Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 13η
«Αποθέμενοι τον παλαιόν άνθρωπον»
Αδελφοί και πατέρες, μιλήσαμε σε προηγούμενες κατηχήσεις, σύμφωνα με τους ορισμούς των Πατέρων, περί πράξης και θεωρίας, περί εισαγωγής, προόδου και τελείωσης και ερμηνεύσαμε τι είναι και πως πραγματώνεται ο βίος των μοναχών. Αυτό είναι το σχήμα και η εικόνα της περιγραφής. Εμείς όμως, ενδιαφερόμαστε για τον πρακτικώτερο τρόπο, που θα μας φέρει τον καρπό αυτό, όπως ενδιαφέρει τους γεωργούς ο θερισμός του κόπου τους και τους φοιτητές η απόκτηση του διπλώματός τους.«Ιδού», σε μας, «καιρός ευπρόσδεκτος και ημέρα σωτηρίας» (Β Κορ. στ, 2). Το στάδιο είναι ανοικτό και προκαλεί τους αθλητές. Καθένας καλείται να προσφέρει την άθληση και αγωνιστικότητα που αρμόζει στη θέση που τοποθετήθηκε και με τον κατάλληλο τρόπο. Κατά τον Παύλο «είτε διακονίαν, εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων, εν τη διδασκαλία, είτε ο παρακαλών, εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδους, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι. Η αγάπη ανυπόκριτος. Αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ , τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες... το αυτό εις αλλήλους φρονούντες και μη τα υψηλά φρονούντες» (Ρωμ. ιβ, 7 11, 16).
Με την τήρηση και φυλακή όλων αυτών με τα οποία ασχολούμαστε συνεχώς, ένα αποτέλεσμα επιδιώκουμε. Την απαλλαγή μας από τον παλαιό άνθρωπο, που είναι ακριβώς το αντίθετο όσων περιγράψαμε και τα οποία εμείς βιαζόμαστε να εφαρμόσουμε. Εάν δεν φερόμαστε έτσι, τότε ποιος ο σκοπός της αποταγής μας;
Δεν θα διστάσουμε όμως, με τη Χάρη του Κυρίου, που μας κάλεσε, να σηκώνουμε το σταυρό του, αφού μπροστά μας πηγαίνουν νέφη μαρτύρων και ομολογητών, που όχι μόνο κατά των παθών και της διαστροφής αγωνίστηκαν, αλλά και εναντίον όλης της δύναμης των εχθρών του σκότους, τους οποίους κατατρόπωσαν. Και διήνυσαν όχι μόνο το δικό μας σταυροφόρο δρόμο, αλλά και ολοκλήρωσαν την ομολογία τους με το αίμα και το θάνατο.
Εάν κρατήσετε την αυταπάρνησή σας με ζήλο, η θεία Χάρη θα σας ελευθερώσει από τις επήρειες των παθών και του συστήματος του παλαιού ανθρώπου. Μετά θα αρχίσει ο τρυγητός, η αίσθηση της θείας αγάπης και όλων των καρπών του Αγίου Πνεύματος. Τότε θα αισθάνεσθε, κατά το δυνατό, την ποιότητα της βασιλείας του Χριστού μας.
Μη βαριεστείτε με την παράταση του τυπικού προγράμματος, όσο και αν φαίνεται κουραστικό. Οι «άγιοι πάντες», «δια πολλών θλίψεων» εισήλθαν στην κατάπαυση. Ακόμα και στον Κύριό μας, μετά από το Γολγοθά δόθηκε όλη η εξουσία « εν ουρανώ και επί γης» (Ματ. κη,18).Ανέχτηκε ο πανάγαθος τη σκληρότητα και θηριωδία, όσων πραγματοποιούσαν τα σατανικά κατορθώματα, με μακροθυμία και παρακαλούσε τον Πατέρα: «Αφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λονκ. κγ, 34). Αραγε, «ξέρουν τι ποιούν», όσοι με σκληρότητα μας καταπιέζουν; Εμείς όμως δεν ένδιαφερόμαστε τι ξέρουν όσοι μας πειράζουν, αλλά αν θα ολοκληρώσουμε τη δική μας ομολογία. Ποιά; Την αντίσταση και άρνηση κάθε επίδρασης και προσβολής του παλαιού ανθρώπου, που ερεθίζει τη φιλαυτία να μας προκαλεί.
Εφόσον ζει ο παλαιός άνθρωπος, θα αισθανόμαστε τους ερεθισμούς και τις προκλήσεις του, γιατί ο σκοπός του είναι να μας υποτάξει στη δουλεία τον θανάτου. Εμείς με πρότυπο τον Κύριό μας και τις μυριάδες των Πατέρων μας, δεν μετρούμε τις κινήσεις τον παράλογου, αλλά μάλλον χαιρόμαστε που μας δίνονται αφορμές της καλής ομολογίας. «Ταύτα πάντα ήλθεν έφ ημάς, και ουκ επελαθόμεθά σου» αν και «ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. μγ, 18, 23). Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συναντούμε παραδείγματα της προγονικής μας κληρονομιάς. Τότε οι Πατέρες μας, σε δυσκολώτερους καιρούς και περιστάσεις, δεν λύγισαν αλλά πρόταξαν την καλή ομολογία. Δεν είναι ομολογία μόνο η υποστήριξη των δογματικών παραδόσεων και των λατρευτικών συστημάτων. Θα υπεραμυνθούμε βέβαια και γι αυτά, αν παραστεί ανάγκη, με τη Χάρη του Χριστού μας. Ομολογία είναι και η σωστή άμυνα και πάλη κατά του νόμου της διαστροφής, που νύκτα μέρα διεξάγουμε. Ομολογία είναι η αντίσταση και ο πόλεμος κατά του θυμού, της αντιλογίας, της παρακοής, της δικαιολογίας και των υπόλοιπων ερεθισμάτων της σάρκας και της διάνοιας, που κάτω απ αυτά καλύπτεται ο εχθρός και μας πιέζει να προσκυνήσουμε τη «χαλδαϊκή εικόνα» της εμπάθειας και του αναρχισμού.
Στώμεν καλώς», ποθεινότατοι πατέρες και αδελφοί. Κρατήστε την πρακτική μορφή του δικού μας προγράμματος. Εκείνος που έτρεξε σε βοήθεια των μαρτύρων της χαλδαϊκής καμίνου, δεν θα παραβλέψει τη δική μας ομολογία, αλλά θα μας υψώσει στη θέση των Πατέρων μας, που πολέμησαν τις λαίλαπες των αιρέσεων και των κακοδοξιών. Ο κόπος της καρτερίας στη θλίψη της πείνας, της δίψας, της ανεπάρκειας του ύπνου και της ανάπαυσης, δεν είναι στίγματα ομολογίας; Η επιμονή στην τήρηση της ακρίβειας του μοναστικού μας προγράμματος είναι εφάμιλλη με τους διωγμούς, τις φυλακίσεις και εξορίες των πνευματικών προγόνων μας, που διώχτηκαν απ αυτούς που είχαν την εξουσία. Και ποιος γνωρίζει αν, για τις αμαρτίες μας, δεν θα ξανασυμβούν τα ίδια λόγω της χλιαρότητας των χριστιανικών λαών, που με αδιαφορία πορεύονται και ζουν;
Και ο θάνατος που παραμονεύει; Τι άλλο είναι ο θάνατος για τον καθένα, παρά συντέλεια και τέρμα της σκιας της αχυρένιας σκηνής της εδώ ματαιότητας; Για τους «συνετούς (εν Κυρίω) και επιστήμονες» (Δεύτ. α, 13) όμως, είναι ένα κερδοφόρο πανηγύρι, όπου όχι μόνο εξαγοράζουν τη θνητότητα με την αθανασία, αλλά και «εχθροί όντες του Θεού» (Ρωμ. ε, 1θ), συμφιλιώνονται «δια του σταυρωθέντος υιού του Θεού» και κληρονομούν την υιοθεσία, στην οποία «επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α Πέτ. α, 12). Και ποιος είναι ο τρόπος της συναλλαγής και του ανέκφραστου πλούτισμου, παρά η άρνησή μας στη σκέψη και δουλεία του παράλογου και η εμμονή μας στον πρότυπο βίο και τη διδασκαλία τον Κυρίου μας;
Τι αρνούμαστε, αδελφοί μου, έναντι των όσων κληρονομούμε, και γινόμαστε κατά Χάρη υιοί του Θεού και αδελφοί του σωτήρα μας Χριστού; Τίποτε από τις φυσικές μας ανάγκες και απ όσα ανήκουν στην προσωπικότητά μας, αλλά, με συστολή το λέω, τα έργα της ντροπής, που τα κρύβουμε όταν τα εκτελούμε.
Πάντοτε, λοιπόν, πρέπει να ανακαινίζουμε τις αποφάσεις, όταν η πεσμένη φυση μας μαραίνεται και αδρανεί. «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λούκ. ιβ, 35). Το περίζωμα της οσφύος, η προθυμία, «οι καιόμενοι λύχνοι» και ο θείος ζήλος, είναι αυτά που ανατρέπουν την παράλυση της ακηδίας, που μεταβάλλει το λογικό και δραστήριο άνθρωπο, σε ένα άβουλο και νεκρό στοιχείο. Σε μας δεν χρειάζεται άλλη αφορμή για αφύπνιση και ευλάβεια, παρά ο σχολιασμός του βίου και του τρόπου με τον οποίο οι καθημερινά εορταζόμενοι άγιοι ευαρέστησαν το Θεό και τους οποίους εγκωμιάζουμε με ψαλμούς και ύμνους. Όσες φορές και όταν το καλούσε η περίσταση ή ακόμη και η βία των παράλογων αρχόντων, δεν δίσταζαν, δεν κατηγορούσαν, δεν μεμψιμοιρούσαν, αλλά με χαρά αντιμετώπιζαν την ευκαιρία ως αφορμή όομολογίας. Και όχι μόνο οι ώριμοι και σταθεροί άνδρες, αλλά και οι νέοι. Ακόμη και νεαρές γυναίκες, με θάρρος αθλητικό, επισφράγιζαν έμπρακτα την πρώτη και κύρια εντολή της αγάπης προς το Θεό, «εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας» (πρβλ. Δεύτ. στ, 5).
Και μεις, γνήσιοί μου αδελφοί και πατέρες, δεν θα δειλιάσουμε, δεν θα προδώσουμε, δεν θα γίνουμε λιποτάκτες, αλλά θα μαρτυρήσουμε, θα ομολογήσουμε με παρρησία και θα αποδείξουμε στους αντίθετους, ότι μόνο έναν Κύριο και Δεσπότη και σωτήρα έχουμε και αναγνωρίζουμε και. στο πανάγιο θέλημά του υποτασσόμαστε μέχρι θανάτου. Έμπρακτα γνωρίσαμε ότι «μηκέτι εαυτοίς ζώμεν, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β Κορ. ε, 15) και άρα ολόκληρη η θέληση, ο πόθος και η εκλογή ανήκουν σ αυτόν και γι αυτόν το στόχο και σκοπό ζούμε και πεθαίνουμε.
Οι άγιοι μάρτυρες πέθαιναν για να μη γίνουν παραβάτες κάποιας εντολής ανάλογης με την περίσταση. Εμείς θα προδώσουμε στη βία της ακηδίας ή της αντιλογίας ή της παρακοής και του επαίσχυντου θελήματος; Στήν αρχή κάθε μέρας και νύκτας, σύμφωνα με το πατερικό μας τυπικό πρόγραμμα, όλοι μαζί « δεύτε προσκυνήσωμεν τω βασιλεί και Θεώ ήμών» και με συνεχή ευχή να επικαλούμαστε τη βοήθειά του και θα πετυχαίνουμε, αφού μας συνοδεύουν οι προσευχές των Πατέρων μας και του οσιώτατού μας Γέροντα και Πατέρα, που μας ενεθάρρυνε να παραμείνουμε και να εγκαταβιώσουμε στο Βατοπαίδι.
Προσέχετε την ακαταστασία, που είναι γέννημα της αμέλειας. Προκαλεί λάθη, παραλείψεις και ζημιές στα προϊόντα, στα πράγματα και σ αυτά τα εργαλεία, αλλά και απώλεια πολύτιμου χρόνου μέσω του οποίου, αν προσέχουμε, κερδίζουμε την αιωνιότητα. Συναλλαγή είναι ο παρών χρόνος και καιρός. Εάν αρνούμαστε τα ψεκτά και παράλογα και εφαρμόζουμε τα καλά και τα ευάρεστα στο Θεό, κερδίζουμε τον πλούσιο μακαρισμό «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγων ης πιστός», για το δικό μου θέλημα, που είναι ο κανόνας της αρετής και αλήθειας και στο πρόσωπο η αρμόζουσα θέση, «επί πολλών σε καταστήσω» (Ματ. κε, 21), σε όσα δεν περιγράφονται με τα μέτρα και σύμβολα αυτού του κόσμου.
«Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α Κορ. ιδ, 4θ), όχι για επίδειξη η ανθρωπαρέσκεια, αλλά τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες» και «έτι μικρόν όσον όσον» (Εβρ. ι, 37) ο Κύριος έρχεται ελέγχοντας καθενός τη συνείδηση για να αποδώσει το μισθό. Η αξιομισθία στην παρούσα ζωή είναι αρχικά η άφεση των αμαρτιών μας. Μετά, η απαλλαγή μας από τα πάθη και τον παλαιό άνθρωπο και η είσοδός μας στην πλατεία της ελευθερίας και της ενάρετης ζωής. Ω τότε! Πόσο θα χαρείτε και θα σκιρτήσετε, όταν αισθάνεστε να απαλείφονται και να εκλείπουν παλιές συνήθειες και πάθη. Να σταματούν παλιοί πόλεμοι, που μας έσπρωχναν στην απογοήτευση και στη θλίψη και στη θέση τους να βλαστούν ενάρετες συνήθειες και ο κατά Θεό πόθος. Εκεί που άλλοτε μας τυραννούσε η πίεση του παράλογου θυμού στις ξένες επικρίσεις και κατά κάποιο τρόπο το μίσος και η αποστροφή, τώρα παράδοξα σκιρτά μέσα μας η αγάπη και συμπάθεια και στρέφεται χωρίς προσπάθεια και κόπο η προσευχή μας σ αυτούς, που μας πολέμησαν.
Και τι είναι αυτό μπροστά στην αίσθηση της θεοαγχιστείας, για την οποία μυστηριωδώς ο άνθρωπος πληροφορείται; Ή μάλλον αισθάνεται σε βάθος και με πληρότητα το Χριστό, ως πατέρα του; Αυτό είναι απερίγραπτο στους ανθρώπινους συλλογισμούς και όρους. Μόνο μια βαθιά αίσθηση, που δεν ερμηνεύεται η ελέγχεται, κυριαρχεί στο είναι του ανθρώπου και το γεμίζει με μακαριότητα. Ταυτόχρονα πενθεί για την πήλινη ευτέλειά του και κλαίει για την απερίγραπτη ελεημοσύνη και αγάπη του Θεού προς την κτίση του, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο και να ζει και να μετέχει των θείων δωρεών της απέραντης θεοπρεπους κηδεμονίας.
Ήθελα να πω κι άλλα εδώ με τα οποία η θεία παναγαθότητα αφειδώς πλημμυρίζει την κτίση του, αλλά αισθάνομαι την ελεεινότητά μου και την προδοσία της ράθυμης ζωής μου και σιωπώ για να γίνω μισητός όπως το αξίζω!
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 14η
Οι εντολές των μακαρισμών του Κυρίου
Αδελφοί και πατέρες, σε προηγούμενη κατήχηση αναφερθήκαμε στις σωματικές πράξεις, ως βοηθητικά μέσα της έμπρακτης μετάνοιας. Σήμερα θα αναφερθούμε στις εντολές, που βρίσκονται στους μακαρισμούς του Κυρίου μας και όπως οι θείοι Ευαγγελιστές μας τους περιγράφουν. Θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια της εμπειρίας των Πατέρων μας, να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει κάποιος στο έπαθλο τον θείου μακαρισμού, που θα είναι ο σκοπός της πίστης και του αγώνα μας.
Πρώτη εντολή και καθήκον ο θείος φόβος. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α, 7). Ο φόβος του Κυρίου, δεν είναι ο κατά κόσμο πανικός της δειλίας και του τρόμου, αλλά η υποταγή στο θέλημα αυτού που αγαπούμε. Προέρχεται από αγάπη και σεβασμό, όπως συμβαίνει στα παιδιά, που η φροντίδα και η σπουδή τους είναι να μη λύπήσούν το φιλόστοργο πατέρα τους, τον οποίο δεν φοβούνται, αλλά αγαπούν. Αυτό λέγεται «φόβος του Πατρός». Τέτοιο φόβο και μεις χρωστούμε στο Θεό και Πατέρα μας. Με την επήρεια αυτού του φόβου, επειδή δεν θέλουμε να προσκρούσουμε στην αγάπη του, τηρούμε με ακρίβεια τις εντολές του.
Όπως κάθε αρχή γίνεται από το Θεό, έτσι και στους θείους μακαρισμούς. Η προφητική διόπτρα εκφράζει τα ιδιώματα του θείου φόβου ως βάσης κάθε καλής αρχής με τον εξής τρόπο: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. ια, 2, 3).
Αλλά και ο Κύριός μας στον πρώτο του μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», στο θείο φόβο αναφέρεται. Τι είναι η μακάρια ταπείνωση παρά απόλυτος θείος φόβος και ολοκληρωτική υποταγή και εξάρτηση; Οι πρακτικώτεροι τρόποι για την απόκτηση του θείου φόβου, που προέρχεται από την ταπείνωση, είναι η υπόμνηση των πολλών σφαλμάτων και χρεών μας και η υπόμνηση των θείων ευεργεσιών, που ο καθένας αξιώθηκε από το Θεό. «Μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεες αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 2).
Η βαρύτητα της ενοχής μας και η αμέτρητη φιλανθρωπία του Θεού σε μας, όταν με ησυχία και προσοχή υπολογίζονται, γεννούν την κατά Θεό λύπη και το πένθος, το άξιο μέσο του δεύτερου μακαρισμού.
Από την εμμονή στο πένθος, γεννιέται το δάκρυ και ο «κλαυθμός». Το βεβαιότερο δείγμα ότι η προσευχή πλησίασε την πόρτα του ελέους και έγινε μάλλον δεκτή, αφού η έννοια του πένθους παρατείνεται. Στην μακάρια αυτή στάση και θέση του πένθους και του κλαυθμού, ποιο από τα πάθη και τις έξεις της διαστροφής του παλαιού ανθρώπου μπορεί να πλησιάσει ή να προκαλέσει; Ποια επιθυμία εμπαθής, ποιος θυμός εκδίκησης, ποια ακηδία ή ραθυμία, ποιος γογγυσμός ή άλλη έννοια του εμπαθούς βίου και των παλιών συνηθειών τολμά να εμφανιστεί στη διάνοια και καρδιά που κλαίει, όταν το βέλος του κλαυθμού και του πόνου βρίσκεται παρόν;
Όχι μόνο τις παράλογες ορμές των παθών και συνηθειών καταργεί το πένθος, αλλά και αυτές ακόμα τις φυσικές ανάγκες της βιολογικής σύστασης αποκοιμίζει, ώστε, κατά τη Γραφή, «επιλανθάνεται του φαγείν τον άρτον αυτού» (Ψαλμ. ρα, 4), ο κατακτητής του δεύτερου μακαρισμού, της μακαριώτατης πραότητας. Σ αυτήν ο «Κύριος διδάξει πραείς όδους αυτού» (Ψαλμ. κδ, 9).
Πόσο είναι απαραίτητη, σε μας τους μοναχούς, η ιερώτατη στολή της πραότητας, για να έχουμε αρμονία στη ζωή μας και ειρηνική διαβίωση! Ζούμε, στη μονή, ένα πλήθος ανθρώπων από διαφορετικά γένη και φυλές, με διαφορετικές γνώμες. Και πρέπει να έχουμε ειρηνική συμβίωση και συμφωνία. Ποιά γνώμη, διάθεση και συμπεριφορά, θα είναι ικανή να προκαλεί αυτήν τη συμφωνία, παρά η μακάρια πραότητα, που είναι ο χαρακτήρας του Κυρίου μας;
Γι αυτό, παρακαλώ, παραμένετε ακούραστα και επίμονα στα στοιχεία που προανάφερα, που προκαλούν την ευλογία με τη Χάρη του Χριστού. Ας μην ξεχνούμε αυτήν τη βάση του δικού μας προορισμού, της θεοειδούς μας φύσης και προσωπικότητας. Μόνο η ειρηνική και πράη θέληση και συμπεριφορά μας καθιστά αντίτυπα του προτύπου μας. «Αυτού γάρ εσμεν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού... και αυτός γάρ εστιν η ειρήνη ημών και άρα ουν ουκέτι εσμέν ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β, 10, 14, 19). Δεν θέλουμε και μεις να ακούσουμε από τον Κύριό μας, όπως οι θεοφόροι Πατέρες των οποίων συνεχίζουμε την πορεία, «μακάριοι οι πραείς, ότι υμείς κληρονομήσετε την γην» ; (Πρβλ. Ματ. ε, 5). Τι άλλο είναι η πραότητα, παρά ύλη ταπείνωσης, ομοίωμα θείας στολής και μορφής;
Και στην καθημερινή μας ζωή, που συνεχώς δεχόμαστε νέους μοναχούς, ευέλπιδες της ουράνιας στρατιάς και άρα αδαείς και άπειρους της εν Χριστώ ζωής, ποια άλλη δική μας συμπεριφορά θα είναι ικανή να τους βαστάσει και να τους παιδαγωγήσει, για να αποκτήσουν τις αρετές, από την πραότητα και υπομονή; Το σημερινό κοινωνικό βίωμα, που με πόνο αντιμετωπίζουμε, δεν είναι η πραγματική παραμόρφωση και ολική συντριβή της προσωπικότητας; Που θα εφαρμοστεί η καθολική εντολή του Κυρίου μας, το «αγαπάτε αλλήλους» (Ιω. ιγ, 34) και «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24), όταν ο βύθιος δράκοντας διέστρεψε τα πάντα και στο δικό του ευαγγέλιο ανερυθρίαστα κηρύττει «ο θάνατός σας ζωή μου» και τα υπόλοιπα της «ολικής διαστροφής»;
«Στώμεν καλώς», αδελφοί, κρατώντας απαραχάρακτα το δικό μας πρόγραμμα, «ίνα τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ, 13) αποταχθούμε, «ανεχόμενοι εν σπλάγχνοις Χριστού» (Φιλ. α, 8) τις άδυναμίες των μορφούμένων «εν Χριστώ», «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες» (Α Κορ. ι, 24). Λένε οι Πατέρες μας, πράγμα άλλωστε και σε μας γνωστό, ότι «ο βαστάσας ρήμα ασυνέτου ή προπετούς εις ώραν παραφοράς, επλήρωσε πάσαν την Γραφήν» και απέδειξε σύντομα τη φύση και το χαρακτήρα του τέλειου «εν Χριστώ» αναγεννημένου ανθρώπου, που δικαιούται να αισθάνεται υιός Θεού.
Όταν η Γραφή αναφέρει ότι ο Κύριος «διδάξει πραείς οδούς αυτού» (Ψαλμ. κδ, 9), δεν σημαίνει αυτό ότι από μέρους και «εν καιρώ» θα δεχθονν θεία πληροφορία, αλλά θείο και μόνιμο φωτισμό, που αποκτά ο νους του πράου και ταπεινού, τη Χάρη και αξία της πρώτης θεοείδειας. Έτσι γνωρίζει το βάθος και πλάτος και ύψος των αβυσσαλέων κριμάτων του Θεού και ουδέποτε φοβάται ή απορεί, ή διερωτάται «πως» και «γιατί». Τα πάντα διευθύνονται και λειτουργούν στο λαβύρινθο της φαινομενικής σύγχυσης και παρόλο που στα δικά μας μάτια φαίνονται παράξενα και ασυμβίβαστα, δεν είναι τίποτε λανθασμένο ή άδικο ή παραθεωρημένο. Η θεοπρεπής και απόλυτη θεία δικαιοσύνη αποδίδει στον καθένα και στον κατάλληλο χρόνο, αυτό που του ανήκει και που προκάλεσε με την πρόθεση και διαγωγή του και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Όταν, με τη Χάρη, ο νους δεχτεί αυτόν το φωτισμό, τότε βασιλεύει η ειρήνη. Μοιάζει σαν να κάθεται σε ψηλό θεωρείο και να θαυμάζει την ακριβή και θεοπρεπή διοίκηση του δημιουργού, που ρυθμίζει τα πάντα κατά τη θεοπρεπή του δικαιοσύνη, οδηγώντας τα στο σκοπό της αρχικής δημιουργίας τους.
Η δύναμη που κάνει τον πιστό να παραμένει αμετάβλητος στις φαινομενικές ανωμαλίες και μετατροπές, είναι η βέβαιη πίστη, η πίστη της θεωρίας κατά την πατερική ορολογία, που τον εισάγει στους κόλπους της αλάνθαστης κηδεμονίας του Θεού και Πατέρα του. Ουδέποτε βλέπει η κρίνει αυτά που συμβαίνουν, όπως εκτυλίσσονται, αλλά διακρίνει την πανσθενουργό και αλάνθαστη πρόνοια του δημιουργού τους.
Απ εδώ αρχίζει η τέταρτη εντολή, που περιέχει ο μακαρισμός «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματ. ε, 4), δηλαδή το πλήρωμα της γεμάτης αρετές ζωής. Ο άνθρωπος διψά και πεινά κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή κάθε σωματική και ψυχική αρετή. Αν και τις γεύεται και κατατρυφά σ αυτές, ο ερεθισμός της χάρης προκαλεί στους αγωνιστές της αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, περισσότερη πείνα και δίψα. Όσο αισθάνεται την αποκάλυψη μερικών κρυμμένων μυστηρίων του Θεού, τόσο φλέγεται σε μεγαλύτερη δίψα. Και παρόλο που η θεία Χάρη με πολλούς τρόπους τον παρηγορεί, δεν καταπαύει η δίψα του λόγω της ακαταληψίας του Θεού.
Στο πλήρωμα αυτού του θείου φωτισμού, αν και ανθρωπίνως αυτά είναι ακατάληπτα και άρα ανερμήνευτα, φτάνει ο άνθρωπος στην πέμπτη εντολή, στο «μακάριοι οι ελεήμονες» (Ματ. ε, 7), που είναι το πλησιέστερο ιδίωμα του Θεού. Καμμιά άλλη αρετή δεν πλησιάζει και δεν περιγράφει τον απερίγραπτο, δεν ορίζει τον αόριστο, δεν εκφράζει τον ανέκφραστο, όσο η ελεημοσύνη. Τόση είναι η ύπαρξη και πραγματικότητα της ελεημοσύνης μέσα στο θείο είναι, που κατά τη Γραφή υπερνικά τη θεία δικαιοσύνη, «επεί κατακαυχάται έλεος κρίσεως». Ποια άλλη ίδιότητα της θείας παντοκρατορίας τον αναγκάζει να προνοεί για τα δημιουργήματα παρά η ελεημοσύνη του; Αν και η παρακοή, η απείθεια και η αποστασία των γύρω μας κτισμάτων παρατείνει την αυθάδεια, δεν ηττάται η ελεημοσύνη και συμπάθεια του πανάγαθου Θεου. Και αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουμε και ελπίζουμε σε ανάσταση και σωτηρία, αφού, με την κένωσή του, μας παρέδωσε τη χάρη και εξουσία της ανάπλασής μας. Σ αυτήν την αρετή, ο Κύριός μας, επιμένει να τον μιμηθούμε. Και είναι δίκαιο τα παιδιά να φέρουν το χαρακτήρα του πατέρα τους. « Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ, 36). Τι άλλο σημαίνει το ότι «οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16); Ασφαλώς αυτό είναι προϊόν της αγάπης. Και η αγάπη τι άλλο είναι και με ποιο τρόπο εφαρμόζεται, παρά μόνο με την ελεημοσύνη; Όταν ο άνθρωπος αξιωθεί, από τη Χάρη, αυτήν την αρετή και εργασία, δικαιωματικά κληρονομεί το μισθό με το «εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 2).
Οι σύντομες αυτές περιγραφές μας πείθουν για τα αποτελέσματα και τους καρπούς των κόπων και προσπαθειών, όσων αγωνίζονται να τηρούν τις εντολές, που ο πνευματικός νόμος επιβάλλει σ όσους θέλουν να σωθούν. Αρχίζοντας από τις σωματικές εργασίες της απάρνησης των δικών μας εμπαθών ορέξεων και παθών, προχωρούμε στην άρνηση των εμπαθών νοημάτων. Μεταλλάσσουμε, με κόπο και με τον κατάλληλο τρόπο, το πονηρό στο αγαθό, το κακό στο καλό, το παράλογο στο λογικό και σωστό, σύμφωνα με το θείο θέλημα και με τη θεία εντολή.
Σημειώσαμε με συντομία τα ιδιώματα της λεγόμενης πρακτικής, κατά τους Πατέρες μας, και φθάσαμε στην πέμπτη βαθμίδα. Η θεία αυτή σκάλα, οδηγεί ψηλότερα στις διαβαθμίσεις της θεωρίας, που ανήκουν στους συνετούς εργάτες που τήρησαν την πρακτική. Το επόμενο σκαλοπάτι είναι το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματ. ε, 8). Εδώ δεν χρειάζονται σχόλια ή ερμηνείες. Αμέσως πληροφούμαστε το αποτέλεσμα, που είναι όχι μόνο ο πόθος όλων των λογικών όντων, αλλά και ο σκοπός και το νόημά της κτιστής φυσης, που αν και εκτροχιάστηκε, για την ανθρώπινη παράβαση, την επανέφερε η θεία παναγάπη στην ισορροπία. Αρκεί να αποδείξει έμπρακτα ο άνθρωπος την υγιή και σωστή ομολογία έναντι της πρώτης προδοσίας και άρνησης.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 15η
Βία, ο δρόμος του Θεού
Αδελφοί και πατέρες, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι όλοι οι άγιοι έγιναν μέτοχοι της παιδείας του Θεού. Όσοι αρνούνται τη συμμετοχή τους στην παιδεία αυτή, θεωρούνται «νόθοι» και άρα δεν είναι υιοί». Δεν πρέπει και μεις να αρνηθούμε την αμέλεια, που μας πολεμά, μήπως από απροσεξία κατακριθούμε ως νόθοι, και στερηθούμε την υιοθεσία, που ο Κύριος μας χάρισε, και το πλήρωμα του αγιασμού με το οποίο θα μας επιβραβεύσει;
Ως συνετοί, δεν πρέπει να ξεχνούμε τις βάσεις και τις αρχές, όσων μας συμβαίνουν. Από που προήλθαν τα δεινά και αυτός ο θάνατος, αλλά και από που άρχισε η ανάπλαση και σωτηρία μας. Ο θάνατος δεν υπήρχε. Συνέβηκε από τη δική μας απροσεξία. Από τότε ενεργεί δυναμικά και αδιάκοπα, σε όσους δεν αμύνονται νόμιμα, και θέλει να καταστρέψει όσους δεν τον πολεμούν. Αν και η ζωή επανήλθε με την παρουσία και θυσία του Κυρίου μας, δεν ενεργεί μόνη της, χωρίς τη δική μας προσφορά και θυσία. Από τη στιγμή που άρχισε η δυναμική τον ολέθρου, με τη δική μας προδοσία και άρνηση, είναι υποχρεωτική η δική μας θέληση και ομολογία.
Ο πρωτόπλαστος πλανήθηκε και εισήγαγε στη ζωή, με την παρακοή, την ηδονή, ένα θανατηφόρο μέσο και στοιχείο. Ο Κύριός μας ανέτρεψε το θάνατο και όσα συντελούν σ αυτόν, με τη γέννησή του από την Παρθένο και την περιεκτική και φιλόπονη διαγωγή του. Μητέρα της φθοράς και του θανάτου αποδεικνύεται η ηδονή. Ο Κύριός μας αμύνεται με την περιεκτική φιλοπονία και με την οδύνη ξεριζώνει τόσο τα αίτια, όσο και το θάνατο, και μας χαρίζει όχι μόνο τη ζωή, αλλά και την υιοθεσία.
Διπλή είναι η ενέργεια της θανατηφόρου ηδονής. Στο σώμα και στην ψυχή. Και σωματικά, και πνευματικά υποκύπτει ο άνθρωπος στο φόρο της φιληδονίας, εάν δεν αμύνεται. Ο Κύριός μας, για να καταργήσει και τα δύο, υποτάχτηκε απόλυτα στο πατρικό θέλημα και κατάργησε αμέσως τη γεννήτρια τον θανάτου φιλαυτία, από την οποία προέρχεται η διπλή ηδονή και ο θάνατος.
Αυτό είναι το σημαντικώτερο στοιχείο, που μας απασχολεί και παραδειγματίζει και σ αυτό οφείλουμε όλη μας την προσοχή, για να είναι βέβαιη η επιτυχία μας. Με την υποταγή και την υπακοή, νεκρώνουμε τα ψυχικά μας πάθη και τραύματα. Με την έμπρακτη φιλοπονία των καθηκόντων μας αντιγράφουμε το πρότυπό μας και κερδίζουμε τις επαγγελίες. Η δυναμική του ολέθρου, που επικρατεί, σ αυτά τα δύο συνίσταται. Στην ιδιορρυθμία και ανταρσία της ηδυπάθειας και στον εγωκεντρισμό. Εναντίον αυτών πολέμησαν, στον πολύαθλο βίο τους, οι θεόπνευστοι Πατέρες, αποδεχόμενοι την πολύπλευρη παιδεία του Θεού, είτε για την αποθεραπεία παλιών σφαλμάτων και παθών, είτε υπομένοντας με καρτερία τις συμβατικές επιφορές, μέσω των αβυσσαλέων κριμάτων του Κυρίου μας, που αλάνθαστα διοικεί την κτίση του. Δίκαια γράφεται «μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης, Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν» (Ψαλμ. ςγ, 23) και «προ του με ταπεινωθήναι, εγώ επλημμέλησα» (Ψαλμ. ριη, 67).
Πολλοί είναι οι τρόποι και τα μέσα, που μπορεί ο άνθρωπος να μεταχειριστεί, ως εργαλεία, για να ευαρεστήσει το Θεό και να κερδίσει τη σωτηρία του. Οι Πατέρες μας όμως επαινούν, ως αποτελεσματικώτερο, τον πόθο προς το Θεό, που είναι δυνατώτερος κατά των σωματικών απαιτήσεων και ερεθισμών. Όταν δείχνουμε αισθητά την προτίμηση, την αγάπη και την έφεσή μας προς το Θεό, αυτός «υπερεκπερισσού» ανταποδίδει εκατονταπλασίονα το μισθό.
Ας βιαστούμε με όλη μας τη δυναμη, να ποθήσουμε το Θεό. Μη δειλιάσουμε στους σωματικούς κόπους, που συντελούν σ αυτήν τη διακονία. Τότε αισθητά προαγόμαστε υπεράνω των αισθητών και των φαινομένων, όσων συγκινούν και ενδιαφέρουν τον κόσμο. «Και διαθήσομαι υμίν βασιλείαν» (πρβλ. Λουκ. κβ, 29) εδώ, με την ενέργεια του Πνευματος, και στην αιωνιότητα, «ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου» (Λουκ. κβ, 3θ).
Ποιος είναι όμως ο κακός και επίβουλος παράγοντας, που συνήθως μας εμποδίζει απ αυτό το βραβείο; Κατά τους Πατέρες μας, τα αρχαία και πρώτιστα θεμέλια της περιεκτικής κακίας, τα όποία γενικά αντιστέκονται σε κάθε ευγενική απόφαση, είναι η ηδονή και οδύνη. Εάν αυτά τα αποφεύγουμε σε κάθε βήμα, απαλλασσόμαστε από κάθε εμπαθή πίεση, κάθε διαβολική κακουργία και από την αιχμαλωσία που προκαλούν. Εξαιτίας της ηδονής υποκύπτουμε στις παραβάσεις και εξαιτίας της οδύνης δεν θέλουμε να κοπιάσουμε στα έργα της μετάνοιας. Αν και περιγράφουμε τη λεπτομέρεια της κίνησης και δράσης των παθών, και όλων των «βαθέων του Σατανά» , σε μας δεν χρειάζεται, γιατί η ζωή και η διαγωγή μας στη μονή είναι τυποποιημένη σύμφωνα με την πατερική παράδοση. Εμείς είμαστε σαν τα σώματα που βρίσκονται σε καλούπια και δεν νοιάζονται ποιά μορφή να προτιμήσουν. Αρκεί να μην παραβιάζουμε τους όρους και τους λόγους των προγραμμάτων μας. Τι έχει να αναζητήσει ή να φοβηθεί ο αληθινός υποτακτικός και φιλόπονος διακονητής ή αυτός που εξομολογείται προσεκτικά τους λογισμούς του; Εκείνος που αρνείται το δικό του θέλημα και τη γνώμη και ένα μόνο τον ενδιαφέρει, η συνεχής επίκληση του Κυρίου μας, του οποίου η αγάπη τον αιχμαλώτισε και γι αυτόν βρίσκεται σ αυτήν τη ζωή, θα ασχολείται και θα νοιάζεται για κοσμικές βλακείες και άσκοπες γνώσεις και έρευνες, που με προσωπική θυσία αρνήθηκε;
Μη σπαταλούμε, αδελφοί μου, με την αμέλεια τον πολύτιμο χρόνο μας, γιατί η ευαγγελική κραυγή «ιδού ο νυμφίος έρχεται» (Ματ. κε, 6) είναι πάντοτε επίκαιρη για τον καθένα μας. Γιατί τόση αδιαφορία, νυσταγμός και μάλλον αναισθησία στην πρόκληση του Κυρίου μας; «Ιδού έστηκα επί την θύραν» (Αποκ. γ, 2θ) του θελήματος και της προθυμίας και κρούω. Όποιος μου ανοίξει «εισελεύσομαι προς αυτόν και συνδειπνήσω μετ αυτού» (Αποκ. γ, 2θ). « Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου» ; (Ψαλμ. ρς, 43).
Δεν θα ενδιαφερθουμε, όπως κάνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στην κοινωνία, οι οποίοι για την επιτυχία και το πτυχίο τους και για να αρπάξουν αυτό που προγραμμάτισαν, πολλές φορές υποβάλλονται σε στερήσεις και της ζωής τους; Ο Κύριος συνεχώς μας αφυπνίζει. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και (μόνο) βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματ. ια, 12). Βλέπετε ότι σε είδος αρπαγής παροτρύνει ο πανάγαθος Κύριος; Δεν απέδειξε ο ίδιος σ όλη τη ζωή του την πλήρη αυταπάρνηση, την απόλυτη υποταγή και υπακοή; Δεν ανέχτηκε με προθυμία τις αδυναμίες του περιβάλλοντός του, που κι αυτοί που υποτίθεται ότι ανήκαν στην οικογένειά του τον αρνούνταν; Δεν ανέχτηκε μαρτυρικά την κακότητα και το μίσος των Ερινύων του Αδη, που θεωρούνταν λειτουργοί του θείου νόμου και ηγέτες του λαού; Δεν άφησε πάνω στο σταυρό τη φωνή «άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ, 34), για τους σταυρωτές του και αναχαίτισε την ορμή των στοιχείων της φύσης, που κινήθηκαν για να εκδικηθούν τους άαχάριστους;
Μη δυσανασχετείτε, πατέρες και αδελφοί, στη συνεχή υπόμνηση και στην επανάληψη που κάνουμε, γιατί αυτό επιβάλλει το δικό μας καθηκον, που μας οδηγεί στην ανάσταση. Εάν η μίμηση αρετής, ιδέας ή πράξης μας ωφελεί, πόσο θα μας ωφελήσει, διεγείρει και προθυμοποιήσει η ζωή και η διδασκαλία του σωτήρα μας, που είναι το καθολικό μας πρότυπο, αλλά και το κέντρο της αγάπης μας; Να μη χάνουμε το θάρρος μας, όσοι είμαστε βαρύτεροι στο χαρακτήρα, η όσοι αιχμαλωτίζονται ακόμη από τους λογισμούς παλιών απρόσεκτων πράξεων ή και αυτών των παθών. «Μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω» (Α Ιω. δ, 4) και αυτός μας χάρισε την εξουσία «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μη αδικήση» (Λουκ. ι, 19).
Να αποφεύγετε τα αίτια του μαρασμού και της χαύνωσης, γιατί η φύση μας είναι επιρρεπής στο κακό και από τις συνήθειες της προηγούμενής μας ζωής, αλλά και από τον πηλό της σωματικής μας φύσης, που μας πιέζει όπως ο νόμος της βαρύτητας, προς τα υλικά και την άνεση. Ο αντιστρατευόμενος νόμος και η «εγκειμένη επί τα πονηρά εκ νεότητός» (Γέν. η, 21) μας διάθεση, μας εμποδίζουν μόνιμα, εάν δεν είμαστε προσεκτικοί και αν δεν αποφεύγουμε, ότι μας προκαλεί, είτε πρόσωπα είτε πράγματα. Να πως ο Θεόσοφος Δαυΐδ σημειώνει την επιρροή: «Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου, αθώος έση και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση και μετά στρεβλού διαστρέψεις» (Ψαλμ. ιζ, 25). Και συνεχίζει, συμβουλεύοντας την ανάπλασή μας: «Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού; Εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου» (Ψαλμ. ριη, 9).
Οι προέχοντες σε χρόνο και τάξη αδελφοί, να αποτελούν το παράδειγμα στους νεώτερούς και να πείθουν έμπρακτα, ότι ο Κύριός μας και το έργο του, που είμαστε εμείς ειδικά οι μοναχοί, «χθες και σήμερον και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8) μένει ο ίδιος. Οι υπεύθύνοι των υπηρεσιών και διακονιών να μην αμελούν, ώστε να μη γίνονται καταχρήσεις και ζημιές. Με ανεκτικότητα και πραότητα να κάνουν υποδείξεις και όχι με ταραχή. Οι λειτουργοί, διάκονοι και πρεσβύτεροι, να είναι οι οφθαλμοί της αδελφότητας και ειδικά να προσέχουν τους πολυπληθείς επισκέπτες, που οικοδομούνται από την ενάρετη και αγαθή συμπεριφορά. Πολλές φορές ακούσαμε επαινετικά λόγια για τη φιλοξενία της μονής και ειδικά για τη συμπεριφορά των αδελφών διακονητών. Ο έπαινος αυτός δεν ανήκει σε μας, αλλά στην ιερή παράδοση της πατερικής μας κληρονομιάς και αποτελεί δόξα της Εκκλησίας και στηριγμό του λαού μας.
Όσοι βρισκόμαστε σε κάθε μονή, δεν είμαστε ιδιοκτήτες, γιατί δεν τις δημιουργήσαμε εμείς, αλλά η παράδοση και ο λαός μας. Είμαστε απλώς φύλακες και δάσκαλοι της μοναστικής μας παράδοσης και κληρονομιάς. Εάν ο Κύριος, μας χαρακτηρίζει «άλας της γης και φώς του κόσμου» (Ματ. ε, 13, 14) και ο Παύλος για τον εαυτό του λέγει «οικονομίαν πεπίστευμαι» και «ουαί μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α Κορ. θ, 16, 17) πρέπει και μεις να είμαστε η αναμμένη λαμπάδα της πίστης και αλήθειας, που αδιάλειπτα να καίει και να φωτίζει, όσους αναζητούν το φώς.
Η ομόνοια, η αγάπη, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα και η συμπάθεια πρέπει να περισσεύουν προς παρηγοριά και στηριγμό του κόσμου που παραπαίει. Του κόσμου της αδικίας, της αδιαφορίας και προδοσίας, του οποίου σείονται τα θεμέλια της οικογενειακής ζωής, που είναι το κύτταρο της κοινωνίας. Πόσες φορές πρόβαλαν στην ευτέλειά μου το ερώτημα, με αγωνία: «Γέροντα, πως μπορείτε και ζείτε ειρηνικά τόσοι άνθρωποι και ξένοι στην καταγωγή, όχι αδελφοί ή συγγενείς, ενώ εμείς διαλυθήκαμε ως οικογένεια;».
Βλέπετε πως προβάλλεται σιωπηρά η αρετή και ειδικά της αλληλεγγύης και αγάπης, που ο κόσμος τόσο χρειάζεται και ζητά; Όταν με φόβο και σπουδή εργαζόμαστε τη σωτηρία μας, μέσω του μοναστικού μας προγράμματος, γινόμαστε ταυτόχρονα και ιεραπόστολοι στο λαό μας, χωρίς να μετακινούμαστε έξω από τη μάντρα μας.
«Ανω σχώμεν τας καρδίας», « τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ,11), όχι ως ανθρωπάρεσκοι η μισθωτοί, αλλ ως εργάτες τίμιοι του νοητου αμπελώνα και ιδού «όσον όσον ο Κύριος» έρχεται και θα αποδώσει στον καθένα κατά τον κόπο του.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 16η
Η θεραπεία του τριμερούς της ψυχής, οι θλίψεις και η αναγκαιότητα της πίστης
Αδελφοί και πατέρες, το σύνολο της εμπάθειας και γενικά το περιεχόμενο του νεκρού και παλαιού ανθρώπου ονομάζουν οι Πατέρες «κακίαν της έχθρας». Ολόκληρο το ενάρετο και θεοπρεπές σύστημα ονομάζουν «ευσέβεια». Όπως πολλές φορές αναφέραμε, προηγείται η προσεκτική λεγόμενη πρακτική, που νεκρώνει τις σωματικές παραβάσεις, που γίνονται μέσω των αισθήσεων. Τότε ξυπνά ο νους από το λήθαργο της αδράνειας και υποτάσσει στη λογική τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου. Πληροφορείται ο άνθρωπος ποιος πρέπει να είναι και που κατάντησε, δουλεύοντας στα πάθη και την άρνηση, και αρχίζει το πένθος. Αυτό είναι το καθάρσιο από τη σήψη της διαστροφής. Ο νους ανακαινίζει τις δυνάμεις της ψυχής, μέσω των οποίων ρυθμίζει αλάνθαστα, όσα οδηγούν στην ανάπλαση και ανάσταση τον άνθρωπο.
Οι δυνάμεις της ψυχής είναι τέσσερεις. Φρόνηση, σωφροσύνη, ανδρεία και δικαιοσύνη. Αυτές τις διέστρεψε η παράλογη χρήση και η αμαρτωλή ζωή. Και όχι μόνο δεν λειτουργούσαν σύμφωνα με τη φύση τους, όπως τοποθετήθηκαν στη θεοειδή ψυχή, αλλά έγιναν υπόδουλες στην αμαρτία και όργανα του θανάτου. Όσοι θέλουν να αγωνιστούν, πρέπει να αρχίσουν την ανάπλαση και ανακαίνιση, με τη βοήθεια της Χάρης, από αυτές. Κατά τους Πατέρες, οι δυνάμεις αυτές γεννιούνται και λειτουργούν από το τριμερές της ψυχής, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό.
Από το λογιστικό, το νου, πηγάζουν η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το θυμικό, η ανδρεία και από το επιθυμητικό, η σωφροσύνη. Σε κάθε μια δύναμη υπάρχουν δύο παρά φύση πάθη, ανιούσας και κατιούσας αθλιότητας. Στη φρόνηση ανιούσα αθλιότητα είναι το «υπέρ φρονείν», κατιούσα η αφροσύνη. Στη σωφροσύνη άνω είναι η ηλιθιότητα και κάτω η ακολασία. Η ανδρεία άνω έχει τη θρασύτητα και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη άνω έχει τη μειονεξία και κάτω την πλεονεξία. Δανειστήκαμε αυτές τις διασαφήσεις από τους Πατέρες, για τους φιλομαθείς που θέλουν να μάθουν πως ο αδύνατος άνθρωπος έχει τόσες πολλές ιδιότητες και επεκτάσεις.
Οι τέσσερεις ενέργειες (φρόνηση, σωφροσύνη, ανδρεία, δικαιοσύνη) ανήκουν στη φύση του «επουρανίου» και οι οκτώ (υπέρ φρονείν, αφροσύνη, ηλιθιότητα, ακολασία, θρασύτητα, δειλία, μειονεξία και πλεονεξία) στη φύση του « χοϊκού» ανθρώπου. Ο αγώνας μας γίνεται, για να μεταβάλουμε τη λειτουργία των παρά φύση χοϊκών ενεργειών, της έλλειψης και υπερβολής, που είναι χαρακτηριστικά του παλαιού ανθρώπου.
Όλα αυτά σημαίνουν, αδελφοί και πατέρες, προσοχή στο νου και τις σκέψεις μας. Εκεί χαράζονται όλα τα σχήματα, νοήματα και προγράμματα του αισθητού και νοητού πολέμου. Ο Κύριος υπενθύμιζε τους μαθητές του: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματ. κς, 41) και τα υπόλοιπα.
Ωφελιμώτερη πράξη, για όσους θέλουν να προκόψουν με τη Χάρη του Θεού, είναι η τέλεια άρνηση των δικών τους θελημάτων και η απομάκρυνση των εξωτερικών πραγμάτων, που γίνονται αίτια και παρασύρουν τους αδύνατους λόγω του νόμου της επιρροής.
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει γενικά το νου όσο η πονηριά. Αυτή γεννιέται από το δικαίωμα, που δεν παραδέχεται ποτέ την πλάνη του και την κατωτερότητά του. Καταφεύγει στην πονηριά για να καλύψει τη γύμνωσή του. Η προσεκτική ανάγνωση φωτίζει και ζωογονεί το νου. Γεννά την προθυμία στη μίμηση άριστων πράξεων και παραδειγμάτων. Μέγιστη και αφανής προκοπή είναι η αυτομεμψία και η εκούσια αποταγή των θελημάτων μας.
Πιστεύω ότι δεν γίνονται φορτικά τα πρακτικώτατα αυτά παραδείγματα της πείρας των Πατέρων, που πολλές φορές προβάλλουμε. Αφανής και βέβαιη απώλεια στους απρόσεκτους είναι η οίηση και η αυταρέσκεια. Ο ολέθριος γογγυσμός προξενεί αποστροφή στη θεία Χάρη και γίνεται αίτιος σκληρής παιδείας. Εύκολα και πρόχειρα αμαρτάνει κάποιος με τη σύγχυση και την πολυλογία.
Γι αυτό συνεχώς σας παρακαλώ. Μην αμελείτε, μη φέρεστε απρόσεκτα στα καθήκοντά σας, γιατί οι πονηροί δαίμονες, που μας πολεμούν, ως πνεύματα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και πονηριά, ερεθίζοντας τα πάθη και τις συνήθειες που υπάρχουν, και προκαλούν αποθάρρυνση, γιατί κάθε «παράβασις και παρακμή» λαμβάνει «ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. β, 2) και στα μεγάλα λάθη και στα μικρά.
Όταν ο νους συνεχώς ταράζεται από τα κινήματα της απογοήτευσης, λόγω της ακαταστασίας, μαραίνεται και αδρανεί. Τότε σβήνει ο ζήλος της προθυμίας, ο άνθρωπος αποχαυνώνεται και εύκολα συμβιβάζεται με την ηδυπάθεια και την ήττα. Τα δικά μας πράγματα, δεν είναι πράγματα υλικά και μηδαμινά. Είναι η Χάρη του Θεού, που δεν εκτιμάται ή αξιολογείται ή αντικαθίσταται, όταν περιφρονηθεί και υποχωρήσει.
Ποιος λόγος υπάρχει να είμαστε προδότες; Ποιό είναι το κέρδος της αμέλειάς μας, όταν λυπούμε το Πνεύμα το Αγιο, που θα μας μεταμορφώσει, αναπλάσει και θα μας αξιώσει της υιοθεσίας;
Η επίμονη και προσεκτική προσπάθεια στην τήρηση των καθηκόντων και του τυπικού μας, γεννά τη συνήθεια. Αυτή μας απαλλάσσει από τον κόπο και την ακρίβεια, γιατί γίνεται δεύτερη φύση. Οι Πατέρες τρέμουν την απροσεξία, που γίνεται συνήθεια, περισσότερο και από το διάβολο. Αυτόν, όταν τον επιτιμήσεις και σταυροκοπηθείς, φεύγει. Η συνήθεια όμως, ως δεύτερη φύση, επικρατεί, επιμένει και κατατυραννεί. Και η Χάρη όμως, δεν ανταποκρίνεται εύκολα σ αυτούς που πρόδωσαν την πρώτη ευεργεσία της. « Τους άπαξ γευσαμένους καλόν Θεού ρήμα, δυνάμεις του μέλλοντος αιώνος και προδίδοντας την ευεργεσίαν, φοβερά του Θεού κρίσις επιτιμά».
Μη φοβάστε την επίθεση και κρούση του εχθρού μέσω λογισμών η προλήψεων η ακόμα και ερεθισμών. Δεν δημιουργεί ενοχή και ήττα η πάλη, η μάχη και η αντίσταση, αλλά μάλλον αξιομισθία στους μαχόμενους αθλητές. Το «δοκίμιον της πίστεώς» (Ιακ. α, 3) μας στη μάχη αποδεικνύεται, όταν αντιστεκόμαστε στη βία και στον πόλεμο. Ομολογούμε τότε, με το Δαυΐδ, «δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα oδούς σκληράς» (Ψαλμ. ις, 4) και «ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» (Ψαλμ. κδ, 18).
Εάν «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την ζωήν» (Πράξ. ιδ, 22) και «πολλοί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λα, 19) τότε αποδεικνύεται ότι η πνευματική ζωή και η μετάνοια, είναι συνυφασμένες με τις θλίψεις.
Ποιό είναι όμως το νόημα των θλίψεων στη ζωή μας;
Πρώτη αιτία των θλίψεων είναι η εξόφληση της πρώτης φιληδονίας των πρωτοπλάστων, από την οποία έγινε η πτώση. Δεύτερη αιτία είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας της διεστραμμένης φύσης, που απόκτησε μόνιμη ροπή στα πονηρά. Η αποκατάσταση, μόνο με αγώνα και αντίσταση στη βία του παράλογου γίνεται. Τρίτη αιτία είναι η πάλη και η βία με σκοπό την απόκτηση της ενάρετης ζωής, που θα φέρει την επιστροφή της Χάρης και την ανάπλαση της θεοείδειας. Τέταρτη αιτία, είναι η μίμηση και αντιγραφή του προτύπου και στην οποία παρακινεί ο σωτήρας μας: «Έσεσθε ουν τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματ. ε, 48).
Υπάρχει όμως και άλλο χρέος. Λόγω της ευτέλειας και τρεπτότητάς μας, πολλές φορές γινόμαστε παραβάτες των καθηκόντων μας. «Ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα. Κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α Κσρ. ια, 31, 32). Εκτίουμε την ποινή των παραβάσεων και σφαλμάτων μας στη ζωή αυτή, για να μην παιδευθούμε αιώνια στο μέλλον.
Υπάρχει όμως και το κορύφωμα των θείων κριμάτων του δεσπότη μας. Όσοι έχουν χωρητικότητα και προορίζονται για προαγωγή ή για στηριγμό της Εκκλησίας, αφήνει ο ουράνιος Πατέρας, ως κηδεμόνας, την κάμινο των πειρασμών και των θλίψεων, για να παραδειγματίζονται οι αδύνατοι και ατελείς. «Ολολυξάτω πίτυς διότι πέπτωκεν κέδρος» (Ζαχαρ. ια, 2).
Εάν λοιπόν είναι «πολλαί αί θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λα, 19), είναι παράλογες οι μάστιγες των ραθύμων και αμελών; Η πραγματική ήττα και πτώση του εχθρού, στην εναντίον μας πάλη, είναι η καρτερία και υπσμονή στις θλίψεις. Αποδεικνύεται ο τέλειος χαρακτήρας του μαθητή, ή καλύτερα του υιού προς τον Πατέρα, αφού μόνος του ομολογεί ότι « υμείς εστε οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λσύκ. ι, 22) και «ο υπομείνας εις τέλος» (Ματ. ι, 22) αυτός είναι ο κληρονόμος.
Και στην αγάπη σας υπενθυυμίζουμε, αδελφοί και πατέρες, ότι απαραίτητο μέσο και στοιχείο για την ακινδύνη διάβαση αυτού του ωκεανού της χωρίς όριο φιλοπονίας, είναι, κατά τους Πατέρες μας, η διατήρηση της πίστης σε κάθε τόπο, τρόπο και πράγμα. Μόνο η πίστη είναι το κλειδί, που ανοίγει το θησαυροφυλάκιο της Χάρης για βοήθεια. Και αυτή προκαλείται με την προσευχή. Εάν «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. Θ, 23) και «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν» (Ματ. θ, 29), τότε που αλλού ελπίζουμε να βρούμε συμμάχους; Εάν «πίστις ως κόκκος σινάπεως» μεταθέτει τα όρη στις θάλασσες, ποιος αποθαρρύνεται πιστεύοντας στην πρόνοια του Κυρίου μας, ο οποίος υπόσχεται αδιάψευστα ότι «μεθ υμών ειμι πάσας τας ημέρας;» (Ματ. κη, 2θ).
Εάν είναι «πάντα δυνατά», όχι στον πράο ή τον ελεήμονα ή το φτωχό ή σε κάποιον άλλο αγωνιζόμενο, αλλά μόνο «τω πιστεύοντι» , τότε ποιά άλλη μέθοδο και πράξη πρέπει να κρατούμε όσοι θέλουμε τη σωτηρία μας; Η πίστη δεν φτάνει μόνο στο ύψος των δικαιωμάτων και αρετών, αλλά κατεβαίνει και στο βάθος της σκοτεινής απόγνωσης και ανεβάζει αυτούς που λιποψύχησαν στη βία των διαβολικών πονηρευμάτων.
Ειδικά στη γενιά μας, λόγω της φτωχής πρόθεσης και αφιλοπονίας, είναι εύκολη η αποθάρρυνση και απογοήτευση. Ο αθλητής τότε, υποχωρεί στη μάχη και παραδίδεται. Μόνο η πίστη κατεβαίνει και ανασύρει το θύμα, γνωρίζοντας την ευσπλαγχνία του πανάγαθου Θεού,. ότι «εγένετο ευδοκία έμπροσθέν του» (Λονκ. ι, 21), να μην απελπιστεί και αποτύχει ένας των «μικρών τούτων».
Γι αυτό με περισσότερη επιμονή, πατέρες και αδελφοί, προκαλώ την αγάπη σας. Μήν αποχωρίζεστε από το ισχυρό αυτό σωσίβιο, άφου κατά φύση είμαστε αδύνατοι και εύκολα ο δράκοντας της απώλειας μας μπερδεύει με την απογοήτευση. Προχωρώντας ως υιοί προς τον Πατέρα ή και πιστοί δούλοι, δεν βαδίζουμε με συναλλαγή η αμοιβή, και κατά συνέπεια πρέπει να υπολογίζουμε άριθμητικά. Βαδίζουμε μόνο με την πίστη. Όλη μας η επίγνωση και διάθεση και προαγωγή προς το Χριστό είναι η παναγάπη του, την οποία μάθαμε και γνωρίσαμε και κατέχουμε με την πίστη προς αυτόν. «Επίστευσε τω Θεώ και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ, 3), λέγει η Γραφή. Δεν θα αγοράσουμε τις θείες επαγγελίες, ούτε ο Κύριος τις πουλά και υπάρχει φόβος να μην είναι αρκετά τα δικά μας χρήματα για την αγορά.
Με την αίσθηση της ανεπάρκειάς μας και της ατελούς μας διαγωγής, ικετεύουμε την αγαθότητά του να μας βοηθήσει, για να αποδείξουμε την πίστη και υποταγή μας προς αυτόν. Στο διάβολο όμως, δεν επιτρέπουμε να κάνει το δικηγόρο. Στο Θεό φταίξαμε, στο Θεό απολογούμαστε και όχι στον πονηρό απατεώνα, που παριστάνει τον αναμάρτητο δικαστή.
Ελπίζοντας στους θείους οικτιρμούς και στο ότι ο Κύριος, πριν ακόμη γεννηθουμε, μας προόρισε για τη βασιλεία του, πιστεύουμε ότι,θα μας ενισχύσει, όπως τα αναρίθμητα πλήθη των προγόνων μας. Παρέτεινα λίγο τη θεωρία για την πίστη, ως του πλέον απαραίτητου μέσου για θάρρος και υπομονή. Εύχομαι, ο Κύριός μας, να μας καταξιώσει «υπέρ εκ περισσού» με τη φιλανθρωπία του. Αμήν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου