ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (233-301)
Νεοπλατωνικός φιλόσοφος
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Πορφύριος υπήρξε σπουδαίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος καί διακρίθηκε γιά τό κριτικό του πνεύμα καί τήν εύρυμάθειά του. Διαδραμάτισε άποφασιστικό ρόλο στήν έκδοση, τήν διάδοση καί τήν έρμηνεία των έργων του Πλωτΐνου (+ 270), του όποιου έγινε μαθητής καί συνεργάτης στήν Ρώμη, άνήγαγε τήν κάθαρση καί τήν σωτηρία τής ψυχής σέ κεντρικό θέμα τής φιλοσοφίας καί αναθεώρησε μερικώς τό τριαδικό σύστημα (των ύποστάσεων) του δασκάλου του. Εκδήλωσε κριτική διάθεση έναντι των λαϊκοθρησκευτικών άντιλή ψεων τής έποχής του, των μυστηριακών «θεουργιών» καί των δεισιδαιμονιών, άλλά καί δέν τίς άπέρριψε τελείως. Νόμισε ότι αύτές χρησιμεύουν ως ένδιάμεσα στάδια πρός άνοδο τής ψυχής καί προπαντός πίστευε ότι μπορεί νά τις άποκαθάρει μέ άλληγορική έρμη νεΐα. Τά θρησκευτικοθεολογικά του ενδιαφέροντα είναι εμφανή, κατανοοϋνται άριστα στό γενικό θρησκευτικό φιλοσοφικό κλίμα τής έποχής καί συγγενεύουν μέ άντιλήψεις τοΰ χριστιανισμού, τόν όποιο γνώρισε στό πρόσωπο καί μάλιστα στό έργο τού Ωριγένη (+ 253/4). "Αγνωστο πότε άκριβώς πολέμησε τήν Εκκλησία μέ 15 «λόγους» «Κατά χριστιανών», οι όποιοι, έκτός άσήμαντων άποσπασμάτων, χάθηκαν. Φαίνεται όμως ότι άσκησε ρηχή κριτική καί άντίπαρέτα ξε τά λαϊκά άντιχριστιανικά έπιχειρήματα, πού τότε, άλλά καί πα λαιότερα, κυκλοφορούσαν. Τήν κριτική του έπικεντρώνει στήν έκ τού μηδενός δημιουργία τοΰ κόσμου καί τήν συντέλεια, στό μυστήριο τής ένανθρωπήσεως τού Υιού τού Θεού καί στήν άνάσταση τών νεκρών. Παρά ταΰτα ό κόσμος γιά τόν Πορφύριο έχει κάποια άρχή, πού όφείλεται στήν μορφή, τήν όποια λαμβάνει ή αιώνια προϋπάρ χουσα ύλη. Ή μορφοποίηση άποτελεΐ σημείο χρονικής ένάρξεως.
Χαρακτηριστικό τής άντιδράσεως, τήν όποια προκάλεσε ό Πορφύριος μέ τήν έναντίον τών χριστιανών πολεμική του, είναι ότι ό σχεδόν σύγχρονός του Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/12;) έγραψε «Κατά Πορφνρίον» έργο, πού δυστυχώς χάθηκε. ’Αλλά καί πολλοί έκκλη σιαστικοί συγγραφείς καί πατέρες, δπως π.χ. ό Εύσέβιος Καισαρείας, ό Γρηγόριος Νύσσης, ό Δίδυμος Τυφλός, ό Ιωάννης Χρυσόστομος καί άλλοι, γνωρίζουν τόν Πορφύριο'καί άναιροΰν άντιλήψεις του. Παράλληλα, έμφανίστηκαν χριστιανοί συγγραφείς, πού δχι μόνο χρησιμοποίησαν μερικώς, δπως ήταν φυσικό, τήν γλώσσαόρολογία των νεοπλατωνικών καί τοϋ Πορφυρίου, άλλα καί έπηρεάστηκαν άμε σότερα από αυτήν. Ό συντάκτης των «’Αρεοπαγιτικών συγγραφών» π.χ. χρησιμοποίησε ακόμα καί τίτλο έργου τοϋ Πορφυρίου, ό όποιος έγραψε «Περί θείων ονομάτων», πού δυστυχώς χάθηκε.
Ό Πορφύριος γενικά στήριξε τήν τριαδική θεώρηση τοϋ δντος, πού είχε συστηματοποιήσει ό Πλωτίνος. Τό δν δηλαδή άποτελεΐ τό έν, πού είναι απόλυτο καί άπαθές, ό νους, πού μέ έκχυση προέρχεται άπό τό έν, καί ή ψυχή, πού μέ τόν ίδιο τρόπο προέρχεται άπό τόν νοΰ. Μέ τήν έπήρεια όμως τής άριστοτελικής λογικής συνέδεε ή ταύτιζε τήν τριάδα τοϋ όντος περισσότερο μέ τόν νοητό κόσμο καί τήν λογική ούσία. Ή ψυχή (τοϋ κόσμου) ακόμη έμπεριέχει «τούς λόγους» τών όντων, δηλαδή τις γενικές μορφές δλων τών γνωστών δντων, καί συνίστά τήν πεμπτουσία τών άτομικών ψυχών (άνθρώπων καί ζώων), πρός τίς όποιες δέν συγχέεται. "Ολα τά όντα μεταξύ τους έχουν ποιοτική διαφορά. Εκείνο πού γεννά είναι άνώτερο άπό τό γεν νώμενο. Σταθερό στοιχείο παραμένει ή άμφΐδρομη κίνηση άπό τό έν πρός τίς έπιμέρους ψυχές, οί όποιες έκφυλιστικά προέρχονται άπό τήν ψυχή, καί άπό τίς έπιμέρους ψυχές πρός τό έν, μέ τό όποιο αύ τές έπιθυμοϋν νά ένωθοϋν. 'Η κίνηση αυτή, πού γίνεται μεταξύ τών δύο άντίθετων άκρων, δηλαδή τοϋ θείου ένός καί τοϋ μηδενός (ύλης), προϋποθέτει έρωτα τοϋ ένός κι επιβάλλει τήν άσκηση, τίς νηστείες, τήν κάθαρση τής ψυχής καί τήν έκσταση. Αύτός πού μέ βούληση έλεύθερη καταπολεμεί τά πάθη του επιτυγχάνει τήν γνώση τοϋ Θε οϋ, τόν όποιο τότε «έχει παρόντα».
ΒΙΟΣ
Ό Πορφύριος γεννήθηκε στήν Τύρο τής Φοινίκης τό 233 καί όνομαζό ταν Μάλχος. Τό όνομά του έξελλήνισε ό δάσκαλός του στήν Αθήνα Κάσ σιος Λογγΐνος. Άπό τό 263 μέχρι τό 268 μαθήτευσε στον Πλωτΐνο, στήν Ρώμη. Μία μελαγχολία τόν έφερε στά πρόθυρα τής αυτοκτονίας, τήν όποια άπέφυγε μέ τήν συμβουλή του Πλωτΐνου νά άποσυρθεΐ στό Λιλύβαιο τής Σικελίας. ’Αρκετά μετά τόν θάνατο τοϋ Πλωτίνου (270), έπανήλθε στήν Ρώμη, συνέχισε ώς διάδοχος τό έργο τοϋ δασκάλου του, τόν όποιο ποικιλο τρόπως ύπεράσπισε, παντρεύτηκε τήν Μαρκέλλα καί συνέταξε πλήθος μελετών. Τήν τελευταία του μελέτη, «Περί Πλωτίνου βίου», έγραψε τό 301. Πέθανε στό διάστημα μέχρι τό 305.
ΕΡΓΑ
Ό Πορφύριος μελέτησε, πλήν τής φιλοσοφίας, καί δλες τίς έπιστήμες τής έποχής του. Γι’ αύτό καί τά έργα του έκτείνονται στόν χώρο όχι μόνο της φιλοσοφίας, άλλά καί τής φιλολογίας, τής ρητορικής, τής ψυχολογίας, τής ήθικής, τής άστρολογίας, των μαθηματικών καί άλλου. Τά σημαντικότερα των διασωθέντων έργων του είναι τά έξης:
Περί του έν Όδυσσεία τών Νυμφών άντρου.
Υπομνήματα εις έργα Πλάτωνος.
Εισαγωγή εις τάς Άριστοτέλους κατηγορίας (ή Περί των πέντε φωνών: γένος, είδος, διαφορά, ίδιον, συμβεβηκός).
Εις τάς Άριστοτέλους κατηγορίας κατά πεϋσιν καί άπόκρισιν.
Υπομνήματα είς άλλα έργα τοϋ Άριστοτέλους.
Περί Πλωτίνου βίου καί της τάξεως των βιβλίων αύτοΰ.
Πυθαγόρου βίος.
Άφορμαί πρός τά νοητά.
Περί των τής ψνχής δυνάμεων
Περί άποχής έμψύχων.
Πρός Μαρκέλλαν.
Περί τής έκ λογίων φιλοσοφίας.
Περί άγαλμά των..
Περί θείων όνομά των.
Των Χαλδαίων τά λόγια.
'Ομηρικά ζητήματα.
Είς τά «Αρμονικά» Πτολεμαίου υπόμνημα.
Τίς έκδόσεις τών έργων τούτων, των αύτοτελών καί τών άποσπασμάτων.
11. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ (+ 312)
Εισηγητής τής άντιοχειανης έρμηνευτικης
ΓΕΝΙΚΑ
Ό πρεσβύτερος Λουκιανός καταγόταν από τά Σαμόσατα (ή την Αντιόχεια), είχε μεγάλη παιδεία, έκκλησιαστική καί θύραθεν, καί ασχολήθηκε στήν Αντιόχεια μέ τήν κριτική τοϋ βιβλικού κειμένου καί μέ τήν έρμηνεία γενικά τής Γραφής. ’Αναθεώρησε έν μέρει τό κείμενο των Ο" καί τής ΚΑ, πού διαδόθηκε στήν ’Αντιόχεια καί τήν Κωνσταντινούπολη, όπου τό έφερε ό Ιερός Χρυσόστομος. βΟ Λ., έρ γάστηκε μέ πολλήν ελευθερία καί συχνά διόρθωνε φιλολογικά τούς Ο' (π.χ. εϊπον αντί είπαν των Ο' ή ό έλεος άντί τό έλεος). Παράλληλα κατά τρόπο γενικό άπέβη ό άρχικός εισηγητής στήν ’Αντιόχεια τής ίστορικογραμματολογικής έρμηνευτικής μεθόδου. Τό πολυσήμαντο αυτό γεγονός υπογραμμίζει τά προσόντα καί τήν εύρεία έπιρ ροή του Λ. γιά τόν όποιο δυστυχώς διασώθηκαν πενιχρές ειδήσεις καί αυτές γριφώδεις καί δυσερμήνευτες. Τοϋτο όφεΐλεται στό ότι χάθηκαν όσα λίγα έγραψε καί στό ότι τόν έπικαλέστηκαν ώς πρόγονο πνευματικό καί αυθεντία ό "Αρειος καί οι όπαδοΐ του. Στίς 7 ’Ιανουάριου τοϋ 312 μαρτύρησε στήν Νικομήδεια, ημέρα πού ή δυτική ’Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του. Ή ανατολική Εκκλησία τόν τιμά στίς 15 ^Οκτωβρίου.
Ή έμμεση πληροφορία τοϋ Άρεΐου ότι ό ίδιος υπήρξε «συλλου κιανιστής», οπαδός ή μαθητής δηλ. τοϋ Λ. (Έπιφανίου, Πανάριον 69,6), ή γνώμη τοϋ ’Αλεξάνδρου ’Αλεξάνδρειάς ότι ό Λ. ήταν διάδοχος (= στόν θρόνο ή στήν κακοδοξία;) τοϋ Παύλου Σάμοσατέα (Θε οδωρήτου, Έκκλησ. ΐστ. Α' 3) καί ή τιμή πού έπιφύλαξε ή Εκκλησία στόν Λ. (βλ. Ευσεβίου, Έκκλησ. ιστορία Θ' 6,3 καί προπαντός τό Εγκώμιο στόν Λ. τοϋ Χρυσοστόμου: PG 50, 519526), δημιούργησαν ατούς έρευνητές δυσεπίλυτο πρόβλημα, πού συχνά λύθηκε μέ τήν ύπόθεση ότι πρόκειται γιά δύο πρόσωπα. Φαίνεται όμως ότι κάτι τέτοιο πρέπει νά άποκλειστεΐ.
Ό Λ. δέν ανέπτυξε σαφή τριαδολογία καί χριστολογία. ’Επηρεάστηκε βέβαια άπό τήν περί Λόγου θεολογία τοϋ ’Ωριγένη καί γενικά ίσως διέκρινε τόν Λόγο τοϋ Πατέρα άπό τόν δημιουργημένο Λόγο τοϋ Υίοϋ, άλλ’ οϋτε οί άντίπαλοί του οΰτε οί μαθητές του μπορούσαν νά τοϋ προσγράψουν συγκεκριμένη διδασκαλία, ή δποία μάλιστα νά συγγενεύει πρός τήν διδασκαλία τοϋ Άρείου ή πολύ περισ σοτερο πρός τήν διδασκαλία του Παύλου Σαμοσατέα.
Φαίνεται ότι ό Λ. γιά διάφορες, μή θεολογικές, αΙτίες δέν διέκοψε τίς σχέσεις του μέ τόν καταδικασμένο (268) Παΰλο Σαμοσατέα καί γι’ αύτό έμεινε σέ άκοινωνησία μέ τούς κανονικούς έπισκόπους Άν τιοχείας (Δόμνο, Τίμαιο, Κύριλλο) μέχρι τό 303. Τότε, στόν διωγμό τού Διοκλητιανοΰ, συνελήφθη, κακοπάθησε καί τό 312 ύπέστη μαρτυρικό θάνατο, γεγονός πού έρριξε στην λήθη άτυχεΐς έκφράσεις του καί τήν άτυχέστατη άκοινωνησία του μέ τούς κανονικούς έπισκόπους ’Αντιόχειας. Τό ίδιο άκριβώς είχε συμβεΐ στόν Γ' αί. μέ τόν Ιππόλυτο. Τό μαρτύριό του άφάνισε τήν πικρία τής Εκκλησίας τής Ρώμης, στην όποία είχε δημιουργήσει είδος κινήματος χωριστικού.
Τό μόνο κριτήριο γιά τίς θεολογικές άπόψεις τού Λουκιανού είναι τό Σύμβολο (Αθανασίου, Περί συνόδων 23), πού παρουσίασαν ώς δικό του έργο οί πρώιμοι όμοιουσιανοί στήν σύνοδο Άντιοχείας τό 341 καί μετά στήν σύνοδο Καρίας τό 367. Τό κείμενο τούτο, έστω σέ μιά προηγούμενη μορφή του, γιά τήν έποχή τού Λ. είναι όρθόδο ξο (= ό Λόγος εϊκόνα άπαράλλακτη τής ούσίας καί τής δυνάμεως τού Πατρός) καί μόνο γιά τήν μετά τό 325 έποχή είναι κακόδοξο ή ύποπτο, έπειδή δέν έχει τόν δρο όμοούσιος. "Αρα, έάν τό Σύμβολο έκφράζει δντως τόν Λ., οί άρειανόφρονες παραβίασαν τό πνεύμα του καί ή άναφορά τους στό πρόσωπό του κατανοεΐται κυρίως άπό τήν άνάγκη νά βρούν έρείσματα σέ αύθεντίες έρμηνευτικές καί σέ πρόσωπα πού ή Εκκλησία τιμούσε. Ιδιαίτερα ό "Αρειος άναφέρθηκε στόν Λ., διότι τόν είχε στήν ’Αντιόχεια δάσκαλο, τού δφειλε τήν ί στορικογραμματική μέθοδο καί χρειαζόταν τήν θεολογική του άσά φεια ή κάποιες άγνωστες σ’ έμάς άτυχεΐς έκφράσεις του. Πρόσφατα ό Boularand άρνήθηκε τήν προέλευση τού Συμβόλου τούτου άπό τόν Λ., δπότε ή θεολογική εικόνα τού Λ., πού θεωρείται καί εισηγητής τής άντιοχειανής Σχολής, γίνεται άφόρητα σκοτεινή. Τό περίφημο τούτο Σύμβολο στήν σημερινή του μορφή είναι μεταγενέστερο καί πιθανότατα έργο τού σοφιστή Άστερίου, πού ίσως νά χρησιμοποίησε κάποιο σχετικό κείμενο τού Λουκιανού.
Οί έρευνητές άναζητοΰνΐχνη τής λουκιανίκης άναθεωρήσεως τού βιβλικού κειμένου, πού φαίνεται κυριάρχησε στήν Κωνσταντινούπολη.
Επιστολή πρός Άντιοχέϊς τού Α. (τής όποιας τό ΠασχάλιονΧρονικόν διασώζει τόν πρόλογο: PG 92, 689) χάθηκε.
Ερμηνευτικό άπόσπασμα στό ’Ιώβ 2, 910: D. Hagedorn, Der Hiobkommentar des Arianers Julian, Berlin 1973, σσ. 30, 2133, 15.
’Απολογία του ένώπιον τού κριτή (Ρουφίνου, Histor. Eccl. 9,6) ίσως νά μήν είναι γνήσια. Ε. Schwartz, Eusebius Werke, II 2, Leipzig 1908, σσ. 813,13815,17.
12. ΑΡΝΟΒΙΟΣ (De Sicca)
Απολογητής
Ό Άρνόβιοςέζησε κι έδρασε ώς ρητοροδιδάσκαλος στύν βορειο αφρικανική πόλη Sicca κατά τό β' ήμισυ τοϋ Γ' αί. Στις άρχές του Δ' αί. καί ίσως τό 304/310, έχοντας πλέον ήλικία περίπου 60 έτών, μεταστράφηκε στόν χριστιανισμό. Σύμφωνα όμως μέ τόν "Ιερώνυμο τόν όποιο δεν έχουμε σοβαρό λόγο νά μήν άκο λουθήσουμε, ό έπίσκοπος τής πόλεως διατύπωσε άμφιβολίες γιά την ειλικρίνεια του Άρνοβίου, πού ώς τότε ήταν πολέμιος τής Εκκλησίας.
"Ο Α. λοιπόν συνέταξε έπταμερές έργο Adversus nationes (Κατά εθνών), γιά νά δείξει τήν είλικρίνειά του καί προπαντός γιά νά δικαιολογήσει τήν πράξη τής μεταστροφής του. Μέ τήν θέρμη, τήν ά πολυτότητα, τήν άφέλεια καί τήν λίγη γνώση τοϋ νεοφώτιστου, απορρίπτει συλλήβδην τήν θρησκεία καί τήν σκέψη τού άρχαίου κόσμου, από τόν όποιο έντούτοις έπηρεάζεται άφάνταστα καί γιά τόν όποίο δίνει πολύ χρήσιμες πληροφορίες.
Ό Ά. δέν πρόλαβε νά γνωρίσει άρκετά τήν Παράδοση τής Εκκλησίας καί τίποτα στό έργο του δέν θυμίζει τήν ζωή καί τό ήθος της. Λείπει άπό αυτό ή καλή γνώση τής Π καί ΚΔ, δπως καί ή θεο λογική διάσταση, πού σχεδόν έξαντλεΐται στην διαπίστωση των δύο φύσεων τοΰ Χριστού καί στην άνάστασή του. Εκφράζει βέβαια έν θουσιασμό γιά τόν χριστιανισμό, άλλά ή γνώση του γι’ αυτόν είναι πολύ έπιφανειακή καί συχνά τελείως ανεπαρκής μέχρι κι έσφαλμέ νη. “Ετσι π.χ. θεωρεί τόν Θεό Πατέρα κυρίως Θεό (Deus princeps) καί τόν Χριστό δευτέρας τάξεως θεό, στόν όποιο μάλιστα οί έθνικοί θεοί όφείλουν τήν ύπαρξη καί τήν δύναμή τους (Α' 28 καί Γ' 2)!
Ό Α. έπαναφέρει τό κλίμα των άπολογητών έκείνων τού Β' αι., πού δέν έμφανίστηκαν ώς φορείς τής Παραδόσεως, δπως ό Άθηνα γόρας, ό Θεόφιλος ’Αντιόχειας καί μάλιστα ό λατίνος Μινούκιος Φή λικας τού Γ' αί. Τούς 51 έλληνες καί ρωμαίους συγγραφείς πού άναφέρει γνωρίζει (πλήν δύο περιπτώσεων) έμμεσα καί άπό ανθολόγια τής έποχής του. Γι’ αυτό καί ή κριτική πού άσκεϊ έναντίον τους είναι συνήθως άφελής καί χωρίς έπιχειρήματα.
13.ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΓΚΥΡΑΣ (314), ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (314/319)
Α. Ή πρώτη γνωστή άπό κείμενά της σύνοδος έπισκόπων τού Δ' αί. συγκλήθηκε τό 314 στήν "Αγκυρα τής Γαλατίας (Μικρασίας), μεταξύ Πάσχα καί Πεντηκοστής, δπως ήταν ήδη συνήθεια. Στήν σύνοδο αύτή, δπου έλαβαν μέρος 12 έως 18 έπίσκοποι άπό τήν Συρία καί τήν Μικρασΐα, άναφέ ρονται άπό τόν Ζωναρά καί τόν Βαλσαμώνα ώς προεξάρχοντες οί Βιτάλιος ’Αντιόχειας, Άγρικόλαος Καισαρείας (Καππαδοκίας) καί Βάσΐλειος Ά μασείας.
Τής συνόδου άφορμή καίρια υπήρξε ή άναστάτωση, πού δημιούργησε στήν Εκκλησία τό γεγονός των ποικιλοτρόπως πεπτωκότων κατά τούς διωγμούς, πού έφαρμόστηκαν μέ Ιδιαίτερη σφοδρότητα στήν ’Ανατολή άπό τόν Διοκλητιανό (284305) καί τούς διαδόχους του Γαλέριο (305311) καί Μαξιμΐνο (307313), άλλά καί άπό τόν Λικίνιο (308323).
Στήν διάρκεια του 303 έκδόθηκαν διαδοχικά τέσσερα διατάγματα κατά των χριστιανών: τούς άπαγόρευαν τήν λατρεία, τούς δήμευαν τά ίερά σκεύη καί τις .ιερές Γραφές τους καί φυλάκιζαν δσους άνήκαν στόν κλήρο. Τό τέταρτο μάλιστα διάταγμα υποχρέωνε τούς ύπηκόους δλους νά θυσιάσουν στούς έθνικούς θεούς. Σέ δλες τίς περιπτώσεις ή θυσία στούς θεούς καί δή στόν αύτοκράτορα (μέ τήν όποία οΐ Ρωμαίοι νόμιζαν ότι έξασφάλιζαν τήν ένότητα καί τήν πειθαρχία των φυλών τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας) ήταν άρκετή γιά νά άφεθοΰν οί χριστιανοί έλεύθεροι, δπως βέβαια καί οί μανι χαΐοι καί οί όπαδοί χριστιανιζόντων θρησκειών.
Οί συνέπειες τής μή συμμορφώσεως πρός τά διατάγματα ποίκιλλαν άπό φυλακίσεις, έξανδραποδισμό, καταναγκαστικά έργα σέ όρυχεϊα, βασανιστήρια φοβερά καί μαρτυρικό θάνατο. Μεγάλος άριθμός χριστιανών όιιο λόγησαν, βασανίστηκαν καί μαρτύρησαν, άλλά καί μεγαλύτερος άρνήθη καν τήν πίστη τους, θυσιάζοντας στούς θεούς, ή προσποιήθηκαν άπό φιλαυτία καί δειλία ότι άρνούνται τήν πίστη τους.
"Οσοι λοιπόν προσποιήθηκαν άρνηση τής πΐστεώς τους καί δσοι γενικά μετανόησαν, διότι τήν άρνήθηκαν οί περισσότεροι δηλαδή πεπτωκότες έπιζητοϋσαν τήν έπανένταξή τους στήν ’Εκκλησία. Αύτοί άκριβώς άποτέ λεσαν τό πρόβλημα. Θά μπορούσαν νά γίνουν καί πάλι κανονικά μέλη τής Εκκλησίας; "Οπως στόν Γ' αΐ., μέ άφορμή μάλιστα τόν διωγμό τού Δε κίου, έτσι καί τώρα έμφανίστηκαν οί ύπεραυστηροί χριστιανοί, πού άρνούν ταν έπανένταξή των πεπτωκότων στήν ’Εκκλησία άκόμη καί στήν έπιθα νάτια κλίνη, καί οί συνετοί έπιεικεΐς, πού δέχονταν μέ δρους τούς πεπτωκότες, έφόσον αύτοί είχαν μετανοήσει έμπρακτα. Τών τελευταίων τήν τακτική άποδέχτηκε ή σύνοδος Άγκύρας, ή όποία στούς 10 άπό τούς 25 κανόνες της περιγράφει τούς δρους, πού όφείλουν κατά περίπτωση νά τηρήσουν οί πεπτωκότες γιά τήν μετοχή στήν θεία Εύχαριστία.καί τό κήρυγμα, μολονότι τούς έπιτρέπει νά συμπαρίστανται μέ τούς λοιπούς πρεσβυτέρους στόν ναό.
Παράλληλα ή σύνοδος συνέταξε κανόνες περί σαρκικών Αμαρτημάτων, «cpi φόνέων καί χειροτονιών. Γιά πρώτη φορά μάλιστα όρίζεται ότι ό διάκονος μπορεί νά νυμφευτεί καί μετά την χειροτονία του, Αρκεί νά τό έχει δηλώσει πρίν άπό αύτήν στόν έπίσκοπό του (κανόνας 10).
ΟΙ κανόνες μεταφράστηκαν στην λατινική καί τίς λοιπές Ανατολικές γλώσσες, πού δημιούργησαν χριστιανική γραμματεία.
Β: Στήν Αρμενική σώθηκαν 10 κανόνες, πού συνδέονται μέ σύνοδο στήν καππαδοκική Καισαρεία, τής έποχής Αμέσως μετά τήν σύνοδο Άγκύρας (314). Οί κανόνες 1,35,7 καί 9 τής Καισάρειας είναι ίδιοι μέ τούς κανόνες 2025 της ’Άγκυρας.
Γ. Στήν Νεοκαισάρεια τού Πόντου, τής όποιας πρώτος έπίσκοπος υπήρξε ό Γρηγόριος Θαυματουργός ( + μεταξύ 270 καί 275), συνήλθε σύνοδος, Αγνωστο πότε Ακριβώς. Πάντως μετά τήν σύνοδο Άγκύρας (314) καί μέχρι τό 319. "Ελαβαν μέρος 17 έπίσκοποι τών διοικήσεων Γαλατίας (Μικρα σίας), Αρμενίας, Συρίας καί Παλαιστίνης. Συνέταξαν 15 κανόνες, πού Αφορούσαν στόν γάμο, τήν πολυγαμία, τήν πορνεία, τήν διγαμία, τούς πρεσβυτέρους καί τούς χωρεπισκόπους. Όρίζεται ότι ό μέλλων νά χειροτονηθεί πρέπει νά είναι ήλικΐας 30 έτών. Σώθηκαν μεταφράσεις λατινικές καί σέ Ανατολικές γλώσσες.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄ ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
4 ΕΝΟΤΗΤΑ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου