Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Εγώ τότε, αφού έλαβα υπόψη μου τον ορισμό για την ψυχή που εκείνη προηγουμένως είχε πει, απάντησα: «τα επιχειρήματά σου δεν μου απέδειξαν επαρκώς τις δυνάμεις που θεωρούμε ότι κατέχει η ψυχή. Ο ορισμός λέει ότι η ψυχή είναι νοερή ουσία και ότι εισάγει στον οργανισμό του σώματος δύναμη ζωής για να ενεργούν οι αισθήσεις. Διότι η ενέργεια της ψυχής δεν περιορίζεται μόνο στην επιστημονική και θεωρητική έρευνα, εργαζόμενη μόνο στα όρια της νοερής ουσίας της· ούτε πάλι χρησιμοποιεί τις αισθήσεις για να ενεργεί με αυτές σύμφωνα με τα όρια της φύσεως. Αλλά, παρατηρείται στη φύση μεγάλη ενεργοποίηση τόσο του επιθυμητικού όσο και του θυμικού της ψυχής. Επειδή και οι δύο (ενέργεια επιθυμητικού και θυμικού) υπάρχουν γενικά μέσα μας, παρατηρούμε την κίνηση τους να προχωρεί σε ενέργειες με πολλές και ποικίλες διαφορές. »Διότι βλέπουμε πολλές ενέργειες στις οποίες αίτιο είναι το επιθυμητικό· πολλές πάλι έχουν σαν αιτία το θυμικό· ούτε όμως το ένα ούτε το άλλο είναι σώμα. Το ασώματο πάντως είναι νοερό· και ο ορισμός χαρακτήρισε την ψυχή νοερό πράγμα. Επομένως, σύμφωνα με το συλλογισμό, από τα δύο άτοπα ισχύει το ένα: ή το θυμικό και το επιθυμητικό αποτελούν άλλες ψυχές μέσα μας και έχουμε αντί μία πολλές ψυχές ή ότι δεν πρέπει να θεωρούμε και το διανοητικό μας ως ψυχή. Διότι, εάν εφαρμόσουμε σε όλα εξίσου το νοερό, ή θ’ αποδείξει ότι όλα αυτά είναι ψυχές ή το καθένα απ’ αυτά θα εξαιρεθεί εξίσου από την ιδιότητα της ψυχής».
Εκείνη απάντησε: «Κι άλλοι πολλοί ήδη είχαν θέσει αυτό το ζήτημα· τώρα το κάνεις και συ· δηλαδή, τί τάχα πρέπει να θεωρούμε ότι είναι αυτά, το επιθυμητικό και το θυμικό· ή έχουν την ίδια ουσία με την ψυχή και αμέσως με τη δημιουργία της συνυπάρχουν μ’ αυτήν ή είναι κάτι άλλο έξω απ’ αυτήν και ύστερα προστίθενται σε μας (στην ψυχή μας). »Όλοι βέβαια παραδέχονται ότι αυτά φαίνονται να συνυπάρχουν στην ψυχή. Δεν έχει βρει όμως ακόμη η λογική σκέψη τί πρέπει να πιστεύουμε γι’ αυτά, έτσι ώστε να έχουμε αποκρυσταλωμένη την αντίληψη τους. Διότι οι περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ακόμη σε πλανεμένες και διαφορετικές γι’ αυτά αντιλήψεις. »Εάν για μας αρκούσε για απόδειξη της αλήθειας η κοσμική φιλοσοφία, η οποία εξετάζει όλα αυτά μεθοδικά, θα ήταν ίσως περιττό να θέτουμε για συζήτηση το θέμα της ψυχής. Σ’ εκείνους όμως η θεωρία για την ψυχή προήλθε ελεύθερα, όπως τους φαινόταν ορθό· εμείς όμως δεν έχουμε μια τέτοιου είδους εξουσία ελευθερίας, να λέμε δηλαδή ό,τι θέλουμε· διότι χρησιμοποιούμε ως κανόνα και νόμο κάθε δόγματος την Αγία Γραφή. Υποχρεωτικά ανατρέχουμε σ’ αυτήν· και δεχόμαστε μόνον ό,τι είναι σύμφωνο με τον σκοπό όσων αυτή καταγράφει. »Παραμερίζουμε, λοιπόν, το πλατωνικό άρμα και την υποζευγμένη σ’ αυτό δυάδα των αλόγων, τα οποία δεν έχουν ορμές το ένα έναντι του άλλου ούτε έχουν τον αρματηλάτη πάνω σ’ αυτά· είναι όλα εκείνα με τα οποία αυτός (ο Πλάτων) φιλοσοφεί παραβολικά για την ψυχή. »
Ας παραμερίσουμε, επίσης, τις αρχές που εφαρμόζει ο μετά από εκείνον (τον Πλάτωνα) φιλόσοφος (εννοεί, τον Αριστοτέλη), που παρακολουθεί μεθοδικά τα φαινόμενα και εξετάζει με επιμέλεια το προκείμενο θέμα μας· βάσει αυτών αποφάνθηκε ότι η ψυχή είναι θνητή. Ας παραμερίσουμε και όλους τους φιλοσόφους, τους πριν και μετά απ’ αυτούς, που φιλοσόφησαν είτε με πεζό λόγο είτε με ποιητικό, με ρυθμό και μέτρο. Ας θέσουμε κριτήριο του λόγου μας τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, η οποία αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία εξαιρετική ιδιότητα της ψυχής που να μην είναι και ιδιότητα της φύσεως του Θεού. »Εκείνος μάλιστα που είπε ότι η ψυχή αποτελεί ομοίωμα του Θεού, διακήρυξε επίσης ότι, ό,τι είναι ξένο προς το Θεό, αυτό βρίσκεται και έξω από την ψυχή. Διότι, όπου υπάρχει παραλλαγή, δεν διατηρείται η ομοιότητα. Επειδή, λοιπόν, δεν βλέπουμε να υπάρχει κανένα απ’ αυτά στη φύση του Θεού, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι αυτά ούτε και με την ουσία της ψυχής συνυπάρχουν. »Η έρευνα των δικών μας δογμάτων, με τη διαλλεκτική μέθοδο της επιστήμης του συλλογισμού και της αναλύσεως, αποτελεί σαν τέτοιο είδος συλλογισμού σαθρό και ύποπτο μέσο για απόδειξη της αλήθειας, και θα την αφήσουμε στην άκρη. Διότι είναι σε όλους φανερό ότι η διαλλεκτική μέθοδος έχει ίση ικανότητα και στα δύο, τόσο για ν’ ανατρέπει την αλήθεια, όσο και για να καταδικάζει το ψέμα. Γι’ αυτό πολλές φορές, όταν η ίδια η αλήθεια αποδεικνύεται με μια τέτοια μέθοδο, την υποψιαζόμαστε, διότι αυτή η φοβερή μεθοδολογία εξαπατά τη διάνοιά μας και την κάνει να χάνει την αλήθεια. »Εάν πάλι κάποιος μας παρουσίαζε απλό και αστόλιστο συλλογισμό, θ’ απαντήσουμε παρουσιάζοντας κατά το δυνατόν, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, την θεωρία γι’ αυτά. Τί εννοούμε μ’ αυτό που λέμε; Ότι το λογικό αυτό ον, ο άνθρωπος, είναι δεκτικός και της νόησης και της επιστήμης· μας το βεβαιώνουν οι φιλόσοφοι της κοσμικής σοφίας. Και δεν θα όριζε έτσι τη φύση μας ο ορισμός (της ψυχής), εάν θεωρούσε το θυμικό και το επιθυμητικό και όλα τα παρόμοια συνουσιωμένα στη φύση μας.
Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να δοθεί ορισμός κάποιου υποκειμένου, εάν το κοινό χαρακτηριστικό οριζόταν σαν ιδιαίτερο. »Επειδή, λοιπόν, και το επιθυμητικό και το θυμικό υπάρχουν εξίσου τόσο στην άλογη όσο και στη λογική φύση, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρήσει κάποιος το κοινό χαρακτηριστικό ως ιδιαίτερο. Και ό,τι είναι περιττό και απορριπτέο για ορισμό της φύσεως, πώς παρουσιάζεται ως μέρος της φύσεως και ισχύει ανατρέποντας τον ορισμό; Διότι, κάθε ορισμός της φύσεως αναφέρεται στο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του υποκειμένου. Και ό,τι δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, βγαίνει έξω από τον ορισμό σαν ξένο. Και βέβαια, όλοι παραδέχονται ότι η ενέργεια του θυμικού και επιθυμητικού είναι κοινή και στην άλογη και στη λογική φύση. Και κάθε κοινό δεν ταυτίζεται με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι επομένως ορθό, αυτά (τα δύο) να μην προσμετρώνται στα διακριτικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση. Αλλά, όπως ακριβώς όταν δει κανείς στη φύση μας το χαρακτηριστικό της αισθήσεως, της θρέψεως και της αυξήσεως δεν καταργεί μ’ αυτά τον ορισμό της ψυχής (ότι τάχα δεν συμπεριλαμβάνονται) –διότι δεν σημαίνει ότι, επειδή κάποιο υπάρχει στην ψυχή, το άλλο δεν υπάρχει–· έτσι, κι όταν κατανοήσει τις σχετικές με το θυμικό και επιθυμητικό κινήσεις της φύσεώς μας, δεν θα ήταν εύλογο ν’ αρνηθεί τον ορισμό, ότι τάχα ορίζει ελλειπώς τη φύση της ψυχής μας». Ρώτησα τότε κι εγώ στη δασκάλα: «Τί, λοιπόν, πρέπει να γνωρίζουμε γι’ αυτά; Διότ δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω, πώς είναι δυνατόν να δεχθώ ως ξένα στη φύση μας εκείνα τα οποία υπάρχουν μέσα μας». «Βλέπεις, μου απάντησε εκείνη, ότι υπάρχει μάχη του νου προς αυτά και προσπάθεια ν’ απομονωθεί, όσο είναι δυνατόν, η ψυχή απ’ αυτά. Και υπάρχουν ορισμένοι που (το) κατόρθωσαν (την απομόνωση), όπως ακούμε π.χ. για το Μωϋσή, ότι ήταν εκείνος ανώτερος και του θυμού και της επιθυμίας.
Και τα δύο τα μαρτυρεί γι’ αυτόν ιστορία, ότι δηλαδή ήταν πράος περισσότερο από κάθε άνθρωπο –με την πραότητα μάλιστα η αοργησία δείχνει και την αποχή από το θυμό– και ότι, επίσης, δεν επιθύμησε τίποτε απ’ όσα βλέπουμε στους περισσότερους ανθρώπους να κινεί το επιθυμητικό. »Κι αυτό δεν θα γινόταν, εάν αυτά ήταν ίδια της φύσεως και υπαγόταν στην ουσία του ανθρώπου. Διότι δεν μπορεί αυτός που βγήκε έξω από τη φύση να παραμένει και στην ύπαρξη. Επομένως, εάν ο Μωϋσής ήταν στην ύπαρξη αλλά δεν ήταν μέσα σ’ αυτά, αυτό σημαίνει ότι αυτά είναι κάτι άλλο και όχι φύση. Διότι, εάν πράγματι φύση είναι αυτό με το οποίο κατανοείται η ύπαρξη της ουσίας, ενώ η αποξένωση από εκείνα (θυμό και επιθυμία) εξαρτάται από τη διάθεσή μας, τότε ο αφανισμός τους δεν είναι μόνον έλλειψη ζημίας αλλά και κέρδος για τη φύση. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι αυτά τα πάθη της φύσεως έρχονται απέξω και δεν είναι ουσία της. Διότι ουσία είναι εκείνο το οποίο υπάρχει. »Πολλοί θεωρούν ότι ο θυμός είναι αποτέλεσμα εξάψεως του αίματος γύρω από την καρδιά. Άλλοι πάλι νομίζουν ότι είναι ένστικτο άμυνας στη λύπη που προκαλεί πρώτος ο άλλος. Και όπως εμείς πιστεύουμε, θυμός είναι η ορμή για κακοποίηση εκείνου που μας εξόργισε. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν συμφωνεί με τον ορισμό της ψυχής. »Κι αν δώσουμε με τη σειρά της τον ορισμό της επιθυμίας, θα λέγαμε ότι είναι αναζήτηση εκείνου που λείπει, ή πόθος για απόλαυση ηδονών, ή λύπη για την κατοχή των επιθυμητών, ή κάποια σχέση με το ευχάριστο από το οποίο όμως απουσιάζει η απόλαυση. Όλα αυτά και τα παρόμοια φανερώνουν βέβαια τον ορισμό της επιθυμίας, αλλά δεν συνδέονται με τον ορισμό της ψυχής. »Αλλά και όσα άλλα παρατηρούνται στην ψυχή και βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, όπως η δειλία και το θάρρος, η λύπη και η ηδονή, ο φόβος και η αφοβία και όλα τα παρόμοια, που το καθένα φαίνεται να έχει σχέση με το επιθυμητικό ή το θυμικό, παρουσιάζουν τη φύση τους με ιδιαίτερο ορισμό. »Διότι το θάρρος και η αφοβία δηλώνουν κάποια ένταση της ορμής του θυμού· ενώ η σχέση που βασίζεται στη δειλία και το φόβο παρουσιάζει ελάττωση και ύφεση της ορμής του ίδιου (θυμού). Η λύπη πάλι έχει το περιεχόμενό της και από τα δύο. Διότι η ατονία του θυμού σ’ αυτόν που αδυνατεί να εκδικηθεί όσους τον λύπησαν καταντά λύπη· το ίδιο και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και η στέρηση των ποθητών δημιουργεί στην ψυχή τη γνωστή σκυθρωπή διάθεση. Και το αντίθετο της λύπης, εννοώ την έννοια της ηδονής, μοιράζεται εξίσου κι αυτή ανάμεσα στο θυμό και την επιθυμία. Διότι η ηδονή εξουσιάζει το καθένα απ’ αυτά εξίσου. »Όλα αυτά και έχουν σχέση με την ψυχή, και ψυχή δεν είναι· αλλά είναι σαν κάποιες μυρμηγκιές που φυτρώνουν στο διανοητικό μέρος της ψυχής. Θεωρούνται βέβαια μέρη της ψυχής, επειδή εμφανίζονται μ’ αυτήν· πλην όμως, δεν είναι εκείνο το οποίο είναι η ψυχή στην ουσία της». Ανταπαντώ τότε στην παρθένο:
«Κι όμως βλέπουμε ότι η συνεισφορά αυτών (θυμού και επιθυμίας) για την πρόοδο των εναρέτων δεν είναι μικρή. Στόν Δανιήλ, για παράδειγμα, η επιθυμία έγινε έπαινος· και ο Φινεές με το θυμό εξιλέωσε το Θεό. Μάθαμε ακόμη ότι ο φόβος αποτελεί την αρχή της σοφίας· και ακούσαμε από τον Παύλο ότι το τέρμα της κατά Θεόν λύπης είναι η σωτηρία. Το Ευαγγέλιο, επίσης, μας νουθετεί να περιφρονούμε τα δεινά Και το να μη φοβόμαστε την περιφρόνηση τίποτε άλλο δεν το εξασφαλίζει από το θάρρος, το οποίο η Σοφία το κατατάσσει ανάμεσα στα αγαθά. Φανερώνει, λοιπόν, ο λόγος μ’ αυτά τα παραδείγματα ότι δεν πρέπει να θεωρούμε αυτά (το θυμό και την επιθυμία) ως πάθη· διότι τα πάθη δεν συντελούν στην επιτυχία της αρετής». Και η δασκάλα μου είπε: «Μου φαίνεται ότι εγώ είμαι η υπεύθυνη για τη σύγχυση που παρουσιάζουν οι σκέψεις σου· διότι, δεν έκανα διάκριση στο λόγο μου γι’ αυτά, ώστε να μπει κάποια τάξη στην έκθεση της θεωρίας. Τώρα όμως, όσο είναι δυνατό, πρέπει να βάλουμε κάποια τάξη στη συζήτηση, ώστε να προχωρεί με συνέπεια η θεωρία και να μην προβάλλονται πλέον τέτοιες αντιθέσεις στις θέσεις μας. »Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι η θεωρητική, διακριτική και εποπτική των όντων δύναμη της ψυχής είναι οικεία και φυσική ιδιότητά της· και με τη θεία χάρη, διατηρεί με αυτές (τις δυνάμεις) μέσα της την εικόνα (του Θεού). Επειδή και το Θεό –ό,τι κι αν είναι στη φύση του–, τον στοχάζεται ο νους να υπάρχει με αυτές (τις δυνάμεις): να εποπτεύει, δηλαδή, το σύμπαν και να διακρίνει το καλό από το κακό. »
Όσα πάλι βρίσκονται στο σύνορο της ψυχής, έχουν από τη φύση τους τη ροπή προς κάθετι το αντίθετο. Και η χρήση τους φέρνει αποτέλεσμα ή προς το καλό ή προς το κακό· για παράδειγμα, ο θυμός, ο φόβος ή κάποιο άλλο παρόμοιο. Όλα αυτά αποτελούν κινήσεις της ψυχής· χωρίς αυτές δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει ανθρώπινη φύση. Πιστεύουμε ότι αυτές εισήλθαν απέξω στην ψυχή· διότι, η αρχέτυπη ομορφιά (ο Θεός) δεν έχει μέσα της καμιά τέτοια ιδιότητα. Ο λόγος, λοιπόν, γι’ αυτά όλα ας θεωρηθεί ως άσκηση, που θα ξεφεύγει από τις επιρροές όσων ακούν κακοπροαίρετα, για να συκοφαντούν. »Η Αγία Γραφή διηγείται ότι ο Θεός προχώρησε στη δημιουργία του ανθρώπου με μέθοδο και συνεπή τάξη. Αφού δημιουργήθηκε το σύμπαν, όπως το διηγείται η ιστορία, δεν παρουσιάζεται ευθύς αμέσως ο άνθρωπος στη γη· αλλά προηγήθηκε απ’ αυτόν η δημιουργία της φύσεως των ζώων· και πριν από εκείνα, τα φυτά. Μ’ αυτή τη σειρά δείχνει, νομίζω, ο λόγος ότι η ζωτική δύναμη ενώνεται με τη σωματική φύση με ορισμένη διαβάθμιση: πρώτα παρουσιάζεται σ’ όσα δεν έχουν αισθήσεις, έπειτα προχωρεί σ’ όσα έχουν (αισθήσεις) και, τέλος, ανεβαίνει στα νοερά και λογικά όντα. »Επομένως, από τα όντα άλλα είναι σωματικά και άλλα νοερά· και από τα σωματικά άλλα είναι έμψυχα και άλλα άψυχα. Έμψυχα εννοώ αυτά που μετέχουν στη ζωή· κι από τα ζωντανά άλλα έχουν αισθήσεις κι άλλα στερούνται. Απ’ όσα πάλι έχουν αισθήσεις, άλλα είναι λογικά και άλλα άλογα. »Επειδή όμως η ζωή των αισθήσεων δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ύλη, ούτε ο νους με άλλο τρόπο στο σώμα παρά εάν συνυπάρχουν και οι αισθήσεις, γι’ αυτούς τους λόγους περιγράφεται τελευταία η δημιουργία του ανθρώπου· διότι αυτός συμπεριλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της ζωής που παρατηρούνται και στα φυτά αλλά και στα άλογα όντα. (Ο άνθρωπος έχει) τη θρεπτική και αυξητική δύναμη από τη ζωή των φυτών· διότι μπορεί να δούμε τις δυνάμεις αυτές και στα φυτά, που παίρνουν την τροφή από τις ρίζες και την αποβάλλουν με τους καρπούς και τα φύλλα. Την αισθητική δύναμη την έχει (ο άνθρωπος) από τα ζώα.
Η διανοητική όμως και η λογική δύναμη, που είναι μοναδικές ιδιότητες, παρατηρούνται μόνον σ’ αυτήν την (ανθρώπινη) φύση. »Αλλά η φύση έχει και την ελκυστική επιθυμία για τα απαραίτητα της υλικής ζωής· αυτήν στην περίπτωσή μας την ονομάζουμε όρεξη. Και αυτή όμως λέμε ότι ανήκει στη βαθμίδα της φυτικής ζωής. Διότι και στα φυτά μπορεί να δούμε ένα είδος ορμών που ενεργούν με τρόπο φυσικό, για να ικανοποιήσουν τον εαυτό τους και να οργιάζουν από βλάστηση. Έτσι, και όσα χαρακτηρίζουν την άλογη φύση αναμειγνύονται και με τη νοερή φύση της ψυχής. »Άλλα, λέει (η δασκάλα) έχουν θυμό, άλλα φόβο και άλλα όλες τις υπόλοιπες αντιθέσεις που ενεργούν μέσα μας, εκτός από τη λογική και διανοητική δύναμη· διότι μόνον αυτή, όπως είπαμε, είναι το εξαιρετικό γνώρισμα της ζωής μας και αποτελεί στον εαυτό μας μίμηση των ιδιοτήτων του Θεού. Αλλά επειδή, σύμφωνα με το επιχείρημα που αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν μπορούσε με άλλο τρόπο η λογική δύναμη να συνδεθεί με τη ζωή του σώματος, παρά μόνον μέσω των αισθήσεων· γι’ αυτό οι αισθήσεις προϋπήρχαν στη φύση των ζώων. Έτσι, υποχρεωτικά μέσω του ενός εκπληρώνεται η κοινωνία της ψυχής μας και με όλα όσα έχουν συνδεθεί μ’ αυτό. »Κι αυτά (που συνδέονται μέσω του ενός με την ψυχή) είναι τα λεγόμενα πάθη μας, τα οποία πάντως δεν συνάφθηκαν με την ανθρώπινη ζωή για κάποιο κακό σκοπό. Διότι πράγματι τότε, εάν τα σφάλματα υποχρεωτικά ήταν από κει συνδεδεμένα με τη φύση, αίτιος των κακών θα ήταν ο Δημιουργός. Αντίθετα όμως, αυτές οι κινήσεις της ψυχής γίνονται όργανα της αρετής ή της κακίας ανάλογα με τη χρήση της προαιρέσεως (ελευθερία βουλήσεως). »
Όπως ακριβώς, όταν το σίδερο διαμορφώνεται σύμφωνα με τη γνώμη του τεχνίτη, παίρνει το σχήμα που συνέλαβε η φαντασία του τεχνίτη και γίνεται ή ξίφος ή κάποιο γεωργικό εργαλείο. Έτσι ακριβώς συμβαίνει, εάν η λογική, η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φύσεώς μας, ηγεμονεύει σε όσα εισχωρούν μέσα μας απέξω· αποφθεγματικά μάλιστα το δηλώνει ο λόγος της Αγίας Γραφής, όταν μας δίνει την εντολή να κυριαρχούμε σε όλα τα άλογα. Τότε καμία απ’ αυτές τις κινήσεις δεν θα ενεργούσε μέσα μας, για να υπηρετεί την κακία· ο φόβος θα γεννούσε υπακοή, ο θυμός ανδρεία, η δειλία ασφάλεια και η ορμή της επιθυμίας θα μας προξενούσε τη θεϊκή και αγία ηδονή. »Εάν όμως η λογική χάσει τα χαλινάρια, γίνεται σαν τον αρματηλάτη που μπλέκεται κάτω από το άρμα· και τον σέρνει αυτό οπουδήποτε τον οδηγεί το ακυβέρνητο τρέξιμο των υποζυγίων. Τότε οι ορμές καταντούν πάθη, όπως ακριβώς μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει στα άλογα ζώα. »Διότι, επειδή η λογική δεν διευθύνει την κίνηση που υπάρχει από τη φύση σ’ αυτά, τα πιο θυμώδη από τα ζώα αλληλοσκοτώνονται καθοδηγούμενα από το θυμό· τα παχύσαρκα πάλι και τα πιο δυνατά ζώα, δεν ωφελούνται καθόλου από τη δύναμή τους, διότι λόγω ελλείψεως λογικότητας γίνονται υπόδουλα σ’ όποιον έχει λογική· και η ενέργεια της επιθυμίας και της ηδονής δεν στρέφεται σε κανένα από τα σπουδαία· ούτε καμμία άλλη ενέργειά τους αποβαίνει με τη χρήση της λογικής σε κάποια ωφέλεια. »Ετσι και σε μας, εάν οι κινήσεις αυτές δεν οδηγούνται από τη λογική εκεί που πρέπει, αλλά αντίθετα τα πάθη καταδυναστεύουν το νου, τότε ο άνθρωπος από τη λογικότητα και την ομοιότητα προς το Θεό μεταβαίνει προς την αλογία και την ανοησία, και με την ορμή τέτοιων παθών αποκτηνώνεται». Εγώ τότε συγκινήθηκα πολύ απ’ όσα άκουσα και είπα: «Τα τόσο απλά και ξεκάθαρα επιχειρήματά σου είναι αρκετά, για κάθε άνθρωπο που διαθέτει στοιχειώδη λογική, για να πεισθεί ότι είναι ορθά και σε κανένα σημείο δεν ξεφεύγουν από την αλήθεια. Διότι, γι’ αυτούς που έχουν μελετήσει τη διαλεκτική τέχνη των επιχειρημάτων, ο συλλογισμός αρκεί για να πεισθούν. Εμείς όμως, απ’ όλα τα πορίσματα της διαλεκτικής τέχνης, θεωρούμε πιο αξιόπιστο αυτό που προκύπτει από τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής.
Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει ν’ αναζητήσουμε για όσα έχουν λεχθεί, εάν η θεόπνευστη διδασκαλία συμφωνεί μ’ αυτά». Και εκείνη λέει: «Και ποιός θα είχε αντίρρηση ότι η αλήθεια υπάρχει μόνον εκεί όπου τίθεται η σφραγίδα της μαρτυρίας της Αγίας Γραφής; Εάν, λοιπόν, χρειάζεται ν’ αναφερθεί και κάτι από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου για επιβεβαίωση αυτής της πίστεως, δεν θα ήταν ανεπίκαιρη η η διδασκαλία για την παραβολή των ζιζανίων. Ο οικοδεσπότης έσπειρε εκεί τον καλό σπόρο· εμείς πάντως αποτελούμε τους ένοικους του σπιτιού. Ο εχθρός παραφύλαξε και, όταν οι ένοικοι κοιμόταν, έσπειρε μέσα στον καλό και τον άχρηστο σπόρο· έριξε τα ζιζάνια μέσα στο στάρι. Και όλα τα σπέρματα, καλά και κακά, βλάστησαν μαζί. Διότι, δεν ήταν δυνατό ο σπόρος, που σπάρθηκε μαζί με το στάρι, να μη βλαστήσει μαζί μ’ εκείνο. Ο επιστάτης μάλιστα της καλλιέργειας εμποδίζει τους εργάτες να ξεχορταριάσουν τα άχρηστα, διότι στη ρίζα είχαν φυτρώσει και τα χρήσιμα· και μαζί με το άχρηστο θα ξερρίζωνε και το φαγώσιμο στάρι. »Νομίζουμε ότι η παραβολή υπονοεί με τον καλό σπόρο εκείνες τις ορμές της ψυχής που η καθεμιά, εάν καλλιεργούνταν μόνο προς το καλό, σίγουρα θα απόδιδε σε μας τον καρπό της αρετής. Επειδή όμως σπάρθηκε ανάμεσα σ’ αυτά και η σύγχυση για τη διάκριση του καλού, αυτό το όντως καλό από την ίδια του τη φύση επισκιάστηκε από το απατηλό βλαστάρι που φύτρωσε παράλληλα. Διότι η επιθυμία δεν φύτρωσε και αυξήθηκε χάρη στον από τη φύση του καλό σπόρο, εξαιτίας του οποίου βλάστησε μέσα μας, αλλά μετάτρεψε το βλαστό προς τη κτηνωδία και την ανικανότητα να διακρίνει το καλό, αφού η επιθυμία οδηγούσε την ορμή (της ψυχής) σε κάτι τέτοιο. »Παρόμοια και ο σπόρος του θυμού δεν οδήγησε στην ανδρεία, αλλά εξόπλισε τους ανθρώπους για πόλεμο εναντίον των ομοφύλων τους. Και η δύναμη της αγάπης απομακρύνθηκε από τα νοητά, διότι επιδόθηκε με υπέρμετρη μανία στην απόλαυση των αισθητών. Και οι υπόλοιποι σπόροι, με τον ίδιο τρόπο, έβγαλαν τους χειρότερους βλαστούς αντί τους καλύτερους. »Εξαιτίας αυτού ο σοφός γεωργός αφήνει τα ζιζάνια που φύτρωσαν μαζί με το φυτό να παραμένουν, από φόβο μήπως ξεριζωθεί μαζί με τους άχρηστους βλαστούς εξ ολοκλήρου η επιθυμία, και στερηθούμε εμείς και τα καλύτερα. Διότι, αν πάθει η φύση μας κάτι τέτοιο, τί θα υπάρχει που θα μας οδηγεί στη σχέση με τα επουράνια; Ή, εάν αφαιρέσουμε την αγάπη, με ποιό τρόπο θα ενωθούμε με το Θεό; Εάν πάλι ξεθύμαινε τελείως ο θυμός, ποιό όπλο θα έχουμε ενάντιο σ’ αυτόν (διάβολο)που μας πολεμά; »Αφήνει, λοιπόν, μέσα μας τα άχρηστα σπέρματα ο γεωργός, όχι για να κυριαρχήσουν για πάντα στον καλό σπόρο· αλλά, για να μπορέσει η γη –έτσι μεταφορικά ονομάζει την καρδιά μας–, με τη φυσική δύναμη που διαθέτει –κι αυτή (για την καρδιά μας) είναι το λογικό–, άλλα από τα βλαστήματα να ξεράνει και άλλα να τα βοηθήσει να μεγαλώσουν και καρπίσουν.
Κι αν δεν γίνει αυτό, με τη φωτιά ξεχωρίζει τα γεωργικά προϊόντα. »Επομένως, εάν κανείς χρησιμοποιήσει αυτές (τις δυνάμεις) όπως πρέπει: εάν δηλαδή αυτός κυριαρχεί σ’ εκείνες κι όχι εκείνες σ’ αυτόν· και αν τις χρησιμοποιεί σαν συνεργούς, όπως ο βασιλιάς την εργασία των υπηκόων του, εύκολα θα πετύχει εκείνο που επιδιώκει η αρετή. »Εάν όμως υποδουλωθεί σ’ αυτές, όπως οι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον του κυρίου τους, και αιχμαλωτισθεί υποκύπτοντας υποτιμητικά στις επιθυμίες των δούλων και γίνει υποχείριο εκείνων που είναι από τη φύση στις διαταγές του, τότε αναγκαστικά θα ξεπέσει προς τα εκεί που θα τον εκβιάζει η εντολή αυτών που θα τον υποτάξουν. »Εάν αυτή είναι κατάσταση αυτών, δεν θεωρούμε καθ’ εαυτές μήτε αρετή μήτε κακία αυτές τις δυνάμεις της ψυχής που βρίσκονται κάτω από την εξουσία όσων τις χρησιμοποιούν για να ενεργούν ή καλά ή άσχημα. Όταν η κίνησή τους χρησιμοποιείται για το καλύτερο, γίνεται αντικείμενο επαίνων· όπως συνέβη με την επιθυμία στο Δανιήλ, με το θυμό στο Φινεές και με τη λύπη σ’ εκείνον που πενθεί κατά Θεόν. Εάν όμως η ορμή χρησιμοποιείται προς το χειρότερο, τότε οι κινήσεις αυτές γίνονται και λέγονται πάθη». Ενώ έλεγε αυτά, μόλις διέκοψε για λίγο το λόγο της, εγώ συγκέντρωσα το νου μου σε όσα ειπώθηκαν και έφερα τη σκέψη μου στην προηγούμενη συζήτηση, στην οποία είχε υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν η ψυχή, όταν διαλυθεί το σώμα, να παραμένει στα στοιχεία του σώματος. Και ρώτησα τότε τη δασκάλα: «Πού είναι εκείνο το πολυθρύλλητο όνομα του Άδη; Το όνομα που αναφέρεται πολλές φορές και στην καθημερινότητα της ζωής και στα συγγράμματα της κοσμικής και χριστιανικής παιδείας; Και στον οποίο όλοι νομίζουν ότι οι ψυχές από εδώ μεταφέρονται σαν δοχείο; Δεν πιστεύω να έλεγες, βέβαια, "άδη" τα στοιχεία του σώματος!». Και η δασκάλα μου απάντησε: «Είναι φανερό ότι δεν πρόσεξες πολύ όσα είπα. Διότι όταν αναφέρθηκα στην μετάσταση της ψυχής από τα ορατά στα αιώνια, νομίζω ότι δεν παρέλειψα τίποτε σχετικό με το ζήτημα του άδη. Διότι, το όνομα αυτό του άδη, στον οποίο λένε ότι πηγαίνουν οι ψυχές, τίποτε άλλο δεν μου φαίνεται ότι σημαίνει, τόσο στην κοσμική σοφία όσο και στην Αγία Γραφή, παρά την αναχώρηση της ψυχής για το αιώνιο και αόρατο». «Και πώς, ρώτησα, ορισμένοι πιστεύουν ότι ονομάζεται έτσι εκείνος ο υπόγειος χώρος που φιλοξενεί τις ψυχές τους; Και ότι μοιάζει σαν τόπος κατάλληλος να δέχεται τραβώντας προς τον εαυτό του τις ψυχές που ήδη έφυγαν από τη ζωή των ανθρώπων». Απάντησε η δασκάλα: «Σε τίποτε το δόγμα μας δεν θα βλαφτεί από μια τέτοια άποψη. Διότι, εάν είναι αλήθεια εκείνο που είπες, ότι δηλαδή ο ουράνιος πόλος είναι συνεχής καθ’ εαυτόν και αδιάσπαστος και με τον κύκλο του περικλείει τα πάντα και ότι στο μέσον αιωρείται η γη και οι δορυφόροι της και ότι η κίνηση γενικά όλων των περιφερομένων γίνεται γύρω από το σταθερό και πάγιο αυτό κέντρο· εάν συμβαίνουν όλα αυτά, υποχρεωτικά ό,τι συμβαίνει στα στοιχεία που βρίσκονται στο πάνω μέρος της γης, αυτό πρέπει να γίνεται και στο κάτω, αφού η μία και ίδια ουσία περιτρέχει κυκλικά όλο τον όγκο της. »
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου