ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η ακριβής «εν Χριστώ» πορεία μας

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η ακριβής «εν Χριστώ» πορεία μας



Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση   9η
Η ακριβής «εν Χριστώ» πορεία μας

Αδελφοί και πατέρες, όσοι επωμίστηκαν το ζυγό του Κυρίου και φέρουν συνεχώς το ελαφρό φορτίο, δεν θα αργήσουν να αισθανθούν τη γλυκύτητα και την πραότητά του, γιατί πραγματικά «γινώσκει Κύριος τους όντας αυτού» (Β Τιμ. β, 19). Τότε ενθυμούμενοι «πάσας τας ανταποδόσεις αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 2), θα ψάλλουν με το Δαυΐδ: «Ιδού τα χείλη μου ου μη κωλύσω, Κύριε, συ έγνως. Την δικαιοσύνην σου ουκ έκρυψα εν τη καρδία μου• την αλήθειάν σου και το σωτήριόν σου είπα. Ουκ έκρυψα το έλεός σου• και την αλήθειάν σου από συναγωγής πολλής» (Ψαλμ. λθ, 9-1θ). Η εγκράτεια, η νηστεία και γενικά η αγωνιστικότητα, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε μορφής κακοπάθεια, είναι το πρώτο και κύριο μέσο για τη «νέκρωση των μελών των επί της γης» (Κολ. γ, 5), της κτηνώδους φιλαυτίας και των σκιρτημάτων της σάρκας. Για όσους σήκωσαν στους ώμους τους την πολύφορο φιλοπονία, που εμπεριέχει το νόημα του Σταυρού, αυτό είναι πρωταρχικό καθήκον. Τα ψυχικά όμως νοσήματα και αυτά της ταραγμένης καρδιάς, κατευνάζονται με την ανάγνωση των θείων Γραφών και των πατερικών νοημάτων, μαζί με την επίμονη προσευχή.


Εμείς, που ζούμε σε κοινοβιακό σύστημα, φθάνουμε σ αυτήν την ελευθερία με τη μεταξύ μας καλή συμπεριφορά, εάν «νομίμως αθλούμε» (Β Τιμ. β, 5). «Έκαστος ημών τω πλησίον αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομην» (Ρωμ. ιε, 2) « και μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24). Και το ανώτερο καθήκον είναι ότι « οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16). Ποια αξία έχουν, αν κάνουμε σύγκριση, οι μικροί μας αγώνες με τα αιώνια αγαθά, που μας χαρίζει ο Θεός;
Στην πρακτική όμως ενέργεια της αγωνιστικότητας χρειάζεται ευμέθοδος τρόπος. Και λόγω της δικής μας αδαότητας και απειρίας, αλλά και εξαιτίας της δολιότητας του Πονηρού. Όποιος θέλει να αθλήσει νόμιμα και να στεφανωθεί από το Θεό, να μην απογοητεύεται, εάν κάνει κάποιο σφάλμα και πέσει ή αποτύχει σε κάποια προσπάθεια εναντίον κάποιου πάθους, ή δεν τηρήσει κάποιο πρόγραμμα που ο ίδιος όρισε. Δεν πρέπει να παραμείνει αδρανής, αλλά ξανά και ξανά να επιχειρεί επικαλούμενος τη μητρική ιδιότητα της Χάρης, έστω και αν αυτός ο αγώνας διαρκέσει σ όλη του τη ζωή.
Πολλές φορές η Χάρη του Θεού θέλει να τον ανεβάσει σε ψηλότερη αξία στο μέλλον, επειδή βλέπει ότι η πρόθεσή του είναι ομολογιακή. Οι σωματικοί κόποι και οι στεναγμοί της καρδιάς, το διαρκές πένθος και τα δάκρυα είναι τα βραβεία της προκοπής. Δίκαια θ ακούσει την ευλογία από το Θεό: «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» (Ματ. κε, 21). Αν και πιεζόσουνα και ήσουν, κατά κάποιο τρόπο, παραθεωρημένος απο την αντίληψη της Χάρης, δεν έπαψες να πιστεύεις και να ελπίζεις. Γι αυτό «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματ. ια, 28), που θα είναι η αίσθηση της πνευματικής συγγένειας. Εκεί ο Κύριός μας αποδεικνύεται ως πραγματικός Πατέρας στους «κοπιώντας και πεφορτισμένους» (Ματ. ια, 28) ανύστακτα.
Ας μη νυστάξουμε, αδελφοί μου, αλλά ο καθένας ας επιμελείται δ,τι προκύπτει από τη διακονία και την ικανότητά του, γιατί η λήξη, το τέλος της πανήγυρης της εδώ ζωής, δεν θα αργήσει να έλθει. Τότε ο καθένας θα αμειφθεί κατά την προσφορά και την εργασία του.
Πόσο ωφέλιμη και καρποφόρα είναι η καρτερία και ανεκτικότητα ιδιαίτερα στους ασθενέστερους και ευμετάβλητους, που εύκολα παρασύρονται και αντί να μετανοούν και να διορθώνονται, αναζητούν «φύλλα συκής» για να καλύψουν τη δική τους γύμνωση και ιδιορρυθμία.
Το παν στον άνθρωπο είναι η θέληση. Η θέληση είναι το σπουδαιότερο στοιχείο της ελευθερίας του ανθρώπου. Δεν μπορεί φυσικά μόνη της να επιτύχει. Εκλέγει όμως και αποφασίζει. Αυτή προκαλεί τη θεία επέμβαση, την οποία ο Θεός δεν πραγματοποιεί εάν δεν προηγηθεί η ελεύθερη εκλογή της προσωπικότητας. Διατήρησε ο δημιουργός την κυριότητα και ελευθερία του ανθρώπου και μετά την αποκοπή και την πτώση του απ αυτόν.
Οσοι θέλουν να επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναγάπης, την οποία μας χάρισε με την παρουσία του ο Χριστός, πρέπει να αποδείξουν έμπρακτα ποιά είναι η θέλησή τους. Με την υπακοή και υποταγή στο θείο θέλημα, επεμβαίνει η θεία Χάρη, την οποία επικαλούμαστε, και τότε « τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Οποιοσδήποτε άνθρωπος θέλει πραγματικά να σωθεί, δεν τον εμποδίζει ούτε ο καιρός, ούτε ο τόπος, ούτε το επάγγελμα. Φτάνει να αφήσει. το δικό του θέλημα στην υπακοή τον θείου θελήματος. Πρέπει όμως να γνωρίζουν, όσοι θέλουν να ακολουθήσουν την πορεία της μετάνοιας, ότι στην αρχή θα κοπιάσουν αρκετά. Όχι τόσο εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που είναι πάντοτε αντίθετα και εχθρικά. Ούτε και κατά της αιχμαλωσίας των παθών που επικράτησαν, αλλά ιδιαίτερα θα αγωνιστούν εναντίον της πονηρής και κακής συνήθειας, που γίνεται τυραννική, ιδίως στους αυταρχικούς τύπους και υποτελείς της εγωιστικής έπαρσης, που στους καιρούς μας περισσεύει.
Όταν συμβουλεύουμε ότι πρέπει να « καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β Κορ. ε, 4), εννοούμε να καταργηθεί το σαρκικό φρόνημα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται πνευματικός και ακώλυτα η Χάρη τον επισκέπτεται και παραμένει κοντά του. Αυτός δεν θέλει πλέον το δικό του θέλημα και όσα ανήκουν στη φιλαρέσκειά του, αλλά μόνο το θείο θέλημα. Όλη του η προσπάθεια, η σπουδή και η επιθυμία είναι να προσέχει και να εφαρμόζει τις θείες εντολές.
Όπως και άλλοτε τονίσαμε, η ευσυνείδητη τήρηση των εντολών είναι ολοκληρωμένη ομολογία, που είναι ο σκοπός της προσωρινής αυτής ζωής. Όταν αυτό γίνεται, αποδεικνύεται ότι ο άνθρωπος πέθανε για τον εαυτό του, και ζει μόνο για το Θεό, δηλαδή για το θέλημά του. Ως πιστός πλέον δούλος, η καλύτερα φίλος, δικαιούται τις θείες δωρεές. Μια εξαιρετική δωρεά είναι η ανάνηψη του νου από το λήθαργο της αναισθησίας και της αισχρής δουλείας του παράλογου, στο οποίο προηγουμένως βρισκόταν.
Όταν ο νους αρχίσει να βλέπει, θα δει πρώτα τον πλησιέστερό του εαυτό. Ποιος ήταν κατά τη δημιουργία και ποιος είναι τώρα. Αυτό του προκαλεί ταπείνωση, που είναι και ο πρώτος σταθμός της αποθεραπείας τον. Νοιώθοντας ντροπή ο νους για το νοερό και θεοειδές της ψυχής του, αποφεύγει κάθε έπαρση, προτιμά τα ταπεινά, αυτά που έχουν κόπο και αφάνεια και γενικά ξυπνά μέσα του η δίψα να ευεργετεί και να αναπαύει τους άλλους, ενώ το δικό του θέλημα το βδελύσσεται και το αποστρέφεται ολοκληρωτικά. Τότε ριζώνει μέσα του η επιμονή στο πρόγραμμα της πνευματικής ζωής και ουδέποτε σπαταλά άσκοπα το χρόνο του και τα μέσα που έχει για να διακονεί.
Η ταπείνωση από αυτήν την αυτογνωσία, όσο δυναμώνει, δίνει την πληροφορία ότι είναι γέννημα της γνώσης και η γνώση πάλι ότι είναι γέννημα των πειρασμών, που υπέμεινε ο αγωνιστής παιδευόμενος ποικιλότροπα «δια τους λόγούς των χειλέων» (Ψαλμ. ις, 4) του Κύρίου μας, δηλαδή για την εφαρμογή τον πανάγιου θελήματός του.
Μετά αρχίζει η προσευχή, ως αχώριστο στοιχείο σ αυτόν που γνωρίζει την αδυναμία του, αλλά και ως αναγκαίος τρόπος πληρότητας. Όπως νοιώθει κανείς για τη συντήρησή του την τροφή και το νερό, ως ανάγκες απαραίτητες, έτσι νοιώθει και την προσευχή.
Αναφέραμε με μεγάλο κόπο, τίμιοί μου αδελφοί, σαν εισαγωγή, τους τρόπους και τα ιδιώματα των ενεργειών της μετάνοιας. Αυτά όμως, ως βραβεία, δεν δίνονται στους ράθυμους και αμελείς, όπως η δική μου αθλιότητα, αλλά στους φιλόπονους και νπάκουους, που αγόγγυστα σηκώνουν το σταυρό της ομολογίας τους, χωρίς αντιλογία, χωρίς περιέργεια, χωρίς ίχνος κρίσης η απόφασης που λαμβάνεται, χωρίς την άδεια και ευλογία του πνευματικού τους αρχηγού.
Με λυπη μου διαπιστώνω ότι γίνονται λάθη με «δεξιές» προφάσεις. Αυτά είναι πολυ επικίνδυνα, γιατί τα καλυπτει ο σκοτεινός πέπλος της αυτοπεποίθησης• γίνονται δηλαδή, δήθεν, χάριν της ευλάβειας και της αγωνιστικότητας. Οι Πατέρες μας καυτηριάζουν δριμύτατα αυτούς τους αναρχισμούς. Σ ένα απόφθεγμά τους αναφέρουν: «Εάν νεώτερος αναβαίνει προς ουρανόν τω ιδίω θελήματι, κράτησον αυτού τον πόδα». Και η Γραφή: « Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον εαυτών επιστήμονες» (Ησ. ε, 21). Η ακαταστασία σε ολόκληρη τη συμπεριφορά δεν είναι δείγμα αθεοφοβίας και ζωής χωρίς πρόγραμμα; «Πάντα ημών ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α Κορ. ιδ, 4θ), γιατί «εν οις ουκ έστι κυβέρνησις πίπτουσι ώσπερ φύλλα», όπως λέει ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Εφραίμ ο Σύρος. Και αυτή η σεμνότητα του χαρακτήρα μας πείθει τους πιστούς, ότι πράγματι μαζί μας υπάρχει η Χάρη του Θεού. Να μην αναφέρουν οι ακατάστατοι κοινοβιάτες πράξεις και διδάγματα μεμονωμένων αυστηρών ασκητών, οι οποίοι είχαν στην προσωπική τους άσκηση, στους τόπους που διέμεναν, το σκληρό, το ατημέλητο και το απόκοσμο. Κάθε ένας όπως και όπου « εκλήθη εκεί και μενέτω» (Α Κορ. α, 18), γιατί για τον εαυτό του και για τη θέση τον θα απολογηθεί. Και όπως, κατά τον Παύλο, «βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ» (Α Κορ. η, 8) και εμείς λέμε, ούτε το σχήμα «παρίστησι», αλλά το ταπεινό φρόνημα και η διάθεση υπακοής, σύμφωνα με το ζωντανό παράδειγμα του Κυρίου μας.
Ας προσέξουμε, αδελφοί μου, στο νόημα και την πατερική μας γραμμή, που τόσο πλούσια καθημερινά μελετούμε, γιατί ο Θεός «ου μυκτηρίζεται» (Γαλ. στ, 7). Ούτε τα κούφια σχήματα μετριούνται ως αρετές. Αυτός που έχει υπακοή είναι μεγάλος και κερδισμένος σύμφωνα με όλες τις πατερικές υποδείξεις. Να είμαστε ανεκτικοί και συμπαθείς. Να καλύπτουμε αντί να κρίνουμε τον αδελφό μας. Ολοι μας πειραζόμαστε• « ος μεν ούτως ος δέ ούτως», ύμφωνα με την περιεκτική πρόνοια του Κυρίου μας. Όταν η θεία Χάρη κρύβεται, είτε για δικά μας λάθη, είτε για τους λόγους της πανσοφίας της, τότε όλοι γλυστρούμε και τότε χρειάζεται συμπάθεια και όχι κατάκριση.
Οι «κατά μόνας ασκήσαντες» Πατέρες, κατά τις διάφορες περιόδους της εκκλησιαστικής μας Ιστορίας, είχαν σε μεγάλο βαθμό μέσα τους, ως πρόθεση και έξη, την αυστηρή φιλοπονία. Πράγματι οι βιογραφίες τους καταντούν τρομακτικές από την αυταπάρνηση που εφάρμοσαν. Με την ισχυρή πίστη στο Θεό, που λάτρευαν και διακονούσαν γνήσια, υπέμειναν τα πάντα.
Η πλειονότητα όμως των Πατέρων, που διέπρεψαν και οργάνωσαν βατό και προσιτό το μοναχικό βίο, ήταν αυτοί που ζούσαν στο κοινοβιακό σύστημα, που και απλούστερο είναι και ευκολώτερα επιτυγχάνεται, για την πληρέστερή του οργάνωση και την ελευθερία που δίνει. Η οργάνωση και ο προγραμματισμός του κοινοβίου απαλλάσσει τα μέλη του από τη μέριμνα για τα απαραίτητα, ειδικά βοηθούνται οι ασθενέστεροι, που είναι πάρα πολλοί στη δική μας εποχή.
Αυτό το διαπίστωσα και προσωπικά, γιατί δοκίμασα σχεδόν όλες τις μορφές της μοναχικής ζωής. Δεν υποβιβάζω τον ανώτερο τρόπο της απόλύτης αυταπάρνησης και της ολοκληρωτικής αφιέρωσης προς το Θεό, που και με τον οσιώτατό μας Γέροντα ζήσαμε. Πέραν της δυσκολίας του ψηλού πνευματικού στίβου, με την απαιτούμενη ακρίβεια του νου και τη λύσσα των πονηρών πνευμάτων, υπήρχαν και οι έστω μικρές ανάγκες της αυτοσυντήρησης, που υποχρέωναν την παραβίαση του αυστηρού προγράμματος της εσωστρέφειας. Έπρεπε κάποιος να διακονήσει και αυτός ήταν ο ίδιος, που ζούσε σ αυτό το πρόγραμμα. Αυτό προκαλούσε μόνιμη ταραχή, που κόστιζε στο πρόγραμμα.
Στο κοινοβιακό σύστημα αυτή η φροντίδα απουσιάζει. Για όλα μεριμνά το ίδιο το σύστημα. Κανένας, εκτός από το διακόνημά του, δεν μεριμνά ούτε και για τα πιο απλά στοιχεία της συντήρησής του. Σαν καθολικό του επάγγελμα έχει την καταπολέμηση των παθών και των επιθυμιών. Έχει όχι μόνο την πίστη, αλλά και τον Ηγούμενο, ως πνευματικό πατέρα και οδηγό. Και έτσι μιμείται το κύριο πρότυπό μας, το Χριστό, που προβάλλει συνεχώς, ως αρχηγό του, τον Πατέρα.
Και πάλι υπενθυμίζουμε την ακριβή πορεία της στράτευσής μας. Επειδή φοβούμαστε την κρίση και άρα την Κόλαση, τηρούμε τις εντολές. Όποιος τηρεί τις εντολές υπομένει τις θλίψεις. Όποιος υπομένει τις θλίψεις αποκτά την ελπίδα στο Θεό, η οποία απαλλάσσει από τη μάστιγα της μέριμνας. Σ αυτήν την ευλογοφανή μέριμνα ρίχνει ο Πονηρός τα πολύπλοκά του βέλη, με ακατονόμαστες προφάσεις και κινδυνολογίες. Με την αμεριμνία, που επιτυγχάνεται με τη θεία Χάρη, όπως περιγράψαμε, πλησιάζει η αγάπη του Θεού, που μας δίνει την πληροφορία για την ελευθερία από τα πάθη.

ΚΑΤΗΧΗΣΗ 10η
Το νόημα της κένωσης του θείου Λόγου
Αδελφοί και πατέρες, με τη Χάρη του Κυρίου, που μας κάλεσε με άγια κλήση στο σταυροφόρο δρόμο της ανάπλασης και ανάστασής μας, δεν θα πάψουμε να υποδεικνύουμε, να συμβουλεύουμε, αλλά και να επιτιμούμε, όταν είναι ανάγκη, γιατί βιαζόμαστε να κατακτήσουμε το πτυχίο μας.
Θα αναφερθώ σε κάποιο λάθος, που κατ επανάληψη άκουσα και λυπήθηκα. Επειδή η μονή μας είναι μεγάλη και όπως βλέπετε συνεχώς επισκευάζεται, οι αδελφοί μας κοπιάζουν και σε εξωτερικές εργασίες. Επειδή τα γεύματα απέχουν μεταξύ τους, ιδιαίτερα τις ημέρες του καλοκαιριού, κρίναμε να επινοηθεί κάποια μορφή παρηγοριάς, ειδικώτερα για τους νέους, που ακόμα δεν συνήθισαν στη σκληρή κακοπάθεια. Με απόφαση του Ηγουμένου και των αδελφών που βοηθούν στη διοίκηση της μονής, δίνεται κάποιο ελαφρό κέρασμα στο μέσο της ημέρας, για παρηγοριά των αδύνατων χαρακτήρων.
Στο κέρασμα αυτό, παρακαλώ την αγάπη σας, να είστε προσεκτικοί και να μη λύνετε το σεμνό του ήθους και του προγράμματός μας με τη μικρή αυτή συγκατάβαση. Να αποφεύγουμε και τη διαχύση της πολυλογίας και τη παραχρήση των υλών, που θα διασπούν την εγκράτεια. Γιατί μετά ακολουθεί η παρρησία, που μοιάζει με τη γύμνωση και η οποία αφανίζει όλο τον καρπό της προηγούμενης προσπάθειάς μας. «Μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β Κορ. στ, 3). Ειδικά στους μοναχούς ανήκει η εγκράτεια και η ευσχημοσύνη, γιατί πρέπει να ζουν ως φωστήρες εν κόσμω, λόγον ζωής επεχόντες» (Φιλιπ. β, 15 - 16).
Ήδη μπήκαμε στην περίοδο της Τεσσαρακοστής, που προηγείται των αγίων εορτών της Γέννησης του Χριστού. Μακάριος θα είναι όποιος θα γίνει έτοιμος να ανταποκριθεί στα ιερά καθήκοντα, που εξαίρετα οι άγιοι νομοθέτησαν σ αυτά τα πνεύματικά στάδια τιυν νηστειών. Είναι περίοδοι αναθεώρησης της αμέλειάς μας και των πολλών μας παραλείψεων, που διαπράξαμε, είτε με τη θέλησή μας, είτε λόγω της φιλαυτίας μας και της εμπαθούς αιχμαλωσίας μας και έτσι προδώσαμε «τον Λόγον», κατά το μέγιστο πατέρα μας Μάξιμο.
Δύο μορφές άρνησης περιέχει η προδοσία της αλήθειας. Η πρώτη είναι η προδοσία του Ιούδα. Σ αυτήν αρνούμαστε τις εντολές, μέσα στις οποίες είναι κρυμμένος ο Κύριος, για λόγους εμπάθειας και φιλαυτίας. Η δεύτερη είναι η προδοσία του Πέτρου. Σ αυτή, για λόγους δειλίας και ψεύτικου φόβου, αρνούμαστε ότι γνωρίσαμε τον Κύριο. Καθένας, ας ερευνήσει τη ζωή του. Θα ανακαλύψει με ποια μορφή έγινε προδότης. Αλίμονο αν έγινε προδότης και στις δύο μορφές. Στην περίοδο της νηστείας που μπήκαμε, ας επιδείξουμε ακριβέστερη μετάνοια, για να αποθεραπεύσουμε τον εαυτό μας και εξοφλήσουμε το χρέος μας.
Ερεθίστε το νου σε εγρήγορση, για να μην κοιμάται και μένουν οι αισθήσεις ακυβέρνητες. Τότε μπαίνουν οι ληστές, τα πάθη, και ερημώνουν τον «οίκο του Χριστού». Ας νηστέψουμε κατά δύναμη πρόθυμα και έντονα. Ας αγρυπνήσουμε όπως πρέπει. Ας είμαστε νηφάλιοι στη μελέτη της Γραφής, των πατερικών κειμένων, στο τακτικό μας πρόγραμμα και στη φυλακή των αισθήσεων. Στις εργασίες και τα διακονήματα να είμαστε πρόθυμοι, όχι ράθύμοι και αμελείς, σαν να εκτελούμε αγγαρεία. Ας κρατήσούμε με περισσότερη ακρίβεια τη σιωπή, μακριά από κάθε μεμψιμοιρία και καταλαλιά. Μακριά ειδικά από την κατάκριση, που είναι σύστημα της έχθρας και του μίσους• αυτά είναι ιδιώματα σατανικά, και όχι των μαθητών του Χριστού, των οποίων τα πάντα επισφραγίζει η αγάπη. Να αποφεύγετε τη ματαιολογία, που ανοίγει την πόρτα και σκορπίζονται όσα μαζέψαμε με κόπο. Όλα τα μέλη μας να είναι όπλα δικαιοσύνης, όργανα εφαρμογής της ένθεης ζωής, στην οποία κληθήκαμε και παραμένουμε, με τη Χάρη του Χριστού.
Αυτό είναι, αδελφοί και πατέρες, το νόημα των νηστειών, που οι Πατέρες μας νομοθέτησαν. Όχι μόνο η μικρή εναλλαγή των φαγητών, όπως νομίζουν όσοι δεν γνωρίζουν το σκοπό. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος και ημέρα σωτηρίας» (Β Κορ. στ, 2) για άσκηση της υποταγής μας. Μεταφορικά, ας υπομένουμε τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νύκτας αισθητά και νοητά, περισσότερο νοητά. Εάν εκλάβουμε μεταφορικά το νοητό Ναβουχοδονόσορα διάβολο, θα αίισθανθούμε ότι ενώ αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία μας, αυτός μας ανάβει το νοητό καμίνι των πειρασμών, ειδικά των παθών, και μάλιστα στην ηλικία της νεότητας. Έχει διπλή ενέργεια το νοητό καμίνι της Βαβυλώνας. Στο αισθησιακό μέρος με πυρώσεις και παράλογους ερεθισμούς, στο θεωρητικό με θυμούς, οργή, μνησικακία, εγωισμούς, ακηδία, χαύνωση, την προσπάθεια της φιλαυτίας, και το κακό που προέρχεται απ όλα αυτά, την απιστία.
Για την ανατροπή των ανωτέρω προβάλλουμε με γενναιότητα και μεγαλοψυχία την επιμονή της εγρήγορσης, την υπομονή, τη μακροθυμία, τη νήψη, και υπεράνω όλων, τη φωνή και αγάπη του Κυρίου μας, ο οποίος μας καλεί ως « κοπιώντας» για να μας αναπαύσει στη βασιλεία του.
Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε και το μυστήριο της κένωσης του Κυρίου μας, που θα εορτάσουμε στο τέλος αυτής της Σαρακοστής. Δεν μπορούσε, αδελφοί και πατέρες, ο Λόγος του Θεού, αυτός «δι ον τα πάντα εγένετο» (Ιω. α, 3), να αναπλάσει τον άνθρωπο με διαφορετικό τρόπο, από την ταπεινωτική αυτή μορφή της κένωσής του; Ποιος λόγος υπήρχε για μια τόσο μεγάλη ταπείνωση και ευτέλεια στον πανσθενουργό Θεό Λόγο, που «οι ουρανοί διηγούνται την δόξαν αυτού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα»; (Ψαλμ. ιη, 1). «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!» (Ρωμ. ια, 33). Ένας ήταν ο λόγος και με πόνο τον σημειώνω, για δική μας συναίσθηση και αφυπνισμό. Αιτία ήταν το ανίατο τραύμα τον ανθρώπου, που έγινε από την ολεθριώτατη υπερηφάνεια και τον αναρχισμό, που μόνο με τη βαθύτατη ταπείνωση και υποταγή του Πατέρα και ποιμένα θα θεραπευόταν!
Ποιά θέση έχει πλέον η ανθρώπινη αυθάδεια και ο αναρχισμός; Ποιά θέση έχει η ανατριχιαστική προπέτεια του εγωισμού και η θρασύτητα της ανταρσίας και αποστασίας; Υποδύεται το ρόλο του νηπίου, αντός που διαπλάθει όλα τα έμβρυα στα σπλάγχνα των γονιών τους. Περιτυλίσσεται με κουρέλια, αυτός που διακόσμησε όλο το σύμπαν. Ανακλίνεται στη φάτνη των αλόγων, για να διδάξει στη δική μας έπαρση και φαντασία το ταπεινό φρόνημα, που είναι η βάση της ανάστασης και της αιώνιας ζωής. Ειδικά σε μας τους μοναχούς, η περιγραφή και αίσθηση της κένωσης τον Κυρίου μας είναι το επίκεντρο όλης της σπουδής και προσπάθειάς μας. Οπωσδήποτε εμείς, που ελκυσθήκαμε απ αυτόν, για να τον μιμηθούμε, πρέπει να τον αντιγράψουμε.
Που τώρα έχει η θέση η παρακοή και αντιλογία, το θέλημα και ο γογγυσμός, η αυθάδεια και η ραθυμία; Που οι παράλογες και αξιοθρήνητες προφάσεις, που, σαν φύλλα συκής, επιχειρούν να καλύπτουν την ιδιορρυθμία και την ηδυπάθεια; Δεν νομίζω να υπάρχει αποτελεσματικώτερο μέσο και όπλο εναντίον κάθε μορφής αυθάδειας του παλαιού ανθρώπου, η οποία σύυντρίβεται και εξαφανίζεται μέσα στη μνήμη της θείας κένωσης του Χριστού μας! Και αυτά ως προς την πρακτική μορφή της πάλης και μάχης κατά του περιεκτικού κακού.
Στη θεραπευτική όμως μορφή, που για μας τους μοναχούς έχει την πρώτη θέση, πόσα πρέπει να αποκομίσουμε; Γιατί δεν σταματούμε μόνο στην ελευθερία του εμπαθούς μέρους, αλλά ανεβαίνουμε στο ύψος της θεωρίας και της θέωσης, που είναι το κέντρο της θείας επαγγελίας.
«Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α, 12).Η ύπαρξή τους δεν γενεαλογείται από «σάρκα και αίμα», αλλά είναι «εκ Θεού γεγενημένοι» (Α Ιω. γ, 9) και ο Πονηρός μετά από αυτά δεν τους αγγίζει.
Ενώ βρίσκονται ακόμα στο πήλινο σώμα, ο φωτισμένος νους τους, με υψηλές θεωρίες, αρπάζεται στα υπερκόσμια θεάματα. Χάνουν την αίσθηση του προσκαίρου και ματαίου. Βρίσκονται ήδη στους ετοιμασμένους τόπους της βασιλείας των ουρανών και απολαμβάνουν όσα αιώνια τους αναμένουν.
Πόσες φορές, ο οσιώτατός μας Γέροντας, μας περιέγραψε ότι το Πνεύμα το Αγιο τον είχε ανεβάσει στις θεωρίες αυτές καθώς και στους κόλπους του Αβραάμ και έλαβε αισθητά την ευλογία του γηραιού προγόνου όλων των σεσωσμένων! Όσα ο Παύλος μας διηγείται, τα απόλαυσαν οι Πατέρες μας στις κατά καιρούς αντιλήψεις και είχαν « βεβαιότερον τον λόγον» (Β Πέτ. α, 19) πριν ακόμα τελειωθούν.
Γιατί αυτά, που είναι η μερίδα του κλήρου σας, δεν τα θυμάστε, «ίνα μη κάμητε ταις ψυχαίς υμών εκλυόμενοι» (Εβρ. ιβ, 3) στις διάφορες μορφές της πάλης του αόρατου πολέμου;
Ο Παύλος παρακινεί το μαθητή του σ αυτά λέγοντας: «Ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι, ίνα σου η προκοπή φανερά η εν πάσιν;» (Α Τιμ. δ, 15). Εάν συνεχώς «τα άνω φρονούμε» και όχι τα «επί της γης», ο Κύριός μας, που δίνει «κατά την καρδίαν εκάστου και πληροί πάσαν βουλήν» (πρβλ. Ψαλμ. ιθ, 4), δεν θα παραβλέψει τα έργα του κόπου μας, αλλά και «υπέρ εκ περισσού» θα μας χαρίσει, αφού μας έδωσε κλήρο και μερίδα σ αυτήν τη θέση.
Πόσες φορές μας περιέγραφε με μεταρσιωμένη έκφραση, ο Γέροντάς μας, τις χορείες των «σεσωσμένων» και την πόλη του Θεού, που αναφέρει, ο Ιωάννης στην Αποκάλυψή του, αλλά και αυτήν την υπερήλιο όψη της Κυρίας μας Θεοτόκου, που πολλές φορές τον παρηγορούσε στην αλύγιστη επιμονή του στο αυστηρό πατερικό του πρόγραμμα!
Θα ήταν για μας αχαριστία να ξεχνούμε τις ζωντανές θεωρίες, που ο πνευματικός πατέρας μας διηγόταν, αυτές που ο ίδιος έπασχε, και όχι μελέτησε η άκουσε από άλλούς. Όχι « τω καιρώ εκείνω» των παλαιών μας πνευματικών προγόνων, αλλά στις πονηρές μας μέρες.Επειδή και μεις είμαστε, με τη Χάρη του Χριστού, βλαστοί αυτής της ρίζας, «προσερχόμεθα μετά παρρησίας τω Θρόνω της Χάριτος» (Εβρ. δ, 16), ως νόμιμοι κληρονόμοι των καρπών της.
Δεν θα νυστάξουμε, αδελφοί μου, ούτε θα παρασυρθούμε από τα ξεθωριασμένα συνθήματα των πλανεμένων δυτικών θεωριών, ώστε να πιστέψουμε ότι ήταν «τω καιρώ έκείνω» τα παραδείγματα και οι διδασκαλίες των Πατέρων μας. Και τότε και τώρα και στη συνέχεια, γραμμή και πεποίθηση, στόχος και νοσταλγία μας και ολόκληρη η πίστη και προσπάθειά μας θα είναι η ίδια όπως των Πατέρων μας, που συνεχώς, αόρατα και αισθητά, μας συμπαρίστανται και των οποίων οι πρεσβείες είναι το αληθινό μας στήριγμα.
Δεν θα συμβιβαστούμε και δεν θα λυγίσουμε σε κανένα σκώμμα και περιπέτεια, ούτε από τους ανθρώπους του συμβιβασμού, ούτε από το Σατανά που μετασχηματίζεται «εις άγγελον φωτός» (Β Κορ. ια, 14). Κρατώντας τη γνήσια ομολογιακή μας γραμμή θα σύυνεχίσουμε την ιερή μας παράδοση και θα δίνουμε και στους εαυτούς μας, αλλά και στους κοσμικούς αδελφούς μας, το σύνθημα: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β Θεσ. β, 15) της Εκκλησίας και της φύυλής, που πολλές φορές, για τη σωστή μαρτυρία, πότισε το έδαφος της πατρίδας μας με μαρτυρικό αίμα και οσιακούς ιδρώτες και δάκρυα.

ΚΑΤΗΧΗΣΗ 11η
Πιστοί στην πατερική μας παράδοση
Αδελφοί και πατέρες, σήμερα ορτάζουμε με ανείπωτη χαρά ένα θρίαμβο της Εκκλησίας μας. Έναν πραγματικό ήρωα και γίγαντα της πατερικής μας στρατείας, το μέγα Γρηγόριο τον Παλαμά. Είναι πνευματικό γέννημα της μονής μας. Στο Βατοπαίδι προσήλθε και κατατάγηκε στην τάξη των μοναχών και αυτό είχε ως στάδιο και γυμναστήριο. Σώζονται μέχρι σήμερα τα μέρη, που κατοίκησε με τον πνευματικό του Γέροντα και πατέρα, τον οσιώτατο Νικόδημο, τον οποίο η μονή μας τιμά και εορτάζει. Ως άλλος ήλιος πνευματικός καταφώτισε την Εκκλησία μας και αναζωπύρωσε το πνεύμα της πραγματικής πατερικής ησυχίας και εσωστρέφειας, στην οποία υπάρχει ο θείος φωτισμός και η Θεολογία. Αφού τελειώθηκε, με τη Χάρη του Χριστού, στην πρακτική υποταγή και υπακοή, με την καθοδήγηση τον οσιώτατου Γεροντά του, επιδόθηκε σε ψηλότερα πνευματικά άθλα και αγώνες. Αφού έγινε ο ίδιος φως, φώτισε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Με τους πνευματικούς αγώνες του εναντίον των πλανών και των αιρέσεων, που μάστιζαν τότε την Εκκλησία, επισφράγισε θριαμβευτικά την αλήθεια των ορθόδοξων δογμάτων.
Στην υμνολογία της Εκκλησίας μας αναφέρεται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ως « κήρυξ της Χάριτος». Ο πραγματικός θρίαμβος αυτού του ήρωα είναι η ερμηνεία και διασάφηση των άκτιστων ιδιοτήτων ή ενεργειών της θείας Χάρης, που η δυτική χρεοκοπία αρνείται Η διδασκαλία του αφορά κυρίως εμάς τους μοναχούς, που ολόκληρη η προσπάθεια και δραστηριότητά μας είναι η κατάκτηση της θείας Χάρης και ενέργειας, με την οποία θα κερδίσουμε τα αναμενόμενα.
Εκείνο που περισσότερο συγκινεί και ενδιαφέρει εμάς, είναι η λεπτομέρεια της πρακτικής και ασκητικής του ζωής, που έγινε ο φορέας της τελειώσεώς του στην ακριβή γραμμή των μεγάλων μας Πατέρων. Αφού η αγιοτόκος μονή του Βατοπαιδίου τον ετοίμασε πρεπόντως, τον παρέδωσε στην Εκκλησία της οποίας αναδείχθηκε «στύλος και εδραίωμα» (Α Τιμ. γ,15), αλλά και για μας τους μοναχούς καύχημα και δόξα, ώστε με περισσότερη προσοχή και ζήλο, να γίνουμε μιμητές και συνεχιστές της ίδιας πορείας και του τέλους με τη Χάρη του Χριστού.
Πολλά από τα είδη των αγωνισμάτων του στον Αθωνα μιμήθηκε ο οσιώτατος Γέροντάς μας Ιωσήφ και ειδικά της απόλυτης ησυχίας και εσωστρέφειας, στην οποία υπάρχει η καθαρά προσευχή. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β Κορ. στ, 2), κατά τη Γραφή και για μας.
Ούτε η ανώτερη κοινωνική του θέση, ούτε η τεράστια μόρφωση που είχε, τον έκαναν να λυγίσει στη βία του αόρατου πολέμου, αλλά με απόλυτη αυταπάρνηση και φιλοπονία απέβαλε τον παλαιό άνθρωπο. Με την τέλειά του υποταγή στο θείο θέλημα, υπέταξε τη θεία Χάρη στο φωτισμένο του νου, κατά την πατερική ορολογία, και τέθηκε «επί την λυχνίαν ίνα λάμπη πάσι τοις εν τη οικία» (Ματ. ε, 15), δηλαδή στην Εκκλησία, στο διηνεκές. Απέδειξε και στους καιρούς του, τη μοναστική διαγωγή ως το γνήσιο φορέα της ανάπλασης και ανάστασης του «πεπτωκότος ανθρώπου».
Πόσο κράτησε την ολοκληρωτική αποταγή, την άρνηση του δικού του εγώ, την πλήρη αυταπάρνηση! Αφού νέκρωσε τελείως το παλαιό σύστημα, που αντιστρατεύεται την αλήθεια, αμέσως προέκυψε η καρποφορία, που σκοπό είχε την απόλυτη ησυχία, ηρεμία και σιωπή. Για το λόγο αυτό αποσυρόταν στα αθωνικά σπήλαια και «εν ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια, 38), για να εντρυφά «μόνος προς μόνον».
Σ αυτά τα μέσα και εργαλεία και σύμμαχα στοιχεία σας προκαλώ, τιμιώτατοι πατέρες και αδελφοί, γιατί και μεις από τον ίδιο αρχηγό και οικοδεσπότη προσκληθήκαμε, στην ίδια παλαίστρα και στο ίδιο στάδιο και ο αγωνοθέτης αναμένει. « Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλ. ρς, 43).
Όπως σας ανέφερα προηγουμένως, αντάξιος μιμητής και αντιγραφέας αυτής της αθλητικής στρατείας ήταν ο οσιώτατος Γέροντάς μας. Μας έλεγε ότι κάποτε που διανυκτέρευε στα ψηλότερα μέρη της μονής της Λαυρας, στον τόπο που κάθησε παλιά ο άγιος Γρηγόριος, τόσο ερέθισε τους δαίμονες επιμένοντας στην εσωστρέφεια και την ευχή, ώστε τους έβλεπε να ορμούν κάτω στη μονή και να παρακινούν τους προϊσταμένους να στείλουν δασοφύλακες να τον διώξονν από τον τόπο όπου ησύχαζε, τον οποίο κανένας δεν γνώριζε, γιατί ήταν κρυμμένος και αφανής. Ο Γέροντας Αρσένιος, που αγωνιζόταν μαζί του, άκουε να φωνάζουν δυνατά: «Μας έκαψες, μας έκαψες!» και ρώτησε το Γέροντα: « Ποιοι είναι αυτοί, που λένε ότι τους έκαψες;». Και ο Γέροντας του είπε: « Σιώπα Αρσένιε, γιατί εγώ δεν τους ακούω μόνο αλλά και τους βλέπω. Κατέβηκαν κάτω στη μονή και παρακινούν τους Γέροντες να μας διώξονν, γι αυτό να περιμένουμε την είδηση». Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί ήλθαν από τη μονή της Λαύρας και τους έδιωξαν.
Αυτά τα γεγονότα δεν έγιναν « τω καιρώ εκείνω» αλλά στην ίδια τη ρίζα μας. Συνεχιστές και μεις της πατερικής μας παράδοσης και των πνευματικών μας προγόνων, δεν λυγίζουμε στην οποιαδήποτε ραθυμία, αλλά ικετεύοντάς τους παίρνουμε ελπιδοφόρες αποφάσεις. Και ο Κύριός μας, ο οποίος είναι «μεθ ημών πάσας τας ημέρας» (Ματ. κη, 2θ), δεν θα αρνηθεί σ αυτούς που προσκαρτερούν, να χαρίσει τη θεία του Χάρη «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Εφ. γ, 2θ).
«Ανω σχώμεν τας καρδίας» με τη συνεχή φιλοπονία και αυταπάρνηση, ώστε «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», ελκύοντας μαζί μας και όσους τους ενδιαφέρει η πνευματική αγωγή. Πάντοτε και σε κάθε τόπο, υπάρχει η συμπάθεια και η ανεκτικότητα, αλλά πρέπει να μένουμε μακρυά από συναισθήματα αισθησιακά, που είναι γνωστό ότι διαστρέφουν την αγνότητα και αθωότητα. Οι νεώτεροι να μη χειρονομούν, να μην κάνουν αστείϊσμούς με λόγια η κινήσεις.
Σε μας ανήκει ο αγιασμός, και φιλόπονα βιαζόμαστε για την κατάκτησή του, γιατί χωρίς αυτόν «ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. ιβ, 14). Να αποφεύγετε την κρυψίνοια και το «λάθρα» και έτσι αφοπλίζεται ο Πονηρός. Μην εγκαταλείπετε τα πνευματικά σας όπλα, την προσευχή, το ταπεινό φρόνημα και την πίστη, η οποία γεννά την απροσπάθεια. Έτσι αποφεύγουμε το λαβύρινθο της πολυμεριμνίας με τις ακατονόμαστες προφάσεις του, που μας κυριεύουν. Εάν με την πίστη βαδίζουμε, που είναι η μόνη πραγματικότητα, τότε γιατί να υπάρχει η έγνοια και ο φόβος και η παράλογη μέριμνα, το γέννημα της απιστίας; Την εκλογή, παραμονή και διαγωγή μας μέχρι τώρα, στα μοναστικά μας καθήκοντα, την πετυχαμε μόνοι μας ή την οφείλουμε στην πανσωστική πρόνοια αυτού που μας κάλεσε; Ποια πρέπει να είναι η ανταπόδοσή μας σ αυτόν, που με φιλανθρωπία διοικεί και διακονεί, παρά μόνο η πρόθυμη υποταγή στο θείο του θέλημα;
Όταν ο Κύριός μας βρισκόταν μαζί μας, διακονώντας την ανάπλασή μας, ουδέποτε εγκατέλειψε το κύριο καθήκον της αφοσίωσής του προς τον Πατέρα. Στην απόλυτη ανάγκη της συντήρησης της ανθρώπινης υπόστασης, όταν πιεζόταν από τους μαθητές του, απαντούσε «εμόν βρώμα εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιω. δ, 34). Έδωσε και σε μας την εξουσία, να καλούμε «Πατέρα», το δικό του Πατέρα. Και απέδειξε την πατρική του ιδιότητα, πέρα από κάθε περιγραφή, χαρίζοντας και θυσιάζοντας το «μονογενή του Υιόν» «λύτρον υπέρ πάντων ημών». Δεν μέτρησε τα σφάλματα της αγνωσίας και της τόσης μας ενοχής και μας χάρισε τη μερίδα του κλήρου των αγίων και μας ελευθέρωσε από τα δεσμά των κοινωνικών μας υποχρεώσεων. Και, κατά την υμνολογία μας, «τί ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν»; Με τίποτε άλλο δεν μας επιβαρύνει, παρά με το να μείνουμε πιστοί στις υποσχέσεις και επιταγές της μοναστικής μας ιδιότητας. Και ενώ καμμιά δική μας ενέργεια η προσπάθεια δεν χρειάζεται, ο Πανάγαθος, ευαρεστείται στο ότι ανταποκριθήκαμε στην πρόσκλησή του και πολεμούμε τον αντιστρατευόμενο νόμο της διαστροφής, που μας κληροδότησε η αδαμιαία παράβαση.
Ας είναι για μας συνεχές παράδειγμα ο πρωτόπλαστος Αδάμ. Αν και δημιουργήθηκε από τα χέρια του Θεού δεν ωφελήθηκε, ούτε συγκρατήθηκε από τον όλεθρο της παράβασης του θείου θελήματος. Ο Κυριός μας Ιησούς Χριστός, επειδή τήρησε την υπακοή και εξάρτηση από τον Πατέρα, κέρδισε «πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης» (Ματ. κη, 18). Ποιό άλλο μέσο, διδασκαλία ή παράδειγμα να υπενθυμίσουμε;
Να και μεις, με τη Χάρη του, προσήλθαμε με ξενιτεία και αυταπάρνηση, στην απάρνηση του θελήματός μας. Ας κρατήσουμε αγόγγυστα τη μαρτυρική μας υπακοή, τη σύντροφο φιλοπονία, την αποχή από κάθε ξένη ιδέα ή σκέψη, αν και ο πονηρός μας εχθρός δεν παύει να τοξεύει τη διάνοια. Το ισχυρό μας όπλο, η προσευχή, να γίνει ένα με την αναπνοή μας. Οι αγαθές μνήμες από τη θεία Γραφή και τις πατερικές διηγήσεις να μη λείπουν, ως εφόδια, κατά του μετεωρισμού.
Ο μεταπτωτικός άνθρωπος έγινε και έμεινε θύμα της επιρροής και μόνο η θεία Χάρη και οι ωφέλιμες διηγήσεις τον στηρίζουν. Μακρυά από τα αίτια, που προκαλούν και σκανδαλίζουν, ως συνετοί, «μη ποτε παραρρυώμεν» (Εβρ. β, 1). « Μη δυς εις σάλον τον πόδα σου μηδέ ννστάξη ο φυλάσσων σε» (Ψαλμ. ρκ, 3). Να αποφεύγετε τις άσκοπες και άκαιρες ακοές και συναντήσεις. Με τις εικόνες τους, που υπάρχουν στη φαντασία, αιχμαλωτίζει τον νου ο εχθρός στα παρελθόντα και ξαναζωντανεύει όσα με κόπο και προσπάθεια αποβάλαμε. Οι Πατέρες μας επιμένουν ότι την πρόθεση έεπιζητά ο διάβολος να αιχμαλωτίσει και αυτό του δίνει εξουσία κρούσης και πολέμου, γιατί η προδοσία της θέλησης ισοδυναμεί με άρνηση.

ΚΑΤΗΧΗΣΗ 12η
Οι σωματικές πράξεις της μετάνοιας
Αδελφοί και πατέρες, όπως στον κοινωνικό τομέα απασχολούν τον κάθε άνθρωπο τα μέσα, τα αίτια και τα πράγματα, τα οποία συντελούν στην επαγγελματική επιτυχία, έτσι και μεις θα ασχολούμαστε με τα μέσα και τα αίτια, που μας ωφελούν. Και αυτά είναι όσα βοηθούν στην πράξη και στη θεωρία, που είναι ο σκοπός της πάλης και του αγώνα μας.
Στη διπλή μας υπόσταση, σώμα και ψυχή, αναλογούν και δύο τρόποι αγωνιστικότητας και ενέργειας, για να αναπλάσουμε και μεταμορφώσουμε το σύνολο της διαστροφής μας. Επειδή πρώτα πλάστηκε η υλική μας υπόσταση, το σώμα, αρχίζουμε την πράξη της ανάπλασης των χρεών και ελλείψεών του. Το θλιβερό επιτίμιο του Κυρίου μας στον προπάτορα Αδάμ, για την προδοσία του, ήταν το « γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. γ, 19). Πράγματι μετά την πτώση μπλεχτήκαμε στη ματαιότητα του κόσμου και με τη λήθη παραδοθήκαμε στην ολοκληρωτική λήθη του Θεού και του αρχικού μας προορισμού. Αρχίζουμε, λοιπόν, τώρα από τη φυλακή και τήρηση των σωματικών πράξεων, που, κατά τους Πατέρες μας, ορίζονται σε εφτά.
Πρώτη, η ησυχία. Όταν ησυχάζουμε, αποχωριζόμαστε από τις ποικίλες αιχμαλωσίες της ματαιότητας, που μας προκάλεσαν τη λήθη του σκοπού μας. Τότε αρχίζουμε να βρίσκουμε τον εαυτό μας, τι μας λείπει και τι μας χρειάζεται για την αποθεραπεία. Ποιος είναι ο εαυτός μας; « Φρίξον ήλιε και στέναξαν η γη!». Το «κατ εικόνα και ομοίωσιν», αλίμονο, συντρίφτηκε ολοκληρωτικά και παραμορφώθηκε. «Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη, 12). Οταν, με ησυχία, πάψουμε να ενεργούμε τα έργα της άρνησης και προδοσίας, θα βάλουμε στη θέση της πράξης, την αντίθετη ενέργεια της ενάρετης ζωής. Στον τόπο των παραβάσεων και της αμαρτίας θα μπεί η μετάνοια και η αγαθοεργία. Εκεί που υπήρχαν οι διαχύσεις και η φιλήδονη ζωή, θα τεθεί η φιλοπονία και η άσκηση. Αντί της άρνησης του θείου νόμου θα εφαρμοστεί η φιλοθεΐα και η ευσέβεια. Δίκαια η ησυχία θεωρείται ως πρώτη «κατ ενέργειαν» πράξη αυτού, που θέλει να επιστρέψει στον «οίκο του Πατρός» απ όπου απέδρασε.
Δεύτερη, η νηστεία μαζί με την εγκράτεια. Επειδή «δια βρώσεως εξήγαγε του Παραδείσου ο εχθρός τον Αδάμ», ο Κύριός μας άρχισε την ανάπλασή μας μέσα από τη νηστεία και εγκράτεια. Χρειάζεται πολλή νήψη και προσπάθεια στο θέμα της νηστείας, επειδή το ουσιωδέστερο στοιχείο της βιολογικής μας σύστασης είναι η τροφή και σ αυτό συγκεντρώνεται όλη η δύναμη τον πολέμου, αλλά και του εχθρού, ο οποίος με ευλογοφανή μέσα και στοιχεία αμύνεται. Γνωρίζοντας ότι δεν βαδίζουμε «δι είδους» (Β Κορ. ε, 7) ή στοιχείων ή μέσων, αλλά με μόνη την πίστη, αποκρούουμε τον υποκριτή «αφού αυτώ (τω Θεώ) μέλει περί ημών» (Α Πέτ. ε, 7) και «ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» (Ιερ. ι, 23). Με σταθερή πίστη στον Κύριό μας και στο παράδειγμά του, πραγματοποιούμε το έργο της νηστείας. Αυτός όχι μόνο τήρησε εγκράτεια, αλλά ολοκληρωτική νηστεία σαράντα ημερών, και μας απέδειξε ότι «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματ. δ, 4). Το πραγματικό χαλινάρι της ατίθασης φύσης τον σώματος, είναι η περικοπή των αναγκών της σύστασής του και ο περιορισμός στους κανόνες της χρείας (ανάγκης). Η ηδυπάθεια διέστρεψε τους φυσικούς νόμους της αναγκαιότητας, «το κατά φύσιν», στην τέρψη των αισθήσεων, στο «παρά φύσιν» και έτσι οι φυσιολογικοί νόμοι ανατράπηκαν. Ενώ το φυσιολογικό είναι να τρώμε για να ζούμε, το αντίστροφο, που σχεδόν επικρατεί σήμερα, είναι ότι ζούμε για να τρώμε! Αρα η λογική επιβολή της εγκράτειας και ο περιορισμός των αναγκών του σώματος, επιβάλλεται σε όσους θέλουν να ζουν κατά φύση. Και μια ιστορική ανασκόπηση της ανθρώπινης ζωής πείθει ότι όλοι όσοι διέπρεψαν ως πραγματικοί κύριοι της προσωπικότητάς τους, και πέτυχαν στις προσπάθειές τους, ήταν φορείς της εγκράτειας και της νηστείας, πριν ακόμα γνωρίσουν το θείο φωτισμό.
Παραλείπω να αναφέρω τα επιτεύγματα, για να μην πω τους θριάμβους, των Πατέρων μας, γιατί όλοι τα γνωρίζουν από τους βίούς τους. Αυτά τα πέτυχαν γιατί είχαν ως αχώριστη στη ζωή τους, όχι μόνο τη γενική εγκράτεια, αλλά και την πείνα και τη δίψα και την κακοπάθεια. Νομίζω ότι όσα αναφέραμε είναι αρκετά για να πείσουν τους συνετούς, ως προς την αξία και σημασία της εγκράτειας και νηστείας ως δεύτερης σωματικής πράξης.
Τρίτη σωματική πράξη είναι η αγρυπνία. Η εγκράτεια και έλλειψη κόρου (χορτασμού) στον ύπνο, που προκαλεί αύξηση της άνεσης και αταξία στις αισθήσεις. Η περιεκτική παράχρηση της ηδυπάθειας, η φιλαυτία, προκαλεί κατάχρηση των σωματικών απολαύσεων, στην οποία δεν ελέγχονται οι αισθήσεις. Στη θέση της λογικής μπαίνει το παράλογο και τότε επικρατεί η κτηνώδης ζωή. Τότε ο διάβολος επιβάλλεται στη σωστή ανθρώπινη κρίση και σπρώχνει στην πλήρη κατάχρηση, όπου ολοκληρωτικά απουσιάζει η θεία Χάρη και ο φωτισμός, που προέρχεται απ αυτήν. Είναι θαύμα, που και η χωρίς Θεό και φωτισμό ανθρώπινη γνώση, συνέλαβε τη σημασία της εγκράτειας, ως βάσης της ισορροπίας για τη φύση και τη ζωή. Πολλοί όχι μόνο ζούσαν, αλλά και δίδασκαν το χαλινάρι της εγκράτειας στον ύπνο και στη διατροφή.
Τέταρτη σωματική πράξη, ειδικά για μας τους μοναχούς, είναι η συμμετοχή μας στις ακολουθίες. Είναι περιττό να σχολιάσουμε τη σημασία της προσευχής. Χωρίς αυτήν τίποτε και ουδέποτε επιτυγχάνεται. Αντιγράφοντας τους θεόσοφους και θεόπνευστους Πατέρες μας, ακολουθούμε την ιερώτατη παράδοση των Ακολουθιών με ψαλμωδίες, ως εκπλήρωση του χρέους μας προς το Θεό, που μας συνέχει και μας συντηρεί. Είναι και περιεκτικό σωσίβιο για όλους, ιδιαίτερα για όσους είναι αμελείς από τη φύση τους ή από συνήθεια. Αυτοί παραδειγματίζονται και παρακολουθούν, αφού οι Ακολουθίες είναι γενικός κανόνας, ως απαραίτητο χρέος της μοναστικής ζωής.
Πέμπτη, βασίλισσα όλων των προσπαθειών και φροντίδων, είναι η προσευχή, το στοιχείο άμεσης ένωσής μας με το Θεό. Αν και όλες οι αρετές και καλωσύνες είναι ευάρεστες στο Θεό, η μόνη που τον ευχαριστεί, και που μας ενώνει μαζί του, είναι η προσευχή. Αυτήν κράτησαν οι δίκαιοι και άγιοι όλων των αιώνων και με αυτήν έγιναν φίλοι του Θεού. Και ο Κύριός μας, όταν βρισκόταν στην «κοιλάδα τον κλαυθμώνος» (Ψαλμ. πγ, 7), αυτήν πάντοτε κρατούσε κατά τον ευαγγελιστή. « Ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. ς, 12). Είναι το σπουδαιότερο μέσο ενθάρρυνσης και παρρησίας μας προς το Θεό, αφού μας προκαλεί στη χρήση της «εν παντί καιρώ και τόπω». «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 7) και «μη εκκακείτε εν ταις προσευχαίς» (πρβλ. Λουκ. ιη, 1).
Με ελεγκτικά παραδείγματα, ο Κύριός μας, προσκαλεί στην επαινετή επιμονή της προσευχής. Εάν εσείς παίρνετε από τον πατέρα σας ό,τι του ζητήσετε, ρωτάει ο Κύριος, πόσο θα σας δώσει ο ουράνιος Πατέρας σας, όταν του ζητάτε ό,τι σας ωφελεί; Από την πρώτη αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο δεν έλειψε ποτέ το θέμα της προσευχής. Κανένα άλλο μέσο δεν ένωνε και δεν συμφιλίωνε τον άνθρωπο με το δημιουργό του. Η προσευχή είναι το μόνο μέσο, που κατευνάζει τη θεία απόφαση και δικαιοσύνη. Αυτό είναι φανερό από την ιστορία της θείας επιφάνειας. Η προσευχή και η ευσπλαγχνία, ως γνήσιες θυγατέρες της θείας παναγάπης, μεταβάλλουν την απόφαση της δικαιοσύνης του και μένουν για τη δική μας δυστυχία τα μόνα και πραγματικά σωσίβια. Και ο ολέθριος και θρασύς αποστάτης Φαραώ, όταν πιεζόταν από την ανάγκη των πληγών του, προσευχήθηκε στο Θεό και αυτός τον άκουσε και ανέστειλε τις ποινές του. Και αυτοί ακόμα, οι τόσο πονηροί δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους αποστείλει στην άβυσσο, αλλά να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους άκουσε. Δεν θα ακούσει το μοναχό ή τον πιστό, που μέρα νύκτα περιστρέφει στα χείλη του το πανάγιό του όνομα και με στεναγμούς τον παρακαλεί; Μόνος του μας προκαλεί: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και έξελούμαι σε» (Ψαλμ. μς, 15).
Δεν θα περιγράψουμε εδώ τις ιδιότητες και τα συστήματα της μακάριας αυτής παναρετής, που με λεπτομέρεια οι Πατέρες και η Γραφή προσδιορίζουν, αλλά μόνο τη σημασία της ως γενικώτερου καλού και μέσου, που μας συνδέει με τον Πλάστη μας και γίνεται μόνιμη σωτηρία και παρηγοριά στην ταραχή της τρικυμίας των ορατών και αόρατων εχθρών, τόσο της παρούσας όσο και της μελλοντικής προσδοκίας και ελπίδας μας.
Έκτη σωματική πράξη είναι η ανάγνωση και η μελέτη, τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και των διηγήσεων των βίων των πρακτικών Πατέρων μας καθώς και των λόγων τους. Ο άνθρωπος, όπως αναφέραμε σε άλλη κατήχηση, μετά την πτώση, άφου έχασε το αμετάβλητο της προσωπικότητας και απέκτησε «εγκειμενην επι τα πονηρά διάνοιαν» (πρβλ. Γέν. η, 21), έγινε θύμα της επιρροής του τόπου, τον τρόπου και του περιβάλλοντος. Για άμυνα και συμπαράσταση δόθηκαν τα καλά παραδείγματα και οι εικόνες, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εκτροχιαστεί. Σηκώνουν την πεσμένη διάνοια και τη σπρώχνουν στη μίμηση του καλού, αφού η ικανότητα μίμησης δεν αφαιρέθηκε από τον άνθρωπο. Και ένας από τους λόγους της θείας κένωσης και παρουσίας του Κυρίου, είναι να γίνει σε μας παράδειγμα ενάρετης ζωής και πρακτικής αγάπης έναντι της δικής μας άρνησης. Η ενάρετη και πρακτική ζωή του Κυρίου μας, με τα αναρίθμητα παραδείγματα των πλανεμένων και διεφθαρμένων ανθρώπων που, μιμούμενοι τη ζωή και τους λόγους του, μεταβλήθηκαν και μετάλαβαν τον άγιασμον, δεν αφήνει περιθώρια δικαιολογίας σε κανένα να μείνει αδιόρθωτος και πλανεμένος. Για την ασφάλεια του ασταθούς ανθρώπινου χαρακτήρα, ο Κύριος νομοθέτησε στο μωσαϊκό νόμο τη συνεχή μελέτη του θείου νόμου. «Και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. α, 2). Αλλά και οι πνευματικοί μας Πατέρες για ποιό λόγο ακούραστα κατέγραψαν τα τόσα ωφέλιμα βιώματα και παραδείγματά τους, παρά για το στηριγμό της δικής μας αδυναμίας και ακαταστασίας;
Εβδδομη σωματική πράξη, αν είναι ανάγκη να την αναφέρουμε, είναι η προσοχή μας, ώστε οι σύμβουλοι και οδηγοί μας να είναι αποδεδειγμένα «πνεύματι αγίω φερόμενοι» (Β Πέτ. α, 21) και όχι με ανθρώπινες γνώσεις και σοφία μόνο. Όταν η Γραφή υποδεικνύει «οι ειρηνεύοντές σοι έστωσαν πολλοί οι δε σύμβουλοί σου εις από χιλίων» (Σοφ. Σολ. στ, 6) αυτό ακριβώς εννοεί. Να μην παραδεχόμαστε τόσο εύκολα γνώμες και συμβουλές από πρόσωπα, που στερούνται πρακτικής πείρας στην πνευματική ζωή, ώστε αντί να στηριχτούμε σε ράβδο να κρατήσουμε καλάμι, που όχι μόνο δεν θα μας στηρίξει, αλλά θα τρυπήσει και το χέρι μας.
Πίσω από όσα ταπεινά περιγράψαμε, όχι με δικά μας, αλλά με λόγια των Πατέρων μας, απομένει η «υπο μονή και έλπίδα η τα πάντα βεβαιούσα».



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |