγνωστου συγγραφέα.
Περί τό 348 τό σχίσμα των δονατιστών στην Β. Αφρική φάνηκε νά ύπο χωρει μέχρι έξαφανίσεως. "Ηταν άποτέλεσμα τής δράσεως των μετριοπαθών έκκλησιαστικών Ανδρών, των χρημάτων, πού σκόρπισαν οί άπεσταλ μένοι αύτοκρατορικοί υπάλληλοι Παϋλος καί Μακάριος, άλλά καί των διωγμών, τών έξοριών καί τής κρατικής βίας εϊς βάρος τών δονατιστών. Πολλοί έπίσκοποι, όπαδοί τοΰ σχίσματος, προσήλθαν στην Εκκλησία κι έλαβαν μέρος σέ τοπικέςέπαρχιακές συνόδους. Μεταξύ 345 καί 348 συγκροτήθηκε στην Καρθαγένη σύνοδος γενική τής Αφρικανικής Εκκλησίας, γιά νά έπισφραγίσει τήν ειρήνευση καί νά έπικυρώσει κανόνεςάποφάσεις προγενέστερων, ώς φαίνεται, συνόδων. "Ελαβαν μέρος 50 έπίσκοποι, κατά τήν παράδοση, καί προήδρευσε ό επίσκοπος τής πόλεως Gratus, πού έδειξε πνεύμα διαλλακτικό.
Σώθηκε σέ δύο μορφές τό σημαντικότερο μέρος τών πρακτικών τής συνόδου, χωρίς τίτλο άλλά μέ πρόλογο. Διατυπώθηκαν 14 κανόνες, ό καθένας τών όποιων έμφανίζεται προτεινόμενος άπό έναν έπίσκοπο, ένώ τήν γνώμη τους έκφράζουν ό πρόεδρος καί άλλοι συνοδικοί. Ό κανόνας 1 δρί ζει νά γίνονται δεκτοί στήν Εκκλησία μ’ έπίθεση τών χειρών οί αιρετικοί καί σχισματικοί πού μετανοούν. Οί κανόνες 3,4,6,10,11, καί 13 Αφορούν στόν ηθικό καί κοινωνικό βίο τών κληρικών, ένώ οί λοιποί στήν έκκλησια στική εύταξία.
Τά πρακτικά διασώθηκαν σέ λατινικές συλλογές κανόνων καί δή στήν γνωστή ώς Collectio Hispauia.: PL 84, 93848. MANSI, III, 143158. C, MUNIER: CCSL 149(1974)110 καί XIX. FR. MAASSEN, Geschichte der Quellen und der Literatur des canonischen Rechts im Abendland, II, Graz 19562, σσ. 151152, 710729. La coleccion canonica hispana, III: Concilios griecos y africanos, por MARTINEZ DIEZ καί RODRIGUEZ F., Madrid 1982. C. M. MUNIER, La tradition litt£raire des canons africains (345525): Rec Aug 10 (1975) 322. Oi κανόνες 10 καί 13 περιλήφτηκαν στήν κωδικοποίηση κανόνων άπό τήν σύνοδο τής Καρθαγένης (419), τό σύνολο τών όποίων πολύ ένωρίς μεταφράστηκε στήν έλληνι κή: JOANNOU, Fonti, I, σσ. 190194.
44. FIRMICUS MATERNUS (350)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Julius Firmicus Maternus (Junior), πού ήκμασε μεταξύ 330 καί 350 περίπου, γεννήθηκε στήν Σικελία κι έζησε στις Συρακούσες. Έ κεΐ, μέ τήν βοήθεια τώνεύγενών ρωμαίων γονέων του, σπούδασε ρητορική καί φιλοσοφία, ελληνική καί λατινική. "Εγινε ρήτορας, άπέκτησε ρωμαϊκά άξιώματα, έπιδόθηκε στήν σπουδή τής άστρο λογίας, γιά τήν όποια έγραψε μεταξύ 334 καί 337 έγχειρίδιο ή σύστημα (Matheseos libri VIII). Τό έργο έχει εξαιρετική σημασία, διότι πληροφορεί τήν πράξη καί τήν θεωρία τής αστρολογίας στόν αρχαίο ελληνορωμαϊκό καί αίγυπτοελληνιστικό κόσμο, εκφράζει είδος μονοθεϊσμού μέ τήν επίδραση καί χριστιανικών αντιλήψεων, θεωρεί τόν άστρολόγο ανιδιοτελή καί ηθικό ιερέα των θεώνάστέρων καί διασώζει παρά τά λάθη του σχετικά στοιχεία πού μας είναι άγνωστα από άλλες πηγές.
Περί τό 337 μάλλον, ό Fir. μεταστράφηκε στόν χριστιανισμό, χά ριν τού όποιου έγραψε μεταξύ 343 καί 347 τό De errore profanarum religionum, στό όποιο δέν άπολογεΐται, αλλά μέ υπέρμετρο ζήλο νεοφώτιστου καταπολεμεί τίς εθνικές θρησκείες μέ πολύ πάθος, χωρίς βάθος καί μέ ρηχή γνώση τού χριστιανισμού. ΓΗ τακτική του υπενθυμίζει τό έργο τού Τατιανοΰ καί συνεχίζει, των άναλογιών τη ρουμένων, τό παράδειγμα των λατίνων Άρνοβίου de Sicca καί Λακταντίου, πού έγραψαν στίς αρχές τού Δ' αί. Στό έργο καταπολεμείται ή θεοποίηση των στοιχείων, από τά όποια προήλθε ό κόσμος (15), περιγράφονται καί λοιδοροΰνται έθνικοί ύμνοι καί άνθρω πομορφισμοί (617), καί, στό κύριο μέρος, παρουσιάζονται λόγοι καί σύμβολα (τό τυπικό) μυστηριακών θρησκειών (1827). "Ολα μέ τόν άπώτερο σκοπό νά προσελκύσει τούς εθνικούς στόν χριστιανισμό, τόν όποιο βέβαια δέν μπορεί νά παρουσιάσει πειστικά. Τέλος (2829), απευθύνει δραματική έκκληση ατούς αύτοκράτορες Κωνστάντιο καί Κώνστα, στούς όποιους καί άφιερώνει τό έργο του, νά διαλύσουν βίαια μέ διατάγματα καί διωγμούς τις εθνικές θρησκείες, κάτι πού γιά πρώτη φορά προτείνεται από εκκλησιαστικό συγγραφέα καί πού θά πραγματοποιήσεων μέρει άργότερα ό Μέγας Θεοδόσιος (379395). Στά τελευταία κεφάλαια τού έργου, όπου έχουμε καί είδος χριστολογίας, έπισημαίνεται (J.M. Fermander) καλυμμένος αρειανισμός.
Ό Fir. δείχνει έπιπόλαιη γνώση τής Γραφής (παίρνει τά χωρία κυρίως άπό τά Testimonia τού Κυπριανού) καί τής θεολογικής παρα δόσεως τής Εκκλησίας. Ό ρητορικός τόνος, τό έξημμένο ύφος, οί πλατειασμοί καί πλεονασμοί, οί έκ λατίνια μ ένες μετακλασικές ελληνικές λέξεις, χαρακτηρίζουν τό γράψιμό του, πού είναι έντυπω σιακά τό ίδιο καί στά δύο του έργα, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.
ΕΡΓΑ
"Ο,τι γνωρίζουμε γιά τόν Firmicus όφείλεται αποκλειστικά στά δύο έργα, πού τοϋ προσγράφει ή χειρόγραφη παράδοση καί πού παρά τήν τεράστια διαφορά τους ανήκουν στον ίδιο συγγραφέα, δπως Απέδειξε αυστηρή φιλολογική έρευνα.
Matheseos libri VIII (Μάθησις). 'Ως ερευνητής καί θερμός κήρυκας τής αστρολογίας έγραψε τό 334/7 γι’ αυτήν εγχειρίδιο, πού είναι άπό τά σπουδαιότερα στήν λατινική γλώσσα.
De errore profanarum religionum (Περί τής πλάνης των έθνικών θρησκειών). Γράφηκε τό 343/7 κι έχει 29 κεφάλαια. Είναι έργο τής χριστιανικής εποχής του, πολύ χρήσιμο γιά δσα διασώζει περί των μυστηριακών θρησκειών.
Ή προσπάθεια τοϋ G. Morin νά αποδώσει στόν Firmicus τό ανώνυμο έργο Consultationes Zacchei et Apollonii (PL 20, 1071Π66) άπέτυχε, διότι τό έργο τοϋτο έξαρτάται άπό τίς έπιστολές 132 καί 137 τοϋ Αυγουστίνου καί ανήκει στόν Ε' αι. ’Αντίθετα ό G. Colombas (Stud Mon 14 [1972] 715) φρονεί ότι τό έργο μπορεί νά τοποθετηθεί σέ ρωμαϊκό χώρο λίγο πριν ή λίγο μετά τό 380.
45. ΥΜΝΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ
κατά στίχον καί πρόδρομοι κοντακίου
Ό τόσο δημιουργικός Δ' αιώνας εμφανίζεται πολύ πτωχός σέ ύ μνογραφία. Καί αυτό διότι οί ύμνοι τής έποχής, πού ασφαλώς υπήρχαν, κατά τό ένα μέρος άφομοιώθηκαν από τούς μεταγενέστερους ύμνους τής ακμής (κοντάκια, κανόνες) καί κατά τό άλλο τό μεγαλύτερο άφέθηκαν έξω από τά λειτουργικά κείμενα, δεν άντι γράφονταν πλέον* έτσι λησμονήθηκαν καί μετά χάθηκαν.
'Υπογραμμίζονται συνήθως δύο μαρτυρίες τού Δ' αΐ. γιά τήν ύπαρξη ύμνων καί τήν εύρεΐα ψαλώδησή τους στούς ναούς. Ή μία προέρχεται από άπόφθεγμα τού άββά Παμβώ (Εύεργετηνός Β' 11) καί ή άλλη από τόν Μέγα Βασίλειο (Επιστολή 207, 3). Τό άπόφθεγμα, πού περιέχει τούς σπουδαίους όρους «κανόνας καί τροπάρια», είναι πιθανότατα άποτέλεσμα έπεξεργασίας τού Ε' αΐ., όπως καί ή πλειοψηφία των αποφθεγμάτων, μάλιστα των έκτενών. ’Αλλά καί άν άκόμα ό όρος «κανών» προφέρθηκε άπό τόν Παμβώ, είναι γνωστό ότι «κανών» σημαίνει τήν όμάδα Ψαλμών, πού άναγινώσκον ταν στόν "Ορθρο άρχικά, καί όχι όργανωμένο ύμνο. "Ετσι έχουμε τίς έκφράσεις: «κανόνες ήμερινοί» καί «κανόνες νυκτερινοί» (ΕΕΒΣ 32, 1963, σ. 72). Ή μαρτυρία τοϋ Βασιλείου, του έτους 375, περιέχει δύο εΐδη ψαλμωδίας, την άντιφωνική, δπου τό έκκλησίασμα διηρη μένο σέ δύο ψάλλει Ψαλμούς («διχή διανεμηθέντες άντιψάλλουσιν άλλήλους»), καί την ψαλμωδία των τροπαρίων. Την πρώτη κατανοούμε ώς εμμελή ανάγνωση Ψαλμών, διότι, έξηγεΐ δ Βασίλειος, στήν διάρκειά της έπιτυγχάνεται «μελέτη των λογίων», έκφραση πού προϋποθέτει βιβλικά κείμενα. Την τελευταία, πού μάς ένδιαφέρει κυρίως, άρχΐζει κι έκτελεΐ ένας (ό ψάλτης), ενώ οί πολλοί «ύπηχούσι», δηλαδή ψάλλουν μόνο τό έφύμνιο, τήν έπωδή: «έπειτα πάλιν έπιτρέ ψαντες ένί κατάρχειν τού μέλους, οί λοιποί ύπηχούσιν». Επομένως ή ψαλτική πράξη, τήν όποια ό Βασίλειος προϋποθέτει καί τήν όποια θεωρεί κρατούσα σέ όλη σχεδόν τήν ’Ανατολή, περιλαμβάνει, εκτός άπό τήν έμμελή ανάγνωση των Ψαλμών, ύμνους τροπάρια μέ διακεκριμένο έφύμνιο, τό όποιο φυσικά ήταν συντομότερο τοϋ κυρίως ύμνου.
Γενικά υποστηρίζεται ότι ό ύμνοςτροπάριο προήλθε άπό σύντομη έπωδήέφύμνιο, πού οί πολλοί επαναλάμβαναν μετά τούς ψαλμικούς στίχους. Δυστυχώς όμως οί πηγές δέν παρουσιάζονται σαφείς καί είναι μάλλον συνετότερο νά δεχτούμε ότι ό ύμνοςτροπάριο δη μιουργήθηκε παράλληλα πρός τήν ψαλμική έπωδή. Δείγμα έξαίρε το ψαλμικής έπωδής άποτελεΐ ή στιχολογΐα τοϋ τροπαρίου «Χριστός άνέστη έκ νεκρών θανάτφ θάνατον πατήσας καί τοΐς έν τοΐς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Τό σύντομο δηλαδή τροπάριο ψαλλόταν μετά άπό τούς στίχους τού Ψαλμοϋ 67, όπως καί σήμερα. Ή στιχολογΐα όμως αυτή πολύ δύσκολα τοποθετείται στόν Δ' αί., έστω καί άν τό τροπάριο «Χριστός άνέστη...» άνήκει στόν αιώνα τούτον. Τά σωζόμενα άρχαΐα δείγματα στιχολογΐας άνήκουν μάλλον στόν Ε' αί., όπότε έχουμε καί τούς πρώτους έπώνυμους ύμνους.
Τούς ύμνουςτροπάρια μέ τό έφύμνιο τους, πού προϋποθέτει ό Βασίλειος, έλάχιστα γνωρίζουμε. Είναι όμως βέβαιο ότι αύτοΐ ήταν πολλοί καί άναπτυγμένοΓ καί μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό σταθεροποιημένοι, τουλάχιστον γιά τίς κατά περιοχές Εκκλησίες. Αύτό συνάγεται άπό τόν κανόνα 15 τής συνόδου τής Λαοδίκειας, στόν όποιο έπιτάσσεται ότι στόν «άμβωνα» πρέπει ν’ άνεβαίνουν μόνο οί «κανονικοί ψάλται» καί μάλιστα νά ψάλλουν «άπό διφθέρας», άπό τό όρισμένο κείμενο καί άρα μόνο ό,τι αύτό περιέχει* όχι έπομένως τροπάρια ιδίας έμπνεύσεως, κάτι πού θά συνέβαινε άλλά πού ή σύνοδος τό καταδίκασε. "Οτι ή έπιταγή νά ψάλλουν «άπό διφθέρας» άφορά στά τροπάρια καί όχι ατούς Ψαλμούς δέν στασιάζεται, διότι στούς Ψαλμούς δέν χωρούσαν αύτοσχεδιασμοί, τούς όποίους ήθελε ν’ άποφύγει ή σύνοδος.
Μολονότι λοιπόν στόν Δ' αί. οί ΰμνοιτροπάρια είναι πολλοί καί δή σταθεροποιημένοι, μολονότι ό ρυθμικός πεζός λόγος είναι κυριολεκτικά πληθωρικός σέ διάφορα κείμενα των Πατέρων καί μολονότι έχουμε έκτενεΐς καί συχνά σπουδαίες ποιητικές δημιουργίες σέ προσωδιακά μέτρα (Μεθόδιος Όλυμπου, Γρηγόριος Θεολόγος), οί καθαυτό ΰμνοι πού σώθηκαν είναι ελάχιστοι. Πρόκειται γιά τέσσερις ύμνους, πού μπορούμε νά τούς τοποθετήσουμε στόν Δ' αί. Οί δύο πρώτοι άπό αυτούς είναι προσωδιακοί.
"Ο,τι γενικά πρέπει νά παρατηρήσουμε γιά τήν έποχή αύτή, είναι ή εμφάνιση τής κατά στίχον ποιητικής μέ τρόπο συστηματικό καί ή σαφής πλήν ατελής άκόμη εμφάνιση ατροφικής ποιήσεως.
'Η κατά στίχον ποίηση δίνει σειρά όμοσύλλαβωνόμοδύ ναμων δίστιχων. Ό δεύτερος στίχος είναι πιστός στόν πρώτο. Τό φαινόμενο άπαντά συχνά, μά όχι συστηματικά, στό πλαίσιο τού ρυθμικού λόγου των πατερικών κειμένων καί αποτελεί τήν στιχουργι κή τέχνη τού Έφραίμ τού Σύρου (μέ περισσότερους άπό δύο στίχους). "Ενεκα τούτου υποστηρίχτηκε ότι ό Έφραίμ ένέπνευσε τήν στιχουρ γική του ατούς έλληνες χριστιανούς. Κι ένώ δέν πρέπει ν5 άποκλεί σουμε κάποια επήρεια τού Έφραίμ, είναι φανερό ότι ή κατά στίχον ποίηση άνέκυψε φυσιολογικά άπό τόν έρρυθμο ελληνικό πατερικό λόγο πού ήταν βέβαια προεφραιμικός. Ή κατά στίχον αύτή ποίηση έγκαταλείφτηκε γρήγορα καί δέν έπέζησε στήν λειτουργική ποίηση, μολονότι δείγματά της έχουμε στόν Ε' καί ΣΤ' αί. Τό έπόμενο βήμα πρός τό άπαρτισμένο ατροφικά καί μετρικά κοντάκιο άποτελεΐ ή τάση γιά ατροφική ποίηση, τής όποιας έχουμε μόνο δείγματα.
Σ τ ρ ο φ ι κ ή ποίηση σημαίνει όργάνωση περισσότερων στίχων τού ίδιου μέτρου καί άριθμού σέ στροφή (όμάδα στίχων). Ή ταυτότητα όμως μέτρου, δηλ. όμοσυλλαβία, όμοτονία κ.λπ., αφορά τούς στίχους τών διάφορων στροφών καί όχι τούς στίχους τής ίδιας στροφής. Ό στίχος 1 ή 2 τής δεύτερης, τρίτης κ.λπ. στροφής άκολουθεΐ τόν στίχο 1 ή 2 τής πρώτης στροφής. Ποτέ (ή μόνο τυχαία καί σπάνια) οί στίχοι μιάς στροφής είναι τού αύτού μέτρου. Αύτό άποτελεΐ θεμελιώδη διαφορά πρός τήν κατά στίχον ποίηση καί πρός τά ποιήματα τού Έφραίμ, όπου οί στίχοι κάθε στροφής είναι όμοδύναμοι ίσοσύλλαβοι.
α. "Υμνος κατά στίχον σέ προσωδιακό μέτρο έπισημάνθηκε στόν πάπυρο Amherst (12), πού τοποθετείται γενικά στόν Δ' αί., χωρίς ν1 Αποκλείεται καί ή χρονολόγησή του στόν Γ' αί. Τό μέτρο του είναι άναπαιστικό μέ παρεκκλίσεις χάριν τού δυναμικού τονισμού. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι πλήν έξαιρέσεων έχουμε παροξυτονισμό, τόνο δηλ. στήν παραλήγουσα. Ό ποιητής κυμαίνεται μεταξύ τής αρχής πού έθεσε, τό νά γράψει δηλ. σέ προσωδιακό μέτρο, καί τού κοινού γλωσσικού αισθητηρίου του, πού ήταν ό δυναμικός τονισμός. Ενίοτε δηλαδή ύπολογίζει βραχείες συλλαβές ώς μακρές, έπειδή τονίζονται, καί μακρές συλλαβές ώς βραχείες, επειδή δέν τονίζονται. Τό κείμενό μας, πού ό Wolbergs χαρακτηρίζει παραινετικό καί δχι ϋμνο, έχει τριπλή ακροστιχίδα (τά 24 γράμματα τής αλφαβήτου), κάτι πού άπαντά γιά πρώτη φορά στήν έλληνική ποίηση: Οί τρεις στίχοι άρχίζουν μέ τό ίδιο γράμμα ώς ιδιαίτερη ένότητα:
[Α...]α.υν Θ(εό)ν ανειποσ
άθάνατ[υυυ~
άθά]νατον ζωήν ΐνα λάβης
Λουσάμενος έν ’Ιορδάνη, λουσάμενος ένί τύποις, λουτρόν [τ]ό καθάρσιον έχει
Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινή ύμνογραφία, Θεσσαλ. 1971, σσ. 112123. Β. Ρ, GRENFELL Α. S. HUNT, The Amherst Papyri, I, London 1900. DEL. GRANAE, Liturgiae, preces, hymni christianorum e papyris collecti, Νεάπολη 1934, σσ. 27 έξ. ΤΗ. WOLBERGS, Griechische religiose Gedichte der ersten nachchristlichen Jahrhunderte, I, Meisenheim am Gian 1971, σσ. 1620, 121135.
β. "Υμνο κατά στίχον έχουμε καί στον πάπυρο Berolin. 8299, επίσης τού Δ' αΐ. Γράφηκε σέ προσωδιακό μέτρο μέ πολλά τονικά στοιχεία κι έχει Αλφαβητική Ακροστιχίδα. Σώζονται όμως μόνο οί στίχοι των έξ τελευταίων γραμμάτων (ΤΩ) από τό όλο ποίημα. Ή στιχουργική του έχει καί τήν μορφή δίστιχου:
[Τηρείς σύ τόν] Αρνα έπ’ ώμου λαβών τή ( = σή) ποίμνη ήνωσας (ή ένώσας).
Υιόν νομέα νυν έπέγνων, νΰν έσχον νομήν πατρωαν.
Φοβερός δυνάμεις διοδεύσω, μηδέν τι παθών Από τούτων.
Χάρις τε σοι (;), μάκαρ, άποβλέψας άποφεύξομαι των επίβουλων.
Ψαλτήριό σοι ανεγείρω,
Αγίους δέ χορούς χορεύσω.
ΤΩ Λόγε Πατρός απορρήτου (ή άπεράντου), σοί δόξα, κράτος εις αιώνας.
γ. Ό Pitra δημοσίευσε ποίημα γιά τήν Κυριακή των Βαΐων άπό έξ στροφές, σέ τονικό μέτρο καί μέ Αλφαβητική Ακροστιχίδα, πού ορθά θεωρήθηκε πρόδρομοςπροάγγελος του απαρτισμένου Κοντακίου. 'Η τεχνική του βασίζεται στην διάκριση στροφών, στην άναλογία μεταξύ των στροφών, στό έφύμνιο, πού ύπάρχει σε κάθε στροφή, στήν άκροστιχίδα καί στις παύσεις, στοιχεία δηλαδή πού ύπάρχουν στούς οίκους (στροφές) τών Κοντακίων, τών όποιων όμως οί στροφές είναι περισσότερες καί συχνά 24. 'Η χρονολόγηση του ύμνου έχει πολύ προβληματίσει, άλλά νομίζουμε ότι δέν είναι λάθος έάν τοποθετήσουμε αυτόν στόν Δ' αΐ., όπότε ό Μ. Βασίλειος άναφέρει ότι στόν "Ομβρο ένας ψέλνει («κατάρχειν του μέλους») καί οί «λοιποί» πιστοί «ύπηχούσιν», ψέλνουν τό έφύμνιο: (Επιστολή 207, 3: ΒΕΠ 55, 242).
Παραθέτουμε τήν πρώτη καί δεύτερη στροφή τού ύμνου έτσι, ώστε νά διαπιστώνεται ή άντιστοιχία τών στίχων τής δεύτερης στροφής στούς άνά λογους στίχους τής πρώτης, κάτι πού αποτελεί θεμελιώδη στιχουργική τού Κοντακίου, τό όποιο όμως έχει καί προοίμιον, πού έδώ λείπει:
ΤΑσμα καινόν, άσωμεν, λαοί, / τφ έπί πώλου καθεζομένω χερουβίμ·
Βαΐα μετά τών παίδων / βαστάζοντες εΐπωμεν*
Γενοϋ ήμΐν, δέσποτα, / όδηγός πρός τήν ζωήν,
Διά ή μάς γάρ παρεγένου
(έφύμνιο) ό έν τοΐς ύψίστοις / οίκων εις τούς αιώνας.
Έχαιρεν ή κτίσις έπί σοι, / Θεόν όρώσα έπί πώλου καθήμενον Ζώντα γάρ έν εύσεβεία, / τά βρέφη ύμνούσι σε,
'Ημείς δέ βοώμεν σοι, / ώσαννά, υίέ Δαβίδ,
Θεός ώφθης έν άνθρώποις
(έφύμνιο) πάντων βασιλεύων / καί ζών είς τούς αιώνας.
δ. Στόν Δ' αί. έπίσης ανήκει καί ό μέχρι σήμερα ψαλλόμενος μέ μικρή παραλλαγή (στήν ακολουθία τού Εσπερινού) ύμνος,
'Υπό τήν σήν εύσπλαγχνίαν καταφεύγομεν, Θεοτόκε,
τάς ήμών Ικεσίας μή παρίδης έν περιστάσει,
άλλ’ έκ κινδύνου ρΰσαι ημάς, μόνη αγνή, μόνη ευλογημένη
πού περιέχεται στόν πάπυρο Rylands 470 τού Δ' αΐ. ’Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στόν ύμνο γίνεται χρήση τού δρου Θεοτόκος, ή άρχαιότερη χρήση του στήν ύμνογραφία.
Ο. STEGMtJLLER, "Sub tuum praesidium": ZKTh 74 (1952) 7682 (όπου καί ή χρονολόγηση τοϋ παπύρου Rylands 470 στόν Δ' αί.). Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, μν. έργ., σσ. 6364. Ώ ρολόγιον τό Μέγα (£κδ. Άποστ. Διακονίας), ’Αθήνα 1972, σ. 155.
Στήν δυτική Εκκλησία ή σύνθεση λειτουργικών ύμνων καθυστέρησε πολύ. Στά έτη 385386 τοποθετούνται οί πρώτοι ψαλλόμενοι ύμνοι τοϋ ’Αμβροσίου Μιλάνου ( + 397), τόν όποιο θά μιμηθοϋν άλλοι λατίνοι χριστιανοί στόν Ε' αί. (βλ. κεφάλ. Αμβρόσιος).
46. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΑΡΚΟΥ»
Τό όστρακο TaitPetri 415 (μάλλον τοϋ τέλους τοϋ Δ' αί.), ό πάπυρος Gr. 254 τοϋ Στρασβούργου (τοϋ Δ' ή Ε' αί.), όπως καί οί πάπυροι 2037 E.F. τοϋ βρετανικού Μουσείου (ΣΤ' ή Ζ' αί.) καί 456 τοϋ Μάντσεστερ (ΣΤ' αί.), περιέχουν έκτενή μέρη τής ’Αναφοράς τής Λειτουργίας τοϋ άποστόλου Μάρκου. Γιά την άναφορά αύτή έχουμε μαρτυρίες σέ συγγράφεις τοϋ Δ' αί., σώζεται δέ όλόκληρη σέ χειρόγραφα των ΙΑ'ΙΒ' αί. Πρόκειται γιά την Αρχαιότερη Λειτουργία άλεξανδρινοΰ τύπον, ή όποια ήταν πλήρως διαμορφωμένη τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοϋ Δ' αί. Οί άρχές της είναι φυσικά πολύ παλαιότερες, άλλά δέν έχει σχέση μέ τόν Απόστολο Μάρκο, ιδρυτή τής Εκκλησίας Άλεξανδρείας. ’Ενωρίς διαδόθηκε στό Σινά, στην Αιθιοπία καί μέ τούς Σταυροφόρους σέ κοινότητες τής Νότιας ’Ιταλίας. ’Από τό τέλος τοϋ ΙΒ' καί τις άρχές τοϋ ΙΓ' αί. ή Λειτουργία τοϋ Μάρκου έκτο πίστηκε άπό τίς βυζαντινές Λειτουργίες των Ί. Χρυσοστόμου καί Μ. Βασιλείου, ένώ ήδη παλαιότερα ή Εκκλησία τής Αίγύπτου χρησιμοποιούσε καί τίς Αλεξανδρινές Λειτουργίες τοϋ Μ. Βασιλείου καί τοϋ Γρηγορίου Θεολόγου.
'Η σημερινή μορφή τής Λειτουργίας τοϋ άπ. Μάρκου είναι διεύρυνση τής Αρχικής της μορφής κυρίως μέ στοιχεία τοϋ βυζαντινού λειτουργικού τύπου. Ή φιλολογική καί συγκριτική έρευνα έπισημαίνει πολλά Αρχικά της στοιχεία, πού δείχνουν τήν διαφορά της πρός την «’Αναφορά» τοϋ Σερα πίωνα Θμούεως (+ λίγο μετά τό 362). "Ετσι έδώ ό «Αγιασμός» των τιμίων δώρων γίνεται άπό τό άγ. Πνεύμα (μολονότι ή έκτενής έπίκληση γιά τό άγ. Πνεύμα είναι προσθήκη τουλάχιστον μετά τό τέλος τοϋ Δ' αί.), ένώ στόν Σεραπίωνα άπό τόν θείο Λόγο.
Τήν Αρχαία μορφή τής Λειτουργίας τοϋ Μάρκου Αναζητούμε καί σέ δύο Αρχαιότατες μεταφράσεις της, μία βοχαϊρική (κοπτική) καί μία αίθιοπική, πού μάλλον έγιναν πρίν άπό τά μέσα τοϋ Ε' αί.
Οί πάπυροι 13918 τοϋ Βερολίνου καί Gr. 2 τής Heidelberg διασώζουν τμήματα αιγυπτιακής άναφοράς, τοϋ Δ' ίσως αί., πού όμως είναι διαφορετική άπό τίς γνωστές άναφορές: OstkSt 34 (1985) 178182.
Α. Δύο άραανικαί όμιλίαι ζις τήν Δευτέραν τον Πάσχα
'Ο J. Liebaert δημοσίευσε κριτικά δύο ανέκδοτες ομιλίες, οί όποιες χαρακτηρίζονταν ψευδοχρυσοστόμειες καί στίς όποιες ό Μ. Richard είχε διαπιστώσει άρειανικά στοιχεία, συγγένεια μεταξύ τους καί συγγένεια πρός τίς ΓΟμιλίες τού Αστεριού Σοφιστή (+ 341/3). Οί δύο όμιλίες άναφέρονται στην Δευτέρα τού Πάσχα, συνιστοϋν σπάνια δείγματα κηρύγματος κατά τήν εβδομάδα τού Πάσχα καί στά χειρόγραφα έχουν τούς τίτλους:
Τον εν άγίοις... Ίωάννον τοϋ Χρυσοστόμου εις τήν δευτέραν τής λαμπρός έβδομάδος καί εις τόνε' Ψαλμόν καί εις τάς Πράξεις «“Ανδρες ΐσ ραηλΐται» καί εις τό Εύαγγέλιον «ϊδε ό αμνός τοϋ Θεοΰ» καί
Τοϋ ...Χρυσοστόμου εις τόν ια' Ψαλμόν καί εις τάς Πράξεις «Έγένετο δέ έπί τήν αυριον συναχθήναι αύτών τούς άρχοντας» καί εις τόν έν τή ώ ραίςί πύλχι χωλόν.
Ό συντάκτης παραμένει άγνωστος, άλλά οί άνωτέρω ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται γιά κάποιον άνόμοιο (άκρο άρειανό) των μέσων ή τοϋ β' ήμΐσεος τοϋ Δ' αί. Πράγματι ομοιότητες μεταξύ τών δύο όμιλιών ύπάρ χουν, άλλά δέν είναι αποφασιστικές· άπόλυτα βέβαιη μόνο είναι ή συχνή καί στίς δύο ρυθμικότητα τοϋ λόγου μέ τήν βοήθεια τοϋ όμοιοτέλευτου, τοϋ παροξυτονισμοϋ καί τής ένάρξεως μέ τήν ίδια λέξη. Οί έπισημανθεΐσες πάλι φιλολογικές όμοιότητες πρός τίς ΓΟμιλίες τοϋ ’Αστεριού είναι καί αύτές πολύ σχετικές καί πρόκειται μάλλον γιά κοινούς τόπους.
Καί ή ένταξη τών Όμιλιών σέ μία παράταξη άρειανική τής έποχής είναι δύσκολη. Ό συντάκτης, άν είναι ένας, στόχο θεολογικό έχει τήν καταπολέμηση τών σαβελλιανών καί γι’ αύτό έπιμένει στήν ιδιαιτερότητα τοϋ Πα
τέρα καί τοΰ Υιού, των όποιων καυχαται ότι δέν συγχέει τίς ύποστάσεις (I 12), αλλά τίς ταυτίζει, όπως φαίνεται, μέ τήν ούσία τους. Θεωρεί αιρετικούς όσους φαντάζονται τήν Τριάδα «όμοούσιον» (II 11) καί τονίζει τήν «αύθεντία» τοΰ «άγεννήτου» Πατέρα (I 11). Παράλληλα, ό Υιός δέν είναι «ψιλός» άνθρωπος, άλλά «Θεός» πού έκουσίως σταυρώθηκε (I 24) κι έκου σίως άφησε τήν ουράνια «καθέδρα» γιά νά έλθει στήν γη (I 1). "Ενα χωρίο (I 2), του όποιου οί χριστολογικές διατυπώσεις τονίζουν ότι ό Υιός μέ τήν ενανθρώπησή του δέν μειώθηκε, δέν μετέβαλε τήν θεϊκή του φύση κ.ά., θεωρήθηκε παρέμβλητο, επειδή εκεί προϋποτίθεται ό Υιός ώς αληθινός Θεός, κάτι πού άπέρριπταν οί άρειανοί καί μάλιστα οί άνόμοιοι. Γλωσσικά όμως ή παράγραφος αυτή έναρμονίζεται απόλυτα μέ τό λοιπό κείμενο καί θεολογικά συμφωνεί μέ άλλες χριστολογικές διατυπώσεις. Παρέμβλητος άναχρονισμός πρέπει νά θεωρηθεί μόνο ή φράση «καί ό Νεστόριος άνθρω ποτόκον τήν παρθένον φημίζει» (II 11).
Επομένως ό ίεροκήρυκάς μας ήταν άντισαβελλιανός, δέν ανήκε στούς όμοουσιανούς, θεωρούσε τόν Υίό κατώτερο τού Πατέρα, συγγένευε μέ τούς άνομοίους καί στό κήρυγμά του χρησιμοποιούσε γιά τόν Χριστό παραδοσιακή φρασεολογία ή γιά νά κρύπτει τά φρονήματά του ή από άγνοια τής σημασίας της.
Β. Βίος "Αβερκίου Ίεραπόλεως
Ό Βίος περιγράφει μυθοπλαστικά τήν δράση καί τίς θαυματουργίες τού Άβερκίου, επισκόπου 'Ιεραπόλεως τής Φρυγίας, πού έζησε τόν Β' αΐ., επί Μάρκου Αύρηλίου καί οπωσδήποτε πρίν τό 216. Κατά τρόπο περίεργο καί μοναδικό ό Βίος στηρίζεται στά λίγα δεδομένα γιά τήν ζωή τού Άβερκίου, πού περιέχονται στήν πρώτη χρονολογημένη χριστιανική —καί σημαντικότατη γΓ αυτό Επιγραφή, τήν όποια ανακάλυψε ό W. Ramsay τό 1883 (βλ. Πατρολογία, Α', σσ. 314 315). Ό Βίος γράφηκε τόν Δ' αι. από άγνωστο, άλλ’ έξαιρετικά εύφάνταστο συγγραφέα, πού εΐχε κλίση στήν ά νάγνωση απόκρυφων χριστιανικών κειμένων.
Τό κείμενο του Βίου παραδόθηκε σέ δύο μορφές (καί σέ επεξεργασία τού Συμεών Μεταφραστή). Ανώνυμος συνέταξε Επιτομή τού Βίου.
Γ. Psalmus responsorius
Τό 1965 δημοσιεύτηκε σύντομο ατροφικό ποίημα στήν λατινική από πάπυρο (Barcin. 149 153), πού φυλάσσεται στήν Βαρκελώνη καί πού χρο νολογεΐται στό α' ήμισυ τοΟ Δ' αί. (ό Naldini περί τό 340 350). Τό ποίημα είναι Ανώνυμο, έχει τόν τίτλο Psalmus responsorius (Ψαλμός Αντκρωνικός), γράφηκε πιθανώς στην Αίγυπτο ή την Β. ’Αφρική γιά λατινόφωνους χριστιανούς, διηγείται τά γεγονότα τής ζωής του Κυρίου μέχρι τό θαύμα τής Κανά καί στηρίζεται στά κανονικά Εύαγγέλια τού Ματθαίου καί τού ’Ιωάννη καί στό Πρωτευαγγέλιο τού ’Ιακώβου. ’Από τό ποίημα πληροφορούμαστε γιά τις Αντιλήψεις περί τού Χριστού καί τής Παρθένου Μαρίας. Τό ποίημα έχει σήμερα τέσσερις στροφές καί άλλες δώδεκα πού Αρχίζουν μέ τά γράμματα τής Αλφαβήτου μέχρι τό m. Φαίνεται όμως ότι οι στροφές Αρχικά ήταν 23 καί ίσως προοριζόταν γιά λειτουργική χρήση.
Α. Περί τον Διαβόλου
Ώς έργο τού Αθανασίου ’Αλεξάνδρειάς παραδίδεται στά χειρόγραφα ό μιλία μέ τόν τίτλο: «Έξήγησις περί τής άπάτης τον Διαβόλου καί τής πλάνης των ειδώλων». Πρόκειται γιά όμιλία γραμμένη στήν δεκαετία τού 350 Από κάποιον άγνωστο μή Ακραίο Αρειανόφρονα.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄ ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου