Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Μου φαίνεται ότι με όσα είπες άριστα υποστηρίζεις την ιδέα της αναστάσεως. Διότι με τα επιχειρήματά σου είναι δυνατόν οι αντιτιθέμενοι να πλησιάσουν σιγά σιγά να δεχθούν την πίστη, και να μη θεωρούν ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν πάλι τα στοιχεία και να ξαναφτιάξουν τον άνθρωπο». Και η δασκάλα είπε: «Αλήθεια το λες. Διότι είναι δυνατόν ν’ ακούσουμε τους αντίθετους στα επιχειρήματά μας να λένε ότι, αφού τα στοιχεία διαλυθούν, και πάει το καθένα στο στοιχείο με το οποίο συγγενεύει, τότε με ποιο τρόπο το θερμό, που υπάρχει και αναμιγνύεται έπειτα με το καθόλου θερμό, μπορεί πάλι να χωριστεί από το συγγενικό του στοιχείο και να συστήσει ξανά τον άνθρωπο που ανασταίνεται; Διότι, αν δεν επανέλθει ακριβώς το ίδιο, αλλά ληφθεί κάτι παρόμοιο και όχι το ακριβώς ίδιο, τότε θα βγεί άλλος άνθρωπος στη θέση άλλου. Κι αυτό δεν θα είναι ανάσταση, αλλά πλάσιμο καινούργιου (άλλου) ανθρώπου. Εάν όμως πρέπει ο ίδιος άνθρωπος ν’ αναστηθεί, τότε πρέπει ολόκληρος να επανέλθει στον εαυτό του και να πάρει την αρχική φύση του με όλα τα επιμέρους στοιχεία». «Επομένως, είπα, αυτή η αντίληψη για την ψυχή θα ήταν αρκετή για αντίκρουση της ενστάσεως· ότι, δηλαδή, η ψυχή με όσα στοιχεία συνυφάνθηκε στην αρχή (που δημιουργήθηκε), μ’ αυτά παραμένει και μετά τη διάλυση. Έτσι καθίσταται σαν φύλακας των δικών της (σωματικών στοιχείων)· και με την ανάμιξή της με τα ίδιου γένους δεν εγκαταλείπει τα δικά της με την λεπτή και και ευκίνητη νοερή δύναμή της· δεν ξεγελιέται σε καμιά λεπτομέρεια των στοιχείων, αλλά διαλύεται μαζί με τα δικά της στοιχεία που πηγαίνουν προς τα συγγενή τους (στοιχεία)· και δεν δυσκολεύεται να ενωθεί και πάλι μ’ αυτά, ενώνονται σε ένα σύνολο (ανασταίνονται).
Μένει πάντοτε μαζί τους, όπου είναι, και όπως η φύση τα συγκροτεί. »Κι όταν η δύναμη που οικονομεί τα πάντα (Θεός) δώσει την εντολή να συγκεντρωθούν πάλι τα διαλυθέντα στοιχεία, τότε συμβαίνει, όπως ακριβώς με τα διάφορα σχοινιά που είναι δεμένα από το ίδιο σημείο· με τη δύναμη που τα τραβάει, ενώνονται όλα μαζί. Έτσι, και με τη δύναμη της μιας ψυχής, που ελκύει όλα μαζί τα διαφορετικά στοιχεία, με μιας με τη σύνθεση των στοιχείων της ψυχής, συγκροτείται η δομή του σώματός μας μέσω της ψυχής· διότι, το κάθε στοιχείο της ψυχής συνδέεται κατάλληλα με το παλιό και συνηθισμένο στοιχείο του σώματος και συνάπτεται με το γνωστό του». «Αλλά κι αυτό το παράδειγμα, πρόσθεσε η δασκάλα, δικαιολογημένα θα μπορούσε να προστεθεί στα όσα είπαμε· για ν’ αποδειχθεί ότι η ψυχή δεν δυσκολεύεται πολύ να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία το δικό της από το ξένο. Για παράδειγμα, ας προσφέρουμε σ’ ένα κεραμέα πηλό, και μάλιστα να του δώσουμε πολύ, από τον οποίο ένα μέρος ήδη έχει χρησιμοποιηθεί για κατασκευή σκευών, και το υπόλοιπο στο μέλλον. Και τα σκεύη ας μην έχουν το ένα με το άλλο το ίδιο σχήμα· άλλο να είναι πιθάρι, άλλο αμφορέας ή πινάκιο ή τριβλίο ή κάτι άλλο απο τα αναγκαία στην καθημερινή χρήση· ας υποθέσουμε ακόμη ότι όλα αυτά δεν ανήκουν σ’ έναν, αλλά το καθένα έχει τον κάτοχό του. »Αυτά, λοιπόν, τα σκεύη όσο διατηρούνται, οι κάτοχοί τους τα αναγνωρίζουν· και να σπάσουν όμως πάλι, οι κτήτορές τους θα τ’ αναγνωρίσουν στον ίδιο βαθμό από τα κομμάτια τους· θα δείχνουν ποιό ανήκει στο πιθάρι και ποιό είναι κομμάτι του ποτηρίου. Κι αν κάτι αναμιχθεί με τον ακατέργαστο πηλό, τότε η αναγνώριση του ήδη κατεργασμένου πηλού γίνεται αλάνθαστα από τον ακατέργαστο.
»Έτσι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το σκεύος· πλάστηκε από τη συνδρομή των στοιχείων της κοινής ύλης, αλλά με την ιδιαίτερη μορφή του παρουσιάζει μεγάλη διαφορά προς τους ομογενείς του. Όταν το ανθρώπινο σκεύος διαλυθεί, η ψυχή που κατέχει το σκεύος (σώμα) το αναγνωρίζει και από τα λείψανά του· διότι δεν απομακρύνεται από το δικό της σκεύος ούτε στη διάλυση των κομματιών του ούτε αν αναμιχθεί με την ακατέργαστη ύλη των στοιχείων· αλλά, πάντοτε (η ψυχή) αναγνωρίζει το δικό της σκεύος όπως ήταν ενωμένο σε ενιαία μορφή· ακόμη και μετά διάλυσή του δεν λαθεύει στην αναγνώριση του δικού της σκεύους, διότι την οδηγούν τα εναπομείναντα σημάδια στα λείψανά του. Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και ορθά το ζήτημα που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα λέμε και να τα πιστεύουμε. Εάν όμως κάποιος φέρει ως αντίλογο τη διήγηση του Κυρίου στο Ευαγγέλιο σχετικά με τον άδη, και υποστηρίξει ότι δεν συμφωνεί με τα αποτελέσματα της συζητήσεως, ποιά απάντηση θα πρέπει να δώσουμε σ’ αυτόν;». Η δασκάλα απάντησε: «Ο λόγος παρουσιάζει την ευαγγελική διήγηση πιο υλιστική· αφήνει όμως πολλές υπόνοιες, με τις οποίες προσκαλεί τον γνώστη ερευνητή σε υψηλότερη θεωρία. Διότι εκείνος που χωρίζει με μεγάλο χάσμα το κακό από το αγαθό, και κάνει τον άνθρωπο που υποφέρει να επιθυμεί μια σταγόνα νερού που θα του δοθεί με το δάχτυλο, και παρουσιάζει τον τόπο του πατριάρχη ως τόπο αναπαύσεως για τον ταλαιπωρημένο στην παρούσα ζωή και διηγείται πρώτα απ’ όλα το θάνατο και την ταφή τους (του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου), αυτός (με όλα αυτά) οδηγεί το συνετό ακροατή πολύ πιο πέρα από έναν επιπόλαιο προβληματισμό. »Διότι ποιά μάτια σηκώνει ψηλά στον άδη ο πλούσιος, αφού άφησε ήδη τα σωματικά μέσα στον τάφο; Πώς πάλι η ασώματη ύπαρξη αισθανόταν φωτιά;
Ποιά γλώσσα, επίσης, επιθυμεί να δροσίσει με τη σταγόνα του νερού, αφού δεν έχει πλέον σάρκινη γλώσσα; Ποιό δάχτυλο υπάρχει για να του φέρει τη σταγόνα (του νερού); Ποιός πάλι είναι αυτός ο κόλπος της αναπαύσεως; »Διότι, αφού τα σώματα είναι στους τάφους, και η ψυχή δεν είναι ούτε στο σώμα ούτε συνίσταται σε μέρη, είναι αδύνατον ν’ ανταποκριθούν στην αλήθεια τα στοιχεία της διηγήσεως, εάν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Εκτός εάν εξηγήσει κανείς το καθένα με αλληγορική σημασία· έτσι, χάσμα νοείται όχι απόσταση γης, αλλά αυτό που εμποδίζει την επαφή των αντιθέτων· διότι, ποιά δυσκολία εμποδίζει την ασώματη και νοερή ύπαρξη να διαβεί το χάσμα, όσο μεγάλο κι αν είναι; Καθόσον αυτό που είναι νοερό στη φύση του, βρίσκεται όπου θέλει αχρόνως». «Τί είναι, λοιπόν, ρώτησα, η φωτιά, το χάσμα και τα υπόλοιπα της διηγήσεως, εάν δεν είναι εκείνα που λέγονται;». «Μου φαίνεται, απάντησε εκείνη, ότι με το καθένα απ’ αυτά δηλώνει το Ευαγγέλιο κάποια δόγματα για τα ζητήματα της ψυχής. Διότι, όταν ο πατριάρχης είπε πρώτα στον πλούσιο, ότι απόλαυσες στην επίγεια ζωή σου το μερίδιο των αγαθών, και για το φτωχό είπε το ίδιο, ότι δηλαδή και αυτός στην επίγεια ζωή του ξεπλήρωσε το καθήκον της δοκιμασίας των θλίψεων· κι έπειτα, όταν φέρνει το λόγο για το χάσμα, ότι δηλαδή μεταξύ τους χωρίζονται με αγεφύρωτη απόσταση, νομίζω ότι με όλα αυτά τα λόγια υπονοεί κάποιο σπουδαίο δόγμα. »Και κατά τη δική μου αντίληψη, το δόγμα είναι το εξής: η ζωή των ανθρώπων ήταν μονόπλευρη· μονόπλευρη εννοώ ότι ήταν στραμμένη μόνο στο αγαθό, και δεν είχε καμία ανάμιξη με το κακό. Την αλήθεια αυτή την αποδεικνύει ο πρώτος νόμος του Θεού· αυτός έδινε εντολή στον άνθρωπο στον παράδεισο να γεύεται όλα τα αγαθά· απαγόρευε μόνον εκείνο τον καρπό, ο οποίος ήταν μικτός στη φύση του, αποτελούμενος και από το κακό και από το καλό. Στον παραβάτη επέβαλε ως τιμωρία το θάνατο.
»Ο άνθρωπος, βέβαια, ελεύθερα με την αυτεξούσια θέλησή του εγκατέλειψε την απείραχτη από το κακό κατάστασή του και διάλεξε την ανάμικτη ζωή από τα αντίθετα. Η θεία πρόνοια όμως δεν άφησε αδιόρθωτη την απερισκεψία μας. Αλλά, επειδή για τους παραβάτες του νόμου επακολούθησε υποχρεωτικά ο θάνατος που ορίστηκε ως τιμωρία· και χώρισε στα δύο την ανθρώπινη ζωή, σ’ εκείνη μέσα στο σώμα και σ’ αυτήν έξω από το σώμα, που ακολουθεί μετά· (ο Θεός όμως) τη χρονική διάρκεια (των δύο καταστάσεων) δεν την όρισε ίση, αλλά την πρώτη (επίγεια ζωή) την όρισε να διαρκεί πολύ σύντομο χρόνο· την άλλη όμως την παρέτεινε στην αιωνιότητα. Από αγάπη για τον άνθρωπο έδωσε την εξουσία ώστε, εάν κάποιος θέλει, να εκλέγει το ένα από τα δύο, εννοώ το καλό και το κακό· να ζήσει, δηλαδή, ή τη σύντομο και προσωρινή παρούσα ζωή ή αυτήν που πάει στους απέραντους αιώνες και δεν έχει τέλος. »Επειδή όμως το καλό και το κακό λέγονται με την ίδια ονομασία, και το καθένα από τα δύο έχει διπλή έννοια, την νοητική και την αισθητική, ορισμένοι θεωρούν ως αγαθό αυτό που φαίνεται ευχάριστο στις αισθήσεις. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αγαθό είναι και καλείται αυτό το οποίο θεωρεί ως αγαθό μόνον ο νους. Όσοι, λοιπόν, έχουν απαίδευτο το λογισμό τους, διότι δεν σκέφτεται το αγαθό, αυτοί από λαιμαργία ξοδεύουν στην παρούσα ζωή τους τα καλά αγαθά που αναλογούν στη φύση τους· δεν αποταμιεύουν τίποτε για την άλλη ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που εξοικονομούν τη ζωή τους με διάκριση και σωφροσύνη, ενοχλούνται στην σύντομη παρούσα ζωή από τις λυπηρές εμπειρίες των αισθήσεων· αποταμιεύουν όμως τα αγαθά για τη μέλλουσα ζωή, ώστε η καλύτερη τύχη να παρατείνεται γι’ αυτούς μαζί με την αιωνιότητα. »Αυτό είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την άποψή μου, το χάσμα, το οποίο δεν σχηματίζεται επειδή χωρίζεται στα δύο η γη, αλλά το δημιουργεί η επιλογή της ζωής που διαιρείται σε αντίθετες προτιμήσεις. Εκείνος που διάλεξε εφάπαξ την απόλαυση στην παρούσα ζωή και δεν μετανόησε για να θεραπεύσει την απερισκεψία του, έκανε απροσπέλαστο για τον εαυτό του τον τόπο των αγαθών στην άλλη ζωή· δημιούργησε σε βάρος του την αξεπέραστη αυτή κατάσταση, σαν κάποια αχανή και αδιάβατη χαράδρα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου