Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 37η
«Νήψατε, γρηγορήσατε»
Αδελφοί και πατέρες, επειδή αισθάνομαι την ευθύνη μου και τη βαρύτητα του καθήκοντός μου, επαναλαμβάνω τα παραγγέλματα του πρωτοκορυφαίου Πέτρου: «Δίκαιον δε ηγούμαι, εφόσον ειμί εν τούτω τω σκηνώματι, διεγείρειν υμάς εν υπομνήσει» (Β Πέτ. α, 13) και «νήψατε, γρηγορήσατε. Ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α Πέτ. ε, 8). Στις ποικίλες μορφές της κρούσης του αισθητού και αόρατου πολέμου να «μη ξενίζεσθε τη εν υμίν πυρώσει προς πειρασμόν (ή μάλλον δοκιμασία) υμίν γινομένη, ως ξένου υμίν συμβαίνοντος» (Α Πέτ. δ, 12) και συνεχίζει ο γηραιός διδάσκαλος να μας διεγείρει: «Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε» (Α Πέτ. δ, 1). Δεν παραλείπει ο Απόστολος, μετά την πατρική ευλογία και ενθάρρυνση, να μας θυμίσει και τις τιμωρίες, που περιμένουν όσους αμελούν και προδίδουν την ευλογία και θέση στη μερίδα του κλήρου των αγίων, που τους έδωσε ο Θεός. Αυτή είναι και η δική μας ευλογία. «Ει γαρ ο Θεός αγγέλων αμαρτησάντων ουκ εφείσατο, αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εις κρίσιν τηρουμένους» (Β Πέτ. β, 4), τα ίδια θα πάθουν και όσοι αμελούν. Πιο ωφέλιμη πάντως θεωρείται η μνήμη και χρήση της αγάπης, παρά η απειλή της ποινής και τιμωρίας στην οποία φανερώνεται η θεία δικαιοσύνη.
Πολλές φορές οι Πατέρες χρησιμοποιούν παραδείγματα από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για να μας παρακινήσουν στον αγώνα μας. Και ο Κύριός μας, μας προκαλεί λέγοντας: «Οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών είσι» (Λουκ. ιστ, 8). Ο οσιώτατοςΕφραίμ ο Σύρος με πολλά παραδείγματα δίδασκε, προκαλώντας σε εγρήγορση και προθυμία. Πρόβαλλε τη σπουδή και επιμέλεια όσων ασχολούνταν με τις τέχνες, τα γράμματα και με όλες τις μορφές της εργασίας. Αυτοί πάντοτε προσπαθούν, περιφρονώντας κόπους, στερήσεις και επιπλήξεις των προϊσταμένων τους, να πετύχουν το σκοπό τους.
Δεν πρέπει και μεις να καταβάλουμε την ίδια προσπάθεια, αφού μάλιστα δεν περιμένουμε υλικές αξίες ή κοσμικές αμοιβές, αλλά την υιοθεσία, που ο Κύριός μας υπόσχεται σε όσους θέλουν να τον ακολούθήσουν; Ποια αξία έχει το κέρδος και η επιτυχία της κοσμικής δραστηριότητας, μπροστά στον αγιασμό και τη θέωση, που ο Κύριός μας υπόσχεται σε όσους περιμένουν την επιφάνειά του; Τα πρώτα, για όσους τα επιδιώκουν, είναι πράγματα και αξίες του κόσμου αυτού, που πριν προλάβουν να τα κερδίσουν χάνονται.
Οι πατέρες μας συνιστούν ότι πολύ ωφέλιμο μέσο κάθαρσης και αγιασμού είναι το «πάντα τα επερχόμενα ημίν βαστάζειν μετ ευχαριστίας». Ο λόγος ανάγεται στην πάνσοφη οικονομία του Θεού, που θέλει όλους να τους εισάγει στη βασιλεία του. Η μεταπτωτική όμως δυστυχία του ανθρώπου κλείνει με πολλούς τρόπους αυτόν το δρόμο. Η φιλήδονη διαστροφή, που ενσωματώθηκε μετά την πτώση στον άνθρωπο, τον αναγκάζει, θέλοντας και μη Θέλοντας, να επιθυμεί τη μητέρα του θανάτου, ηδονή.
Αλλο σωτήριο μέσο για απαλλαγή από την καταδίκη δεν απομένει παρά η εκούσια αποδοχή των θλιβερών καταστάσεων της ζωής, για εξόφληση της ενοχής και ίαση των κακιών. Ο τρόπος, που προσφέρει τη θεραπεία ο ευεργέτης Θεός, είναι οι λεγόμενες «συμβατικές επιφορές». Έγιναν πλέον αχώριστος σύντροφος της ζωής μας. Για να μας παρηγορήσει και να μας πληροφορήσει ο πανάγαθος ότι είναι απαραίτητες, έγινε άνθρωπος και έζησε με πρακτική φιλοπονία. Με την ανοχή των σκωμμάτων και θλίψεων, που οι λειτουργοί των διαβολικών κατορθωμάτων του πρόσφεραν, και τέλος με το σταυρό και το θάνατο επισφράγισε τη «στενήν και τεθλιμμένην οδόν» της ανάπλασης.
«Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και ημείς την αυτήν έννοιαν οπλιζόμεθα» (πρβλ. Α Πέτ. δ, 1). Αυτός είναι ο λόγος που μας έγινε καθηκον να υπομένουμε όσα θλιβερά συμβαίνούν, επειδή μπορούν να μας απαλλάξουν και από την καταδίκη της ενοχής και να μας θεραπεύσουν από το αντιστρατευόμενο σύμπλεγμα, που είναι ο νόμος της διαστροφής.
Με ποικίλα αποφθέγματα και συμβουλές, οι Πατέρες μας, μας οδηγούν στην ίαση και σωτηρία. Τα θλιβερά στη ζωή μας δεν είναι ενός είδους ή μορφής. Οι αποτυχίες, οι θλίψεις, οι ασθένειες, οι διάφορες καιρικές καταστάσεις και περιστάσεις, οι πλανεμένοι, οι κακοποιοί και όσοι είναι αντίθετοι με την ευαγγελική αλήθεια ή την αγνοούν, εμποδίζουν τους φιλόθεους από το καθήκον τους. Με τη φιλοσοφία και θεοπνευστία τους οι Πατέρες τονίζουν ότι δεν συμβαίνει τίποτε τυχαίο ή άσκοπο, έστω και αν εμείς βλέπουμε σαν αιτία αυτούς που μας προκαλούν τα θλιβερά. «Ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα. Κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Β Κορ. ια, 31, 32). Η πανσωστική πρόνοια και κηδεμονία του σωτήρα μας επιτρέπει τα επίπονα και θλιβερά για την ίαση της παράλογης ηδυπάθειας, που η απροσεξία και αδιαφορία μας καλλιέργησε.
Ο διακριτικώτατος αββάς Μάρκος λέει: «Ονειδισμός ανθρώπων θλίψιν περέχει τη καρδία. Αγνείας δε γίνεται αιτία εις τον υπομένοντα». «Εάν θέλης ακατακρίτως παρά ανθρώπων έπαινον λαμβάνειν, πρότερον υπέρ αμαρτημάτων σου αγάπησον έλεγχον». Αλλος Πατέρας λέει: « Η νίκη κάθε κόπου απ όπου και αν συμβεί είναι η σιωπή». Και πάλι: «Δεν είναι πραγματικά ταπεινόφρονας όποιος εξευτελίζει τον εαυτό του, αλλά εκείνος που δέχεται με χαρά από τον πλησίον του τις ύβρεις και ατιμίες».
Στη δική μας μοναστική κοινωνία υπάρχουν όλες οι αφορμές, που η μάχη και πάλη του αόρατου πολέμου μας προκαλεί. Πρέπει πάντως να πέσουν τα πάθη για να αισθανθούμε την πραγματικότητα των θείων επαγγελιών. Δεν παύουν όμως τα πάθη, χωρίς αντίσταση κατά των παράλογων ενθυμήσεων και ορέξεων. Τα καθημερινά γεγονότα ερεθίζουν τον παλαιό άνθρωπο, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Εκεί γίνεται η άρνηση και ομολογία. Δεν συναντούμε κάθε μέρα τέτοιες ανωμαλίες και αντιξοότητες; Η υπομονή, η καρτερία, η σιωπή, η υπακοή, η άρνηση του δικού μας θελήματος, και γενικά το να προτιμούμε να αναπαύσουμε τον αδελφό μας, παρά να επιβάλουμε τη δική μας γνώμη, όπως οφείλουμε άλλωστε, αν είμαστε προσεκτικοί, ολοκληρώνουν το σκοπό και το μαρτύριο της συνείδησής μας.
«Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β Κορ. στ, 2, 3). Πως θα αποδείξουμε, αυτό που ο Κύριος λέει, ότι είμαστε «το άλας της γης» και « το φως του κόσμου»; Θα πραγματοποιηθεί αυτό με γογγυσμούς, με αντιλογίες, με θυμούς, με ραθυμίες και αμέλειες, που συνήθως σνναντούμε στην απρόσεκτη ζωή μας; Πως θα δώσουμε το παράδειγμα στους αδελφούς μας, που ζουν στην κοινωνία, που κατασυντριμμένοι και απογοητευμένοι μέσα στον κυκεώνα του συμφέροντος και της ιδιοτέλειας αναζητούν σε μας τον υγιή τρόπο και δρόμο της ισορροπίας; Πολλές φορές άκουσα από αυτούς να λένε πόσο ωφελήθηκαν από το παράδειγμα της δικής μας συμπεριφοράς. Πολλές φορές με ρώτησαν: «Γιατί, Γέροντα, ενώ εσείς είστε ξένοι μεταξύ σας και δεν σας συνδέει συγγενικός δεσμός, δεν διαφωνείτε, ούτε φιλονικείτε, ούτε συγκρούεστε, ενώ εμείς συνεχώς τα πάσχουμε αυτά μέσα στο στενό κύκλο της οικογένειάς μας»; Αυτό συμβαίνει, τους είπα, επειδή απουσιάζει ο συνδεσμος, που ενώνει τα «διεστώτα». Εσείς καθορίζετε κάθε τι με τη φράση «το δικό μου», ενώ εμείς λέμε «το δικό μας». Εμείς επιμένουμε και παρακαλούμε τον ενοποιό των «διεστώτων» να παραμένει πάντοτε μαζί μας, πιστεύοντας ότι «αυτώ μέλει περί ημών» (πρβλ. Α Πέτ. ε, 7) και έτσι άκριβως γίνεται. Απ αυτό φαίνεται το διπλό μας καθήκον, τόσο για τη δική μας ασφάλεια και σωτηρία, όσο και για τον παραδειγματισμό και ωφέλεια των πλησίον μας, που απαιτούν την έμπρακτη «κατά Χριστόν ζωήν» για το δικό τους στηριγμό.
Κάθε μορφή προσεκτικής συμπεριφοράς ευλογείται από τον Κύριο. Ειδικά στο θέμα της οικονομίας των υλικών αγαθών. Ο Κύριός μας στο χορτασμό των πεντακισχιλίων, όπως σας ανέφερα και άλλοτε, απαίτησε «ίνα μη τι απόληται» (Ιω. στ,12) εκ των περισσευμάτων. Αλλοτε όταν ζητούσαν πληροφορία θείων και υπερφυσικών αποκαλύψεων εξέφρασε την απαρέσκειά του λέγοντας, «ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πως εάν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. γ, 12). Αυτό φανερώνει την ακαταστασία και έλλειψη προσοχής στα καθήκοντά μας, που δείχνει ότι είμαστε κακοί οικονόμοι και άρα ανάξιοι προαγωγής και εμπιστοσύνης υπερφυσικών μυστηρίων, που δικαιούνται οι «καλώς διακονήσαντες». «Τις εστι» , λέει, «ο πιστός οικονόμος ον ο Κύριος αυτού ευρήσει ούτω ποιούντα;» (Λονκ. ιβ, 42, 43). Και επιδεικνύει την ακρίβεια της οικονομίας όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στο περιβάλλον του. Πόσο αποκρουστικό είναι όταν από δική μας απροσεξία, και ειδικά των υπεύθυνων, καταστρέφονται κάθε μέρα πράγματα της μονής μας, που είναι απαραίτητα και που με κόπο και δαπάνες τα προμηθευόμαστε. Και δεν σταματά η φθορά και ανωμαλία μόνο στα υλικά εφόδια και τρόφιμα, αλλά προχωράει και στα εργαλεία και εξαρτήματα που απαιτούνται για τις διάφορες εργασίες μας. Πως είναι δυνατό να δώσει ο Θεός την πολύτιμη και απερίγραπτη Χάρη του σε έναν ανίκανο και ακατάστατο άνθρωπο, που τον χαρακτηρίζει η αδιαφορία, η σπατάλη και η αμέλεια; Δίκαια στερούμαστε τη θεία ευλογία, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. «Χωρίς εμού ου δύνασθε
ποιείν ουδέν» και «η σπαταλώσα (ψυχή) ζώσα τέθνηκε» (Α Τιμ. ε, 6). Υστερα πως θα βοηθήσουμε τους πάσχοντες, τους φτωχούς και ανάπηρους, που συνεχώς αυξάνουν στην εποχή μας; Ξεχνούμε ότι ο Κύριός μας, στη φοβερή Δευτέρα του Παρουσία θα αποδείξει τη σχέση του με εκείνους που εφάρμοσαν την έμπρακτη συμπάθεια στους συνανθρώπους τους;
Ικετεύω την αγάπη σας, πατέρες και αδελφοί. Να είστε και να μείνετε προσεκτικοί, ως φρόνιμοι οικονόμοι, τους οποίους ο Κύριός μας όχι μόνο επαινεί, αλλά και αποδέχεται και βραβεύει και αποκαλεί «συνδαιτυμόνες», επειδή διοίκησαν καλά τα επίγεια και δίκαια τους προάγει στην αιώνια βασιλεία του. «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» στη διακονία σου, που τήρησες το θέλημά μου και την εντολή μου, «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματ. κε, 21). Λίγη προσοχή, πόση δόξα προκαλεί στην αιωνιότητα, για όσους κράτησαν τη θέση και μερίδα του πιστού οικονόμου!
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 38η
«Προθύμως αναβαίνετε»
Αδελφοί και πατέρες, πλησιάσαμε στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και η προσπάθειά μας για τη σωτηρία πρέπει να αυξηθεί και ποσοτικά και ποιοτικά, κατά το παράδειγμα των Πατέρων μας, που επιδίδονταν την περίοδο αυτή σε αυστηρότερη φιλοπονία και εσωστρέφεια. Πήγαιναν σε βαθύτερα και ησυχαστικώτερα μέρη της ερήμου και έκαναν διάφορες κακοπάθειες για να κατορθώσουν ακριβέστερη αυταπάρνηση, πράγμα που κι εμείς κατορθώνουμε με τη φιλαδελφία και ανεκτικότητα. Δεν είναι ανώτερη μορφή αυταπάρνησης η ανοχή των διάφορων παρενοχλήσεων, που προκαλεί καθημερινά η απροσεξία των αφελών και αδύνατων; Η περιεκτική κακοπάθεια της εγκράτειας, που το αυστηρό πρόγραμμα της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής διδάσκει, ποιο άλλο σκοπό έχει παρά το να δαμάσει τις αισθήσεις και το νου;
Αν και η φιλοπονία της άσκησης και εγκράτειας ωφελούν, περισσότερο προάγουν στην καθαρότητα και το φωτισμό η ανοχή των εξευτελισμών από τους αδύνατους και αφελείς. Οι Πατέρες ορίζουν ότι η σιωπή, σε κάθε κόπο ή λυπη που συμβαίνει, είναι νίκη. Εφόσον όλα διοικούνται από την πρόνοια του Κυρίου μας και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι, αν ο Θεός δεν το επιτρέψει, και επιπλέον και «αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματ. ι, 30), τότε πως δικαιολογείται η έκφραση του «γιατί»;
Λέει ο αββάς Ησαΐας ότι εάν από μικροψυχία σε προσβάλλει ο πλησίον σου, μην ταραχθείς, αλλά βάστασέ τον. Εάν μετά ανακρίνεις τη συνείδησή σου, θα βρεις ότι συ έφταιξες και εξόφλησες το χρέος με τον πειρασμό που σου έγινε.
Δεν είναι ενοχή μόνο η πρακτική παράβαση και η εφαρμογή του παράλογου, αλλά και «τω ειδότι καλόν ποιείν και μη ποιούντι, αμαρτία αυτώ εστιν» (Ιακ. δ, 17). Η αμέλεια της προόδου προς την αρετή θεωρείται παράλειψη καθήκοντος. Το «κατ ευδοκίαν» θέλημα του Κυρίου μας είναι το «εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α Τιμ. β, 4). Και κατά φύση, κατά τη δημιουργία, το πήραμε και μετά το κληρονομήσαμε από τον ανακαινιστή μας, με την ανάπλασή μας. «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α, 12). Αυτά όλα σημαίνουν ότι η ενάρετη ζωή και φιλοθεΐα δεν είναι θέμα εκλογής και προτίμησης, αλλά απόλυτου καθήκοντος. Να, λοιπόν, γιατί πληθαίνουν οι πειρασμοί και οι μάστιγες από τον προνοητή Θεό, στους παραβάτες που κοιμούνται και αμελούν.
Ευλογητός πάλι ο πανάγαθος προνοητής της σωτηρίας μας, που μας χάρισε το θεραπευτικό φάρμακο της διεστραμμένης μας γνώμης, την περιεκτική φιλοπονία, με την οποία ξεριζώνουμε την ολεθριότητα της μητέρας του θανάτου, φιληδονίας. Ετσι δεν χάνουμε τη Χάρη και ευλογία του σωτήρα μας Χριστού, που μας δίδαξε έμπρακτα τον τρόπο της εξυγίανσης και θεραπείας προσκαλώντας στην αδιάλειπτη άρση του τίμιου σταυρού, απο τον οποίο και η ανάσταση.
Η επιταγή της φιλαλληλίας και αυταπάρνησης για την επιτυχία του σκοπού μας, μας επιβάλλει να αναφέρουμε μερικά παραγγέλματα των Πατέρων, για το στηριγμό και την αφύπνισή μας.
Ο αββάς Κασσιανός, ένας από τους παλαιότερους Πατέρες της ιερής μας παράδοσης, αναφέρει στοιχεία από τα Τυπικά των αρχαίων κοινοβίων της Αιγύπτου. Μετά την απόλυση της Ακολουθίας δεν επιτρεπόταν σε κανένα μοναχό συνομιλία ή έξοδος από το κελλί του ή επίσκεψη σε άλλο αδελφό ή παραμέληση του εργόχειρού του ή γενικά το να περιφέρεται άσκοπα. Εάν στην αναμεταξύ τους διακονία συνέβαινε κάτι παράλογο ή λανθασμένο ή λεγόταν λόγος απρεπής ή κάποια κατηγορία, δεν επιτρεπόταν ποτέ να μεταφερθεί ή κοινοποιηθεί και στους άλλους για να μη σκανδαλιστούν, γιατί αυτό θα ήταν θάνατος ψυχικός. Ποια θέση θα είχε τότε το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. στ, 2) και το «ανεχόμενοι αλλήλων εν σπλάγχνοις Χριστού» ; (Εφ. δ, 2, Φίλιπ. α, 8).
Ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: «Ποιό είναι το έργο αυτού που θέλει να μείνει στο κοινόβιο;» και αυτός απάντησε: «Όποιος θέλει να μείνει σε κοινόβιο, πρέπει να αμεριμνήσει από κάθε συντυχία (συνομιλία) και από κάθε πράγμα και σύστημα». Αναφέρουν πάλι οι Πατέρες ότι κάθε διακονητής εντεταλμένος από το κοινοβιακό πρόγραμμα, οφείλει με επιμέλεια και με όλες τις δυνάμεις του να διακονεί, επειδή επιτελεί έργο Θεού, εφόσον όλα όσα υπάρχουν στη μονή είναι ιερά αναθήματα. Όποιος αμελεί υπόκειται στο επιτίμιο του ραθύμου. «Είτε ουν επιμελώς είτε αμελώς τις διακονεί, εις τον Θεόν ανατρέχει η διακονία αύτη». Μήπως και η Γραφή δεν μας διεγείρει, υπενθυμίζοντας ότι «επικατάρατος ο άνθρωπος ο ποιόν τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. λα, 10); Και ο Κύριός μας, μας προκαλεί στην πρόθυμη υποταγή και τήρηση του θείου θελήματος με υπόσχεση την αμοιβή της παναγάπης του. «Εάν» (προθύμως) «εμοί διακονεί τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται, και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ» (Ιω. ι6, 26). Και προκαλώντας μας να τον μιμηθούμε, μας υπενθυμίζει: «Εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. κβ, 27) και ότι «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψνχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματ. κ, 28). Τι να αναφέρουμε από τις παραγγελίες των Αποστόλων μας, που όλη τους η ζωή ήταν συνεχές μαρτύριο; «Εδραίοι γίνεσθε αδελφοί», λέει ο Παύλος, «αμετακίνητοι, περισσεύοντας εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ εστι κενός εν Κυρίω» (Α Κορ. ιε, 58), « ου γαρ άδικος ο Θεός επιλαθέσθαι του έργου υμών και του κόπου της αγάπης ης ενεδείξασθε εις το όνομα αυτού, διακονήσαντες τοις αγίοις και διακονούντες» (Εβρ. στ, 10).
Πόσοι ασθενείς και γέροντες, δικοί μας και ξένοι καθημερινά μετέχουν στο έργο και τον κόπο μας; Πόσοι ξένοι επισκέπτες, που έρχονται από μακριά, ανακουφίζονται, τόσο υλικά όσο και πνευματικά, παρακολουθώντας τη δική μας ζωή και διδασκαλία, είτε μεμονωμένα, είτε ομαδικά στις συνάξεις μας!
Οι Απόστολοι του Κυρίου μας, μετά την ευλογία της Χάρης των πύρινων γλωσσών κατά την Πεντηκοστή, επιδόθηκαν στη διακονία και μετέβαλαν την κοινωνία των πιστών σε πραγματικό κοινόβιο. Και μετά την αποστολή τους για κήρυγμα στα διάφορα έθνη, δεν ξεχνούσαν την προσφορά τους στσύς πιστούς και μάλιστα σ όσους είχαν ανάγκη. Ο Παύλος λέει για τον έαντό του: « Νυνί δε πορεύομαι εις Ιερουσαλήμ διακονών τοις αγίοις» (Ρωμ. ιε, 25), αλλά «σνναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς... ίνα η διακονία μου... ευπρόσδεκτος γένηται τοις αγίοις» (Ρωμ. ιε, 30, 31).
Χρειάζεται πάντως προσοχή να μην παρασυρθεί ο διακσνητής από τις ποικίλες αιτίες και αφορμές, που τον περιβάλλουν. «Φρόνιμος μοναχός», λέει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, «αποστελλόμενος εις διακονίαν, την εαυτού ψυχήν θήσει περί της ειρήνης». Δεν θα μεταφέρει, δηλαδή, κατά την επιστροφή του λόγια, απ. όσα είδε η άκουσε, που θα προκαλέσουν ταραχή.
Όλη η απασχόλησή μας στην εξωτερική διακονία, αν και ωφέλιμη, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ανήκει στην πρακτική μορφή της πνευματικής μας άθλησης και πρέπει με τη νηφαλιότητα και προσοχή μας να μας γίνει «θεωρίας επίβασις», είσοδος στην πνευματικώτερη ζωή και διακονία, στην οποία η κάθαρση και ο φωτισμός. Η νέκρωση του παλαιού ανθρώπου, του νόμου της διαστροφής και του παράλογου είναι αναγκαία, για να δοθεί θέση στα πνευματικά χαρίσματα και στον αγιασμό, χωρίς τον οποίο «ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. ιβ, 14).
Η, κατά το δυνατό, τήρηση και εφαρμογή της πρακτικής, δαμάζει τα πάθη και υποτάσσει τις αισθήσεις, στη διακονία μόνο της χρείας (ανάγκης). Ετσι παραμερίζεται η πολύμορφη επιθυμία, που ως άλλη μυθική Κίρκη παραμορφώνει τους οπαδούς της σε κάθε είδους κτηνώδη και θηριώδη μορφή. Όταν, με τη Χάρη, αυτή η ευταξία επιβληθεί, τότε ξυπνά ο νους από το λήθαργο της αναισθησίας. Ο νους, με τη συνεργασία της Χάρης, που δίκαια αποκτήθηκε, προκαλεί την κάθαρση της καρδιάς, απ όπου γεννιούνται τα ίδιώματα της θεοείδειας. «Μακάριοι», όντως, «οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματ. ε, 8), επειδή «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α, 12).
Αυτός είναι ο λόγος, αδελφοί και πατέρες, που συνεχώς επιμένω να σας παρακινώ να μη νυστάζετε, να μην αμελείτε, να μη βαρύνεσθε, γιατί «ουκ άξια τα παθήματα» των μικρών μας αγωνισμάτων «προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι» (Ρωμ. η, 18).
Δύσκολο είναι να δείξουμε λίγη φιλοπονία, για να πειθαρχήσουμε στο μοναχικό μας πρόγραμμα, κερδίζοντας έτσι τη θεία παναγάπη και τη μερίδα του κλήρου των αγίων, τη στιγμή που οι άνθρωποι μέσα στην κοινωνία κοπιάζουν περισσότερο πολλές φορές για μικρή άνεση; Δεν γίνεται από μας σήμερα για πρώτη φορά η προσπάθεια για τη σωτηρία, αλλά είναι πάντοτε νόμος και κανόνας της εδώ εξορίας μας. Ποιό άλλο δρόμο ακολούθησαν όσοι ευαρέστησαν το Θεό, «από καταβολής κόσμου», δίκαιοι, προφήτες, απόστολοι, μάρτυρες, ομολογητές και τα νέφη των οσιώτατων Πατέρων, τους οποίους προσπαθούμε να αντιγράψουμε;
«Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω» (Ψαλμ. β, 11), λέει η Γραφή, που αναφέρεται στη δική μας ζωή, ως θείας διακονίας, ως ευχαριστιακής και δοξολογικής αναφοράς, αφού όλα ανήκουν στο Θεό, και εμείς και όλες μας οι προθέσεις και κινήσεις. Ως λειτουργικά όντα που είμαστε, το μεγαλύτερο μέρος της δικής μας πνευματικής διακονίας είναι η προσευχή και η ψαλμωδία. Σ αυτόν το σκοπό περισσότερο προσκαλούν οι Πατέρες. Η ψαλμωδία, κατά τη Γραφή, είναι διακονία των ουράνιων δυνάμεων, που περικυκλώνουν και λειτουργούν αδιάλειπτα το Θεό, κατά το «αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτόν πάντες οι άγγελοι αυτού και πάσαι αι δυνάμεις αυτού» (Ψαλμ. ρμη, 1, 2). Στους μοναχούς αρμόζει το «οι φοβούμενοι τον Κνριον αινέσατε αυτόν άπαν το σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν» (Ψαλμ. κα, 23). Η ψαλμωδία στο βάθος είναι «θυσία αινέσεως» και ενδελεχισμού, κατά το «θυσία αινέσεως δοξάσει με» (Ψαλμ. μθ, 23). Η Γραφή μας παρακινεί συνεχώς στο λειτουργικό αυτό καθήκον: «Ψάλατε τω Θεώ ημών ψάλατε ψάλατε τω βασιλεί ημών ψάλατε ψάλατε συνετώς, καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ. Αγαλλιάσονται τα χείλη μου όταν ψάλω σοι, η ψυχή ην ελυτρώσω. Εγώ άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου, ότι εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ. Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου και εν τω ονοματί σου αρώ τας χείρας μου» και όντως «τον χειμάρρουν της τρυφής αυτού ποτιεί τους ψάλλοντας αυτώ» (Ψαλμοί Δαυΐδ).
Αυτά τα ανέφερα, για να ερεθίσω τη φιλόθεη διάθεσή σας στο τόσο υψηλό πνευματικό καθήκον, για να μη σας υποκλέπτει η αδιαφορία και η αμέλεια. Πολύ μεγάλη Χάρη βρίσκεται σ αυτήν τη διακονία, για όσους με ευλάβεια και προσοχή την εκτελούν, μεταφερόμενοι από τον υλικό αυτόν κόσμο στη θέση των «ασωμάτων δυνάμεων».
Εάν ο Κύριός μας «εκ στόματος νηπίων», στην κακία, «καταρτίζει αίνον», ώστε με την υμνολογία να καταργήσει τον εχθρό και εκδικητή διάβολο, πως εμείς με ραθυμία, νυσταγμό και αμέλεια εκτελούμε αυτό το καθήκον; Εάν ο άδικος καταχραστής της θείας ευσπλαγχνίας παραδόθηκε στους βασανιστές μέχρι να εξοφλήσει το χρέος του, πόση τιμωρία και εξευτελισμό θα υποστεί ο μοναχός που αμελεί τη διακονία της ευχαριστίας και δοξολογίας; Κατά τους Πατέρες μας, ο σπουδαιότερος λόγος της εγκατάλειψης της Χάρης, μαρασμού της θέρμης και της ευλάβειας, οφείλεται στην αμέλεια και περιφρόνηση της προσευχής και της ψαλμωδίας. Γι αυτό ας «νήφωμεν, γρηγορώμεν» (Α Θεσ. ε, 8) και βιαζόμαστε, για να μη βρει «εν ημίν τοπον ο εχθρός ημών διάβολος».
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 39η
«Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου»
Αδελφοί και πατέρες, πολλές φορές ακούω να λέγονται λόγια ταπεινοφροσύνης και αυτομεμψίας, που φανερώνουν περισσότερο απειρία ή καλύτερα αγνωσία και απορώ για την αδεξιότητα και την αμάθεια. Οι Πατέρες μας, που ήταν φωτισμένοι από τη Χάρη, με διάκριση βίωσαν οι ίδιοι την οδό του Κυρίου και μας παρέδωσαν το θείο τους φωτισμό, για να συνεχίσουμε τη δική τους πορεία.
Βάση και αρχή της πνευματικής πορείας του αγώνα μας είναι η φιλοπονία και αυταπάρνηση. Με αυτές απαλλασσόμαστε από τα εμπαθή νοήματα και τις κινήσεις της αιχμαλωσίας του παράλογου, που συνιστά τον παλαιό άνθρωπο. Με σύνεση και διάκριση οι Πατέρες ρυθμίζουν τα στοιχεία του πνευματικού αγώνα, ώστε να μην καταντήσουμε σωματοκτόνοι, αλλά μόνο παθοκτόνοι, γιατί το σώμα μας είναι το απαραίτητο μέσο και εργαλείο για την πάλη, είτε κατά των παθών και συνηθειών, είτε κατά του ίδιου του διαβόλου.
Θέλω να γίνετε κάτοχοι και γνώστες αυτής της διάκρισης και σύνεσης, ώστε να αποφεύγουμε την έλλειψη και υπερβολή, που γεννά η ακαταστασία και η ιδιορρυθμία. Στο κοινοβιακό μας σύστημα πρυτανεύει αυτή η φωτεινή διάκριση και ως συνετοί να μην παραβιάζετε αυτόν τον κανόνα.
Ο λύχνος της διάκρισης, ο αββάς Ησαίας μας διδάσκει: «Μη στερείτε το σώμα από τις απαραίτητες φυσικές ανάγκες της ανάπαυσης, της διατροφής και της άνεσης, για να είναι πάντοτε πρόθυμο στη λογική διακονία του προγράμματος». Ειδικά αυτό άφορά τους ασθενέστερους και αδύνατους χαρακτήρες που αυξήθηκαν στους καιρούς μας.
Η διάκριση γνωρίζει πολλά να προλαμβάνει και να συμπληρώνει, αν όλα τα κυβερνά η υπακοή και η ταπείνωση. Συνεχίζοντας τη διακριτική φιλοπονία γνωρίζουμε ότι τα εργαλεία των αρετών είναι οι σωματικοί κόποι και αντίθετα τα γεννήματα των παθών προέρχονται από την αμέλεια. Εάν επικρατήσει ο « πλατυσμός», δηλαδή η ύπαρξη του περιττού, γεννιέται η άνεση. Αυτή διώχνει την πνευματική γνώση. Μόνο η προθυμία της φιλοπονίας και του κόπου, μαραίνει και διώχνει τα πάθη, ενώ η οκνηρία τα επαναφέρει εύκολα.
Η νεανική ηλικία χρειάζεται πολλή προσοχή στη διοίκηση του σώματος και των αισθήσεων, για να μην παρασύρεται από τις ακατονόμαστες προφάσεις της δήθεν ανάγκης, και καταντήσει υπόδουλη της επιθυμίας, που έχει ακαταγώνιστους συμμάχους τους δαίμονες. Με ενέχυρο το θείο φόβο οφείλουμε να επιμένουμε στον τύπο του προγράμματος και του κανόνα μας, με στόχο την κατάκτηση των αρετών, που μας σκεπάζουν από την επίδραση των προηγούμενων συνηθειών και παθών, αλλά και των αόρατων εχθρών μας. Οι κόποι και οι μόχθοι της εδώ ζωής, για τις αρετές και το Θεό, όχι μόνο μας σκεπάζουν από τις επιθέσεις των εχθρών, αλλά είναι τα μελλοντικά στεφάνια και βραβεία, που κέρδισαν και οι ομολογητές και οι μάρτυρες.
Αυτό το νόημα έχουν τα λόγια του Κυρίου: « Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Λουκ. ιβ, 40), μήπως έλθει ξαφνικά και μας βρει κοιμισμένους. Αντίθετα θέλει να είμαστε σε θέση να πούμε το εξής χαρακτηριστικό: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων και εν ημίν ευρήσει ουδέν» (πρβλ. Ιω. ιδ, 30). Όσοι με την απαραίτητη προσοχή πέτυχαν αυτήν την ελευθερία, τους βραβεύει δίδοντάς τους «εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων, και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι, 19). Αυτές οι υποσχέσεις ανήκουν ασφαλώς σ όσους φυλάσσουν τις θείες εντολές. Ενθαρρύνοντάς τους περισσότερο στην καρτερικότητα των λυπηρών της φιλοπονίας, τους θεωρεί συναγωνιστές του λέγοντας: «Υμείς δε εστε οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λουκ. κβ, 28). Και σε όσους αντιστέκονται και πολεμούν αυτούς που δεν δέχονται την «υγιαίνουσαν διδασκαλίαν» «Καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου» (Λουκ. κβ, 29, 30).
Όποιος, λοιπόν, αποδεχθεί αυτήν την πρόσκληση πρέπει να συμπορευτεί και στο σταυρό, που είναι η περιεκτική κακοπάθεια και η εγκράτεια σ όλα τα πάθη μέχρι να εκλείψουν. Αυτήν τη νέκρωση περιγράφοντας ο Παύλος λέει: «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζώ δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β, 19, 20). Και για τους μιμητές του λέει: «Οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασιν και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24). Στο μαθητή του Τιμόθεο γράφει: «Ει γάρ συναπεθάνομεν, και συζήσομεν, ει υπομένομεν και συμβασιλεύσομεν, ει αρνησόμεθα, κακείνος αρνήσεται ημάς» (Β Τιμ. β, 11, 12). Ποιοί είναι οι αρνητές; Δεν είναι όσοι υποκύπτουν στα παράλογα και εμπαθή θελήματά τους και ανατρέπουν τη σωστή πορεία της μετάνοιας;
Από μας εξαρτάται η πλήρης και ολοκληρωμένη μετάνοια κατά το λόγο του Κυρίου: «Εάν μη περισσεύση υμών η δικαιοσύνη πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματ. ε, 20). Είναι λόγος ανησυχητικός. Η φαρισαϊκή δικαιοσύνη, είναι η απλή και τυπική χριστιανική ζωή. Ο Κύριός μας όλα αυτά τα κατάργησε με την παρουσία του και με την αφοσίωση «εξ όλης ψυχής και καρδίας» στο θείο θέλημα.
Η διπλή μας ομολογία, τόσο στο θείο βάπτισμα όσο και στην κουρά του αγίου σχήματος, μας πληροφορεί ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι Χριστώ» (πρβλ. Β Κορ. ε, 15) και καμμιά πρόφαση δεν θα μας δικαιώσει στη φοβερή ώρα της εφαρμογής της θείας δικαιοσύνης.
Η αληθινή και πραγματική μετάνοιά μας θα φανερωθεί με τα έργα, που ως «έλαιον» θα τροφοδοτούν τις αναμμένες λαμπάδες μας και επομένως τα αποτελέσματα των πράξεών μας θα παρουσιάσουν ποιοι είμαστε. Τα σκεύη του «ελαίου» είναι οι δυνάμεις της ψυχής, στις οποίες υπάρχουν οι αρετές, και το «έλαιον» η πρακτική ενάρετη ζωή. Το φώς, που είναι αναμμένο, είναι ο νους, που φωτίζεται από τη θεία έλλαμψη.
Εμείς πρέπει να μισήσουμε όλα τα περιττά πράγματα και συστήματα του μάταιου κόσμου και ειδικά τη σωματική απόλαυση, που μας μεταβάλλουν σε εχθρούς του Θεού με τη φιλία των σωματικών ανέσεων. Εφόσον δεν τηρήσαμε την περιεκτική εντολή της ακριβούς φιλοθεΐας, τουλάχιστον ας κρατήσουμε τη δευτερη εντολή.
Η περίοδος της Χάρης άρχισε με την επιταγή της μετάνοιας: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματ. γ, 3). Στην ουσία η μετάνοια είναι η συνεχής άρνηση του παρελθόντος, οπόταν η χωρίς Θεό ζωή, μας έσπρωξε στα έργα της ενοχής και μας άρπαξε τη σφραγίδα της ομολογίας. Εμείς, όπως στην παραβολή του «Ασώτου» περιγράφεται, οφείλουμε την «εξ όλης ψυχής και καρδίας» ανάσταση και επιστροφή στην προηγουμενη θέση μας. Μετάνοια είναι η ανάκληση του νου, που περιέπεσε στην «περιεκτική παράνοια», παρανόησε τα καλά και προτίμησε τα κακά, ως καλά. Για να συνεχίζεται η αληθινή μετάνοια, πρέπει να επανέλθει ο νους στη σωστή του θέση και να κάνει σωστή χρήση των νοημάτων, την οποία θα ακολουθήσει η ορθή χρήση των πραγμάτων.
Η σωστή χρήση των νοημάτων και των πραγμάτων στις συνταγές της μετάνοιας είναι και στους αρχάριους και μέσους και τελείους, η προσευχή, ο πόλεμος κατά των εμπαθών λογισμών και η υπομονή στις θλίψεις που παρουσιάζονται. Χωρίς αυτά δεν κατορθώνεται πνευματική εργασία και η μετάνοια δεν γίνεται ευπρόσδεκτη. Ο φόβος από την ενθύμηση της κρίσης και ο πόθος των θείων επαγγελιών, που είναι ο Παράδεισος, μας βοηθούν να υπομένουμε όσα προκαλούν θλίψεις.
Όπως τις αρετές και την προκοπή προκαλούν οι κόποι και οι θλίψεις, έτσι και τις κακίες τις προκαλούν οι ηδονές και οι φιλοδοξίες. Υπάρχουν, με τη Χάρη του Χριστού, και οι ήρωες, που υπομένουν κακουχίες και ατιμίες για την αλήθεια, και αυτοί πραγματικά βαδίζουν την αποστολική οδό φορτωμένοι το σταυρό των παθημάτων του Χριστού. «Ει συμπάσχομεν άρα και σννδοξασθώμεν» (πρβλ. Ρωμ. η, 17). Αν δεν πάσχει το σώμα «υπέρ Χριστού», ο νους δεν συνδοξάζεται μαζί του.
Η σωματική πολιτεία απαιτεί αφυπνισμό των αισθήσεων και η ψυχική πολιτεία, η νοερά εργασία, αφυπνισμό της καρδιάς. Αυτό σημαίνει ότι προηγούνται των πνευματικών, οι σωματικές, οι πρακτικές αρετές. Κάθε άνεση και φιλαυτία, ακολουθεί ταλαιπωρία και μαρασμός. Κάθε ταλαιπωρία για το Θεό, ακολουθεί άνεση και χαρά πνευματική. Όποιος είναι συνετός στο στάδιο της μετάνοιας, καθαρίζει το κάλλος της ψυχής του με δάκρυα, νηστείες και κακουχίες, που επινοεί η φιλοπονία. Θλίψη και πόνος, που γίνεται για το Θεό υπερέχει ίσως και μεγάλου έργου, που γίνεται χωρίς λύπη. Η εκούσια θλίψη για το Θεό είναι δοκιμασία γνήσιας αγάπης και γι αυτό με θλίψεις όλοι οι άγιοι δοκιμάστηκαν.
Μια έμπονη προσευχή του Δαυΐδ μας αποκαλύπτει τη βαρύτητα των κορυφαίων αρετών, που οφείλουμε πάντοτε να καλλιεργούμε. Απ όπου και αν κοιτάξουμε τη ζωή του μεγάλου αυτού προφήτη, θα δούμε ότι είναι γεμάτη αρετές. Δίκαια ο Θεός τον πρόβαλε ως αντάξιο ομοίωμά του. «Εύρον Δαυΐδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου» (Πράξ. ιγ, 22). Αυτός ο τόσο ενάρετος και αγωνιστής της μετάνοιας πρόβαλε κατ εξαίρεση, δύο καλωσύνες και αρετές, για εξιλέωση, επειδή πίστευε ότι είναι αποδεκτές. Με αυτές έσβησε την ενοχή του, επανέφερε στην ομαλότητα τις σχέσεις του με το Θεό και βρήκε δικαίωση ενώπιόν του.
«Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου, και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» (Ψαλμ. κδ, 18). Και οι Πατέρες με παρρησία αυτήν τη λύση προβάλλουν για λύτρωση από κάθε ενοχή. «Ταπείνωσις και κακοπάθεια, πάσης αμαρτίας ελευθερούσι τον άνθρωπον, η μεν τα της ψυχής, η δε τα του σώματος περικόπτουσα πάθη» (άγιος Μάξιμος).
Γνωρίζοντας ο εχθρός την ωφέλεια, από τη φιλοπονία και τον κόπο, υποβάλλει σκέψεις ασθένειας και αδυναμίας του σώματος για να κάμψει την προθυμία. Όποιος φοβάται σωματική ασθένεια, λέει ο αββάς Ησαΐας, δεν φτάνει στο «κατά φύσιν», ούτε μπορεί να αποκτήσει αρετές. Επιτυγχάνει όμως, όποιος έμαθε να καταφεύγει στο Θεό με πίστη, γιατί «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. Θ, 23). Ένας από τους καθηγητές του πνευματικού νόμου, ο άγιος Μάξιμος, αναφέρει:
«Πρόσεχε τον εαυτό σου από τη μητέρα των κακών τη φιλαυτία, που είναι παράλογη φιλία και πρόνοια του σώματος. Από την ήττα αυτή, πηγάζουν οι τρεις γίγαντες των παθών, η γαστριμαργία, η φιλαργυρία και η κενοδοξία, παίρνοντας αφορμές, από τις δήθεν σωματικές ανάγκες. Ακολουθούν, εάν δεν υπάρξει προσοχή, όλα τα κακά και παράλογα».
Ουδείς», λέει ο Παύλος, «την εαυτού σάρκα εμίσησεν» (Εφ. ε, 29) αλλά «υπωπιάζει και δουλαγωγεί» και δεν της παρέχει περισσότερα, παρά μόνο διατροφή και ενδυμασία, όσα δηλαδή επιβάλλει η απόλυτη ανάγκη. «Ον τις αγαπά, τούτον πάντως και σπεύδει θεραπεύειν, ει ουν τον Θεόν τις αγαπά, πάντως και τα αρεστά αυτό πράττει».
Είναι γνωστό ότι ο Θεός αρέσκεται, ζητά και νομοθετεί και την αγάπη και τη σωφροσύνη, τη θεωρία και την προσευχή. Αντίθετα στη σάρκα αρέσουν η γαστριμαργία και ακολασία και όσα τις αυξάνουν. Γι αυτό «οι εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται» (Ρωμ. η, 8). «Οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24). Όταν ο νους δαμάσει τις αισθήσεις, ώστε να μην είναι παράλογες, εύκολα γυρίζει προς το Θεό και τότε έχει υπόδουλο το σώμα. Ο λογικός και κοινοβιακός τρόπος της ζωής μας είναι η σταθερή βάση γι αυτόν το θρίαμβο, γιατί η ακρίβεια του τυπικού προγράμματος, ο παραμερισμός των προκλητικών αιτίων και η υποκίνηση της φιλάδελφης διαγωγής, χωρίς κόπο μας οδηγεί στις αρχές και τους τρόπους της αποφυγής όσων βλάπτουν και την τήρηση όσων οικοδομούν.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 40η
«Εξομολογείσθε τω Κυρίω»
Αδελφοί και πατέρες, δεν θα σιωπήσουμε εφόσον βρισκόμαστε στο στάδιο της μάχης και διανύουμε το δρόμο της επιστροφής μας στη ζωή, που χάσαμε με την πτώση. Μοιάζουμε με ναυαγούς ή με θύματα μεγάλης θεομηνίας, που προσπαθούν μέσα από τα συντρίμμια να σωθούν. Τη σωτηρία πραγματοποίησε ο Κύριός μας με τη σάρκωση και την επίγεια παρουσία του, αφού πρώτα εξόφλησε το χρέος της ενοχής και επανέφερε τη Χάρη, που χάσαμε. Με την πανάρετη ζωή του, μας έδωσε το θάρρος, που χρειάζεται για τη διεξαγωγή της μάχης, το οποίο χάσαμε, λόγω της διαστροφής που πάθαμε με το χωρισμό μας από το Θεό.
Μάθαμε ότι οι ορέξεις, οι επιθυμίες και ό,τι άλλο μας προκαλεί, δεν είναι ούτε λογικό, ούτε κατά Θεό. Πρέπει όλα να τα «δοκιμάζουμε» δηλαδή να τα διακρίνουμε. Αν και «πάντα ημίν έξεστι, αλλ ου πάντα συμφέρει... ουδέ εξουσιασθησόμεθα υπό τινος» (Β Κορ. στ, 12), εφόσον « ουκέτι εαυτοίς εσμεν» , αλλά « τω Θεώ», που είναι δημιουργός και ανακαινιστής μας. Δεν θα μιμηθούμε το παράδειγμα των πρωτόπλαστων προγόνων μας.
Ο Κύριος μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε, 5). Γνωρίζουμε από την Ιστορία τα κατορθώματα των χωρίς Θεό ανθρώπων. Εάν για την παρούσα ζωή μας, μόνος του μας λέει ότι «αυτώ μέλει περί ημών» και ότι « οίδεν ο πατήρ ημών ων χρείαν έχομεν προ του ημάς αιτήσαι αυτόν» (πρβλ. Ματ. στ, 8) δεν πρέπει όλη μας η προσπάθεια να αφορά μόνο την τήρηση των εντολών και του θελήματός του; Δεν μας « είλκυσε» ο Κύριος και μας προστάζει να τον μιμηθούμε; «Αγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α Πέτ. α, 16) και «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματ. ε, 48).
Το κέντρο τον γενικού μας καθήκοντος είναι να αντισταθουμε στα παράλογα πάθη και συνήθειες, που κληρονομήσαμε από τον αντιστρατευόμενο νόμο. Αυτή η πάλη είναι έμπρακτη ομολογία, ότι « Κύριον τον Θεόν» μας θα προσκυνούμε και θα λατρεύουμε. Τότε η θεία Χάρη, που πήραμε με το βάπτισμα και τα θεία μυστήρια, με την πρακτική μας πάλη προς τα πάθη, θα μεταβληθεί από «δυνάμει» σε «ενεργεία» και θα μας απαλλάξει από τον παλαιό άνθρωπο. Όλη μας η προσπάθεια είναι να αποδείξουμε, ότι αποστρεφόμαστε τον παλαιό άνθρωπο της απάτης και της διαστροφής και θέλουμε να φορέσουμε τον «καινόν άνθρωπον», που η ίδια η Χάρη ετοιμάζει σε όσους την υπακούουν και προσπαθούν.
Με συντομία σας υπενθύμισα τον κεντρικό μας σκοπό, ώστε να μη νυστάζετε, αποθαρρύνεστε και μετράτε λανθασμένα. Το πέρασμα του χρόνου και η νοοτροπία των «χωρίς ελπίδα ζώντων» ανθρώπων δεν έχουν σημασία για μας. Ο Παύλος άριστα τοποθετεί αυτήν τη θεωρία. «Από δε των δοκούντων είναι τι, οποίοι ποτέ ήσαν, ουδέν μοι διαφέρει, πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β, 6). Έτσι απαντούμε στους νεοεμφανιζόμενους κατηχητές και δασκάλους. Πρόβλεψαν οι θεμελιωτές της Εκκλησίας μας, ιερώτατοι Απόστολοι, ότι στους έσχατους καιρούς μας «πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β Τιμ. γ, 13).
Εμείς, πατέρες και αδελφοί, ακολουθώντας τις παραδόσεις των Πατέρων και της Εκκλησίας μας, δεν μετακινούμαστε από τους στόχους της κλήσης μας. Και αν ακόμα άγγελος εξ ουρανού μας προκαλέσει σε συμβιβασμούς «ανάθεμα έστω» (Γαλ. α, 18). Με ένα σκοπό, μια θέληση και με όλη μας την ταπεινή προσπάθεια, το θείο θέλημα επιδιώκουμε «καν τε ζώμεν καν τε αποθνήσκομεν» (Ρωμ. ιδ, 8). Και πολεμούμε τον «παλαιό άνθρωπο» και όλα όσα συνδέονται με αυτόν. Κανέναν άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο τον «Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον» (Α Κορ. β, 2) και βιαζόμαστε να γίνούμε όπως εκείνος. «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμος μυστηρίων Θεού» (Α Κορ. δ, 1). Τι οικονόμοι όμως θα είμαστε, όταν μας χαρακτηρίζει η ακαταστασία, η αδιαφορία και η αμέλεια; Παίρνουμε θάρρος καταφεύγοντας πάλι στον Παύλο: «ΙΙας δε ο αγωνιζόμενος» δεν νυστάζει, αλλά «πάντα εγκρατεύεται» (Α Κορ. θ, 25), όχι μόνο στην τροφή, αλλά και σ όλη τη συμπεριφορά του, «υπωπιάζων» και «δουλαγωγών» το σώμα, μήπως γίνει «πρόσκομμα τοις ασθενούσιν» (Α Κορ. η, 9) ή και σε όσους δεν έχουν γνώση.
Ευλογητός, όμως, ο Θεός, που δίνει σε μας τη νίκη μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α Κορ. ι, 57). Ο Παύλος μας ενθαρρύνει στον αγώνα μας: « Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε, πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α Κορ. ιστ, 13, 14). Όλα πρέπει να τα κατευθύνει η μακάρια αγάπη και συμπάθεια. Η δραστηριότητα της σατανικής πονηριάς έχει σκοπό να διασπά όσα η παναγάπη του Κυρίου μας ενώνει και συγκεντρώνει. Εάν ο μοναχός θυμάται συνεχώς, ότι ο Θεός και σωτήρας μας είναι η αυτούσιος αυτοαγάπη, αυτό μόνο είναι αρκετό για να συγκινεί και παροτρύνει κάθε συνείδηση να αφομοιώνεται με αυτό το πρότυπο, γιατι «ο μένων εν τη αγάπη, εν τω
Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιω. δ, 16).
Λόγω του κοινωνικού χαρακτήρα της ζωής μας συμβαίνουν περιστατικά, που προκαλούν τη διαφωνία και τη σύγχυση. Αν και δεν είναι σοβαρά και άξια λόγου, γίνονται αιτία οι απρόσεκτοι να αποθαρρύνονται προβάλλοντας το κλειδί της ταραχής, το καταραμένο «γιατί;». «Εάν ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» (Ιερ. ι, 23) και «τω Θεώ μέλει περί ημών» (Α Πέτ. ε, 7) δεν χρειάζονται ερωτηματικά και απορίες, αλλά πίστη από μας και καρτερία στις παγίδες του διαβόλου, που τοποθετούνται στη ζωή μας, όταν νυστάζουμε.
Με το παρήγορο στήριγμα, που η θεία παναγάπη μας δίνει, διαλύεται κάθε απορία και αδυναμία μας. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. μθ, 15), «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 7). Επειδή ο λόγος έφτασε στο θέμα της αίτησης και προσευχής, θα αναφέρουμε κατάλληλα χωρία της πατερικής μας διδασκαλίας, για να μας μάθουν το τόσο απαραίτητο όπλο και μέσο στον αδιάλειπτό μας πόλεμο και αγώνα.
Συνήθως οι Πατέρες συνιστούν το μονολόγιστο τρόπο της προσευχής, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είναι απλούστερος, γιατί ο νους ευκολώτερα προφέρει και συγκρατεί το όνομα του Κυρίου. Δεν πρέπει όμως να παραμελούμε τον εξομολογητικό τρόπο προσευχής, που πάντοτε υπήρχε και επικρατούσε στην εκκλησιαστική μας παράδοση, γιατί παρηγορεί σύντομα και αισθητά, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη πίεση του πειρασμού.
Ο τρόπος αυτός είναι μια μέθοδος να συγκρατηθεί ο νους, που μετεωρίζεται, σκορπίζεται και ρεμβάζει και που δύσκολα οι αρχάριοι και αδαείς τον συγκρατούν στη μονολόγιστη ευχή, αφού δεν έχουν ακόμα προκόψει σ αυτήν την εργασία. Όταν μιλούμε με τον εξομολογητικό τρόπο στο Θεό, πρώτοι αισθανόμαστε αυτά που λέμε. Ο νους δεν σκορπίζεται στο μετεωρισμό, επειδή αυτός παράγει τα νοήματα και τα λόγια. Αυτό γίνεται αφορμή να συγκρατείται.
Επειδή η εξομολογητική αυτή πράξη είναι συνήθως αυτομεμψία και επίγνωση της ευτέλειας και αδυναμίας μας, αλλά και αίσθηση της ενοχής μας, πληγώνει την καρδιά και δεν αργεί να προκαλέσει το πένθος και τα δάκρυα, που είναι η παρηγοριά και πληροφορία ότι η αίτησή μας έγινε δεκτή.
Θα παραθέσουμε ένα υπόδειγμα αυτού του τρόπου της προσευχής για όσους θέλουν να το χρησιμοποιήσουν και να ωφεληθούν.
«Κύριε Ιησού Χριστέ των δυνάμεων, μην αποστρέψεις το πρόσωπό σου από εμένα τον ταπεινό, και μη θυμηθείς τα κακά, που απερίσκεπτα διέπραξα. Μη θελήσεις να μου αποδώσεις κατά τις πράξεις μου, ως οικτίρμων και φιλάνθρωπος. Επάκουσον, Κύριε, την αναξιότητά μου για την πολλή και άφατή σου αγαθότητα, και δώσε μου μετάνοια αληθινή και επίγνωση της αθλιότητάς μου, στην οποία αναίσθητα επιμένω παροργίζοντας τη μακροθυμία σου. Στείλε, Πανάγαθε, το φως της Χάρης σου να με ξυπνήσει από το λήθαργο της πώρωσης και της αναισθησίας μου, και λύσε τα δεσμά της αποθάρρυνσης και απόγνωσής μου. Συ, Κύριε, που άνοιξες τα μάτια των τυφλών, άνοιξε τα σκοτισμένα μάτια της καρδιάς μου. Μην αποστραφείς, Πανάγαθε, την ελεεινότητά μου για την αδιόρθωτη και ένοχη ζωή μου, Εσύ, που βαστάζεις πάντοτε την παγκόσμια αυθάδεια και προδοσία. Όπως καταδέχτηκες να με περιλάβεις ανάμεσα σε όσους σε γνωρίζουν, καταξίωσέ με να ανταποκριθώ στην υπόσχεσή μου, και να σε ευαρεστήσω».
Όταν αυτός ο τρόπος χρησιμοποιείται συχνά, με προσοχή και αυτομεμψία, ξυπνά την κοιμισμένη διάνοια. Η θεία Χάρη κολακεύεται από το ταπεινό φρόνημα και τη θλιμμένη καρδιά, δείχνει την παρουσία της και παρηγορεί. Αυτός ο τρόπος είναι εισαγωγικός για να πλησιάσει ο άνθρωπος το νόημα της προσευχής και με αυτόν ευκολώτερα ο νους φτάνει στην αίσθησή της. Η αδιάλειπτη εργασία της προσευχής, που οφείλει κάθε πιστός να πετύχει, δεν είναι εύκολη. Περισσότερο ευδοκιμεί όταν «κατά μόνας» σε ώρα ησυχίας και σιωπής, προσπαθεί ο άνθρωπος να γνωρίσει στο Θεό την επιθυμία και τον πόνο του.
Την αδιάλειπτη όμως ενέργεια της προσευχής, που ανήκει στη μονολόγιστη ευχή, θα την πετύχουμε όπως ορίζουν οι Πατέρες. Οι λίγες λέξεις της ευχής, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που ολοκληρώνουν το νόημα της θείας επίκλησης, είναι εύκολο να λέγονται σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο και με οποιοδήποτε τρόπο. Αρκεί να λέγονται με πρόγραμμα, αφού μας επιβάλλεται, κατά τον Παύλο, το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. ε, 17).
Οι Πατέρες μας, που το εφάρμοσαν, πέτυχαν το κέρδος, που είναι η άφεση, ο φωτισμός και η κάθαρση. Μας ορίζουν ότι «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» και «Ιησού ονόματι κολληθήτω τη πνοή σου» και «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Δεν είναι ακατόρθωτο να κρατεί κάποιος αυτές τις λίγες λέξεις της μονολόγιστης επίκλησης του σωτήριου ονόματος του Κυρίου μας, όπου και αν βρίσκεται και με ό,τι και αν ασχολείται, εάν το θέλει. Πρέπει να γνωρίζει ότι η θεία αυτή επίκληση, δεν είναι προφορά απλών λέξεων, αλλά δύναμη και ενέργεια φοβερή κατά των δυνάμεων του σκότους, αλλά και δική μας παρηγοριά, εφόσον, κατά τη Γραφή, «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» και «νυκτός μετά της καρδίας μου ηδολέσχουν» (Ψαλμ. οστ, 3, 6).
Κάθε ηλικία και περίοδος της ανθρώπινης ζωής μπορεί εάν θέλει να βρίσκεται σε επαφή με το Χριστό, που επιθυμεί την ασφάλεια και τη σωτηρία μας, καθενός και όλων, αφού μόνος του μας λέει «μεθ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματ. κη, 20) και «ουκ αφήσω υμάς ορφανούς» (Ιω. ιδ, 18).
Εάν μας πείθει η θεία παναγάπη ότι «ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματ. ζ, 8), τότε τίποτε δεν μένει άλυτο απ όσα μας τυραννούν και απασχολούν. Όποιος μένει αβοήθητος, να κατηγορεί τον εαυτό του μάλλον που έπαψε να ζητά. «Ει ουν υμείς πονηροί όντες οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών» (Ματ. ζ, 12) ο κοινός Πατέρας θα παραβλέψει τη δέησή σας, όταν του ζητάτε να σας απαλλάξει από τους εχθρούς σας και να θεραπεύσει τη διαστροφή, που πάθατε για την αποστασία σας απ αυτόν; Υπόσχεται ότι «επακούσεται της δεήσεώς μας εν τάχει» και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα μας χαρίσει, αυτός που «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η, 32).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου